Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 13

ΛΙΓΕΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ Η ΖΩΗ σ1

Μέρα πρώτη σεπτεμβρίου

Καθόμουν στην παλιά πολυθρόνα με τον παππού.Εκείνος κάπνιζε κι


ακούγαμε μαζί Αττίκ.Θυμήθηκα τότε που υπήρχε ακόμα η γιαγιά τα
βαλσάκια που χόρευαν κάθε φορά στα γενέθλια μου.Το πικάπ να παίζει
Δανάη κι η γιαγιά να κοκκινίζει σαν τριαντάφυλλο στην αγκαλιά του
τρυφερού μου παππού.Αυτό που μ αρέσει πάντα με τον παππού είναι ότι
μου μιλούσε ώρες ατέλειωτες για τους ανθρώπους που αγάπησε,για τα
βιβλία με τα οποία αποκοιμιόταν μικρός,για τις καντάδες που είχε κάνει
όταν ήταν νέος με την παρέα του στις όμορφες κοπέλες του νησιού.Μα
πιο πολύ μου άρεσε όταν μου μιλούσε για την ανθρώπινη ψυχή και τα
πάθη της.Εγώ βέβαια δεν μπορούσα να τα καταλάβω όλα αυτά με το
μυαλό μου.Η παιδική μου ψυχή όμως ηρεμούσε και ταξίδευε.
Τώρα ο παππούς καπνίζει και μονολογεί.Κι εγώ στην αγκαλιά του
σκέφτομαι αν θα αγαπήσω ποτέ τους ανθρώπους όπως αυτός κι αν θα χω
την καλή μου κι εγώ να χορεύουμε βαλσάκια όταν θα είμαστε
γεροντάκια.’’Παππού,μίλησε μου για το πώς γνώρισες την
γιαγιά’’’’χαχα!πάλι θες να ακούσεις αυτήν την ιστορία?Λοιπόν δούλευα
σε ένα ζαχαροπλαστείο κι εκείνη την έστελνε η μάνα της να πάρει γάλα
κάθε απόγευμα.Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα της Μήλου.Αφροδίτη
σωστή!Κι όμως ποτέ δεν με είχε κοιτάξει στα μάτια.Ήταν πολύ
ντροπαλή.Άλλες εποχές τότε βλέπεις…Ώσπου ένα βράδυ μαζί με το γάλα
της πρόσφερα ένα γιασεμί κι έβαλα στην τσάντα ένα γράμμα,που έλεγε
όσα ήθελε η καρδιά μου να της τραγουδήσει κάτω απ το παράθυρο αν
δεν ήταν η γειτονιά τόσο αυστηρή και δε μιλούσε τόσο πολύ.Εκείνη από
εκείνο το απόγευμα δεν ξαναπέρασε για γάλα κι εγώ έπεσα άρρωστος
στο κρεβάτι.Φοβόμουν ότι έγινα ρεζίλι κι ότι δεν ένοιωθε για μένα
τίποτα.Όμως η αλήθεια ήταν άλλη όπως μου είπε αργότερα.Είχε ροδίσει
η τρυφερή της καρδιά από σεμνότητα και δεν ήξερε πώς να
αντιμετωπίσει τον άνθρωπο που αγαπούσε και την έκανε να σκιρτήσει με
την αγάπη του.Μετά από δυο βδομάδες της μίλησα έξω από την
εκκλησία μετά τη λειτουργία και δώσαμε ραντεβού στο πευκόδασος του
Προβατά.Όταν συναντηθήκαμε της κράτησα το χέρι κι από τότε δεν το
άφησα ποτέ…’’Τότε έφερα στο νου μου πώς της κρατούσε το χέρι όταν
έφευγε η γιαγιά Μαργαριτα για τον ουρανό.Ο παππούς έκρυψε ένα δάκρυ
κι άρχισε να σιγοτραγουδά το Της μιας δραχμής τα γιασεμιά του
Αττίκ.Ύστερα γύρισε το βλέμμα προς το παράθυρο και είπε’’Ο
Σαιξπήρος έχει περιγράψει την ανθρώπινη ψυχή με τόση σοφία!Ο
Ρωμαίος και η Ιουλιέτα Γιαννάκη μου που σου διάβασα χτες είναι
αληθινή ιστορία.Μια τραγωδία αγάπης.’’Κι εγώ νόμισα πως ήταν
παραμύθι παππού…’’’’Γιε μου όλα τα παραμύθια είναι αληθινά.Είναι η
ιστορία των ανθρώπων που τα έγραψαν.Όπως τα τραγούδια.Ο άνθρωπος
λεει ότι αισθανεται μονο στα μικρα παιδια μεσα από παραμυθια γιατι
μονο τα παιδια ξερουν να ακουνε πραγματικα.Όχι με τα αφτια[κι εδειξε
τα αυτια του που ηταν πεταχτα και πολλες φορες ειχα γελασει για
αυτό]..Αλλα ακουνε με την καρδια τους.Κι οι ανθρωποι που φοβουνται
την μοναξια και τα γεραματα γραφουν τις ιστοριες που εζησαν σε
παραμυθια για να συνεχισουν να υπαρχουν στις καρδιες των μικρων
παιδιων.
Σιωπησε λιγο και μου χαιδεψε τα μαλλια.’’Ναι παππου και τα δικα σου
παραμυθια είναι τα καλυτερα!’’’’Θα με θυμασαι όταν θα χω
φυγει?’’Επνιξα έναν λυγμο στην σκεψη αυτή και αρχισα να του λεω όλα
τα αινιγματα που μου εχει μαθει για να του δειξω ότι θα τα θυμαμαι
όλα.Ο παππους γελασε,σηκωθηκε αργα και ειπε’’Πηγαινε να ντυθεις.θα
παμε στο γηπεδο σημερα.’’Κι ένα αχνο χαμογελο φωτισε το σκοταδι που
ειχε μαζευτει στην καρδια μου από το ταξιδι που θα εκανε καποτε ο
παππους μου.Ηθελα να γαντζωθω στην αγκαλια του και να μεινω εκει
αλλα προτιμησα να παω να ντυθω.Δεν ηθελα να χασω καιρο.Τον κοιταξα
στα ματια που ηταν υγρα.Και τον ρωτησα’’Παππου κλαις?’’’’όχι γιε
μου,τα ματια μου μαλακωσαν από το χαμογελο σου.Αυτό είναι ολο.Μη
δινεις σημασια.Αυτά εχουν τα γερασμενα ματια.Μαλακωνουν μονα
τους’’Γελασα και πηγα να φορεσω το ναυτικο μου πουκαμισο που μου
ειχε χαρισει καποτε η γιαγια μου.
Γυρισαμε απ το γηπεδο ενθουσιασμενοι κι οι δυο.’’Παππου είναι
αληθεια ότι οι ποδοσφαιριστες παιζουν κάθε μερα?θελω να γινω σαν κι
αυτους!’’’’θα ειμαι πολύ περηφανος για σενα όταν μεγαλωσεις’’.Τον
επιανε αυτό καμια φορα τον παππου κι αντι να μου απαντησει ξεχνιοταν
και μου ελεγε τα δικα του.Οποτε απαντουσα κι εγω σε αυτά που
ελεγε.’’θα γινω σαν κι εσενα’’Χαμηλωσε τα ζεστα του ματια και ειπε
σιγα’’όχι,θα γινεις σαν κι εσενα κι αυτό θα είναι το πιο ομορφο’’Καμια
φορα σκεφτομουν ότι μιλουσε με αινιγματα και πρεπει να παραδεχτω ότι
δεν τον καταλαβαινα παντα.Βγηκαμε εξω στην αυλη και αρχισε να με
εξεταζει στους αστερισμους που μου ειχε μαθει το προηγουμενο
βραδυ.Ωριωνας,Κασσιοπη,Σκορπιος,Βεγας,Ντενεμπ,Αλταρ.Τους ειπα
ολους με τα ονοματα τους και σκεφτηκα ότι καπου εκει είναι κι ο
αστερισμος που μενει η γιαγια.Αλλα ο παππους μου ειχε πει ότι θα μου
τον δειξει λιγο πριν φυγει και παει κι αυτος εκει.Ετσι εγω δεν ηθελα να
τον μαθω ποτε.Παω για υπνο,του δινω ένα φιλι στο μαγουλο,του αφηνω
το χερι.Καληνυχτα παππου.θα σε δω αυριο παλι!’’Και σαν να ειχαν
ωριμασει όλα οσα μου ειχε πει σημερα ξαφνικα μεσα μου ειπα σιγα στον
εαυτο μου ‘’Ναι παππου..τα παραμυθια είναι αληθινα.Καληνυχτα!’’

- - - - - -δευτερη μερα σεπτεμβριου


Με ξυπνησε το πρωι ο ηχος μιας μελωδιας στο πιανο.Ηταν ο παππους
που επαιζε.Ηταν πραγματικος βιρτουοζος και παθιαζοταν με τον Σοπεν
και τον Σουμπερτ.Επαιζε ένα νυχτερινο του Σοπεν.Ηταν μαγικο να
ξυπναω με το πιανο του γιατι δεν επαιζε παντα.Από τοτε που η γιαγια
εφυγε ο παππους επαιζε σπανια χωρις εκεινη.Επαιζε όταν νικουσε η
ομαδα μας στο ποδοσφαιρο γιατι χαιροταν πολύ η όταν ειχαμε καμια
γιορτη.Αλλα σημερα ουτε η ομαδα νικησε ουτε ειχαμε γιορτη.Κατι άλλο
συνεβαινε αλλα δισταζα να ρωτησω γιατι φοβομουν ότι θα του θυμησω
κατι λυπητερο που θα ειχε σχεση με τη γιαγια κι ετσι απλα καθησα στην
παλια κουνιστη πολυθρονα και απολαμβανα τις ουρανιες μελωδιες.Μολις
τελειωσε την ερμηνεια του Σοπεν αθελα μου χειροκροτησα,με
ακουσε,και σταματησε να παιζει.Από τοτε που εφυγε η γιαγια εδινε την
εντυπωση ότι ηθελε να παιζει μονος σαν να εχει μια μυστικη συνομιλια
μαζι της.Αφησε τα πληκτρα και ηρθε και καθησε διπλα μου ενώ τα ματια
του αστραψαν’’Γιαννη μου θες να παμε ταξιδι?’’κάθε φορα που ελεγε
αυτή τη φραση εγω επρεπε να φερω την υδρογειο,να την τοποθετησω
στα γονατα του,οπου της εδινε μια δυνατη σβουρα με το χερι του κι εγω
επρεπε να την σταματησω σε ένα σημειο αφου θα ειχα κλεισει τα ματια
μου.Παντα μου αρεσε αυτό το παιχνιδι και μετα καθομουν ξαπλωμενος
στην πολυθρονα και με κλειστα τα ματια ακουγα τον παππου να
αφηγειται ιστοριες για το μερος που διαλεξα με το δαχτυλο μου
τυχαια.Ηταν ιστοριες συναρπαστικες με
βουνα,ποταμια,λιμνες,αυτοκρατοριες,επαρχιες,χωρικους,ιπποτες.Αυτή τη
φορα διαλεξα την τουρκια και αρχισε να μου μιλαει για τον καραγκιοζη
και το θεατρο σκιων.Φανταζομουνα ότι ειμαι ενας πλανοδιος
καραγκιοζοπαιχτης που εδινε παραστασεις στα ορεινα χωρια της
Τουρκιας και μικροι και μεγαλοι χειροκροτουσαν και γελουσαν με την
καρδια τους με τα παθηματα του φτωχου καραγκιοζη πισω από το λευκο
πανι το γεματο σκιες.Ηταν μαγικο να μου μιλαει ο παππους για το
Ναστραδιμ Χοτζα αυτόν τον αδεξιο και κουτοπονηρο χωρικο που νομιζε
ότι θα κατεβαζε το φεγγαρι από τον ουρανο με τον ναυτικο του γαντζο κι
όταν ειδε την σκια του στην θαλασσα νομιζε ότι τα ειχε καταφερει..Τι
ωραιο πραγμα είναι οι ιστοριες σκεφτηκα κι αρχισα να ονειρευομαι ότι
μια μερα θα γραψω ολες αυτές τις ιστοριες που μου αποκαλυπτε ο δικος
μου ο παππους για να τις διαβασουν τα παιδια ολου του κοσμου.Όμως
ετσι γινοταν παντα μετα από τις ιστοριες.Κουραζοταν με αφηνε μονο μου
πηγαινε στο δωματιο του και ποιος ξερει που ταξιδευε ο νους του για
ωρες πολλες!
Μονο όταν εφτανε το απογευμα ερχοταν στο δωματιο μου και μου
χαιδευε τα μαλλια και καναμε ξανα παρεα οι δυο μας ολομοναχοι στο
δικο μου βασιλειο,στο μικρο μου δωματιο.’’Παππου θελω να γινω κι εγω
μουσικος όταν μεγαλωσω.Όμως είναι δυσκολο πολύ’’’’Μικρε μου η
μουσικη υπαρχει μεσα σε κάθε ανθρωπο.Ακου τους χτυπους της καρδιας
σου πως αλλαζουν και θα καταλαβεις.Θα μπορεσεις να παιζεις κι εσυ
μουσικη αν μαθεις να μενεις σιωπηλος για ωρες και να ακους με την
καρδια σου τι εχει να σου πει ενας ανθρωπος.Κι όχι με τα λογια του αλλα
με ένα νευμα,με μια κινηση,με ένα βλεμμα.Θελει ωρες σιωπης η μουσικη
για να την ακουσεις και να παιξεις κι εσυ.Δεν θελει ωδεια και
παρτιτουρες.Θελει να ακους την καρδια σου τι εχει να σου πει.Γιατι η
καρδια από τοτε που ημασταν στην κοιλια της μανας μας τραγουδουσε
και το μαθαινε αυτό κάθε μερα ακουγοντας την καρδια και το βυθο της
ανθρωπινης ψυχης που κατοικουσε μεσα στη μανα οπου κατοικουσαμε
καποτε κι εμεις.’’Δυσκολα πραγματα ελεγε ο παππους που ακουγονταν
πολύ απλα.Αυτό το ειχα καταλαβει καιρο.Ότι τα αινιγματα του παππου
μιλουσαν με απλες λεξεις κι εκρυβαν την σοφια μιας ζωης γεματης
αγαπη.’’Ναι αλλα πως θα μαθω να ακουω με την καρδια?θα αργησει
αυτό?’’’’Αχ γιε μου και να μη θες να ακουσεις ποτε θα ρθει καποια μερα
που χωρις να το σκεφτεις θα προσφερεις ένα λουλουδι σε μια κοπελα,θα
κοκκινισεις κοιταζοντας τα αστερια εκει ψηλα η θα λουφαξεις στην
αγκαλια ενός βιβλιου.Και τοτε θα ακουσεις την φωνη.Θα την καταλαβεις
ειμαι σιγουρος μην νοιαζεσαι πως.θα ερθει εκινη η στιγμη και θα
θυμηθεις τα λογια του γερου που εχεις μπροστα σου τωρα’’
Σηκωθηκε βαρια και πηγε να ξαπλωσει στο κρεβατι του.Τον τελευταιο
καιρο κοιμοταν πολύ κι ηταν πολύ κουρασμενος.Καθησα και ξεφυλλισα
τις παρτιτουρες που στεκονταν στο αναλογιο του πιανου.Ηταν κατι
ακαταλαβιστικα σημαδακια.Αυτό ηταν η μουσικη η μηπως ειχε δικιο ο
παππους?Μηπως η μουσικη δεν ηταν αυτό που εγραφε ένα βιβλιο αλλα
εκεινο που εκλαιγε μια ανθρωπινη καρδια?’’Την αγαπω την μουσικη
ειπα στο μολυβενιο μου στρατιωτακι που μου φανηκε πως γελασε για μια
στιγμη σαν να με ακουσε.Την αγαπω την μουσικη ειπα και στο
αρκουδακι μου που μου φανηκε πως ανοιγοκλεισε τα ματια.Θελω να
γινω μουσικος όταν μεγαλωσω.Παω στο μπαλκονι να ακουσω τα αστερια
που μου μαθε ο παππους.Αυτά χιλιαδες χρονια εχουν ακουσει
μουσικες.Θα ξερουν αραγε να μου πουν αν θα γινω ποτε ενας
μουσικος?’’όμως τα αστερια μονο αναβοσβησαν σαν να λεγαν
ισως,μπορει και ναι μπορει και όχι.Τυλιχτηκα με το σεντονι και αρχισα
να γραφω σημαδια σε ένα τετραδιο που εμοιαζαν με εκεινα που ειχα δει
στις παρτιτουρες.Ετσι θα γραφω κι όταν μεγαλωσω.Πρεπει να βρω ένα
αλφαβηταρι με μουσικη.Μα ο δικος μου ο παππους μου ειπε ότι δεν
εχουν σημασια τα βιβλια αλλα να ακουω.Ακουσα παππου και μου
φανηκες θλιμμενος και τωρα μολις καταλαβα γιατι επαιζξες πιανο
σημερα.πριν πεντε χρονια μας αφησε η γιαγια.Γι αυτό ελειπε η μαμα το
πρωι και κανεις σας δεν μου ειπε τιποτα.Κανεις.Ο μικρος Γιαννης εγινε ο
πιο θλιμμενος Γιαννης του κοσμου,γιατι καταλαβε ότι ο παππους του
ηθελε να μιλησει στη γιαγια του με το πιανο εκεινη τη μερα κι ισως
ηθελε και να την ακουσει.Γιατι αυτό είναι ο μουσικος.Αυτος που ακουει
τις ανθρωπινες καρδιες.

----------------------τριτη μερα σεπτεμβριου

Συννεφιασμενο το απογευμα αυτό.Κι ο παππους διαβαζει στην παλια


πολυθρονα ιστοριες με τον ντεντεκτιβ Σερλοκ Χολμς.Μου ελεγε συχνα
ποσο του αρεσαν τα στυνομικα μυθιστορηματα.Θαυμαζε μου λεγε το
μυαλο του συγγραφεα ποσο παρατηρητικος επρεπε να ειναο ποσο
προσεχτικος στην εξελιξηε της πλοκης ώστε να κρατησει τον αναγνωστη
με κομμενη την ανασα μεχρι την τελευταια σελιδα.Και μολιες τελειωσε
την αναγνωση μου διηγηθηκε την ιστορια με εξαιρετικη λεπτομερεια μα
το μονο που κρατησε η παιδικη μου μνημη είναι την ατμοσφαιρα του
μυστηριου και την εξυπναδα του Κυριου Σερλοκ και του φιλου του του
Γουατσον που τον αγαπουσε με έναν δικο του τροπο.Ηταν παντα εκει και
παρακολουθουσε την εξελιξη της ιστοριας αλλα παντα χαμηλων τονων
και με ευστοχες παρατηρησεις.Ο παππους σημερα ηταν ενας άλλος
παππους,ενας παππους σιωπηλος και μυστηριωδης.Ενας παππους που
παρατηρουσε τον χωρο του σπιτιου δινοντας σου την εντυπωση ότι τον
αντικρυζει για πρωτη φορα και ψαχνει να βρει κατι κοιταζοντας με
λεπτομερεια και προσοχη κάθε γωνια του σαλονιου.Μηπως και το σπιτι
αυτό ηταν στοιχειωμενο από καποια μυστηριωδη περιπετεια?σκεφτηκα
και μετα γελασα με την αφελη μου σκεψη.Ποσο μπορει να σε επηρεασει
η ατμοσφαιρα ενοας βιβλιου.Το διχως άλλο αυτό ειχε παθει και ο
παππους μου.’’Γιε μου θες να εξερευνησουμε κι εμεις το σαλονι μηπως
κρυβεται καποιο συνταρακτικο μυστηριο που δεν μας μιλησε ποτε για
αυτό ο ιδιοκτητης?’’Αυ το μ αρεσε στον παππου.Που δεν φοβοταν να
εχει την φαντασια που εχει ένα μικρο παιδι και δεν φοβοταν ουτε να το
δειξει μηπως τον κοροιδεψουν.Εγω πριν μερικα χρονια φοβομουν να πω
στους μεγαλους τις ιστοριες που σκαρφιζομουνα και τις περπετειες που
εστηνα στο μικρο μου δωματιο.Κι ελεγα οι μεγαλοι θα με περασουν για
χαζο.Και να που ενας μεγαλος ενας κυριος παππους μου προτεινε τωρα
να παιξουμε τους ντεντεκτιβ και φυσικα δεχτηκα να αρχισουμε το
παιχνιδι μας αυτό με ανυπομονησια.Και το πιο συναρπαστικο ηταν ότι ο
παππους δε γελουσε αλλα μιλαγε με σοβαρο υφος σαν να κανει κατι
τρομερα σπουδαιο μαζι μου.Ποσο αγαπησα αυτές τις στιγμες που
ανοιγαμε όλα τα κουτια του σαλονιου ένα προς ένα μηπως κρυβεται
καποιο μυστικο χειρογραφο του δολοφονημενου,καποια διαθηκη
παλια,που γυριζαμε τα βαζα αναποδα και τις καρεκλες να βρουμε το
μυστικο κλειδι για το δωματιο του θησαυρου.Που ακουγαμε τα επιπλα να
τριζουν και τρομαζαμε κι οι δυο καθως το παιζαμε γενναιοι.Το διχως
άλλο ο παππους μου κι εγω θα γινομασταν επαγγελματιες ντεντεκτιβ αν
μας δινοταν ποτε η ευκαιρια!Ξαφνικα βγηκα στο μπαλκονι και ειδα μια
μαυρη γατα να περναει τα κεραμιδια του αντικρυνου σπιτιου.Γυρισα
στον συναδελφο μου και του ειπα με επισημοτητα και χαμηλοφωνα’’Σερ
για ριξτε μια ματια στα κεραμιδια της απεναντι μονοκατοικιας..νομιζω
ότι είναι ένα σημαδι αυτό το μαυρο πλασμα και προσπαθει να μας πει
κατι.είναι η ψυχη του πεθαμενου που θελει να μας αποκαλυψει τον
δολοφονο’’Ο παππους περπατησε με σιγανα βηματα ως το μπαλκονι και
κοιταξε τη γατα και της εκανε ένα νοημα που δεν πολυκαταλαβα τι
ηταν.και αρχισε να χτυπαει την κουπαστη του μπαλκονιου ρυθμικα.Η
γατα τοτε χοροπηδησε κι αυτή ρυθμικα στα κεραμιδια.Τι απιστευτη
συμπτωση σκεφτηκα.’Βλεπεις μικρε ?Της εκανα σηματα μορς και μου
απαντησε.’’Κ ι εγω ηθελα να βαλω τα γελια με τη φαντασια του παππου
αλλα συγκρατηθηκα για να μη γινω εγω εκεινος ο μεγαλος που
κοροιδευει αυτή τη φορα.’’Γιαννη’’ ‘’Μαλιστα σερ τζον’’’’Ο δολοφονος
είναι ο κηπουρος’’΄΄σοβαρα μιλας?ο κυριος θοδωρης της κυρα κατινας’’
‘’όχι αυτος γιαννη μου.ο κηπουρος που εζησε εδώ πριν από εκατο
χρονια’’’’Ααααααααα..τωρα καταλαβα..και αυτό σου το ειπε η γατα’’’’Ω
ναι..με σηματα μορς..τα ειχα μαθει καποτε στον πολεμο..στον στρατο και
ειδες>?μου φανηκαν χρησιμα σημερα’’ ‘’ Ο παππους μου δεν ηταν
τρελος.Όχι μη βιαστειτε να τον κρινετε.Απλα μου εδειχνε με τον τροπο
του ότι αντιμετωπιζε τα παιχνιδια πολύ σοβαρα κι ότι ετσι πρεπει να
παιζουμε.Να ειμαστε πιο σοβαροι από ποτε.Αλλα κι εγω όπως κι εσεις
βιαστηκα να παραξενευτω με την συμπεριφορα του κι επειδη είναι πολύ
εξυπνος και το καταλαβε τα ζεστα του ματια χαμηλωσαν και μου
ψιθυρισε στο αυτι’’Μικρε το παιχνιδι είναι η αρχη του ανθρωπινου
πολιτισμου.Αρα είναι πολύ σοβαρη υποθεση.Και όταν εχουμε να
κανουμε με σοβαρες υποθεσεις πρεπει να ειμαστε παρα πολύ
σοβαροι’’’’Τι θες να πεις η αρχη του ανθρωπινου πολιτισμου’’’’Η αρχη
του παιχνιδιου είναι η φαντασια και η φαντασια γεννησε στους
ανθρωπους τον κινηματογραφο,τα σπιτια,τα φαγητα,τα αυτοκινητα και
εφτασε μεχρι τα αεροπλανα..’’
Μετα αποσυρθηκε όπως παντα γιατι ειχε κουραστει πολύ κι αυτην την
παραξενη μερα.Ποιος ξερει αν συνεχισε μετα μονος του να ψαχνει να
ξεδιαλυνει αλλα μυστηρια?Εγω παντως εφερνα στο μυαλο μου τα λογια
του και τα ματια μου αρχισαν να βαραινουν ενώ μου γεννιοταν η
επιθυμια να μαθω κι εγω σηματα μορς.΄’ εχεις δικιο..κι εγω όταν παιζω
με τα παιχνιδια μου τα κανω όλα στα αληθεια..το παιχνιδι είναι πολύ
σοβαρη υποθεση..μακαρι ολοι οι μεγαλοι να ηξεραν ποσο σοβαρος
ανθρωπος εισαι παππου μου.καληνυχτα!’’

--τεταρτη μερα
σεπτεμβριου----------------------------------------------------------------- Με
ξυπνησε ο παππους σημερα γιατι επρεπε να παμε στην πολη του νησιου
να παρουμε το δωρο της μητερας για τα γενεθλις της.Ένα κεντημα με τις
εναστρες νυχτες του βαν γκονκ.Της αρεσουν τα κεντηματα της μαμας και
ο βαν γκονκ είναι ο αγαπημενος της ζωγραφος.Της αρεσει που
χρησιμοποιει χαρουμενα χρωματα’’λεει.Θα παιρναμε το λεωφορειο από
τον Αδαμαντα για να κατεβουμε στον Κηπο και στον Χαλακα.Μολις
φτασαμε εξω από το μοναστηρι του αγ ιωαννη του σιδεριανου ο παππους
μου ειπε μια συναρπαστικη ιστορια με πειρατες για το μοναστηρι αυτό.’’
O Aϊ Γιάννης ο Σιδεριανός είναι μοναστήρι και υπάρχουν
έγγραφα που το αναφέρουν από το 1582. . H λαϊκή
παράδοση αναφέρει ότι στη γιορτή του Aγίου
εμφανίστηκαν πειρατές, οι οποίοι γρήγορα έγιναν
αντιληπτοί από τον κόσμο. Aμέσως κλείστηκαν στην
εκκλησία και μετά από προσευχές και παρακλήσεις η πόρτα
«σιδερώθηκε», με αποτέλεσμα οι πειρατές να μην μπορούν
να την ανοίξουν. Tότε ένας απ' αυτούς ανέβηκε στην
οροφή και κρατώντας πιστόλα, πέρασε το χέρι του μέσα
από μία τρύπα σημαδεύοντας τους πιστούς. O Άγιος έκανε
το θαύμα του, το χέρι του πειρατή «ξεράθηκε» και η
πιστόλα έπεσε μέσα στην εκκλησία, όπου και
φυλάσσεται.’’Μολις αποτελειωσε την φραση εβγαλε από
την τσεπη του λιγα κερματα και τα προσφερε με ένα ζεστο
χαμογελο στον ζητιανο που εστεκε με τα κουρελια του
στην εξοπορτα του μοανστηριου χωρις να πει τιποτα
δινοντας μονο το χαμογελο του.Και προσθεσε’’προσχαρο
το λιγο που θα δωσεις λεει ο ομηρος και είναι πολύ
σημαντικο να δινεις σαν να είναι ισος σου κι όχι κατωτερος
από σενα.Χρειαζεται την βοηθεια σου κι εσυ να την δωσεις
μονο αν την εδινες και σε έναν φιλο που θα σε
χρειαζοταν.Ποτε σαν να είναι ενας ζητιανος που εχει την
αναγκη σου.Καλυτερα να μη δωσεις τιποτα αν νοιωθεις
ανωτερος και πιο δυνατος και τον άλλο κατωτερο από
σενα.Να το θυμασαι αυτό μικρε’’ Ο παππους μου φαινοταν
ότι ειχε δικιο αλλα δεν μπορουσα να καταλαβω πώς ενας
ανθρωπος εφτασε να γινει ζητιανος ουτε μπορουσα να
φανταστω ποσο δυσκολη ηταν η ζωη του κι η
καθημερινοτητα του στο ελεος των περαστικων.Όμως τον
ρωτησα’’Παππου ο αγιος αφου εκανε το θαυμα με τους
πειρατες δεν μπορει να βοηθησει τον ζητιανο?’’κι εκεινος
αφου σκεφτηκε λιγο απαντησε’’Τα θαυματα είναι ιστοριες
για να κανουν τους ανθρωπους να πιστευουν σε κατι σε
καποια ανωτερη δυναμη για να αντεξουν τις
δυσκολιες.Είναι ιστοριες για να πιστεψουν δεν είναι
ιστοριες που εγιναν πραγματικα αλλα φτιαχτηκαν από τους
ιδιους τους πιστους για να δυναμωσουν την πιστη τους.Τα
αληθινα θαυματα δεν τα κανει ο αγιος γιε μου αλλα ο
ανθρωπος με τα παθη και την δυναμη του.Όταν
προσφερεις με ένα σεμνο χαμογελο την βοηθεια σου σε
εκεινον που την χρειαζεται,όταν προσφερεις ένα ποτηρι
νερο στην μητερα σου,όταν της κανεις δωρο το κεντημα
που αγαπαει,όταν χαριζεις ένα λουλουδι σε μια
κοπελα,όταν κοιτας την ψυχη σου με υπομονη και
αγωνιζεσαι να την γεμιζεις με αγαπη ξαφνικα ο κοσμος
γυρω σου γινεται καλυτερος κι αυτό είναι το θαυμα που
κανει η ιδια η ζωη.Μην πιστεψεις ποτε στα θαυματα που
φτιαχνουν οι ανθρωποι για να δυναμωσουν μια πιστη.Είναι
ωραιες ιστοριες για να τις λες αλλα όχι για να τις
πιστευεις.Να εχεις τα ματια σου ανοιχτα και να πιστευεις τα
θαυματα που κανει η αγαπη και η ζωη.Όταν χαιδευεις ένα
ζωο και ξερεις ότι σου μιλαει στη δικη του γλωσσα και
ξερεις τι είναι αυτό που σου λεει αυτό είναι ένα από τα
αμετρητα θαυματα της ζωης.Και θα ρθει μια μερα που ολοι
οι ανθρωποι θα ξεχασουν τα θαυματα των αγιων και θα
ιστορουν τα θαυματα που εκαναν οι ιδιοι με την αγαπη
τους κι ο κοσμος τοτε θα είναι γεματος ευγνωμοσυνη για
την ζωη του και χαμογελαστος’’Ο παππους μιλουσε ολη
την ωρα που επιστρεφαμε και ομολογω ότι ειχε ηρεμη
φωνη κι αυτά που ελεγε εμοιαζαν προφητικα.Αλλα εγω δεν
μπορουσα να καταλαβω γιατι οι ανθρωποι εφτιαχναν
ιστοριες για να δυναμωσουν την πιστη τους στον
θεο.Εμοιαζε λες και ειχαν φτιαξει μια ιστορια κι άλλες
εκατο για να πιστεψουν αυτην την μια.Κι αυτό δεν μου
φαινοταν καθολου εξυπνο.Ξαφνικα οι ανθρωποι μου
φανηκαν εντελως αδυναμοι κι ο παππους μου που εδωσε
κατι στον ζητιανο με χαμογελο ο πιο δυνατος από
ολους.Όμως τι ηθελε να πει ο παππους όταν ελεγε να
δινεις σαν να το κανεις φυσικα στον πιο καλο σου φιλο?Τι
ηθελε να πει όταν ειπε να μη δινεις αν νοιωθεις ότι δινεις
σε κατωτερο?Εγω ποτε δεν σκεφτηκα να δωσω γιατι ποτε
δεν εχω χρηματα αλλα παντα κατσουφιαζα όταν εβλεπα
ζητιανους κι ελεγα ‘’για δες ενας ανθρωπος που οι αλλοι
δεν του δινουν και πολλη σημασια γιατι είναι φτωχος’’Κι
όμως ο παππους μου του προσφερε ένα χαμογελο και λιγα
κερματα.Αυτά σκεφτομουν ολη τη μερα και το βραδυ αφου
κοψαμε την τουρτα με την μαμα και της δωσαμε το δωρο
της κι αφου πηγα για υπνο εχοντας ακομα το χαρουμενο
προσωπο της μαμας στο μυαλο μου ειπα από μεσα μου
μονος στο δωματιακι μου.’’Ναι παππου.να δινουμε σαν να
δινουμε σε έναν φιλο.Θελω να δωσω λεφτα σε ολους τους
ζητιανους του κοσμου όταν μεγαλωσω και γινω
πλουσιος.Να μην πειναει κανεις και να τους κανω
τραπεζια.Και να χω αυτό,αυτό το χαμογελο όταν τους
κοιταζω που ειχες κι εσυ σημερα το
πρωι.Καληνυχτα!’’-------------------------------πεμπτη μερα
σεπτεμβριου

Σημερα το μεσημερι η μαμα κι ο παππους μου εκλαιγαν χωρις να το


κρυβουν όπως τις άλλες φορες.Ειχαν δει στην τηλεοραση τη δολοφονια
χιλιαδων ανθρωπων σε δυο ουρανοξυστες στην Αμερικη.Χτυπησαν δυο
αεροπλανα τους ουρανοξυστες και χιλιαδες ανθρωπου πεθαναν.Αυτό που
συγκλονισε την παιδικη μου ψυχη ηταν η εικονα μερικων ζευγαριων που
επεφταν από τον πιο ψηλο οροφο και αυτοκτονουσαν πιασμενοι χερι
χερι.Δεν θα ξεχασω ποτε ποσο θυμωμενος και πληγωμενος ηταν ο
παππους μου εκεινη την μερα.Το απογευμα με πηρε στο δωματιο και μου
μιλησε πολύ σοβαρα’’Μικρε σημερα μεγαλωσαμε ολοι με αυτό που εγινε
και θα σου πω μερικα πραγματα σαν αντρας προς αντρα.Οι ανθρωποι
εκτος από αγαπη εχουν και πολύ μισος.Το μισος τους γεννιεται όταν τους
ανδιαφερουν περισσοτερο τα χρηματα κι ο πολεμος παρα η καλοσυνη κι
η φιλια.Οι μεγαλες κυβερνησεις σκοτωνουν αμετρητες ψυχες για να
εξυπηρετησουν τα οικονομικα τους συμφεροοντα.Σημερα ο προεδρος της
Αμερικης ειπε ότι η χωρα του δεχτηκε τρομοκρατικο χτυπημα για να εχει
αφορμη να κανει έναν καινουριο πολεμο με το Ισραηλ γιατι εχει πολλα
πετρελαια.Και για να εχει αφορμη να κανει τον πολεμο που θελει
σκοτωσε στο ονομα των συμφεροντων του χιλιαδες ανθρωπινες
καρδιες.Καρδιες που ζουσαν αναμεσα μας σαν κι εμας.Σε κάθε χωρα
εμεις ειμαστε ο αμαχος πληθυσμος που δολοφονειται για να μπορουν οι
μεγαλοι να τρωνε με χρυσα κουταλια.Και ετσι η ανθρωπινη ζωη
απαξιωνεται.Θυμασαι το περασμενο καλοκαιρι που ειμασταν
συγκοονισμενοι από τις φωτιες στα δαση της Πελοποννησου?που εβαλαν
φωτια οι πλουσιοι για να χτισουν οικοπεδα και δεν εδωσαν δεκαρα για
τις ψυχες των ζωων που καηκαν ζωντανα?Σημερα εβαλαν φωτια σε δυο
πυργους για να κανουν αρχη σε έναν πολεμο.Η εξουσια είναι ένα
τεραστιο αρπακτικο που τρωει τους πολιτες μιας χωρας για να
μεγαλωσει.Κι ζωη η αγαπη όλα αυτά που σου ειπα ξεχνιουνται από τους
μεγαλους.Κι ηρθε η ωρα να επαναστατησουμε.Εμεις όμως που αγαπαμε
την ζωη και τον ανθρωπο δεν θα κραταμε οπλα σαν κι αυτους.Θα εχουμε
την πιστη μας στην ανθρωπινη καρδια για οδηγο.Και το οπλο μας θα
είναι το κοφτερο μυαλο μας.Μην αφησεις κανενα να σε αδικησει,κανενα
να σε προσπερασει σαν να εισαι ανημπορος.Βαλε το μυαλο και την
αξιοπρεπεια σου πιο ψηλα από ολες τις αξιες και παλεψε να φτιαξεις
έναν δικο σου κοσμο γεματο αγαπη και ομορφια.Προστατεψε οσους
θεωρεις πιο αδυναμους από σενα με την αγαπη που εχουν τα αδελφια
μεταξυ τους.Και την πιο δυσκολη στιγμη,σε εκεινη που νομιζεις ότι
χανεις τα παντα και την ανθρωπια σου ξυπνα την συνειδηση σου και γινε
ανωτερος του ιδιου σου του εαυτου.Σημερα κλαψαμε πολύ για την
καταντια των ανθρωπω ν και τον αδικο χαμο τοσων χιλιαδων ψυχων στο
ονομα μιας αυτόκρατοριας.Όμως δε θα δειξουμε ποτε αυτά τα δακρυα
στους απατεωνες και τστους εξουσιαστες.Σε αυτους θα δειξουμε μονο
την δυναμη και το μυαλο μας.Γιατι εμεις μπορουμε ακομα να νοιωθουμε
και να χαμογελαμε.’’
Πολύ δυσκολα πραγματα για να τα αντιμετωπισει ένα παιδι σκεφτηκα
και μετα ειπα όχι σημερα μεγαλωσαμε ολοι.Φορεσα το πιο δυνατο μου
χαμογελο,κοιταξα τον παππου στα ματια και για πρωτη φορα του
ψιθυρισα με ακλονητη φωνη’’Σ αγαπαω παππου’’κι εκεινος αντι να
αντιδρασει σε αυτό που ξεστομισα για πρωτη φορα συνεχισε με σοβαρο
υφος.’’από σημερα εχεις μια αποστολη σαν πολιτης του κοσμου.μην το
ξεχασεις ποτε σου αυτό.’’Και αποσυρθηκε με βαρια βηματα στο δωματιο
του.Τι παραξενοι που είναι οι πλουσιοι σκεφτηκα και οι προεδροι των
χωρων.Τι φρικτοι σαν να μην είναι ανθρωποι.Και επεσα στο κρεβατι μου
και αρχισα να κλαιω από φοβο που βρεθηκα σε έναν τοσο κακο και
ασχημο κοσμο.Μετα όμως σκεφτηκα την καρδια του παππου μου και
θυμηθηκα οσα μου ειχε πει.Τοτε εσφιξα τα δοντια μου και σχηματισα το
πιο σκληρο χαμογελο.Ηταν το χαμογελο της νικης μιας παιδικης καρδιας
που ειχε να αντιμετωπισει τους μεγαλους του κοσμου.Κι ηθελα όταν
μεγαλωσω να ειμαι σαν τον παππου δυνατος και γενναιος.Το χαμογελο
δεν εφυγε μεχρι το άλλο πρωι που ξυπνησα.
-εκτη μερα σεπτεμβριου

Σημερα ηταν μια ξεχωριστη μερα.Η μερα που με επαιρνε ο παππους και
με πηγαινε στην Φυριπλακα ,μια παραλια που απειχε μονο λιγα
χιλιομετρα από τον Αδαμαντα που μεναμε.Μολις φτασαμε στην παραλια
ο παππους εδωσε στη φουχτα μου λιγα κομματια ψωμιου και αρχισαμε
να ταιζουμε τους γλαρους.Οι γλαροι κι ο παππους ηταν παλιοι φιλοι και
κάθε φορα που ερχομασταν κατεβαιναν στην ακτη και τραγουδουσαν
κρωζωντας λαιμαργα.Αυτές τις στιγμες ημουν εγω ο σιωπηλος γιατι
προσπαθουσα να χωρεσω με τα ματια μου ολοκληρη την θαλασσα κι
ολοκληρο τον ουρανο.Και παντα κατι μου ξεφευγε.Εκλεινα τα ματια μου
για να ανακαλεσω το τοπιο και παντα κατι ξεφευγε τα ανοιγα
ξανακοοιταζα τα εκελινα παλι και παλι τα ιδια.’’Ξερεις μικρε όταν
ημασταν νεοι ερχομασταν εδώ με την Μαργαριτα κι ονειρευομασταν πως
θα είναι η ζη μας αμα παντρευτουμε και πως θα είναι τα παιδια μας.Και
σημερα ερχομαι εδώ μαζι σου.τι θα λεγες να ονειρευτουμε κατι παρεα?’’
Δεν προλαβε ννα τελειωσει την προταση και ειπα ‘’Να ονειρευτουμε τι
θελουμε να γινουμε αμα μεγαλωσουμε’’ξεχνωντας ότι ο παππους ηταν
παρα πολύ μεγαλος,ισως ο πιο μεγαλος ανθρωπος που ειχα δει στη ζωη
μου.’’Θα θελα να γινω αστροφυσικος’’ειπε με την χαρακτηριστικη του
σοβαροτητα’’να μελεταω τα αστρα και τις κινησεις τους με το μεγαλο
τηλεσκοπιο μου και να λυπαμαι όταν εχει πανσεληνο γιατι δεν θα τα
βλεπω όλα και να χαιρομαι όταν δεν εχει σεληνη που δε θα μου ξεφευγει
ουτε ένα’’’’εγω θα θελα να γινω γιατρος γλαρων..να κατεβαινουν με τις
πληγες τους να τις γιατρευω να κουνανε το κεφαλι σαν να λενε
ευχαριστω κυριε γιατρε μου κι υστερα να ειμαι περηφανος που χαρη σε
μενα πετανε ολο και πιο ψηλα ..’’και το ειπα αυτό με μια φυσικοτητα
γιατι όπως όλα τα παιδια ημουν σιγουρος ότι το επαγγελμα που ειχα
επινοησει υπηρχε’’πολύ ωραιο αυτό το επαγγελμα που σκεφτηκες
μικρε’’κι η απαντηση του παππου με εκναε να σιγουρετυω ότι αυτος ο
κλαδος της επιστημης ηταν υπαρκτος’’σ αρεσουν τα πουλια εε?οτνα θα
φυγω θα σου στελνω μηνυματα με τους γλαρους κι από κει ψηλα οι δυο
γεροι σου θα χαιρονται με αυτό να το θυμασαι’’’Δεν εδωσα και πολύ
σημασια στα λογια του παππου γιατι αυτό που ελεγε μου φαινοταν πολύ
μακρινο και συνεχισα’’εσυ που θα εισαι αστροφυσικος θα μου λες τι
καιρο κανει στα αστερια για να λεω στους γλαρους μου να προσεχουν?
Φυσικα’εμεις οι δυο καποια μερα θα συνεργαστουμε.’και το γελιο του το
πηραν τα κυματα και το εκανα το πιο γλυκο τους τραγουδι’Και παρεμενα
αλλοκοτα σιωπηλος.’’Η θαλασσα κρυβει τα μυστικα ολων των
ανθρωπων.ξερεις ποσοι ναυτικοι εχουν πεταξει σε μπουκαλια μηνυματα
και ποσοι γεροι θλιμμενοι και μοναχικοι εχουν κανει το ιδιο?κι η
θαλασσα τα στελνει παντα στον σωστο ανθρωπο.η κυρα θαλασσα
γιατρευει την μοναξια.’’ο παππους θα πηγαινε να ψαξει για ξυλα για να
ανψουμε φωτια κι εγω εμεινα να προσεχω τους γλαρους.Όταν
απομακρυνθηκε για τα καλα εβγαλα από την τσαντα του ένα μπουκαλακι
με νερο,το εχυσα κι ένα φυλλο χαρτι από το τετραδιο που κουβαλουσε
παντα μαζι του γιατι του αρεσε να σκαρωνει στιχακια στο ποδι καμια
φορα.Καλα το καταλαβατε,θα εγραφα ένα μηνυμα κι εγω και θα το
εκλεινα σε μπουκαλι.Γιατι μπορει να ειχα τον παππου και την μητερα
μου αλλα η γλυκια μου γιαγια που με κρατουσε παντα στην αγκαλια της
ενοιωθα πως με ειχε αφησει εκτεθειμενο και ολομοναχο.Έγραψα’’γιαγια
μαργαριτα όταν μεγαλωσω θα γινω γιατρος γλαρων.και μουσικος.κι ο
παππους θα γινει αστροφυσικος.φιλια’’το εριξα στην θαλασσα και
ηλπιζα ότι θα το στειλει πολύ συντομα στο σωστο ανθρωπο.Ο παππους
γυρισε αναψαμε φωτια και ψησαμε καλαμποκια΄΄τα καλαμποκια είναι τα
αστερια της γης.όταν ξημερωνει η γη λυπαται που δεν μπορει να δει τα
αστερια και φτιαχνει δικα της για να τα θυμαται’’Κι εμεις τα τρωμε’’ειπα
και γελασα.
Στην διαδρομη του γυρισμου πρς το σπιτι ο παππους εκοψε ένα
αγιοκλιμα ρουφηξε το μελι απ το κοτσανι και μου ειπε να κανω το ιδιο κι
εγω.Όταν τυλιχτηκα στο σεντονι σκεφτομουν την θαλασσα και την
αγαπη της για τους μοναχικους ανθρωπους.’αραγε να ειχε φτασει το
μηνημα μου στην γιαγια?κι αν ειχε φτασει να ειχε γελασει καθολου με τα
νεα που της εγραφα?Η θαλασσα είναι η μητερα των μυστικων των
ανθρωπων’αχ!γιαγια μου από σημερα θα σου γραφω κάθε φορα που θα
ρχομαι τα μυστικα μου’’

-----------------εβδομη μερα σεπτεμβριου

Ο μικρος Γιαννης είναι ο πιο μοναχικος Γιαννης ολου του κοσμου


σημερα που ο παππους εφυγε από την ζωη.Εγιναν όλα τοσο
ξαφνικα.Μετα την βολτα στην παραλια αρπαξε κρυολογημα και εκανε
μεγαλο πυρετο.Οση ωρα ηταν στο κρεβατι ο μικρος του κρατουσε το
χερι κι εκλαιγε.Ο παππους πριν φυγει του ειπε’’Εγω σε διδαξα πολλα
παω να βρω τη μαργαριτα μου.να θυμασαι ότι μεσα σου εχεις αρκετη
αγαπη για να ζησεις και να συνεχισεις να κυνηγας τα ονειρα σου.αυτό
είναι η δυναμη σου μικρε..μην ξεχασεις να κοιτας τους γλαρους’’Ο
γιαννης στην κηδεια δεν εκλαψε καθολου μπροστα σε τοσο κοσμο.Το
θεωρησε πολύ μικρο να δειξει τον προσωπικο του πονο στους ξενους και
τους γνωστους.Ολο το βραδυ όμως εκλαιγε με αναφιλητα και όταν τον
πηρε ο υπνος ειδε τους δυο γερους του αγκαλιασμενους.Κι από τοτε όταν
ξυπνουσε παντα πηγαινε στην θαλασσα και κοιτουσε τους γλαρους.Η
θαλασσα αγαπαει τους μοανχικους ανθρωπους.Ωσπου μια μερα στην
θαλασσα μετα από δεκαπεντε χρονια βρισκοταν με την δικη του
Μαργαριτα κι εκανα ν ονειρα για μια ζωη μαζι.Δεν εγινε γιατρος
πουλιων.Εγινε όμως ενας πιστος μουσικος πιστος στην αγαπη του για να
ακουει τις καρδιες των ανθρωπων και δεν εγραφε ποτε μουσικη.Μονο
μια μερα που η Μαργαριτα του ελειπε σε άλλη πολη για δυο μηνες για
επαγγελματικους λογους καθησε στο πιανο και για να μιλησει με την
καρδια της εγραψε ένα τραγουδι για εκεινη.Και τοτε θυμηθθηκε εκεινο
το πρωινο που ο παππους του επαιζε σοπεν για να μιλησει με την
συντροφο του που ειχε χαθει στην αβυσσο του συμπαντος.Και εφερε στο
νου του τον παππου,τις βολτες στις παραλιες της Μηλου,τα παιχνιδια
τους τα σοβαρα και τη σοφια του.Και για πρωτη φορα συνειδητοποιησε
ότι ο παππους του δεν του ειχε μιλησει ποτε για τον θεο.μονο για την
αγαπη και για τους ανθρωπους και τα παθη τους.Ο θεος του παππου μου
ηταν ο ανθρωπος κι η ζωη του’’μονολογησε και κοιταξε την παλια
πολυθρονα με νοσταλγια.Ένα μικρο δακρυ σκαλωσε στα ματια του μα
δεν κυλησε.Περασαν χρονια πολλα και να σου ο γερος πια γιαννης στην
παραλια με τον εγγονο..’’Η θαλασσα είναι η μητερα των μυστικων των
ανθρωπων μικρε και αγαπαει κι κανει αλαφρυτερη τη μοναξια΄΄τι θελεις
να γινεις όταν μεγαλωσεις?’’ντεντεκτιβ παππου ντεντεκτιβ’’

You might also like