Toeic Vocabulary

You might also like

Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 2

Toeic Vocabulary

lay up ακινητοποιώ
lay off απολύω (προσωρινά)
reckon εκλαμβάνω, θεωρώ,
persist εμμένω (πεισματικά) επιμένω
insist επιμένω
vacancy δωμάτιο ελεύθερο προς ενοικίαση/κενή θέση
boundary όριο, σύνορο, μεθοριακή γραμμή
turn over αναποδογυρίζω τζιράρω.
inquiry έρευνα, διερεύνηση
employment απασχόληση
requirement αίτημα, απαίτηση
requirements for.. οι προϋποθέσεις για.. # τα απαιτούμενα για...
invention ως πράξη και περιεχόμενο:) εφεύρεση
investment plan επενδυτικό πρόγραμμα
investment επένδυση:
knock off κάνω έκπτωση
widespread ευρύτατα διαδεδομένος, εκτεταμένος, καθολικός
float πλωτήρας επιπλέω:
plunge προκαλώ ή υφίσταμαι βύθιση, βύθιση, κατάδυση
bankruptcy πτώχευση, χρεοκοπία
disintegration αποσύνθεση, διάλυση, κατακερματισμός
failure αποτυχία
embargo επιβάλλω εμπάργκο , εμπορικός αποκλεισμός
embrace αγκάλιασμα, αγκαλιάζω
merge συνενώνω-ομαι
embark επιβιβάζω-ομαι (σε πλοίο ή αεροσκάφος
liability υποχρέωση
tear ξεσχίζω, σχίζω
assume θεωρώ αληθές ή συμπεραίνω εκ προοιμίου,
warranty έγγραφη εγγύηση
reliability αξιοπιστία
wear ένδυση, αμφίεση
quandary αμηχανία, αδιέξοδο, "δίλημμα
quantity μετρήσιμη) ποσότητα
identical πανομοιότυπος, απαράλλακτος
peak κορυφή, ακρώρεια
saying φράση παροιμιακή, απόφθεγμα, ρήση, ρητό
telling που έχει εντυπωσιακές επιπτώσεις
stand out διακρίνομαι # εξέχω # ξεχωρίζω
stand out against.. αντιστέκομαι σε.. # προβάλλω αντίσταση σε...
come over διαβαίνω # διαπεραιώνομαι # διασχίζω
run through διατρέχω # επισκοπώ # συνοψίζω
run through the main events επισκοπώ τα κυριώτερα γεγονότα
sit in sackcloth and ashes μετανοώ πικρά
revenue εισόδημα, έσοδο, "πόρος", (οικονομική) πρόσοδος
reimburse αποδίδω/επιστρέφω χρήματα

1
suffice επαρκώ, αρκώ, φτάνω
eligible εκλέξιμος # κάτοχος των απαιτούμενων προϋποθέσεων
efficacious δραστικός, αποτελεσματικός
populous πολυάνθρωπος
populist λαϊκιστής # επίθ. λαϊκίστικος
conform συμμορφώνομαι
contest ενίσταμαι, προσβάλλω, αμφισβητώ / διαγωνισμός
confine περιορίζω
exhaustive πλήρης, εξαντλητικός, διεξοδικός
extensive μεγάλης έκτασης, εκτεταμένος
call up ανακαλώ στη μνήμη # τηλεφωνώ
elect εκλέγω
likelihood πιθανότητα: in all likelihood κατά πάσα πιθανότητα
compatibility συμβατότητα ή εναρμόνιση
resemblance ομοιότητα
discard απορρίπτω, "πετώ
distort διαστρέφω, διαστρεβλώνω
contrive επινοώ, μηχανεύομαι
construe κατανοώ ή εξηγώ την έννοια ή την πρόθεση (για..),
constrain (εξ)αναγκάζω, υποχρεώνω
convert 1. προσήλυτος 2. νεοφώτιστος
multiple πολλαπλός:
indulge χαρίζομαι, κάνω (το) χατίρι
degrade εξευτελίζω, ταπεινώνω, "μειώνω":
modify επιφέρω (βελτιωτικές) μετατροπές, μετατρέπω
modification μετατροπή:
stand down αποσύρω-ομαι # εγκαταλείπω (βήμα αγορητή κτλ.)
inflexible άκαμπτος, δύσκαμπτος
inconvenient που στερείται ανέσεων ή ευκολιών, άβολος
inaccurate ανακριβής, άστοχος. εσφαλμένος

You might also like