You are on page 1of 16

Ο περίφημος ‘Άγγελος Κυρίου’ τής Παλαιάς Διαθήκης και οι εμφανίσεις αυτού.

Η Τριαδικότητης τού Θεού κατά τα μυστηριώδη ΙΗ-ΙΘ κεφάλαια τής Γενέσεως.

Αξίζει, αγαπητοί αναγνώστες, να εμβαθύνουμε λίγο εις τα προαναφερθέντα δύο


κεφάλαια τής Γενέσεως διότι είναι από τα παραδοξώτερα κεφάλαια τής Γραφής,
φανερώνουν την διάκριση εν τω Θεώ προσώπων και αποδεικνύουν περιτράνως την
Τριαδικότητα τού Θεού. Πριν όμως προβούμε εις την ανάλυση τών ανωτέρω
κεφαλαίων καλό είναι να περαθέσουμε αποσπάσματα από ορισμένες Σκοπιές για να
δούμε την εσφαλμένη εξήγηση που δίδει ο ‘πιστός και φρόνιμος δούλος’ εις τις
διάφορες ‘άγγελοφάνιες’ τής Παλαιάς Διαθήκης.

«Ο φημισμένος πατριάρχης Αβραάμ, ο οποίος έζησε 1.900 και πλέον χρόνια πριν
από τη γέννηση τού Ιησού Χριστού, απολάμβανε τέτοια εγκάρδια εύνοια από τον
Δημιουργό μας που ονομάστηκε «φίλος Θεού». (Ιακώβου 2:23) Αν δινόταν σε κάποιο
άτομο το προνόμιο να δει τον Θεό, τότε σίγουρα αυτό το άτομο θα ήταν ο Αβραάμ.
Κάποτε, ήρθαν στον Αβραάμ τρεις επισκέπτες με ένα θείο μήνυμα. Ο Αβραάμ
αποκάλεσε τον έναν απ’ αυτούς Ιεχωβά. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Αβραάμ είδε
πράγματι τον Θεό;
Αυτή η αφήγηση βρίσκεται στα εδάφια Γένεσις 18:1-3. Εκεί διαβάζουμε: «Και
εφάνη εις αυτόν ο Κύριος [Ιεχωβά (ΜΝΚ)] εις τας δρυς Μαμβρή, ενώ εκάθητο εν τη
θύρα τής σκηνής εις το καύμα τής ημέρας. Και υψώσας τούς οφθαλμούς αυτού, είδε·
και ιδού, τρεις άνδρες ιστάμενοι έμπροσθεν αυτού· και ως είδεν, έδραμεν εις
προϋπάντησιν αυτών από τής θύρας τής σκηνής, και προσεκύνησεν έως εδάφους· και
είπε, Κύριέ μου [Ιεχωβά (ΜΝΚ)], εάν εύρηκα χάριν εις τούς οφθαλμούς σου, μη
παρέλθης».
Αργότερα, όταν ο Αβραάμ και οι τρεις επισκέπτες του κοίταζαν τα Σόδομα από ένα
ψηλό μέρος, οι δυο απ’ αυτούς έφυγαν για να επισκεφτούν την πόλη. Το εδάφιο 22 μάς
λέει κατόπιν: «Ο δε Αβραάμ ίστατο έτι ενώπιον τού Κυρίου [Ιεχωβά (ΜΝΚ)]». Θα
μπορούσε να νομίσει κανείς απ’ αυτό ότι ο Θεός παρουσιάστηκε στον Αβραάμ με ένα
υλοποιημένο σάρκινο σώμα. Αυτό και ισχυρίζονται μερικά άτομα, τα οποία
πιστεύουν ότι ο Θεός και ο Ιησούς Χριστός είναι ένα και το αυτό πρόσωπο.»
(Σκοπιά 15.05.1988, σελ.21,)
Υπογραμμίσαμε την φράση «Ο Αβραάμ αποκάλεσε τον έναν απ’ αυτούς
Ιεχωβά» διότι αυτό το συμπέρασμα είναι εντελώς αυθαίρετο, εφόσον από πουθενά
δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Εις την ανάλυση άλλωστε που ακολουθεί αυτό θα γίνει
εμφανές. Επίσης, άξιον παρατηρήσεως, είναι ότι η Σκοπιά από τον στίχ.3 κάνει ένα
τεράστιο άλμα και μεταβαίνει εις τον στίχ.22, παραλείποντας όλα τα ενδιαμέσα σαν
να μην είχαν καμίαν σημασία, ενώ είναι σπουδαιοτάτης σημασίας στίχοι, διότι είναι
γεμάτοι από παράδοξες εναλλαγές ενικών και πληθυντικών, που θα επισημάνουμε
ευθύς αμέσως, αποδεικνύοντες, ότι εις την έννοια τού Κυρίου που ενεφανίσθη εις τον
Αβραάμ, εμπεριέχονται περισσότερα τού ενός πρόσωπα. Γιατί λοιπόν η Σκοπιά
προβαίνει εις αυτό το άλμα; Μήπως δεν θέλει να πληροφορηθούν οι ακόλουθοί της
αυτή την μεγάλη αλήθεια; Ότι δηλαδή η Θεότης αποτελείται από περισσότερα τού
ενός πρόσωπα;

1
Υπογραμμίσαμε επίσης και το μεγάλο ψέμα τής Σκοπιάς που λέει εις τούς
αναγνώστες της, ότι ‘μερικά άτομα’ (βλέπε Χριστιανικός κόσμος) πιστεύουν ότι ο
Θεός και ο Ιησούς Χριστός είναι ένα και το αυτό πρόσωπο’!!! Η Σκοπιά λοιπόν,
ευθέως και αναισχύντως, κατηγορεί συλλήβδην Ορθοδόξους, Καθολικούς
(Παπικούς), Προτεστάντες, και γενικά όλο τον Χριστιανικό κόσμο για
Σαβελλιανισμό ή για κάτι παρόμοιο με αυτόν! Το ίδιο υπαινίσεται και εις το βιβλίο
‘Πώς να συζητάτε λογικά από τις Γραφές’, έκδ.1987, σελ.405 «Επίσης, τα εδάφια
Ιωάν. 1, 2 λένε στην αρχή ότι ήταν «παρά [με (ΝΔΜ)] τω Θεώ». Μπορεί να είναι ένας
με κάποιον άλλον και ταυτόχρονα να είναι το ίδιο άτομο;» και σελ.407 «Λέει αυτό το
εδάφιο ότι ο Χριστός είναι ‘πάνω από όλα’ και ότι επομένως αυτός είναι ο Θεός; Ή
αναφέρεται στον Θεό και στον Χριστό σαν ξεχωριστά πρόσωπα και λέει ότι ο Θεός
είναι ‘πάνω από όλα’; Ποια απόδοση τού Ρωμαίους 9:5 συμφωνεί με το Ρωμαίους
15:5, 6, το οποίο στην αρχή κάνει διάκριση τού Θεού και τού Ιησού Χριστού κι έπειτα
παροτρύνει τον αναγνώστη να ‘δοξάσει τον Θεό και Πατέρα τού Κυρίου μας Ιησού
Χριστού’;». (Λεπτομερή ανάλυση τού συγκεκριμένου χωρίου ΡΩΜ. Θ:5, ο
αναγνώστης δύναται να εύρη είς το Γ΄ Μέρος τού παρόντος με τον τίτλο
‘Εσκεμμένες προσθήκες και αλλοιώσεις τής Σκοπιάς επί τού ιερού κειμένου τής
Γραφής’ εις το οικείο κεφάλαιο). Βλέπετε αγαπητοί Μάρτυρες τού Ιεχωβά, ότι οι
πληροφορίες που σάς δίδει ο ‘αγωγός τού Θεού’ για το πιστεύω τού Χριστιανικού
Κόσμου, ως προς το θέμα τής Αγίας Τριάδος, είναι ψευδείς και συκοφαντικές;
Μήπως θα πρέπει η Σκοπιά πρωτίστως να μάθει τι πιστεύουν οι Χριστιανοί περί
Αγίας Τριάδος, και ποία η σχέση Πατρός και Υιού, και κατόπιν να αποδείξει το
πιστεύω τού Χριστιανικού κόσμου ως εσφαλμένο; Εις την συνέχεια δε το άρθρο λέγει
τα εξής:
«Δεν είναι ανάγκη να κατέβει ο μεγάλος Δημιουργός τού σύμπαντος από την
εξυψωμένη θέση του στους ουρανούς για να επιδώσει μηνύματα σε ορισμένους
ανθρώπους. Εκτός από τις τρεις περιπτώσεις που αναφέρεται ότι ακούστηκε η ίδια η
φωνή του Θεού, τον καιρό που ήταν ο Γιος του στη γη, ο Ιεχωβά χρησιμοποίησε
πάντοτε αγγέλους για να μεταβιβάζουν τα μηνύματά Του. (Ματθαίος 3:17· 17:5·
Ιωάννης 12:28) Ακόμα και ο Νόμος που έδωσε ο Θεός στο έθνος Ισραήλ στο Όρος
Σινά, μεταβιβάστηκε από αγγέλους, αν και φαίνεται σαν να μιλούσε ο Μωυσής
απευθείας με τον ίδιο τον Θεό. Σχετικά μ’ αυτό, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Δια τι
λοιπόν εδόθη ο νόμος; Εξ αιτίας τών παραβάσεων προσετέθη, εωσού έλθη το σπέρμα,
προς το οποίον έγεινεν η επαγγελία, διαταχθείς [μεταβιβάστηκε (ΜΝΚ)] δι’ αγγέλων
δια χειρός μεσίτου».—Γαλάτας 3:19.
Το γεγονός ότι ο Μωυσής μίλησε πράγματι με έναν άγγελο, ο οποίος άγγελος
αντιπροσώπευε τον Θεό, καταδεικνύεται επίσης στο εδάφιο Πράξεις 7:38, που λέει:
«Ούτος είναι όστις εν τη εκκλησία εν τη ερήμω εστάθη μετά τού αγγέλου τύυ λαλούντος
προς αυτόν εν τω όρει Σινά και μετά τών πατέρων ημών». Εκείνος ο άγγελος ήταν ο
προσωπικός εκπρόσωπος τού Ιεχωβά Θεού, τού Δημιουργού, και κατά συνέπεια
μίλησε στον Μωυσή σαν να μιλούσε ο ίδιος ο Θεός.
Ο άγγελος που μετέδωσε το μήνυμα τού Θεού στον Μωυσή στην καιόμενη βάτο,
ήταν κι αυτός εκπρόσωπος. Προσδιορίζεται ως άγγελος τού Ιεχωβά στο εδάφιο
Έξοδος 3:2, όπου μας λέγεται: «Εφάνη δε εις αυτόν άγγελος Κυρίου εν φλογί πυρός εκ
μέσου τής βάτου». Το εδάφιο 4 λέει: «Και ως είδεν ο Κύριος [Ιεχωβά (ΜΝΚ)] τον
Μωυσήν ότι έστρεψε να παρατηρήση, εφώνησε προς αυτόν ο Θεός εκ μέσου τής
βάτου». Στο εδάφιο 6, αυτός ο άγγελος, που εκπροσωπούσε τον Θεό, είπε: «Εγώ είμαι
ο Θεός τού πατρός σου, ο Θεός τύυ Αβραάμ, ο Θεός τού Ισαάκ και ο Θεός

2
τουύΙακώβ». Όταν λοιπόν ο Μωυσής μιλούσε μ’ αυτόν τον προσωπικό
αντιπρόσωπο του Θεού, ήταν σαν να μιλούσε στον ίδιο τον Ιεχωβά.—Έξοδος 4:10.
Στο 6 κεφάλαιο του βιβλίου Κριταί, βρίσκουμε άλλο ένα παράδειγμα ανθρώπου που
μίλησε στον Θεό μέσω ενός αγγελικού αντιπροσώπου. Το εδάφιο 11 προσδιορίζει
αυτόν που έφερε αυτό το μήνυμα ως ‘άγγελο τού Ιεχωβά’. Στο εδάφιο αυτό
αναφέρεται: «Και ήλθεν άγγελος Κυρίου και εκάθισεν υπό την δρυν την εν Οφρά, την
τού Ιωάς του Αβί-εζερίτου· και Γεδεών ο υιός αυτού εκοπάνιζε σίτον εν τω ληνώ, δια
να κρύψη αυτόν από τών Μαδιανιτών». Πιο κάτω, η αφήγηση παρουσιάζει αυτόν τον
αγγελιοφόρο ‘άγγελο του Ιεχωβά’, σαν να ήταν ο ίδιος ο Ιεχωβά Θεός. Στα εδάφια 14
και 15 διαβάζουμε: «Και εμβλέψας προς αυτόν [τον Γεδεών] ο Κύριος [Ιεχωβά
(ΜΝΚ)] είπεν, Ύπαγε εν τη δυνάμει σου ταύτη, και θέλεις σώσει τον Ισραήλ εκ της
χειρός τού Μαδιάμ· δεν σε απέστειλα εγώ; Ο δε είπε προς αυτόν, Ω κύριέ μου [Ιεχωβά
(ΜΝΚ)], με τι θέλω σώσει τον Ισραήλ;» Άρα ο υλοποιημένος άγγελος που είδε ο
Γεδεών και με τον οποίο μίλησε, παρουσιάζεται στη Βιβλική αφήγηση σαν να ήταν ο
ίδιος ο Θεός. Στο εδάφιο 22, ο Γεδεών λέει: «Είδον τον άγγελον τού Κυρίου [Ιεχωβά
(ΜΝΚ)] πρόσωπον προς πρόσωπον». Αυτά που είπε ο άγγελος, ήταν ακριβώς αυτά
που τού είπε ο Θεός να πει. Επομένως, ο Γεδεών μίλησε με τον Θεό μέσω αυτού
του αγγελικού εκπροσώπου.
Εξετάστε επίσης, την περίπτωση τού Μανωέ και τής γυναίκας του, τών γονέων τού
Σαμψών. Η αφήγηση εδώ αναφέρει και πάλι τον άγγελο που έφερε το μήνυμα ως
‘άγγελο Ιεχωβά’ και ‘άγγελον του Θεού’. (Κριταί 13:2-18, ΜΝΚ) Στο εδάφιο 22, ο
Μανωέ λέει στη γυναίκα του: «Βεβαίως θέλομεν αποθάνει, διότι είδομεν τον Θεόν».
Αν και δεν είδε στην πραγματικότητα τον Ιεχωβά Θεό, ο Μανωέ νόμιζε ότι θα
πεθάνει γιατί είχε δει τον υλοποιημένο προσωπικό εκπρόσωπο του Θεού.
«Ουδείς Είδέ Ποτέ τον Θεόν»
Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Αβραάμ απευθύνθηκε στον υλοποιημένο
αγγελικό εκπρόσωπο τού Θεού σαν να μιλούσε στον ίδιο τον Ιεχωβά Θεό. Εφόσον ο
άγγελος έλεγε ακριβώς αυτά που ήθελε να πει ο Θεός στον Αβραάμ και
αντιπροσώπευε ο ίδιος τον Θεό εκείνη τη στιγμή, η Βιβλική αφήγηση μπορούσε να
πει ότι «εφάνη εις αυτόν ο Κύριος [Ιεχωβά (ΜΝΚ)]».—Γένεσις 18:1.
Θυμηθείτε ότι ένας αγγελικός εκπρόσωπος του Θεού θα μπορούσε να μεταβιβάσει
τα μηνύματά Του με τόση ακρίβεια όση ένα τηλέφωνο ή ένα ραδιόφωνο μπορεί και
μεταβιβάζει τα λόγια μας σ’ ένα άλλο άτομο. Έτσι λοιπόν, μπορεί να κατανοηθεί πώς ο
Αβραάμ, ο Μωυσής, ο Μανωέ και άλλοι μπορούσαν να μιλούν με έναν υλοποιημένο
άγγελο σαν να μιλούσαν στον Θεό. Αν και τέτοια άτομα μπορούσαν να δουν αυτούς
τούς αγγέλους και τη δόξα τού Ιεχωβά που αυτοί αντικατόπτριζαν, δεν μπορούσαν
να δουν τον Θεό. Συνεπώς, αυτό δεν αντιφάσκει καθόλου με τη δήλωση του αποστόλου
Ιωάννη: «Ουδείς είδέ ποτε τον Θεόν». (Ιωάννης 1:18) Αυτό που είδαν τα άτομα
αυτά, ήταν αγγελικοί αντιπρόσωποι και όχι ο ίδιος ο Θεός».
Υπογραμμίσαμε όσα θεωρούμε βασικά διότι εις την ανάλυση που θα
αναπτύξουμε ευθύς αμέσως όλες οι ανωτέρω ερμηνείες τής Σκοπιάς θα
καταρρεύσουν σαν χάρινος πύργος. Πριν όμως προχωρήσουμε, προσέξτε αγαπητοί
αναγνώστες εις την αρχή τής ανωτέρω ενότητος, τι ακριβώς λέγει η Σκοπιά: «Δεν
είναι ανάγκη να κατέβει ο μεγάλος Δημιουργός τού σύμπαντος από την εξυψωμένη
θέση του στους ουρανούς για να επιδώσει μηνύματα σε ορισμένους ανθρώπους».

3
Η Σκοπιά λέγει ‘δεν είναι ανάγκη να κατέβει ο Θεός’ το ιερό όμως κείμενο λέγει:
«Είπε δε Κύριος. Η κραυγή τών Σοδόμων και τών Γομόρρων επληθύνθη και η αμαρτία
αυτών βαρεία σφόδρα· θέλω λοιπόν καταβή, και θέλω ιδεί αν έπραξαν ολοκλήρως
κατά την κραυγή την ερχομένην προς εμέ· και θέλω γνωρίσει εάν ουχί.» (ΓΕΝ.ΙΗ:20-
21),
«Και είπεν ο Κύριος, Είδον την ταλαιπωράι τού λαού μου τού εν Αιγύπτω, και ήκουσα
την κραυγή αυτών εξ αιτίας τών εργοδιωκτών αυτών· διότι εγνώρισα την οδύνη αυτών·
και κατέβην δια να ελευθερώσω εκ τής χειρός τών Αιγυπτίων, και να αναβιβάσω
αυτούς εκ τής γης εκείνης...» (ΕΞΟΔ. Γ:7-8),
«Ιδών είδον την κάκωση τού λαού μου...και κατέβην εξελέσθαι αυτούς» δηλαδή
«Είδα με προσοχή την κάκωση τού λαού μου...και κατέβηκα να τούς λυτρώσω»
(ΠΡΑΞ. Ζ:34)
Εσύ αγαπητέ αναγνώστα ποιον θα πιστεύσεις; Την Σκοπιά που ψεύδεται λέγοντας
ότι ο Θεός δεν είναι ανάγκη να κατέβει ή το ιερό κείμενο που πολλάκις ρητώς και
κατηγορηματικώς λέει ότι ο Θεός ο ίδιος κατέβηκε διότι προφανώς διέγνωσε
ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΓΚΗ;
Κατά το ΙΗ κεφ. τής Γενέσεως, στίχ.1 ο Θεός (Ο΄) ή Γιαχβέ (Μασ. - ‫וה‬ ָ ֔ ‫)ְיה‬
ενεφανίσθη εις τον Αβραάμ παρά την δρυν Μαμβρή. Υψώσας δε ο Αβραάμ τούς
οφθαλμούς του παραδόξως είδε ΤΡΕΙΣ άνδρες. Παραδόξως πάλι και κατά θεία
προφανώς παρόρμηση, εις τον στίχ.3, τούς προσφωνεί σε ενικό δια τού ‘Κύριε’
(Adonai - ‫ני‬ ָ ֗ ‫ד‬
ֹ ֲ‫)א‬, ενώ εις τούς αμέσως επομένους στίχ.4 και 5 ομιλεί προς αυτούς σε
πληθυντικό (‘νίψατε τούς πόδας σας’, ‘αναπαύθητε’, ‘στηρίξατε την καρδίαν σας’,
‘θέλετε παρέλθει’, ‘επεράσατε’). Άξιον παρατηρήσεως επίσης, ότι, ενώ εις τον στίχ.3
ο Αβραάμ εμφανίζει τον εαυτό του ως δούλο ΕΝΟΣ (‘τον δούλο σου’ – Εβρ.
ָ ‫דך‬
ֶֽ ְ‫עב‬
ַ ebedka), εις τον στίχ.5 εμφανίζει τον εαυτό του ως δούλο ΤΡΙΩΝ (‘τον
δούλο σας’ – Εβρ. ‫כם‬ ֶ ֑ ‫ד‬ ְ ְ‫עב‬
ַ ebedkim). Οι τρεις ομιλούν συγχρόνως και λέγουν τα
αυτά, ως εξ ενός στόματος, κάτι που φανερώνει την απόλυτη ενότητα Ενεργείας και
Θελήματος μεταξύ τών υψηλών επισκεπτών τού Αβραάμ. Η ενότητα δε αυτή είναι η
υπαρκτική (οντολογική) έκφραση τής απόλυτης αγάπης, τής κοινωνίας αγάπης που
συνδέει αυτά τα τρία πρόσωπα. Και εις μεν τον στίχ.5 το κείμενο γράφει κανονικώς
‘είπον’ (Eβρ. ‫מ ֔רו‬ ְ ‫ֹיא‬-֣ ַ ‫ו‬way·yō·mə·rū), σε πληθυντικό δηλαδή, ως τρεις που ήσαν,
εις δε τούς στίχ.10,13,15,17,20 γράφει παραδόξως ‘είπε’ (Εβρ. ‫מר‬ ֶ ‫ ו ַ֗ ֹיא‬-
way·yō·mer), σε ενικό δηλαδή, ως να ήτο ΕΝΑΣ.

Άξιον επίσης προσοχής, ότι αλλού το κείμενο γράφει ‘είπε Κύριος (Εβρ, ‫מר‬ ֶ ‫ו ַ֥ ֹיא‬
‫ ְיה ָ֖וה‬way·yō·mer Yah·weh)’ και αλλού απλώς ‘είπε’ (Εβρ. ‫מר‬ֶ ‫ו ַ֗ ֹיא‬- way·yō·mer),
χωρίς δηλαδή να καθορίζει υποκείμενο, κάτι αρκετά παράδοξο, διότι κανονικώς
γεννάται το ερώτημα: ΠΟΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ‘είπε’; Γενικώς εις τις
εκδηλώσεις τών υψηλών επισκεπτών τού Αβραάμ και εις εκδηλώσεις αυτού απέναντι
αυτών παρουσιάζεται η ενότητα συγχρόνως δε και η ισοτιμία τών τριών θείων
προσώπων!

Αφού οι τρεις άνδρες εφιλοξενήθησαν από τον Αβραάμ, ανεχώρησαν προς τα


Σόδομα. Τότε κατά τούς στίχ.20-21 ο Γιαχβέ είπε «Η κραυγή τών Σοδόμων και τών

4
Γομόρρων επληθύνθη και η αμαρτία αυτών βαρεία σφόδρα. Θέλω λοιπόν καταβή, και
θέλω ιδεί αν έπραξαν ολοκλήρως κατά την κραυγήν την ερχομένη προς εμέ, και θέλω
γνωρίσει εάν ουχί». Κατ’αυτόν τον λόγο ο Γιαχβέ, μετά την εμφάνισή του εις τον
Αβραάμ, θα κατέβαινε εις τις αμαρτωλές πόλεις, για να δει προσωπικώς και ‘ιδίοις
όμμασιν’ (‘Θέλω καταβή’) και να διαπιστώσει την ηθική αυτών κατάσταση. Παρά
τον λόγο όμως τού Γιαχβέ περί προσωπικής καταβάσεως αυτού εις τα Σόδομα,
το κείμενο λέει, ότι ο Αβραάμ εξηκολούθησε να στέκεται ενώπιον τού
Γιαχβέ και να συνομιλεί μαζί Του μεσιτεύων υπέρ σωτηρίας τών
Σοδόμων! Μετά απ’αυτό έφυγε ο Γιαχβέ (στίχ.33). Η δε Σκοπιά εις το σημείο
αυτό, περί προσωπικής καταβάσεως τού Γιαχβέ εις τα Σόδομα, δίδει την εξής
τραγελαφική εξήγηση: «Θα μπορούσε ο Κύριος να «καταβή απ’ ουρανού», όπως
δηλώνει το 1 Θες. 4:16, χωρίς να είναι ορατός στα φυσικά μας μάτια; Στις ημέρες τών
αρχαίων Σοδόμων και Γομόρρων, ο Ιεχωβά είπε, «θέλω λοιπόν καταβή και θέλω ιδεί»
αυτό που έκαναν οι άνθρωποι. (Γέν. 18:21) Αλλά όταν ο Ιεχωβά έκανε αυτόν τον
έλεγχο, κανένας άνθρωπος δεν τον είδε, αν και είδε τους αγγελικούς αντιπροσώπους
που έστειλε» (Πώς να Συζητάτε Λογικά από τις Γραφές, έκδ.1987, σελ.98)

Εις δε τα Σόδομα, κατά το ΙΘ:1, από τούς τρεις άνδρες πήγαν μόνο οι δύο, οι
οποίοι ονομάζονται και άγγελοι, εις δε τον στίχ.13 εμφανίζονται ως απεσταλμένοι
τού Γιαχβέ. Από αυτό προκύπτει η εξής απορία: Δεν κατέβηκε ο Γιαχβέ
προσωπικώς και αισθητώς εις τα Σόδομα, όπως είπε εις τον Αβραάμ; Η
απάντηση είναι θετική. Πράγματι, ο Γιαχβέ κατέβηκε εις τα Σόδομα προσωπικώς και
αισθητώς εις το πρόσωπο τών δύο ανδρών – αγγέλων. Οι δύο κατά τα
πρόσωπα, κατά την ουσία είναι ο ΕΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΥΤΟΣ ΓΙΑΧΒΕ!

Όπως το κεφ.18 περί τών επισκεπτών τού Αβραάμ είναι γεμάτο από παράδοξα,
έτσι και το κεφ.19 περί τών επισκεπτών τού Λωτ. Όπως οι τρεις παρουσιάζονται
ταυτοχρόνως ως ΕΝΑΣ Κύριος, έτσι και οι δύο. Κατ’αρχάς ο Λωτ εις τον στίχ.2
προσφωνεί τούς δύο άντρες κανονικώς σε πληθυντικό δια τού ‘κύριοι’, έπειτα εις τον
στίχ.18 παραδόξως και κατά θεία προφανώς παρόρμηση τούς προσφωνεί σε ενικό δια
τού ‘Κύριε’. Παραθέτουμε αυτόν μετά τού επομένου στίχου: «Και είπεν ο Λωτ προς
αυτούς, Μη παρακαλώ, Κύριε. Ιδού ο δούλος σου εύρηκε χάριν ενώπιόν σου,
και μεγάλυνας το έλεός σου, το οποίον έκανες προς εμέ...»

Ρητώς λέγει το κείμενο, ότι ο Λωτ απευθύνθηκε προς ‘αυτούς’, δηλαδή όχι προς
τον ένα,αλλά προς τούς δύο άντρες, όπως άλλωστε ήτο φυσικό. Και το ότι ο Λωτ
προσεφώνησε ‘αυτούς’ δια τού ενικού ‘Κύριε’ καθίσταται αναμφισβήτητο από τις
φράσεις ‘ο δούλος σου’, ‘ενώπιόν σου’, ‘το έλεός σου’, ‘έκανες’. Περισσότερο δε
τούτο καθίσταται αναμφισβήτητο από τον στίχ.21, ο οποίος ανταποκρίνεται προς τον
στίχ.18. Μετά την παράκληση τού Λωτ προς τούς δύο άντρες, στίχ.18-20, η
απάντησή του αναφέρεται εις τον στίχ.21: «Και είπε προς αυτόν ο Κύριος, Ιδού,
επήκουσά σου και εις το πράγμα τούτο, να μην καταστρέψω την πόλιν, περί τής οποίας
ελάλησας». Δεν γράφει ‘Και είπον’, οπότε ως υποκείμενο θα εξυπακούετο ‘αυτοί’ (οι
δύο άνδρες), αλλά ‘Και είπε’, οπότε ως υποκείμενο εξυπακούεται το ‘Κύριος’, δια
τού οποίου ακριβώς ο Λωτ προσεφώνησε τούς δύο άνδρες.

Κατά παρόμοιο επίσης τρόπο εις τον στίχ.17 γράφει: «Και ότε εξήγαγον (ενν. οι
δύο άνδρες) αυτούς έξω, είπεν ο Κύριος, Διάσωσον την ζωήν σου...». Μετά το

5
‘εξήγαγον’ κανονικώς έπρεπε το κείμενο να γράφει ‘είπον’, αφού ουσιστικώς και εις
τα δύο ρήματα το υποκείμενο είναι το ίδιο. Αλλά εγράφη ‘είπε’, διότι οι δύο είναι
‘ο Κύριος’. Το ίδιο δε συναντούμε και εις τον στίχ.16 όπου ως Κύριος ή Γιαχβέ (
‫)ְיה ָ֖וה‬, ο οποίος εσπλαχνίσθει τον Λωτ, νοούνται ειδικώς οι δύο άνδρες: «Επειδή δε
εβράδυνεν, οι άνδρες πιάσαντες την χείρα αυτού, και την χείρα τής γυναικός αυτού, και
τας χείρας τών δύο θυγατέρων αυτού, (διότι εσπλαγχνίσθη αυτόν ο Κύριος - ‫וה‬ ָ ֖ ‫)ְיה‬,
εξήγαγον αυτόν, και έθεσαν αυτόν έξω τής πόλεως». Οπωσδήποτε οι δύο είναι
κατ’ουσίαν ΕΝΑΣ Κύριος.

Κατόπιν τής λεπτομερούς εξετάσεως των δύο πλέον παραδόξων κεφαλαίων τής
Γραφής το πρόβλημα τού ΓΕΝ. ΙΘ:24 ««Και έβρεξεν ο Κύριος επί τα Σόδομα και
Γόμορρα θείον και πυρ παρά Κυρίου εκ τού ουρανού» δεν λύνεται με τον τρόπο
που προτείνουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά, ότι δηλαδή πρόκειται περί Εβραισμού
αναζητώντες εναγωνίως παρεμφερή χωρία (π.χ. Γεν. 4:22-23, Κριτ. 4:4-5, Α΄ Βασ.
1:33, 8:1, 9:1, 10:13, 12:21, κατά το εβρ.), αλλά λύνεται ως εξής: Δια τού πρώτου
‘Κύριος’ (Γιαχβέ) εννοείται το ΑΜΕΣΟΝ ΑΙΤΙΟΝ τής καταστροφής τών Σοδόμων,
δηλαδή οι δύο άνδρες ή άγγελοι (αγγελιοφόροι, απεσταλμένοι), ΕΝΑΣ κατ’ουσίαν
ΚΥΡΙΟΣ. Δια δε τού δευτέρου ‘Κύριος’ (Γιαχβέ) εννοείται το ΑΠΩΤΑΤΟΝ
ΑΙΤΙΟΝ τής καταστροφής, δηλαδή ο τρίτος τών ανδρών, από τού οποίου οι δύο
είχαν αποχωρισθεί. Και υπό μεν τις μορφές τών δύο ανδρών ήσαν ο Υιός και το
Άγιον Πνεύμα, υπό δε την μορφήν τού τρίτου ο Πατήρ. Ο Πατήρ απέστειλε τον
Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, και αυτοί έβρεξαν πυρ και θείον ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΑΥΤΟΥ
(‘παρά Κυρίου’) ή αλλιώς, εξετέλεσαν την απόφασή Αυτού. Οπότε αγαπητοί
Μάρτυρες τού Ιεχωβά, αδίκως ψάχνετε εις την Παλαιά Διαθήκη προς ανεύρεσιν
αντιστοίχων χωρίων για να αποφύγετε τον σκόπελο τών ‘δύο Κυρίων’, με απώτερο
βεβαίως σκοπό να δικαιώσετε την Σκοπιά, διότι το μοναδικό αντίστοιχο χωρίο που
είναι το ακριβώς αντίστοιχο τού ΓΕΝ. ΙΘ:24 δεν ευρίσκεται εις την Παλαιά αλλά εις
την Καινή Διαθήκη.

Οι Μάρτυρες λοιπόν τού Ιεχωβά θεωρούν το επίμαχο χωρίο τής Γενέσεως ως


εβραισμό, ότι θέλει δηλαδή η Γραφή να τονίσει, ότι ο Θεός έβρεξε εξ εαυτού, δια τής
αμέσου δηλαδή δυνάμεώς Του και όχι δια τού συνήθους τρόπου τής φύσεως. Αλλά
εις αυτήν την περίπτωση ή η φράσις ‘παρά Κυρίου’ ή η φράση ‘έβρεξεν ο Κύριος’ θα
περίττευε, δεδομένου ότι βροχή πυρός και θείου ‘εξ ουρανού’ είναι αδύνατον να
προκληθεί κατά τον συνήθη τρόπο τής φύσεως. Εάν το χωρίο έλεγε απλώς ‘Και
Κύριος έβρεξεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον και πυρ εξ ουρανού’ ή ‘Και
έπεσεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον και πυρ παρά Κυρίου εξ ουρανού’, τούτο
θα αρκούσε για να δείξει το εντελώς έκτακτον και την εκ Θεού προέλευση τής
καταστροφής. Θα αρκούσε δε και το ακόμη απλούστερον ‘Και έπεσεν επί Σόδομα
και Γόμορρα θείον και πυρ εξ ουρανού’. Άλλωστε και σε άλλα σημεία η Γραφή
κάνει λόγο περί θαυματουργικής πτώσεως πυρός, θείου και χαλάζης εκ τού ουρανού
προς παραδειγματική τιμωρία ανθρώπων ή για άλλο σκοπό, χωρίς να χρησιμοποιείται
η εν λόγω περίεργη διατύπωση. Πρβλ.

ΕΞΟΔ. Θ:23 «...ο Κύριος έπεμψε βροντάς και χάλαζαν επί την γην τής Αιγύπτου»,

6
Α΄ ΒΑΣ. (Γ΄ ΒΑΣ. Ο΄) ΙΗ:38 «Τότε έπεσε πυρ παρά Κυρίου, και κατέφαγε το
ολοκαύτωμα...»,

Β΄ ΒΑΣ. (Δ΄ ΒΑΣ. Ο΄) Α:10,12,14 «...κατέβη πυρ εξ ουρανού, και κατέφαγε αυτόν...»,

Β΄ ΧΡΟΝ. (Β΄ ΠΑΡ. Ο΄) Ζ:1 «...κατέβη το πυρ εξ ουρανού, και κατέφαγε τα
ολοκαυτώματα...»,

Β΄ ΜΑΚ. Β:10 «Καθώς και Μωυσής προσηύξατο προς Κύριον, και κατέβη πυρ εξ
ουρανούκαι τα τής θυσίς εδαπάνησεν, ούτως και Σαλωμών προσηύξατο, και καταβάν
το πυρ ανήκωσε τα ολοκαυτώματα»,

ΙΕΖ. ΛΗ:22 «...και θέλω βρέξει επ’αυτόν...βροχήν κατακλυσμού, και λίθους χαλάζης,
πυρ και θείον».

Όπως μόλις διεπιστώσαμε εις παρεμφερείς διατυπώσεις, εις καμία δεν αναφέρει ότι
η καταστροφή ή η πτώση πυρός και θείου έγινε συμφώνως προς την παράδοξη
διατύπωση τού ΓΕΝ. ΙΘ:24.

Εις το σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι τέτοιου είδους, αλλά και τόσα πολλά,
όπως αυτά εις τα κεφ.18 και 19 τής Γενέσεως, είναι ανθρωπίνως αδιανόητα και
ανεπινόητα. Όταν τα τρία πρόσωπα παρουσιάζονται ισότιμα, και εις τον ίδιο στίχο
συναντάται η παράδοξος εναλλαγή πληθυντικού και ενικού (‘αυτούς’, ‘Κύριε’), κι
αυτό το παράδοξο να επιβεβαιώνεται από τούς επομένους στίχους, τότε η υπόθεσις,
ότι οι δύο άγγελοι ήσαν απλώς συνοδοί τού Γιαχβέ, εκτός τού ότι είναι αυθαίρετος,
δεν εξηγεί και τίποτα από τα παραπάνω παράδοξα. Τέτοια παράδοξα αποδεικνύονται
από μόνα τους θεόπνευστα.

Είπαμε ανωτέρω να μην ψάχνουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά αδίκως εις την Παλαιά
Διαθήκη να βρουν παρομοία έκφραση διότι η αντίστοιχή της είναι εις την Καινή εις
την Β΄ ΤΙΜ. Α:18 «Δώη αυτώ ο Κύριος ευρείν έλεος παρά Κυρίου εν εκείνη τη
ημέρα».

Διετυπώθη και εδώ η άποψη ότι πρόκειται περί εβραισμού, συμφώνως προς τον
οποίον ο Απόστολος επαναλαμβάνει το όνομα ‘Κύριος’ όπου εμείς θα θέταμε
αντωνυμία και άρα δεν πρόκειται περί διακρίσεως προσώπων τής Θεότητος. Αλλά
αυτή η εξήγηση αγνοεί το προηγούμενο τής εκφράσεως εις την Γένεση, όπου, όπως
απεδείχθη, πρόκειται πράγματι περί διακρίσεως προσώπων. Κατά την υπόθεση αυτή
το νόημα τού χωρίου είναι: «Είθε ο Κύριος να δώσει εις τον Ονησιφόρο να εύρη
έλεος παρ’εαυτού». Αλλά εδώ γεννάται το ερώτημα παρά τίνος άλλου θα
μπορούσε να εύρη έλεος, μάλιστα κατά την ημέρα τής Δευτέρας Παρουσίας, ώστε να
δικαιολογείται η πρόσθετος έννοια ‘παρ’εαυτού’; Άλλωστε η έννοια, ότι το έλεος
δίδεται υπό τού Κυρίου, περιέχεται εις τον προηγούμενο στίχο κατά τρόπο απλό
«Δώη έλεος ο Κύριος τω Ονησιφόρω οίκω», και δεν ήταν ανάγκη να επαναληφθεί
κατά τρόπο δύσκολο. Αν η εξήγηση αυτή ήτο ορθή, εις τον στίχ.18 θα αρκούσε να
εγράφετο: «Δώη αυτώ ο Κύριος ευρείν έλεος εν εκέινη τη ημέρα».

Η ορθή εξήγηση είναι, ότι την έκφραση ‘ο Κύριος παρά Κυρίου’ την
χρησιμοποιεί ο Απόστολος, επειδή έχει εις τον νου του την διάκριση μεταξύ Χριστού
και Θεού Πατρός. Υπέρ αυτής τής διακρίσεως συνηγορεί και η διαφορά ως προς το

7
άρθρο «ο Κύριος (ενάρθρως) παρά Κυρίου (ανάρθρως)». Αλλά ενώ οι περισσότεροι
ερμηνευτές συμφωνούν προς την γνώμη περί διακρίσεως προσώπων, κατά τον
καθορισμό τού ‘Κυρίου’ εις κάθε μία από τις περιπτώσεις υπάρχει διαφωνία. Κατά
την μία άποψη ‘ο Κύριος’ είναι ο Θεός, και εις την δεύτερη περίπτωση, ‘παρά
Κυρίου’, ‘Κύριος’ είναι ο Χριστός ως κριτής. Αντιθέτως κατά την άλλη άποψη, ‘ο
Κύριος’ είναι ο Χριστός ως μεσίτης υπέρ τών ανθρώπων παρά τω Πατρί ( ΜΑΤΘ.
Ι:32-33), οπότε ‘Κύριος’ εις την δεύτερη περίπτωση είναι ο Θεός.

Τασσόμεθα υπέρ τής τελευταίας αυτής απόψεως, όχι μόνον διότι τον Χριστό η
Εκκλησία τον αισθάνεται περισσότερο ως μεσίτη παρά ως κριτή, αλλά καθ’ημάς και
για ακόμη δύο λόγους. Το έναρθρον ‘ο Κύριος’ ταιριάζει περισσότερο εις τον Χριστό
ως προσιτό και οικείο εις τον άνθρωπο και ως πρόσωπο τού οποίου πάντες, λόγω τής
ενανθρωπίσεως, έχουμε μέσα εις την ψυχή μας κάποια συγκεκριμένη παράσταση
(ΙΩΑΝ.Κ:20,25 «Εχάρησαν ουν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον...εωράκαμεν τον
Κύριον», ΚΑ:7 «Σίμων ουν Πέτρος ακούσας ότι ο Κύριος εστί...»), ενώ το άναρθρον
‘Κύριος’ ταιριάζει περισσότερο εις τον αόρατο και απρόσιτο Θεό. Επίσης, λόγω τού
προηγούμένου λόγου ακριβώς, εις την Καινή Διαθήκη το έναρθρον ‘ο Κύριος’ ως επί
το πλείστον χρησιμοποιείται επί τού Χριστού. Αλλά ασχέτως προς την μία ή την άλλη
άποψη, αφού εις το Αποστολικό χωρίο πρόκειται για ΤΗΝ ΙΔΙΑ εβραική έκφραση
που απαντάται και εις το ΓΕΝ. ΙΘ:24, εις την οποίαν και τα δύο ‘Κύριος’ είναι
Γιαχβέ, είτε εις την μία περίπτωση είτε εις την άλλη ο Κύριος Ιησούς Χριστός τού
Αποστολικού χωρίου είναι Γιαχβέ!

Επειδή τινές Χριστιανοί, ορμώμενοι εκ τού ΕΒΡ. ΙΓ:2 «...έλαθον τινές ξενίσαντες
αγγέλους», ίσως διατυπώσουν ενστάσεις περί τής ημετέρας ερμηνείας. Γι’αυτό θα
εμβαθύνουμε περαιτέρω εις το θέμα τής φιλοξενίας τού Αβραάμ εν σχέσει προς
χωρία τινά τής Καινής Διαθήκης. Εις το προαναφερθέν χωρίο ο Απόστολος μιλώντας
περί φιλοξενίας έχει υπ’οψιν του τον Αβραάμ (ΓΕΝ. ΙΗ) και τον Λωτ (ΓΕΝ. ΙΘ).

Σπουδαίο ζήτημα εδώ είναι η έννοια, υπό την οποίαν χρησιμοποιείται η λέξη
‘άγγελος’. Η επικρατούσα γνώμη, ότι η λέξη αυτή σημαίνει τον άγγελο κατά
διάκριση προς τον άνθρωπο και τον Θεό, είναι εσφαλμένη. Διότι τα τρία πρόσωπα, τα
οποία ενεφανίσθησαν εις τον Αβραάμ και από τα οποία εις την συνέχεια τα δύο
ενεφανίσθησαν εις τον Λωτ, λέγονται μεν ‘άγγελοι΄ όπως λέγονται και ‘άνδρες‘
(ΓΕΝ. ΙΗ:2, ΙΘ:5,8,10,12,16), αλλά ούτε άνδρες είναι, ούτε άγγελοι.

Συμφώνως προς το ΓΕΝ. ΙΗ:1-2 τα τρία αυτά πρόσωπα είναι η ορατή εμφάνιση
τού αοράτου Θεού (κατά τούς Ο΄) ή Γιαχβέ (κατά το Μασοριτικό.). Διότι ο Μωυσής
δεν γράφει, ότι ‘ώφθησαν άγγελοι’, αλλά γράφει, ότι ‘ώφθη ο Θεός’ (κατά τούς Ο΄)
ή ‘ώφθη ο Γιαχβέ’ (κατά το Μασ.). Ο αόρατος Θεός ή Γιαχβέ ενεφανίσθη
οφθαλμοφανώς, αφού έλαβε την μορφή τριών ανδρών. Τα τρία αυτά πρόσωπα, όπως
και απεδείξαμε λεπτομερώς ανωτέρω, είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, η
Αγία Τριάς, μία ουσία, μία θεότης. Και ‘άνδρες’ δε λέγονται διότι ενεφανίσθησαν
υπό μορφή ανδρών, ‘άγγελοι΄ δε λέγονται διότι ήγγειλαν, ενήργησαν ως
αγγελιοφόροι. Επειδή δε ήσαν πρόσωπα τής Θεότητος, δια τούτο, ωμιλούν
συγχρόνως, ως δι’ενός στόματος, κι έτσι εκδηλώνουν ισοτιμία μεταξύ των (ΓΕΝ. ΙΗ:
5,9,10,13,15,17,20, ΙΘ:2). Και επειδή επίσης ήσαν μία ουσία, ένας Θεός, δια τούτο
παραδόξως και κατά θεία προφανώς παρόρμηση ο Αβραάμ προσεφώνησε τα τρία
πρόσωπα και ο Λωτ τα δύο εξ αυτών δια τού ενικού ‘Κύριε’ (ΓΕΝ.ΙΗ:3, ΙΘ:18).

8
Έχοντας δε υπ’οψιν όλη την ανωτέρω λεπτομερή ανάλυση που κάναμε επί τών
δύο παραδόξων κεφαλαίων τής Γενέσεως, ερχόμεθα να ερμηνεύσουμε την φράση τού
Αποστόλου «...εξένισαν αγγέλους». Όπως εις τον ΛΟΥΚ. ΚΔ:4 «Και εγένετο εν τω
διαπορείσθαι αυτάς περί τούτου και ιδού άνδρες δύο επέστησαν αυταίς (τις
Μυροφόρες) εν ασθήσεσιν αστραπούσαις», και εις τις ΠΡΑΞ.Α:10 «και ατενίζοντες
(οι μαθητές) ήσαν εις τον ουρανόν πορευομένου αυτού, και ιδού άνδρες δύο
παρειστήκεισαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή», οι ‘άνδρες’ δεν είναι άνδρες, αλλά άγγελοι.

Όπως εις τις ΠΡΑΞ. Β:42 «Ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή τών αποστόλων
και τη κοινωνία και τη κλάση τού άρτου και ταις προσευχές» και εις την Α΄ ΚΟΡ.
Ι:16 «...τον άρτον όν κλώμεν, ουχί κοινωνία τού σώματος τού Χριστού εστίν;» ο
‘άρτος’ δεν είναι άρτος αλλά το σώμα τού Χριστού.

Όπως εις τον ΙΑΚ.Β:25 «ομοίως δε και Ραάβ η πόρνη ουκ εξ έργων εδικαιώθη,
υποδεξαμένη τούς αγγέλους και ετέρα οδό εκβαλούσα» και την ΑΠΟΚ.Α:20 «...οι
επτά αστέρες άγγελοι τών επτά εκκλησιών εισί...», οι ‘άγγελοι’ δεν είναι άγγελοι,
αλλά άνθρωποι.

Όπως εις την ΓΕΝ.ΛΒ:24 «Ο δε Ιακώβ έμεινε μόνος και επάλαιε μετ’αυτού
άνθρωπος έως τα χαράματα τής αυγής», και τον ΙΗΣ. Ε:13 «Και ότε ο Ιησούς (τού
Ναυή) ήτο πλησίον τής Ιεριχούς, ύψωσε τούς οφθαλμούς αυτού και είδε και ιδού,
ίστατο κατέναντι αυτού άνθρωπος και η ρομφαία αυτού ήτο γεγυμνωμένη εν τη χειρί
αυτού», ο ‘άνθρωπος’ δεν είναι άνθρωπος, αλλά Θεός.

Όπως εις τούς ΚΡΙΤ. ΙΓ:6-22 «Και υπήγε η γυνή και είπε προς τον άνδρα αυτής,
λέγουσα, Άνθρωπος Θεού ήλθε προς εμέ, και το είδος αυτού ήτο ως είδος
αγγέλου Θεού, φοβερός σφόδρα...Δέομαι, Κύριέ μου, ο άνθρωπος τού Θεού,
τον οποίον απέστειλας...και ήλθεν πάλι ο άγγελος τού Θεού προς την
γυναίκα...Ιδού εφάνη εις εμέ ο άνθρωπος...ήλθε προς τον άνθρωπο, και είπε προς
αυτόν, Συ είσαι ο άνθρωπος όστις ελάλησας προς την γυναίκα;...Και είπεν ο
άγγελος τού Κυρίου προς τον Μανωέ...Και είπεν ο Μανωέ προς τον άγγελο
τού Κυρίου, Τι είναι το όνομά σου, δια να σε δοξάσωμεν...Ο δε άγγελος τού
Κυρίου ειπέ προς αυτόν, Δια τι ερωτάς περί τού ονόματός μου; διότι είναι
θαυμαστόν...ο δε Μανωέ και η γυνή αυτού έπεσαν κατά πρόσωπον επί την γην. Και δεν
εφάνη πλέον ο άγγελος τού Κυρίου...Τότε εγνώρισεν ο Μανωέ ότι ήτο άγγελος
Κυρίου. Και είπεν ο Μανωέ προς την γυναίκα αυτού, Βεβαίως θέλομεν αποθάνει,
διότι είδομεν τον Θεόν», ο ‘άγγελος τού Κυρίου’ ή ο ‘άνθρωπος τού Θεού’ δεν
είναι ούτε άγγελος ούτε άνθρωπος αλλά ο Θεός (στίχ.22), έτσι και εις την περίπτωση
τής φιλοξενίας του Αβραάμ και τού Λωτ οι ‘άγγελοι’ δεν είναι άγγελοι αλλά
πρόσωπα τής Θεότητος!

Κατά το ΓΕΝ. ΜΗ:15-16 Ο Ιακώβ ή Ισραήλ ευλογώντας τούς δύο υιούς τού
Ιωσήφ λέγει: «Ο Θεός έμπροσθεν τού οποίου περιεπάτησαν οι πατέρες μου Αβραάμ
και Ισαάκ, ο Θεός όστις με εποίμανεν εκ γεννήσεως μου έως τής ημέρας ταύτης, ο

9
άγγελος όστις με ελύτρωσεν εκ πάντων τών κακών, να ευλογήσει τα παιδία ταύτα». Το
ίδιο δηλαδή πρόσωπο που αποκαλεί Θεό το αποκαλεί ταυτοχρόνως και άγγελο! Κατά
δε το ΩΣΗΕ ΙΒ:3-4 «Εν τη κοιλία επτέρνισε τον αδελφό αυτού (ο Ιακώβ ή Ισραήλ),
και εν τη ανδρική ηλικία αυτού ενίσχυσεν προς τον Θεόν. Ναι, ενίσχυσε μετά
αγγέλου, και υπερίσχυσεν». Ο λόγος αυτός αναφέρεται εις την πάλη τού Ιακώβ προς
τον Θεόν, κατά την οποία ο πατριάρχης ενίκησε τον Παντοδύναμο (ΓΕΝ. ΛΒ:24-30).
Το «ενίσχυσε προς Θεόν και ενίσχυσε μετά αγγέλου» κατά τούς Ο΄ είναι ισοδύναμο
προς το ενίσχυσε προς Θεόν ναι ενίσχυσε μετά αγγέλου» κατά το Εβραικό.

Εις τις δύο δηλαδή τελευταίες παραθέσεις εκ τού ΓΕΝ. ΜΗ:15-16 και τού ΩΣΗΕ
ΙΒ:3-4 ο ‘Θεός’ ονομάζεται και ‘άγγελος’! Άξιον δε παρατηρήσεως, ότι εις το ΓΕΝ.
ΛΒ:24 ονομάζεται και ‘άνθρωπος’ λόγω τής μορφής, υπό την οποίαν ενεφανίσθη
κατά την πάλη προς τον Ιακώβ. Όπως δηλαδή εις την περίπτωση τής φιλοξενίας τού
Αβραάμ και τού Λωτ περί τών υψηλών επισκεπτών αυτών, έχουμε τις ονομασίες
‘Θεός’, ‘Κύριος’, ‘άνδρες’, ‘άγγελοι’, έτσι και εις την περίπτωση τής πάλης τού
Ιακώβ περί τού ‘αντιπάλου’ αυτού έχουμε τις ονομασίες ‘Θεός’, ‘άνθρωπος’,
΄άγγελος’.

Εις τον προφήτη Μαλαχία Γ:1 περιέχεται: «Ιδού, εγώ αποστέλλω τον άγγελόν
μου, και θέλει κατασκευάσει την οδόν έμπροσθέν μου, και ο Κύριος τον οποίον ζητείτε,
εξαίφνης θέλει ελθεί εις τον ναόν αυτού, ναι, ο άγγελος τής διαθήκης, τον οποίον σεις
θέλετε. Ιδού, έρχεται, λέγει ο Κύριος τών δυνάμεων» και εις τον ΗΣΑ. Θ:6 (Ο΄)
περιέχεται: «Παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν, ού η αρχή εγενήθη επί τού
ώμου αυτού, και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός
σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης πατήρ τού μέλλοντος αιώνος».
Εις το πρώτο εκ τών χωρίων τούτων, η λέξη ‘άγγελος’ χρησιμοποιείαι δύο φορές . Σε
καμία δε περίπτωση σημαίνει κατά φύσιν άγγελο. Αλλά εις την πρώτη περίπτωση
σημαίνει τον Πρόδρομο Ιωάννη και εις την δευτέραν τον Μεσσία, ο οποίος είναι
πρόσωπο τής Θεότητος, Θεός και Κύριος. Εις το δεύτερον δε χωρίο, ‘άγγελος’
λέγεται πάλι ο Μεσσίας. Τα δύο αυτά χωρία, εις τα οποία ‘άγγελος’ ονομάζεται ο
Γιαχβέ Χριστός, έχουν ιδιαιτέραν σημασίαν, διότι φανερώς και αναμφισβήτως
δεικνύουν, ότι η λέξη ‘άγγελος’ δύναται να χρησιμοποιείται ΚΑΙ ΕΠΙ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΟΣ!

Η ονομασία ‘άγγελος’ αρμόζει εις τον Θεό, όταν Αυτός έρχεται εις κοινωνία με τον
άνθρωπο κατά τρόπον αισθητό, όταν λαμβάνει μορφή και φωνή και αγγέλλει τούτο
ή εκείνο το πράγμα. Όπως είναι ο Θεός, κατά την φύσιν Του δηλαδή, δεν έχει μορφή
και φωνή, ώστε να τον δει κάποιος ή να τον ακούσει. Ως ασώματος και Πνεύμα ο
Θεός είναι ανώτερος σχημάτων και φθόγγων. Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγον ο Χριστός
είπε περί τού Θεού Πατρός: «Ούτε φωνή αυτού ακηκόατε πώπωτε, ούτε είδος αυτού
εωράκατε» δηλαδή «Ούτε φωνή του ακούσατε ποτέ, ούτε μορφή του είδατε» (ΙΩΑΝ.
Ε:37). Αλλά όταν ο Θεός θέλει να έλθει εις αισθητή κοινωνία με τον άνθρωπο,
προσαρμόζεται προς αυτόν, λαμβάνει μορφή και φωνή, και έτσι οράται και ακούεται
υπό τών ανθρώπων, ενώ βεβαίως καθ’εαυτόν, κατά την φύσιν Του, παραμένει
αόρατος και άνευ φωνής. Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί, ότι η ονομασία ‘άγγελος’
αρμόζει εις τον Θεό, όταν ο Θεός λαμβάνει φωνή και αγγέλλει, έστω κι αν δεν
λαμβάνει μορφή. Ο Θεός λοιπόν γίνεται ‘άγγελος’ όταν λαμβάνει μορφή ανθρώπου

10
και λαλεί. Εις την έννοια τού ‘άγγελος’ πρώτον και κυρίως περιέχεται η έννοια τού
λαλείν εν μορφή ανθρώπου.

Υπ’αυτή δε την έννοια ο Στέφανος ομιλεί περί ‘τού αγγέλου τού λαλούντος’ προς
τον Μωυσή εις το Σινά λέγων: «Ούτός εστιν ο γενόμενος εν τη εκκλήσία εν τη ερήμω
μετά τού αγγέλου τού λαλούντος αυτώ εν τω όρει Σινά και τών πατέρων ημών, ός
εδέξατο λόγια ζώντα δούναι ημίν» (ΠΡΑΞ. Ζ:38)

ΓΑΛ. Γ:19-20 «Τί ουν ο νόμος; Τών παραβάσεων χάριν προσετέθη, άχρις ου έλθη
το σπέρμα ώ επήγγελται, διαταγείς δι’ αγγέλων εν χειρί μεσίτου. 20. Ο δε μεσίτης ενός
ουκ έστιν, ο δε Θεός είς εστιν» (σημ. Εις τον στίχ.20 έχουν αριθμηθεί υπέρ τις 400
ερμηνείες!) δηλαδή «Ποιος είναι τότε ο σκοπός τού νόμου; Προσετέθη (εις την
υπόσχεση τού Θεού) για τις παραβάσεις (για να φανεί ότι παραβαίνουμε το θέλημα
τού Θεού), μέχρις ότου έλθει το σπέρμα (ο Χριστός), για το οποίο εδόθη η υπόσχεση.
Και διετυπώθη υπό αγγέλους με το χέρι μεσίτου. 20. Ο δε μεσίτης δεν είναι ενός
(αλλά δύο), ο δε Θεός είναι ο ένας (από τούς δύο· ο άλλος είναι ο λαός. Αφού δε ο
Θεός κατά την παράδοση τού νόμου χρησιμοποίησε μεσίτη, εστάθη εις απόσταση
από το λαό. Αυτή δε η απόσταση δεικνύει, όπως και άλλα πράγματα που
ανεφέρθησαν προηγουμένως, τη σχετική αξία τού νόμου εν αντιθέσει προς την
απόλυτον αξία τού Ευαγγελίου, που ο Θεός παρέδωσεν εις τούς ανθρώπους
αυτοπροσώπως ως σαρκωμένος Λόγος).

Συμφώνως προς το ανωτέρω χωρίο ο ένας εκ τών δύο, μεταξύ τών οποίων ο
Μωυσής ήτο μεσίτης κατά την παράδοση τού νόμου, ήτο ο Θεός. Ο Μωυσής δηλαδή
ήτο μεσίτης μεταξύ Θεού και λαού, όχι μεταξύ αγγέλου και λαού. Με άλλες λέξεις ο
Μωυσής παρέλαβε τον νόμο απ’ευθείας παρά τού Θεού και τον μετέδωσε εις τον
λαό. Εξ αυτών καθίσταται φανερό, ότι εις το Σινά τα ρήματα τού νόμου δεν λαλούσε
εις τον Μωυσή άγγελος, αλλά ο Θεός ή Κύριος (Γιαχβέ). Και άρα μιλώντας ο
Στέφανος περί ‘τού αγγέλου τού λαλούντος ‘ προς τον Μωυσή, δεν εννοεί άγγελο,
αλλά τον Θεό ως ωμιλούντα με φωνή ανθρώπου και αγγέλοντα τα ρήματα τού
νόμου.

Εν σχέσι προς το ζήτημα τής χρήσεως τού όρου ‘άγγελος’ επί Θεού παραθέτουμε
και σχολιάζουμε ένα ακόμη χαρακτηριστικό χωρίο:

Εις το χωρίο με την περίφημη στιχομυθία Θεού – Μωυσέως (ΕΞΟΔ. Γ΄ κεφ.),


αυτός που λέει τού Μωυσέως (στίχ.14 ) ‘Εχγέ Ασέρ Εχγέ’ (Ειμί Όστις Ειμί),
αμέσως μετά ‘Εχγέ’ (ο Ων) και εις τον επόμενο στίχ.15 ‘Γιαχβέ Ελόχε’ (Κύριος ο
Θεός) ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΕΧΩΒΑ, όπως ψευδώς διδάσκει η Σκοπιά και προσπαθεί
να πείσει τούς ακολούθους της, («Μια μέρα, καθώς ο Μωυσής εργαζόταν σαν βοσκός
στη Μαδιάμ, βόσκοντας πρόβατα, είδε ένα καταπληκτικό πράγμα. Ήταν ένας θάμνος
που είχε πιάσει φωτιά αλλά δεν καιγόταν! Όταν πλησίασε για να δει καλύτερα, όπως
μπορείτε να δείτε εδώ, ήρθε μια φωνή μέσα από τον καιγόμενο θάμνο, που έλεγε:
‘Μωυσή! Μωυσή!’ Μιλούσε ο Θεός», Σκοπιά 15.01.1983, σελ.4-5) αλλά ο
‘ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ’ που ενεφανίσθη τού Μωυσέως εν μέσω τής βάτου. Εις
δε την φράσιν ‘άγγελος Κυρίου’ πόσα πρόσωπα αναφέρονται; ΔΥΟ. Ο άγγελος και
ο Κύριος. Ας διαβάσουμε όμως το κείμενο χωρίς τα ‘ΓΥΑΛΙΑ’ τής Σκοπιάς,
ξεχνώντας δηλαδή για λίγο την πλάνη που διδάσκει η Σκοπιά, και θα δούμε πόσο
ξεκάθαρο είναι:

11
«Εφάνη δε εις αυτόν άγγελος Κυρίου εν φλογί πυρός, εκ μέσου τής βάτου,
και είδε, και ιδού, η βάτος εκαίετο υπό τού πυρός, και η βάτος δεν κατεκαίετο.»
(στίχ.2),

«Και ως είδεν ο Κύριος τον Μωυσήν ότι έστρεψε να παρατηρήσει, εφώνησε προς αυτόν
ο Θεός εκ μέσου τής βάτου, και είπεν, Μωυσή, Μωυσή...» (στίχ.4),

«Έκρυψεν δε το πρόσωπον αυτού ο Μωυσής διότι εφοβείτο να εμβλέψει εις τον


Θεόν» (στίχ.6)

Προσέξτε, αγαπητοί Μάρτυρες τού Ιεχωβά, ότι ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΕΚ


ΜΕΣΟΥ ΤΗΣ ΒΑΤΟΥ, ονομάζεται ‘άγγελος Κυρίου’, ‘Κύριος’ και ‘Θεός’!!! Ο
Μωυσής τον άγγελο τού Κυρίου έβλεπε και μιλούσε αλλά το κείμενο λέει ότι
φοβόταν να κοιτάξει ‘εις τον Θεόν’! (στίχ.6) Εάν αυτός ο περίφημος άγγελος είναι
ο Πατήρ τότε ΠΟΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ είναι ο Πατήρ; Ποιος τον απέστειλε; Εάν
αυτός ο άγγελος είναι ένας απλός άγγελος, αντιπρόσωπος τού Θεού, με ποίο
δικαίωμα οικειοποιείται το προσωπικό και ακοινώνητο όνομα τού Θεού;

Η εκδοχή δηλαδή κατά την οποία ο άγγελος αυτός είναι ένας από τούς αγγέλους
τού Θεού και παρουσιάζεται ως Γιαχβέ, στερείται σοβαρότητος. Αντιπρόσωπος
κάποιου δεν ταυτίζεται εις τον λόγο προς εκείνον, τον οποίον αντιπροσωπεύει.
Αντιπρόσωπος κάποιου ουδέποτε ομιλεί ως αυτός ο αντιπροσωπευόμενος,
ιδιοποιούμενος όσα ανήκουν εις εκείνον, και ουδέποτε ονομάζει τον εαυτό του ή
ονομάζεται από άλλους δια τού ονόματος εκείνου, αλλά δια τού ιδίου αυτού
ονόματος. Και εάν αυτό ισχύει περί αντιπροσώπων ανθρώπων, πόσο περισσότερο
ισχύει περί αντιπροσώπων τού Θεού, τού οποίου τα ιδιώματα και το όνομα είναι
αποκλειστικώς προσωπικά. Το όνομα δηλαδή τού αληθινού Θεού είναι ακοινώνητο,
και συνεπώς άγγελος δεν δύναται να λαμβάνει το όνομα Κύριος (Γιαχβέ), πρβλ. Ησα.
ΜΒ:8 «Εγώ είμαι ο Κύριος· τούτο είναι το όνομά μου· και δεν θέλω δώσει την δόξα μου
εις άλλον, ουδέ την αίνεσίν μου εις τα γλυπτά» και ΜΗ:11 «Ναι, δεν θέλω δώσει την
δόξα μου εις άλλον» (αμφότερα κατά το Εβραικό).

Εκ τών μεγαλυτέρων αντιπροσώπων τού Θεού επί τής γης, τών Αποστόλων, ουδείς
ποτέ μίλησε ως να ήτο αυτός ο Θεός, και ουδείς ονόμασε τον εαυτό του ή ωνομάσθη
υπό άλλων ‘Γιαχβέ’. Από τούς μεγαλύτερους δε αγγέλους ο Γαβριήλ, όταν
απεστάλλει υπό τού Θεού και ενεφανίσθη εις τούς ανθρώπους, δεν μίλησε ως Θεός,
αλλά ως πραγματικός άγγελος, και δεν συστήθηκε δια τού ονόματος Γιαχβέ, αλλά με
το δικό του όνομα (ΔΑΝ. Η:16-26, Θ:21-27, ΛΟΥΚ. Α:11-20, 26-38). Επίσης ο
αρχάγγελος Μιχαήλ, που βεβαίως ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ αγαπητοί Μάρτυρες
τού Ιεχωβά, καλείται από την Γραφή με το ίδιο του το όνομα πρβλ. ΔΑΝ. Ι:13,21,
ΙΒ:1, ΙΟΥΔΑ 9 (Όποιος δε αναγνώστης επιθυμεί να πληροφορηθεί πού η Γραφή
ποιεί διάκριση μεταξύ Χριστού – Μιχαήλ, μπορεί να ανατρέξει εις το Β΄ Μέρος τού
παρόντος εις το κεφάλαιο ‘Είναι ο Χριστός ο Αρχάγγελος Μιχαήλ; Πού η Γραφή
κάνει διάκριση μεταξύ τών δύο προσώπων;’).

Αλλά και αν ακόμη υποθέσουμε, ότι ένας από τούς αγγέλους, λόγω τού ότι είναι
αντιπρόσωπος τού Θεού, ήτο δυνατόν να παρουσιασθεί ως αυτός ο Γιαχβέ, εις αυτήν

12
την περίπτωση δεν θα διέκρινε τον εαυτό του από τον Γιαχβέ, διότι αλλιώς θα
παρουσίαζε συγχρόνως τον εαυτό του ΚΑΙ ΩΣ ΓΙΑΧΒΕ ΚΑΙ ΩΣ ΑΓΓΕΛΟ,
πράγμα αντιφατικό και κωμικό. Ο εν λόγω ‘άγγελος Κυρίου’ ΤΑΥΤΙΖΕΙ τον
εαυτό του με τον Γιαχβέ, διότι δεν είναι πραγματικός άγγελος, αλλά ένας εκ τών
προσώπων τής Θεότητος (στίχ.7-8 «είδον την ταλαιπωρία τού λαού ΜΟΥ...και
ΚΑΤΕΒΗΝ για να ελευθερώσω αυτούς...», στίχ.10 «...και θέλεις εξαγάγει τον λαό
ΜΟΥ...τούς υιούς Ισραήλ...»). Εν προκειμένω δηλαδή ο ‘άγγελος Κυρίου’ δεν είναι
‘άγγελος’ με την ειδική και συνηθισμένη έννοια τής λέξεως, όπως ο Γαβριήλ, αλλά
με την ευρυτέρα αυτής έννοια, δηλαδή εξάγγελος, μηνυτής, απεσταλμένος. Όπως η
ελληνική λέξη ‘άγγελος’ έχει στενοτέρα και ευρυτέρα έννοια, έτσι και η αντίστοιχη
εβραική ‫כים‬ִ ‫( ַמְלָא‬ΓΕΝ. ΚΗ:12, ΨΑΛΜ. ΡΔ:4 (ΡΓ Ο΄)-ΓΕΝ. ΛΒ:3, ΑΡΙΘ. Κ:14,
ΑΓΓ. Α:3, ΜΑΛ. Β:7, Γ:1)

Και ‘άγγελος’ μεν καλείται αυτό η μυστηριώδης ύπαρξη ως απεσταλμένος και


εξάγγελος τών βουλών τού Κυρίου και Θεού Πατρός, ‘Κύριος’ δε ή ‘Θεός’ καλείται
ως ένας τής Τριάδος, ο οποίος έχει την θεία ουσία και συνεπώς είναι Θεός ή Κύριος.
Τα δε χωρία εις τα οποία έχουμε παρόμοιες εμφανίσεις τού ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ
περιφήμου ‘αγγέλου Κυρίου’ ή ‘αγγέλου Θεού’, ο οποίος παρουσιάζεται ως Θεός
και ρητώς καλείται ‘Θεός’ και ‘Κύριος’ ΤΑΥΤΙΖΩΝ εαυτόν μετά τού Θεού, και
ταυτοχρόνως ΔΙΑΚΡΙΝΩΝ εαυτόν από τού Θεού είναι άφθονα: ΓΕΝ. ΙΣΤ:7-14,
ΚΑ:17-19, ΚΒ:11-18, ΛΑ:11-13, ΚΡΙΤ. Β:15 (κατά το εβρ.), ΣΤ:11-24, ΙΓ:3-12.
Πρβλ. ΓΕΝ. ΛΒ:24-32, ΜΗ:15-16, ΕΞΟΔ. ΙΓ:21 εν συνδιασμώ προς τα ΙΔ:19,
ΚΓ:20-21 τα 3 τελευταία εν συνδιασμώ προς το ΗΣ. ΞΓ:9. Ως προς τον περίφημο δε
‘άγγελο τής διαθήκης’ πρβλ. τα ΑΡΙΘΜ. ΚΒ:31-35, ΙΗΣ. Ε:13, ΣΤ:5, ΚΡΙΤ.
Ε:23, ΜΑΛ. Γ:1.

Τινές εκ τών αναγνωστών ενιστάμενοι, ίσως επικαλεστούν το χωρίο ΠΡΑΞ. Ζ:35


«Τούτον τον Μωυσήν όν ηρνήσατο ειπόντες· τίς σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν;
Τούτον ο Θεός άρχοντα και λυτρωτήν απέστειλεν εν χειρί αγγέλου τού οφθέντος αυτώ
εν τη βάτω».

Εις το χωρίο τούτο, το οποίο είναι μέρος τού λόγου τού Στεφάνου, ο ‘άγγελος
Κυρίου’ είναι απεσταλμένος τού Κυρίου, δηλαδή τού Θεού Πατρός, για να λαλήσει
και αγγείλει εις τον Μωυσή το θείο θέλημα περί τού Ισραήλ. Λαλών δε ο ‘άγγελος’
αυτός, δεν λαλεί ως άγγελος, αλλά ως Θεός, αφού εκτός τών άλλων λέγει: «Ιδών
είδον την κάκωση τού λαού μου...και κατέβην εξελέσθαι αυτούς» δηλαδή «Είδα
με προσοχή την κάκωση τού λαού μου...και κατέβηκα να τούς λυτρώσω»
(ΠΡΑΞ. Ζ:34). Ο Θεός Πατήρ, όπως παρίσταται το πράγμα, δεν κατέβη, αλλά έμεινε
εις τον ουρανό και απέστειλε τον ‘άγγελο’ αυτού. Επίσης ο εν λόγω ‘άγγελος’, 4
φορές ονομάζει τον εαυτό του Θεό: «Εγώ ο Θεός τών πατέρων σου, ο Θεός Αβραάμ
και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ» (στίχ.32). Θεό δε ονομάζει αυτόν και ο
Στέφανος, και επανειλημμένως Κύριον, εβραιστί Γιαχβέ: «Προσερχομένου δε αυτού
κατανοήσαι εγένετο φωνή Κυρίου προς αυτόν...Είπε δε αυτώ ο Κύριος...τούτον ο Θεός
άρχοντα και λυτρωτή απέστειλε...».

13
Κατόπιν δε τούτων γεννάται το ερώτημα: Εάν ο ‘άγγελος’ εδώ είναι άγγελος, όπως
η επικρατούσα ερμηνεία θέλει, πώς δύναται ο άγγελος να οικειοποιείται τα τού Θεού,
να ομιλεί ως Θεός και να ονομάζεται Θεός και Κύριος; Εις αυτό το ερώτημα δίδεται
η απάντηση, ότι ο άγγελος ομιλεί και ονομάζεται έτσι, διότι αντιπροσωπεύει τον Θεό.
Αλλά αυτός ο ισχυρισμός στερείται σοβαρότητος, όπως προανεφέραμε και εις την
ανάλυση του Γ΄ κεφαλαίου τής Εξόδου.

Η εις τον στίχ.35 φράση «Τούτον ο Θεός άρχοντα και λυτρωτήν απέστειλεν εν
χειρί αγγέλου τού οφθέντος αυτώ εν τη βάτω», εκ πρώτης όψεως φαίνεται, ότι
εισηγείται διάκριση μεταξύ ‘Θεού’ και ‘άγγέλου’ ως δύο προσώπων, και εις αυτό το
συμπέρασμα έχουν καταλήξει οι περισσότεροι τών ερμηνευτών. Αλλά αυτή η
εντύπωση και γνώμη είναι εσφαλμένη. Ο ‘Θεός’ τής φράσης αυτής, ο οποίος
‘απέστειλε’ τον Μωυσή, δεν είναι ο Θεός Πατήρ, αλλά ΑΥΤΟΣ ο ‘άγγελος’, ο
οποίος, όπως ήδη είπαμε, ονομάζεται Θεός και Κύριος, και ο οποίος εις τον
προηγούμενο στίχ.34 λέγει προς τον Μωυσή «και νυν δεύρο αποστελώ σε».

Ο ‘Θεός’ δηλαδή και ο ‘άγγελος’ είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, το οποίο είπε
‘αποστελώ’ και πράγματι ‘απέστειλεν’. Η έκφραση ‘εν χειρί’ είναι εβραισμός και
πρώτον μεν σημαίνει «δια, δια μέσου’, όπως εις τον προφήτη Αγγαίο Α:1 «...εγένετο
λόγος Κυρίου εν χειρί Αγγαίου τού προφήτου...» προς το οποίο πρβλ. Εβρ. «...έγινε
λόγος Κυρίου δι’ Αγγαίου τού προφήτου...», έπειτα δε και συναφώς σημαίνει ‘κατά
τον τρόπο, υπό την μορφή’, όπως εις τούς ΑΡΙΘ. ΙΕ:30 «Ποιήσει εν χειρί
υπερηφανείας» δηλαδή «Θα πράξει κατά τον τρόπο τής υπερηφανείας, κατά τρόπον
υπερήφανο, υπερηφάνως» και εις την ΣΟΦ.ΣΕΙΡ. ΜΘ:6 «...ηρήμωσαν τα οδούς
αυτής εν χειρί Ιερεμίου·» δηλαδή «...ηρήμωσαν τα οδούς αυτής κατά τον τρόπο τού
Ιερεμίου, καθ’όν τρόπον προεφήτευσεν ο Ιερεμίας».

Εις την συγκεκριμένη φράση ο εβραισμός ‘εν χειρί’ έχει την έννοια τού τρόπου ή
τής μορφής: Ο Θεός απέστειλε τον Μωυσή με το να εμφανισθεί υπό την μορφή
‘αγγέλου’ ή με το να ενεργήσει κατά τον τρόπο τού ‘αγγέλου’, ομιλούντος δηλαδή
και αγγέλοντος προσώπου, αγγελιαφόρου. Μεταφράζουμε την επίμαχη φράση:
«Τούτον ο Θεός υπό την μορφή αγγελιαφόρου, ο οποίος ενεφανίσθη εις αυτόν εις την
βάτο, απέστειλε άρχοντα και ελευθερωτή». Ή «Τούτον ο Θεός ως αγγελιαφόρος, ο
οποίος ενεφανίσθη εις αυτόν εις την βάτο, απέστειλε άρχοντα και ελευθερωτή».
Συμφώνως λοιπόν με όλα αυτά, ο λόγος τού Στεφάνου, ότι ο Θεός απέστειλε τον
Μωυσή ‘εν χειρί αγγέλου’, είναι ανάλογος προς το να πούμε εμείς, ότι ο Θεός έσωσε
τον κόσμο «δια Ιησού Χριστού», εννοούντες, ότι ο Θεός έσωσε τον κόσμο με το να
εμφανισθεί υπό την μορφή τού Ιησού Χριστού, ή κατ’άλλη διατύπωση, ότι ο Θεός
έσωσε τον κόσμο ως Ιησούς Χριστός. Όπως δηλαδή εις την δευτέρα περίπτωση
Θεός και Ιησούς Χριστός είναι ένα πράγμα, μία ουσία ή Θεότης, έτσι και εις
την πρώτη περίπτωση Θεός και ‘άγγελος’ είναι ένα πράγμα, ως προς την ουσία
ταυτίζονται.

Και για να το διατυπώσουμε με άλλον τρόπο: «Όπως ο Χριστός ως πρόσωπο είναι


ο Υιός τού Θεού και ταυτοχρόνως ως ουσία ο Θεός, όπως ως πρόσωπο είναι
επίσης ο Υιός τού αληθινού Θεού και συγχρόνως ως ουσία ο αληθινός Θεός
(πρβλ. Α΄ ΙΩΑΝ. Ε:20) έτσι, κατά τον ίδιο δε τρόπο, ως πρόσωπο είναι ο ‘άγγελος
τού Κυρίου ή Θεού’ δηλαδή ο ‘αγγελιαφόρος τού Κυρίου ή Θεού’ και
ταυτοχρόνως ως ουσία είναι ο ίδιος ο Κύριος ή Θεός»! (Για λεπτομερή όμως

14
ανάλυση τού προαναφερθέντος χωρίου Α΄ ΙΩΑΝ. Ε:20, καθώς και για τις παράδοξες
αυτές έννοιες και ιδιότητες που ταυτοχρόνως ως Θεάνθρωπος φέρει ο Χριστός,
δύναται ο αναγνώστης να ανατρέξει εις το Β΄ Μέρος τού παρόντος εις το κεφάλαιο
«Χριστός, ‘ο Υιός τού Αληθινού Θεού’ και ‘Αληθινός Θεός’ ταυτοχρόνως!»)

Δια πλήθους λοιπόν χωρίων απεδείχθη, ότι το ‘άγγελος’ λέγεται και επί Θεού, όταν
ο Θεός προσαρμόζεται προς τον άνθρωπο, λαμβάνει φωνή και αγγέλλει, γίνεται
αγγελιαφόρος. Το ‘άγγελος’ επί Θεού είναι όνομα οικονομίας και συγκαταβάσεως
τού Θεού.

Ήδε δε επανερχόμεθα εις το υπό εξέταση χωρίο ΕΒΡ. ΙΓ:2 «...έλαθον τινές
ξενίσαντες αγγέλους». Ο Απόστολος, όπως ο Μωυσής, ονομάζει τα θεία πρόσωπα
‘αγγέλους’, διότι αυτά φιλοξενήθησαν όχι όπως είναι εις την πνευματική και αόρατο
αυτών ουσία, αλλά με το να εμφανισθούν υπό αισθητή μορφή, ως άνδρες ομιλούντες
και αγγέλοντες αγγελίες, δηλαδή ως αγγελιαφόροι. Περί τών προσώπων τής Θεότητος
καθ’εαυτά, εις την πνευματική και αόρατο αυτών ουσία, δεν θα ηδύνατο να λεχθεί ότι
φιλοξενήθησαν, ότι έφαγαν και ήπιαν. Ο Απόστολος λοιπόν ονομάζει τα θεία
πρόσωπα ‘αγγέλους’, επειδή αποβλέπει εις την εμφάνισή των υπό αισθητή μορφή.
Επίσης ο Απόστολος ονομάζει τούς ουράνιους επισκέπτες ‘αγγέλους’, διότι ήγγειλαν
σπουδαίες αγγελίες.

Προτρέποντας προς φιλοξενία και λέγοντας «δια τοιαύτης γαρ έλαθον τινές
ξενίσαντες αγγέλους», ο Απόστολος εννοεί ότι οι φιλόξενοι εκείνοι άνθρωποι τής
Παλαιάς Διαθήκης, ένεκα τής αρετής τής φιλοξενίας, ανταμοίφθησαν πλουσίως. Διότι
χωρίς να γνωρίζουν ποίους εδέχοντο προς φιλοξενία, αξιώθηκαν να φιλοξενήσουν
‘αγγέλους’, αγγελιαφόρους, φορείς σπουδαίων αγγελιών, όπως ήτο η ευχάριστη
είδηση, ότι η Αβραάμ και η Σάρρα θα αποκτούσαν σύντομα υιό, η αποκάλυψη τού
σχεδίου τού Θεού περί τής καταστροφής Σοδόμων και Γομόρρων, και η σωτήριος
οδηγία προς τον Λωτ. Δια τής φράσεως «τινές ξενίσαντες αγγέλους», αυτό ακριβώς
θέλει να πει και να τονίσει ο Απόστολος, ότι οι φιλόξενοι εκείνοι άνθρωποι, ενώ
ασκούσαν την φιλοξενία απλώς εξ αγάπης, χωρίς να αναμένουν ανταμοιβή από τούς
φιλοξενούμενους, και χωρίς να γνωρίζουν ποίους υποδέχοντο προς φιλοξενία, έτυχαν
μεγάλης ανταμοιβής, αξιώθηκαν να φιλοξενήσουν φορείς αγγελιών, ουράνιους
μηνυτές, και να ακούσουν παρ’αυτών σπουδαία γι’αυτούς και σωτήρια μηνύματα.

Εις το σημείο δε αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι ο Αβραάμ και ο Λωτ


αγνοούσαν ποίους υποδέχοντο εις φιλοξενία (‘έλαθον ξενίσαντες’), αν και, όπως ήδη
είπαμε, ο μεν προσεφώνησε τα τρία πρόσωπα, ο δε τα δύο εξ αυτών με ενικό, δια τού
‘Κύριε’, το οποίο σημαίνει, ότι αυτά τα πρόσωπα ήσαν μία ουσία, ο Θεός. Η
παράδοξος προσφώνηση, όπως ήδη είπαμε, έγινε κατά παρόρμηση Θεού. Ο Αβραάμ
και ο Λωτ την στιγμή τής υποδοχής και προσφωνήσεως, κατά την γνώμη μας, δεν
είχαν την συνείδηση, ότι έτσι προσφωνούντες προσεφώνουν τον Θεό. Την στιγμή τής
προσφωνήσεως τών υψηλών επισκεπτών των ο Αβραάμ και ο Λωτ μίλησαν όπως ο
Καιάφας, ο οποίος προεφήτευσε χωρίς συνείδηση τής αληθινής έννοιας τού
προφητικού του λόγου:

15
«Είς δε τις εξ αυτών, Καιάφας, αρχιερεύς ων τού ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς· Υμείς
ουκ οίδατε ουδέν, 50. ουδέ διαλογίζεσθε ότι συμφέρει ημίν ίνα είς άνθρωπος αποθάνει
υπέρ τού λαού και μη όλο το έθνος απόληται. 51. Τούτο δε αφ’εαυτού ουκ είπεν, αλλά
αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου προεφήτευσεν ότι έμελλεν ο Ιησούς αποθνήσκει
υπέρ τού έθνους» (ΙΩΑΝ. ΙΑ:49-51)

«Τότε ένας απ’αυτούς, ο Καιάφας, ο οποίος ήτο αρχιερεύς τού έτους εκείνου, τούς
είπε: ‘Εσείς δεν ξέρετε τίποτε, 50. ούτε σκέπτεστε, ότι μάς συμφέρει να πεθάνει ένας
άνθρωπος για τον λαό, και να μη χαθεί όλο το έθνος’. 51. Τούτο όμως δεν είπε
αφ’εαυτού, αλλά επειδή ήτο αρχιερεύς τού έτους εκείνου προφήτευσε, ότι ο Ιησούς
επρόκειτο να πεθάνει για όλο το έθνος».

Εις δε την Γένεση ο Αβραάμ ρητώς ονομάζεται ‘προφήτης’ ΓΕΝ. Κ:7 «...τώρα
λοιπόν απόδος την γυναίκα προς τον άνθρωπον, διότι είναι προφήτης και θέλει
προσευχηθεί υπέρ σού». Άρα εις το υπό έρευνα χωρίο «...έλαθον τινές ξενίσαντες
αγγέλους» το ‘αγγέλους’ μεταφράζεται ‘αγγελιαφόρους’, ‘φορείς σπουδαίων
αγγελμάτων’, ‘ουρανίους μηνυτές’.

16

You might also like