Professional Documents
Culture Documents
Τοποθέτηση Βασιλάκου Ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα συνέδριο ΚΕΔΚΕ Κοζάνη 04.09.09
Τοποθέτηση Βασιλάκου Ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα συνέδριο ΚΕΔΚΕ Κοζάνη 04.09.09
ζωή ς
Δρ . Νίκος Βα σιλάκος
Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας
Παραγωγών Ενέργειας από ΑΠΕ (EREF)
Ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα του ενεργειακού τομέα, αλλά και του κοινωνικοοικονομικού
γίγνεσθαι μιας χώρας γενικότερα, είναι η στενή σχέση της ενέργειας με την κοινωνική συνοχή
και με την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη, καθώς και με το συναφές (και σχετικά νέο)
φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας. Η ενέργεια δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται,
τουλάχιστον σε επίπεδο εθνικών πολιτικών, απλά και μόνο ως εμπόρευμα και χρηματιστηριακό
αγαθό, η παραγωγή και διάθεση του οποίου αποφασίζεται αποκλειστικά με βάση
ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Αντίθετα, μία συντεταγμένη Πολιτεία μπορεί και οφείλ ει να
στηρίζει αποφασιστικά, με ένα ολοκληρωμένο σύνολο πολιτικών, μέτρων, δράσεων και
οργάνων που έχει στη διάθεσή της (π.χ. Αναπτυξιακός Νόμος, Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης,
χωροταξικός σχεδιασμός, φορολογία, κ.α.), το ρόλο και το λειτουργικό χαρακτήρα της
ενέργειας ως μοχλού περιφερειακής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής, ιδιαίτερα δε σε
φθίνουσες και απομονωμένες περιοχές της χώρας, όπως είναι οι ορεινές περιοχές, τα νησιά,
κ.α.
Προς την ίδια κατεύθυνση, πρέπει να τονιστεί και η στενή σχέση της εξοικονόμησης και της
ορθολογικής χρήσης της ενέργειας με την έννοια της κοινωνικής συνοχής και της ενεργειακής
φτώχειας. Σε μια εποχή που τα χαμηλά και μεσαία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας
πιέζονται αφόρητα, ολοένα και περισσότεροι πολίτες μεταπίπτουν σε καθεστώς ενεργειακής
φτώχειας, πριν θεωρηθούν (από εισοδηματική άποψη) φτωχοί. Στο επίπεδο αυτό υπάρχει
μεγάλο δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας, το οποίο είναι αδύνατο να αξιοποιηθεί, εξαιτίας
της προφανούς έλλειψης οικονομικών πόρων. Όμως, η αξιοποίηση του δυναμικού αυτού,
εκτός των προφανών ενεργειακών ωφελειών, θα ανακουφίσει τα ασθενέστερα στρώματα της
ελληνικής κοινωνίας, αφού θα μειώσει το ενεργειακό τους κόστος.
Τόσο η αύξηση των τιμών των καυσίμων, όσο και η σταδιακή ενσωμάτωση του κόστους
ρύπανσης στις ενεργειακές τιμές, θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε σημαντικές αυξήσεις των
τιμολογίων τα επόμενα χρόνια. Η πραγματική πρόκληση δεν είναι να κρατήσουμε τις
ενεργειακές τιμές χαμηλά (πράγμα μάλλον ανέφικτο), αλλά να προστατεύσουμε τους
οικονομικά ασθενέστερους από την αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων. Η
1
ενεργειακή φτώχεια αγγίζει ήδη ένα ποσοστό 20% του πληθυσμού, και οι άνθρωποι αυτοί θα
πρέπει να είναι οι πρώτοι στους οποίους θα δοθούν ουσιαστικά (οικονομικά, κ.α.) κίνητρα για
εξοικονόμηση ενέργειας, για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα μακροχρόνια. Σε άλλες χώρες
(όχι, βέβαια, στην Ελλάδα !), η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας είναι πλέον τμήμα του
μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού.
Όμως, και στην Ελλάδα, τα σύννεφα της ενεργειακής φτώχειας έχουν αρχίσει να πυκνώνουν
απειλητικά. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε
στα τέλη Μαΐου 2009 στις Βρυξέλλες, το 16% των Ελλήνων, ποσοστό που είναι το τρίτο
υψηλότερο στην Ευρώπη, αφήνει απλήρωτους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, όπως είναι το
ηλεκτρικό και το νερό.
Η κοινωνική διάστα ση της ενεργ ειακής κατ ανάλ ωσης και της ενεργ ειακής
φτώχ ειας στην Ελλάδ α
Ως αποτέλεσμα της διαφοροποίησης αυτής στην ποιότητα των κτιρίων, διαπιστώθηκε ότι
μεγ άλη θερμική κατ ανάλ ωση αν ά τετρ αγωνικό μέτρο παρουσιά ζεται στ α πολύ
χαμη λά και χαμηλ ά εισοδήματα . Το κόστος θέρμανσης ανά άτομο και μονάδα επιφάνειας
είναι κατά 127 % μεγαλύτερο στις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις σε σχέση με τα υψηλά
εισοδήματα. Σε απόλυτες τιμές, η μέση κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση κυμαίνεται από
10 7 έως 130 kWh/m 2 /έτος. Τα επίπ εδα αυ τά είν αι εξαιρετικά υψ ηλά και σχεδόν
αντιστοιχούν στη μέση θερμική κ ατ ανάλ ωση τω ν κ ατοικιών στη ν Αυ στρ ία .
Με δεδομένη την αύξηση της τιμής των καυσίμων που πραγματοποιήθηκε από το 2006 και
μετά, το μέσο ποσοστό του εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών που δαπανάται για
θέρμανση αυξήθηκε από 2,4% το 200 4 σε 4,5% το 200 6, δη λ. σχ εδόν
διπλασιά στηκε . Αντίστοιχα, το μέσο ποσοστό του εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών
που δαπανάται για ενέργεια συνολικά (θέρμανση, κλιματισμός, κ.α.), αυξήθηκε από 5, 5% το
2
20 04 σε 7,4% το 200 6. Στη χαμηλή εισοδηματική τάξη, το ποσοστό του εισοδήματος που
δαπανάται για θέρμανση αυξήθηκε από 6,2% το 200 4 σε 11, 6% το 20 06, δηλ. και
πά λι σχ εδόν διπλ ασιάστη κε . Παράλληλα, οι συνολικές δαπάνες ενέργειας αυξήθηκαν από
12, 1% σ ε 1 7,6% του εισοδήματος των νοικοκυριών αυτών.
Με τα δεδομένα του 2006, το ποσοστό του γενικού πληθυσμού που υπέφερε από ένδεια
καυσίμων ανήλθε σε 8, 4%. Για τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις, η ένδεια καυσίμων
ανήλθε σε 36 % του αντίστοιχου πληθυσμού. Το μέσο ποσοστό νοικοκυριών σε ενεργειακή
ένδεια αυξήθηκε από 11, 3% το 20 04 σε 21,1% το 200 6 (δηλ. το 1 στα 5 ελλη νικά
νοικοκυριά !) . Το αντίστοιχο ποσοστό στις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις αυξήθηκε από
40 % σ ε 6 0% (δηλ. τα 6 στ α 1 0 νοικοκυριά χα μηλού ει σοδήματος) .
Η ενεργειακή φτώχεια προκαλείται από τη συνδυασμένη δράση μιας σειράς παραγόντων, αλλά
κυρίως : α) του εισοδήματος, β) της κατάστασης του δομημένου περιβάλλοντος, και ιδιαίτερα
των κτιρίων κατοικίας, και γ) των ενεργειακών τιμών (ηλεκτρισμός/καύσιμα). Επομένως,
απαιτείται μία συνδυασμένη και στοχευμένη δράση κατά της ενεργειακής φτώχειας, που θα
καλύψει και τους τρεις ως άνω τομείς. Η δράση αυτή (πολιτικές/μέτρα/πρωτοβουλίες) θα
σχεδιαστεί μεν και θα θεσμοθετηθεί από την Πολιτεία, η χρηματοδότηση και η υλοποίησή της,
όμως, θα πρέπει να περιλάβει ένα ευρύ φάσμα φορέων και οργάνων, όπως :
3
• ΜΚΟ, εθελοντικές οργανώσεις, κ.α.
• Υιοθέτηση εθνικού ορισμού (κριτήρια/δείκτες) για την ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα,
με βάση την ως τώρα διεθνή εμπειρία και πρακτική, καθώς και τις εθνικές
κοινωνικοοικονομικές παραμέτρους (π.χ. ενεργειακά φτωχός : >10% του εισοδήματός του
για δαπάνες ενέργειας (ηλεκτρισμό/θέρμανση/κλιματισμό), ενεργειακά πολύ φτωχός:
>20% του εισοδήματός του για δαπάνες ενέργειας).
• Διαμόρφωση ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την ενεργειακή φτώχεια, το οποίο θα
αποτελέσει αναπόσπαστο τμήμα του Μακροχρόνιου Εθνικού Ενεργειακού Σχεδιασμού της
χώρας.
• Καλυπτόμενες δράσεις :
Γ] Θέσπιση ολοκ ληρωμένου πλέγμ ατος υπο χρεώσ εων των ενεργ ειακών
παρόχων γι α υποστήριξη των ενεργ ειακά φτ ωχών πελ ατών τους, με τη ν
εφαρμογή συ γκε κρ ιμέν ων μέτρων κοινωνική ς έντ αξης όσο και ενερ γειακή ς
αποδοτικότητας
• Ειδικά (κοινωνικά) τιμολόγια, εκπτώσεις, επιστροφές (rebates) και τρόποι πληρωμής των
λογαριασμών των ενεργειακά φτωχών καταναλωτών (διευκολύνσεις πληρωμής χρεών,
επανασύνδεση ατελώς, κ.α.).
• Δικαίωμα λύσης ατελώς της σύμβασης με τους ενεργειακούς παρόχους (π.χ. για λόγους
αλλαγής παρόχου), καθώς και δικαίωμα αποζημίωσης, σε περιπτώσεις χαμηλού επιπέδου
ποιότητας υπηρεσιών (π.χ. ανακριβής και καθυστερημένη χρέωση, καθυστέρηση παροχής
συμβουλευτικών ή τεχνικών υπηρεσιών, κ.α.).
Συμπ έρασμα
Η ενεργειακή φτώχεια δεν είναι κάποια νεφελώδης έννοια, κάποια θεωρητική κατάσταση που
αφορά κυρίως στις κοινωνικοοικονομικές μελέτες και αναλύσεις ή στις επιστημονικές
ανακοινώσεις. Αποτελεί, αντίθετα, μια χειροπιαστή, δύσκολη και εν δυνάμει εκρηκτική
πραγματικότητα, που αγγίζει ήδη διεθνώς το 20% περίπου του πληθυσμού. Υπολογίζεται ότι
μεταξύ 50 και 120 εκατομμυρίων πολιτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση ζουν σήμερα σε συνθήκες
ενεργειακής φτώχειας (στοιχεία Eluned Morgan, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Απρίλιος 2009).
Ευρωπαϊκές χώρες με συγκροτημένο σχεδιασμό και δομή, όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Ισπανία,
5
κ.α., έχουν από καιρό εκπονήσει και υλοποιούν προγράμματα, μέτρα και δράσεις
αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τόσο του
μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού τους, όσο και της εθνικής κοινωνικής πολιτικής τους.
Απόλυτα χαρακτηριστικό της διαμορφωνόμενης σήμερα κατάστασης είναι και το γεγονός ότι
στο τελικό κείμενο των νέων Κοινοτικών Οδηγιών για την απελευθέρωση των αγορών
ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, αντίστοιχα (3ο Ενεργειακό Πακέτο), όπως αυτό προέκυψε
πρόσφατα από τις διαπραγματεύσεις Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Κοινοβουλίου και Επιτροπής
(«trialogue», 26.03.2009), συμπεριλήφθηκαν νέ α εδάφια ειδικά και μόνο για την ενεργειακή
φτώχεια: Άρθρο 3, παρ. 5 & 5α και σχετικές αναφορές Νο. 30, 36, 41 και 41c στο Προοίμιο
της Οδηγίας. Το τελικό κείμενο αναφέρει επί λέξει : «Η ενεργειακή φτώχεια είναι ένα
αυξανόμενο πρόβλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση… Κάθε κράτος-μέλος πρέπει να προσδιορίσει
την έννοια (concept) των «ενεργειακά ευάλωτων καταναλωτών», σε συνάφεια με την
ενεργειακή φτώχεια και με την απαγόρευση (από τα κράτη-μέλη) της αποσύνδεσης των
καταναλωτών αυτών σε κρίσιμες συνθήκες. Τα κράτη-μέλη πρέπει να διασφαλίσουν την
τήρηση των δικαιωμάτων των ενεργειακά ευάλωτων καταναλωτών, αλλά και των αντίστοιχων
υποχρεώσεων (των ενεργειακών παρόχων)... Τα κράτη-μέλη πρέπει να λάβουν κατάλληλα
(υποστηρικτικά) μέτρα, όπως Εθνικά Σχέδια Δράσης (κατά της ενεργειακής φτώχειας),
επιδόματα (benefits) από συστήματα κοινωνικής ασφάλισης στοχευμένα στη διασφάλιση της
αναγκαίας παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στους ευάλωτους καταναλωτές,
μέτρα στήριξης της βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας των καταναλωτών αυτών,
κ.α.».
Στην Ελλάδα, ως συνήθως, η Πολιτεία έχει επιλέξει να αγνοεί το πρόβλημα και ασχολείται μαζί
του, αποσπασματικά και στο πόδι, όταν δημιουργηθεί κάποια κρίση, όπως έγινε πρόσφατα με
τις τιμές του φυσικού αερίου στη Θεσσαλία, που εκτινάχθηκαν έως και 165%, προκαλώντας
έντονες αντιδράσεις στους τοπικούς καταναλωτές και οδηγώντας τους σε σπασμωδικές
ενέργειες.
Ελπίζω ότι η ανάλυση και οι προτάσεις που παρουσιάστηκαν στα προηγούμενα θα συμβάλουν
στην έναρξη ενός ουσιαστικού διαλόγου για την ενεργειακή φτώχεια στη χώρα μας και θα
οδηγήσουν στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή συγκροτημένων σχετικών μέτρων από την
Πολιτεία, από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και από τους αρμόδιους φορείς.