Ερωδιοί

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 60

exo_ero 5/19/09 12:11 PM Page 1

MΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

ΜΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ε Ρ Ω Δ Ι Ο Ι

Οι ερωδιοί αγγελιοφόροι του Χθες,


κήρυκες των εποχών που θά ‘ρθουν,
οι λευκοί ερωδιοί με το πάθος
να σπαθίζει τον εξαίσιο λαιμό τους.

ΕΡΩΔΙΟΙ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α

barcode

E K Δ O Σ E I Σ
exo_ero 5/19/09 12:11 PM Page 2
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 3

ΕΡΩΔΙΟΙ
Ποιήματα
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 4

ΜΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

“ΕΡΩΔΙΟΙ”
Ποιήματα

Εξώφυλλο: Μάκης Βάγιας

978-960-7911-69-8
© ΜΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ & ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ
Διαστάσεις: 16.5x24cm, Σύνολο σελίδων: 60
Πρώτη έκδοση: Μάϊος 2009

E K Δ O Σ E I Σ

E K Δ O Σ E I Σ

Μ. ΠΙΤΣΙΛΙΔΗΣ Α.Ε.
Αγ. Νικολάου 102, 166 74 Γλυφάδα
Τηλ.: 210 8947002, Fax: 210 8941551
email: info@pitsilidis.gr
E K Δ O Σ E I Σ

E K Δ O Σ E I Σ
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 5

ΜΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

ΕΡΩΔΙΟΙ
Ποιήματα

E K Δ O Σ E I Σ

E K Δ O Σ E I Σ

ΑΘΗΝΑ 2009

E K Δ O Σ E I Σ
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 6
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ψυχογένεση (το σύμπαν, ένα μόριο της ψυχής σου) 11

Δωδεκάτη νύχτα (ο μύστης φυλάει τη λέξη των ανέμων) 14

Άνυδρα μάτια 17

Μεταμέλεια (απολογούμενος σε ποίημα του Αρ. Δάγλα) 18

Αρχιπέλαγος (ο Ιούδας είχε το όνομα του βράχου) 19

Απολλύων (τι ψυχή ξοδέψαμε, Θεέ μου!) 21

Ξεχυμώνω (άδειασα περιμένοντας τη φρυκτωρία) 22

Αλύτρωτοι (πιείτε, σύντροφοι, ακόμα μια σταγόνα κουράγιο) 23

Η Πτώση (σκουλήκι ανήμπορο να σπάσει το κουκούλι

κι η πεταλούδα μέσα του πεθαίνει) 24

Γύρω απ’ τη φλόγα 25

Απουσία 26
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 8
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 9

Οδός Ραιδεστού (ανάμνηση τάχα από μια άλλη ζωή) 27

Ο γάμος της κόρης (σε ποιο αστέρι θ’ ανθίσεις τώρα,

τρυφερέ βλαστέ;) 28

Κλωστήριο (εκεί η ψυχή μου καρτερεί, πίσω απ’ τις μηχανές

παραμονεύει,βάρδια νυχτερινή, αξημέρωτη.) 30

Τηλεμάχη 31

Η κοιμισμένη λίμνη 33

Η τρίτη απόχρωση του γκρίζου 35

Διηάνειρα 37

Στον αστερισμό του Σείριου 38

Η Ταφή της Άνοιξης (στο Γιάννη Μαρούλη,

που έφυγε τόσο απρόσμενα στα είκοσι τέσσερα του χρόνια) 40

Αστυάναξ (στους αγαπημένους μου Λίθιους του Μεγανησιού) 41

Αποκάλυψη 44

Των ζωντανών κυττάρων 46

Νταμάρι (μόνο να θυμάσαι μπορείς πια και να πληγώνεσαι) 47

Προς μαρτυρία 48

Εαρινό χώμα 50

Υπέρ οίνον 52

Ποίηση Νέα (για την αγαπημένη μου φίλη Ντίνα) 53

Εφιάλτης 54

Η Τελευταία Ακολουθία 55
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 10
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 11

Ψυχογένεση
(Το σύμπαν, ένα μόριο της ψυχής σου)

Κανείς δε σ’ ακούει!
Όσο και να φωνάξεις
ο ήχος πνίγεται
στο απέραντο της μοναξιάς σου.
Μ’ αποκομμένο τον ομφάλιο λώρο
στροβιλίζεσαι,
στροβιλίζεσαι αδιάκοπα, ενδείκτης ζωής,
όπου η μέρα και η νύχτα οι απόλυτες
ενώνονται
φευγαλέο γκρίζο στα πλευρά σου.

Κανείς δε σε βλέπει!
Η όραση στάθηκε,
εκατομμύρια χρόνια τώρα,
στα πριν από σένα νεφελώματα.
Ποιος να υποπτευτεί
την περιέργεια της κάμπιας της μοναχικής
που καλλιέργησες μέσα σου,
έτσι καθώς στροβιλίζεσαι
και διαφεντεύεις το φως,
έτσι καθώς πλέκεις στροφή τη στροφή
τώρα το κουκούλι σου.

Κι ήρθε ο ύπνος
ο χωρίς όνειρα.
Κι ήρθε η κοίμηση
της λήθης και της μετάλλαξης.
Κι ήρθε ο θάνατος ο πρώτος
που γεννάει και ενσαρκώνει.

11
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 12

Ο Χρόνος νεκρός κείται


στον ιδιόχειρο τάφο.
Κύκλοι επάλληλοι σάρκας αστρικής
συσσωρεύονται και καταρρέουν
πίσω απ’ το παράδοξο του ορίζοντα.
Ο Χρόνος νεκρός,
όπου η στιγμή απλώνει αιώνες στους ήλιους,
η χρυσαλλίδα
αφήνει το πρώην σώμα της
κι αναδεικνύεται τέλειο ον,
όπου η διαστολή και η έκρηξη
φωτίζουν τα μεσογαλαξιακά διαζώματα.

Ξεκινάς.
Οδεύεις πορεία στο άπειρο.
Πίσω λεπτή κλωστή
ξετυλίγεται το μετάξι,
αόρατη κι άτμητη.
Ταξιδεύεις σώμα και φάσμα.
Διαχέεσαι στις ευθείες
και ανασυγκροτείσαι στις έλξεις.
Πέρ’ απ’ τα σμήνη των γαλαξιών επιμηκύνεσαι
κι ανατέλλεις
ήλιος γαλάζιος στα συστήματα.

12
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 13

Σιγάζουν οι μνήμες τώρα.


Έγινες τρωγλοδύτης στο σώμα
Υπάρχεις!
Κι ούτε θυμάσαι πως γλίστρησες,
σκιά απ’ τ' άβατο,
πως ήρθες
λαμπρός μετεωρίτης
και βλάστησες
στα σπλάχνα της γυναίκας.
Σιγάζουν οι μνήμες.
Μόνο τα μάτια καίνε
από πυρετό νοσταλγίας.
Οι γονείς σου σ’ ηύραν
δώρο κρεμασμένο
στο δέντρο τ' ουρανού που κολυμπούσαν,
προοπτική της επιθυμίας τους.
Ησυχάζεις!
Κάποτε θ’ απλώσεις τα χέρια,
θ’ αναζητήσεις τη μεταξένια κλωστή.
Πολύ μακριά απ’ τα τελευταία νεφελώματα,
όπου η ακτίνα δε βρίσκει πια
την τρισδιάστατη επιφάνεια,
θα πλέξεις πάλι,
κάμπια κοσμική
το κουκούλι σου.
Κάποτε μια νέα έκρηξη
θα σ’ εκτινάξει ξανά στους γαλαξίες.

13
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 14

Δωδεκάτη νύχτα
(Ο μύστης φυλάει τη λέξη των ανέμων)

Ας περπατήσουμε τους ίδιους δρόμους


ονειρικούς του σκοταδιού και του ρίγους,
μήπως μας βγάλουν τη φορά αυτή
κάπου αλλού απ’ το πεπρωμένο
στην Αντιόχεια ίσως
ή στην Έφεσο
στους ναούς του Λυκάωνα
και της Άρκτου
Λές κάναμε λάθος...
...αρχίζουμε πάλι
Τρεις χιλιετίες ο ίδιος κύκλος
στατικός, ανελέητος
Και ποιός να βγεί λιοντάρι
απ’την κοιλιά της μάνας του
να κόψει το μίτο
να σφραγίσει τους σπασμένους πίνακες;
Ποιά περιπλάνηση
και φεγγάρια και σύννεφα
που πέφτουν σα βροχή από πέτρες
στα κεφάλια μας;

14
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 15

Κάποτε πρέπει να δώσεις το σύνθημα


στους τρεις βιγλάτορες του Ήλιου,
και πιο πάνω στις μοίρες
τις τριάντα και τις εξήντα,
και πιο πάνω ακόμα
στις ενενήντα του απείρου.
Έχω το ξίφος,
τις κορδέλες του κεραυνού.
Αυτός ο λιπόσαρκος άγιος,
που ώρες – ώρες γίνεται Μινώταυρος
θεάται ξανά στην αρένα
να βιάζει την Αριάδνη.
Έχω το ξίφος,
το θάνατο στα κρυστάλλινα χέρια μου.
Χτυπώ με δύναμη,
σπίθες χείμαρροι, ξεπηδούν χρυσάωρες.
Χτυπώ πάλι,
βόγκος κι αιμόπτυση η Νίκη που ανέραστη περιμένει.
Χτυπώ ξανά.
Σκοτώνω το από καταβολής κόσμου κτήνος.
Ποταμός το αίμα ελικώνεται
πάνω από πρόσωπα κορασίδων λιπόθυμων,
αιωρούνται και στροβιλίζονται,
κόβουν τα μαλλιά τους,
ανοίγουν τα εφηβικά στήθη τους
και προσφέρουν ατόφιες καρδιές
για την ανάσταση
του σαρκοβόρου μηρυκαστικού.

15
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 16

Ω, μη με κοιτάτε νεκρές υπάρξεις


με φθινοπωρινά χείλη.
Μη με κοιτάτε σεις με τα αντεστραμμένα μάτια
και τα νύχια σχισμένα απ’ το ξυράφι
ως τη σάρκα βαθιά.
Είμαι γυμνός, κρυώνω,
και το Τέρας, δες, ανασηκώνεται.

Πού είστε σύντροφοι στρατιώτες


που πεθάνατε σε μάχες μακρινές, άδοξες,
εργάτες που γίνατε τροχοί στη λάσπη,
γρανάζια και ιμάντες ματωμένοι;
Πού είστε ναύτες π’ αφήσατε την ψυχή σας
στην πλήξη γλυφών ωκεανών;
Πάλι νικηθήκαμε, Τιτάνες.
Ας γυρίσουμε στον Τάρταρο.

Ατέλειωτες ώρες στην αιωνιότητα,


στο πηχτό κενό
και τη βροχή που αλλοιώνει το σχήμα μου.
Σκουντουφλώ στην άμμο
πάνω σε κομμάτια αστεριών
και πτώματα αστερίων.
Θυμήσου Άνεμε να φυλάξεις το σύνθημα.
Αλλιώς η δωδεκάτη νύχτα δεν θα ‘ναι η τελευταία.

16
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 17

Άνυδρα μάτια

Εσείς π’ ακούτε τώρα


στερνή φορά
το ουρλιαχτό του άγριου Πάνα,
πέστε μου έσταξε
κάποια από τα μάτια του άρμη,
αίμα του αρχαίου του Κρόνου,
ή στάθηκε το δάκρυ εκεί
στην κόψη σκοτεινού κρύσταλλου,
ακένωτη μεταλαβή της περηφάνιας του;

Μη με παρηγορήσεις πάλι,
παραμύθι του δάσους.

17
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 18

Μεταμέλεια
(απολογούμενος σε ποίημα του Αρ. Δάγλα)

Τέλειωσαν πια
οι λέξεις οι περίτεχνες,
λόγια που ντύνονταν ασήμι
να κρύψουν, τάχα σεμνότυφα,
την παρουσία τους.
Τέλειωσαν οι στίχοι
της νεκρόφιλης αρμονίας,
τα βαριά περιδέραια
μιας παχύσαρκης μούσας,
αυτής που μάζευαν οι οίστροι
τα ιερά της περιττώματα.
Ω, ψυχή, μεταμέλεια σ’ ένα αστέρι
που μόλις άναψε,
ετοιμάσου να δείξεις τώρα,
μέσ’ απ’ τ’ ανυπόστατα κουρέλια,
μόνο τ’ άσπρα κόκαλα σου.

18
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 19

Αρχιπέλαγος
(Ο Ιούδας είχε το όνομα του βράχου)

Πάλιν ο αέρας συμπυκνώνεται


απ’ την οσμή θειαφιού
και άγριου μύρτου.
Πάλι φέρνει αλόγιστο τρόμο
το άρμα τ' ουρανού
στα καυτά ρουθούνια των ίππων.
Σέρνονται καταμεσήμερο στο κοκκινόχωμα
ξύλινα ακρόστηλα
άλλοτε καρφωμένα
στα πανύψηλα όρια που θέσανε,
τάχα παντοτινοί γνώστες, οι δυνατοί
στους άνυδρους, πυρωμένους παραδείσους.
Και να!
Δεύτερη φορά το ίδιο θάμα
ο αέρας που συμπυκνώνεται
πάνω από τον αντικατοπτρισμό της ασφάλτου,
γεννημένο απ’ τον πόθο του στρατολάτη.
Το κορμί της κόρης
που μορφοποιείται κρυσταλλικό,
διάχυτο στις ανταύγειες
του τιμωρού Ήλιου.

19
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 20

Δέσου ξανά στο πλατάνι


που τράφηκε
από τον υπερούσιο ιδρώτα σου,
που ξεφύτρωσε, θυμάσαι;
έτσι νεκρό και φρυμένο
από τα σπλάχνα της ματαιοδοξίας σου.
Απελπίσου!
Αυτή θα ‘ρθει μόνη, γυμνή,
μακριά κυνηγημένη,
ξυπόλυτη πάνω στο σαρκοφάγο οδόστρωμα.
Θα ‘ρθει μόνη γυμνή,
προτείνοντας χωρίς αιδώ
τα κυθέρεια στήθη της.
Απελπίσου λοιπόν!
Θα δεις και πάλι ν’ απομένει
άχρηστη αρχαία σκουριά
η λάβα της εφηβείας σου.

Χέρι της οπτασίας


γιατί και πάλι
εισχωρείς στο στέρνο,
ξεριζώνεις την καρδιά του;
Χρόνια και χρόνια ριζωμένος
στο δικό του Καύκασο,
κανείς Ηρακλής δεν ήρθε
να βάλει τέλος στην αγωνία του.
Κόρη μουσών και ερινύων,
πού να στρέψει ξανά ο αρνητής
το άδειο του βλέμμα;
Αυτός ο κόσμος,
το φοβερό Αρχιπέλαγος,
στέκει
πίσω απ’ τις κόρες των ματιών του.

20
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 21

Απολλύων
(Τί ψυχή ξοδέψαμε, Θεέ μου!)

Δεν περιμέναμε ν’ ανθίσουν πάλι,


δεν περιμέναμε τίποτα.
Ήταν στερνή φορά, λέγαμε πέρσι.
Είναι στερνή φορά θα πούμε φέτος.
Οι μυγδαλιές το Φλεβάρη
είναι πάνω απ’ τη θέληση και την καρδιά μας.

Κι αν αύριο τα παιδιά θα μας δικάσουν


γι αυτές τις διεστραμμένες μας ελπίδες,
σαν τί απολογία να πω
που εγωιστές κι απέραντα δειλοί
προσμέναμε κάτι παράλογο
να δικαιώσουμε τον πανικό μας;

21
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 22

Ξεχυμώνω
(Άδειασα περιμένοντας τη φρυκτωρία)

Ξεχυμώνω.
Κι ούτε κοιτάω πια τις ώρες
τις καινούργιες μ’ επιμέλεια.
Αργός χάθηκε ο Χρόνος
ακόμα και τότε
που άστραψαν ξαφνικά
μέσ’ στο μυαλό μου
κρινένια κύματα.
Ακόμα και τότε
που παζάρευα ψυχές
από ξένους νεκροθάφτες
για τ’ άπνοα,
για τα νεκρά παιδιά,
για τα παιδιά που δεν πρόλαβαν
να γεννηθούν.

Ξεχυμώνω.
Στην κούνια μου τα παραμύθια μιλούν,
δίπλα στη βουβή γιαγιά,
για μαραμένες γιγάντιες φασολιές,
για κοντορεβιθούληδες και κοκκινοσκουφίτσες
που πεθαίνουν άδοξα.
Τη νύχτα τα μάτια μου κερώνουν,
κρυώνουν τα χέρια μου
κάτω απ’ την κουβέρτα.

Ξεχυμώνω.
Μ’ ακούτε αστεράκια μου;
Και πώς δε στάζετε
όλη σας την πύρινη θάλασσα
μέσα μου;

22
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 23

Αλύτρωτοι

Κύρτωσε τις ράχες μας η ευθύνη


κι η γριά ελιά μας ρίχνει κλώνους,
δαχτυλοδειχτούμενη καμπούρα,
πάνω σ’ αγκωνάρια κι αντιστύλια.

Μάτωσε τις πεθυμιές ο χρόνος,


βιάζει και στη φούχτα του μας σφίγγει.
Γεύση πικραμύγδαλου στα χείλη
οι παλιές αγάπες τα όνειρα μας.

Δάχτυλο του αιώνιου του Μώμου


γέρνει κι αιματόβρεχτο μας δείχνει
της Ανάγκης το μεγάλο δρόμο.

Φωτεινού ορίζοντα το τέρμα,


τάχα ποιά γενιά θα σ’ αγκαλιάσει,
τι η δική μας λυτρωμό δε θα ‘βρει.

23
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 24

Η Πτώση
(Σκουλήκι ανήμπορο να σπάσει το κουκούλι
κι η πεταλούδα μέσα του πεθαίνει)

Σάπια συνθήματα που κράζουν


κρανία καρναβαλικά,
εφημερίδες που λεκιάζουν
και δωρεάν ναρκωτικά.

Πόλη χτικιό απ’ άκρη σ’ άκρη


κουφάρια, ανθρώπινα στοιχειά.
πόλη ηρωίνη, πόλη δάκρυ,
καταπιωμένη προστυχιά.

Του Τάρταρου τ' ασκιά φυσάνε,


ποιός να σταθεί, πού να κρυφτεί;
Γκρίζα φαντάσματα κοιτάνε
και κάνουμ’ έρωτα σκυφτοί.

Μια σπίθα ελπίδα που πεθαίνει


και πριν ακόμα νικηθεί
γενιά γυμνή, σακατεμένη
προσεύχεται ν’ αναστηθεί.

24
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 25

Γύρω απ’ τη φλόγα

Πες μου ποιο φως τρελά σε μαγνητίζει


και σα νυχτοπετάλουδο πετάς;
Καίγεσαι στην αλήθεια π’ αναβλύζει
πηγή της λάβας χρόνια που κεντάς.

