Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 8

1

π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών
τηλ. 6945-377621, agotsopo@gmail.com

ΤΟ “ΒΑΠΤΙΣΜΑ” ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ


ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Σκέψεις με αφορμή κείμενο του π. Γ. Φλωρόφσκι (Β΄)

Με αφορμή την πρόσκληση για προβληματισμό σε κείμενο του π. Φλωρόφσκι (anastasiosk.


blogspot .com/2010/05/blog-post_6276.html) δημοσίευσα προ ημερών (http://anastasiosk.blogspot.com/2010/05/
blog-post_9577.html) το ίδιο το κείμενο με αναφορά όχι γενικά σε «αιρετικούς» και «αίρεση», αλλά
σε συγκεκριμένο αιρετικό, στον Άρειο.
Ο σκοπός της δημοσίευσης αυτής ήταν προφανής και, αν κρίνω από τα σχόλια, μάλλον,
επιτεύχθηκε : Ο αρχικός ενθουσιασμός της πρώτης ανάρτησης παραχρήμα σταμάτησε και τον
διαδέχθηκε έντονος προβληματισμός. H θεωρητική προσέγγιση του π. Φλωρόφσκι, όπως
«σερβιρίστηκε» αποσπασματικά (ασφαλώς και αδικεί τον συγγραφέα, διότι δεν εκφράζει την όλη
προβληματική του άρθρου του !), και αφορά στην αποδοχή του «βαπτίσματος» των αιρετικών, ενώ
παρουσιάζεται εκ πρώτης όψεως ότι λύνει μια «αντινομία» - φαινομενική - Θεολογίας και
εκκλησιαστική πράξεως, εν τούτοις αν την εφαρμόσουμε με συνέπεια σε συγκεκριμένες αιρέσεις
προκαλεί σοβαρότερα και δυσεπίλυτα εκκλησιολογικά προβλήματα. Συνεπώς, αν μας
επιτρεπόταν να μιλήσουμε με τους όρους των πρακτικών επιστημών θα λέγαμε ότι μια θεωρία
που δεν αποδεικνύεται πειραματικά (σε συγκεκριμένη εφαρμογή) δεν μπορεί να ισχύει. Η οξεία
αντίδραση ορισμένων σχολιαστών στο κείμενο που προέκυψε με την ανάρτησή μου δείχνει
μάλλον υγιές αισθητήριο πίστεως που δεν μπορεί να ανεχθεί τέτοια συμπεράσματα – το ότι
ορισμένοι εστράφησαν εναντίον μου που παρουσίασα ρητώς αυτό που στο «σερβιρισμένο»
απόσπασμα υπονοείται, είναι το έλασσον …
Όμως το ερώτημα παραμένει : για τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας το «βάπτισμα» των
αιρετικών είναι έγκυρο, δηλ. παρέχει τη σώζουσα Χάρη του Αγ. Πνεύματος, ώστε να
συγχωρεί αμαρτίες, να αναγεννά τον βαπτιζόμενο και να τον εντάσσει στο Σώμα του
Χριστού ; Μήπως το γεγονός ότι η Εκκλησία δεν (ανα)βαπτίζει όλους όσους
προσέρχονται σε αυτή υποδηλώνει εγκυρότητα του βαπτίσματος που τελέστηκε από
τους αιρετικούς ;
Ας προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποια απάντηση με βάση την εκκλησιαστική παράδοση, όπως
προσωπικά την κατανοούμε, δηλώνοντας, αν και περιττό, ότι δεν διεκδικούμε αλάθητο.
Ασφαλώς δεν πρόκειται για συστηματική και πλήρη μελέτη, ούτε βέβαια για «μασημένη τροφή»
(το ακούσαμε και αυτό : η διατύπωση προσωπικής απόψεως να χαρακτηρίζεται «μασημένη
τροφή» !), αλλά απλώς για μία προσέγγιση του κρίσιμου από θεολογική και ποιμαντική πλευρά
θέματος. Ο όποιος καλόπιστος αντίλογος είναι πάντα εποικοδομητικός και ως εκ τούτου
καλοδεχούμενος !
Πριν όμως είναι απαραίτητες κάποιες εξηγήσεις για να αποφύγω – όσο γίνεται – τις αθέλητες
παρεξηγήσεις (από τις ηθελημένες δεν μπορώ να γλιτώσω με τίποτα !) :
1. Μόνο η Εκκλησία κατέχει το αλάθητο. Και η Εκκλησία αποφαίνεται εν Οικουμενικαίς Συνόδοις. Όταν
για κάποιο ζήτημα οι Οικουμενικές Σύνοδοι δεν έχουν αποφανθεί, τότε ισχύει η εκκλησιαστική
συνείδηση, όπως εκφράζεται ομοφώνως μέσα από την εμπειρία των Αγίων Πατέρων και των
Συνόδων Της (consensus Patrum), ή όπως επιγραμματικά το έχει διατυπώσει ο Βικέντιος Λυρίνου :
«καθολικό είναι ό,τι πανταχού, πάντοτε και υπό πάντων επιστεύθη». Βέβαια στην εκκλησιαστική
2
ιστορία φορέας της αλάθητης εκκλησιαστικής εμπειρίας σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή μπορεί να
αναδειχθεί και ένα μόνο πρόσωπο. Οι περιπτώσεις των Αγ. Αθανασίου, Αγ. Μαξίμου του
Ομολογητού και Αγ. Μάρκου Ευγενικού είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές. Βέβαια εδώ πρόκειται για
έκτακτες και ιδιαίτερα κρίσιμες για την Εκκλησία καταστάσεις, όπου η Χάρις του Θεού τότε και μόνο
τότε αναδεικνύει τέτοιες εξαιρετικές πνευματοφόρες προσωπικότητες να φέρουν στους ώμους τους
σύνολη την εκκλησιαστική Παράδοση. Όμως ακόμα και σε αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις οι
προσωπικότητες αυτές θεμελιώνουν το λόγο τους στην πρότερη εκκλησιαστική εμπειρία και όχι
ανεξάρτητα ή αντίθετα από αυτή. Θα του δούμε πιο κάτω με τον Αγ. Κυπριανό και τον Μ. Βασίλειο.
2. Μία εντύπωση που υπάρχει σε ορισμένους εκ των ευλαβών Χριστιανών είναι ότι η Ορθόδοξη Θεολογία
έχει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα. Νομίζω ότι αυτό είναι λάθος. Η Χριστιανική Θεολογία δεν
είναι ένα πλήρες ιδεολογικό σύστημα που μπορεί να αποφαίνεται για όλα τα θέματα. Η Ορθόδοξη
Θεολογία μπορεί να αποφαίνεται μόνο για τα θέματα τα οποία έχει φανερώσει η Αποκάλυψη του
Θεού και σε όποιο βαθμό Αυτή τα έχει αποκαλύψει ! Για τα υπόλοιπα οφείλουμε να σιωπούμε,
τιμώντας τα μυστήρια που ο Θεός θέλησε να κρατήσει για τον Εαυτό Του ! Σε αντίθετη περίπτωση
οδηγούμαστε σε σχολαστικισμό ή και σε βλασφημία θεωρώντας το όποιο ιδεολόγημά μας διδασκαλία
και λόγο Θεού ! Αυτό βέβαια δεν απαγορεύει τη δική μας συμβολή στην εμβάθυνση στην «άπαξ
παραδοθείσα πίστιν τοις αγίοις» ή τη δική μας αναζήτηση απαντήσεως στις προκλήσεις του
σύγχρονου κόσμου. Αντιθέτως μάλιστα αυτό συνιστά ιερή διακονία στο Σώμα του Χριστού, υπό μία
προϋπόθεση : η διακονία αυτή να εδράζεται στην μέχρι τώρα εκκλησιαστική εμπειρία και
παράδοση και να γίνεται αποδεκτή από τη σημερινή εκκλησιαστική συνείδηση. Από τον
κίνδυνο της παρεκκλίσεως από την «άπαξ παραδοθείσα πίστιν» μας προφυλάσσει η Χάρις του Θεού,
όταν εμείς ταπεινά την επιζητούμε και δεχόμαστε να διατυπώσουμε όχι τις δικές μας «εξυπνάδες»,
αλλά ό,τι ο Θεός διά των Αγίων Του θέλησε να μας αποκαλύψει… Με ρώτησε προ ημερών κάποιος
«τι θα γίνει με τους αιρετικούς, πώς θα τους κρίνει ο Θεός και αν θα πάνε όλοι στην κόλαση» ; Του
απάντησα ότι θα του πω, αν μου πει αυτός πώς θα κρίνει ο Θεός τους Ορθοδόξους ! Για να τον βγάλω
από τη δυσκολία του είπα ότι το πώς θα κρίνει ο Θεός Ορθοδόξους, ετεροδόξους και αλλοθρήσκους
είναι δική Του ευθύνη και δική Του … μέριμνα ! Δεν μας έχει αποκαλύψει τίποτα και ως εκ τούτου
δεν δικαιούμαστε όχι μόνο να μιλάμε, αλλά ούτε και να σκεφτόμαστε για λογαριασμό Του, αν δεν
θέλουμε να καταντήσουμε βλάσφημοι !
3. Επειδή το συγκεκριμένο θέμα των «μυστηρίων» των αιρετικών αφορά στην εκκλησιαστική πρακτική
δεν μπορώ να μην να αναφερθώ και στις σχετικές κανονικές διατάξεις. Όσοι έχουν κάποια
«αλλεργία» με τους Ι. Κανόνες ας μου συγχωρήσουν τη σχετική αναφορά … Δυστυχώς, δεν μπορώ να
παραβλέψω ότι οι Ι. Κανόνες είναι το απόσταγμα της πατερικής διδασκαλίας και κυρίως είναι
αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, της πληρέστερης και αυθεντικότερης εκφράσεως της
εκκλησιαστικής συνειδήσεως της Εκκλησίας. Αυτή η βεβαιότητα ισχύει ανεξάρτητα από τις όποιες
επιθυμίες, συμπάθειες ή αντιπάθειες τινών !
Ας έρθουμε τώρα στο κεντρικό ερώτημα :
1.) Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ
Η θεολογία της Εκκλησίας δίνει μία, μόνο μία απάντηση από τους πρώτους αιώνες στο
ανωτέρω ερώτημα περί της εγκυρότητος των «μυστηρίων» των αιρετικών: Δεν υφίσταται στην
αίρεση και το σχίσμα έγκυρο βάπτισμα που να παρέχει τη Χάρη του Αγ. Πνεύματος, να
συγχωρεί αμαρτίες, να αναγεννά τον βαπτιζόμενο και να τον εντάσσει στο Σώμα του
Χριστού ! Και αυτή η θεολογία έχει καταγραφεί σε πολλές αποφάσεις Τοπικών Συνόδων και
Αγ. Πατέρων που έχουν επικυρωθεί από Οικουμενικές Συνόδους και «υλοποιείται» στην
εκκλησιαστική ζωή μέσω των Ι. Κανόνων. Νομίζω είναι περιττή η αναφορά σε πληθώρα
πατερικών χωρίων που επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή. Επειδή πιθανόν να έχει διαφύγει τυχόν
αντίθετη πατερική άποψη, παρακαλώ αν κάποιος την έχει υπ’ όψη του να την καταθέσει. Εδώ
3
περιορίζομαι μόνο στην παράθεση των ΕΠΙΚΥΡΩΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΡΕΙΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ
ΣΥΝΟΔΟΥΣ Ι. ΚΑΝΟΝΩΝ : Οι 46ος, 47ος, 50ος και 68ος Αποστολικοί Κανόνες, οι 1ος και 47ος του Μ.
Βασιλείου και ο 1ος της εν Καρχηδόνι Συνόδου.
Αξίζει να προσέξουμε λίγο και την απαρχή του εκκλησιαστικού προβληματισμού : Το
πρόβλημα της εγκυρότητος του «βαπτίσματος» των αιρετικών και σχισματικών απασχόλησε
ιδιαίτερα έντονα την Εκκλησία τον γ΄ αι. Η Εκκλησία της Ρώμης υπό τον πάπα Στέφανο σε
Τοπική Σύνοδο διατύπωσε την άποψη ότι το βάπτισμα των αιρετικών είναι έγκυρο καθ’ εαυτό,
δηλ. ότι παρέχει Θ. Χάρη, όπως και το βάπτισμα που τελεί η Καθολική Εκκλησία. Ριζικά
αντίθετος ήταν ο Αγ. Κυπριανός, Επίσκοπος Καρχηδόνος, ο «πρώτος μεγάλος Δυτικός Πατέρας
και Θεολόγος της ενότητος της Εκκλησίας», ο οποίος ταυτιζόμενος θεολογικά με τις
μικρασιατικές Εκκλησίες θεωρούσε εντελώς ανυπόστατο το «βάπτισμα» των αιρετικών. Η
άποψη αυτή, ότι το «βάπτισμα» των αιρετικών είναι ανυπόστατο και δεν παρέχει σώζουσα Θ.
Χάρη, έγινε αποδεκτή από τρεις Τοπικές Συνόδους της Β. Αφρικής, η μεγαλύτερη των οποίων
ήταν η τρίτη με 84 Επισκόπους που συνεκλήθη το 256 μΧ στην Καρχηδόνα υπό τον Αγ.
Κυπριανό. Η Σύνοδος της Καρχηδόνας στην απόφασή της, αφού τονίζει ότι ακολουθεί την
πάγια μέχρι τότε εκκλησιαστική παράδοση («οὐ πρόσφατον γνώμην, οὐδὲ νῦν ἡδρασμένην
προσφέρομεν, ἀλλὰ τὴν πάλαι ὑπὸ τῶν προγενεστέρων ἡμῶν μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ
ἐπιμελείας δεδοκιμασμένην»), αποφαίνεται ότι «μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς
καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος».
Ακολούθως οι Πατέρες στην απόφαση της Συνόδου αιτιολογούν πλήρως την άποψή τους
λέγοντας μεταξύ πολλών άλλων : «Πῶς δὲ δύναται καθαρίσαι καὶ ἁγιάσαι ὕδωρ ὁ ἀκάθαρτος
ὤν αὐτὸς καὶ παρ' ᾧ Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔστι, … Πῶς βαπτίζων δύναται ἄλλῳ δοῦναι ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν ὁ μὴ δυνηθεὶς τὰ ἴδια ἁμαρτήματα ἔξω τῆς Ἐκκλησίας ἀποθέσθαι; … Παρὰ δὲ τοῖς
αἰρετικοῖς, ὅπου Ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν … Ἁγιάσαι δὲ
ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε Ἐκκλησίαν…. Πῶς δὲ εὔξεται
ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς, ἀλλ' ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλός … εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι,
ἴσχυε καὶ ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι· εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται
τὸν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος, καὶ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ
μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, ἀρχῆθεν
λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης. Καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ' αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καὶ κενὰ
ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα. Οὐ γὰρ δύναταί τι δεκτὸν καὶ αἱρετὸν εἶναι παρὰ τῷ Θεῷ
τῶν ὑπ' ἐκείνων γινομένων, οὓς ὁ Κύριος πολεμίους καὶ ἀντιπάλους αὐτοῦ λέγει ἐν τοῖς
Εὐαγγελίοις».
Για να εντοπισθεί ο προβληματισμός στην αρχική ανάρτηση περί των «ορίων της Εκκλησίας»
αξίζει να προσέξουμε ότι η συνοδική απόφαση της Καρχηδόνος δεν αρκείται στη διατύπωση
περί πλήρους ακυρότητος των εκτός της Εκκλησίας «μυστηρίων» των αιρετικών. Επεξηγώντας
το «εκτός της Εκκλησίας» αναφέρεται – για να μιλήσουμε με όρους του π. Φλωρόφσκι – και στα
«κανονικά» και στα «χαρισματικά όρια» της Εκκλησίας, λέγοντας ότι στο χώρο της αιρέσεως δεν
υφίσταται Πνεύμα Άγιο που να τελεί έγκυρα μυστήρια. Και είναι προφανές ότι μη υπάρχοντος
Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με την απόφαση της Καρχηδόνος, δεν υφίσταται και «χαρισματικός
μυστικός χώρος». Προφανώς στην συνείδηση των Πατέρων της Καρχηδόνος τα κανονικά όρια»
της Εκκλησίας ταυτίζονται με τα «χαρισματικά της όρια» («ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ
μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, ἀρχῆθεν
λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης»).
4
Η σαφής και θεολογικά τεκμηριωμένη απόφαση της Συνόδου της Καρχηδόνας εξόργισε τον
Πάπα Στέφανο ο οποίος απέσχισε την Εκκλησία της Β. Αφρικής, καταδίκασε και αφόρισε τον Αγ.
Κυπριανό χαρακτηρίζοντάς τον «ψευδόχριστο και ψευδαπόστολο» ! Την άποψη της Συνόδου της
Καρχηδόνος, συμμερίστηκε και Τοπική Σύνοδος της Μ. Ασίας στο Ικόνιο υπό τον Καισαρείας Αγ.
Φιρμιλιανό και αργότερα και ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος στην κανονική επιστολή του προς τον Αγ.
Αμφιλόχιο Ικονίου.
Από τα ανωτέρω είναι προφανές ότι το θέμα απασχόλησε ιδιαίτερα την αρχαία Εκκλησία και
δεν αντιμετωπίστηκε επιπόλαια. Το ερώτημα λοιπόν είναι : ποια από τις δύο απόψεις έκανε
δεκτή η Εκκλησία ; Ποια από τις δύο Τοπικές Συνόδους, της Ρώμης ή της Καρχηδόνος,
επικύρωσε η Καθολική Εκκλησία διά των Οικουμενικών Συνόδων ; Της Καρχηδόνος και όχι
της Ρώμης ! Η Δ΄, η Πενθέκτη και η Ζ΄ Οικουμενικές Σύνοδοι επικύρωσαν την απόφαση της
Καρχηδόνος, τους Αποστολικούς Κανόνες 46ο, 47ο, 50ο και 68ο και τους 1ο και 47ο του Μ.
Βασιλείου. Από θεολογικής λοιπόν απόψεως το θέμα είναι απολύτως λυμένο με αποφάσεις
τριών Οικουμενικών Συνόδων. Συνεπώς, δεν έχουμε μία άποψη ενός Αγίου, αλλά σύνολη η
Εκκλησία απεφάνθη εν Οικουμενικαίς Συνόδοις ότι δεν αναγνωρίζει ως έγκυρο το
βάπτισμα των αιρετικών, ως παρέχον σώζουσα Θ. Χάρη, που συγχωρεί αμαρτίες, αναγεννά
τον βαπτιζόμενο και τον εντάσσει στο Σώμα του Χριστού !
Αυτή λοιπόν είναι η ακρίβεια της Εκκλησίας, όπως έχει διατυπωθεί ξεκάθαρα, χωρίς κανένα
σοβαρό θεολογικό αντίλογο !
Όμως :
2.) Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΤ’ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΡΑΞΗ
Όπως λέει ο Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης και ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος : «Δύο είδη κυβερνήσεως
και διορθώσεως φυλάττονται εις την του Χριστού Εκκλησίαν. Το έν είδος ονομάζεται Ακρίβεια,
το δε άλλο, ονομάζεται Οικονομία και Συγκατάβασις, με τα οποία κυβερνούσι την σωτηρίαν
των ψυχών οι του Πνεύματος οικονόμοι, πότε μεν με το ένα, πότε δε με το άλλο».
Η Εκκλησία λοιπόν, έκρινε, έχουσα απόλυτο δικαίωμα να καθορίζει τα της ζωής Της, λόγω
ιδιαιτέρων συνθηκών και αναγκών και κυρίως για να διευκολύνει την προσέλευση των
αιρετικών, να χρησιμοποιήσει την οικονομία, μόνο όταν κάποιος αιρετικός αρνείτο την
αίρεση και επιθυμούσε να ενταχθεί στην Εκκλησία. Έτσι η Εκκλησία πάλι με δύο κανόνες
Οικουμενικών Συνόδων (Β-7 και ΠΕΝΘΕΚΤΗΣ-95, δεν αναφέρομαι σε Τοπικές Συνόδους για να μην κουράσω),
ενώ αποδέχεται το μη έγκυρο του βαπτίσματος των αιρετικών, εξαιρεί από τον Κανόνα του
(ανα)βαπτισμού τους προσερχομένους από ένα μικρό αριθμό αιρέσεων (Ἀρειανοὺς,
Μακεδονιανούς, Ναυατιανούς, Ἀριστερούς, Τεσσαρακαιδεκατίτας, Ἀπολλιναριστάς) που προβλέπει την
ένταξή τους στο Σώμα του Χριστού με λίβελο και Χρίσμα, ενώ άλλους (Νεστοριανοὺς, Εὐτυχιανιστάς
καὶ Σεβηριανούς) μόνο με λίβελο.

Σημειώνεται ότι η κατ’ οικονομία εξαίρεση από τον κανόνα του (ανα)βαπτίσματος ισχύει μόνο
για πολύ μικρό αριθμό συγκεκριμένων αιρέσεων (μόλις 10 αιρέσεις) από τις εκατοντάδες
που υπήρξαν την εποχή των Οικουμενικών Συνόδων. Για τις υπόλοιπες ισχύει ο κανόνας
του κανονικού βαπτίσματος.
Θα πρέπει να προσεχθεί ότι και σε αυτές τις περιπτώσεις των λιγοστών αιρέσεων πουθενά η
Εκκλησία δεν αναγνώρισε ως έγκυρο το αιρετικό «βάπτισμα» καθ’ εαυτό, αλλά η Εκκλησία
έκρινε, αρμοδίως και κυριαρχικώς αποφαινομένη εν Οικουμενικαίς Συνόδοις, ότι μπορούν να
γίνουν αποδεκτοί ως μέλη του Σώματός Της οι προερχόμενοι από τις συγκεκριμένες αυτές
5
αιρέσεις όχι δια του τριπλού μυστηρίου της χριστιανικής μυήσεως (Βάπτισμα-Χρίσμα-Θ.
Ευχαριστία), αλλά μόνο διά Χρίσματος και Θ. Ευχαριστίας. Δεν υπάρχει δηλαδή αναγνώριση
του αιρετικού «βαπτίσματος» ως παρέχον Πνεύμα Άγιο και σώζουσα Θ. Χάρη, ενόσω κάποιος
παραμένει εν τη αιρέσει.
Αυτή η κατ’ οικονομία εξαίρεση από τον κανόνα του βαπτίσματος-χρίσματος-Θ. Ευχαριστίας ως
της αποκλειστικής οδού εντάξεως στο Σώμα του Χριστού την έχει εφαρμόσει η Εκκλησία και σε
άλλες περιπτώσεις, διότι Αυτή έχει το δικαίωμα να κρίνει πώς θα εισάγονται τα νέα μέλη στο
Σώμα Της. Έτσι έκρινε ότι μπορεί κάποιος να θεωρείται ενταγμένος στο Σώμα του Χριστού
χωρίς καν να βαπτισθεί :
 Το δι’ αίματος «βάπτισμα» ασφαλώς δεν είναι βάπτισμα. Και όμως η Εκκλησία αυτό το
θεωρεί ως έγκυρο τρόπο εισαγωγής νέου μέλους στο Σώμα του Χριστού, δηλ. ως
βάπτισμα !
 Το αεροβάπτισμα, ασφαλώς δεν είναι βάπτισμα. Και όμως η Εκκλησία κρίνει ότι το
βρέφος που θα το δεχθεί είναι Χριστιανός !
 Το «βάπτισμα» που τέλεσε ο μικρός Αθανάσιος (ο μετέπειτα Μ. Αθανάσιος) δεν ήταν κατ’
ακρίβεια βάπτισμα, αλλά έγινε αποδεκτό ως κατ’ οικονομία.

Όμως ΠΡΟΣΟΧΗ !!!


 Επειδή γίνεται κατ’ οικονομία δεκτό ως βάπτισμα το δι’ αίματος, δεν σημαίνει ότι
καταργείται η κατ’ ακρίβεια τέλεση του βαπτίσματος !
 Επειδή γίνεται δεκτό κατ’ οικονομία το αεροβάπτισμα που τελεί η νοσηλεύτρια δεν
σημαίνει ότι η νοσηλεύτρια διαθέτει και ιερωσύνη !!! ή ότι το αεροβάπτισμα πρέπει να
θεωρείται πλέον ως κανόνας στην πράξη της Εκκλησίας.
 Ούτε επειδή έγινε άπαξ αποδεκτό το παιχνίδι του μικρού Αγ. Αθανασίου θεωρείται ότι
κάθε παιδί μπορεί να … βαπτίζει και να χορηγεί σώζουσα Θ. Χάρη !!!
Κατά συνέπεια, το ότι η Εκκλησία δέχεται κατ’ οικονομία ορισμένους πρώην αιρετικούς να
γίνουν μέλη της χωρίς να τους βαπτίζει δε σημαίνει ότι αποδέχεται ως έγκυρο και το βάπτισμα
κάποιου που παραμένει στην αίρεση !
Συμπερασματικά, η Εκκλησία χρησιμοποιώντας τη ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ σε όλους τους
τόνους αποφαίνεται ότι δεν υφίσταται έγκυρο βάπτισμα στην αίρεση, αξιοποιώντας όμως
την ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, όπου δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί η ακρίβεια,
υποδέχεται όσους μετανοημένοι αρνούνται την αίρεση και προσέρχονται στην Εκκλησία
με την τέλεση του ιερού Χρίσματος και τη Θ. Μετάληψη και όχι διά του τριπλού μυστηρίου
της Χριστιανικής μυήσεως (Βάπτισμα-Χρίσμα-Θ. Ευχαριστία).
Ο π. Φλωρόφσκι στη μελέτη «Τα όρια της Εκκλησίας» (σ. 132-140) διατυπώνει την άποψη ότι η
κατ΄εξαίρεση αυτή πράξη της Εκκλησίας δε γίνεται για λόγους μόνο «ποιμαντικής παιδαγωγίας
και συγκαταβάσεως». Διατυπώνοντας κάποιους συλλογισμούς αρνείται την «κατ’ οικονομία»
αιτιολόγηση της εκκλησιαστικής αυτής πράξεως και καταλήγει : «Η “κατ’ οικονομία” εξήγησις
των κανόνων τούτων [Σ.Σ. που εξαιρούν από τον κανόνα του βαπτίσματος ορισμένες αιρέσεις]
πρέπει λοιπόν να θεωρείται ως απίθανος» (σ. 138) και λίγο πιο κάτω σημειώνει : «Η “κατ’
οικονομίαν” ερμηνεία των κανόνων θα ήτο πειστική και εύλογος μόνον εάν είχεν αποδείξεις
αμέσους και τελείως σαφείς. Αλλ’ αύτη στηρίζεται γενικώς επί δεδομένων εμμέσων και προ
παντός επί υποθέσεων και συμπερασμάτων. Η “κατ’ οικονομία” ερμηνεία δεν αποτελεί
διδακαλίαν της Εκκλησίας. Δεν είναι ειμή προσωπική “θεολογική άποψις”, πολύ μεταγενεστέρα
6
και αμφισβητήσιμος, δημιουργηθείσα εις περίοδον θεολογικής παρακμής και εξ επειγομένης
επιθυμίας να διακριθώμεν σαφώς από της ρωμαϊκής θεολογίας…» (σ. 140) !
Νομίζω ότι εδώ ο μεγάλος Θεολόγος και μελετητής της εκκλησιαστικής ιστορίας π. Φλωρόφσκι
σφάλλει, ή για να χρησιμοποιήσω την αναφορά του Μ. Βασιλείου για τον Αγ. Διονύσιο
Αλεξανδρείας : «εἰ καὶ τὸν μέγαν Διονύσιον (γράφε Φλωρόφσκι) τοῦτο παρέλαθεν, ἀλλ᾿ ἡμῖν οὐ
φυλακτέον τὴν μίμησιν τοῦ σφάλματος, τὸ γὰρ ἄτοπον, αὐτόθεν πρόδηλον καὶ πᾶσιν ἐναργές».
Και η αναφορά του π. Φλωρόφσκι ότι «η “κατ’ οικονομία” ερμηνεία δεν αποτελεί διδακαλίαν της
Εκκλησίας», αλλά είναι «προσωπική “θεολογική άποψις”, πολύ μεταγενεστέρα και
αμφισβητήσιμος», που δημιουργήθηκε «εις περίοδον θεολογικής παρακμής και εξ επειγομένης
επιθυμίας να διακριθώμεν σαφώς από της ρωμαϊκής θεολογίας» είναι οπωσδήποτε «σφάλμα»
«ἄτοπον, αὐτόθεν πρόδηλον καὶ πᾶσιν ἐναργές» !
Αν μελετήσουμε τα σχετικά πατερικά και κανονικά κείμενα βλέπουμε ότι απ’ αρχής του
προβληματισμού, και όχι μόνο «πολύ μεταγενέστερα» «εις περίοδον θεολογικής παρακμής και εξ
επειγομένης επιθυμίας να διακριθώμεν σαφώς από της ρωμαϊκής θεολογίας» (!!!) η Ορθόδοξη
Εκκλησία τα θέματα της επιστροφής των αιρετικών τα κανόνιζε στο πνεύμα της οικονομίας. Οι
Πατέρες ήσαν ιδιαίτερα πρόθυμοι να εφαρμόσουν πολλαπλώς την οικονομία όταν κάποιος
αιρετικός αρνηθεί την πλάνη και θελήσει να επιστρέψει στην Εκκλησία. Η φράση του Αγ.
Κυρίλλου Αλεξανδρείας «οικονομίας ένεκα μη ακριβολογούμενοι σφόδρα περί
τους μεταγιγνώσκοντας. Οικονομίας γαρ, ως έφην, δείται το πράγμα πολλής»
είναι το σύνθημα της πατερικής πρακτικής για τους «επιστρέφοντας εκ πλάνης αιρέσεως» !
Διότι η Εκκλησία είχε και έχει απόλυτη συνείδηση της ανθρώπινης ατέλειας και αδυναμίας
καθώς και της δαιμονικής κακίας : «οικονομία εστί μίμησις της θείας φιλανθρωπίας,
αρπάζουσα εκ στόματος του καθ’ ημών ωρυομένου θηρός τον μέλλοντα τω εκείνου ολεθρίω
καταπίνεσθαι στόματι», όπως λέει ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Άγ. Νικόλαος ο Μυστικός. Στο
ίδιο πνεύμα γράφει και ο Δημ. Χωματιανός : «προτιθέμενοι την οικονομίαν, προς το μη
καταβαλείν, αλλά κερδήσαι ηρέμα και κατά μικρόν τους αδελφούς, υπέρ ων ο κοινός Σωτήρ και
Δεσπότης ημών το εαυτού αίμα εξέχεεν», ενώ κατά τον 5ο Κανόνα της εν Αγκύρα Συνόδου «τους
δε Επισκόπους εξουσίαν έχειν, τον τρόπον της επιστροφής δοκιμάσαντας» (δεν αφορά μόνο αιρετικό).
Όλη αυτή την προβληματική της πλήρους ακυρότητος των αιρετικών «μυστηρίων», αλλά και της
κατ’ οικονομία εκκλησιαστικής πράξεως τη συγκεφαλαιώνει ο Μ. Βασίλειος στην κανονική
επιστολή του προς τον Ικονίου Αγ. Αμφιλόχιο, που επικυρώθηκε ως 1ος Κανόνας του από τρεις
Οικουμενικές Συνόδους και ως εκ τούτου αποτελεί ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ :
Ο Ουρανοφάντωρ αναλύει αρχικά τη διαφορά μεταξύ αιρέσεως (διαφορές σε θέματα πίστεως,
δόγματος), σχίσματος (διαφορές όχι σε θέματα πίστεως, αλλά σε θέματα εκκλησιαστικής τάξεως, πρβλ
Παλαιοημερολογίτες) και παρασυναγωγής (σύναξη που τελείται με ευθύνη ανυποτάκτου κληρικού, πχ έχει
επιβληθεί κανονικό επιτίμιο και ο κληρικός το αρνείται) και κατατάσσει τις θρησκευτικές ομάδες της
εποχής εκείνης στις τρεις αυτές κατηγορίες. Η θεολογική ακρίβεια, αλλά και η διάκριση και
έμπονη ποιμαντική μέριμνα του Αγίου φαίνεται στη στάση που τηρεί έναντι των
σχισματικών ομάδων που υπήρχαν τότε ! Λέει ο Μέγας Καππαδόκης : Οι παλαιοί Πατέρες
των Συνόδων υπό τον Αγ. Κυπριανό Καρχηδόνος και Αγ. Φιρμιλιανό Καισαρείας έκριναν τους
σχισματικούς όπως και τους αιρετικούς «πάντας μιᾷ ψήφῳ ὑποβαλεῖν», επειδή ευρίσκονται και
αυτοί εκτός της Εκκλησίας ! Και επεξηγεί το γιατί στο θέμα της εγκυρότητος του βαπτίσματος
οι αιρετικοί και οι σχισματικοί αντιμετωπίζονται το ίδιο από την θεολογία της Εκκλησίας, όπως
διατυπώθηκε στην μέχρι αυτόν εκκλησιαστική παράδοση : «ἀλλ᾿ ἔδοξε τοῖς ἀρχαίοις, τοῖς περὶ
7
Κυπριανὸν λέγω καὶ Φιρμιλιανὸν τὸν ἡμέτερον, τούτους πάντας μιᾷ ψήφῳ ὑποβαλεῖν· … Διότι
ἡ μὲν ἀρχὴ τοῦ χωρισμοῦ διὰ σχίσματος γέγονεν, οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον
τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ἑαυτούς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν
ἀκολουθίαν. Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας
καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ,
ἀποῤῥαγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε
ἠδύνατο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι· διὸ ὡς παρὰ λαϊκῶν
βαπτιζομένους τοὺς, παρ᾿ αὐτῶν ἐκέλευσαν, ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τῶ ἀληθινῷ
βαπτίσματι τῷ τῆς Ἐκκλησίας ἀνακαθαίρεσθαι».
Αλήθεια, μπορεί να υπάρχει σαφέστερη θεολογική θέση ;
Και συνεχίζει αμέσως ο Μέγας Καππαδόκης αναφορικά με το πρακτέο : Όμως, ανάλογα με τις
ποιμαντικές ανάγκες κάθε περιοχής, «δεῖ τῷ ἔθει τῷ καθ᾿ ἑκάστην χώραν ἕπεσθαι». Στην Ασία,
π.χ. που υπήρχαν πάρα πολλοί σχισματικοί που επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην Εκκλησία
και ορισμένοι έκαναν χρήση της οικονομίας «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν» και δεν τους
αναβάπτιζαν, ας γίνει αυτή η κατ’ οικονομία πρακτική τους αποδεκτή ! Ακολούθως αναφέρεται
στους Εγκρατίτες (ακραίοι Γνωστικοί), οι οποίοι προσάρμοσαν το τελετουργικό του «βαπτίσματος»
τους σύμφωνα με αυτό της Εκκλησίας, για τους οποίους όμως δεν υπάρχει κάποια απόφαση για
χρήση της οικονομίας και συνεπώς, κατά τον Μ. Βασίλειο, προτείνεται ο (ανα)βαπτισμός. Όμως,
συνεχίζει ο Άγιος, αν αυτή η πρότασή μου πρόκειται να γίνει εμπόδιο εν «τη καθόλου
οικονομία» τότε ας ακολουθήσουμε την συνήθεια των Πατέρων που αξιοποιούν την κατ’
οικονομία πράξη, διότι φοβούμαι μήπως εξ αιτίας της αυστηρής προτάσεως για (ανα)βαπτισμό
γίνουμε εμπόδιο στη σωτηρία τους («Ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον
ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καὶ τοῖς οἴκονομήσασι τὰ καθ᾽ ἡμᾶς Πατράσιν
ἀκολουθητέον. Ὑφόρομαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν
ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σῳζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν») !

Μία παρένθεση στο κείμενο του Μ. Βασιλείου :


 Ο μέγιστος Θεολόγος Βασίλειος δεν αποφαίνεται ερήμην της προ αυτού πατερικής παραδόσεως, αλλά
ανατρέχει σ’ αυτή και εκεί τεκμηριώνει τη δική του συμβολή !
 Αναφέρεται γενικά στους προ αυτού Πατέρες αλλά εκτός από τον προκάτοχό του στο θρόνο της
Καισαρείας Αγ. Φιρμιλιανό, επικαλείται μόνο τον Αγ. Κυπριανό – δυτικό Πατέρα που έγραψε λατινιστί – ο
οποίος ήταν ήδη καθιερωμένος στη συνείδηση της Εκκλησίας ως εκφραστής του φρονήματός της ! Καθόλου
δεν μνημονεύει ως εκκλησιαστική θέση τη γνώμη του πάπα Στεφάνου ! Η θέση του Αγ. Κυπριανού είναι
ήδη πίστη της Καθολικής Εκκλησίας και προ της επικυρώσεώς της από Οικουμενικές Συνόδους !

Ενδιαφέρων είναι και ο προβληματισμός του ίδίου Πατρός, όπως καταγράφεται στον 47ο κανόνα
του (και αυτός επικυρωμένος από Οικουμενικές Συνόδους). Αναφερόμενος σε αιρετικές και
σχισματικές ομάδες τις οποίες οι Εκκλησίες της Ασίας και της Ρώμης δεν (ανα)βάπτιζαν εξηγεί
ότι αυτό δε γίνεται για θεολογικούς λόγους, αλλά «οικονομίας τινός ένεκα». Μάλιστα
προτείνει επανεξέταση αυτής της πρακτικής κατόπιν αποφάσεως Τοπικής Συνόδου Επισκόπων
(«ἐὰν ἀρέσκῃ τοῦτο, δεῖ πλείονας ἐπισκόπους ἐν ταυτῷ γενέσθαι καὶ οὕτως ἐκθέσθαι τὸν
κανόνα»).
Ο Μ. Βασίλειος λοιπόν με σαφήνεια διακρίνει τη θεολογική ακρίβεια από την ποιμαντική ,
κατ’ οικονομία, πράξη της Εκκλησίας. Συνεπώς, εξετάζοντας τα συμπεράσματα του
π. Φλωρόφσκι σε συνάφεια με την κανονική επιστολή του Μ. Βασιλείου μπορούμε με
8
βεβαιότητα να πούμε ότι «η “κατ’ οικονομίαν” ερμηνεία των κανόνων» και της συναφούς
εκκλησιαστικής πράξεως,
 είναι διδασκαλία της αρχαίας Εκκλησίας και όχι «πολύ μεταγενεστέρα» !
 έχει διατυπωθεί στην εποχή θεολογικής ακμής, στο χρυσό αιώνα της Πατερικής
Θεολογίας, και όχι «εις περίοδον θεολογικής παρακμής» !
 υποστηρίχθηκε από μεγάλους θεολόγους επιπέδου Μ. Βασιλείου και εγκρίθηκε από τρεις
Οικουμενικές Συνόδους !
 πηγάζει από την ίδια την ουσία της Εκκλησίας και όχι «εξ επειγομένης επιθυμίας να
διακριθώμεν σαφώς από της ρωμαϊκής θεολογίας» ! και κυρίως
 είναι η θεολογική και ποιμαντική θέση της Εκκλησίας που έχει επικυρωθεί από την
ανώτατη εκκλησιαστική αυθεντία, τις Οικουμενικές Συνόδους και δεν είναι «προσωπική
“θεολογική άποψις”» και μάλιστα «αμφισβητήσιμος»!
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τα ανωτέρω στοιχεία, για να παραφράσουμε τα συμπεράσματα
του π. Φλωρόφσκι, «η “κατ’ οικονομίαν” ερμηνεία των κανόνων είναι πειστική και εύλογος διότι
έχει αποδείξεις αμέσους και τελείως σαφείς. Επειδή αύτη δεν στηρίζεται γενικώς επί δεδομένων
εμμέσων και προ παντός επί υποθέσεων και συμπερασμάτων», αλλά στη ρητή και κατηγορηματική
διδασκαλία των πατέρων και σε αποφάσεις τριών Οικουμενικών Συνόδων ! ο τυχόν αντίθετος
ισχυρισμός είναι οπωσδήποτε σφάλμα «ἄτοπον, αὐτόθεν πρόδηλον καὶ πᾶσιν ἐναργές», ακόμα
και αν προέρχεται από ένα «μέγα», όπως σημειώνει για συναφή περίπτωση ο Μ. Βασίλειος !
Συμπερασματικά :
1. Για την Ορθόδοξη Θεολογία δεν υφίστανται έγκυρα μυστήρια στις αιρέσεις και τα
σχίσματα, διότι εκεί δεν ενεργεί η τελετουργική των μυστηρίων Χάρις του Αγ.
Πνεύματος. Όλοι οι μεγάλοι Πατέρες και εκκλησιαστικοί Συγγραφείς και οι
Οικουμενικές Σύνοδοι ομογνωμούν απολύτως.
2. Η εκκλησιαστική πρακτική εμφορουμένη από το πνεύμα οικονομίας, που διέπει όλη
την ποιμαντική πράξη της Εκκλησίας, χωρίς να παραβλέπει τη θεολογική ακρίβεια
και χωρίς να αναγνωρίζει εγκυρότητα στα «μυστήρια» των αιρετικών ή
σχισματικών, κάνει δεκτούς τους μετανοημένους αιρετικούς όχι με το τριπλό
μυστήριο της Χριστιανικής μυήσεως (Βάπτισμα-Χρίσμα-Θ. Ευχαριστία), αλλά μόνο
με Χρίσμα και Θ. Ευχαριστία.
3. Η «κατ’ οικονομία» πράξη της Εκκλησίας για ορισμένες ομάδες με κανένα τρόπο δε
υποδηλώνει ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία οι ομάδες αυτές δεν είναι αιρέσεις.
Θυμίζω ότι και οι Αρειανοί και Μακεδονιανοί γίνονταν κατ’ οικονομία δεκτοί χωρίς
(ανα)βαπτισμό, χωρίς κανένας να ισχυριστεί ότι αυτοί δεν είναι αιρετικοί !
Είναι προφανές ότι η όλη προβληματική περί του «βαπτίσματος» των αιρετικών έχει τις ρίζες
της στις απαρχές της πατερικής θεολογίας, αλλά και στη σημερινή εκκλησιαστική πράξη και
θεολογία είναι εξαιρετικά επίκαιρη λόγω των διαχριστιανικών επαφών. Η σύγχρονη θεολογική
και ποιμαντική προβληματική οφείλει να αντιμετωπίζει τα σημερινά δεδομένα, χωρίς όμως να
αφίσταται των θεολογικών αρχών και προϋποθέσεων που έχουν καθοριστεί από την πατερική
θεολογία και πράξη ! Στο τρίτο μέρος του προβληματισμού μας θα προσεγγίσουμε το σήμερα
της εκκλησιαστικής πράξεως.

Πάτρα 27.5.2010
π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος

You might also like