Professional Documents
Culture Documents
Pontiako Lexiko - Pontic Dictionary
Pontiako Lexiko - Pontic Dictionary
αγριόγατεσα
άγριον
αγροκόσαρον
αγροτέρεμαν
α (άτονο) το
αβάπτιστεσα αβάπτιστη
αβαράς χασομέρης
αβάσιμεσα αβάσιμη
άβαφεσα άβαφη
άβγαλτεσα άβγαλτη
άβολεσα άβολη
αβούτα τούτα
αβούτε τούτη
αβούτεν τούτην
αβούτο τούτο
αβουτοίν τούτοι
αβουτοίντς τούτους
αβούτον τούτον
αβούτος τούτος
αγαθέσα αγαθή
αγαπητικιέσα αγαπητικιά
άγγιχτεσα άγγιχτη
αγγούρ αγγούρι
αγγούραι αγγούρια
αγελώ θα γελάσo
αγέννητεσα αγέννητη
αγιάρ σέλα
αγίασμαν αγίασμα
αγιάτρευτεσα αγιάτρευτη
άγιεσα άγια
αγκαλέεις αγκαλιάçεις
αγκαλέç αγκαλιάçει
αγκαλέçνε αγκαλιάçουν
αγκαλέço αγκαλιάço
αγκαλώ καταγγέλo
αγλήγορα βιαστικά
αγληγορεί βιάçεται
αγληγορείς βιάçεσαι
αγληγορούν βιάçονται
αγληγορώ βιάçομαι
αγνέσα αγνή, παράÇενη
αγνόν αγνός
αγνός παράÇενος
αγούρ αγόρι
αγούραι αγόρια
άγουρομ άντρας μου
άγουρον άντρας
αγουρόπα παιôάκια
αγουρόπον παιôάκι
Aγουστον Aύγουστος
άγριέσα άγρια
αγριόγατη
άγριος
αγριόκοτα
αγριοκοίταγμα
αγροτερίô
αγροτερώ
το σκιάχτρο
αγριοκοιτάço
αγρότες αγρότης
αγρούμαι αγριεύομαι, φοβάμαι
αγρούστ ανώρυμο
άγρυπνεσα άγρυπνη
αôά εôώ
αôά μερέαν προς αυτήν τη μεριά
αôάκα εôώ
αôακά εôώ πέρα
αôακές προς τα ôo
αôερφέσα αôερφή
αôιάντροπεσα αôιάντροπη
αôιάφορεσα αôιάφορη
αôίς θα ôώσεις
Aεργίτες Nοέμβριος
αετέσα αετή
αέτς έτσι
αçεμάτιστεσα αçεμάτιστη
αçευγάρoτεσα αçευγάρoτη
άçευτεσα άçευτη
αçήλευτεσα αçήλευτη
αηôόν αηôόνι
αηôόναι αηôόνια
αήκα τέτοια (ουô.)
αήκον τέτοιο
αήκος τέτοιος
αήκσα τέτοια (θηλ.)
αθάνατεσα αθάνατη
άθαφτεσα άθαφτη
αθέατεσα αθέατη
άθεεσα άθεη
αθεόφοβεσα αθεόφοβη
αθεράπευτεσα αθεράπευτη
αθλητικιέσα αθλητική
άθλιεσα άθλια
αθόλoτεσα αθόλoτη
αθόρυβεσα αθόρυβη
άθραυστεσα άθραυστη
άθρεφτεσα άθρεφτη
αθώεσα αθώα
αίθριεσα αίθρια
αιμοôότεσα αιμοôότησα
αινιγματικιέσα αινιγματική
αιρετικιέσα αιρετική
αισθηματικιέσα αισθηματική
αισθητικιέσα αισθητικός
αισιόôοÇεσα αισιόôοÇη
αισχρέσα αισχρή
αίτιεσα αίτια
αιχμάλoτεσα αιχμάλoτη
ακάθαρτεσα ακάθαρτη
ακάθεκτεσα ακάθεκτη
άκακιεσα άκακη
ακάλεστεσα ακάλεστη
ακάλυπτεσα ακάλυπτη
ακαμάτεσα ακαμάτρα
ακαμάτς ακαμάτης
άκαπνεσα άκαπνη
άκαρôεσα άκαρôη
ακατάôεχτεσα ακατάôεχτη
ακέκα εκεί
ακεκά εκεί πέρα
ακίνôυνεσα ακίνôυνη
άκλαυτεσα άκλαυτη
άκλερα καημένα
άκλερε καημένε
άκλερεσα καημένη
άκλεροι καημένοι
άκλερον καημένος
άκληρεσα άκληρη
ακόλαστεσα ακόλαστη
ακονίεις ακονίçεις
ακονίç ακονίçει
ακονίçνε ακονίçουν
ακονιστήρ ακονιστήρι
ακονώ ακονίço
άκοπεσα άκοπη
ακριβέσα ακριβή
ακρογιάλ ακρογιάλι
άκσον άκουσε
άλας αλάτι
αλέγo θα πo
αλέει θα πει
αλέεις θα πεις
άλειμαν λίπος
αλένε θα πουν
αλέτρ αλέτρι
αλέτραι αλέτρια
αλεύρ αλεύρι
αλίçνε αλατίçουν
αλίço αλατίço
αλλ άλλοι
άλλεσα άλλη
αλληθoριç αλληθoρίçει
αλλομίαν Çαφνικά, οπότε
αλλτς άλλους
αλυκέσα αλμυρή
αλυκόν αλμυρό
αλφάρ αλφάôι
αλών αλώνι
αλώναι αλώνια
Aλoνάρτς Aύγουστος
αμάν αμέσoς, μεμιάς
άμαν όμoς
άμον σαν, μόλις
αν επάνo
αν αφκά άνo κάτo
άναλεσα ανάλατη
άναλον ανάλατο
αναπάγουμαι αναπαύομαι
αναπάγουνταν αναπαύονται
ανασκάφνε βρίçουν
ανασκάφτo βρίço
ανασπάλνε Çεχνούν
ανασπάλo Çεχνώ
αναχάπαρτα απότομα
ανεμικά ρευματισμοί
ανέντροπεσα αôιάντροπη
ανέντροπος αôιάντροπος
ανεµά ανεµιά
ανεµόν ανεµιός
ανθρoπίαν ανθρoπιά
άνιφτεσα άπλυτη
άνιφτος άπλυτος
ανκεκά πέρα κει
ανοιγάρ κλειôί
ανοίγνε ανοίγουν
ανοίγo ανοίγo
αντάμoμαν αντάμoμα
αντçήα πόôια, σκέλη
αντçήν πόôι, σκέλος
αντράλφος κουνιάôος
αντρίçνε παντρεύονται
αντρίço παντρεύομαι
άντρισον παντρέµου
ανυπόμονεσα ανυπόμονη
αÇινάρ τσεκούρι
αÇινάραι τσεκούρια
άÇον άκουσε
απαôά από εôώ
απαôάκα αποôώ
απαôακές αποôώ πέρα
απαôαμέρ επομένη, άλλη
απαôαπές αποôώ μέσα
απάν επάνo, άνo
απάνε θα πάνε
απάνιμ επάνo μου
απανκές επάνo επάνo
απαντήν πρoιπάντεμα
απάo θα πάo
απένα θα πήγαινα
απές μέσα
απίô απίôι
απίôαι απίôια
απιôεβένo εγκαταλείπo
αποθαμέν αποθαμένοι
απόθεν από που
αποκαμούμαι παραλύo
αποκαρôίço απογοητεύo
απομέν θα μείνει
αποπουρνά από αύριο
αποσκευαρίço τακτοποιώ
αποτσοχαλίço εÇαθρώνo
αποφκά από κάτo
απόµ απόµε
απράνας προ ολίγου
Aπρίλτς Aπρίλης
άπροικεσα άπροικη
αρ έτσι, βεβαίoς
αραέβμαν µάÇιμο
αραέβνε γυρεύουν, µάχνουν
αραέβo γυρεύo, µάχνo
αραθυμίαν νοσταλγία
αραθυμούνε νοσταλγούν
αραθυμώ νοσταλγώ
αραία αραιά
αραπάν κάρο
αρνίμ αρνί μου, καλή μου
αροµέ προ ημερών
αρπάç αρπάçει
αρτούκ επιτέλους
αρύνo αραιώνo
άρχαλ μακάρι
αρχήνεµα άρχισα
αρχήνεµον άρχισε
αρoτούν θα ρoτήσουν
αρoτώ θα ρoτήσo
ας απ' το, ας, από
ας εν ας είναι
ας παιρ ας πάρει
ασά απ' τα
ασά τότε από τότε
ασάν απ' τον
ασατόν απ' αυτόν
ασή απ' της
ασίρo θα τραβήÇo
άσκεμεσα άσκημη
άσκεμον άσκημος
ασκόνα θα το σηκώσo
ασλήν αλήθεια
ασό απ' το
ασπαλίço κλειôώνo
άσπλαχνεσα άσπλαχνη
αστά στάσου
αστέρ αστέρι
αστός αôέσποτο çώο
ασύρ άχυρο
ασύραι άχυρα
ατ (άτονο) του
άτα (άτονο) τα
ατά αυτά
ατέ αυτή
ατέν αυτήν
ατην (άτονο) της
άτιμεσα άτιμη
ατό αυτό
ατοίν αυτοί
ατον (άτονο) του
ατόν αυτόν
ατός αυτός
ατόσα τόσα
ατόσον τόσο
ατότε τότε
ατού! αυτού ôα!
ατουκά μπροστά σου
ατουν (άτονο) τους (άτονο)
ατς (άτονο) της (άτονο)
ατσάλ ατσάλι
ατσάπαν άραγε
αυλάκ αυλάκι
αυλούκ Çυνόχορτο
αυλούκαι Çυνόχορτα
αφαιρέθα Çεχάστηκα
αφαιρέθαν Çεχάστηκαν
αφεντάνθρoπος αρχοντάνθρoπος
αφέρo θα φέρo
αφκά υπό, κάτo
αφορισμέντσα πανέÇυπνη
αφουκρούμαι κρυφακούo
άφσα άφησέ το
άφσαμε άφησέ με
άφσατα άφησέ τα
άφσον άφησε
αφτάγα θα το κάνo
αφτάσα θα το κάνεις
αφτήνo θα ανάµo
αφώτιστεσα καταραμένη, έÇυπνη
αφώτιστος καταραμένος, έÇυπνος
αχάντ αγκάθι
αχάνται αγκάθια
άχαρα χαμένα, καημένα
άχαρον καημένος
αχλάô αχλάôι
αχλάôαι αχλάôια
αχούλ μυαλό
αχούλαι μυαλά
αχουλούς μυαλομένος
αχπάγουμαι τρομάço
αχπάνε Çεριçώνουν
αχπάνo Çεριçώνo
αχπαραγμένος τρομαγμένος
αχπαράço τρομάço άλλον
αχπαράουνταν τρομάçουν
αχπάσκουμαι Çεκινώ
αχπάσκουνταν Çεκινούν
αχταλέβνε σκάβουν
αχταλέβo σκάβo
αχτάλεμαν σκάµιμο
άµιμον φoτιά
αµίνε ανάβουν
αµίνμε με ανάβει
αµίνo ανάβo
αµίνo σε σε ανάβo
αµς άσε
Β
Bαγγέλτς Bαγγέλης
βαôίçνε βαôίçουν
βαθέα βαθιά
βαρέα βαριά, συχνά
βαρέλαι βαρέλια
βαρκίçνε φoνάçουν ôυνατά
βαρκίço φoνάço ôυνατά
βασιλέας βασιλιάς
βελόναι βελόνια
βερεσμέντσα έγκυος
βέτρε κουβάς
βουô βόôι
βούôαι βόôια
βούκα μπουκιά
βούρα χούφτα
βουρκέντ βουκέντρα
βούτορον βούτυρο
βουτούρτα βούτυρα
βράôαι βραôιά
βράôον βράôυ
βρακία σώβρακα
βρακίν σώβρακο
βράσα ανεμοβλογιά
βρασόλ βραχιόλι
βρασόλαι βραχιόλια
βραστάρ παπάρα
βρεσ βρέχει
βρεσή βροχή
βρούλα φλόγα
Γ
γαβάγ καβάκι
γαβάγα καβάκια
γαβάλ φλογέρα
γαβάλαι φλογέρες
γαβούν πεπόνι
γαβούναι πεπόνια
Fαβρήλτς Fαβριήλ
γαçανέβνε κερôίçουν
γαçανέβo κερôίço
γαήμπ γερό
γαήμπαι γερά
γαiôούρ γαiôούρι
γαiôούραι γαiôούρια
γάλε - γάλε σιγά - σιγά
γάλε σιγά
γαλέχουλεν χλιαρό
γάμτα γάμοι
γαντάρ çυγαριά
γαντάραι çυγαριές
γαντουρέβνε Çεγελούν
γαντουρέβo Çεγελώ
γαρή γυναίκα
γαρήôες γυναίκες
γαρήμ γυναίκα μου
γαρήσ γυναίκα σου
γαρκά ταύροι
γαρκόν μπήκας
γαστρούμαι γαστρώνομαι
γεγουτέν Çανά
γειτόν γειτόνοι
γελαστέας γελαστός
γελέκον γιλέκο
γέλτα γέλια
γέλτον γέλιο
γενέα γενεά, γενιά
γενναίεσα γενναία
γερά πληγή
γεραλούν πληγoμένο
γήτεμαν μάτιασμα
για ή
γιαçία πεôιάôες
γιαçίν πεôιάôα
γιαμ μήπoς
γιαμασκούλα καρôερίνα
γιαν γoνία, άκρη
Fιάννες Fιάννης
γιατρέσα γιατρίνα
γιναικίçνε παντρεύονται
γιόκσαμ αλλιώς
γιομ γιος μου
γιοργάν στρώμα
γιοργάναι στρώματα
γιοσμάς όμορφος
γιοσμάσα όμορφη
γιοφύρ γεφύρι
Fιoρίκας Fιώργος
γλιάçνε γλιστρούν
γλιάço γλιστρώ
γλουπίço Çεφλουôίço
γλυκέα γλυκά
γλυκοχαράç γλυκοχαράçει
γλύνo λειώνo
γνεφίçνε Çυπνούν
γνεφίço Çυπνώ
γογγύço βογγάo
γομού όρμα
γομώνε γεμίçουν
γομώνo γεμίço
γομώνo σε σε γεμίço
γονεικά γονείς
γονουσέβνε συçητούν
γονουσέβo συçητώ
γουβίν πηγάôι
γουçέβνε θυμώνουν
γουçέβo θυμώνo
γουçεμένος θυμoμένος
γουçεμέντσα θυμoμένη
γούλα λαιμός
γουλόπονον ôιφθερίτιôα
γουρούν γουρούνι
γουρούναι γουρούνια
γουρπάν να σε χαρώ
γουρταλάβνε πειράçουν
γουρταλάβo πειράço
γουταρέβνε γλιτώνουν
γουταρέβo γλιτώνo
γραγρού καταχνιά
γραία γριά
γραιάôες γριές
γραμματισμέν γραμματισμένοι
γραμματισμέντσα γραμματισμένη
γρασέβo προσπαθώ
γράσκουμαι παλιώνo
γραφτ γράφει
γρίναι γρίνια
γριντçίλαι ούλα
γυναικαôέλφη κουνιάôα
γυναικίço παντρεύομαι
Δ
ôαβαίνε προσπερνούν
ôαβαίνo προσπερνώ
ôαβρία βέργες
ôαβρίν βέργα
ôάκνε ôαγκώνουν
ôακόσαι ôιακόσια
ôακρ ôάκρυ
ôάκραι ôάκρυα
ôάκσον ôάγκoσε
ôάκo ôαγκώνo
ôέβα πήγαινε
ôεβάçνε ôιαβάçουν
ôεβάço ôιαβάço
ôέβασμαν πέρασμα, ôιάβασμα
ôέβολον ôιάβολος
ôεκαέÇ ôεκάÇι
ôεκνίçνε ôείχνουν
ôεκνίço ôείχνo
ôεκνίço σε σε ôείχνo
ôελέγουμαι μπερôεύομαι
ôελέγουνταν μπερôεύονται
ôεÇάμενον νουνός
ôεÇαμέντσα νουνά
ôεÇιματέα βαφτιστικιά
ôεσκάλ ôάσκαλοι
ôεσκάλτσα ôασκάλα
ôέσον ôέσε
ôέσονατον ôέστον
ôεσπότς ôεσπότης
ôι και παιρ ôίνει και παίρνει
ôίγo ôίνo
ôίγoσε σε ôίνo
ôικέλ τσάπα
ôίνε ôίνουν
ôιπλανέσα ôιπλανή
ôουκάλ καπίστρι
ôουλ ôούλοι
ôουλτς ôούλους
ôυ ôύο
ôύο ημπς ôυόμισι
ôύσα ôύση, τέλος
ôύσκολεσα ôύσκολη
ôoσ ôώσε
ôώσμε ôώσε μου
Ε
εβγώνε
εβγώνo
έβçηνα
έβçηναν
έβρα
έβρα σε
εβράôινεν
έβραν
εβρίκνε
εβρίκo σε
εβρίουμαι
εβρίουνταν
εβρίσκo
εβώρα
εγαντούρεµα
εγαντούρεµαν
εγάπανα
εγάπαναν
εγάπεσα
εγάπεσαν
εγέλανα
εγεννέθα
εγεννέθαν
έγκα
έγκαν
εγλίαÇα
εγλίαÇαν
εγνάµα
εγνάµαν
εγνέφσα
εγνέφσαν
εγνώρτσα
εγνώρτσαν
εγόμoσα
εγόμoσά σε
εγόμoσαν
εγούçεµα
εγούçεµαν
εγουρέφτα
εγουρέφταν
εγουταρέφτα
εγουταρέφταν
εγουτουρέφτα
εγουτούρεµα
εβγάλνε βγάçουν
εβγάλo βγάço
εβγνώνε βγαίνουν
βγαίνουν
βγαίνo
έσβηνα
έσβηναν
βρήκα
σε βρήκα
βράôιασε
βρήκαν
βρίσκουν
σε βρίσκo
βρίσκομαι
βρίσκονται
βρίσκo
σκιά, ôροσιά
Çεγέλασα
Çεγέλασαν
αγαπούσα
αγαπούσαν
αγάπησα
αγάπησαν
γελούσα
γεννήθηκα
γεννήθηκαν
έφερα
έφεραν
γλίστρισα
γλίστρισαν
κατάλαβα
κατάλαβαν
Çύπνισα
Çύπνησαν
γνώρισα
γνώρισαν
γέμισα
σε γέμισα
γέμισαν
θύμoσα
θύμoσαν
κάθησα
κάθησαν
γλίτoσα
γλίτoσαν
καλοκάθησα
κάνo τρέλες
εγροίκανα
εγροίκαναν
εγροικούν
εγροικώ
εγροίÇα
εγροίÇαν
εôέβα
εôέβαν
εôέβασα
εôέβεν πλαν
εôέκα
εôέκαν
εôέκνιçα
εôέκνισα
εôώκα
εôώρτσα
εôώρτσαν
εçαλίγα
εçαλίγαν
εçάντινα
εçάντιναν
έçηνα
εçόρτσα
εçόρτσαν
εçύαÇα
εçύαÇαν
εθάρνα
εθάρναν
εθαρρούν
εθαρρώ
εθάφταν
εθέλνα
εθέλναν
εθυμέθα
εθυμέθαν
είôασε
εις
εκάγα
εκάγαν
εκαλατίγαν
εκαλοκάτσα
εκαλοκάτσαν
εκαλoσόρτσα
εκαλoσόρτσαν
εκατίβα
εκατίβαν
εκατίβασα
εκατίβασαν
καταλάβαινα
καταλάβαιναν
καταλαβαίνουν
καταλαβαίνo
κατάλαβα
κατάλαβαν
πέρασα
πέρασαν
ôιάβασα, μπατίρησα
προσπέρασε
έôoσα
έôoσαν
έôειχνα
έôειÇα
έôoσα
ôώρισα
ôώρισαν
çαλίστηκα
çαλίστηκαν
τρελάθηκα
τρελάθηκαν
çούσα
çόρισα
çόρισαν
çύγισα
çύγισαν
νόμιçα
νόμιçαν
νομίçουν
νομίço
θάφτικαν
ήθελα
ήθελαν
θυμήθηκα
θυμήθηκαν
σε είôα
ένα
κάηκα
κάηκαν
αμάρτησαν
καλοκάθησα
καλοκάθησαν
καλoσόρισα
καλoσόρισαν
κατέβηκα
κατέβηκαν
κατέβασα
κατέβασαν
εκάτσα
εκάτσαν
εκειαπές
εκείν
εκείνε
εκέκα
εκεπά
εκές
εκλείσταν
εκλίστα
εκλόστα
εκλόσταν
εκÇίγα
εκÇίγαν
εκοιμέθα
εκοιμέθαν
εκόλτσα
εκόλτσαν
εκόμπoσα
εκόμπoσά σε
εκόμπoσαν
εκορôιλέγα
εκορôιλέγαν
εκοτιλέφτα
εκοτιλέφταν
εκουβάλνα
εκούçνα
εκούçναν
εκούντενα
εκούντεσα
εκούντεσαν
εκούÇα
εκούÇαν
εκούρτεσα
εκουφάθα
εκουφάθαν
έκσα
έκσαν
έκσεν α
ελάγκεβαν
ελάγκεµα
ελάγκεµαν
ελάηçα
ελάηçαν
ελάλεσα
έλαμνα
έλαμναν
ελαρώθα
κάθησα
κάθησαν
εκεί μέσα
εκείνοι
εκείνη
εκεί
εκεί πέρα
προς τα κει
κλειôώθηκαν
κλειôώθηκα
γύρισα
γύρισαν
χύθηκα
χύθηκαν
κοιμήθηκα
κοιμήθηκαν
κόλλησα
κόλλησαν
Çεγέλασα
σε Çεγέλασα
Çεγέλασαν
μπερôεύτηκα
μπερôεύτηκαν
αôυνάτησα
αôυνάτησαν
κουβαλούσα
φώναçα
φώναçαν
έσπρoχνα
έσπρoÇα
έσπρoÇαν
φώναÇα
φώναÇαν
κατάπια
κουφάθηκα
κουφάθηκαν
έχυσα
έχυσαν
το άκουσε
πηôούσαν
πήôησα
πήôησαν
κουνούσα
κουνούσαν
κάλεσα
όργoνα
όργoναν
γιατρεύτηκα
ελαρώθαν
ελάρoνα
ελάρoναν
ελάστα
ελάσταν
ελάχμαÇα
ελάχμαÇαν
έλεα
ελέγκεβα
έλεπα
έλεπαν
ελέπνε
ελέπo
ελίβoσεν
ελλάγα
ελλάγαν
εμέν
εμέτσα
εμέτσαν
έμνα
έμναν
έμνε
έμνες
έμνοστεσα
έμνοστος
έμπα
εμπαίνo
εμπονέστε
έμπρα
εμπροσθέλα
εμπροστά
έν
ενάμπς
ενανÇάη
ενεβράχτα
ενεβράχταν
ενεγκάστα
ενεγκάσταν
ενεπάγα
ενεπάγαν
ενέσπαλα
ενέσπαλαν
ενέφσα
ενέφσαν
ενίφτα
ενίφταν
ένιµα
ένιµαν
γιατρεύτηκαν
γιάτρευα
γιάτρευαν
γύρισα
γύρισαν
κατακουράστηκα
κατακουράστηκαν
έλεγα
πηôούσα
έβλεπα
έβλεπαν
βλέπουν
βλέπo
μαύρισε ο ουρανός
άλλαÇα
άλλαÇαν
εμένα
μέθυσα
μέθυσαν
έμεινα, περίμενα
έμειναν, περίμεναν
ήμουνα
ήμασταν
νόστιμη
νόστιμος
μπες
μπαίνo
νηστεία
μπροστά
σαλιαρίστρα
μπροστά
είναι
ενάμισι
λιγάκι
βράχηκα
βράχηκαν
κουράστηκα
κουράστηκαν
Çεκουράστηκα
Çεκουράστηκαν
Çέχασα
Çέχασαν
έσβησα
έσβησαν
πλύθηκα
πλύθηκαν
έπλυνα
έπλυναν
ένοιÇα
ένοιÇαν
ένουμνε
ενούνιçα
ενούνιçαν
ενούντσα
ενούντσαν
εντάμαν
έντερον
εντόκα
εντόκαν
έντον
εντούνα
εντούναν
ενύχτoσα
ενύχτoσαν
έÇ
εÇ
έÇα
έÇαν
εÇασφαλίç
εÇέβα
εÇέβαν
εÇέγκα
εÇέγκα σε
εÇέγκαν
έÇερα
έÇεραν
εÇεραχώβα
εÇεραχώθαν
έÇεργος
εÇέρνε
εÇέρo
εÇόν
έÇυπνεσα
εορτάç
έπα
επαλαλόθα
επαλαλώθα
έπαν
έπαρ
έπαρ και ôος
επαρακάλνα
επαρακάλναν
επαρεôέβα
επαρεôέβεν
επάρθα
επάρθαν
άνοιÇα
άνοιÇαν
έγινα
σκεφτόμουν
σκέφτοταν
σκέφτηκα
σκέφτηκαν
μαçί
άντερο
χτύπησα, έôειρα
χτύπησαν, έôειραν
έγινε
χτυπούσα
χτυπούσαν
νύχτoσα
νύχτoσαν
έÇι
έÇo
άκουσα
άκουσαν
εÇασφαλίçει
βγήκα
βγήκαν
έβγαλα
σε έβγαλα
έβγαλαν
ήÇερα
ήÇεραν
Çεκαρôίστηκα
Çεκαρôίστηκαν
γιορτή, αργία
Çέρουν
Çέρo
εκτός
έÇυπνη
γιορτάçει
ήπια
τα έχασα
τρελάθηκα
ήπιαν
πάρε
πάρε και ôώσε
παρακαλούσα
παρακαλούσαν
προσπέρασα, παραoρίμασα
προσπέρασε, παραoρίμασε
πάρθηκα
πάρθηκαν
επαρλάεβα
επαρλάεβαν
επάτνα
επάτναν
επεβγάλo
επεôέβεν
έπεη
επεκεί
επεκή
επελέστα
επελέσταν
επέμνα
επέμναν
επένα
επέναν
επενούντσα
επενούντσαν
επέρα
επετσιλτέφτα
επετσιλτέφταν
επήγα
επήγαν
επήνα
επήναν
επίασα
επιάστα
επιôέβα
επιôέβαν
επίκα
επίκαν
επόνα
επόναν
επόρνα
επόρναν
επορούν
επορπάτεσαν
επορτάτεσα
επορώ
επουγαλέφτα
επουγαλέφτα σε
επουγαλέφταν
επούλτσα
επούλτσαν
επούρνιÇα
επούρνιÇαν
επουσμάνεµα
επουσμένεµαν
εράεβα
έλαμπα
έλαμπαν
πατούσα
πατούσαν
Çεπληρώνo
προσπέρασε
αρκετά, κάμποσο
αποκεί,κατόπιν
μετά, ύστερα
έμεινα
έμειναν
έμεινα
έμειναν
πήγαινα
πήγαιναν
Çανασκέφτηκα
Çανασκέφτηκαν
πήρα
κατουρήθηκα
κατουρήθηκαν
πήγα
πήγαν
έκαμα
έκαμαν
έπιασα
πιάστηκα
έôυσα, βασίλεµα
έôυσαν, βασίλεµαν
έκανα
έκαναν
πονούσα
πονούσαν
μπορούσα
μπορούσαν
μπορούν
περπάτησαν
περπάτησα
μπορώ
βαρέθηκα
σε βαρέθηκα
βαρέθηκαν
πούλησα
πούλησαν
πέταÇα
πέταÇαν
μετάνιoσα
μετάνιoσαν
γύρευα
εράεβα σε
εράεβαν
εράεβες
εράεµα
εράεµαν
εράεµεν
έργατα
έργεµα
έργεµαν
ερέçνε
ερέço
ερεθύμεσα
ερεθύμεσαν
ερέσκουμαι
έρημεσα
έρθα
έρθαν
έρθεσαι
ερία
ερίαçα
ερίαçαν
εριάçνε
εριάço
ερίαμαν
ερίαÇα
ερίαÇαν
ερίγασα
ερίγασαν
έρουÇα ή ερούçα
έρουÇαν ή ερούÇαν
έρται
έρταν
ερχίνεσα
ερχίνεσαν
ερχίνεµα
έρχουμαι
ερώτανα
ερώταναν
ερoτέθα
ερoτέθαν
ερώτεσα
ερώτεσαν
ερoτούν
ερoτώ
εσ
έσαν
εσάρεβα
εσάρεβαν
σε γύρευα
γύρευαν
γύρευες
έµαÇα
έµαÇαν
έµαÇε
έργα
άργησα
άργησαν
φυλάνε
φυλάo
νοστάλγησα
νοστάλγησαν
νοστιμεύομαι
έρημη
ήρθα
ήρθαν
έρχεσαι
πρόσεÇε
φύλαγα
φύλαγαν
φυλάνε
φυλάo
σκοπιά
φύλαÇα
φύλαÇαν
κρύoσα
κρύoσαν
έπεσα
έπεσαν
έρχεται
έρχονται
άρχισα
άρχισαν
άρχισα
έρχομαι
ρoτούσα
ρoτούσαν
ρoτήθηκα
ρoτήθηκαν
ρώτησα
ρώτησαν
ρoτούν
ρoτώ
έχει
ήταν
κολλούσα
κολούσαν
εσάρεµα
εσάρεµαν
εσάσεµα
εσάσεµαν
εσβήγα
εσβήεν
εσέβα
εσέβαν
εσέγκα
εσέγκαν
εσέν
εσέρεβα
εσέρεβαν
εσερεύταν
εσερέφτα
εσέρεµα
εσέρεµαν
εσκώθα
εσκώθαν
έσνε
εσουμαôεύτα
εσουμαôεύταν
εσόχρεµες
εστάθα
εστάθαν
εσταμάτσα
εσταμάτσαν
έστουνε
εσυναντέθα
εσυναντέθαν
έσυρα
έσυραν
ετάβιçα
ετέρεσα
ετέρεσαν
ετέρνα
ετέρναν
ετην (άτονο)
ετικλέφτα
έτον
ετοπλάβνα
ετοπλάβναν
ετοπλάεµα
ετοπλάεµαν
ετοπλάφτα
ετοπλάφταν
ετόχτoσα
ετόχτoσαν
κόλλησα
κόλλησαν
τάχασα
τάχασαν
έσβησα
έσβησε
μπήκα
μπήκαν
έβαλα
έβαλαν
εσένα
μάçευα
μάçευαν
μαçεύτηκαν
μαçεύτηκα
μάçεµα
μάçεµαν
σηκώθηκα
σηκώθηκαν
ήσουν
αρραβoνιάστηκα
αρραβoνιάστηκαν
τα μούσκεµες
στάθηκα
στάθηκαν
σταμάτησα
σταμάτησαν
είσαστε
συναντήθηκα
συναντήθηκαν
τράβηÇα
τράβηÇαν
μάλoνα
κοίταÇα
κοίταÇαν
κοιτούσα
κοιτούσαν
την
στάθηκα
ήταν
μάçευα
μάçευαν
μάçεµα
μάçεµαν
μαçεύτηκα
μαçεύτηκαν
μoλώπισα
μoλώπισαν
ετράνινα
ετράνιναν
ετσάηÇα
ετσάηÇαν
ετσάκoσα
ετσάκoσαν
ετσάμoσα
ετσάμoσαν
ετσατσαλίγα
ετσατσαλίεν
ετσέρτσα
ετσέρτσαν
ετσίλτεβα
ετσίλτεµα
ετσίλτεµαν
ετσορκάνιçα
ετσορκάνιçαν
ετσούπoσα
ετσουρούκεµα
ετσουρούκεµεν
εύκαιρεσα
εύκαιρος
ευκαιρώνε
ευκαιρώνo
ευκαίρoσα
έφαες
εφάçνα
εφάçναν
εφάνθα
εφάνθαν
εφέκα
εφέκα σε
εφέκαν
εφέρνα
εφήνα
εφήναν
εφιλέθα
εφιλέθαν
εφίλεσα
εφίλεσαν
εφουρκίγα
εφουρκίγαν
εφουρλάεµα
εφουρλάεµαν
εφούρÇα
εφούρÇαν
εφτάνε
εφτάνo
μεγάλoσα
μεγάλoσαν
φώναÇα
φώναÇαν
έσπασα
έσπασαν
έκλεισα
έκλεισαν
Çεγυμνώθηκα
Çεγυμνώθηκε
Çέσχισα
Çέσχισαν
κατουρούσα
κατούρησα
κατούρησαν
έσερνα
έσερναν
έκλεισα
σάπισα
σάπισε
άôεια
άôειος
αôειάçουν
αôειάço
άôειασα
έφαγες
τάισα
τάιçαν
φάνηκα
φάνηκαν
άφησα
σε άφησα
άφησαν
έφερνα
άφηνα
άφηναν
φιλήθηκα
φιλήθηκαν
φίλησα
φίλησαν
πνίγηκα
πνίγηκαν
πέταÇα
πέταÇαν
έπνιÇα
έπνιÇαν
κάνουν, φθάνουν
φθάνo
εφτάo
εχάθα
εχάθαν
εχαλάγα
εχαλάγαν
εχαντηλίαçα
εχαντηλίαçαν
εχάρα
εχάραν
εχάρτσα
εχάρτσαν
εχάσα
εχάσαν
εχασμουρέθα
εχασμουρέθαν
εχολέστα
εχολέσταν
εχολώθα
εχολώθαν
εχουλέθα
εχουλέθαν
εχουλίανα
εχουλίαναν
εχπαράγα
εχπαράεν
έχπασα
έχπασαν
εχπάστα
εχπάσταν
εχτάλεβα
εχτάλεβαν
εχτάλεµα
εχτάλεµαν
έµα
εµαλάφεσα
εµαλάφεσαν
έµαν
εµόφεσα
εµόφεσαν
εµώντσα
εµώντσαν
κάνo
χάθηκα
χάθηκαν
χάλασα
χάλασαν
γαργάλεβα
γαργάλεβαν
χάρηκα
χάρηκαν
χάρισα
χάρισαν
έχασα
έχασαν
χασμουρήθηκα
χασμουρήθηκαν
θύμoσα
θύμoσαν
θύμoσα
θύμoσαν
çεστάθηκα
çεστάθηκαν
çέστανα
çέσταναν
τρόμαÇα
τρόμαÇε
Çερίçoσα
Çερίçoσαν
Çεκίνησα
Çεκίνησαν
έσκαβα
έσκαβαν
έσκαµα
έσκαµαν
άναµα
çήτησα
çήτησαν
άναµαν
µόφησα
µόφησαν
µώνισα
µώνισαν
Ζ
çα
çαγάρ
çαλίγουμαι
çαλίγουνταν
çαντέ
çάντενα
çαντέσα
çαντίας
çαντίνo
çαντός
çαρ
çάραι
çαρκάô
çαρκάôαι
çαρογούλτς
çαρομύτς
çατί
çεβλία
çεβλίν
çεμία
çεμπίλ
çέστε
çηνίσ
çηνίσαι
çήσον
çιçάν
çίπκας
çορ
çουμάρ
çουμπούλ
çουμώνε
çουμώνo
çουρνά
çουρνάôας
çoγρόν
çoνάρ
çoνάραι
çώσκουμαι
çώα
çαγάρι
çαλίçομαι
çαλίçονται
τρελέ
τρελή
τρελή
τρέλες
τρελαίνομαι
τρελός
çάρι
çάρια
çαρκάôι
çαρκάôια
στραβολαίμης
στραβομύτης
μα
σιôερόβεργες çυγού
σιôερόβεργα çυγού
çημιά
çεμπίλι
çέστη
χάντρα
χάντρες
çήσε
çιçάνι
ποντιακή αντρική φορεσιά
çόρι, ôυσκολία
çυμάρι
çουμπούλι
çυμώνουν
çυμώνo
κλαρίνο
κλαρίνα
υγρό
çoνάρι
çoνάρια
çώνομαι
Η
ήασα
ηβόρρα
ηβόρριçα
ηβορρίço
ηβορρίουμαι
ηβόρτσα
ηβoρίçνε
ηβoρίço
ηβώρισμαν
ηγαπώ
ήγκα
ηγκορέα
ήλαçα
ήλαçαν
ηλάçνε
ηλάço
ηλαίνομαι
ήλαÇα
ήλαÇαν
ήλαÇον
ηλάσκουμαι
ηλάστα
ηλείφ
ήλεμ
ηλέπαρμαν
ηλέπορος
ήλες
ηλεφoταταγμένος
ηλιάσκουμαι
ηλίασμαν
ηλικιασμέμνος
ηλικίουμαι
ηλικιώθα
ηλικρόσκεται
ηλικρόσκουμαι
ηλικρόσκουνταν
ηλικρόστα
ηλικρόσταν
ηλικρώθα
ηλοβασίλεμαν
ηλοκαμένος
ήλον
ηλοÇάµιμον
ηλοχάραγμαν
ημέρεμαν
ημερεύ
ημερκόν
άγιασα
αύρα
λίχνιçα
λιχνίço
λιχνίçομαι
λίχνισα
λιχνίçουν
λιχνίço
λίχνισμα
αγαπώ
έφερα
κόρη ματιού
γάβγιçα
γάβγιçαν
γαβγίçουν
γαβγίço
παθαίνo ηλίαση
γάβγισα
γάβγισαν
γάβγισε
ηλιάçομαι
ηλιάστηκα
σαπουνήστρα
ήλιε μου
ανατολή ηλίου
προσήλιος
ήλιος
ηλιοφώτιστος
λιάçομαι
ήλιασμα
ηλικιoμένος
ηλικιώνομαι
ηλικιώθηκα
στριφογυρίçει
στριφογυρίço
στριφογυρίçουν
στριφογύρισα
τριγύρισαν
το γυρίço
ηλιοβασίλεμα
ηλιοκαμένος
ήλιος
λιοπύρι
ανατολή ήλιου
ημέρευση
ημερώνει
μεροκάματο
ημερομίστιν
ημερούμαι
ημερούνταν
ημερώθα
ημέρoμα
ημέρoσα
ήμπαν
ήμποι
ήμποιεσα
ήμποιος
ημσά - ημµά
ημµά
ημµόν
ημµός
ήνταν
ήντιαν
ήντιν
ήντιναν
ήντινος
ήπαρη
ησύχαση
ησυχασία
ήσυχεσα
ησυχίço
ητεύo
ηύρα
ηυρήκo
ήµα
ημερομίσθιο
εÇημερώνομαι
εÇημερώνονται
Çημερώθηκα
Çημέρoμα
ημέρεµα
οπουôήποτε
όποιοι
όποια
όποιος
μισά - μισά
μισά
μισό
μισός
οτιôήποτε, ότι
ότι
όποιοι
όποιον, όποια
όποιου
συκώτι, ήπαρ
ησυχία
ησυχία
ήσυχη
ησυχάço
ôελεάço
βρήκα
βρίσκo
άναµα
Θ
θα χάμαι
θα χάμες
θα χάνταν
θα χάσαι
θαβάρα
θαγατέρα
θαγματούρι
θαλαμίôιν
θαλασσάκρα
θαλασσέα
θαλασσομάνα
θαλασσοπούλ
θαλάσσoμα
θαλύνo
θάμα
θάμαγμαν
θαμάço
θάμαν
θαμαντουρία
θάμασμαν
θαμαστέσα
θαμαστός
θαμνίν
θαμπούρoμαν
θαμπουρώνo
θανατέα
θανατίτα
θανέσα
θανή
θαραπεύομαι
θαραπίôες
θάρρεμαν
θαρρεύκουμαι
θαρρικά
θαρρώ
Oαφάνης
θάφκουμαι
θαφτ
θάφτo
Oαχάρης
θάµον
θέ(γ)α
θεγατέρα
Oεγός
θέιατρον
θειίτçα
θείον
θα χαθώ
θα χαθούμε
θα χαθούν
θα χαθείς
εφιάλτης
θυγατέρα
θαύμα
μικρό ôιαχώρισμα
ακρογιαλιά
θαλάσσια αύρα
μέôουσα, τσούχτρα
θαλασσοπούλι
τρικυμία
βγάço βλαστούς
θαύμα
θαυμασμός
θαυμάço
θαύμα
μεγάλο θαύμα
θαυμασμός
θαυμαστή, παράÇενη
θαυμαστός, παράÇενος
θάμνος
θάμπoμα
θαμπώνομαι
ετοιμοθάνατος
πικρόχορτο
μνημόσυνο
θάνατος, κηôεία
θεραπεύομαι
υπηρέτριες
ελπίôα
έχo θάρρος
ελπίôες
νομίço
Oεοφάνης
θάβομαι, ενταφιάçομαι
θάµου
θάβo, ενταφιάço
Oεοχάρης
θάµε
χoρίς, ôίχoς
θυγατέρα
Oεοχάρης, Oεός
θέατρο, θέαμα
θείτσα
θείος
θέκα
θεκάρ
θεκάριν
θέκλα
θεκλέας
θεκλεία
θεκλεύκουμαι
θεκλού
θέκo
θελ
θελακώνo
θέλαμαν
θελείναιμον
θελέκ
θελέκα
θελεκιάço
θελεκώνo
θελέσα
θελεσινά
θελκέσσα
θελκός
θέλμαν
θελματάρτς
θέλνε
θελός
θέλσιμον
θελτς
θελύκ
θελύκα
θελυκός
θελυκώνo
θελώνo
θέμαν
θεμέλ
θεμελία
θεμέλιν
θεμελίον
θεμελώνo
θέμπερα
θεμών
θεμoνόπον
θενά
θέÇιμον
θεογνoσία
θεοÇύριστος
θεοπάλαλος
θεοτικά
θεοτικέσσα
φώκια
θήκη μαχαιριού
θήκη μαχαιριού
κουτσομπόλα
αστείος, χαiôεμένος
χάιôεμα
αστειεύομαι, κουτσομπολεύo
αστεία, χαiôεμένη
τοποθετώ, βάλλo
θέλει
κουμπώνo, θηλιάço
θέλημα, επιθυμία
θέληση
κουμπότρυπα, θηλιά
κουμπότρυπα, βρόχος, θηλιά
κάνo κουμπότρυπες
θηλιάço
εκούσια, μάταια
θεληματικά, άôικα
θηλυκιά
θηλυκός
θέλημα
πεισματάρης
θέλουν
θολός
θέληση, βούληση
θέλεις
κουμπότρυπα
κουμπότρυπα, θηλιά
θηλυκός
κουμπώνo
θολώνo
μέρος χoραφιού
θεμέλιο
ράφια
θεμέλιο
ράφι
θεμελιώνo
προς τα εôώ
θημoνιά
μικροθημoνιά
θέλει να
τοποθέτηση
καλή ôιαγoγή
σπανός
θεότρελος
ενάρετα, με φόβο Oεού
θεοφοβούμενη
θεοτικοί
θεοτικός
θεού άφοον
θεοφοβία
θεόφοβος
θεόφτoχος
θέπεκας
θεπέλ
θεπέσα
θερακώνo
θεραπεύκομαι
θεραπίôες
θεραπός
θερίγομαι
θερίεσα
θεριεύo
θερίον
θερίος
θέρισμαν
θεριώνo
θερμασέα
θέρμε
Oερμός
θερμoτέσσα
θερμoτός
θερνός
θέρος
θέρτσον
θέσα
θεσοκομμένον
θεσοκόφτo
Oεφίλτς
Oεφύλαχτος
θεoνάς
θεoρητικέσσα
θεoρητικός
θεoσφόρος
θήκo
θηλύκ
θηλύκα
θηλυκάço
θηλυκώνo
θημίço
θημιστόν
θίγα
θίγoς
θίχα
θίχoς
θεοφοβούμενοι
θεοσεβής, αγαθός
αθεόφοβος
θεοσέβεια
θεοφοβούμενος, ευλαβής
πάμπτoχος
τσακάλι
μεγάλος αετός
μαiμουôίτσα
εÇαγριώνομαι, οργίçομαι
θεραπεύομαι
ουλές σώματος
θεραπευτής, υπηρέτης
θερίçομαι
άγρια
εÇαγριώνομαι
θηρίο
άγριος, θηριώôης
θέρισμα
εÇαγριώνομαι
θερμότητα
πυρετός, θέρμη
Ìούλης, Ìούλιος
çεστούτσικη
çεστούτσικος
θερινός
καλοκαίρι, θερισμός
θέρισε
σκόρος (έντομο)
σκοροφαγoμένο
σκοροφαγώνo
Oεόφιλος
Oεοφύλαχτος
άθεος, άπιστος
παρουσιαστική
παρουσιαστικός
εoσφόρος
τοποθετώ, βάλλo
κουμπότρυπα
κουμπότρυπα, βρόχος
κάνo κουμπότρυπες
κουμπώνo
χορεύo τραγουôώντας
ειôικός γαμήλιος χορός
χoρίς, ôίχoς
χoρίς
χoρίς
ôίχoς
θλιβερακά
θλιβερακός
θλίβομαι
θόγαλαν
θογαλίço
θογαλότανον
Oοôόις
Oοôοσία
θοôoρέσα
θοôoρίço
θόλα
θολέσσα
θόλιν
θολομαχώ
θολούμαι
θόλoμαν
θομάρ
θομαρέα
θομαρόστυπα
θονάρα
θονός
Oος
θουμούλ
Oουμούλα
θουμούλαι
θουρμουλάço
θουρμουλίço
θρακάλ
θρακάριν
θράκoμαν
θρακώνo
θρακoτός
θρασκέας
θράσκεμαν
θρασκεύo
θρέβo
θρέμμαν
θρέφκομαι
θρέφτo
θρέφo
θρονάουμαι
θρουμούλ
θρουμουλάço
θρουμουλίço
θρουμούλιν
θροφή
θρύβo
θρύμμαν
λυπητερά, θλιβερά
θλιβερός
λυπάμαι
ανθόγαλα
χoρίço το ανθόγαλο
αριάνι
Oεοôόσιος
Oεοôοσία
ôώρα
πολυνηστεύo
σταχτόνερο
θολή
θόλος, καμάρα
θυμώνo, στεναχoριέμαι
θολώνομαι
θόλoμα
θυμάρι
μυρoôιά θυμαριού
τουρσί από θυμάρι
θημoνιά
θημoνιά
Oεός
µίχουλο
Eυθυμία
µίχουλα
θρυμματίço
θρυμματίço
καρβουνόφτυαρο
καρβουνόφτυαρο
αναμμένα κάρβουνα
ανάβo, πυρώνομαι
πυρακτoμένος
ôυτικός άνεμος
πλημμύρα
πλημμυρώ
τρέφo
ανάθρεμμα
τρέφομαι
τρέφo
τρέφo
ενθρονίçομαι
µίχουλο
θρυμματίço
θρυμματίço
µίχουλο
τροφή
κομματιάço
µίχουλο
θρυμμούλ
θρυμμουλίço
θρύμπος
θρύφτo
θρύµιμον
θυγατερίτçα
θυλάκ
θυλλόπιτες
θυμάço
θυμαντόν
θύμαρη
θύμεµη
θυμητικόν
Oυμία
θυμίαμαν
θυμιαματέα
θυμιαντόν
θυμίço
θυμίoμαν
θύμπιρον
θυμώτες
θυμώτης
θύριν
θύφτo
θύµιμον
θώπεκας
θώπεκες
θoρακoτό
θoρέα
θώρετρα
θoρώ
µίχουλο
κάνo µίχουλα
θρούμπη (φυτό)
κομματιάço
κομμάτιασμα
κορούλα
ασκός
πίτες τηγανιτές
θυμιάço, λιβανίço
θυμιατό
θυμάρι
ενθύμηση
μνημονικό
Eυθυμία
θυμίαμα, λιβάνι
μυρουôιά θυμιάματος
λιβανιστήρι
λέo τα κάλαντα
θυμίαμα, λιβάνι
θυμάρι
οÇύθυμος, ευέÇαπτος
θυμώôης, οÇύθυμος
πόρτα
θύβo
παπάρα
τσακάλι
τσακάλια
θoρηκτό
θoριά
ôώρα γαμπρού
βλέπo, παρατηρώ
Ι
ιβόρα
ιβορίçνε
ιβορίço
ιβορίço
ιβόρισμαν
ιγôί
ιγέβo
ιγνάço
ιôάναιμο
ιôεί
ιôέτσo
ίôιεσα
ιôικός
ιôροκαμάτιν
ιôροκοπώ
ίôρος
ιôροφτείρα
ιôρoματέα
ιôρoτήρα
ίεμαν
ιεύo
ίεµα
ίçεμα
ίçευα
ιçεύo
ίçεµα
ιή
ιθακίασα
ικανέσα
ικανώ
ίλα
ιλαçούμ
ιλαçούμαινα
ιλαçούμς
ίλασμα
ιλειόν
ιλειός
ίλεμ
ίλερη
ιλιαεύo
ιλίκ
ιλικρόσκουμαι
ιλιώ
ίλλα
ιλλιάεµον
ίλλιαμ
ιλοιφάço
αέρας
λιχνίçουν
λιχνίço
λιχνίço, αερίço
λίχνισμα
γουôί, όλμος
ταιριάço
λιπαίνo
όραση
όµη, μορφή
βλέπo
ίôια
ôικός
με ιôρώτα
ιôρώνo
ιôρώτας
µείρα από ιôρώτα
μυρoôιά ιôρώτα
ιôρoτίλα
ταίριασμα
ταιριάço
ταίριασα
επίπλευση
επίπλεα
επιπλέo
επίπλευσα
γη
μεγάλoσα
ικανή
μπορώ
προπαντός, ιôίoς
αναγκαίο
αναγκαία
αναγκαίος
οίκτος, ευσπλαχνία
λείο
λείος
εύχομαι, μακάρι
ιλαρά
µηλαφώ
μεôούλι
στριφογυρίço
λυπάμαι
προπαντός, εÇάπαντος
χάιôεµε
προπαντός
αλείφo
ιλοίφη
ιλός
ιμ (άτονο)
ιμ
ιμçά
ιμçάôας
ιμçαλαέβo
ίμμονα
ιμνύço
ιμνώ
ιμπιστός
ιμπρίκ
ιμπρίκιν
ιμπρίχ
ιμπροiστός
ιμσά
ινάço
ίναν
ινάνεμα
ινάνευα
ινανεύo
ινάνεµα
ινανμάç
ινανμάçαινα
ινανμάης
ινάνoση
ινάτ
ινάταινα
ινάτιν
ινατινά
ινάτς
ινέσκουμαι
ίνομαι
ίνουμαι
ινσάνια
ινσαφσούç
ίντανε
ιντέρ
ιντçίρ
ιντçίρα
ίντιαν
ίντσαν
ινώνo
ίνoσα
ιÇός
ίος
ιπέκ
αλοιφή
λείος
μου (άτονο)
μου
υπογραφή
υπογραφές
υπογράφo
με κανένα τρόπο
ορκίçομαι
ορκίçομαι
ίμπειρος έμπειρος, επιτήôειος
αÇιόπιστος, έμπιστος
ôοχείο νερού
ôοχείο νερού
μπρίκι
προύχοντας
μισά
λιπαίνo
έναν
πίστη
πίστευα
καταλαβαίνo, πιστεύo
πίστεµα
αμετάπειστο
αμετάπειστη
αμετάπειστος
εμπιστοσύνη
πείσμα
πεισματάρα
πείσμα
πεισματικά
πεισματάρης
γίνομαι
γίνομαι
γίνομαι
κοινoνία
σκληρόκαρôο, άπονο
γίνονται
άντερο
σύκο
σύκα
οτιôήποτε, όποιον
όποιος
χυλώνo
χύλoσα
Çόβεργα
πύον
μετάÇι
ιπουρκό
ιπώρα
ιπoρκό
ιραχάτα
ίρôος
ίρôoνα
ιρôώνo
ίρôoσα
ιριάço
ις (άτονο)
ισ'
ίσα
ισάγουμαι
ίσαçα
ισάço
Ìσάκς
lσαυρον
ίσεσσα
ισκά
ισκιάôες
ισκιάço
ισκιçάραινα
ισκιçάρς
ισκυρά
ισλίκ
ισμάρ
ισμίλ
ισμίλα
ισοôρομία
ισόμαλα
ισόμαλος
ίσος
ισούλιαν
lσπανον
ιστά
ιστάρ
ιστάριν
ίστε
ιστέ
ιστορίço
ισώνo
lταλον
ιταράço
ιτέα
ίτενον
ιφαλός
ιφτάρ
ιφταρέα
καρπός, οπoρικό
οπoρικά
οπoρικό
ήσυχα, φρόνιμα
ιôρώτας
ίôρoνα
ιôρώνo
ίôρoσα
αραιώνo, Çεôιαλύνo
σου (άτονο)
πιφ
ίσια
ισιώνομαι
ίσιoνα, συγύριçα
ισιώνo, συγυρίço
Ìσαάκ
lσαυρος
ίσια
σκιά
σκιές
σκιάço
επιτήôεια, ôραστήρια
ôραστήριος
κούπα
σώβρακο
νεύμα, νόημα
κέρôος
κέρôος
ομαλός ôρόμος
ομαλά, ίσια
ομαλός
ίσιος
σιoπηρά
Ìσπανός
στάσου
αργαλειός
αργαλειός
ενώ, όπoς
ιôού, να
αφηγούμαι, ôιηγούμαι
ισιώνo
Ìταλός
ενώνo, συνάπτo
ιτιά
ο τάôε
ομφαλός
φτυάρι
φτυαριά
ιφτιρά
ίχι
ιχνάρ
ιχνάρα
ιχναρεύo
ιχνάριν
ιχπάλ
συκοφαντία
πo-πo
ίχνος, αποτύπoμα
ίχνη
απομακρύνομαι
αποτύπoμα
τύχη
Κ
κ' είμαι
κ' είναι
κα
καγάν
καγάναι
κάγουμαι
κάγουνταν
καçάν
κάθαν
καθέστε
καθκά
κάθκα
καiκ
κάκαλα
κακανίçνε
κακανίço
κακέσα
κακούργεσα
καλάθ
καλάθαι
καλαθόπον
καλάμ
καλάμαι
καλαμάρ
καλαμάραι
Kαλαντάρτς
καλάτσεβα
καλάτσεβαν
καλατσέβνε
καλατσέβo
καλάτσεμαν
καλατσεμένα
καλάτσεµα
καλάτσεµαν
καλατσήν
καλατσίας
καλέμ, καλέμι
καλέσα
καλκέβo
καλλίον
καλλύνo
καλογραία
καλόμ
καλομάνα
Kαλομηνάς
καλούπ
καλούπαι
ôεν είμαι
ôεν είναι (αυτοί)
κάτo
ôρεπάνι
ôρεπάνια
καίγομαι
καίγονται
καçάνι
κάθε
καθήστε
κάτσε
κάτσε
καiκι
αρχίôια
κακαρίçουν
κακαρίço
κακιά
κακούργα
καλάθι
καλάθια
καλαθάκι
καλάμι
καλάμια
καλαμάρι
καλαμάρια
Fενάρης
μιλούσα
μιλούσαν
μιλάνε
μιλάo
μίλημα
μιλημένα
μίλησα
μίλησαν
ομιλία
ομιλίες
καλέ μου
καλή
καβαλικεύo
πιο καλό
θεραπεύομαι
καλογριά
καλός μου
γιαγιά
Mάης
καλούπι
καλούπια
καλόχρονεσα
καλόµητεσα
καλύβ
καλύβαι
καματερέσα
καματερός
καμίν
καμίναι
καμίς
καμίσαι
καμπούρ
καμπούρτς
κανάλ
κανάλαι
κανάν
καναρίν
καναρίναι
κανείνταν
κανείται
καντήλ
καντήλαι
κάουμαι
καπίκ
καπίκαι
καπίστρ
καράβ
καράβαι
καραβάν
καρβόν
καρβόναι
καρôία
καρôίας
καρναβάλ
καρτέρ
καρτόφ
καρτόφαι
καρφία
καρφίν
κασκάρα
κασμίρ
κατ
κάτα
καταiφ
κατακάθ
καταμάγια
κατάρτ
κατάρται
κατενίçνε
καλόχρονη
καλόµητη
καλύβι
καλύβια
ôουλευτάρα
ôουλευτάρης
καμίνι
καμίνια
πουκόμισο
πουκάμισα
καμπούροι
καμπούρης
κανάλι
κανάλια
κανέναν
καναρίνι
καναρίνια
φθάνουν
φθάνει
καντήλι
καντήλια
καίγομαι
καπίκι
καπίκια
καπίστρι
καράβι
καράβια
καραβάνι
κάρβουνο
κάρβουνα
καρôιά
καρôιές
καρναβάλι
καρτέρι
πατάτα
πατάτες
καρφιά
καρφί
καρακάÇα
κασμίρι
κάτι
γάτα
καταiφι
κατακάθι
πατσαβούρα φούρνου
κατάρτι
κατάρτια
Çεπλύνουν
κατενίço
κατενόν
κάτον
κατουρτçήôες
κατράμ
κατράμαι
κατρόν
κατρόναι
κατσαβίô
κατσία
κατσίν
κατoφύρ
κατoφύραι
καφούλ
καφούλαι
κεβεçέας
κεβεçελεύνε
κεβεçελεύo
κεβεçού
κεκά
κελεπούρ
κελεπούραι
κελπετήν
κελπετία
κεμεντçέ
κεπήν
κεραμίô
κεραμίôαι
κεράσ
κεράσαι
Kερασουνός
Kερεκή
κερεντή
κερία
κερίν
κερκέλ
κερκέλαι
κεφ
κέφαι
κεφαλοτύρ
κεχριμπάρ
κηφάλ
κηφάλαι
κηφαλόποôα
κηφαλόπονον
κι
κι ανασπάλo
κι εν
Çεπλύνo
καθαρό
γάτος
μουλαράôες
κατράμι
κατράμια
κατρόνι
κατρόνια
κατσαβίôι
πρόσoπα
πρόσoπο
κατώφλι
κατώφλια
θάμνος
θάμνοι
πολυλογάς
μιλάνε πολύ
μιλάo πολύ
πολυλογού
κοντά
κελεπούρι
κελεπούρια
τανάλια
τανάλιες
ποντιακή λύρα
κήπος
κεραμίôι
κεραμίôια
κεράσι
κεράσια
Ìούνης
Kυριακή
κόσα
κεριά
κερί
κουλούρι
κουλούρια
κέφι
κέφια
κεφαλοτύρι
κεχριμπάρι
κεφάλι
κεφάλια
πατσάς
κεφαλόπονος
ôεν
ôεν Çεχνώ
ôεν είναι (αυτός,-ή,-ό)
κι' έχνε
κι' έχo
κιαλ
κιάλαι
κιλίμ
κιλίμαι
κιντέατα
κιντίν
κλαôευτήρ
κλαôευτήραι
κλαστέας
κλεφτ
κλέφτες
κλίσκουμαι
κλίσκουνταν
κλώθνε
κλώθo
κλώσιμον
κλώσκουμαι
κλώσκουνταν
κλoστός
κνέσκουμαι
κνέσκουνταν
κÇύνε
κÇύνo
κÇύσον
κοήço
κοιλία
κοιμηστέας
κοιμού
κοκία
κοκίν
κοκκίμελα
κοκκίμελον
κοκούλ
κολατίço
κόλτσον
κομέσ
κομέσαι
κομματέçνε
κομματέço
κόμπoμαν
κομπώνε
κομπώνo
κονμπία
κοντέσα
κόπρον
κόρασον
ôεν έχουν
ôεν έχo
κιάλι
κιάλια
κιλίμι
κιλίμια
τσουκνίôες
απόγευμα
κλαôευτήρι
κλαôευτήρια
κλανιάρης
κλέφτης
κλέφτης
σκύβo
σκύβουν
αναποôογυρίçουν
αναποôογυρίço
γύρισμα
γυρίço
γυρίçουν
κρυφοχριστιανός
Çύνομαι
Çύνονται
χύνουν
χύνo
χύσε
βήχo
κοιλιά
κοιμήστρας
κοιμήσου
σιτάρια
σιτάρι
κορόμηλα
κορόμηλο
κουκούλι
αμαρτάνo
κόλλησε
βουβάλι
βουβάλια
κομματιάçουν
κομματιάço
Çεγέλασμα
Çεγελούν
Çεγελώ
κουμπιά
κοντή
κοπριά
κορίτσι
κόρôας
κορôίλ
κορôίλαι
κορôιλέγουνταν
κορôιλέουμαι
κορίτσ
κορίτσαι
κορτσόπον
κοσάρα
κοσού
κοτάν
κοτς
κότσαι
κοτσίçνε
κοτσίço
κοτύλα
κοτυλέβνε
κοτυλέβo
κοτυλεμένος
κοτυλεμέντσα
κουβανέφκουμαι
κουβανέφκουνταν
κουήçνε
κουήço
κουκούτς
κουμούλ
κουμούλαι
κουμπάρτσα
κουμπίν
κουνία
κουνίçνε
κουνίço
κουνίν
κουνούπ
κουνούπαι
κουνουπίô
κούντα
κούντεμαν
κουντούν
Kούντουρον
κουντώ
κούÇον
κουρέλ
κουρία
κουρίν
κουρίναι
κουρτούν
κουρτώ
χορôές
κόμπος
κόμποι
μπερôεύονται
μπερôεύομαι
κορίτσι
κορίτσια
κοριτσάκι
κότα
κλώσα
αλέτρι
φτέρνα
φτέρνες
κουτσαίνουν
κουτσαίνo
σβέρκος
αôυνατούν
αôυνατάo
αôύνατος
αôύνατη
εμπιστεύομαι
εμπιστεύονται
φoνάçουν
φoνάço
κουκούτσι
σoρός
σoροί
κουμπάρα
κουμπί
κούνιες
κουνάν
κουνώ
κούνια
κουνούπι
κουνούπια
κουνουπίôι
σπρώÇε
σπρώÇιμο
σπρώχνουν
4λεβάρης
σπρώχνo
φώναÇε
κουρέλι
κούτσουρα
κούτσουρο
κούτσουρα
καταπίνουν
καταπίνo
κουσούρ
κουστ
κούσται
κουστούμ
κουτούνα
κουτούνας
κουτσέσα
κουτσή
κουτσήμ
κοφτά
κοχλίô
κοχλίôαι
κρασία
κρατεμονή
κρεβάτ
κρεβάται
κρεμμύô
κρεμμύôαι
κριάρ
κριάραι
κρούγo
κρουθάρ
κρούνε
κσίουμαι
κσίουνταν
κυνήγ
κυπαρίσσ
κoθών
Koστίκας
Kώτσον
κουσούρι
σβόλος από χώμα
σβόλοι από χώμα
κουστούμι
κοτσάνι καλαμποκιού
κοτσάνια καλαμποκιού
κουτσή
θυγατέρα
θυγατέρα μου
κοντινά
σαλιγκάρι
σαλιγκάρια
κρασιά
συγκράτηση
κρεβάτι
κρεβάτια
κρεμμύôι
κρεμμύôια
κριάρι
κριάρια
ôέρνo, χτυπώ
κριθάρι
ôέρνουν, χτυπούν
χύνομαι
χύνονται
κυνήγι
κυπαρίσσι
κoθώνι
Kώστας
Kώστας
Λ
λαβάσ
λαβάσαι
λαγκάô
λαγκάôαι
λαγκέβνε
λαγκέβo
λάγκεμαν
λαô
λάôαι
λαçούô
λαçούôαι
λαήçνε
λαήço
λαήν
λαήσκουμαι
λαήσκουνταν
λαηστέρα
λάλα
λαλασέβo
λαλασία
λαλίαν
λάλος
λαλώ
λάμνε
λάμνo
Aαμπρή
λάμµιμον
λανάρ
λαρούμαι
λαρούνταν
λαρώνε
λαρώνo
λαρώνoσε
λασ
λασίον
λάσκουμαι
λάσκουνταν
λαταρίγουμαι
λαταρίγουνταν
λαχμάçνε
λαχμάço
λάχταν
λάχτας
λαχτίçνε
λαχτίço
λέατην
λέατον
λαγάνα
λαγάνες
λαγκάôι
λαγκάôια
πηôούν
πηôώ
πήôημα
λάôι
λάôια
καλαμπόκι
καλαμπόκια
κουνάνε
κουνώ
στάμνα
κουνιέμαι
κουνιούνται
τραμπάλα
παλαβή
καλοπιάνo
ομιλία
λαλιά, φoνή
παλαβός
προσκαλώ
οργώνουν
οργώνo
Hάσχα
όργoμα
λανάρι
γιατρεύομαι
γιατρεύονται
γιατρεύουν
γιατρεύo
σε γιατρεύo
είθε, εύχομαι
τριγύρισμα
τριγυρνώ
τριγυρνάνε
κουνιέμαι
κουνιούνται
λαχανιάçουν
λαχανιάço
κλoτσιά
κλoτσιές
κλoτσούν
κλoτσώ
της λέει
του λέει
λεβόρ
λεβόραι
λεγνέσα
λεγνός
λέεισας ή λέει σας
λείβ
λείβαι
λειβών
λειβώνo
λελέβατον
λελέβνε
λελέβσ ε
λελέβo
λελέβo σε
λέλεκον
λεμόν
λέν α
λένεμας ή λένε μας
λένεμε
λένεσας ή λένε σας
λεντς
λέντσαι
λεοντάρ
λεοντάραι
λέσμε ή λες με
λεφτοκάρ
λεφτοκάραι
λέo
λέoσας ή λέo σας
ληθινέσα
λιβάô
λιβάν
λιγούμαι
λιγούνταν
λιθάρ
λιθάραι
λιθαρόπα
λιλίν
λιμάν
λιμάναι
λινάρ
Aισάφ
λιφτέσα
λιφτός
λογαρέçνε
λογαρέço
λογαρία
λόμαν
πικροôάφνη
πικροôάφνες
αôύνατη
αôύνατος
σας λέει
σύννεφο
σύννεφα
σκοτεινιάçει
σκοτεινιάço
να τον χαρώ
να χαρούν
να σε χαρεί
να χαρώ
να σε χαρώ
πελαργός
λεμόνι
το λένε
μας λένε
μου λένε
σας λένε
πόôι
πόôια
λεοντάρι
λεοντάρια
μου λες
φουντούκι
φουντούκια
λέγo
σας λέo
αληθινή
λιβάôι
λιβάνι
λιγώνομαι
λιγώνονται
πέτρα
πέτρες
πετρίτσες
πέος
λιμάνι
λιμάνια
λινάρι
Eλισάβετ
ελαφρόμυαλη
ελαφρόμυαλος
λογαριάçουν
λογαριάço
λογαριασμός
ρούχο
λόματα
λουσμέντσα
λοχούσα
λυγερέσα
λυκοπάππος
λυριτσής
λυχνάρ
λυχνάραι
ρούχα
λουσμένη
λεχώνα
λυγερή
προπάππος
λυράρης
λυχνάρι
λυχνάρια
Μ
μ' έεις
μα (άτονο)
μάγλα
μαγληγορείς
μάγλον
μαôέρ
μαôέραι
μάησα
μάθεμαν
μαθεμέντσα
μακαρίναν
μακέλ
μακέλαι
μακρά
μακρίνε
μακρίνo
μακροσέρτς
μαλάçνε
μαλάço
μαλλία
μανάβς
μανάρ
μάνατ
μανέα
μανίκ
Mανόλτς
μαντçάνας
μαντçιρίçνε
μαντçιρίço
μαντήλ
μαντήλαι
μαντσάνα
μαÇιλάρ
μαράç
μαργαριτάρ
μαροκούμαι
μαροκούνταν
μαρούλ
μαρούλαι
Mάρτς
μασ
μασαίρ
μασαίραι
μασκαραλίκ
μασοτέραι
μασούρ
μαστάρ
μην έχεις
μου το
μάγουλα
μη βιάçεσαι
μάγουλο
μαôέρι
μαôέρια
μάγισα
μάθημα
μαθημένη
ποντιακό μακαρόνι
αÇίνη
αÇίναι
μακριά
µηλώνουν
µηλώνo
μακροχέρης
πιάνουν
πιάνo
μαλλιά
μανάβης
μανάρι
μάνα του
καρβουνόσκονη
μανίκι
Mανόλης
μελιτçάνες
ôεν νηστεύουν
ôεν νηστεύo
μαντήλι
μαντήλια
μελιτçάνα
μαÇιλάρι
μαράçι
μαργαριτάρι
αναμασώ
αναμασούν
μαρούλι
μαρούλια
Mάρτιος
ôεν μιλά τα πεθερικά η νύφη
μαχαίρι
μαχαίρια
μασκαραλίκι
τραπεçίτες (ôόντια)
μασούρι
μαστάρι
μαστάραι
μασχαρέβνε
μασχαρέβo
μασχαρείας
μασχαρεφτά
μάσχος
μαχανά
με (άτονο)
μεôέντα
μεç
μεθύσ
μεθυστέας
μελ
μελανούρ
μελεσσίô
μελεσσίôαι
μένεμαν
μενέματα
μενούν
μενώ
μερ
μεροôούλ
μεσοστράτ
μετάÇ
μέτρεμαν
μιçέτερα
μιçέτερος
μικρέσα
μιλέτ
μοθοπώρ
μολύβ
μολύβαι
μομότς
μομότσαι
μονάço
μοναστήρ
μοναστήραι
μοναχοπαίô
μοναχοπαίôαι
μονοπάτ
μονοπάται
μορ
μόραι
μουατσήρτς
μουλάρ
μουλάραι
μουμουôάκ
μουν (άτονο)
μαστάρια
αστειεύονται
αστειεύομαι
αστεία
στ' αστεία
για πλάκα
πρόφαση
με
καλόγεροι (αρρώστια)
μοιάçει
μεθύσι
μπεκρής
μέλι
μελανούρι
μέλισσα
μέλισσες
μήνυμα
μηνύματα
παραγγέλνουν
παραγγέλνo
που, που;
μεροôούλι
μισός ôρόμος
μετάÇι
μέτρημα
μεγαλύτερη
μεγαλύτερος
μικρή
λαός
φθινόπoρο
μολύβι
μολύβια
κουκουνάρα
κουκουνάρες
φιλοÇενώ
μοναστήρι
μοναστήρια
μοναχοπαίôι
μοναχοπαίôια
μονοπάτι
μονοπάτια
μούρο
μούρα
μουσαφίρης
μουλάρι
μουλάρια
φράουλα
μας (άτονο)
μουσκάρ
μουσκάραι
μουσκίô
μούστα
μούστας
μούτσα
μουχατσήρ
μπαλόν
μπαλόναι
μπαστούν
μπαστούναι
μπίκας
μπορτς
μπουç
μπουρνούç
μύα
μυÇέας
μυÇέσα
Mυρίκα
μυρμήκ
μυρoôίας
μoμoέραι
μοσχάρι
μοσχάρια
μουσκίôι
γροθιά
γροθιές
λειχήνα
πρόσφυγας
μπαλόνι
μπαλόνια
μπαστούνι
μπαστούνια
ταύρος
βοôινό βραστό
μπούçι
μπουρνούçι
μύγα
μυÇιάρης
μυÇιάρα
Mυροφόρα
μυρμήγκι
μυρoôιές
καρναβάλια
Ν
ναηλή
νασάν
Nάστα
νατ (άτονο)
νατουν (άτονο)
νατς (άτονο)
νε
νε
νεάço
νεβçίνo
νεγκάço
νεγκασίαν
νεγκάσκουμαι
νεγκάσκουνταν
νεγκασμένος
νεγκασμέντσα
νέησα
νέησα
νεοχρονίαν
νέπε
νερέσκουμαι
νεροβράσα
νεσβύγα
νεσπάλνε
νεσπάλo
νέτση
νεφτ
νεχούτ
νεχούται
νηστικιέσα
Nικόλας
νισαλούς
νισαλούσα
νίφκουμαι
νίφκουνταν
νίφνε
νίφτo
νοικοκύρτς
νόμα
νομάτ
νόστιμεσα
νουνίçνε
νουνίço
νούντσον
νουσάκα
ντ' εφτάνε
ντέφτας
αλλοίμονο
χαρά
Aναστασία
του (άτονο)
τους (άτονο)
της (άτονο)
ούτε
ούτε
Çανανιώνo
σβήνo
κουράço
κούραση
κουράçομαι
κουράçονται
κουρασμένος
κουρασμένη
νέα, ύστερα
τέλος πάντoν
νέον έτος
βρε συ
αηôιάço
ανεμοβλογιά
έσβησα
Çεχνούν
Çεχνώ
βρε συ
νέφτι
ρεβύθι
ρεβύθια
νηστική
Nίκος
μνηστήρας
μνηστή
πλένομαι
πλένονται
πλένουν
πλένo
νοικοκύρης
ôος μου
νομάτοι (άτομα)
νόστιμη
σκέπτονται
σκέπτομαι
σκέµου
κοτούλα
τι κάνουν
τι κάνεις
ντο
ντο σιλεγός
ντος
ντόσιμον
ντοχτούμαι
νυσ
νύσαι
νυστέρ
νυστέραι
νυφάôες
νύφε
νύφεσα
νυφόπαρμαν
νυχόπον
νυχτέρ
νυχτέραι
νυχτοπούλ
νυχτοπούλαι
τι
τι λογής
χτύπα
χτύπημα
χτυπιέμαι
νύχι
νύχια
νυστέρι
νυστέρια
νύφες
νύφη
νύφη
πάρσιμο νύφης
νυχάκι
νυχτέρι
νυχτέρια
νυχτοπούλι
νυχτοπούλια
Ξ
Çάη
Çαμώνε
Çαμώνo
Çαν
Çάφτo
Çενιτέας
Çενιτία
Çεφτέρ
Çουράφ
Çουράφαι
Çύγαλαν
Çυγάλτα
Çύô
Çυλάγκ
Çυλέα
Çυλέας
Çυμίτς
Çύνε
Çύνo
Çύουμαι
Çύουνταν
Çυπνητήρ
Çυπνητήραι
Çύσκουμαι
Çύσκουνταν
Çυστήρ
Çυστήραι
καθόλου
συγκρίνουν
συγκρίνo
Çανά, πάλι
ανάβo
Çενιτευμένος
Çενιτιά
Çεφτέρι
Çυράφι
Çυράφια
γιαούρτι
γιαούρτια
Çύôι
Çύλινο ôοχείο (χώριçε
βούτυρο από αριάνι)
χαστούκι
χαστούκια
γαμµομύτης
χύνουν
χύνo
χύνομαι
χύνονται
Çυπνητήρι
Çυπνητήρια
Çύνομαι
Çύνονται
Çυστήρι
Çυστήρια
Ο
οβά
οβάç
οβόν
οκνέας
οκνέσα
οκνούν
οκνώ
ολόερα
ομάτ
ομάται
όνταν
όντες
οÇουκά
οÇούκα
οÇουκές
οπέρτς
οπίς
οπίσιμ
οπουρνά
οραματίουμαι
ορôανίν
ορθό
ορμάν
ορμάναι
ορμία
ορμίν
όρομαν
ορτάρ
ορτάραι
οσήμερον
όσον
οσπίτ
οστούô
ουôάρ
ουôάραι
ουλ
ούλαι
ουλτς
ους
οφέτος
οχλαγούν
οµάρ
οµέ
οµεκές
οµεμπριμέραν
αυγά
κάνει αυγό
αυγό
τεμπέλης
τεμπέλα
τεμπελιάçουν
τεμπελιάço
ολόγυρα
μάτι
μάτια
όταν
όταν, όποτε
έÇo
έÇo
εκεί έÇo
πέρσι
πίσo
πίσo μου
αύριο
ονειρεύομαι
καπνοôόχος
ορθώς, σoστά
ôάσος
ôάση
όρμοι, ρεματιές
όρμος, ρεματιά
όνειρο
κάλτσα
κάλτσες
σήμερα
όσο
σπίτι
κόκαλο
ουρά
ουρές
όλοι
όλα
όλους
oς, μέχρι
φέτος
Çύλινη πιάστρα λαγάνας
µάρι
χθες, εµές
τις προάλλες
προχθές
Π
πα
παγόν
παγούρ
παçάρ
παήρ
παήραι
πάθεμαν
παθενήν
παιôόπα
παιôόπον
παινεύκουμαι
παινεύκουνταν
παίρνε
παίρo
πακάλτς
παλαλέσα
παλαλόν
παλαλούμαι
παλαλούνταν
παλάλoμαν
παλάτ
παλάται
παλικάρ
παλικάραι
παλικάρενα
παλικαρόπον
παλκόν
παλκόναι
παμιτόρ
παμιτόραι
Hαναήα
παναήρ
Hανάτες
Hανίκας
παντελόν
πάντρεµον
παÇιμάô
παπαôοπαίô
παπόρ
παπούτσ
πάππος
παραγάô
παράôας
παραθύρ
παρακλάô
παραμερίçνε
παραμερίço
πια, και
παγόνι
παγούρι
παçάρι
γρασίôι
γρασίôια
πάθημα
παχνί
παιôάκια
παιôάκι
παινεύομαι
παινεύονται
παίρνουν
παίρνo
μπακάλης
τρελή, παλαβή
τρελός, παλαβός
τρελαίνομαι
τρελαίνονται
παλάβoμα
παλάτι
παλάτια
παλικάρι
παλικάρια
παλυκάρισα
παλικαράκι
μπαλκόνι
μπαλκόνια
ντομάτα
ντομάτες
Hαναγία
πανηγύρι
Hαναγιώτης
Hαναγιώτης
παντελόνι
παντρέµου
παÇιμάôι
παπαôοπαίôι
βαπόρι
παπούτσι
παππούς
παραγάôι
χρήματα
παράθυρο
παρακλάôι
αποφεύγουν
αποφεύγo
παραμερίσμε
παράν
παράναι
παρεβγάλo
παρεôγάλνε
Hαρέσα
παρλαέβνε
παρλαέβo
πασ
πασκήμ
παστέλ
παστέλαι
πασύνε
πασύνo
πατ απάν
πατ και ôέβα
πατάρ
πάτερα
πατέραμ
πατητήρ
πέατην
πέατον
πέατσε
πεγάô
πεγάôαι
πεγαôόπον
πέει
πεκιάρτς
πελ
πέλκι
πέμε
πενηντάρ
πεντακοσάρ
πεντικόν
περβάç
περβόλ
περβόλαι
περôίκ
περισάντς
περισάντσα
πέρνιÇον
περόν
πεσήν
πεσκίρ
πεσκίραι
πεσλεέβνε
πεσλεέβo
πέτε
με αποφεύγει
σειρά χoραφιού
σειρές χoραφιού
Çεπροβοôίço
Çεπροβοôίçουν
Hαρασκευή
λάμπουν
λάμπo
βγάçεις πέρα
μήπoς
παστέλι
παστέλια
παχαίνουν
παχαίνo
ôώσε τόπο στην οργή
προσπέρασε
πατάρι
πατέρα
πατέρα μου
πατητήρι
πέστην
πέστον
πες τους
πηγάôι
πηγάôια
πηγαôάκι
πες
ελεύθερος
φτυάρι
ίσoς
πές μου
πενηντάρι
πεντακοσάρι
ποντικός
περβάçι
περιβόλι
περιβόλια
περôίκι
φουκαράς
φουκαριάρα
πέρασε
πηρούνι
πάχυνση
πετσέτα
πετσέτες
παχύνουν
παχύνo
πέστε
πετεινάρ
πετειναρόπα
πετεινόν
πετμέç
πετμέçαι
πετρασήλ
πετρασήλαι
πέτρινεσα
πετυχημένσα
Hέφτ
Hηνή
πιôεβέν
πιθάρ
πιθάραι
πιλάφ
πιλάφαι
πιλίτς
πιλίτσαι
πιν
πιπέρ
πιπέραι
πιρούν
πιρπιρίμαι
πισ
πίσας
πίσενα
πισία
πίσον
πίσονατην
πίσονατον
πίσονμε
πιστέσα
πιστόλ
πιστόλαι
πλανκεκά
πλατάν
πλατέα
πλέα (Oμηρ.)
πλεθεντικός
πλεθύνε
πλεθύνo
πλερώνε
πλερώνo
πλουγούρ
πλουμίô
πλουμίôαι
πλουμιστά
πλουμιστέσα
κόκορας
πετειναράκια
κόκορας
πετιμέçι
πετιμέçια
πετραχήλι
πετραχήλια
πέτρινη
πετυχημένη
Hέμπτη
Hηνελόπη
σουρουπώνει
πιθάρι
πιθάρια
πιλάφι
πιλάφια
πετιναράκι
πετειναράκια
πίνει
πιπέρι
πιπέρια
πιρούνι
γλιστρίôες
ακαθαρσία
ακαθαρσίες
ακάθαρτη
πίτες
κάνε
κάντην
κάντον
κάνε μου
πιστή
πιστόλι
πιστόλια
πιο πέρα
πλατάνι
πλατιά
περισσότερα
πληθυντικός
πληθαίνουν
πληθαίνo
πληρώνουν
πληρώνo
πλιγούρι
στολίôι
στολίôια
χρoματιστά
στολισμένη
πλουμιστός
πλύσκουμαι
πλύσκουνταν
ποôάρ
ποôάραι
ποôεôίçνε
ποôεôίço
ποôεôίçoσε
Hοινή
πολ
πολλά çαντός
πόναι
πόνε
πονηρέσα
πόντιεσα
ποπάς
πορπατούν
πορπατώ
πορτοκάλ
ποστ
πόσται
ποστάν
πουγασάχ
πουôέν
πουκάλ
πουλία
πουλούλ
πουρλαέβνε
πουρλαέβo
πουρμάôας
πουρνά
πουρτία
πουρτίν
πουσμανέβνε
πουσμανέβo
πρεπ
πρεσίον
πρέσκουμαι
πρέσκουνταν
πρεσμέντσα
προκομέντσα
προτεσνά
πυρίφτε
πυρίφτνε
πυρίφτo
στολισμένος
πλένομαι
πλένονται
ποôάρι, πόôι
ποôάρια, πόôια
παρακαλούν
παρακαλώ
σε παρακαλώ
Aέσποινα
πόλη
θεοπάλαβος
πόνοι
κοτέτσι
πονηρή
πόντια
παπάς, ιερέας
περπατούν
περπατώ
πορτοκάλι
ôέρμα, προβιά
ôέρματα, προβιές
μποστάνι
çώο που σέρνει
πουθενά
μπουκάλι
πουλιά
πουλιά
πετούν
πετώ
τσουρέκια
αύριο
υφάσματα
ύφασμα
μετανοούν
μετανοώ
πρέπει
πρήÇιμο
πρήçομαι
πρήçονται
πρησμένη
εργατικιά
προηγούμενα
φουρνόφτυαρο
φουρνίçουν
φουρνίço
Ρ
ράμμαν
ράμματα
ράσε
ρασήν
ρασία
ρασόπον
ρίγαμαν
ριγούν
ριγώ
ριγoμένος
ριγoμέντσα
ρινία
ρινίçνε
ρινίço
ρινίν
ρούçνε
ρούço
ρούÇιμον
Poμανία
κλoστή
κλoστές
ράχη
βουνό, όρος
βουνά, όρη
ραχούλα
κρύoμα
κρυώνουν
κρυώνo
κρυoμένος
κρυoμένη
λίμες
λιμάρουν
λιμάρo
λίμα
πέφτουν
πέφτo
πέσιμο
Poμιοσύνη
Σ
σ' ατέν
σ' ατινέτερα
σ' ατό
σ' ατόν
σ' εμέν
σ' εσέν
σ' ίναν
σα
σαγλάμµ
σαέβνε
σαέβo
σακάτενα
σαλαχανάς
σαλαχανέσα
Zαλονίκ
σαντάλ
σαντάλαι
σαντούγ
σαπλάκαν
σαπλάκας
σαπλακίçνε
σαπλακίço
σαπόν
σαπόναι
σαρέβνε
σαρέβo
σασέβνε
σασέβo
σασιρεμένσς
σασιρεμέντσα
σασουρέβνε
σασουρέβo
σαφλέας
σαφλίçνε
σαφλίço
σαχάν
σαχάναι
σαχτάρ
σαχτάραι
Zεβάç
σεβταλής
σεβτάς
σεήρ
σειλ
σείλαι
σειμουγκόν
σελπέτ
σ' αυτήν
σ' αυτούς
σ' αυτό
σ' αυτόν
σε μένα
σ' εσένα
σε κάποιον
στα, στις
γερός, ôυνατός
υπολογίçουν
υπολογίço
σακάτισα
αργόσχολος
αργόσχολη
Oεσσαλονίκη
σανôάλι
σανôάλια
σεντούκι
σκαμπίλι
σκοιμπίλια
χαστουκίçουν
χαστουκίço
σαπούνι
σαπούνια
γαντσώνουν
γαντσώνo
τα χάνουν
τα χάνo
σαστισμένος
σαστισμένη
τα χάνουν
τα χάνo
σαλιάρης
σαλιαρίçουν
σαλιαρίço
πιάτο
πιάτα
στάχτη
στάχτες
Zεβάστεια
αισθηματίας
αίσθημα
σερνιάνι
χείλι
χείλια
χειμώνας
σερμπέτι
σεμέρ
σεούτ
σεούται
σερ
Zέρα
σέρα
σέραι
σερέβνε
σερέβo
σέρεµον
σερί
σερία
σερομίλ
σερομίλαι
σέρος
σερούλ
σερσέμπς
σέφτελα
σέφτελεσα
σέφτελον (ο)
σέφτελον (το)
σην
σιλ
σίλαι
σιλάκλερος
σιλέαν
σιλέας
σιλέβνε
σιλέβo
σιλέχαρον
σίμισκα
σίμισκας
σινία
σινίν
σίτε
σιφτέν
σκαφίô
σκεντρέçνε
σκεντρέço
σκεντρίασμαν
σκεπίô
σκηρά
σκιρός
σκοτία
σκοτινέβ
σκούμαι
σκούνταν
σκουντουλίçνε
σαμάρι
ιτιά
ιτιές
χέρι
ποντιακός χορός
χήρα
χέρια
μαçέβουν
μαçέβo
μάçεµε
σκιά
σκιές
μυλόπετρα
μυλόπετρες
χήρος
χερούλι
σερσέμης
παντçάρια
κοιμισμένη
κοιμισμένος
παντçάρι
στην
χίλιοι
χίλια
πεντάρφανος
σκαμπίλι
σκαμπίλια
σφουγγαρίçουν
σφουγγαρίço
ο καημένος
ηλιόσπορος
ηλιόσποροι
ταµιά
ταµί
όπoς, καθώς
πρώτα
σκάφη
τσιμπάνε
τσιμπάo
τσίμπημα
σφήκα
βαριά (ομιλία)
πηχτός
σκοτάôι, βράôυ
βραôιάçει
σηκώνομαι
σηκώνονται
μυρίçουν
σκουντουλίço
σκoλέκ
σκoλέκαι
σκώνε
σκώνo
σο
σοέβνε
σοέβo
σοι
σον
σον
σόναι
σονίç
σορομίλαι
σουμά
σουμάôαι
σουμάôεμαν
σουμαôέματα
σουμαôεμένος
σουμαôεμέντσα
σουμαôεύκουμαι
σουμαôεύκουνταν
σουμαôεύνε
σουμαôεύo
σουμώνε
σουμώνo
σουσάμ
σοχρέβνε
σοχρέβo
σπίγγομαι
σπίγγουνταν
σπίγγo
σπογγίçνε
σπογγίço
σπορίô
σπορίôαι
στα
σταμάτσον
Zταυρίτες
στέρε
στοιβαγμέν
στοιχαρέçνε
στοιχαρέço
στούô
στούôαι
στύπα
σύμπουρνα
συνίφσα
μυρίço
σκουλήκι
σκουλήκια
σηκώνουν
σηκώνo
στο
κατακλέβουν
κατακλέβo
στους
στον
χιόνι
χιόνια
χιονίçει
μυλόπετρες
κοντά
αρραβώνες
αρραβώνας
αρραβoνιάσματα
αρραβoνιασμένος
αρραβoνιασμένη
αρραβoνιάçομαι
αρραβoνιάçονται
αρραβoνιάçουν
αρραβoνιάço
πλησιάçουν, κοντεύουν
πλησιάço, κοντεύo
σουσάμι
τα θαλασσώνουν
τα θαλασσώνo
σφίγγομαι
σφίγγονται
σφίγγo
σκουπίçουν
σκουπίço
γραμμή σποράς
γραμμές σποράς
σταμάτα
σταμάτησε
Zεπτέμβρης
στερεά
στοιβαγμένοι
ôίνουν συγχαρητήρια
ôίνo συγχαρητήρια
κόκαλο
κόκαλα
τουρσί
ανήμερα
συννυφάôα
συρίçνε
συρίço
σύριμαν
συρινέφκουμαι
συρινέφκουνταν
συρίχτα
σύρον
σχoρεμένον
σoς
σφυρίçουν
σφυρίço
σφύριγμα
βασανίçομαι
βασανίçονται
σφυρίχτρα
τράβα
συγχoρεμένος
σώπα
Τ
ταβίçνε
ταβίço
τάβισμαν
τάβλα
ταγουτέβνε
ταγουτέβo
ταγουτεφτέστε
τάη
ταής
ταμάμ
ταν
ταούλ
ταούλαι
ταπιέτ
ταράγουμαι
ταράγουνταν
ταράç με
ταράçνε
ταράço
ταρέç
ταρέçαι
τας
τάσαι
τατινές
τατινέτερον
τατουνού
ταφήν
ταφία
ταχτάπητια
τεάμ
τεβεκενλής
τεή
τεκ
τεκεινού
τελ
τελείμαι
τελείνταν
τεμά
τεμέκ
τεμέν
τεμέτερον
τεμόν
τεντελίçνε
τεντελίço
τεπιάτ
τερέβνε
τερέβo
μαλώνουν
μαλώνo
μάλoμα
σταύλος
ôιαλύουν
ôιαλύo
ôιαλυθείτε
θείε
θείος
ακριβώς
αριάνι
νταούλι
νταούλια
χαρακτήρας
ανακατεύομαι
ανακατεύονται
με ανακατώνει
ανακατεύουν
ανακατεύo
ντουλάπι
ντουλάπια
ποτήρι
ποτήρια
ôικό της
ôικό τους
ôικό του
τάφος
τάφοι
κοριοί
τάχα, ôήθεν
ανάποôος
τάχα
μονό, μόνο
εκεινού
σύρμα, τέλι
τελειώνo
τελειώνουν
ôικά μου
ôηλαôή
μένα
ôικό μας
ôικό μου
τουρτουρίçουν
τουρτουρίço
κανονίço
Çεφλουôίçουν καλαμπόκι
Çεφλουôίço καλαμπόκι
τέρεμαν
τέρεν
τερέστε
τερούν
τερσία
τερσίν
τερτ
τέρται
τερώ
τεσά
τεσέν
τεσέτερον
τεσόν
τεσσάρ
Tετάρτ
τεχνίτ
τεχνίτες
τçαντçαρέβνε
τçαντçαρέβo
την (άτονο)
τησάκ
τησάκαι
τιôέν
τιçέβνε
τιçέβo
τίμιεσα
τιμµά
τίναν
το (άτονο)
τογρία
τοç
τόçαι
Tόλη
τον (άτονο)
τοÇάρ
τόπαι
τοπλαέβνε
τοπλαέβo
τουβάρ
τουβάραι
τουμπίν
τουν (άτονο)
τουρπ
τούρπαι
τουρπάν
τουρπάναι
τουτ
τούται
Çεφλούôισμα, κοίταγμα
κοίταÇε
κοιτάÇτε
κοιτάçουν
ρόκες
ρόκα
βάσανο
βάσανα
κοιτάço
ôικά σου
σένα
ôικό σας
ôικό σου
τεσσάρι
Tετάρτη
τεχνίτες
τεχνίτης
σκαρφαλώνουν
σκαρφαλώνo
την
πάπλoμα
παπλώματα
τίποτα
ôιευθετούν
ôιευθετώ
τίμια
τα μισά
ποιόν
το
ευθεία, σoστά
σκόνη
σκόνες
Aνατολή
τον
ôοÇάρι, τόÇο
μέρη
μαçεύουν
μαçεύo
ντουβάρι
ντουβάρια
τούμπα
τους
ρεπάνι
ρεπάνια
ôρεπάνι
ôρεπάνια
μούρο
μούρα
τοχμάγχς
τοχτώνε
τοχτώνo
τρανά
τρανέσα
τρανίνε
τρανίνo
τρανόν
τρανόν αγούρ
τρανόν κορίτς
τρανός
τρεÇίον
τρέÇον
τρία ημπς
τριάρ
τρίμαν
Tριτ
Tρυγομηνάς
τρυπεμένα
τρυπήν
τρυπία
τς (άτονο)
τσαγχ
τσαήçνε
τσαήço
τσάηÇον
τσαήρ
τσαήραι
τσαηχτά
τσακάλ
τσακέλ
τσακελίçνε
τσακέτ
τσακλία
τσακλίν
τσακούτς
τσακούτσαι
τσακoμένον
τσακώνε
τσακώνo
τσάκoσονατο
τσάκoσονατον
τσάλτικαν
τσαμούρ
τσαμούραι
τσαμουρoμένα
τσαμουρoμένος
τσαμουρoμέντσα
κόπανος
συνθλίβουν
συνθλίβo
μεγάλα
μεγάλη
μεγαλώνουν
μεγαλώνo
μεγάλο
γεροντοπαλίκαρο
γεροντοκόρη
μεγάλος
τρέÇιμο
τρέÇε
τρισήμισι
τριάρι
ποντιακός τραχανάς
Tρίτη
Oκτώβρης
τρυπημένα
τρύπα
τρύπες
της, σου
τçάκι
φoνάçουν
φoνάço
φώναÇε
βοσκή
βοσκές
φoναχτά
τσακάλι
τσάπα
τσαπίçουν
çακέτα, σακάκι
παπαôάκια
παπαôάκι
σφυρί
σφυριά
σπασμένο
σπάνε
σπάo
σπάστο
σπάστον
παιôικό παιχνίôι
λάσπη
λάσπες
λασπoμένα
λασπoμένος
λασπoμένη
τσανίçνε
τσανίço
τσαπρέσα
τσαπρός
τσαραφίçνε
τσαραφίço
τσαρούσ
τσατήρ
τσατήραι
τσάτσαλεσα
τσατσαλίçνε
τσατσαλίço
τσάτσαλον
τσατσία
τσατσίν
τσαφίçνε
τσαφίço
τσαχάλ
τσαχάλεσα
τσαχάλτς
τσαχελίço
τσαχμάχ
τσαχμάχα
τσερίçνε
τσερίço
τσιλίô
τσιλίôαι
τσιλτέας
τσιλτέβνε
τσιλτέβo
τσίλτεμαν
τσιμίô
τσιμίôαι
τσινέας
τσιπ
τσιπ καλά
τσίπα
τσιπλάχεσα
τσιπλάχς
τσιριχτά
τσιτ
τσίται
τσιτσάκ
τσιτσάκαι
τσιτσία
τσιτσίν
τσιτσίνατς
τσιφλίκ
σκορπίçουν
σκορπίço
αλλοίθoρη
αλλοίθoρος
γρατçουνάνε
γρατçουνάo
τσαρούχι
τσαντήρι
τσαντήρια
ολόγυμνη
Çεγυμνώνουν
Çεγυμνώνo
ολόγυμνος
κλαôάκια
κλαôάκι
Çύνουν
Çύνo
ανώρυμοι
ανώριμη
ανώριμος
τσαπίço
τσακμάκι
τσακμάκια
Çεσχίçουν
Çεσχίço
αναμμένο κάρβουνο
αναμμένα κάρβουνα
κατουριάρης
κατουράνε
κατουράo
κατούρημα
μυαλό
μυαλά
κουτσουλιές πουλιών
πολύ
πολύ καλά
αφαλός
ολόγυμνη
ολόγυμνος
τηγανίτες
τσεμπέρι
τσεμπέρια
λουλούôι
λουλούôια
βυçιά
βυçί
βυçί της
τσιφλίκι
τσιφλίκαι
τσοκιέβνε
τσοκιέβo
τσορκανίγουμαι
τσορκανίγουνταν
τσορκανίçνε
τσορκανίço
τσουμούρ
τσούνα
τσουπία
τσουπίν
τσουπώνε
τσουπώνo
τσούρατο
τσουρμούλεμαν
τσουρμουλίçνε
τσουρμουλίço
τσουρούκ
τσουρούκαι
τσουρώνε
τσουρώνo
Tσόφα
τυραννίουμαι
τυραννίουνταν
τυχερέσα
τσιφλίκια
καταπιέçουν
καταπιέço
σέρνομαι
σέρνονται
σέρνουν
σέρνo
ποντιακό φαγητό
πόρνη
βελόνες
βελόνα
βουλώνουν
βουλώνo
βούλoστο, σώπα
χάιôευμα
χαiôεύουν
χαiôεύo
σάπιο
σάπια
αποσιoπούν
αποσιoπώ
Zοφία
τυραννιέμαι
τυραννιένται
τυχερή
Υ
ύαν
ύας
υβρίço
υβρισία
ύβρισμαν
υβρίστας
υβριστέας
υέβνε
υέβo
υία
ύλαγμαν
υλαγμός
ύλαçα
υλάçνε
υλάço
ύλαÇα
υλάÇτε
ύλασμαν
υλέα
υλέε
υλιάκραι
ύλιçα
υλίçνε
υλίço
υλιστέρ
υλιστέριν
υλιστερόν
υλιστή
υλιστόν
ύμνισμαν
υνάço
υναίκα
υναικίço
υνίασμαν
υπαντή
υπάντρεμαν
υπαντρεύo
υπαντρία
ύπαντρος
υπερηφανεύκομαι
υπερηφανεύκουμαι
υπερηφανεύτα
υπερηφανία
υπερουσία
υπερυλίço
υπνάρης
υπνάσκομαι
υγεία
υγείες
βρίço
βρισιά
βρίσιμο
υβριστής
υβριστής
συμφιλιώνονται
συμφιλιώνομαι
υγεία
γάβγισμα
γάβγισμα
γάβγιçα
γαυγίçουν
γαυγίço
γάβγισα
γαβγίστε
γάβγισμα
ύλη
ôάσος
άκρες ôάσους
σούρoνα, στράγγιçα
στραγγίçουν
στραγγίço
στραγγιστήρι
στραγγιστήρι
στραγγιστό
στραγγιστήρι
στραγγισμένο γιαούρτι
όρκος
εγγίço, πληγώνo
γυναίκα, σύçυγος
παντρεύομαι, παντρεύo
πλήγoμα
προüπάντηση
παντρειά
παντρεύo
παντρειά
παντρεμένη
περηφανεύομαι
περηφανεύομαι
περηφανεύτηκα
περηφάνια
εργασία, ôουλειά
ιôρώνo πολύ
υπναράς
νυστάço, υπνοβατώ
υπνάσκουμαι
υπνασμένος
υπνασμέντçα
υπνέας
υπνού
υπνoή
υπνώνo
ύπνoσα
υπόô
υπόôαι
υπόμενος
υπόμονος
ύποπτεσα
υποτάço
ύπουλεσα
υπουργέσα
υποχοντρακός
υποµιάσκουμαι
υποµιάστα
υρικλώσκομαι
υρίκλoσμαν
υροκλώθo
υρόκλoσμαν
ύρος
υστέρ
υστεραία
υστερία
υστερινός
υστερμός
υστερνά
υστερναίος
υστερνοκαίριν
υστερνοκάρι
υστερνοπαίô
υστερνοπούλλ
υστερνός
υφάô
υφαίνσιμον
υφαίστρα
ύφαση
υφάστικά
ύφοσατ
ύφοσιμ
ύφοσις
ύµηλος
ύµoμαν
νυστάço, υπνοβατώ
υπνοβάτης
υπνοβάτισσα
υπναράς
υπναρού
νύστα
νυστάço
νύσταÇα
υποπόôιο
υποπόôια
υπομονητικός
ανεκτικός
ύποπτη
υποτάσσo
ύπουλη
υπουράναι επουράνια
υπουργίνα
νευρασθενικός
υποµιάçομαι
υποµιάστηκα
τριγυρίço
τριγύρισμα
στριφογυρίço
στριφογύρισμα
γύρος
κατόπιν, ύστερα
ύστερα
ύστερα
τελευταίος
στέρηση
στο τέλος
κατοπινός
φθινόπoρο
στερνοπαίôι
στερνοπαίôι
στερνοπαίôι
τελευταίος
υφάôι
ύφανση
υφάντρα
ύφανση
υφαντικά
ύφος του
ύφος μου
ύφος σου
ύµος
αντίôoρο
Φ
φα
φάçνε
φάço
φαήα
φαήν
φανατικέσα
φανερέσα
φανταχτερέσα
φαρôέα
φαρμάκαι
φαρμάκι
φεγγ
φέγγον
φελία
φελίν
φεύνε
φεύo
φίλεμαν
φοβερέσα
φοβετσέας
φογούμαι
φογούνταν
φορ
φορκάλ
φορκάλαι
φορφάκα
φορφάκας
φοσίγουμαι
φοσίγουνταν
φοσίçνε
φοσίço
φουρκίçνε
φουρκίço
φουρνία
φουρνίν
φουσίν
φούστoρον
φουτέας
φουτίçνε
φουτίço
φουχνέας
φρόνιμεσα
φτείρα
φτείρας
φτειρέας
φτείρκουμαι
φτείρκουνταν
φάε
ταήçουν
ταήço
φαγητά
φαγητό
φανατική
φανερή
φανταχτερή
φαρôιά
φαρμάκια
φαρμάκι
φέγγει
φεγγάρι
καρβέλια, κομμάτια
καρβέλι, κομμάτι
φεύγουν
φεύγo
φίλημα
φοβερή
φοβητσιάρης
φοβάμαι
φοβούνται
φόρεσε
σκούπα
σκούπες
βάτραχος
βατράχια
παραχώνομαι
παραχώνονται
παραχώνουν
παραχώνo
πνίγουν
πνίγo
φούρνοι
φούρνος
γυναικείο όργανο (αιôοίο)
αυγά τηγανιτά
κλανιάρης
κλάνουν
κλάνo
μουχλιασμένος
φρόνιμη
µείρα
µείρες
µειριάρης
φταρνίçομαι
φταρνίçονται
φτερόπα
φτερoτέσα
φτηνέσα
φτουλακίçνε
φτουλακίço
φτουλάκισμαν
φυματικιέσα
φoλόπον
4oτείκα
φτερά
φτερoτή
φτηνή
σπαρταρούν
σπαρταρώ
σπαρτάρισμα
φυματική
φoλίτσα
4oτεινή
Χ
χα
χαç
χαηβάν
χαηβάναι
χαθ
χαλαήν
χάμαι
χαμάλτς
χαμελά
χαμελέσα
χαμελέτε
Xάμπον
χαν
χαντάκ
χάνταν
χαντçέβνε
χαντçέβo
χαντιλέγουμαι
χαντιλέçνε
χαντιλέço
χαντιλέçoσε
χαντιλέουνταν
χαντς
χαπ
χαπάγα
χάπαι
χαπάρ
χαπάραι
χαπάχ
χαρ
χαράç
χαράν
χαραντερίço
χαρέμ
χαρέμαι
χάρεται
χάρον
χάρουμαι
χάρουνταν
χαρπούç
χαρπούçαι
χαρτçιλίκ
χαρτία
χαρτίν
χασέβνε
χασέβo
χάσιμον τη μoρή
χάσου
χάçι
çώο
çώα
χάσου
κόλληση
χάνομαι
χαμάλης
χαμηλά
χαμηλή, κοντή
μύλος
Xαράλαμπος
χάνει
χαντάκι
χάνονται
καµαλίçουν
καµαλίço
γαργαλιέμαι
γαργαλούν
γαργαλάo
σε γαργαλάo
γαργαλιούνται
χάνεις
χάπι
καπάκια
χάπια
είôηση, χαμπάρι
ειôήσεις, χαμπάρια
καπάκι
ôώρισμα
χαράçει
γάμος
ôίνo είôηση χαράς
χαρέμι
χαρέμια
χαίρεται
χάρος
χαίρομαι
χαίρονται
καρπούçι
καρπούçια
χαρτçιλίκι
χαρτιά
χαρτί
çεματίçουν
çεματίço
έκτρoση
χάσονα
χάταλα
χάταλον
χατέβνε
χατέβo
χατήρ
χατήραι
χαµία
χειρότερεσα
χελιôόν
χελιôόναι
χλoμέσα
χνουô
χνούôαι
χολέσκουμαι
χολέσκουνταν
χολεσμένος
χολεσμένσα
χόρα
χοροσάλφα
χορτάρ
χορτάραι
Xορτοθέρτς
χοσ
χοσάφ
χοτλάγχς
χουçούρ
χούλεμαν
χουλέν
χουλένε
χουλένo
χουλέρ
χουλέραι
χουλίουμαι
χουλίουνταν
χουτία
χουτίν
χρα
χρέα
Xριστανάρτς
Xριστέμ
χριστιανέσα
χρόναι
χρονία
χρυσέσα
χτενίουμαι
χτενίουνταν
χτήναι
παράτα το
μικρά παιôιά
μικρό παιôί
ôιώχνουν
ôιώχνo
χατήρι
χατήρια
µαράκια
χειρότερη
χελιôόνι
χελιôόνια
χλoμή
χνούôι
χνούôια
θυμώνo
θυμώνουν
θυμoμένος
θυμoμένη
Çένος, Çένοι
σαύρα
χορτάρι
χόρτα
Ìούλης
αφού
κομπόστα
ôράκος
χουçούρι
çέσταμα
çεστό
çεσταίνουν
çεσταίνo
κουτάλι
κουτάλια
çεσταίνομαι
çεσταίνονται
κουτιά
κουτί
χρώμα προσώπου
χρέη
Aεκέμβρης
Xριστέ μου
χριστιανή
χρόνια
χρονιά
χρυσή
χτενίçομαι
χτενίçονται
αγελάôες
χτήνον
χoρ
χoρέτες
χoρέτεσα
χoρικέσα
χώρτσον
αγελάôα
κρόκος αυγού
χoριάτης
χoριάτισσα
χoρική
χώρισε
Ψ
µαθόπον
µαθύρ
µαθυρεύo
µαλάφεμαν
µαλαφίον
µαλαφούν
µαλαφώ
µαλίô
µαλιôάço
µαλιôέα
µαλιôίασμαν
µαλιôίτçα
µαλλέτσo
µάλλo
µάλον
µάλτες
µαλτήρ
µαρίτçα
µαρλάô
µαρολίμ
µαχνάôι
µεçνόν
µεçνός
µειρίτçα
µελ
µελαίνo
µελάρκον
µελένo
µελός
µεματικά
µεματικός
µεμένος
µεμέντçα
µεμμένον κηφάλ
µεμόπον
µένo
µέουμαι
µεσ'
µέσιμον
µέσκομαι
µέσον
µεύκομαι
µεύκουμαι
µευτ
µεύτας
µεύτες
µευτία
µαθάκι
µάθα
τρίβo, παρασκευάço
πρόταση γάμου, çητιάνεμα
αίτηση
çητάνε
çητάo
µαλίôι
µαλιôίço
µαλιôιά
µαλίôισμα
έντομο
µέλνo
µέλνo
µάλε
µάλτης
µαλτήρι
µαράκι
µαρόλαôο
µαρολίμνη
µαχνό
χτεσινό
χθεσινός
κόνιôα
ρητίνη πεύκου
µηλαίνo
ρητινοφόρο
μικραίνo
µηλός, λεπτός, μικρός
µεύτικα
µεύτικος
µημένος
µημένη
πολύπειρος
µεματάκι
µήνo
µήνομαι
µήση
µήσιμο
µήνομαι
µήσε
απατώμαι
ôιαµεύôομαι
µεύτες
µεύτης
µεύτης
µευτιά
µεύτικεσα
µευτοôέσκαλος
µευτράλης
µεύτυμαν
µευτύνo
µεχτά
µη
µήα
µηλαίνo
µηλασέα
µηλασία
µηλάφες
µηλαφώ
µηλέσσα
µηλολεγνέσσα
µηλόλεγνος
µηλόν
µηλορραχέα
µηλόρραχον
µήλος
µηλoτός
µημέντçα
µητέσα
µία
µίκι
µιλάρι
µιλένo
µιλέσα
µίλιγμαν
µιλίço
µιλικαλατçεύo
µιλικόσκινον
µιλικόφτo
µιλιμυία
µιλίτçικον
µιλοβολέα
µιλοβολέα
µιλοβολέας
µιλοβρέχ
µιλοçύγιανος
µιλοκοπώ
µιλομμάταινα
µιλομμάτς
µιλόν
µιλοπούλλ
µιλορέα
µιλορία
µιλοτραγoôώ
µεύτικη
µευτοôάσκαλος
µεύτης
ôιάµευση
ôιαµεύôo
Çεραμένα
µυχή
µυχές
µηλώνo
ορεινά
ορεινά
çήτηση
çητάo
µηλή
µηλόλιγνη
µηλόλιγνος
µηλός
µηλή οροσειρά
µηλό βουνό
ύµος
λίγο µηλός
µημένη
µητή
µυχές
πάρσιμο νύφης
χτένι αργαλειού
μικραίνo
µιλή
καθάρισμα
καθορίço
σιγομιλώ
πυκνό κόσκινο
µιλικόβo
μικρόμυγα
μικρούλης
μικροκαμoμένη
µιλικό, μικροπράγματα
μικροκαμoμένος
µιχαλίçει
çώôιο çυγού
µιλοκόβo
μικρομάτα
μικρομάτης
µηλός
πουλάκι
µιλικά σπιτιού
µιλικά σπιτιού
µιλοτραγουôώ
µιλουρία
µιλοφτείχ
µιλοχόρταρον
µιλύνo
µιλoμένος
µιλoτός
µίνα
µινίço
µίνισμα
µιχίôι
µιχούôιν
µίµη
µιµυρίço
µιµύρισμαν
µόπον
µουμουôία
µουνίço
µουµουρίço
µοφάρης
µόφεμαν
µοφεμάτ
µοφεμένος
µοφεμένος
µοφεμέντçα
µοφένo
µοφίço
µοφισμός
µοφoμός
µυ
µύγα
µυλλάço
µυλλέας
µυλλίço
µυλλίουμαι
µυλλού
µυμ
µυχοκόκκ
µυχοκόκκιν
µυχοκόριτçον
µύχομαι
µυχομάχεμαν
µύχον
µυχοπαίô
µυχόπον
µύχος
µυχοτόπ
µυχοτόπιν
µυχού
σκεύη σπιτιού
μικρή µείρα
μικρόχορτο
μικραίνo
ελαφρός
λίγο λεπτός
µώνια
µoνίço
µώνισμα
µίχουλο
µίχουλο
γάτα
µιθυρίço
µιθύρισμα
µυχούλα
µώνιο
µoνίço
µιθυρίço
ôειλός
µοφίμι
µοφίμι
πεινασμένος, µόφιος
τσιγκούνης
τσιγκούνα
µοφώ
µοφάo
µόφος
θάνατος
µυχή
µύχτηκα
µυλλιάço
µυλλιάρης
Çεµειριάço
Çεµειριάçομαι
µυλλιάρα
µυχή μου
σιτάρι για κόλυβα
σιτάρι για κόλυβα
µυχοκόρη
παγώνo
µυχομάχημα
ελονοσία
µυχοπαίôι
µυχούλα
ελώôης πυρετός
ελώôης τόπος
ελώôης τόπος
µυχοσάββατο
µυχούμαι
µύχo
µύχoμαν
µυχoμένος
µoμάβα
µoμάς
µoματαρείος
µoμία
µoμίν
µoμίτçα
µoμοθρύμμ
µoμοÇύστρα
µoμόπον
µoμοσάνιôον
µoμοτάρεçον
µoμοφάγας
µoμοφούρνιν
µώνον
µώντçον
µώντσον
παθαίνo ελονοσία
στεγνώνo
µύχoση
άρρoστος από ελονοσία
γυναίκα φούρναρη
φούρναρης
ράφι µoμιών
µoμιά
µoμί
φέτα µoμιού
θρύμμα
σπάτουλα
µoμάκι
ράφι µoμιών
ράφι µoμιών
µoμοφάγος
φούρνος για µoμιά
µώνιο
µώνισε
µώνισε
Ω
oβά
oβάçνε
oβάço
ώβασμαν
oβαστάριν
oβατσής
oβόν
oβόπον
oβότçεπλον
oôίνα
ώι
ώκνεινα
ώκνησα
oκνώ
oλένα
oμέσα
oμία
oμίν
oμίτç
oμίτçαι
oμοπλάτ
oμοπλατίτç
oμόυπνος
oμόφορον
oμόχλον
oÇίαçα
oράγα
oράγουμαι
oράγουμνε
oράço
oράουμαι
oράουμνε
ώρας
ώρασμαν
ώρασον
oραστά
oρία
oρίαγμαν
oρίαçα
oριάço
oριαστά
oρoματέστα
oρoτέθα
oς να
ώσαμε
oσάν
oσπουτά
αυγά
γεννούν αυγά
γεννώ αυγά
oοτοκία
κοτέτσι
αβγουλάς
αυγό
αβγουλάκι
κέλυφος αβγού
συμφορά
oχ
τεμπέλιαçα
τεμπέλιασα
τεμπελιάço
αγκαλιά
oμή
ώμοι
ώμος
ώμος
ώμοι
ράχη
oμοπλάτη
αγουροÇυπνημένος
oμοφόριο
χλιαρό
άÇιçα
φυλάχτηκα
φυλάγομαι
φυλαγόμουν
φυλάγo
φυλάγομαι
φυλαγόμουν
ώρες
φύλαγμα
φύλαÇε, πρόσεχε
με προσοχή
φύλαÇε, πρόσεχε
φροντίôα, επιτήρηση
επιτηρούσα, φύλαγα
επιτηρώ, φυλάγo
με προσοχή
ονειρεύτηκα
ρoτήθηκα
ώσπου να
μέχρι, oς
όταν
εφόσον, ενόσo
ώστα
oτία
oτίν
oτόπον
oτόπονος
oφέλανα
oφέλεσα
oφλάεμαν
oφλαύo
ώχλεµα
oχράço
μέχρις ότου
αυτιά
αυτί
αυτάκι
πόνος αυτιού
oφελούσα
oφέλησα
στέναγμα
oφλαεύo στενάço
στενάço
μετακίνησα
κιτρινίço