Professional Documents
Culture Documents
Άσκηση και Ευχαριστία-Χρυσόστομος Σταμούλης
Άσκηση και Ευχαριστία-Χρυσόστομος Σταμούλης
Χρυσόστομος Α. Σταμούλης
Αν. Καθηγητής Α.Π.Θ.
1
τυποποίηση, που λησμονεί τη ζωή αυτού του σώματος, που πριν από λίγο
ονόμασα εκκλησιαστικό και καταλήγει δίχως αγωνία και δίχως φαντασία στην
πιο σκληρή μορφή δογματισμού. Εκεί όπου οι λέξεις άνθρωπος και ελευθερία
φαίνεται να μη παίζουν κάποιο ρόλο ή ακόμη και να αγνοούνται. Και όλα αυτά
μέσα από διαδικασίες πολυπλοκότητας, βερμπαλισμού και ιδεολογημάτων·
πρακτικών, δηλαδή, που ακυρώνουν εκ των προτέρων τη δυνατότητα
πραγματικής συμμετοχής του λαϊκού στοιχείου και προβάλουν επιτακτικότερο
από ποτέ το αίτημα για άνοιγμα στην περιθωριοποιημένη και πολλές φορές
λησμονημένη ευαγγελική απλότητα.
Και εξηγούμαι. Αίφνης στα μέσα του αιώνα που πέρασε εμφανίσθηκε η
λεγόμενη «ευχαριστιακή εκκλησιολογία». Πρωτοπαρουσιάσθηκε από τον
πατέρα Ν. Afanassieff, δεν ξέρω γιατί σήμερα κάποιοι τον ξεχνούνε όταν
αναφέρονται σε αυτή ή υποβαθμίζουν εντέχνως την παρουσία και το έργο του.
Στον ίδιο, άλλωστε, ανήκει και ο όρος «ευχαριστιακή εκκλησιολογία», που
χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην παγκόσμια θεολογία σε γαλλικό άρθρο
του, στο περιοδικό Istina, το 19572. Την «ιδέα» του π. Afanassieff προώθησε,
προέβαλε και «διόρθωσε» στην πορεία, όπως ο ίδιος σημειώνει, στα όρια της
Ορθόδοξης θεολογίας, ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης
Ζηζιούλας, τόσο με την διδακτορική του διατριβή, με τίτλο Η ενότης της
Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω επισκόπω κατά τους τρείς πρώτους
αιώνες, στην Αθήνα το 19653, όσο και με τις μετέπειτα μελέτες του, πολλές
από τις οποίες συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο του, ευαγγέλιο για τη δυτική
θεολογική σκέψη, Being as Communion. Studies in Personhood and the Church, στο
Crestwood της Αμερικής το 19854.
Ο λόγος για τον οποίο ο πατήρ Afanassieff προχώρησε στην πρότασή του
αυτή υπήρξε συγκεκριμένος. Η ευχαριστιακή εκκλησιολογία αποτελούσε κατά
την άποψή του την απάντηση στην «παγκόσμια εκκλησιολογία» που
κυριαρχούσε εκείνη την εποχή, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό
επίπεδο.
Η διαφορά των δύο εκκλησιολογιών σαφής. Η παγκόσμια
εκκλησιολογία, τις ρίζες της οποίας πολλοί αναγάγουν στον Κυπριανό
Καρθαγένης, μαζί τους και οι Afanassieff και Ζηζιούλας, είναι μια καθαρά
ιεραρχική εκκλησιολογία, που κατανοεί την καθολικότητα ως το σύνολο των
2
N. Afanassieff, La doctrine de la primauté à la lumière de l’ ecclesiologie, Istina 4(1957), 401-420.
3
Δεύτερη έκδοση της μελέτης, Ι. Ζηζιούλα, Μητρ. Περγάμου, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία
και τω επισκόπω κατά τους τρείς πρώτους αιώνες, εκδ. Γρηγόρη, Εν Αθήναις 1990.
4
Για τη συμβολή της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας των N. Afanassief και Ι. Ζηζιούλα βλ. J. Syty, Il
primate nell’ ecclesiologia ortodossa attuale. Il contributo dell’ ecclesiologia eucaristica di Nicola
Afanassieff e John Zizioulas, εκδ. Pontificum Athenaeum Antonianum, Roma 2002.
2
μερών. Με άλλα και σαφέστερα λόγια, η παγκόσμια εκκλησιολογία αφαιρεί
από την οποιαδήποτε τοπική ευχαριστιακή κοινότητα και συνεπώς την
ευχαριστιακή της σύναξη την καθολικότητα, την οποία αποδίδει αποκλειστικά
και μόνο στο σύνολο των τοπικών κοινοτήτων του κόσμου. Κατά συνέπεια
αφήνει περιθώριο για την ανάπτυξη του πρωτείου και την είσοδο, εάν όχι την
κυριαρχία του επισκοποκεντρισμού και επισκοπομονισμού.
3
ευχαριστιακή εκκλησιολογία που ταυτίζει τον επίσκοπο με την ευχαριστία σε
χώρο εκστατικό, όπου αγνοείται τόσο η εκκλησιαστική κοινότητα και η
κοινωνία, παρόλο τον λεκτικό υπερτονισμό τους, όσο και η φύση και η ιστορία8.
Τούτη η εκστατικότητα, άλλωστε, εμφανίζεται σε όλο σχεδόν το έργο του
Ιωάννη Ζηζιούλα, καθώς διατρέχει με την ίδια ένταση Τριαδολογία
(οντολογική προτεραιότητα του Πατέρα), Χριστολογία και ανθρωπολογία
(διαλεκτική φύσεως και προσώπου), αλλά ακόμη και αυτή την κτισιολογία (ο
Καθαρή απάντηση σε αυτό το θέμα δίνει ο Ι. Φουντούλης, Λειτουργική Α΄. Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία,
Θεσσαλονίκη 1993, σ. 64, όπου με έμφαση σημειώνει: «Προσφάτως αναπτύχθηκε μια περίεργη θεολογία
γύρω από τα αντιμήνσια. Θεωρήθηκαν ότι είναι άδεια του αρχιερέως στον ιερέα για την τέλεση της θείας
ευχαριστίας, ότι κάθε αρχιερέας στην επαρχία του εκδίδει τα δικά του προσωπικά αντιμήνσια, ότι ο ιερεύς
ασπάζεται την υπογραφή του αρχιερέως προς ένδειξη κοινωνίας και υποταγής και άλλα παρόμοια. Αυτά
όλα το λιγότερο είναι αναπόδεικτα, αφού και οι αρχιερείς χρησιμοποιούν αντιμήνσιο και αυτός ο
πατριάρχης, και το ασπάζονται ως αγία τράπεζα, και φυσικά δεν ασπάζονται την υπογραφή τους, και αφού
σ’ όλους τους ναούς μέχρι πρότινος και σήμερα ακόμη χρησιμοποιούνται απαρατηρήτως αντιμήνσια
ποικίλης προελεύσεως και εποχής, που φέρουν ανεξάλειπτη τη σφραγίδα της καθιερώσεως, όπως και η
ιδρυμένη στους ναούς αγία τράπεζα. Πάντως αν αποδειχθεί με σοβαρά τεκμήρια από την παράδοση ότι
έτσι έχουν τα πράγματα, θα είναι μοναδική περίπτωση, κατά την οποία ο αγιασμός και η χρήση ενός
πράγματος στη θεία λατρεία εξαρτάται από ένα μόνο συγκεκριμένο πρόσωπο, οποιαδήποτε ιερατική αξία
και αν έχει αυτό». Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία, «στην ευχαριστιακή σύναξη υπάρχουν οι προεστώτες
και προσφέροντες την Ευχαριστίαν αφ’ ενός, και οι ανταποκρινόμενοι διά του ‘Αμήν’ αφ’ ετέρου…Έτσι το
λεγόμενο ‘λαϊκό στοιχείο’ της Εκκλησίας αποτελεί βασικό στοιχείο της δομής της Εκκλησίας. Όπως δεν
μπορεί να υπάρξει Θ. Ευχαριστία χωρίς λαόν, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και εκκλησία χωρίς λαϊκούς. Και
όπως στην Ευχαριστία δεν νοείται να ηγούνται οι λαϊκοί, έτσι και στην όλη ζωή της Εκκλησίας οι λαϊκοί
αποτελούν το ‘ποίμνιον’, το οποίον ακολουθεί τον ποιμένα, άσχετα αν επειδή πρόκειται για ‘ποίμνιον
λογικόν’ διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα να εκφράζει την γνώμην του επί όλων των θεμάτων, που αφορούν
στην Εκκλησία, αφήνοντας όμως την τελική ευθύνη στους ποιμένες του, οι οποίοι και θα λογοδοτήσουν
ενώπιον του Θεού (Βλ. Α΄Κλημ., οικουμενικές συνόδους κ.λπ.)» ( Ι. Ζηζιούλα, Θεία Ευχαριστία και
Εκκλησία, Το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, σ. 36). Δεν χωρά αμφιβολία, ότι μια τέτοια θέση που αγνοεί
ότι η προσφορά είναι προσφορά ολάκερου του εκκλησιαστικού σώματος και όχι μόνο των προεστώτων,
αφαιρώντας ταυτόχρονα την ευθύνη από τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, την οποία αναγνωρίζει
μόνο στους ποιμένες, -λες και ο λαός δεν θα δώσει λόγο για τον εαυτό του αλλά και για τους ποιμένες του-,
αποτελεί πράξη αποδόμησης της Εκκλησίας, πράξη διαίρεσης του κοινού σώματος, τα μέλη του οποίου
αποκαλύπτοντας την προσωπική τους ελευθερία και ευθύνη αναφέρουν κοινή τη θυσία, κοινή την
προσφορά, κοινή την ευχαριστία. (Για το θέμα βλ. και τη θαυμάσια εισήγηση του Π. Σκαλτσή,
Ερμηνευτικά ζητήματα της ευχαριστιακής αναφοράς των λειτουργιών του βυζαντινού τύπου, στον παρόντα
τόμο. Πρβλ. Ν. Αρσένιεφ-Ν. Αθανάσιεφ-Β. Μπομπρίνσκοϊ-Ο. Κλεμάν, Λαός του Θεού. Δοκίμια
Ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας, μτφρ. Μητρ. Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου, εκδ. Σπορά, Αθήνα
χ.η.ε.). Κοντά σε αυτά αξίζει κανείς να προσθέσει και την άρνηση του Μητροπολίτη Περγάμου να δεχθεί
την ενορία ως καθολική εκκλησία. Γράφει σχετικά: «Όλα αυτά ενέχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα για την
εκκλησιολογία. Υποδηλούν ότι η Ευχαριστία των Ενοριών δεν είναι αυτοτελής και αυτόνομος, αλλά
προέκταση της ευχαριστίας του Επισκόπου, και ότι συνεπώς η ενορία δεν μπορεί να θεωρηθεί ‘καθολική
εκκλησία’, όπως είναι η κάθε τοπική Εκκλησάι ενωμένη περί τον επίσκοπό της, Η αντίθετη άποψη που
υπεστηρίχθη από του Atanasiev και τον Schmemann αναιρεί πλήρως τον επισκοποκεντρικό χαρακτήρα της
Εκκλησίας και καθιστά τον Επίσκοπο μη αναγκαίον όρον για την καθολικότητα της τοπικής Εκκλησίας,
όταν μάλιστα θεωρηθεί η Ευχαριστία ως η κατ’ εξοχήν έκφραση της Εκκλησίας (αφού μπορούμε να έχουμε
πλήρη Ευχαριστία χωρίς τον Επίσκοπο στην ενορία, άρα μπορούμε να έχουμε και πλήρη Εκκλησία χωρίς
αυτόν)» ( Ι. Ζηζιούλα, Θεία Ευχαριστία και Εκκλησία, Το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, σ. 44-45).
8
Βλ. σχετικά τη μελέτη μου, Κάλλος το άγιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αισθητική της Ορθοδοξίας, Β΄
έκδοση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2005, σ. 233εξ. Πρβλ. Ν. Λουδοβίκου, Η αποφατική εκκλησιολογία του
4
καινός κόσμος μοιάζει με έναν κόσμο μείον τη φύση του)9. Άμεσο αποτέλεσμα
όλων των παραπάνω η ιδεολογικοποίηση της πίστης και η αφαίρεση του
πραγματικού νοήματος της ζωής.
5
διάθεσης ανάληψης της ευθύνης για την πορεία στο παρόν, μοιάζει
ταυτόχρονα επικίνδυνη και παραπλανητική.
6
του Θεού των πατριαρχών, των προφητών, των αγίων και των ομολογητών,
των μαρτύρων και όλων όσοι κατέθεσαν την ύπαρξή τους για την άκρα
ταπείνωση, για τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου Λόγο του Θεού Πατέρα.
Η πρόταση, λοιπόν, είναι απλή. Νομίζω πως ήλθε πλέον ο καιρός για
μια ουσιαστική συμβολή. Εκεί όπου η ευχαριστία θα αληθεύει μόνο ως η
καλλίστη έκφραση της ασκητικής πορείας του εκκλησιαστικού σώματος.
Εξάπαντος όχι μόνο του επισκόπου. Εκεί όπου η άσκηση θα αποτελεί τον κοινό
τρόπο, την πράξη αναίρεσης της φιλαυτίας και του εγωϊσμού ολάκερου του
λαού. Οπωσδήποτε όχι μόνο του ασκητή. Αλλά δίχως αμφιβολία και του
επισκόπου και του ασκητή και των λαϊκών. Άλλωστε, η ευχαριστία δεν ανήκει
στον επίσκοπο, όπως και η άσκηση δεν ανήκει στον ασκητή. Πρόκειται για
αθλήματα που τελούνται «παρά πάντα τον βίον»13 και ανήκουν εξίσου σε όλους
όσοι συμμετέχουν ή προσπαθούν να συμμετέχουν ασκητικοευχαριστιακά στην
πορεία του εκκλησιαστικού σώματος. Πρόκειται ουσιαστικά, όπως ήδη τόνισα,
για πράξη αντίδοσης χαρισμάτων και οπωσδήποτε όχι πρακτική ανάδειξης
εξουσιών. Τούτη η αντίδοση δικαιώνει άλλωστε και τη συμβολή, καθώς δεν
υφίσταται συμβολή χωρίς αντίδοση, όπως δεν υφίσταται και αντίδοση χωρίς
συμβολή. Προηγείται η ασκητική έξοδος από την εγωκεντρικότητα, από την
αίσθηση της αποκλειστικότητας της σωτηρίας και ακολουθεί το εισοδικόν στον
κοινό οίκο, στον κοινό τρόπο, στην αγαθοτοπία.
7
μια «εν Χριστώ» καύχηση χωρίς Σταυρό; Μια «εν Χριστώ» καύχηση χωρίς
Εκκλησία; Πως μπορεί να δεχτεί δηλαδή κάποιος την ύπαρξη μιας Εκκλησίας
χωρίς Σταυρό; Και ακόμη περισσότερο, πως μπορεί να δεχτεί ένα Σταυρό
χωρίς Εκκλησία, χωρίς μυστήρια, χωρίς ευχαριστία;
14
Βλ. Ι. Ζηζιούλα, Θεία Ευχαριστία και Εκκλησία, Το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, σ. 41.
8
αγάπης στο επέκεινα. Εκεί όπου κριτήριο της Ορθοδοξίας δεν είναι ο
μοναχισμός, ούτε βέβαια ο επίσκοπος και το ιερατείο, ούτε ακόμη ο λαός, αλλά
η Εκκλησία των συμβαλλομένων με τον Χριστό προσώπων. Εκεί όπου τα πάντα
και εν πάσι Χριστός. Εκεί όπου η αντίδοση των χαρισμάτων αποκαλύπτει ποιο
το αναγκαίο και αληθές και ποιο αυτό που εισέβαλε λάθρα και επιτηδείως.