Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 13

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΕΛ.

αἱρέω, ῶ - αἱρέομαι-οῦμαι
• αἱρῶ τινα =συλλαμβάνω κάποιον
• αἱρῶ τι (πόλιν) = κυριεύω μια πόλη
• αἱροῦμαί τινα= εκλέγω κάποιον (με την ψήφο μου)
• αἱροῦμαί τινά τινος (μέσο) = προτιμώ κάποιον από έναν άλλο
• αἱροῦμαί+τελ.απαρ = προτιμώ να κάνω κάτι (συχνά με το μᾶλλον)
• αἱροῦμαι ὑπό τινος (παθ)= εκλέγομαι, προτιμώμαι
• Ως παθητικό του αἱρῶ χρησιμοποιεῖται το ἁλίσκομαι = πέφτω στα χέρια
του εχθρού, δηλ. συλλαμβάνομαι (για πρόσωπα), κυριεύομαι (για πόλεις) >
ἅλωσις, εὐάλωτος
• ομόηχοι τύποι : αἱρῶ - ἐρῶ (μέλλων του λέγω), ᾔρηκα – εἴρηκα (πρκ
του λέγω), ᾔρημαι – εἴρημαι (πρκ του λέγομαι)

ἀναιρέω, ῶ
• ἀναιρῶ (ή ἀναιροῦμαι) νεκρούς = σηκώνω τους νεκρούς για ταφή,
ενταφιάζω
• ἀναιρῶ τινα = βγάζω από τη μέση, φονεύω
• ἀναιρῶ πολιτείαν =καταλύω πολίτευμα
• ἀναιρῶ λόγον =ανατρέπω ένα επιχείρημα
• ἀναιρῶ νόμον =καταργώ ένα νόμο
• ἀναιρῶ τείχη = κατεδαφίζω, γκρεμίζω τα τείχη
• ἀναιρεῖ (ἡ Πυθία, ὁ θεός, τό μαντεῖον) = δίδει χρησμό, χρησμοδοτεί,
αποκρίνεται ότι ή ορίζει να… π.χ. ἀνεῖλεν ὁ θεός = χρησμοδότησε ο θεός
• ἀναιροῦμαί τι = παίρνω στα χέρια μου και σηκώνω ψηλά
• ἀναιροῦμαι ναυαγούς =περισυλλέγω ναυαγούς
• ἀναιροῦμαι συνθήκας = ακυρώνω συμφωνίες
• Το ουσιαστικό ἀναίρεσις λαμβάνει αντίστοιχες σημασίες : ἡ ἀναίρεσις
τῶν τειχῶν = η κατεδάφιση των τειχῶν, ἡ ἀναίρεσις τῶν νεκρῶν = η
ανακομιδή, ο ενταφιασμός των νεκρών

ἀκούω
• ἀκούω τινός (άμεση αντίληψη) = ακούω κάποιον
• ἀκούω τι (έμμεση αντίληψη) = πληροφορούμαι κάτι
ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΕΛ.2
• ἀκούω τινός τι = ακούω κάτι από κάποιον
• ἀκούω τινός + κατηγ.μετοχή = μαθαίνω ότι κάποιος… π.χ. ἤκουσα
τοῦ Σωκράτους λέγοντος= άκουσα, έμαθα ότι ο Σ. λέει…
• ἀκούω + κατηγορούμενο = ονομάζομαι
• εὖ ἀκούω = επαινούμαι εὖ λέγω = επαινώ
• κακῶς ἀκούω = κακολογούμαι κακῶς λέγω = κακολογώ

ἄρχω - ἄρχομαι
• ἄρχω (αμετάβατο) = είμαι αρχηγός
• ἄρχω τινός = είμαι αρχηγός κάποιου, κυβερνώ, εξουσιάζω κάποιον
 = αρχίζω κάτι
• ἄρχομαί τινος = αρχίζω κάτι π.χ. ἄρχομαι πολέμου =αρχίζω τον
πόλεμο, μπαίνω στον πόλεμο
• ἄρχομαι + κατηγορηματική μετοχή = αρχίζω να … (βρίσκομαι στην
αρχή μιας πράξης) π.χ. ἄρχομαι λέγων = αρχίζω να μιλώ, αρχίζω το λόγο
μου
• ἄρχομαι + τελικό απαρέμφατο= αρχίζω να …(κάνω κάτι για πρώτη
φορά)
• ἄρχομαι ὑπό τινος (παθητικό) = εξουσιάζομαι, κυβερνιέμαι από
κάποιον
• ἀρχήν (ή ἀρχῆς) ἄρχω = κυριαρχώ, εξουσιάζω

