Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 3

πηγή: «Χριστιανική», 17 Φεβρουαρίου 2011

Παθολογικά συµπτώµατα της σύγχρονης ιστοριογραφίας

πρωτοπρ. Γεωργίου ∆. Μεταλληνού


Oµοτίµου Καθηγητού Παν/µίου Αθηνών
Το θέµα είναι τεράστιο και αναγκαστικά θα περιοριστώ σε κάποιες δειγµατοληπτικές
επισηµάνσεις για την κατανόηση της πολυπλοκότητάς του. Με την παθολογία όµως της
Iστοριογραφίας συνδέονται προβλήµατα, που έχουν άµεση σχέση µε τη σύγχρονη
πραγµατικότητα και την περαιτέρω πορεία του έθνους. ∆ιότι οι συχνοί πειραµατισµοί στο χώρο
της Iστοριογραφίας διοχετεύονται στην Eκπαίδευση, µε όλες τις αυτονότητες συνέπειες. Βέβαια,
από τον Λουκιανό τον Σαµοσατέα (117-180 µ.Χ.) και το έργο του «Π΅ς δεO iστορίαν
συγγράφειν» µέχρι σήµερα, το θέµα έχει µελετηθεί επανειληµµένα σε µελέτες και συνέδρια και
η αποκτηθείσα γνώση και πείρα είναι σηµαντική. Υπάρχουν όµως συγκεκριµένα αίτια, ώστε η
υπάρχουσα δυσλειτουργία να παρατείνεται. Πρέπει να λεχθεί προοιµιακά, ότι η Iστοριογραφία
είναι αυτόνοµο πεδίο της γνώσης, που αποσκοπεί βασικά στην ερµηνεία της πραγµατικότητας
και την κατανόησή της µέσα από την έρευνα των πηγών. Επιτυγχάνεται, έτσι, ένας
απολογισµός της εξελικτικής πορείας της ανθρώπινης κοινωνίας, που συµβάλλει στην
κατανόηση του πώς προέκυψε το σήµερα. Κύριο, συνεπώς, στοιχείο της Iστοριογραφίας δεν
είναι η δικανική κρίση του παρελθόντος και ο επιµερισµός των ευθυνών, ώστε η Iστοριογραφία
να µεταβάλλεται σε δικαστήριο, αλλά η ερµηνεία συµβάντων και γεγονότων, θεωρουµένων
µέσα από τις γενετικές τους σχέσεις. Ήδη στην Καινή ∆ιαθήκη έχουν καταγραφεί, σε αυτήν την
κατεύθυνση, δύο καθαρά επιστηµονικές ερµηνευτικές αρχές: Λουκ. 10,26: «\Eν τ΅ νόµω τί
γέγραπται, π΅ς aναγινώσκεις»; (ερώτηση του Χριστού προς έναν νοµικό). Κοντά στο τι,
συνεπώς, το γεγονός καθ’ αυτό (das Ereignis an sich) υπάρχει και το πώς της ανάγνωσης, της
έρευνάς του, δηλαδή η ερµηνεία και κατανόησή του. Πραξ. 8,30: «Aρα γινώσκεις, ±
aναγινώσκεις»; (O απόστολος Φίλιππος προς τον Ευνούχο της Κανδάκης). Πρόκειται και εδώ
για την ανάγκη κατανόησης, που προϋποθέτει την ερµηνεία. Η αυθεντική επιστήµη συνεχίζει
τον ατέρµονα αυτόν αγώνα της ερµηνείας και σε κάποιες περιπτώσεις και επανερµηνείας, µε
βάση τον εµπλουτισµό των πηγών µε νέες ανακαλύψεις ή την εκ νέου αναψηλάφηση των
γνωστών µε βάση την αυξηµένη γνώση. Σε αυτό το πλαίσιο, όµως, εντοπίζονται συµπτώµατα
παθολογικά, όπως τα ακόλουθα: 1) O ανεξέλεγκτος υποκειµενισµός: O ιστοριογράφος από τη
θέση του γίνεται όχι µόνο κριτής, αλλά και κριτήριο του ιστορικού γεγονότος. Στη θεολογική
(κυρίως) ερµηνευτική έχει καθιερωθεί ένας σπουδαίος όρος, µε καθολική ισχύ: Είναι ο όρος
«Vorverstandnis» (προ-κατανόηση, προ-κατάληψη), το σύνολο δηλαδή των εσωτερικών
προϋποθέσεων, σύνολος ο ψυχικός κόσµος του ερευνητή, που συνθέτει το ερµηνευτικό πρίσµα
θεώρησης των πραγµάτων. Είναι έτσι κατανοητό, ότι στην ερµηνευτική προσέγγιση των
πνευµατικών φαινοµένων απόλυτη αντικειµενικότητα δεν µπορεί να υπάρξει, αφού δεδοµένη
πάντα σταθερά είναι η προσωπικότητα του ιστοριογράφου, που ενεργεί οριστικά και εν πολλοίς
αυτόνοµα σε κάθε πτυχή της ερευνητικής του εργασίας, µε καθοριστικό µάλιστα ρόλο. Από το
γνωσιακό και ιδεολογικό του πρίσµα εξαρτάται η ερµηνεία των δεδοµένων της έρευνάς του και
η κατάστρωση των πορισµάτων της. Έτσι εξηγούνται και οι αποκλίσεις των ιστορικών στην
προσέγγιση των ιδίων γεγονότων. Θα υπενθυµίζαµε εδώ ανεκδοτολογικά τη γνωστή περιγραφή
του ελέφαντα από τους τέσσερις τυφλούς. O έως ένα δε σηµείο αναπόφευκτος υποκειµενισµός
του ιστορικού ερευνητή παίρνει διαστάσεις, όταν συνδέεται, όπως θα δούµε, µε εξωτερικές
δεσµεύσεις. 2. Εκσυγχρονιστικός αναχρονισµός. Από τα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύσσεται
αυτή η τάση. Πρόκειται για χρησιµοποίηση εννοιών και όρων της τρέχουσας εποχής για τη
θεώρηση, την περιγραφή και ερµηνεία δεδοµένων και καταστάσεων παλαιοτέρων εποχών και
ιδίως της Aρχαιότητας. ∆ιαπράττεται δηλαδή, η ερµηνεία του παρελθόντος µε κριτήρια του
παρόντος και εισαγωγή αρχών και κριτηρίων αγνώστων στον επιστηµονικά ερευνώµενο,
υποτίθεται, χώρο ή στο προσεγγιζόµενο πνευµατικό φαινόµενο. Στις περιπτώσεις αυτές
λειτουργεί η ιδέα της αέναης επανάληψης και ανακύκλησης, που αντιτίθεται στην έννοια της
εξέλιξης (ιστορία!) «Κάθε ιστορικό γεγονός όµως έχει πραγµατικά την ανεπανάληπτη ιστορική
του φυσιογνωµία». (Πρβλ. Mircea Eliade, Μεταφρ.: Θεµ. Λαζάκη, «Κόσµος και Ιστορία, O
µύθος της αενάου επαναλήψεως», Αθήνα 1966, σ. 43). 3. Εξαρτώµενος εκλεκτισµός στο χώρο
των πηγών και της ύλης: Η Iστορία δεν γράφεται χωρίς γνώση των πηγών, µέχρι µάλιστα τη
µικρότερη λεπτοµέρεια. ∆ιαφορετικά, συντίθεται µυθιστορία. Η κριτική και συνδυαστική χρήση
των πηγών υπόκειται σε κάθε άξιο λόγου ιστορικό έργο. Συχνά, όµως, παρατηρείται αδιαφορία
για κάποιες περιόδους ή χώρους. Λ.χ. από µοντερνίζοντες και ιδεολογικά εξαρτώµενους
ιστορικούς περιθωριοποιείται το Βυζάντιο, λόγω της σχέσης του µε την Oρθοδοξία, ή ο
εκκλησιαστικός χώρος διαχρονικά, στον οποίο όµως µέχρι τον 19ο αιώνα γράφεται η Iστορία
µας. Τροµερές συνέπειες έχει το πράγµα στους βυζαντινολόγους, που βλέπουν το Βυζάντιο και
τη συνέχειά του µε αθεϊστικές προϋποθέσεις και αποσιωπούν ή παραµορφώνουν ερµηνευτικά τα
πατερικά κείµενα, στερούµενοι των προϋποθέσεων κατανόησής τους λόγω της a priori
απορρίψεως του χώρου. Χάνεται όµως έτσι η δυνατότητα καθολικής-σφαιρικής θεώρησης των
πραγµάτων. Έτσι προκύπτουν οι µονοµερείς ερµηνείες και στην ουσία παρερµηνείες.
Χαρακτηριστική εξαίρεση και επιβεβαίωση του προβλήµατος, ο αληθινά βυζαντινολόγος Στήβεν
Ράνσιµαν, που µπόρεσε να καταλάβει σε µεγαλύτερο βαθµό το Βυζάντιο, λόγω επαρκούς
γνώσης και της πατερικής παραδόσεως και της θεολογίας του. 4. Με τον εκλεκτισµό συνδέεται
η σκόπιµη αναπαραγωγή θέσεων παγιωµένων, χωρίς τη διάθεση κριτικού ελέγχου τους, για την
κατίσχυση της παράταξης στην οποία και ο ιστορικός ανήκει. Συναφής είναι η αδιαφορία για
έρευνα και µάλιστα Αρχείων για τους τελευταίους κυρίως αιώνες. Από το δάσκαλό µου,
αείµνηστο Νικόλαο Τωµαδάκη, έµαθα ότι για τους τελευταίους αιώνες Iστορία χωρίς γνώστη
των Αρχείων δεν µπορεί να γραφεί. Η εύκολη λύση είναι η καταφυγή στον ανέρειστο στοχασµό
και την επένδυση µε ψήγµατα ιστορίας της υποστηριζόµενης ιδεολογίας. Η επιστράτευση του
µετέωρου στοχασµού οδηγεί στην είσοδο της µεταφυσικής στην Iστοριογραφία, κάτι ανάλογο
µε τη µεταφυσική θεολόγηση, χωρίς δηλαδή τη θεοπτία. Το κενό της άγνοιας µάλιστα
καλύπτεται µε εντυπωσιακή γλώσσα, κατά κανόνα ακατάληπτη, που δικαιώνει τον Σοφοκλή
στην «Αντιγόνη»: «Oyτοι διαπτυχθέντες uφθησαν κενοί» (στ. 709). Ιστορικοί αυτής της
οµάδας δεν παραλείπουν να επικρίνουν ευσυνείδητους ερευνητές, όπως ο αείµνηστος
πατριάρχης του χώρου µας, καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, που αναγκάστηκε να
απαντήσει στις αιτιάσεις κάποιων κατηγόρων του: «Τότε ακόµη θα αποφύγουµε τις πολύ
συνηθισµένες στον τόπο µας πρόχειρες ερµηνείες, τις στηριγµένες σε φτωχά και ελλιπή
στοιχεία, ή τις αόριστες γενικότητες, που συχνά προβάλλονται µε την πεποίθηση ότι εκφράζουν
τη φιλοσοφική θεώρηση των γεγονότων και ότι µας φέρνουν δήθεν κοντά στο είναι, στην ουσία
του Nέου Eλληνισµού, ενώ στην πραγµατικότητα µας ξεµακραίνουν πολύ από αυτήν. Γιατί, στα
αλήθεια, πώς είναι δυνατόν οι φιλόσοφοι, οι κοινωνιολόγοι ή οι κοινωνιολογούντες, οι
οικονοµολόγοι κ.λπ. να µελετήσουν, να ανατάµουν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και
οικονοµία, χωρίς να έχουν γνωρίσει τις βάσεις της; Η πορεία που οφείλουµε να ακολουθήσουµε
διαγράφεται καθαρά: µόνο όταν αποκτήσουµε επακριβωµένες, θετικές γνώσεις, τότε η
ενατένιση των γεγονότων θα βασίζεται σε στερεό βάθρο και θα κινείται µέσα σε ένα γενικό
πλαίσιο µε ρευστά βέβαια όρια, αλλά δεν θα κινδυνεύει να εκτραπεί σε προχειρολογία µε
κυρίαρχο στοιχείο τη φαντασία... Είναι θλιβερό να αναλογίζεται κανείς πόσο µας στοίχισε κατά
τη ροή των αιώνων η ένδεια των ιστορικών γνώσεων» (Αποστόλου Ε. Βακαλοπούλου, «Ιστορία
του Νέου Ελληνισµού», τ. Β’, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 7). 5. Καθαρή όµως αναίρεση της Iστορίας
είναι η ιδεολογική χρήση της συναρτώµενη µε την ιδεολογική ερµηνεία των ιστορικών
δεδοµένων. Τότε όµως κάνουµε πολιτική, όχι Iστορία. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεινοπαθεί
συνήθως η Εκκλησία και η σχέση της µε το Έθνος και την ελευθερία του και υποστυλώνεται η
προπαγάνδα. ∆εινοπαθεί όµως και η ίδια η Iστορία µε τις νέες περί έθνους ιδέες, που
προωθούνται από ξένους οικονοµικούς παράγοντες, ανήκοντες στους κύκλους της Νέας Εποχής
και της παγκοσµιοποίησης ως κίνησης προς την πλανητική κοινωνία. 6. Αυτήν την τάση
εξυπηρετεί η κίνηση των τελευταίων δεκαετιών να ξαναγραφεί η Iστορία. Βεβαίως, κάθε γενεά
είναι υποχρεωµένη να ξαναγράψει την ιστορία του Έθνους της, για την επανεκτίµησή της µε
βάση τα νεότερα πορίσµατα της έρευνας και την ανανέωση των συµπερασµάτων. Αυτό, όµως,
δεν µπορεί να γίνει µε βιασµό των πηγών και χειραγώγηση της έρευνας, αλλά µε τη διεύρυνσή
της. Η πληρέστερη γνώση των αρνητικών δεδοµένων του παρελθόντος µπορεί να συµβάλει στη
βελτίωση των σχέσεων και όχι η συγκάλυψή τους µε τη λήθη. Η δηµιουργία σχέσεων φιλίας
προάγεται µόνο µε την έρευνα και την αποδοχή των αντικειµενικών πορισµάτων της
απροκατάληπτης ιστορικής επιστήµης. Θα επιµείνουµε σε αυτό, διότι το αίτηµα να ξαναγραφεί η
Iστορία κυριαρχεί σήµερα στο χώρο της εκπαίδευσης. Το πρόβληµα βιώθηκε από τον φοιτητικό
κόσµο πριν από µερικές δεκαετίες, στο πλαίσιο της προϊούσας επίθεσης κατά του µαθήµατος
των Θρησκευτικών. Το 1962 ξέσπασε ο µεγάλος πράγµατι αγώνας των φοιτητών της
Θεολογίας, Αθηνών και Θεσσαλονίκης, που εκράτησε επί ένα επτάµηνο (27/2 - 27/9) κλειστές
τις δύο Θεολογικές Σχολές, όταν διαπιστώθηκε η προσπάθεια συρρικνώσεως και µειώσεως του
µαθήµατος των Θρησκευτικών µε τον κατ’ αρχάς επιλεκτικό περιορισµό των ωρών διδασκαλίας
από δίωρο σε µονόωρο σε κάποιους τύπους σχολείων, µε πρόσχηµα την ένταξή µας στην
Ευρώπη (ΕOΚ, τότε). Σηµαντικό, όµως, είναι ότι η φοιτητική ηγεσία αυτού του αγώνα
διαπιστώσαµε ότι δεν ήταν µόνο το µάθηµα των Θρησκευτικών, που έπρεπε να πέσει θύµα της
µανίας του εξευρωπαϊσµού και της παγκοσµιοποίησης, αλλά γρήγορα θα επεκτεινόταν η
πολεµική αυτή και στο µάθηµα της Ιστορίας και της Γλώσσας µας. ∆ιότι τα τρία αυτά µαθήµατα,
το καθένα µε τον τρόπο του, συνιστούν τα ερµηνευτικά κλειδιά κατανοήσεως και ερµηνείας του
πολιτισµού µας, συµβάλλοντας συνάµα στη διατήρηση της ιστορικής µας συνέχειας και
κοινωνικής συνοχής. Αλλά αυτά τα δύο µεγέθη είναι σήµερα το «κόκκινο πανί» για τους
«εκσυγχρονιστές» όλων των παρατάξεων, που προσπαθούν µε την παρουσία τους στο χώρο
της Eκπαίδευσης να τα διαστρέψουν µέχρι να τα καταστρέψουν. Τη σκοπιµότητα των
νεοεποχιτών συγγραφέων Ιστορίας υποστυλώνει ένας «παγκόσµιος ειρηνισµός», που
υποστασιώνει την άποψη, ότι αρκεί η απάλειψη των διαιρούντων και ο τονισµός των ενούντων,
για να αρθεί το «µεσότειχον» (Εφ. 2,14) µεταξύ εθνών και ανθρώπων, υπό την «προστασίαν»
και τον «έλεγχο» του Πλανητάρχη της Νέας Εποχής. Η µέθοδος αυτή της προβολής των
ενούντων και όχι των διαιρούντων, εφαρµόζεται και στην άλλη όψη του Oικουµενισµού, στον
θρησκευτικό-θεολογικό, τον διαχριστιανικό διάλογο. Είναι γεγονός, ότι όχι µόνο οι ίδιες
εξουσιαστικές δυνάµεις, αλλά και το ίδιο πνεύµα διέπει και τις δύο πλευρές του Oικουµενισµού,
αλλά και ο ίδιος στόχος, η εξυπηρέτηση των σχεδίων της Υπερδύναµης και της Νέας Τάξης. Σε
αυτό το κλίµα «συνωστίζονται» τα σχολικά µαθήµατα, που σχετίζονται άµεσα µε την ταυτότητά
µας. Το περιεχόµενο, άλλωστε, αυτών των µαθηµάτων είναι το κύριο διαφοροποιητικό στοιχείο
του πολιτισµού µας από τον πολιτισµό της Φραγκοτευτονικής ∆ύσης. ∆εν θέλουν κάποιοι
ιστορικοί µας -και ίσως δεν µπορούν- να κατανοήσουν, ότι για τις διχοστασίες και διαιρέσεις δεν
πταίουν τα Θρησκευτικά και η Iστορία (το παρελθόν δηλαδή), αλλά η πολιτική, οι προκλήσεις
και τα ανοσιουργήµατα της υπερδύναµης και των συνεργών της. Oι αλώσεις του 1204 και του
1453, οι εθνικοί διχασµοί µας έως τον 20ό αιώνα, το δράµα της Κύπρου και το Σκοπιανό, δεν
λύνονται µε το ξαναγράψιµο της Iστορίας, αλλά µε την ορθή κατανόηση των µηνυµάτων της.
Εδώ, όµως, γίνεται αληθινή «γενοκτονία», µε την προσπάθεια για τη διάλυση των εθνικών
ταυτοτήτων, µέσα από τη λοβοτόµηση της εθνικής µνήµης και τη διάσπαση της εθνικής µας
συνέχειας. Έτσι, όµως, δεν ξαναγράφεται η Iστορία, αλλά φιµώνονται, όπως είδαµε, οι πηγές,
χωρίς τις οποίες δεν γράφεται αληθινή ιστορία, αλλά µια ανύπαρκτη κατασκευασµένη
παραϊστορία. Η επιστήµη, τότε, δίνει τη θέση της στην πολιτική. Το προϊόν αυτής της κίνησης
είναι µια πραγµατικά «ιστορία του σωλήνα» ως «Κοινή ιστορία των Βαλκανίων». Ενδιαφέρον
όµως είναι, ότι ανάλογες προσπάθειες στην άλλη Ευρώπη δεν µπορούν να γίνουν δεκτές. Η
Γαλλία, άλλωστε, δεν µπορεί να απορρίψει τον Ναπολέοντα και η Γερµανία αδυνατεί να
απαγκιστρωθεί από το φάντασµα του Βίσµαρκ. Είναι δε γεγονός, ότι η απώθηση του κακού στη
λήθη µας καταδικάζει να ξαναζήσουµε συµφορές. Αντίθετα, η πλήρης γνώση του οδηγεί στην
εµπέδωση της γνώσης και τη δηµιουργία ενιαίας συνείδησης. Τελικά, πιστεύω ότι µε οδηγό τον
µεγάλο µας ιστορικό Θουκυδίδη, που έχει, ως προς την κατανόηση της Iστορίας, διαχρονική
σηµασία, οφείλει η Iστοριογραφία του παρόντος να πορεύεται, εµπλουτίζοντας τα µέσα της και
ανανεώνοντας τους στόχους της, χωρίς να αντιπαρέρχεται την αιώνια αρχή, ότι διαιώνια, η
φύση των ανθρώπων µένει πάντα η αυτή!

You might also like