Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 17

ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΕΧΝΗΤΩΝ

ΛΙΜΝΩΝ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΤΗΣ Δ.Ε.Η.

Δρ. Μάριος Θεοδωρακάκης Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος, επιστημονικός συνεργάτης Τμήμα Περιβάλλοντος


Πανεπιστήμιο Αιγαίου, τμήμα Δασοπονίας Τ.Ε.Ι. Λαμίας.

Ν. Σ. Μάργαρης καθηγητής Διαχείρισης Οικοσυστημάτων, Τμήμα Περιβάλλοντος Πανεπιστημίου Αιγαίου

Δρ. Ηλίας Καϊναδάς Φυσιογνώστης-Περιβαλλοντολόγος, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας.

1. Τεχνητές λίμνες και Περιβάλλον


Στη χώρα μας η εποχικότητα του ιδιότυπου Μεσογειακού κλίματος δημιουργεί
σοβαρές ταλαντώσεις στους διαθέσιμους υδατικούς πόρους μεταξύ χειμερινής
(υγρής) και θερινής (ξηρής) περιόδου.
Αναφερόμενοι στα φυσικά οικοσυστήματα που υπάρχουν και μέχρι περίπου
το υψόμετρο των 500 μέτρων, η έλλειψη νερού κάθε καλοκαίρι έχει αντίκτυπο
στην εμφάνιση φυτών προσαρμοσμένων στην έλλειψη αυτή, με κυρίαρχα είδη
τα αείφυλλα και σκληρόφυλλα όπως η ελιά, η κουμαριά, η μυρτιά κ.λ.π. Πάνω
από το υψόμετρο αυτό εμφανίζεται μία ήπια στην αρχή και δριμύτερη στη
συνέχεια μορφή εύκρατου κλίματος, στο οποίο κυριαρχούν φυλλοβόλα είδη
όπως οι βελανιδιές, οι οξιές, οι καστανιές κ.ά. Σε μεγαλύτερα υψόμετρα το
κλίμα τείνει συνήθως προς το ηπειρωτικό και εμφανίζονται εκ νέου αείφυλλα
όπως τα έλατα και τα ρόμπολα.
Ο συνδυασμός απεριόριστης ποσότητας διαθέσιμου νερού στα χαμηλά
υψόμετρα με τις μεγάλες θερμοκρασίες του καλοκαιριού, έχει σαν αποτέλεσμα
την σημαντική αύξηση της πρωτογενούς παραγωγικότητας και τη δημιουργία
υγρότοπων που περικλείουν μεγάλη βιολογική ποικιλότητα, όπως είναι οι
ελληνικοί. Τι συμβαίνει όμως με τους τεχνητούς υγρότοπους, όπως είναι οι
ταμιευτήρες των υδροηλεκτρικών φραγμάτων της ΔΕΗ;
Έγινε καταγραφή χλωρίδας και πανίδας σε μερικούς από τους κυριότερους
και παλιότερους ταμιευτήρες της ΔΕΗ. Η έρευνα έδειξε ότι τα ανθρωπογενή
οικοσυστήματα που δημιουργούνται με την κατασκευή των φραγμάτων, σε
βάθος χρόνου εναρμονίζονται και συλλειτουργούν με τα φυσικά,
αναβαθμίζοντας τις περισσότερες φορές την βιοκοινότητα που προυπήρχε.
Ας δούμε αναλυτικά τι συμβαίνει σε διάφορους ταμιευτήρες ανά την Ελλάδα.

2.1. Φράγμα Ταυρωπού (Νικολάου Πλαστήρα)


Πέρα από την όποια αισθητική ή όχι αναβάθμιση που δημιουργήθηκε θα
πρέπει να ληφθεί υπόψη και η επίδραση του νέου "τεχνητού" οικοσυστήματος
στη βιολογική ποικιλότητα της περιοχής.
Όσον αφορά την ιχθυοπανίδα και πέρα από το γεγονός ότι ήδη υπάρχει

1
αλιευτική παραγωγή ύψους 200 τόνων περίπου το χρόνο τα είδη της
σημερινής ιχθυοπανίδας στην τεχνητή λίμνη είναι δώδεκα. Όπως φαίνεται
στον πίνακα που ακολουθεί από αυτά τα 5 είναι αυτόχθονα ενώ τα υπόλοιπα
7 εισαχθέντα είτε από άλλες περιοχές της Ελλάδας είτε και από το εξωτερικό.
Οι "εμπλουτισμοί" αυτοί παρόλο που δεν έγιναν με τον καλύτερο δυνατό
τρόπο και την αντίστοιχη γνώση απέδωσαν σε κάποιο βαθμό και έτσι, πέρα
από το οικονομικό αποτέλεσμα υπάρχει και ένα όχι ευκαταφρόνητο
οικολογικό/ βιολογικό.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι από τα αυτόχθονα είδη παρόλο που
ήταν "ρεόφιλα" μια και προϋπήρχαν στο περιβάλλον των ρεόντων υδάτων του
Ταυρωπού το ασπρόψαρο και το λαυράκι προσαρμόσθηκαν ικανοποιητικά.
Από τα είδη εισαγωγής το γριβάδι και ο κορέγονος έδειξαν μεγάλη
προσαρμοστικότητα με αποτέλεσμα να αποτελούν σήμερα τα σημαντικότερα
αλιεύματα.
Σύμφωνα με μελέτη που έγινε από το Βιολογικό Τμήμα του Αριστοτέλειου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης1 τα παραπάνω είδη ψαριών είναι
προσαρμοσμένα να διαβιούν στα μικρά σχετικώς βάθη της ζώνης κοντά στην
όχθη. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει εκμετάλλευση των τροφικών
οριζόντων της πελαγικής και βενθικής ζώνης. Έτσι, προτείνεται νέος
εμπλουτισμός με ένα μικρό πελαγικό και ένα βενθικό είδος. Μάλιστα
προχωρούν περισσότερο επιλέγοντας και τα προς εισαγωγή είδη που είναι
για την πελαγική ζώνη η αθερίνα (Atherina boyori) και για την βενθική το
γλανίδι (Silurus aristotelis) της Τριχωνίδας.
Ιχθυοπανίδα της λίμνης Ν. Πλαστήρα
Α/Α Οικογένεια Επιστημονικό Όνομα Κοινό Όνομα
Αυτόχθονα:
1. Cyprinidae Barbus albanicus Λαυράκι
2. Cyprinidae Leuciscus cephalus Ασπρόψαρο
3. Cyprinidae Phoxinellus pleurobipunctatus Σκαφτιάς
4. Salmonidae Salmo trutta Άγρια πέστροφα
5. Anguillidae Anguilla anguilla Χέλι
Εισαχθέντα:
6. Cyprinidae Carassius auratus gibelio Πεταλούδα
7. Cyprinidae Tinca tinca Γλήνι
8. Cyprinidae Cyprinus carpio Γριβάδι, Κυπρίνος
9. Coregonidae Coregonus lavaretus Κορέγονος
10. Salmonidae Oncorhynchus Kisutch Αμερικανική πέστροφα
11. Salmonidae Salmo gairdneri Σολωμός
12. Salmonidae Salvelinus fontinalis Σαλβελίνος

1
Τσέκος, Ι. και Συνεργάτες: 1992.

2
Εκτός όλων των άλλων αξίζει να σημειωθεί η μικρή έστω παρουσία του χελιού
-το οποίο ως γνωστόν δεν αναπαράγεται στη χώρα μας- για το οποίο φαίνεται
περίεργη η οδός που ακολούθησε από τη θάλασσα προς την τεχνητή λίμνη.
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι η δημιουργία φραγμάτων παρεμποδίζει την
άνοδο ειδών ψαριών όπως τα χέλια. Από την άλλη, όπως φάνηκε από τη
Λίμνη των Ιωαννίνων η εισαγωγή "γυαλόχελων" (μικρών χελιών που έρχονται
στα ποτάμια από τη θάλασσα) στη λίμνη βοήθησε στην επαναδημιουργία
σημαντικού πληθυσμού χελιών σε αυτή. Κάτι που είναι δυνατόν να συμβεί και
στην περίπτωση της λίμνης του Ν. Πλαστήρα.
Η ορνιθοπανίδα μιας περιοχής αποτελεί ακόμη ένα κριτήριο για την
περιβαλλοντική της σημασία.
Ακολουθούν πρόσφατα στοιχεία για την ορνιθοπανίδα της περιοχής της
λίμνης Ν. Πλαστήρα. Είναι προφανές ότι αποτελεί ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη
περίπτωση γιατί πέρα από τα ήδη γνωστά είδη που σχετίζονται με τα
φυλλοβόλα δάση, τα δάση κωνοφόρων και τις ορεινές καλλιέργειες υπάρχει
σαφέστατος εμπλουτισμός και από είδη τόσο μεταναστευτικά όσο και μόνιμα
στην παραλίμνια ή τη λιμναία περιοχή.
Η ορνιθοπανίδα στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης Ν. Πλαστήρα παρουσιάζει
εντυπωσιακή ποικιλότητα
Λευκοτσικνιάς, Σταχτοτσικνιάς, Πρασινοκέφαλη πάπια, Ασπροπάρης, Όρνιο,
Χρυσαετός, Φιδαετός, Ποντικογερακίνα, Σφηκογερακίνα, Ξεφτέρι, Πετρίτης,
Βραχοκιρκίνεζο, Πετροπέρδικα, Ποταμοσφυριχτής, Ποταμότρυγγας,
Ασημόγλαρος, Καστανοκέφαλος γλάρος, Ποταμογλάρονο, Φάσσα, Τρυγόνι,
Κούκος, Γκιώνης, Μαυροσταχτάρα, Βουνοσταχτάρα, Αλκυόνα,
Πρασινοτσικλιτάρα, Παρδαλοτσικλιτάρα, Λευκονωτοτσικλιτάρα,
Πετροχελίδονο, Σταυλοχελίδονο, Μιλτοχελίδονο, Λευκοχελίδονο,
Λιβαδοκελάδα, Σταχτοσουσουράδα, Κιτρινοσουσουράδα, Αετομάχος,
Γαϊδουροκεφαλάς, Κίσσα, Καρακάξα, Σταχτοκουρούνα, Κοράκι,
Τρυποφράχτης, Μαυροσκούφης, Κοκκινοτσιροβάκος, Δεντροφυλλοσκόπος,
Θαμνοφυλλοσκόπος, Χρυσοβασιλίσκος, Πυρροβασιλίσκος,
Σταχτομυγοχάφτης, Κοκκινολαίμης, Καρβουνιάρης, Γερακότσιχλα, Κότσυφας,
Καλόγερος, Ελατοπαπαδίτσα, Γαλαζοπαπαδίτσα, Δεντροτσοπανάκος,
Καμποδεντροβάτης, Βουνοδεντροβάτης, Σπουργίτης, Σπίνος, Χειμονόσπινος,
Σκαρθάκι, Καρδερίνα, Φλώρος, Λούγαρο, Καμποτσίχλονο.
Σημαντική θεωρείται η παρουσία του Ασπροπάρη, του χαρακτηριστικού
μικρόσωμου γύπα.
Αν και στην περιοχή η ανθρώπινη παρουσία είναι μάλλον έντονη, η βίδρα
φαίνεται να μην ενοχλείται και κάνει πότε-πότε αισθητή την παρουσία της

3
στους επισκέπτες. Η υπόλοιπη πανίδα θηλαστικών που βρίσκει καταφύγιο
στο δάσος γύρω από την λίμνη αποτελείται κυρίως από τα είδη:
Λαγός, Σκίουρος, Αρουραίος, Νυφίτσα, Ασβός, Σκαντζόχοιρος Η περιοχή
αναφέρεται και σαν καταφύγιο ζαρκαδιών αλλά και τσακαλιών
Σημαντικό είδος που εμφανίζεται στην περιοχή είναι η Νανονυχτερίδα, η
οποία συγκαταλέγεται στα υπό προστασία είδη.
Στην ερπετοπανίδα που μπορεί να συναντήσει κανείς συγκαταλέγονται τα
είδη
Τρανόσαυρα, Σιλιβούτι, Ταυρική γουστέρα, Αβλέφαρος, Κυρτοδάκτυλος,
Σαΐτα, Νερόφιδο, Λαφίτης, Οχιά, Χελώνα.
Δεν λείπουν και τα αμφίβια είδη Σαλαμάνδρα, πράσινος Φρύνος,
Δενδροβάτραχος.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε διεθνές συνέδριο που έγινε στο Παρίσι
τον Ιούνιο του 1997, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO), με
θέμα "Nature and Workmanship: Artificial Wetlands in the
Mediterranean", έγινε ανακοίνωση με θέμα την οικολογική και κοινωνικο-
οικονομική επιτυχία της περίπτωσης του φράγματος Ταυρωπού.2 Η
ανακοίνωση έγινε από τον Τομέα Διαχείρισης Οικοσυστημάτων του Τμήματος
Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου με μεγάλη επιτυχία και προκάλεσε
το ζωηρό ενδιαφέρον των συνέδρων.

2.2. Κρεμαστά - Καστράκι - Στράτος


Οι όροφοι της βλάστησης στην περιοχή των άλλων φραγμάτων του Αχελώου,
διαμορφώνονται αντίστοιχα με τις βιοκλιματικές συνθήκες. Εκεί που
παρουσιάζεται ο ήπιος χειμώνας αντιστοιχεί ο ύφυγρος όροφος βλάστησης
του Quercion ilicis, ενώ στις περιοχές με τον ψυχρό χειμώνα εξαπλώνονται τα
ψυχροόρια του Quercion ilicis και ο όροφος των θερμόφιλων υποηπειρωτικών
φυλλοβόλων δρυών (Χνοώδης δρυς, Πλατύφυλλη δρυς, Ευθύφλοια δρυς) και
του Ostryo-Carpinion (Πουρνάρι, Ανατολικός Γαύρος).
Τα είδη της ιχθυοπανίδας που θα βρούμε και στις τρεις λίμνες είναι ο
κυπρίνος ή γριβάδι, η πεταλούδα, η μπριάνα ή μυλωνάς και το χέλι.
Υπάρχουν και άλλα τέσσερα είδη που βρίσκουμε στα Κρεμαστά και Καστράκι
αλλά όχι στο Στράτο. Αυτά είναι το στρωσίδι ή λαυράκι, η άγρια πέστροφα, η
οποία κινδυνεύει από την εντατική αλιεία, η μπούλκα και η ήμερη πέστροφα.

2
MARGARIS N.S., THEODORAKAKIS M. & KAINADAS E. "Further to their socio-
economic success can man-made wetlands to be ecological successes also? An example from
Tavropos Dam, Greece." International Conference, "Nature and Workmanship. Artificial
Wetlands in the Mediterranean" UNESCO, France, Paris June 1997

4
Στα Κρεμαστά αναφέρεται στη βιβλιογραφία και η παρουσία του ψαριού λιάρα
ή σκαφτιά.
Η ορνιθοπανίδα της περιοχής εκτός από τα συνήθη είδη, περιλαμβάνει και
σημαντικά υδρόβια είδη όπως: Νανοβουτηχτάρα, Κυνηγόπαπια,
Βουβόκυκνος, Τσικνόπαπια, Σταχτοτσικνιάς, Καστανοκεφαλόγλαρος,
Λαγγόνα, Ροπαλόπαπια, Σφυριχτάρι, Πρασινοκεφαλόπαπια, Χουλιαρόπαπια,
Μαυροβουτηχτάρα, Σκουφοβουτηχτάρα, Φαλαρίδα, Ασημόγλαρος.
Στο κοινοτικό πρόγραμμα Natura 2000, το οποίο απογράφει τους κυριότερους
βιότοπους της Ελλάδας, η περιοχή της λίμνης Κρεμαστών αναφέρεται σαν
σημαντικός βιότοπος. Η μεγάλη αυξομείωση της στάθμης του ταμιευτήρα
λόγω της λειτουργίας του υδροηλεκτρικού σταθμού, η οποία φθάνει και τα 30
μέτρα, δεν επιτρέπει την δημιουργία παρόχθιας ζώνης και συνεπώς
παρόχθιων βενθικών κοινοτήτων. Μεγάλη σημασία έχει η περιοχή σαν
καταφύγιο και βιότοπος κινδυνευόντων και προστατευομένων ειδών. Έτσι,
βρίσκει εδώ καταφύγιο ο λύκος στα νοτιότερα όρια του χώρου εξάπλωσής
του, η αγριόγατα, η βίδρα, καθώς και αρπακτικά πτηνά σαν το χρυσαετό και
το γύπα.
Τα βατράχια Rana ridibunda, και Rana dalmatica, ο πράσινος φρύνος και ο
δενδροβάτραχος, τα ερπετά οχιά, Coronella austriaca, Algyroides
nigropunctatus, η ταυρική γουστέρα και ιδιαιτέρως τα θηλαστικά
νανονυχτερίδα και αγριόγατα, είναι είδη τα οποία χρειάζονται αυστηρό
καθεστώς προστασίας και αναφέρονται στο Παράρτημα IV της κοινοτικής
οδηγίας 92/43/EEC.
Στην περιοχή θα συναντήσουμε και άλλα είδη ερπετών όπως τα φίδια σαΐτα,
έφιος, νερόφιδο, την κοινή σαύρα του τοίχου, την τρανόσαυρα και την
πρασινόσαυρα. Ιδιαίτερη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή έχει ο ασβός.
Γενικώς η περιοχή είναι αρκετά μεγάλη και παρουσιάζει ποικιλία οικοτόπων
όπου μπορούμε να συναντήσουμε ανάλογη ποικιλία χλωρίδας και πανίδας.

2.3. Ταμιευτήρες Πολύφυτου, Σφηκιάς και Ασωμάτων (Αλιάκμονας)


Οι επικρατούσες διαπλάσεις βλάστησης είναι αυτές των θερμόφιλων
υποηπειρωτικών φυλλοβόλων δρυών (Χνοώδης δρυς, Πλατύφυλλη δρυς,
Ευθύφλοια δρυς).
Για τον Πολύφυτο, η "Απογραφή των Υγροτόπων ως Φυσικών Πόρων" του
ΕΚΒΥ3, αναφέρει τα εξής είδη ιχθυοπανίδας:

3
ΖΑΛΙΔΗΣ Χ.Γ. και Α.Λ. ΜΑΝΤΖΑΒΕΛΑΣ (Συντονιστές έκδοσης) - (1994). Απογραφή των
Ελληνικών Υγροτόπων ως Φυσικών πόρων. (πρώτη προσέγγιση) Ελληνικό Κέντρο Υγροτόπων
-Βιοτόπων (ΕΚΒΥ). xviii+587 σελ.

5
Πέστροφα, Μαυροτσιρώνι, Τυλινάρι, Γουρουνομύτης, Γυφτόψαρο, Μυλωνάκι,
Μουστακάς, Μουστακάτο, Χαμοσούρτης, Τσιρωνάκι, Μαλαμίδα, Βελονίτσα.
Γενικώς, τα ψάρια που θα συναντήσουμε σε όλες τις λίμνες, κατά τις
μαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής, είναι ο κυπρίνος, ο γουλιανός, ο
τυλιανός, τα μουστακάτα, η άγρια πέστροφα, το περκί και το χέλι.
Όσον αφορά την ορνιθοπανίδα, η περιοχή εξετάζεται συνολικά από το
πρόγραμμα Natura 2000 και αναφέρεται σαν "περιοχή στενών Αλιάκμονα",
περιλαμβανομένης και της λίμνης Πολυφύτου. Είναι σημαντικός βιότοπος για
τα αρπακτικά πουλιά, διότι τους προμηθεύει τροφή, φώλιασμα και καταφύγιο.
Επίσης, η περιοχή χρησιμοποιείται από μεταναστευτικά είδη σαν χειμερινό
καταφύγιο. Τα είδη που συναντώνται στην περιοχή είναι:
Κορμοράνος*, Λευκοτσικνιάς*, Σταχτοτσικνιάς*, Λευκοπελαργός*,
Πρασινοκεφαλόπαπια*, Χουλιαρόπαπια*, Κυνηγόπαπια*, Τσικνόπαπια*,
Σφηκοβαρβακίνα, Τσίφτης*, Ασπροπάρης, Φιδαετός, Διπλοσάϊνο, Ξεφτέρι,
Ποντικοβαρβακίνα, Αετοβαρβακίνα, Χρυσαετός, Σταυραετός, Μαυροκιρκίνεζο,
Δενδρογέρακας, Μαυροπετρίτης, Πετρίτης, Ποταμοσφυριχτής*,
Ψευτομαχητής*, Δασότρυγγας*, Ποταμότρυγγας*, Ποταμογλάρονο*, Φάσσα,
Τρυγόνι, Μπούφος, Γιδοβυζάστρα, Μαυροσταχτάρα, Μελισσοφάγος,
Χαλκοκουρούνα, Τσαλαπετεινός, Βαλκανοτσικλιτάρα, Μικρογαλιάντρα,
Δενδροσταρήθρα, Οχθοχελίδονο*, Πετροχελίδονο, Σταυλοχελίδονο,
Μιλτοχελίδονο, Λευκοχελίδονο, Λιβαδοκελάδα, Σταχτοσουσουράδα*,
Λευκοσουσουράδα*, Κοκκινολαίμης, Αηδόνι, Στραχτοπετρόκλης,
Ασπροκωλίνα, Κεδρότσιχλα, Θαμνοτριλιστής, Ωχροστριτσίδα,
Κοκκινοτσιροβάκος, Δενδροτσιροβάκος, Κηποτσιροβάκος,
Θαμνοφυλλοσκόπος, Σταχτομυγοχάφτης, Αετομάχος, Γαϊδουροκεφαλάς,
Κοκκινοκεφαλάς, Σπίνος, Κρασοπούλι.
Σημειώνονται με αστερίσκο τα αυστηρώς παρυδάτια είδη. Τα υπόλοιπα
βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή των λιμνών, χωρίς να αποκλείεται
ορισμένα από αυτά να επισκέπτονται τακτικά ή περιστασιακά την παραλίμνια
ζώνη.
Αναφέρονται στην περιοχή ενδιαφέροντα είδη ερπετοπανίδας, από τα οποία
τα περισσότερο ενδιαφέροντα είναι η τρανόσαυρα (οικογ. Lacertidae), ο
τυφλίτης (οικογ. Anguidae) καθώς και τα φίδια έφιος, σαϊτα, λαφιάτης και
λιμνόφιδο
Η πανίδα των θηλαστικών διαφέρει (όχι όμως και τόσο σημαντικά) στους
διάφορους οικοτόπους της μεγάλης αυτής περιοχής. Τα αγροοικοσυστήματα
εναλάσσονται με νησίδες φυσικών οικοσυστημάτων, δάση, θαμνώνες,
παραλίμνιες συστάδες κ.ά. Σε κάθε οικότοπο υπάρχουν τα συνηθισμένα ζώα,
χωρίς να γίνεται ιδιαίτερη μνεία για την παρουσία κάποιου σπάνιου είδους.

6
2.4. Ο Υγρότοπος του Άγρα
Η ευρύτερη περιοχή του υγρότοπου βιοκλιματικά ανήκει στις περιοχές με
ασθενές μεσο-μεσογειακό κλίμα Οι επικρατούσες διαπλάσεις βλάστησης είναι,
θεωρητικά, αυτές των θερμοφίλων υποηπειρωτικών φυλλοβόλων δρυών
(Χνοώδης δρυς, Πλατύφυλλη δρυς, Ευθύφλοια δρυς). Βεβαίως, η παρουσία
αυτής της τεράστιας έκτασης νερού μετά την κατάκλυση εδαφών, έχει αλλάξει
σίγουρα τα κλιματικά χαρακτηριστικά προς το ηπιώτερο. Εξ' άλλου
χαρακτηριστική είναι και η παρουσία αζωνικής βλάστησης μέσα στον
υγρότοπο.
Ο υγρότοπος του Άγρα-Νησίου-Βρυττών, βρίσκεται σε απόσταση 7 χλμ.
βορειοδυτικά της πόλης της Έδεσσας και στα στενά που σχηματίζονται
μεταξύ των ορεινών όγκων του όρους Βόρα και του όρους Βέρμιο. Η έκταση
του υγρότοπου είναι γύρω στα 8,5 χιλιάδες στρέμματα. Το μέσο υψόμετρό του
είναι περίπου 470 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Πρόκειται για ένα ημιφυσικό σύστημα. Στο μεγαλύτερο μέρος του
δημιουργήθηκε από τη ΔΕΗ, για τις ανάγκες του υδροηλεκτρικού εργοστασίου
του Άγρα, ύστερα από την κατάκλυση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων των
κοινοτήτων Βρυττών, Άγρα και Νησιού. Η μεταφορά του νερού έγινε από τη
λίμνη Βεγορίτιδα, με τεχνητή σήραγγα. Για τον εμπλουτισμό της λίμνης του
Άγρα αξιοποιήθηκαν και τα νερά των πηγών των Βρυττών, απ΄ όπου πηγάζει
και ο ποταμός Εδεσσαίος. Μετά την πτώση της στάθμης της Βεγορίτιδας, η
σήραγγα έπαψε να λειτουργεί και έτσι σήμερα ο υγρότοπος τροφοδοτείται με
νερό από τις πηγές των Βρυττών, τον Εδεσσαίο ποταμό και την επιφανειακή
απορροή της ευρύτερης περιοχής.
Στον υγρότοπο του Άγρα-Νησίου-Βρυττών, εκτός από το λιμναίο μέρος, το
οποίο καταλαμβάνει έκταση που κυμαίνεται από 4.000 έως και 6.000
στρέμματα (με βάθος από 4 έως 6 μέτρα), συναντάμε αρκετούς σημαντικούς
τύπους οικοτόπων, όπως εκτεταμένους καλαμιώνες με νερό και χωρίς νερό,
περιοχές με υγρόφιλη βλάστηση, υγροτοπικά λιβάδια, τυρφώνες κ.ά.
Οι εξαιρετικές βιοκλιματικές συνθήκες του υγροτόπου έχουν σαν αποτέλεσμα
την ανάπτυξη στην περιοχή σημαντικών φυτοκοινωνιών και τη διατήρηση
μεγάλου αριθμού φυτικών και ζωικών ειδών.
Αξιοσημείωτη επίσης είναι και η ιχθυοπανίδα της λίμνης, με όλα τα
προβλήματα που παρουσιάζει σήμερα η σύνθεσή της, λόγω του ευτροφισμού.
Στο παρελθόν υπήρχαν σημαντικοί ιχθυοπληθυσμοί τούρνας, καραβίδας,
κυπρίνων, γουλιανών, κ.ά. Σήμερα έχουν μειωθεί οι αριθμοί αλλά
αναφέρονται επιπλέον και τα γλήνι, μπρένα, πεταλούδα, τσιρώνι, χέλι,
κέφαλος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ορνιθοπανίδα. Ο υγρότοπος φιλοξενεί
μεγάλο αριθμό από φωλεάζοντα και μεταναστευτικά πουλιά, καθώς επίσης

7
και είδη που τον χρησιμοποιούν για την κάλυψη των διατροφικών και
αναπαραγωγικών αναγκών τους. Πολλά από τα είδη αυτά χρησιμοποιούν και
γειτονικές φυσικές περιοχές, όπως η λίμνη Βεγορίτιδα, η λίμνη Ζάζαρη, οι
κορυφές του όρους Βόρα. Ο υγρότοπος αναφέρεται σαν σημαντικός τόπος
αναπαραγωγής για μία από τις τέσσερις αποικίες του Μουστακογλάρονου
στην Ελλάδα και πιθανόν και του Μαυρογλάρονου και σαν από τους λίγους
γνωστούς τόπους αναπαραγωγής της Ροπαλόπαπιας. Μεταξύ των
πληθυσμών της ορνιθοπανίδας του υγροτόπου έχουν καταγραφεί πελεκάνοι,
ερωδιοί, πάπιες, κύκνοι, αρπακτικά, χαραδριόμορφα, γλάροι και πολλά
σπάνια είδη όπως πελαργοί, μαυροπελαργοί, η απειλούμενη αλκυόνα κ.ά.
Αναλυτικά, έχουν παρατηρηθεί τα εξής είδη:
Νανοβουτηχτάρα*, Ροδοπελεκάνος*, Αργυροπελεκάνος*, Νανομουγγάνα*,
Νυχτοκόρακας*, Κρυπτοτσικνιάς*, Λευκοτσικνιάς*, Σταχτοτσικνιάς*,
Πορφυροτσικνιάς*, Μαυροπελαργός*, Λευκοπελαργός, Βουβόκυκνος*,
Κυνηγόπαπια*, Βαλτόπαπια*, Ασπροπάρης, Φιδαετός, Καλαμόκιρκος*,
Βαλτόκιρκος, Λιβαδόκιρκος, Ποντικοβαρβακίνα, Χρυσογέρακας, Πετρίτης,
Φαλαρίδα*, Ποταμογλάρονο*, Μουστακογλάρονο*, Μαυρογλάρονο*, Τρυγόνι,
Γιδοβυζάστρα, Αλκυόνα*, Δενδροσταρήθρα, Σταυλοχελίδονο, Μιλτοχελίδονο,
Λευκοχελίδονο, Κιτρινοσουσουράδα*, Αηδόνι, Ασπροκωλίνα,
Καλαμοποταμίδα*, Τσιχλοποταμίδα*, Θαμνοτσιροβάκος, Σταφιδοτσιροβάκος,
Σταχτομυγοχάφτης, Συκοφάγος, Αετομάχος, Γαϊδουροκεφαλάς, Σπίνος,
Χονδρομύτης, Αετοβαρβακίνα, Βαλκανοτσικλιτάρα, Λιοστριτσίδα
Σημειώνονται με αστερίσκο τα αυστηρώς παρυδάτια είδη. Τα υπόλοιπα
βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης, χωρίς να αποκλείεται ορισμένα
από αυτά να επισκέπτονται τακτικά ή περιστασιακά την παραλίμνια ζώνη.
Στην περιοχή του υγρότοπου εμφανίζονται νερόφιδα αλλά και η οχιά.
Σύμφωνα με μελέτη που έχει συνταχθεί από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης (ΥΠΕΧΩΔΕ-Διεύθυνση Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού, 1992),
εξετάζοντας το σύνολο των χαρακτηριστικών της περιοχής και λαμβάνοντας
υπόψη διάφορα κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά, προτάθηκε η άμεση
ένταξη των βιοτόπων της περιοχής στο Κοινοτικό Δίκτυο των Ιδιαίτερα
Προστατευομένων Περιοχών, σε εφαρμογή του άρθρου 4 της Οδηγίας της
ΕΟΚ 79/409 για τη Διατήρηση της Άγριας Ορνιθοπανίδας. Εξάλλου, μετά από
πρόταση του Ελληνικού Κέντρου Υγροτόπων Βιοτόπων (Παραρτήματος του
Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας) ο υγρότοπος πληρεί το σύνολο των
προϋποθέσεων για ένταξη στο Δίκτυο Φυσικών Περιοχών ΦΥΣΗ 2000, σε
εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας 92/43 για τη Διατήρηση των Φυσικών
Οικοτόπων και της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας.
Αξιοσημείωτο είναι να αναφέρουμε την ύπαρξη στην περιοχή ζευγαριών
βίδρας. Εκτός από τη βίδρα, όμως, στη λίμνη φωλιάζουν και άλλα μικρά

