Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 1

[Λεξικό Τριανταφυλλίδης]

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Πίνακας Ρ1

Ρ1α Ενεργητική φωνή


ενεστ. οριστ./υποτ. κλειδώνω κλειδώνεις κλειδώνε
προστ. κλείδωνε κλειδώνετε
μτχ. κλειδώνοντας
πρτ. οριστ. κλείδωνα κλείδωνες κλείδωνε
αόρ. οριστ. κλείδωσα κλείδωσες κλείδωσε
υποτ. κλειδώσω κλειδώσεις κλειδώσει κλειδώσο
προστ. κλείδωσε κλειδώστε
απαρέμφ. κλειδώσει
πρκ. οριστ. έχω κλειδώσει (ή έχω κλειδωμένο)
υποτ. να έχω κλειδώσει (ή να έχω κλειδωμένο)
εξακολ. μέλλ. θα κλειδώνω
στιγμ. μέλλ. θα κλειδώσω
υπερσ. είχα κλειδώσει ( ή είχα κλειδωμένο )
συντελ. μέλλ. θα έχω κλειδώσει (ή θα έχω κλειδωμένο)
P1β Παθητική φωνή
ενεστ. οριστ./υποτ. κλειδώνομαι κλειδώνεσαι κλειδώνε
προστ. (κλειδώνου) (κλειδώνεστε)
πρτ. οριστ. κλειδωνόμουν κλειδωνόσουν κλειδωνό
αόρ. οριστ. κλειδώθηκα κλειδώθηκες κλειδώθη
υποτ. κλειδωθώ κλειδωθείς κλειδωθεί κλειδωθο
προστ. κλειδώσου κλειδωθείτε
απαρέμφ. κλειδωθεί
πρκ. οριστ. έχω κλειδωθεί (ή είμαι κλειδωμένος)
υποτ. να έχω κλειδωθεί (ή να είμαι κλειδωμένος)
μτχ. κλειδωμένος
εξακολ. μέλλ. θα κλειδώνομαι
στιγμ. μέλλ. θα κλειδωθώ
υπερσ. είχα κλειδωθεί (ή ήμουν κλειδωμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω κλειδωθεί ( ή θα είμαι κλειδωμένος)

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 1 / 1

You might also like