Professional Documents
Culture Documents
1974
1974
ΠΡΩΤΗ ΣΕΙΡΑ
Άνοιξη 37 και 2
Άνοιξη Lone Amour και Liebe
Άνοιξη no nein και non!
Ι
Όπως όταν
βάζουν φωτιά σ' ένα φιτίλι τρίχινο
Τρέχοντας υστέρα μακριά οι άνθρωποι των λατομείων
Και κάνουνε σινιάλα σαν τρελοί
Και μια ριπή του ανέμου άξαφνη σέρνει στις ρεματιές τα ψάθινα
καπέλα τους
Όπως όταν
ένα βιολί ολομόναχο παραμιλάει στα σκοτεινά
Μελαγχολικά η καρδιά του ερωτευμένου ανοίγει την Ασία της
Οι παπαρούνες μες στη λάμψη της χειροβομβίδας
Και τα πέτρινα χέρια μες στις ερημιές που ασάλευτα και τρομερά
δείχνουν κατά την ίδια θέση πάντα
Φωνάζουν
Σημαίνουν
Η ζωή δεν είναι ερημητήριο
Η ζωή δεν αντέχει στη σιωπή
Με θερμοπίδακες και με χιονοστιβάδες πάει ψηλά ή κυλιέται χαμηλά
και ψιθυρίζει λόγια αγάπης
Λόγια που ό,τι κι αν πουν δε λεν ποτέ τους ψέματα
Λόγια που ξεκινούν πουλιά και φτάνουν «πυρ αιθόμενον»
Γιατί δεν έχει δυο στοιχεία ο κόσμος - δε μοιράζεται
Παύλε Πικασσό - κι η χαρά με τη λύπη στο μέτωπο του ανθρώπου
μοιάζουν
Juego de luna y arena - σμίγουν εκεί που ο ύπνος
Αφήνει να μιλούν τα σώματα - εκεί που ζωγραφίζεις
Το Θάνατο ή τον Έρωτα
Ίδια γυμνούς και ανυπεράσπιστους κάτω απ' τα τρομερά ρουθούνια
του Βοριά
Γιατί έτσι μόνο υπάρχεις.
II
III
1948
1953
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
Έχεις μιλήσει ελληνικά
Ως «εις τον έπειτα χρόνον»
1955
ΜΙΚΡΟΝ ΑΝΑΛΟΓΟΝ
ΓΙΑ ΤΟΝ Ν. ΧΑΤΖΗΚΥΡ1ΑΚΟ-ΓΚΙΚΑ
Τόσο μόνον
Όσο χρειάζεται για να λειάνει ένα χαλίκι ο ρόχθος
Ή ν' αποτυπωθεί χαράματα το ψύχος τ' ουρανού
Στο δέρμα ενός μενεξεδένιου σύκου
Κι εκεί
Μακριά στην πούντα του Καιρού
Όπου μαίνεται από τη νοτιά το μαύρο ερημονήσι
Ω γαιώδη άνθρωπε
1958
MOZART : ROMANCE
ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΠΙΑΝΟ ΑΡ. 20, KV 466
1960
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ
Βρέξε βασιλικό τα χέρια σου να δροσιστώ σαν να 'χω μες στα χάδια
σου διαβάσει τις επιστολές του Παύλου
(Σήκωνε το κλουβί
μια δω μια κει
κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη
ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
μια δω μια κει
ο ήλιος κάθε Κυριακή)
Πήραν τους τρεις ανέμους οι βοσκοί κι εσύ τον τέταρτο τραβάς και
φέγγεσαι που να θωρώ πίσω απ' το σώμα σου να τρέχουν όρη και
νησιά του γραίγου όλα τα ερημόλογα και τα κατσούλια της αυλής
όπου μεγάλωσες παραδεισένια
Κι όπως παντού νυχτώνει κάποτε όμως (ίδια μες στην αγάπη) ένα
φωσάκι καταμόναχο φωνάζει «εγώ» «εγώ» κι ούτε τ' ακούει κανέ-
νας μόνο μια θύμηση ανεβαίνει σαν λευκή μορφή καταθαλάσσης
γυρισμένη έτσι κι εσένα
(Κάτασπρο γιασεμί
και μυ- και μυ-
και μυστικέ μου Αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί).
1962
Ο ΦΥΛΛΟΜΑΝΤΗΣ
Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ
Ναυαγισμένο στα ρηχά των άστρων
Το παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια
Και το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω
Πόρτες παράθυρα ανοιχτά
Το παλιό μου σπίτι αδειάζοντας
Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·
ΑΙΩΝΟΣ ΕΙΔΩΛΟΝ
1968
Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρ-
δος Παραδείσου Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που δεν τον
είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ - κάποτε τα στραβά δόντια του άσπρι-
ζαν παράξενα
Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ' τους ανθρώ-
πους κι έβγανε απ' όλους Έναν που του χαμογελούσε τον
Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε
Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν
και να φεύγουν Και μια νύχτα θυμάται σ' ώρα μεγάλης τρικυ-
μίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη μα δεν έστερ-
ξε να του σταθεί
II
Που όλα του τα 'χαν πάρει Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το
τρικράνι του το μυτερό και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσή-
μερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν ζόρικο και πηδη-
χτό βαρκάκι
Και μια φούχτα λουίζα που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κορι-
τσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πως κουρναλίζαν τα νερά του
φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ' τη
θάλασσα...)
Μεσημέρι από νύχτα Και μήτ' ένας πλάι του Μονάχα οι λέξεις
του οι πιστές που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν' αφήσουν μες στο
χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως
Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγο-
ρα οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατα-
κόκκινες απ' τα γεράνια
Του 'φερναν Ενώ κάτω απ' τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη κα-
ταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ' αρχαία
και καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεο-
μήτορες επιτιμούσανε
Αυτός
ο τελευταίος Έλληνας!
1969
VILLA NATACHA
Ονειρεύομαι μιαν επανάσταση από το μέρος του κακού και των πο-
λέμων σαν αυτή που έκανε από το μέρος του σκιόφωτος και των απο-
χρώσεων ο Matisse.
II
III
1969
ΕΛΥΤΟΝΗΣΟΣ
ΚΟΙΝΩΣ ΕΛΥΤΟΝΗΣΙ
Χιλιετηρίδες υστέρα
Που το νερό αναπήδησε
Να γίνει κατοικήσιμη ως και η πίκρα
Φαίνονται ακόμα κοίτα
Χαμηλά βουνά ξωκλήσια φάροι
Περασμένα τωρινά μου
Από το μέρος το άγνωστο. Και τώρα;
Στρίβοντας τ' ακρωτήρι σειρές κατεβατές
Τ' αμπέλια μ' ένα γαλαξία πρασίνων του παλιού καιρού. Και πάσπαλη
Φερμένη απ' τις λευκές Μαρίες των κυμάτων
Διακόσια μέτρα φάρδος ολοένα Παράδεισος
1971
ΑΠΟΣΤΙΧΑ ΜΥΣΤΙΚΑ
ΠΑ ΕΝΑΝ ΟΡΘΡΟ ΣΤΟ ΑΣΚΗΤΗΡ1Ο ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΟΥ