Professional Documents
Culture Documents
Anakoph B Kata Citibank Visa
Anakoph B Kata Citibank Visa
Anakoph B Kata Citibank Visa
http://alampasis.blogspot.com
Α Ν Α Κ Ο Π Η
Του ……………. του Γεωργίου, κατοίκου Αθηνών, οδός ……………. αρ. 10.
ΚΑΤΑ
1. Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία CITIBANK
INTERNATIONAL plc που έχει έδρα στο Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο, Citigroup
Centre, Canada Square, Canary Wharf, London Ε 14 5LB UK και είναι νομίμως
εγκατεστημένη στην Ελλάδα, οδός Όθωνος αρ. 8, Αθήνα, ως ειδικής διαδόχου
της CITIBANK ΝΑ δυνάμει του άρθρου 16 παρ. 16 του Ν 2515 /1997 σε συνδυασμό
με την υπ' 15795/2.12.2002 συμβολαιογραφική πράξη της Συμβολαιογράφου
Αθηνών Ευγενίας Φωτοπούλου – Καλαμαρά, όπως νομίμως εκπροσωπείται.
2. Της με αριθμό ………../2011 Διαταγής Πληρωμής της κας Ειρηνοδίκου
Αθηνών.
……………………
Κεφάλαια ανακοπής
Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583,
585, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής,
4|Σελίδα
απαρίθμηση αυτής, είναι οι γενικοί όροι των συναλλαγών υπό τα στοιχεία "α"
έως και "λα". Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, που αποτελούν
εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ, με τα αναφερόμενα σε
αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων
αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με
συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική
σύμβαση, καθώς και του σκοπού αυτής, πάντοτε δε στα πλαίσια της επίτευξης
ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων.
Λαμβάνονται προς τούτο υπόψη τα συμφέροντα και ενδιαφέροντα των
συμβαλλομένων μερών στη συγκεκριμένη σύμβαση και ερευνάται ποιες
συνέπειες θα είχε η διατήρηση ή η κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά. Αν η
προβλεπόμενη από τον κρινόμενο γενικό όρο ρύθμιση είναι απλώς μη
συμφέρουσα για τον καταναλωτή και η εντεύθεν επιβάρυνση του δεν είναι
ουσιώδης, τότε δεν επέρχεται διατάραξη της προκειμένης ισορροπίας.
Ας σημειωθεί ότι μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 6 του άρθρου
2 του ν. 2251/1994 με το άρθρο 10 παρ. 24 εδ. β` του ν. 2741/1999, σε
συμμόρφωση με την αρχή της μείζονος προστασίας του καταναλωτή που
καθιερώνει το άρθρο 8 της ανωτέρω οδηγίας, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι
υπέρμετρη διατάραξη ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των
συμβαλλομένων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (βλ. ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ
1401/1999, ΕλλΔνη 41.56, ΑΠ 1219/2001, ΕλλΔνη 42.1603, ΕφΑΘ 6291/2000,
ΝοΒ 49.644). Εξάλλου, ενόψει του ότι ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου
ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, με τους
ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου,
αλλά μόνον από εκείνες που φέρουν "καθοδηγητικό" χαρακτήρα ή, σε περίπτωση
ατύπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη για την επίτευξη του σκοπού
και τη διατήρηση της φύσεως της σύμβασης δικαιώματα και υποχρεώσεις των
μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η
καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται όταν με το
περιεχόμενο του ΓΟΣ αλλάζουν εκείνα που έχουν διαμορφωθεί με βάση τους
κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης
ελέγχεται για καταχρηστικότητα ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται
περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που προκύπτουν από
6|Σελίδα
τη φύση της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται ματαίωση του
σκοπού της. Έτσι, κατά τη διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότητας
ΓΟΣ πρέπει πρώτα να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από
τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια να ερευνάται ο βαθμός έντασης της
απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση
αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα.
Εντέλει κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ
εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα συγκαταλέγεται
στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7 του ν.
2251/1994, ο οποίος περιέχει "per se" καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση
αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει
απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού
δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΑΠ 1219/2001, ό.π.). Τέλος, δεδομένου ότι οι ΓΟΣ
είναι δυνατόν ν` αποτελέσουν περιεχόμενο κάθε είδους σύμβασης ιδιωτικού
δικαίου, ρυθμισμένης ή αρύθμιστης από τον Αστικό Κώδικα, επώνυμης ή μικτής,
στο πεδίο των τραπεζικών συναλλαγών γίνεται ευρύτατη χρήση τους για τη
χορήγηση πάσης φύσεως δανείων, ενέγγυων πιστώσεων, εγγυητικών επιστολών,
για τη σύναψη συμβάσεων ανοίγματος πιστώσεων (συνήθως με αλληλόχρεο
λογαριασμό) και κάθε είδους καταθέσεων. Σε αυτές τις τραπεζικές συμβάσεις
οι ΓΟΣ παρουσιάζονται συνήθως είτε ως προδιατυπωμένοι έντυποι όροι
προοριζόμενοι να διέπουν όλες τις συναλλαγές συγκεκριμένης τράπεζας με
τους πελάτες της, είτε ως πάγιο περιεχόμενο εντύπων ατομικών συμβάσεων
προσχώρησης.
Περαιτέρω, στο χώρο των τραπεζικών συναλλαγών η ανάγκη
προστασίας της συμβατικής ισορροπίας και διασφάλισης της δικαιοπρακτικής
αυτοδιάθεσης των αντισυμβαλλομένων των τραπεζών είναι ιδιαίτερα έκδηλη,
λόγω της οικονομικής και οργανωτικής υπεροχής ή αλλιώς της εξουσιαστικής
θέσης των τραπεζών, οι οποίες κατά κανόνα επιβάλλουν μονομερώς στους
ασθενέστερους αντισυμβαλλόμενους τους, στη βάση του "πάρε το ή άφησε
το", την κατάρτιση τυποποιημένων συμβάσεων με προδιατυπωμένους από τις
ίδιες (ή από τρίτους για λογαριασμό τους) γενικούς όρους (31919/2007 ΠΠΡ
ΘΕΣΣΑΛ). Κατά συνέπεια, βάσιμα υποστηρίζεται η άποψη ότι οι διατάξεις του
άρθρου 2 του ν. 2251/1994 για τους ΓΟΣ εφαρμόζονται ευθέως ή κατ` αναλογία
7|Σελίδα
κατά τον έλεγχο των τραπεζικών ΓΟΣ και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο
πελάτης συναλλάσσεται με την τράπεζα στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή και
της εμπορικής του ιδιότητας, αρκεί να χαρακτηρίζεται η συγκεκριμένη συναλλαγή
από ανισομέρεια σε βάρος της διαπραγματευτικής δύναμης του πελάτη της
τράπεζας. Εξάλλου, η τράπεζα υπάγεται στην έννοια του προμηθευτή, σύμφωνα
με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. β` του ν. 2251/1994, που ορίζει ότι "ο προμηθευτής
είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατά την άσκηση της επαγγελματικής
του δραστηριότητας προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον
καταναλωτή". Τέλος δε οι παρεχόμενες από τις τράπεζες υπηρεσίες σαφώς
απευθύνονται και αφορούν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, δεν προσφέρονται
ούτε σχεδιάζονται για ορισμένο αποδέκτη, αλλά έχουν κατά κανόνα μαζικό
χαρακτήρα και έντονο το στοιχείο της τυποποίησης. Ενόψει όλων των
ανωτέρω ο ν. 2251/1994 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις τραπεζικών συναλλαγών
(βλ. ΕφΑΘ 730/2005, ΕΕμπΔ 2005.741, Γ. Καράκωστα, Προστασία του
καταναλωτή, ν. 2251/1994, σελ. 100 επόμ., Φ. Δωρή, Η εξειδίκευση της καλής
πίστης στο άρθρο 2 του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και η
σημασία στο κοινό δίκαιο, ΝοΒ 2000.737 επ., Ψυχομάνη, Τραπεζικό δίκαιο, 1999,
σελ. 17), και ο έλεγχος που προαναφέρθηκε εντάσσεται στα πλαίσια της
προστασίας του καταναλωτή, ως τέτοιου νοουμένου και του πελάτη της
τράπεζας.
Σύμφωνα με τον όρο υπ’ αριθμ. 14, «αν μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από
τη λήψη του Μηνιαίου Λογαριασμού ή και άλλης ειδοποίησης για την πληρωμή
οφειλής σχετικής με την κάρτα ο Κάτοχος ή ο συνοφειλέτης δεν αμφισβητήσει το
σύνολο του ποσού και δεν προτείνει τις βάσιμες αντιρρήσεις του, λογίζεται ότι
αποδέχθηκε όλες τις εγγραφές που έγιναν και τα επιμέρους κονδύλια από τη
χρήση της κάρτας καθώς κα το χρεωστικό υπόλοιπο. Ο Κάτοχος θεωρείται ότι
παρέλαβε το Μηνιαίο Λογαριασμό του, αν εντός 60 ημερών από την ημερομηνία
έκδοσης του εκάστοτε προηγούμενου δεν ειδοποιήσει γραπτώς με απόδειξη την
Τράπεζα ότι δεν έλαβε το συγκεκριμένο Μηνιαίο Λογαριασμό, πλην όμως θα
επιτρέπεται ανταπόδειξη. Κάθε κατάσταση Μηνιαίου Λογαριασμού θα περιέχει
8|Σελίδα
Το επιτόκιο υπερημερίας ορίζεται συμβατικά αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της
λειτουργίας της σύμβασης 2,4 ποσοστιαίες μονάδες πάνω του βασικού.
Για την περίοδο από 04/07/2003 έως 17/07/2005 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 16,80% (πλέον 0,6% Ν.128/75) το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής : από 04/07/2003 έως 05/06/2003 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 8,50% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 06/06/2003 έως 17/07/2005
εξωτραπεζικο επιτόκιο 8,00% (ΔΣ ΕΚΤ της 5/6/2003).
Για την περίοδο από 15/08/2005 έως 15/05/2006 που συμβατικό επιτόκιο ανήλθε
σε 16,50% (πλέον 0,6% Ν.128/75) το εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως
εξής: από 16/08/2005 έως 05/12/2005 εξωτραπεζικο επιτόκιο 8,00% (ΔΣ ΕΚΤ
της 5/6/2003) , από 06/12/2005 έως 07/03/2006 εξωτραπεζικο επιτόκιο 8,25%
12 | Σ ε λ ί δ α
(ΔΣ της ΕΚΤ 5.12.2005) και από 08/03/2006 έως 15/05/2006 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 8,50% (ΔΣ ΕΚΤ της 7/3/2006) .
Για την περίοδο από 15/06/2006 έως 15/08/2006 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 16,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75) το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/06/2006 έως 08/08/2006 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 8,75% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 09/08/2006 έως 15/08/2006
εξωτραπεζικο επιτόκιο 9,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 17/09/2006 έως 17/12/2006 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 17,30% (πλέον 0,6% Ν.128/75), το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 18/09/2006 έως 10/10/2006 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 9,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2), από 11/10/2006 έως 12/12/2006
εξωτραπεζικο επιτόκιο 9,25% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 13/12/2006 έως
17/12/2006 εξωτραπεζικο επιτόκιο 9,50% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/01/2007 έως 17/06/2007 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 17,70% (πλέον 0,6% Ν.128/75) το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/01/2007 έως 13/03/2007 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 9,50% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2), από 14/03/2007 έως 12/06/2007
εξωτραπεζικο επιτόκιο 9,75% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 13/06/2007 έως
17/06/2007 εξωτραπεζικο επιτόκιο 10,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/07/2007 έως 15/10/2007 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 18,70% (πλέον 0,6% Ν.128/75), το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 18/07/2007 έως 15/10/2007 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 10,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/11/2007 έως 15/09/2008 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 18,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75), το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/11/2007 έως 08/07/2008 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 10,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 09/07/2008 έως 15/09/2008
εξωτραπεζικο επιτόκιο 10,25% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
13 | Σ ε λ ί δ α
Για την περίοδο από 15/10/2008 έως 15/03/2010 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 19,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75), το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/10/2008 έως 10/11/2008 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 9,25% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) , από 11/11/2008 έως 09/12/2008
εξωτραπεζικο επιτόκιο 8,75% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) , από 10/12/2008 έως
10/03/2009 εξωτραπεζικο επιτόκιο 8,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2), από 11/03/2009
έως 07/04/2009 εξωτραπεζικο επιτόκιο 7,50% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2), από
08/04/2009 έως 12/05/2009 εξωτραπεζικο επιτόκιο 7,25% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2)
και από 13/05/2009 έως 15/03/2010 εξωτραπεζικο επιτόκιο 6,75% (Ν.2842 Αρ.3
Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/04/2010 έως 05/12/2010 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 18,70% (πλέον 0,6% Ν.128/75), το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/04/2010 έως 05/12/2010 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 6,75% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 04/07/2003 έως 17/07/2005 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 16,80% (πλέον 0,6% Ν.128/75) το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής : από 04/07/2003 έως 05/06/2003 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 8,50% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 06/06/2003 έως 17/07/2005
εξωτραπεζικο επιτόκιο 8,00% (ΔΣ ΕΚΤ της 5/6/2003).
Για την περίοδο από 15/08/2005 έως 15/05/2006 που επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 16,50% (πλέον 0,6% Ν.128/75) το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/08/2005 έως 05/12/2005 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 8,00% (ΔΣ ΕΚΤ της 5/6/2003), από 06/12/2005 έως 07/03/2006
εξωτραπεζικο επιτόκιο 8,25% (ΔΣ της ΕΚΤ 5.12.2005) και από 08/03/2006 έως
15/05/2006 εξωτραπεζικο επιτόκιο 8,50% (ΔΣ ΕΚΤ της 7/3/2006).
14 | Σ ε λ ί δ α
Για την περίοδο από 15/06/2006 έως 15/08/2006 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 16,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75) το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/06/2006 έως 08/08/2006 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 8,75% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 09/08/2006 έως 15/08/2006
εξωτραπεζικο επιτόκιο 9,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 17/09/2006 έως 17/12/2006 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 17,30% (πλέον 0,6% Ν.128/75), το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 18/09/2006 έως 10/10/2006 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 9,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2), από 11/10/2006 έως 12/12/2006
εξωτραπεζικο επιτόκιο 9,25% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 13/12/2006 έως
17/12/2006 εξωτραπεζικο επιτόκιο 9,50% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/01/2007 έως 17/06/2007 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 17,70% (πλέον 0,6% Ν.128/75) το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/01/2007 έως 13/03/2007 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 9,50% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) , από 14/03/2007 έως 12/06/2007
εξωτραπεζικο επιτόκιο 9,75% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 13/06/2007 έως
17/06/2007 εξωτραπεζικο επιτόκιο 10,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/07/2007 έως 15/10/2007 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 18,70% (πλέον 0,6% Ν.128/75), το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 18/07/2007 έως 15/10/2007 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 10,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/11/2007 έως 15/09/2008 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 18,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75), το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/11/2007 έως 08/07/2008 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 10,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 09/07/2008 έως 15/09/2008
εξωτραπεζικο επιτόκιο 10,25% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/10/2008 έως 15/03/2010 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 19,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75), το εξωτραπεζικο επιτόκιο
15 | Σ ε λ ί δ α
Για την περίοδο από 15/04/2010 έως 05/12/2010 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 19,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75), το εξωτραπεζικο επιτόκιο
διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/04/2010 έως 05/12/2010 εξωτραπεζικο
επιτόκιο 6,75% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 04/07/2003 έως 17/07/2005 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 16,80% (πλέον 0,6% Ν.128/75) η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής : από 04/07/2003 έως
05/06/2003 υπέρβαση 8,3% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 06/06/2003 έως
17/07/2005 υπέρβαση 8,8% (ΔΣ ΕΚΤ της 5/6/2003).
Για την περίοδο από 15/08/2005 έως 15/05/2006 που συμβατικό επιτόκιο ανήλθε
σε 16,50% (πλέον 0,6% Ν.128/75) η υπέρβαση σε σχέση με το εξωτραπεζικο
επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/08/2005 έως 05/12/2005 υπέρβαση
8,5% (ΔΣ ΕΚΤ της 5/6/2003), από 06/12/2005 έως 07/03/2006 υπέρβαση 8,25%
(ΔΣ της ΕΚΤ 5.12.2005) και από 08/03/2006 έως 15/05/2006 υπέρβαση 8% (ΔΣ
ΕΚΤ της 7/3/2006) .
16 | Σ ε λ ί δ α
Για την περίοδο από 15/06/2006 έως 15/08/2006 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 16,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75) η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/06/2006 έως
08/08/2006 υπέρβαση 8,2% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 09/08/2006 έως
15/08/2006 υπέρβαση 7,95% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 17/09/2006 έως 17/12/2006 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 17,30% (πλέον 0,6% Ν.128/75), η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 18/09/2006 έως
10/10/2006 υπέρβαση 8,3% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2), από 11/10/2006 έως
12/12/2006 υπέρβαση 8,05% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 13/12/2006 έως
17/12/2006 υπέρβαση 7,8% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/01/2007 έως 17/06/2007 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 17,70% (πλέον 0,6% Ν.128/75) η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/01/2007 έως
13/03/2007 υπέρβαση 8,2% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2), από 14/03/2007 έως
12/06/2007 υπέρβαση 7,95% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 13/06/2007 έως
17/06/2007 υπέρβαση 7,7% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/07/2007 έως 15/10/2007 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 18,7% (πλέον 0,6% Ν.128/75), η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 18/07/2007 έως
15/10/2007 υπέρβαση 10% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/11/2007 έως 15/09/2008 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 18,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75), η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/11/2007 έως
08/07/2008 υπέρβαση 8,95% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 09/07/2008 έως
15/09/2008 υπέρβαση 8,7% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/10/2008 έως 15/03/2010 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 19,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75), η υπέρβαση σε σχέση με το
17 | Σ ε λ ί δ α
Για την περίοδο από 15/04/2010 έως 05/12/2010 που το συμβατικό επιτόκιο
ανήλθε σε 18,70% (πλέον 0,6% Ν.128/75), η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/04/2010 έως
05/12/2010 υπέρβαση 11,95% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 04/07/2003 έως 17/07/2005 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 16,80% (πλέον 0,6% Ν.128/75) η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 04/07/2003 έως
05/06/2003 υπέρβαση 8,3% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 06/06/2003 έως
17/07/2005 υπέρβαση 8,8% (ΔΣ ΕΚΤ της 5/6/2003).
Για την περίοδο από 15/08/2005 έως 15/05/2006 που επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 16,50% (πλέον 0,6% Ν.128/75) η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/08/2005 έως
05/12/2005 υπέρβαση 8,5% (ΔΣ ΕΚΤ της 5/6/2003), από 06/12/2005 έως
07/03/2006 υπέρβαση 8,25% (ΔΣ της ΕΚΤ 5.12.2005) και από 08/03/2006 έως
15/05/2006 υπέρβαση 8% (ΔΣ ΕΚΤ της 7/3/2006) .
18 | Σ ε λ ί δ α
Για την περίοδο από 15/06/2006 έως 15/08/2006 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 16,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75) η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/06/2006 έως
08/08/2006 υπέρβαση 8,2% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 09/08/2006 έως
15/08/2006 υπέρβαση 7,95% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 17/09/2006 έως 17/12/2006 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 17,30% (πλέον 0,6% Ν.128/75), η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 18/09/2006 έως
10/10/2006 υπέρβαση 8,3% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2), από 11/10/2006 έως
12/12/2006 υπέρβαση 8,05% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 13/12/2006 έως
17/12/2006 υπέρβαση 7,8% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/01/2007 έως 17/06/2007 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 17,70% (πλέον 0,6% Ν.128/75) η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/01/2007 έως
13/03/2007 υπέρβαση 8,2% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2), από 14/03/2007 έως
12/06/2007 υπέρβαση 7,95% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 13/06/2007 έως
17/06/2007 υπέρβαση 7,7% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/07/2007 έως 15/10/2007 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 18,70% (πλέον 0,6% Ν.128/75), η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 18/07/2007 έως
15/10/2007 υπέρβαση 10% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/11/2007 έως 15/09/2008 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 18,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75), η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/11/2007 έως
08/07/2008 υπέρβαση 8,95% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από 09/07/2008 έως
15/09/2008 υπέρβαση 8,7% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Για την περίοδο από 15/10/2008 έως 15/03/2010 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 19,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75), η υπέρβαση σε σχέση με το
19 | Σ ε λ ί δ α
Για την περίοδο από 15/04/2010 έως 05/12/2010 που το επιτόκιο ανάληψης
μετρητών ανήλθε σε 19,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75), η υπέρβαση σε σχέση με το
εξωτραπεζικο επιτόκιο διαμορφώθηκε ως εξής: από 16/04/2010 έως
05/12/2010 υπέρβαση 13,2% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Στο πλαίσιο της δραστηριότητας της, η καθ’ ης, κατά την κατάρτιση μεταξύ
εκείνης και εμένα σύμβασης χορήγησης πιστωτικής κάρτας, εφαρμόζει το με
αριθμό 23 γενικό όρο συναλλαγών ο οποίος αναφέρει ότι «...β) Ο σχετικός τόκος
λογίζεται από την ημερομηνία καταχώρισης της κάθε χρέωσης του λογαριασμού,
με εξαίρεση τις συναλλαγές που έγιναν μέχρι την έκδοση του πρώτου
Λογαριασμού, οπότε και ο τόκος χρεώνεται από την ημερομηνία έκδοσης του
Λογαριασμού αυτού.»
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του όρου αυτού, προκύπτει ότι
εγώ ως κάτοχος πιστωτικής κάρτας, ο οποίος, αφού έλαβε από την καθ’ ης το
μηνιαίο εκκαθαριστικό σημείωμα (λογαριασμός), στο οποίο αναγράφεται μεταξύ
άλλων η συνολική οφειλή του από τη χρήση πιστωτικής κάρτας, καθώς και το
ελάχιστο ποσό καταβολής (βλ. σχετικό όρο της σύμβασης χορήγησης πιστωτικής
κάρτας), εξοφλεί ολόκληρη την οφειλή του, δεν οφείλει τόκο, ενώ αν εξοφλήσει
μόνο μέρος της οφειλής του ή την ελάχιστη καταβολή, χρεώνεται με
συμβατικό τόκο υπερημερίας από την ημερομηνία εγγραφής της κάθε
συναλλαγής στην Μηνιαία Κατάσταση Λογαριασμού. Ο όρος αυτός αντίκειται
στις διατάξεις των άρθρων 340, 341 § 1 και 345 § 1 ΑΚ, οι οποίες ορίζουν ότι,
στην περίπτωση που ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής δεν καταβάλει την
οφειλή του στη δήλη ημέρα που συμφωνήθηκε, οφείλει νόμιμους ή
συμβατικούς τόκους υπερημερίας. Συγκεκριμένα, όταν ο οφειλέτης χρηματικού
ποσού από τη χρήση πιστωτικής κάρτας, λαμβάνει το σχετικό εκκαθαριστικό
σημείωμα από την καθ’ ης, το οποίο ορίζει την οφειλή του και την καταληκτική
ημερομηνία, μέχρι την οποία αυτή πρέπει να καταβληθεί (δήλη ημέρα, οπότε
δεν απαιτείται όχληση για την υπερημερία, βλ. 340 και 341 § 1 ΑΚ) και δεν
εξοφλεί ολόκληρη την οφειλή του, γίνεται υπερήμερος ως προς το ανεξόφλητο
μέρος της παροχής, με αποτέλεσμα να οφείλει συμβατικούς τόκους υπερημερίας.
Η διάταξη του άρθρου 345 ΑΚ περί καταβολής τόκων υπερημερίας είναι μεν
ενδοτικού δικαίου, αλλά με την έννοια ότι μπορεί να συμφωνηθεί ότι η
υπερημερία του οφειλέτη ληξιπρόθεσμης χρηματικής παροχής αρχίζει από χρόνο
μεταγενέστερο από αυτόν που ορίζει η εν λόγω διάταξη (Ολ ΑΠ 6/2006, όπ.π.,
ΑΠ 127/2005, ΕλλΔνη 2005, 700, ΕφΑΘ 2205/2004, ΕλλΔνη 2004, 1704, ΕφΑΘ
8200/1998, ΕλλΔνη 2001, 1365) και όχι ότι μπορεί να συμφωνηθεί ότι
οφείλονται τόκοι υπερημερίας σε χρονικό διάστημα πριν από την υπερημερία,
21 | Σ ε λ ί δ α
να παρακολουθεί και την αυξομείωση του επιτοκίου της σύμβασης (βλ. και
ΠΠΑ 961/2007). Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα και τη διάψευση των
δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, ο οποίος εύλογα πιστεύει ότι το
επιτόκιο, με την πάροδο του χρόνου, με κριτήρια ορισμένα, θα κυμαίνεται
αυξητικά ή πτωτικά βάσει των συνθηκών της αγοράς (βλ. ΑΠ 430/2005,
όπ.π.).
Εξάλλου τούτο αποδεικνύεται και στην πράξη , αφού παρά του γεγονότος ότι
τα τελευταία 15 χρόνια οι «συνθήκες της αγοράς» και «το κόστος του
χρήματος» ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές (βλ. χαμηλά επιτόκια ΕΚΤ και FED, σχεδόν
μηδενικό επιτόκιο στην Ιαπωνία, χαμηλά διατραπεζικά επιτόκια , υψηλοί
ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης παγκοσμίως), παρ’ όλα αυτά, η ύπαρξη των αυτών
αόριστων κριτηρίων μεταβολής του επιτοκίου και ιδίως της έλλειψης ορισμού
επιτοκίου αναφοράς (π.χ επιτόκιο ΕΚΤ) σύμφωνα με το οποίο θα μεταβάλλεται
και το συμβατικό επιτόκιο , επέτρεψε στην καθης να μου επιβάλει επιτόκια
που σε πολλές περιπτώσεις υπερέβαιναν το διπλάσιο του ανώτατου νόμιμου
(εξωτραπεζικου)…
Για να γίνει -πέραν πάσης αμφιβολίας- αντιληπτή η ύπαρξη των αόριστων και
αδιαφανών κριτηρίων μεταβολής του επιτοκίου που οδήγησαν σε αυθαίρετη
αύξηση του συνολικού συμβατικού επιτοκίου στη μεταξύ μας σύμβαση
(αύξηση που η εναγόμενη μου επέβαλε ανάλογα ΔΗΘΕΝ με τη μεταβολή του
«του κόστους χρήματος της Τράπεζας» και «των συνθηκών της
χρηματαγοράς», με αποτέλεσμα την υπερβολική -προς τα πάνω- μεταβολή του
συμβατικού επιτοκίου [από το ήδη εξοντωτικό 16,8% + 0,6 = 17,4% που η από
04/07/2003 σύμβαση ορίζει, σε 19,95% (πλέον 0,6% Ν.128/75) έως το Μάρτιο
του 2010 και 18,70% (πλέον 0,6% Ν.128/75) τον Δεκέμβριο του 2010],
παραθέτω δυο πινάκες που δείχνουν την ποσοστιαία μεταβολή για τα έτη
2010 και 2011, α) του επιτοκίου κύριας αναχρηματοδότησης της
Συνεπώς οι λόγοι αυτοί (1. I και II) της ανακοπής μου είναι βάσιμοι,
καθόσον, εκτίθενται στην ανακοπή μου τα στοιχεία της ιδιότητάς μου ως
33 | Σ ε λ ί δ α
Θεμάτων, η οποία επιτάσσει την «όχι κατ` αναλογικό τρόπο, αλλά σε σταθερό,
κατά περίπτωση, ποσό» είσπραξη αμοιβής για την ανάληψη μετρητών μέσω
πιστωτικών καρτών (βλ. και την ΑΠ 1219/2001, όπ.π., η οποία έκρινε
καταχρηστικό τον όρο που σε περίπτωση ανάληψης μετρητών μέσω πιστωτικών
καρτών επέβαλε προμήθεια ύψους 3% επί του ποσού της ανάληψης), ωστόσο, η
ίδια Απόφαση επιτάσσει τα ποσά αυτά της επιβάρυνσης των κατόχων
πιστωτικής κάρτας που αναλαμβάνουν μετρητά να δικαιολογούνται «από τη
φύση και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας» (§ 3 περίπτωση α της
Απόφασης).
Δευτερευόντως (έξοδα για την ανάληψη μετρητών , βλ. και 961/2007 ΠΠΡ
ΑΘ) :
Σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 21 όρο, «η κάθε ανάληψη μετρητών
υπόκειται σε διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα για την επεξεργασία και
εκτέλεσή τους που ανέρχονται σε 3,52 Ευρώ. Εάν η ανάληψη μετρητών
πραγματοποιείται σε ΑΤΜ άλλων τραπεζών, το ποσό των εξόδων ανέρχεται σε
5,00 Ευρώ ανά ανάληψη, λόγω και της διαμεσολάβησης τρίτων φορέων.»
Στην προκείμενη περίπτωση, η είσπραξη των χρηματικών ποσών που
αναφέρει ο επίμαχος όρος δε δικαιολογούνται από τη φύση και το είδος της
υπηρεσίας αυτής, αφού η αιτιολογία επιβάρυνσης του κατόχου πιστωτικής
κάρτας με τα προαναφερόμενα ποσά (3,52 και 5,00 Ευρώ αν η ανάληψη
πραγματοποιείται από ΑΤΜ άλλης τράπεζας ευρω, για κάθε ανάληψη μετρητών)
ως προς το σκέλος της που αφορά τη μερική κάλυψη των σχετικών λειτουργικών
εξόδων της Τράπεζας είναι τελείως αόριστη, αφού δεν συγκεκριμενοποιούνται
και δεν εξειδικεύονται ποια είναι αυτά τα λειτουργικά έξοδα και αν το ύψος
τους δικαιολογεί τη συγκεκριμένη χρέωση. Η διατύπωση « διαχειριστικά και
λειτουργικά έξοδα για την για την επεξεργασία και εκτέλεσή τους αλλά και λόγω
της διαμεσολάβησης τρίτου φορέα» είναι παντελώς αόριστη αφού δεν
εξειδικεύεται ούτε αναλύεται ποια ακριβώς είναι «τα διαχειριστικά και
λειτουργικά έξοδα» , σε τι ποσό ή ποσοστό επί της χρέωσης των 3,52 ή 5 ευρω
ανέρχονται ανά συναλλαγή, σε τι ακριβώς συνίσταται η «για την επεξεργασία και
εκτέλεσή τους» (δίχως περαιτέρω εξειδίκευση πρόκειται για όρο παντελώς
γενικόλογο, αόριστο και ακατανόητο), ποια η διαφοροποίηση των εξόδων για την
36 | Σ ε λ ί δ α
Συνεπώς, δυνάμει της μη νόμιμης χρέωσής μου με ποσά 3,52 και 5,00
ευρω για κάθε ανάληψη μετρητών μέσω των ATM για δήθεν διαχειριστικά και
λειτουργικά έξοδα για την διεκπεραίωση της συναλλαγής, την ηλεκτρονική
διαπραγμάτευση και επεξεργασία της αλλά και λόγω της διαμεσολάβησης τρίτου
φορέα, από 04/07/2003 και καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της
37 | Σ ε λ ί δ α
Εξάλλου, σε εφαρμογή του άκυρου αυτού όρου των ΓΟΣ (έξοδα ανάληψης
μετρητών υπολογιζόμενα επί της κάθε ανάληψης) χρεώθηκαν κατά τη διάρκεια
της λειτουργίας της σύμβασης χρηματικά ποσά που αφορούσαν σε έξοδα
αναλήψεως μετρητών το ύψος των οποίων όμως δεν δύναμαι να
προσδιορίσω, για το λόγο ότι τα ποσά αυτά δεν εμπεριέχονται στα αντίγραφα
των αποσπασμάτων των βιβλίων της τραπέζης δυνάμει των οποίων εκδόθηκε
η προσβαλλόμενη. Για τον ανωτέρω λόγο, ήδη από 27/04/2011 (αμέσως δηλαδή
μετά την κοινοποίηση της Διαταγής Πληρωμής), αιτήθηκα με εξώδικη
διαμαρτυρία μου με δήλωση και πρόσκληση απευθυνόμενη προς την καθ’ ης,
όπως εντός επτά (7) εργάσιμων ημερών προ της εκπνοής της ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ
σύντομης προθεσμίας του αρθρ. 632 ΚΠολΔ, μου γνωστοποιήσει τα κρίσιμα για
το ορισμένο της ανακοπής μου ανωτέρω στοιχεία και συγκεκριμένα
αντίγραφο όλων των λογαριασμών, ώστε να προσδιορίσω επ’ ακριβώς το
αυτό ποσό. Εφόσον η καθ’ ης μου γνωστοποιήσει τα αιτούμενα ως άνω στοιχεία,
θα προτείνω με τρόπο πιο ορισμένο τον αυτό λόγο ανακοπής πράγμα που μπορεί
να προταθεί μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του
δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο
συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ημέρες
πριν από τη συζήτηση (ΑΠ 1610/2000 ΕΕΝ 2002.325, ΑΠ 1616/2000 ΕΕΝ
2002.437, ΑΠ 1538/2000 ΑρχΝ 53.912). Σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι της μη
γνωστοποίησης των κρίσιμων αυτών στοιχείων, ο αυτός λόγος της ανακοπής
μου πρέπει να γίνει δεκτός λόγω της αποστέρησής με υπαιτιότητα της καθ’ ης
του δικαιώματός μου της ανταπόδειξης. Ωστόσο επειδή έχω στη διάθεσή μου
κάποιους από τους λογαριασμούς που εκδόθηκαν (από 01/05/2005 έως
05/12/2010), κρίνω σκόπιμο να παραθέσω όλως ενδεικτικά, τα έξοδα για
αναλήψεις μετρητών που η καθ’ ης παράνομα μου χρέωσε ως δήθεν
διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα , για το ως άνω χρονικό διάστημα.
38 | Σ ε λ ί δ α
IV. Εφάπαξ χρέωση 5% επί του ποσού κάθε μιας υπέρβασης του ανώτατου
μηνιαίου ορίου συναλλαγών
Σύμφωνα με τον όρο υπ’ αριθμ. 22, «σε περίπτωση υπέρβασης του
Πιστωτικού Ορίου, το οποίο καθορίζεται από την Τράπεζα, ο Κάτοχος
υποχρεούται να εξοφλήσει το υπερβάλλον ποσό μέσα στην προθεσμία που θα του
ορίσει η Τράπεζα. Σε περίπτωση υπέρβασης του ανώτατου Μηνιαίου Ορίου
Συναλλαγών, το οποίο επίσης καθορίζεται από την Τράπεζα, ο λογαριασμός του
Κατόχου επιβαρύνεται με 5% εφάπαξ επί του ποσού της κάθε μιας υπέρβασης.»
Σύμφωνα με τον όρο υπ’ αριθμ. 28 «Εάν ο κάτοχος καθυστερήσει την πληρωμή
της ελάχιστης καταβολής ή του ποσού που αναφέρεται ως αμέσως πληρωτέο
τεσσάρων Μηνών λογαριασμών ή αν παραβεί οποιονδήποτε από τους παρόντες
Όρους ή, τέλος εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος , η τράπεζα θα έχει το δικαίωμα
να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση οπότε θα κηρύσσεται ληξιπρόθεσμο και
απαιτητό στο σύνολό του και το υπόλοιπο του οφειλόμενου ποσού το οποίο θα
επιβαρύνεται με τόκους υπερημερίας.»
Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι οποιαδήποτε βάσει της σύμβασης οφειλή για
κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και φόρους, τα οποία εμπεριέχονται στην «ελάχιστη
καταβολή» (η καθυστέρηση της οποίας επιφέρει σύμφωνα με τον πληττόμενο
Όρο την καταγγελία της σύμβασης και την κήρυξη ληξιπρόθεσμου και
απαιτητού του συνόλου του οφειλόμενου ποσού), δίνει στην καθ’ ης το
«δικαίωμα» να καταγγείλει τη σύμβαση δανείου και να ζητήσει το σύνολο του
ανεξόφλητου ποσού μαζί με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας.
Τέλος, σύμφωνα με τον ίδιο όρο η Τράπεζα έχει το δικαίωμα να καταγγέλλει το
Δάνειο, εάν συντρέχει έστω και ένα από τα ακόλουθα γεγονότα: …. «Η παράβαση
εκ μέρους του Πιστούχου οποιουδήποτε όρου της παρούσας Σύμβασης»..
Με την από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1 – 798 Υ.Α όπως αυτή τροποποιήθηκε και
συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. Ζ1-21/17-01-2011 («Τροποποίηση -
συμπλήρωση της υπ’ αριθμ. Ζ1-798/25-06-2008 ΦΕΚ Β΄1353 Απόφασης του
Υπουργού Ανάπτυξης για την απαγόρευση αναγραφής Γενικών Όρων
Συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές
αποφάσεις») και αφού ληφθηκαν υπόψη οι αποφάσεις υπ’ αριθμ. 430/05 και
1219/01 του Αρείου Πάγου, 5253/03, και 6291/00 του Εφετείου Αθηνών
καθώς και 1119/02 και 1208/98 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι
οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, καθώς και την απόφαση υπ΄ αριθμ.
961/07 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στο μέρος που έχει καταστεί
43 | Σ ε λ ί δ α
Συνεπώς o λόγος αυτός (1V) της ανακοπής μου είναι βάσιμος, καθόσον,
εκτίθενται σε αυτόν τα στοιχεία της ιδιότητάς μου ως συμβαλλόμενου
(πρωτοφειλέτη – πιστούχου) και ως τελικού αποδέκτη του σκοπού της
κατάρτισης της σύμβασης, επί τη βάσει της οποίας υπολογίστηκε η απαίτηση της
45 | Σ ε λ ί δ α
καθ’ ης, και με βάση τα οποία δικαιούμαι προστασίας κατά το νόμο για την
προστασία των καταναλωτών, καθώς επίσης και επειδή αναφέρονται αφενός
οι συνέπειες της ύπαρξης των εν λόγω ΓΟΣ στην εξέλιξη της επίδικης
σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού, αφετέρου το
αμφισβητούμενο ποσό των 8.595,85 Ευρώ το οποίο δεν είναι εκκαθαρισμένο.
Αναφορικά με τους ΓΟΣ της υπό κρίση σύμβασης και κατά το τμήμα
αυτής που αφορά την επιβάρυνση του πιστούχου με την εισφορά του ν.
128/1975:
Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν.
128/1975, κατά την οποία "επιβάλλεται εισφορά βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν
Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης
της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού
ανερχόμενη εις ποσοστό...", προκύπτει ότι ο νόμος ορίζει την επιβολή της
εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε
την υποχρεωτική μετακύλισή του, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής
του. Ο χαρακτήρας άλλωστε της εισφοράς του ν. 128/1975, ως είδος
δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση
δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε
ο ν. 2065/1992 ως από οικονομική άποψη γενικό έσοδο του Δημοσίου,
δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης "βαρύνουσα" στη φορολογική
νομοθεσία, όπως αυτή (η σημασία) προκύπτει από τη χρήση της ενλόγω λέξης σε
νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά από το
ρυθμιστικό σκοπό του νόμου προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής
μετακύλισης της ενλόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση
ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων
συγκεκριμένων δανείων επ` ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να
46 | Σ ε λ ί δ α
στο εκάστοτε επιβαλλόμενο από την καθ’ ης επιτόκιο των 0.6 μονάδων κατά
τρόπο που υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο επιτόκιο επιβλήθηκε από την καθης
καταχρηστικά.
Εξάλλου κατά τον όρο υπ’ αριθμ. 28, «Εάν ο κάτοχος καθυστερήσει την
πληρωμή της ελάχιστης καταβολής ή του ποσού που αναφέρεται ως αμέσως
πληρωτέο τεσσάρων Μηνών λογαριασμών… , η τράπεζα θα έχει το δικαίωμα να
καταγγείλει την παρούσα σύμβαση οπότε θα κηρύσσεται ληξιπρόθεσμο και
απαιτητό στο σύνολό του και το υπόλοιπο του οφειλόμενου ποσού το οποίο θα
επιβαρύνεται με τόκους υπερημερίας.»
Το ποσό δηλαδή αυτό το οποίο κατά τα ανωτέρω περιλαμβάνει και
τους φόρους όπως είναι η εισφορά του Ν. 128/1975), θα
επιβαρύνεται με τόκους υπερημερίας από την πρώτη μέρα καθυστέρησης
μέχρι εξοφλήσεως κλπ.
Περαιτέρω, ο ανατοκισμός της εισφοράς του ν. 128/1975
δεν είναι νόμιμος, εφόσον τόσο κατά το προϊσχύον (βλ άρθρο 8
περ. 6 ν. 1083/80 και την υπ` αριθμ. 289/80 απόφαση της
Νομισματικής Επιτροπής) όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό
καθεστώς (ν. 2601/98 άρθρο 12,2789/2000 άρθρο 30,2783/2000
άρθρο 47,2912/2001 άρθρο 42 και 3259/2004 άρθρο 39)
ανατοκισμός επιτρέπεται και μόνον των καθυστερούμενων τόκων
και όχι φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών (ΕφΛαμ 124/2007,
ΠολΠρΑΘ 7607/2007 προσκ, ΜονΠρΑΘ 7630/2006 ό.π.).
Συνεπώς παρανόμως προέβη η καθ’ ης σε τοκοποιήσεις της
εισφοράς του ν. 128/1975.
Με αυτό το λόγο της ανακοπής μου αμφισβητώ το ύψος της απαιτήσεως το
οποίο υποχρεώνομαι να καταβάλω στην καθ’ ης, σε συνδυασμό με την
έγγραφη απόδειξη αυτής, ισχυριζόμενος ότι παρανόμως ανατοκίζονται τα
σχετικά ποσά της εισφοράς του ν. 238/1975 από την καθ’ ης, με αποτέλεσμα
την ύπαρξη ακυρότητας ως προς αυτά και κατά συνέπεια τη μη έγγραφη
49 | Σ ε λ ί δ α
Από όλα τα ανωτέρω ήτοι από τους υπό στοιχεία 1. I , II , III, IV, V, VI και VII
αναφερόμενους λόγους αποδεικνύεται ότι η απαίτηση της καθ’ ης είναι μη
εκκαθαρισμένη, περαιτέρω είναι αόριστη, η δε Διαταγή Πληρωμής εκδόθηκε
επί τη βάσει άκυρων όρων της σύμβασης και άρα ενόψει της υποχρέωσης της
καθ’ ης η ανακοπή για τον επανακαθορισμό της οφειλής μου, δέον όπως η
πληττόμενη Διαταγή ΑΚΥΡΩΘΕΙ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΚΑΤΑ ΤΟ
μέρος , γεγονός το οποίο και επικαλούμαι. Δεδομένης της φύσεως των ΓΟΣ οι
οποίοι είναι πάντοτε προδιατυπωμένοι, πόσο μάλλον αυτών που προδιατυπώνουν
οι τράπεζες, καθίσταται σαφές, ότι οι τράπεζες αποσκοπούν στη σύναψη της
σύμβασης ως ενιαίο σύνολο, μη επιδεχόμενης επ’ αυτής καμίας
διαπραγμάτευσης και συνεπώς συνάγεται με βεβαιότητα ότι η καθ’ ης δεν θα
είχε επιχειρήσει τη σύναψη της σύμβασης χωρίς το άκυρο μέρος.
Κατά τα ανωτέρω, η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές μέρος
δεν είναι ισχυρή, διότι συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαμε τη
δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος αλλά – ιδίως η καθ’ ης - απέβλεπε σε
Προς την ίδια ως άνω κατεύθυνση (Δεδικασμένο) ήτοι της επέκτασης της
ισχύος των αμετάκλητων αποφάσεων στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος
κινείται και η από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1 – 798 Υ.Α όπως αυτή τροποποιήθηκε
και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. Ζ1-21/17-01-2011 (με Θέμα «Τροποποίηση
- συμπλήρωση της υπ’ αριθμ. Ζ1-798/25-06-2008 ΦΕΚ Β΄1353 Απόφασης του
Υπουργού Ανάπτυξης για την απαγόρευση αναγραφής Γενικών Όρων
Συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές
αποφάσεις»), η οποία λαμβάνοντας υπόψη τις αποφάσεις υπ’ αριθμ. 430/05
και 1219/01 του Αρείου Πάγου, 5253/03, και 6291/00 του Εφετείου Αθηνών
καθώς και 1119/02 και 1208/98 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι
οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, καθώς και την απόφαση υπ΄ αριθμ.
961/07 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στο μέρος που έχει καταστεί
αμετάκλητη, και το γεγονός ότι οι συνέπειες του δεδικασμένου των ανωτέρω
αποφάσεων έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία
56 | Σ ε λ ί δ α
της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών, αποφασίζει την «Την
απαγόρευση αναγραφής των Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί ως
καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων
καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα Πιστωτικά Ιδρύματα
άρθρων 321, 322, 324 και 331 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, από τελεσίδικη
απόφαση παράγεται δεδικασμένο και όταν το αντικείμενο της νέας δίκης, που
διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων, είναι διαφορετικό από εκείνο που
προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του
δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει όταν στη νέα δίκη
πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με
αυτό που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη (ΑΠ 395/2008).
Ομοίως συμβαίνει με τη δικαιολογητική σχέση και το νομικό λόγο που
κρίθηκε στην παρατιθεμενη 1219/01 ΑΠ απόφαση επί ομαδικής αγωγής που
άσκησε η Ένωση Καταναλωτών σε σχέση με την παρούσα δίκη (στρεφόμενης
κατά της προσβαλλόμενης Διαταγής Πληρωμής) της οποίας η δικαιολογητική
σχέση και το νομικό ζήτημα είναι το ίδιο .
ΓΟΣ για το άκυρο των οποίων υπάρχει δεδικασμένο, συνιστά την κατ’ αρθ.
281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
Σύμφωνα με τον όρο 14, «αν μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη
λήψη του Μηνιαίου Λογαριασμού ή και άλλης ειδοποίησης για την πληρωμή
οφειλής σχετικής με την κάρτα ο Κάτοχος ή ο συνοφειλέτης δεν αμφισβητήσει το
σύνολο του ποσού και δεν προτείνει τις βάσιμες αντιρρήσεις του, λογίζεται ότι
αποδέχθηκε όλες τις εγγραφές που έγιναν και τα επιμέρους κονδύλια από τη
χρήση της κάρτας καθώς κα το χρεωστικό υπόλοιπο. Ο Κάτοχος θεωρείται ότι
παρέλαβε το Μηνιαίο Λογαριασμό του, αν εντός 60 ημερών από την ημερομηνία
έκδοσης του εκάστοτε προηγούμενου δεν ειδοποιήσει γραπτώς με απόδειξη την
Τράπεζα ότι δεν έλαβε το συγκεκριμένο Μηνιαίο Λογαριασμό, πλην όμως θα
επιτρέπεται ανταπόδειξη. Κάθε κατάσταση Μηνιαίου Λογαριασμού θα περιέχει
υπόμνηση προς τον Κάτοχο αναφορικά με την έγκαιρη προβολή αντιρρήσεων,
σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και τις συνέπειες τις παράλειψης τους.»
Ο όρος αυτός συνιστά πλασματική αφηρημένη αναγνώριση χρέους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕμπΝ, 873 εδ. α`, 874 και 904 Α.Κ.
συνάγεται ότι η σύμβαση, που ονομάζεται αφηρημένη αναγνώριση χρέους και με
την οποία γίνεται αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή
ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η δήλωση για την
αναγνώριση γίνει εγγράφως. Ο ως άνω έγγραφος τύπος τηρείται και σε
περίπτωση που γίνεται έγγραφη συμφωνία ότι ο ένας των συμβαλλομένων θα
ανακοινώσει στον άλλον το, κατ’ εκείνον, χρέος τούτου από τη βασική σχέση
και, σε περίπτωση που αυτός δεν διατυπώσει σε εκείνον σχετικές αντιρρήσεις
μέσα σε ορισμένη προθεσμία, θα λογίζεται ότι αναγνωρίζει το εν λόγω χρέος.
Έχει εξάλλου από το Ακυρωτικό κριθεί, ότι η συμφωνία που προβλέπει
ότι με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί και η πλασματική
αναγνώριση, που επέρχεται με την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας που
θέτει η τράπεζα στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του
γνωστοποιηθέντος καταλοίπου, είναι έγκυρη, λαμβάνεται δε ως συμφωνία η
οποία προσδίδει στη σιωπή του πελάτη το νόημα αποδοχής της πρότασης,
64 | Σ ε λ ί δ α
που προέρχεται από την τράπεζα, προς κατάρτιση σύμβασης αναγνώρισης του
καταλοίπου (βλ. ΑΠ 470/2006, ΧρΙΔ 2006.638, ΑΠ 1458/2006, Δημοσ. Νόμος, Κ.
