Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 1

25 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2009 Σελὶς 5η

ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΑΙ ΘΕΤΟΥΝ ΟΝΤΩΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Διευκρινήσεις ἐπὶ τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»
πρεσβυτέρους, διακόνους, ἀναγνῶστες, γικοῦ συγκρητισμοῦ τους, τῆς καθυβρί- δή ἡ (ψευδο)συνοδική δικαίωσι τῆς ἀντι- γνώμης, ἐπειδή ἀποτειχίζουν τόν ἑαυτό Ἐκκλησία.
λαϊκούς πού κατοικοῦν στήν Κωνσταντι- σεως τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Ἱερῶν ευαγγελικῆς παρανομίας, ἀποξένωσε τή τους ἀπό τήν κοινωνία πρός τόν καλού-
«Ὅσοι δέν εἶναι τῆς ἀληθείας δέν
νούπολι, κι ἀκόμη νά τούς δώσῃ καί ἀντί- Κανόνων ὡς αὐστηρῶν ὑπέρ τό δέον καί σύνοδο ἐκείνη ἀπό τήν ἀληθῆ Ἐκκλησία, μενο Ἐπίσκοπο, ἀλλά θά ἀξιωθοῦν καί
εἶναι οὔτε τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας»
γραφο, πρός ἔλεγχο τοῦ αἱρετικοῦ Νε- πεπερασμένου κύρους, διά τοῦ πολέμου ὅπως χαρακτηριστικῶς λέγει ὁ Ἅγιος τῆς ἁρμοζούσης τιμῆς ἀπό τούς Ὀρθο-
(Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς). Ε. Εἶναι δυνατόν νά πλανῶνται τόσοι
στορίου, ὅτι εἶναι ὁμόφρων τοῦ Παύλου φιμώσεως τῶν ὀρθοδόξων φωνῶν καί Θεόδωρος ὁ Στουδίτης· «Ἐξ αἰτίας ἑνός δόξους. Διότι κατηγόρησαν ὄχι Ἐπισκό-
οἰκουμενιστές Προκαθήμενοι καί
τοῦ Σαμοσατέως πού ἀναθεματίσθηκε διά τῆς προσπαθείας ἀλλοιώσεως τῶν ἀνθρώπου δέν ἀποσχιζόμαστε ἀπό τήν πους, ἀλλά ψευδ-επισκόπους καί ψευδο-
«Ἔχομε παραγγελίαν ἀπό τόν ἴδιο τόν σημαίνοντες κληρικοί;
πρίν ἀπό ἑκατόν ἑξήκοντα ἔτη ἀπό τούς λειτουργικῶν καί λοιπῶν κειμένων πρός Ἐκκλησία τῆς ἀπό Βορρᾶ καί δυσμῶν καί διδασκάλους, καί δέν κατακομμάτιασαν Ἰσχυρίζεται ὁ πατριάρχης κ. Βαρθολο-
Ἀπόστολο, ἐάν κάποιος δογματίζῃ ἤ μᾶς
ὀρθοδόξους Πατέρες Ἐπισκόπους»5. μιά περισσότερο «ἀνεκτική» ποιμαντική θαλάσσης, καί μάλιστα καί τῆς ἐδῶ, τήν ἕνωσι τῆς Ἐκκλησίας μέ σχίσμα, μαῖος, καί μετ᾽ αὐτοῦ πολλοί ἄλλοι, ὅτι
προστάσσῃ νά κάνωμε κάτι ἀντιθέτως
πρός τίς αἱρέσεις, οἱ οἰκουμενιστές λοι- ἐκτός βεβαίως ἀπό ὅσους ἐπεκύρωσαν ἀλλά ἐμερίμνησαν νά ἐλευθερώσουν δέν εἶναι δυνατόν, εἶναι «ἀπαράδεκτα
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἀπαραίτητη δια-
ἀπ᾽ ὅ,τι παρελάβομεν, ἀντιθέτως ἀπ’ ὅ,τι
πόν ἀφίστανται τοῦ «νοῦ Χριστοῦ» (Α΄ τήν πρᾶξιν τῆς μοιχείας. Διότι αὐτοί δέν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό σχίσματα καί διαμε- πράγματα», νά ἐπικρίνῃ μία «μειοψηφία»
μαρτυρία καί ἐνημέρωση κάνομε καί
ὁρίζουν οἱ Κανόνες τῶν κατά καιρούς
Κορ. β΄ 16), δηλ. τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου ... Ἐπειδή ρισμούς»27. τήν πλειοψηφία, καί μάλιστα τῶν Προκα-
ἐμεῖς μέ τήν «Ὁμολογία», μολονότι
Συνόδων, Oἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν, νά
καί τῶν θεσπισμάτων Του. Καί ὅπως πα- ὅμως αὐτοί δέν εἶναι Ἐκκλησία τοῦ θημένων τῶν Ἐκκλησιῶν, καί ἐν γένει
στήν φάση αὐτή δέν κατονομάζονται οἱ Ἐδῶ οἱ ἀπόψεις διΐστανται μεταξύ ἀφʼ τῶν Ἐπισκόπων. Θά ἦταν δυνατό νά
μή τόν δεχώμεθα καί οὔτε νά τόν ὑπολο-
αἱρετίζοντες. λαιότερα οἱ εἰκονομάχοι, ἔτσι καί οἱ Θεοῦ, οἱ ἴδιοι ἀληθῶς ἀποσχίζονται ἀπό ἑνός ὅσων ὑποστηρίζουν τήν ἀπόλυτη εἰποῦμε πολλά, ἀλλά θά ἀπαντήσωμε διά
γίζωμε μεταξύ τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων»
οἰκουμενιστές ἐμφανίζονται ὡς τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἐξ αἰτίας ἑνός ἰσχύ τοῦ ἱεροῦ Κανόνος, ὅτι δηλαδή
«σωτῆρες» (διορθωτές) τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπου πού ἑνώθηκε μέ αὐτούς (τοῦ τοῦ στόματος τοῦ Αἰδεσιμολογιωτάτου
(Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης).
εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά διακόψωμε μακαριστοῦ καί πολλοῦ π. Γεωργίου
καί θέτουν ἔτσι τόν ἑαυτό τους κάτω μοιχοζεύκτου Ἰωσήφ)»19. τήν μυστηριακή κοινωνία μέ τόν Ἐπίσκο-
2. Ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία ἀφορί-
Φλωρόφσκυ: «Πολύ συχνά τό μέτρον
Συσκοτίζει τά πράγματα
ἀπό τά σχετικά συνοδικά αἰώνια ἀναθέ- Στίς μέρες μας ἦταν ἐπιτυχής ὁ χαρα- πό μας, ἄν προωθεῖ αἵρεσι, ἀφʼ ἑτέρου
ζει καί ἐξω-εκκλησιάζει καί ἀφ᾽
ματα κατά τῶν «διορθωτῶν» τῆς πατε- τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς μει-
κτηρισμός τοῦ Μοναχοῦ Γέροντος Θεο- δέ ὅσων ὑποστηρίζουν τή δυνητική ἰσχύ
ὁ πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος
οψηφίας. Εἶναι δυνατόν νά εἶναι Καθολι-
ἑαυτῆς τούς αἱρετίζοντες
Ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία δέν στερεῖται καμ- Ἐφʼ ὅσον ἀληθῶς ἡ Ἐκκλησία εἶναι ρικῆς Πίστεως13. κλήτου Διονυσιάτου ὡς «αἱρέσεως τοῦ τοῦ Κανόνος, ὅτι δηλαδή ἐπιτρέπεται
μιᾶς διδασκαλίας ἡ ὁποία συντελεῖ στή πρωτίστως καθίδρυμα σωτηρίας καί δευ- κή Ἐκκλησία τό μικρόν ποίμνιον. Ἴσως
Σέ ἄλλες ἐποχές, πρίν παραλύσουν οἱ νεο-νικολαϊτισμοῦ»20, τῆς ἀναγωγῆς τοῦ μέν, εἶναι δυνατή, αὐτή ἡ διακοπή κοινω- ὑπάρχουν περισσότεροι ἑτερόδοξοι πα-
σωτηρία, γιʼ αὐτό ὅποιος ἐντρυφήσει τερευόντως κοινωνία πιστῶν6 καί σʼ μηχανισμοί ἀμύνης τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἀνθρωπίνου ἔρωτος σέ ἐφαλτήριο πρός νίας, χωρίς ὅμως νά ἐπιβάλλεται. Δέν θά
στά Πατερικά συγγράμματα φιλαλήθως Αὐτήν «τό ἀνθρώπινον εὑρίσκεται ἐν ρά ὀρθόδοξοι. Εἶναι δυνατόν νά ἐξαπλω-
οἰκουμενιστές θά εἶχαν τεθῆ ἐκτός τόν θεῖον ἔρωτα, πρᾶγμα παράλογο γιά εἰσέλθωμε ἀκόμη στό θέμα αὐτό. θοῦν οἱ αἱρετικοί παντοῦ, ubique, καί νά
καί ὄχι φιλαύτως καί φιλεμπαθῶς εὑρί- πλήρει ἐξαρτήσει ἐκ τοῦ θείου παράγον- Ἐκκλησίας ὄχι μόνον «τό γε ἐπʼ αὐτοῖς» τήν ἐκκλησιαστική Παράδοσι. Τό θέμα
σκει ἀπάντησι στίς ἀνησυχίες του. «Πάν- τος»7, ἕπεται ὅτι ἡ εἰσαγωγή τῆς αἱρέσε- Πάντως, ἀκόμη καί στή δεύτερη περί- καταλήξῃ ἡ Ἐκκλησία εἰς τό περιθώριον
(ὅσον ἐξαρτᾶται ἐξ αὐτῶν), ἀλλά καί «τό τοῦτο, μολονότι δέν εἶναι κυρίως θεολο- πτωσι, ἡ Ἐκκλησία ἐπαινεῖ τή διακοπή τῆς Ἱστορίας ἤ νά ἀποσυρθῇ εἰς τήν
τα εἶναι ὁλοφάνερα σέ ὅσους ἐννοοῦν ως, ἀντίκειται οὐσιαστικῶς στό ἔργο ἐπί τῇ Ἐκκλησίᾳ» (ἀπό τήν πλευρά τῆς γικό (τριαδολογικό ἤ χριστολογικό), κα-
καί ὀρθά σέ ὅσους ἀναζητοῦν τή γνῶσι». τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή καταργεῖ τή χάρι κοινωνίας, δηλαδή τόν ἐξω-εκκλησιασμό ἔρημον. Αὐτό συνέβη κατʼ ἐπανάληψιν
Ἐκκλησίας) μέ συνοδική ἀπόφασι, διά θίσταται ὅμως δογματικό, ἐπειδή ἀλλοι- τοῦ αἱρετίζοντος Ἐπισκόπου ἀπό τό εἰς τήν Ἱστορίαν καί εἶναι πολύ πιθανόν
Αὐτές τίς ἡμέρες προέκυψε κάποια τοῦ Θεοῦ ἐπί τῶν αἱρεσιαρχῶν καί τῶν τῆς ἀκοινωνησίας καί τοῦ ἀφορισμοῦ, ώνει τή σωτηριολογία τῆς Ἐκκλησίας,
ὀπαδῶν τους καί διαρρήσσει τήν προσω- ὀρθόδοξο Ποίμνιό του, πρᾶγμα πού ση- νά συμβῇ καί πάλιν ... Τό καθῆκον τῆς
ἀπορία καί συζήτησι ἐξ αἰτίας τῆς φρά- ὡς φανερῶς ὁμόφρονες παλαιῶν καί νέ- ὡς πρός τόν ἐσταυρωμένο καί ἀφιλήδο- μαίνει τί; Ὅτι οἱ αἱρετίζοντες Ἐπίσκοποι, ὑπακοῆς παύει, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος παρεκ-
σεως «[οἱ οἰκουμενιστές] θέτουν οὐσια- πική τους σχέσι μέ τόν Χριστό καί τήν ων αἱρετικῶν καί ὡς βλαπτικοί στήν νο χριστιανικό βίο.
ἑνότητα μέ τούς ὑπολοίπους πιστούς. καί πρό συνοδικῆς ἀποφάσεως, ὡς ἐπι- κλίνῃ ἀπό τόν καθολικόν κανόνα καί ὁ
στικῶς ἑαυτούς ἐκτός Ἐκκλησίας», τῆς Ἑκκλησία. Ἀλλά σήμερα εἶναι πάμπολλες οἱ αἱρε- κίνδυνοι, τίθενται ἐκτός τῆς Προσκο- λαός ἔχει τό δικαίωμα νά τόν κατηγο-
παραγράφου §8 τῆς ἀξιεπαίνου «Ὁμολο- Αὐτό εἶναι φανερό τοὐλάχιστον ἀπό
τρία γνωστά σέ ὅλους μας περιστατικά. τικές ἀποφάσεις κάτωθι τῶν ὁποίων μιδῆς καί Θείας Λειτουργίας τῶν Ὀρθο- ρήσῃ, ἀκόμη δέ καί νά τόν καθαιρέσῃ»33.
γίας Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», ἔχουν θέσει τίς ὑπογραφές τους οἱ δόξων, ἄρα καί «οὐσιαστικῶς» ἐκτός
ἡ ὁποία ἀποτελεῖ σταθμό στή σύγχρονη Ἀπό τήν ἐμφάνισι τοῦ Κυρίου μέ σχισμέ- Εἶναι ἱστορικῶς χαρακτηριστική ἡ
Β. Διαφορά τῆς ἀνοχῆς τῆς Ἐκκλησίας
νο χιτῶνα στόν Ἅγιον Πέτρο Ἀλεξαν- Οἰκουμενιστές μαζί μέ τούς ἑτεροδό- Ἐκκλησίας. Ἐκτός ἐάν οἱ προτεσταντί- ἀντιπαράθεσι τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ
ἐκκλησιαστική ἱστορία. Τήν ἀπορία αὐτή ξους. Ἀρκεῖ π.χ. ἕνα βλέμμα στά κείμενα ζοντες (κατ᾽ ὄνομα) ὀρθόδοξοι Οἰκου-
στά βαρέα ἁμαρτήματα ἀλλά ὄχι
θέλομε νά σχολιάσουμε ἐπεξηγημα- δρείας, πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης Ὁμολογητοῦ, ἑνός ἁπλοῦ Ἡγουμένου,
τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκο- μενιστές ἀμφισβητοῦν τούς θεοπνεύ-
στήν αἵρεσι.
τικῶς, ἀφοῦ ἄλλωστε ὑπογράψαμε καί τοῦ Ἀρείου, διά τῆς ὁποίας ἐμφανίσεως Μέ ὅσα λέγομε δέν εἰσηγούμαστε τήν ἔναντι τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς
ὁ Κύριος προειδοποιεῖ τήν Ἐκκλησία προτεσταντική θεωρία περί «ἀοράτου σμίου Συμβουλίου «Ἐκκλησιῶν» στό στους ἱερούς Κανόνες, γιά τούς ὁποίους πού εἶχαν πέσει στήν αἵρεσι τοῦ μονοθε-
ἐμεῖς τήν «Ὁμολογία». Ἡ ἐνασχόλησι Porto Alegre τό 2006, γιά νά μᾶς πείσῃ ἔχει ὀρθῶς λεχθῆ, ὅτι: «Ὁρίσθηκε ἀπό
τοῦ ἰδίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐναντίον τοῦ αἱρεσιάρχου. Ὅπως λέγει Ἐκκλησίας» (ὅτι ἄλλα εἶναι τά ὁρατά καί λητισμοῦ (ΚΠόλεως, Ἀλεξανδρείας καί
ἡ σχετική διήγησι ὁ Κύριος προειδοποί- ἄλλα τά πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλη- περί τῆς ἀπό μέρους τῶν «ὀρθοδόξων» τούς Ἁγίους Πατέρες, ὅτι πρέπει καί με- Ἀντιοχείας). Τώρα ἀπό πολλούς ἐπισκό-
κ. Βαρθολομαίου πρό ὀλίγων ἡμερῶν μέ ἀποδοχῆς τῆς προτεσταντικῆς θεολο- τά θάνατον νά ἀναθεματίζωνται ὅσοι
τήν φράσι αὐτή, δείχνει πόσο ἐνοχλήθη- ησε τὀν Ἅγιο Πέτρο Ἁλεξανδρείας νά σίας), ἀλλά ὀρθοδόξως ταυτίζομε τήν πους κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς,
μή δεχθῆ οὔτε ὁ ἴδιος τόν Ἄρειο σέ κοι- Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἐπί γῆς γίας. Γιά παράδειγμα, στό Porto Alegre, ἁμάρτησαν εἴτε στήν Πίστι εἴτε στούς πού ἐπισημαίνουν μέ τήν «Ὁμολογία»
καν οἱ Οἰκουμενιστές ἀπό τό θαρραλέο ὑπέγραψαν οἱ Οἰκουμενιστές, μεταξύ Κανόνες»28.
ἀλλά νηφάλιο αὐτό κείμενο. Συνεσκότι- νωνία, οὔτε οἱ διάδοχοί του, Ἀχιλλᾶς καί ὁρατή Ἐκκλησία, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τήν παρέκκλιση τοῦ Οἰκουμενικοῦ καί
Ἀλέξανδρος8. Ἀπό ἄλλο περιστατικό, κα- ἀκόμη καί τούς πάσχοντας δεινῶς ἀπό ἄλλων ἀπαραδέκτων, ὅτι ἔχομε κοινή ἄλλων πατριαρχῶν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία,
σε ὅμως τά πράγματα, διότι κατά τόν πα- κλῆσι μέ τούς Προτεστάντες21 (τούς με-
ραπλανητικό ἰσχυρισμό τοῦ κ. Βαρθολο- τά τήν προσευχή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τήν ἁμαρτία. Εἶναι γνωστά τά περιστατι- ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἀπαιτεῖ ὑπακοή καί
ταξύ τῶν ἄλλων ὑβριστές τῆς Θεοτόκου
Δ. Θεωροῦν ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ ἅγι-
μαίου ὅσοι ὑπογράψαμε τήν «Ὁμολο- Κωνσταντινουπόλεως κατά τοῦ Ἀρείου, κά μέ τόν Ἀνανία καί τήν Σαπφείρα (Πρά- ἀπειλεῖ. Δέν μᾶς ἐπιτρέπει οὔτε νά ἀνη-
μετά τήν ψευδῆ μετάνοια τοῦ Ἀρείου ξεις ε΄ 1-11), τόν αἱμομίκτη τῆς Κορίνθου καί εἰκονομάχους), ὅτι οἱ δογματικές συχοῦμε, πολύ περισσότερο νά τόν κα-
οι Πατέρες ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας
γία» ἐξωεκκλησιάσαμε τούς Οἰκουμενι- μας διαφορές εἶναι νόμιμες, ἀφοῦ «ἡ
καί τήν ἀποδοχή του ἀπό τόν Αὐτοκρά- (Α΄ Κορ. ε΄ 1-5), καί κάθε εἴδους ἁμαρτω- τηγορήσουμε καί νά τόν καθαιρέσουμε,
ὅσους ἑτεροδιδάσκουν καί καινοτο-
στές, δηλαδή τούς βγάλαμε ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία καλεῖται νά φανερώνει τή μο- ὅπως λέγει ὁ π. Φλορόφσκυ.
Ἐκκλησία, πρᾶγμα ἐντελῶς ἀνακριβές. τορα Μ. Κωνσταντῖνον· ἀποτέλεσμα τῆς λό, ἀκόμη καί τούς ἀμετανοήτους. Λοι-
μοῦν στήν Πίστι;
προσευχῆς αὐτῆς τοῦ Ἁγίου ἦταν νά πόν δέν ἰσχυριζόμαστε ὅτι γενικῶς ὅλοι ναδικότητά της μέσα σέ εὐρεῖα διαφο- Θέλομε νά ὑπενθυμίσωμεν ἐν πρώ-
ἀποθάνῃ ὁ Ἄρειος, προτοῦ ἔλθῃ σέ κοι- οἱ ἁμαρτωλοί θέτουν ἑαυτούς ἐκτός ρετικότητα»22, ὅτι ἡ θεολογία ἔχει μόνο τοις, τή φράσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
νωνία μέ τήν Ἐκκλησία. Σχολιάζοντας τό Ἐκκλησίας! Οἱ οἰκουμενιστές εἶναι τυ- σχετική ἰσχύ23 καί ὅτι ἡ συμπροσευχή Θεολόγου, τήν ἀναφερόμενη σέ ὅσους
ΣΤ. Οἱ μεγάλοι ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι μέσον προωθήσεως τῆς ἑνότητος ἀκολουθώντας τίς αἱρέσεις ἀφίστανται
Α. Τί σημαίνει ἡ φράσι «θέτουν οὐσια-
γεγονός αὐτό, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος πα- πικῶς ἐντός Ἐκκλησίας, ἀλλά ὡς μή ὑγιῆ
ἦσαν μεγαλοσχήμονες κληρικοί καί
τῶν «ἐκκλησιῶν»24· καί μετά νομίζομε τῆς Ἐκκλησίας· «ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλʼ
στικῶς ἑαυτούς ἐκτός Ἐκκλησίας»
Ἐπί τοῦ προκειμένου ζητήματος, εἶναι ρατηρεῖ: «Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἀφοῦ μέλη, μέχρι συνοδικῆς καταδίκης τοῦ
δή Πατριάρχες
σαφές ὅτι στήν «Ὁμολογία» μέ τήν ἐπί- ἐδίκασε μέ βάσι τόσο τίς ἀπειλές τῶν πε- Οἰκουμενισμοῦ, ὁπότε θά ἐλεγχθῆ συνο- ὅτι δέν ἐμπαίζομε τόν Θεό, ψάλλοντας οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν· εἰ γάρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν Ἄς μή μᾶς φοβερίζουν λοιπόν οἱ
μαχη φράσι «ἐκτός Ἐκκλησίας»: (α) Δέν ρί τόν Εὐσέβιον (αἱρετικῶν) ὅσο καί τήν δικῶς ἡ προαίρεσί τους, ἐάν προτιμοῦν στήν Παναγία Θεοτόκο, «ἄλαλα τά χείλη μεμενήκεισαν ἄν μεθʼ ἡμῶν· ἀλλ᾽ ἵνα φα- Οἰκουμενιστές μέ τούς βαρεῖς ἐκκλη-
γίνεται λόγος περί ἐγκυρότητος τῶν Μυ- προσευχή τοῦ Ἀλεξάνδρου, κατέκρινε τήν αἵρεσι ἀπό τήν ἀλήθεια ἤ ἄν ἔχουν τῶν ΑΣΕΒΩΝ τῶν μή προσκυνούντων νερωθῶσιν ὅτι οὐκ εἰσί πάντες ἐξ ἡμῶν» σιαστικούς τους τίτλους. Ἀντιθέτως, ἄς
στηρίων τῶν Οἰκουμενιστῶν, δηλαδή πε- τήν ἀρειανική αἵρεσι, δείχνοντάς την διάθεσι νά μετανοήσουν. Ἡ μέχρι τώρα τήν Εἰκόνα Σου τήν σεπτήν»; (Α΄ Ἰω. 2, 19). Ἡ φράσι εἶναι σαφής, περί ἐνθυμηθοῦν ὅτι ἴσως ἡ Ἐκκλησία ΚΠό-
ρί τοῦ ἄν πράγματι συνιστοῦν ἤδη κοινό- ἀναξίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας πορεία τους πάντως δεικνύει ὅτι ὁ σχετι- Ἄν λοιπόν, ἡ ἀλλοίωσι τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ ὅτι οἱ «ἀλλοτριόφρονες», ὅσοι πι- λεως κατέχει μεταξύ τῶν ἀρχαίων Πα-
τητα αἱρετικῶν (δηλ. ἐξω-εκκλησιαστική καί φανερώνοντας σέ ὅλους, ὅτι ἀκόμη κισμός ἔχει γίνει γι΄ αὐτούς δυστυχῶς σέ πρακτικά θέματα βίου συνιστᾷ αἵρεσι, στεύουν διαφορετικά ἀπό τήν Ἐκκλησία τριαρχείων καί μία ἄλλη πρωτιά (ἐξαι-
ἄνευ χάριτος) ἤ ὄχι, καί συνεπῶς δέν γί- κι ἄν ἔχῃ προστασία ἀπό τόν Βασιλέα καί ἀμετανόητη πίστι. κατά τά ἀνωτέρω, πολύ περισσότερο «οὐσιαστικῶς» δέν εἶναι ἐξ ἡμῶν, ἀκόμη ρουμένης τῆς πάλαι ποτέ Ἐκκλησίας
νεται λόγος περί τοῦ ἐξω-εκκλησιασμοῦ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλʼ ὅμως ἀπό εἶναι αἵρεσι ἡ ἀναγνώρισι καί ἀποδοχή καί ὅταν παραμένουν τυπικῶς μεθʼ Ρώμης), τήν ὁποίαν ποτέ δέν προβάλλει·
τους· ἡ ἀναφορά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πα- τήν ἴδιαν τήν Ἐκκλησία κατεκρίθη ... τῶν δογμάτων τῶν αἱρετικῶν ὡς «νομί- ἡμῶν. Ἡ μεταγενέστερη αὐτόβουλη εἶναι τά «πρωτεῖα» σέ αἱρεσιάρχες καί
Διότι ὄχι ἄλλος, ἀλλʼ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ μων τοπικῶν διαφορῶν» κατά τούς ἀπόσχισί τους, ἡ ἀπομάκρυνσί τους ἀπό αἱρετικούς Πατριάρχες, τά ὁποῖα θά
1. Ἄλλο πρᾶγμα οἱ προσωπικές ἁμαρ-
τριάρχου σέ «ἐξω-εκκλησιασμό», ἄν δέν
ἀποτελεῖ εἰρωνεία, πάντως θολώνει τά βλασφημούμενος ἀπό αὐτούς (τούς οἰκουμενιστές καί τό κατά σύνθημά τήν Ἐκκλησία, ἁπλῶς φανερώνει, κατά ἠμποροῦσαν νά ἀποτελέσουν ἀντικείμε-
τίες καί ἄλλο οἱ μεταδιδόμενες

γεγονότα. (β) Τό ἐπίρρημα «οὐσια- αἱρετικούς ἀρειανούς) κατέκρινε τήν τους «ἑνότης ἐν τῇ διαφορετικότητι» τόν Θεολόγο, ὅτι καί πρό τῆς ἀποσχίσε- νον εἰδικῆς μελέτης. Νά ὑπενθυμίσωμε
πλάνες
Ἐπίσης, ἄς προσεχθοῦν καί τά ἑξῆς: ώς τους δέν ἦσαν πράγματι «ἐξ ἡμῶν», μόνον μερικούς; Μακεδόνιος ὁ πνευμα-
στικῶς» ἀναφέρεται στήν ἀόρατη καί αἵρεσι πού συνεστήθη ἐναντίον Του· καί (unity in diversity).
οὐσιώδη σχέσι τῶν Οἰκουμενιστῶν μέ ἀκόμη ἔδειξε, ὅτι κι ἄν τώρα ὁ βασιλεύς Ἡ μετά προθέσεως καί ἐπιμονῆς καί δέν ἦσαν «οὐσιαστικῶς» πιστοί. Οἱ τομάχος (342-346 καί 351-360), Νεστό-
τήν Ἐκκλησίαν ὡς Σῶμα Χριστοῦ, Σῶμα Κωνστάντιος ἐκβιάζῃ τούς ἐπισκόπους πονηρίας εἰσαγωγή καί καλλιέργεια Οἰκουμενιστές, εἴτε ὡς νέα αἵρεσι (αὐτή ριος ὁ σχίστης τῆς θεανδρικῆς ὑποστά-
τό ὁποῖον ἔχει Κεφαλή τόν Χριστό καί γιά χάρι της, ἀλλʼ ὅμως (ἡ αἵρεσις αὐτή) αἱρετικῶν φρονημάτων μεταξύ τῶν τοῦ θεολογικοῦ σχετικισμοῦ καί συγ- σεως τοῦ Χριστοῦ καί Θεοτοκομάχος
3. Ἡ ἀλλοίωσι τῆς Πίστεως τῆς Ὀρθο-

«ζωποιόν ψυχήν» τό Ἅγιον Πνεῦμα διά εἶναι ἀκοινώνητη γιά τήν Ἐκκλησία καί πιστῶν δέν εἶναι προσωπικό ἁμάρτημα κρητισμοῦ), εἴτε κοινωνώντας μέ ὅσους (428-431), Σέργιος (610-638), Πύρρος
δοξίας ποτέ δέν ἔγινε ἀνεκτή ἀπό
τῶν θείων ἀκτίστων ἐνεργειῶν· καί (γ) τό ξένη πρός τούς Οὐρανούς»9. Ἄλλο πα- ὑποκείμενο σέ θεραπεία, ὡς λ.χ. ἡ ἀνα- τήν Ἐκκλησία αἱρετικούς ἤδη ἔχουν ἀποσχισθῇ ἀπό (638-641 καί 654), Παῦλος Β΄ (641-653),
πιό αὐτονόητο: ἡ χρῆσι τῆς αὐτοπαθοῦς ράδειγμα ἔχομε ἀπό τό Βίο τοῦ Ὁσίου φερθεῖσα αἱμομιξία ἤ ἡ ὑπεξαίρεσι, ἀλλά Τέλος, ἡ ὑπό τῶν ψευδαδέλφων ἀλλα- μᾶς, ἐμπίπτουν στήν περίπτωσι αὐτή. Ὁ Πέτρος (654-666) καί λοιποί Μονο-
ἀντωνυμίας στή φράσι «θέτουν ἑαυ- Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ καί διά Χριστόν εἶναι λύμη (καταστροφή), ἡ ὁποία ἀπει- γή τῆς δογματικῆς πίστεως τῆς Ἐκκλη- Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμη- θελῆται· Ἀναστάσιος (730-754), Κων-
τούς» προσδιορίζει καί περιορίζει τόν Σαλοῦ, ὅπου διασώζεται ὑπερφυές ὅρα- λεῖ καί τούς λοιπούς πιστούς καί, ἄν δέν σίας ὑπερβαίνει τά ὅρια ἀνοχῆς καί νεύοντας τήν παραπάνω ἀποστολική σταντῖνος Β΄ (756-766), Ἰωάννης Ζ΄
ἐξωεκκλησιασμό πρός τό παρόν στούς μα τοῦ Ἁγίου Σάββα· ὁ Ὅσιος, ἔχοντας ὑπάρξῃ ἀλλαγή στάσεως, ἐμπίπτει στά «οἰκονομίας» τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς φράσι γράφει κεφαλαιώνοντας: «Διά Γραμματικός (837-843) καί λοιποί εἰκονο-
ἴδιους τούς Οἰκουμενιστές καί ὄχι σέ κά- κάποιαν ἀμφιβολία γιά τά θεολογικά θέ- ἀποστολικά παραγγέλματα περί ἐκδιώξε- ἁμαρτίας· καθώς διαπιστώνει ὁ Καθηγη- τοῦτο λοιπόν ὁ Ἰωάννης εἶπεν ὅτι ἐξ μάχοι · Ἰωάννης ΙΔ΄ Καλέκας ὁ ἀντι-ησυ-
ποιους ἄλλους πού τούς ἐξωεκκλησιά- ματα, εἶδε Σύνοδο Ἁγίων Ἀρχιερέων τῆς ως τῶν ἀλλοτριοφρόνων («μή λαμβάνε- τής Ἰωάννης Καρμίρης «Αὐτονόητον δέ ἡμῶν εὐγῆκαν, ἀλλά δέν ἦτον ἀπό ἡμᾶς, χαστής (1334-1347) κ.ἄ. Μαζί τους καί οἱ
ζουν· δέν ἀναφέρεται στήν ἐπίσημη Θριαμβευούσης Ἐκκλησίας ἐν οὐρανῷ τε αὐτόν εἰς οἰκίαν καί χαίρειν αὐτῷ μή ὅτι ἡ Ἐκκλησία (...) ἀπέκοπτεν ἀνέκαθεν ἤτοι εὐγῆκαν ναί ἀπό λόγου μας, ἀλλά λοιποί αἱρεσιάρχαι πατριάρχαι (π.χ. Διό-
νά ἀναθεματίζῃ τόν αἱρετικό ἀντι-ησυ- λέγετε»14). Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στου- τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καί ἀνεθε- δέν ἦτον καί ἀπό λόγου μας, διατί ἐμά- σκορος Ἀλεξανδρείας, Σεβῆρος Ἀντιο-
πρᾶξι τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν οἰκου- κρυναν ἀπό τήν ἐδικήν μας διδασκαλίαν
μενιστῶν ὡς «ἀλλοτριοφρόνων»1 καί χαστή Ἀκίνδυνο. Ἄς σημειωθῆ, ὅτι ἡ δίτης παραγγέλλει, καί μάλιστα ὄχι περί μάτιζε τούς διαφωνοῦντας περί τήν πί- χείας κ.ἄ.). Καί ταῦτα πρός ἐπιβεβαίωσιν
οὐρανία αὐτή καταδίκη ἔλαβε χώραν δογμάτων, ἀλλά γενικῶς περί τῶν ἐκκλη- στιν ὡς αἱρετικούς ἤ περί τήν διοίκησιν καί ζωήν καί ἐφεύρηκαν ἐδικάς των βλα- τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου Παύλου περί
«αἱρετιζόντων». Οἱ ἴδιοι ἐξωεκκλησιά-
ἐνῷ ὁ Ἀκίνδυνος, πρό ὀλίγου συνοδικῶς σιαστικῶν ἐθῶν, ὅτι «Δέν εἶναι δυνατόν, ὡς σχισματικούς (...), ἐνῷ ἀντιθέτως σφημίας καί αἱρέσεις. Καί δέν ἦτον ἀπό τῶν βαρέων λύκων οἱ ὁποῖοι θά ἐκπηδή-
ζονται. Δέν τούς ἐξωεκκλησιάζουμε τό μέρος τῶν σωζομένων, ἐπειδή ἄν
ἐμεῖς! καταδικασμένος (1341), ἐτύγχανεν ὅμως οὔτε ἡ ἰδική μας Ἐκκλησία (ΚΠόλεως), ἠνείχετο ἐπουσιώδεις διαφοράς περί σουν μέσα ἀπό τούς ἀληθεῖς Ποιμένες
τῆς πολλῆς προστασίας τοῦ ὁμόφρονός οὔτε κάποια ἄλλη νά κάνῃ κάτι, ἔξω ἀπό τήν λατρείαν, μή ἀναγομένας εἰς τήν αὐτοί ἦτον τῶν σωζομένων, ἤθελον μέ- καί οἱ ὁποῖοι θά λαλοῦν διεστραμμένα
Ἐπί τῶν ὡς ἄνω σημείων ἐξειδικεύομε του Πατριάρχου ΚΠόλεως Ἰωάννου Κα- τούς ὑπάρχοντες νόμους καί Κανόνες. οὐσίαν τῆς δογματικῆς πίστεως, καί νουν πάντοτε μέ ἡμᾶς τούς διδάσκον- γιά νά ἕλκουν τούς πιστούς ὀπίσω τους
μέ τά ἑξῆς: λέκα· λέγει ὁ Ὅσιος Σάββας ἐπί λέξει, Διότι ἄν αὐτό συνέβαινε, θά ἦταν ἄχρη- ἄλλας παραλλαγάς καί τοπικά ἔθιμα»25. τας αὐτούς τήν ἀλήθειαν καί τήν τῶν (Πράξ. 20, 10).
ἀφοῦ περιγράφει λεπτομερῶς τό θεῖον στο τό Εὐαγγέλιο, μάταιοι καί οἱ Κανό- Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καθίσταται φανερόν, ψυχῶν αὐτῶν σωτηρίαν»29. Συνεχίζει πα-
ὅραμα: «Ἀνοίγει τότε ἐκεῖνος ὁ φοβε- νες· καί ὁ καθένας τόν καιρό τῆς ἀρχιε- ὅτι ἡ συνεχής παραμονή τῶν «ἀλλοτριο- ρακάτω ὁ Ἅγιος Νικόδημος παραθέτον-
ρατείας του, ἐπειδή τοῦ ἐπιτρέπεται νά
1. Ποιός εἶναι ὁ ἀληθής «ἐξω-εκκλη-
τας χωρίον τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξαν-
Σύνοψι
ρός ἄγγελος τό βιβλίο –τί φρικτό θέμα φρόνων» μέ τούς Ὀρθοδόξους εἶναι πα- Ἐδείξαμεν, ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετίζοντες
πράττῃ ὅ,τι νομίζει, μαζί μέ τούς δικούς δρείας, ὅπου ἡ φράσι αὐτή τοῦ Θεολό-
σιασμός»
Ὁ ἐξω-εκκλησιασμός ὅσων ἐπισκόπων καί ἄκουσμα!- καί λέει: “Ὁ Ἀκίνδυνος, ὁ ραδοσιακῶς ἀδιανόητη, ἐφʼ ὅσον ὑπάρ- κληρικοί, καί ἀνάμεσά τους καί οἱ συνει-
ὑποστηρίζουν ἐμμόνως καί ἀμετανοή- ὁποῖος ἐλάλησε βλάσφημα κατά τῆς τοῦ του, θά γίνῃ νέος εὐαγγελιστής, ἄλλος χει διαπιστωμένη ἀμετανόητη ἐμμονή γου φανερῶς ἐφαρμόζεται μεταξύ δητοί Οἰκουμενιστές, δέν ἀποβάλλονται
τως αἱρέσεις, ἑτεροδιδασκαλίες καί πλά- Θεοῦ Ἐκκλησίας, ὁ δεύτερος Ἰούδας, ὁ ἀπόστολος, ἄλλος νομοθέτης. Ἀλλά μέ στήν ἑτεροδιδασκαλία. Γιά τόν λόγο ἄλλων καί στούς αἱρετικούς γενικῶς, μέν ἀπό τήν ἐπί γῆς Ἐκκλησία αὐτομά-
νες, γίνεται ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας προδότης τῆς εὐσεβείας, ὁ δεύτερος κανένα τρόπο! Διότι ἔχομε παραγγελία αὐτό ἀμέσως μετά τήν ἐμφάνισι ἑτερο- «περί τῶν ὁποίων θά λεγόταν καί πολύ τως («ἐξω-εκκλησιάζονται»), παρά μόνο
προαιρετικῶς μέν ἀμέσως μετά τήν δια- Ἄρειος, πού ἔσχισε ὅπως ἐκεῖνος τήν ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀπόστολο, ἐάν κάποιος διδασκαλίας στούς κόλπους τῆς Ἐκκλη- εὐλόγως· “ Προῆλθον ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά μετά ἀπό συνοδική καταδίκη. Ὅμως
κήρυξι τῆς αἱρέσεως2, ὑποχρεωτικῶς δέ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ὁ ἀποστάτης, ὁ δογματίζῃ ἤ μᾶς προστάσσῃ νά κάνωμε σίας ἐμφανίζεται τό πλῆθος τῶν Τοπικῶν δέν ἦσαν ἀπό ἐμᾶς. Διότι ἄν ἦσαν ἀπό εἶναι θεμιτή ἡ πρός αὐτούς ἀκοινωνησία
ἀφʼ ὅτου κάποια Ὀρθόδοξη Σύνοδος κα- προφανής τῆς ἀληθείας ἐχθρός καί πο- κάτι ἀντιθέτως ἀπ᾽ ὅ,τι παρελάβομεν, καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὁ ὄγκος τῶν ἐμᾶς, θά εἶχαν μείνει μαζί μας”. Αὐτοί, καί ἀποτείχισι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους,
ταδικάσῃ τήν αἵρεσι καί ἐπιτιμήσῃ τόν λέμιος, ἄς εἶναι ἀνάθεμα”. Σʼ αὐτά τά ἀντιθέτως ἀπʼ ὅ,τι ὁρίζουν οἱ Κανόνες δογματικῶν ὁμιλιῶν καί ἐπιστολῶν καί ἔχοντας χάσει τήν θείαν εὐγένειαν καί ἤδη πρό συνοδικῆς καταδίκης, πρός
αἱρετίζοντα ἐπίσκοπο. Τό δεύτερο φαί- λόγια λύνει ἀμέσως τή σιωπή ὁ λαμπρός τῶν κατά καιρούς Συνόδων, Οἰκουμε- τῶν ἀνθολογίων πατερικῶν ἀποσπασμά- ἀφοῦ ἀποχωρίστηκαν ἀπό τό ἱερό καί ἀποτροπήν ἐξαπλώσεως τοῦ κακοῦ τῆς
νεται σαφῶς καί στήν ἐπιστολή τοῦ Ἁγί- ἐκεῖνος χορός τῶν ἀρχιερέων, καί μαζί νικῶν καί Τοπικῶν, νά μή τόν δεχώμεθα των. Ἡ σημερινή κατάστασι, κατά τήν ἐκλεκτό γένος πού δημιουργήθηκε πρός ἑτεροδοξίας. Ἐπίσης, ὅτι ἡ συνειδητή
ου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας πρός τούς μέ ὅλο τό πλῆθος βροντοφωνάζει τά ἴδια καί οὔτε νά τόν ὑπολογίζωμε μεταξύ τοῦ ὁποίαν τό νευρικό σύστημα τῆς Ἐκκλη- σωτηρία (δηλαδή διά τῆς πίστεως στόν ἀλλοίωσι τῆς Πίστεως ὅπως ὁ Οἰκουμενι-
Κωνσταντινουπολῖτες, ἐναντίον τοῦ λόγια: Ἀνάθεμα! Ἡ βοή αὐτή, ἀνάμικτη, κλήρου τῶν ἁγίων· ... Ἐμεῖς, λοιπόν, πού σίας ἔχει —γιά πολλούς λόγους— σχε- Χριστό) θά γίνουν τροφή τοῦ παμφάγου σμός, διαρρήσει καί μυστικῶς «ἐξω-εκ-
αἱρετικοῦ Πατριάρχου τους, τοῦ Νεστο- δυναμώνει ὅλο καί περισσότερο, κι ἐπα- εἴμαστε ἔξω τοῦ κόσμου, δέν ὀφείλομε δόν παραλύσει, δέν σημαίνει ὅτι οἱ ἀλλο- πυρός»30. κλησιάζει» τούς ἀλλοτριόφρονες ἀπό
ρίου, τό ἔτος 430. Παραθέτομε σέ μετά- ναλαμβάνει πολλές φορές τό ἀνάθεμα. τίποτε ἄλλο, παρά τό νά ζητοῦμε καί νά τριόφρονες Οἰκουμενιστές εἶναι ὑγιῆ Εἶναι χαρακτηριστική καί «ἀπό ὀρθο- τήν ἀόρατη, μυστική Κεφαλή τῆς
φρασι: «Ἐπειδή λοιπόν καί ἐξ ὅσων δέν Τότε κι ἐγώ, σάν νά μέ σπρώχνει μιά πράττωμε ἐκεῖνα, ἀπό τά ὁποῖα συνανυ- μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. μέ δυναμική δόξου οἰκουμενικῆς ἐκκλησιολογικῆς Ἐκκλησίας, τόν Χριστό, καί τήν Θριαμ-
παύει νά σᾶς λέγει ἐντός τῶν ἐκκλησιῶν ἀόρατη δύναμη, φωνάζω τά ἴδια λόγια μέ ψούμεθα καί ἀποκτοῦμε ζῆλο. Καί ἄν φορά πρός τήν χριστοποίησί καί θέωσί ἀπόψεως σημαντική» ἡ ἀπάντησι τοῦ βεύουσαν ἐν Οὐρανοῖς Ἐκκλησία, ἀκό-
ἀλλά καί ἐκ τῶν γραπτῶν του ἑρμηνειῶν τούς ἄλλους»10. Εἶναι ἡλίου φαεινότερο, μέν σέ αὐτά ὑπάρχει ἡ ζωή, καλῶς· ἄν τους, ὡς ὤφελε, ἑνωμένοι μέ τήν Κεφα- Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ πρός μη καί ἄνευ «ἐπιγείου» συνοδικῆς κατα-
τόν εὑρίσκομε πεπλανημένο καί δυσ- ὅτι ἡ αἵρεσι καταδικάζεται πρῶτα ἀπό τό ὅμως ὄχι, τότε εἶναι συμφέρον νά εἴμα- λή, τόν Χριστό, «ἑξ οὗ πᾶν τό σῶμα διά τόν αἱρετικό - μονοθελήτη Πατριάρχη δίκης, διότι οἱ αἱρετίζοντες ὁδηγοῦνται
σεβῆ στήν Πίστι ὄχι ὀλίγον, ἀναγκα- «ἀόρατο μέρος τῆς Ἐκκλησίας», τόν στε ἄοικοι καί ἀνέστιοι καί νά περιερχό- τῶν ἁφῶν καί συνδέσμων ἐπιχορηγούμε- ΚΠόλεως Πέτρο, ὅταν ὁ τελευταῖος τοῦ αὐτοπροαιρέτως στήν διά τῆς αἱρετικῆς
Παντογνώστη Θεάνθρωπο καί ὅσους μαστε τήν ὑφήλιο μέ κάθε θλίψη καί στε- νον καί συμβιβαζόμενον, αὔξει τήν ὑπέδειξε ὅτι ὅλες οἱ τοπικές Ἐκκλησίες πλάνης ἀπομάκρυνσι ἀπό τό θέλημα τοῦ
στικῶς ἤλθαμε στήν ἀνάγκη νά διαμαρ- νοχωρία»15. Λοιπόν, καί μόνη ἡ ἐκ μέ-
τυρηθοῦμε σʼ αὐτόν μέ συνοδικό γράμ- ζοῦν παρʼ Αὐτῷ Ἁγίους, ἀκόμη καί ἄν αὔξησιν τοῦ Θεοῦ»26. Ἁπλῶς σημαίνει ἑνώθηκαν στήν αἵρεσι καί τόν ἀπείλησε Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς
δέν καταδικάζεται ἀμέσως ἀπό τήν ρους τῶν οἰκουμενιστῶν κατά συρροή ὅτι τά περισσότερα ἐκ τῶν λοιπῶν μελῶν λέγοντας: «Ἄν λοιπόν εἶσαι τῆς Καθο- Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἡ ἀπομάκρυνσι ἀπό
μα, ὅτι ἄν δέν ἀπομακρυνθῇ ἀπό τίς και- καταπάτησι καί συνεπῶς ἀλλοίωσι τῆς
νοτομίες του τάχιστα καί δέν ἀναθεμα- στρατευομένη Ἐκκλησία. Λοιπόν, οἱ τοῦ Σώματος, δέν ἀντιλαμβάνονται τή λικῆς Ἐκκλησίας, ἑνώσου, μήπως καινο- τήν ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια τῆς Παραδό-
ἄνθρωποι αἱρετικῶν φρονημάτων θέ- πράξεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρός τή συμ- λύμη τῆς αἱρέσεως, λόγῳ παραλελυμέ- τομώντας παράξενο τρόπο ζωῆς πάθῃς σεως εἶναι οὐσιαστική ἀπομάκρυνσι καί
τίσῃ ἐγγράφως —κατά τήν προθεσμία προσευχή ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων
τήν ὁρισμένη ἀπό τόν ὁσιώτατο καί θεο- τουν ἑαυτούς καί ὑπʼ αὐτήν τήν ἔννοια νων νεύρων. Οἱ Οἰκουμενιστές λοιπόν αὐτό πού δέν περιμένεις». Τότε ὁ Ἅγιος ἔξοδος ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει
ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἐκτός τῆς (δηλ. τῆς ὑπό τῶν ἱ. Κανόνων ἀπαγορεύ- κινοῦνται «ἐπί ξυροῦ ἀκμῆς», ἐπί τῶν Μάξιμος ἀπήντησε «Ὁ τῶν ὅλων Θεός «ἕνα Κύριον, μίαν Πίστιν, ἕν Βάπτισμα»
σεβέστατο ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας Ρώ- σεως τῶν συμπροσευχῶν) τοποθετεῖ
μης Κελεστῖνο— καί ἐκεῖνα τά ὁποῖα Κοινωνίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων, ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, μέ κεκτημένη φυ- ἀπεφάνθη ὅτι Καθολική Ἐκκλησία εἶναι (Ἐφεσίους δ΄ 5), ἀφοῦ εἶναι τό ἀδιαίρε-
ὡς «ἀντιπίπτοντες τῷ Πνεύματι τῷ τούς νεωτερίζοντες Οἰκουμενιστές γόκεντρη φορά: θέτουν ἑαυτούς καί ἡ ὀρθή καί σωτήριος ὁμολογία τῆς Πί- τον Σῶμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἡ
εἶπε σέ σᾶς καί ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔβαλε σέ «ἐκτός κλήρου Ἁγίων».
βιβλία ἤ προετοίμασε γιά νά συμπεριλη- Ἁγίῳ»11. Μάλιστα τό πάθος τῆς αἱρέσεως οὐσιαστικῶς εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας (ὡς στεως σέ Αὐτόν, μακαρίζοντας τόν Πέ- ἀλλοίωσι τῆς Πίστεως δέν ἐπιδέχεται
φθοῦν, βιβλία πού εὑρίσκονται πλησίον εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῆς χερίστης Ἀντιθέτως, κατά τή «νέα θεολογία» πρός τήν προσωπική σωτηρία τους), τρο γιά ὅσα εἶπε, ὁμολoγώντας Αὐτόν παντελῶς «οἰκονομία» ἤ ἀνοχή ἀπό τήν
μας, νά μήν ἔχῃ κανένα τόπο κοινωνίας ἁμαρτίας, δηλ. τῆς ὑπερηφανίας, καί κατά τούς φρικτούς λόγους τοῦ ἄχρις ὅτου ἡ Ἐκκλησία διά συνοδικῆς καλῶς»31. Ἐκκλησία, ὅπως τά ἄλλα ἁμαρτήματα,
πρός τούς Ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά ἐφ΄ὅσον ὁ αἱρετίζων προτιμᾷ φιλαύτως Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἴσως καί ὁ ἀποφάσεως ἀποκόψῃ καί τό τελευταῖο Καί ἡ ἄποψι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ ἐπειδή εἶναι ἁμάρτημα «ἐξαπλούμενο»
εἶναι ἀλλότριος πρός πάντας ... δια- τή γνώμη του ἔναντι ὅλης τῆς Ἐκκλη- Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης θά ἐθεω- νῆμα, ἐάν διαπιστώσῃ τήν ἐμμονή τους Παλαμᾶ εἶναι εὔγλωττη· τήν παραθέτο- καί βλαπτικό γιά τή σωτηρία μας πολύ
τηρῆστε τούς ἑαυτούς σας ἀσπίλους καί σίας καί τῆς σωστικῆς Παραδόσεώς της, ρεῖτο κι αὐτός (ὡς ... «ἀφιλάνθρωπος») στίς θεολογικές τους πλάνες καί κυρίως με σχεδόν ὁλόκληρη: «Γιά τόν συνήγο- περισσότερο ἀπό τά ὑπόλοιπα. Καί μό-
ἀμώμους, μήτε κοινωνώντας μέ τόν προ- ἔναντι τῆς σωτηρίας τοῦ ἰδίου καί τῶν «ἀτυχές θῦμα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως»16. στόν σχετικισμό (δηλαδή, στό ὅτι τό ρο τοῦ ψεύδους ποιός κλῆρος, ποιά με- νον ἡ ἐπίσημη καί κατά συρροήν παρα-
αναφερόμενο, μήτε προσέχοντάς τον θυμάτων του. κῦρος τῶν ἱερῶν ἐκκλησιασικῶν Δογμά- ρίδα, ποιά γνησιότητα ὡς πρός τήν βίασι τῶν ἱερῶν Κανόνων περί τῆς στά-
ὡς διδάσκαλο, ἄν παραμείνῃ λύκος ἀντί των καί τῶν Κανόνων εἶναι σχετικό), Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει; τήν σεως τῶν Ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν αἱρε-
τικῶν, π.χ. στό θέμα τῆς συμπροσευχῆς,
2. Ἀκόμη καί ἡ καθιέρωσι καί ἀθώωσι
ποιμένος καί προτιμήσῃ καί μετά ἀπό ὁπότε καί τά ὑπʼ αὐτῶν τελούμενα Μυ- Ἐκκλησία πού κατά τόν Παῦλον, εἶναι
καί τά ὑπογραφέντα στίς συνάξεις τῶν
3. «Θέτουν ἑαυτούς», σημαίνει τήν
αὐτήν μας τήν ὑπόμνησι νά φρονῆ τά στήρια θά καταστοῦν ἀχαρίτωτα καί “στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας”, ἡ
ἁμαρτιῶν ἀποτελεῖ αἵρεσι, ἔστω κι

διεστραμμένα»3. Αὐτό εἶναι ἐξω-εκκλη- ἄκυρα, πρᾶγμα βεβαίως τό ὁποῖον ἀπευ- ὁποία καί μένει, μέ τή χάρι τοῦ Χριστοῦ, Οἰκουμενιστῶν κείμενα ἀποτελοῦν εἰσα-
ἰδική των προαίρεσι καί ἀπόφασι, ἄν δέν εἶναι θέμα δογματικό
Δεύτερον, εἶναι διαφορετικό πρᾶγμα χόμεθα. γωγή αἱρέσεως καί «οὐσιαστική» ἔξοδο
σιασμός τῶν αἱρετικῶν ποιμένων (ἀπο- διαρκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντη, πα-
ὅσον ἐξαρτᾶται ἐξ αὐτῶν.
Ἔχοντες ὡς βάσι τή φράσι τῆς Καθο- τό νά πέσῃ κανείς σέ βαριές ἁμαρτίες, ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἶναι τόσον μακράν
τείχισι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό αὐτούς) καί λικῆς Ἐπιστολῆς Ἰακώβου α΄ 14.15: π.χ. νά κάνῃ «τά μέλη Χριστοῦ πόρνης γίως ἐστηριγμένη σέ ἐκεῖνα, ἐπάνω στά
ὄχι ἡ ἁπλῆ ὁμολογία Πίστεως κατά τῆς ὁποῖα ἔχει στηριχθῆ ἡ ἀλήθεια; Διότι οἱ Οἰκουμενιστές ἀπό τήν ἀλήθεια, ὥστε
«ἕκαστος δέ πειράζεται ὑπό τῆς ἰδίας μέλη»17, καί διαφορετικό ἀλλά χειρότε- ἐάν ἐφαρμόζονταν κανονικῶς οἱ ἱεροί
αἱρέσεως.
Γ. Ἐκκλησία μᾶς ἐπιτρέπει νά ἐξω-εκ-
ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καί δελεαζόμε- ρο πρᾶγμα νά λύσῃ τίς εὐαγγελικές πράγματι, ὅσοι εἶναι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ, εἶναι τῆς ἀληθείας· καί ὅσοι Κανόνες, θά εὑρίσκοντο ἤδη καί ἐπισή-
κλησιάζωμε τούς ἑτεροδιδασκάλους.
Ἄς σημειωθῇ ἐδῶ, ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλ- νος, εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἐντολές καί νά δογματίσῃ ὅτι π.χ. ἡ πορ- Τό πλέον ἰσχυρό τεκμήριο γιά τό ποιά μως ἀπό πολλῶν ἐτῶν «ἐκτός Ἐκκλη-
λος, μολονότι Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξαν- τήν ἁμαρτίαν» καί μιά σχετική τῆς Β΄ Πέ- νεία δέν κάνει τά «μέλη Χριστοῦ πόρνης εἶναι ἡ θέσι τῶν «ἀλλοτριοφρόνων» δέν εἶναι τῆς ἀληθείας, δέν εἶναι οὔτε
τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, καί τόσο σίας», ὡς κοινωνοί καί ὁμόφρονες τῶν
δρείας, χάριν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως τρου β΄1: «οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέ- μέλη» ἤ λ.χ. ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικές ἐντο- στήν Ἐκκλησία (ἐντός ἤ ἐκτός), εἶναι ὁ καταδικασμένων αἱρετικῶν. Ἡ Ἁγία Γρα-
«εἰσεπήδησε» στά ἐκκλησιαστικά πράγ- σεις ἀπωλείας ... ἐπάγοντες ἑαυτοῖς τα- λές περί νουθετήσεως τῶν αἱρετικῶν περί οὗ πολύς ὁ λόγος ΙΕ΄ Κανών τῆς περισσότερον, ὅσον αὐτοί ψεύδονται
στόν ἴδιον τόν ἑαυτό τους, ἀποκαλών- φή καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες θεωροῦν ἤδη
ματα τῆς ΚΠόλεως, κι ἀκόμη ὅτι ἕνας ἐκ χινήν ἀπώλειαν», βλέπομεν ὅτι ἡ διάρρη- μόνον ἕως «μίαν καί δευτέραν νουθε- Ἁγίας Πρωτοδευτέρας (Α΄ Φωτιανῆς) Συ- μακράν ἡμῶν καί ἐκτός Ἐκκλησίας,
τῶν πρώτων πού ἀντέδρασαν κατά τοῦ ξι τῆς σχέσεως πρός τόν Θεό ὀφείλεται σίαν»18εἶναι σχετικοῦ κύρους. Τό δεύτε- νόδου (861 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ὁρίζει ὡς τας τούς ἑαυτούς τους καί ὁ ἕνας τόν
ἄλλον ποιμένες καί ἀρχιποίμενες ὅσους ἔχουν ἀλλοιώσει τήν Ἀλήθεια τῆς
αἱρετικοῦ Πατριάρχου Νεστορίου, ὁ λαϊ- στήν ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου ὑπέρ τῆς ρον τοῦτο, μολονότι μή κατʼ ἀκρίβειαν ἄξιον ἐπαίνου, ὅποιον ἀφίσταται τῆς κοι- Πίστεως, ἀκόμη κι ἄν τυπικῶς εὑρίσκον-
κός ἄνθρωπος Εὐσέβιος, μετέπειτα ἐπί- ἁμαρτίας (καί βεβαίως καί τῆς αἱρέσεως) δογματικό θέμα, συνιστᾷ αἵρεσι, ὡς θε- νωνίας (καί τῆς μνημονεύσεως) τοῦ ἱερούς· ἔχομε διδαχθῆ ὅμως ὅτι ὁ χρι-
στιανισμός δέν χαρακτηρίζεται ἀπό τά ται μεθʼ ἡμῶν. Τήν ἀλήθεια δέν τήν δια-
σκοπος Δορυλαίου, ἐδικαιώθη τελικῶς καί ὄχι στήν ἐχθρότητα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ σμική κατάργησι καί μόνιμη ἀλλοίωσι αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου του, ἀκόμη καί πρό σώζουν ὁπωσδήποτε οἱ Ἐπίσκοποι, ἀλλά
ἀπό τήν Ἐκκλησία κατά τήν καταδίκη Ἅγιος Χρυσόστομος ἐπιβεβαιώνει: τῶν σωστικῶν διδαγμάτων τῆς Ἐκκλη- συνοδικῆς διαγνώμης, πρίν δηλαδή ἀπο- πρόσωπα, ἀλλά ἀπό τήν ἀλήθεια καί τήν
ἀκρίβεια τῆς Πίστεως»32. πολλές φορές στήν ἐκκλησιαστική ἱστο-
τοῦ Νεστορίου. Ὁ Εὐσέβιος (ὄντας λαϊ- «…καί δέν εἶπε συμφιλιώσατε τόν Θεό σίας, εὐαγγελικῶν, ἀποστολικῶν, συνο- φασίσῃ Σύνοδος γιά τήν αἵρεσι τοῦ Ἐπι- ρία, τήν ἀλήθεια τή διέσωσε τό «μικρόν
κός) εἶχε ἀντιδράσει ἀμέσως (τό 429), πρός ἐσᾶς, διότι δέν εἶναι ἐκεῖνος ὁ δικῶν, πατερικῶν· ἡ ἀντίληψι τῆς Ἐκκλη- σκόπου: «Ὅποιοι λόγῳ κάποιας αἱρέσε- Αὐτῆς τῆς, κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο, Κα- ποίμνιον»· βρίθει ἡ ἱστορία ἀπό ὀνόματα
ἀντικρούοντας τόν Πατριάρχη ἐντός ἐχθρικός, ἀλλά ἐμεῖς. Ἀφοῦ ὁ Θεός ποτέ σίας σχετικῶς μέ αὐτό, δηλ. τή νομιμο- ως κατηγορημένης ἀπό τίς Ἅγιες Συνό- θολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δηλα- αἱρετικῶν Πατριαρχῶν καί ἐπισκόπων, οἱ
τῆς Ἐκκλησίας4 καί ἀμέσως μετά εἶχε δέν ἐχθρεύεται»12. Ὅταν λοιπόν λέγεται ποίησι ἁμαρτιῶν, συνάγεται προχείρως δους ἤ τούς Πατέρες χωρίζουν τούς δή τῆς «σωτηρίου ὁμολογίας τῆς εἰς τόν ὁποῖοι «ἐξω-εκκλησιάστηκαν» ἀπό τούς
τοιχοκολλήσει στό Ναό τῆς Ἁγίας Σο- ὅτι οἱ οἰκουμενιστές «θέτουν ἑαυτούς λ.χ. ἀπό τόν χαρακτηρισμό τοῦ Ἁγίου ἑαυτούς τους ἀπό τόν Πρόεδρο (τῆς Χριστόν Πίστεως» εἶναι παντελῶς ἀλλό- Ὀρθοδόξους ἐξ ἀρχῆς καί ἀναθεματί-
φίας καί εἶχε διαδώσει δημόσιο γραπτό ἐκτός Ἐκκλησίας», αὐτό σημαίνει, ὅτι οἱ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου περί τῆς Ἐκκλησίας), δηλαδή ὅταν ἐκεῖνος κη- τριοι καί μακράν οἱ Οἰκουμενιστές, πού στηκαν μετά ταῦτα καί συνοδικῶς.
ἔλεγχο τῆς αἱρέσεως τοῦ Πατριάρχου οἰκουμενιστές μέσῳ τῆς δραστηριότη- ἐκκλησιαστικῆς συνοδικῆς δικαιώσεως ρύττῃ δημοσίως τήν αἵρεσι καί τή διδά- ποικιλοτρόπως ἰσοπέδωσαν καί κατεπά-
μέ τήν παρακίνησι: «Ὁρκίζω στήν Ἁγία τός τους, δηλαδή τῆς ἀποδοχῆς αἱρε- τοῦ μοιχικοῦ γάμου τοῦ αὐτοκράτορος σκει στήν Ἐκκλησία “μέ γυμνήν τήν κε- τησαν τήν Ὀρθοδοξία ἐπί τοῦ βορβορώ- Συνεπῶς, δέν «ἐξω-εκκλησιάσαμε» μέ
Τριάδα αὐτόν πού λαμβάνει αὐτό τό τικῶν κοινοτήτων μέ δόγμα καταδικα- Κωνσταντίνου ΣΤ΄, ὡς περί «μοιχει- φαλήν”, αὐτοί ὄχι μόνον δέν ὑπόκεινται δους πεδίου τῶν ἀπʼ αἰώνων αἱρέσεων, τήν «Ὁμολογία» τούς Οἰκουμενιστές,
χαρτί, νά τό παρουσιάσῃ σέ ἐπισκόπους, σμένο ἀπό τήν Ἐκκλησία, διά τοῦ θεολο- ανικῆς αἱρέσεως» (PG 99, 1048C). Δηλα- σέ κανονικά ἐπιτίμια πρό συνοδικῆς δια- τίς ὁποῖες κατεδίκασεν ἡ Ὀρθόδοξη ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ 6ην ΣΕΛ.

You might also like