Professional Documents
Culture Documents
Το ''Βάπτισμα'' των Αιρετικών στη Θεολογία και την Πράξη της Εκκλησίας
Το ''Βάπτισμα'' των Αιρετικών στη Θεολογία και την Πράξη της Εκκλησίας
π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών
τηλ. 6945-377621, agotsopo@gmail.com
Σημειώνεται ότι η κατ’ οικονομία εξαίρεση από τον κανόνα του (ανα)βαπτίσματος ισχύει μόνο
για πολύ μικρό αριθμό συγκεκριμένων αιρέσεων (μόλις 10 αιρέσεις) από τις εκατοντάδες
που υπήρξαν την εποχή των Οικουμενικών Συνόδων. Για τις υπόλοιπες ισχύει ο κανόνας
του κανονικού βαπτίσματος.
Θα πρέπει να προσεχθεί ότι και σε αυτές τις περιπτώσεις των λιγοστών αιρέσεων πουθενά η
Εκκλησία δεν αναγνώρισε ως έγκυρο το αιρετικό «βάπτισμα» καθ’ εαυτό, αλλά η Εκκλησία
έκρινε, αρμοδίως και κυριαρχικώς αποφαινομένη εν Οικουμενικαίς Συνόδοις, ότι μπορούν να
γίνουν αποδεκτοί ως μέλη του Σώματός Της οι προερχόμενοι από τις συγκεκριμένες αυτές
5
αιρέσεις όχι δια του τριπλού μυστηρίου της χριστιανικής μυήσεως (Βάπτισμα-Χρίσμα-Θ.
Ευχαριστία), αλλά μόνο διά Χρίσματος και Θ. Ευχαριστίας. Δεν υπάρχει δηλαδή αναγνώριση
του αιρετικού «βαπτίσματος» ως παρέχον Πνεύμα Άγιο και σώζουσα Θ. Χάρη, ενόσω κάποιος
παραμένει εν τη αιρέσει.
Αυτή η κατ’ οικονομία εξαίρεση από τον κανόνα του βαπτίσματος-χρίσματος-Θ. Ευχαριστίας ως
της αποκλειστικής οδού εντάξεως στο Σώμα του Χριστού την έχει εφαρμόσει η Εκκλησία και σε
άλλες περιπτώσεις, διότι Αυτή έχει το δικαίωμα να κρίνει πώς θα εισάγονται τα νέα μέλη στο
Σώμα Της. Έτσι έκρινε ότι μπορεί κάποιος να θεωρείται ενταγμένος στο Σώμα του Χριστού
χωρίς καν να βαπτισθεί :
Το δι’ αίματος «βάπτισμα» ασφαλώς δεν είναι βάπτισμα. Και όμως η Εκκλησία αυτό το
θεωρεί ως έγκυρο τρόπο εισαγωγής νέου μέλους στο Σώμα του Χριστού, δηλ. ως
βάπτισμα !
Το αεροβάπτισμα, ασφαλώς δεν είναι βάπτισμα. Και όμως η Εκκλησία κρίνει ότι το
βρέφος που θα το δεχθεί είναι Χριστιανός !
Το «βάπτισμα» που τέλεσε ο μικρός Αθανάσιος (ο μετέπειτα Μ. Αθανάσιος) δεν ήταν κατ’
ακρίβεια βάπτισμα, αλλά έγινε αποδεκτό ως κατ’ οικονομία.
Ενδιαφέρων είναι και ο προβληματισμός του ίδίου Πατρός, όπως καταγράφεται στον 47ο κανόνα
του (και αυτός επικυρωμένος από Οικουμενικές Συνόδους). Αναφερόμενος σε αιρετικές και
σχισματικές ομάδες τις οποίες οι Εκκλησίες της Ασίας και της Ρώμης δεν (ανα)βάπτιζαν εξηγεί
ότι αυτό δε γίνεται για θεολογικούς λόγους, αλλά «οικονομίας τινός ένεκα». Μάλιστα
προτείνει επανεξέταση αυτής της πρακτικής κατόπιν αποφάσεως Τοπικής Συνόδου Επισκόπων
(«ἐὰν ἀρέσκῃ τοῦτο, δεῖ πλείονας ἐπισκόπους ἐν ταυτῷ γενέσθαι καὶ οὕτως ἐκθέσθαι τὸν
κανόνα»).
Ο Μ. Βασίλειος λοιπόν με σαφήνεια διακρίνει τη θεολογική ακρίβεια από την ποιμαντική ,
κατ’ οικονομία, πράξη της Εκκλησίας. Συνεπώς, εξετάζοντας τα συμπεράσματα του
π. Φλωρόφσκι σε συνάφεια με την κανονική επιστολή του Μ. Βασιλείου μπορούμε με
8
βεβαιότητα να πούμε ότι «η “κατ’ οικονομίαν” ερμηνεία των κανόνων» και της συναφούς
εκκλησιαστικής πράξεως,
είναι διδασκαλία της αρχαίας Εκκλησίας και όχι «πολύ μεταγενεστέρα» !