Πες μου γιατί η γενιά μας πήγε στράφι


στρατός που δεν τον ‘μάθαν να νικά;
Αζήτητα που μείνανε στο ράφι
αγώνες, στόχοι και ιδανικά.

Κλειστό το στόμα, γέλιο νεκρωμένο,


πού πήγες κι έμεινε κορμί λεπρό;
Δεν είσ’ εσύ. Πεθαίνεις και πεθαίνω.
Όλα τελειώσαν, τί να καρτερώ;

Αχ, νιάτα, νάματα που ματωθήκαν,


που σε γευτήκαν άχραντε λωτέ,
μικρούληδες Χριστοί που σταυρωθήκαν
και δεν αναστηθήκανε ποτέ.

25
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 26

Απουσία

Πέστε πως έφυγα συνεπαρμένος


από οίστρους τρελούς
κι όσες χίμαιρες μοιράστηκαν
τη νύχτα της σύλληψης μου.

Πέστε πως έφυγα κυνηγημένος


απ’ το χιόνι και τον άνεμο
της ωριμότητάς σας
κι ας νυχτέρεψα προσκυνητής στον ίδιο τόπο
π’ αφήσατε χυμούς
κι αρώματα νοσταλγίας.

Δεν είμ’ εδώ.


Μόνο μια χρυσαλλίδα νεκρή περιφέρεται
γύρω απ’ το κράσπεδο της μοναξιάς.
Γενιές ταξιδευτών παιδιών την προσπερνάνε
αγγίζοντας μ’ ανατριχίλα τα φτερά της.

26
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 27

Οδός Ραιδεστού
(Ανάμνηση τάχα από μια άλλη ζωή)

Αυτός ο δρόμος,
σφυριά στα μηνίγγια μας,
κυλάει σα νεκρωμένο φίδι.
Βρίσκει ίσια τον σάπιο ουρανό.
αυτόν τον ουρανό
τον απελπιστικά μαβί
που πέφτουν τα κομμάτια του βροχή
καθημερνή κι ολόχρονη.

Αυτός ο δρόμος,
υπερυψωμένος βάλτος,
κυλάει σα νεκρωμένο φίδι.
Ραίνει γκρίζα νεκρολούλουδα
Τα πεινασμένα μας χείλη.
Κλωθογυρίζει αργά το θάνατο
στα τσιμεντένια πεζούλια της εκκλησιάς
που βαφτίζεται χριστιανή
η Πανούκλα.

27
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 28

Ο γάμος της κόρης


(Σε ποιό αστέρι θ’ ανθίσεις τώρα, τρυφερέ βλαστέ;)

Η κόρη μοσχοβολούσε νέκταρ,


άνθος σε κρυστάλλινο μίσχο,
γαλήνια είχε κλείσει τα μάτια
μ’ ένα χαμόγελο προσδοκίας
χαραγμένο στο στόμα.

Έπλεαν στο τίμιο νυφικό της


χίλια τόσα λουλούδια,
τα πιο πολλά γαρύφαλλα κόκκινα,
σαν τα μάτια μας τούτη την ώρα,
απ’ τους λίγους συντρόφους.

Και πώς εφάνταζε να δεις σεμνή κι ωραία


με το στεφάνι γύρω
απ’ το λευκορόδινο της μέτωπο,
τ’ αχνό κοκκινάδι στα χείλη
και τις μυρτιές στα στήθη τα εφηβικά!

Τα μαλλιά της, εβένινοι χυμοί,


χείμμαροι του σκοταδιού,
σύντριβαν τ' απολιθωμένα κορμιά μας,
τους νεκρούς μέσα μας.

28
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 29

Τη συντρόφευε ο κρύος αγέρας


φέρνοντας στο πρόσωπο
της ατίμητης οπτασίας το μύρο,
ανεμίζοντας τη μελαγχολία
και τις φούστες των κοριτσιών μας.

Η κόρη σκόρπιζε αμβροσία,


λουλούδι σε κρυστάλλινο μίσχο,
γαλήνια είχε κλείσει τα μάτια
κι εμείς ρίχναμε το πρώτο χώμα
στ’ αγαπημένο της πρόσωπο.

29
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 30

Κλωστήριο
(Εκεί η ψυχή μου καρτερεί,
πίσω απ’ τις μηχανές παραμονεύει,
βάρδια νυχτερινή, αξημέρωτη.)

Κλωστές, κλωστές,
πεδία μισητά τις κατευθύνουν.
Άσπρες σαν την απόγνωση μας,
άσπρες σαν τ’ άρρωστα παιδιά
που φέρνουμε στον κόσμο.
Έτσι περνώντας από οδηγούς και πέλματα
άτεγκτα, αταλάντευτα, αισχρά δημιουργήματα
σκοτώνουν τους δημιουργούς τους.

Κει μέσα το τραγούδι έχει χαθεί.


Σαν τις ψυχές μας προσπαθεί να ισορροπήσει
πάνω στα νήματα.
Το τραγούδι,
το τραγούδι που θέλω να πω,
το τραγούδι που στέγνωσε στα χείλη μας,
έγινε άφεγγη μέρα,
γη χωρίς ουρανό,
φτηνή χάντρα στο λαιμό του κοριτσιού
που φτύνει χνούδι και αίμα.

30
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 31

Τηλεμάχη

Κάπου εδώ τελειώνουν οι μέρες


της περιπλάνησης.
Κάπου εδώ απαντήθηκαν τα «γιατί»,
εξέπνευσαν οι αμφισβητήσεις.
Μια παράξενη αρρώστια
προελαύνει σε δρόμους και σε πλατείες,
υψώνεται, πηχτό κύμα, και σκεπάζει
τα παλαιά ακροκέραμα.

Αγωνίζομαι ν’ αναστηλώσω
τις κολώνες του Ολύμπιου Δία.
Αγωνίζομαι ν’ αναπυρώσω
τα κάρβουνα της εφηβείας μου.

Δεν έχω γάλα πια να ταΐσω


τα νόθα παιδιά μου.
Χρόνια κολλημένοι στο μαστό μου
οι πρωτότοκοι γιοί μου
θηλάζουν αίμα.
Μια δίδυμη αρρώστια με καθηλώνει,
έρπει στο μέτωπο μου,
παραμονεύει στα σοκκάκια
και ξελογιάζει με πολύχρωμες χάντρες το λαό μου.

31
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 32

Αγωνίζομαι να στηρίξω
το εποικοδόμημα που με συνθλίβει.
Αγωνίζομαι να μη γονατίσω
μ’ ολάκερη τη Γη στις πλάτες μου.
Κάπου εδώ τελειώνουν οι μέρες
της περιπλάνησης.
Ελευθερώνομαι απ’ τα κουρέλια
που με ντύνουν.
Κάπου εδώ επιστρέφω
κι ορθώνω φράγμα τα κόκκαλά μου.

32
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 33

Η κοιμισμένη λίμνη

Οι ερωδιοί στ’ αρχαία ερείπια


κρατάνε ακόμα τη σβησμένη λαμπάδα,
θηλυκοί κι αρσενικοί οι ερωδιοί
δίνουν στο σκοτάδι αμυδρή νότα
απ’ το ερωτικό τους φτέρωμα.

Οι ερωδιοί αγγελιοφόροι του Χθες,


κήρυκες των εποχών που θα ‘ρθουν,
οι λευκοί ερωδιοί με το πάθος
να σπαθίζει τον εξαίσιο λαιμό τους.

Χίλιες νύχτες λιτανέψανε τη λίμνη.


Χίλιες νύχτες τάισαν τα νούφαρα της
νέκταρ και θεϊκή αμβροσία,
παρακαλώντας την ν’ αναταράξει
τα υγρά παρθένα σπλάχνα της,
παρακαλώντας την ν’ ανοίξει
την κοίτη των ρευμάτων του Χρόνου,
να ελευθερώσει τους γαλήνιους Τιτάνες,
τους θεούς θεματοφύλακες,
τους κοιμισμένους εραστές
της αιώνιας Κόρης.

33
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 34

Οι ερωδιοί στ’ αρχαία ερείπια


γύρω απ’ την κοιμισμένη λίμνη
άλλο δε μένει παρά,
σπάζοντας το φράγμα της υπομονής,
να ξεριζώσουν την καρδιά τους
σαν τελευταία ιερή εξιλέωση
και να τη θάψουν στον υγρό βωμό
κάτω απ’ την πετρωμένη επιφάνεια,
κάτω απ’ τους μακρείς μίσχους
των υδρόβιων λουλουδιών,
κάτω απ’ τους βλαστεμένους κήπους
των πνιγμένων παραδείσων.

Κάτω απ’ τη λίμνη που δεν ακούει


τους τελευταίους ύμνους των ερωδιών.

34
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 35

Η τρίτη απόχρωση του γκρίζου

Δε θα σε ξαναδώ!
Το ξέρω απ’ όταν έπαψε πια
να χορεύει η ελπίδα
στους αχνούς των μεθυσμένων συντρόφων.
Εσύ «πιστός άχρι θανάτου»
μας έντυνες χιτώνες από μαργαρίτες,
υπόσχεση πως κάποτε, ναι,
θα στήναμε καρτέρι στη βάρβαρη κουστωδία,
θ’ αρπάζαμε απ’ τα χέρια τους
τους δωδεκαετείς Μεσσίες.

Δε θα σε ξαναδώ!
Πάει καιρός που μείναμε στη λήθη
ξεχασμένες,
ασώματες ψυχές παρασυρμένες,
άγουρες χρυσαλλίδες στα φτερά του Τυφώνα.
Εσύ θα τρέχεις πάλι
ξωπίσω απ’ τις νεράιδες
στους κήπους που νυχτερεύαμε
με κεριά και φωτοστέφανα.
Εκτοπλασματικοί θα περιμένουν
στιγμή τη στιγμή, μάταια όμως,
να πεταχτούμε απ’ τα φυλλώματα,
με ξύλινα σπαθιά κι αλαλαγμούς,
ν’ αποτρέψουμε τη Σταύρωση.

35
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 36

Ποτέ πια λοιπόν!


Κι ό,τι ζήσαμε, ό,τι χάσαμε,
καρπός κλεμμένος απ’ το δέντρο της Γνώσης.
Η μάνα Νύχτα κλείνει την αυλαία,
έντρομη, σ’ ένα κοινό που μας γιουχάρει.
Ποτέ πια Μάης των ερωτικών λυγμών,
των στεναγμών,
Μάης των οργίων και των λαγκαδιών,
Μάης της Λευτεριάς και της Ανάστασης.

Σ’ άλλους χρόνους, καιρούς μακρινούς,


θα σκεπάσει τον ουρανό
η κραυγή της σάλπιγγας.
Θ’ ακούσουν οι αποδημούντες
τη βροντή του φρέατος
και θ’ αναγαλλιάσουν τα κρανία στους τάφους.
Οι έφηβοι θα ξεχυθούν στους δρόμους
με κεριά και φωτοστέφανα
να πληρώσουν με το χρυσάφι της ψυχής τους
το δικό μας χρέος.

36
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 37

Διηάνειρα

Άσβεστη δίψα των αστεριών τα μάτια σου,


γεύση τα χείλη σου του άγουρου λωτού.
Δυο ήλιοι ισορροπούν στους ώμους σου,
γεύση του άγουρου λωτού, στυφή.

Λεηλατημένο κάστρο το σώμα σου,


τα στήθη σου δυο πύργοι που καπνίζουν.
Το κορμί σου εφόρεσα πικρό χιτώνα,
φαρμακερό με πνίγει το αίμα σου.

Πονώ και δεν υπάρχουν Φιλοκτήτες πια.


Πονώ κι οραματίζομαι τον κόσμο
να ξημερώνει ανάμεσα στα χέρια σου.

Πεθαίνω κι ο Δίας θεό δεν θα με κάνει.


Πεθαίνω γιατί τη γεύση τη στυφή
του άγουρου λωτού έχω αγαπήσει.

37
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 38

Στον αστερισμό του Σείριου

Τέτοιες ώρες μεσημεριάτικες


είναι ίσως η κοφτή ανάσα
του αλατιού και του βράχου
που μας καίει
πιότερο κι απ’ αυτόν τον ήλιο τον άκρατο.
Είναι αγκαθωτό συρματόπλεγμα,
που δαγκώνει τις σάρκες μας οι μέρες
κυκλικές, αλύτρωτες,
χωρίς ανατολές και βασιλέματα.
Πού πήγαν οι νύχτες, αλήθεια,
πού ξοδεύτηκαν;
Πώς ξέκοψε τούτο το νησί
απ’ τη γαλάζια του υπόσταση;
Πού εκτινάχθηκε
και χρόνια τώρα στέκει μετέωρο;
Στον αστερισμό του Σείριου
απάντησε χλωμός ο ποιητής
κι αυτοκτόνησε.
Στον αστερισμό του Σείριου
ακούγεται πάλι
η ηχώ της πεταλούδας
που έκαψε τα φτερά της
στους αφρούς της λάβας.

38
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 39

Φυλακή!
Μερικά τετραγωνικά χιλιόμετρα
τόσο μακριά απ’ τη Γη, Θεέ μου!
Καλοκαιρινοί άγγελοι
με τί θα φύγετε
έτσι που ξεμείνατε εδώ πέρα;
Θα χωνέψετε αίμα και ψυχή
στην άμμο ακρογιαλιών
ορφανεμένων από θάλασσα.

Αστερισμός
σαν την πέτρα και το θάνατο.
Τ' όνειρο σβήστηκε στο νερό
κι άφησε ατμούς και στεναγμό το σίδερο.

39
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 40

Η Ταφή της Άνοιξης


(Στο Γιάννη Μαρούλη που έφυγε τόσο απρόσμενα
στα είκοσι τέσσερα του χρόνια)

Τώρα η λεωφόρος είναι δική Σου


να τη διανύσεις, άφοβα να τρέξεις,
να τελειώσεις το στερνό ταξίδι,
μ’ όλους εμάς, άχρωμες σκιές στα πεζοδρόμια,
να Σε κοιτάμε, εικοσιτετράχρονε ευκάλυπτε,
λάβαρο σιωπής και γαλήνης.

Γιάννη, πού θα κοιμηθείς απόψε;

40
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 41

Αστυάναξ
(στους αγαπημένους μου Λίθιους του Μεγανησιού)

Όταν αναγεννηθώ
Θα κλείσω πίσω μου
τις θύρες της λύπης.
Πάει καιρός που μένω
σ’ αυτό το έρημο κάστρο.
Νεκροί οι στρατιώτες στις επάλξεις του
τη νύχτα γίνονται μονότονη βροχή
που συντροφεύει την αγρύπνια μου.
Ναι, όταν αναγεννηθώ
θα κλείσω πίσω μου
τις θύρες της λύπης.
Θ’ αφήσω μόνο ένα παράθυρο
να μπαινοβγαίνουν τα χελιδόνια,
να χτίσουν τις φωλιές τους
δίπλα σε εικόνες σιωπηλές βυζαντινές,
που άφησα εδώ μέσα
να σκουριάζουν και να ματώνονται.
Όταν αναγεννηθώ
θα ψάξω στον κάμπο των αγέννητων παιδιών
να ‘βρω το τετράφυλλο τριφύλλι,
μια σημαία να παίζει ο μικρός Απρίλης
κι ύσωπο να ραντίσω τους φίλους μου.

Τί να φυτέψω στα χείλη μου μάνα;


Μια μαργαρίτα, ίσως, έναν υάκινθο;

41
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 42

Όταν αναγεννηθώ
γυμνές, ζεστές οι νύχτες του Φλεβάρη
θ’ απλώσουν ανοιξιάτικες ρίζες,
ερωτικές,
να τυλίξουν τις κοπελιές και τους νέους
που σκορπάνε χυμούς ζωής,
Σάββατο βράδυ,
στις πλατείες της πόλης που μας περιμένει.

Όταν αναγεννηθώ
θα χαράξω,
με νύχια πάλλευκα, φωσφορικά,
σημάδια νυφικά
στα μέτωπα των μητέρων
του Άδωνη και του Ιησού.
Ω, μικροί θεοί πάναγνοι της εφηβείας μου,
πού μ’ εγκαταλείψατε της ψυχής μου αγαπημένοι;
Σε ποια κάστρα φαντάσματα;
Σε ποια νεκρικά έλη;
Φωνάζω, δε μ’ ακούτε;
Πού κινήσατε;
Σε ποια εκστρατεία θανάτου, εθελοντές βουβοί;
Δεν μπορώ πια να σας αγγίξω, πνίγομαι.
Κι εγώ πώς ν’ αναγεννηθώ;
Σε ποιο τόπο, σε ποια εποχή
να περιμένω τη νεκρανάσταση μου;
Πού μαδάτε τα πέταλα σας,
ανέραστα άνθη;

42
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 43

Όταν αναγεννηθώ
θα δίνουν στα παιδιά τα κυκλάμινα
μέλι και γάλα.
Όταν αναγεννηθούμε, αδέρφια μου,
απέραντα λιβάδια θα σείονται
και θα προσφέρουν δροσερή γη
στα βασιλικά μας όνειρα.

43
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 44

Αποκάλυψη

Πού είσαι νοσηρέ ήλιε,


θάμπωμα της άγουρης της κορασιάς
που χτυπάει τις ώρες στο ικρίωμα;
Πού είσαι θάλασσα του βούρκου
και του υδρόθειου,
όταν ο σκύλος στη γωνιά δε ζητιανεύει;
Βιώνει άγρια την περηφάνια του
δίπλα σε μια κανάτα πονετικό νερό.
Αύριο τα σπλάχνα του
θα στέκουν εκεί, στο ίδιο μέρος,
πετρωμένα βαβυλωνιακά τρόπαια,
αψίδα στη συμβολή της λεωφόρου.

Πού είσαι ελαιώνα λυμφατικέ,


λίκνο βρυών και λειχήνων;
Κάτω απ’ τις ρίζες σου,
κάτω απ’ τα πόδια σου, ανυποψίαστε διαβάτη,
ένα βουβό ποτάμι αργοκυλάει,
κλώθει τους άλιωτους νεκρούς του.

44
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 45

- Άψινθε, Άψινθε, έβενε μου,


πού θα γεννηθείς;
- Κάτω από έναν τέτοιο ήλιο νοσηρό,
μέσα στη θάλασσα του βούρκου.
Στον ελαιώνα των λειχηνών,
που τρέφει τα παιδιά του
λάδι του νεκροπολτού.
- Άψινθε, Άψινθε, έβενε μου
πού θα ζήσεις;
- Στον ίσκιο της αιωρούμενης κορασιάς.
Στην κώχη του σκύλου με τη στυφή περηφάνια
και το νερό της συμπόνιας.
Στην πόλη αυτή συνδαιτημόνας
της μοναξιάς και του θανάτου.

45
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 46

Των ζωντανών κυττάρων

Αδέρφια μου!
Πόσες ακόμα μέρες αγρύπνιας;
Πόσα μάτια γύρω μας
να ηλεκτρίζουν το σκοτάδι;
Σε πόσες καρδιές, σε πόσες φλέβες
να κυλήσει το αίμα μας
και να μην πήξει;
Πόσους ακόμα τοίχους
να ρίξει η κραυγή μας;

Ας βρίσκαμε μια κώχη βράχου


ν’ αποθέσουμε την πληγή μας.
Μια σπιθαμή ξερό χώμα
να στεγνώσουμε τα κόκαλα μας.
Ωιμένα, νεκροί!
Στην απέραντη Νιρβάνα σας
πόσο ευτυχισμένοι είσαστε!

46
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 47

Νταμάρι
(Μόνο να θυμάσαι μπορείς πια και να πληγώνεσαι)

Τί με κοιτάζεις;
Πληγή είμαι, χάσκω.
Υδράργυρος κυλάει και φεύγει
απ’ των νεραϊδογέννητων τα χέρια
στης Λήθης τη βραχόριζα πιο κάτω
το αίμα,
ο διάφανος του Ποσειδώνα ιχώρας.

Τί με κοιτάζεις;
Ντροπή, ντροπή τη μάνα του κυκλάμινου
γυμνή να βλέπεις,
ανασκολοπισμένη πέτρα αυτή
που πάντα φίλευε αέρινα δυο φύλλα ύσωπο,
ψυχές στις φυλλωσιές
που μοσχομύριζαν
το απόβροχο των φιλιών μου.

Τί με κοιτάζεις;
Νταμάρι τώρα πια.
Λεπίδα μαύρη από φωτιά και σίδερο,
λεπίδα σκοτεινή με κατατρώει.
Φως, φως που χτυπάς
στην απόκρυφη σάρκα μου μαχαίρι,
φως που εξαγνίζεις μάταια
τους γκρεμισμένους ασπάλαθους,
ω, πόσο ντρέπομαι.

47
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 48

Προς μαρτυρία

Υπερισχύστε λοιπόν πάνω στο σώμα


το άβουλο, το δεκτικό του κόσμου τούτου.
Αλήθεια, τί συνέλαβαν
οι γαστέρες των θηλέων σας;
Σήψη που νανουρίστηκε υπομονετικά
με τα σουξέ της εποχής
και τα χαϊδέματα της υποκρισίας;
Και πώς οι αμφιβληστροειδείς δεν εξερράγησαν
από συγκερασμένο φθόνο;
Και πώς οι αλέθοντες
δεν βλάστησαν αιχμηροί
πάνω και κάτω από τα χείλη της Μέδουσας
στην τόση επιθυμία να εισχωρήσουν βαθιά
στη σάρκα των Σαμαρειτών;
Ε, φρουροί, φρουροί ταγμένοι
στο πρώτο κάλεσμα της φρυκτωρίας.
κοιτάξτε τους άλλη μια φορά.
«Γνωριστήκαμε σε φιλντισένιους υπνόκοσμους»,
αυτό να λέτε.

48
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 49

Αδέρφια, συγγενείς, παιδικοί φίλοι,


όλα σκιές σ’ ένα ψεύτικο όνειρο.
Εσείς το νου σας μόνο,
αυτιά και μάτια στην τριζοβολιά της θράκας,
στη σάλπιγγα και στη φωνή
των Υπερβορείων.
Αφήστε τους μέσ’ στην καμπίσια αποφορά τους.
Αφήστε τους να κυνηγούν
και να στοιβάζουν σαλαμάνδρες,
πότε σοβαροί στη δυστυχία τους,
πότε μεθυσμένοι απ’ τον ατμό της καβαλίνας.
Ναι, γνωριστήκαμε σε φιλντισένιους υπνόκοσμους.
Ακόμα λίγο, λίγο ακόμα, ακόμα λίγο.
Και θα τους δούμε όταν γυρίζουμε πετώντας,
αναπολόγητους πάντα,
με πρόσωπα από σμάλτο,
με χείλη έρποντα,
και μυαλά σκωληκόβρωτα
να διεκδικούν από τα πετεινά του Αρμαγεδώνα,
να ξεδιαλέγουν βρίζοντας απ’ το σωρό
τα κομμάτια τους.

49
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 50

Εαρινό χώμα

Νησί μου, πικρό μου νησί!


Στις φιλημένες άκρες των ποδιών σου
απόθεσα νύχτα τα όνειρα μου κοράλλια
και στ’ ανοιξιάτικα ασφοδίλια σου
ξέφρενα πεταλούδισε η ψυχή μου η παιδική.

Νησί μου, πικρό μου νησί!


Με την ελιά ν’ απαλαίνει
το βαθύ πόνο σου βράχε
και την αγράμπελη ν’ αγκαλιάζει
τη μοναξιά σου ελιά.

Πικρό μου νησί!


Τα πέτρινα κουφάρια των κουρσάρικων σου
με τα πανιά ολάνοιχτα στον Μπάτη
κάνουν ρεσάλτο
στο τρεμόσβηστο είδωλο του φεγγαριού.
Φωτιά η γη σου,
κι οι ήρωες σου από το χώμα σου ανεβαίνουν
και ζωή παίρνουν
στις θεοφόρες κοιλιές των κοριτσιών σου.

50
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 51

Ω, ελιά και πέτρα,


κισσέ και πέτρα,
του λόγγου μεθυσμένη αγριομέλισσα,
στερνή και μένα πεθυμιά μου
στη γη σα γείρω να γίνω ένα
σάρκα στη σάρκα κι αίμα στο αίμα σας,
πνοή μέσα στα κύματα του αγέρα
κι ηχώ μέσ’ τη δική σας τη φωνή.

Εκεί που ο φλοίσβος ερωτεύεται


τους χρυσοκίτρινους ασφελαχτούς σου
απόθεσα νύχτα τα όνειρα μου κοράλλια,
νησί μου, πικρό μου νησί!

51
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 52

Υπέρ οίνον

Απόψε, ο παρθενικός χιτώνας της Αθηνάς


λύθηκε απ’ τους γιους
κάποιας νυχτερινής αύρας
και τα θεία πόδια της Αρτέμιδας
λύγισαν γλυκά
σε ικεσία σιωπής.

Απόψε, η Κύπριδα η αγαπημένη


μ’ έλουσε οπτασία του φεγγαρόφωτου,
μαλλιά κύματα που χύθηκαν στις φλέβες μου,
χυμούς του έβενου και της γαρδένιας.
Μόσχο απ’ τους δίδυμους ερωδιούς,
μικρούς που σπαρταρούσαν
κάτω απ’ τη ντροπαλή της θεάς εσθήτα.

Ω, απόψε στα δώματα των αθανάτων


με νέκταρ και αμβροσία,
ποθητά της Ήβης κεράσματα,
αρχαίος, πες, μια νύχτα θεός,
του Δία γιος έγινα.
Του Δία και της Ήρας γιος.
Γλυκός συνεραστής
του Βάκχου και του Απόλλωνα.

52
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 53

Ποίηση Νέα
(Για την αγαπημένη μου φίλη Ντίνα)

Είπες, δεν μου αρέσει η ποίηση,


δεν μελετάω ποιητές.
Τί ξέρει το δάσος για τα δέντρα;
Τί ξέρει για τις κιτρινωπές λειχήνες
που ματώνουν τα νύχια του ερωδιού
στη ρίζα του γερο πλάτανου;
Τί ξέρει, αλήθεια, το κατάγλαυκο χρώμα του ουρανού
για τ’ αστέρια που ξεδιπλώνονται
όταν στρέφει το πρόσωπο του στους αντίποδες;

Είπες, δεν μου αρέσει η ποίηση,


δεν μελετάω ποιητές.
Άραγε, ένοιωσες τους τριγμούς του γαλαξία,
την ίδια στιγμή,
όταν μύδρος ξεκόλλησε απ’ τον πυρήνα
και στάθηκε, πώς αλήθεια, χρυσή χάντρα
στα κατάμαυρα μαλλιά σου;
Αλήθεια πέθανε η ποίηση;
Και ποιά ειν’ αυτή η γαλάζια σπίθα
που ταξιδεύει στα μάτια σου;
Και πώς στον Ελικώνα οι νύμφες
σου γνέφουν τρυφερά, σε προσκυνάνε;
Πέθανε η ποίηση, ναι, ίσως.
Γεννήθηκε ξανά, Ποίηση Νέα.

53
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 54

Εφιάλτης

Το τελευταίο
ανεβοκατέβασμα των μιταριών.
Η σαΐτα
που στερνή φορά πετάει κι υφαίνει.
Το τελευταίο χτύπημα στο υφάδι.

Και ο Δράκος ανεβαίνει τις σκάλες,


ανεβαίνει τις σκάλες.

Η τελευταία ματιά
στο ραγισμένο καθρέφτη.
Το σεντόνι
που στερνό σφίγγεται στο κορμί σου.
Το τελευταίο φίλημα στο είδωλο.

Και ο Δράκος ανεβαίνει τις σκάλες,


ανεβαίνει τις σκάλες.

Μια λέξη ακόμα


κι ύστερα κλείσε το βιβλίο.
Δεν θ’ αποκοιμηθείς ποτέ πια.
Μόνο τα μάτια σου θα κλείνεις στο σκοτάδι.

Και ο Δράκος ανεβαίνει τις σκάλες,


ανεβαίνει τις σκάλες.

54
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 55

Η Τελευταία Ακολουθία

Άνοιξη του σωτήριου έτους 20..


Όταν όλα έχουν τελειώσει.
Όταν το άγος των ισχυρών,
η ανοχή των αδυνάτων,
η ανημπόρια των θεών
έχουν υπογράψει
τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του πλανήτη,
οι μύστες,
χιλιάδες χρόνια τώρα
μεταλαμπαδεύοντας από γενιά σε γενιά
το Φως και τη Λατρεία των Ελευσινίων,
τελούν την τελευταία ακολουθία,
εξιλασμό και κάθαρση
αυτών που τίμησαν τη Ζωή.

Γλυκιά φωνή της καμπάνας,


του σήμαντρου ιεροί χτύποι
σιγήστε τώρα!
Σιωπή ας απλωθεί πάνω απ’ τις μεγάλες πολιτείες,
πάνω απ’ τους οργωμένους κάμπους,
σιωπή πάνω απ’ τους λόφους,
πάνω απ’ τους χαμένους τάφους των προγόνων.

55
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 56

Άσμα νεκρικού δείπνου συνοδεύει


τις Εστιάδες τις λευκοφόρες.
Την ώρα που η Δύση ξεθάβει
Λερναίες και Έχιδνες,
λουσμένες με τη λάμψη της Εκάτης βαδίζουν,
την ιερή φωτιά
τελευταία να σβήσουν, πριν το τέλος.

Πιο πίσω οι αιώνιοι έφηβοι,


οι Αδωνιείς, οι Ναρκίσσιοι,
κρατώντας σβησμένες δάδες
τον Παιάνα δεν θα ψάλλουν στερνή φορά,
τρόπαια νίκης δεν θα φορέσουν.
Μόνο τη στάχτη του Ιουλιανού
θα φέρουν ευλαβικά.
Μόνο τις πράσινες χλαμύδες των παγανιστών
θα ντυθούν.

Κι οι γέροντες κι οι γριές ξέθωροι στο σκοτάδι,


καράβια φαντάσματα παγωμένα στο πηχτό πέλαγος,
κλαίουν, ανασπώνται στους γκρεμισμένους βωμούς,
γέρνουν, κούφια κυπαρίσσια στον άνεμο,
άμοιροι που έζησαν, που είδαν, που άγγιξαν.

56
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 57

Εμπρός, ας αρχίσει η ακολουθία.


Κι ούτε καμπάνες, ούτε σήμαντρα.
Ήσυχα, μυστικά, βουβά!
Έτσι ας τελειώσει η Ιστορία.
Κι ούτε καμπάνες, ούτε σήμαντρα.
Γλυκιά μεταλαβή των αισθήσεων,
γλυκιά του ναού εγκατάλειψη.
Εμπρός, ας αρχίσει η ακολουθία τώρα…
Τώρα ο ουρανός βάφεται με το αίμα των νηπίων,
πορφυρό μετάξι,
ήλιος κατεβαίνει, ήλιος θανάτου.
Τώρα μέλλον πια, ελπίδα η ανυπαρξία.
Τώρα κάθε νομοτέλεια διαψεύδεται.

57
poihmata_erodioi2 5/20/09 1:14 PM Page 58
exo_ero 5/19/09 12:11 PM Page 2
exo_ero 5/19/09 12:11 PM Page 1

MΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

ΜΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ε Ρ Ω Δ Ι Ο Ι

Οι ερωδιοί αγγελιοφόροι του Χθες,


κήρυκες των εποχών που θά ‘ρθουν,
οι λευκοί ερωδιοί με το πάθος
να σπαθίζει τον εξαίσιο λαιμό τους.

ΕΡΩΔΙΟΙ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α

barcode

E K Δ O Σ E I Σ

You might also like