8
θηλαστικά, όπως νεροπόντικες και μυοκάστορες, με σημαντική οικολογική
αξία. Στην περιοχή έχουν εμφανιστεί επίσης αλεπούδες αλλά και τσακάλια.
Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι κατά μήκος του ποταμού Εδεσσαίου, που
διασχίζει τον υγρότοπο, υπάρχουν θαυμάσιοι λευκώνες και ιτιές
(παραποτάμια οικοσυστήματα), ενώ στα βόρεια όρια του υγροτόπου
αναπτύσσεται η λευκοκαλλιέργεια. Η περιοχή ενδείκνυται ακόμη για την
καλλιέργεια διαφόρων ποικιλιών βατόμουρου, λόγω της τυρφώδους
σύστασης του εδάφους και της υψηλής υγρασίας.
Η δυνατότητα άρδευσης των γεωργικών εκτάσεων από τα νερά της λίμνης,
έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη γεωργικών καλλιεργειών υψηλών
αποδόσεων (όπως το κεράσι και, εν μέρη, το ροδάκινο) και τη διαμόρφωση
ενός σχετικά ικανοποιητικού γεωργικού εισοδήματος, για τους κατοίκους της
ευρύτερης περιοχής. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής είναι αρκετά
συγκεκριμένο, στο βαθμό που το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης έχει
απαλλοτριωθεί από τη ΔΕΗ. Η αύξηση όμως των γεωργικών
δραστηριοτήτων, η χρήση των διαφόρων γεωργικών φαρμάκων και
λιπασμάτων καθώς επίσης και η επέκταση της κτηνοτροφίας, χωρίς
προηγούμενο σχέδιο διαχείρισης, έχουν σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση
των ποιοτικών χαρακτηριστικών του υγροτόπου και την ανάπτυξη σημαντικών
ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων.
Η λίμνη σήμερα παρουσιάζει σημαντικό βαθμό ευτροφισμού, γεγονός το
οποίο έχει επιβεβαιωθεί και με σχετικές αναλύσεις που έχουν γίνει από το
Εργαστήριο Οικολογίας και Προστασίας Περιβάλλοντος του Τμήματος
Κτηνιατρικής του Α.Π.Θ. Η πλούσια ανάπτυξη της υδρόβιας βλάστησης, ως
αποτέλεσμα του ευτροφισμού, παρεμποδίζει την απρόσκοπτη παροχέτευση
του νερού προς τον Υδροηλεκτρικό Σταθμό του Άγρα, δυσχεραίνοντας
σημαντικά τη λειτουργία του. Στο βαθμό που το νερό αυτό τροφοδοτεί και
τους καταρράκτες της Έδεσσας, γίνονται κατανοητές οι πολλαπλές διαστάσεις
του προβλήματος.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος του ευτροφισμού, στο παρελθόν
εμπλουτίστηκε η λίμνη με κύκνους για τον έλεγχο των ειδών του
Potamogeton, με πάπιες για τον έλεγχο των ειδών Phragmites, Scirpus και
Typha, και με μυοκάστορες με τροφικές προτιμήσεις σε όλα τα
προαναφερόμενα φυτικά είδη. Η επέμβαση αυτή όμως είχε μικρή επιτυχία και
σήμερα τα επιπλέοντα φυτικά είδη συλλέγονται με ειδικό μηχανισμό, χωρίς
όμως σημαντικό αποτέλεσμα στην μείωση του φαινομένου.
Ο υγρότοπος του Άγρα-Νησίου-Βρυττών είναι ένα σύστημα για τη δημιουργία
και διατήρηση του οποίου η ΔΕΗ έχει παίξει έναν ιδιαίτερο ρόλο, αποτελεί μία
περιοχή υψηλής οικολογικής αξίας και, δεδομένης της μοναδικότητας των
ενδιαιτημάτων που περιλαμβάνει και της ιδιαίτερης σημασίας του στο

9
μεταναστευτικό ταξίδι και τον φωλεασμό πολλών σπάνιων και απειλούμενων
ειδών, αποτελεί ένα οικοσύστημα εθνικής σημασίας.

2.5. Ταμιευτήρας Πουρναρίου (Αραχθος)


Η περιοχή του ταμιευτήρα βιοκλιματικά ανήκει στις περιοχές με έντονο μεσο-
μεσογειακό κλίμα. Η ζώνη βλάστησης που εκφράζει αυτό το βιοκλίμα είναι η
μεσο-μεσογειακή διάπλαση της αριάς, πιό γνωστή σαν Quercion ilicis,
υποζώνη της Ευμεσογειακής ζώνης βλάστησης. Σε αυτή την υποζώνη
εμφανίζονται διάφορες χαρακτηριστικές φυτοκοινωνίες, οι οποίες κατά ένα
μέρος είναι υποβαθμισμένες και κατά ένα άλλο, εδαφικά εξαρτώμενες. Έτσι,
στις ράχες και τις νότιες εκθέσεις κλιτύων εμφανίζονται συνήθως ενώσεις με
ρείκια (Erica verticilata και Erica arborea), σε θέσεις με καλύτερες οικολογικές
συνθήκες κυριαρχούν η κουμαριά (Arbutus unedo), ο ασπάλαθος
(Calycotome villosa), το σπάρτο (Spartium junceum) κ.λ.π. και στις υγρότερες
θέσεις και βορεινές εκθέσεις κυριαρχεί η αριά (Quercus ilex) με τον φράξο
(Fraxinus ornus), το φιλίκι (Phillyrea media), την χνοώδη δρυ (Quercus
pubescens) κ.λ.π. Στην υποζώνη αυτή βρίσκεται το optimum της ανάπτυξης
της χαλεπίου πεύκης (Pinus halepensis).
Από το ύψος του Πέτα προς τις Μελάτες, το τοπίο εμφανίζεται τυπικά
μεσογειακό. Όταν πλησιάζουμε στην γέφυρα Μελάτων αρχίζει να διανθίζεται
με υγρόφιλα είδη όπως τα πλατάνια, ενώ οι κουτσουπιές μας συντροφεύουν
σε όλη την διαδρομή.
Η ιχθυοπανίδα που παρουσιάζεται στη λίμνη Πουρναρίου ή τεχνητή λίμνη
Άραχθου, όπως επίσης αναφέρεται, είναι αρκετά σημαντική. Κυπρίνος,
στρωσίδι, τυλιανός, πινδοβίνος, σκυλόψαρο, μπριάνα, λιάρα, μουστακάτο,
άγρια πέστροφα, χέλι και το Pseudophoxinus stymphalicus, το οποίο δεν
εμφανίζεται σε άλλον ταμιευτήρα. Έτσι εξηγούνται και οι αρκετές μικρές
βάρκες που βλέπει συχνά ο επισκέπτης στη λίμνη.
Η ορνιθοπανίδα στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης εμφανίζεται περίπου όμοια
με αυτήν της κοιλάδας του Αχελώου που εκτείνεται ανατολικά, μεταξύ των
χωριών Μυρόφυλλον και Μεσόπυργος. Εκεί, μεταξύ των άλλων ειδών, έχουν
αναφερθεί και τα παρυδάτια:
Νυχτοκόρακας, σταχτοτσικνιάς, σταχτόχηνα, πρασινοκεφαλόπαπια,
κυνηγόπαπια, τσικνόπαπια, σταχτοσουσουράδα, αλκυόνα, φαλαρίδα,
κιτρινοσουσουράδα, σαρσέλα, μπεκατσίνι, μπεκάτσα, καλημάνα,
καστανοκεφαλόγλαρος, ποταμοσφυριχτής.
Όσον αφορά τα θηλαστικά και ερπετά, στην γειτονική κοιλάδα του Αχελώου, η
οποία, σημειωτέον, βρίσκεται πιό κοντά στη λίμνη Πουρναρίου παρά στις
λίμνες του Αχελώου, αναφέρονται τα εξής είδη.

10
Σαλαμάνδρα, πράσινος φρύνος, τρανόσαυρα, πρασινόσαυρα, Algyroides
nigropunctatum, σαύρα του τοίχου, τα φίδια σαϊτα, νερόφιδο, οχιά, καθώς και
τα θηλαστικά αρουραίος, σκίουρος, νυφίτσα, ασβός, κουνάβι, αγριόγατα,
αγριογούρουνο, ζαρκάδι.
Βεβαίως, όσον αφορά κοινά είδη όπως η τρανόσαυρα, ο αρουραίος ή και τα
νερόφιδα, δεν υπάρχει αμφιβολία για την παρουσία τους στην ευρύτερη
περιοχή και της τεχνητής λίμνης του Πουρναρίου. Αλλά για να βρείτε
αγριογούρουνο ή αγριόγατα και ζαρκάδι, θα πρέπει να ανηφορήσετε προς τα
βόρειο-ανατολικά όπου το υψόμετρο και τα λιγότερο επηρεασμένα από τις
ανθρωπογενείς δραστηριότητες οικοσυστήματα, επιτρέπουν τη διαβίωση
τέτοιων ευαίσθητων ειδών.