έχει διατυπωθεί στην εποχή θεολογικής ακμής, στο χρυσό αιώνα της Πατερικής
Θεολογίας, και όχι «εις περίοδον θεολογικής παρακμής» !
υποστηρίχθηκε από μεγάλους θεολόγους επιπέδου Μ. Βασιλείου και εγκρίθηκε από τρεις
Οικουμενικές Συνόδους !
πηγάζει από την ίδια την ουσία της Εκκλησίας και όχι «εξ επειγομένης επιθυμίας να
διακριθώμεν σαφώς από της ρωμαϊκής θεολογίας» ! και κυρίως
είναι η θεολογική και ποιμαντική θέση της Εκκλησίας που έχει επικυρωθεί από την
ανώτατη εκκλησιαστική αυθεντία, τις Οικουμενικές Συνόδους και δεν είναι «προσωπική
“θεολογική άποψις”» και μάλιστα «αμφισβητήσιμος»!
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τα ανωτέρω στοιχεία, για να παραφράσουμε τα συμπεράσματα
του π. Φλωρόφσκι, «η “κατ’ οικονομίαν” ερμηνεία των κανόνων είναι πειστική και εύλογος διότι
έχει αποδείξεις αμέσους και τελείως σαφείς. Επειδή αύτη δεν στηρίζεται γενικώς επί δεδομένων
εμμέσων και προ παντός επί υποθέσεων και συμπερασμάτων», αλλά στη ρητή και κατηγορηματική
διδασκαλία των πατέρων και σε αποφάσεις τριών Οικουμενικών Συνόδων ! ο τυχόν αντίθετος
ισχυρισμός είναι οπωσδήποτε σφάλμα «ἄτοπον, αὐτόθεν πρόδηλον καὶ πᾶσιν ἐναργές», ακόμα
και αν προέρχεται από ένα «μέγα», όπως σημειώνει για συναφή περίπτωση ο Μ. Βασίλειος !
Συμπερασματικά :
1. Για την Ορθόδοξη Θεολογία δεν υφίστανται έγκυρα μυστήρια στις αιρέσεις και τα
σχίσματα, διότι εκεί δεν ενεργεί η τελετουργική των μυστηρίων Χάρις του Αγ.
Πνεύματος. Όλοι οι μεγάλοι Πατέρες και εκκλησιαστικοί Συγγραφείς και οι
Οικουμενικές Σύνοδοι ομογνωμούν απολύτως.
2. Η εκκλησιαστική πρακτική εμφορουμένη από το πνεύμα οικονομίας, που διέπει όλη
την ποιμαντική πράξη της Εκκλησίας, χωρίς να παραβλέπει τη θεολογική ακρίβεια
και χωρίς να αναγνωρίζει εγκυρότητα στα «μυστήρια» των αιρετικών ή
σχισματικών, κάνει δεκτούς τους μετανοημένους αιρετικούς όχι με το τριπλό
μυστήριο της Χριστιανικής μυήσεως (Βάπτισμα-Χρίσμα-Θ. Ευχαριστία), αλλά μόνο
με Χρίσμα και Θ. Ευχαριστία.
3. Η «κατ’ οικονομία» πράξη της Εκκλησίας για ορισμένες ομάδες με κανένα τρόπο δε
υποδηλώνει ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία οι ομάδες αυτές δεν είναι αιρέσεις.
Θυμίζω ότι και οι Αρειανοί και Μακεδονιανοί γίνονταν κατ’ οικονομία δεκτοί χωρίς
(ανα)βαπτισμό, χωρίς κανένας να ισχυριστεί ότι αυτοί δεν είναι αιρετικοί !
Είναι προφανές ότι η όλη προβληματική περί του «βαπτίσματος» των αιρετικών έχει τις ρίζες
της στις απαρχές της πατερικής θεολογίας, αλλά και στη σημερινή εκκλησιαστική πράξη και
θεολογία είναι εξαιρετικά επίκαιρη λόγω των διαχριστιανικών επαφών. Η σύγχρονη θεολογική
και ποιμαντική προβληματική οφείλει να αντιμετωπίζει τα σημερινά δεδομένα, χωρίς όμως να
αφίσταται των θεολογικών αρχών και προϋποθέσεων που έχουν καθοριστεί από την πατερική
θεολογία και πράξη ! Στο τρίτο μέρος του προβληματισμού μας θα προσεγγίσουμε το σήμερα
της εκκλησιαστικής πράξεως.
Πάτρα 27.5.2010
π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος