Download as txt, pdf, or txt
Download as txt, pdf, or txt
You are on page 1of 9

Μετανάστες και θεμελιώδη δικαιώματα

Απόστολος Παπακωνσταντίνου
Δρ. Συνταγματικού Δικαίου –
Δικηγόρος, Πολιτικός Επιστήμονας
Πλήρες
 κείμενο:      
://. m . /  / 
x. ?  
=c m_c 

&  =v  &  =59&I m  =79
--------------------------------------------------------------------------------
-----------------------------------------------
Ι. Εισαγωγή
Ο «κοσμοπολιτισμός» των θεμελιωδών δικαιωμάτων, δηλαδή η αναγνώρισή τους ανεξάρτ
ητα από την ιθαγένεια του προσώπου, που κυριαρχεί ως αντίληψη στα τέλη του 18ου
αιώνα υπό την επίδραση ιδίως των φυσικοδικαιικών και ουμανιστικών αντιλήψεων του
Διαφωτισμού, υποχωρεί κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Την περίοδο αυτή, ο φιλελ
εύθερος συνταγματισμός συνυφαίνεται στενά με τον ιδεολογικό ατομικισμό και τον ε
θνικισμό, γεγονός που οδηγεί σε δραστικό περιορισμό της συνταγματικής προστασίας
των δικαιωμάτων των αλλοδαπών. Ο ημεδαπός αναγνωρίζεται ως αποκλειστικός σχεδόν
φορέας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία μόνον κατ’ εξαίρεση καταλαμβάνουν τ
ους αλλοδαπούς. Η ιθαγένεια, ως συμβολική και νομική αποτύπωση του ηθικοπολιτικο
ύ δεσμού ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη, καθίσταται πρωταρχική προϋπόθεση για
την απόλαυση των συνταγματικών δικαιωμάτων.
Η «κοσμοπολίτικη» πρόσληψή τους κάνει την επανεμφάνισή της, υπό διαφορετικούς πά
ντως ιστορικούς και νομικούς όρους, την περίοδο που ακολουθεί το τέλος του Β΄ Πα
γκόσμιου Πολέμου. Η σταδιακή κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε διεθνή κεί
μενα και η επέκταση της συνταγματικής προστασίας στους αλλοδαπούς αποτελούν τις
βασικές εκδηλώσεις της εξέλιξης αυτής. Εξέλιξης, η οποία συμβαδίζει ιστορικά με
την υποχώρηση του ατομικιστικού φιλελευθερισμού, την αναβίωση φυσικοδικαιικών αν
τιλήψεων, την εμφάνιση του κοινωνικού κράτους και, κυρίως, την ανάδειξη της αξία
ς του ανθρώπου ως καταστατικής αρχής της συνταγματικής τάξης.
Το Σύνταγμα του 1975 εγκολπώνει τη σχετική δυναμική της εποχής του. Εμφορούμενο
από τις αρχές του κοινωνικού ανθρωπισμού αναγνωρίζει τον αλλοδαπό ως υποκείμενο
των περισσότερων ατομικών δικαιωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τίτλος του κεφ
αλαίου για τα θεμελιώδη δικαιώματα που υιοθετούνταν στα Συντάγματα του 1864, 191
1 και 1952 («Περί του Δημοσίου Δικαίου των Ελλήνων») αντικαθίσταται από τον γενι
κότερο τίτλο «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα». Ο συντακτικός νομοθέτης του 197
5 δεν μπορούσε, ωστόσο, να προβλέψει τη ραγδαία εξέλιξη που επρόκειτο να παρατηρ
ηθεί στην κοινωνική σύνθεση της χώρας μετά την κατάρρευση, κατά τη δεκαετία του
1990, των κομμουνιστικών καθεστώτων και την έλευση στην ελληνική επικράτεια εκατ
οντάδων χιλιάδων οικονομικών μεταναστών. Η νέα αυτή πραγματικότητα επιβάλλει ριζ
ικότερες αλλαγές στον τρόπο πρόσληψης του υποκειμένου των θεμελιωδών δικαιωμάτων
.
ΙΙ. Ο κανόνας της συνταγματικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των μετανα
στών και οι εξαιρέσεις του
1. Ο κανόνας: Η αρχή του «κοσμοπολιτισμού» των θεμελιωδών δικαιωμάτων
α) Τα συνταγματικά ερείσματα
Το υποκείμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων προκύπτει εν πρώτοις από τη διατύπωση τ
ων επιμέρους διατάξεων του δεύτερου μέρους του συνταγματικού κειμένου που τα κατ
οχυρώνουν. Κατά κανόνα, ως φορέας τους αναγνωρίζεται κάθε πρόσωπο που βρίσκεται
στην ελληνική επικράτεια ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του. Είναι χαρακτηριστικό
ότι το άρθρο 5 παρ. 1 Συντ., που θεμελιώνει τη γενική ελευθερία του προσώπου, αφ
ορά αδιαφοροποίητα τόσο τους ημεδαπούς όσο και τους αλλοδαπούς: «Καθένας έχει δι
καίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινω
νική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας…». Εξίσου σημαντικές είναι οι διατάξ
εις του άρθρου 25 παρ. 1 και 2 Συντ., οι οποίες θεμελιώνουν τους γενικούς ερμηνε
υτικούς κανόνες που άπτονται του συστήματος προστασίας των ατομικών και κοινωνικ
ών δικαιωμάτων. Σύμφωνα με την παρ. 1 το υποκείμενό τους είναι ο «άνθρωπος ως άτ
ομο και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου», ενώ η παρ. 2 αναφέρεται στην «αναγνώρι
ση και προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από τη
ν Πολιτεία». Το «κοινωνικό σύνολο» στο οποίο εντάσσεται κατά την ανωτέρω διάταξη
το υποκείμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, περιλαμβάνει αναμφίβολα τόσο τους ημε
δαπούς όσο και τους αλλοδαπούς που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια. Η δικαιι
κή φύση του προσώπου νοείται εν προκειμένω όχι μόνον υπό τη διττή του υπόσταση (
ατομική – κοινωνική) αλλά και με μια επιπλέον «ιδιότητά» του: την «κοσμοπολίτικη
». Ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 28 Συντ., που
θέτει ως όριο των περιορισμών στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας «τα δικαιώματα
του ανθρώπου».
Εκτός από τις ανωτέρω διατάξεις, το Σύνταγμα περιλαμβάνει κανόνες που αφορούν ευ
θέως τους αλλοδαπούς. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 Συντ.: «Όλοι όσοι βρί
σκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, τη
ς τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και
θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων». Η ανωτέρω διάταξη αναφέρεται αφενός στους
αλλοδαπούς[1] και αφετέρου στους ημεδαπούς που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες.
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων (άρθρα 5 παρ. 1 και 2, 25 παρ. 1 και 2 κα
ι 28 παρ. 3 Συντ.) προκύπτει η αρχή του κοσμοπολιτισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτ
ων, δηλαδή της κατ’ αρχήν οριζόντιας και καθολικής εφαρμογής τους σε κάθε πρόσωπ
ο που βρίσκεται εντός του εδάφους όπου εφαρμόζεται η εθνική έννομη τάξη και ασκε
ίται η εθνική κυριαρχία, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του. Ο κανόνας αυτός επιβε
βαιώνεται εξάλλου από την καταστατική αρχή του συνταγματικού μας συστήματος, την
αρχή της αξίας του ανθρώπου. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.: «Ο σεβασμός κα
ι η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολι
τείας». Η εν λόγω αρχή, που εφαρμόζεται κατά τρόπο καθολικό (δηλαδή ανεξάρτητα α
πό την ιθαγένεια), διαμορφώνει τον κανονιστικό πυρήνα της συνταγματικής αρχής το
υ κοσμοπολιτισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Καθορίζει, με άλλα λόγια, το ελάχι
στο αναγκαίο περιεχόμενό της, το οποίο η κρατική εξουσία δεν μπορεί σε καμία περ
ίπτωση να θίξει. Κανένας περιορισμός της ελευθερίας του αλλοδαπού δεν μπορεί να
θεωρηθεί συνταγματικά θεμιτός αν παραβιάζει την αρχή της αξίας του ανθρώπου.
Η αρχή του κοσμοπολιτισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορεί, τουλάχιστον στ
ις βασικές γραμμές του περιεχομένου της, να σχετικοποιηθεί από τον αναθεωρητικό
νομοθέτη, αφού εντάσσεται στον σκληρό πυρήνα του Συντάγματος, ο οποίος δεν υπόκε
ιται, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 Συντ., σε αναθεώρηση. Εν πρώτοις, δεν υπόκε
ιται σε αναθεώρηση ο κανονιστικός πυρήνας του κανόνα αυτού, όπως προκύπτει από τ
ην αρχή της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.), κατά πρώτο λόγο, και τη γ
ενική αρχή της ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.)[2], κατά δεύτερο. Επιπλέον, η α
ρχή του κοσμοπολιτισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν υπόκειται σε αναθεώρηση κ
ατά το μέτρο που θα προσέβαλε την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Η σύνθετη
αυτή αρχή, η οποία κατοχυρώθηκε ρητά με την αναθεώρηση του 2001 στο άρθρο 25 πα
ρ. 1 εδ. α΄ Συντ., αν και δεν αναφέρεται στο άρθρο 110 παρ. 1 Συντ., δεν υπόκειτ
αι σε αναθεώρηση, αφού συνιστά θεμελιώδη αρχή του πολιτεύματος, ενώ παράλληλα τα
κυριότερα δομικά χαρακτηριστικά της περιλαμβάνονται στον κατάλογο των μη αναθεω
ρήσιμων διατάξεων (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 4 και 7, 5 παρ. 1 και 3, 13 παρ. 1
και 26).
Η σύνθετη αυτή αρχή του πολιτεύματος συμπυκνώνει τα κανονιστικά νοήματα των επιμ
έρους θεμελιωδών δικαιωμάτων -συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς εκείνων που επιφυλάσσο
νται υπέρ των αλλοδαπών- και νοηματοδοτεί κανονιστικά την αρχή του κοσμοπολιτισμ
ού των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι εν λόγω συνταγματικές αρχές «τελούν υπό την εγ
γύηση του Κράτους», ενώ «όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την
ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση» των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζο
νται (και) στους αλλοδαπούς (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.). Από την ερμηνευτική όσμωση
της αρχής του κοσμοπολιτισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων με την αρχή του κοινωνι
κού κράτους δικαίου, προκύπτει ένας –ευρύτερος σε σχέση με εκείνον που θεμελιώνε
ι η αρχή της αξίας του ανθρώπου- πυρήνας της πρώτης, ο οποίος δεν υπόκειται σε α
ναθεώρηση.
Η αρχή του κοσμοπολιτισμού ή της καθολικής εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων
επιτελεί ερμηνευτική κατά βάση λειτουργία, βρίσκει δε έρεισμα στα επιμέρους θεμε
λιώδη δικαιώματα των αλλοδαπών. Νοηματοδοτεί ερμηνευτικά το περιεχόμενό τους και
οριοθετεί την ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να τα περιορίζει, ιδιαίτερα εισάγοντ
ας δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των αλλοδαπών. Συμβάλλει στη διακρίβωση του βαθ
μού καθολικότητας κάθε θεμελιώδους δικαιώματος, αν δηλαδή κατοχυρώνεται και υπέρ
των αλλοδαπών. Επιπλέον, συγχρωτίζεται με την αρχή της αναλογικότητας, νοηματοδ
οτώντας τις δικαιικές σταθμίσεις ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον, με βάση το οποίο
επιχειρείται να δικαιολογηθούν οι περιορισμοί των θεμελιωδών δικαιωμάτων των αλλ
οδαπών, και στην ανάγκη προστασίας τους. Τέλος,
 εξειδικεύει
   και νοηματοδοτεί το
περιεχόμενο της δικαιοκρατικής αρχής 
      , κατά τρόπο ώστε σε
περίπτωση ερμηνευτικής αμφιβολίας να γίνεται δεκτή η επέκταση του προστατευτικού
πεδίου του δικαιώματος στους αλλοδαπούς.
β) Το διεθνές και το ενωσιακό δίκαιο
Η σημαντικότερη ίσως εξέλιξη στη διεθνή έννομη τάξη μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμ
ίου Πολέμου είναι η ανάδυση του διεθνούς καθεστώτος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η κατοχύρωση των δικαιωμάτων παύει να αποτελεί προνομιακό τομέα της εθνικής συντ
αγματικής πολιτικής και καθίσταται βασικό χαρακτηριστικό του διεθνούς δικαίου. Δ
εκάδες διεθνείς συμβάσεις με οικουμενικό ή περιφερειακό χαρακτήρα και γενικό ή ε
ιδικό περιεχόμενο διαμορφώνουν ένα ολοένα διευρυνόμενο πλέγμα κανόνων που δεσμεύ
ουν τα εθνικά κράτη, γεγονός που αναδεικνύει το άτομο σε αναμφισβήτητο υποκείμεν
ο του διεθνούς δικαίου. Η κρατική κυριαρχία υποχωρεί δραστικά προς όφελος του κα
θεστώτος της –παγκοσμιοποιημένης- προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η ιδιότητα του πολίτη δεν αποτελεί πλέον αναγκαία προϋπόθεση για την αναγνώριση
θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η παγκοσμιοποίηση της προστασίας τους σχετικοποιεί τη δι
καιική σημασία της ιθαγένειας. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί ουσιαστικά σε μια καινοφανή
πρόσληψη της θεωρίας του νομικού θετικισμού, αφού πηγή παραγωγής κανόνων δικαίο
υ στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν είναι πλέον αποκλειστικά το κράτος.
Βασικά χαρακτηριστικά του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι η καθολι
κή και οριζόντια εφαρμογή τους σε κάθε πρόσωπο, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του
.
Ειδική περίπτωση συνιστά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο κατοχυρώνει σ
ειρά ελευθεριών για τους «κοινοτικούς πολίτες», δηλαδή για όσους διαθέτουν την ι
θαγένεια ενός εκ των κρατών μελών. Οι ελευθερίες αυτές συνοψίζονται κατά βάση στ
ην έννοια της «ιθαγένειας της Ένωσης», η οποία αναφέρεται στο πρωτογενές κοινοτι
κό δίκαιο (άρθρο 17 παρ. 1 ΣυνθΕΚ). Εξάλλου, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων
της Ένωσης και το «Σύνταγμα της Ένωσης» θα αποτελέσουν, εφόσον αποκτήσουν νομικ
ή υπόσταση, ένα εν πολλοίς νέο πρωτογενές καθεστώς προστασίας των θεμελιωδών δικ
αιωμάτων με νομικά χαρακτηριστικά την άμεση εφαρμογή και την υπεροχή έναντι των
εθνικών κανόνων δικαίου.
Το Σύνταγμα υποδέχεται τόσο το διεθνές όσο και το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 28 παρ.
1 έως 3 και ερμηνευτική δήλωση). Εγκολπώνει, επομένως, και νομιμοποιεί την εφαρ
μογή στην εθνική έννομη τάξη των κανόνων του διεθνούς και του ενωσιακού συστήματ
ος προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Εξάλλου, το άρθρο 25 παρ. 1 Συντ., που
αναφέρεται γενικά στα «δικαιώματα του ανθρώπου», καταλαμβάνει τα δικαιώματα αυτ
ά, υπό τον αυτονόητο όρο ότι δεν αντίκεινται στους επιμέρους συνταγματικούς ορισ
μούς. Από την άποψη αυτή, η αρχή του κοσμοπολιτισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων
βρίσκει πρόσθετο έρεισμα στα άρθρα 25 παρ. 1 και 28 Συντ., που αποτελούν τους βα
σικούς υποδοχείς του διεθνούς και του ενωσιακού συστήματος προστασίας των δικαιω
μάτων. Τα δικαιώματα αυτά καθίστανται «αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικο
ύ δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου». Τα εν λόγω δικα
ιώματα αποτελούν άλλωστε για τον εφαρμοστή του δικαίου πηγές έμπνευσης για τη δι
ακρίβωση του περιεχομένου των συνταγματικών δικαιωμάτων, ενόψει της διαλεκτικής
σχέσης που αναπτύσσουν.
2. Οι εξαιρέσεις
Ο κανόνας της καθολικής εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων επιδέχεται πάντως σ
ημαντικών εξαιρέσεων, οι οποίες διαβαθμίζονται ανάλογα με τον προέχοντα χαρακτήρ
α του θεμελιώδους δικαιώματος ως ατομικού, κοινωνικού ή πολιτικού. Πράγματι, στι
ς δύο τελευταίες κατηγορίες η ελληνική ιθαγένεια αποτελεί συχνά προϋπόθεση για π
λήρη συνταγματική προστασία. Εξάλλου, για ορισμένα ατομικά δικαιώματα το Σύνταγμ
α επιφυλάσσει την προστασία τους μόνον στους έλληνες πολίτες. Η εξαίρεση των αλλ
οδαπών από τη συνταγματική κατοχύρωση κάποιων ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτω
ν δεν συνεπάγεται απαγόρευση οποιασδήποτε σχετικής δραστηριότητάς τους. Το ζήτημ
α παραμένει απλώς ανοικτό ως προς αυτούς σε νομοθετική ρύθμιση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο νόμος δεν διακρίνει μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπώ
ν, ενώ μάλλον σπάνια θεσπίζει εξαιρέσεις σε βάρος των τελευταίων[3]. Εφόσον ο νό
μος δεν ορίζει διαφορετικά, ο αλλοδαπός είναι, ενόψει της γενικής αρχής που θεμε
λιώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 Συντ., ελεύθερος να ασκεί κάθε σχετική δραστηριότητα
. Η διερεύνηση των εξαιρέσεων από τον κανόνα της καθολικότητας των θεμελιωδών δι
καιωμάτων, επιβάλλει, λόγω των διαφοροποιήσεων, αυτοτελή προσέγγιση των ατομικών
, των κοινωνικών και των πολιτικών δικαιωμάτων.
α) Τα ατομικά δικαιώματα
Το Σύνταγμα κατοχυρώνει ορισμένα ατομικά δικαιώματα μόνον για τους έλληνες πολίτ
ες. Η σημαντικότερη εξαίρεση από τον καθολικό χαρακτήρα της συνταγματικής προστα
σίας είναι αναμφίβολα η αρχή της ισότητας, η οποία επιφυλάσσεται στους έλληνες σ
ύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. («Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου»)[4]
. Κατά συνέπεια, αναγνωρίζεται ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να προβλέπει πρόσθετ
ους περιορισμούς σε βάρος των αλλοδαπών. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για τους
«μη καταγεγραμμένους» αλλοδαπούς, δηλαδή για αυτούς που βρίσκονται μη νόμιμα στη
ν ελληνική επικράτεια. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορεί, ωστόσο, να παραβιάζουν σ
ε καμία περίπτωση το ελάχιστο αναγκαίο περιεχόμενο της αρχής του κοσμοπολιτισμού
των θεμελιωδών δικαιωμάτων, το οποίο προκύπτει κάθε φορά από τον ερμηνευτικό συ
νδυασμό των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 2 Συντ.
Το Σύνταγμα αναφέρει ακόμη ρητά ως υποκείμενα ατομικών δικαιωμάτων τους έλληνες
πολίτες στις περιπτώσεις των άρθρων 5 παρ. 4 (ελεύθερη κίνηση και εγκατάσταση στ
η Χώρα και ελεύθερη είσοδος και έξοδος από αυτήν), 11 παρ. 1 (ελευθερία της συνά
θροισης) και 12 παρ. 1 Συντ. (δικαίωμα σύστασης ενώσεων). Στις ανωτέρω περιπτώσε
ις ο συνταγματικός νομοθέτης έκρινε –πρωτίστως για λόγους που ανάγονται στη δημό
σια τάξη και ασφάλεια- ότι ο συγκεκριμένος χώρος ελευθερίας πρέπει να διασφαλίζε
ται μόνον για τους ημεδαπούς.
Εξάλλου, η κατοχύρωση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και για τους αλ
λοδαπούς (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.) δεν εξικνείται έως την εξίσωσή τους με τους ημεδ
απούς, η οποία ούτε επιδιώχθηκε από τον συντακτικό νομοθέτη, ούτε με το εξειδικε
υμένο σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων συμβιβάζεται (Δ. Τσάτσος, σ.
166). Ο κοινός νομοθέτης μπορεί να θέτει περιορισμούς στην άσκηση των ατομικών
δικαιωμάτων και, μάλιστα -ενόψει της κατοχύρωσης της αρχής της ισότητας μόνον υπ
έρ των ελλήνων πολιτών (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.)- δραστικότερους σε σχέση με εκείνο
υς που προβλέπονται για τους ημεδαπούς. Οι περιορισμοί αυτοί πρέπει, ωστόσο, να
δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος[5] και να σέβονται τη
ν αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.).
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η Σ.τ.Ε. 204/2005, με την οποία κρί
θηκε ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) που
απαγορεύει στους (μη κοινοτικούς) αλλοδαπούς να διορίζονται ως δικηγόροι, δεν α
ντίκειται στην επαγγελματική ελευθερία. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, ο κ
οινός νομοθέτης μπορεί «να κρίνει ότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την άσκηση τ
ου δικηγορικού επαγγέλματος μόνον από έλληνες πολίτες… Τούτο, ενόψει και του ότι
στους εν γένει αλλοδαπούς που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια… δεν προστατε
ύεται από το Σύνταγμα απολύτως και κάθε οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητά
τους, απόρροια της κατοχυρούμενης με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ελευθερί
ας αναπτύξεως της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας».
Αν και η συγκρότηση της μείζονος σκέψης είναι κατ’ αρχήν ορθή, μπορεί να διατυπω
θούν πολλές επιφυλάξεις ως προς την κρίση του Δικαστηρίου, αφού δεν προκύπτει εν
προκειμένω, με την επιβαλλόμενη τουλάχιστον καθαρότητα, ο έλεγχος της συνταγματ
ικότητας του δραστικού αυτού περιορισμού με βάση την αρχή της αναλογικότητας.
β) Τα κοινωνικά δικαιώματα
Κατά τη μάλλον κρατούσα άποψη φορείς των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι μόνον οι έ
λληνες πολίτες, αφού προϋποθέτουν τη φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων. Άλλοι
συγγραφείς εξαρτούν την απάντησή τους στο ζήτημα από τη γραμματική διατύπωση των
διατάξεων που κατοχυρώνουν τα επιμέρους κοινωνικά δικαιώματα. Τέλος, σύμφωνα με
μια πρόσφατη ενδιαφέρουσα άποψη, δεν είναι δυνατόν να εξαιρεθούν από τη σχετική
συνταγματική προστασία οι αλλοδαποί, «ως προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που εμπίπ
τουν στην κανονιστική εμβέλεια των άρθρων 5 παρ. 1 και 2 και 2 παρ. 1 του Συντάγ
ματος».
Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι σε όσες περιπτώσεις το Σύνταγμα κατοχυρώνει τα εν λ
όγω δικαιώματα αποκλειστικά για τους ημεδαπούς το ορίζει ρητά [άρθρα 16 παρ. 4 (
δωρεάν παιδεία), 21 παρ. 3 (υγεία) και 22 παρ. 1 Συντ. (εργασία)] ή έστω με έμμε
σο αλλά σαφή τρόπο [άρθρο 21 παρ. 2 Συντ. (ανάπηροι πολέμου, χήρες και ορφανά εκ
είνων που έπεσαν στον πόλεμο)]. Ακόμη όμως και στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να
γίνει δεκτό ότι ο αλλοδαπός είναι φορέας των αντίστοιχων δικαιωμάτων όσον αφορά
τον κανονιστικό τους πυρήνα. Πυρήνας, ο οποίος συνυφαίνεται στενά με την –καθολ
ικής εφαρμογής- αρχή της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.). Ο κοινός νομ
οθέτης μπορεί εξάλλου να επεκτείνει τα ανωτέρω δικαιώματα στους αλλοδαπούς, χωρί
ς όμως να θεμελιώνεται στη συνέχεια σχετικό κοινωνικό κεκτημένο.
Τα λοιπά κοινωνικά δικαιώματα κατοχυρώνονται χωρίς διάκριση τόσο για τους ημεδαπ
ούς όσο και για τους αλλοδαπούς. Αυτό προκύπτει από τη διατύπωση των σχετικών δι
ατάξεων που τα κατοχυρώνουν σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή του «κοσμοπολιτ
ισμού» των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Δεν πρέπει να παραβλέπεται άλλωστε ότι η απόλ
αυση των βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων συνιστά, στο πλαίσιο ιδίως της «παραπληρ
ωματικότητας» των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της κρατικής υποχρέωσης για (θετική
) προστασία τους (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.), αναγκαίο όρο για την αποτελεσματική άσ
κηση σειράς ατομικών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα δε της ελεύθερης ανάπτυξης της προσω
πικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.).
Εξάλλου, η άποψη που συνδέει την «επέκταση» των κοινωνικών δικαιωμάτων με τη φορ
ολογική υποχρέωση των δικαιούχων δεν μπορεί να υιοθετηθεί, αφού δεν προκύπτει απ
ό καμία συνταγματική επιταγή, εμφανίζεται δε ως αξιωματική. Επιπλέον, τα κοινωνι
κά δικαιώματα κατοχυρώνονται για τους ημεδαπούς ανεξάρτητα από τη φορολογική του
ς ικανότητα. Κατά κανόνα, άλλωστε, η άσκησή τους ωφελεί όσους δεν υπέχουν ή υπέχ
ουν ελάχιστη φορολογική υποχρέωση. Σημειώνεται, τέλος, ότι οι (νόμιμα ευρισκόμεν
οι στην επικράτεια) αλλοδαποί υπέχουν συχνά φορολογικής υποχρέωσης εφόσον εργάζο
νται και αποκτούν εισόδημα στη χώρα μας.
Επομένως, η κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων για τους αλλοδαπούς είναι ο κα
νόνας και ο αποκλεισμός τους η εξαίρεση. Ο κοινός νομοθέτης μπορεί πάντως, ενόψε
ι του άρθρου 4 παρ. 1 Συντ., να προβλέψει διαφορετική (δυσμενέστερη) μεταχείριση
των αλλοδαπών, υπό τον όρο ότι τούτο δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσ
ίου συμφέροντος και δεν παραβιάζεται η αρχή της αξίας του ανθρώπου.
γ) Τα πολιτικά δικαιώματα
Ενώ τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αναγνωρίζονται κατά κανόνα και για το
υς αλλοδαπούς, τα πολιτικά δικαιώματα κατοχυρώνονται, όπως συμβαίνει με τα περισ
σότερα Συντάγματα, κατά βάση για τους ημεδαπούς. Τα εν λόγω δικαιώματα παρέχουν
δυνατότητα ενεργητικής συμμετοχής στις διαδικασίες παραγωγής και διαμόρφωσης της
πολιτειακής βούλησης. Εξειδικεύουν και πραγματώνουν επομένως το κανονιστικό περ
ιεχόμενο της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, στην οποία θεμελιώνεται ο δημοκρατικός
χαρακτήρας του πολιτεύματός μας (άρθρο 1 παρ. 1 και 2 Συντ.). Ως «Λαός», από το
ν οποίο πηγάζουν σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 Συντ. «όλες οι εξουσίες», νο
είται εν προκειμένω το σύνολο των προσώπων που διαθέτουν την ελληνική ιθαγένεια.
Σε αντίθεση με την έννοια του «κοινωνικού συνόλου» στην οποία αναφέρεται το άρθ
ρο 25 παρ. 1 Συντ. προσδιορίζοντας το υποκείμενο των ατομικών και κοινωνικών δικ
αιωμάτων, η έννοια του «Λαού» είναι στην περίπτωση αυτή στενότερη, αναφέρεται δη
λαδή στην «πολιτική κοινωνία ή κοινότητα» όπου εμπραγματώνονται η δημοκρατική αρ
χή και ο πολιτικός αυτοκαθορισμός. Κατά συνέπεια, φορείς των πολιτικών δικαιωμάτ
ων αναγνωρίζονται μόνον όσοι ανήκουν στην εν λόγω «πολιτική κοινωνία» ή αλλιώς «
κοινωνία του πολιτικού αυτοκαθορισμού».
Το Σύνταγμα αναγνωρίζει σειρά πολιτικών δικαιωμάτων μόνον για τους ημεδαπούς. Εκ
τός από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, που αφορά αποκλειστικά το «Λαό» (άρθρο 1
παρ. 2 και 3 Συντ.), το συνταγματικό κείμενο επιφυλάσσει ακόμη για τους έλληνες
πολίτες το δικαίωμα πρόσβασης σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες (άρθρο 4 παρ. 4)
, τα δικαιώματα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα (άρθρο 29 παρ. 1) καθ
ώς και το ενεργητικό και το παθητικό εκλογικό δικαίωμα (άρθρα 51 παρ. 3 και 55 π
αρ. 1, αντίστοιχα) . Εξάλλου, Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί μόνον έ
λληνας πολίτης (άρθρο 31 Συντ.).
Με εξαίρεση το δικαίωμα πρόσβασης στις δημόσιες λειτουργίες, για το οποίο το Σύν
ταγμα προβλέπει τη δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να θεσπίσει αποκλίσεις, σε όλε
ς τις άλλες περιπτώσεις τα εν λόγω πολιτικά δικαιώματα επιφυλάσσονται αποκλειστι
κά για τους Έλληνες πολίτες. Ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να τα επεκτείνει στου
ς αλλοδαπούς, αφού αυτό θα αντέβαινε στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Ζήτημα γεννάται ωστόσο για άλλα πολιτικά δικαιώματα, για τα οποία το συνταγματικ
ό κείμενο δεν προσδιορίζει το υποκείμενό τους. Τα δικαιώματα αυτά είναι η συμμετ
οχή σε δημοψηφίσματα (άρθρο 44 παρ. 2 Συντ.), η συμμετοχή ως ενόρκου στην απονομ
ή της ποινικής δικαιοσύνης (άρθρο 97 παρ. 1 Συντ.) και το ενεργητικό και παθητικ
ό εκλογικό δικαίωμα στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης (άρθρο 102 παρ. 2 εδ.
β΄ Συντ.). Κατά την κρατούσα άποψη, τα ανωτέρω δικαιώματα επιφυλάσσονται επίσης
μόνον για τους έλληνες πολίτες.
Η απάντηση στο ζήτημα αυτό πρέπει, νομίζουμε, να διαφοροποιείται κατά περίπτωση.
Έτσι, όσα δικαιώματα συνυφαίνονται στενά με την κρατική κυριαρχία και εντάσσοντ
αι στον νοηματικό πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας είναι δυνατόν να ασκηθούν αποκλει
στικά από Έλληνες πολίτες. Αντίθετα, υπάρχουν πολιτικά δικαιώματα, τα οποία μπορ
εί να ασκηθούν από αλλοδαπούς σύμφωνα με τους ορισμούς και τους όρους που θεσπίζ
ει κάθε φορά ο κοινός νομοθέτης. Η διακρίβωση του αν ένα δικαίωμα εμπίπτει στον
πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας προκύπτει από την τελολογία της κατοχύρωσής του και
την ιστορικότητά του σε συνδυασμό με την αρχή του κοσμοπολιτισμού των θεμελιωδώ
ν δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομοθετική επέκταση σ
ε αλλοδαπούς του δικαιώματος συμμετοχής σε δημοψήφισμα για ψηφισμένο νομοσχέδιο
που ρυθμίζει «σοβαρό κοινωνικό ζήτημα» μπορεί να θεωρηθεί συνταγματικά θεμιτή[6]
. Αντίθετα, δεν θα μπορούσε να αναγνωρισθεί δικαίωμα συμμετοχής τους σε δημοψήφι
σμα για «κρίσιμο εθνικό θέμα».
Περισσότερο πολύπλοκο παρουσιάζεται το ζήτημα στην περίπτωση του ενεργητικού και
του παθητικού εκλογικού δικαιώματος στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η «δ
ιοίκηση των τοπικών υποθέσεων», που αποτελεί σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 102 π
αρ. 1) την αρμοδιότητα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου
βαθμού, περιλαμβάνεται μόνον εν μέρει στον νοηματικό πυρήνα της λαϊκής κυριαρχία
ς[7]. Δεν θα ήταν ίσως άστοχο να υποστηριχθεί ότι, ενόψει της νέας κοινωνικοπολι
τικής πραγματικότητας, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να προβλέψει, υπό συγκεκριμένου
ς όρους και προϋποθέσεις, την επέκταση του δικαιώματος στους αλλοδαπούς, ιδιαίτε
ρα σε εκείνους που διαμένουν νόμιμα για μακρό χρονικό διάστημα σε ορισμένο δήμο
ή κοινότητα της χώρας μας.
Το συμπέρασμα αυτό ενισχύουν αφενός η συνταγματική αρχή του κοσμοπολιτισμού των
θεμελιωδών δικαιωμάτων και αφετέρου η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Συντ., η οποία
δεν αποκλείει, όπως σημειώθηκε,   τους αλλοδαπούς από τον κανόνα της ελε
ύθερης συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας. Ο κανόνας αυτός αφορά βέβαια προε
χόντως τα ατομικά δικαιώματα των αλλοδαπών που διαθέτουν έντονη πολιτική διάστασ
η, όπως είναι λ.χ. το δικαίωμα στην πληροφόρηση και στη συμμετοχή στην Κοινωνία
της Πληροφορίας (άρθρο 5Α Συντ.), η ελευθερία στοχασμού και έκφρασης (άρθρο 14 π
αρ. 1 Συντ.), η ελευθερία του τύπου (άρθρο 14 παρ. 2 Συντ.), οι ελευθερίες της τ
έχνης, της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας (άρθρο 16 παρ. 1 Συντ.), τ
ο δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 1 Συντ.) κ.ά. Δεν εξα
ιρούνται πάντως από το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματα με προέχοντα πολιτικό χαρα
κτήρα, όπως είναι η συμμετοχή ως ενόρκου σε δικαστήρια, η συμμετοχή σε δημοψήφισ
μα και το ενεργητικό και παθητικό εκλογικό δικαίωμα στο επίπεδο της τοπικής αυτο
διοίκησης.
ΙΙΙ. Αρχή του «κοσμοπολιτισμού» των θεμελιωδών δικαιωμάτων και η σύγχρονη κοινων
ικοπολιτική πραγματικότητα
Το συνταγματικό κείμενο επικοινωνεί με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και
παρακολουθεί την εξέλιξή της. Η ικανότητα αυτή του Συντάγματος προσδιορίζει τα ι
στορικά όρια αντοχής του και διαγράφει τα χρονικά πλαίσια επιβίωσής του. Η ερμην
εία του μπορεί να θεωρηθεί μεθοδολογικά ολοκληρωμένη μόνον όταν δεν παραγνωρίζει
την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και την αλλοιωτική επίδρασή της στο συνταγ
ματικό κείμενο. Δηλαδή, μόνον όταν είναι «εξελικτική» και «προσαρμοστική».
Ο ερμηνευτής του Συντάγματος δεν μπορεί να αγνοήσει εν προκειμένω τρία σύγχρονα
φαινόμενα, τα οποία είναι αλληλένδετα και προσδιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη λε
ιτουργία του συστήματος προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων: α) Την έλευση και
εγκατάσταση στη χώρα μας κατά την τελευταία δεκαπενταετία εκατοντάδων χιλιάδων
οικονομικών μεταναστών, οι οποίοι «ενσωματώνονται» σταδιακά στην ελληνική κοινων
ία και συμβάλλουν στην οικονομική και κοινωνικής της πρόοδο, β) την παγκοσμιοποί
ηση στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, που παράγει άμεσες και ορατέ
ς συνέπειες για τη λειτουργία του κράτους και της κυριαρχίας του και, γ) τη διεθ
νοποίηση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία ολοένα και περισσότ
ερο θεωρούνται «οικουμενικά» και προσλαμβάνουν καθολικό χαρακτήρα.
Μπροστά στην «κοσμογονία» αυτή, ο εφαρμοστής του Συντάγματος νιώθει συχνά αμήχαν
ος και ανήμπορος να αντιμετωπίσει τη νέα πραγματικότητα με μεθοδολογικά εργαλεία
και μέσα άλλων εποχών. Είναι υποχρεωμένος να διακριβώσει τις «αλλοιωτικές» επιδ
ράσεις που ασκεί στο συνταγματικό κείμενο και να το προσαρμόσει ερμηνευτικά -στο
βαθμό που κάτι τέτοιο κρίνεται επιστημολογικά θεμιτό- στις αναγκαιότητες που γε
ννά. Πρώτη και ορατή δια γυμνού οφθαλμού συνέπεια αποτελεί, αναμφίβολα, η διεύρυ
νση και ενδυνάμωση του περιεχομένου της αρχής του κοσμοπολιτισμού των θεμελιωδών
δικαιωμάτων, την οποία έχει ως αφετηρία ο ερμηνευτής.
Πράγματι, σειρά παραδοχών για το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων δεν αν
ταποκρίνεται πλέον στη δοκιμασία που τις υποβάλλει η σύγχρονη εξέλιξη. Στο πλαίσ
ιο που διαμορφώνει αυτή πρέπει εν πρώτοις να γίνει δεκτό ότι φορέας των ατομικών
και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι, σε όσες περιπτώσεις δεν το αποκλείει με σαφήν
εια το συνταγματικό κείμενο, και ο αλλοδαπός, ιδιαίτερα ο μετανάστης που κατοικε
ί και αναπτύσσει τις βιοτικές του σχέσεις στη χώρα μας. Σε περίπτωση αμφιβολίας
ισχύει εξάλλου ο κανόνας της καθολικής εφαρμογής τους.
Η –ενισχυμένη- αρχή του κοσμοπολιτισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων προσδιορίζει
επαρκέστερα τις δικαιικές σταθμίσεις που πραγματοποιούνται με βάση την αρχή της
αναλογικότητας στο πλαίσιο του ελέγχου της συνταγματικότητας των περιορισμών που
τίθενται σε θεμελιώδη δικαιώματα των αλλοδαπών. Η κοσμοπολίτικη πρόσληψη του υπ
οκειμένου διεισδύει σταδιακά ακόμη και στα πολιτικά δικαιώματα, όπως είναι κυρίω
ς το ενεργητικό και το παθητικό εκλογικό δικαίωμα στο επίπεδο της τοπικής αυτοδι
οίκησης και η συμμετοχή σε «τοπικά» ή «εθνικά» δημοψηφίσματα.
Η νέα αυτή αντίληψη, η οποία αρχίζει να κερδίζει έδαφος στη θεωρία, αποτυπώθηκε
με χαρακτηριστικό τρόπο στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Είναι ενδεικτικό ό
τι όλα τα «νέα» θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχύρωσε ο αναθεωρητικός νομοθέτης δε
ν περιορίζονται μόνον στους ημεδαπούς αλλά επεκτείνονται και στους αλλοδαπούς. Σ
ημαντικά παραδείγματα αποτελούν εν προκειμένω τα δικαιώματα στην προστασία της υ
γείας και της γενετικής ταυτότητας (άρθρο 5 παρ. 5), στην πληροφόρηση και στη συ
μμετοχή στην Κοινωνία της Πληροφορίας (άρθρο 5Α), στην προστασία από τη συλλογή,
επεξεργασία και χρήση των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α), σε απάντηση και επαν
όρθωση ανακριβούς δημοσιεύματος ή εκπομπής (άρθρο 14 παρ. 6), στην προστασία των
ατόμων με αναπηρίες (άρθρο 21 παρ. 6) και στην προστασία του περιβάλλοντος (άρθ
ρο 24 παρ. 1 Συντ.).
Παρόλα αυτά, το αναθεωρητικό διάβημα του 2001 δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί, όσον
αφορά το υπόψη ζήτημα, ως τολμηρό. Θα μπορούσε λοιπόν να αναμένει κανείς από την
επόμενη αναθεωρητική πρωτοβουλία, που έχει ήδη εξαγγελθεί, νέες δραστικότερες π
αρεμβάσεις στο συνταγματικό κείμενο, με κατεύθυνση την περαιτέρω ενίσχυση της αρ
χής του κοσμοπολιτισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Θα ήταν για παράδειγμα ευπρό
σδεκτη η προσθήκη μιας σχετικής ερμηνευτικής ρήτρας στο άρθρο 25 Συντ. Επιβεβλημ
ένη κρίνεται ακόμη η ρητή κατοχύρωση του ενεργητικού και παθητικού εκλογικού δικ
αιώματος στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης για τους «επί μακρόν διαμένοντες»
[8] στη χώρα μας αλλοδαπούς καθώς και του δικαιώματος συμμετοχής τους σε «τοπικά
» δημοψηφίσματα. Τέλος, η επέκταση στους αλλοδαπούς της συνταγματικής κατοχύρωση
ς ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι λ.χ. το δικαίωμα της συνάθροισης
(άρθρο 11 Συντ.) και του συνεταιρισμού (άρθρο 12 Συντ.), θα συνιστούσε αναμφίβολ
α απτό δείγμα συνταγματικού πολιτισμού και θεσμικής ωριμότητας.

I . Συμπέρασμα
Το Σύνταγμα του 1975 κατοχυρώνει, για πρώτη φορά, την αρχή του κοσμοπολιτισμού τ
ων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πρόκειται για μια μεθοδολογική κατά βάση αρχή, η οποί
α κατευθύνει το ερμηνευτικό έργο κατά τη διακρίβωση του ακριβούς περιεχομένου τη
ς προστασίας που αναγνωρίζει το Σύνταγμα στους αλλοδαπούς. Η εν λόγω αρχή συγχρω
τίζεται ερμηνευτικά με σειρά συνταγματικών κανόνων που άπτονται του συστήματος π
ροστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι ιδίως η αρχή της αξίας του ανθρ
ώπου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Εισχωρεί όμως με εντεινόμενο δυν
αμισμό ακόμη και στη δημοκρατική αρχή, με την οποία αναπτύσσει διαλεκτικές σχέσε
ις στο πλαίσιο της κοινωνικοπολιτικής εξέλιξης που βιώνουμε.
Η υπόψη συνταγματική αρχή, η οποία εντάσσεται στο φαινόμενο της επεκτατικής λειτ
ουργίας του Συντάγματος, αποτελεί ουσιαστικά απόρροια της «εξελικτικής» και «προ
σαρμοστικής» ερμηνείας του συνταγματικού κειμένου. Το καινοτόμο περιεχόμενό της
εμφανίζει ιδιαίτερη δυναμικότητα, αφού τροφοδοτείται διαρκώς τόσο από την εντειν
όμενη τάση διεθνοποίησης της προστασίας των «δικαιωμάτων του ανθρώπου» όσο και α
πό τη σταδιακή επικράτηση σε φιλοσοφικό και ιδεολογικό επίπεδο νέων κοινωνιστικώ
ν και ουμανιστικών αντιλήψεων, που τείνουν να καταστούν οικουμενικές. Οι αρχές τ
ης ανεκτικότητας, του πλουραλισμού και της «ισοτιμίας στην αξιοπρέπεια» κάθε ανθ
ρώπου συνιστούν τις θεμελιακές ιδεολογικές βάσεις πάνω στις οποίες οικοδομείται
ο αναδυόμενος «νέος κοσμοπολιτισμός των δικαιωμάτων». Ενόψει της επικράτησης των
αρχών αυτών και της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής εξέλιξης, δεν θα ήταν ίσως υπε
ρβολή να προγνώσει κανείς για το άμεσα ορατό μέλλον την πλήρη σχεδόν εξίσωση ημε
δαπών και αλλοδαπών σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώ
ματα.
--------------------------------------------------------------------------------
------------------------------------------
[1] Πρβλ. την ενδιαφέρουσα Γνωμοδότηση 86/2001 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Πρ
οσωπικού Χαρακτήρα. Με αυτήν κρίνεται, μεταξύ άλλων, ότι στοιχείο της «ζωής» που
αναφέρεται στην ανωτέρω συνταγματική διάταξη είναι και η «υγεία», «η οποία –ακό
μη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι δεν αποκλείει κάθε είδους διαφοροποίηση ημεδαπών κα
ι αλλοδαπών- είναι βέβαιο ότι απαγορεύει τη λήψη μέτρων που θα καθιστούσαν εξαιρ
ετικά ριψοκίνδυνη την πρόσβαση των τελευταίων σε νοσηλευτήρια».
[2] Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 Συντ. δεν
περιλαμβάνεται στις μη αναθεωρήσιμες διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 1 Συντ. Η επ
ιλογή αυτή του συντακτικού νομοθέτη έχει την εξήγησή της στο γεγονός ότι την περ
ίοδο ψήφισης του Συντάγματος του 1975 κυριαρχούσε ακόμη η θεωρία του συνταγματικ
ού εθνικισμού –ως έκφραση της εθνικής κυριαρχίας-, ενώ παράλληλα προέβαλαν υπαρκ
τοί οι κίνδυνοι για την ασφάλεια της χώρας από εθνικιστικές, φυλετικές και θρησκ
ευτικές οξύνσεις, ιδιαίτερα μετά τις νωπές τότε μνήμες του Κυπριακού. Η μη συμπε
ρίληψη της ανωτέρω διάταξης στον κατάλογο του άρθρου 110 παρ. 1 Συντ. μικρή μόνο
ν σημασία έχει για τη θεμελίωση της άποψης περί του μη αναθεωρήσιμου χαρακτήρα τ
ης αρχής του κοσμοπολιτισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως ακριβώς μικρή σημα
σία έχει η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 Συντ., ενόψει άλλων συνταγματικών ερεισμά
των, για τη θεμελίωση της εν λόγω συνταγματικής αρχής.
[3] Βλ. λ.χ. άρθρο 4 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο: «Ο αλλοδαπός απολα
ύει ων και ο ημεδαπός αστικών δικαιωμάτων».
[4] Το ίδιο ισχύει εξάλλου και για την ισότητα των δύο φύλων (άρθρο 4 παρ. 2 Συν
τ.), την φορολογική ισότητα (άρθρο 4 παρ. 5 Συντ.) και την πρόσβαση στις δημόσιε
ς λειτουργίες (άρθρο 4 παρ. 4 Συντ.).
[5] Όπως συμβαίνει λ.χ. με την απαγόρευση βιομηχανικών εγκαταστάσεων και επενδύσ
εων από αλλοδαπό νομικό πρόσωπο σε παραμεθόριες περιοχές. Βλ. Σ.τ.Ε. 3469/1991,
ΔιΔικ 1992, σ. 557.
[6] Στην περίπτωση αυτή, η συμμετοχή των αλλοδαπών στο δημοψήφισμα πρέπει, κατά
την ορθότερη άποψη, να προβλέπεται στην απόφαση της Βουλής που προηγείται, σύμφω
να με το άρθρο 44 παρ. 2 εδ. β΄ Συντ., του προεδρικού διατάγματος για την προκήρ
υξή του. Πρόκειται αναμφίβολα για μία μορφή επέκτασης της σύνθεσης του εκλογικού
σώματος.
[7] Σε αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι αντίκεινται στο Σύνταγμα
οι ορισμοί του άρθρου 19 (πρώην άρθρο 8Β) ΣυνθΕΚ, το οποίο αναγνωρίζει σε «κάθε
πολίτη της Ένωσης που κατοικεί σε κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοος» το
δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στο κ
ράτος μέλος κατοικίας του.
[8] Με το π.δ. 150/2006 επιχειρείται η εναρμόνιση της νομοθεσίας μας προς την Οδ
ηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2003 «σχετικά
 με το καθεστώς
υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες» ( στους υπηκόους
τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην Ελληνική Επικράτεια». Προκειμένου να απο
κτηθεί από τον αλλοδαπό το καθεστώς του «επί μακρόν διαμένοντα» πρέπει να «διαμέ
νει στην Ελλάδα, νόμιμα και αδιάλειπτα, κατά τα πέντε έτη αμέσως πριν την ημερομ
ηνία υποβολής της σχετικής αίτησης», να διαθέτει επαρκές ετήσιο εισόδημα, πλήρη
ασφάλιση ασθενείας, επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας και γνώση στοιχείων της ε
λληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού (άρθρο 4). Ο επί μακρόν χρόνο δια
μένων αλλοδαπός απολαύει ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς όσον αφορά μια σειρ
ά δικαιωμάτων, όπως είναι η πρόσβαση στη μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, η ε
κπαίδευση, η αναγνώριση επαγγελματικών διπλωμάτων, η κοινωνική ασφάλεια, οι φορο
λογικές διευκολύνσεις, η πρόσβαση σε παρεχόμενα κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες, η
ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, η ελεύθερη κίνηση και εγκατάσταση στην επικράτει
α κ.ά. (άρθρο 12). 16/44/23.01.2004). Το ανωτέρω π.δ. εφαρμόζεται, σύμφωνα με το
άρθρο 1 παρ. 1 αυτού «

You might also like