2.6. Ταμιευτήρας Λάδωνα


Η ευρύτερη περιοχή της λίμνης βιοκλιματικά ανήκει στις περιοχές με ασθενές
μεσο-μεσογειακό κλίμα. Αντίστοιχα, η επικρατούσα διάπλαση βλάστησης
είναι, θεωρητικά, αυτή της Υπομεσογειακής διάπλασης (Ostryo - Carpinion).
To Ostryo - Carpinion είναι μία υποζώνη της Παραμεσογειακής ζώνης
βλάστησης, (Λοφώδης-Ορεινή, Quercetalia pubescentis) και στην νότια
Ελλάδα εμφανίζεται με τη μορφή του αυξητικού χώρου Quercetum cocciferae
ή Cocciferetum, που φθάνει σε ένα υψόμετρο 1000 και πλέον μέτρων.
Εμφανίζεται και στον υπόροφο δασών ελάτης και μαύρης πεύκης,
χαρακτηρίζεται δε από την έλλειψη του ανατολικού γαύρου (Carpinus
orientalis).
Η περιοχή χαρακτηρίζεται από την μακία και ψευδομακία βλάστηση. Τα
συνηθισμένα σπάρτα, πουρνάρια, σχίνα, αγριελιές, πεύκα και τα άλλα είδη
κατακλύζουν την περιοχή. Κοντά στη λίμνη ο χαρακτήρας της βλάστησης
ξεφεύγει από τον τυπικό μεσογειακό και εμφανίζονται και λιγότερο ξηρόφιλα
είδη, όπως κουμαριές, ιτιές και λυγαριές. Εντυπωσιακή είναι και η παρουσία
του πλάτανου στις όχθες της λίμνης.
Η ιχθυοπανίδα της λίμνης περιορίζεται κυρίως στο τυλινάρι, το οποίο είναι ένα
είδος κέφαλου του γλυκού νερού και στα χέλια.
Σε μία μέτρηση παρυδατίων ειδών ορνιθοπανίδας από το International
Waterfowl Research Bureau (IWRB), τον Ιανουάριο του 1976, αναφέρονται 61
άτομα πρασινοκεφαλόπαπιας. Η περιοχή βάσταγε θηράματα από τότε.
Πάντως, το σημερινό νομικό καθεστώς προστασίας περιορίζεται στην
απαγόρευση βοσκής και το παράνομο ή αλόγιστο κυνήγι εξακολουθεί να
αποτελεί μόνιμο πρόβλημα για την περιοχή.
Το ΕΚΒΥ έχει συμπεριλάβει την τεχνητή λίμνη Λάδωνα στην απογραφή των
ελληνικών υγροτόπων. Τονίζει δε ότι οι σημερινές χρήσεις είναι: Ύδρευση,
Άρδευση, Αλιεία, Κυνήγι, Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και Αναψυχή.

11
Η αναψυχή βεβαίως στη λίμνη δεν είναι οργανωμένη και αυτό είναι παράλογο
για μιά λίμνη τόσο κοντά σε αστικά κέντρα όπως η Τρίπολη, η Πάτρα ή και η
Αθήνα. Επίσης, υπάρχει πρόβλημα ρύπανσης του ταμιευτήρα με υγρά αλλά
και στερεά απόβλητα βιοτεχνιών-μεταποιητικών επιχειρήσεων και αστικού
τύπου λύματα, από τα παραλίμνια και παραποτάμια χωριά. Αν αυτό
σταματήσει, σε συνδυασμό με μία απαγόρευση κυνηγίου, η λίμνη θα
εμπλουτιστεί φυσικά με περισσότερα είδη παρυδάτιων πουλιών. Επίσης θα
μπορούσε να ακολουθήσει αξιοποίησή της οικοτουριστικά ή γενικότερα με
οργανωμένες δραστηριότητες αναψυχής.

2.7. Ταμιευτήρας Αώου


Όσο ανεβαίνουμε από το Μέτσοβο προς τη λίμνη πηγών Αώου το κλίμα
περνάει από το υπο-μεσογειακό στο αξηρικό εύκρατο. Η περιοχή ανήκει στον
υγρό βιοκλιματικό όροφο με δριμύ χειμώνα και μέση ελάχιστη θερμοκρασία
του ψυχρότερου μήνα κάτω του 00C. Αυτού του είδους το κλίμα εκφράζεται και
από τις ανάλογες διαπλάσεις βλάστησης. Η νότια περιοχή της λίμνης ανήκει
στην ορομεσογειακή διάπλαση της οξυάς (Fagus moesiaca) και της
υβριδιγενούς ελάτης (Abies borisii). Η βόρεια περιοχή διαφοροποιείται
ελαφρώς και ανήκει στην ορομεσογειακή διάπλαση της μαύρης πεύκης (Pinus
nigra).
Βορειοανατολικά της λίμνης βρίσκεται ο εθνικός δρυμός Βίκου-Αώου και το
βόρειο τμήμα της βρίσκεται σχεδόν μέσα στον εθνικό δρυμό Πίνδου. Ως
γνωστόν κάποια περιοχή χαρακτηρίζεται σαν εθνικός δρυμός για
οικοσυστημικούς και περιβαλλοντικούς λόγους, πράγμα που σημαίνει ότι
εμπεριέχει αναντικατάστατα και σπάνια στοιχεία (χλωρίδα, πανίδα,
γεωλογικούς σχηματισμούς, τοπία απείρου φυσικού κάλλους), τα οποία
χρήζουν προστασίας. Η περιοχή λοιπόν της λίμνης βρίσκεται μεταξύ δύο
χαρακτηρισμένων και προστατευόμενων εθνικών δρυμών και η πανίδα της
είναι χαρακτηριστικά πλούσια.
Μέσα στη λίμνη συναντάμε τα είδη ιχθυοπανίδας: Πλατίτσα, συρτάρι, πλατίνα,
στρωσίδι ή λαυράκι, τυλινάρι. άγρια πέστροφα και χέλι.
Η ορνιθοπανίδα της ευρύτερης περιοχής περιλαμβάνει πάρα πολλά είδη. Θα
μπορούσαμε να αναφέρουμε τα πιό χαρακτηριστικά: Σφηκοβαρβακίνα,
ξεφτέρι, ποντικοβαρβακίνα, πετρίτης, φάσσα, κούκος, γκιώνης,
μαυροσταχτάρα, βουνοσταχτάρα, στραβολαίμης, διάφορα είδη τσικλιτάρας,
διάφορα είδη χελιδονιών, σταρήθρα, κοκκινολαίμης, κοκκινούρης, βλάχος,
χιονότσιχλα, σταχτοπετρόκλης, λαλοτσιροβάκος, κοκκινοκαλιακούδα και άλλα.
Εμφανίζονται και παρυδάτια όπως αλκυόνες, σταχτοσουσουράδες,
μαυροπελαργός, τσικνιάδες, βουτηχτάρια κ.ά.

12
Τα αμφίβια τρίτουρος, σαλαμάνδρα, φρύνος, πολλά είδη βατράχων του
γένους Rana, καθώς και τα ερπετά αβλέφαρος, τυφλίτης, σαύρες του γένους
Lacerta, σαϊτα, λιμνόφιδο, νερόφιδο, οχιά, είναι μερικά από τα είδη
ερπετοπανίδας που θα συναντήσουμε στην περιοχή.
Από τα θηλαστικά, οι κάτοικοι του χωριού Χρυσοβίτσα κάνουν λόγο για
εμφανίσεις λύκων κάτι βαρείς χειμώνες. Πάντως ο σκίουρος δεν είναι σπάνιος
στην περιοχή. Αναφέρεται και η παρουσία της νανομυγαλίδας και του
δασομυωξού.

3. Η διακύμανση της στάθμης ως περιοριστικός παράγοντας


Υπάρχουν όμως και ορισμένοι περιοριστικοί παράγοντες στην ανάπτυξη της
παρόχθιας και λιμναίας βλάστησης. Στις περισσότερες από τις τεχνητές λίμνες
της Δ.Ε.Η. υπάρχει έντονη διακύμανση της επιφανειακής στάθμης, λόγω της
λειτουργίας των υδροηλεκτρικών σταθμών (η εκροή του νερού είναι ανάλογη
της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος), της απορρόφησης νερού για
αρδευτικές ανάγκες και την εποχή του έτους. Η μεγαλύτερη διακύμανση
(δεκάδες μέτρα) εμφανίζεται στους ετήσιους ταμιευτήρες (Κρεμαστά,
Πολύφυτο, Ν. Πλαστήρα, Πουρνάρι, Πηγών Αώου).
Αυτή η διακύμανση της στάθμης διαφοροποιεί την λίμνη ενός υδροηλεκτρικού
έργου από κάποια άλλη φυσική ή τεχνητή λίμνη. Σε έναν τυπικό ταμιευτήρα
της Δ.Ε.Η. για παράδειγμα, δεν υπάρχει συνήθως η υδρόβια μακροφυτική
βλάστηση, τα υδρόβια δηλαδή φυτά που είναι ριζωμένα στον πυθμένα ή και
που επιπλέουν στο νερό. Στις τεχνητές λίμνες που θα συναντήσουμε τέτοια
βλάστηση θα είναι αποτέλεσμα "μπαζώματος" της λίμνης, όπως συμβαίνει
στον ταμιευτήρα του Λούρου και του Άγρα. Αντίθετα, σε ταμιευτήρες όπως
του Πολύφυτου και των Κρεμαστών η μεγάλη και σημαντική διακύμανση της
επιφανειακής στάθμης δεν επιτρέπει την ανάπτυξη υδρόβιας ριζωμένης και
επιπλέουσας μακροφυτικής βλάστησης.
Επίσης, η διακύμανση εξασκεί πιέσεις και στην πλέον παραγωγική ζώνη του
λιμναίου οικοσυστήματος, την παράλια ζώνη και τον έμβιο κόσμο της. Έτσι, οι
οργανισμοί με τους οποίους διατρέφεται ένα μεγάλο μέρος του υδρόβιου
κόσμου έχουν, με τη σειρά τους, έντονες διακυμάνσεις.

4. Συμπεράσματα - Συζήτηση
Η αυξημένη θερινή παραγωγικότητα των συστημάτων στην περίπτωση
αύξησης των υδατικών πόρων, οδηγεί και σε οικονομικά οφέλη όταν
αναφερόμαστε σε αρδευόμενη γεωργία. Αρκεί ν' αναφερθεί ότι στις
παραδοσιακές καλλιέργειες "ξηρικού" καλαμποκιού η απόδοση δεν
υπερβαίνει τα 300 κιλά ανά στρέμμα, ενώ με την άρδευση και τις άλλες

13
τεχνικές βελτίωσης (λιπάνσεις, χρήση υβριδίων κ.λ.π.) ξεπερνά τα 1500 κιλά
ανά στρέμμα.
Αυτές οι αποδόσεις προϋποθέτουν υψηλές θερμοκρασίες, πράγμα που
σημαίνει ότι το "σύστημα δουλεύει" με νερό άρδευσης που προέρχεται από
την υγρή περίοδο του έτους με τις χαμηλές θερμοκρασίες. Γενικώς, δε, η
συνταρακτική αλλαγή του γεωργικού σκηνικού με την πλήρη εκμηχάνιση και
τις μεγάλες αποδόσεις, απαιτεί μεγάλες εισόδους νερού. Έτσι, αποδείχθηκε
άριστη επιλογή η κατασκευή φραγμάτων πολλαπλής σκοπιμότητας, που
συνδυάζουν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με την διάθεση νερού στην
γεωργική παραγωγή και κατά την ξηρή περίοδο.
Είναι προφανές ότι οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, που δημιουργούνται
στις περιοχές "επιρροής" των υδροηλεκτρικών έργων, βελτιώνονται. Στο
σημείο αυτό γεννάται το ερώτημα που συνήθως τίθεται στις ημέρες μας. Αυτή
η βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών παραμέτρων κατά πόσο συμβαδίζει με
την προστασία του περιβάλλοντος; Μήπως τα μεγάλα έργα δημιουργούν νέου
τύπου υπέρμετρο καταναλωτισμό, ο οποίος οδηγεί σε σημαντική υποβάθμιση
του περιβάλλοντος;
Φαίνεται, ίσως, περίεργο αλλά σε όλες τις περιπτώσεις υπήρξε εκτός από
οικονομική και κοινωνική, παράλληλη περιβαλλοντική αναβάθμιση. Και δεν
αναφερόμαστε μόνο στην αισθητική βελτίωση του περιβάλλοντος, στην οποία
ενυπάρχει και υποκειμενισμός, αλλά και σε ότι αφορά την επιδιωκόμενη
βιολογική ποικιλότητα. Αν μάλιστα θεωρηθεί ως δείκτης η ορνιθοπανίδα, ως
πιό ευαίσθητη αλλά και ως κατέχουσα μιά από τις υψηλότερες θέσεις της
τροφικής αλυσίδας, τότε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η δημιουργία
φραγμάτων σημαίνει ίδρυση νέων υγροβιότοπων. Τούτο έχει αποδειχθεί από
την περίπτωση του Μαραθώνα και του Μόρνου μέχρι της Κερκίνης και του
Άγρα. Στις τεχνητές λίμνες, εξάλλου, αυξάνεται η ορνιθοπανίδα των
μεταναστευτικών ειδών που χρησιμοποιούν τους ταμιευτήρες σαν
ενδιάμεσους σταθμούς στο μακρύ τους ταξίδι.
Στην έκδοση "Απογραφή των Ελληνικών Υγροτόπων ως Φυσικών Πόρων",
του Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων-Υγροτόπων σε συνεργασία με το Μουσείο
Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, αναγνωρίζεται η αξία 25 τεχνητών λιμνών ως
υγροτόπων και δίνονται αναλυτικά στοιχεία για 17 από αυτές, μεταξύ των
οποίων και οι τεχνητές λίμνες Αγιάς, Άγρα, Αλμυρού, Κερκίνης, Κοντιά,
Κρεμαστών, Λάδωνα, Μαραθώνα, Μάτι Τυρνάβου, ορυχείων Αλιβερίου,
Πηνειού, Πολυφύτου, Σκοπού, Στράτου, Ταυρωπού, Κάρλας.
Η παρουσία μιάς τέτοιας μεγάλης υδάτινης μάζας με επιφάνεια πολλών km2
είναι φυσικό να έχει επίδραση στο τοπικό μικροκλίμα και γενικότερα στο
περιβάλλον. Η ευρύτερη περιοχή από παραποτάμια γίνεται παραλίμνια και
παρουσιάζει ένα κλίμα με ηπιότερες θερμοκρασιακές μεταπτώσεις και
αυξημένη ατμοσφαιρική υγρασία το καλοκαίρι. Αυτό επιδρά στη μορφή της

14
βλάστησης και τον αριθμό των ειδών της περιοχής, αφ' ενός με την
εγκατάσταση παρόχθιας χλωρίδας (έστω και αζωνικής) και αφ' ετέρου με την
τόνωση της υπάρχουσας βλάστησης λόγω ακριβώς της αυξημένης
ατμοσφαιρικής υγρασίας κατά τη ξηρή περίοδο. Γενικά η κατασκευή
ταμιευτήρων νερού οδηγεί στην εμφάνιση νέων ειδών ζώων, που ευνοούνται
από το λιμναίο περιβάλλον που δημιουργείται. Παράλληλα αυξάνονται οι
πληθυσμοί ψαριών και αμφιβίων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τεχνητές λίμνες
επιδρούν σαφώς στο τοπικό κλίμα πλουτίζοντας, με την μεγαλύτερη εξάτμιση,
την δίαιτα του νερού και ανεβάζοντας τις χαμηλότερες θερμοκρασίες της
υγρής περιόδου, ωθούν τις κλιματικές παραμέτρους προς τον εύκρατο τύπο
κλίματος και έτσι ευνοείται η υγρόφιλη χλωρίδα. Αφ' ενός υπάρχει
ατμοσφαιρική υγρασία και την ξηρή περίοδο και αφ' ετέρου ελαττώνονται οι
μέρες εμφάνισης παγετού και χαμηλών θερμοκρασιών.
Η συνοπτική και περιληπτική παράθεση στοιχείων για τη χλωρίδα, την πανίδα
και άλλων περιβαλλοντικών δεδομένων για μερικούς από τους μεγαλύτερους
και παλαιότερους ταμιευτήρες της Δ.Ε.Η. δείχνει ότι τα οικοσυστήματα που
διαμορφώθηκαν δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αντίστοιχα φυσικά και σε
πολλές περιπτώσεις είναι σίγουρο τι επήλθε βελτίωση, συγκρίνοντας τα
παραλίμνια οικοσυστήματα με άλλα της ευρύτερης περιοχής σε αντίστοιχους
περιβαλλοντικούς σταθμούς αλλά με την απουσία του όγκου του νερού.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, Ν. ΗΡ., (1982). Δασική Φυτοκοινωνιολογία. Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη
ΑΠΑΛΟΔΗΜΟΥ, Ν., (1988). Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδος. Μουσείο
Γουλανδρή, Φυσικής Ιστορίας, Αθήνα.
Βάση δεδομένων του International Waterfowl research Bureau (IWRB)
Βάση δεδομένων Natura 2000
ΔΕΗ, (1986). Η ΔΕΗ και το έργο της. Διεύθυνση Δημοσίων Σχέσεων, Αθήνα, Μάϊος.
ΔΕΗ - (1986).Δ/νση Ανάπτυξης Υ/Η Εργων - Μελέτη επιπτώσεων και επανορθωτικών
μέτρων για την περιοχή της άμεσης επιρροής των ΥΗΕ Μεσοχώρας, Γλύστρας και
Συκιάς στον Ανω Αχελώο, Ιούλιος
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, (1994). Σημαντικές Περιοχές γιά τα Πουλιά της
Ελλάδας, Μία Γνωριμία με τους Σημαντικότερους Βιοτόπους της Ελλάδας. Ειδική
έκδοση, Αθήνα, σελ. 197.
ΖΑΛΙΔΗΣ Χ.Γ. και Α.Λ. ΜΑΝΤΖΑΒΕΛΑΣ (Συντονιστές έκδοσης) - (1994). Απογραφή των
Ελληνικών Υγροτόπων ως Φυσικών πόρων. (πρώτη προσέγγιση) Ελληνικό Κέντρο
Υγροτόπων -Βιοτόπων (ΕΚΒΥ). xviii+587 σελ.
ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΕΩΡΓΟΥΔΑΚΗ, Ι., και άλλοι (1992) Ομάδα ΙΙ: Χειρόπτερα. στο "Το κόκκινο
βιβλίο των απειλούμενων σπονδυλωτών της Ελλάδας." Καρανδεινός Μ. (συντονιστής) σελ.
303-326
ΘΕΟΔΩΡΑΚΑΚΗΣ Μ., ΜΑΡΓΑΡΗΣ Ν.Σ. & ΚΑΪΝΑΔΑΣ Η., (2000). Οι υγρότοποι της ΔΕΗ.
Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN 960-03-2666-5
ΚΑΝΕΛΛΗΣ, Λ.Χ., (1980). Τα ονόματα των θηλαστικών της Ελλάδας. Δελτίο της
Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσεως, Η Φύσις, 39.

15
ΜΑΡΓΑΡΗΣ Ν.Σ.(1995) Αξιολόγηση των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων γιά τα
έργα εκτροπής του ποταμού Αχελώου στη Θεσσαλία. Έκθεση προς το Συμβούλιο της
Επικρατείας. Μυτιλήνη.
ΜΑΥΡΟΜΑΤΗΣ, Γ.Ν., (1980). Το βιοκλίμα της Ελλάδος. Σχέσεις κλίματος και φυσικής
βλαστήσεως, βιοκλιματικοί χάρτες. Υπουργείο Γεωργίας, Γενική διεύθυνση Δασών και
Δασικού Περιβάλλοντος, Ίδρυμα Δασικών Ερευνών Αθηνών. Δασική έρευνα. τόμος 1:
Παράρτημα, Αθήναι.
PATERSON, R., MOUNTFORT, G., HOLLOM, P.A.D., (1981). Τα πουλιά της Ελλάδας και
της Ευρώπης. Χρυσός Τύπος, Θεσσαλονίκη
ΣΦΗΚΑΣ, Γ., (1990). Δένδρα και θάμνοι της Ελλάδας. Efstathiadis group S.A., Athens.
ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Παν/μίου Αιγαίου, (1995) Ν.Σ. Μάργαρης (υπεύθυνος) Μελέτη
περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ΥΗΕ Μεσοχώρας Έκθεση προς ΔΕΗ/ΔΕΥΑ. Μυτιλήνη,
Σεπτέμβριος.
ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Παν/μίου Αιγαίου, (1988) Ν.Σ. Μάργαρης. Ο πρωτογενής
τομέας στην Πίνδο. Ανίχνευση προβλημάτων και προοπτικές αποπεριθωριοποίησης.
Ερευνητική πρόταση προς την Αγροτική Τράπεζα. Μυτιλήνη, Ιούνιος.
ΤΣΟΥΜΗΣ, Γ.Θ., & ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, Ν. ΗΡ., (1981). Συστηματική Δασική Βοτανική.
Θεσσαλονίκη.
ΧΑΝΔΡΙΝΟΣ, Γ., ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Α., (1982). Αρπακτικά πουλιά της Ελλάδας.
Π.Ευσταθιάδης και υιοί Α.Ε., Αθήνα.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ARNOLD, E.N., BURTON, J.A., OVENDEN, D.W., (1992). Reptiles and Amphibians of
Britain & Europe. Collins, London.
BAGNOULS, F., et GAUSSEN, H., (1953). Saison seche et indice xerothermique. Doc.
Carte Prod. veget., III, 1-8.
CHONDROPOULOS, B.P., (1989). A checklist of the Greek reptiles. II. The snakes.
Herpetozoa 2(1/2): 3-36.
CHONDROPOULOS, B.P., (1986). A checklist of the Greek reptiles. I. The lizards.
Amphibia - Reptilia 7: 217-235.
DICERBO, E., (1992). The Birdwatcers Almanac. Bloomsbury Books, London.
GOODERS, J., (1990). Field guide to the birds of Britain & Europe. Kingfisher Books,
London.
MARGARIS N.S., THEODORAKAKIS M. & KAINADAS E. "Further to their socio-economic
success can man-made wetlands to be ecological successes also? An example from
Tavropos Dam, Greece." International Conference, "Nature and Workmanship. Artificial
Wetlands in the Mediterranean" UNESCO, France, Paris June 1997
O' CONNOR, R.J. & SHRUBB, M., (1990). Farming and Birds. Cambridge University Press,
Cambridge.
PRESS, B., HOSKING, D., (1993). Trees of Britain and Europe. New Holland (publishers)
Ltd., London.
QUEZEL, P., (1977). Forests of the Mediterranean basin. In: "Mediterannean forests and
maquis: ecology, conservation and management". MAB Technical notes, 2, UNESCO, Paris,
pp. 9-32.
UNESCO-FAO, (1969). Ecological study of the Mediterranean Zone, Vegetation map of
the Mediterranean Zone. Arid Zone Research, 30. UNESCO, Paris, pp. 90.
UNESCO-FAO, (1963). Ecological study of the Mediterranean Zone, Bioclimatic Maps
with notes. Arid Zone Research, 21. UNESCO, Paris, pp. 60.

16
WHEELER, A., (1992). Freshwater Fishes of Britain & Europe. Dragon's World Ltd., Surrey
RH8-0DY, Great Britain

17

You might also like