Παμπούκη, Παρατηρήσεις υπό την ΕφΠατρ 61/2004, ΕΕμπΔ 2005.91 επόμ.). Η
συμφωνία αυτή δεν συγκαταλέγεται στις αυτοδίκαια καταχρηστικές ρήτρες του
άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, καθόσον δεν αποτελεί συμφωνία περί
ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στην απόλυτη κρίση του ενός από
τους συμβαλλόμενους, η οποία θα ήταν άκυρη κατά το άρθρο 372 του ΑΚ,
ούτε όμως διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του πιστούχου, λαμβανομένου υπόψη
ότι δεν αποκλείει το δικαίωμα ανταπόδειξης, αλλά απλώς περιορίζεται με την
παρεχόμενη στον πιστούχο δυνατότητα να αμφισβητήσει το κατάλοιπο μέσα
στην ως άνω εύλογη προθεσμία (βλ. ΑΠ 1472/2004, Δημοσ. Νόμος, Εφθεσ
117/2002, ΔΕΕ 2002.507), με ισχυρισμούς ορισμένους, που ανάγονται στα κατ`
ιδίαν κονδύλια και όχι με γενική αμφισβήτηση της ορθότητας τήρησης των
λογαριασμών ή του καταλοίπου. (ΕφΑΘ 1334/1999, ΝοΒ 49.46, ΕφΑΘ 43/1999,
ΝοΒ 47.628).
I. Κατ αρχήν η ερμηνεία των ΓΟΣ και ιδίως η υπαγωγή αυτών στο
νόμο, συνιστά (για κάθε νομικό) επίπονο έργο και απαιτεί υψηλού επιπέδου
επιστημονική κατάρτιση. Τούτο πανηγυρικά και μάλιστα με μια δόση
επιστημονικού ελιτισμού, αποτυπώνεται και στο διατακτικό πολλών αποφάσεων
δικαστηρίων, που καλούνται να ερμηνεύσουν τους ΓΟΣ των τραπεζικών
συμβάσεων πίστωσης. Ενδεικτικά παραθέτω μέρος του διατακτικού της υπ’ αριθ.
65 | Σ ε λ ί δ α
II. Για τους λόγους αυτούς, κατά την πάγια στάση της νομολογίας γίνεται
πανηγυρικά δεκτό, ότι οι ανακόπτοντες, με την ανακοπή τους δικαιούνται να
αμφισβητήσουν τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα ένδικα
αποσπάσματα. Παραθέτω αυτούσιο το σκεπτικό της 31919/2007 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ
σύμφωνα με την οποία «….συνεπώς οι ανακόπτοντες δικαιούνται να
αμφισβητήσουν τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα ένδικα
αποσπάσματα, πράγμα που μπορούσε να γίνει και με την κρινόμενη ανακοπή,
με την προβολή σαφών και ορισμένων πραγματικών ισχυρισμών, οι οποίοι,
αν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, θα οδηγούσαν σε αλλοίωση του
67 | Σ ε λ ί δ α
εκμεταλλευόμενη προς τούτο την απειρία μου περί τα νομικά και οικονομικά, με
αποτέλεσμα να συνηφθούν οι -με φανερή δυσαναλογία παροχής και
αντιπαροχής- επίδικες συμβάσεις και να υποστώ υπέρμετρη σε σχέση με την
παροχή περιουσιακή βλάβη. Την ανωτέρω έλλειψη ειδικών γνώσεών μου, την
οποία εκμεταλλεύτηκε η καθ’ ης για την επίτευξη της άνω δυσαναλογίας στη
συγκεκριμένη δικαιοπραξία η οποία βρίσκεται σε αντίθεση προς τα χρηστά
ήθη την εκμεταλλεύτηκε, προκειμένου να αποκομίσει δυσθεώρητα υψηλό σε
σχέση με τη παροχή εμπορικό κέρδος (αισχροκέρδεια). Το γεγονός ότι εγώ
απευθύνθηκα στην καθ’ ης για τη σύναψη της σύμβασης δεν επηρεάζει, αφού
είναι ανεξάρτητο από το ποιος είχε την πρωτοβουλία κατάρτισης της σύμβασης
(βλ. Βαθρακοκοίλης αρθ. 179 ΑΚ σελ 759).
Επομένως πληρούνται στην ένδικη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής
της ΑΚ 179 ήτοι η συνδρομή αθροιστικά των τριών στοιχείων α) της φανερής
δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκης ή κουφότητας ή
απειρίας του άλλου συμβαλλομένου και γ) της εκμετάλλευσης της ανάγκης
κουφότητας ή απειρίας του άλλου ΑΠ 1356/98 Δνη 40/303, ΑΠ 52/96 Δνη
37/1327, ΑΠ 1177/94 ΕΕΝ 1995/688, ΑΠ 1435/95 ΕΕΝ 1997/260, ΑΠ 307/93 Δνη
35/1295, ΝοΒ 42/982, ΑΠ 1094/93 Δνη 35/1298, ΑΠ 733/93 Δνη 36/106, ΑΠ
582/93 Δνη 35/1100, ΑΠ 982/92 ΝοΒ 41/874, ΑΠ 1750/91 Δνη 34/592, ΑΠ 566/89
Δνη 32/96, ΑΠ 958/88 Δνη 30/1345, ΑΠ 1140/87 ΝοΒ 36/1603, ΑΠ 288/87 Δνη
29/365, ΑΠ 763/86 ΝοΒ 35/741, ΑΠ 992/86 ΝοΒ 35/1226 ΑΠ 416/75 ΝοΒ
23/1173, ΑΠ 912/75 ΝοΒ 24/254, ΑΠ 36/75 ΝοΒ 23/872, ΑΠ 432/71 ΝοΒ 19/1127,
ΑΠ 559/68 ΝοΒ 17/165, ΑΠ 570/67 ΝοΒ 16/170, ΑΠ 29/68 ΝοΒ 16/395, ΑΠ 280/68
ΝοΒ 16/815, ΑΠ 710/64 ΝοΒ 13/485, ΑΠ 768/64 ΝοΒ 13/619, ΑΠ 7/67, 62/67,
235/67 ΝοΒ 15/636, 742, 990, ΑΠ 685/63).
Επειδή είναι βάσιμοι όλοι οι ισχυρισμοί της παρούσης λόγος για τον
οποίο η Διαταγή Πληρωμής είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού όλοι οι
70 | Σ ε λ ί δ α
Ζ Η Τ Ω
Να γίνει δεκτή η παρούσα υπό κρίση Ανακοπή μου καθ’ όλο αυτής το
αιτητικό.
Να ακυρωθεί, άλλως εξαφανισθεί στο σύνολό της η με αριθμό
…………./2011 Διαταγή Πληρωμής της κας Ειρηνοδίκου Αθηνών, ……………
Θεοδώρας, και
Να καταδικασθεί η καθ’ ης στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη.-