Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 15

ΕΡΓΑΣΙΑ:

Ιδιόφωνα και αυτοσχέδια μουσικά & ηχητικά όργανα

1. Το Κουδούνι
2. Αυτοσχέδια Όργανα

Εύα Στεφανάκου, Απρίλιος 2007

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η παρούσα εργασία αποτελείται από δυο αυτοτελή και ανεξάρτητα μέρη: Το πρώτο μέρος
αφορά το κουδούνι και το δεύτερο τα αυτοσχέδια ηχητικά - μουσικά όργανα, παιδικά ή όχι.
Το κουδούνι ανήκει στην οικογένεια των ιδιόφωνων οργάνων και είναι μάλιστα ένα από τα
αρχαιότερα, αφού χρησιμοποιείται ήδη από την εποχή του Χαλκού! Θεωρείτο πως ο ήχος του
κουδουνιού είχε μαγικές προστατευτικές δυνάμεις. Ως εκ τούτου, το χρησιμοποιούσαν για να
ξορκίσουν ξωτικά και κακά πνεύματα, για να προστατέψουν ζώα και ανθρώπους από ασθένειες
και βασκανίες, καθώς και σε μυστικιστικές τελετές και για να προφυλάξουν ναούς και ιερούς
χώρους. Με τα χρόνια όμως, το κουδούνι έχασε σιγά-σιγά τις υπερφυσικές του ιδιότητες και
κατέληξε απλό ηχητικό αντικείμενο - εργαλείο που βοηθάει τον τσοπάνη να βρίσκει το κάθε ζώο
του κοπαδιού του. Παρ’ όλα αυτά, διατηρεί ακόμα την παλιά του φύση σε διάφορα έθιμα και
δρώμενα της Ελλάδας. Τα κουδούνια χωρίζονται σε τέσσερεις βασικές κατηγορίες: κουδούνι,
τσοκάνι, κύπρος και σφαιρικό κουδούνι και κατασκευάζονται σφυρήλατα ή χυτά.
Τα αυτοσχέδια ηχητικά αντικείμενα - όργανα δημιουργήθηκαν είτε από παιδιά, για το
παιχνίδι τους, είτε από μεγάλους λόγω της έλλειψης, πολλές φορές, μουσικών οργάνων.
Φτιάχνονται από πρώτες ύλες που βρίσκονται στη φύση και απαντώνται πανελλαδικά.
ΚΟΥΔΟΥΝΙ

Ιστορία:

Το κουδούνι (μαζί με τη συγγενή του καμπάνα) αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα ιδιόφωνα
μουσικά όργανα και η χρήση του ήταν αρχικά λατρευτική και προστατευτική. Υπήρχαν ήδη την
εποχή του Χαλκού ενώ ενδέχεται τα πρώτα κουδούνια να ήταν κατασκευασμένα από φυσικές ύλες
όπως καρύδες, κοχύλια, ξύλο κ.λ.π. Τα χρησιμοποιούσαν οι Κινέζοι, οι Ασσύριοι από το 1000
π.Χ. στις θρησκευτικές τελετές τους, οι Εβραίοι - που τα κρεμούσαν στα άμφια των ιερέων τους,
οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι, καθώς και οι Κέλτες. Στη Μουσουλμανική θρησκεία η χρήση
των κουδουνιών είναι απαγορευμένη. Στις μέρες μας το κουδούνι αποτελεί επαγγελματικό
εργαλείο του τσοπάνη, αν και αρχικά οι βοσκοί κρέμαγαν κουδούνια στα ζώα τους σαν φυλαχτά,
για να ξορκίσουν δηλαδή τα κακά πνεύματα και να τα προφυλάξουν με τον μαγικό ήχο τους από
τις αρρώστιες. Με την μυστικιστική δύναμη του ήχου του το κουδούνι προστάτευε αρχικά όχι
μόνο τα ζώα και τους ανθρώπους, αλλά και τους ιερούς χώρους. Πολύ αργότερα έχασε τις
μυστικιστικές του ιδιότητες και κατέληξε απλό ηχητικό εργαλείο. Παρ’ όλα αυτά στη Ελλάδα
εμφανίζεται ακόμα σαν φυλαχτό ή μουσικό όργανο σε διάφορα έθιμα και εθιμικο-θρησκευτικά
δρώμενα αρχαίας προέλευσης που σχετίζονται κυρίως με την λατρεία του θεού Διονύσου, καθώς
και στην εκκλησία (στο θυμιατό).

Ονομασίες - παραλλαγές:

«Κουδούνι» ονομάζεται γενικά κάθε είδος κουδουνιού ανεξάρτητα από τα ειδικά


χαρακτηριστικά του. Όμως στις περιοχές με ανεπτυγμένη κτηνοτροφία συναντάμε πολλές
ονομασίες που αναφέρονται είτε στο μέγεθός, είτε στο σχήμα, το βάρος, το υλικό, τον προορισμό
του (δηλαδή για ποια ζώα προορίζεται). Τα βασικά όμως είδη κουδουνιών είναι τα εξής τέσσερα:

1. Κουδούνι
2. Τσοκάνι
3. Κύπρος
4. Σφαιρικό κουδούνι.

• Το κουδούνι, που είναι ο επικρατέστερος τύπος κουδουνιού στην Ελλάδα, ονομάζεται


αλλιώς και μπούκα (Νάξος), πουγκί (Κάρπαθος), τρακαλιερό (Κάλυμνος), λιγνοτσάμπαλο
(Ρόδος), κουδούνα, κούνα (Κύπρος), μπίμπα, μπιμπίνα, μπατάλικο κ.λ.π. Υπάρχουν και
παραλλαγμένα κουδούνια, όπως αυτά με εξογκωμένα τα δυο άκρα στο φαρδύτερο μέρος (που το
χρησιμοποιούσαν οι Σαρακατσάνοι), με μυτερά και γαμψά τα δυο άκρα (Γιαννιώτικο ή κουδούνι
με αυτιά), το Δημητσανιώτικο: στενόμακρο, με τα χείλη του να αφήνουν ένα μικρό τριγωνικό
άνοιγμα, το χοντροτσάμπαλο και ακόμα ένα μεγάλο κουδούνι που έχει αντί για γλωσσίδι έναν
μικρό κύπρο.
Εικ. 1: Σαρακατσαναίϊκο κουδούνι

• Το τσοκάνι ή αλλιώς τσουκάνι, τσουκάνα, τροκάρι, τρουγγάνι, τσιακάρκα,


τσιοκαρουδάκι, είναι σχήματος ισοσκελούς τραπεζίου, γι’ αυτό ονομάζεται και πλατυκέφαλο
κουδούνι. Μπορεί να έχει τις δυο μεγάλες επιφάνειες λίγο κυρτές (στενόμακρο τσοκάνι),
φαρδύτερο το πάνω μέρος και γαμψά άκρα (τσαμπάλι- Κώς).

Εικ. 2: Τσοκάνι

• Ο κύπρος ή κυπρί ή κυπροκούδουνο έχει σχήμα κόλουρου κώνου με δυο βάσεις σε σχήμα
έλλειψης. Μπορεί επίσης αντί για γλωσσίδι να έχει έναν μικρότερο κύπρο (διπλόκυπρος),να έχει
ελλειψοειδείς βάσεις (πλακερός ή εγχάρακτος κύπρος), ή χείλη ελαφρά κλίνοντα προς τα έξω και
κυρτή την πάνω βάση (ραμπαούνι- Ρόδος).

Εικ. 3: Κύπρος και διπλόκυπρος

• Το σφαιρικό κουδούνι, τέλος, ονομάζεται και γκριγκαρίδι (Σαρακατσάνοι), βοντύλι


(Ρόδος), ντρουγκανίλι (Ήπειρος), σουσουνάρι (Κύπρος), γαργάλι ή φούσκα (Θεσσαλονίκη),
κουδούνι (Κάρπαθος), ζίλι (Παραμυθιά), ρωγοβίλι (Ηπειρωτική Ελλάδα), γερακοκούδουνο
(Ρούμελη, Κρήτη). Επίσης αξίζει να αναφερθεί πως στην Αχελωνία της Κω βρέθηκε πρωτόγονο
κουδούνι από όστρακο χελώνας και πετράδι αντί για γλωσσίδι.

Εικ. 4: Σφαιρικά κουδούνια

Κατασκευαστικά:

Από άποψη τεχνικής υπάρχουν δυο είδη κουδουνιών: Τα σφυρήλατα και τα χυτά.

Κατασκευή σφυρήλατων κουδουνιών: Τα σφυρήλατα κουδούνια κατασκευάζονται από


επιχαλκωμένη λαμαρίνα. Από τα τέσσερα είδη μόνο τα δυο σφυρηλατούνται, το ‘κουδούνι’ και το
‘τσοκάνι’.

Στάδια κατασκευής:
1) Αρχικά κόβουν την λαμαρίνα σε κατάλληλες για το εκάστοτε κουδούνι διαστάσεις.
2) Φτιάχνουν την λεγόμενη «πόστα», δηλαδή 5-6 ίδια φύλλα λαμαρίνας τοποθετημένα το
ένα πάνω στο άλλο και κρατημένα μεταξύ τους στην άκρη μιας γωνίας από ένα λεπτό
πριτσίνι.
3) Ύστερα η πόστα πυρώνεται στο καμίνι και σφυρηλατείται για να δημιουργηθεί μια
αρχική κοιλότητα.(κάθε κυρτή πλέον λαμαρίνα ονομάζεται «σκούφια»).
4) Έπειτα, μετά από πολλές σφυρηλατήσεις της σκούφιας (πυρωμένης και κρύας) πάνω σε
καλούπι από μαντέμι (ή, παλιότερα, πέτρα ή κουφωτό ξύλο), η σκούφια άρχιζε να
παίρνει το σχήμα του κουδουνιού. Η σφυρηλάτηση γίνεται με ειδικά μακριά σφυριά,
τους γουβιαστήρες.
5) Έπειτα ενώνουν τις δυο πλευρές της σκούφιας και ανοίγουν με ένα ειδικό εργαλείο, το
ζουμπά, μια ή περισσότερες τρύπες σε κάθε πλευρά - εκεί που ενώνονται τα χείλη της
σκούφιας - και στερεώνουν τις δυο πλευρές με πριτσίνι ή θηλύκωμα. Η σκούφια έχει
πάρει πλέον το τελικό σχήμα του κουδουνιού.
6) Κατόπιν ακολουθεί η τελική σφυρηλάτηση στον λεγόμενο κόκορα ή ζούμπο.
7) Μετά ανοίγουν στην κοιλιά του κουδουνιού δυο τρύπες για την θηλειά.
8) Περνούν την θηλειά και ενώνουν με ένα πετσάκι αυτήν και το γλωσσίδι.
9) Τέλος, ισιώνουν με ένα ειδικό ψαλίδι τα χείλια του. Αφού τελειώσει αυτή η διαδικασία
το κουδούνι είναι έτοιμο και το μόνο που μένει είναι το σκάλισμα ή ξεφώνισμά του, μια
συγκεκριμένη δηλαδή σφυρηλάτηση, συνήθως λεπτές χαρακιές γύρω-γύρω από τη μέση
και κάτω του κουδουνιού, η οποία του χαρίζει τον ήχο, την τονικότητα του - η οποία
εξαρτάται βέβαια και από το μέγεθος και το βάρος του. Μέχρι τις αρχές του 20 ου αι. οι
τονικότητες που σκάλιζαν στα κουδούνια δεν ξεπερνούσαν την έκταση της τονικότητας
ενός τετραχόρδου δηλαδή διαστήματος τετάρτης καθαρής πχ. ντο-ρε-μι-φα. Το κάθε
κουδούνι είχε και από έναν φθόγγο, ενώ το διάστημα αυτό σκαλιζόταν σε ψηλότερες ή
χαμηλότερες οκτάβες, ανάλογα με το μέγεθος του κουδουνιού.
Εικ. 5: Διαδικασία σφυρηλάτησης κουδουνιών

Κατασκευή χυτών κουδουνιών: Χυτά κατασκευάζονται ο κύπρος και το σφαιρικό κουδούνι


από ορείχαλκο ή μπρούντζο για μικρά και μεγάλα μεγέθη αντίστοιχα. Το μέταλλο λιώνεται με
υψηλές θερμοκρασίες και εγχύνεται μέσα σε ειδικά καλούπια. Τα κουδούνια αυτά διακοσμούνται
με γεωμετρικά ή αφηρημένα εγχάρακτα σχέδια.
Εικ. 6: Διαδικασία κατασκευής χυτών κουδουνιών

Έθιμα:

Το κουδούνι ανακτά την αρχαία του ιδιότητα, δηλαδή ως φυλαχτό, αποτρεπτικό, μαγικό και
προστατευτικό μουσικό αντικείμενο και μουσικό όργανο σε διάφορα έθιμα και δρώμενα που
έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα και, κυρίως, στην λατρεία του θεού Διονύσου, καθώς και
στην εκκλησία.

Στα Αναστενάρια (21 Μαίου), μια τελετή που περιλαμβάνει τελετουργικά, ζωοθυσίες και
πυροβασία, οι αναστενάρηδες, ενώ χορεύουν εκστασιασμένοι, κρατούν εικόνες στις οποίες έχουν
κρεμάσει -εκτός από τάματα- σφαιρικά κουδουνάκια τα οποία ηχούν καθώς η εικόνα κινείται. Τα
κουδουνάκια αυτά δεν έχουν καθορισμένο τονικό ύψος ούτε ταιριάζουν με τα υπόλοιπα
συνοδευτικά όργανα (νταούλι, λύρα ή γκάιντα ή ζουρνά). Ο ρόλος τους είναι να βοηθήσουν τους
πιστούς να εκστασιαστούν και διώχνουν μακριά τα κακά πνεύματα.
Κάθε πρώτη του Μάρτη σε διάφορα μέρη της Ελλάδας τα παιδιά τραγουδούν ένα είδος
καλάντων, το ονομαζόμενο «τραγούδι της χελιδόνας», κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού
στο οποίο έχουν κρεμάσει σφαιρικά κουδουνάκια.

Εικ. 7: Η «Χελιδόνα»

Στη γυναικεία φορεσιά της Αστυπάλαιας κρεμούν επίσης κουδουνάκια που με τα υπόλοιπα
κοσμήματα δημιουργούν κατά την κίνηση του σώματος έντονο ήχο που συνοδεύει ρυθμικά τη
μουσική την ώρα του χορού.
Εικ. 8: Λεπτομέρεια φορεσιάς με κουδούνια

Την τελευταία μέρα του Φεβρουαρίου στην Τρίπολη τα μικρά παιδιά κρέμαγαν στα χέρια
και τη μέση τους κουδούνια για να «διώξουν τον κουτσοφλέβαρο», ενώ το ίδιο έκαναν και τα
παιδιά των Βλαχών της Πίνδου την ημέρα του Ευαγγελισμού για να διώξουν από τα λιβάδια τις
γουστερίτσες και τα φίδια.
Στους Παξούς, για να προστατέψουν τους νεόνυμφους από το δέσιμο με μαύρα μάγια,
τοποθετούσαν κάτω από το νυφικό κρεβάτι ένα γλωσσίδι κουδουνιού (το οποίο και αποτελούσε
φαλλικό σύμβολο).
Αλλά το κουδούνι το συναντάμε και στην εκκλησία: Το θυμιατό έχει δώδεκα σφαιρικά
κουδουνάκια, όπως και το «κατσί» ένα είδος θυμιατού από ασήμι που χρησιμοποιείται κυρίως σε
μοναστήρια και κατ΄ εξοχήν στο Άγιο Όρος. Κουδουνάκι έχουν επίσης και τα άμφια του δεσπότη,
ενώ κουδουνάκια κρεμούσαν πάνω τους όσοι ήταν ταμένοι, για όσο χρονικό διάστημα απαιτούταν
ως ένδειξη σκλαβώματος στον άγιο.
Κουδούνια συναντάμε και σε εορταστικά δρώμενα όπως ο Καλόγερος, τα Καρναβάλια και
γενικά όπου υπάρχουν ζωομεταμφιέσεις και μασκαρέματα χωρίς μουσικό ρόλο. Άλλα δρώμενα
είναι ο Μπέης, ο γάμος του Καραγκιόζη, οι εορτασμοί των Αποκριών, το Σάββατο και τα
Κάλαντα του Λαζάρου αλλά και σε Κάλαντα των χωριών της Καισαρείας όπου κάθε παρέα
χωριζόταν σε δύο ομάδες, η μια έμπαινε στα σπίτια και τραγουδούσε τα Κάλαντα ενώ η άλλη
σκαρφάλωνε στη στέγη του σπιτιού και κρεμούσε μέσα στο σπίτι από τον φεγγίτη έναν-δυο
μονόκυπρους ή διπλόκυπρους δεμένους από ένα σκοινί και κουνώντας το ρυθμικά συνόδευε το
τραγούδι των φίλων τους. Τέλος, στα Κάλαντα στο Διδυμότειχο τραγουδούσαν άτομα
μεταμφιεσμένα σε αράπηδες, με κρεμασμένα στη μέση τους κουδούνια.. Το κουδούνι ως
συνοδευτικό στη μουσική τοποθετείται και στο δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας και στο
τουμπελέκι. Παλιότερα οι τσοπάνηδες κρεμούσαν έξω από τα σπίτια τους κουδούνια τα οποία με
τον ήχο τους κρατούσαν μακριά ξωτικά και δαιμόνια.
Εικ. 9: «Κουδουνοφόροι» σε Μακεδονίτικο έθιμο

ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑ ΗΧΗΤΙΚΑ-ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ(παιδικά και μη)

Το μεράκι, η φαντασία και η ευρηματικότητα του λαού μας, αλλά συχνά και η έλλειψη μουσικών
οργάνων, οδήγησαν τους παλιούς ανθρώπους στο να κατασκευάσουν μουσικά όργανα
αξιοποιώντας είτε αντικείμενα που προορίζονταν για διαφορετική χρήση όπως κουτάλια και
ποτήρια είτε πρώτες ύλες όπως φύλλα δέντρων, ξύλα, κουκούτσια, σαλιγκάρια και κοχύλια,
χτένες, τσιγαρόχαρτα κ.α. Τα όργανα αυτά πολλές φορές μιμούνταν τους ήχους των πραγματικών
οργάνων ή ακόμα και των ζώων, με εκπληκτική πολλές φορές ομοιότητα! Με τον ίδιο τρόπο
πιστεύεται πως τα ήδη υπάρχοντα μουσικά όργανα πήραν τη σημερινή μορφή τους. Οι
πρωτόγονοι δηλαδή έβρισκαν τρόπους να φτιάχνουν ηχητικά παιχνίδια από κλαδιά πέτρες και
φύλλα όπως ακριβώς τα παιδιά του τόπου μας και αυτά με τα χρόνια εξελίχθηκαν και έγιναν
κλαρίνα, βιολιά και νταούλια.
Ας δούμε λοιπόν παρακάτω μερικά από αυτά τα αυτοσχέδια όργανα

Μάσα: Μάσα λέγεται ένα εργαλείο για το τζάκι, σαν λαβίδα, το οποίο πιάνει τα κάρβουνα.
Σ΄ αυτήν την απλή μάσα φωτιάς τοποθετούσαν στις άκρες των κλώνων δυο ή περισσότερα ζίλια
παράγοντας έναν κοφτό και σκληρό ήχο. Κατασκευάζεται από σιδεράδες, οι οποίοι τη στολίζουν
με εγχάρακτα σχέδια. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές η χρήση της μάσας ή μασιάς ως μουσικό
συνοδευτικό όργανο χρονολογείται από την εποχή του αρχαίου Αιγυπτιακού πολιτισμού.
Χρησιμοποιήθηκε επίσης το Μεσαίωνα και φυσικά σήμερα ως την Άπω Ανατολή. Στη Ελλάδα τα
παιδιά στην περιοχή της Ορεστιάδας και του Διδυμοτείχου συνόδευαν τα Κάλαντα των
Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των φώτων με νταχαρέ (μεγάλο ντέφι) και μάσα ενώ οι
μεγάλοι συνόδευαν με αυτή την γκάιντα, το βιολί και το κλαρίνο. Στο Διδυμότειχο ήταν έθιμό
μερικοί νέοι να μεταμφιέζονται σε κοπέλες και να χορεύουν χτυπώντας μασιές. Η βασική τεχνική
είναι απλούστατη: ο παίκτης κρατώντας την μάσα στο δεξί χέρι, τη χτυπά ή στην αριστερή
παλάμη ή στο μηρό, όμως υπήρχαν δεξιοτέχνες οι οποίοι την έπαιξαν μισόκλειστη κρούοντας
ρυθμικά τα ζίλια με τα δάχτυλά τους πετυχαίνοντας έτσι τονικές και δυναμικές διακυμάνσεις.
Εικ. 10: Μάσα ή Μασιά με ζήλια

Τζαμάλα: Η τζαμάλα, ρυθμικό όργανο ακαθόριστης τονικότητας, είναι ένα είδος ξύλινου
κροτάλου που αποτελείται από δυο μακρόστενα σκέλη ενωμένα στην μια τους άκρη με ένα
πετσάκι. Στην άλλη άκρη υπάρχουν δυο τρύπες - μια σε κάθε κλώνο - από τις οποίες περνάει ένα
σχοινί δεμένο κόμπο στη μια άκρη. Η τζαμάλα κρατιέται με το αριστερό χέρι από το κλαδί πάνω
στο οποίο είναι στερεωμένη, ενώ τραβώντας το σχοινί με το άλλο χέρι οι κλώνοι χτυπούν μεταξύ
τους παράγοντας τον χαρακτηριστικό της ήχο.

Τρίγωνο: Το γνωστό μας τριγωνάκι φτιάχνεται στα σιδεράδικα των πόλεων και κρούεται με
τη βοήθεια ενός κυλινδρικού σιδερένιου ραβδιού. Σήμερα χρησιμοποιείται μόνο από τα παιδιά
στα Κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Αν και είναι ακαθόριστου
τονικού ύψους δίνει την εντύπωση πως ταιριάζει με όλα τα μουσικά όργανα που μπορεί να
συνοδεύει και αυτό γιατί έχει πολλούς ψηλούς και διάφωνους αρμονικούς.

Κουτάλια: Τα κουτάλια που χρησιμοποιούνται στην συνοδεία της μουσικής είναι από ξύλο
- συνήθως σκληρό για να έχουν πιο καθαρό και διαπεραστικό ήχο. Συνόδευαν ρυθμικά τους
αντικρυστούς χορούς των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, καθώς και τους κατοίκους των νησιών
κοντά στα παράλια. Παίζονταν από τους ίδιους τους χορευτές και κυρίως από τις γυναίκες. Οι
παίκτες κρατούν σε κάθε χέρι από δυο κουτάλια, με το κοίλο μέρος στραμμένο προς τα έξω με
τέτοιο τρόπο ώστε, ανοιγοκλείνοντας τα δάχτυλα, να χτυπάει το ένα με το άλλο. Το δεξί χέρι
χτυπάει τα ισχυρά μέρη του μέτρου και αριστερό τα ασθενή. Τα κουτάλια συνοδεύουν επίσης
διάφορους κυκλικούς χορούς και τραγούδια στα γλέντια, ενώ παλιά οι φυλακισμένοι έπαιζαν
κουτάλια την ώρα που τραγουδούσαν. Το ένα κουτάλι μένει πάντα ακίνητο και το άλλο χτυπάει.
Συνήθως στολίζονται με εγχάρακτα σχέδια ή ανάγλυφα από τους ξυλογλύπτες.

Εικ. 11: Διαφορετικοί τρόποι χρήσης για τα κουταλάκια


Μαγειρικά σκεύη: Ακόμα και τα μαγειρικά σκεύη χρησιμοποιήθηκαν ως συνοδευτικά
ηχητικά όργανα. Τηγάνια, ταψιά και κατσαρόλες χτυπούσαν οι νοικοκυρές και τα παιδιά τους
κάθε 1η του Μάρτη για να διώξουν τους ψύλλους και τους κοριούς από τα σπίτια λέγοντας «όξω
ψύλλοι και κοριοί / μέσα Μάρτης και χαρά». Από τα μαγειρικά σκεύη χρησιμοποιήθηκε κατά
κόρον ένα είδος μπρούτζινου ταψιού, του λιγκεριού. Τις ημέρες της αποκριάς στη Κω οι νέοι
τραγουδούσαν τα τραγούδια του λιγκεριού και μια κοπέλα που φορούσε δαχτυλίδι στριφογύριζε
με τις άκρες των δαχτύλων της το λιγκέρι πάνω σε ένα σοφρά και έδινε τον ρυθμό του τραγουδιού
χτυπώντας το λιγκέρι με το δαχτυλίδι της. Σε κάποια Ροδίτικα έθιμα (τα Κοσκινού και τα Τριάντα
της Ρόδου) γύριζαν ένα ταψί με τα δάχτυλα και με το βουητό του συνόδευαν το τραγούδι. Στο
Δρυμό της Ελασσόνας μετά το Σάββατο του Λαζάρου σε χορούς γυναικείους χτυπούσαν τα
πλαϊνά ενός ταψιού με κέρματα με κουτάλια.

Ποτηράκια: Σαν ρυθμικό όργανο χρησιμοποιούνται ποτηράκια του ούζου ή του κρασιού,
χοντρά, χωρίς μίσχο. Τοποθετημένα δυο σε κάθε χέρι (το ένα στον αντίχειρα και το άλλο στον
δείκτη και τον μέσο), χτυπούν μεταξύ τους καθώς τα δάχτυλα ανοιγοκλείνουν.

Εικ. 12: Ποτηράκια

Κομπολόι: Εκτός από ασχολία του ελεύθερου χρόνου το κομπολόι μπορεί να


χρησιμοποιηθεί και σαν ρυθμικό αντικείμενο. Κρεμασμένο από ένα κουμπί γιλέκου κρατιέται
τεντωμένο με το αριστερό χέρι, καθώς το δεξί τρίβει ρυθμικά τις χάντρες με τα χείλη ενός
ποτηριού.

Εικ. 13: Κομπολόϊ

Φύλλο δέντρου: Παλιά, σε υπαίθριες και μη διασκεδάσεις και ελλείψει μουσικών οργάνων,
ορισμένοι έπαιζαν διάφορους σκοπούς με ένα φύλλο δέντρου που, ανάμεσα στα χείλη και τα
δόντια, λειτουργούσε σαν γλωσσίδι. Το φύλλο ήταν συνήθως από ακακία, καρυδιά, δάφνη, μυρτιά
ή αχλαδιά και έπρεπε να ήταν μεγάλο και χλωρό για να παράγει τον ήχο. Ακόμα και σήμερα στη
Μακεδονία υπάρχει το παίξιμο του φύλλου(που λέγεται και σφυρί) στις λαϊκές ταβέρνες, καθαρά
σαν νούμερο δεξιοτεχνίας.

Μπουρού: Η μπουρού είναι γνωστή στον Ελλαδικό χώρο από τον 6ο-5ο αι. π.Χ.! Έχουμε
αναφορές από τον ποιητή Θεόγνη τον Μεγαρέα και τον Ευριπίδη. Η μπουρού είναι ένα όστρακο
που του έχει αφαιρεθεί με σχολαστική τριβή σε πέτρα η κορυφή του και έχει ανοιχθεί μια τρύπα
σαν επιστόμιο. Χρησιμοποιούταν ιδίως στα νησιά και τα παράλια ως σάλπιγγα για να στέλνουν
μηνύματα και να ειδοποιούν για κίνδυνο ή θάνατο. Μπουρού φυσάει και ο «Φράγκος» στο παλιό
εθιμικό δρώμενο του καρναβαλιού της Σκύρου.

Εικ. 14: Μπουρού

Παιδικές σφυρίχτρες: Κατασκευάζονταν από τα ίδια τα παιδιά από τους βυζαντινούς


κιόλας χρόνους. Μια απλή σφυρίχτρα φτιάχνεται από χλωρό βλαστό κριθαριού ή βρώμης. Το
κάτω άκρο του είναι ανοιχτό ή κλειστό και κοντά στον κόμπο έχει ανοιγμένη μια τρύπα. Άλλος
τύπος σφυρίχτρας έχει το κάτω άκρο ανοιχτό και το επάνω κλειστό από τον κόμπο του βλαστού
και το γλωσσίδι κομμένο κοντά στον κόμπο. Σφυρίχτρες κατασκεύαζαν και με κλαδιά από δέντρα
ή θάμνους: τα λέπταιναν στο ένα άκρο, τα έσκιζαν λίγο στη μέση και περνούσαν ένα φύλλο
δάφνης. Τη φυσούσαν τοποθετημένη κάθετα στο στόμα, ενώ αν δεν την λέπταιναν στο άκρο τη
φυσούσαν πλαγιαστά σαν φλάουτο. Υπήρχε επίσης σφυρίχτρα από χοντρή κληματόβεργα
σκισμένη κατά μήκος σε δυο κομμάτια που ανάμεσά τους τοποθετούσαν φλούδα από το ίδιο
κλίμα και δέναν τα κομμάτια στην άκρη με κλωστή. Αυτή η σφυρίχτρα λέγεται
κληματοσφυρίχτρα ή σκληρίθρα και φτιάχνεται και από ασφόδελο, μόνο που αντί για φλούδα
βάζουν τσιγαρόχαρτο. Σφυρίχτρες από κλαδιά δέντρων λέγονται και πιπίγκια, πεπερίγκια,
μπιρμπίλια, καραμούζες κ.α. Ένα άλλο είδος, πιο δύσκολο κατασκευαστικά, φτιάχνεται από
χλωρό κλωνάρι πικροδάφνης: ξεκολλούν ένα κυλινδρικό κομμάτι φλούδας από το ένα άκρο,
λεπταίνουν λίγο το εσωτερικό κυλινδρικό μέρος του ξύλου και ξαναβάζουν την δαχτυλιδωτή
φλούδα στη θέση της. Φυσούν ενώ με το αριστερό χέρι κρατούν τη φλούδα ακουμπισμένη στο
κάτω χείλος και με το δεξί ανεβοκατεβάζουν ρυθμικά το κλωνάρι. Ένα ακόμα είδος, η
καραμούτζα κατασκευάζεται από φλούδα κλαριού ιτιάς, καστανιάς ή καρυδιάς: χαράζουν
ελικοειδώς ένα κλωνάρι, ξεκολλούν την φλούδα και την τυλίγουν σχηματίζοντας έναν κώνο.
Στερεώνουν την βάση του με αγκάθι και βάζουν στην κορυφή δαχτυλιδωτό φλοιό. Σφυρίχτρες
έφτιαχναν τα παιδιά και από το κουκούτσι του βερίκοκου: το τρυπούν και φυσούν όπως σε ένα
θηλυκό κλειδί. Συχνά βάζουν μέσα πετραδάκι το οποίο με το φύσημα κουνιόταν και άλλαζε τη
χροιά του ήχου.

Λαλίτσες: Οι λαλίτσες ή νεροσφυρίχτρες είναι μικρά κοίλα κεραμουργήματα που


κατασκευάζονται στα εργαστήρια αγγειοπλαστικής. Αποτελούσαν ένα από τα αγαπημένα
παιχνίδια των παιδιών, τα οποία τις χρησιμοποιούσαν μισογεμάτες με νερό.
Βούγκα: Η βούγκα είναι ένα λεπτό τριγωνικό κομμάτι από ξύλο, όσο γίνεται πιο βαρύ,
δεμένο από ένα σπάγγο. Τα παιδιά τη στριφογύριζαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και αυτή
ανάλογα με το μέγεθος και το βάρος της έβγαζε έναν ήχο, οξύ ή όχι.

Σβουριχτό πέταγμα καρπού πικροδάφνης: Τα παιδιά στην Κρήτη αφού σκίζανε στα δυο
ένα καρπό πικροδάφνης, έπιαναν το ένα κομμάτι με τον αντίχειρα και τον μέσο, το σφίγγανε και
το πετούσαν στρίβοντάς το απότομα και με δύναμη. Ο καρπός, περιστρεφόμενος περί τον άξονα
του, εκτοξευόταν δίνοντας έναν ήχο που μοιάζει με βουητό μέλισσας.

Φούσκα: Μέχρι και τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο στο Ρέθυμνο, όταν έσφαζαν τους χοίρους τις
απόκριες, τα παιδιά έπαιρναν την φούσκα των ζώων (δηλαδή την κύστη) και αφού την καθάριζαν
και την φούσκωναν καλά την άφηναν να ξεφουσκώσει πιέζοντάς την απότομα με τα χέρια. Η
βίαιη έξοδος του αέρα έκανε τη φούσκα να παράγει έναν χαρακτηριστικό ήχο.

Ροκάνα: Ροκάνα είναι το γνωστό ξύλινο κρόταλο που αποτελείται από μια λεπτή σανίδα
που προσκρούει σε έναν περιστρεφόμενο γύρω από τον άξονά του οδοντωτό τροχό, παράγοντας
ένα ξερό και δυνατό ήχο. Σήμερα χρησιμοποιείται στις απόκριες από μικρούς και μεγάλους αλλά
παλιά τη χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί για να διώξουν τα αρπακτικά από τις καλλιέργειες τους και
να αναγγείλουν εκκλησιαστικές ακολουθίες.

Ρεντέλα: Η ρεντέλα είναι ένα ξύλινο κρόταλο που χρησιμοποιούταν την εποχή των
ιστιοφόρων για να σημάνει αλλαγή βάρδιας του τιμονιέρη, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί και σαν
ηχητικό παιχνίδι.

Εικ. 15: Ρεντέλα

Βολαχτήρα: Η βολαχτήρα ήταν μια διάτρητη πέτρα κρεμασμένη από ένα σκοινί με την
οποία χτυπούσαν οι ψαράδες την κουπαστή της βάρκας για να διώξουν τα ψάρια προς τα δίχτυα.

Πυροβολισμοί: Στη λαΐκή μας παράδοση χρησιμοποιούνται ακόμα και οι πυροβολισμοί των
όπλων. Αρχικά για να αποτρέψουν το κακό και τις αρρώστιες και να προστατέψουν τους
ανθρώπους και αργότερα σε όλες τις εκδηλώσεις χαράς τους γάμους και τις απόκριες.

Μουγκρινιάρα –γουργούρα: Τη χρησιμοποιούσαν στην δυτική Κρήτη για να διώξουν τα


πουλιά και τα αρπακτικά ζώα. Η μουγκρινιάρα είναι μια στάμνα χωρίς πάτο και με το στόμιό της
σκεπασμένο με δέρμα. Ένα πέτσινο λουράκι ή κερωμένος σπάγγος περνάει μέσα από τη στάμνα
και στερεώνεται με έναν κόμπο ή σε ένα κομμάτι ξύλο στη έξω πλευρά του δέρματος που έχει
προηγουμένως τρυπηθεί. Ο παίκτης τραβάει με βρεγμένα χέρια το σκοινί κρατώντας την
μουγκρινιάρα με τα πόδια του. Ο ήχος που παράγεται μοιάζει έντονα με μούγκρισμα. Σήμερα με
τον ίδιο τρόπο κατασκευάζεται η γουργούρα που πουλιέται στα πανηγύρια, μόνο που αποτελείται
από έναν χάρτινο κύλινδρο σκεπασμένο με χαρτί και έναν σπάγγο που δένει σε ένα ξύλινο
χερούλι. Με την περιστροφή της γουργούρας ο σπάγγος τεντώνεται χάρη στη φυγόκεντρο δύναμη
και προκαλεί κραδασμούς οι οποίοι μεταδίδονται στην χάρτινη επιφάνεια δημιουργώντας ήχο.

Νουνούρα: Η νουνούρα είναι ένα παιδικό ηχητικό παιχνίδι που όμως το χρησιμοποιούσαν
και οι μεγάλοι όταν δεν υπήρχαν μουσικά όργανα. Το κατασκευάζουν από όστρακο σαλιγκαριού.
Ανοίγουν μια τρύπα στην οποία κολλούν τσιγαρόχαρτο ή φύλλο κρεμμυδιού. Φέρνουν το ανοιχτό
μέρος κοντά στο στόμα και μουρμουρίζουν. Ο αέρας που πάλλεται δονεί την μεμβράνη και
δημιουργεί έναν ένρινο ήχο. Φτιάχνεται επίσης και από καλάμι.

Εικ. 16: Γουργούρα (κέντρο) και νουνούρες

Ψευτοβιολιά: Ηχητικό παιχνίδι των παιδιών του Αποσκέπου της Καστοριάς που
προσπαθούσαν να μιμηθούν τον ήχο του βιολιού. Παίρνουν ένα χοντρό καλάμι το κόβουν στους
δυο κόμπους και με ένα μαχαίρι χαράσσουν ένα λεπτό κομμάτι φλούδας σαν χορδη, προσέχοντας
όμως να μην αποκολλήσουν τα άκρα της από το καλάμι. Ύστερα τοποθετούν δυο ξυλαράκια κάτω
από τις άκρες της¨ χορδής¨ για να κρατιέται τεντωμένη. Φτιάχνουν μια ίδια κατασκευή που παίζει
τον ρόλο του δοξαριού και αφού βρέξουν λίγο τη μία «χορδή», τις τρίβουν μεταξύ τους. Έτσι
παράγεται ένας ήχος που θυμίζει κάπως αυτόν του βιολιού.

Χτένι με τσιγαρόχαρτο: Ηχητικό παιχνίδι που φτιάχνεται κολλώντας πρόχειρα ένα


τσιγαρόχαρτο στην μια πλευρά μιας χτένας με πυκνά δόντια. Φυσώντας από την άλλη πλευρά
παράγεται ένας περίεργος ήχος που θυμίζει αυτόν του ζουρνά.

Νομίσματα: Τα νομίσματα στα παλιά χρόνια αποτελούσαν όχι μόνο φυλαχτό


(κωνσταντινάτα φλουριά) αλλά και κόσμημα των γυναικείων Ελληνικών φορεσιών και ένδειξη
του πλούτου τους. Τα νομίσματα με την κίνηση - και ειδικά με τον χορό – κουδούνιζαν,
συνοδεύοντας ρυθμικά τη μουσική. Στις απόκριες στη Νάουσα, στο δρώμενο της Μπούλας, οι
άντρες κρεμούσαν στη φουστανέλα στο στήθος περίπου 5 κιλά νομίσματα τα οποία κρατούσαν το
ρυθμό του χορού.

Μασούρ πλεξίδες: Οι μασούρ πλεξίδες είναι στολίδια της γυναικείας φορεσιάς της
Αττικής. Έχει ασημένιους κόμπους και μασούρια περασμένα σε γαΐτάνια που κρέμωνται ή
πλέκονται μαζί με την πλεξούδα. Κατά τη διάρκεια του χορού χτυπούν μεταξύ τους και
δημιουργούν ένα μεταλλικό ήχο.
Εικ. 17: Μασούρ πλεξίδες

Σουργούτ: Το σουργούτ είναι ένα ανθόσχημο στολίδι του κεφαλόδεσμου της γυναικείας
φορεσιάς των Καπουτζίδων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, του οποίου τα φυλόσχημα κρεμαστά
χτυπούν και δίνουν έναν απαλό ήχο σαν μεταλλικό θρόισμα.

Τελειώνοντας αυτήν την εργασία προβληματίζομαι για την συνέχεια της μουσικής μας
παράδοσης. Είδαμε το κουδούνι από φυλαχτό με μαγικές προστατευτικές δυνάμεις να καταλήγει
απλό εργαλείο και η παρουσία του στα έθιμα και τα δρώμενα να μειώνεται καθώς αυτά
εξαλείφονται από τον εκμοντερνισμό της κοινωνίας μας, της ξενολατρείας μας και της αδιαφορίας
μας απέναντι στην πολιτισμική μας κληρονομιά. Γνωρίσαμε μουσικά όργανα φτιαγμένα ακόμα
και από παιδιά, πραγματικούς τεχνίτες, από τα πιο απλά υλικά. Πραγματικά έργα τέχνης που
φανερώνουν την ευρηματικότητα και το μεράκι των απλών αυτών ανθρώπων έχουν πλέον
ξεχαστεί. Η τεχνολογία έχει συμβάλει σημαντικά σε αυτό με την ηλεκτρονική μουσική,
καθιστώντας σιγά-σιγά τα μουσικά όργανα περιττά. Ευτυχώς όμως υπάρχουν ακόμα κάποια
καθησυχαστικά παραδείγματα που δείχνουν πως κάποια μέρη της παράδοσης αντέχουν ακόμα.
Ακόμα και ο πιο ασήμαντος βοσκός που αρματώνει προσεκτικά το κοπάδι του προσέχοντας όλα
τα κουδούνια να ταιριάζουν ηχητικά μεταξύ τους - και πολλές φορές ακόμα και με τον ήχο της
φλογέρας του, ή το παιδί που συμμετέχει στα εθιμοτυπικά της περιοχής του, κάνουν το
πολιτιστικό μας μέλλον πιο ελπιδοφόρο. Σημαντικότατο είναι επίσης το ότι όλο και περισσότερα
νέα παιδιά στρέφονται και συνεχίζουν την παράδοση. Στην Ελληνική ύπαιθρο κάποιοι νέοι
τεχνίτες κατασκευάζουν καινούργια μουσικά όργανα (συνήθως παραλλαγές των παλαιότερων) και
παίζουν με αυτά, γεγονός που δείχνει πως ένα μέρος της παράδοσης θα διασωθεί και ίσως ακόμα
και να εξελιχθεί.
Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανωγειανάκης, Φοίβος. Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα. Εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1996.
Καρακάσης Σταύρος. Ελληνικά Μουσικά Όργανα. Εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1970.



You might also like