Δέω- δεῖ -δέομαι


• Δέω τινος =έχω έλλειψη από κάτι, στεροῦμαι κάτι
• οὐ πολλοῦ ή ὀλίγου δέω+τελ.απαρ=λίγο απέχω να…, σχεδόν π.χ. οὐ
πολλοῦ δέω χάριν ἔχειν τῷ κατηγόρῳ =σχεδόν χρωστώ χάρη στον
κατήγορο
• πολλοῦ(τοσούτου) δέω = πολύ (τόσο) απέχω από το να
• δεῖ τινα + τελ.απαρ.(απρ) =πρέπει, επιβάλλεται, είναι ανάγκη, οφείλει
κάποιος να κάνει κάτι (το δεῖ εκφράζει εσωτερική ανάγκη, το χρή εξωτερική)

• δεῖ μοι τινος (απρ)= υπάρχει ανάγκη, έλλειψη σε μένα από κάτι,
χρειάζομαι κάτι
• ὀλίγου δεῖ(απρ)= λίγο θέλει, λίγο χρειάζεται, σχεδόν
ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΕΛ.3
• οὐδέν δεῖ(απρ)=δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη, κανένας λόγος
• παρά μικρόν ἐδέησε +τελ.απαρ(απρ)=λίγο έλειψε να…
• πολλοῦ γε και δεῖ(απρ)=κάθε άλλο μάλιστα
• τά δέοντα = αυτά που πρέπει, το χρέος
• μᾶλλον τοῦ δέοντος= περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται

• δέομαί τινος=έχω ανάγκη από κάποιον ή κάτι, χρειάζομαι


• δέομαί τινος+τελ.απαρ=παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι
• δέομαί τι τινός=ζητώ κάτι από κάποιον
ΠΡΟΣΟΧΗ
• Άλλο το ρήμα δέω-ῶ (συναιρείται πάντοτε) = δένω

Δῆμος
• Α) λαός, ὄχλος
• Β) οι δημοκρατικοί, η δημοκρατική παράταξη (αντίθετα προς το οἱ
ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί, οἱ δυνατοί=οι αριστοκρατικοί)
• Συνώνυμα : το πλῆθος, οἱ πολλοί
Δοκῶ
• Δοκέω-ῶ (προσωπικό ρήμα) = φαίνομαι, θεωρούμαι π.χ. ἵνα μη δοκῶ
περί τα μέρη διατρίβειν = για να μη φαίνομαι ότι ασχολούμαι με τα επί
μέρους
• = σκέπτομαι, πιστεύω, νομίζω π.χ. Δοκῶ τοῦτον σοφόν εἶναι = νομίζω
ότι αυτός είναι σοφός
• δοκεῖ μοι (απρόσωπο + δοτ.προσωπική) = μου φαίνεται, νομίζω,
αποφασίζω π.χ.Ἔδοξε τῇ βουλῇ και τῷ δήμῳ = αποφάσισε η βουλή και ο
λαός
ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΕΛ.4
εἰμί :σύνταξη
 Συνδετικό = είμαι
 Υπαρκτικό = υπάρχω π.χ. οὐκ ἔσθ ‘ οὗτος ἀνήρ = δεν υπάρχει αυτός ο
άνθρωπος. Συχνά το υπαρκτικό εἰμί απαντά στο γ΄ενικό+δοτική
προσωπική κτητική π.χ.ἔστι μοι υἱός = υπάρχει σε μένα γιος, έχω γιο.
 Εἰμί + κατηγορηματική μετοχή(ως κατηγορούμενο). Στην ερμηνεία το
εἰμί παραλείπεται και η μετοχή μεταφράζεται ως απλό ρήμα.π.χ. ἦν οὐκ
ὀκνῶν κολάζειν τούς ἀμελοῦντας = οὐκ ὤκνει κολάζειν τούς
ἀμελοῦντας = δεν δίσταζε να τιμωρεί τους αμελείς
 Απρόσωπο : ἔστι + τελικό απαρέμφατο = είναι δυνατόν, επιτρέπεται
 Ἐστί + ουσιαστικό ή ουδέτερο επιθέτου = απρόσωπη έκφραση π.χ.
καλόν ἐστι, ἀνάγκη ἐστί κλπ. Πολύ συχνά το ἐστί παραλείπεται.
 ἔστιν + αναφορική αντωνυμία ή επίρρημα π.χ.ἔστιν ὅς ή ἔστιν
ὅστις= κάποιος, ἔστιν ὅτε=κάποτε, μερικές φορές, ἔστιν ὅπου = κάπου.
Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρούμε ότι υπάρχει αναφορική πρόταση.

εἰμί : Σύνθετα και παράγωγα


• ἄπειμι =απουσιάζω, είμαι μακριά, λείπω
• πάρειμι = είμαι παρών, είμαι κοντά, βοηθώ κάποιον πάρεστι (απρ) =
είναι δυνατόν, επιτρέπεται
• ἔνειμι = ενυπάρχω, υπάρχω μέσα σε κάτι ἔνεστι (απρ) = είναι δυνατόν
• ἔξεστι = είναι δυνατόν, επιτρέπεται
• σύνειμι = είμαι μαζί, συναναστρέφομαι ( οἱ συνόντες = οι οπαδοί, οι
μαθητές)
• πρόσειμι = προστίθεμαι, είμαι κοντά, ανταπεξέρχομαι
• μέτειμι = είμαι μεταξύ μέτεστί(απρ) μοι (δ.πρ.) τινος (αντικ) =
μετέχω σε κάτι
• περίειμι = είμαι γύρω, υπερτερώ, επιζώ, υφίσταμαι
• ἔπειμι = είμαι επάνω, προΐσταμαι, πλεονάζω, ακολουθώ, επίκειμαι

• οὐσία = η περιουσία
• ὄντως = πράγματι τῷ ὄντι =πράγματι, στ’ αλήθεια
• ἐτεός = αληθινός
• ἔτυμος = αληθινός (>ετυμολογία)
ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΕΛ.5
• ἐσθλός = γενναίος, ένδοξος
• τά ὄντα = τα υπάρχοντα
• οἱ οὐκ ὄντες = αυτοί που δεν υπάρχουν πιά, αυτοί που πέθαναν
• οἱ ἐσόμενοι = οι μεταγενέστεροι

ἐλαύνω
• ἐλαύνω (αμετάβατο) = πορεύομαι πάνω σε αμάξι, σε όχημα, προελαύνω,
επιτίθεμαι
• ἐλαύνω τινά (πρόσωπο)= κάνω κάποιον να προχωρήσει, διώχνω, χτυπώ,
βασανίζω
• ἐλαύνω τι (πράγμα) =θέτω κάτι σε κίνηση
• ἔλασις = επίθεση, επιδρομή

Η εξορία
• ἐξορίζω, φυγαδεύω, διώκω, (ἐξ)ὀστρακίζω = εξορίζω
• φεύγω, ἐκπίπτω = εξορίζομαι
• κατέρχομαι =επανέρχομαι από την εξορία
• κατάγω ή καθίημι τόν φυγάδα = επαναφέρω από την εξορία τον
εξόριστο
• κάθοδος =η επιστροφή από την εξορία

ἔοικα :σύνταξη, κλίση και σημασίες


 ἔοικα : παρακείμενος με σημασία ενεστώτα του αχρήστου στην αττική
πεζογραφία ρήματος εἴκω = ομοιάζω, φαίνομαι. Αντί ενεστώτα
χρησιμοποιείται ο παρακείμενος ἔοικα = ομοιάζω, φαίνομαι
 κλίση : γ΄πληθ. : ἐοίκασι ή εἴξασι, υποτ : ἐοίκω, ευκτ : ἐοίκοιμι, προστ : δεν
έχει, απαρ : ἐοικέναι ή εἰκέναι, μτχ : ἐοικώς ή εἰκώς, υπερσ : ἐῲκειν
 Το ρ. απαντάται συχνά ως απρόσωπο και μάλιστα στην αναφορική
παραβολική πρόταση ὡς ἔοικεν = όπως φαίνεται.
 Συχνή είναι και η απρόσωπη έκφραση εἰκός ἐστι + απαρέμφατο = είναι
φυσικό να….Επίσης η αναφορική παραβολική πρόταση ὡς εἰκός ἐστι = όπως
είναι φυσικό. Το ἐστί συνήθως παραλείπεται, όπως συμβαίνει συχνά τις
απρόσωπες εκφράσεις.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΕΛ.6
 Παράγωγα : εἰκών, εἴκελος=όμοιος, εἰκότως=φυσικά, εύλογα, λογικά,
ἐπιεικής, ἀεικής = απρεπής

ἔχω :σύνταξη και σημασίες


• ἔχω + αιτιατική = έχω, κατέχω, κρατώ
• ἔχω + αιτιατική (αντικ) + αιτιατική (κατηγ) = έχω κάποιον ως κάτι
π.χ. Ὀρφέα ἄνακτα ἔχει = έχει τον Ορφέα βασιλιά
• ἔχω + απαρέμφατο τελικό = μπορώ να π.χ. οὐκ ἔχω λέγειν τι = δεν
μπορώ να πώ κάτι
• ἔχω + επίρρημα τροπικό = είμαι σε μια κατάσταση, διάκειμαι π.χ.
καλῶς ἔχω = είμαι σε καλή κατάσταση, είμαι καλά
• ἔχω + πλάγια ερωτ.πρόταση = δεν γνωρίζω… π.χ. οὐκ ἔχω ὅπως
πράξω τοῦτο = δεν γνωρίζω πώς να κάνω αυτό
• επίρρημα τροπικό + ἔχει + απαρέμφατο = απρόσωπη έκφραση π.χ.
ἀναγκαίως ἔχει διαβῆναι (ἡμᾶς) τόν ποταμόν = είναι αναγκαίο να
διαβούμε τον ποταμό
• ἔχω + μετοχή αορίστου = ισοδυναμεί με παρακείμενο π.χ. κρύψας ἔχω
= κέκρυφα

Θαυμάζω
• θαυμάζω τινός (προσώπου)=απορώ, εκπλήσσομαι με κάποιον π.χ.
Πολλάκις ἐθαύμασα τῶν τάς πανηγύρεις συναγαγόντων… ὅτι ἠξίωσαν
(=πολλές φορές απόρησα με αυτούς που διοργανώνουν τις γιορτές, … γιατί
αξιώνουν…
• θαυμάζω τινά = απορώ με κάποιον-κάτι
• θαυμάζω τινός(προσώπου)+γεν.αιτίας= θαυμάζω κάποιον για κάτι
π.χ.θαυμάζω σου τῆς διανοίας(=σε θαυμάζω για την εξυπνάδα σου)
• θαυμάζω + δοτ.αιτίας=θαυμάζω, απορώ, εκπλήσσομαι με κάτι
• θαυμάζω +αιτιολογική πρόταση εισαγόμενη με εἰ (αιτία υποθετική) ή το
ὅτι (αιτία αντικειμενική)=απορώ, εκπλήσσομαι αν-γιατί, που… π.χ.
Θαυμάζω εἰ μή ὑμῖν ἀσμένοις ἀφῖγμαι (=ἀπορῶ που(γιατί) δεν χαίρεστε
που έχω έρθει)
ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΕΛ.7
• θαυμάζω + πλ.ερωτηματική πρόταση =απορώ π.χ. Πολλάκις
ἐθαύμασα τίσι ποτε λόγοις Ἀθηναίους ἔπεισαν (=πολλές φορές απόρησα
με τα επιχειρήματα με τα οποία έπεισαν τους Αθηναίους)

κατηγορῶ και παρόμοια


• Κατηγορῶ : τινός = κατηγορώ κάποιον (τά κατηγορημένα = οι κατηγορίες)
 αμετάβατο = είμαι κατήγορος
 = υποδηλώνω, σημαίνω, αποδεικνύω
• μέμφομαι : τινί = μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον
 τινί τι ή τινός τι = κατηγορώ, κατακρίνω κάποιον για κάτι
 τινός (πράγματος)= παραπονιέμαι για κάτι
• ψέγω τινά περί τινος ή ψέγω τινά τι = κατηγορώ, επικρίνω κάποιον για
κάτι
• ἐγκαλέω, ῶ = εγκαλώ, καταγγέλλω,
 =(για πράξεις) επικρίνω
• Αἰτιάομαι, ῶμαι τινά τινος = κατηγορώ κάποιον για κάτι
• ἐν αἰτίᾳ ἔχω ή φέρω ή ποιοῦμαί τινα, αἰτίαν ἐπάγω, δι ‘ αἰτίας ἔχω =
κατηγορώ
• δίκην διώκω ή (απλώς) διώκω = καταγγέλλω, κατηγορώ (στο δικαστήριο)

Η καταγγελία
• Για τον όρο καταγγελία στην αρχαία ελληνική χρησιμοποιούνται οι λέξεις :
• Εἰσαγγελία = μήνυση για δημόσιο αδίκημα (κατατίθεται στην Εκκλησία του
Δήμου ή στη Βουλή)
• Γραφή = έγγραφη καταγγελία για δημόσιο αδίκημα
• Δίκη = ιδιωτική καταγγελία
• ἔνδειξις = καταγγελία για την ακαταλληλότητα κάποιου να αναλάβει
δημόσιο αξίωμα

καταστρέφω, υποδουλώνω και παρόμοια ολέθρια


• τέμνω γῆν = καταστρέφω χώρα κόβοντας τα δέντρα, τα σπαρτά κλπ
• δῃόω, ῶ = (για χώρα) διαρπάζω, λεηλατώ, ερημώνω (για ανθρώπους)
κατακόπτω, φονεύω
• δενδροτομέω, ῶ =κόβω τα δέντρα, ερημώνω
ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΕΛ.8
• καταστρέφομαι (μέσο) = παίρνω, υποτάσσω, υποδουλώνω
• δουλόω, ῶ ή δουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω
• χειρόω, ῶ = καθιστώ υποχείριο, υποτάσσω, αιχμαλωτίζω
• ἀνδραποδίζω = υποδουλώνω, καταστρέφω, πουλώ ελεύθερο αιχμάλωτο ως
δούλο
• ἐξαιρέω, ῶ = (για πόλεις) καταστρέφω εντελώς, κατεδαφίζω, αφανίζω
• φέρω και ἄγω = αρπάζω, λεηλατώ (το φέρω λέγεται για τα πράγματα και
το ἄγω για τα ζώα)

Λαγχάνω
• Α) Παίρνω με κλήρο Β) Παίρνω ως μερίδιο, μου δίνεται σα μερίδιο, μου
λαχαίνει Γ) Τραβώ κλήρο, παίρνω με κλήρο ένα δημόσιο αξίωμα
• κλήρῳ λαγχάνω =παίρνω δημόσια θέση με κλήρο (αντιθ.
χειροτονοῦμαι=εκλέγομαι με ανάταση των χειρών)
• οἱ λαχόντες =εκείνοι που τους έπεσε ο κλήρος, που κληρώθηκαν
• λαγχάνω δίκην τινί ή προς τινα= κάνω αγωγή εναντίον κάποιου στο
δικαστήριο

Λανθάνω
• λανθάνω τινά = διαφεύγω την προσοχή κάποιου, δεν γίνομαι αντιληπτός
• λανθάνω +κατγ.μτχ=κάνω κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, κρυφά
π.χ. λανθάνει κλέπτων = κλέβει κρυφά (η μτχ. μεταφράζεται με ρήμα και το
λανθάνω με το επίρρημα κρυφά)
• λανθάνω ἐμαυτόν+κτγ.μτχ=κάνω κάτι χωρίς να το αντιλαμβάνομαι
• λανθάνομαι (συνήθως ἐπιλανθάνομαι)=λησμονώ, παραμελώ
• παράγωγα : λήθη, (ἐπι-)λήσμων, ἀ-ληθής, λαθραῖος, λάθρ, λάθος
ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΕΛ.9
Μέλλω-μέλω
 μέλλω + τελικό απαρέμφατο = σκέπτομαι να, σκοπεύω να, πρόκειται να…
 μέλλω(συνήθως αμετάβατο) = αναβάλλω, βραδύνω, καθυστερώ
 μέλω = είμαι αντικείμενο φροντίδος, ενδιαφέροντος. Συνήθως στο γ΄ενικό
μέλει. Συντάσσεται με δοτική προσωπική που δηλώνει το πρόσωπο το οποίο
ενδιαφέρεται και ονομαστική (υποκείμενο) που δηλώνει αυτό για το οποίο
υπάρχει ενδιαφέρον π.χ. Μέλει τοῖς Λακεδαιμονίοις πόλεμος = οι
Λακεδαιμόνιοι φροντίζουν για τον πόλεμο.
 Συχνή είναι και η απρόσωπη σύνταξη : μέλει μοι(δοτική προσωπική) τινος
(αντικείμενο) = ενδιαφέρομαι, φροντίζω για κάτι

νομίζω : συνώνυμα δοξαστικά ρήματα


• ἡγέομαι, οῦμαι + απαρέμφατο ειδικό = νομίζω
• ἡγέομαι, οῦμαι + δύο αιτιατικές = θεωρώ κάποιον (ως) κάτι (αλλά
ἡγέομαι, οῦμαι + γενική = άρχω, ηγούμαι, είμαι αρχηγός και ἡγέομαι,
οῦμαι + δοτική = οδηγώ κάποιον, προπορεύομαι)
• ὑπολαμβάνω + απαρέμφατο ειδικό = νομίζω
• οἴομαι ή οἶμαι + απαρέμφατο ειδικό = νομίζω (ο συγκεκομμένος τύπος
οἶμαι πολλές φορές τίθεται παρενθετικώς, χωρίς απαρέμφατο ή ειδική
πρόταση)
• δοκέω, ῶ, δοκεῖ μοι (απρ) = μου φαίνεται, νομίζω
• δοξάζω = έχω γνώμη, κρίνω
• τίθεμαι, ποιοῦμαι = ενίοτε σημαίνουν θεωρώ π.χ. Τοιοῦτον τίθεμαι τό
δίκαιον = Τέτοιο θεωρώ το δίκαιο Τοῦτο ποιοῦμαι συμφοράν = τούτο
θεωρώ συμφορά

ὁρμάω, ῶ και ὁρμέω, ῶ


• ὁρμάω, ῶ (αμετάβατο)= ξεκινῶ, επιτίθεμαι, ορμάω
o τινα = κινώ, παρακινώ, παροτρύνω
 + απαρέμφατο = επιθυμώ να, εξορμώ να
 τινος = ορμώ, πέφτω με ορμή εναντίον κάποιου >
• >ὁρμή = ορμή, εκστρατεία, επίθεση
• ὁρμέω, ῶ = είμαι αγκυροβολημένος
• ὁρμίζω = φέρνω το πλοίο στο λιμάνι
ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΕΛ.10
• ὁρμίζομαι = έρχομαι στο λιμάνι
• >ὅρμος = λιμάνι, κλειστός κόλπος

πειράομαι, ῶμαι
• πειρῶμαι (αμετάβατο) = δοκιμάζω (την τύχη ή την ικανότητά μου,
αποπειρώμαι)
• πειρῶμαί τινος = δοκιμάζω κάποιον, επιτίθεμαι σε κάποιον
• πειρῶμαι + τελικό απαρέμφατο = επιχειρώ, προσπαθώ να π.χ. ἐπειρᾶτο
γίγνεσθαι ἀνωτέρω τῶν πολεμίων = προσπαθούσε να βρεθεί πιο ψηλά από
τους εχθρούς
• πειρῶμαι + πλ.ερ.προτ. = επιχειρώ μήπως …

Περί πολλοῦ ποιοῦμαί τι


• περί πολλοῦ ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι σπουδαίο, σημαντικό
• περί πλείονος ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι πιο σπουδαίο από κάτι άλλο, θέτω
σε ανώτερη μοίρα, προτιμώ
• περί πλείστου ποιοῦμαί τι= θεωρώ κάτι σπουδαιότατο, του αποδίδω τη
μεγαλύτερη σημασία
• περί παντός ποιοῦμαί τι= θεωρώ κάτι το πιο σπουδαίο από όλα
• περί ὀλίγου ποιοῦμαί τι= θεωρώ κάτι ασήμαντο
• περί ἐλάττονος ποιοῦμαί τι= θεωρώ κάτι λιγότερο σημαντικό από κάτι
άλλο
• περί οὐδενός ποιοῦμαί τι= καθόλου δεν εκτιμώ κάτι, το θεωρώ εντελώς
ασήμαντο

ποιοῦμαι :περιφράσεις
• Το μέσο ρήμα ποιοῦμαι σχηματίζει πολλές περιφράσεις. Μεταφράζουμε με το
αντίστοιχο ενεργητικό ρήμα που εξάγεται από το αντικείμενο :
• πόλεμον ποιοῦμαι = πολεμώ (ενώ πόλεμον ποιῶ =προκαλώ, εγείρω
πόλεμο)
• σπονδάς ποιοῦμαι = σπένδομαι, συνθηκολογώ, συνάπτω συμφωνία
• ὀργήν ποιοῦμαι = οργίζομαι
• εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω (ενώ εἰρήνην ποιῶ = γίνομαι αίτιος ειρήνης,
κάνω ειρήνη για άλλους)
ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΕΛ.11
• μάχας ποιοῦμαι = μάχομαι
• θαῦμα ποιοῦμαι = θαυμάζω
• πλοῦν ποιοῦμαι = πλέω
• βουλήν ποιοῦμαι = βουλεύομαι, σκέπτομαι, συσκέπτομαι
• ποιοῦμαι λόγον = λέγω, ομιλώ (αλλά ποιοῦμαι τούς λόγους = συζητώ,
διαπραγματεύομαι)

πρᾶγμα
• πρᾶγμα : υπόθεση, έργο, ζημία, μάχη, κατάσταση
• τά πράγματα : οι υποθέσεις της πόλης
• οἱ ἐν τοῖς πράγμασιν : οι άρχοντες
• ἀγαθά πράγματα : καλή κατάσταση
• ταπεινά ή ἀσθενῆ πράγματα : άθλια κατάσταση
• νεώτερα πράγματα : πολιτική αλλαγή
• πράττω τά τῆς πόλεως πράγματα : ασχολούμαι με την πολιτική
• καθίσταμαι τά πράγματα : τακτοποιώ, εξομαλύνω την πολιτική
κατάσταση, ρυθμίζω το πολίτευμα
• πράγματα παρέχω τινί : ενοχλώ κάποιον, δημιουργώ προβλήματα
• πράγματα ἔχω παρά τινος : ενοχλούμαι από κάποιον, κάποιος μου
δημιουργεί προβλήματα
• εἰς πράγματα ἐμπίπτω : περιέρχομαι σε δυσχέρειες, σε προβλήματα

πυνθάνομαι
• πυνθάνομαί τινος = πληροφορούμαι από κάποιον
• πυνθάνομαί τι = πληροφορούμαι κάτι
• πυνθάνομαί τι τινός = πληροφορούμαι κάτι από κάποιον
• πυνθάνομαί + πλ.ερ.προτ.= ζητώ να μάθω
• πύστις = είδηση, πληροφορία κατά πύστιν = σύμφωνα με πληροφορίες
• ἔκπυστος = γνωστός
• ἄπυστος= άγνωστος
• ἀνάπυστος = ονομαστός, πολύ γνωστός

τιμωρῶ και παρόμοια


ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΕΛ.12
• Το τιμωρώ στην αρχαία ελληνική δηλώνεται ως εξής :
• Ζημιόω, ῶ = επιφέρω ζημία, τιμωρώ (με χρηματικό πρόστιμο/ ζημία =
χρηματική ποινή, πρόστιμο ή (γενικά) ποινή)
• Κολάζω = τιμωρώ (εξ οὗ και κόλασις, ἀκόλαστος, ἀκολασία)
• Δίκην λαμβάνω παρά τινος = λαμβάνω ικανοποίηση από κάποιον, τιμωρώ
• Δίκην ἐπιτίθημί τινι = καταδικάζω κάποιον
• Το τιμωρούμαι δηλώνεται ως εξής :
• Δίκην δίδωμί τινι = παρέχω ικανοποίηση σε κάποιον, τιμωρούμαι από
κάποιον
• Δίκην ὀφλισκάνω ὑπό τινος = καταδικάζομαι από κάποιον
ΠΡΟΣΟΧΗ :
• Τιμωρῶ = βοηθώ, τιμωρώ
• Τιμωροῦμαι = εκδικούμαι, τιμωρώ

φεύγω
• φεύγω (αμετάβατο) =τρέπομαι σε φυγή, υποχωρώ, καταφεύγω (κάπου)
• τινά = αποφεύγω κάποιον, διαφεύγω από κάποιον
• + τελικό απαρέμφατο = αποφεύγω να…
• (δικανικός όρος) =κατηγορούμαι, καταδιώκομαι (αντίθετο του διώκω =
καταγγέλλω, κατηγορώ)
• ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ὁ διώκων = ο κατήγορος
• ὁ φυγάς = ο εξόριστος
• ἄφευκτος ή ἄφυκτος = ο αναπόφευκτος, αυτός που δεν μπορούμε να
αποφύγουμε
ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΕΛ.13
χρῶμαι :σύνταξη και σημασίες
 χρῶμαί τινι = μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ κάτι.
 Ανάλογα με τη σημασία του αντικειμένου το χρῶμαι λαμβάνει διάφορες
παρεμφερείς σημασίες : χρῶμαι συμφορᾷ = είμαι δυστυχής, χρῶμαι ὁργῇ
= οργίζομαι, χρῶμαι ὁμολογίᾳ = κλείνω συμφωνία, χρῶμαι τέχνῃ = ασκώ
τέχνη, χρῶμαι ἑορτῇ = εορτάζω
 Το χρῶμαι +δοτική ουσιαστικού πολλές φορές ισοδυναμεί με απλό ρήμα :
χρῶμαι φωνῇ = φωνάζω, χρῶμαι νίκῃ=νικώ, χρῶμαι νόμοις = ζω υπό
νόμους, τηρώ νόμους.
 Όταν το αντικείμενο του χρῶμαι είναι δοτική προσώπου = έχω να κάνω με
κάποιον, έχω σχέσεις με κάποιον π.χ. χρῶμαι γυναικί = έχω γυναίκα, ζω με
μια γυναίκα
 χρῶμαί τινί (αντ) τινι (κατηγ.) = χρησιμοποιώ κάποιον ως κάτι π.χ.
χρῶμαι τῷ σίτῳ ὄψῳ = χρησιμοποιώ τον άρτο ως προσφάι, χρῶμαί τινι
φίλῳ = έχω κάποιον φίλω, χρῶμαι τοῖς βαρβάροις οἰκέταις = χρησιμοποιώ
τους βαρβάρους ως δούλους.
 Ενίοτε το χρῶμαί τινι ισοδυναμεί προς το χρῶμαί τινι φίλῳ (οἱ χρώμενοι
=οι φίλοι)
 χρῶμαί τινι εἴς τι (εμπρ. σκοπού) = χρησιμοποιώ κάποιον για κάτι
 τί ἤ ὅ,τι (συστοιχο αντικ) χρῶμαί τινι = πώς …. π.χ. τί χρήσομαι τῷ
ἀργυρίῳ;=πώς θα χρησιμοποιήσω τα χρήματα;
 οὕτω χρῶμαι = έτσι συνηθίζω

Ψηφίζομαι και παρόμοια


 Ψηφίζομαι = αποφασίζω (δια της ψήφου μου)
 ἀποψηφίζομαι + αιτιατική = απορρίπτω κάτι (μια πρόταση)
 + γενική ή αμετάβατο = αθωώνω
 + μή + απαρέμφατο = ψηφίζω να μην πράξει κάποιος κάτι
 καταψηφίζομαί τινος = δίδω καταδικαστική ψήφο, καταδικάζω κάποιον
 ἐπιψηφίζω = θέτω το ζήτημα σε ψηφοφορία
 ἐπιψηφίζομαι (μέσο) = εγκρίνω (δια της ψήφου μου)
 ἐπιψηφίζομαι (παθητικό) = διορίζομαι δια ψηφοφορίας

You might also like