Professional Documents
Culture Documents
ΚΥΡΩΣΗ
ΚΥΡΩΣΗ
N. 2238/1994
KΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΙΝΟΓΛΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ: ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ-ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ
ΑΡΘΡΟ ΠΡΩΤΟ
Κυρώνεται ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, ο οποίος έχει συνταχθεί σύμφωνα
με τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 76 του Συντάγματος, από την
ειδική επιτροπή που συγκροτήθηκε, κατ΄ εξουσιοδότηση των διατάξεων των
άρθρων 105 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α΄ 101) και 34 του Ν. 1914/1990 (ΦΕΚ Α΄ 178), με
την 1156657/1341/0006 από 31 Δεκεμβρίου 1993 (ΦΕΚ Β΄13/1994) απόφαση του Υπ.
Οικονομικών και ο οποίος έχει ως ακολούθως:
2
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΠΙΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ
Άρθρο 1
Αντικείμενο του φόρου
Επιβάλλεται φόρος στο συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει είτε στην
ημεδαπή είτε στην αλλοδαπή και αποκτάται από κάθε φυσικό πρόσωπο για το
οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 2.
Άρθρο 2
Υποκείμενο του φόρου
1. Σε φόρο υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο αποκτά εισόδημα που
προκύπτει στην Ελλάδα ανεξάρτητα από την ιθαγένεια και τον τόπο κατοικίας ή
διαμονής του. Επίσης, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του, σε φόρο υπόκειται κάθε
φυσικό πρόσωπο για τα εισοδήματά του που προκύπτουν στην αλλοδαπή, εφόσον
έχει την κατοικία του στην Ελλάδα.
Άρθρο 3
Χρόνος επιβολής του φόρου
1. Ο φόρος επιβάλλεται κάθε οικονομικό έτος στο εισόδημα που αποκτάται μέσα στο
αμέσως προηγούμενο οικονομικό έτος, κατά τις διακρίσεις που ορίζει αυτός ο
νόμος.
2. Η χρονική διάρκεια του οικονομικού έτους αρχίζει από την 1η /1 και λήγει την
31η/12 του ίδιου ημερολογιακού έτους.
Άρθρο 4
Εισόδημα και εξεύρεση του
1. Εισόδημα στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος είναι το εισόδημα που προέρχεται από
κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτηση του, όπως
αυτό προσδιορίζεται ειδικότερα στα άρθρα 20 έως 51. Ο φόρος αυτού του νόμου, τα
πρόστιμα και οι πρόσθετοι φόροι δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από το
εισόδημα αυτό.
2. Το εισόδημα ανάλογα με την πηγή της προέλευσής του διακρίνεται κατά τις
επόμενες κατηγορίες ως εξής:
Α - Β. Εισόδημα από ακίνητα.
Γ. Εισόδημα από κινητές αξίες.
Δ. Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις.
Ε. Εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις.
ΣΤ. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.
Ζ. Εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων και από κάθε άλλη πηγή.
«Τα οριζόμενα στα προηγούμενα δύο εδάφια δεν εφαρμόζονται για τις επιχειρήσεις των
οποίων τα καθαρά κέρδη προσδιορίζονται εξωλογιστικά»).
(Όπως το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου, για διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).
(Το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
Ειδικά, το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του εισοδήματος από εμπορικές, γεωργικές,
βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που προκύπτει από
τα βιβλία του υποχρέου που τηρούνται επαρκώς και ακριβώς, αν δεν καλύπτεται με
συμψηφισμό θετικού στοιχείου εισοδήματος άλλης πηγής, είτε γιατί δεν υπάρχει τέτοιο
στοιχείο εισοδήματος είτε γιατί αυτό που υπάρχει είναι ανεπαρκές, μεταφέρεται για να
συμψηφισθεί ολόκληρο στην πρώτη περίπτωση ή κατά το υπόλοιπο αυτού στη δεύτερη,
διαδοχικώς στα πέντε (5) επόμενα οικονομικά έτη κατά το υπόλοιπο που απομένει κάθε
φορά, με την προϋπόθεση ότι κατά τα έτη αυτά τα βιβλία του υποχρέου τηρούνται επαρκώς
και ακριβώς).
5...Καταργήθηκε..........................
(Όπως η παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την περ.8 του άρθρου 1
του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από 1/1/1997 και μετα΄)
(Η παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 2238/1994 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "5. Το
καθαρό εισόδημα από κύριες αποδοχές που αποκτούν αποκλειστικά από την άσκηση του
επαγγέλματος τους:
α) Οι συντάκτες οι οποίοι είναι μέλη της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων
Αθηνών, της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Μακεδονίας - Θράκης, της
Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Πελοποννήσου - Νήσων - Ηπείρου, της
Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Θεσσαλίας - Στερεάς Ελλάδας - Εύβοιας και
της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού Τύπου, καθώς και οι δημοσιογράφοι που έχουν
ασφαλιστική κάλυψη ως δημοσιογράφοι στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία για πέντε (5)
τουλάχιστον συνεχή έτη και ο χρόνος ασφάλισης βεβαιώνεται από τα αφαλιστικά ταμεία, οι
οποίοι εργάζονται στις εφημερίδες, στα περιοδικά, στη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, στο
Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών και στα
γραφεία τύπου των κρατικών υπηρεσιών και δεν έχουν την ιδιότητα κου μόνιμου δημόσιου
υπαλλήλου και β) οι εικονολήπτες επικαίρων τηλεόρασης, μειώνεται κατά ποσοστό δέκα
τοις εκατό (10%) στο ποσό του καθαρού εισοδήματος αυτού, για την αντιμετώπιση ειδικών
δαπανών του επαγγέλματος.")
6
6..Καταργήθηκε.......................................................
(Όπως η παρ. 6 του άρθρου 4 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την περ.9 του άρθρου 1
του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από 1/1/1997 και μετά).
(Η παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 2238/1994 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "6. Το
ποσό της κύριας σύνταξης, που καταβάλλεται στα πρόσωπα που αναφέρονται στην
περίπτωση α΄ της προηγούμενης παραγράφου, τα οποία συνταξιοδοτήθηκαν λόγω της
ιδιότητας τους ως διευθυντών σύνταξης, αρχισυντακτών, συντακτών της ύλης κ.λπ. και
μόνο για πη σύνταξη που τους καταβάλλεται από αυτήν την αιτία, γειώνεται κατά ποσοστό
δέκα τοις εκατό (10%) στο καθαρό ποσό αυτής.")
7. Εισοδήματα από την εκμίσθωση ακινήτων και από τόκους δανείων που
θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί κατά τις διατάξεις του παρόντος και τα οποία
αποδεδειγμένα δεν έχουν εισπραχθεί από το δικαιούχο, επιτρέπεται να μη
συνυπολογίζονται στο συνολικό καθαρό εισόδημά του, εφόσον εκχωρηθούν στο
Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα. Η εκχώρηση γίνεται με απλή έγγραφη δήλωση του
υπόχρεου σε φόρο, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη φορολογία του
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μέσα στο οικονομικό έτος στο
οποίο τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται σε φόρο. Μαζί με τη δήλωση αυτή
παραδίνονται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας τα
αποδεικτικά έγγραφα της εκχωρούμενης απαίτησης και με την ίδια δήλωση ο
εκχωρών βεβαιώνει ότι δεν κατέχει κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Το Δημόσιο
υποκαθίσταται στα δικαιώματα του εκχωρητή. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών
καθορίζεται η διαδικασία, ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης εκχώρησης
εισοδημάτων στο Δημόσιο, τα δικαιολογητικά που συνυποβάλλονται με αυτήν, η
διαδικασία βεβαίωσης των ποσών των εισοδημάτων που εκχωρούνται στο
Δημόσιο, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια - που είναι αναγκαία για την εφαρμογή
των διατάξεων αυτής της παραγράφου.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στην παράγραφο 7 του άρθρου 4 με την
παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Ν. 2873/2000).
7
Άρθρο 5
Φορολογία των εισοδημάτων των συζύγων και των ανήλικων τέκνων
1. Κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν κοινή
δήλωση των εισοδημάτων τους, στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που
αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα κάθε ενός συζύγου. Σε αυτή την
περίπτωση, το τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα του εισοδήματος του ενός συζύγου δεν
συμψηφίζεται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου.
2. Ειδικά, το εισόδημα του ενός συζύγου, το οποίο προέρχεται από επιχείρηση που
εξαρτάται οικονομικά από τον άλλο σύζυγο, προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου
συζύγου και φορολογείται στο όνομά του.
3. Το εισόδημα των ανήλικων τέκνων προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που
έχει το μεγαλύτερο συνολικό εισόδημα και φορολογείται στο όνομά του. Αν οι γονείς
έχουν ίσο ποσό συνολικού εισοδήματος, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου
προστίθεται στο εισόδημα του πατέρα και φορολογείται στο όνομά του. Αν ο
υπόχρεος γονέας δεν έχει τη γονική μέριμνα, το εισόδημα προστίθεται στα
εισοδήματα του άλλου γονέα και φορολογείται στο όνομά του.
Τα προηγούμενα εδάφια έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση που το εισόδημα των
ανηλίκων τέκνων προέρχεται από ακίνητα που περιήλθαν σε αυτά από ανιόντες, στους
οποίους είχαν μεταβιβασθεί από τους γονείς των ανηλίκων (προστέθηκε με με την παρ. 1 του
άρθρου 1 ν.3763/09 και ισχέι από από οικ. Έτος 2010)
Άρθρο 6
Απαλλαγές από το φόρο
1. Απαλλάσσονται από το φόρο προσωπικά και με τον όρο της αμοιβαιότητας:
(Η περ.γ΄ της παρ. 2 του άρθ. 6 του Ν. 2238/1994 πρίν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«γ. Το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από τη δωρεάν παραχώρηση της χρήσης
κατοικίας από το γονέα που έχει την κυριότητα ή την επικαρπία αυτής προς τα τέκνα του ή
από τα τέκνα που έχουν την κυριότητα ή την επικαρπία αυτής προς τους γονείς τους,
προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία.»)
(Όπως μετά την κατάργηση των περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄, η περίπτωση ιε΄
αναριθμήθηκε σε θ΄ με την παρ. 6 του άρθρου 2 του 3091/2002. Η κατάργηση των
περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄ ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του
ιδίου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, ήτοι 24/12/2002 και μετά).
ι) Τα κέρδη αμοιβαίων κεφαλαίων του Ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α) και του Ν. 2778/1999
(ΦΕΚ 295 Α), καθώς και η πρόσθετη αξία που αποκτούν οι μεριδιούχοι αυτών των
αμοιβαίων κεφαλαίων από την εξαγορά των μεριδίων τους σε τιμή ανώτερη της
τιμής κτήσης, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 33
του Ν. 3283/2004 και της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του Ν. 2778/1999. Η πιο
πάνω απαλλαγή ισχύει και για τα αμοιβαία κεφάλαια που είναι εγκατεστημένα σε
άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε κράτος του Ευρωπαϊκού
Οικονομικού Χώρου / Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΟΧ/ΕΖΕΣ).
(Όπως η περ. ι΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 1
του άρθρου 8 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από
την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-
2004).
(Η περ. ι΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«ι) Τα κέρδη αμοιβαίων κεφαλαίων του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167/Α΄ και του Ν. 2778/1999
(ΦΕΚ 295/Α΄), καθώς και η πρόσθετη αξία που αποκτούν οι μεριδιούχοι αυτών των
αμοιβαίων κεφαλαίων από την εξαγορά των μεριδίων τους σε τιμή ανώτερη της τιμής
κτήσης, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του Ν.
1969/1991 και της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του Ν. 2778/1999. Η πιο πάνω απαλλαγή
ισχύει και για τα αμοιβαία κεφάλαια που έχουν συσταθεί σε άλλο κράτος μέλος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης»).
(Όπως η περίπτωση ι΄ προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης
αυτού ήτοι 24/12/2002 και μετά).
(Οι περίπτωσεις γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄ της παρ. 3 πριν την κατάργησή τους είχαν ως εξής:
γ. Οι τόκοι καταθέσεων στεγαστικού ταμιευτηρίου, εφόσον το προϊόν τους χρησιμοποιείται
αποκλειστικώς για την εξασφάλιση στεγαστικών δανείων.
δ. Οι τόκοι καταθέσεων σε δραχμές μετατρέψιμες σε συνάλλαγμα, στις οποίες όμως δεν
περιλαμβάνονται οι τόκοι των ομολόγων ή καταθέσεων ή ομολογιακών δανείων με ρήτρα
ξένου νομίσματος.
στ. Οι τόκοι προθεσμιακών καταθέσεων, που έχουν συναφθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1990
και για το χρονικό διάστημα μέχρι την πρώτη ανανέωσή τους μετά από αυτήν την
ημερομηνία.
ζ. Οι τόκοι καταθέσεων σε δραχμές μη κατοίκων Ελλάδας.
ιβ. Οι τόκοι ομολογιακών δανείων που εκδίδονται από δήμους και κοινότητες.
ιδ. Οι τόκοι των εντόκων τίτλων που εκδίδονται στην Ελλάδα, με τις εγκρίσεις που
προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το Διεθνή
13
α. Τα κέρδη από την εκμετάλλευση πλοίων, τα οποία υπόκεινται στον ειδικό φόρο
για τα πλοία, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά.
Άρθρο 4
Κατάργηση και τροποποίηση φοροαπαλλαγών
Οι διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παρ.4 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται
β. Τα κέρδη από τη λιανική πώληση καπνού ή από την άσκηση του επαγγέλματος
του μικροπωλητή ή από την εκμετάλλευση περιπτέρου ή από την εκμετάλλευση
καφενείου, κυλικείου, κουρείου κλπ. μέσα στα κτίρια και καταστήματα στα οποία
στεγάζονται δημόσιες γενικά υπηρεσίες ή δημοτικές ή κοινοτικές και εκκλησιαστικές
υπηρεσίες ή υπηρεσίες νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, τα οποία
πραγματοποιούνται από θύματα πολέμου και ανάπηρους στους οποίους
χορηγήθηκε σχετική άδεια, εφόσον η εκμετάλλευση αυτών ενεργείται από τους
ίδιους. Επίσης απαλλάσσεται το δικαίωμα που παίρνουν τα πρόσωπα αυτά από την
παραχώρηση της εκμετάλλευσης του περιπτέρου, καφενείου κλπ. σε τρίτους.
γ. Από 1ης Ιανουαρίου 2003 το ποσό της επιχορήγησης που καταβάλλεται στους
νέους επαγγελματίες οι οποίοι υπάγονται στα προγράμματα απασχόλησης του
Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) της παραγράφου 9 του
άρθρου 29 του Ν. 1262/1982 (ΦΕΚ 70 Α΄).
(Όπως η περίπτωση γ΄ προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 26 του Ν. 3156/2003)
τους που παρέχονται στους δημάρχους; αντιδημάρχους και προέδρους κοινοτήτων του
Κράτους.")
γ. Καταργήθηκε.....................................................
(Όπως η περ.γ της παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 11 του
άρθρου 1 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από 1/1/1997 και μετά)
(Η περ. γ της παρ. 5 του άρθρου 6 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "γ) Οι αποδοχές
των κατώτερων πληρωμάτων τω εμπορικών πλοίων").
δ. Η σύνταξη που καταβάλλεται σε ανάπηρους πολέμου με βάση τα έτη υπηρεσίας
τους στο Δημόσιο, κατά το ποσό της αναπηρικής σύνταξης την οποία θα ελάμβανε ο
δικαιούχος αν δεν είχε παραιτηθεί από το δικαίωμα λήψης της. Η διάταξη αυτής της
περίπτωσης εφαρμόζεται ανάλογα και στις συντάξεις που καταβάλλονται από το
Δημόσιο σε θύματα ή οικογένειες θυμάτων πολέμου.
ε. Το εξωιδρυματικό επίδομα, καθώς και το ποσό με το οποίο προσαυξάνεται η
σύνταξη, που καταβάλλεται σε τυφλούς και γενικά σε πρόσωπα, που ευρίσκονται
διαρκώς σε κατάσταση που απαιτεί συνεχή περιποίηση, επίβλεψη και
συμπαράσταση άλλων προσώπων (απόλυτος αναπηρία), τα οποία καταβάλλονται
στους δικαιούχους από το Δημόσιο ή άλλους ασφαλιστικούς φορείς.
στ. Καταργήθηκε............................................................
(Όπως η περ.στ της παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 12
του άρθρου 1 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από 1/1/1997 και
μετά)
(Η περ.στ της παρ.5 του άρθρου 6 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "στ) Τα ειδικά
επιδόματα επικίνδυνης εργασίας: πτητικό, καταδυτικό, ναρκαλιείας, αλεξιπτωτιστών, δυτών
και υποβρύχιων καταστροφών, που καταβάλλονται σε αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και
οπλίτες των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, της πυροσβεστικής υπηρεσίας
και του λιμενικού σώματος, καθώς και το επίδομα ναρκαλιείας που καταβάλλεται σε ιδιώτες
οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ναρκαλιείας με οποιαδήποτε σχέση στα Υπουργεία Εθνικής
Άμυνας, Δημόσιας Τάξης και Εμπορικής Ναυτιλίας. Επίσης, τα επιδόματα επικίνδυνης
εργασίας που καταβάλλονται στους δικαιούχους με βάση την παρ. 5 του άρθρου 14 του Ν.
1505/1984 (ΦΕΚ 194 Α΄), καθώς και την περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν.
1711/1987 (ΦΕΚ 109 Α).")
ζ. Η σύνταξη, που καταβάλλεται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του
άρθρου 63 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α΄ 101).
η. Καταργήθηκε......................................................
(Όπως η περ. η της παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 13
του άρθρου 1 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από 1/1/1997 και
μετά)
(Η περ. η της παρ. 5 του άρθρου 6 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "η) Το στεγαστικό
επίδομα που καταβάλλεται στους δικαιούχους με βάση τις διατάξεις της περιπτώσεως στ΄
15
του άρθρου 10 του Ν. 1284/1982 (ΦΕΚ 114 Α΄) και των παρ. 19 και 44 του άρθρου 11 του
Ν. 1881/1990 (ΦΕΚ 42 Α΄).
θ. Οι μισθοί, συντάξεις και η πάγια αντιμισθία που χορηγούνται σε πρόσωπα που
είναι ολικώς τυφλοί, καθώς και σε πρόσωπα που παρουσιάζουν βαριές κινητικές
αναπηρίες, που υπερβαίνει σε ποσοστό το ογδόντα τοις εκατό (80%).
ι. Οι αποδοχές των αλλοδαπών κατωτέρων πληρωμάτων των εμπορικών πλοίων.
ια) Καταργήθηκε
ιβ) Τα επιδόματα που καταβάλλονται στους δικαιούχους σύμφωνα με τις
παραγράφους 1,2,3 και 6 του άρθρου 63 του ν. 1892 (ΦΕΚ101Α)
ιγ) Το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΑΣ) που καταβάλλεται στους δικαιούχους σύμφωνα
με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου, ηοποία κυρώθηκε με
την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 2453/97 (προστέθηκε με άρ.18 ν.3756/09 και ισχύει από
1.1.2008)
(Όπως η περίπτωση δ΄ προστέθηκε στην παρ. 6 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο
ΦΕΚ, ήτοι από 2/11/2001).
Άρθρο 7
Πρόσωπα που θεωρείται ότι βαρύνουν τους φορολογούμενους
1. Θεωρείται ότι βαρύνουν το φορολογούμενο:
α. Ο ή η σύζυγος που δεν έχει φορολογούμενο εισόδημα.
β. Τα ανήλικα άγαμα τέκνα.
γ. Τα ενήλικα άγαμα τέκνα τα οποία δεν έχουν υπερβεί το εικοστό πέμπτο έτος της
ηλικίας τους και σπουδάζουν σε αναγνωρισμένες σχολές ή σχολεία του εσωτερικού
ή εξωτερικού, καθώς και εκείνα τα οποία παρακολουθούν δημόσια ή ιδιωτικά
ινστιτούτα επαγγελματικής κατάρτισης στο εσωτερικό.
Ειδικά, για τα τέκνα του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και για τα τέκνα που δεν
σπουδάζουν, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο θεωρούνται προστατευόμενα μέλη
παρατείνεται μέχρι και δύο έτη, εφόσον κατά τα έτη αυτά είναι εγγεγραμμένα στα
μητρώα ανέργων του Ο.Α.Ε.Δ.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν.
2238/1994, με την παρ. 11 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται ή δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1-1-2005 και μετά).
(Όπως η περίπτωση γ της παρ. 1 του άρθρ. 7 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του
άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση β του άρθρου 50 του
ιδίου νόμου από το οικονομικό έτος 2001 για τα πρόσωπα που συνοικούν με το
φορολογούμενο και τον βαρύνουν από 1/1/2001 και μετά).
δ. Τα άγαμα τέκνα τα οποία δεν υπάγονται στην προηγούμενη περίπτωση, εφόσον
υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία.
ε. Τα τέκνα που είναι άγαμα ή διαζευγμένα ή τελούν σε κατάσταση χηρείας, εφόσον
παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και πάνω από διανοητική
καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία.
στ. Οι ανιόντες και των δύο συζύγων.
ζ. Οι αδελφοί και οι αδελφές και των δύο συζύγων που είναι άγαμοι ή διαζευγμένοι ή
τελούν σε κατάσταση χηρείας, εφόσον παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα επτά τοις
εκατό (67%) και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία.
η. Οι ανήλικοι ορφανοί από πατέρα και μητέρα, συγγενείς μέχρι τον τρίτο βαθμό
οποιουδήποτε από τους συζύγους.
17
Άρθρο 8
Έκπτωση δαπανών από το συνολικό εισόδημα
Οι περιπτώσεις α’, γ’, δ’, ζ’, η’ και ι’ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.
βρίσκονται στην περιοχή που έχει την έδρα της η σχολή ή το σχολείο που φοιτούν τα τέκνα
του και αυτός ή τα τέκνα του δεν έχουν άλλη κατοικία σε αυτή την περιοχή. Η περιοχή της
τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης θεωρείται μία πόλη. Η έκπτωση αυτής της υποπερίπτωσης
αναγνωρίζεται μόνο όταν ο φορολογούμενος αναγράψει στις οικείες ενδείξεις της ετήσιας
δήλωσης φόρου εισοδήματος τον αριθμό φορολογικού μητρώου του εκμισθωτή. Αν
πρόκειται για εκμισθωτές που δεν κατοικούν ούτε διαμένουν στην Ελλάδα, μπορεί να
αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου του νόμιμου ή πληρεξουσίου εκπροσώπου
τους. Για τους ανήλικους εκμισθωτές, που δεν έχουν αριθμό φορολογικού μητρώου,
αναγράφεται το αντίστοιχο στοιχείο του προσώπου που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου.
ββ. Το ποσό της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλει ο φορολογούμενος για ασφάλιστρα
ασφαλίσεων ζωής ή θανάτου, ασφαλίσεων προσωπικών ατυχημάτων, καθώς και των
ασφαλίστρων για ασφαλιστήρια ασθένειας, για την ασφάλιση του υπόχρεου, του άλλου
συζύγου και των τέκνων τους, τα οποία τους βαρύνουν, κατά τις διατάξεις του παρόντος.
γγ. Το ποσό της δαπάνης για παράδοση κατ΄ οίκον ιδιαίτερων μαθημάτων ή για
φροντιστήρια οποιασδήποτε αναγνωρισμένης εκπαιδευτικής βαθμίδας ή ξένων γλωσσών,
το οποίο καταβάλλει ετησίως ο φορολογούμενος για κάθε τέκνο του, που τον βαρύνει ή για
τον ίδιο.
δδ. Το ποσό που καταβάλλεται για την αγορά συσκευής ηλεκτρονικού υπολογιστή, των
περιφερειακών συσκευών που αποτελούν ενιαίο σύνολο με αυτόν και για την αγορά
εκπαιδευτικού λογισμικού, καθώς και για την πρόσβαση στο διαδίκτυο (Internet).»)
(Όπως στην περίπτωση α της παραγράφου 1του άρθρου 8 προστέθηκε η περίπτωση δδ με
την παράγραφο 5 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση δ
του άρθρου 50 του ιδίου νόμου, για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2001 και
μετά).
β. Το συνολικό ποσό των εισφορών που καταβάλλονται από το φορολογούμενο σε
ταμεία ασφάλισής του, εφόσον η καταβολή τους είναι υποχρεωτική από το νόμο,
καθώς και το ποσό των καταβαλλόμενων εισφορών στις περιπτώσεις προαιρετικής
ασφάλισής του σε ταμεία που έχουν συσταθεί με νόμο.
(Όπως η περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994, προστέθηκε με την παρ. 2 του
άρθρου 2 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για
δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1-1-2005 και μετά).
(Όπως η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 καταργήθηκε με την παρ. 16 του άρθρου 2 του
3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύει για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 πριν την κατάργηήη της είχε ως εξής:
«γ. Το συνολικό ετήσιο ποσό των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του
φορολογουμένου και των λοιπών προσώπων που συνοικούν με αυτόν και τον βαρύνουν, τα
οποία αναφέρονται στο άρθρ. 7, εφόσον το συνολικό οικογενειακό φορολογούμενο
εισόδημα είναι μέχρι και είκοσι εννέα χιλιάδες τριακόσια πενήντα (29.350) ευρώ. Αν το
συνολικό οικογενειακό φορολογούμενο εισόδημα είναι πάνω από είκοσι εννέα χιλιάδες
τριακόσια πενήντα (29.350) ευρώ και μέχρι σαράντα τέσσερις χιλιάδες (44.000) ευρώ για το
τμήμα των εξόδων, το πάνω από είκοσι εννέα χιλιάδες τριακόσια πενήντα (29.350) ευρώ
αφαιρείται ποσό ίσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών, το οποίο δεν μπορεί να
υπερβαίνει ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του πάνω από είκοσι εννέα χιλιάδες
τριακόσια πενήντα (29.350) ευ ρω μέχρι σαράντα τέσσερις χιλιάδες (44.000) ευρώ, ποσού
εισοδήματος. Το ποσό των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης κάθε συζύγου
αφαιρείται από το εισόδημα του και εφόσον αυτό δεν επαρκεί και το συνολικό ποσό των
εξόδων είναι μεγαλύτερο από το συνολικό οικογενειακό εισόδημα και πάνω από είκοσι
εννέα χιλιάδες τριακόσια πενήντα (29.350) ευρώ το ποσό που αφαιρείται μερίζεται μεταξύ
των συζύγων ανάλογα με το ύψος του φορολογουμένου με τις γενικές διατάξεις
εισοδήματος του καθενός, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση. Ως
έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης θεωρούνται μόνο:
αα. οι αμοιβές που καταβάλλονται για ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις, γενικά, στις οποίες
περιλαμβάνονται και οι ακτινολογικές και μικροβιολογικές εξετάσεις, καθώς και η δαπάνη για
οδοντοθεραπεία και οδοντοπροσθετική,
ββ. τα έξοδα νοσηλείας, που καταβάλλονται σε νοσηλευτικά ιδρύματα ή ιδιωτικές κλινικές,
στα οποία περιλαμβάνονται και τα έξοδα για φαρμακευτική περίθαλψη στο νοσοκομείο ή
στην κλινική,
γγ. οι αμοιβές που καταβάλλονται σε νοσοκόμο, για την παροχή υπηρεσιών σε ασθενή,
κατά τη νοσηλεία του σε νοσοκομείο ή κλινική ή στο σπίτι,
δδ. η δαπάνη για την αντικατάσταση μελών του σώματος με τεχνητά μέλη καθώς και η
δαπάνη για την τοποθέτηση ή αγορά στο σώμα του ασθενούς οργάνων, τα οποία είναι
αναγκαία για τη φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού,
εε. τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης των τέκνων που είναι άγαμα ή διαζευγμένα ή
τελούν σε κατάσταση χηρείας, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο και απαλλασσόμενο
εισόδημά τους δεν υπερβαίνει το ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ και πάσχουν
από ανίατο νόσημα, καθώς επίσης και με τις ίδιες προϋποθέσεις η δαπάνη για την
περίθαλψη με οποιοδήποτε τρόπο των τυφλών, κωφαλάλων ή διανοητικά καθυστερημένων
21
τέκνων του φορολογουμένου, όπως και η δαπάνη τους για δίδακτρα ή τροφεία που
καταβάλλονται γι΄αυτά τα τέκνα σε ειδικές για την πάθησή τους σχολές ή θεραπευτήρια.
στστ. ποσό ίσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) της δαπάνης που καταβάλλεται σε
επιχειρήσεις περίθαλψης ηλικιωμένων, οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του
οικείου νόμου που ισχύει κάθε φορά»).
(Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 πριν την
αντικατάσταση τους είχαν ως εξής:
«δ. Η αξία των ακινήτων που μεταβιβάζονται, καθώς και τα χρηματικά ποσά που
καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς στο Δημόσιο, τους δήμους και τις
κοινότητες του κράτους, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Όρους, το
Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, την Ιερά Μονή Σινά,τα Πατριαρχεία
Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά
νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία, που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού
δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και το Ταμείο
Αρχαιολογικών Πόρων. Η αξία των ακινήτων καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 41 του Ν. 1249/1982 (ΦΕΚ Α΄ 43) ή ύστερα από εκτίμηση που ενεργείται από τον
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις περί
φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων, στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα του
αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων»).
(Όπως το τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης δ της παραγράφου 1 του άρθρου 8
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 10 του Ν. 2992/2002 και ισχύει σύμφωνα
με το άρθρο 48 του ιδίου Νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσεις στο ΦΕΚ ήτοι από
20/3/2002).
(Όπως το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης δ της παραγράφου 1 του άρθρου 8
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα
με την περίπτωση δ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου, για τις δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2001 και μετά).
(Όπως το όγδοο εδάφιο της περίπτωσης δ της παραγράφου 1 του άρθρου 8
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει συμφωνα
με την περίπτωση δ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τις δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2001 και μετά).
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της περ.δ της παρ. 1 προστέθηκε στη περίπτωση δ΄ της παρ. 1
με την παρ. 11 του άρθρου 2 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του
ιδίου νόμου για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετα).
(Όπως το δέκατο τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης δ της παραγράφου 1 του άρθρου 8
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει συμφωνα
με την περίπτωση δ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τις δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2001 και μετά).
ε. Το ποσό των δεδουλευμένων τόκων που καταβάλλονται από το φορολογούμενο
για:
αα. Στεγαστικά δάνεια για απόκτηση πρώτης κατοικίας που χορηγούνται στο
φορολογούμενο με υποθήκη ή προσημείωση από τράπεζες, το Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων, τα ταχυδρομικά ταμιευτήρια και λοιπούς πιστωτικούς
οργανισμούς, εφόσον οφείλονται από αυτόν και η υποθήκη ή προσημείωση έχει
25
εγγραφεί σε ακίνητό του ή του άλλου συζύγου ή των τέκνων τους που τους
βαρύνουν.
Σε περίπτωση σύναψης νέου δανείου από έναν από τους ανωτέρω φορείς,
ανεξάρτητα αν είναι ο ίδιος με αυτόν που χορήγησε το αρχικό δάνειο ή όχι, με
σκοπό την εξόφληση από τον υπόχρεο του παλαιού δανείου, οι δεδουλευμένοι
τόκοι του νέου δανείου που αντιστοιχούν στο τμήμα αυτού που διατέθηκε για την
εξόφληση του ανεξόφλητου υπολοίπου του παλαιού στεγαστικού δανείου, εφόσον
συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο,
εκπίπτουν από το εισόδημά του, για το χρονικό διάστημα που υπολείπεται από τη
χορήγηση του νέου δανείου μέχρι τη λήξη του παλαιού δανείου. Για την αναγνώριση
της έκπτωσης πρέπει στο δανειστικό συμβόλαιο του φορέα που χορήγησε το νέο
δάνειο, να αναγράφονται απαραιτήτως, ο σκοπός του δανείου, το ανεξόφλητο ποσό
του παλαιού δανείου, ο χρόνος λήξης του παλαιού δανείου και ότι έχει εγγραφεί
υποθήκη ή προσημείωση, με τις ίδιες προϋποθέσεις που ίσχυαν και για το παλαιό
δάνειο.
ββ. Στεγαστικά δάνεια για απόκτηση πρώτης κατοικίας που χορηγούνται από
ασφαλιστικές επιχειρήσεις στους υπαλλήλους αυτών, εφόσον οφείλονται από
αυτούς και η προσημείωση ή υποθήκη έχει εγγραφεί σε ακίνητό τους ή του άλλου
συζύγου ή των τέκνων τους που τους βαρύνουν.
Για τη διενέργεια της έκπτωσης αυτής πρέπει το συνολικό ποσό των δαπανών, που
καταβλήθηκε για αγαθά και υπηρεσίες, να αναγράφεται στην αρχική εμπρόθεσμη δήλωση
εισοδήματος και να συνυποβάλλονται με αυτή τα πρωτότυπα των νόμιμων δικαιολογητικών,
που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, όπως αυτές
ισχύουν κάθε φορά.
Αποδείξεις λιανικής πώλησης αξίας άνω των τριάντα (30) ευρώ γίνονται δεκτές για την
αναγνώριση της έκπτωσης της δαπάνης που αντιπροσωπεύουν, μόνον εάν αναγράφεται το
ονοματεπώνυμο του αγοραστή φορολογουμένου και τίθεται η σφραγίδα του πωλητή.
Δαπάνες αυτής της παραγράφου που γίνονται στην αλλοδαπή δεν αφαιρούνται.
Τα πιο πάνω δικαιολογητικά δεν συνυποβάλλονται με την οικεία δήλωση φορολογίας
εισοδήματος, αλλά φυλάσσονται από τον υπόχρεο, για την επίδειξή τους στην αρμόδια
φορολογική αρχή, μέχρι να παραγραφεί το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή φόρου,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 84.
ζ. Ποσοστό είκοσι πέντε της εκατό (25%) της δαπάνης που καταβλήθηκε από τον υπόχρεο
για την αγορά μεριδίων μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού, καθώς και
μεριδίων μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού που είναι συνδεδεμένα
με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής. Το ποσό της έκπτωσης αφαιρείται από το συνολικό
εισόδημα, αφού συμπληρωθούν τρία (3) έτη από την αγορά των μεριδίων και δεν μπορεί να
υπερβεί το ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων πενήντα (3.650) ευρώ. Προκειμένου για
μερίδια που είναι συνδεδεμένα με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής. το ποσό που
καταβλήθηκε για την αγορά τους μειώνει την ετήσια δαπάνη της υποπερίπτωσης ββ΄ της
περίπτωσης α΄ αυτού του άρθρου του έτους που αφαιρείται από το εισόδημα το ποσό
αγοράς των μεριδίων.Η έκπτωση αυτή παρέχεται μόνο μία φορά»).
(Όπως η περίπτωση ζ προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 37 του Ν. 2874/2000
και τα δύο πρώτα εδάφια αυτής αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 24 του άρθρου 5 του
Ν. 2892/2001. Η ισχύς των διατάξεων αρχίζει, σύμφωνα με την παράγραφο 25 του ιδίου
άρθρου και νόμου,από τότε που ίσχυσαν οι διατάξεις τις παρ. 1 του άρθρου 37 του Ν.
2874/2000 οι οποίες καταλαμβάνουν και τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων που αγοράστηκαν
μέχρι 31/12/2000, εφόσον αυτά δεν μεταβιβαστούν για τρία (3) έτη από την ημερομηνία
αυτή και μετά).
(Όπως τα ποσά των περιπτώσεων α΄, γ΄, δ΄, στ΄ και ζ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.
2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε
Ευρώ σύμφωνα με τις παρ. 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με
έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του
Ν. 2948/2001)
αα) Την αλλαγή εγκατάστασης κεντρικού κλιματισμού χρήσης καυσίμου από
πετρέλαιο σε φυσικό αέριο ή για νέα εγκατάσταση φυσικού αερίου.
ββ) Την αντικατάσταση του λέβητα πετρελαίου για την εγκατάσταση τηλεθέρμανσης
ή για νέα εγκατάσταση τηλεθέρμανσης
29
γγ) για την αγορά ηλιακών συλλεκτών και για εγκατάσταση κεντρικού κλιματισμού
με χρήση ηλιακής ενέργειας
δδ) Την αγορά αποκεντρωμένων συστημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
που βασίζονται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας(φωτοβολταϊκά , μικρές
ανεμογενήτριες) και συμπαραγωγής ηλεκρισμού και ψύξης-θέρμανσης με χρήση
φυσικού αερίου ή ανανεώσιμων πηγών.
εε ) Τη θερμομόνωση σε υφιστάμενα κτίρια.
Το ποσό της δαπάνης της περίπτωσης αυ6τής που αφαιρείται δεν μπορεί να
υπερβεί τα επτακόσια 700 ευρώ
ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΡΟΣΤΙΘΕΤΑΙ ΚΑΙ ΙΣΧΥΕΙ ΑΠΟ 1-8-2007
"η) Ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) του συνολικού ετήσιου ποσού των πιο κάτω
δαπανών, που δεν μπορεί να υπερβεί τα οκτώ χιλιάδες (8.000) Ευρω, στις οποίες
υποβάλλεται ο φορολογούμενος, η σύζυγος του και τα τέκνα που τους βαρύνουν:
αα) του ποσού που καταβάλλεται για δαπάνες δεξιώσεων γάμων και βαπτίσεων, καθώς
και σε ταβέρνες και εστιατόρια και σε κάθε είδους χώρους εστίασης και ψυχαγωγίας, με
εξαίρεση τα εστιατόρια ταχείας εξυπηρέτησης και αυτά που είναι εντός ξενοδοχείων και
πλοίων,
ββ) του ποσού της δαπάνης που καταβάλλεται σε μεσίτες ακινήτων, ωδεία, σχολές χορού
και ρυθμικής, σχολές πολεμικών τεχνών, γυμναστήρια, κολυμβητήρια, Ινστιτούτα ή
κέντρα αδυνατίσματος και αισθητικής, κομμωτήρια, διαιτολόγους, διατροφολόγους,
ομοιοπαθητικούς, λογοθεραπευτές και μασέρ.
γγ) του ποσού της δαπάνης που καταβάλλεται για παροχή υπηρεσιών επισκευής
κλιματισμού (ψύξης - θέρμανσης) και εξαερισμού,
δδ) του ποσού της δαπάνης που καταβάλλεται για παροχή υπηρεσιών σε υδραυλικούς.
ηλεκτρολόγους, ελαιοχρωματιστές και λοιπά επαγγέλματα που αφορούν επισκευή και
συντήρηση οικοδομών.
Το ποσό των δαπανών αυτών υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους και
εκπίπτει από το συνολικό τους εισόδημα εφόσον έχει περιληφθεί στην αρχική δήλωση.
Μερίζεται δε μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθενός
που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτό δηλώθηκε: με την αρχική
εμπρόθεσμη δήλωση.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες
και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
2. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε.
αντικαθίσταται και προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο, ως εξής:
"Επίσης, εκπίπτει ποσοστό μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) για ασφάλιστρα κατά του κινδύνου της
πυρκαγιάς ή άλλων κινδύνων, για δικαστικές δαπάνες, για αμοιβή δικηγόρου για δίκες μισθωτικών
διαφορών ή διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών και διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ' ορόφους και στη
συνέχεια για δαπάνες επισκευής και συντήρησης για όλες γενικά τις οικοδομής.
Σε περίπτωση που καταβάλλονται σε υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, ελαιοχρωματιστές και λοιπά
επαγγέλματα που αφορούν επισκευή και συντήρηση οικοδομών δαπάνες για παροχή υπηρεσιών οι
οποίες υπερβαίνουν το ποσό της έκπτωσης του προηγούμενου εδαφίου, το υπερβάλλον ποσό αυτών
προστίθεται στις δαπάνες της υποπερίπτωσης δδ' της περίπτωσης η' της παραγράφου 1 του άρθρου 8
του Κ.Φ.Ε.
3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για δαπάνες που πραγματοποιούνται
από την 1η Αυγούστου 2007 και μετά.
30
11 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
3.
2. Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα, οι δαπάνες των περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄, ε΄,
στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 που αφορούν την ίδια, καθώς
και της παραγράφου 2, που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα
χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα
και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της
εισόδημα.
(Όπως παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου
2 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1-1-2005 και μετά).
(Η παρ. 3 του άρθρου 8 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«3. Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα, οι δαπάνες των περιπτώσεων β΄, δ΄ και ε΄ της
παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 που αφορούν την ίδια, καθώς και της παραγράφου 2
που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς
της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο
βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της εισόδημα»).
(Όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 13 του άρθρου 2 του 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από
1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 3 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«3. Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα, οι δαπάνες των περιπτώσεων β΄ έως και στ΄ της
παρ. 1 και της παρ. 2, που αφορούν την ίδια, της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1, καθώς
και της παραγράφου 2, που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο
τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς
της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της εισόδημα»).
5. Όταν ο ένας από τους συζύγους δεν έχει εισόδημα φορολογούμενο ή αυτό που
έχει είναι κατώτερο από το ποσό της δαπάνης της παραγράφου 2, που αφορά αυτόν
προσωπικά και τα πρόσωπα που τον βαρύνουν, ολόκληρο το ποσό της δαπάνης ή
η διαφορά προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου. Όταν το σύνολο των
δαπανών του ενός συζύγου είναι ανώτερο από το φορολογούμενο εισόδημα του,
τότε η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το ποσό της δαπάνης της παραγράφου 2
προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου.
(Όπως η παράγραφος 5 αντικαταστάθηκε με την παρ. 14 του άρθρου 2 του 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από
1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 5 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«5. Όταν ο ένας από τους συζύγους δεν έχει εισόδημα φορολογούμενο ή αυτό που έχει
είναι κατώτερο από τα ποσά των δαπανών των περιπτώσεων γ΄ και στ΄ της παραγράφου 1
και της παραγράφου 2, που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που τον
βαρύνουν, τότε ολόκληρο το ποσό των δαπανών ή η διαφορά προστίθεται στις δαπάνες του
άλλου συζύγου. Όταν το σύνολο των δαπανών του ενός συζύγου είναι ανώτερο από το
φορολογούμενο εισόδημά του, τότε η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το άθροισμα των
δαπανών των περιπτώσεων γ΄ και στ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2
προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου»).
6. Καταργήθηκε......................................................
33
7. Όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισόδημα από πηγή που βρίσκεται
στην Ελλάδα δε δικαιούνται τις εκπτώσεις των παραγράφων 1 και 2. Αν προκύπτει
εισόδημα, σε περιπτώσεις σχολάζουσας κληρονομίας, επιδικίας ή μεσεγγύησης, δεν
υπολογίζονται εκπτώσεις.
Στην παράγραφο 7 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται, μετά το πρώτο εδάφιο, νέο εδάφιο ως εξής:
«Από τη διάταξη αυτή εξαιρούνται ο κάτοικοι των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτούν
εισόδημα στην Ελλάδα μεγαλύτερο του ενενήντα τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματός τους.»
εδαφίων ορίζεται επίσης και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για
την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 αντικαταστάθηκε με την παρ. 15 του άρθρου 2
του 3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύει για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«8. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα αγαθά και υπηρεσίες καθώς και τα δικαιολογητικά που
απαιτούνται για την αναγνώριση της συνδρομής των προϋποθέσεων για τον υπολογισμό
των αφορολόγητων ποσών που ορίζονται από το άρθρο αυτό.»
Άρθρο 9
Υπολογισμός και καταβολή του φόρου
1. Το εισόδημα που απομένει μετά την αφαίρεση των δαπανών από το συνολικό
εισόδημα του φορολογουμένου υποβάλλεται σε φόρο με βάση την ακόλουθη
κατά περίπτωση κλίμακα:
Άρθρο 1
Κλίμακα φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης
υπηρεσιών – Μειώσεις φόρου
παράγραφος 1 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.), που κυρώθηκε με το άρθρο
πρώτο του ν. 2238/1994 (Α΄ 151), αντικαθίσταται ως εξής:
«Το εισόδημα, που απομένει μετά την αφαίρεση των δαπανών από το συνολικό εισόδημα του
φορολογούμενου, υποβάλλεται σε φόρο με βάση την ακόλουθη κλίμακα:
Το αφορολόγητο ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ ισχύει, εφόσον ο φορολογούμενος
προσκομίσει αποδείξεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων για
δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών, τις οποίες πραγματοποιεί ο ίδιος, η σύζυγός του και τα
τέκνα που τους βαρύνουν. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή και τα λοιπά πρόσωπα
που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 47 του ΚΦΕ, όσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας, οι
φυλακισμένοι και οι κάτοικοι κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτούν εισόδημα στην
Ελλάδα πλέον του ενενήντα τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματός τους, δικαιούνται το αφορολόγητο
ποσό της κλίμακας χωρίς την προσκόμιση αποδείξεων. Στις πιο πάνω δαπάνες δεν περιλαμβάνονται
αυτές που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 8 και 9, οι δαπάνες για την απόκτηση περιουσιακών
στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 17, οι δαπάνες που προβλέπονται στο άρθρο 23, οι δαπάνες
ύδρευσης, αποχέτευσης, ηλεκτρισμού και τηλεπικοινωνιών γενικά, καθώς και οι δαπάνες εισιτηρίων κάθε
είδους μεταφορικών μέσων.
Το ελάχιστο ποσό των αποδείξεων δαπανών, που απαιτείται να προσκομισθούν, ορίζεται, με βάση το
δηλούμενο και φορολογούμενο σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις ατομικό εισόδημα του φορολογουμένου,
ανά κλίμακα, ως εξής: α). για ατομικό εισόδημα μέχρι δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ σε ποσοστό δέκα
τοις εκατό (10%) αυτού και β). για ατομικό εισόδημα πάνω από δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, για το
τμήμα αυτού μέχρι δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) και για το τμήμα
αυτού πάνω από τα δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αυτού. Όταν
το ατομικό εισόδημα είναι μέχρι έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ δεν απαιτούνται αποδείξεις δαπανών.
Αν το ποσό των προσκομιζόμενων αποδείξεων δαπανών του φορολογουμένου υπολείπεται του πιο πάνω
ποσοστού, επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) επί της διαφοράς. Αν το ποσό των
προσκομιζόμενων αποδείξεων δαπανών υπερβαίνει το ποσοστό αυτό εκπίπτει από το συνολικό φόρο, που
προκύπτει με βάση την πιο πάνω κλίμακα, φόρος, που υπολογίζεται με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%)
επί της διαφοράς,. Το ποσό των δαπανών για την επιβολή ή την έκπτωση φόρου σύμφωνα με τα δύο
προηγούμενα εδάφια, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβαίνει τα δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ
για τον υπόχρεο και τα τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ για συζύγους. Οι δαπάνες που έχουν
πραγματοποιηθεί υπολογίζονται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους μόνο εφόσον έχουν περιληφθεί στην
αρχική δήλωση και επιμερίζονται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το δηλούμενο και φορολογούμενο
σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις ατομικό εισόδημα της αρχικής δήλωσής τους, αφού προηγουμένως
καλυφθεί το ποσό των αποδείξεων που απαιτείται για την κάλυψη του αφορολόγητου ποσού. Όταν ο ένας
σύζυγος δηλώνει εισόδημα μέχρι έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ, οι αποδείξεις που προσκομίζονται καλύπτουν
το αφορολόγητο ποσό του άλλου συζύγου, εφόσον αυτό υπερβαίνει τα έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ» .
1. Το εισόδημα που απομένει μετά την αφαίρεση των δαπανών από το συνολικό
εισόδημα του φορολογουμένου υποβάλλεται σε φόρο με βάση την ακόλουθη
κατά περίπτωση κλίμακα:
Η κλίμακα (α) εφαρμόζεται και στις ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις που είναι
εγκατεστημένες σε οικισμούς με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία
απογραφή, κάτω από χίλιους (1.000) κατοίκους, εκτός αν οι οικισμοί αυτοί
έχουν χαρακτηρισθεί τουριστικοί τόποι.
ο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας της προηγούμενης παραγράφου αυξάνεται
κατά χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ εάν ο φορολογούμενος έχει ένα τέκνο που τον βαρύνει, κατά τρείς
χιλιάδες (3.000) ευρώ εάν έχει δύο τέκνα που τον βαρύνουν, κατά έντεκα χιλιάδες πεντακόσια (11.500)
ευρώ εάν έχει τρία τέκνα που τον βαρύνουν και κατά δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για κάθε τέκνο πάνω από
τα τρία που τον βαρύνουν.
περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) Κατά ποσοστό 20% του ποσού της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλει ο φορολογούμενος για
ασφάλιστρα ασφαλίσεων ζωής, θανάτου, προσωπικών ατυχημάτων και ασθένειας για την ασφάλιση του
ίδιου, της συζύγου του και των τέκνων που τους βαρύνουν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Στη
δαπάνη αυτή περιλαμβάνονται και τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται ετησίως για την ασφάλιση τέκνων,
όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 7, από γονείς που βρίσκονται σε διάζευξη και δε συνοικούν μαζί τους. Το
ποσό της δαπάνης ασφαλίστρων επί του οποίου υπολογίζεται η μείωση δεν μπορεί να υπερβεί τα χίλια
(1.000) ευρώ για άγαμο και τα δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για οικογένεια. Το ποσό αυτό υπολογίζεται
αθροιστικά και για τους δύο συζύγους, μειώνει το φόρο μόνο εφόσον έχει περιληφθεί στην αρχική δήλωση
και επιμερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθενός που φορολογείται
σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχική δήλωση.»
2. Το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου των κλιμάκων (α) και (β) της
παραγράφου 1 αυξάνεται κατά χίλια (1.000) ευρώ εάν ο φορολογούμενος έχει
ένα τέκνο που τον βαρύνει, κατά δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ εάν έχει δύο τέκνα
που τον βαρύνουν, κατά δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ εάν έχει τρία τέκνα που
τον βαρύνουν και κατά χίλια (1.000) ευρώ για καθένα τέκνο πάνω από τα τρία.
Το ποσό με το οποίο προσαυξάνεται το αφορολόγητο ποσό του πρώτου
κλιμακίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, μειώνει το
ποσό του δεύτερου κλιμακίου και εάν αυτό δεν επαρκεί, το ποσό του τρίτου
κλιμακίου.
Εάν ο ένας σύζυγος δεν έχει εισόδημα ή αυτό που έχει είναι μικρότερο από το
αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας, το αφορολόγητο ποσό
που αφορά τα τέκνα ή η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το αφορολόγητο ποσό
που αφορά τα τέκνα προστίθεται στο αφορολόγητο ποσό του άλλου συζύγου.
39
Όταν στο εισόδημα του μισθωτού ή συνταξιούχου περιλαμβάνεται και εισόδημα από
άλλη πηγή, το επιπλέον αφορολόγητο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ
του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας (α), σε σχέση με το αφορολόγητο ποσό του
πρώτου κλιμακίου της κλίμακας(β) περιορίζεται στο ποσό του μισθού ή της
σύνταξης που δηλώνεται, εφόσον το ποσό του μισθού ή της σύνταξης είναι
μικρότερο από το επιπλέον αυτό αφορολόγητο ποσό.
Η κλίμακα (α) εφαρμόζεται και στις ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις που είναι
εγκατεστημένες σε οικισμούς με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή,
κάτω από χίλιους (1.000) κατοίκους, εκτός αν οι οικισμοί αυτοί έχουν χαρακτηρισθεί
τουριστικοί τόποι.
Η κλίμακα (α) εφαρμόζεται και στις ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις που είναι
εγκατεστημένες σε οικισμούς με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή,
κάτω από χίλιους (1.000) κατοίκους, εκτός αν οι οικισμοί αυτοί έχουν χαρακτηρισθεί
τουριστικοί τόποι.
(Όπως η κλίμακα του πρώτου εδαφίου και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 9 του
Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
40
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2005 και
μετά).
(Η παρ. 1 του άρθρου 9 πριν την αντικαταστασή της είχε ως εξής:
Όταν στο εισόδημα του μισθωτού ή συνταξιούχου περιλαμβάνεται και εισόδημα από άλλη
πηγή, το επιπλέον αφορολόγητο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ του πρώτου
κλιμακίου της κλίμακας (α), σε σχέση με το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της
κλίμακας (β), περιορίζεται στο ποσό του μισθού ή της σύνταξης που δηλώνεται, εφόσον το
ποσό του μισθού ή της σύνταξης είναι μικρότερο από το επιπλέον αυτό αφορολόγητο
ποσό»).
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του Ν. 3220/2004
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 56 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα τα οποια αποκτώνται
από 1/1/2003).
(Όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 9 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.
3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«1. Το εισόδημα που απομένει μετά την αφαίρεση των ποσών των μειώσεων και των
δαπανών από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου υποβάλλεται σε φόρο με βάση
την ακόλουθη κλίμακα:
Ειδικά για φορολογούμενο με εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, το ποσό του πρώτου
κλιμακίου της πιο πάνω κλίμακας, προκειμένου να υπολογιστεί ο φόρος που αναλογεί στο
41
εισόδημα του, αυξάνεται κατά χίλια (1.000) ευρώ με ισόποση μείωση του ποσού του
δεύτερου κλιμακίου. Το πρόσθετο αυτό ποσό δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το
συνολικό ποσό του μισθού ή της σύνταξης που δηλώνεται.»)
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του Ν. 3220/2004
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 56 του ίδιου Νόμου από 1/1/2003).
Ο ενδιάμεσος φορολογικός συντελεστής είκοσι πέντε τοις εκατό 25% των κλιμάκων
αυτών μειώνεται σταδιακά κατά μία ποσοστιαία μονάδα κάθε έτος από το έτος 2010
μέχρι το έτος 2014. Το έτος 2014 ο ενδιάμεσος φορολογικός συντελεστής θα
ανέρχεται σε 20%.
Η κλίμακα εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες
υπερβαίνει το ποσοστό του 50% του συνολικού δηλούμενου εισοδήμαρτος που
φορολογείται με τις γενικές διατάξεις. Κατ΄εξαίρεση για τους συνταξιούχους που
εκτός από την σύνταξη τους δηλώνουν εισόδημα και από ακίνητα και από γεωργικές
επιχειρήσεις, δεν έχει εφαρμογή η προϋπόθεση του προϋγουμένου εδαφίου. Όταν ο
συνταξιούχος δηλώνει εισόδημα και από άλλες πηγές έχει εφαρμογή η προϋπόθεση
του δευτέρου εδαφίου
Η κλίμακα εφαρμόζεται και στις ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις που είναι
εγκατεστημένες σε οικισμούς με πλυθυσμό σύμφωνα με την τελευταία απογραφή
κάτω από 1.000 κατοίκους, εκτός αν οι οικισμοί αυτοί έχουν χαρακτηρισθεί
τουριστικοί τόποι.
2. Το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου των κλιμάκων (α) και (β) της
παραγράφου 1 αυξάνεται κατά χίλια (1.000) ευρώ εάν ο φορολογούμενος έχει ένα
τέκνο που τον βαρύνει, κατά δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ εάν έχει δύο τέκνα που τον
βαρύνουν, κατά δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ εάν έχει τρία τέκνα που τον βαρύνουν
και κατά χίλια (1.000) ευρώ για καθένα τέκνο πάνω από τα τρία.
Το ποσό με το οποίο προσαυξάνεται το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου,
σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, μειώνει το ποσό του
δεύτερου κλιμακίου και εάν αυτό δεν επαρκεί, το ποσό του τρίτου κλιμακίου.
Εάν ο ένας σύζυγος δεν έχει εισόδημα ή αυτό που έχει είναι μικρότερο από το
αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας, το αφορολόγητο ποσό
που αφορά τα τέκνα ή η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το αφορολόγητο ποσό
που αφορά τα τέκνα προστίθεται στο αφορολόγητο ποσό του άλλου συζύγου.
(Όπως η παράγραφος 2 του άρθρου 9 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.
3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 2 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«2. Για το φορολογούμενο που τον βαρύνουν τέκνα, το ποσό φόρου που προκύπτει με
βάση την πιο πάνω κλίμακα μειώνεται ως εξής:
42
α. Ενενήντα (90) ευρώ, όταν έχει ένα τέκνο που τον βαρύνει.
β. Εκατόν πέντε (105) ευρώ για κάθε τέκνο του, όταν έχει 2 (δύο) τέκνα που τον βαρύνουν.
γ) Διακόσια πέντε (205) ευρώ για κάθε τέκνο του, όταν έχει τρία (3) τέκνα που τον
βαρύνουν,
δ) Διακόσια σαράντα (240) ευρώ για κάθε τέκνο του, όταν έχει τέσσερα (4) τέκνα που τον
βαρύνουν).
Όσο αυξάνει ο αριθμός των τέκνων που βαρύνουν το φορολογούμενο, τόσο αυξάνει κατά
τριάντα (30) ευρώ και το ποσό που μειώνει το φόρο και το οποίο υπολογίζεται επί του
αριθμού των τέκνων.
Για το φορολογούμενο που αποκτά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εφόσον αυτός
προσφέρει υπηρεσίες ή κατοικεί για 9 (εννέα) τουλάχιστον μήνες μέσα στο έτος που
απέκτησε το εισόδημα αυτό στους νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου
και Δωδεκανήσου, καθώς και σε περιοχή των νομών Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς,
Φλώρινας, Σερρών, Κιλκίς, Πέλλης και Δράμας, η οποία περιλαμβάνεται σε ζώνη βάθους
είκοσι (20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμμή, τα άνω ποσά μειώσεως του φόρου
προσαυξάνονται με τριάντα (30) ευρώ για κάθε τέκνο που βαρύνει το φορολογούμενο.
Αν με βάση τη φορολογική κλίμακα δεν προκύπτει, για το φορολογούμενο, ποσό φόρου ή
αυτό είναι μικρότερο του συνολικού ποσού των ανωτέρω μειώσεων, ολόκληρο το ποσό των
μειώσεων ή η διαφορά που προκύπτει μειώνει το ποσό του φόρου που προκύπτει, με βάση
τη φορολογική κλίμακα για τον άλλο σύζυγο.
Εάν το συνολικό ποσό των ανωτέρω μειώσεων είναι μεγαλύτερο του φόρου, ο οποίος
προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα για το φορολογούμενο και τη σύζυγό του, η
διαφορά δεν επιστρέφεται ούτε και συμψηφίζεται.
Το ποσό που απομένει ύστερα από τις ανωτέρω μειώσεις, αποτελεί το φόρο που αναλογεί
στο συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογουμένου.».
την παράγραφο 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται περιπτώσεις ζ’, η ’ και θ’, ως εξής:
«ζ) Κατά ποσοστό 20%:
αα) των ποσών που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς στο Δημόσιο, τους οργανισμούς
τοπικής αυτοδιοίκησης, το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής, τους Ιερούς Ναούς, τις Ιερές Μονές του
Αγίου Όρους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και
Ιεροσολύμων, την Ιερά Μονή Σινά, την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, τα ημεδαπά Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που είναι νομικά
πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και το Ταμείο
Αρχαιολογικών Πόρων.
ββ) της αξίας των ιατρικών μηχανημάτων και των ασθενοφόρων αυτοκινήτων, που μεταβιβάζονται λόγω
δωρεάς στα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που αποτελούν νομικά
πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
γγ) των χρηματικών ποσών που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς προς τα κοινωφελή
ιδρύματα, τα σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και χορηγούν
υποτροφίες, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού
δικαίου που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς, τους
43
ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς που διέπονται από το ν.1514/1985 (Α’13) και τα ερευνητικά κέντρα
που αποτελούν ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
δδ) των χρηματικών ποσών που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω χορηγίας προς τα μη
κερδοσκοπικού χαρακτήρα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα υπάρχουν ή
συνιστώνται, εφόσον επιδιώκουν σκοπούς πολιτιστικούς. Πολιτιστικοί σκοποί είναι, ιδίως, η καλλιέργεια,
προαγωγή και διάδοση των γραμμάτων, της μουσικής, του χορού, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της
ζωγραφικής, της γλυπτικής και των τεχνών γενικότερα, καθώς και η ίδρυση, επέκταση και συντήρηση των
αναγνωρισμένων ιδιωτικών μουσείων, όπως τέχνης, φυσικής ιστορίας, εθνολογικών και λαογραφικών.
Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης υποπερίπτωσης καθορίζονται, με κοινή απόφαση των
Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού, μετά από έλεγχο που διενεργείται από το Υπουργείο Πολιτισμού,
τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν πολιτιστικούς σκοπούς.
Όταν τα ποσά των δωρεών και των χορηγιών αυτής της περίπτωσης, με εξαίρεση τις δωρεές που
καταβάλλονται στους δωρεοδόχους οι οποίοι αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, υπερβαίνουν τα τριακόσια
(300) ευρώ ετησίως, λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον έχουν κατατεθεί σε ειδικό λογαριασμό του νομικού
προσώπου, που πρέπει να ανοιχθεί για τον σκοπό αυτό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε
τράπεζα που νόμιμα λειτουργεί στην Ελλάδα.
Το γραμμάτιο είσπραξης της τράπεζας που εκδίδεται πρέπει να αναφέρει τα στοιχεία του δωρητή ή
χορηγού και δωρεοδόχου, το ποσό της δωρεάς ή χορηγίας αριθμητικώς και ολογράφως, την ημερομηνία
κατάθεσής του και την υπογραφή του δωρητή ή χορηγού, κατά περίπτωση.
Το συνολικό ποσό των δωρεών και χορηγιών της περίπτωσης αυτής επί του οποίου υπολογίζεται η μείωση
δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού εισοδήματος που φορολογείται
σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις.
Η μείωση διενεργείται εφόσον τα ποσά των δωρεών και χορηγιών υπερβαίνουν συνολικά τα εκατό (100)
ευρώ.
Το συνολικό ποσό των χρηματικών δωρεών και χορηγιών αυτής της περίπτωσης στο οποίο υπολογίζεται η
μείωση, δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του εισοδήματος που προκύπτει κατ’
εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 19.
Τα χρηματικά ποσά αυτών των δωρεών και χορηγιών δεν πρέπει να έχουν εκπέσει με βάση άλλη διάταξη
του παρόντος.
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται και για δωρεές υπέρ αντίστοιχων κρατικών φορέων και
νομικών προσώπων, εγκατεστημένων σε άλλα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε χώρες
ΕΟΧ/ΕΖΕΣ. Το ποσό των δωρεών που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο μπορεί να κατατίθεται και σε
τράπεζα της χώρας στην οποία έχει την κατοικία του ο δωρεοδόχος.
η) Κατά ποσοστό 20% του ποσού της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλει ο φορολογούμενος σε δικηγόρους
λόγω παροχής νομικών υπηρεσιών στον ίδιο ή στα πρόσωπα που τον βαρύνουν, με εξαίρεση τις αμοιβές
για την παράστασή τους κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων και για τις υποθέσεις που
αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 23. Το συνολικό ποσό
των αμοιβών αυτών, δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του εισοδήματος που
προκύπτει σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 19.
«θ) Κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) της δαπάνης για επεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης ακινήτου
που θα προκύψουν μετά από ενεργειακή επιθεώρηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3661/2008 και τις
κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και αφορούν:
αα) Την αντικατάσταση του λέβητα πετρελαίου για την εγκατάσταση τηλεθέρμανσης ή για νέα εγκατάσταση
τηλεθέρμανσης ή συστήματος που κάνει χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και για
παρεμβάσεις στο υφιστάμενο σύστημα που αφορούν σε σύστημα αντιστάθμισης στον καυστήρα/λέβητα σε
συνδυασμό με αυτονομία θέρμανσης και μόνωση σωληνώσεων.
44
ββ) Την αλλαγή εγκατάστασης κεντρικού κλιματισμού χρήσης καυσίμου από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο ή
για νέα εγκατάσταση φυσικού αερίου.
γγ) Την αγορά και εγκατάσταση ηλιακών συλλεκτών και για την εγκατάσταση κεντρικού κλιματισμού με
χρήση ηλιακής ενέργειας.
δδ) Την αγορά και εγκατάσταση αποκεντρωμένων συστημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που
βασίζονται σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (φωτοβολταϊκά, μικρές ανεμογεννήτριες) και συμπαραγωγής
ηλεκτρισμού και ψύξης – θέρμανσης με χρήση φυσικού αερίου ή ανανεώσιμων πηγών.
εε) Τη θερμομόνωση σε υφιστάμενα κτήρια με τοποθέτηση διπλών θερμομονωτικών υαλοπινάκων και
θερμομονωτικών πλαισίων/κουφωμάτων (συμπεριλαμβάνονται εξωτερικά καλύμματα, παντζούρια και
ρολά) και τοποθέτηση θερμομόνωσης στο κέλυφος ή/και στην οροφή (δώμα ή στέγη).
στστ) Τη δαπάνη για τη διενέργεια ενεργειακής επιθεώρησης από αρμόδιο επιθεωρητή.
Το ποσό της δαπάνης της περίπτωσης αυτής επί της οποίας υπολογίζεται η μείωση δεν μπορεί να υπερβεί
το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.»
3. Το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση την κλίμακα της προηγούμενης
παραγράφου μειώνεται ως εξής:
α) Κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (20%) του συνολικού ετήσιου ποσού των
εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του φορολογουμένου και των
λοιπών προσώπων που τον βαρύνουν. Το ποσό της μείωσης δεν μπορεί να
υπερβεί τα έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ.
Ως έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης θεωρούνται μόνο:
αα) Οι αμοιβές που καταβάλλονται για ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις γενικά, στις
οποίες περιλαμβάνονται και οι ακτινολογικές και μικροβιολογικές εξετάσεις, οι
δαπάνες που καταβάλλονται για διαρκή κάλυψη τέτοιων αναγκών, καθώς και η
δαπάνη για οδοντοθεραπεία και οδοντοπροσθετική.
ββ) τα έξοδα νοσηλείας που καταβάλλονται σε νοσηλευτικά ιδρύματα ή ιδιωτικές
κλινικές, στα οποία περιλαμβάνονται και τα έξοδα για φαρμακευτική περίθαλψη στο
νοσοκομείο ή στην κλινική.
γγ) οι αμοιβές που καταβάλλονται σε νοσοκόμο για την παροχή υπηρεσιών σε
ασθενή κατά τη νοσηλεία του σε νοσοκομείο ή κλινική ή στο σπίτι,
δδ) η δαπάνη για την αντικατάσταση μελών του σώματος με τεχνητά μέλη, καθώς
και η δαπάνη για την αγορά ή τοποθέτηση στο σώμα του ασθενούς οργάνων, τα
οποία είναι αναγκαία για τη φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού,
εε) τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης των τέκνων που είναι άγαμα ή διαζευγμένα
ή τελούν σε κατάσταση χηρείας, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο και
απαλλασσόμενο εισόδημά τους δεν υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000)
ευρώ και πάσχουν από ανίατο νόσημα, καθώς επίσης και με τις ίδιες προϋποθέσεις
η δαπάνη για την περίθαλψη με οποιονδήποτε τρόπο των τυφλών, κωφάλαλων ή
διανοητικά καθυστερημένων τέκνων του φορολογουμένου, όπως και η δαπάνη τους
45
για δίδακτρα ή τροφεία που καταβάλλονται γι΄ αυτά τα τέκνα σε ειδικές για την
πάθησή τους σχολές ή θεραπευτήρια,
(Όπως το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ που αναφέρεται στην
υποπερίπτωση εε΄ και στο προτελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του
άρθρου 9 του Ν. 2238/1994 αυξάνονται σε έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ με την παρ. 1 του άρθ.
26 του Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το άρθ. 53 του ιδίου Νόμου από 1/1/2006).
στ) ποσό ίσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) της δαπάνης που καταβάλλεται σε
επιχειρήσεις περίθαλψης ηλικιωμένων, οι οποίες λειτουργούν νόμιμα.
Στις δαπάνες περιλαμβάνονται και οι δαπάνες για έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής
περίθαλψης των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 7 τα οποία συνοικούν με
τον φορολογούμενο και παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και
πάνω από νοητική καθυστέρηση, φυσική αναπηρία ή ψυχική πάθηση με βάση τη
γνωμάτευση της οικείας πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, που εδρεύει σε
κάθε νομό, ή είναι τυφλοί που είναι γραμμένοι στο γενικό μητρώο τυφλών, που
τηρείται στην οικεία νομαρχία, στην περίπτωση κατά την οποία έχουν αποκτήσει
ετήσιο εισόδημα πάνω από δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, κατά το ποσό
που τα έξοδα αυτά υπερβαίνουν το πραγματικό φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο
ετήσιο καθαρό εισόδημα των προσώπων αυτών.
Επίσης περιλαμβάνονται οι δαπάνες για έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής
περίθαλψης των τέκνων που ορίζονται στο άρθρο 7, στην περίπτωση που
καταβάλλονται από γονέα που δεν συνοικεί μαζί τους λόγω διάζευξης με τον άλλο
γονέα.
β) Κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (20%) των εξής δαπανών:
αα) Του ποσού του μισθώματος που καταβάλλεται ετησίως για κύρια κατοικία του
φορολογουμένου και της οικογένειάς του. Δεν δικαιούνται την έκπτωση αυτή όσοι
παίρνουν στεγαστικό επίδομα. Ομοίως, δεν δικαιούνται τη μείωση αυτή οι
φορολογούμενοι, όταν οι ίδιοι ή οι σύζυγοί τους ή τα τέκνα που τους βαρύνουν
έχουν πλήρη κυριότητα ή κατοχή, εξ΄ ολοκλήρου, σε οικία με επιφάνεια τουλάχιστον
ίση με εκείνη της μισθωμένης κύριας κατοικίας, η οποία βρίσκεται στον ίδιο νομό με
τη μισθωμένη. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και όταν η πιο πάνω οικία
ανήκει εξ αδιαιρέτου είτε στον φορολογούμενο και στη σύζυγο του είτε στον
φορολογούμενο και στα τέκνα τους που τους βαρύνουν είτε στη σύζυγο του και στα
τέκνα τους που τους βαρύνουν.
Του ποσού του μισθώματος που καταβάλλει ετησίως για τα τέκνα του ο
φορολογούμενος που μισθώνει κατοικίες για την ικανοποίηση των στεγαστικών
αναγκών τους, τα οποία φοιτούν σε αναγνωρισμένα σχολεία ή σχολές του
εσωτερικού, εφόσον αυτά τον βαρύνουν και εφόσον οι κατοικίες που μισθώνονται
βρίσκονται στην πόλη που έχει την έδρα της η σχολή ή το σχολείο που φοιτούν τα
τέκνα του και αυτός ή τα τέκνα του δεν έχουν άλλη κατοικία σ΄ αυτή την πόλη. Η
περιοχή της Νομαρχίας Αθηνών, οι Δήμοι Βούλας, Βουλιαγμένης της Νομαρχίας
46
δ) Κατά ποσοστό 40% του συνολικού ετήσιου ποσού των δεδουλευμένων τόκων
που καταβάλλονται από τον φορολογούμενο ειδικά για συμβάσεις στεγαστικών
δανείων που συνάπτονται από 1ης Ιανουαρίου 2009 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2010 για
απόκτηση κατά πλήρη κυριότητα οποιασδήποτε κατοικίας μέχρι 200τ.μ και για ύψος
δανείων μέχρι 350.000€. Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα ορίζονται στην περίπτωση
γ΄εκτός από τα τα δύο τελευταία εδάφια της υποπερίπτωσης αα΄ και από την
υποπερίπτωση δδ΄ (ν. 3763 άρ. 43)
ε) Κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του ποσού της διατροφής που
καταβάλλεται από τον έναν σύζυγο στον άλλο και επιδικάστηκε ή συμφωνήθηκε με
συμβολαιογραφική πράξη. Το ποσό της διατροφής επί της οποίας υπολογίζεται η
μείωση φόρου δεν μπορεί να υπερβεί τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
στ) Για το φορολογούμενο που αποκτά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εφόσον
αυτός προσφέρει υπηρεσίες ή κατοικεί για εννέα (9) τουλάχιστον μήνες μέσα στο
έτος που απέκτησε το εισόδημα αυτό στους Νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου,
Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσου, καθώς και σε περιοχή των νομών
Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Φλώρινας, Πέλλης, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας,
η οποία περιλαμβάνεται σε ζώνη βάθους είκοσι(20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή
γραμμή, κατά εξήντα(60) ευρώ για κάθε τέκνο που τον βαρύνει.
ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ:
Το ποσοστό μείωσης φόρου των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 3 του
άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αυξάνεται σε είκοσι τοις εκατό (20%) για τις δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2005 και εξής. Ειδικά για τη δαπάνη της περίπτωσης γ΄
της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε., το ποσοστό του προηγούμενου
εδαφίου ισχύει για τους τόκους δανείων που έχουν συναφθεί ήτοι προκαταβολές
που έχουν χορηγηθεί από 1ης Ιανουαρίου 2003 και μετά.
(Όπως η υποπερίπτωση αα΄ της περιπτωσης α΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν.
2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από
1/1/2005 και μετά).
(Η υποπερίπτωση αα΄ της περιπτωσης α΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 πριν την αντικατάστασή
της είχε ως εξής:
«αα) Οι αμοιβές που καταβάλλονται για ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις γενικά, στις οποίες
περιλαμβάνονται και οι ακτινολογικές και μικροβιολογικές εξετάσεις, καθώς και η δαπάνη για
οδοντοθεραπεία και οδοντοπροσθετική»).
(Όπως το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στην περίπτωση α΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν.
2238/1994, με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο
33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2005 και μετά).
49
(Όπως το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στην υποπερίπτωση ββ΄ της περιπτωσης β΄ της
παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994, με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από
1-1-2005 και μετά).
(Όπως η πείιπτωση δ΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την
παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου από 1/1/2004 και μετά).
(Η περίπτωση δ΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«δ) Κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του συνολικού ετήσιου ποσού των
οικογενειακών δαπανών, στις οποίες υποβάλλεται ο φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα
τέκνα που τους βαρύνουν, για αγορά αγαθών και υπηρεσιών γενικώς, εφόσον ο
φορολογούμενος ή η σύζυγος του ή και οι δύο δηλώνουν εισόδημα από μισθούς ή
συντάξεις. Το ποσό της μείωσης δεν μπορεί να υπερβεί τα εβδομήντα πέντε (75) ευρώ και
για τους δύο συζύγους.
Δεν συμπεριλαμβάνονται οι παρακάτω κατηγορίες δαπανών:
αα) αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 των άρθρων 8 και 23,
ββ) πραγματικές δαπάνες που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της ετήσιας
τεκμαρτής δαπάνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17,
γγ) αυτές που ορίζονται στις προηγούμενες περιπτώσεις,
δδ) δαπάνες για αγορά τροφίμων και ποτών, γενικώς, καθώς και καυσίμων,
εε) δαπάνες για ύδρευση, αποχέτευση, συγκοινωνίες, φωταέριο, παροχή ηλεκτρικού
ρεύματος, ασφάλιστρα και τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων, καθώς και για δίδακτρα σε
ιδιωτικά σχολεία.
στ) δαπάνες που γίνονται στην αλλοδαπή.
Αν μόνο ο ένας σύζυγος δηλώνει εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, ολόκληρο το ποσό
της μείωσης αφαιρείται από το δικό του φόρο. Αν και οι δύο σύζυγοι δηλώνουν εισόδημα
από μισθούς ή συντάξεις, το ποσό της μείωσης μερίζεται μεταξύ τους ανάλογα με το ύψος
του εισοδήματος του καθενός που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, όπως δηλώθηκε με
την αρχική εμπρόθεσμη δήλωσή τους και μειώνει το φόρο που προκύπτει γι΄ αυτούς.
Για τη διενέργεια της μείωσης του φόρου πρέπει το συνολικό ποσό των δαπανών που
καταβλήθηκε για αγαθά και υπηρεσίες να αναγράφεται στην αρχική εμπρόθεσμη δήλωση.
Τα δικαιολογητικά των δαπανών αυτής της περίπτωσης δεν συνυποβάλλονται με τη
δήλωση φορολογίας εισοδήματος, αλλά φυλάσσονται από τον υπόχρεο, για την επίδειξη
τους στην αρμόδια φορολογική αρχή, για τρία (3) έτη από το τέλος του οικείου οικονομικού
έτους»).
(Όπως η περίπτωση ε΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την
παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1-1-2005 και μετά).
(Η περίπτωση ε΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 πριν την αντικατάσταση της είχε ως εξής:
50
«ε) Για το φορολογούμενο που αποκτά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εφόσον αυτός
προσφέρει υπηρεσίες ή κατοικεί για εννέα (9) τουλάχιστον μήνες μέσα στο έτος που
απέκτησε το εισόδημα αυτό στους νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου
και Δωδεκανήσου, καθώς και σε περιοχή των νομών Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς,
Φλώρινας, Πέλλης, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας, η οποία περιλαμβάνεται σε ζώνη βάθους
είκοσι (20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμμή, κατά τριάντα (30) ευρώ για κάθε τέκνο
που τον βαρύνει»).
(Όπως η σχετική διάταξη τέθηκε στην παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994, με την παρ. 7
του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από
την ημερομηνία δημοσίευσης του στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-
2004 και μετά).
(Όπως η παράγραφος 3 του άρθρου 9 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.
3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
) Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα από το οποίο προκύπτει φόρος, οι μειώσεις των περιπτώσεων α΄,
γ΄, ε΄, ζ΄, η΄ και θ΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν την ίδια και των περιπτώσεων α΄ και στ΄
της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα
της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο
βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της φόρο που προκύπτει με βάση την κλίμακα. Όταν λόγω θανάτου του
ενός από τους συζύγους υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις, αν στο εισόδημα του ενός συζύγου δεν
προκύπτει φόρος ή ο φόρος που προκύπτει είναι κατώτερος από το άθροισμα των μειώσεων των
περιπτώσεων α΄ έως και θ΄ της προηγούμενης παραγράφου, το άθροισμα αυτών ή η διαφορά που
προκύπτει δεν μειώνει το φόρο του άλλου συζύγου.»
β) Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν με βάση τη φορολογική κλίμακα δεν προκύπτει για το φορολογούμενο ποσό φόρου ή αυτό που
προκύπτει είναι μικρότερο από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α΄, β΄, δ΄ και στ΄ της
προηγούμενης παραγράφου που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που τον βαρύνουν,
ολόκληρο το ποσό των μειώσεων των περιπτώσεων αυτών ή η διαφορά που προκύπτει, μειώνει το ποσό
του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα για τον άλλο σύζυγο.»
ι διατάξεις των παραγράφων 3 έως και 5 του άρθρου αυτού ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2010, για εισοδήματα
που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται, κατά περίπτωση, από την ημερομηνία αυτή και μετά.
ι διατάξεις της παραγράφου 1 του νόμου αυτού έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται και τις
δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά περίπτωση, από 1.1.2010 και μετά. Ειδικά, η κλίμακα της
παραγράφου αυτής εφαρμόζεται κατά την παρακράτηση φόρου εισοδήματος από τη δημοσίευση του νόμου
αυτού και μετά.
4. Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα από το οποίο προκύπτει φόρος, οι μειώσεις
των περιπτώσεων α΄, γ΄ και δ΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν την
ίδια και των περιπτώσεων α΄ και ε΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν
τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και
51
τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο
βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της φόρο που προκύπτει με βάση την κλίμακα.
Όταν λόγω θανάτου του ενός από τους συζύγους υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις,
αν στο εισόδημα του ενός συζύγου δεν προκύπτει φόρος ή ο φόρος που προκύπτει
είναι κατώτερος από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α΄ έως και ε΄ της
προηγούμενης παραγράφου, το άθροισμα αυτών ή η διαφορά που προκύπτει δεν
μειώνει το φόρο του άλλου συζύγου. Κατ΄ εξαίρεση, στην περίπτωση αυτή,
μειώνουν το φόρο του άλλου συζύγου τα ποσά των μειώσεων που αφορούν τα
έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του ενός συζύγου και των λοιπών
προσώπων που συνοικούν μαζί του και τον βαρύνουν. Αν με βάση τη φορολογική
κλίμακα δεν προκύπτει για τον φορολογούμενο ποσό φόρου ή αυτό που προκύπτει
είναι μικρότερο από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α΄, β΄ και ε΄ της
προηγούμενης παραγράφου που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που
τον βαρύνουν, τότε ολόκληρο το ποσό των μειώσεων των περιπτώσεων αυτών ή η
διαφορά που προκύπτει, μειώνει το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τη
φορολογική κλίμακα για τον άλλο σύζυγο. Αν το συνολικό ποσό των μειώσεων είναι
μεγαλύτερο του φόρου, ο οποίος προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα για τον
φορολογούμενο και τη σύζυγό του, η διαφορά δεν επιστρέφεται ούτε συμψηφίζεται
Το ποσό που απομένει ύστερα από τις μειώσεις αποτελεί το φόρο που αναλογεί στο
συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογουμένου.
(Όπως η παρ. 4 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του
άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για
εισοδήματα που αποκτώνται από 1/5/2004 και μετά).
(Η παρ. 4 του άρθρου 9 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«4. Για τη σύζυγο, η οποία έχει εισόδημα στο οποίο προκύπτει φόρος, οι μειώσεις των
περιπτώσεων α΄ και γ΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν την ίδια και των
περιπτώσεων α΄ και ε΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν τα τέκνα της από
προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς
από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της
φόρο που προκύπτει με βάση την κλίμακα.
Όταν λόγω θανάτου του ενός από τους συζύγους υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις, αν στο
εισόδημα του ενός συζύγου δεν προκύπτει φόρος ή ο φόρος που προκύπτει είναι
κατώτερος από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ της προηγούμενης
παραγράφου, το άθροισμα αυτών ή η διαφορά που προκύπτει δεν μειώνει το φόρο του
άλλου συζύγου. Στην περίπτωση αυτή μειώνουν το φόρο του άλλου συζύγου τα ποσά των
μειώσεων που αφορούν τα έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του ενός
συζύγου και των λοιπών προσώπων που συνοικούν μαζί του και τον βαρύνουν.
Αν με βάση τη φορολογική κλίμακα δεν προκύπτει για το φορολογούμενο ποσό φόρου ή
αυτό που προκύπτει είναι μικρότερο από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α΄,
β΄, δ΄ και ε΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα
52
πρόσωπα που τον βαρύνουν, τότε ολόκληρο το ποσό των μειώσεων των περιπτώσεων
αυτών ή η διαφορά που προκύπτει, μειώνει το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τη
φορολογική κλίμακα για τον άλλο σύζυγο.
Αν το συνολικό ποσό των μειώσεων είναι μεγαλύτερο του φόρου, ο οποίος προκύπτει με
βάση τη φορολογική κλίμακα για το φορολογούμενο και τη σύζυγό του, η διαφορά δεν
επιστρέφεται ούτε συμψηφίζεται.
Το ποσό που απομένει ύστερα από τις μειώσεις αποτελεί το φόρο που αναλογεί στο
συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογουμένου»).
(Όπως η παράγραφος 4 του άρθρου 9 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.
3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
5. Αν στο συνολικό εισόδημα περιλαμβάνεται και εισόδημα από ακίνητα, εκτός από
το απαλλασσόμενο εισόδημα από ιδιοκατοίκηση γενικά, το ακαθάριστο ποσό αυτού
υποβάλλεται και σε συμπληρωματικό φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή
ενάμισι τοις εκατό (1,5%). Το ποσό του συμπληρωματικού φόρου αυτής της
παραγράφου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το ποσό του φόρου που αναλογεί
στο συνολικό καθαρό εισόδημα, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως και 4, κατά
περίπτωση.
Ειδικώς, ο συντελεστής του πρώτου εδαφίου αυξάνεται σε τρία τοις εκατό (3%) και
επιβάλλεται στο ακαθάριστο εισόδημα από ακίνητα που χρησιμοποιούνται ως
κατοικίες, εφόσον η επιφάνεια καθεμιάς από αυτές υπερβαίνει τα τριακόσια (300)
τετραγωνικά μέτρα για εισοδήματα που αποκτώνται από 1-1-2000 και μετά.
(Όπως η παράγραφος 3 του άρθρου 9 αναριθμήθηκε σε 5 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 5 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 2 του
άρθρου 1 του 3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύουν για
εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2003)
(Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 πριν την αντικατάστασή τους είχαν ως εξής:
«Αν στο συνολικό εισόδημα περιλαμβάνεται και εισόδημα από ακίνητα, εκτός από το
απαλλασσόμενο εισόδημα από ιδιοκατοίκηση κύριας και δευτερεύουσας κατοικίας, το
ακαθάριστο ποσό αυτού υποβάλλεται και σε συμπληρωματικό φόρο, ο οποίος υπολογίζεται
με συντελεστή ενάμισι τοις εκατό (1,5%). Το ποσό του συμπληρωματικού φόρου αυτής της
παραγράφου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το ποσό του φόρου που αναλογεί στο
συνολικό καθαρό εισόδημα, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, κατά περίπτωση»).
ι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
53
«6. Ο φόρος στις αμοιβές που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού
από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία, υπολογίζεται με αναλογικό συντελεστή εννέα τοις εκατό
(9%) για τους αξιωματικούς και έξι τοις εκατό (6%) για το κατώτερο πλήρωμα, στις αμοιβές που
αποκτώνται από το ημερολογιακό έτος 2010 και επόμενα.
Αν ο φόρος που εξευρίσκεται με αυτόν τον τρόπο είναι ανώτερος από το φόρο που προκύπτει με βάση τις
παραγράφους 1 έως και 4, το επιπλέον ποσό φόρου επιστρέφεται ύστερα από την υποβολή της σχετικής
ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος στον προϊστάμενο της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας.
7. Για να εξευρεθεί ο φόρος που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα των αξιωματικών και του
κατώτερου πληρώματος του εμπορικού ναυτικού, σε περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά αποκτούν εκτός
από τις αμοιβές τους για τις υπηρεσίες τους σε εμπορικά πλοία, αντίστοιχα και εισοδήματα από τις
κατηγορίες Α’ έως Ζ’ του άρθρου 4 του παρόντος, το ποσό του φόρου που αναλογεί με βάση τις διατάξεις
της προηγούμενης παραγράφου αθροίζεται με το ποσό του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα
εισοδήματα του υπόχρεου. Για την εξεύρεση του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα εισοδήματα
του υπόχρεου επιμερίζεται ο φόρος που προκύπτει στο συνολικό εισόδημά του, με βάση τις διατάξεις των
παραγράφων 1 έως και 5 ανάλογα με τα ποσά των αμοιβών του, ως αξιωματικού ή κατώτερου
πληρώματος των εμπορικών πλοίων και των εισοδημάτων του από τις κατηγορίες Α’ έως Ζ’.»
6. Ειδικά, ο φόρος στις αμοιβές που αποκτά το ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής
αεροπορίας από την παροχή υπηρεσιών σε αεροσκάφη υπολογίζεται με αναλογικό
συντελεστή 10% (δέκα τοις εκατό) στις αμοιβές που αποκτώνται στο ημερολογιακό
έτος 1997, δώδεκα και μισό τοις εκατό (12,5%) στις αμοιβές που αποκτώνται στο
ημερολογιακό έτος 1998 και δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στις αμοιβές που
αποκτώνται στο ημερολογιακό έτος 1999 και επόμενα Επίσης, ο φόρος στις αμοιβές
που αποκτούν οι αξιωματικοί του εμπορικού ναυτικού και το κατώτερο πλήρωμα
από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία, υπολογίζεται με αναλογικό
συντελεστή έξι τοις εκατό (6%) για τους αξιωματικούς και τρία τοις εκατό (3%) για το
κατώτερο πλήρωμα στις αμοιβές που αποκτώνται στο ημερολογιακό έτος 2002 και
επόμενα. Αν ο φόρος που εξευρίσκεται με αυτόν τον τρόπο είναι ανώτερος από το
φόρο που προκύπτει με βάση τις παραγράφους 1 έως και 4, το επιπλέον ποσό
φόρου επιστρέφεται ύστερα από την υποβολή της σχετικής ετήσιας δήλωσης
φορολογίας εισοδήματος στον προϊστάμενο της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας.
(Όπως η παράγραφος 4 του άρθρου 9 αναριθμηθηκε σε 6 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά.)
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1
του 3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύει για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1.1.2003)
(Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Αν ο φόρος που εξευρίσκεται με αυτό τον τρόπο είναι ανώτερος από το φόρο που
προκύπτει με βάση τις παραγράφους 1 και 2, το επί πλέον ποσό φόρου επιστρέφεται,
54
ύστερα από την υποβολή στον προϊστάμενο της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας της
σχετικής ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος από το δικαιούχο.»)
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν.
2992/2002 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 4 του ιδίου άρθρου και νόμου για εισοδήματα
που αποκτώνται από την 1/1/2002 και μετά)
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ.4 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής: "Επίσης, ο
φόρος στις αμοιβές που αποκτούν οι αξιωματικοί του εμπορικού ναυτικού και το κατώτερο
πλήρωμα από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία , υπολογίζεται με αναλογικό
συντέλεστη οκτώ τοις εκατό (8%) για τους αξιωματικούς και τέσσερα τοις εκατό (4%) για το
κατώτερο πλήρωμα στις αμοιβές που αποκτώνται στο ημερολογιακό έτος 1997και εννέα
τοις εκατό (9%) για τους αξιωματικούς και έξι τοις εκατό(6%) για το κατώτερο πλήρωμα στις
αμοιβές που αποκτώνται στο ημερολογικό έτος και επόμενα").
7. Για να εξευρεθεί ο φόρος που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα των
αξιωματικών του εμπορικού ναυτικού και του ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής
αεροπορίας, σε περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά αποκτούν εκτός από τις αμοιβές
τους για τις υπηρεσίες τους σε εμπορικά πλοία ή ως ιπτάμενοι, αντίστοιχα, και
εισοδήματα από τις κατηγορίες Α΄ έως Ζ΄ του άρθρ. 4 του παρόντος, το ποσό του
φόρου που αναλογεί με βάση τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου
αθροίζεται με το ποσό του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα εισοδήματα
του υποχρέου. Για την εξεύρεση του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα
εισοδήματα του υπόχρεου επιμερίζεται ο φόρος που προκύπτει στο συνολικό
εισόδημά του, με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 ανάλογα με τα
ποσά των αμοιβών του, ως αξιωματικού των εμπορικών πλοίων ή ως ιπτάμενου
προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας και των εισοδημάτων του από τις
κατηγορίες Α΄ έως Ζ΄. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται και για το
κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού.
(Όπως η παράγραφος 5 του άρθρου 9 αναριθμηθηκε σε 7 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Όπως το πρότελευταίο εδάφιο της παραγράφου 7 αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του
άρθρου 1 του 3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύει για
εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2003)
(Το πρότελευταίο εδάφιο της παρ. 7 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Για την εξεύρεση του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα εισοδήματα του
υποχρέου επιμερίζεται ο φόρος που προκύπτει στο συνολικό εισόδημά του, με βάση τις
διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού, ανάλογα με τα ποσά των αμοιβών
του, ως αξιωματικού των εμπορικών πλοίων ή ως ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής
αεροπορίας και των εισοδημάτων του από τις κατηγορίες Α΄ έως Ζ΄»).
55
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην παρ. 5 με την παρ. 2 του άρθρου 14 του Ν.
2992/2002 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 4 του ιδίου άρθρου και νόμου για εισοδήματα
που αποκτώνται από 1/1/2002 και μετά).
8. Από το ποσό του φόρου που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα
εκπίπτουν:
α. Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 52 και 54 έως 58 στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο μέσα στο ίδιο
οικονομικό έτος.
β. Ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για το εισόδημα που
προέκυψε σε αυτήν μέχρι όμως του ποσού του φόρου που αναλογεί για αυτό το
εισόδημα στην Ελλάδα.
Για την εξεύρεση του ποσού αυτού του φόρου, το ποσό του φόρου που προκύπτει
στην Ελλάδα στο συνολικό εισόδημα ύστερα από την εφαρμογή των διατάξεων του
άρθρου αυτού, μειώνεται κατά το ποσό που προβλέπεται από τις διατάξεις του
άρθρου αυτού και μερίζεται, ανάλογα με τα δύο τμήματα του εισοδήματος στην
Ελλάδα και στην αλλοδαπή.
Εάν το ποσό του φόρου που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε είναι μεγαλύτερο
από τον οφειλόμενο φόρο, η επιπλέον διαφορά επιστρέφεται.
(Όπως η παράγραφος 6 του άρθρου 9 αναριθμηθηκε σε 8 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
Άρθρο 8
Λοιπές Διατάξεις
α) Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε., αντικαθίσταται ως εξής:
«Όταν ο φόρος που οφείλεται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην
προθεσμία της πρώτης δόσης, ανεξάρτητα αν βεβαιώθηκε σε μία ή περισσότερες δόσεις, παρέχεται στο
συνολικό ποσό του φόρου και των λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών έκπτωση ενάμιση τοις
εκατό (1,5%).
Όταν η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, εκτός από την έκπτωση του προηγούμενου
εδαφίου, παρέχεται έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%) στο συνολικό ποσό της οφειλής και μέχρι του ποσού
των εκατόν δεκαοκτώ (118) ευρώ, ανεξάρτητα από τον αριθμό των δόσεων.
Κατά την καταβολή του φόρου που προκύπτει με βάση τροποποιητική δήλωση παρέχεται έκπτωση
ποσοστού ενάμιση τοις εκατό (1,5%) στο σύνολο της νέας οφειλής, εφόσον αυτή είναι μικρότερη από την
αρχική και ο υπόχρεος κατέβαλε την αρχική οφειλή και έτυχε παρόμοιας έκπτωσης ή κατέβαλε μέσα στην
προθεσμία της πρώτης δόσης ποσό της αρχικής οφειλής που καλύπτει σε ποσοστό ενενήντα οκτώ και μισό
τοις εκατό (98,5%) της νέας οφειλής, εφόσον το λάθος οφείλεται σε υπαιτιότητα της φορολογικής αρχής.»
56
β) Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. όπως
αντικαταστάθηκαν από την περίπτωση α) της παραγράφου αυτής , ισχύουν για δηλώσεις φορολογίας
εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων οικονομικού έτους 2010 και επομένων.
(Τα ποσοστα των τριών τελευταίων εδαφίων της παρ. 9 του άρθρου 9 πριν την
αντικατάστασή τους ήταν «2,5%»).
(Όπως η παράγραφος 7 του άρθρου 9 αναριθμήθηκε σε 9 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά.)
(Όπως τα εδάφια πέμπτο και έκτο της παρ. 7 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 4 του άρθρου
13 του Ν. 2992/2002 και ισχύουν σύμφωνα με την παρ. 6 του ιδίου άρθρου και νόμου για
τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικ. Έτους 2002 και μετά).
10. Όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισόδημα από πηγή που
βρίσκεται στην Ελλάδα, στο ποσό του φόρου που αντιστοιχεί στο πρώτο κλιμάκιο
της φορολογικής κλίμακας της παρ. 1 προστίθεται ο φόρος, ο οποίος προκύπτει με
την εφαρμογή του αναλογικού συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%).
Η διάταξη αυτής της παραγράφου δεν εφαρμόζεται για κατοίκους των χωρών-μελών
της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα πλέον του ενενήντα
τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματός τους.
(Όπως η παράγραφος 8 του άρθρου 9 αναριθμηθηκε σε 10 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 9 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκε με την
παρ. 23 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 19/10/2001, όπως ορίστηκε
με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
11. Όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισόδημα από πηγή που
βρίσκεται στην Ελλάδα δεν δικαιούνται τις μειώσεις που ορίζονται στις
παραγράφους 2 και 3. Από τη διάταξη αυτή εξαιρούνται οι κάτοικοι των κρατών -
μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα πλέον του
ενενήντα τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματός τους.
(Όπως η παράγραφος 9 του άρθρου 9 αναριθμηθηκε σε 11 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Όπως η παράγραφος 11 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 του 3091/2002 και
σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται από
1.1.2003)
(Η παράγραφος 11 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«11. Όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισόδημα από πηγή που βρίσκεται στην
Ελλάδα, δεν δικαιούνται τις μειώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 αυτού του άρθρου,
εκτός από τους κατοίκους των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτούν
εισόδημα στην Ελλάδα πλέον του ενενήντα τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματός
τους.»).
58
Άρθρο 10
Φορολογία του εισοδήματος των εταιρειών, κοινοπραξιών και κοινωνιών που
ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα
Άρθρο 6
Φορολογία εμπορικών επιχειρήσεων
α) Είκοσι τοις εκατό (20%), προκειμένου για ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες
και για τις κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα.
β) Είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) προκειμένου για κοινοπραξίες της παραγράφου 2
του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και για αστικές εταιρίες,
συμμετοχικές και αφανείς εταιρίες.
Ο συντελεστής αυτός μειώνεται σταδιακά κατά μία ποσοστιαία μονάδα κάθε
διαχειριστική χρήση, για τα εισοδήματα που προκύπτουν από τη διαχειριστική
χρήση 2010 μέχρι τη διαχειριστική χρήση του 2014. Για τη διαχειριστική χρήση του
2014 ο συντελεστής θα ανέρχεται σε 20%( αρ.15.ν.3697/2008)
Από τα καθαρά κέρδη των παραπάνω προσώπων, προκειμένου να υπολογισθεί ο
φόρος εισοδήματος, εκπίπτουν τα κέρδη τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή
φορολογούνται αυτοτελώς, καθώς και τα κέρδη τα οποία προέρχονται από
μερίσματα ημεδαπών ανωνύμων εταιριών ή συνεταιρισμών ή από αμοιβαία
κεφάλαια ή από μερίδια εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ή από τη συμμετοχή σε
υποχρέους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2.
Ειδικά, προκειμένου για τις ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες και κοινωνίες
κληρονομικού δικαίου, στις οποίες μεταξύ των κοινωνιών περιλαμβάνονται και
ανήλικοι, από τα κέρδη που απομένουν ύστερα από την εφαρμογή των διατάξεων
του προηγούμενου εδαφίου αφαιρείται επιχειρηματική αμοιβή για μέχρι τρεις (3)
ομόρρυθμους εταίρους φυσικά πρόσωπα ή μέχρι τρεις (3) κοινωνούς φυσικά
πρόσωπα, με τα μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής.
Σε περίπτωση περισσοτέρων με ίσα ποσοστά συμμετοχής, οι δικαιούχοι
επιχειρηματικής αμοιβής καθορίζονται από την εταιρία ή κοινωνία και δηλώνονται
με την οικεία αρχική ετήσια δήλωση της.
Τα ποσοστά αυτά δεν ισχύουν για τις εταιρίες του άρθρου 13 του Ν. 718/1977 (ΦΕΚ
Α΄ 304). Η επιχειρηματική αμοιβή προσδιορίζεται με την εφαρμογή του ποσοστού
συμμετοχής αυτού του εταίρου ή κοινωνού στο πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών των
κερδών της εταιρίας ή κοινωνίας που δηλώθηκαν με την οικεία ετήσια δήλωση της.
Σε περίπτωση συμμετοχής του υπόχρεου φυσικού προσώπου, ως ομόρρυθμου
εταίρου ή κοινωνού σε περισσότερες εταιρίες ή κοινωνίες, αυτός δικαιούται
επιχειρηματική αμοιβή, μόνο από εκείνη που δηλώνει τα μεγαλύτερα καθαρά κέρδη.
Με την επιβολή αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση, επί των
κερδών αυτών, των προσώπων που συμμετέχουν σε αυτούς τους υποχρέους.
ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ Ι:
Ειδικά για τα εισοδήματα των ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιριών, καθώς και
των κοινωνιών αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, που
προκύπτoυv από διαχειριστικές περιόδους από 1.1.2005 και μέχρι 31.12.2005, ο
συντελεστής φορολογίας της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Φ.Ε.ορίζεται σε
60
είκοσι τέσσερα τοις εκατό (24%), ενώ για αυτά που προκύπτουν από διαχειριστικές
χρήσεις από 1.1.2006 και μέχρι 31.12.2006 ο συντελεστής ορίζεται σε είκοσι δύο τοις
εκατό (22%).
(Όπως η σχετική διάταξη Ι τέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν. 3296/2004).
β. τριανταπέντε τοις εκατό (35%) προκειμένου για κοινοπραξίες της παραγράφου 2 του
άρθρου 2 του Κ.Β.Σ., καθώς και για αστικές εταιρίες, συμμετοχικές ή αφανείς»).
(Όπως η περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 10 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 1 του άρθρου 24 του Ν. 2836/2000 και ισχύει συμφωνα με την παράγραφο 2
του ιδίου άρθρου και νόμου για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2000 και μετά ή για
τα κέρδη που προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που κλείνουν μετά την
31/12/1999, κατά περίπτωση).
(Όπως η περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 10 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 1 του άρθρου 24 του Ν. 2836/2000 και ισχύει συμφωνα με την παράγραφο 2
του ιδίου άρθρου και νόμου για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2000 και μετά ή για
τα κέρδη που προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που κλείνουν μετά την
31/12/1999, κατά περίπτωση).
(Όπως το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 33 του ιδίου άρθρου από 1/1/2001 και μετά και
καταλαμβάνει τα καθαρά εισοδήματα και τα κέρδη διαχειρίσεων που κλείνουν μετά τις
30/12/2000 και στο εξής) (Βλ. και σχετική παρ. 34 του ιδίου άρθρου και νόμου για τυχόν
υποχρεώσεις).
(Όπως το έκτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 33 του ιδίου άρθρου από 1/1/2001 και μετά και
καταλαμβάνει τα καθαρά εισοδήματα και τα κέρδη διαχειρίσεων που κλείνουν μετά από τις
30/12/2000 και στο εξής) (Βλ. και σχετική παρ. 34 του ιδίου άρθρου και νόμου για τυχόν
υποχρεώσεις).
(Όπως το έβδομο εδάφιο της παρ. 1 καταργήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001. Η κατάργηση ισχύει από 1/1/2001 και μετά και καταλαμβάνει τα καθαρά
εισοδήματα και τα κέρδη διαχειρίσεων που κλείνουν μετά από τις 30/12/2000 και στο εξής)
(Βλ. και σχετική παρ. 34 του ιδίου άρθρου και νόμου για τυχόν υποχρεώσεις).
3. Από το συνολικό ποσό του φόρου που αναλογεί στο φορολογούμενο εισόδημα
και του συμπληρωματικού φόρου εκπίπτουν:
α. Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 52, 54, 55 και 58 στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο με βάση αυτό το
άρθρο.
62
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ
Άρθρο 11
Αυτοτελής φορολόγηση εισοδήματος από ακίνητα
Άρθρο 5
Κατάργηση αυτοτελούς φορολόγησης – Τροποποιήσεις συντελεστών
Ο συντελεστής που προβλέπεται στο άρθρο 11 του Κ.Φ.Ε. αυξάνεται από είκοσι τοις εκατό (20%) σε είκοσι
πέντε τοις εκατό (25%).
απόδοσης αυτού του φόρου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή
αυτής της παραγράφου.
Άρθρο 12
Αυτοτελής φορολόγηση εισοδήματος από κινητές αξίες (άρθρο 12 αρχικού νόμου
2238/1994)
1. Επιβάλλεται φόρος εισοδήματος στους τόκους, οι οποίοι αποκτώνται από φυσικά
ή νομικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, χωρίς να εξετάζεται
η ιθαγένεια και ο τόπος που διαμένουν ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους και
προκύπτουν στην Ελλάδα από:
α. Οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης, περιλαμβανομένων και των πιστοποιητικών
καταθέσεων, σε τράπεζα ή ταμιευτήριο που είναι στην Ελλάδα.
β. Οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
γ..Καταργήθηκε ………..
δ. Ομολογιακά δάνεια επιχειρήσεων, εφόσον έχουν τύχει των απαλλαγών του Ν.Δ.
3746/1957 (ΦΕΚ Α΄ 173).
Για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου θεωρούνται τόκοι
καταθέσεων και τα εισοδήματα που προκύπτουν από πράξεις, όπως αυτές
ορίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 15 του N. 3632/1928 (ΦEK
137 A΄),(repos) που προστέθηκαν με το άρθρο 74 του N. 1969/1991 (ΦEK 167 A΄) και
όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του
N. 2651/1998 (ΦEK 248 A΄), τα οποία λαμβάνουν οι δικαιούχοι φυσικά ή νομικά
πρόσωπα. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία και
κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του
προηγουμένου εδαφίου.
(Όπως η περίπτωση γ της παρ. 1 καταργήθηκε με την παρ. 6 του αρθ. 1 του Ν. 2954/2001)
(Όπως τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 12 προστέθηκαν με την παράγραφο
7 του άρθρου 2 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 21.12.2001 (ΦEK 288 A΄) που
κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του N. 2990/2002 και ισχύουν για τα εισοδήματα που
αποκτώνται μετά την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με την παράγρ. 2 του άρθρου 3 της
ίδιας Πράξης).
(Η παράγραφος 1 ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 10 του Ν. 3091/2002 για
εισοδήματα οικονομικού έτους 2003 και μετά).
(Οι διατάξεις της περ. γ΄ της παρ. 1 καταργήθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001. Η κατάργηση ισχύει από 2/11/2001 σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου).
2. Ο φόρος υπολογίζεται στο ποσό των τόκων που προκύπτουν με συντελεστή δέκα
τοις εκατό (10%).
64
O φόρος αυτός παρακρατείται από τον οφειλέτη των τόκων κατά το χρόνο που
γίνεται ο εκτοκισμός της κατάθεσης ή από εκείνον που καταβάλλει τους τόκους,
κατά την εξαργύρωση των τοκομεριδίων.
ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν. 3296/2004, οι διατάξεις της προηγούμενης
παραγράφου αφορούντα ποσά των τόκων από καταθέσεις, που λογίζονται από την 1η
Ιανουαρίου 2005 και μετά, με εξαίρεση τα ποσά των τόκων τα οποία προέρχονται από
προθεσμιακές καταθέσεις, που έχουν συναφθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2004 και για
το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την πρώτη ανανέωσή τους μετά την ημερομηνία
αυτή. Οι τόκοι που αντιστοιχούν μέχρι την ανανέωση φορολογούνται με συντελεστή
δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου έχουν ανάλογη εφαρμογή
και για τα εισοδήματα που προκύπτουν από πράξεις που συνάπτονται σύμφωνα με τις
διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 15 του Ν. 3632/1928 (ΦΕΚ 137 Α΄), που
προστέθηκαν με το άρθρο 74 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄) και όπως ισχύουν μετά την
αντικατάστασή τους με την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του Ν. 2651/1998 (ΦΕΚ 248 Α),
από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά. Για τα εισοδήματα τα οποία προκύπτουν από
πράξεις του προηγούμενου εδαφίου που έχουν συναφθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου
2005, ο συντελεστής φορολογίας ορίζεται σε επτά τοις εκατό (7%).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 3296/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 12 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«O φόρος υπολογίζεται στο ποσό των τόκων που προκύπτουν με συντελεστή δεκαπέντε
τοις εκατό (15%), με εξαίρεση το φόρο των εισοδημάτων του προτελευταίου εδαφίου της
προηγουμένης παραγράφου, που υπολογίζεται με συντελεστή επτά τοις εκατό (7%)»).
(Όπως τα πρώτο και δεύτερο εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 12 τέθηκαν σε
αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής με την παράγραφο 8 του
άρθρου 2 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 21.12.2001 (ΦEK 288 A΄) και
ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται μετά την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με την
παράγρ. 2 του άρθρου 3 της ίδιας Πράξης).
(Tα εδάφια που αντικαταστάθηκαν είχαν ως εξής:
«2. Ο φόρος υπολογίζεται, με συντελεστή δέκα πέντε τοις εκατό (15%), στο ποσό των
τόκων που προκύπτουν και παρακρατείται από τον οφειλέτη των τόκων κατά το χρόνο που
γίνεται ο εκτοκισμός της κατάθεσης ή από εκείνον που καταβάλει τους τόκους, κατά την
εξαργύρωση των τοκομεριδίων»).
Ειδικώς, για ομόλογα χωρίς κουπόνια (zero - coupon) ο φόρος υπολογίζεται κατά
την έκδοσή τους.
Με την παρακράτηση του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των
υπόχρεων του άρθρου 2, των ημεδαπών και αλλοδαπών τραπεζικών και
65
Στο τέλος της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο που έχει ως
εξής:
«Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται και για τους δεδουλευμένους τόκους κατά το
χρόνο μεταβίβασης του ομολόγου αλλοδαπής προέλευσης ή τοκομεριδίου».
5. Οι διατάξεις των άρθρων 65, 66, 68, 70, 74, 75, 84, 85, 86, 87 και 88, καθώς και της
περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 93, εφαρμόζονται αναλόγως, για τη
διαδικασία υποβολής των δηλώσεων, ελέγχου αυτών και βεβαίωσης του φόρου που
επιβάλλεται με αυτό το άρθρο.
6. Η κατά τα ανωτέρω επιβολή του φόρου δεν συνεπάγεται την άρση του απορρήτου
των καταθέσεων στις τράπεζες, όπως αυτό ισχύει σύμφωνα με τις κείμενες
διατάξεις.
αυτών στην Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και από καταθέσεις του Ταχυδρομικού
Ταμιευτηρίου και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στην Τράπεζα της
Ελλάδος.
στ. Ομόλογα ή ομολογιακά δάνεια γενικά, που έχουν εκδοθεί ή έχουν συναφθεί μέχρι
και την 31η Δεκεμβρίου 1990, καθώς και οι τόκοι από ομολογιακά δάνεια σε
συνάλλαγμα, που εκδίδονται από την Τράπεζα της Ελλάδος από την 1 η Ιανουαρίου
1991 και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1996.
ζ. Καταργήθηκε........................................................
(όπως η περίπτωση ζ της παραγράφου 7, καταργήθηκε με την παρ. 2 του αρθ. 6 του Ν.
2579/1998 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου από 1.1.1998)
(Όπως η περ.ζ της παρ.7 του άρθρου 12 πριν την κατάργησή του είχε ως εξής: "Καταθέσεις
σε δραχμές που προέρχονται από εισαγωγή συναλλάγματος μη κατοίκων Ελλάδας ").
η. Προθεσμιακές καταθέσεις σε ξένο νόμισμα, που έχουν συναφθεί από μόνιμους
κατοίκους Ελλάδος μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1996 και για χρονικό διάστημα μέχρι
την πρώτη ανανέωσή τους μετά από αυτήν την ημερομηνία.
θ. Προθεσμιακές καταθέσεις σε δραχμές που προέρχονται από εισαγωγή
συναλλάγματος που έχουν συναφθεί από μη κατοίκους Ελλάδας μέχρι την 31η
Δεκεμβρίου 1997 και για το χρονικό διάστημα μέχρι την πρώτη ανανέωσή τους μετά
από αυτή την ημερομηνία.
(όπως η περ. θ της παρ. 7 προστέθηκε με την παρ. 1 του αρθ. 6 του Ν. 2579/1998 και
ισχύει από 1.1.1998)
ανανέωση, γίνεται παρακράτηση του φόρου που αναλογεί κατά το χρόνο της
εξόφλησής τους. Με τον προεισπραττόμενο ή παρακρατούμενο κατά περίπτωση
φόρο, πιστώνεται ο τηρούμενος στην Τράπεζα της Ελλάδος οικείος λογαριασμός
του Ελληνικού Δημοσίου.
Φόρος με τον ίδιο ως άνω συντελεστή επιβάλλεται και στους τόκους, οι οποίοι
αποκτώνται από τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής και
προκύπτουν από έντοκους τίτλους που εκδίδονται στην Ελλάδα με τις εγκρίσεις
που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το
Διεθνή Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως, τη Διεθνή Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και
Αναπτύξεως, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως και την
Ασιατική Τράπεζα Αναπτύξεως. Ο φόρος αυτός παρακρατείται κατά το χρόνο λήξης
και εξόφλησης των τοκομεριδίων τους ή κατά τη λήξη των τίτλων, όταν πρόκειται για
ομόλογα χωρίς τοκομερίδια, από το διαχειριστή εκάστου δανείου ή από το νόμιμο
εκπρόσωπο του εκδότη στην Ελλάδα ή από άλλο εξουσιοδοτημένο προς τούτο
πρόσωπο. Ο παρακρατούμενος φόρος του προηγούμενου εδαφίου αποδίδεται με
εφάπαξ καταβολή στο Δημόσιο, με την υποβολή δήλωσης, από το πρόσωπο που
διενήργησε την παρακράτηση, στη Δ.Ο.Υ. στην περιφέρεια της οποίας αυτό έχει την
έδρα του, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα που έγινε η
παρακράτηση του φόρου.
Με την προείσπραξη ή την παρακράτηση του φόρου της παραγράφου αυτής
εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των υπόχρεων του άρθρου 2, των ημεδαπών
και αλλοδαπών τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των
υπόχρεων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 του άρθρου
101, με την επιφύλαξη των οριζόμενων από τις διατάξεις των άρθρων 99 και 106.
Επίσης, για τη φορολογία των τόκων της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται
ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου αυτού.
(Όπως η παράγραφος 8 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 3 του 3091/2002 και
σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης του
Νόμου ήτοι 24/12/2002 εκτός από το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 που ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 10 του Ν. 3091/2002 για εισοδήματα οικονομικού
έτους 2003 και μετά).
(Η παράγραφος 8 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«8. Ομοίως επιβάλλεται φόρος εισοδήματος στους τόκους, οι οποίοι αποκτώνται από
φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, χωρίς να εξετάζεται
η ιθαγένεια και ο τόπος που διαμένουν ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους και προκύπτουν
από εθνικά δάνεια που εκδίδονται με έντοκα γραμμάτια ή ομολογίες από την 1η Ιανουαρίου
1997 και μετά. Ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή 7,5% (επτά και μισό τοις εκατό) στο
ποσό των τόκων που προκύπτουν από την επένδυση κεφαλαίων σε ομόλογα ή έντοκα
γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου. Ο φόρος αυτός για τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού
Δημοσίου, που εκδίδονται με φυσικούς τίτλους ή με τη μορφή άυλων τίτλων,
69
προεισπράττεται κατά την έκδοσή τους, ενώ για τα ομόλογα ο φόρος παρακρατείται κατά το
χρόνο της εξαργύρωσης των τοκομεριδίων τους ή κατά τη λήξη τους, όταν πρόκειται για
ομόλογα χωρίς τοκομερίδια (ZERO COUPON). Σε περίπτωση σιωπηρής ανανέωσης
έντοκων γραμματίων για τους τόκους που προκύπτουν στο διάστημα που διαρκεί η
ανανέωση, γίνεται παρακράτηση του φόρου που αναλογεί κατά το χρόνο της εξόφλησής
τους. Με τον προεισπραττόμενο ή παρακρατούμενο κατά περίπτωση φόρο πιστώνεται ο
τηρούμενος στην Τράπεζα της Ελλάδος οικείος λογαριασμός του Ελληνικού Δημοσίου. Με
την προείσπραξη ή την παρακράτηση του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική
υποχρέωση των δικαιούχων για τα εισοδήματα αυτά. Φόρος με τον ίδιο ως άνω συντελεστή
επιβάλλεται και στους τόκους, οι οποίοι αποκτώνται από τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου
της παραγράφου αυτής και προκύπτουν από έντοκους τίτλους που εκδίδονται στην Ελλάδα
με τις εγκρίσεις που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα
Επενδύσεων, το Διεθνή Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως, τη Διεθνή Τράπεζα
Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και
Αναπτύξεως και την Ασιατική Τράπεζα Αναπτύξεως. Ο φόρος αυτός παρακρατείται κατά το
χρόνο λήξης και εξόφλησης των τοκομεριδίων τους ή κατά τη λήξη των τίτλων όταν
πρόκειται για ομόλογα χωρίς τοκομερίδια, από το διαχειριστή εκάστου δανείου ή από το
νόμιμο εκπρόσωπο του εκδότη στην Ελλάδα ή από άλλο εξουσιοδοτημένο προς τούτο
πρόσωπο. Ο παρακρατούμενος φόρος του προηγούμενου εδαφίου αποδίδεται με εφάπαξ
καταβολή στο Δημόσιο, με την υποβολή δήλωσης, από το πρόσωπο που διενήργησε την
παρακράτηση, στη δημόσια οικονομική υπηρεσία στην περιφέρεια της οποίας αυτό έχει την
έδρα του, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα που έγινε η παρακράτηση
του φόρου. Οι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και
στην περίπτωση αυτή. Στους έντοκους τίτλους που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή και
οι οποίοι εκδίδονται από την 3η Ιανουαρίου 1998 και μετά, ο φόρος υπολογίζεται με
συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) στο ποσό των τόκων που προκύπτουν από την απόδοση
αυτών. Με τον ίδιο συντελεστή φορολογούνται και οι τόκοι που προκύπτουν από
ανανεώσεις εκδοθέντων έντοκων γραμματίων, εφόσον η ανανέωση αυτών γίνεται μετά τη
2η Ιανουαρίου 1998».).
α. Στην παράγραφο 8 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. και μετά το έβδομο εδάφιο προστίθενται δύο νέα εδάφια
που έχουν ως εξής:
«Σε περίπτωση μεταβίβασης του ομολόγου ή τοκομεριδίου του πριν από τη λήξη του, η
μεσολαβούσα τράπεζα προβαίνει σε παρακράτηση φόρου για τους δεδουλευμένους μέχρι το χρόνο
μεταβίβασης τόκους και για την απόδοση του φόρου αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2
του άρθρου 60. Αν το ομόλογο ή τοκομερίδιο που μεταβιβάζεται ανήκει στην τράπεζα, υποχρεούται η ίδια
να καταβάλει το φόρο που αναλογεί στους πιο πάνω δεδουλευμένους τόκους».
β. Οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. όπως συμπληρώθηκαν με την περίπτωση
α της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή για μεταβιβάσεις τίτλων που πραγματοποιούνται μετά την
παρέλευση ενός μηνός από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
70
Το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2010
των τραπεζών, ανεξάρτητα με τη νομική μορφή που λειτουργούν στην Ελλάδα, δεν επιστρέφεται κατά το
μέρος που οφείλεται σε φόρο που έχει παρακρατηθεί επί τόκων ομολόγων πάσης φύσεως.
διασφάλιση της διακράτησης των τίτλων αυτών από τους αρχικούς κατόχους τους,
καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που είναι απαραίτητη για την εφαρμογή
της ως άνω διάταξης
(όπως η παρ. 11 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 15 του Ν. 2628/1998)
12. Απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος οι τόκοι των Εντόκων Γραμματίων του
Ελληνικού Δημοσίου που εκδίδονται από την 1η Ιανουαρίου 2003, υπό την
προϋπόθεση ότι ο αρχικός κάτοχος των τίτλων αυτών είναι φυσικό πρόσωπο
κάτοικος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκτά τους τίτλους μέσα σε πέντε (5)
εργάσιμες ημέρες από την επόμενη ημέρα της έκδοσης τους και τους διακρατεί
μέχρι την ημερομηνία λήξης τους.
Απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος οι τόκοι των Ομολογιακών Δανείων του
Ελληνικού Δημοσίου που εκδίδονται από την 1η Ιανουαρίου 2003, υπό την
προϋπόθεση ότι ο αρχικός κάτοχος των τίτλων αυτών είναι φυσικό πρόσωπο
κάτοικος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκτά τους τίτλους μέσα σε πέντε (5)
εργάσιμες ημέρες από την επόμενη ημέρα της έκδοσής τους ή επανέκδοσής τους
και διακρατεί τόσο τα σώματα αυτών όσο και τα τοκομερίδιά τους μέχρι την
ημερομηνία λήξης τους.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα κριτήρια
και οι προϋποθέσεις για τη διάθεση, την απόκτηση και διασφάλιση της διακράτησης
των τίτλων αυτών από τους αρχικούς κατόχους τους, καθώς και κάθε άλλο θέμα που
είναι απαραίτητο για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
(Όπως η παράγραφος 12 του άρθρου 12 προστέθηκε με το άρθρο 37 του N. 3130/2003 και
ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου στο ΦEK, ήτοι από 28/3/2003).
Άρθρο 13
Αυτοτελής φορολόγηση εισοδήματος από επιχειρήσεις ή επαγγέλματα
1. Φορολογείται αυτοτελώς λογιζόμενο ως εισόδημα:
α. Με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) κάθε κέρδος ή ωφέλεια που προέρχεται
από τη μεταβίβαση:
αα. Ολόκληρης επιχείρησης με τα άυλα στοιχεία αυτής, όπως αέρας, επωνυμία,
σήμα, προνόμια κ.τ.λ. ή υποκαταστήματος επιχείρησης, όπως αυτό ορίζεται από τις
διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
ββ. Εταιρικών μερίδων ή μεριδίων, ποσοστών συμμετοχής σε κοινωνία αστικού
δικαίου που ασκεί επιχείρηση ή επάγγελμα ή σε κοινοπραξία, εκτός κοινοπραξίας
72
τεχνικών έργων, της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων.
Με μεταβίβαση εταιρικών μερίδων ή μεριδίων εξομοιώνεται και η μη συμμετοχή
εταίρου στην αύξηση του κεφαλαίου προσωπικής εταιρίας ή εταιρίας περιορισμένης
ευθύνης.
Τα τρία τελευταία εδάφια της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13
του Κ.Φ.Ε., αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν μεταβιβαστεί από επαχθή αιτία ατομική επιχείρηση ή μερίδιο ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας
από γονέα προς τα τέκνα του ή από σύζυγο σε σύζυγο, λόγω συνταξιοδότησης του μεταβιβάζοντος, δεν
υπόκειται σε φόρο υπεραξίας. Αν όμως η ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία διαθέτει ακίνητο στα πάγια
περιουσιακά της στοιχεία, η αντικειμενική αξία του ακινήτου, που ισχύει κατά το έτος αποτίμησης της
επιχείρησης, φορολογείται με συντελεστή 5% επί του ποσοστού του μεριδίου που μεταβιβάζεται. Αν
μεταβιβαστεί από επαχθή αιτία ατομική επιχείρηση ή μερίδιο προσωπικής εταιρίας από δικαιούχο με βαθμό
συγγένειας της Α΄ κατηγορίας της παρ. 1 του άρθρου 29 του ν.2961/2001, η υπεραξία φορολογείται με
συντελεστή 5%. Για τις ίδιες μεταβιβάσεις από δικαιούχους με βαθμό συγγένειας της Β΄ κατηγορίας της
παρ. 1 του άρθρου 29 του ν.2961/2001 η υπεραξία φορολογείται με συντελεστή 10% ».
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην υποπερίπτωση ββ΄ της περ. α΄ της παρ. 1 με την
παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου
από 2/11/2001).
Αν μεταβιβασθεί από επαχθή αιτία ατομική επιχείρηση ή μερίδιο ομόρρυθμης ή
ετερόρρυθμης εταιρίας, από γονέα προς τα τέκνα του ή από σύζυγο σε σύζυγο,
λόγω συνταξιοδότησης του μεταβιβάζοντος, ο συντελεστής φορολογίας της
περίπτωσης αυτής μειώνεται από 20% σε 10% για μεταβιβάσεις που γίνονται μέχρι
31 Δεκεμβρίου 2000. Μεταβιβάσεις που γίνονται μετά το χρόνο αυτόν δεν υπόκεινται
σε φόρο υπεραξίας.
Προκειμένου για μεταβιβάσεις από επαχθή αίτια στοιχείων των παραπάνω
υποπεριπτώσεων αα΄ και ββ΄ σε δικαιούχους που υπάγονται στην Α΄ ή Β΄ κατηγορία
του άρθρου 29 του Ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266/Α΄), η πραγματική αξία πώλησης αυτών
φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή ένα και δύο δέκατα τοις εκατό (1,2%) και δύο
και τέσσερα δέκατα τοις εκατό (2,4%), αντίστοιχα.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην περ. α΄ της παρ. 1 με την παρ. 3 του άρθρου 3 του
Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου για εισοδήματα (κέρδη ή
ωφέλειες) που αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Σχετική διάταξη: Άρθρο 3 παράγραφος 5 Ν. 3091/2002
Για την εφαρμογή των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της
παραγράφου 1 και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κώδικα
Φορολογίας Εισοδήματος, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών
καθορίζεται ο τρόπος προσδιορισμού της κατώτατης πραγματικής αξίας που προκύπτει από
τη μεταβίβαση: α) ολόκληρης επιχείρησης, μερίδων ή μεριδίων και ποσοστών συμμετοχής
73
λαμβάνοντας υπόψη τα καθαρά κέρδη των τελευταίων πέντε (5) ετών, την αμοιβή του
επιχειρηματία, το επιτόκιο των έντοκων γραμματίων του Δημοσίου ετήσιας διάρκειας και τα
έτη λειτουργίας της και β) μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή σε
αλλοδαπό χρηματιστήριο ή σε άλλο χρηματιστηριακό θεσμό, λαμβάνοντας υπόψη
αποτελέσματα από τους τελευταίους πριν από τη μεταβίβαση ισολογισμούς και την
απόδοση των ίδιων κεφαλαίων της επιχείρησης).
β. Με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) κάθε κέρδος ή ωφέλεια που προέρχεται
από την εκχώρηση ή μεταβίβαση αυτοτελώς κάθε δικαιώματος, το οποίο είναι
συναφές με την άσκηση της επιχείρησης ή του επαγγέλματος, όπως του
δικαιώματος της μίσθωσης ή υπομίσθωσης ή του προνομίου ή του διπλώματος
ευρεσιτεχνίας και άλλων παρόμοιων δικαιωμάτων, καθώς και της άδειας
κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων ή μοτοσικλετών δημόσιας χρήσης που
μεταβιβάζονται. Με εκχώρηση εξομοιώνεται και η παραίτηση από μισθωτικά
δικαιώματα.
(Όπως ο συντελεστής παρακράτησης από τριάντα τοις εκατό (30%) μειώθηκε σε είκοσι τοις
εκατό (20%) με την παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο
30 του ίδιου Νόμου για ποσά που καταβάλλονται ή πιστώνονται από 1/1/2003 και μετά).
γ. Με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) κάθε ποσό που καταβάλλεται, πέρα από τα
μισθώματα, από το μισθωτή προς τον εκμισθωτή, σε περίπτωση μίσθωσης ακινήτου
μόνου του ή μαζί με τον οποιονδήποτε εξοπλισμό ή εγκατάσταση που τυχόν
διαθέτει. Τα αναφερόμενα στα επόμενα εδάφια αυτής της παραγράφου, καθώς και
στην παράγραφο 8 του άρθρου 81, εφαρμόζονται ανάλογα και σ΄ αυτή την
περίπτωση.
(Όπως ο συντελεστής παρακράτησης από είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) μειώθηκε σε είκοσι
τοις εκατό (20%) με την παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για ποσά που καταβάλλονται ή πιστώνονται από 1/1/2003 και
μετά).
Ο δικαιούχος του κέρδους ή της ωφέλειας που προκύπτει από την εφαρμογή αυτής
της παραγράφου επιβαρύνεται με τον οικείο φόρο και καταβάλει αυτόν εφάπαξ με
την υποβολή δήλωσης στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία της περιφέρειας
όπου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης της οποίας μεταβιβάζεται ή εκχωρείται το
περιουσιακό στοιχείο, πριν από την με οποιονδήποτε τρόπο μεταβίβαση ή
εκχώρηση του οικείου περιουσιακού στοιχείου. Η σχετική δήλωση υποβάλλεται σε
τρία (3) αντίτυπα από τα οποία τα δύο (2) επιστρέφονται θεωρημένα στο δικαιούχο
του κέρδους ή της ωφέλειας. Εάν η οικεία πράξη μεταβίβασης ή εκχώρησης γίνεται
με ιδιωτικό έγγραφο, ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. υποχρεούται να αρνηθεί
τη θεώρηση του εγγράφου αυτού, εάν δεν επισυνάπτεται σε αυτό αντίτυπο της
οικείας δήλωσης και δεν αναγράφονται στο σώμα του εγγράφου τα στοιχεία αυτής.
Στο ιδιωτικό αυτό έγγραφο πρέπει απαραιτήτως να αναγράφεται το κέρδος ή η
ωφέλεια που προέκυψε από την εκχώρηση του δικαιώματος ή του εταιρικού
74
πραγματική αξία των μετοχών που εισφέρονται για την κάλυψη ή αύξηση του
κεφαλαίου ημεδαπής εταιρείας, λαμβάνεται η αξία η οποία προσδιορίζεται από την
Εκτιμητική Επιτροπή του άρθρου 9 του Κ.Ν. 2190/1920.
(Όπως στη παρ. 2 του άρθ. 13 του Ν. 2238/1994 προστέθηκαν δύο εδάφια με το άρθ. 36
του Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το άρθ. 53 του ιδίου Νόμου δηλαδή από 1-1-
2006).
επιβληθεί σε αυτό φόρος δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό της
νόμιμης αμοιβής, πλέον εισφοράς Ο.Γ.Α. δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ποσό του
φόρου. Το ποσό της αμοιβής μειώνεται κατά το ποσό των ακαθάριστων αποδοχών
από μισθωτές υπηρεσίες που καταβάλλονται στον παραπάνω μηχανικό κατά το
χρονικό διάστημα από την έναρξη της μελέτης μέχρι την αποπεράτωση της
οικοδομής. Ο φόρος της παραγράφου αυτής καταβάλλεται πριν από την έκδοση της
πολεοδομικής άδειας. Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης
παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως. Αν η επιχείρηση δε ζητήσει την εφαρμογή των
διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων για το ποσό της αμοιβής που φορολογείται
κατά τις διατάξεις αυτές, το ποσό αυτό λογίζεται ως εισόδημα από μισθωτές
υπηρεσίες του μηχανικού, ο οποίος υπέγραψε τη μελέτη και ανέλαβε την επίβλεψη,
για το οποίο η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση και να καταβάλει το
φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 57 & 59.
7. Στα δικαιώματα που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή και τα οποία καταβάλλει
ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα εταιρείας κράτους
μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδεδεμένη εταιρεία άλλου κράτους - μέλους
78
την 1η Ιουλίου 2005, κατά την καταβολή των αναφερόμενων πιο πάνω δικαιωμάτων,
θα ενεργείται παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή δέκα τοις εκατό
(10%) κατά τα πρώτα τέσσερα (4) έτη και πέντε τοις εκατό (5%) κατά τα τελευταία
τέσσερα (4) έτη, εκτός εάν από την οικεία διμερή σύμβαση για την αποφυγή διπλής
φορολογίας εισοδήματος προβλέπεται ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση. Για
την παρακράτηση και την απόδοση του φόρου αυτού έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα
από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. Με την παρακράτηση αυτή
εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αλλοδαπού δικαιούχου. Μέχρι την έναρξη
της μεταβατικής περιόδου που αναφέρεται πιο πάνω, κατά την καταβολή των
υπόψη δικαιωμάτων, θα ενεργείται παρακράτηση φόρου εισοδήματος σύμφωνα με
τις ισχύουσες διατάξεις των διμερών συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας ή
της εσωτερικής νομοθεσίας, κατά περίπτωση.
(Όπως στη παρ. 7 του αρθ. 13 του Ν. 2238/1994 προστέθηκε νέα παράγραφος 7 με το αρθ.
15 του Ν. 3312/2005 και ισχύει σύμφωνα με το αρθ. 25 του ιδίου Νόμου δηλαδή από 16
Φεβρουαρίου 2005).
(Όπως η φράση «ή ευρώ» προστέθηκε μετά τη λέξη «συναλλάγματος» στο τελευταίο εδάφιο
της παρ. 7 με την παρ. 7 του άρθρου 3 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο
30 περίπτωση ι΄ του ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, ήτοι 24/12/2002
και μετά). Οι συντελεστές που προβλέπονται στις παραγράφους 8 και 12 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε.
αυξάνονται από είκοσι τοις εκατό (20%) σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).
ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
81
Η παράγραφος 9 (πρώην παρ. 8 του άρθρου 13), σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 11
του Ν. 3296/2004, παύει να ισχύει για δημόσια ή ιδιωτικά τεχνικά έργα που αναλαμβάνονται
από την 1η Ιανουαρίου 2002 και μετά.
10. Τα έσοδα από έπαθλα ή βραβεία από την κατοχή και εκμετάλλευση δρομώνων
ίππων που χρησιμοποιούνται σε αγώνες ιπποδρομίου φορολογούνται αυτοτελώς
με συντελεστή φόρου είκοσι τοις εκατό (20%). Ο φόρος που προκύπτει
παρακρατείται κατά την πληρωμή. Για την απόδοση του φόρου αυτής της
παραγράφου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 60. Με την
παρακράτηση αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο
εισοδήματος των ιδιοκτητών δρομώνων ίππων για τα έσοδα αυτά.
(Όπως ο συντελεστής παρακράτησης από 15% (δεκαπέντε τοις εκατό) αυξήθηκε σε είκοσι
τοις εκατό (20%) με την παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με την
περ. ζ΄ του άρθρου 30 του ίδιου Νόμου για ποσά που καταβάλλονται ή πιστώνονται από
1/1/2003 και μετά).
11. Οι πάσης φύσεως παροχές που χορηγούνται στα πρόσωπα που εκλέγονται για
τον πρώτο και δεύτερο βαθμό της τοπικής αυτοδιοίκησης φορολογούνται αυτοτελώς
με συντελεστή φόρου είκοσι τοις εκατό (20%). Ο φόρος που προκύπτει
παρακρατείται κατά την πληρωμή. Για την απόδοση του φόρου αυτού εφαρμόζονται
οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 60. Με την παρακράτηση αυτού του
φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος των
δικαιούχων για τις ως άνω παροχές.
12. Οι αμοιβές που καταβάλλονται από το Ελληνικό Δημόσιο τους δήμους και τις
κοινότητες του Κράτους, τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.), το
Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, τον Οργανισμό Μεγάρου Μουσικής
Αθηνών, τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης - Θεσσαλονίκη
1997, το Σύλλογο «Οι Φίλοι της Μουσικής», καθώς και την Εθνική Λυρική Σκηνή σε
ξένα καλλιτεχνικά συγκροτήματα ή μεμονωμένους καλλιτέχνες ξένων χωρών, για τη
συμμετοχή τους σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα, φορολογούνται
αυτοτελώς με συντελεστή φόρου 20% (είκοσι τοις εκατό)
(Όπως ο συντελεστής φόρου της παρ. 11 του άρθρου 13 του Ν. 2238/1994, αυξάνεται
σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004 και η αύξηση ισχύει, σύμφωνα με
το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2005 και μετά).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 11 του άρθρου 13 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 16 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ε
82
του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που
πραγματοποιούν οι υπόχρεοι από 1/1/2001 και μετά).
Ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται κατά την πληρωμή. Για την απόδοση του
φόρου αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 60. Με την
παρακράτηση αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο
εισοδήματος των δικαιούχων για τις ως άνω αμοιβές.
Άρθρο 14
Αυτοτελής φορολόγηση εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του
άρθρου 45, φορολογούνται αυτοτελώς, εξαντλουμένης της φορολογικής
υποχρεώσεως, τα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλονται στους δικαιούχους
με βάση:
α. το άρθρο 1 του Β.Δ. 16/18 Ιουλίου 1920 (ΦΕΚ Α΄ 158),
Το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως
εξής:
« Ο φόρος υπολογίζεται, με βάση την παρακάτω κλίμακα:
0 - 60.000 0%
60.001 - 100.000 10%
100.001 - 150.000 20%
150.001 και άνω 30%
Ο φόρος παρακρατείται κατά την πληρωμή της αποζημίωσης στο δικαιούχο. Με την επιφύλαξη των
διατάξεων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45, οι διατάξεις αυτής της περίπτωσης
εφαρμόζονται αναλόγως και για κάθε εφάπαξ αποζημίωση που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για
οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσης εργασίας ή άλλης σύμβασης, η οποία συνδέει το φορέα με το
δικαιούχο της αποζημίωσης. Αν το ποσό που καταβάλλεται στο δικαιούχο της αποζημίωσης υπερβαίνει
εκείνο που πρέπει να του καταβληθεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, το συνολικό ποσό της
αποζημίωσης που καταβάλλεται φορολογείται σύμφωνα με την πιο πάνω κλίμακα. Με την κλίμακα αυτή
φορολογείται και κάθε αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, που συμφωνείται ή επιδικάζεται σε
οποιονδήποτε για λόγους ηθικής βλάβης.»
του φόρου στο δικαιούχο, σε περίπτωση που το ποσό του φόρου που
παρακρατήθηκε υπερβαίνει αυτό που οφείλεται.
(Όπως στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 25
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
συντελεστή αυτό παρακρατείται από τον εκκαθαριστή των αποδοχών κατά την
εκκαθάριση αυτών και αποδίδεται με εξαμηνιαίες δηλώσεις στην αρμόδια δημόσια
οικονομική υπηρεσία. Οι δηλώσεις αυτές, οι οποίες περιλαμβάνουν το
ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του δικαιούχου, το
ποσό αποδοχών, το φόρο που αναλογεί σ΄ αυτές, καθώς και τον αριθμό και την
ημερομηνία του τίτλου εξόφλησης και της επιταγής ή του εμβάσματος,
υποβάλλονται μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου για τα ποσά
φόρου που παρακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου ημερολογιακού
εξαμήνου κάθε έτους και μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου για τα ποσά
φόρου που παρακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημερολογιακού
εξαμήνου κάθε έτους. Τα ποσά που παρακρατήθηκαν στέλνονται με επιταγή στη
δημόσια οικονομική υπηρεσία κατοίκων εξωτερικού. Οι εκκαθαριστές υποβάλλουν
τις δηλώσεις αυτές, μέσω της προξενικής αρχής, στον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας κατοίκων εξωτερικού, ο οποίος συντάσσει τους οικείους
χρηματικούς καταλόγους.
Στους δικαιούχους χορηγούνται βεβαιώσεις αποδοχών στις οποίες, εκτός από τα
στοιχεία του δικαιούχου, αναγράφεται το σύνολο των ακαθάριστων και καθαρών
αποδοχών, οι κρατήσεις που βάρυναν αυτές, ο φόρος που αναλογεί , καθώς και ο
φόρος που παρακρατήθηκε. Οι δικαιούχοι των αποδοχών αυτών υποβάλλουν
δήλωση φόρου εισοδήματος, η οποία συνοδεύεται από την οικεία βεβαίωση
αποδοχών, μέχρι τη 10η Απριλίου κάθε οικονομικού έτους. Για τις περιπτώσεις
αυτές αρμόδιος ορίζεται ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας
Γενικών Εσόδων Αθηνών.
Εξαιρούνται της παρούσας οι αμοιβές των προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις
της παραγράφου 3 του άρθρου 47, καθώς και του άρθρου 22 του Ν. 817/1978 (ΦΕΚ
Α΄ 170).
Σχετικές διατάξεις
86
(Από το ποσό της αποζημίωσης που καταβάλλεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στους
δικαιούχους, για υπηρεσίες ερευνητή, συμβούλου ή γραμματέα για την υποστήριξη του
έργου των ελλήνων που έχουν εκλεγεί ως μέλη του Ευρωκοινοβουλίου, απαλλάσσεται από
τη φορολογία ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) και το υπόλοιπο φορολογείται αυτοτελώς
με συντελεστή φόρου 15% (δεκαπέντε τοις εκατό), ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται
κατά την πληρωμή. Για την απόδοση του φόρου αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται οι
διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 59 του Ν. 2238/1994. Με την παρακράτηση του
φόρου που ενεργείται σύμφωνα με τα πιο πάνω εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από
το φόρο εισοδήματος για το ποσό αυτό των αποδοχών.
Η ισχύς των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 2001
για τα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλονται στους δικαιούχους από την ημερομηνία
αυτή και μετά.- Άρθρο 5 παραγρ. 15 και 16 Ν. 2892/2001).
προβλέπονται από τις παραγράφους 7 και 38 του άρθρου 27 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ Α΄
137)», αντικαταστάθηκαν με την παρ. 15 του άρθρου 8 του Ν. 3219/2004)
8. Το καθαρό ποσό της ειδικής αποζημίωσης που παίρνουν εκτός από τις αποδοχές
της οργανικής τους θέσης οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σχολικών μονάδων της Βαυαρίας της Ομοσπονδιακής
Δημοκρατίας της Γερμανίας (Ο.Δ.Γ), με φορέα το Προξενείο της Ελλάδας,
φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15 %). Ο
φόρος που αναλογεί στο εισόδημα αυτό υπολογίζεται κατά την εκκαθάριση της
οικείας ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Με την καταβολή αυτού του
φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για το ποσό αυτό των
αμοιβών.
(Όπως η παράγραφος 8 του άρθρου 14 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρ. 45 του Ν.
2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 45 του ιδίου νόμου για τα
εισοδήματα που αποκτήθηκαν από τους δικαιούχους στις χρήσεις 1997 και 1998, καθώς και
από 1/1/2001 και μετά).
9.
τo άρθρο 14 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 9 ως εξής:
«Παροχές σε χρήμα που καταβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα του ν.
3601/2007 καθώς και οι εταιρείες ειδικού σκοπού του ν. 3156/2003 και του ν. 3601/2007, οι εταιρείες
παροχής πιστώσεων του ν. 2937/2001, οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου (ΕΕΧ) του ν. 3371/2005, οι
εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ) του ν. 3283/2004 και οι ανώνυμες εταιρίες
88
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΑΣ ΥΛΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΔΑΠΑΝΕΣ
Άρθρο 15
Προσδιορισμός εισοδήματος με βάση την τεκμαρτή δαπάνη
Το συνολικό εισόδημα προσδιορίζεται, κατ΄ εξαίρεση, με βάση τις δαπάνες
διαβίωσης του φορολογούμενου και των προσώπων που συνοικούν με αυτόν και
τον βαρύνουν, όταν το συνολικό ποσό των δαπανών που προσδιορίζεται κατά τα
επόμενα άρθρα είναι ανώτερο από το συνολικό καθαρό εισόδημα των κατηγοριών
Α΄ έως Ζ΄. Το εισόδημα που υπόκειται σε φόρο στην περίπτωση αυτή
προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 19.
Άρθρο 3
Προσδιορισμός εισοδήματος με βάση αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες
Ο τίτλος του άρθρου 15 του Κ.Φ.Ε. «Προσδιορισμός εισοδήματος με βάση την τεκμαρτή δαπάνη»,
αντικαθίσταται σε «Προσδιορισμός εισοδήματος με βάση αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες τεκμήρια».
Άρθρο 16
Τεκμήριο δαπανών διαβίωσης
«Άρθρο 16
Αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες Για τον προσδιορισμό του αντικειμενικού εισοδήματος με βάση τη
συνολική ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που συνοικούν και
τους βαρύνουν λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:
α) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, που εκτιμάται με βάση τις δαπάνες συντήρησης, τις πάγιες
καταναλώσεις και τις δαπάνες λειτουργίας και ορίζεται, με βάση τα τετραγωνικά μέτρα της
ιδιοκατοικούμενης ή μισθωμένης κύριας κατοικίας ορίζεται κλιμακωτά, για τα ογδόντα (80) πρώτα
τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, με εξήντα (60) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, για τα επόμενα από
ογδόντα ένα (81) μέχρι και διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, με ογδόντα (80) ευρώ
89
το τετραγωνικό μέτρο, για τα επόμενα από διακόσια ένα (201) μέχρι και τριακόσια (300) τετραγωνικά μέτρα
κύριων χώρων αυτής, με εκατόν πενήντα (150) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο και για τα πλέον των
τριακοσίων (300) τετραγωνικών μέτρων κύριων χώρων αυτής, με διακόσια (200) ευρώ το τετραγωνικό
μέτρο. Για τον υπολογισμό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης των βοηθητικών χώρων της κύριας
κατοικίας ορίζεται ποσό τριάντα (30) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο. Τα παραπάνω ποσά προσαυξάνονται,
προκειμένου για κατοικίες που βρίσκονται σε περιοχές με τιμή ζώνης, σύμφωνα με τον αντικειμενικό
προσδιορισμό των ακινήτων, από 2.800 ευρώ έως 4.999 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, κατά ποσοστό
σαράντα τοις εκατό (40%) και για περιοχές με τιμή ζώνης από 5.000 ευρώ και άνω το τετραγωνικό μέτρο,
κατά ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%). Όλα τα παραπάνω ποσά προσαυξάνονται, προκειμένου για
μονοκατοικίες, κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).
β) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, που εκτιμάται με βάση τα τετραγωνικά μέτρα μιας ή περισσοτέρων
ιδιοκατοικούμενων ή μισθωμένων δευτερευουσών κατοικιών, καθώς και των βοηθητικών χώρων αυτών,
ορίζεται ως τo ένα δεύτερο (1/2) της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης όπως αυτή ορίζεται στην α΄
περίπτωση.
γ) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, που εκτιμάται με βάση το κόστος τελών κυκλοφορίας, ασφαλίστρων,
καυσίμων και συντήρησης επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, ορίζεται ως εξής : αα) για τα
αυτοκίνητα μέχρι χίλια διακόσια (1.200) κυβικά εκατοστά σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ και ββ) για
αυτοκίνητα μεγαλύτερα των χιλίων διακοσίων (1.200) κυβικών εκατοστών προστίθενται τριακόσια (300)
ευρώ ανά εκατό (100) κυβικά εκατοστά μέχρι τα δύο χιλιάδες (2000) κυβικά εκατοστά και τετρακόσια (400)
ευρώ ανά εκατό (100) κυβικά εκατοστά για πάνω από δύο χιλιάδες (2000) κυβικά εκατοστά.
Τα παραπάνω ποσά ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης διαβίωσης από κάθε αυτοκίνητο μειώνονται ανάλογα
με την παλαιότητά του, η οποία υπολογίζεται από το έτος πρώτης κυκλοφορίας του στην Ελλάδα, κατά
ποσοστό ως εξής:
αα) είκοσι τοις εκατό (20%) για χρονικό διάστημα πάνω από πέντε (5) και μέχρι δέκα (10) έτη.
ββ) σαράντα τοις εκατό (40%) για χρονικό διάστημα πάνω από δέκα (10) έτη. Η ετήσια αντικειμενική
δαπάνη δεν εφαρμόζεται για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που διαθέτουν πιστοποιητικό
αυθεντικότητας το οποίο εκδίδεται από διεθνή ή ημεδαπό φορέα που έχει αρμοδιότητα να εκδίδει τέτοιο
πιστοποιητικό, καθώς και για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης τα οποία είναι ειδικά διασκευασμένα
για κινητικά αναπήρους.
Ως επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ειδικά διασκευασμένα για κινητικά αναπήρους θεωρούνται εκείνα
που διασκευάσθηκαν ύστερα από άδεια της αρμόδιας αρχής για να οδηγούνται από πρόσωπα που
παρουσιάζουν κινητική αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή για να
μεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί με τα αντικείμενα που είναι απαραίτητα για τη μετακίνησή τους.
Στις περιπτώσεις εταιριών ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων ή περιορισμένης ευθύνης ή ανώνυμων ή αστικών,
καθώς και των κοινωνιών και κοινοπραξιών που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, οι οποίες έχουν στην
κυριότητα ή στην κατοχή τους επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, η αντικειμενική δαπάνη που αναλογεί
σε αυτά λογίζεται ως αντικειμενική δαπάνη των:
ι) ομόρρυθμων ή απλών, εκτός των ετερόρρυθμων, εταίρων ή κοινωνών ή μελών της κοινοπραξίας
φυσικών προσώπων, επιμεριζόμενη μεταξύ αυτών κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρία,
προκειμένου περί ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων ή αστικών εταιριών ή στην κοινωνία ή στην κοινοπραξία,
ιι) των φυσικών προσώπων, μελών της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, επιμεριζόμενη μεταξύ αυτών, κατά
το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης, όταν οι διαχειριστές αυτής δεν
είναι εταίροι της,
ιιι) των διαχειριστών της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης που είναι και εταίροι της, επιμεριζόμενη μεταξύ
αυτών κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης και
90
ιιιι) των διευθυνόντων και εντεταλμένων συμβούλων, διοικητών ανωνύμων εταιριών και προέδρων των
διοικητικών συμβουλίων τους, επιμεριζόμενη ισομερώς μεταξύ τους.
Αν στις πιο πάνω περιπτώσεις οι εταίροι των ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων ή περιορισμένης ευθύνης ή
αστικών εταιριών, καθώς και των κοινωνιών ή κοινοπραξιών είναι νομικά πρόσωπα, η αντικειμενική
δαπάνη που προκύπτει με βάση τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που έχουν στην κυριότητα ή την
κατοχή τους λογίζεται ως αντικειμενική δαπάνη των φυσικών προσώπων, που μετέχουν σε αυτά τα νομικά
πρόσωπα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο.
Για τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα που δεν έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα, αλλά υποχρεούνται σε
υποβολή δήλωσης με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 107, καθώς και για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις,
το ποσό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης που προκύπτει με βάση αυτοκίνητα αυτής της περίπτωσης,
ιδιοκτησίας του αλλοδαπού νομικού προσώπου ή ιδιοκτησίας ή κατοχής γραφείου, υποκαταστήματος ή
πρακτορείου της αλλοδαπής επιχείρησης εγκατεστημένου στην Ελλάδα, βαρύνει το πρόσωπο που
εκπροσωπεί στην Ελλάδα το αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή την αλλοδαπή επιχείρηση ή προΐσταται του
γραφείου ή υποκαταστήματος ή πρακτορείου.
Η αντικειμενική αυτή δαπάνη βαρύνει καθένα από τα φυσικά πρόσωπα που ορίζονται από τις διατάξεις
αυτής της παραγράφου ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής ή κατοικίας τους και δεν μπορεί για καθένα από
αυτά τα πρόσωπα και για κάθε εταιρία να είναι ανώτερη από τη μεγαλύτερη αντικειμενική δαπάνη που
προκύπτει από αυτοκίνητο της εταιρίας.
Αν ο φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα προστατευόμενα μέλη είναι κύριοι ή κάτοχοι και άλλων
επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, η αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει για τα αυτοκίνητα αυτά
λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής αντικειμενικής δαπάνης.
Η αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, του οποίου κύριος
ή κάτοχος είναι ανήλικο τέκνο, λογίζεται ως αντικειμενική δαπάνη του γονέα που έχει το μεγαλύτερο
εισόδημα και αν αυτός έχασε τη γονική μέριμνα, του άλλου γονέα. Αν αποκτηθεί ή μεταβιβασθεί με
οποιονδήποτε τρόπο επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης κατά τη διάρκεια του έτους, η αντικειμενική
δαπάνη περιορίζεται σε τόσα δωδέκατα όσοι και οι μήνες κυριότητας ή κατοχής του αυτοκινήτου. Διάστημα
μεγαλύτερο από δέκα πέντε (15) ημέρες λογίζεται ως ολόκληρος μήνας. Τα ίδια εφαρμόζονται και σε
περίπτωση ακινησίας ή ολοκληρωτικής καταστροφής του αυτοκινήτου από οποιαδήποτε αιτία. Αν
μεταβιβασθεί ή αποκτηθεί εικονικά αυτοκίνητο από περισσότερα πρόσωπα, η ετήσια αντικειμενική δαπάνη
του ισχύει αυτοτελώς στο σύνολό της για καθέναν από τους συμβαλλομένους. Εικονική θεωρείται η
μεταβίβαση ή η κτήση που πραγματοποιείται ιδίως μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας κατ’ ευθείαν
γραμμή ή εκ πλαγίου μέχρι και τον τρίτο βαθμό, επιτρέπεται όμως η ανταπόδειξη. Όταν η συγκυριότητα
είναι πραγματική, η ετήσια αντικειμενική δαπάνη επιμερίζεται κατά το λόγο των ιδανικών μεριδίων καθενός
συγκυρίου.
Προκειμένου για εκπαιδευτές οδηγών αυτοκινήτων, καθώς και για τις επιχειρήσεις ενοικίασης αυτοκινήτων,
που χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτό περισσότερα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, για τον
υπολογισμό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης λαμβάνεται υπόψη το αυτοκίνητο που δίνει τη μεγαλύτερη
αντικειμενική δαπάνη. Στις περιπτώσεις ενοικίασης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτων επιβατικών
ιδιωτικής ή μικτής χρήσης, η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, που αντιστοιχεί στο χρόνο χρησιμοποίησης
αυτών, βαρύνει το μισθωτή τους.
Οι διατάξεις της περίπτωσης γ’ εφαρμόζονται ανάλογα και για τον προσδιορισμό της ετήσιας αντικειμενικής
δαπάνης των αυτοκινήτων μικτής χρήσης και των αυτοκινήτων τύπου JEEP.
δ) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη που καταβάλλεται για ιδιωτικά σχολεία στοιχειώδους και μέσης
εκπαίδευσης, με εξαίρεση τα εσπερινά γυμνάσια και λύκεια. Η δαπάνη αυτή ορίζεται, ανά μαθητή, σε δύο
χιλιάδες (2.000) ευρώ για το νηπιαγωγείο, τέσσερις χιλιάδες (4.000) ευρώ για το δημοτικό και έξι χιλιάδες
(6.000) ευρώ για το γυμνάσιο-λύκειο.
91
ε) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη που καταβάλλεται για οικιακούς βοηθούς, οδηγούς αυτοκινήτων,
δασκάλους και λοιπό προσωπικό, ορίζεται σε οκτώ χιλιάδες (8.000) ευρώ ανά απασχολούμενο. Η διάταξη
αυτή δεν εφαρμόζεται όταν ο φορολογούμενος απασχολεί έναν μόνο οικιακό βοηθό ή νοσοκόμο και έχει, ο
ίδιος ή πρόσωπο που συνοικεί με αυτόν και τον βαρύνει, αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και πάνω
από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία ή είναι ηλικίας άνω των εξήντα πέντε (65) ετών.
στ) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη με βάση σκάφη αναψυχής ιδιωτικής χρήσης, κυριότητας ή κατοχής του
φορολογουμένου, της συζύγου του ή των προσώπων που τους βαρύνουν εκτιμάται με βάση το κόστος
τελών ελλιμενισμού, ασφαλίστρων, καυσίμων, συντήρησης και πρακτόρευσης και ορίζεται, ανάλογα με τα
μέτρα ολικού μήκους του σκάφους, ως εξής:
αα) για μηχανοκίνητα σκάφη ανοικτού τύπου, ταχύπλοα και μη, ολικού μήκους μέχρι 5 μέτρα, στο ποσό
των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, ενώ για τα πάνω από 5 μέτρα ορίζεται στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων
(4.000) ευρώ.
ββ) για ιστιοφόρα ή μηχανοκίνητα ή μικτά σκάφη με χώρο ενδιαίτησης, ολικού μήκους μέχρι 7 μέτρα, στο
ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων (7.500) ευρώ και για σκάφη άνω των 7 μέτρων προστίθενται χίλια
πεντακόσια (1.500) ευρώ ανά επιπλέον μέτρο μήκους.
Για σκάφη με μόνιμο πλήρωμα ναυτολογημένο για ολόκληρο ή μέρος του έτους, στην παραπάνω δαπάνη
προστίθεται και η αμοιβή του πληρώματος. Τα σκάφη επαγγελματικής χρήσης δεν λαμβάνονται υπόψη για
την αντικειμενική δαπάνη. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄, εκτός αυτών που αναφέρονται στην ακινησία και
την παλαιότητα των αυτοκινήτων, εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση αυτή.
ζ) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη με βάση ελαφρά αεροσκάφη και ελικόπτερα κυριότητας ή κατοχής του
φορολογουμένου, της συζύγου του ή των προσώπων που τους βαρύνουν εκτιμάται με βάση το κόστος
τελών προσγείωσης και παραμονής, ασφαλίστρων και συντήρησης και ορίζεται, ανάλογα με τα κιλά του
αεροσκάφους, ως εξής:
i. αεροσκάφη με νηολόγιο ελληνικό ή κράτους-μέλους της ΕΕ
αα) για αεροσκάφη μέχρι δύο χιλιάδες (2.000) κιλά στο ποσό των τριάντα δύο χιλιάδων (32.000) ευρώ.
ββ) για αεροσκάφη πάνω από δύο χιλιάδες (2.000) μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) κιλά στο ποσό των πενήντα
χιλιάδων (50.000) ευρώ.
γγ) για αεροσκάφη πάνω από τρεις χιλιάδες (3.000) κιλά στο ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.
Τα ποσά αντικειμενικής δαπάνης ορίζονται σε αντιστοίχιση με τις κατηγορίες που αναφέρονται στην
προηγούμενη περίπτωση σε πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εβδομήντα χιλιάδες (70.000) και εκατόν
πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ.
iii. για τα ελικόπτερα ως ελάχιστη δαπάνη ορίζεται αυτή της αντίστοιχης κατηγορίας αεροσκαφών μειωμένη
κατά ποσοστό 20% .
Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄, εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παλαιότητα, εφαρμόζονται
αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.
η) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, που εκτιμάται με βάση το ύψος των ετήσιων εξόδων συντήρησης και
χρήσης εξωτερικής δεξαμενής κολύμβησης και προκύπτει για τον κύριο ή κάτοχο αυτής, ορίζεται, ανάλογα
με την επιφάνειά της, ανά κλίμακα, σε εκατό (100) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο μέχρι τα εξήντα (60)
92
τετραγωνικά μέτρα και σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο για επιφάνεια άνω των εξήντα
(60) τετραγωνικών μέτρων.
(Όπως στον πίνακα του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με την παρ. 26 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002,
όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
Η τεκμαρτή αυτή δαπάνη από κάθε επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης
μειώνεται ανάλογα με την παλαιότητά του, η οποία υπολογίζεται από το έτος της
πρώτης κυκλοφορίας του στην Ελλάδα, κατά ποσοστό:
αα. Δέκα πέντε τοις εκατό (15%) για χρονικό διάστημα πάνω από 5 (πέντε) έτη και
μέχρι δέκα (10) έτη,
ββ. Είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) για χρονικό διάστημα πάνω από 10 (δέκα) έτη και
μέχρι δεκαπέντε (15) έτη,
95
γγ. Σαράντα τοις εκατό (40%) για χρονικό διάστημα πάνω από 15 (δεκαπέντε) έτη.
Το ίδιο ποσοστό μείωσης υπολογίζεται για τη δαπάνη που προκύπτει με βάση το
αυτοκίνητο που έχει αγοραστεί από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού
(Ο.Δ.Δ.Υ.), καθώς και όταν πρόκειται για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης τα
οποία είναι ειδικά διασκευασμένα για αναπήρους. Ως επιβατικά αυτοκίνητα
ιδιωτικής χρήσης ειδικά διασκευασμένα για αναπήρους θεωρούνται εκείνα που
διασκευάσθηκαν ύστερα από άδεια της αρμόδιας αρχής για να οδηγούνται από
πρόσωπα που παρουσιάζουν αναπηρία με ποσοστό τουλάχιστον εξήντα εφτά τοις
εκατό (67%) από φυσική αναπηρία, νοητική καθυστέρηση ή ψυχική πάθηση ή για να
μεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί με τα αντικείμενα που είναι απαραίτητα για τη
μετακίνησή τους.
δδ. Πενήντα τοις εκατό (50%) για τη δαπάνη που προκύπτει με βάση αυτοκίνητο
που ανήκει στην κυριότητα του φορολογουμένου για χρονικό διάστημα πάνω από
δέκα (10) έτη, εφόσον αυτός έχει ηλικία πάνω από εξήντα (60) έτη και αποκτά
αποκλειστικώς εισοδήματα από συντάξεις ή και από ιδιοκατοίκηση κύριας και
δευτερεύουσας κατοικίας, καθώς και για τη δαπάνη που προκύπτει με βάση το
επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης ιδιοκτησίας προσώπου που το εισήγαγε με
μειωμένους δασμούς, φόρους ή τέλη λόγω μετοικεσίας του από την αλλοδαπή για
τα δύο αμέσως επόμενα έτη από τη λήξη της απαλλαγής της περίπτωσης ε΄ του
άρθρου 18, εφόσον ο δικαιούχος της μείωσης εξακολουθεί κατά τα έτη αυτά να
κατοικεί στην Ελλάδα.
(Όπως προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθ. 4 του Ν. 2579/1998 και ισχύει σύμφωνα με τη β΄
περ. του αρθ. 32 του ίδιου νόμου).
εε. Εξήντα τοις εκατό (60%) για χρονικό διάστημα πάνω από τριάντα (30) έτη από το
έτος κατασκευής, εφόσον διαθέτουν πιστοποιητικό αυθεντικότητας, το οποίο
εκδίδεται από διεθνή ή ημεδαπό φορέα που έχει αρμοδιότητα να εκδίδει αυτό το
πιστοποιητικό.
Στις περιπτώσεις εταιριών ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων ή περιορισμένης ευθύνης
ή ανώνυμων ή αστικών, καθώς και των κοινωνιών και κοινοπραξιών που ασκούν
επιχείρηση ή επάγγελμα, οι οποίες έχουν στην κυριότητα ή στην κατοχή τους
επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, η τεκμαρτή δαπάνη που αναλογεί σε αυτά
λογίζεται ως τεκμαρτή δαπάνη των:
i. Ομόρρυθμων ή απλών εκτός των ετερόρρυθμων εταίρων ή κοινωνών ή μελών της
κοινοπραξίας, φυσικών προσώπων, μεριζόμενη μεταξύ αυτών κατά το ποσοστό
συμμετοχής τους στην εταιρία, προκειμένου περί ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων ή
αστικών εταιριών ή στην κοινοπραξία ή στην κοινωνία.
ii. Των φυσικών προσώπων, μελών της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης,
μεριζόμενη μεταξύ αυτών, κατά το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στην εταιρία
περιορισμένης ευθύνης, όταν οι διαχειριστές αυτής δεν είναι εταίροι της.
96
iii. Των διαχειριστών της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης που είναι και εταίροι της,
μεριζόμενη μεταξύ αυτών κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρεία
περιορισμένης ευθύνης.
iiii. Των διευθυνόντων και εντεταλμένων συμβούλων, διοικητών ανωνύμων εταιριών
και προέδρων των διοικητικών συμβουλίων τους, μεριζόμενη ισομερώς μεταξύ τους.
Αν στις πιο πάνω περιπτώσεις οι εταίροι των ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων ή
περιορισμένης ευθύνης ή αστικών εταιριών, καθώς και των κοινωνιών ή
κοινοπραξιών είναι νομικά πρόσωπα, η τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση
τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που έχουν στην κυριότητα ή την κατοχή
τους λογίζεται ως τεκμαρτή δαπάνη των φυσικών προσώπων, που μετέχουν σε
αυτά τα νομικά πρόσωπα, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο.
Για τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα που δεν έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα, αλλά
υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 107,
καθώς και για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις που δεν υπάγονται στις διατάξεις της
περίπτωσης δ΄ του άρθρου 18, το ποσό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης
που προκύπτει με βάση αυτοκίνητα αυτής της περίπτωσης ιδιοκτησίας του
αλλοδαπού νομικού προσώπου ή ιδιοκτησίας ή κατοχής γραφείου,
υποκαταστήματος ή πρακτορείου της αλλοδαπής επιχείρησης εγκατεστημένου στην
Ελλάδα, βαρύνει το πρόσωπο που εκπροσωπεί στην Ελλάδα το αλλοδαπό νομικό
πρόσωπο ή την αλλοδαπή επιχείρηση ή προΐσταται του οικείου γραφείου ή
υποκαταστήματος ή πρακτορείου.
(Όπως το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του
άρθρου 4 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για
δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Το πέμπτο εδάφιο της περίπτωση β΄ της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«Για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις που δεν υπάγονται στις διατάξεις της περίπτωσης δ΄ του
άρθρου 18, το ποσό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης που προκύπτει με βάση
αυτοκίνητα αυτής της περίπτωσης, κατοχής ή ιδιοκτησίας γραφείου, υποκαταστήματος ή
πρακτορείου τους, εγκατεστημένο στην Ελλάδα, βαρύνει το πρόσωπο που εκπροσωπεί
στην Ελλάδα την αλλοδαπή επιχείρηση και προΐσταται του οικείου γραφείου ή
υποκαταστήματος ή πρακτορείου.»).
Η τεκμαρτή αυτή δαπάνη βαρύνει καθένα από τα φυσικά πρόσωπα που ορίζονται
από τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής ή
κατοικίας τους και δεν μπορεί για καθένα από αυτά τα πρόσωπα και για κάθε εταιρία
να είναι ανώτερη από τη μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει από
αυτοκίνητο της εταιρίας.
Στην περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα
προστατευόμενα μέλη είναι κύριοι ή κάτοχοι και άλλων επιβατικών αυτοκινήτων
ιδιωτικής χρήσης, η τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει για τα αυτοκίνητα αυτά
λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολική τεκμαρτής δαπάνης.
97
«αα) Για μηχανοκίνητα σκάφη ανοικτού τύπου, ταχύπλοα και μη, ολικού μήκους μέχρι τρία
(3) μέτρα στο ποσό των χιλίων διακοσίων ενενήντα (1.290) ευρώ, που προσαυξάνεται με το
ποσό των εξακοσίων σαράντα (640) ευρώ για κάθε μέτρο μήκους πάνω από τρία (3)
μέτρα.»).
ββ) Προκειμένου για ιστιοφόρα ή μηχανοκίνητα ή μικτά σκάφη, με χώρο ενδιαίτησης
η τεκμαρτή δαπάνη υπολογίζεται βάσει των μέτρων ολικού μήκους του σκάφους ως
εξής:
(Όπως ο πίνακας του πρώτου εδαφίου της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης ε΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 16 τέθηκε όπως αναμορφώθηκε με την παράγραφο 4 του
άρθρου 4 του N. 3091/2002 και ισχύει για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003
και μετά. H αναμόρφωση αυτή (διπλασιασμός) δεν αφορά το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο
εδάφιο της υποπερίπτωσης αυτής).
(O πίνακας που αντικαταστάθηκε είχε ως εξής:
«ββ. Προκειμένου για ιστιοφόρα ή μηχανοκίνητα ή μικτά σκάφη, με χώρο ενδιαίτησης, η
τεκμαρτή δαπάνη υπολογίζεται βάσει των μέτρων ολικού μήκους του σκάφους ως εξής:
(Όπως στον πίνακα του πρώτου εδαφίου της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης ε΄ της
παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε
δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 29 του άρθρου 9 του Ν.
2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του
άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
(Σχετικές διατάξεις: Άρθρο 4 παράγραφος 4 Ν. 3091/2002
«Τα ποσά τεκμαρτής δαπάνης του πίνακα της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης ε΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος διπλασιάζονται, με
εξαίρεση τα ποσά που προκύπτουν για τα σκάφη που αναφέρονται στο δεύτερο, τρίτο και
τέταρτο εδάφιο της υποπερίπτωσης αυτής. Ο διπλασιασμός των ποσών ισχύει για δαπάνες
που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά»).
Τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης αυτής της υποπερίπτωσης μειώνονται
κατά ποσοστό 50% (πενήντα τοις εκατό) προκειμένου για ιστιοφόρα ναυταθλητικά
σκάφη που χρησιμοποιούνται για ναυταθλητικούς αγώνες. Για τη μείωση αυτή
απαιτείται σχετική βεβαίωση που χορηγείται από την Ελληνική Ιστιοπλοϊκή
Ομοσπονδία θεωρημένη από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού.
Επίσης, για πλοία αναψυχής που έχουν κατασκευασθεί ή κατασκευάζονται στην
Ελλάδα εξ ολοκλήρου από ξύλο, τύπων "τρεχαντήρι", "βαρκαλάς", "πέραμα",
"τσερνίκι" και "λίμπερτυ", που προέρχονται από την ελληνική ναυτική παράδοση,
τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης μειώνονται κατά ποσοστό είκοσι πέντε
τοις εκατό (25%).
Η τεκμαρτή δαπάνη από κάθε σκάφος μειώνεται ανάλογα με την παλαιότητά του
κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%), αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από
πέντε (5) έτη και μέχρι δέκα (10) έτη από το έτος που νηολογήθηκε για πρώτη φορά
και είκοσι τοις εκατό (20%), αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από δέκα (10)
έτη.
Προκειμένου για σκάφη με μόνιμο πλήρωμα ναυτολογημένο για ολόκληρο ή μέρος
του έτους, στην παραπάνω δαπάνη προστίθεται και η αμοιβή του πληρώματος
101
(Όπως τα ποσά τεκμαρτής δαπάνης της κλίμακας του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης ζ΄
της παραγράφου 1 του άρθρου 16 τέθηκαν όπως αναμορφώθηκαν (διπλασιάστηκαν) με την
παράγραφο 6 του άρθρου 4 του N. 3091/2002 και ισχύουν για τις δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(«Όπως η κλίμακα που αντικαταστάθηκε είχε ως εξής:
ζ. Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη που υπολογίζεται με βάση το ύψος των ετήσιων εξόδων
συντήρησης και χρήσης δεξαμενής κολύμβησης που χρησιμοποιείται για τις οικογενειακές
ανάγκες ή του κυρίου της ή του κατόχου της, και της συμμετοχής των εξόδων αυτών στους
οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Η ετήσια αυτή τεκμαρτή δαπάνη ορίζεται με βάση την
επιφάνεια της δεξαμενής ως εξής:
Άρθρο 17
ντικαθίσταται ο τίτλος του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε. από «Τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων» σε
«Δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων» και ο πρώτος στίχος του άρθρου αυτού από «Ως ετήσια
τεκμαρτή δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν
λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για:» σε «Ως ετήσια δαπάνη του
φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν λογίζονται και τα χρηματικά
ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για:»
. Στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α’ του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε. το ποσό «των πέντε χιλιάδων (5.000)
ευρώ» αντικαθίσταται με το ποσό «των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ».
Κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της περίπτωσης δεν λαμβάνονται υπόψη
τα χρηματικά ποσά που διατίθενται για την αγορά κινητών πραγμάτων που
αποτελούν το άμεσο αντικείμενο της ασκούμενης εμπορικής δραστηριότητας.
(Όπως η περίπτωση α΄ του άρθρου 17 αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 4 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ του άρθρου 17 πριν την αντικατάσταση της είχε ως εξής:
α. Αγορά ή χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτων, δίτροχων ή τρίτροχων αυτοκινούμενων
οχημάτων, πλοίων αναψυχής και λοιπών σκαφών αναψυχής, αεροσκαφών και κινητών
πραγμάτων μεγάλης αξίας με εξαίρεση αυτά που αποτελούν αρδευτικό εξοπλισμό
γεωργικής εκμετάλλευσης. Ως κινητά πράγματα μεγάλης αξίας νοούνται εκείνα που η αξία
τους υπερβαίνει το ποσό του των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Αν η αξία κάθε πράγματος
είναι μικρότερη του ποσού αυτού, τα αγορασθέντα όμως πράγματα αποτελούν, κατά τις
συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο τότε για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται
υπόψη η αξία όλων αυτών των πραγμάτων, εφόσον υπερβαίνει το ποσό του των τριών
χιλιάδων (3.000) ευρώ. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της περίπτωσης δεν
λαμβάνονται υπόψη τα χρηματικά ποσά που διατίθενται για την αγορά κινητών πραγμάτων
που αποτελούν το άμεσο αντικείμενο της ασκούμενης εμπορικής δραστηριότητας).
β.................................................................................
(Όπως η περίπτωση β΄ του άρθρου 17 καταργήθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν.
3091/2002. Η κατάργηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση β΄ του άρθρου 17 πριν την κατάργηση της είχε ως εξής:
β. Αγορά επιχειρήσεων ή τη σύσταση ή την αύξηση του κεφαλαίου επιχειρήσεων που
λειτουργούν ατομικώς ή με τη μορφή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης ή περιορισμένης
ευθύνης εταιρίας ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας ή αστικής εταιρίας ή την αγορά εταιρικών
μερίδων και χρεογράφων γενικώς).
γ. Αγορά ή χρονομεριστική ή χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων ή κατασκευή
δεξαμενής κολύμβησης ή ανέγερση οικοδομών. Ως τίμημα αγοράς λαμβάνεται η αξία
που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982. Αν το
τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια είναι μεγαλύτερο από την
πιο πάνω αξία, ως καταβαλλόμενη δαπάνη λαμβάνεται το καθοριζόμενο σε αυτά τα
συμβόλαια τίμημα. Ειδικά, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα
προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, ως καταβαλλόμενη δαπάνη λαμβάνεται:
αα. Το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια.
106
α πέντε τελευταία εδάφια της περίπτωσης γ΄ και τα δεύτερο και τρίτο εδάφια της περίπτωσης στ΄ του άρθρου
17 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.
ββ. Η διαφορά μεταξύ του τιμήματος ή της αξίας κατά περίπτωση, που
φορολογήθηκε και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, η οποία εξευρίσκεται
σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων.
Εξαιρείται η δαπάνη για ανέγερση οικοδομής από επιχείρηση που αναλαμβάνει
κατά κύριο επάγγελμα την ανέγερση οικοδομών. Επίσης, εξαιρείται η δαπάνη για
την αγορά από ενήλικο, με δικαίωμα πλήρους κυριότητας, καθώς και η ανέγερση
από αυτόν οικοδομής, ως πρώτης κατοικίας, εφόσον η επιφάνειά της δεν
υπερβαίνει τα εκατόν είκοσι (120) μ2. Αν η επιφάνεια της οικοδομής υπερβαίνει τα
εκατόν είκοσι (120) μ2, λαμβάνεται υπόψη η δαπάνη που αντιστοιχεί στην επιφάνεια
πάνω από τα εκατό είκοσι (120) τετραγωνικά μέτρα. Κατά την εφαρμογή των δύο
προηγούμενων εδαφίων δεν θεωρείται ότι αποκτάται πρώτη κατοικία, αν ο
υπόχρεος, ο άλλος σύζυγος και τα τέκνα που τους βαρύνουν, σύμφωνα με τις
διατάξεις του παρόντος, έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή ισόβιας επικαρπίας
ή οίκησης, εξ ολοκλήρου ή επί ιδανικού μεριδίου, σε άλλη οικία ή οικίες, εφόσον το
άθροισμα της συνολικής επιφάνειας που τους αντιστοιχεί υπερβαίνει τα εβδομήντα
(70) τ.μ.. Η επιφάνεια αυτή προσαυξάνεται κατά είκοσι (20) τ.μ. για καθένα από τα
δύο πρώτα τέκνα και κατά είκοσι πέντε (25) τ.μ. για το τρίτο και καθένα από τα
επόμενα τέκνα που βαρύνουν τον υπόχρεο ή τον άλλο σύζυγο.
(Όπως το πέμπτο και έκτο εδάφιο της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης γ΄ του άρθρου
17 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 8 του άρθρου 4 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με
το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Το πέμπτο και έκτο εδάφιο της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 17 πριν
την αντικατάσταση τους είχαν ως εξής:
Κατά την εφαρμογή των δύο προηγούμενων εδαφίων δεν θεωρείται ότι αποκτιέται πρώτη
κατοικία αν ο υπόχρεος, ο άλλος σύζυγος και τα τέκνα που τους βαρύνουν σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 7 έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή ισόβιας επικαρπίας ή
οίκησης, εξ΄ ολοκλήρου ή επί ιδανικού μεριδίου, σε άλλη οικία ή οικίες, εφόσον το άθροισμα
της συνολικής επιφάνειας που τους αντιστοιχεί υπερβαίνει τα τριάντα πέντε (35)
τετραγωνικά μέτρα προκειμένου για άγαμο, διαζευγμένο ή χήρο και τα εβδομήντα (70)
τετραγωνικά μέτρα προκειμένου για έγγαμο. Η επιφάνεια αυτή προσαυξάνεται κατά είκοσι
(20) τετραγωνικά μέτρα για καθένα τέκνο που βαρύνει τον υπόχρεο ή τον άλλο σύζυγο).
δ) Χορήγηση δανείων προς οποιονδήποτε, εκτός αυτών προς εταιρίες ή
κοινοπραξίες ή κοινωνίες από τα μέλη ή τους μετόχους των.
(Όπως η περίπτωση δ΄ προστίθεται στο άρθρο 17 με την παρ. 1 του αρθρ. 29 του Ν.
3220/2004 και ισχύει από 1-1-2003 για δαπάνες που πραγματοποιούνται από την
ημερομηνία αυτή και μετά).
107
(Όπως η περίπτωση δ΄ του άρθρου 17 καταργήθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν.
3091/2002. Η κατάργηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση δ΄ του άρθρου 17 πριν την κατάργηση της είχε ως εξής:
δ. Χορήγηση δανείων προς οποιονδήποτε, καθώς και για προσωρινές διευκολύνσεις ή
προσωρινές καταθέσεις στις ατομικές επιχειρήσεις τους ή στις εταιρείες ή κοινοπραξίες ή
κοινωνίες, στις οποίες είναι μέλη ή μέτοχοι).
περίπτωση δ΄του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής: «δ) Χορήγηση δανείων προς
οποιονδήποτε.».
α πέντε τελευταία εδάφια της περίπτωσης γ΄ και τα δεύτερο και τρίτο εδάφια της περίπτωσης στ΄ του άρθρου
17 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.
άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που
πραγματοποιούν οι υπόχρεοι από 1/1/2001 και μετά).
Στο ποσό της δαπάνης αυτής περιλαμβάνεται και το ποσό των οικείων τόκων στους
οποίους περιλαμβάνονται και οι τυχόν τόκοι υπερημερίας. Εξαιρετικά, από το ποσό
της δαπάνης που καταβάλλεται για την τοκοχρεολυτική απόσβεση δανείου που έχει
ληφθεί για την αγορά ή ανέγερση πρώτης κατοικίας, δεν λαμβάνεται υπόψη, για την
εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης, το ποσό του χρεολυσίου που
περιλαμβάνεται στην οικεία δαπάνη κατά το μέρος που αυτό επιμεριστικά αναλογεί
στη μέχρι των εκατόν είκοσι (120) τετραγωνικών μέτρων επιφάνεια της κατοικίας.
(Όπως στο άρθρο 17 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε
δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με τις παρ. 35, 36 και 37 του άρθρου 9 του
Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του
άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
Επίσης, δεν λαμβάνεται υπόψη, για την εφαρμογή αυτής της περίπτωσης, το ποσό
της δαπάνης που καταβάλλεται για την τοκοχρεωλυτική απόσβεση δανείου, που
έχει ληφθεί για την αγορά εξοπλισμού γεωργικής εκμετάλλευσης, καθώς και για την
αγορά οικοπέδου από επιτηδευματίες που ασχολούνται επαγγελματικά με την
ανέγερση και πώληση οικοδομών.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ του άρθρου 17 αντικαθίσταται με την παρ. 2
του άρθρου 29 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από 1-1-2003 για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από την ημερομηνία αυτή και μετά).
(Tο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ του άρθρου 17 πριν την αντικατάσταση είχε ως
εξής:
«Επίσης, δε λαμβάνεται υπόψη, για την εφαρμογή αυτής της περίπτωσης, το ποσό της
δαπάνης που καταβάλλεται για την τοκοχρεολυτική απόσβεση δανείου, που έχει ληφθεί για
την αγορά αρδευτικού εξοπλισμού γεωργικής εκμετάλλευσης»).
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην περ. στ΄ με την παρ. 7 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από 2/11/2001).
Άρθρο 18
ανήκει στην κυριότητα ή κατοχή υπόχρεου με τρία (3) τουλάχιστον τέκνα που τον βαρύνουν
ή της συζύγου του και των προσώπων που συνοικούν μαζί τους και τους βαρύνουν).
β. Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει βάσει επιβατικού
αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης αναπήρου, το οποίο απαλλάσσεται από τα τέλη
κυκλοφορίας.
γ. Προκειμένου για αλλοδαπό προσωπικό που δε διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα ή
ημεδαπό προσωπικό που διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό και απασχολείται
αποκλειστικά σε επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 (ΦΕΚ
Α΄ 132), του Α.Ν. 378/1968 (ΦΕΚ Α΄ 82) και του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (ΦΕΚ Α΄ 77),
για το ποσό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει του
επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή του ενοικίου.
δ. Προκειμένου για αλλοδαπές επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του α.ν.
89/1967, του α.ν. 378/1968 και του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, για το ποσό της ετήσιας
τεκμαρτής δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής
χρήσης.
ε. Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη, η οποία προκύπτει βάσει ενός επιβατικού
αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ιδιοκτησίας προσώπου που το εισήγαγε με
μειωμένους δασμούς, φόρους ή τέλη λόγω μετοικεσίας του από την αλλοδαπή για
το έτος εκτελωνισμού του αυτοκινήτου και τα 2 (δύο) επόμενα έτη, εφόσον ο
δικαιούχος της απαλλαγής εξακολουθεί και κατά τα έτη αυτά να κατοικεί στην
Ελλάδα.
στ.....................................................................................
(Όπως η περίπτωση στ΄ του άρθρου 18 καταργήθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν.
3091/2002. Η κατάργηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση στ΄ του άρθρου 18 πριν την κατάργηση της είχε ως εξής:
στ. Προκειμένου για αγορά ομολόγων του Δημοσίου ή τίτλων εταιριών στις οποίες μετέχει το
Δημόσιο κατά ποσοστό τουλάχιστον 50% (πενήντα τοις εκατό), ή για αγορά μετοχών
εισηγμένων στο Χρηματιστήριο ή μετοχών που έχει εγκριθεί η εισαγωγή τους σε αυτό,
ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ή για αγορά εντόκων γραμματίων του
Δημοσίου ή γενικά τίτλων του Δημοσίου, ή για αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων, καθώς και κάθε
άλλου τίτλου που είναι διαπραγματεύσιμος στο Χρηματιστήριο).
ζ. Προκειμένου για επιχειρήσεις μεταπώλησης αυτοκινήτων που έχουν υπαχθεί στο
ειδικό καθεστώς φορολογίας του άρθρου 36α του Ν. 1642/1986, για την τεκμαρτή
δαπάνη που προκύπτει βάσει των επιβατικών αυτοκινήτων που έχουν αγορασθεί
για μεταπώληση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 36α του Νόμου 1642/1986,
εφόσον η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας του μεταβιβαζομένου αυτοκινήτου
οχήματος έχουν παραμείνει στη δημόσια οικονομική υπηρεσία στην οποία έγινε η
μεταβίβαση του αυτοκινήτου προς την επιχείρηση μεταπώλησης μέχρι και την
ημερομηνία μεταπώλησης από αυτή σε τρίτο και το αυτοκίνητο κατά το χρονικό
111
αυτό διάστημα δεν κυκλοφόρησε παράνομα. Κατά τις μεταπωλήσεις αυτής της
περίπτωσης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 10 μέχρι 14 του
άρθρου 81. Οι μεταπωλήτριες επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση μαζί με την ετήσια
δήλωση φορολογίας εισοδήματος να συνυποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση του Ν.
1599/1986, στην οποία να αναγράφουν τα πιο πάνω αυτοκίνητα που αγόρασαν ή
πούλησαν στο οικείο έτος. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται οι
λεπτομέρειες εφαρμογής αυτής της περίπτωσης.
η) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση επιβατικά αυτοκίνητα
ιδιωτικής χρήσης κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου του και
των προσώπων που τους βαρύνουν τα οποία έχουν αποκτηθεί μέχρι την
31.12.1992.
(Όπως η υποπερίπτωση η΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του
Ν. 3220/2004 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ιδίου νόμου από την 1-
1-2003)
(Η περίπτωση η΄ του άρθρου 18 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
η) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει με βάση ένα επιβατικό αυτοκίνητο
ιδιωτικής χρήσης μέχρι και δεκατέσσερις (14) φορολογήσιμους ίππους, το οποίο ανήκει
στην κυριότητα ή κατοχή του υπόχρεου ή, αν πρόκειται για οικογένεια, για δύο αυτοκίνητα
που ανήκουν το καθένα στην κυριότητα ή κατοχή του κάθε συζύγου ή από κοινού και στους
δύο συζύγους. Εάν ο υπόχρεος έχει στην κυριότητα ή κατοχή του περισσότερα του ενός
αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης μέχρι δεκατέσσερις (14) φορολογήσιμους ίππους, το τεκμήριο
δεν εφαρμόζεται για εκείνο με τη μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη. Σε περίπτωση εφαρμογής
των εδαφίων τρίτου, τέταρτου, δέκατου πέμπτου και δέκατου έκτου της περίπτωσης β΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 16, συνυπολογίζεται και το αυτοκίνητο με τη μεγαλύτερη
τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών).
(Όπως η περίπτωση η΄ προστέθηκε με την παράγραφο 9 του άρθρου 4 του Ν. 3091/2002
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται
από 1.1.2003 και μετά).
θ) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει με βάση ένα ή
περισσότερα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης μέχρι και δεκατέσσερις (14)
φορολογήσιμους ίππους, κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου
του και προσώπων που τους βαρύνουν, που έχουν αποκτηθεί από 1.1.1993 μέχρι
την 31.12.2003. Επίσης, προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση
επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης άνω των δεκατεσσάρων (14)
φορολογήσιμων ίππων που έχουν αποκτηθεί το ίδιο χρονικό διάστημα, εφόσον η
εργοστασιακή τιμολογιακή αξία του έτους πρώτης κυκλοφορίας τους, μειωμένη
λόγω παλαιότητας κατά τα ποσοστά της κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου
126 του Ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄) δεν υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων
(50.000) ευρώ.
112
αντιστοιχεί σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) των καθαρών κερδών που δηλώθηκαν
για το προηγούμενο έτος με αρχική δήλωση, η οποία υποβλήθηκε μέχρι το τέλος του
οικείου οικονομικού έτους, για δαπάνες που πραγματοποιούνται στα επόμενα έτη και
ii) ολόκληρου του ποσού της δαπάνης για τον αρδευτικό εξοπλισμό γεωργικής
εκμετάλλευσης»).
(Όπως η περίπτωση ι΄ αναριθμήθηκε σε ιγ΄ με τη παρ. 1 του άρθ. 14 του Ν. 3220/2004).
(Όπως η περίπτωση ι΄ προστέθηκε με την παράγραφο 9 του άρθρου 4 του Ν. 3091/2002
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται
από 1/1/2003 και μετά).
ιε) Προκειμένου για αγορά επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ειδικά
διασκευασμένων για πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητικές αναπηρίες που
υπερβαίνουν σε ποσοστό το εξήντα επτά τοις εκατό (67%). Ως επιβατικά αυτοκίνητα
ιδιωτικής χρήσης ειδικά διασκευασμένα για κινητικά ανάπηρους θεωρούνται εκείνα
που διασκευάστηκαν ύστερα από άδεια της αρμόδιας αρχής για να οδηγούνται από
πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητική αναπηρία με ποσοστό πάνω από εξήντα
επτά τοις εκατό (67%) ή για να μεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί με τα αντικείμενα
που είναι απαραίτητα για τη μετακίνησή τους.
(Όπως η περ. ιδ΄ προστέθηκε στο άρθρο 8 του Ν. 2238/1994, με την παρ. 3 του άρθρου 4
του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2005 και μετά).
ιστ. Το τεκμήριο με βάση την ετήσια συνολική δαπάνη, που υπολογίζεται, σύμφωνα
με τα άρθρα 16 και 17, δεν εφαρμόζεται όταν η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που
δηλώθηκε από το φορολογούμενο, τη σύζυγό του και τα πρόσωπα που τους
βαρύνουν, και της συνολικής ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης αυτών είναι μικρότερη
από ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του εισοδήματος που δηλώθηκε με την αρχική
εμπρόθεσμη δήλωσή τους το ίδιο έτος.
(Όπως οι περιπτώσεις ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄ του άρθ. 18 του Ν. 2238/1994 αναριθμήθηκαν σε ιδ΄,
ιε΄ και ιστ΄ αντίστοιχα με τη παρ. 3 του άρθ. 26 του Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το
άρθ. 53 του ιδίου Νόμου δηλαδή από 1-1-2006).
(Όπως η περ. ιδ΄ του άρθρου 18 του Ν. 2238/1994, αναριθμείται σε ιε΄ σύμφωνα με την
παρ. 3 του άρθρου 4 του Ν. 3296/2004).
(Όπως η περίπτωση ια΄ αναριθμήθηκε σε ιδ΄ με τη παρ. 1 του άρθ. 14 του Ν. 3220/2004).
(Όπως η περίπτωση η΄ αναριθμήθηκε σε ια΄ με την παράγραφο 9 του άρθρου 4 του Ν.
3091/2002 και η κατάργηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες
που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
114
Άρθρο 19
Διαφορά εισοδήματος και υπολογισμός του φόρου αυτής
1. Η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε από το φορολογούμενο, τη
σύζυγό του και τα πρόσωπα που τους βαρύνουν ή προσδιορίστηκε από τον
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και της συνολικής ετήσιας
τεκμαρτής δαπάνης τους, των άρθρων 16 και 17, προσαυξάνει τα εισοδήματα
που δηλώνονται ή προσδιορίζονται από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας κατά το ίδιο οικονομικό έτος, του φορολογουμένου ή
της συζύγου του, κατά περίπτωση, από εμπορικές επιχειρήσεις ή από την
άσκηση ελευθέριων επαγγελμάτων και αν δε δηλώνεται εισόδημα από τις
κατηγορίες αυτές η διαφορά αυτή λογίζεται εισόδημα της παρ. 3 του άρθρ. 48.
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε., η λέξη «τεκμαρτής» απαλείφεται.
από καταθέσεις τους μέσα σε ένα (1) χρόνο από τη μετοικεσία τους στην Ελλάδα
χωρίς το συνάλλαγμα αυτό να έχει επανεξαχθεί στην αλλοδαπή. Η προϋπόθεση της
μη επανεξαγωγής του συναλλάγματος δεν απαιτείται για το ποσό εκείνο του
συναλλάγματος που έχει επανεξαχθεί στην αλλοδαπή για την απόκτηση
περιουσιακού στοιχείου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 17, εφόσον η
δαπάνη για την απόκτηση αυτού του στοιχείου έχει ληφθεί υπόψη κατά την
εφαρμογή των άρθρων 17 ή 19.
ε. Δάνεια, τα οποία έχουν ληφθεί και αποδεικνύονται με έγγραφα στοιχεία που
φέρουν βέβαιη χρονολογία. Ειδικώς, όταν πρόκειται για την κάλυψη διαφοράς
δαπάνης της προηγούμενης παραγράφου, κατά το ποσό που προέρχεται από
δαπάνη του άρθρου 17, το ποσό του δανείου λαμβάνεται υπόψη εφόσον από το
οικείο έγγραφο αποδεικνύεται ότι έχει ληφθεί πριν από την πραγματοποίηση της
σχετικής δαπάνης.
στ. Δωρεά ή γονική παροχή χρηματικών ποσών για την οποία η οικεία φορολογική
δήλωση έχει υποβληθεί μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η
σχετική δαπάνη.
περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
« ζ) Ανάλωση κεφαλαίου που αποδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει
απαλλαγεί από το φόρο.
Για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου αυτού ανά έτος, από τα πραγματικά εισοδήματα που έχουν
φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο, τα οποία προκύπτουν από συμψηφισμό των θετικών και
αρνητικών στοιχείων αυτών, από τα χρηματικά ποσά που ορίζονται στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄, ε΄ και στ΄
της παραγράφου αυτής και από οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί,
εκπίπτουν οι δαπάνες που προσδιορίζονται στα άρθρα 16 και 17, ανεξάρτητα αν απαλλάσσονται της
εφαρμογής των άρθρων αυτών. Αν δεν υπάρχουν δαπάνες με βάση το άρθρο 16 ή αν το ποσό τους είναι
μικρότερο από τις τρεις (3000) χιλιάδες ευρώ προκειμένου για άγαμο και πέντε χιλιάδες ευρώ (5000)
προκειμένου για συζύγους, το ποσό που πρέπει να εκπέσει προσδιορίζεται με βάση την κοινωνική,
οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των φορολογουμένων και τις αποδεδειγμένες δαπάνες διαβίωσής
τους και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριών χιλιάδων (3000) και πέντε χιλιάδων
(5000) ευρώ, αντίστοιχα. ».
ο πρώτο εδάφιο μετά την περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
« Κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση των εσόδων των παραπάνω περιπτώσεων τα μειώνει και
η διαφορά που προκύπτει λαμβάνεται υπόψη για την κάλυψη ή τον περιορισμό της συνολικής ετήσιας
δαπάνης, εκτός αν τα ποσά αυτά έχουν ληφεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματος του έτους
που καταβλήθηκαν και ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου του έτους αυτού.».
από συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων αυτών, τα χρηματικά ποσά,
τα οριζόμενα στις περιπτώσεις β΄, γ, δ΄, ε΄ και στ΄ και οποιοδήποτε άλλο ποσό το
οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που ο προσδιορισμός
τους ορίζεται από τα άρθρα 16 και 17, ανεξάρτητα από το αν απαλλάσσονται της
εφαρμογής του τεκμηρίου.
Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν δαπάνες με βάση το άρθρο 16 ή αν το ποσό
τους είναι μικρότερο από τις δύο χιλιάδες εννιακόσια (2.900) ευρώ, το ποσό που
πρέπει να εκπεσθεί αντί αυτών προσδιορίζεται με βάση την κοινωνική, οικονομική
και οικογενειακή κατάσταση των φορολογουμένων και των αποδειγμένων δαπανών
διαβίωσής τους και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο των δύο
χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) ευρώ.
Κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση αυτών των εσόδων τα μειώνει,
προκειμένου αυτά να ληφθούν υπόψη για την κάλυψη ή τον περιορισμό της
συνολικής ετήσιας δαπάνης, εκτός αν τα ποσά αυτά έχουν ληφθεί υπόψη κατά τον
προσδιορισμό του εισοδήματος του έτους που καταβλήθηκαν και ο
φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου του έτους αυτού.
Για την κάλυψη ή περιορισμό της διαφοράς που προκύπτει κατά την εφαρμογή των
διατάξεων αυτής της περίπτωσης δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 10
του Ν. 2019/1992 (ΦΕΚ Α΄ 34) για τα ποσά των πραγματικών ή τεκμαρτών δαπανών
που πραγματοποιούνται από 1.1.1994.
Χρηματικά ποσά που έχουν ληφθεί υπόψη από τη δήλωση που, τυχόν, υποβλήθηκε
κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 10 του Ν. 2019/1992, για την κάλυψη ή τον
περιορισμό διαφοράς δαπάνης, αφαιρούνται από το κεφάλαιο που σχηματίζεται
από προηγούμενα έτη, όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση όσα ορίζονται στα
εδάφια δεύτερο, τρίτο και τέταρτο αυτής της περίπτωσης.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 19 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 4 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2005 και μετά).
(Το δεύτερο εδάφιο της περ. ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 19 πριν την αντικατάστασή του είχε
ως εξής:
«Για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου κάθε έτους από τα πραγματικά εισοδήματα που
έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο, τα οποία προκύπτουν από
συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων αυτών, τα χρηματικά ποσά, τα οριζόμενα
στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄, ε΄, και στ΄ και οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδειγμένα
έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που ο προσδιορισμός τους ορίζεται από τα άρθρα
16 και 17»).
(Όπως στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 19 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με την παρ. 38 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002,
όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
117
ροκειμένου προσδιορισμού του εισοδήματος με βάση την ετήσια τεκμαρτή δαπάνη του
παρόντος άρθρου, η ζημία του ίδιου οικονομικού έτους ή και των προηγούμενων δεν
εκπίπτει και ούτε μεταφέρεται για συμψηφισμό στα επόμενα οικονομικά έτη.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΑΚΙΝΗΤΑ
Άρθρο 20
Εισόδημα και απόκτησή του
1. Εισόδημα από ακίνητα είναι αυτό που προκύπτει κάθε οικονομικό ή κατά
περίπτωση γεωργικό έτος, είτε από εκμίσθωση ή επίταξη ή έμμεσα από
ιδιοκατοίκηση ή ιδιοχρησιμοποίηση ή από παραχώρηση της χρήσης σε τρίτο χωρίς
αντάλλαγμα, μιας ή περισσότερων οικοδομών είτε από εκμίσθωση γαιών. Το
εισόδημα αυτό αποκτάται από κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει νόμιμα μεταβιβασθεί
με οριστικό συμβόλαιο ή έχει αποκτηθεί με δικαστική απόφαση ή λόγω
χρησικτησίας το δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή νομής ή επικαρπίας ή οίκησης,
καθώς και από πρόσωπο στο οποίο έχει μεταβιβασθεί, με οριστικό συμβόλαιο, το
δικαίωμα ενάσκησης επικαρπίας, κατά περίπτωση. Επίσης, εισόδημα από ακίνητα
θεωρείται και το δικαίωμα που αποκτάται από τον κύριο του εδάφους προκειμένου
για οικοδομές που έχουν ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου ή αν πρόκειται για
118
επιφάνειες και εμφυτεύσεις που διατηρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων
58 και 59 του Α.Ν. 2783/1941 (ΦΕΚ Α΄ 29).
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Κ.Φ.Ε αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Το εισόδημα αυτό αποκτάται από κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει νόμιμα μεταβιβασθεί με οριστικό
συμβόλαιο ή έχει αποκτηθεί με δικαστική απόφαση ή λόγω χρησικτησίας το δικαίωμα πλήρους κυριότητας
ή νομής ή επικαρπίας ή οίκησης, κατά περίπτωση».
Άρθρο 21
Εισόδημα ειδικών περιπτώσεων
1. Ως εισόδημα από οικοδομές λογίζεται:
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 21 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 9 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση στ του
άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν οι υπόχρεοι από 1/1/2000 και
μετά).
α. Το εισόδημα από γήπεδα, ιδιαίτερα όταν αυτά χρησιμοποιούνται ως αποθήκες,
εργοστάσια ή εργαστήρια ή ως χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, θεαμάτων,
καφενείων, γυμναστηρίων και γενικά για κάθε άλλη χρήση.
β. Η αξία που έχει κατά το χρόνο της ανέγερσής της η οικοδομή που ανεγέρθηκε με
δαπάνες του μισθωτή σε έδαφος του οποίου την κυριότητα έχει ο εκμισθωτής, αν
μετά τη λήξη του χρόνου της μίσθωσης του εδάφους η οικοδομή παραμένει στην
κυριότητα του εκμισθωτή. Το ετήσιο εισόδημα εξευρίσκεται με διαίρεση του
119
υπολοίπου, που προκύπτει μετά την αφαίρεση του τυχόν ανταλλάγματος, που έχει
ορισθεί στη σύμβαση για τη μεταβίβαση της κυριότητας της οικοδομής, από την αξία
αυτής, κατά το χρόνο ανέγερσής της, σε μέρη ίσα με τον αριθμό των ετών κατά τα
οποία διαρκεί η μίσθωση του εδάφους. Ως αξία της οικοδομής που έχει ανεγερθεί σε
έδαφος κυριότητας τρίτου λαμβάνεται η πραγματική αξία της οικοδομής, η οποία
εξευρίσκεται από τα επίσημα βιβλία και λοιπά στοιχεία εκείνου που ανήγειρε την
οικοδομή. Σε περίπτωση που δεν τηρούνται βιβλία ή αυτά που τηρούνται κρίνονται
ανακριβή ή ανεπαρκή, καθώς και σε περίπτωση αμφισβήτησης από τον
ενδιαφερόμενο της αξίας που υπολογίσθηκε μ΄ αυτό τον τρόπο, αυτή καθορίζεται
ύστερα από εκτίμηση που ενεργείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας και σε συνέχεια από τα διοικητικά δικαστήρια. Οι διατάξεις
αυτής της περίπτωσης εφαρμόζονται ανάλογα και για βελτιώσεις ή επεκτάσεις που
γίνονται με δαπάνες του μισθωτή σε οικοδομή της οποίας την κυριότητα έχει ο
εκμισθωτής, αν μετά τη λήξη του χρόνου της μίσθωσης της οικοδομής οι βελτιώσεις
ή επεκτάσεις παραμένουν στην κυριότητα του εκμισθωτή.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην περ. β της παρ. 1 με την παρ. 8 του άρθρου 1 του
Ν. 2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του
στο ΦΕΚ, ήτοι από 2/11/2001)
γ. Σε περίπτωση υπεκμίσθωσης, αυτό που αποκτιέται από το μισθωτή.
δ. Στις περιπτώσεις μισθώσεων διάρκειας μεγαλύτερης από εννέα (9) έτη, για τις
οποίες υπάρχει υποχρέωση μεταγραφής τους, σύμφωνα με το άρθρο 1208 του
Αστικού Κώδικα ή των επιφανειών και εμφυτεύσεων που διατηρούνται, σύμφωνα με
τις διατάξεις των άρθρων 58 και 59 του Α.Ν. 2783/1941, καθώς επίσης και στις
περιπτώσεις οικοδομών που έχουν ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου, το
εισόδημα που αποκτιέται από το μισθωτή ή εμφυτευτή ή επιφανειούχο ή από αυτόν
που ανήγειρε τα κτίσματα της οικοδομής σε έδαφος κυριότητας τρίτου, είτε άμεσα
από υπεκμίσθωση είτε έμμεσα από ιδιοχρησιμοποίηση.
ε. Σε περίπτωση μεταβίβασης του δικαιώματος της επικαρπίας για ορισμένο χρόνο,
ενός ή περισσότερων ακινήτων, σε ημεδαπά ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, το
αντάλλαγμα που αποκτά ο κύριος ή επικαρπωτής του ακινήτου από τη μεταβίβαση
αυτή.
Για τον προσδιορισμό του ετήσιου εισοδήματος, το αντάλλαγμα αυτό διαιρείται σε
μέρη ίσα προς τον αριθμό των πραγματικών ετών διάρκειας της επικαρπίας. Σε
περίπτωση που το αντάλλαγμα αυτό είναι μικρότερο τουλάχιστον κατά δέκα τοις
εκατό (10%) από την πραγματική αξία του δικαιώματος της επικαρπίας, όπως αυτή
προσδιορίζεται με τις διατάξεις του Ν.Δ. 118/1973 (ΦΕΚ Α΄ 202), κατά το χρόνο της
μεταβίβασής της, για τον προσδιορισμό του ετήσιου εισοδήματος λαμβάνεται η
πραγματική αξία της επικαρπίας, διαιρούμενη σε μέρη ίσα με τον αριθμό των
πραγματικών ετών διάρκειάς της.
120
Άρθρο 22
Ακαθάριστο εισόδημα
1. Ακαθάριστο εισόδημα, προκειμένου για οικοδομή που εκμισθώνεται, είναι το
μίσθωμα που έχει συμφωνηθεί. Σε περίπτωση που δεν προσάγεται το συμφωνητικό
ή άλλο στοιχείο που μπορεί να αποδείξει τη συμφωνία ή αν τα συμφωνητικά ή τα
αποδεικτικά στοιχεία που προσάγονται εμφανίζουν μίσθωμα που είναι
δυσαναλόγως κατώτερο σε σχέση με τη μισθωτική αξία της οικοδομής, ο
προσδιορισμός του εισοδήματος που προκύπτει από αυτή γίνεται αφού αυτή
συγκριθεί με άλλες οικοδομές που εκμισθώνονται κάτω από παρόμοιες συνθήκες.
Θεωρείται ότι υπάρχει περίπτωση δυσανάλογου μισθώματος, σε σχέση με τη
121
μισθωτική αξία της οικοδομής, όταν η μισθωτική αξία της είναι ανώτερη από το
μίσθωμα που δηλώνεται σε ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) τουλάχιστον του
μισθώματος αυτού. Ειδικώς, το εισόδημα αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το
τριάμισι τοις εκατό (3,5%) της αξίας του ακινήτου, που εκμισθώνεται και
χρησιμοποιείται ως κατοικία, όπως η αξία αυτή προσδιορίζεται, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, για τις περιοχές που ισχύει κάθε φορά το
σύστημα αυτό. Ο φορολογούμενος μπορεί να αμφισβητήσει τον καθορισμό της
μισθωτικής αξίας αυτού του ακινήτου, εφόσον από εξαιρετικούς λόγους, που
ανάγονται αποκλειστικά στους παράγοντες που επηρεάζουν τη μισθωτική αξία του,
αυτή είναι μικρότερη από το 3,5% (τριάμισι τοις εκατό) της πιο πάνω αξίας του. Η
επίκληση των λόγων αυτών, καθώς και η προσαγωγή των σχετικών αποδεικτικών
στοιχείων γίνεται με την προσφυγή, η οποία ασκείται από το φορολογούμενο,
σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του οικείου
οικονομικού έτους.(1) Αν ο φορολογούμενος λάβει το εκκαθαριστικό σημείωμα μετά
την 31η Δεκεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους, η προσφυγή ασκείται μέσα στις
προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 66 του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97).
Ισχυρισμοί που δεν περιέχονται στην προσφυγή αυτή δεν μπορούν να προβληθούν
παραδεκτώς ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, εκτός αν η όψιμη
προβολή τους κρίνεται από το διοικητικό πρωτοδικείο αποχρώντως
δικαιολογημένη.
(Όπως στον πίνακα της περίπτωσης γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με την παρ. 39 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002,
όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν.2948/2001)
δ. Του συντελεστή παλαιότητας. Ως συντελεστής παλαιότητας λαμβάνεται αυτός
που ισχύει κάθε φορά στη φορολογία κεφαλαίου για τον προσδιορισμό της αξίας
κτιρίων με βάση την τιμή ζώνης. Το τεκμαρτό μίσθωμα μιας ή περισσότερων
εξοχικών κατοικιών υπολογίζεται σε καθεμία από αυτές για 3 (τρεις) μήνες το έτος.
Οι διατάξεις των τεσσάρων τελευταίων εδαφίων της προηγούμενης παραγράφου
εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση αυτή.
Αρθρο 23
Καθαρό εισόδημα
1. Από το κατά το προηγούμενο άρθρο ακαθάριστο εισόδημα από ακίνητα
εκπίπτουν:
Οι διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε αντικαθίστανται ως
ακολούθως:
«α) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για αποσβέσεις σε οικοδομές οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κατοικίες,
οικοτροφεία, σχολεία, φροντιστήρια, αίθουσες κινηματογράφων ή θεάτρων, ξενοδοχεία, νοσοκομεία ή
κλινικές και ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) για οικοδομές οι οποίες χρησιμοποιούνται για άλλες χρήσεις.
Επίσης, εκπίπτει ποσοστό μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) για ασφάλιστρα κατά του κινδύνου της
πυρκαγιάς ή άλλων κινδύνων, για δικαστικές δαπάνες και για αμοιβή δικηγόρου για δίκες μισθωτικών
διαφορών ή διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών και διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους. Όταν πρόκειται για
εισόδημα που προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 21,
όλα τα παραπάνω ποσοστά περιορίζονται σε τρία τοις εκατό (3%) συνολικώς.
Αν οι δαπάνες που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια αφορούν κοινόχρηστους χώρους του ακινήτου,
επιμερίζονται αναλόγως στους συνιδιοκτήτες του.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την
αναγνώριση του δικαιώματος διενέργειας των εκπτώσεων επί των δαπανών που ορίζονται στην περίπτωση
αυτή, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα ».
124
την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε. μετά το πρώτο εδάφιο προστίθενται δύο
εδάφια, ως εξής:
«Ειδικά για την ανακατασκευή εν όλω ή εν μέρει καταστραφέντων αρχιτεκτονικών μελών κτιρίων ή
κτισμάτων, που προστατεύονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 6 και 16 του ν. 3028/2002, καθώς και του
άρθρου 4 του ν.1577/1985, όπως ισχύουν, τα ποσοστά του προηγούμενου εδαφίου αυξάνονται, αντίστοιχα,
σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και δεκαπέντε τοις εκατό (15%), κατά το διάστημα που διαρκούν οι
εργασίες και για τέσσερα ακόμη έτη (4) μετά το πέρας των εργασιών. Η συνολική διάρκεια της απαλλαγής
με την εφαρμογή των συντελεστών αυτών δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από οκτώ (8) έτη. Με κοινή
απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού
και Τουρισμού καθορίζεται η διαδικασία διαπίστωσης, έναρξης και πέρατος των εργασιών, ο
προσδιορισμός του είδους των εργασιών και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή του προηγούμενου
εδαφίου.»
(Όπως τα τέσσερα πρώτα εδάφια αντικαταστάθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 5 του Ν.
2892/2001 και ισχύουν σύμφωνα με την περίπτωση β΄ του άρθρου 19 του ιδίου νόμου από
9/3/2001).
β. Στις περιπτώσεις υπεκμίσθωσης ή ιδιοχρησιμοποίησης οικοδομών που έχουν
ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου, το δικαίωμα που παρέχεται ετησίως στον
ιδιοκτήτη της γης, καθώς και η αξία της οικοδομής που ανεγέρθηκε σε έδαφος
κυριότητας τρίτου, η οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 21, λογίζεται ως εισόδημα.
γ. Στις περιπτώσεις υπεκμίσθωσης, πολυετούς μίσθωσης μεταγραπτέας και
δικαιώματος επιφάνειας ή εμφύτευσης, το μίσθωμα ή δικαίωμα που καταβάλλεται.
δ. Κάθε φόρος, τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου που
βαρύνει τις γαίες.
ε. Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για αποσβέσεις και έξοδα συντήρησης των γαιών
και γενικά για κάθε συναφές βάρος.
στ. Ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) των δαπανών αντιπλημμυρικών έργων και
έργων αποξήρανσης ελών για απόσβεσής τους, όχι όμως και για έξοδα βελτίωσης
και επέκτασης των γαιών.
ζ. Το ποσό της αποζημίωσης που καταβάλει, βάσει νόμου, ο εκμισθωτής στο
μισθωτή για τη λύση της μισθωτικής σχέσης ακινήτου, μέχρι του ύψους του
ακαθάριστου εισοδήματος που αποκτά ο εκμισθωτής από το ακίνητο αυτό, κατά το
έτος που καταβλήθηκε η αποζημίωση. Τυχόν αρνητικό ποσό δεν συμψηφίζεται με
εισοδήματα άλλων ακινήτων ή με άλλα θετικά εισοδήματα του φορολογουμένου.
2. Το ποσό που απομένει, μετά τις εκπτώσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη
παράγραφο, αποτελεί το καθαρό εισόδημα από ακίνητα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΚΙΝΗΤΕΣ ΑΞΙΕΣ
Άρθρο 24
Εισόδημα και απόκτηση του
1. Εισόδημα από κινητές αξίες είναι αυτό που αποκτάται κάθε οικονομικό έτος από
κάθε δικαιούχο κινητών αξιών, το οποίο προκύπτει:
α. Από μερίσματα και τόκους ιδρυτικών τίτλων και μετοχών των ημεδαπών
ανωνύμων εταιριών, ομολογιών και χρεογράφων γενικά του Ελληνικού Δημοσίου ή
ημεδαπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ημεδαπών επιχειρήσεων κάθε
είδους, καθώς και από αμοιβές και ποσοστά των διοικητικών συμβούλων και εκτός
126
μισθού αμοιβές και ποσοστά των διευθυντών και διαχειριστών των ανωνύμων
εταιριών.
β. Από μερίσματα και τόκους των τίτλων αλλοδαπής προέλευσης που αναφέρονται
στην προηγούμενη περίπτωση.
γ. Από τόκους κάθε τίτλου έντοκης κατάθεσης τοις μετρητοίς ή εγγύησης, καθώς και
κάθε τίτλου χρεωστικού με υποθήκη, ενέχυρο ή όχι, από εκείνους που δεν
περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄. Ομοίως, το εισόδημα από τόκους που
επιδικάζονται με δικαστική απόφαση, με εξαίρεση αυτά που αναφέρονται στο
τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρ. 25 και της παρ. 4 του άρθρ. 48 του παρόντος.
(Όπως το τελευταίο εδαφιο της περίπτωσης γ της παραγράφου 1 του άρθρου 24
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα
με την περίπτωση ζ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου, από τη δημοσίευση του Ν. 2238/1994
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δηλαδή από 16/9/1994).
δ. Από κέρδη αμοιβαίων κεφαλαίων, καθώς και η πρόσθετη αξία που αποκτούν οι
μεριδιούχοι αμοιβαίων κεφαλαίων από την εξαγορά μεριδίων σε τιμή ανώτερη της
τιμής κτήσης.
ε. Από κέρδη ανωνύμων εταιριών που διανέμονται με τη μορφή μετρητών στο
εργατοϋπαλληλικό προσωπικό τους.
στ. Από την υπεραπόδοση επενδύσεων των μαθηματικών αποθεμάτων, που
σχηματίζονται με τις διατάξεις του Ν.Δ. 400/1970 (ΦΕΚ Α΄ 22) για ασφαλίσεις ζωής.
ζ. Από τόκους με τους οποίους πιστώνεται ο "Λογαριασμός Νεότητας Προσωπικού
Ο.Τ.Ε.", που τηρείται στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας Α.Ε. και ο οποίος
αποτελείται σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας του λογαριασμού αυτού από
την τοποθέτηση των μηνιαίων εισφορών των υπαλλήλων του με σκοπό τη
χορήγηση εφάπαξ χρηματικής παροχής στα ενήλικα τέκνα τους. Επί των τόκων
αυτών ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%)
εξαντλουμένης της φορολογικής υποχρέωσης των δικαιούχων για τα εισοδήματα
αυτά. Οι διατάξεις των παρ. 4 περίπτωση β΄ και 5 περίπτωση α΄ του άρθρου 54
εφαρμόζονται αναλόγως και στα εισοδήματα της περίπτωσης αυτής.
η. Από συμβάσεις ή πράξεις επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων,
εφόσον ο δικαιούχος του εισοδήματος είναι κάτοικος Ελλάδας και δεν είναι
επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων ή εταιρία επενδύσεων χαρτοφυλακίου ή αμοιβαίο κεφάλαιο του Ν.
1969/1991. Ως παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα νοούνται τα
χρηματοοικονομικά μέσα που ορίζονται στις υποπεριπτώσεις γγ΄ έως και ζζ΄ της
περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 και στην παράγραφο 20 του άρθρου 2 του Ν.
2396/1996 (ΦΕΚ Α΄ 73), καθώς και αυτά που καθορίζονται με πράξεις του Διοικητή
της Τράπεζας της Ελλάδος.
127
Άρθρο 25
Εισόδημα ειδικών περιπτώσεων
1. Το εισόδημα που προέρχεται από αποθεματικά ανωνύμων εταιριών, τα οποία
διανέμονται ή κεφαλαιοποιούνται με οποιονδήποτε τρόπο και σε οποιονδήποτε
χρόνο, ανεξάρτητα αν η διανομή τους γίνεται σε χρήμα ή σε ακίνητα ή σε κινητά ή σε
άλλες αξίες, λογίζεται ως εισόδημα από κινητές αξίες.
3. Κάθε δάνειο που συνομολογείται μεταξύ ιδιωτών ή παρέχεται από εταιρία προς τα
μέλη της ή τρίτους, λογίζεται ότι συνάπτεται με ελάχιστο επιτόκιο αυτό που ισχύει
για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας κατά το χρόνο σύναψης
του δανείου.
Άρθρο 26
Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος
Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος από κινητές αξίες θεωρείται:
1. Για τα κέρδη που διανέμονται από τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες με τη μορφή
μερισμάτων, προμερισμάτων, αμοιβών και ποσοστών στα μέλη του διοικητικού
συμβουλίου, αμοιβών και ποσοστών, εκτός μισθού, σε διευθυντές και αμοιβών στο
εργατοϋπαλληλικό προσωπικό τους, ο χρόνος έγκρισης αυτών από τη γενική
συνέλευση των μετόχων.
2. Για τους τόκους που προέρχονται από ιδρυτικούς τίτλους και προνομιούχες
μετοχές, ο χρόνος έγκρισής τους από τη γενική συνέλευση των μετόχων και
προκειμένου για τοκομερίδια, ο χρόνος που έχει ορισθεί για την εξαργύρωσή τους.
4. Για τους τόκους του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 24, ο χρόνος κατά τον οποίο αυτοί καθίστανται ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί,
ενώ για τους τόκους του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 του
άρθρου 24, ο χρόνος καταβολής ή πίστωσης των τόκων.
Σε περίπτωση κατά την οποία εξοφλείται το κεφάλαιο δανείου ή απαίτηση γενικά ή
παρέχεται συναίνεση, με ιδιωτική βούληση ή με βάση δικαστική απόφαση, για την
εξάλειψη υποθήκης ή προσημείωσης, που είχε εγγραφεί προς ασφάλεια του δανείου
ή γενικά απαίτησης, θεωρείται, μη επιτρεπόμενης ανταποδείξεως, ότι εξοφλούνται
ταυτόχρονα, καθιστάμενοι απαιτητοί και οι μέχρι του χρόνου εξόφλησης του δανείου
ή εξάλειψης της υποθήκης ή της προσημειώσεως αναλογούντες τόκοι, οι οποίοι δεν
129
6. Για τα εισοδήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 25, ο
χρόνος έγκρισής τους από την γενική συνέλευση των μετόχων.
7. Για τα εισοδήματα που αναφέρονται στην περίπτωση στ΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 24, στην παρ. 5 του άρθρ. 25, καθώς και για τις αμοιβές μελών διοικητικού
συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, που δεν προέρχονται από τη διάθεση των καθαρών
κερδών της, ο χρόνος της καταβολής ή πίστωσης αυτών στο όνομα των
δικαιούχων.
Άρθρο 27
Ακαθάριστο και καθαρό εισόδημα
1. Το εισόδημα που προκύπτει σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25 αποτελεί το
ακαθάριστο εισόδημα από κινητές αξίες. Από το εισόδημα αυτό εκπίπτει κάθε
φόρος, τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου, που βαρύνει
αυτό το εισόδημα.
2. Το ποσό που απομένει, μετά τις εκπτώσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη
παράγραφο, αποτελεί το καθαρό εισόδημα από κινητές αξίες.
3. Κατ΄ εξαίρεση, για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος από τόκους οι
οποίοι επιδικάστηκαν σε φυσικά πρόσωπα, εκπίπτουν οι τόκοι που καταβάλλονται
σε δανειοδοτικούς φορείς, μέχρι το ύψος του συνολικού ακαθάριστου εισοδήματος
130
από τόκους, εφόσον το ποσό των οφειλόμενων τόκων δεν έχει ληφθεί υπόψη κατά
τον προσδιορισμό του συνολικού ή του καθαρού εισοδήματος άλλης κατηγορίας ή
δεν έχει εκπεσθεί από το συνολικό εισόδημα του οφειλέτη φυσικού προσώπου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Άρθρο 28
1. Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις είναι το κέρδος που αποκτάται από
ατομική ή εταιρική επιχείρηση εμπορική, βιομηχανική ή βιοτεχνική ή από την
άσκηση οποιουδήποτε κερδοσκοπικού επαγγέλματος, το οποίο δεν υπάγεται στα
ελευθέρια επαγγέλματα που αναφέρονται στο άρθρο 48.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 8 του Ν. 3091/2002
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για μισθούς και λοιπές απολαβές που
βαρύνουν διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).
ζ. Θεωρείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και η πραγματοποιηθείσα
αυτόματη υπερτίμηση του πάγιου κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην επιχείρηση,
καθώς και η υπερτίμηση που δεν πραγματοποιήθηκε, εφόσον αυτή έχει περιληφθεί
στην απογραφή. Κατ΄ εξαίρεση, η υπερτίμηση από την αναγκαστική απαλλοτρίωση
ακινήτου, το οποίο ιδιοχρησιμοποιείται ή έχει ιδιοχρησιμοποιηθεί για την άσκηση
του αντικειμένου των εργασιών της επιχείρησης, απαλλάσσεται του φόρου, εφόσον
εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού και φορολογείται
σε περίπτωση διανομής του ή διάλυσης της επιχείρησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες
διατάξεις. Κατά τον υπολογισμό του υπερτιμήματος από την πώληση ακινήτου,
εξαιρουμένου του υπερτιμήματος που προκύπτει από την αναγκαστική
απαλλοτρίωση ακινήτου, ως τιμή πώλησης δεν δύναται να ληφθεί ποσό μικρότερο
της αξίας, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας
μεταβίβασης ακινήτων. Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται
ανάλογα και για την υπεραξία που προκύπτει κατά την εισφορά ακινήτων που
βρίσκονται σε Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) της
παραγράφου 3 του άρθρου 29 του Ν. 2545/1997 (ΦΕΚ 254Α΄), σε επιχείρηση - φορέα
ίδρυσης και εκμετάλλευσης των Π.Ο.Τ.Α.
Ειδικά για τα ακίνητα που αποτέλεσαν αντικείμενο σύμβασης χρηματοδοτικής
μίσθωσης του Ν. 1665/1986 και μεταβιβάζονται είτε λόγω λήξης της σύμβασης αυτής
ή εξαγοράζονται πριν από τη λήξη της μίσθωσης από το μισθωτή, ως αξία πώλησης
αυτών λαμβάνεται αυτή που καθορίζεται από τους όρους της σύμβασης
χρηματοδοτικής μίσθωσης που είχε υπογραφεί. Η διάταξη του προηγούμενου
εδαφίου δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που το ακίνητο μεταβιβάζεται σε τρίτο
πρόσωπο πλην του μισθωτή ή των κληρονόμων του, εφόσον υπεισέλθουν στη θέση
του θανόντος μισθωτή, λόγω κληρονομικής διαδοχής, σύμφωνα με τις κείμενες
διατάξεις.
Η υπεραξία που προκύπτει από την πώληση ακινήτου επιχείρησης σε εταιρία
χρηματοδοτικής μίσθωσης, για το οποίο στη συνέχεια θα συναφθεί σύμβαση
χρηματοδοτικής μίσθωσης μεταξύ εταιρίας χρηματοδοτικής μίσθωσης και της
πωλήτριας επιχείρησης, απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος, με την
προϋπόθεση ότι θα εμφανισθεί σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου
αποθεματικού, το οποίο φορολογείται, σε περίπτωση διανομής ή διάλυσης της
επιχείρησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Για τον προσδιορισμό της
υπεραξίας, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται αυτή που ορίζεται στη σύμβαση. Οι
διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων δεν εφαρμόζονται για συμβάσεις αγοράς
ακινήτων στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι εξωχώρια εταιρία.
133
(Όπως το τεταρτο εδάφιο προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 6 του Ν. 3220/2004
και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου και για πραξεις που ενεργούνται από
την 1/1/2003).
η. Οι τόκοι που ορίζονται από την παρ. 4 του άρθρ. 25.
θ. Οι αποδόσεις από συμβάσεις ή πράξεις επί παραγώγων χρηματοοικονομικών
προϊόντων που πραγματοποιούν επιτηδευματίες που τηρούν βιβλία τρίτης
κατηγορίας του ΚΒΣ. Ως παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα νοούνται τα
χρηματοοικονομικά μέσα που αναφέρονται στην περίπτωση η΄ της παραγράφου 1
του άρθρου 24.
4. Τα κατά το άρθρο αυτό εισοδήματα και κέρδη των επιχειρήσεων, που λειτουργούν
με τη μορφή ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης και περιορισμένης ευθύνης εταιρίας,
κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρίας κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθώς και
συνεταιρισμών θεωρείται ότι αποκτήθηκαν:
α. Στις περιπτώσεις της ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης και περιορισμένης ευθύνης
εταιρίας, της κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρίας κερδοσκοπικού
χαρακτήρα από κάθε έναν εταίρο ή μέλος, για το ποσοστό των κερδών που του
αναλογεί από τη συμμετοχή του στην εταιρία, κοινοπραξία ή κοινωνία.
Ως χρόνος κτήσης, για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του
Κ.Β.Σ., θεωρείται η ημερομηνία στην οποία κλείστηκε η διαχείριση και προκειμένου
για εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η ημερομηνία που εγκρίθηκε ο ισολογισμός της
από τη συνέλευση των εταίρων. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί ο ισολογισμός της
εταιρίας περιορισμένης ευθύνης μέσα σε χρονικό διάστημα 3 (τριών) μηνών από τη
λήξη της διαχειριστικής περιόδου, το εισόδημα λογίζεται ότι αποκτιέται από αυτούς
που έχουν την ιδιότητα του εταίρου την τελευταία ημέρα αυτού του τριμήνου. Σε
περίπτωση λύσης, συγχώνευσης ή μετατροπής της εταιρίας, περιορισμένης
ευθύνης, το εισόδημα λογίζεται ότι αποκτιέται από αυτούς που έχουν την ιδιότητα
του εταίρου την ημερομηνία της λύσης, συγχώνευσης ή μετατροπής κατά
περίπτωση. Αν η λύση, συγχώνευση ή μετατροπή επέρχεται πριν από την πάροδο
τριών (3) μηνών από τη λήξη της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου και
εφόσον ο ισολογισμός δεν έχει εγκριθεί από τη συνέλευση των εταίρων, το
εισόδημα και των δύο διαχειριστικών περιόδων λογίζεται ότι αποκτιέται από αυτούς
που έχουν την ιδιότητα του εταίρου την ημερομηνία της λύσης, συγχώνευσης ή
μετατροπής της εταιρίας.
β. Στην περίπτωση της συμμετοχικής (αφανούς) εταιρίας, από τον εμφανή εταίρο για
το σύνολο των κερδών της εταιρίας.
γ. Στις περιπτώσεις των συνεταιρισμών που έχουν συσταθεί νόμιμα, από κάθε
συνεταίρο για το μέρισμα ή την αμοιβή που του καταβλήθηκε. Η ύπαρξη των
εταιριών που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ αποδεικνύεται με έγκυρο συστατικό
έγγραφο δημοσιευμένο, σύμφωνα με όσα ορίζει ο εμπορικός νόμος. Η κοινοπραξία
134
Άρθρο 29
1. Η διαχειριστική περίοδος περιλαμβάνει δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα. Κατά την
έναρξη, λήξη ή διακοπή των εργασιών της επιχείρησης η διαχειριστική περίοδος
μπορεί να είναι μικρότερη του δωδεκαμήνου. Κατ΄ εξαίρεση, για την επιχείρηση που
τηρεί βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, η διαχειριστική
περίοδος έναρξης μπορεί να περιλαμβάνει και μεγαλύτερο του δωδεκάμηνου
χρονικό διάστημα, όχι όμως μεγαλύτερο από εικοσιτέσσερις (24) μήνες.
Άρθρο 30
1. Ως ακαθάριστο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις λαμβάνεται το σύνολο των
ακαθάριστων εσόδων από τις κάθε είδους εμπορικές συναλλαγές αυτών.
α. Για επιχειρήσεις που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία δεύτερης ή τρίτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται
με βάση τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α της παρ. 2 του άρθρου 30, προέκυψε μετά την
κατάργηση του άρθρου 17 του Ν. 3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του,
σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α της παρ. 2 πριν την κατάργηση του άρθρου 17 του Ν.
3220/2004 είχε ως εξής:
«α. Για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται με βάση τα
δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων εφόσον πρόκειται για διαχειριστικές περιόδους που δεν
βαρύνονται με οποιαδήποτε παράβαση της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας ή
βαρύνονται με παραβάσεις γενικά που δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό των
ακαθαρίστων εσόδων κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση δ»).
Εξαιρετικά, για επιχειρήσεις πρακτόρων κρατικών λαχείων, ως ακαθάριστα έσοδα
λαμβάνονται για μεν τις λιανικές πωλήσεις λαχείων που διενεργούνται μέσω των
καταστημάτων τους, η προμήθεια που δικαιούνται, για δε τις χονδρικές πωλήσεις,
ποσοστό 1% (ένα τοις εκατό) επί της ονομαστικής αξίας των λαχείων για τη
μεσολάβηση πώλησης αυτών.
β. Για επιχειρήσεις που τηρούν ακριβή βιβλία και στοιχεία πρώτης κατηγορίας του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται με την
προσθήκη του μικρού κέρδους στο συνολικό κόστος των εμπορεύσιμων αγαθών,
χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας, τα οποία αγοράστηκαν μέσα στη χρήση ή των
έτοιμων προϊόντων που έχουν παραχθεί από τις πρώτες και βοηθητικές ύλες που
αγοράστηκαν μέσα στην ίδια χρήση. Το μικτό εμπορικό ή βιομηχανικό κέρδος, κατά
περίπτωση, βρίσκεται με σύγκριση των τιμών κτήσης και πώλησης των αγαθών
που διατέθηκαν από την επιχείρηση. Σε περίπτωση που για την κρινόμενη
επιχείρηση δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία, λαμβάνεται υπόψη ο συντελεστής μικτού
κέρδους άλλων ομοειδών επιχειρήσεων. Όταν το μικτό κέρδος καθορίζεται από το
Υπουργείο Εμπορίου, προκειμένου να προσδιοριστούν τα ακαθάριστα έσοδα, ως
137
ποσοστό μικτού κέρδους λαμβάνεται το ανώτατο όριο του συντελεστή που έχει
καθοριστεί από το Υπουργείο αυτό.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β της παρ. 2 του άρθρου 30, προέκυψε μετά την
κατάργηση του άρθρου 17 του Ν. 3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του,
σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β της παρ. 2 πριν την κατάργηση του άρθρου 17 του Ν.
3220/2004 είχε ως εξής:
«β. Για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης κατηγορίας του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων, εξαιρουμένων αυτών που είχαν υποχρέωση τήρησης βιβλίων και
στοιχείων ανώτερης κατηγορίας, τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται με την προσθήκη του
μικτού κέρδους στο συνολικό κόστος των εμπορεύσιμων αγαθών, χωρίς φόρο
προστιθέμενης αξίας, τα οποία αγοράστηκαν μέσα στη χρήση ή των έτοιμων προϊόντων
που έχουν παραχθεί από τις πρώτες και βοηθητικές ύλες που αγοράστηκαν μέσα στην ίδια
χρήση, εφόσον πρόκειται για διαχειριστικές περιόδους που δεν βαρύνονται με οποιαδήποτε
παράβαση της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας ή βαρύνονται με παραβάσεις γενικά
που δεν επηρεάζουν το ανωτέρω κατά περίπτωση συνολικό κόστος, κατά τα οριζόμενα
στην περίπτωση ε΄»).
Σε περίπτωση που το Υπουργείο Εμπορίου έχει καθορίσει δραχμικό μικτό κέρδος
γίνεται αναγωγή αυτού σε ποσοστιαίο. Για την εφαρμογή των διατάξεων της
παραγράφου αυτής, θεωρείται ότι τα εμπορεύσιμα αγαθά πουλήθηκαν όλα μέσα στη
χρήση και ότι οι πρώτες και βοηθητικές ύλες μεταποιήθηκαν και πουλήθηκαν μέσα
στη χρήση ως έτοιμα προϊόντα, ανεξάρτητα από το αν η διάθεσή τους γίνεται
χονδρικώς ή λιανικώς. Στις επιχειρήσεις που αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες
τους και εφόσον το επόμενο έτος συνεχίζουν να τηρούν βιβλία πρώτης κατηγορίας
του Κ.Β.Σ., θεωρείται ότι πουλήθηκαν μέσα στη χρήση από τα εμπορεύσιμα αγαθά,
τόσα δωδέκατα αυτών όσοι οι μήνες της πραγματικής λειτουργίας της επιχείρησης.
Τμήμα του μήνα λογίζεται ως ακέραιος μήνας.
Το υπόλοιπο ποσό προστίθεται στις αγορές του αμέσως επόμενου έτους και
λογίζεται ως αγορά του έτους αυτού. Σε περίπτωση αλλαγής της κατηγορίας των
βιβλίων και στοιχείων που τηρούνται από την επιχείρηση:
αα. Από την πρώτη στη δεύτερη κατηγορία, τα ακαθάριστα έσοδα κατά τη
διαχειριστική περίοδο, κατά την οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία δεύτερης
κατηγορίας, δεν μπορούν να υπερβούν τα ακαθάριστα έσοδα, τα οποία βρίσκονται
με βάση τα αγορασθέντα εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα προϊόντα μέσα
σε αυτήν την περίοδο.
Όταν όμως τα ακαθάριστα έσοδα αυτής της περιόδου που προκύπτουν με βάση τα
δεδομένα των στοιχείων και βιβλίων, μειωμένα κατά τα ακαθάριστα έσοδα της
προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου, κατά την οποία είχαν τηρηθεί βιβλία
πρώτης κατηγορίας, είναι μεγαλύτερα από τα ακαθάριστα έσοδα της ίδιας περιόδου
που βρίσκονται με βάση τα αγορασθέντα εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα
138
(Όπως το τρίτο εδάφιο της περ. γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 30 του Ν. 2238/1994,
προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου από 14/12/2004).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γ της παρ. 2 του άρθρου 30, προέκυψε μετά την
κατάργηση του άρθρου 17 του Ν. 3220/2004 και ισχύει αύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ.
22 του Ν. 3259/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γ της παρ. 2 πριν την κατάργηση του άρθρου 17 του Ν.
3220/2004 είχε ως εξής:
«γ. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης στ΄, για επιχειρήσεις που δεν τηρούν
βιβλία και στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων επειδή δεν έχουν σχετική υποχρέωση
ή δεν τηρούν αν και ήταν υπόχρεοι ή δεν διαφυλάττουν τα βιβλία ή στοιχεία της περίπτωσης
στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή τηρούν βιβλία
και στοιχεία Α΄ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ενώ ήταν υπόχρεοι σε τήρηση
βιβλίων και στοιχείων Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας του Κώδικα αυτού, τα ακαθάριστα έσοδα
προσδιορίζονται εξωλογιστικά με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που διαθέτει ο
προϊστάμενος της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας για την έκταση της συναλλακτικής
δράσης και τις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης»).
............................
(Όπως οι περιπτώσεις δ΄, ε΄, και στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 30, οι οποίες είχαν προστεθεί
με το άρθρο 17 του Ν. 3220/2004 και ισχύουν σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν.
3259/2004).
(Οι περιπτώσεις δ΄, ε΄, και στ΄ της παρ. 2 πριν την κατάργησή του άρθρου 17 του Ν.
3220/2004, είχαν ως εξής:
Άρθρο 11
Προσδιορισμός ακαθάριστου και καθαρού εισοδήματος
των επιχειρήσεων
Στο άρθρο 30 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 5 που έχει ως εξής:
«5. Όταν αγαθά που έχει πωλήσει ελληνική επιχείρηση σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή
σε αντιπρόσωπο ή υπεργολάβο αυτών, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή
είναι εγκατεστημένος σε κράτος που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 5
του άρθρου 51Α ή σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς όπως ορίζεται στην παράγραφο 7 του
ίδιου άρθρου, χωρίς τα προϊόντα να έχουν μεταφερθεί εκτός Ελλάδος, στη συνέχεια μεταπωλούνται σε
140
άλλη ελληνική επιχείρηση σε τιμή μεγαλύτερη από αυτή της πρώτης συναλλαγής, η επιπλέον διαφορά του
τιμήματος που προκύπτει θεωρείται ακαθάριστο έσοδο της ελληνικής πωλήτριας επιχείρησης. Επίσης, αν
ελληνική επιχείρηση πωλεί σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή σε αντιπρόσωπο ή
υπεργολάβο αυτών, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος
σε κράτος που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 51Α ή σε
κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς όπως ορίζεται στην παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου αγαθά σε
τιμή μικρότερη από αυτή στην οποία πωλεί τα ίδια εμπορεύματα σε ημεδαπή ή αλλοδαπή επιχείρηση, η
χαμηλή τιμή δεν αναγνωρίζεται και η επιπλέον διαφορά που προκύπτει προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα
της ελληνικής επιχείρησης.» Μετά το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης αα’ της περίπτωσης α’ της
παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται τρία νέα εδάφια που έχουν ως εξής:
«Η υπηρεσία που διενεργεί τον φορολογικό έλεγχο, τακτικό ή προσωρινό, υποχρεούται, αμέσως μετά την
ολοκλήρωσή του, να ενημερώσει τον αρμόδιο ασφαλιστικό οργανισμό σχετικά με την απόδοση ή μη των
ασφαλιστικών εισφορών. Η παραβίαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά πειθαρχικό αδίκημα. Οι δαπάνες
μισθοδοσίας δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση αν δεν έχουν εξοφληθεί μέσω επαγγελματικών τραπεζικών
λογαριασμών ή επιταγών που εξοφλούνται μέσω των ίδιων λογαριασμών. Με απόφαση του Υπουργού
Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος, η διαδικασία της εξόφλησης των δαπανών μισθοδοσίας
και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου.».
Άρθρο 31
Λογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος
1. Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και
στοιχεία δεύτερης και τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. εξευρίσκεται λογιστικώς με
έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο,
των ακόλουθων εξόδων:
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 31, προέκυψε μετά την κατάργηση του
άρθρου 18 του Ν. 3220/2004 από την 15 Ιουλίου 2004, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ.
22 του Ν. 3259/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 πριν την κατάργηση του άρθρου 18 του Ν. 3220/2004 είχε ως
εξής:
«1. Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή
τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εξευρίσκεται λογιστικά με έκπτωση
από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά το προηγούμενο άρθρο, των
ακόλουθων εξόδων:»).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικαταστασή του είχε ως εξής:
«Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία
τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των επιχειρήσεων που
τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
141
Μετά το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης αα’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του
Κ.Φ.Ε. προστίθενται τρία εδάφια που έχουν ως εξής:
«Η υπηρεσία που διενεργεί τον φορολογικό έλεγχο, τακτικό ή προσωρινό, υποχρεούται, αμέσως μετά την
ολοκλήρωσή του, να ενημερώσει τον αρμόδιο ασφαλιστικό οργανισμό σχετικά με την απόδοση ή μη των
ασφαλιστικών εισφορών. Η παραβίαση της υποχρέωσης του προηγούμενου εδαφίου συνιστά πειθαρχικό
αδίκημα που τιμωρείται κατά τις οικείες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου. Οι δαπάνες μισθοδοσίας δεν
αναγνωρίζονται προς έκπτωση αν δεν έχουν εξοφληθεί μέσω επαγγελματικών τραπεζικών λογαριασμών ή
επιταγών που εξοφλούνται μέσω των ίδιων λογαριασμών.
ε απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος, η διαδικασία της εξόφλησης των
δαπανών μισθοδοσίας, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του
τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου.».
o εικοστό, εικοστό πρώτο και τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1
του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.
β. Το δέκατο πέμπτο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31
του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται μέχρι ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού καθαρού
εισοδήματος ή των κερδών που προκύπτουν από ισολογισμούς, λόγω δωρεάς προς τα κοινωφελή
ιδρύματα, τα σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και χορηγούν
υποτροφίες, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Όρους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, την Ιερά Μονή Σινά, την Ορθόδοξη
Εκκλησία της Αλβανίας, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα
ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς,
τους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς που συστάθηκαν και διέπονται από τις διατάξεις του ν.
1514/1985 ( Α’13) και του ν. 3653/2008 (Α’49), καθώς και τα ερευνητικά κέντρα που αποτελούν ημεδαπά
νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και έχουν συσταθεί νόμιμα.».
ι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3525/2007 (Α’16) καταργούνται από την έναρξη της ισχύος τους. Ειδικά τα
ποσά των χορηγιών σε χρήμα που μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος έχουν εισπραχθεί μέσω ειδικού
κωδικού εσόδου του Κρατικού Προϋπολογισμού, αναγνωρίζονται για έκπτωση από το φορολογητέο
εισόδημα του φορολογούμενου ή τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης που προσέφεραν τη χορηγία.
ββ. Το τεκμαρτό ενοίκιο των ακινήτων που ανήκουν στον επιχειρηματία και
χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση, εφόσον αυτό υπολογίστηκε στο εισόδημα
από ακίνητα.
ο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως
εξής:
«Ειδικά για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης με κυλινδρισμό μέχρι χίλια εξακόσια (1.600) κυβικά
εκατοστά, εκπίπτουν οι δαπάνες συντήρησης, επισκευής, κυκλοφορίας και αποσβέσεων και τα μισθώματα
που καταβάλλονται σε εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης ή οποιονδήποτε τρίτο, σε ποσοστό εξήντα τοις
143
εκατό (60%) του ύψους αυτών, εφόσον τα αυτοκίνητα αυτά χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της
επιχείρησης. Για αυτοκίνητα μεγαλύτερου κυβισμού εκπίπτει, με τις ίδιες προϋποθέσεις, ποσοστό είκοσι
πέντε τοις εκατό (25%) των πιο πάνω δαπανών.».
γγ) Τα ποσά που καταβάλλονται λόγω δωρεάς στο Δημόσιο, τους οργανισμούς
τοπικής αυτοδιοίκησης, τα ημεδαπά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και
δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που είναι νομικά πρόσωπα
ιδιωτικού δίκαιου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και
το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Οι διατάξεις των εδαφίων δέκατου μέχρι και
δέκατου τρίτου της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 εφαρμόζονται
ανάλογα.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1
του άρθρου 31 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 32 του Ν.
3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2005 και μετά).
(Το τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 31 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Οι διατάξεις των έξι τελευταίων εδαφίων της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 8 εφαρμόζονται αναλόγως»).
(Όπως το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παρ. 1
αντικαταστάθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 3091/2002 και ισχύουν σύφμωνα με
το άρθρο 30 του ίδου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
(Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 πριν
την αντικαταστασή τους είχαν ως εξής:
Η αξία των ακινήτων που μεταβιβάζονται, καθώς και τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται
λόγω δωρεάς στο δημόσιο, τους δήμους και τις κοινότητες του Κράτους, τα ανώτατα
εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία
που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό
Προϋπολογισμό, καθώς και το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων.
Η αξία των ακινήτων καθορίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 41 του Νόμου
1249/1982 ή ύστερα από εκτίμηση που ενεργείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων,
στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των
ακινήτων).
Η αξία των ειδών διατροφής που δωρίζονται από επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν
ή εμπορεύονται τέτοια αγαθά, προς το κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία
"ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ - ΙΔΡΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ" (ΦΕΚ 540
Β΄/1995). Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, ως αξία των δωριζόμενων
ειδών διατροφής λαμβάνεται το κόστος απόκτησης ή παραγωγής τους, κατά
144
περίπτωση και είναι απαραίτητη η έκδοση του οριζόμενου από τις διατάξεις του
άρθρου 14 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων φορολογικού στοιχείου.
Η αξία των κινητών μνημείων, όπως αυτά ορίζονται από την κείμενη νομοθεσία, που
μεταβιβάζονται λόγω δωρεάς στο Δημόσιο ή σε μουσεία αναγνωρισμένα από τον
Υπουργό Πολιτισμού σύμφωνα με την ίδια νομοθεσία. Σε περίπτωση μεταβίβασης
στο Δημόσιο η αποδοχή της δωρεάς γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών
Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του αρμόδιου
γνωμοδοτικού Συμβουλίου του Υπουργείου Πολιτισμού και μετά από χρηματική
αποτίμηση της αξίας των μνημείων από ειδική εκτιμητική επιτροπή και αποδοχή της
αξίας από τον δωρητή. Η απόφαση αυτή περιλαμβάνει τα στοιχεία του δωρητή, την
περιγραφή και τη χρηματική αποτίμηση του μνημείου. Τα μνημεία κατατίθενται σε
κρατικά μουσεία. Σε περίπτωση μεταβίβασης λόγω δωρεάς σε μουσεία που δεν
ανήκουν στο Δημόσιο η αποδοχή της δωρεάς γίνεται μετά από χρηματική
αποτίμηση των μνημείων από την ειδική εκτιμητική επιτροπή του έκτου εδαφίου του
παρόντος. Το ποσό που αφαιρείται δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό 15% του
συνολικού καθαρού εισοδήματος ή κερδών που προκύπτουν από τον ισολογισμό
της διαχειριστικής περιόδου από τα ακαθάριστα έσοδα της οποίας εκπίπτει. Σε
περίπτωση που η έκδοση της απόφασης της ειδικής εκτιμητικής επιτροπής γίνεται
σε μεταγενέστερη χρήση από αυτή της δωρεάς, το ποσό του προηγούμενου
εδαφίου εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της διαχειριστικής περιόδου μέσα στην
οποία εκδίδεται η απόφαση αυτή.
(Όπως τα παραπάνω επτά νέα εδάφια προστέθηκαν μετά το τέταρτο εδάφιο της
υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 47 του
Ν. 3028/2002, και ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 75 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως δηλαδή από 28/6/2002).
Η αξία των ιατρικών μηχανημάτων και των ασθενοφόρων αυτοκινήτων, που
μεταβιβάζονται λόγω δωρεάς στα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα
νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται
από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται λόγω δωρεάς προς τα κοινωφελή ιδρύματα,
τα σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης
και χορηγούν υποτροφίες, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Όρους, το
Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και
Ιεροσολύμων, την Ιερά Μονή Σινά, την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, τα
ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα
ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία
επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς, τους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς που
διέπονται από το Ν. 1514/1985, τα ερευνητικά κέντρα που αποτελούν ημεδαπά
νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και έχουν
συσταθεί νόμιμα, καθώς και οποιοδήποτε αθλητικό σωματείο, που έχει συσταθεί
145
(Όπως στο δέκατο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του
άρθρου 31 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με
αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 40 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με
έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του
Ν. 2948/2001)
Ειδικώς, τα χρηματικά ποσά, που καταβάλλονται λόγω δωρεάς σε αθλητικά
σωματεία, λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον κατατίθενται σε λογαριασμό στο
Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε Τράπεζα που νόμιμα λειτουργεί στην
Ελλάδα.
Τα ποσά αυτών των δωρεών εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης,
εφόσον υφίστανται τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
i. Το πρωτότυπο του παραστατικού κατάθεσης του ποσού της δωρεάς.
ii. Αντίγραφο πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου περί αποδοχής της δωρεάς,
θεωρημένο από τον προϊστάμενο του γραφείου φυσικής αγωγής του νομού της
έδρας του σωματείου.
iii. Αντίγραφο της σελίδας του βιβλίου ταμείου του σωματείου, όπου έχει
καταχωρηθεί το ποσό της δωρεάς, θεωρημένο από τον παραπάνω προϊστάμενο του
γραφείου φυσικής αγωγής.
Τα χρηματικά ποσά αυτών των δωρεών και χορηγιών δεν πρέπει να έχουν εκπέσει
με βάση άλλη διάταξη του παρόντος. Το συνολικό ποσό των δωρεών που
εκπίπτουν δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των καθαρών κερδών που
προκύπτουν πριν από την αφαίρεση αυτών των ποσών από τα ακαθάριστα έσοδα
της οικείας διαχειριστικής περιόδου.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παρ. 1
καταργήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 30 του ίδου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
(Το τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 πριν την
κατάργησή του είχε ως εξής:
Οι διατάξεις των πέντε τελευταίων εδαφίων της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 του άρθρ. 8
εφαρμόζονται αναλόγως).
Στο τέλος της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται πέντε εδάφια που
έχουν ως εξής:
«Όταν αγαθά που έχει πωλήσει ελληνική επιχείρηση σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή
σε αντιπρόσωπο ή υπεργολάβο αυτών, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή
είναι εγκατεστημένος σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς όπως ορίζεται στην παράγραφο 7
του άρθρου 51 Α, χωρίς τα προϊόντα να έχουν μεταφερθεί εκτός Ελλάδος, στη συνέχεια μεταπωλούνται σε
άλλη ελληνική επιχείρηση σε τιμή μεγαλύτερη, η επιπλέον διαφορά του τιμήματος που προκύπτει με τον
τρόπο αυτό δεν αναγνωρίζεται ως κόστος αγοράς ή δαπάνη, κατά περίπτωση, της δεύτερης ελληνικής
επιχείρησης. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και για την επιπλέον δαπάνη ή κόστος
αγοράς με την οποία επιβαρύνεται ελληνική επιχείρηση όταν προμηθεύεται από φυσικό ή νομικό
147
πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή αντιπρόσωπο ή υπεργολάβο αυτών, που είναι κάτοικος ή έχει την
καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς
όπως ορίζεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 51 Α αγαθά, τα οποία η τελευταία έχει αγοράσει
αποδεδειγμένα από άλλη αλλοδαπή επιχείρηση σε κατώτερη τιμή. Στην περίπτωση αυτή εξετάζεται αν το
τίμημα που καταβάλλει η ελληνική επιχείρηση είναι αδικαιολόγητα ανώτερο από εκείνο που θα είχε
καταβάλλει αν η συναλλαγή γινόταν χωρίς τη μεσολάβηση της δεύτερης αλλοδαπής επιχείρησης.»
στ. Των ποσών των αποσβέσεων για την κάλυψη της φθοράς των κάθε είδους
εγκαταστάσεων ή μηχανημάτων ή φθαρτών υλικών, συναφών με τη λειτουργία της
επιχείρησης και γενικά κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας της επιχείρησης,
εφόσον αυτές έγιναν με οριστικές εγγραφές, σύμφωνα με τους ειδικούς όρους που
ορίζονται για κάθε επιχείρηση.
Η διενέργεια των τακτικών αποσβέσεων είναι υποχρεωτική για ισολογισμούς που
κλείνουν οι επιχειρήσεις μετά τις 30 /12/1997.
Πάγια στοιχεία των οποίων η αξία κτήσης του καθενός είναι μέχρι χίλια διακόσια
(1.200) ευρώ, μπορούν να αποσβεσθούν εξ ολοκλήρου μέσα στη χρήση κατά την
οποία αυτά χρησιμοποιήθηκαν ή τέθηκαν σε λειτουργία.
Οι αποσβέσεις διενεργούνται με τη σταθερή μέθοδο απόσβεσης επί της αξίας
κτήσης των πάγιων περιουσιακών στοιχείων, προσαυξημένης με τις δαπάνες
προσθηκών και βελτιώσεων, με εξαίρεση τα καινούργια μηχανήματα και το λοιπό
μηχανολογικό ή τεχνικό εξοπλισμό παραγωγής που αποκτώνται από 1.1.1998 και
μετά, από βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές, λατομικές και μικτές
επιχειρήσεις αυτών, για τα οποία οι αποσβέσεις διενεργούνται υποχρεωτικά είτε με
τη σταθερή μέθοδο απόσβεσης, είτε με τη φθίνουσα μέθοδο απόσβεσης, με την
προϋπόθεση ότι η μέθοδος που θα επιλεγεί για τα πάγια αυτά περιουσιακά στοιχεία
θα εφαρμόζεται κατά πάγιο τρόπο.
Για τον υπολογισμό των αποσβέσεων στα πάγια περιουσιακά στοιχεία που
ανήκουν στην ίδια κατηγορία, οι επιχειρήσεις μπορούν να επιλέγουν και να
χρησιμοποιούν είτε τον κατώτερο είτε τον ανώτερο συντελεστή απόσβεσης είτε
οποιονδήποτε άλλο ενδιάμεσο συντελεστή μεταξύ κατώτερου και ανώτερου και με
την προϋπόθεση ότι ο συντελεστής που επιλέγεται θα χρησιμοποιείται σταθερά
μέχρι την πλήρη απόσβεση των πιο πάνω παγίων στοιχείων.
Οι κατώτεροι και ανώτεροι συντελεστές αποσβέσεων και κάθε άλλο θέμα που αφορά
την εφαρμογή των διατάξεων αυτών καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, όπως
τούτο ισχύει κάθε φορά.
(Όπως το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Ν.
2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2005
και μετά).
(Το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 πριν την
αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Για τον υπολογισμό των αποσβέσεων στα πάγια περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην
ίδια κατηγορία οι επιχειρήσεις μπορούν να επιλέγουν και να χρησιμοποιούν είτε τον
κατώτερο είτε τον ανώτερο συντελεστή απόσβεσης, αυτόν δε που θα επιλέγουν θα τον
χρησιμοποιούν παγίως»).
(Όπως το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Ν.
2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
151
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1-1-
2005 και μετά).
(Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 πριν την
αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Πάγια στοιχεία των οποίων η αξία κτήσης εκάστου είναι μέχρι εξακόσια (600) ευρώ,
δύνανται να αποσβένονται εξ ολοκλήρου μέσα στη χρήση κατά την οποία αυτά
χρησιμοποιήθηκαν ή τέθηκαν σε λειτουργία»).
(Όπως το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του
άρθρου 5 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για
διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).
(Το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή του είχε ως
εξής:
Τα ποσοστά αποσβέσεων, που πρέπει να πραγματοποιήσουν οι επιχειρήσεις, καθορίζονται
από τις διατάξεις προεδρικού διατάγματος, όπως τούτο ισχύει κάθε φορά).
Ειδικότερα οι νέες επιχειρήσεις για τις τρεις (3) πρώτες διαχειριστικές χρήσεις που
έπονται της χρήσης μέσα στην οποία άρχισε η παραγωγική λειτουργία τους,
δύνανται να προβούν σε απόσβεση όλων των πάγιων περιουσιακών στοιχείων
τους είτε με συντελεστή 0% (μηδέν τα εκατό) είτε με συντελεστή πενήντα τα εκατό
(50%) του ισχύοντος ποσοστού, με την προϋπόθεση ότι ο συντελεστής απόσβεσης
που θα επιλεγεί από την επιχείρηση δεν θα μεταβάλλεται από διαχειριστική χρήση
σε διαχειριστική χρήση.
Επιχειρήσεις που επιλέγουν τη φθίνουσα μέθοδο για απόσβεση των παγίων τους,
δεν δικαιούνται να διενεργούν επί των παγίων αυτών και αυξημένες αποσβέσεις
που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 15 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α΄ 101).
Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για τη δαπάνη που καταβάλλει η
επιχείρηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα από την παράγραφο 5 του άρθρου 2 του Ν.
2244/1994 (ΦΕΚ 168 Α΄), για την κατασκευή μη ιδιόκτητου δικτύου σύνδεσης του
σταθμού αυτοπαραγωγής ή ανεξάρτητης παραγωγής μέχρι το δίκτυο της Δ.Ε.Η.
Ειδικά, οι αποσβέσεις των πάγιων περιουσιακών στοιχείων τα οποία αγοράζονται
από εξωχώρια εταιρία δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα
έσοδα. Για τους σκοπούς του Κώδικα αυτού εξωχώρια εταιρία εννοείται η εταιρία
που έχει την έδρα της σε αλλοδαπή χώρα και με βάση τη νομοθεσία της οποίας
δραστηριοποιείται αποκλειστικά σε άλλες χώρες και απολαμβάνει ιδιαίτερα
ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στο τέλος της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1
του άρθρου 31 με την παράγραφο 7 του άρθρου 5 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με
το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και
μετά).
(Όπως το προτελευταίο εδάφιο προστέθηκε στο τέλος της περίπτωσης στ της παραγράφου
1 του άρθρου 31 με την παράγραφο 17 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα
152
με την παρ. 18 του ιδίου άρθρου για τα κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που
κλείνουν από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εφεξής,
δηλαδή από 28/12/2000).
(Όπως στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης στ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με την παρ. 42 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002,
όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
ζ. Των μαθηματικών αποθεμάτων των ασφαλιστικών εταιριών, καθώς και των
αποθεματικών για την αποκατάσταση του ενεργητικού που, με βάση σύμβαση, θα
περιέλθει μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο ή σε τρίτους.
η. Της ζημίας που πραγματοποιήθηκε από φθορά, απώλεια ή υποτίμηση κεφαλαίου.
Προκειμένου για ακίνητα, για τον υπολογισμό της ζημίας αυτών, ως τιμή πώλησης
δεν δύναται να ληφθεί ποσό μικρότερο της αξίας, όπως αυτή προσδιορίζεται
σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας μεταβιβάσεως ακινήτων.
Ειδικά, η αναπόσβεστη αξία κατεδαφισθέντων κτιρίων της επιχείρησης δεν εκπίπτει
από τα ακαθάριστα έσοδα αυτής.
θ) Του ποσού των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων. Το ποσό
της πρόβλεψης αυτής υπολογίζεται σε ποσοστό μισό τοις εκατό (0,5%) επί της
αναγραφόμενης αξίας στα τιμολόγια πώλησης ή παροχής υπηρεσιών προς
επιτηδευματίες, μετά την αφαίρεση: αα) των επιστροφών ή εκπτώσεων, ββ) της
αξίας των πωλήσεων ή παροχής υπηρεσιών προς το Δημόσιο, δήμους και
κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και γγ) του ειδικού φόρου κατανάλωσης
πετρελαιοειδών, του φόρου κατανάλωσης καπνού και λοιπών φόρων που
εμπεριέχονται στην τιμή πώλησης.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, τις επιχειρήσεις
ύδρευσης - αποχέτευσης, τις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τις
επιχειρήσεις εκμετάλλευσης συνδρομητικών τηλεοπτικών σταθμών, καθώς και τις
επιχειρήσεις διανομής και παροχής φυσικού αερίου, το ποσό της πρόβλεψης
υπολογίζεται με ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί της αξίας των αγαθών ή
υπηρεσιών ή συνδρομητικών που αναγράφεται στα εκδιδόμενα, σύμφωνα με τις
διατάξεις του Κ.Β.Σ. στοιχεία προς επιτηδευματίες ή ιδιώτες, με εξαίρεση αυτά που
εκδίδονται προς το Δημόσιο, δήμους και κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις,
οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου.
Ομοίως, υπολογίζεται πρόβλεψη με ποσοστό ένα τοις εκατό (1 %) επί της
αναγραφόμενης στις αποδείξεις λιανικής πώλησης αξίας, η οποία προκύπτει από
λιανικές πωλήσεις διαρκών καταναλωτικών αγαθών με πίστωση που
περιλαμβάνονται στους με αριθμό 501 - 503,521 - 528 και721 - 726 κωδικούς ειδών
και υπηρεσιών της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών των ετών 1993 - 1994
153
ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
Το ποσό των προβλέψεων, που εμφανίζουν οι επιχειρήσεις στο λογαριασμό 44.11
«Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις» του πρώτου ισολογισμού που θα
συντάξουν μετά την 30ή Δεκεμβρίου 2004, λόγω μη επαλήθευσης των προβλέψεων
με επισφαλείς απαιτήσεις, φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή είκοσι πέντε τοις
εκατό (25%). Η απόδοση του φόρου αυτού γίνεται με την υποβολή δήλωσης στην
αρμόδια για τη φορολογία της επιχείρησης δημόσια οικονομική υπηρεσία, εντός δύο
μηνών από τη λήξη της προθεσμίας σύνταξης του ισολογισμού, η οποία ορίζεται
από την παράγραφο 8 του άρθρου 17 του Π.Δ. 186/1992. Ο φόρος καταβάλλεται σε
τρεις ίσες διμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες, η μεν πρώτη με την υποβολή της
δήλωσης, οι δε υπόλοιπες δύο, μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες
υπηρεσίες ημέρα των αντίστοιχων δύο διμήνων. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς
την καταβολή του πιο πάνω ποσού φόρου θεωρείται ως μη υποβληθείσα και δεν
παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Με την καταβολή του οφειλόμενου φόρου,
εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της επιχείρησης, των μετόχων, εταίρων,
καθώς και του επιχειρηματία που ασκεί ατομικά την επιχείρηση. Σε περίπτωση
κεφαλαιοποίησης ή διανομής του εναπομείναντος ποσού, δεν οφείλεται φόρος
εισοδήματος.
Οι διατάξεις των άρθρων 66, 67, 68, 69, 70, 71, 74, 75 και 113 του Κώδικα Φορολογίας
Εισοδήματος, του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α) και του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α) έχουν
155
εφαρμογή και για τον επιβαλλόμενο με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής φόρο.
(Όπως η σχετική διάταξη τέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην
εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14/12/2004).
(Όπως τα δύο πρώτα εδάφια της περ. θ΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2005 και μετά).
(Τα δύο πρώτα εδάφια της περ. θ΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 πριν την αντικατάστασή τους
είχαν ως εξής:
«Των αποσβέσεων των επισφαλών απαιτήσεων που έχουν γίνει με οριστικές εγγραφές. Με
απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά και
κάθε άλλο θέμα για την έκπτωση των δαπανών αυτών»).
(Όπως στην περίπτωση θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 προστίθεται εδάφιο,
σύμφωνα με την παρ. 15 του αρθρ. 30 του Ν. 3220/2004 και ισχύει σύμφωνα με την
δημοσίευση του παρόντος στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 28/1/2004).
(Όπως η περίπτωση θ΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).
(Η περίπτωση θ΄ της παρ. 1 πριν την αντικαταστασή της είχε ως εξής:
«θ. Του ποσού των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων. Το ποσό της
πρόβλεψης αυτής υπολογίζεται σε ποσοστό μισό τοις εκατό (0,5%) επί της αναγραφόμενης
στα τιμολόγια πώλησης ή παροχής υπηρεσιών αξίας προς επιτηδευματίες, μετά την
αφαίρεση:
αα. των επιστροφών ή εκπτώσεων,
ββ. της αξίας των πωλήσεων ή παροχής υπηρεσιών προς το Δημόσιο, δήμους και
κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου και
γγ. του ειδικού φόρου κατανάλωσης πετρελαιοειδών, του φόρου κατανάλωσης καπνού και
λοιπών φόρων που εμπεριέχονται στην τιμή πώλησης.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, καθώς και για τις επιχειρήσεις
εκμετάλλευσης συνδρομητικών τηλεοπτικών σταθμών, το ποσό της πρόβλεψης
υπολογίζεται στην αξία των υπηρεσιών ή συνδρομητικών που αναγράφεται στα εκδιδόμενα,
σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΒΣ, στοιχεία προς επιτηδευματίες ή ιδιώτες με εξαίρεση αυτά
που εκδίδονται προς το Δημόσιο, δήμους και κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις,
οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Επίσης, για τις επιχειρήσεις του προηγούμενου εδαφίου το ποσοστό υπολογισμού της
πρόβλεψης ορίζεται σε επτάμισι τοις χιλίοις (7,5%ο) για ισολογισμούς που κλείνουν με
31/12/2000 και ένα τοις εκατό (1%) για ισολογισμούς που κλείνουν με 31 Δεκεμβρίου 2001
και μετά.
156
Ομοίως, υπολογίζεται πρόβλεψη σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί της αναγραφόμενης
στις αποδείξεις λιανικής πώλησης αξίας, η οποία προκύπτει από λιανικές πωλήσεις με
πίστωση διαρκών καταναλωτικών αγαθών που περιλαμβάνονται στους με αριθμό 501-503,
521-528 και 721-726 κωδικούς ειδών και υπηρεσιών της έρευνας οικογενειακών
προϋπολογισμών των ετών 1993-1994 της Ε.Σ.Υ.Ε., με την προϋπόθεση ότι στις αποδείξεις
αυτές αναγράφεται διακεκριμένα το είδος, η ποσότητα και η αξία των συγκεκριμένων
αγαθών. Το ποσό αυτό των ως άνω προβλέψεων για κάθε διαχειριστική χρήση,
συναθροιζόμενο με το ποσό της πρόβλεψης που έγινε σε προγενέστερες διαχειριστικές
χρήσεις και η οποία εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης, δεν μπορεί να
υπερβεί το 35% (τριάντα πέντε τοις εκατό) του συνολικού χρεωστικού υπολοίπου του
λογαριασμού "Πελάτες", όπως αυτό εμφανίζεται στην απογραφή τέλους χρήσης.
Για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου των πελατών δεν περιλαμβάνονται τυχόν
υπόλοιπα που αφορούν το Δημόσιο, δήμους ή κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις,
οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Η έκπτωση της δαπάνης αυτής από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων εμφανίζεται
στα τηρούμενα βιβλία αυτών σε ειδικό λογαριασμό "Προβλέψεις για απόσβεση επισφαλών
απαιτήσεων".
Αν σε δεδομένη διαχειριστική χρήση το ποσό των προβλέψεων που πραγματοποιήθηκαν
και εμφανίζονται στον ως άνω λογαριασμό είναι μεγαλύτερο του τριάντα πέντε τοις εκατό
(35%) του χρεωστικού υπολοίπου, του λογαριασμού "Πελάτες" της διαχειριστικής αυτής
χρήσης, το ποσό της πρόβλεψης που πραγματοποιήθηκε κατά το υπερβάλλον μέρος αυτής
μεταφέρεται στα "Αποτελέσματα Χρήσεως" της διαχειριστικής αυτής χρήσης και υπόκειται
σε φόρο εισοδήματος.
Πέραν της σχηματιζόμενης κατά τα ανωτέρω πρόβλεψης, ουδέν άλλο ποσό αναγνωρίζεται
προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων»).
ι. Των δικαιωμάτων ή αποζημιώσεων που καταβάλλονται σε επιχειρήσεις και
οργανισμούς για τη χρησιμοποίηση τεχνικής βοήθειας, ευρεσιτεχνιών, σημάτων
σχεδίων, μυστικών βιομηχανικών μεθόδων και τύπων, πνευματικής ιδιοκτησίας και
άλλων συναφών δικαιωμάτων.
Όταν οι πιο πάνω αποζημιώσεις ή δικαιώματα καταβάλλονται σε αλλοδαπούς
οργανισμούς ή αλλοδαπές επιχειρήσεις, με εξαίρεση αυτές που αναφέρονται στην
παράγραφο 14 του άρθρου αυτού, εκπίπτουν με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα) Η υποχρέωση καταβολής να προκύπτει από έγγραφη σύμβαση και από
αντίστοιχο τιμολόγιο του αντισυμβαλλόμενου.
ββ) Να έχει αποδοθεί στο Δημόσιο ο φόρος που ορίζεται από τις διατάξεις της
παραγράφου 6 του άρθρου 13 ή της οικείας διμερούς σύμβασης περί αποφυγής της
διπλής φορολογίας.
γγ) Σε περίπτωση μη καταβολής του ποσού εντός της οικείας διαχειριστικής
περιόδου, αρκεί η πίστωση στο όνομα του αλλοδαπού δικαιούχου μέχρι τη λήξη της
προθεσμίας κλεισίματος ισολογισμού της διαχειριστικής περιόδου στην οποία
157
κλεισίματος ισολογισμού της χρήσης στην οποία αναφέρονται. Όταν δικαιούχος των
δικαιωμάτων ή αποζημιώσεων είναι αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτείται να έχει
αποδοθεί στο Δημόσιο ο φόρος που ορίζεται από τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρ. 13 ή
της οικείας διμερούς σύμβασης περί αποφυγής της διπλής φορολογίας.
Ο έλεγχος των αποζημιώσεων ή δικαιωμάτων της παραγράφου αυτής, με εξαίρεση τα ποσά
από πνευματικά, συγγενικά και συναφή δικαιώματα που καταβάλλονται για λογαριασμό
τρίτων, ενεργείται κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 66
όταν καταβάλλονται: α) από εμπορικές επιχειρήσεις και αφορούν σήματα, μεθόδους
εμπορίας ή και διανομής και άλλα συναφή δικαιώματα, καθώς και από μικτές επιχειρήσεις
κατά το μέρος που αφορούν στον εμπορικό κλάδο, ανεξάρτητα από το ύψος τους, β) από
τις λοιπές επιχειρήσεις: αα) στη μητρική τους επιχείρηση, προκειμένου για θυγατρικές, ββ)
στο κεντρικό τους κατάστημα. προκειμένου για υποκαταστήματα αλλοδαπής και γγ) σε
αλλοδαπή ή ημεδαπή επιχείρηση που ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων, εφόσον
υπερβαίνουν το τέσσερα τοις εκατό (4%) των ακαθαρίστων εσόδων που προκύπτουν από
τη χρήση του συγκεκριμένου δικαιώματος ή το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000)
ευρώ, ανεξάρτητα από το καταβαλλόμενο ποσοστό επί των ακαθαρίστων εσόδων»).
(Η αναφερόμενη στις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της περίπτ. ι΄ της παρ. 1, παράγραφος 3
του άρθρου 13 τροποποιείται σε παρ. 6 με την παρ. 9 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από 2/11/2001)
(Όπως το δεύτερο και επόμενα εδάφια της περίπτωσης ι της παραγράφου 1 του άρθρου 31
αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 13 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και ισχύουν
σύμφωνα με την παράγραφο 15 του ιδίου άρθρου για τα κέρδη που προκύπτουν από
ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 31/12/2000).
(Όπως στο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ι΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με την παρ. 43 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002,
όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
ια. Των δαπανών επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας κατά το χρόνο της
πραγματοποίησής τους, με εξαίρεση τις δαπάνες που αφορούν πάγιο εξοπλισμό, οι
οποίες αποσβένονται ισόποσα σε 3 (τρία) χρόνια. Τα κριτήρια χαρακτηρισμού των
πιο πάνω δαπανών καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Βιομηχανίας,
Έρευνας και Τεχνολογίας. Όταν οι δαπάνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο,
υπερβαίνουν μέσα στη χρήση, το μέσο όρο των αντίστοιχων δαπανών που
πραγματοποιήθηκαν τις δύο προηγούμενες χρήσεις, αφαιρείται από τα καθαρά
κέρδη, όπως αυτά προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού,
επιπλέον ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) των δαπανών αυτών που
πραγματοποιήθηκαν στη χρήση. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις της
παραγράφου 3 του άρθρου 4 του παρόντος για τη μεταφορά της ζημίας, έχουν
εφαρμογή για το υπόλοιπο ζημιών που προκύπτει μετά την αφαίρεση του πιο πάνω
ποσοστού. Προϋπόθεση εφαρμογής των δύο προηγούμενων εδαφίων είναι η πι-
159
(Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ιη΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 πριν
την αντικατάσταση τους είχαν ως εξής:
«Τα έξοδα αυτά εκπίπτουν εφόσον και στο βαθμό που η πραγματοποίησή τους είναι
ωφέλιμη για την ίδια την επιχείρηση.Τα πιο πάνω έξοδα, όταν υπερβαίνουν το 5% (πέντε
τοις εκατό) των αντίστοιχων δαπανών της επιχείρησης ή τα εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ,
ανεξαρτήτως ποσοστού, ελέγχονται κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου
4 του άρθρου 66»).
(Όπως η περίπτωση ιη της παραγράφου 1 του άρθρου 31 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 14 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την παράγραφο 15
του του ιδίου άρθρου για τα κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν μετά
την 31/12/2000).
(Όπως στο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ιη της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με την παρ. 44 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002,
όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
ιθ. Των ποσών για την αγορά ηλεκτρονικών υπολογιστών και του λογισμικού
(Software) που παρέχονται στους υπαλλήλους της επιχείρησης για τηλεργασία.
κ) Των ποσών που καταβάλλουν εφάπαξ ή περιοδικά οι επιχειρήσεις σε άγαμα
τέκνα του προσωπικού τους και μέχρι τη συμπλήρωση του εικοστού πέμπτου έτους
της ηλικίας τους, λόγω θανάτου του γονέα - εργαζομένου και με την προϋπόθεση ότι
αυτός επήλθε λόγω σεισμού ή άλλου λόγου ανώτερης βίας, κατά τη διάρκεια
εργασίας του θανόντος και εντός των εγκαταστάσεων της επιχείρησης. Το πιο πάνω
εκπιπτόμενο ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει, ανά ημερολογιακό έτος, τα τρεις
χιλιάδες (3.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο - τέκνο. Ειδικά, για τα ποσά που
καταβάλλονται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2001, ως ανώτατο όριο εκπιπτόμενης
δαπάνης ορίζεται το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών.
(Όπως η υποπερίπτωση κ΄ της παρ. 1 προστέθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 1 του ιδίου νόμου για ποσά που
βαρύνουν ισολογισμούς που κλείνουν μετά τις 30/12/2000).
λ) Των παροχών σε είδος ή σε χρήμα που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις της
παραγράφου 19 του άρθρου 2 του Ν. 2939/2001 (ΦΕΚ 179Α΄) για τους σκοπούς του
ίδιου νόμου, προς οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) ή άλλους αρμόδιους
φορείς διαχείρισης αποβλήτων που αναφέρονται στην 69728/824/1996 (ΦΕΚ 358 Β΄)
υπουργικής απόφασης ή άλλες σχετικές διατάξεις, καθώς και των σχετικών με αυτές
δαπανών που πραγματοποιούνται.
μ) Των εξόδων διανυκτέρευσης σε ξενοδοχείο, αλλοδαπών πελατών,
αντιπροσώπων και διευθυντικών στελεχών ημεδαπών ή αλλοδαπών επιχειρήσεων,
καθώς και ειδικών επιστημόνων, που προκύπτει από τα εκδοθέντα φορολογικά
στοιχεία. Τα ανωτέρω ισχύουν με την προϋπόθεση, ότι το ξενοδοχείο ευρίσκεται
εντός του Δήμου στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου είναι εγκατεστημένη η έδρα ή
162
υποκατάστημα της επιχείρησης που επιβαρύνεται με τα πιο πάνω έξοδα. Ειδικά, για
τις επιχειρήσεις και τα υποκαταστήματα που λειτουργούν στους Νομούς Αττικής και
Θεσσαλονίκης, το ξενοδοχείο φιλοξενίας μπορεί να βρίσκεται εντός των ορίων των
νομών αυτών. Η αξία των δώρων που γίνονται προς τα ανωτέρω πρόσωπα και
μέχρι είκοσι (20) ευρώ για κάθε δωρεοδόχο. Λοιπά έξοδα φιλοξενίας και
διανυκτέρευσης δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση.
ν) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για επιμόρφωση του προσωπικού της
με την προϋπόθεση ότι η επιμόρφωση έχει σχέση με το αντικείμενο εργασιών της
επιχείρησης ή το αντικείμενο εργασιών του προσωπικού μέσα στην επιχείρηση ή
τέλος, με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών ή των προγραμμάτων αυτών που
χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης.
ξ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για την κάλυψη του ενοικίου κατοικίας
των εργαζομένων σε αυτήν, με την προϋπόθεση, ότι τα ποσά αυτά υπόκεινται σε
φορολογία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45.
ο) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση σε παιδικούς και βρεφονηπιακούς
σταθμούς.
π) Τ ων χρηματικών βραβείων που καταβάλλει επιχείρηση σε εργαζομένους της
λόγω των εξαιρετικών επιδόσεων που έχουν επιτύχει αποδεδειγμένα στα Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα που σπουδάζουν και μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ για
κάθε εργαζόμενο.
ρ) των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για την αγορά ειδικής ενδυμασίας του
προσωπικού, η οποία επιβάλλεται για λόγους υγιεινής, ασφάλειας και ομοιόμορφης
εμφάνισης, ως απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(Όπως η περ.ρ΄ της παρ. 1 του άρθ. 31 του Ν. 2238/1994 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3
του άρθ. 24 του Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το άρθ.6 της παρ.24 του ιδίου Νόμου
δηλαδή εφαρμόζεται για ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30ή Δεκεμβρίου 2005.)
(Η περ. ρ΄ της παρ. 1 του άρθ. 31 του Ν. 2238/1994 πρίν την αντικατάστασή της είχε ως
εξής:
«ρ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για την αγορά ειδικής ενδυμασίας του
προσωπικού της, η οποία για λόγους υγιεινής ή ασφάλειας, επιβάλλεται ως απαραίτητη για
την εκτέλεση του αντικειμένου των εργασιών του.»)
(Όπως οι περ. μ΄, ν΄, ξ΄, ο΄, π΄ και ρ΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 2238/1994,
προστέθηκαν με την παρ. 14 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύουν σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2005 και μετά).
(Όπως η υποπερίπτωση λ΄ της παρ. 1 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.
3220/2004 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 4 του ιδιου αρθρου και νόμου για διαχειριστικες
περιόδους που κλείνουν μετά την 30/12/2003).
σ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για δαπάνες ταξιδιών που
πραγματοποιούν στην αλλοδαπή διευθυντικά και άλλα στελέχη της που εργάζονται
σε αυτήν, καθώς και αντιπρόσωποι ή ειδικοί επιστήμονες που εκπροσωπούν την
163
επιχείρηση στην αλλοδαπή και αφορούν έξοδα ξενοδοχείων, εισιτήρια και έξοδα
διατροφής. Τα έξοδα διατροφής αναγνωρίζονται μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί
στο κόστος διαμονής.
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής ισχύουν με την προϋπόθεση ότι ο σκοπός του
ταξιδιού συνδέεται με την ασκούμενη δραστηριότητα της επιχείρησης.
τ) Των ενοικίων που καταβάλλει η επιχείρηση για τη διαμονή εργαζομένων της σε
ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια ή οικίες που βρίσκονται σε διαφορετικό μέρος
από τον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους, λόγω εκτός έδρας εργασίας τους. Στην
περίπτωση αυτή, η απόσταση του τόπου εργασίας και προσωρινής διαμονής
πρέπει να απέχει από τη μόνιμη κατοικία του εργαζομένου εκατό (100) χιλιόμετρα
και άνω και επιπλέον τα δικαιολογητικά να έχουν εκδοθεί στο όνομα της
επιχείρησης.
υ) Του ανταποδοτικού τέλους που καταβάλει επιχείρηση λόγω της συμμετοχής της
σε συλλογικό σύστημα εναλλακτικής διαχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.
2939/2001 (ΦΕΚ 179 Α΄) κατά το χρόνο καταβολής.
φ) Των δώρων της επιχείρησης προς πελάτες, επιχειρήσεις ή μη, εφόσον φέρουν
την επωνυμία της και έχει καταβληθεί το αναλογούν δημοτικό τέλος για τη συνολική
αξία των δώρων αυτών. Το ποσό της δαπάνης που εκπίπτει με βάση τις διατάξεις
της περίπτωσης αυτής, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) ευρώ για κάθε
δώρο χωριστά.
χ) Των παροχών σε χρήμα ή σε είδος της επιχείρησης προς εργαζομένους της για
επιβράβευση της απόδοσης τους και με την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί οι
αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές.
ψ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για έξοδα κινητής τηλεφωνίας για
λογαριασμούς που ανήκουν στην επιχείρηση και με την προϋπόθεση ότι οι
λογαριασμοί αυτοί δεν θα υπερβαίνουν τον αριθμό των απασχολούμενων στην
επιχείρηση υπαλλήλων αυτής. Από το συνολικό ποσό αυτής της δαπάνης ποσοστό
πενήντα τοις εκατό (50%) αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα.
ω) Των δαπανών οργάνωσης ενημερωτικών ημερίδων και συναντήσεων για τους
εργαζομένους ή πελάτες της, εφόσον οι εκδηλώσεις πραγματοποιούνται στο νομό
που εδρεύει η επιχείρηση ή σε άλλο μέρος στο οποίο λειτουργεί υποκατάστημα της.
(Όπως στη παρ. 1 του άρθ. 31 του Ν. 2238/1994 προστέθηκαν οι περιπτώσεις σ΄, τ΄, υ΄, φ΄,
χ΄, ψ΄, και ω΄ με τη παρ. 1 του άρθ. 24 του Ν. 3427/2005 και ισχύουν σύμφωνα με το άρθ. 6
της παρ. 24 του ιδίου Νόμου δηλαδή εφαρμόζονται για ισολογισμούς που κλείνουν μετά την
30ή Δεκεμβρίου 2005).
2. Στις επιχειρήσεις των πιο κάτω περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄ και στ΄ αναγνωρίζεται, από
την 1η Ιανουαρίου 1997 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2003, έκπτωση χωρίς
δικαιολογητικά, από τα ακαθάριστα έσοδα αυτών, για την αντιμετώπιση ειδικών
δαπανών για τις οποίες, λόγω της φύσεώς τους, δεν είναι εφικτή η λήψη
αποδεικτικών στοιχείων, υπολογιζόμενη στα αναφερόμενα πιο κάτω ακαθάριστα
έσοδα με βάση την ακόλουθη κλίμακα:
(Όπως το χρονικό διάστημα ισχύος της παραγράφου 2 παρατάθηκε μόνο για τις
επιχειρήσεις των εδαφίων γ΄ και δ΄ μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2008 με την παρ. 6 του
άρθρου 32 του Ν. 3229/2004).
Σε ακαθάριστα έσοδα μέχρι 8.804.109 ευρώ , ποσοστό έκπτωσης ένα τοις εκατό (1%)
και σε ακαθάριστα έσοδα πάνω από 8.804.109 ευρώ, ποσοστό έκπτωσης μισό τοις
εκατό (0,5%). Για τις επιχειρήσεις των πιο κάτω περιπτώσεων α΄ και ε΄ η ως άνω
έκπτωση υπολογίζεται με βάση την ακόλουθη κλίμακα: Σε ακαθάριστα έσοδα μέχρι
2.201.027 ευρώ ,ποσοστό έκπτωσης δύο τοις εκατό (2%), πάνω από 2.201.027
ευρώ , και μέχρι 8.804.109 ευρώ, ποσοστό έκπτωσης ένα τοις εκατό (1%) και σε
ακαθάριστα έσοδα πάνω από 8.804.109 ευρώ, ποσοστό έκπτωσης μισό τοις εκατό
(0,5%).
(Όπως τα ποσά των 8.804.109 ευρώ και 2.201.027 ευρώ που αναγράφονται,τέθηκαν όπως
αναμορφώθηκαν με την παράγραφο 4 του άρθρου 28 του N. 2948/2001 (βλ. Eγκ. Yπ. Oικ.
1077160/πολ. 1228/20.9.2002).
(«Tα ποσά που ίσχυαν πριν είχαν ως εξής:
Σε ακαθάριστα έσοδα μέχρι τρία δισεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό έκπτωσης ένα τοις
εκατό (1%) και σε ακαθάριστα έσοδα πάνω από τρία δισεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό
έκπτωσης μισό τοις εκατό (0.5%). Για τις επιχειρήσεις των πιο κάτω περιπτώσεων α΄ και ε΄,
η ως άνω έκπτωση υπολογίζεται με βάση την ακόλουθη κλίμακα:
Σε ακαθάριστα έσοδα μέχρι επτακόσια πενήντα εκατομμύρια δραχμές, ποσοστό έκπτωσης
δύο τοις εκατό (2%), πάνω από επτακόσια πενήντα εκατομμύρια και μέχρι τρία
δισεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό έκπτωσης ένα τοις εκατό (1%) και σε ακαθάριστα έσοδα
πάνω από τρία δισεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό έκπτωσης μισό τοις εκατό (0.5%)»).
Ως ακαθάριστα έσοδα, επί των οποίων υπολογίζεται η έκπτωση χωρίς
δικαιολογητικά, λαμβάνονται τα εξής:
α. Για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, τα ακαθάριστα έσοδα αυτών που προέρχονται
από εξαγωγές κάθε είδους προϊόντων.
β. Για τις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες και εργασίες στην αλλοδαπή, στα
ακαθάριστα έσοδά τους από τις υπηρεσίες και εργασίες αυτές, από τις οποίες
εισάγεται συνάλλαγμα.
γ. Για τις επιχειρήσεις έκδοσης ημερήσιων, εβδομαδιαίων, δεκαπενθήμερων,
μηνιαίων πολιτικών, οικονομικών και αθλητικών εφημερίδων και περιοδικών γενικά,
τα ακαθάριστα έσοδα αυτών από την πώληση των εντύπων και από καταχωρήσεις
γενικά σε αυτά.
165
(Όπως το χρονικό διάστημα ισχύος της παραγράφου 3 παρατάθηκε μέχρι την 31η
Δεκεμβρίου 2001 με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν. 2753/1999)
7. Για τον προσδιορισμό του κόστους των μενόντων προϊόντων στις βιομηχανικές
και βιοτεχνικές επιχειρήσεις, συνυπολογίζεται στην αξία των υλικών που
167
8. Σε περίπτωση κατά την οποία στα ακαθάριστα έσοδα περιλαμβάνονται και έσοδα
που απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος ή φορολογούνται κατά ειδικό τρόπο με
εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης ή έσοδα από μερίσματα και κέρδη από
συμμετοχή σε ημεδαπές εταιρίες, για τον υπολογισμό του καθαρού κέρδους της
επιχείρησης που υπόκειται σε φορολογία, το συνολικό ποσό των δαπανών που
πρόκειται να εκπεσθεί μειώνεται κατά τα εξής ποσά δαπανών, που βαρύνουν τα πιο
πάνω ακαθάριστα έσοδα:
α. Ποσό των χρεωστικών τόκων που εξευρίσκεται με επιμερισμό των τόκων αυτών
μεταξύ των υποκείμενων στη φορολογία ακαθάριστων εσόδων και αυτών που
αναφέρονται πιο πάνω.
β. Ποσοστό 5% (πέντε τοις εκατό) των εσόδων που απαλλάσσονται της φορολογίας
ή φορολογούνται κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης ή
των εσόδων από μερίσματα και κέρδη από συμμετοχή σε άλλες ημεδαπές
επιχειρήσεις, ως λοιπές δαπάνες. Το ποσό αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει το είκοσι
τοις εκατό (20%) των πάσης φύσεως δαπανών της επιχείρησης.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται για τραπεζικές, ασφαλιστικές
επιχειρήσεις, εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και αμοιβαία κεφάλαια.
Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις της περίπτωσης α’ δεν εφαρμόζονται για τραπεζικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τη νομική
μορφή που λειτουργούν. Επίσης, ειδικά για τις πιο πάνω τράπεζες, οι διατάξεις της περίπτωσης β’ ισχύουν
μόνο για έσοδα από μερίσματα και κέρδη από συμμετοχή σε άλλες ημεδαπές επιχειρήσεις.»
Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Αποζημιώσεις, καθώς και πάσης φύσεως αμοιβές, που οφείλονται από επιχειρήσεις ή επιτηδευματίες σε
οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με βάση δικαστική ή διαιτητική απόφαση ή οποιαδήποτε
αναγνώριση ή συμβιβασμό, δεν αναγνωρίζονται ως δαπάνη για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών,
που υπάγονται στη φορολογία εισοδήματος του οφειλέτη, εάν μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της
διαχειριστικής περιόδου εντός της οποίας πραγματοποιείται η καταβολή ή η πίστωση αυτών, δεν υποβληθεί
στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία φορολογίας του δικαιούχου αντίγραφο της απόφασης ή του
εγγράφου και θεωρηθεί από αυτή η απόφαση ή το έγγραφο, βάσει του οποίου καταβάλλεται ή πιστώνεται η
αποζημίωση ή η αμοιβή στο δικαιούχο.»
κατάργηση που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου δεύτερου του ν. 3814/2010 (ΦΕΚ Α’3)
καταλαμβάνει αποσβέσεις επισφαλών απαιτήσεων που διενεργούνται από διαχειριστικές περιόδους που
αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2009 και μετά.
168
11. Στην περίπτωση που η επιχείρηση απασχολεί λογιστή και η δήλωση φόρου
εισοδήματος δεν υπογράφεται από αυτόν, οι αποδοχές αυτού δεν αναγνωρίζονται
για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης και επιβάλλεται πρόστιμο
σε βάρος του λογιστή μέχρι το ένα τέταρτο (1/4) των ετήσιων αποδοχών του.
13. Για τον υπολογισμό των καθαρών κερδών των εταιριών του Ν. 1665/1986 (ΦΕΚ
Α΄ 194) επιτρέπεται να ενεργείται για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεών τους,
έκπτωση έως και δύο τοις εκατό (2%) επί του συνολικού ύψους μισθωμάτων, τα
οποία προκύπτουν από τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, που έχουν
συναφθεί μέσα στην οικεία διαχειριστική χρήση. Το ποσό αυτό της πρόβλεψης για
κάθε διαχειριστική χρήση, συναθροιζόμενο με το ποσό της πρόβλεψης, η οποία
διενεργήθηκε σε προγενέστερες διαχειριστικές χρήσεις και εμφανίζεται στα
τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης, δεν μπορεί να υπερβεί το είκοσι πέντε τοις εκατό
(25%) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, όπως αυτό εμφανίζεται στην
απογραφή τέλους χρήσης. Η έκπτωση αυτή εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία σε
ειδικό λογαριασμό "Προβλέψεις για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων". Πέραν της
πρόβλεψης αυτής, κανένα άλλο ποσό δεν αναγνωρίζεται για έκπτωση από τα
ακαθάριστα έσοδα των εταιριών χρηματοδοτικής μίσθωσης για απόσβεση
επισφαλών απαιτήσεων.
17. Το ποσό που απομένει μετά τις εκπτώσεις του παρόντος άρθρου αποτελεί το
καθαρό εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις.
(Όπως η παράγραφος 15 αναριθμήθηκε σε 16 με την παρ. 9 του άρθρου 5 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από 1.1.2003 και μετά)
(Όπως η παρ. 17 του άρθρου 31 του Ν. 2238/1994, η οποία είχε προστεθεί με την παρ. 2
του άρθρου 18 του Ν. 3220/2004, καταργείται από 1η Ιανουαρίου 2004 και μετά, με την παρ.
2 του άρθρου 22 του Ν. 3259/2004).
(Η παράγραφος 17 του άρθρου 31 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«17. Για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, με παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που
επηρεάζουν τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος, το καθαρό εισόδημα εξευρίσκεται
λογιστικά με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά το
άρθρο 30, των οριζόμενων κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου
αυτού εξόδων και δαπανών και με την προσθήκη διαφορών καθαρού εισοδήματος που
προκύπτουν με την εφαρμογή Συντελεστή Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος (Σ.Δ.Κ.Ε.) επί
των εξόδων και δαπανών που εκπίπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
Κάθε ένας από τους πιο πάνω συντελεστές αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο κλιμάκιο μορίων τα
οποία υπολογίζονται με βάση τις φορολογικές παραβάσεις που επηρεάζουν τον
προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος και βαρύνουν την οικεία διαχειριστική περίοδο. Οι
διαφορές καθαρού εισοδήματος που προκύπτουν από την εφαρμογή των κατά περίπτωση
Συντελεστών Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος δεν μπορεί να είναι μικρότερες από
συγκεκριμένα, ανά κλιμάκιο μορίων, Ελάχιστα Ποσά Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος.
Οι Συντελεστές Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος και τα Ελάχιστα Ποσά Διαφορών
Καθαρού Εισοδήματος, ανά κλιμάκιο μορίων, ορίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο Πίνακα:
171
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΚΑΘΑΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Κλιμάκια Συντελεστές Διαφορών Ελάχιστα Ποσά
Μορίων Καθαρού Εισοδήματος Διαφορών Καθαρού
επί τοις εκατό (%) Εισοδήματος (σε ευρώ)
1 - 200 0,5 1.000
201 - 500 1 2.000
501 - 1.000 1,5 4.000
1.001 - 2.000 2 6.000
2.001 - 4.000 3 8.000
4.001 - 7.000 5 10.000
7.001 - 10.000 7 15.000
10.001 - 25.000 10 20.000
25.001 - 50.000 13 25.000
50.001 - 100.000 16 30.000
100.001 - άνω 20 40.000
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΜΟΡΙΩΝ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΑΘΑΡΟ
ΕΙΣΟΔΗΜΑ
ΚΩΔΙΚΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΜΟΡΙΑ
ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ
100 Μη τήρηση βιβλίων
100102 Βιβλίων απογραφών - ισολογισμών 1350
100103 Αποθήκης - παραγωγής
κοστολογίου - τεχνικών προδιαγραφών 1350
19. Δαπάνες που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, εκτός εκείνων
που ρητά μνημονεύονται σε αυτό, για τις οποίες έχει γίνει δεκτό με διοικητικές
λύσεις και με τη δικαστηριακή νομολογία ότι εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα
βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού, περιλαμβάνονται σε απόφαση του
Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Η αναγνώριση των οριζόμενων στην
απόφαση αυτή δαπανών είναι δεσμευτική για τις ελεγκτικές υπηρεσίες. Για την
υλοποίηση των ανωτέρω, εντός μηνός από την έναρξη ισχύος της παραγράφου
174
(Όπως η παρ. 19 του άρθρου 31, η οποία είχε προστεθεί με το άρθρο 23 του Ν. 3220/2004
καταργείται από την ημερομηνια έναρξης ισχύος του, συμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου
22 του Ν. 3259/2004).
(Η παρ. 19 πριν την κατάργηση του άρθρου 23 του Ν.3220/2004, είχε ως εξής:
«19. Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών εκδίδει ετήσια Οδηγία προς τις ελεγκτικές
υπηρεσίες για τον καθορισμό των δαπανών που αναγνωρίζονται προς έκπτωση, η οποία
ιδίως περιλαμβάνει:
- τη μέχρι τότε νομολογία των δικαστηρίων και τις διοικητικές λύσεις
- την αξιολόγηση των δαπανών με βάση τις ιδιαιτερότητες κατά κλάδο επιχειρηματικής
δραστηριότητας
- την αξιολόγηση των δαπανών κατά κατηγορία δαπάνης
- την αξιολόγηση και αντιμετώπιση ειδικά των δαπανών για:
• αμοιβές της μητρικής εταιρείας για την παροχή τεχνογνωσίας σε θυγατρικές
• διευθυντικά δικαιώματα
• δαπάνες φιλοξενίας
- τις οδηγίες των διεθνών οικονομικών οργανισμών.
Οι Οδηγίες της παραγράφου αυτής είναι δεσμευτικές ως προς την αναγνώριση των
δαπανών από τη φορολογούσα αρχή»).
Άρθρο 32
Εξωλογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος
1. Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των επιχειρήσεων που
δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν ανακριβή ή ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., προσδιορίζεται εξωλογιστικώς
με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς, κατά
γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού κέρδους.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 32 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή
από 14-12-2004).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 32 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης
κατηγορίας του Κ.Β.Σ., καθώς και των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή
176
τηρούν βιβλία και στοιχεία κατώτερης κατηγορίας της προσήκουσας ή τηρούν ανακριβή ή
ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία και στην τελευταία αυτή περίπτωση η ανεπάρκεια καθιστά
αδύνατη τη διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων, προσδιορίζεται εξωλογιστικώς με
πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς, κατά γενικές
κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού κέρδους»).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 32, προέκυψε μετά την κατάργηση του
άρθρου 20 του Ν. 3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την
παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 πριν την κατάργηση του άρθρου 20 του Ν. 3220/2004 είχε ως
εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου
30, το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων επειδή δεν έχουν σχετική υποχρέωσηή δεν τηρούν αν και ήταν
υπόχρεοι ή δεν διαφυλάττουν τα βιβλία ή στοιχεία της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 4
του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή τηρούν βιβλία και στοιχεία Α΄
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ενώ ήταν υπόχρεοι σε τήρηση βιβλίων και
στοιχείων Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας του Κώδικα αυτού, προσδιορίζεται εξωλογιστικά με
πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς, κατά γενικές
κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού κέρδους»).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«1. Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης ή
δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των επιχειρήσεων που
δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν βιβλία και στοιχεία κατώτερης κατηγορίας της
προσήκουσας ή τηρούν ανακριβή ή ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία και στην τελευταία αυτή
περίπτωση η ανεπάρκεια καθιστά αδύνατη τη διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων,
προσδιορίζεται εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της
επιχείρησης με ειδικούς, κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού
κέρδους»).
Σε αυτά τα ακαθάριστα έσοδα δεν συμπεριλαμβάνονται τα ακόλουθα ποσά εσόδων:
α. Οι τόκοι από συναλλακτικές πράξεις, με εξαίρεση τους τόκους της παραγράφου 4
του άρθρου 25, που αποτελούν εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις.
β. Η αυτόματη υπερτίμηση κεφαλαίου της επιχείρησης.
γ. Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από επισφαλείς απαιτήσεις που έχουν
αποσβεστεί, εφόσον είχαν γίνει δεκτές από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου εισοδήματος.
δ. Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από φόρους, εισφορές και τέλη της επιχείρησης,
εφόσον είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως και είχαν γίνει δεκτά από τον προϊστάμενο
177
άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της
κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-2004).
(Το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 32 πριν την αντικατάσταση της είχε ως
εξής:
«Για τις επιχειρήσεις για τις οποίες τα βιβλία και στοιχεία κρίνονται ανακριβή, καθώς και για
τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν τα βιβλία που προβλέπονται για αυτές από τον Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων στα οποία καταχωρούνται πρωτογενώς οι συναλλαγές ή τηρούν
βιβλία κατώτερης κατηγορίας από τα οριζόμενα από τον ίδιο κώδικα, ο κατά τα ανωτέρω
συντελεστής προσαυξάνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%)»).
(Όπως στη περίπτωση α΄ της παρ. 2 του άρθρου 32 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκε με την
παρ. 8 του άρθρου 16 του Ν. 2992/2002 και ισχύει αύμφωνα με το άρθρο 48 του ιδίου
νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης στο ΦΕΚ ήτοι από 20/3/2002 και μετά).
(Όπως στη περίπτωση δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 32 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 46
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
αναγνωρισθεί αρνητικός συντελεστής μέχρι ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί των
ακαθάριστων εσόδων των ανέλεγκτων χρήσεων").
4. Κατ΄ εξαίρεση, για τις επιχειρήσεις που υποχρεούνται να τηρούν βιβλία και
στοιχεία της πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και με την
προϋπόθεση ότι αυτά κρίνονται ακριβή ή για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία
γιατί δεν έχουν υποχρέωση τήρησης λόγω ύψους αγορών, εφόσον περιέχονται
στον ειδικό πίνακα που αναφέρεται στο επόμενο εδάφιο, τα καθαρά κέρδη
προσδιορίζονται εξωλογιστικώς, με πολλαπλασιασμό των αγορών με ένα μοναδικό
συντελεστή καθαρού κέρδους κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 32, προέκυψε μετά την κατάργηση του
άρθρου 20 του Ν. 3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την
παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 πριν την κατάργηση του άρθρου 32 του Ν. 3220/2004 είχε ως
εξής:
«4. Κατ΄ εξαίρεση, για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία γιατί δεν έχουν υποχρέωση
τήρησης λόγω ύψους αγορών και για τις επιχειρήσεις που έχουν υποχρέωση και τηρούν
βιβλία και στοιχεία της πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, και δεν είχαν
υποχρέωση τήρησης Βιβλίων και Στοιχείων ανώτερης κατηγορίας εφόσον περιέχονται στον
ειδικό πίνακα που αναφέρεται στο επόμενο εδάφιο, τα καθαρά κέρδη προσδιορίζονται
εξωλογιστικώς, με πολλαπλασιασμό των αγορών με ένα μοναδικό συντελεστή καθαρού
κέρδους κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων»).
Οι συντελεστές καθαρού κέρδους που εφαρμόζονται στις αγορές περιέχονται σε
ειδικό πίνακα, που καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, οι οποίες
δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τους μοναδικούς συντελεστές
στις αγορές:
α. Για τις επιχειρήσεις που τηρούν ακριβή βιβλία και στοιχεία της πρώτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, οι αγορές λαμβάνονται όπως αυτές
προκύπτουν από τα βιβλία και τα στοιχεία τους.
β. Για τις επιχειρήσεις που δεν έχουν υποχρέωση τήρησης βιβλίων λόγω ύψους
αγορών, οι αγορές λαμβάνονται όπως αυτές προκύπτουι από τα τιμολόγια αγορών.
γ. Σε περίπτωση αλλαγής της κατηγορίας των βιβλίων και στοιχείων που τηρούνται
από την επιχείρηση:
αα. από την πρώτη κατηγορία στην τρίτη κατηγορία, οι αγορές της τελευταίας
διαχειριστικής περιόδου πριν από την αλλαγή της κατηγορίας βιβλίων μειώνονται
κατά την αξία τους, που εμφανίζεται στην απογραφή έναρξης της διαχειριστικής
περιόδου, κατά την οποία έγινε η αλλαγή της κατηγορίας βιβλίων,
181
6. Το ποσό της αποζημίωσης ή αμοιβής, που προβλέπεται από τις διατάξεις της
παραγράφου 9 του άρθρου 31, σε περίπτωση τεκμαρτού ή εξωλογιστικού
προσδιορισμού των καθαρών κερδών του οφειλέτη, εάν, πριν από την καταβολή ή
πίστωση αυτού, δεν υποβληθεί στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία
φορολογίας του δικαιούχου, αντίγραφο της απόφασης ή του εγγράφου και θεωρηθεί
από αυτή η απόφαση ή το έγγραφο βάσει του οποίου θα καταβληθεί ή πιστωθεί η
αποζημίωση ή αμοιβή στο δικαιούχο, προστίθεται ολόκληρο στα τεκμαρτά ή
εξωλογιστικά προσδιοριζόμενα καθαρά κέρδη.
Άρθρο 33
Ειδικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος
1........................................................................................
(Όπως η παράγραφος 1 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 1 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«Για τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων, το καθαρό εισόδημά τους, που προσδιορίζεται εξωλογιστικώς
σύμφωνα με με το προηγούμενο άρθρο, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το καθαρό
εισόδημα που εξευρίσκεται λογιστικώς με την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά τους των
εξόδων που ορίζονται στο άρθρο 31. Στην περίπτωση αυτήν για την εφαρμογή της
περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31, όταν δεν διενεργήθηκε απογραφή ή δεν
υπάρχει τέτοια υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων,
182
ως απογραφή λήξης της διαχειριστικής περιόδου λαμβάνεται ποσοστό δέκα τοις εκατό
(10%) επί των αγορών της περιόδου αυτής και ως απογραφή έναρξης ποσοστό δέκα τοις
εκατό (10%) επί των αγορών της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου. Αν προαιρετικά
έχει συνταχθεί απογραφή έναρξης και λήξης, για τον προσδιορισμό του καθαρού
εισοδήματος λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα αυτών, με την προϋπόθεση ότι θα συνεχισθεί
η σύνταξη των απογραφών για μία τριετία από την σύνταξη της πρώτης προαιρετικής
απογραφής λήξης. Αν δεν τηρηθεί η υποχρέωση αυτή, επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από
τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων κυρώσεις για τη μη σύνταξη απογραφής.»)
2.................................................................................
(Όπως η παράγραφος 2 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 2 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«2. Για τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή
προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και οι οποίες κατά τη
διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα μέχρι και πενήντα οκτώ
χιλιάδες επτακόσια (58.700) ευρώ, το καθαρό εισόδημά τους, όπως αυτό εξευρίσκεται
λογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από
αυτό που προσδιορίζεται εξωλογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32»).
3...............................................................................................
(Όπως η παράγραφος 3 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 3 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«3. Για τις μικτές επιχειρήσεις πώλησης ή παραγωγής και παροχής υπηρεσιών που τηρούν
βιβλία δεύτερης ή προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και οι
οποίες κατά τη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα από τον κλάδο
της παροχής υπηρεσιών μέχρι και πενήντα οκτώ χιλιάδες επτακόσια (58.700) ευρώ, το
συνολικό καθαρό εισόδημά τους, όπως αυτό εξευρίσκεται για όλους του κλάδους τους
λογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το
συνολικό εισόδημά τους που προσδιορίζεται εξωλογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 32»).
4.......................................................................................................
(Όπως η παράγραφος 4 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν.3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1.1.2003 και μετά).
(Η παράγραφος 4 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
183
«4. Για τις μικτές επιχειρήσεις πώλησης ή παραγωγής και παροχής υπηρεσιών που τηρούν
βιβλία δεύτερης ή προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και οι
οποίες κατά τη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα από τον κλάδο
της παροχής υπηρεσιών πάνω από πενήντα οκτώ χιλιάδες επτακόσια (58.700) ευρώ, το
συνολικό καθαρό εισόδημά τους, όπως αυτό εξευρίσκεται για όλους τους κλάδους τους
λογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το
συνολικό εισόδημά τους που προσδιορίζεται εξωλογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 32 για τον κλάδο της εμπορίας ή παραγωγής και λογιστικώς, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 31, για τον κλάδο της παροχής υπηρεσιών.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της προηγούμενης, προκειμένου για
επιχειρήσεις που τηρούν προαιρετικά βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, έχουν εφαρμογή εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα του κλάδου της παροχής
υπηρεσιών αποτελούν τουλάχιστον το εβδομήντα τοις εκατό (70%) των συνολικών
ακαθάριστων εσόδων τους»).
ι διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται από 1.1.2010 για τα
εισοδήματα που αποκτώνται από τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης επιβατικών λεωφορείων ενταγμένων σε
Κ.Τ.Ε.Λ. και από 1.7.2010 και μετά για τα εισοδήματα που αποκτώνται από τις επιχειρήσεις που
εκμεταλλεύονται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ). Ειδικά, για το τμήμα της διαχειριστικής
περιόδου από 1.1.2010 μέχρι 30.6.2010, οι εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης
(ΤΑΧΙ) θα φορολογηθούν με τα ποσά καθαρού εισοδήματος που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της
παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε., προσαυξημένα κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), τα
οποία περιορίζονται σε δωδέκατα. Τα τεκμαρτά αυτά ποσά μειώνονται προκειμένου για επιβατικά
αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (ΤΑΧΙ), που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες
χιλιάδες (200.000) κατοίκους κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) και κάτω από πενήντα χιλιάδες (50.000)
κατοίκους κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%). Προκειμένου για μη εργαζόμενους συνταξιούχους
ιδιοκτήτες επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΧΙ), τα παραπάνω ποσά τεκμαρτού εισοδήματος
μειώνονται κατά ποσό πεντακοσίων (500) ευρώ.
ι διατάξεις της περίπτωσης β’ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τα εισοδήματα
που θα προκύψουν από 1.1.2010 και μετά.
ι διατάξεις των περιπτώσεων α’ και β’ της παραγράφου 6 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τα
εισοδήματα που αποκτώνται από 1.7.2010 και μετά. Ειδικά, για το τμήμα της διαχειριστικής περιόδου από
1.1.2010 μέχρι 30.6.2010, τα ποσά του καταβαλλόμενου φόρου των παραπάνω περιπτώσεων μειώνονται
κατά το ήμισυ και εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για το τμήμα της παραπάνω διαχειριστικής
περιόδου.
Οι διατάξεις της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 6 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τα εισοδήματα
που αποκτώνται από 1.1.2010 και μετά.
Οι διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τα εισοδήματα που
αποκτώνται από την ημερομηνία ένταξής τους σε κατηγορία τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και μετά. Ειδικά, για τα εισοδήματα του μέρους της διαχειριστικής χρήσης
2010 των επιχειρήσεων των αποκλειστικά πλανόδιων λιανοπωλητών, λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές
αγορές και παραγωγών αγροτικών προϊόντων, λόγω αλλαγής μέσα στην ίδια χρήση της κατηγορίας
βιβλίων και στοιχείων που τηρούνται από την επιχείρηση από την πρώτη στη δεύτερη ή τρίτη κατηγορία
τα καθαρά κέρδη κατά το τμήμα της περιόδου της διαχειριστικής χρήσης στην οποία τηρήθηκαν για πρώτη
184
φορά βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας θα προσδιορισθούν λογιστικά σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. και για το τμήμα της διαχειριστικής περιόδου που τηρήθηκαν βιβλία και στοιχεία Α΄
κατηγορίας, το ποσό του φόρου που πρέπει να καταβληθεί σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις μέχρι
την αλλαγή της κατηγορίας των βιβλίων, θα περιορισθεί σε τόσα δωδέκατα όσοι και οι μήνες λειτουργίας
της επιχείρησης που τηρήθηκαν βιβλία Α΄ κατηγορίας. Ποσό φόρου που έχει καταβληθεί και αντιστοιχεί
στο τμήμα της περιόδου της διαχειριστικής χρήσης στην οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία δεύτερης
ή τρίτης κατηγορίας συμψηφίζεται κατά την εκκαθάριση της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
Πιστωτικό υπόλοιπο που προέρχεται από το φόρο αυτό δεν επιστρέφεται.
ιδικά για το μέρος της διαχειριστικής χρήσης 2010, για τις επιχειρήσεις που τηρούν Α κατηγορίας βιβλία και
στοιχεία του Κ.Β.Σ και αλλάζουν μέσα στην ίδια χρήση την κατηγορία αυτών, από την πρώτη στη δεύτερη
ή στην τρίτη κατηγορία, τα καθαρά κέρδη κατά το τμήμα της περιόδου της διαχειριστικής χρήσης, στην
οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας, θα προσδιορισθούν λογιστικά,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε, ενώ τα καθαρά κέρδη για το τμήμα της διαχειριστικής
περιόδου που δεν τηρήθηκαν ή τηρήθηκαν βιβλία και στοιχεία Α΄ κατηγορίας θα προσδιορισθούν
εξωλογιστικά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του Κ.Φ.Ε.
Για τις πιο πάνω επιχειρήσεις για τη διαχειριστική χρήση 2010 παρέχεται η δυνατότητα σύνταξης
προαιρετικών απογραφών, έναρξης και λήξης κατά την χρονική περίοδο της αλλαγής της κατηγορίας των
βιβλίων, χωρίς να ισχύει η προϋπόθεση της περιπτ. γ ΄ της παρ.1 του άρθρου 31 για την υποχρεωτική
σύνταξη απογραφών για μία τριετία από τη σύνταξη της πρώτης προαιρετικής απογραφής λήξης.
5. Για τις παρακάτω επιχειρήσεις, όταν δεν τηρούνται βιβλία ή τηρούνται βιβλία
δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων:
α) Για τις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης
το καθαρό τους εισόδημα δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τα παρακάτω ποσά:
αα) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας εκατό τοις
εκατό (100%) και οδηγό τον ιδιοκτήτη, από δεκαέξι χιλιάδες (16.000) ευρώ.
ββ) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας εκατό τοις
εκατό (100%) και οδηγό τρίτο πρόσωπο, από δεκατέσσερις χιλιάδες (14.000) ευρώ.
γγ) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας πενήντα τοις
εκατό (50%) και οδηγό τον ιδιοκτήτη, από δεκατρείς χιλιάδες (13.000) ευρώ.
δδ) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας πενήντα τοις
εκατό (50%) και οδηγό τρίτο πρόσωπο, από δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ.
εε) Για δύο (2) επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας
πενήντα τοις εκατό (50%) στο καθένα, από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ.
Οι υποπεριπτώσεις ββ΄ και δδ΄ εφαρμόζονται ανάλογα και για τους μη ιδιοκτήτες
εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης. Τα παραπάνω ποσά
μειώνονται προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που έχουν την
έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους
κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) και κάτω από πενήντα χιλιάδες (50.000)
κατοίκους κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).
Τα προαναφερόμενα ανώτατα όρια καθαρού εισοδήματος περιορίζονται σε τόσα
δωδέκατα όσοι οι μήνες λειτουργίας της επιχείρησης σε περίπτωση κατά την οποία
185
η επιχείρηση έκανε έναρξη λειτουργίας ή διακοπή των εργασιών της μέσα στην
κρινόμενη περίοδο.
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής ισχύουν ανάλογα και για τις επιχειρήσεις
εκμετάλλευσης επιβατικών λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ. και εφαρμόζονται
για τις χρήσεις 2005 και 2006.
(Όπως η πρώτη περίοδος του πρώτου εδάφιου της παρ. 5 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2
του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για
εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η πρώτη περίοδος του πρώτου εδάφιου της παρ. 5 πριν την αντικατάστασή της είχε ως
εξής:
«5. Για τις παρακάτω επιχειρήσεις, όταν αυτές δεν τηρούν βιβλία ή τηρούν βιβλία δεύτερης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, το καθαρό τους εισόδημα δεν μπορεί να είναι
μικρότερο από τα παρακάτω ποσά»).
(Όπως η περίπτωση α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκε προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην
εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-2004).
(Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 πριν την αντικατάστασή της είχε ως
εξής:
«α) Για τις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης το
καθαρό τους εισόδημα δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τα παρακάτω ποσά:
αα. Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης, με άδεια κυκλοφορίας εκατό τοις εκατό
(100%) και οδηγό τον ιδιοκτήτη, από δώδεκα χιλιάδες τετρακόσια δέκα (12.410) ευρώ.
ββ. Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας εκατό τοις εκατό
(100%) και οδηγό τρίτο πρόσωπο, από δέκα χιλιάδες τριακόσια πενήντα (10.350) ευρώ.
γγ. Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας πενήντα τοις εκατό
(50%) και οδηγό τον ιδιοκτήτη, από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ.
δδ. Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας πενήντα τοις εκατό
(50%) και οδηγό τρίτο πρόσωπο, από επτά χιλιάδες πεντακόσια (7.500) ευρώ.
Οι υποπεριπτώσεις ββ΄ και δδ΄ εφαρμόζονται ανάλογα και για τους μη ιδιοκτήτες
εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης. Τα παραπάνω ποσά μειώνονται
προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που έχουν την έδρα τους σε πόλεις
με πληθυσμό κάτω από 200.000 (διακόσιες χιλιάδες) κατοίκους κατά ποσοστό τριάντα τοις
εκατό (30%) και κάτω από πενήντα χιλιάδες (50.000) κατοίκους κατά ποσοστό πενήντα τοις
εκατό (50%). Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά λεωφορεία μη ενταγμένα σε
Κ.Τ.Ε.Λ.. με βάση τον αριθμό των θέσεων ως ακολούθως:
Ειδικά για τα οικονομικά έτη 2003 και 2004 το καθαρό εισόδημα των προαναφερόμενων
επιχειρήσεων εξευρίσκεται με τις διατάξεις της περίπτωσης αυτής, όπως ισχύουν για το
οικονομικό έτος 2002.
Τα προαναφερόμενα ανώτατα όρια καθαρού εισοδήματος περιορίζονται σε τόσα δωδέκατα
όσοι οι μήνες λειτουργίας της επιχείρησης σε περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση έκανε
έναρξη λειτουργίας ή διακοπής των εργασιών της μέσα στην κρινόμενη περίοδο»).
(Όπως το προτελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α της παραγράφου 5 του άρθρου 33
αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρ. 4 του Ν. 2873/2000 και ισχύει συμφωνα με την
περίπτωση στ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν οι υπόχρεοι
από 1/1/2000 και μετά).
(Όπως η πρώτη περίοδος της περίπτωσης α΄ της παρ. 5 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του
άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για
εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Η πρώτη περίοδος της περίπτωσης α΄ της παρ. 5 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«α. Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης»).
(Όπως τα δύο τελευταία εδάφια της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33
προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρ. 7 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο
30 του ίδιου Νόμου από τη ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, ήτοι 24/12/2002 και μετά).
β) Στις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης
επιβάλλεται ποσό καταβαλλόμενου ετήσιου φόρου, με το οποίο εξαντλείται η
φορολογική τους υποχρέωση για τη δραστηριότητα αυτή, με βάση το ωφέλιμο
φορτίο του αυτοκινήτου ως εξής: α) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο μέχρι πέντε
(5) τόννους πεντακόσια ενενήντα (590) ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και τετρακόσια
δεκαπέντε (415) ευρώ με οδηγό τρίτο, β) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω
από πέντε (5) μέχρι και έντεκα (11) τόννους οκτακόσια εικοσιπέντε (825) ευρώ με
οδηγό τον ιδιοκτήτη και πεντακόσια ενενήντα (590) ευρώ με οδηγό τρίτο, γ) για
αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω από έντεκα (11) μέχρι και δεκαεξήμιση (16,5)
τόννους χίλια τετρακόσια δεκαπέντε (1.415) ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και
εννιακόσια σαράντα (940) ευρώ με οδηγό τρίτο και δ) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο
φορτίο πάνω από δεκαεξήμιση (16,5) τόννους χίλια εφτακόσια εξηνταπέντε (1.765)
ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη καιχ ίλια εκατόν ογδόντα (1.180) ευρώ με οδηγό τρίτο.
Τα παραπάνω ποσά μειώνονται, προκειμένου για επιχειρήσεις που
εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης και έχουν την έδρα τους σε
πόλεις με πληθυσμό κάτω από είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους, κατά ποσοστό
είκοσι τοις εκατό (20%).
187
ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 31 του Ν. 3296/2004, οι επιχειρήσεις της
προηγούμενης παραγράφου μπορούν να επιλέξουν να φορολογηθούν είτε με τα τεκμαρτά
ποσά καθαρού εισοδήματος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Ν.
2238/1994 είτε με τα καθαρά κέρδη που εξευρίσκονται σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 31.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 8 του άρθρου 3 του Ν. 3296/2004, και ισχύει εφαρμόζεται σύμφωνα με την παρ. 9
του άρθρου 3 του ίδιου νόμου για τις διαχειριστικές χρήσεις 2005 και 2006).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 33 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Στις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης επιβάλλεται
ποσό καταβαλλόμενου ετήσιου φόρου, με το οποίο εξαντλείται η φορολογική τους
υποχρέωση για τη δραστηριότητα αυτή, με βάση το ωφέλιμο φορτίο του αυτοκινήτου ως
εξής:
α) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο μέχρι 5 τόννους 500 ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και
350 ευρώ με οδηγό τρίτο, β) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω από 5 μέχρι και 11
τόννους 700 ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και 500 ευρώ με οδηγό τρίτο, γ) για αυτοκίνητα με
ωφέλιμο φορτίο πάνω από 11 μέχρι και 16,5 τόννους 1.200 ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη
και 800 ευρώ με οδηγό τρίτο και δ) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω από 16,5
τόννους 1.500 ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και 1.000 ευρώ με οδηγό τρίτο»).
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της περ. β΄ η παρ. 5 του άρθ. 33 προστέθηκε με την παρ. 3 του
άρθρο 32 του Ν. 3229/2004 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου, μετά την
ημερομηνία δημοσίευσης του στο ΦΕΚ, δηλαδή από 10-2-2004).
188
(Όπως το τεταρτο εδάφιο της περ. β΄της παρ. 5 του άρθρου 33 προστίθεται με την παρ. 3
του άρθρου 30 του Ν. 3220/2004, και ισχύει συμφωνα με το ίδιο άρθρο για εισοδήματα τα
οποία αποκτώνται από 1/1/2002 και μετά).
(Όπως η περίπτωση β΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 7 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«β. Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης με βάση το
ωφέλιμο φορτίο του αυτοκινήτου, ως ακολούθως:
Για φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που εκτελούν διεθνείς μεταφορές τα παραπάνω
ποσά προσαυξάνονται κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%). Τα παραπάνω ποσά
μειώνονται προκειμένου για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα
δημόσιας χρήσης και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες
χιλιάδες (200.000) κατοίκους, κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).»)
(Όπως τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 5 καταργηθηκαν με την παρ. 8 του άρθρου 7 του
Ν. 3091/2002. Η κατάργηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για
εισοδήματα που αποκτήθηκαν από 1/1/2003 και μετά).
(Τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 5 πριν την κατάργησή τους είχαν ως εξής:
«Τα ανώτατα όρια του καθαρού εισοδήματος αυτής της παραγράφου περιορίζονται σε τόσα
δωδέκατα όσοι οι μήνες λειτουργίας της επιχείρησης σε περίπτωση κατά την οποία η
επιχείρηση έκανε έναρξη λειτουργίας ή διακοπής των εργασιών της μέσα στην κρινόμενη
περίοδο. Από το οικονομικό έτος 2003 το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων της
παραγράφου αυτής εξευρίσκεται λογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 και
δεν μπορούν να είναι μικρότερα από τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο αυτή»).
(Όπως στην παρ. 5 του άρθρου 33 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που
εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με τις παρ. 50, 51, 52, 53,
54 και 55 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε
με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
Σχετικές διατάξεις
(Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33
του Ν. 2238/1994 δεν εφαρμόζονται για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1ης
189
ποσό αυτό ορίζεται σε διακόσια εβδομήντα έξι (276) ευρώ ετησίως, αν πρόκειται για
επαγγελματίες πωλητές και σε διακόσια δεκαπέντε (215) ευρώ ετησίως, αν
πρόκειται για παραγωγούς αγροτικών προϊόντων. Ειδικά για παραγωγούς
αγροτικών προϊόντων, αν η άδεια εκδίδεται ή ανανεώνεται για χρονικό διάστημα
μέχρι και έξι (6) μηνών, τα ανωτέρω ποσά φόρου καταβάλλονται στο μισό πριν από
την έκδοση ή την ανανέωση της άδειας. Δαπάνες που αφορούν τη δραστηριότητα
αυτήν, καθώς και εισφορές που καταβάλλονται σε ταμεία ασφάλισης, λόγω της
δραστηριότητας αυτής, δεν εκπίπτουν από τα τυχόν άλλα εισοδήματα του
φορολογουμένου. Ο φόρος αυτής της παραγράφου, καθώς και της προηγούμενης,
όταν η άδεια εκδίδεται ή ανανεώνεται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από έξι (6)
μήνες, καταβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματος του υποχρέου
Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία σε δύο (2) ίσες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη
καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του
Ιανουαρίου και η επόμενη μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες,
ημέρα του Ιουλίου. Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης ως έδρα θεωρείται η πόλη
που ασκείται η εμπορική δραστηριότητα. Όσοι δεν καταβάλλουν ή καταβάλλουν
εκπρόθεσμα το φόρο αυτής της παραγράφου, καθώς και της προηγούμενης,
υπόκεινται στις κυρώσεις που ορίζονται στα άρθρα 1 και 4 του Ν. 2523/1997.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της προηγούμενης, έχουν εφαρμογή
για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2000 και εφεξής.
(Όπως στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 33 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με τις παρ. 61 και 62 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την
1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
10. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και για τους υπόχρεους
που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 αυτού του νόμου, οι οποίοι
τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας ή, προκειμένου για επιχείρηση παροχής
υπηρεσιών, και όταν τηρούνται προαιρετικά βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων.
12. Για την εφαρμογή αυτού του άρθρου η περιοχή της τέως διοικήσεως της
πρωτευούσης θεωρείται ως μία πόλη.
13. Από τη χρήση 2004 το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων της παραγράφου 5
και από τη χρήση 2003 των υπόχρεων των παραγράφων 7 και 8 του παρόντος που
υποχρεούνται να τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων εξευρίσκεται λογιστικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31.
Ειδικά το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων της παραγράφου 6 του παρόντος που
εκμεταλλεύονται πάνω από επτά (7) ενοικιαζόμενα δωμάτια και τηρούν βιβλία
δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων , από τη χρήση 2004
εξευρίσκεται λογιστικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31.
Κατ΄ εξαίρεση, ειδικά για τη χρήση 2004, οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης επιβατικών
αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης μπορούν να επιλέξουν να φορολογηθούν είτε με
τεκμαρτά ποσά καθαρού εισοδήματος της παραγράφου 5 του παρόντος είτε με τα
καθαρά κέρδη που εξευρίσκονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31.
(Όπως στην παράγραφο 13 του άρθρου 33 προστίθεται δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με την
παρ. 7 του αρθρ. 30 του Ν. 3220/2004).
(Όπως στην παράγραφο 13 του άρθρου 33 προστίθεται εδάφιο, σύμφωνα με την παρ. 14
του αρθρ. 30 του Ν. 3220/2004).
(Όπως η παράγραφος 13 προστέθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης
αυτού ήτοι 24/12/2002 και μετά).
Άρθρο 34
Εισόδημα τεχνικών υπηρεσιών
1. Ως ακαθάριστο έσοδο των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την πώληση
ανεγειρόμενων οικοδομών λαμβάνεται η αξία των αυτοτελών οικοδομών,
διαμερισμάτων πολυκατοικιών, καταστημάτων, γραφείων, αποθηκών και λοιπών
χώρων, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν.
1249/1982.
Αν όμως το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια ή το
πραγματικό τίμημα το οποίο προκύπτει από άλλα επίσημα ή ανεπίσημα στοιχεία
193
είναι μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται το
μεγαλύτερο τίμημα.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του Άρθρου 34 αντικαταστάθηκε με τη
παράγραφο 2 του άρθρου 26 του Ν. 3156/2003, και εφαρμόζεται για οικοδομές των οποίων
η έναρξη ανέγερσης πραγματοποιείται από την 1η Ιανουαρίου 2002).
(Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του Άρθρου 34, πριν την αντικαταστασή του είχε ως
εξής: «Αν όμως το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια είναι
μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται το καθοριζόμενο σε
αυτά τα συμβόλαια τίμημα»).
Ειδικά, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού
της αξίας των ακινήτων, ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται:
α. Το τίμημα από τις πωλήσεις των πιο πάνω ακινήτων που καθορίζεται στα οικεία
πωλητήρια συμβόλαια.
β. Η διαφορά μεταξύ του τιμήματος ή της αξίας, κατά περίπτωση, που
φορολογήθηκε και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, η οποία εξευρίσκεται
σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων.
Χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τον
προσδιορισμό του ύψους αυτού, θεωρείται η ημέρα σύνταξης του οριστικού
συμβολαίου. Στην περίπτωση όμως που έχει συνταχθεί συμβολαιογραφικό
προσύμφωνο και το οριστικό συμβόλαιο δεν έχει συνταχθεί μέσα σε διάστημα δύο
(2) ετών από την ημέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, ως
χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου θεωρείται η ημέρα κατά την οποία
συμπληρώνονται 2 (δύο) έτη από την ημέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού
προσυμφώνου. Χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου, σε προσύμφωνα, τα
οποία έχουν συνταχθεί και παρήλθε διετία χωρίς να έχει συνταχθεί το οριστικό
συμβόλαιο, θεωρείται το οικονομικό έτος 1991.
Ως πωλήσεις θεωρούνται και αυτές που έγιναν απευθείας από τον οικοπεδούχο για
λογαριασμό του εργολήπτη.
Η αντικειμενική ή η πραγματική αξία, κατά περίπτωση, των αυτοτελών οικοδομών,
διαμερισμάτων, καταστημάτων, γραφείων, αποθηκών και λοιπών χώρων που
περιέρχονται κατά το χρόνο της διάλυσης στα μέλη των υπόχρεων, που
αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2, θεωρείται ως ακαθάριστο έσοδο των
υποχρέων αυτών κατά το χρόνο της διάλυσής τους.
Το καθαρό κέρδος που προκύπτει με βάση τα έσοδα αυτά φορολογείται στο όνομα
των υποχρέων, που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2, με το
συντελεστή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 10 κατά το έτος που
διαλύεται η εταιρία, κοινωνία ή κοινοπραξία.
ο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
194
«Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών
εξευρίσκονται με τη χρήση συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στα ακαθάριστα έσοδά τους.»
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και σε περίπτωση που τμήμα του έργου ή εργασία
εκτελείται από κοινοπραξία ή εταιρία, στην οποία συμμετέχουν μόνο μέλη της
αρχικής αναδόχου κοινοπραξίας ή εταιρίας.
Επίσης, εφαρμόζεται και στην περίπτωση που τμήμα του έργου ή εργασίας
εκτελείται από εταιρία μέλος της αρχικής αναδόχου κοινοπραξίας ή από
κοινοπραξία επιχειρήσεων μέλους της αρχικής αναδόχου κοινοπραξίας.
β. Για επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εργολαβική κατασκευή ιδιωτικών
τεχνικών έργων ή οικοδομών ή την εκτέλεση ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών
εγκαταστάσεων σε ιδιώτες, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται η αξία του έργου που
εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης.
γ. Για την εκτέλεση έργου χωρίς τη χρησιμοποίηση ίδιων υλικών, ως ακαθάριστο
έσοδο λαμβάνεται η αξία του έργου που έχει εκτελεστεί κατά τη διάρκεια της χρήσης
χωρίς να υπολογιστεί η αξία των υλικών.
8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις που είναι
ανάδοχοι προγραμμάτων ενεργού πολεοδομίας και η έναρξη της διαδικασίας
κατάρτισης των προγραμμάτων έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ/τος
1003/1971 (ΦΕΚ Α΄ 198) ή του Ν. 947/1979 (ΦΕΚ Α΄ 169) ή του Ν. 1337/1983 (ΦΕΚ Α΄
33), καθώς και για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών της Δημόσιας
Επιχείρησης Πολεοδομίας και Στέγασης (Δ.Ε.Π.Ο.Σ.) που αφορούν πωλήσεις
οικοδομών τις οποίες ανεγείρει για "Ομογενειακά Χωριά".
197
Άρθρο 35
Προσδιορισμός ελάχιστου κόστους κατασκευής οικοδομών
1. Για την εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων περί φορολογίας εισοδήματος και
φόρου προστιθέμενης αξίας των εργολάβων, υπεργολάβων και γενικά
επιτηδευματιών που εκτελούν οποιαδήποτε επί μέρους εργασία σε ανεγειρόμενη
οικοδομή, καθώς και των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την κατασκευή και
πώληση οικοδομών, καθιερώνεται σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού του
ελάχιστου συνολικού κόστους κατασκευής των οικοδομών και των ελάχιστων
ποσοστών συμμετοχής των επί μέρους εργασιών στο συνολικό κόστος.
Το προσδιοριζόμενο ελάχιστο συνολικό κόστος κατασκευής και τα ελάχιστα κόστη
των επί μέρους εργασιών αποτελούν τη βάση προσδιορισμού των φορολογικών
υποχρεώσεων των επιτηδευματιών της παραγράφου αυτής.
Με τον όρο "κόστος" νοείται το καθαρό κατασκευαστικό κόστος, το οποίο
περιλαμβάνει την αξία αγοράς των υλικών με το φόρο προστιθέμενης αξίας και την
αμοιβή εργασίας, η οποία προσφέρεται απευθείας ή μέσω υπεργολάβου, χωρίς τις
ασφαλιστικές εισφορές και το φόρο προστιθέμενης αξίας.
2. Για τον προσδιορισμό του ελάχιστου κόστους των οικοδομών και των ποσοστών
συμμετοχής των επί μέρους εργασιών λαμβάνονται υπόψη:
α. Οι τιμές εκκίνησης κόστους κατά τετραγωνικό μέτρο, οι οποίες
αναπροσαρμόζονται με βάση τη μεταβολή του δείκτη κόστους κατασκευής κτιρίων
της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος.
β. Συντελεστές αναγωγής των βοηθητικών χώρων των διαφόρων κατηγοριών
οικοδομών σε κύριους χώρους αυτών.
γ. Συντελεστές αυξομείωσης των τιμών εκκίνησης, για τον προσδιορισμό του
συνολικού κόστους, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου
κτιρίου, όπως μέγεθος, ποιότητα, αριθμός όψεων.
δ. Πίνακες των ελάχιστων ποσοστών συμμετοχής των επί μέρους εργασιών στο
συνολικό κόστος. Σε επί μέρους εργασίες ή σε κτίρια με ιδιαιτερότητες, όπου δεν
ορίζονται ελάχιστα ποσοστά συμμετοχής, αυτά καθορίζονται από το μηχανικό
μελετητή της οικοδομής πριν από την έκδοση της οικοδομικής άδειας.
Μετά το πέρας των εργασιών, ο κύριος της οικοδομής ή η επιχείρηση που
ασχολείται με την πώληση και κατασκευή αυτής, υποβάλλει τελικό πίνακα με τα
τελικά ποσά κόστους των επί μέρους εργασιών, τα πλήρη στοιχεία των εργολάβων,
υπεργολάβων και προμηθευτών, το συνολικό αριθμό των εκδοθέντων στοιχείων και
τη συνολική αξία αυτών.
198
Εξαιρετικά, προκειμένου για επί μέρους εργασίες που έγιναν χωρίς την ανάθεσή
τους σε εργολάβο ή υπεργολάβο, αλλά με τη χρησιμοποίηση ημερομισθίων
τεχνιτών και εργατών, αυτό γίνεται δεκτό για συνολικό ποσό μέχρι το είκοσι τοις
εκατό (20%) του ελάχιστου συνολικού κόστους της κατασκευής. Το όριο αυτό δεν
ισχύει για επιχειρήσεις που αποδεδειγμένα απασχολούν δικό τους προσωπικό για
το σκοπό αυτόν.
Εάν κατά την εκτέλεση των εργασιών υπάρξουν μεταβολές στα ποσοστά
συμμετοχής του αρχικού πίνακα, οι ως άνω υπόχρεοι συμπληρώνουν στον τελικό
πίνακα τα αναθεωρημένα ποσοστά συμμετοχής με την αιτιολόγηση των μεταβολών
αυτών.
Η προσκόμιση βεβαίωσης της αρμόδιας για τη φορολογία εισοδήματος δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας του ιδιοκτήτη ή της επιχείρησης κατασκευής και πώλησης
οικοδομών, από την οποία θα προκύπτει ότι υποβλήθηκαν οι πίνακες που
προβλέπονται από την παράγραφο αυτή, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την
τελική ηλεκτροδότηση της οικοδομής.
4. Τα οριζόμενα από τις διατάξεις της παραγράφου 2 στοιχεία, για τον προσδιορισμό
του ελάχιστου κόστους, καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και
του κατά περίπτωση καθ΄ ύλην αρμόδιου Υπουργού, μετά από εισήγηση της
επιτροπής που θα αποτελείται από: 3 (τρεις) οικονομικούς υπαλλήλους, τον
προϊστάμενο του τμήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων
της Διεύθυνσης Φορολογίας Κεφαλαίου του Υπουργείου Οικονομικών, ένα (1)
μηχανικό, μόνιμο υπάλληλο του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και
Δημοσιών Έργων, έναν (1) εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας,
199
6. Για υποθέσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις αυτού του άρθρου, δεν έχουν
εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ Α΄
43).
Άρθρο 36
Προσδιορισμός ακαθάριστων εσόδων των εργολάβων, υπερβολάβων και γενικά
επιτηδευματιών που εκτελούν οποιαδήποτε επί μέρους εργασία σε ανεγειρόμενες
οικοδομές
1. Τα ακαθάριστα έσοδα, που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του
εισοδήματος των προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 35, δεν μπορεί να είναι
κατώτερα από εκείνα που προκύπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του άρθρου.
Τυχόν προκύπτοντα επιπλέον ακαθάριστα έσοδα, με βάση τις διατάξεις του
παρόντος, θεωρούνται ως ακαθάριστα έσοδα:
α. Της χρήσης μέσα στην οποία υποβλήθηκε ο τελικός πίνακας της παραγράφου 2
του άρθρου 35 για τους εργολάβους, υπεργολάβους και γενικά επιτηδευματίες, που
εκτελούν οποιαδήποτε εργασία σε ανεγειρόμενη οικοδομή.
β. Της χρήσης που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 34, για
τις επιχειρήσεις ανέγερσης και πώλησης οικοδομών.
3. Στην περίπτωση κατά την οποία το συνολικό κόστος, όπως προσδιορίζεται στον
τελικό πίνακα, είναι κατώτερο του ελάχιστου συνολικού κατασκευαστικού κόστους,
όπως προκύπτει κατ΄ εφαρμογή του άρθρ. 35, ο ιδιώτης ιδιοκτήτης καταβάλει
αυτοτελές πρόστιμο ισόποσο με τη διαπιστούμενη διαφορά του φόρου
προστιθέμενης αξίας.
5. Για υποθέσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος δεν έχουν εφαρμογή οι
διατάξεις του άρθρου 53 του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ Α΄ 113).
Άρθρο 37
Προσδιορισμός εισοδήματος αλλοδαπών επιχειρήσεων
1. Για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν στην Ελλάδα ως αντικείμενο
εργασιών την παραγωγή ή απλώς την κατόπιν αγοράς ειδική κατεργασία,
συσκευασία κλπ., πρώτων υλών, το κέρδος που προκύπτει στην Ελλάδα από
πωλήσεις που δεν ενεργούνται από την Ελλάδα εξευρίσκεται, εφόσον δεν
καθορίζεται ακριβώς από τον ισολογισμό των επιχειρήσεων αυτών, με μερισμό του
συνολικού κέρδους της επιχείρησης σε μέρη ανάλογα προς τα ακαθάριστα έσοδά
της, που προέρχονται από το προϊόν που έχει αποσταλεί για να πωληθεί και αυτά
που προκύπτουν από τις λοιπές πωλήσεις της.
4. Για πλοία με ξένη σημαία και αεροσκάφη, που ανήκουν σε αλλοδαπά φυσικά
πρόσωπα, αντικείμενο του φόρου του παρόντος που υπόκειται σε φόρο είναι το
λογιζόμενο ως προκύπτον στην Ελλάδα κέρδος από τη μεταφορά επιβατών,
εμπορευμάτων και λοιπών πραγμάτων γενικά, από ελληνικούς λιμένες και
αερολιμένες και μέχρι το λιμένα προορισμού ή μέχρι τον αλλοδαπό λιμένα ή
αερολιμένα επιβίβασης των επιβατών ή μεταφόρτωσης των εμπορευμάτων και
λοιπών πραγμάτων σε πλοίο ή αεροσκάφος άλλης αλλοδαπής επιχείρησης. Ως
καθαρό εισόδημα λαμβάνεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) των ακαθάριστων
εσόδων που πραγματοποιούνται από τις μεταφορές αυτές.
Άρθρο 38
Εισόδημα από διάθεση και αποτίμηση χρεογράφων
1. Τα κέρδη από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών σε
τιμή ανώτερη της τιμής απόκτησής τους, τα οποία προκύπτουν από βιβλία τρίτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και αποκτώνται από ατομικές
επιχειρήσεις και υπόχρεους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2,
απαλλάσσονται από τον φόρο. Η απαλλαγή παρέχεται με την προϋπόθεση ότι τα
κέρδη εμφανίζονται σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού με προορισμό το
συμψηφισμό ζημιών που τυχόν θα προκύψουν στο μέλλον από την πώληση
μετοχών εισηγμένων ή όχι στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Σε περίπτωση διανομής ή
διάλυσης της επιχείρησης, τα κέρδη αυτά φορολογούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες
διατάξεις. Αν σε μια διαχειριστική περίοδο προκύψει ζημία από πώληση μετοχών,
το τυχόν υπόλοιπο της ζημίας, που απομένει μετά το συμψηφισμό με τα
εμφανιζόμενα στο ειδικό αποθεματικό κέρδη ή ολόκληρο το ποσό της ζημίας, αν δεν
υφίσταται ειδικός λογαριασμός αποθεματικού, μεταφέρεται σε ειδικό λογαριασμό και
δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης. Το ποσό αυτό
συμψηφίζεται με κέρδη που τυχόν θα προκύψουν στο μέλλον από πώληση μετοχών
εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
202
3. Ειδικά, η ζημία που τυχόν προκύπτει κατά την απογραφή στο τέλος κάθε
διαχειριστικής χρήσης από την αποτίμηση μετοχών και ομολογιών, σύμφωνα με τις
διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 28 του Π.Δ. 186/1992, μεταφέρεται σε
χρέωση των λογαριασμών Αποθεματικά από Χρεόγραφα, που εμφανίζονται στα
βιβλία της επιχείρησης και τα οποία προέκυψαν είτε από την πώληση χρεογράφων
σε τιμή ανώτερη της τιμής κτήσης τους, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 4 του
άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967 (ΦΕΚ Α΄ 173), είτε από την πώληση μετοχών με βάση
τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος, είτε από την ανταλλαγή ή λήψη
δωρεάν χρεογράφων με βάση τις διατάξεις νόμων περί αναπροσαρμογής της αξίας
ακινήτων. Σε περίπτωση που τα ποσά των αποθεματικών αυτών δεν επαρκούν να
καλύψουν το ποσό της παραπάνω ζημίας, το τυχόν ακάλυπτο ποσό αυτής δεν
εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα αλλά μεταφέρεται σε ειδικό λογαριασμό
προκειμένου να συμψηφισθεί με τα ως άνω περιγραφόμενα αποθεματικά από
χρεόγραφα που θα προκύψουν στο μέλλον.
4. Οι διατάξεις των παρ. 1 - 3 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και στις
μεταβιβάσεις μετοχών εισηγμένων σε αλλοδαπό χρηματιστήριο αξιών ή σε άλλο
διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό.
Άρθρο 39
Υπερτιμολογήσεις και υποτιμολογήσεις
1. Όταν μεταξύ ημεδαπών επιχειρήσεων ή μεταξύ αλλοδαπής και ημεδαπής
επιχείρησης συνάπτονται συμβάσεις αγοραπωλησίας ή παροχής υπηρεσιών και
κατά τις συμβάσεις αυτές το τίμημα ή το αντάλλαγμα ορίζεται αδικαιολόγητα σε
ποσό ανώτερο ή κατώτερο, κατά περίπτωση, από εκείνο που θα πραγματοποιείτο,
αν η σύμβαση γινόταν με άλλο πρόσωπο με τις συνθήκες που επικρατούν στην
αγορά κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, η προκύπτουσα διαφορά θεωρείται
κατά τεκμήριο κέρδος της επιχείρησης, η οποία εισέπραξε μικρότερο ή πλήρωσε
μεγαλύτερο, κατά περίπτωση, τίμημα ή αντάλλαγμα. Η διαφορά αυτή προσαυξάνει
τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης που προκύπτουν από τα βιβλία της, χωρίς να
επηρεάζει το κύρος των βιβλίων και στοιχείων.
α. Εφόσον η ημεδαπή εταιρία τελεί υπό τον έλεγχο της αλλοδαπής, λόγω
συμμετοχής της δεύτερης στο κεφάλαιο ή τη διοίκηση της πρώτης.
β. Αν πρόκειται για ημεδαπές επιχειρήσεις, όταν υπάρχει μεταξύ τους σχέση άμεσης
ή έμμεσης ουσιώδους οικονομικής ή διοικητικής εξάρτησης ή ελέγχου.
3. Η διαφορά που προκύπτει από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου προσαυξάνει
τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης που προκύπτουν από τα βιβλία της,
προκειμένου τα έσοδα αυτά να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό των φόρων,
τελών και εισφορών στις λοιπές φορολογίες.
4. Σε βάρος της επιχείρησης, που υπάγεται στις διατάξεις αυτού του άρθρου,
επιβάλλεται αυτοτελές πρόστιμο καθοριζόμενο σε ποσοστό 10% (δέκα τοις εκατό)
στο ποσό της διαφοράς που προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Το
πρόστιμο αυτό επιβάλλεται ανεξάρτητα από την τυχόν επιβολή πρόσθετων φόρων,
προσαυξήσεων και λοιπών κυρώσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις που
ισχύουν. Οι διατάξεις των άρθρων 69, 70, 71 και 74 εφαρμόζονται αναλόγως και στην
περίπτωση αυτή. Αντικείμενο της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς δεν μπορεί να
αποτελέσει το ποσοστό του επιβαλλόμενου προστίμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
204
Άρθρο 41
Ακαθάριστο και καθαρό εισόδημα
1. Κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματος από γεωργικές επιχειρήσεις,
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 28 παράγραφος 3 περιπτώσεις ζ΄
και η΄, 29, 30, 31, 38 και 39.
Τα ποσά των πιο πάνω περιπτώσεων α΄ έως δ΄ προστίθενται στο καθαρό εισόδημα
της επιχείρησης, το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή του συντελεστή καθαρού
εισοδήματος.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 12 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 13 του ιδίου άρθρου από την έναρξη ισχύος της
παρ. 21 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 για εισοδήματα που αποκτούν οι υπόχρεοι από
1/1/2000 και μετά.)
(Όπως το δεύτερο εδάφιο πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής: " Για τις γεωργικές
επιχειρήσεις οι οποίες υποχρεούνται να τηρούν βιβλία και στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, αλλά δεν τηρούν ή τηρούν ανακριβή βιβλία και στοιχεία, ο συντελεστής καθαρού
εισοδήματος προσαυξάνεται κατά σαράντα τοις εκατό (40%).")
Για τις γεωργικές επιχειρήσεις οι οποίες υποχρεούνται να τηρούν βιβλία και
στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, αλλά δεν τηρούν ή τηρούν ανακριβή
βιβλία και στοιχεία, ο συντελεστής καθαρού εισοδήματος προσαυξάνεται κατά
σαράντα τοις εκατό (40%).
Άρθρο 42
Προσδιορισμός καθαρού γεωργικού εισοδήματος
1. Ως καθαρό γεωργικό εισόδημα, από οποιαδήποτε γεωργική δραστηριότητα, στην
περίπτωση που δεν τηρούνται βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. θεωρείται η
πρόσοδος από το έδαφος, το κεφάλαιο και την εργασία, από τη συμμετοχή τους
στην παραγωγική δραστηριότητα μιας γεωργικής εκμετάλλευσης, η οποία
προσδιορίζεται με αντικειμενική μέθοδο.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 7 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1.1.2003 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«1. Ως καθαρό γεωργικό εισόδημα , από οποιαδήποτε γεωργική δραστηριότητα, στην
περίπτωση που δεν τηρούνται βιβλία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, από τα οποία να
εξάγεται λογιστικό αποτέλεσμα για τη δραστηριότητα αυτή, θεωρείται η πρόσοδος από το
έδαφος, το κεφάλαιο και την εργασία, από τη συμμετοχή τους στην παραγωγική
δραστηριότητα μιας γεωργικής εκμετάλλευσης, η οποία προσδιορίζεται με αντικειμενική
μέθοδο.»)
Για τον προσδιορισμό αυτό λαμβάνεται υπόψη το καθαρό γεωργικό εισόδημα, όπως
αυτό υπολογίζεται με βάση τις καθιερωμένες αρχές της γεωργικής λογιστικής, ανά
στρέμμα και είδος προϊόντος ή κατά κεφαλή και είδος εκτρεφόμενου ζώου ή κατά
άλλη μονάδα παραγωγής για ειδικές περιπτώσεις, επί τον αριθμό των στρεμμάτων
ή των εκτρεφόμενων ζώων ή των άλλων μονάδων παραγωγής ή συνδυασμό αυτών.
Για την εξειδίκευση της άνω αντικειμενικής μεθόδου, με κοινή απόφαση των
Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών καθορίζονται:
α. Τα προσδιοριστικά στοιχεία που διαμορφώνουν την πρόσοδο από το έδαφος,
αφού συνεκτιμηθούν η συνολική έκταση, το σχήμα, η τοπογραφική κατάσταση,
όπως κλίση και γενικά τα στοιχεία τα οποία καθορίζουν τη φυσική του
παραγωγικότητα, όπως σύσταση εδάφους, γονιμότητα.
β. Τα στοιχεία που προσδιορίζουν την πρόσοδο από την εργασία, αφού
συνεκτιμηθούν ο χρόνος απασχόλησης, η ηλικία, το φύλο, η ίδια ή ξένη
απασχόληση.
γ. Τα στοιχεία που προσδιορίζουν την πρόσοδο από το κεφάλαιο, αφού
συνεκτιμηθούν το μέγεθος, η μορφή αυτού, όπως έγγειες βελτιώσεις, γεωργικές
κατασκευές, μηχανές, μόνιμες φυτείες.
δ. Η μέθοδος υπολογισμού των βασικών αυτών συντελεστών παραγωγής της
γεωργικής εκμετάλλευσης.
ε. Κάθε άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.
4. Η επιτροπή της παραγράφου 2, σε περίπτωση που δεν έχει στη διάθεσή της
πίνακες της προηγούμενης παραγράφου ή αυτοί είναι ελλιπείς, οριστικοποιεί τις
αρχικές εκτιμήσεις της. Οι οριστικοί αυτοί πίνακες εγκρίνονται από τον Υπουργό
Οικονομικών, ο οποίος μπορεί να τους τροποποιεί και με ευθύνη του προέδρου της
επιτροπής κοινοποιούνται στις νομαρχίες και στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες
των νομών. Με ευθύνη των νομαρχών οι πίνακες αυτοί κοινοποιούνται σε όλους του
οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, τις συνεταιριστικές οργανώσεις και τους
αγροτικούς συλλόγους, μέχρι 10 Φεβρουαρίου κάθε έτους.
5. Αν από τα τηρούμενα βιβλία ή στοιχεία του Κ.Β.Σ., από τα οποία δεν εξάγεται
λογιστικό αποτέλεσμα, προκύπτει καθαρό γεωργικό εισόδημα, διαφορετικό από
αυτό που προσδιορίζεται με την αντικειμενική μέθοδο, λαμβάνεται υπόψη για τη
φορολογία εισοδήματος το κατά περίπτωση προκύπτον μεγαλύτερο εισόδημα.
Άρθρο 43
Εκπτώσεις του εισοδήματος από γεωργικές επιχειρήσεις
1. Από το καθαρό γεωργικό εισόδημα, που προσδιορίζεται με την αντικειμενική
μέθοδο του άρθρου 42, εκπίπτουν:
α. Το ποσό του καταβαλλόμενου ενοικίου για εκμίσθωση γεωργικής γης.
β. Ποσό ίσο με το 25% (είκοσι πέντε τοις εκατό), της δαπάνης αγοράς καινούργιου
πάγιου εξοπλισμού, που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την κάλυψη αναγκών
της γεωργικής εκμετάλλευσης, εφάπαξ κατά το χρόνο πραγματοποίησης της
δαπάνης, χωρίς δυνατότητα έκπτωσης αυτής, ολικά ή μερικά, σε επόμενες χρήσεις.
Ειδικά για εκείνους που στην αρχή της φορολογούμενης χρήσεως είναι νέοι
αγρότες, το παραπάνω ποσό ανέρχεται σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).
Άρθρο 44
Απαλλαγές του εισοδήματος από γεωργικές επιχειρήσεις
1. Από το καθαρό γεωργικό εισόδημα των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, φυσικών
προσώπων, απαλλάσσεται του φόρου ποσό χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Το
ποσό αυτό ορίζεται σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ, εφόσον τα παραπάνω πρόσωπα
λαμβάνουν εξισωτικές αποζημιώσεις.
Ειδικά, για εκείνους που στην αρχή της φορολογούμενης χρήσεως είναι νέοι
αγρότες, τα παραπάνω ποσά προσαυξάνονται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό
(50%) για τα πρώτα πέντε (5) χρόνια υποβολής φορολογικής δήλωσης και κατά
ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) για τα επόμενα πέντε (5) χρόνια.
210
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΜΙΣΘΩΤΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
Άρθρο 45
Εισόδημα και απόκτησή του
1. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες είναι το εισόδημα που προκύπτει κάθε ένα
οικονομικό έτος από μισθούς, ημερομίσθια, επιχορηγήσεις, επιδόματα, συντάξεις
και γενικά από κάθε παροχή που χορηγείται περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή είτε
σε χρήμα είτε σε είδος ή άλλες αξίες για παρούσα ή προηγούμενη υπηρεσία ή για
οποιαδήποτε άλλη αιτία, το οποίο αποκτάται από μισθωτούς γενικά και
συνταξιούχους.
Ειδικότερα, στα εισοδήματα αυτά περιλαμβάνονται και οι ακόλουθες παροχές:
α) η αξία των αγαθών που αντιπροσωπεύουν οι χορηγούμενες «δωροεπιταγές»,
β) η αξία των χορηγούμενων διατακτικών για την αγορά αγαθών από συμβεβλημένα
καταστήματα, με την εξαίρεση των διατακτικών τροφής για εργαζόμενους μέχρι
ποσού έξι (6) ευρώ ανά διατακτική,
γ) το ποσό του καταβαλλόμενου ενοικίου, καθώς και του τεκμαρτού ενοικίου όπως
αυτό προσδιορίζεται με βάση το άρθρο 23 του Κ.Φ.Ε., για παροχή κατοικίας,
δ) το καταβαλλόμενο ποσό για οικιακό προσωπικό,
ε) τα επιδόματα θέσεως και ευθύνης.
Ομοίως, εισόδημα, από μισθωτές υπηρεσίες θεωρείται και το εισόδημα που
αποκτούν οι δικηγόροι ως πάγια αντιμισθία για την παροχή νομικών υπηρεσιών,
211
καθώς και το εισόδημα που αποκτούν οι ξεναγοί οι οποίοι υπάγονται στις διατάξεις
του άρθρου 37 του Ν. 1545/1985 (ΦΕΚ Α΄ 91).
(Όπως το δεύτερο εδάφιο προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 45 του Ν. 2238/1994, με
την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου για εισοδήματα (παροχές) που αποκτώνται από 1//2005 και μετά).
ι διατάξεις των περιπτώσεων ε’, στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.
ι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3790/2009 (ΦΕΚ Α΄143) καταργούνται.
ο επίδομα ανεργίας που καταβάλλει ο ΟΑΕΔ στους δικαιούχους ανέργους απαλλάσσεται του φόρου
εισοδήματος, εφόσον το άθροισμα, το άθροισμα, των λοιπών εισοδημάτων του φορολογουμένου που
φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις δεν υπερβαίνει τα τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ ετησίως.»
γ. Η παροχή που καταβάλλεται εφάπαξ από τα ταμεία προνοίας και τους άλλους
ασφαλιστικούς οργανισμούς στους ασφαλισμένους και τις οικογένειές τους, το
εφάπαξ βοήθημα που παρέχεται σε δημόσιους υπαλλήλους και βοηθητικό
προσωπικό λόγω εθελουσίας εξόδου από την υπηρεσία με παραίτηση, καθώς και τα
εφάπαξ βοηθήματα, που χορηγούνται σύμφωνα με τους Ν. 4153/1961 (ΦΕΚ Α΄ 45),
Α.Ν. 513/1968 (ΦΕΚ Α΄ 186), Ν. 103/1975 (ΦΕΚ Α΄ 167) και Ν. 303/1976 (ΦΕΚ Α΄ 94).
δ. Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) από τις κάθε είδους καθαρές αποδοχές,
πρόσθετες αμοιβές, αποζημιώσεις και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά, σε
έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, σε μισθωτούς ή
συνταξιούχους με βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, καθώς και
από δεδουλευμένες καθαρές αποδοχές που εισπράττει καθυστερημένα ο
δικαιούχος, σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, λόγω έκδηλης
οικονομικής αδυναμίας του εργοδότη του και εφόσον έγινε επίσχεση της εργασίας
από τους μισθωτούς ή αν ο εργοδότης κηρύχτηκε σε κατάσταση πτώχευσης.
ε. Οι παρεχόμενες από αθλητικά σωματεία ή ενώσεις αυτών αποζημιώσεις
οδοιπορικών και λοιπών εξόδων ταξιδίων, καθώς και παροχές διατροφής σε
ερασιτέχνες αθλητές μέσα στα πλαίσια των διατάξεων περί φιλάθλου ιδιότητας,
μέχρι ποσού τριών χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι (3.520) ευρώ ετησίως.
στ) Οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που αναφέρονται στις
διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 58 του Ν. 1943/1991.
(Όπως στην περίπτωση ε΄ της παρ. 4 του άρθρου 45 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 66
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
(Όπως η περίπτωση στ΄ προστέθηκε στην παρ. 4 του άρθρου 45 του Ν. 2238/94 με την
παρ. 7 του άρθρου 13 του Ν. 2992/2002 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 8 του ιδίου
άρθρου και νόμου για αποζημιώσεις που καταβάλονται στους δικαιούχους από 1/1/2002 και
μετά)
Άρθρο 46
Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος
1. Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες θεωρείται ο χρόνος
που ο δικαιούχος απέκτησε δικαίωμα είσπραξής του.
Ειδικά, προκειμένου για αποδοχές και συντάξεις, που καταβάλλονται σε έτος
μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται σε μισθωτούς ή συνταξιούχους, με
βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, χρόνος απόκτησής τους
θεωρείται ο χρόνος στον οποίο εισπράττονται από τους δικαιούχους.
213
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 46 του Κ.Φ.Ε., προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:
«Εξαιρετικώς, για ποδοσφαιριστές, καλαθοσφαιριστές, προπονητές, καθώς και άλλους αμειβόμενους
αθλητές, το εισόδημα που αποκτούν, κατά περίπτωση, εξαιτίας της υπογραφής συμβολαίου μετεγγραφής ή
της ανανέωσης συμβολαίου συνεργασίας με ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες ή αναγνωρισμένα αθλητικά
σωματεία, κατανέμεται ισομερώς για να φορολογηθεί σε όλα τα έτη τα οποία διαρκεί το εκάστοτε
συμβόλαιο. Για το φόρο που αναλογεί παρακρατείται φόρος»
2. Ειδικά, για τις πρόσθετες αμοιβές και τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται από
το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, χρόνος απόκτησής τους
είναι αυτός στον οποίο εισπράττονται από τους δικαιούχους. Κατ΄ εξαίρεση στην
περίπτωση αυτήν, αν οι πρόσθετες αμοιβές ή οι αποζημιώσεις καταβάλλονται στους
δικαιούχους σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, με βάση
νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, χρόνος απόκτησής τους είναι ο
χρόνος στον οποίο εισπράττονται.
Άρθρο 47
Ακαθάριστο και καθαρό εισόδημα
1. Το εισόδημα που καθορίζεται στο άρθρο 45 αποτελεί το ακαθάριστο εισόδημα
από μισθωτές υπηρεσίες.
Από αυτό το εισόδημα εκπίπτουν:
α. Κάθε ποσό για φόρο, τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε
τρίτου που βαρύνει αυτό το εισόδημα.
β. Οι κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων, οι οποίες επιβάλλονται με νόμο.
2. Το ποσό που απομένει, μετά τη διενέργεια των εκπτώσεων που ορίζονται στην
προηγούμενη παράγραφο, αποτελεί το καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.
3. Ειδικά, για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών και των λοιπών
δημόσιων πολιτικών υπηρεσιών, του Ε.Ο.Τ., της Μόνιμης Αντιπροσωπείας στις
214
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΛΛΗ
ΠΗΓΗ
Άρθρο 48
Εισόδημα και απόκτησή του
1. Εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων είναι οι αμοιβές από την
άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου,
φυσιοθεραπευτή, βιολόγου, ψυχολόγου, μαίας, δικηγόρου, δικολάβου,
συμβολαιογράφου, άμισθου υποθηκοφύλακα, δικαστικού επιμελητή, αρχιτέκτονα,
μηχανικού, τοπογράφου, χημικού, γεωπόνου, γεωλόγου, δασολόγου,
ωκεανογράφου, σχεδιαστή, δημοσιογράφου, συγγραφέα, διερμηνέα, ξεναγού,
μεταφραστή, καθηγητή ή δασκάλου, καλλιτέχνη γλύπτη ή ζωγράφου ή
σκιτσογράφου ή χαράκτη, ηθοποιού, εκτελεστή μουσικών έργων ή μουσουργού,
καλλιτεχνών των κέντρων διασκέδασης, χορευτή, χορογράφου, σκηνοθέτη,
σκηνογράφου, ενδυματολόγου, διακοσμητή, οικονομολόγου, αναλυτή,
προγραμματιστή, ερευνητή ή συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη,
αναλογιστή, κοινωνιολόγου, κοινωνικού λειτουργού και εμπειρογνώμονα.
(Όπως το επάγγελμα του κοινωνικού λειτουργού προστέθηκε στην παρ. 1 με την παρ. 14
του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και ισχύει από 1/1/2001 σύμφωνα με το ίδιο άρθρο).
215
α τέσσερα πρώτα εδάφια της παραγράφου 6 του άρθρου 48 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Χρόνος κτήσης του εισοδήματος από υπηρεσίες ελευθέριου επαγγέλματος θεωρείται ο χρόνος κατά
τον οποίο παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες από τον ελεύθερο επαγγελματία. Όταν πρόκειται για παροχή
υπηρεσιών διαρκείας, χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που καθίσταται απαιτητό κάθε
επιμέρους τμήμα της αμοιβής για το μέρος αυτό και την υπηρεσία που παρασχέθηκε. Κατ’ εξαίρεση, για
τους ελεύθερους επαγγελματίες που αποκτούν εισόδημα από παροχή υπηρεσιών στο Δημόσιο και τα
Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, χρόνος κτήσης του εισοδήματος τους θεωρείται ο χρόνος είσπραξής
του»
216
Άρθρο 49
Ακαθάριστο και καθαρό εισόδημα
1. Ως ακαθάριστο εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων λαμβάνεται
το σύνολο των αμοιβών, που εισπράττονται από την άσκηση του ελευθέριου
επαγγέλματος, όπως αυτό προκύπτει από τα επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία
που τηρεί ο φορολογούμενος.
(Όπως η παρ. 1 του άρθρου 49, προέκυψε μετά την κατάργηση του άρθρου 21 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22
του Ν. 3259/2004).
(Η παρ. 1 του άρθρου 49 πριν την κατάργηση του άρθρου 21 του Ν. 3220/2004, είχε ως
εξής:
«1. Ως ακαθάριστο εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων λαμβάνεται το
σύνολο των αμοιβών που εισπράττονται από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος,
217
όπως αυτό προκύπτει από τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου και με ανάλογη
εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων δ΄, στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου
30. Στην περίπτωση υπολογισμού διαφορών ακαθαρίστων αμοιβών κατ΄ ανάλογη
εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 30, η δεύτερη
στήλη του οικείου πίνακα των διατάξεων αυτών αφορά το Συντελεστή Προσδιορισμού
Διαφορών Ακαθαρίστων Αμοιβών (Σ.Π.Δ.Α.Α.) και η τρίτη τα Ελάχιστα Ποσά Διαφορών
Ακαθαρίστων Αμοιβών που αντιστοιχούν σε κάθε κλιμάκιο μορίων»).
4. Το ποσό που απομένει μετά τις εκπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2
και 3 αποτελεί το καθαρό εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 49, το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο
21 του Ν. 3220/2004 καταργείται από την ημερομηνια έναρξης ισχύος του, συμφωνα με την
παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 3259/2004).
218
(Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 πριν την κατάργηση του άρθρου 21 του Ν. 3220/2004, είχε
ως εξής:
«Οι διατάξεις της παραγράφου 17 του άρθρου 31 εφαρμόζονται ανάλογα και για τον
προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών που βαρύνονται με
παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που επηρεάζουν το καθαρό εισόδημα του οικείου
πίνακα της ίδιας παραγράφου»).
Άρθρο 7
Φορολογία Ελεύθερων Επαγγελματιών – Παρακράτηση φόρων
πρώτη περίοδος της παραγράφου 5 του άρθρου 49 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
« Το καθαρό εισόδημα αρχιτεκτόνων και μηχανικών από τη σύνταξη μελετών και σχεδίων οικοδομικών
και λοιπών τεχνικών έργων, την επίβλεψη της εκτέλεσής τους, τη διεύθυνση εκτέλεσης (διοίκηση του
έργου) και την ενέργεια πραγματογνωμοσυνών και διαιτησιών σχετικών με αυτά τα έργα, εξευρίσκεται
σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 4. Σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού με
βάση τις διατάξεις του άρθρου 50, εφαρμόζονται οι παρακάτω συντελεστές:»
. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 49 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.
3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 49 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής: « Οι διατάξεις των υποπεριπτώσεων ii
και ιαια΄ της περίπτωσης γ΄ της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν και για τις αμοιβές των γεωλόγων
μελετητών μόνο σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού του εισοδήματός τους με βάση τις διατάξεις
του άρθρου 50 ».
Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1.1.2010 και μετά.
5. Κατ΄ εξαίρεση, για αμοιβές αρχιτεκτόνων και μηχανικών για τη σύνταξη μελετών
και σχεδίων οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων, την επίβλεψη της εκτέλεσής
τους, τη διεύθυνση εκτέλεσης (διοίκηση του έργου) και την ενέργεια
πραγματογνωμοσυνών και διαιτησιών σχετικών με αυτά τα έργα, το καθαρό
εισόδημα εξευρίσκεται με τη χρήση συντελεστή στις ακαθάριστες νόμιμες αμοιβές
τους, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι πάσης φύσεως τόκοι υπερημερίας
λόγω καθυστέρησης στην καταβολή των πιο πάνω αμοιβών, ως εξής:
α. Τριάντα οκτώ τοις εκατό (38%) για μελέτη-επίβλεψη κτιριακών έργων. Ειδικότερα,
ο συντελεστής αυτός εφαρμόζεται στις παρακάτω κατηγορίες μελετών:
αα. Αρχιτεκτονικές μελέτες κτιριακών έργων.
ββ. Ειδικές αρχιτεκτονικές μελέτες (διαμόρφωση εσωτερικών και εξωτερικών
χώρων, μνημείων, αποκατάσταση - διατήρηση παραδοσιακών κτιρίων και οικισμών
και τοπίου).
γγ. Μελέτες φυτοτεχνικής διαμόρφωσης περιβάλλοντος χώρου και έργων πρασίνου.
β. 22% (Είκοσι δύο τοις εκατό) για μελέτη - επίβλεψη χωροταξικών, πολεοδομικών,
συγκοινωνιακών, υδραυλικών έργων και για ακαθάριστες αμοιβές από διεύθυνση
219
΄Αρθρο 50
Τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματος
1. Αν ο υπόχρεος δεν τηρεί τα βιβλία και στοιχεία που ορίζονται από τον Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων ή αυτά που τηρεί είναι ανεπαρκή ή ανακριβή, το ακαθάριστο
και καθαρό εισόδημα προσδιορίζονται τεκμαρτώς.
(Όπως η παρ. 1 του άρθρου 50, προέκυψε μετά την κατάργηση του άρθρου 21 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22
του Ν. 3259/2004).
(Το παρ. 1 του άρθρου 50 πριν την κατάργηση του άρθρου 21 του Ν. 3220/2004, είχε ως
εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου
30, αν ο υπόχρεος δεν τηρεί ή δεν διαφυλάττει τα βιβλία ή στοιχεία της περίπτωσης στ΄ της
παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή τηρεί βιβλία και στοιχεία
κατώτερης κατηγορίας από αυτήν που είχε υποχρέωση, το ακαθάριστο και καθαρό
εισόδημα προσδιορίζονται τεκμαρτά»).
που διαθέτονται, η πελατεία, το ύψος των επαγγελματικών δαπανών και γενικά κάθε
άλλο στοιχείο που προσδιορίζει την επαγγελματική δραστηριότητα και απόδοση
του φορολογουμένου.
6. Ειδικά, για τις αμοιβές αρχιτεκτόνων και μηχανικών από τη σύνταξη μελετών και
σχεδίων οικοδομικών έργων, την επίβλεψη της εκτέλεσής τους και την ενέργεια
πραγματογνωμοσύνης σχετικής με αυτά τα έργα, ο τεκμαρτός προσδιορισμός του
καθαρού εισοδήματός τους γίνεται με εφαρμογή του συντελεστή, ο οποίος
υπολογίζεται:
α. Στο ποσό της συμβατικής αμοιβής, για την εκπόνηση σχεδίων ή μελετών και
επίβλεψη έργων του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημόσιων
επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και
των κοινωφελών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων.
β. Στο ποσό της νόμιμης αμοιβής, για τις υπόλοιπες περιπτώσεις.
7.....................................................................................
(Όπως η παράγραφος 7 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 7 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«7. Τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματος μπορεί να γίνει και σε περίπτωση που ο
προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κρίνει με αιτιολογημένη απόφασή του
ότι το τεκμαρτό εισόδημα, που προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις των
άρθρων 15 - 19 και τις λοιπές δαπάνες διαβίωσης γενικά του φορολογουμένου, της
συζύγου και των προσώπων που τον βαρύνουν, καθώς και τα στοιχεία της παραγράφου 9,
υπερβαίνει το καθαρό εισόδημα από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος που
δηλώθηκε. Αν το εισόδημα που προσδιορίζεται με αυτό τον τρόπο υπερβαίνει τις δύο
χιλιάδες εννιακόσια πενήντα (2.950) ευρώ και είναι ανώτερο από το εισόδημα που
δηλώθηκε σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) τουλάχιστον, η υπόθεση παραπέμπεται σε
τριμελή επιτροπή»).
8............................................................................................................
(Όπως η παράγραφος 8 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1.1.2003 και μετά).
(Η παράγραφος 8 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«8. Πριν από την παραπομπή της υπόθεσης στην επιτροπή, ο προϊστάμενος της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας οφείλει να ανακοινώσει με έγγραφο, το οποίο επιδίδεται νομίμως
στον υπόχρεο μαζί με αντίγραφο της έκθεσης ελέγχου, την πρόθεσή του για την
παραπομπή. Ο φορολογούμενος δικαιούται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την
κοινοποίηση του εγγράφου, να αποδεχθεί το εισόδημα από την άσκηση ελευθέριου
επαγγέλματος που προσδιορίστηκε από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, υποβάλλοντας σχετική αρχική ή συμπληρωματική δήλωση. Στην περίπτωση
223
αυτή επιβάλλονται οι προσαυξήσεις που ορίζονται από τις οικείες διατάξεις για τη διοικητική
επίλυση της διαφοράς»).
9...............................................................................................
(Όπως η παράγραφος 9 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1.1.2003 και μετά).
(Η παράγραφος 9 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«9. Η επιτροπή προσδιορίζει το ακαθάριστο και το καθαρό εισόδημα που απέκτησε κάθε
υπόχρεος από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, αφού λάβει υπόψη της τα ακόλουθα
στοιχεία:
α. Τη δήλωση του υποχρέου, το υπόμνημα που τυχόν υπέβαλε, καθώς και τα στοιχεία που
προσκομίζει ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μαζί με την έκθεση
ελέγχου προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος.
β. Το είδος, τον τόπο και το χρόνο άσκησης του επαγγέλματος, τα κεφάλαια που
χρησιμοποιούνται και την έκταση των εργασιών του υποχρέου.
γ. Το προσωπικό που απασχολεί και τα ποσά που καταβάλει ο υπόχρεος για αποδοχές
γενικά, καθώς και το ύψος των επαγγελματικών δαπανών.
δ. Κάθε άλλο στοιχείο που μπορεί να βοηθήσει το σχηματισμό ορθής κρίσης για το
πραγματικό εισόδημα που αποκτήθηκε από τον υπόχρεο.
Η επιτροπή κρίνει και αποφασίζει κατά πεποίθηση, χωρίς να δεσμεύεται από τον
προσδιορισμό του εισοδήματος που έγινε από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, και μπορεί να ενεργεί αυτοψία με μερικά ή με όλα από τα μέλη της»).
10..............................................................................................
(Όπως η παράγραφος 10 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 10 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«10. Αν ο υπόχρεος αποδεχτεί το εισόδημα που προσδιορίστηκε από την επιτροπή,
υποβάλλει αρχική ή συμπληρωματική δήλωση, κατά περίπτωση, μέσα σε προθεσμία
δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης της επιτροπής, οπότε
επιβάλλεται ο πρόσθετος φόρος που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 86. Στην
αντίθετη περίπτωση ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εκδίδει και
κοινοποιεί στον υπόχρεο φύλλο ελέγχου με το ποσό του εισοδήματος που προσδιόρισε η
επιτροπή. Για το φύλλο ελέγχου, που εκδίδεται στην περίπτωση αυτή, δεν επιτρέπεται
διοικητική επίλυση της διαφοράς.
11.......................................................................................
224
(Όπως η παράγραφος 11 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 11 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«11. Η επιτροπή που προβλέπεται από την παρ. 7 αποτελείται από τα ακόλουθα μέλη:
α. Από τον πρόεδρο του διοικητικού πρωτοδικείου, ο οποίος προεδρεύει αυτής ή από
διοικητικό δικαστή που ορίζεται από αυτόν. Αν στην έδρα της νομαρχίας δεν εδρεύει
διοικητικό πρωτοδικείο, της επιτροπής προεδρεύει ο πρόεδρος των πρωτοδικών ή δικαστής
πρωτοδικών ή ειρηνοδίκης ή πάρεδρος που ορίζεται από τον πρόεδρο των πρωτοδικών.
β. Από τον επιθεωρητή δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών που εποπτεύει την αρμόδια
φορολογική αρχή ή το νόμιμο αναπληρωτή του ή από υπάλληλο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α΄, που ορίζει με απόφασή του ο επιθεωρητής των
δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών.
γ. Από έναν εκπρόσωπο ή το νόμιμο αναπληρωτή του, του Οικονομικού ή του Εμπορικού
και Βιομηχανικού ή Επαγγελματικού ή Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου ή του οικείου
επαγγελματικού συλλόγου.
Τα πρόσωπα αυτά ορίζει ο οικείος νομάρχης από πίνακα πέντε (5) τουλάχιστον
αντιπροσώπων, τον οποίο υποχρεούται η διοίκηση της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης
να καταρτίσει και να τον αποστείλει μέχρι τις 20 Ιανουαρίου κάθε έτους. Αν η οικεία
επαγγελματική οργάνωση παραλείψει να αποστείλει αυτόν τον πίνακα ή αν δεν υπάρχει
στην έδρας της νομαρχίας αντίστοιχη επαγγελματική οργάνωση, ο νομάρχης ορίζει ως τρίτο
μέλος της επιτροπής και αναπληρωτή του, ένα φορολογούμενο από κατάσταση που
συντάσσεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, η οποία
περιλαμβάνει πέντε (5) τουλάχιστον φορολογουμένους.
Εισηγητής της επιτροπής χωρίς δικαίωμα ψήφου ορίζεται ο αρμόδιος προϊστάμενος της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Β΄ τουλάχιστον,
της οικείας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, οριζόμενος από αυτόν. Χρέη γραμματέα της
επιτροπής εκτελεί υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που
συνεδριάζει η επιτροπή. Η επιτροπή συνεδριάζει στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας της έδρας του νομού και για την περιοχή της τέως διοικήσεως πρωτευούσης και
της πόλης της Θεσσαλονίκης στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που
ορίζεται με απόφαση του Υπ. Οικονομικών ή του οικείου νομάρχη. Η επιτροπή κρίνει χωρίς
να δεσμεύεται από τυχόν προσδιορισμό της φορολογικής διαφοράς από τον προϊστάμενο
της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Στον πρόεδρο της
επιτροπής, τα μέλη, τον εισηγητή, και το γραμματέα καταβάλλεται αποζημίωση για κάθε
συνεδρίαση, η οποία καθορίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών. Η θητεία της
επιτροπής είναι ετήσια. Τα μέλη της επιτροπής που δεν είναι δικαστικοί ή δημόσιοι
υπάλληλοι οφείλουν πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους να δώσουν ενώπιον του
προέδρου της επιτροπής τον όρκο του δημόσιου υπαλλήλου. Σε περίπτωση αναδιορισμού
του ίδιου μέλους ο όρκος επαναλαμβάνεται. Αν τα ορισθέντα από τους ιδιώτες μέλη που
225
κλητεύθηκαν επί αποδείξει δεν προσήλθαν κατά την ώρα και ημέρα που είχε ορισθεί για τη
συνεδρίαση ή αν για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι εφικτή η σύμπραξη αυτών στην επιτροπή,
καλούνται για αναπλήρωσή τους δύο δημόσιοι υπάλληλοι, που υπηρετούν στην έδρα του
νομού που συνεδριάζει η επιτροπή από τον πρόεδρο της επιτροπής, ο οποίος ορίζει τον
ένα αναπληρωτή του άλλου.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα της λειτουργίας των επιτροπών
αυτών, καθώς και η συγκρότησή τους, η οποία όμως μπορεί με εξουσιοδότηση του
Υπουργού Οικονομικών να ανατεθεί στους κατά τόπους αρμόδιους νομάρχες»).
Άρθρο 51
Ειδικός προσδιορισμός καθαρού εισοδήματος
..............................................................................................
(Όπως το άρθρο 51 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από
1.1.2003 και μετά).
(Το άρθρο 51 πριν την κατάργησή του είχε ως εξής:
1. Το καθαρό εισόδημα από την άσκηση του επαγγέλματος ελεύθερου επαγγελματία που
τηρεί βιβλία δεύτερης ή προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, το
οποίο εξευρίσκεται λογιστικώς σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 49, δεν
μπορεί να είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από την εφαρμογή επί των
ακαθάριστων αμοιβών από την άσκηση του επαγγέλματος των προβλεπόμενων από την
παράγραφο 4 του προηγούμενου άρθρου μοναδικών συντελεστών καθαρών αμοιβών. Σε
περίπτωση που δεν προβλέπεται για το συγκεκριμένο επάγγελμα μοναδικός συντελεστής,
ως τέτοιος λαμβάνεται ο μέσος όρος των μοναδικών συντελεστών που ορίζονται στην κατά
την παράγραφο 4 του άρθρου 50 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Οι διατάξεις της
παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται όταν τα ακαθάριστα έσοδα από την άσκηση του
ελευθέριου επαγγέλματος υπερβαίνουν τις εκατόν δεκαεπτά χιλιάδες τριακόσια (117.300)
ευρώ.
2. Για τα ελευθέρια επαγγέλματα του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, ψυχολόγου,
φυσιοθεραπευτή, οικονομολόγου, συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη και
αναλυτή-προγραμματιστή, το καθαρό εισόδημα που προκύπτει κατά τα οριζόμενα στην
προηγούμενη παράγραφο, καθώς και όταν δεν τηρούνται βιβλία, δεν μπορεί να είναι
μικρότερο από το ποσό του εισοδήματος που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των
σταθερών επαγγελματικών δαπανών τους με το συντελεστή απόδοσης, που ορίζονται στο
άρθρο αυτό. Το καθαρό εισόδημα που προσδιορίζεται με βάση αυτές τις σταθερές
επαγγελματικές δαπάνες δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι εννέα χιλιάδες τριακόσια
(29.300) ευρώ.
226
Ειδικά, για τους ιατρούς το προσδιοριζόμενο με βάση τις δαπάνες αυτές καθαρό εισόδημα
προσαυξάνεται ανάλογα με την ειδικότητα, ως ακολούθως:
α. Κατά σαράντα τοις εκατό (40%) για τους χειρούργους όλων των ειδικοτήτων, εφόσον
ασκούν χειρουργική ειδικότητα σε οποιοδήποτε νοσηλευτικό ίδρυμα, και μαιευτήρες.
β. Κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για όλες τις άλλες κλινικές ειδικότητες ιατρών, καθώς
και για τους ασκούντες ορθοδοντικές εργασίες.
3. Οι σταθερές επαγγελματικές δαπάνες για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος με
τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου αποτελούνται από το άθροισμα των δαπανών
για δεδουλευμένα, καταβαλλόμενα ή τεκμαρτά μισθώματα, ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση και
τηλεφωνική επικοινωνία γενικά. Ειδικά για τους κτηνίατρους που διαθέτουν επαγγελματική
εγκατάσταση λαμβάνεται υπόψη ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) του καταβαλλόμενου ή
τεκμαρτού μισθώματος. Αν ως επαγγελματική στέγη χρησιμοποιείται η κατοικία του
φορολογουμένου, για τον υπολογισμό της δαπάνης του καταβαλλόμενου ή τεκμαρτού
μισθώματος, προκειμένου για ιατρό, οδοντίατρο και ψυχολόγο, ως επιφάνεια λαμβάνονται
υπόψη σαράντα (40) τετραγωνικά μέτρα, ενώ για τους υπόλοιπους ελεύθερους
επαγγελματίες λαμβάνονται υπόψη 20 (είκοσι) τετραγωνικά μέτρα. Για τον υπολογισμό του
τεκμαρτού μισθώματος εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου
22, ενώ για τον υπολογισμό των λοιπών σταθερών επαγγελματικών δαπανών της
περίπτωσης αυτής λαμβάνεται υπόψη το ένα δεύτερο (½) των δαπανών αυτών της
κατοικίας του ελεύθερου επαγγελματία.
Σε περίπτωση συστέγασης ελεύθερων επαγγελματιών στην ίδια επαγγελματική
εγκατάσταση, οι βασικές επαγγελματικές δαπάνες επιμερίζονται ανάλογα με τον αριθμό των
συστεγαζομένων. Όταν ο φορολογούμενος αποκτά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες και
από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, το ποσό που προκύπτει από τον
πολλαπλασιασμό των σταθερών επαγγελματικών δαπανών με τον συντελεστή απόδοσης
περιορίζεται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%). Το άθροισμα όμως του εισοδήματος
από μισθωτές υπηρεσίες και του υπολοίπου, μετά τον περιορισμό αυτού του γινομένου, δεν
μπορεί να είναι κατώτερο από το συνολικό ποσό του γινομένου αυτού. Ειδικά για τους
φυσιοθεραπευτές, οικονομολόγους, συμβούλους επιχειρήσεων, λογιστές ή φοροτέχνες και
αναλυτές-προγραμματιστές, αν δηλώνουν εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν
διαθέτουν επαγγελματική εγκατάσταση, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές. Το
άθροισμα όμως του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες και από την άσκηση ελευθέριου
επαγγέλματος δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το συνολικό ποσό του γινομένου των
σταθερών επαγγελματικών δαπανών με το συντελεστή απόδοσης.
4. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου δεν έχουν εφαρμογή αν το ατομικό
επάγγελμα ασκείται από άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ασκούν
το επάγγελμα για μία συνεχή δεκαετία, πριν από τη συμπλήρωση αυτού του ορίου ηλικίας,
καθώς και από άτομα που είναι τυφλοί και γραμμένοι στο γενικό μητρώο τυφλών της οικείας
νομαρχίας ή είναι ανάπηροι με ποσοστό αναπηρίας πάνω από ογδόντα τοις εκατό (80%)
από νοητική καθυστέρηση, φυσική αναπηρία ή ψυχική πάθηση με βάση τη γνωμάτευση της
227
οικείας Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής που εδρεύει σε κάθε νομό. Δεν λαμβάνεται
υπόψη επαγγελματική ή ασφαλιστική αναπηρία.
Επίσης, οι διατάξεις της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου δεν έχουν εφαρμογή για τα
πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές τις παραγράφους κατά τα τρία (3) πρώτα έτη άσκησης
του επαγγέλματός τους και εφόσον δεν έχουν παρέλθει 10 (δέκα) έτη από την απόκτηση
του πτυχίου. Για τον υπολογισμό της τριετίας, ως πρώτο έτος θεωρείται το επόμενο εκείνου
μέσα στο οποίο ο φορολογούμενος υπέβαλε για πρώτη φορά δήλωση έναρξης
επαγγέλματος. Αν δεν υποβληθεί τέτοια δήλωση ή έχει υποβληθεί εκπρόθεσμα μετά την
πάροδο εξαμήνου, λαμβάνεται υπόψη το πρώτο κλιμάκιο του συντελεστή απόδοσης.
5. Για την εφαρμογή της παραγράφου 2, ο συντελεστής απόδοσης είναι ανάλογος με τα έτη
άσκησης του επαγγέλματος και προσδιορίζεται ως ακολούθως:
Τα πρόσωπα της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου, εφόσον πριν από την έναρξη
επαγγέλματος άσκησαν το επάγγελμά τους ως μισθωτοί ή με οποιαδήποτε άλλη σχέση
εργασίας περισσότερο από μία δεκαετία, τότε για τον προσδιορισμό του συντελεστή
απόδοσης, στα έτη άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματος προστίθεται χρονικό διάστημα
10 (δέκα) ετών.
6. Για τον καλλιτέχνη ή τραγουδιστή που παρέχει υπηρεσίες με σύμβαση μίσθωσης
εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών σε κέντρα διασκέδασης, αναψυκτήρια ή συναυλίες που
δεν τηρεί ή τηρεί βιβλία δεύτερης ή προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, το άθροισμα του καθαρού εισοδήματος από παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών,
που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 49 και αυτού από
παροχή υπηρεσιών με σύμβαση μίσθωσης εργασίας, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από
αυτό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό επαγγελματικής αμοιβής με τους
συντελεστές εμφάνισης (Σ.Ε.), δισκογραφίας (Σ.Δ.) και προβολής (Σ.Π.).
Ως επαγγελματική αμοιβή λαμβάνεται το ποσό των εννιά χιλιάδων επτακοσίων (9.700)
ευρώ.
Ως συντελεστής εμφάνισης ορίζεται η μονάδα προσαυξημένη με κλάσμα που έχει αριθμητή
τον αριθμό των εμφανίσεων του καλλιτέχνη ή του τραγουδιστή στα κέντρα διασκέδασης,
αναψυκτήρια ή συναυλίες και παρανομαστή τον αριθμό τριακόσια τριάντα (330).
(αριθμός εμφανίσεων)
1+
330
228
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΗ, ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΣΗ ΦΟΡΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ
Άρθρο 52
Προκαταβολή του φόρου
1. Με βάση τη δήλωση του άρθρου 61 και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης του
άρθρου 74 βεβαιώνεται ποσό ίσο με το πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) του φόρου
που προκύπτει από τους βεβαιωτικούς αυτούς τίτλους για το φόρο που αναλογεί
στο εισόδημα του διανυόμενου οικονομικού έτους. Αν στους βεβαιωτικούς αυτούς
τίτλους περιλαμβάνονται και εισοδήματα για τα οποία ο φόρος παρακρατείται στην
πηγή ή καταβάλλεται κατά τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων, ο φόρος που
παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε για τα εισοδήματα αυτά εκπίπτει από το φόρο που
πρέπει να βεβαιωθεί κατά το προηγούμενο εδάφιο. Αν το εισόδημα με βάση το
οποίο ενεργείται η βεβαίωση του φόρου προσδιορίζεται κατά τρόπο τεκμαρτό, ο
φόρος που αναλογεί στο τεκμαρτό αυτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη για τον
προσδιορισμό του ποσού που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το άρθρο αυτό. Όταν
υποβάλλεται δήλωση για πρώτη φορά το προς βεβαίωση ποσό της παραγράφου
αυτής περιορίζεται στο μισό. Για την καταβολή του φόρου της βεβαίωσης αυτής
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 9.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 6 του Ν.
3091/2002> και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1.1.2003 και μετά.)
(Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Για την καταβολή του φόρου της βεβαίωσης αυτής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις
της παραγράφου 7 του άρθρου 9»).
230
άρθρου 1 του Π.Δ. 242/1984 (ΦΕΚ Α΄ 96) και προκειμένου για εκπόνηση μελετών ή
σχεδίων και επίβλεψη έργων του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
και των κοινωφελών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων, ο προκαταβλητέος φόρος κατά τα
ποσοστά της παραγράφου αυτής, υπολογίζεται στο ποσό της συμβατικής αμοιβής.
Το ποσό του φόρου, που προκύπτει κατά τα οριζόμενα στην παρούσα, αποδίδεται
στη δημόσια οικονομική υπηρεσία της περιφέρειας, όπου βρίσκεται η
επαγγελματική έδρα του δικαιούχου των αμοιβών αρχιτέκτονα ή μηχανικού με την
υποβολή δήλωσης πριν από τη θεώρηση των σχεδίων ή μελετών ή από τη
χορήγηση της σχετικής άδειας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου.
Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου της αμοιβής, τη
διεύθυνσή του, τη νόμιμη ή συμβατική κατά περίπτωση αμοιβή, τον προκαταβλητέο
φόρο, την αρμόδια για τη φορολογία δημόσια οικονομική υπηρεσία του ίδιου και
εκείνου που του ανέθεσε τη σύνταξη των σχεδίων ή της μελέτης ή την επίβλεψη,
πλην των περιπτώσεων που την ανάθεση έκανε το Δημόσιο. Η υπηρεσία του
Δημοσίου που είναι αρμόδια για τη θεώρηση των σχεδίων ή μελετών ή για τη
χορήγηση της άδειας, απαγορεύεται να προβεί στη θεώρηση ή στη χορήγηση της
άδειας, αν δεν καταβληθεί προηγουμένως στη δημόσια οικονομική υπηρεσία το
οφειλόμενο ποσό του προκαταβλητέου φόρου. Η καταβολή αποδεικνύεται με την
προσκόμιση του οικείου τριπλότυπου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης,
όπως και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.
Άρθρο 53
Μείωση του προκαταβλητέου φόρου
232
1. Σε περίπτωση που τυχόν μειωθεί το εισόδημα κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις
εκατό (25%) και πάνω, ο φορολογούμενος δικαιούται να ζητήσει με αίτησή του τη
μείωση του φόρου που βεβαιώθηκε κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου. Η
αίτηση υποβάλλεται μέχρι το τέλος του μήνα Σεπτεμβρίου του οικονομικού έτους
στο οποίο έγινε η βεβαίωση και αφορά το ποσό του φόρου για τις δόσεις που δεν
έγιναν ληξιπρόθεσμες κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης. Κατά την εκτίμηση
της μείωσης του εισοδήματος από εμπορικές γενικά επιχειρήσεις ή από γεωργικές
εκμεταλλεύσεις ή από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος, λαμβάνονται
ενδεικτικά υπόψη:
α. Το ποσό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης στην τρέχουσα διαχειριστική
περίοδο, συγκρινόμενο με τα ακαθάριστα έσοδα της αντίστοιχης περιόδου του
προηγούμενου διαχειριστικού έτους.
β. Το ποσοστό των δαπανών και εξόδων διαχείρισης επί των ακαθάριστων εσόδων
της τρέχουσας διαχειριστικής περιόδου σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό της
προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου.
γ. Οι ουσιώδεις μεταβολές που τυχόν επήλθαν στους παράγοντες διαμόρφωσης του
μικτού κέρδους της επιχείρησης κατά την τρέχουσα διαχειριστική περίοδο σε σχέση
με την προηγούμενη.
δ. Κάθε άλλο στοιχείο από το οποίο πολύ πιθανολογείται μείωση του κέρδους της
τρέχουσας χρήσης.
(Όπως στο άρθρο 53 προστέθηκε η νέα παρ. 4 με την παρ. 23 του άρθρου 3 του Ν.
2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ι του άρθρου 50 του ιδίου νόμου από τη
δημοσίευση αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΦΟΡΟΥ
Άρθρο 54
Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από κινητές αξίες
1. Στα διανεμόμενα κέρδη των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών, με τη μορφή
μερισμάτων, προμερισμάτων, αμοιβών και ποσοστών, εκτός μισθού, των μελών του
διοικητικού συμβουλίου και των διευθυντών, καθώς και των αμοιβών
εργατοϋπαλληλικού προσωπικού, ουδεμία παρακράτηση φόρου ενεργείται, ως
φορολογούμενα τα εισοδήματα αυτά στο όνομα του νομικού προσώπου.
.............................................................................................................
2. Στα εισοδήματα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 24 ενεργείται
παρακράτηση φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) εξαντλουμένης της
φορολογικής υποχρέωσης του δικαιούχου για τα εισοδήματα αυτά.
4. Στα λοιπά εισοδήματα των άρθρων 24 και 25 ενεργείται παρακράτηση, έναντι του
φόρου που αναλογεί, με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), επιφυλασσομένων των
διατάξεων του άρθρου 12 του παρόντος.
Εξαιρετικά, για αμοιβές μελών Διοικητικού Συμβουλίου και τόκους από ιδρυτικούς
τίτλους και προνομιούχες μετοχές, που εκπίπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις των
περιπτώσεων α΄, β΄ και γ της παραγράφου 6 του άρθρου 105 από τα ακαθάριστα
έσοδα, καθώς και για τα εισοδήματα των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου 25, γίνεται
παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό(25%), για τα εισοδήματα
234
β. Για τα εισοδήματα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 24, κατά
την καταβολή ή την εγγραφή τους σε πίστωση του δικαιούχου ή της εγγραφής
αυτών στον οικείο λογαριασμό των βιβλίων της ασφαλιστικής εταιρίας.
γ. Για τα εισοδήματα της παραγράφου 2 του άρθρου 25 κατά την καταβολή ή την
εγγραφή τους σε πίστωση του δικαιούχου και το αργότερο μέσα σε ένα (1) μήνα από
την έγκριση από τη γενική συνέλευση των μετόχων.
δ. Για εισοδήματα από ομολογίες και χρεόγραφα των ημεδαπών νομικών
προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και από κινητές αξίες γενικά
αλλοδαπής προέλευσης, κατά την εξαργύρωση των τοκομεριδίων ή της εισπράξεως
των μερισμάτων από το δικαιούχο.
ε. Για τόκους, από την καταβολή τους ή την εγγραφή τους στα βιβλία του οφειλέτη
σε πίστωση του δανειστή. Εξαιρετικά, αν ο οφειλέτης τόκων είναι φυσικό πρόσωπο
το οποίο δεν ασκεί επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα, δεν ενεργείται παρακράτηση
φόρου. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος του εισοδήματος των τόκων έχει
υποχρέωση να αποδώσει τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος είκοσι τοις εκατό
(20%) στην αρμόδια για τη φορολογία του δημόσια οικονομική υπηρεσία, μέσα στο
πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα, από αυτόν μέσα στον οποίο έγινε η
καταβολή των τόκων.
στ. Για τα εισοδήματα της περίπτωσης η΄ της παρ. 1 του άρθρ.24, κατά το χρόνο
λήξης έκαστης σύμβασης ή κατά την καταβολή τους, εφόσον αυτό συμφωνείται να
γίνει πριν από το χρόνο λήξης της σύμβασης.
..........................................................................................................
Άρθρο 55
Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις
236
έγκρισής του, εντός τριών (3) μηνών από τη λήξη της διαχειριστικής χρήσης, κατά το χρόνο
που λήγει το τρίμηνο αυτό»).
α δύο πρώτα εδάφια της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,
κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμοί και επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και
πιστωτικά ιδρύματα ή πιστωτικοί οργανισμοί, συνεταιρισμοί και ενώσεις τους, σύλλογοι γενικά και ενώσεις
προσώπων ανεξάρτητα από το σκοπό τους, καθώς και επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, που
τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), όταν για την
επαγγελματική τους εξυπηρέτηση ή για την εκτέλεση του σκοπού τους καταβάλλουν σε τρίτους, εκτός από
τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 2 του π.δ. 186/1992, αμοιβές για οποιουδήποτε
είδους παρεχόμενη υπηρεσία: αα) με αποδείξεις δαπανών σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κ.Β.Σ.
παρακρατούν φόρο είκοσι τοις εκατό (20%), ββ) για όλες τις λοιπές περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών
εφόσον οι συναλλαγές υπερβαίνουν τα τριακόσια (300) ευρώ, παρακρατούν από 1.7.2010 φόρο με
συντελεστή οκτώ τοις εκατό (8%).
δδ. Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου Α.Ε., οι θυγατρικές της επιχειρήσεις, καθώς και
οι θυγατρικές των θυγατρικών.
Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1
εφαρμόζονται αναλόγως.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τρόπος παρακράτησης του φόρου και γενικά κάθε
αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης αυτής.
ζ. Στα εισοδήματα που προέρχονται από αμοιβές ή προμήθειες λόγω
διαμεσολάβησης για πώληση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, με συντελεστή είκοσι
τοις εκατό (20%), που υπολογίζεται στο ποσό της προμήθειας ή αμοιβής του
δικαιούχου. Οι Α.Ε. Διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων υποχρεούνται να
παρακρατούν το φόρο κατά την καταβολή των προμηθειών ή αμοιβών.
η............................................................................................
(Όπως η περίπτωση η΄ της παρ. 1 καταργήθηκε με την αρ. 3 του άρθρου 9 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για διαχειριστικές
περιόδους εταιριών περιορισμένης εθύνης που αρχίζουν από 1.1.2003 και μετά)
(Η περίπτωση η΄ πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«η. Οι μισθοί και λοιπές αμοιβές που καταβάλει η εταιρία περιορισμένης ευθύνης σε
διαχειριστές εταίρους αυτής, λόγω παρεχομένων σε αυτήν υπηρεσιών, δεν υπόκεινται σε
παρακράτηση φόρου. Για τα πιο πάνω ποσά, το νομικό πρόσωπο υποχρεούται, έναντι του
οφειλόμενου φόρου επί της επιχειρηματικής αμοιβής, να καταβάλει στο Δημόσιο φόρο που
υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), πλέον τελών χαρτοσήμου ένα τοις
εκατό (1%). Για την απόδοση του φόρου αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου
1 του άρθρου 59.
Ο φόρος της περίπτωσης αυτής εκπίπτει από τον παρακρατούμενο, σύμφωνα με την
περίπτωση δ΄, φόρο και το προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο καταβάλλεται εφάπαξ,
σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 60.
Τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο επιστρέφεται.»)
(Η παράγραφος 2 του άρθρου 55 καταργήθηκε με την παράγραφο 20 του άρθρου 3 του Ν.
2873/2000. Η κατάργηση ισχύει, σύμφωνα με την περίπτωση ε του άρθρου 50 του ιδίου
νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που πραγματοποιούν οι υπόχρεοι
από 1/1/2001 και μετά).
Άρθρο 56
………………………..
241
(Όπως το άρθρο 56 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 5 του Ν.
3296/2004 και η κατάργηση αυτή ισχύει για ποσά επιδοτήσεων που καταβάλλονται από
1/1/2005 και μετά).
Άρθρο 57
Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες
1. Στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ο φόρος παρακρατείται από εκείνον, που
απασχολεί κατά σύστημα έμμισθο ή ημερομίσθιο προσωπικό, είτε καταβάλει
συντάξεις, επιχορηγήσεις και κάθε άλλη παροχή. Η παρακράτηση ενεργείται κατά
την καταβολή και ο φόρος υπολογίζεται ως εξής:
α) Με βάση την κλίμακα (α) της παραγράφου 1, καθώς και το πρώτο και τρίτο εδάφιο
της παραγράφου 2 του άρθρου 9, στους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό, τους
συνταξιούχους και τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν
υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα έτος στον ίδιο εργοδότη ή
με σχέση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου, μετά από προηγούμενη αναγωγή
του μισθού ή της σύνταξης ή του ημερομισθίου ή της αμοιβής που ορίζεται με άλλη
βάση, σε ετήσιο καθαρό εισόδημα.
(Όπως η περίπτωση α΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 9 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
α. Με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του
άρθρου 9 στους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό, τους συνταξιούχους και τους αμειβόμενους
με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα
έτος στον ίδιο εργοδότη ή με σχέση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου, μετά από
προηγούμενη αναγωγή του μισθού ή της σύνταξης ή του ημερομισθίου ή της αμοιβής, που
ορίζεται με άλλη βάση, σε ετήσιο καθαρό εισόδημα).
β. Στους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ορισμένου
χρόνου αλλά διάρκειας μικρότερης από ένα έτος, με συντελεστή στο ακαθάριστο
ποσό του ημερομισθίου, ο οποίος ορίζεται σε 3% (τρία τοις εκατό) για ημερομίσθιο
πάνω από είκοσι τέσσερα (24) ευρώ.
(Όπως η περίπτωση β της παραγράφου 1 του άρθρου 57, αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 19 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ε
του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που
πραγματοποιούν οι υπόχρεοι από 1/1/2001 και μετά).
(Όπως η περ.β της παρ.1 του άρθρου 57 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής: " β)
Στους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ορισμένου χρόνου
αλλά διάρκειας μικρότερης από ένα έτος, με συντελεστή στο ακαθάριστο ποσό του
ημερομισθίου, ο οποίος ορίζεται σε τρία τοις εκατό (3%) για ημερομίσθιο πάνω από έξι
χιλιάδες (6.000) δραχμές.")
243
(Όπως οι υποπεριπτώσεις αα΄ και ββ΄ της περ. ε΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκαν με την παρ.
16 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και εφαρμόζονται σύμφωνα με την παρ. 17 του ιδίου
άρθρου για την παρακράτηση φόρου από τα ποσά των συντάξεων ή αλλων παροχών
παρόμοιας φύσης που καταβάλλονται στους δικαιούχους από 1/1/2001 και μετά).
στ) Στις αμοιβές των αξιωματικών και του κατώτερου πληρώματος του εμπορικού
ναυτικού για τις υπηρεσίες που παρέχουν σε εμπορικά πλοία, καθώς και για τις
αμοιβές του ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας, με βάση τις
διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 9.
Ο φόρος που παρακρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου
μειώνεται κατά ποσοστό ενάμισι τοις εκατό (1,5 %) κατά την παρακράτησή του.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 57 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε
με την παρ. 10 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του
ίδιου νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1-1-2005 και μετά).
(Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 57 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Ο φόρος που παρακρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου μειώνεται
κατά ποσοστό δυόμισι τοις εκατό (2,5%) κατά την παρακράτησή του»).
(Όπως η περίπτωση στ΄ της παρ. 7 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 9 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για εισοδήματα που
ισχύουν από 1/1/2003 και μετά)
(Η περίπτωση στ΄ πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«στ. Στις αμοιβές των αξιωματικών και του κατώτερου πληρώματος του εμπορικού ναυτικού
για τις υπηρεσίες που παρέχουν σε εμπορικά πλοία, καθώς και για τις αμοιβές του
ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας, με βάση τις διατάξεις της παρ. 4 του
άρθρ. 9.»)
2. Για την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων ισχύουν, κατά περίπτωση και οι
διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 7, καθώς και του άρθρου 59.
Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε. και του άρθρου 3 του ν. 3754/2009 ( Α΄43)
καταργούνται.»
3. Στο μηνιαίο εισόδημα από αμοιβές για υπηρεσία ενεργού εφημερίας, μεικτής
εφημερίας και εφημερίας ετοιμότητας, που αποκτούν οι ιατροί που είναι ενταγμένοι
στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.). οι πανεπιστημιακοί ιατροί που δεν ασκούν
ελευθέριο επάγγελμα, οι ειδικευόμενοι ιατροί που διέπονται από τις διατάξεις του Ν.
1397/1983 (ΦΕΚ 143 Α΄) και οι ιατροί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, του
Ι.Κ.Α. (Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων), που διέπονται από τις διατάξεις του
άρθρου 16 του Ν. 1666/1986 (ΦΕΚ 200 Α΄), για ποσό που αντιστοιχεί αθροιστικά σε
δύο (2) ημέρες ενεργού εφημερίας. δύο (2) ημέρες μεικτής εφημερίας και δύο (2) η-
245
Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.
Ο συντελεστής της παρ.2 του άρθρου 5 του ν. 1146/1972 μειώνεται από τριάντα τοις εκατό (30%) σε είκοσι
πέντε τοις εκατό (25%).
Οι διατάξεις της παραγράφου 15 του άρθρου 5 του ν. 2892/2001(Α΄46) καταργούνται.
Οι διατάξεις της παραγράφου 1, εκτός των δύο τελευταίων εδαφίων, του άρθρου 5 του Ζ΄ Ψηφίσματος του
έτους 1975 (Α΄23) της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με τις παραγράφους 1
έως 5 του άρθρου 10 του ν. 2459/1997, καταργούνται.
5. Από το καθαρό ποσό του ειδικού επιδόματος των παραγράφων 2 και 3 του
άρθρου 33 του Ν. 1892/1990 παρακρατείται φόρος με συντελεστή δέκα τοις εκατό
(10%) κατά την καταβολή του στους δικαιούχους. Με την παρακράτηση αυτή
εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για το ποσό αυτών των
αμοιβών.
246
Άρθρο 58
Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από αμοιβές ελευθερίων επαγγελμάτων
Στο εισόδημα από αμοιβές ελευθέριου επαγγέλματος ενεργείται παρακράτηση
φόρου με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο ακαθάριστο ποσό των αμοιβών
αυτών. Ο φόρος παρακρατείται από τις δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς τοπικής
αυτοδιοίκησης και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κοινωφελή ιδρύματα,
οργανισμούς και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και
πιστωτικά ιδρύματα ή πιστωτικούς οργανισμούς, συνεταιρισμούς και ενώσεις τους,
συλλόγους γενικά και ενώσεις προσώπων ανεξάρτητα από το σκοπό τους, καθώς
και από επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που τηρούν βιβλία δεύτερης ή
τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, κατά την καταβολή των
αμοιβών.
Επίσης, οι υπόχρεοι του προηγούμενου εδαφίου, όταν για την επαγγελματική τους
εξυπηρέτηση ή για την εκτέλεση του σκοπού τους καταβάλλουν σε τρίτους, εκτός
από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του Π.Δ.
186/1992, προμήθειες, μεσιτείες, αμοιβές ή άλλες κάθε είδους παροχές μη έμμισθης
υπηρεσίας, ενοίκια αυτοκινήτων, μηχανημάτων ή άλλων κινητών πραγμάτων,
247
εφόσον σε αυτές τις περιπτώσεις δεν ορίζεται από το Π.Δ. 186/1992 η έκδοση
θεωρημένου αποδεικτικού στοιχείου από το δικαιούχο των αμοιβών αυτών,
οφείλουν να παρακρατούν κατά την καταβολή της αμοιβής φόρο, ο οποίος
υπολογίζεται με συντελεστή 20% (είκοσι τοις εκατό) στο ακαθάριστο ποσό αυτής.
Ειδικά για τις παροχές μη έμμισθης υπηρεσίας που καταβάλλονται από τους
εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, ο παραπάνω
συντελεστής περιορίζεται σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%)
(Όπως το τελευαιο εδάφιο προστίθεται στην παραγραφο 1 του άρθρου 58 με την παρ. 16
του αρθρ. 30 του Ν. 3220/2004 και ισχύει για αμοιβές που καταβάλλονται από 1-1-2004).
Εξαιρούνται από την παρακράτηση οι προμήθειες που καταβάλλονται από
ασφαλιστικές εταιρίες στους νόμιμους αντιπροσώπους ή εξουσιοδοτημένους
γενικούς ή απλούς πράκτορές τους.
Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 55 εφαρμόζονται ανάλογα.
(Η παράγραφος 2 του άρθρου 58 καταργήθηκε με την παράγραφο 21 του άρθρου 3 του Ν.
2873/2000. Η κατάργηση ισχύει, σύμφωνα με την περίπτωση ε του άρθρου 50 του ιδίου
νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που πραγματοποιούν οι υπόχρεοι
από 1/1/2001 και μετά).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΑΠΟΔΟΣΗ ΦΟΡΟΥ
Άρθρο 59
Απόδοση φόρου με διμηνιαίες δηλώσεις
1. Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 4, 5, 6 και 7
του άρθρου 14, των περιπτώσεων α΄, ε΄ και η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 και
των άρθρων 56, 57 και 58, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή
στη δημόσια οικονομική υπηρεσία της έδρας τους, μέχρι την 20ή ημέρα των μηνών
Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους με
προσωρινή δήλωση, η οποία περιλαμβάνει τα ακαθάριστα ποσά που έχουν
καταβληθεί στο προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο και το φόρο που
παρακρατήθηκε. Η υποβολή της δήλωσης πραγματοποιείται ανάλογα με το
τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) του φορολογουμένου,
με αρχή για το ψηφίο 1 την εικοστή (20ή) ημέρα των μηνών αυτών και
ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες.
248
οφείλεται μετά την έκπτωση από το φόρο που αναλογεί του ποσοστού που ορίζεται
με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 57, το φόρο
που παρακρατήθηκε για κάθε μισθωτό ή ημερομίσθιο ή συνταξιούχο κατά
περίπτωση, καθώς και το υπόλοιπο για καταβολή ποσό φόρου, το οποίο θα
καταβάλλεται εφάπαξ με την υποβολή της δήλωσης.
(Όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 18 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και
εφαρμόζεται σύμφωνα με την παρ. 19 του ιδίου άρθρου για οριστικές δηλώσεις οικονομικού
έτους 2001 και μετά, οι οποίες περιλαμβάνουν αποδοχές και συντάξεις, που καταβλήθηκαν
μέσα στο 2000 και μετά).
4. Κατ΄ εξαίρεση, οι υπόχρεοι που παρακρατούν φόρο κατά την καταβολή αμοιβών
σε αξιωματικούς του εμπορικού ναυτικού, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες σε πλοία,
αποδίδουν με εφάπαξ καταβολή τα ποσά που παρακράτησαν, με εξαμηνιαίες
δηλώσεις, τις οποίες θα υποβάλλουν στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία
μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου, για τα ποσά φόρου που
παρακράτησαν κατά τη διάρκεια του πρώτου ημερολογιακού εξαμήνου κάθε έτους
και μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, για τα ποσά φόρου που
παρακράτησαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημερολογιακού εξαμήνου κάθε έτους.
Για την καταβολή του φόρου που πρέπει να παρακρατείται από τις κάθε είδους
αμοιβές των αξιωματικών των εμπορικών πλοίων ευθύνονται αδιαίρετα και
αλληλέγγυα, βάσει του τίτλου που έχει αποκτηθεί έστω για έναν από τους
υποχρέους, ο οποίος ισχύει και ως προς τους άλλους υποχρέους για τη λήψη των
αναγκαίων μέτρων για την είσπραξη του φόρου:
α. Όλοι οι κατά καιρούς πλοιοκτήτες, για το φόρο που οφείλεται πριν από τη
χρονολογία μεταβίβασης από αυτούς της κυριότητας του πλοίου, ως και διάδοχοί
τους,
β. Οι εφοπλιστές, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχαν την εκμετάλλευση
πλοίου.
γ. Σε περίπτωση συμπλοιοκτησίας, κάθε συμπλοιοκτήτης ανάλογα με το ποσοστό
της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητά του επί του πλοίου και οι διαχειριστές για το
χρονικό διάστημα που είχαν τη διαχείριση του πλοίου, για ολόκληρο το ποσό του
φόρου.
δ. Οι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά οι εκπρόσωποι των κάθε είδους εταιριών ή
επιχειρήσεων, οι οποίες εκμεταλλεύονται πλοία, ο καθένας χωριστά για ολόκληρο
το ποσό του φόρου.
Για τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ως εκπρόσωποι των
πλοιοκτητών θεωρούνται και οι πληρεξούσιοί ή πράκτορες τους στην Ελλάδα, οι
οποίοι έχουν ευθύνη για τις υποχρεώσεις που αφορούν το φόρο μισθωτών
υπηρεσιών, τις οποίες έχουν τα πρόσωπα τα οποία εκπροσωπούν, μόνον εφόσον
έχουν αναλάβει την προσωπική ευθύνη για τις υποχρεώσεις αυτές και τούτο
250
7. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή του φόρου θεωρείται
απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.
8. ........................................................................................
(Όπως η παρ.8 του άρθρου 59 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ.18 του άρθρου 5
του Ν. 2753/1999 και ισχύει σύμφωνα με την περ.θ του άρθρου 26 του ιδίου νόμου από
17/11/1999)
(Όπως η παρ.8 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: " 8. Με αποφάσεις του Υπ.
Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να
μεταφέρεται, για ορισμένες κατηγορίες υπόχρεων, η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που
ορίζεται στην παράγραφο 1. στις 16, 17 και 18 του μήνα απόδοσης του φόρου και να
κατανέμονται σε αυτές οι υπόχρεοι με βάση την αλφαβητική σειρά της επωνυμίας ή του
τίτλου τους. Επίσης, με τις ίδιες αποφάσεις μπορεί να ορίζεται ως αρμόδια για την είσπραξη
τοιι φόρου που παρακρατούν νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή δημόσιες
επιχειρήσεις και οργανισμοί από μισθούς, ημερομίσθια ή κάθε είδους παροχές ή αμοιβές
που καταβάλλουν σε πρόσωπα που απασχόλησαν σε υποκαταστήματα, πρατήρια ή σε
άλλες μονάδες τους που λειτουργούν εκτός της έδρας τους, η δημόσια οικονομική υπηρεσία
251
της έδρας τους και να καθορίζεται το περιεχόμενο της προσωρινής και οριστικής δήλωσης
και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού").
Άρθρο 60
Απόδοση του φόρου με μηνιαίες δηλώσεις
1. Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του
άρθρου 14, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή στη δημόσια
οικονομική υπηρεσία της έδρας τους, υποβάλλοντας δήλωση μέσα στον επόμενο
από την παρακράτηση μήνα, η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο, όνομα
πατέρα ή συζύγου, τη διεύθυνση των δικαιούχων, τα καταβληθέντα ποσά και τον
φόρο που αναλογεί σε αυτά.
2. Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54, υποχρεούνται
να αποδίδουν αυτόν εφάπαξ, με την υποβολή δήλωσης στη δημόσια οικονομική
υπηρεσία, στην περιφέρεια της οποίας έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία
παρακρατήθηκε ο φόρος, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από την
παρακράτηση του φόρου μήνα, με εξαίρεση το φόρο που παρακρατήθηκε από τα
εισοδήματα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 24, ο οποίος
αποδίδεται εφάπαξ μέσα σε 10 (δέκα) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας που
ορίζεται από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων για το κλείσιμο του ισολογισμού.
3. Όσοι παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 9, 10, 11, 12
και 13 του άρθρου 13, των περιπτώσεων β΄,γ΄,δ΄, στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 55 και της παραγράφου 4 του άρθρου 57, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν
με σχετική δήλωση, που πρέπει να υποβάλλουν μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο
του επόμενου από την παρακράτηση μήνα στη δημόσια οικονομική υπηρεσία στην
περιφέρεια της οποίας έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία παρακρατήθηκε ο
φόρος, ο οποίος αποδίδεται εφάπαξ με την υποβολή της οικείας δήλωσης.
(Όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 8 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού ήτοι 24.12.2002 και μετά)
(Η παράγραφος 3 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«3. Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 8, 9, 10, 11 και
12 του άρθρου 13, των περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄, στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55
και της παραγράφου 4 του άρθρου 57, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με σχετική
δήλωση που πρέπει να υποβάλλουν μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από
την παρακράτηση μήνα στη δημόσια οικονομική υπηρεσία, στην περιφέρεια της οποίας
252
έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία παρακρατήθηκε ο φόρος, ο οποίος αποδίδεται
εφάπαξ με την υποβολή της οικείας δήλωσης»).
7. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή του φόρου θεωρείται
απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΔΗΛΩΣΗ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
Άρθρο 61
Υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης
1. Κάθε φυσικό πρόσωπο, για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2,
έχει υποχρέωση να υποβάλλει δήλωση, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο
εισόδημα του υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
253
Υποχρέωση για υποβολή δήλωσης υπάρχει επίσης και όταν ο συνολικό εισόδημα
του φορολογούμενου είναι μικρότερο από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ, αλλά στο
εισόδημα αυτό περιλαμβάνεται και ζημία από εμπορική επιχείρηση ή γεωργική
εκμετάλλευση, την οποία δικαιούται κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 να συμψηφίσει
με εισοδήματα του ίδιου και των επόμενων ετών.
(Όπως το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου
6 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα
που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Το πρώτο και δεύερο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«1. Κάθε φυσικό πρόσωπο, για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, έχει
υποχρέωση να υποβάλλει δήλωση, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά του
υπερβαίνει το ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
Υποχρέωση για υποβολή δήλωσης υπάρχει επίσης και όταν το συνολικό εισόδημα του
φορολογουμένου είναι μικρότερο από τα χίλια διακόσια (1.200) ευρώ, αλλά στο εισόδημα
αυτό περιλαμβάνεται και ζημιά από εμπορική επιχείρηση ή γεωργική εκμετάλλευση, την
οποία δικαιούται κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 να συμψηφίσει με εισοδήματα του ίδιου και
των επόμενων ετών»).
Παράλειψη του υποχρέου να επιδώσει μέχρι το τέλος του οικείου οικονομικού έτους
δήλωση, η οποία αναγράφει τη ζημία που προέκυψε στο ίδιο ή τα προηγούμενα
αυτού οικονομικά έτη, του στερεί το δικαίωμα να τη συμψηφίσει.
Ειδικά προκειμένου για τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία αποκτούν αποκλειστικά
εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, αυτά υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, αν
το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά τους υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων
(6.000) ευρώ, εφόσον έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και δεν συντρέχει μία
από τις περιπτώσεις α΄, ε΄, στ΄, η΄ ή ι΄ αυτής της παραγράφου.
(Όπως τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου από το οικον. Έτος 2005 για εισοδήματα που αποκτώνται από
αυτό και μετά).
(Το τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 61 πριν την αντικατάστασή τους
είχαν ως εξής:
«Κατ΄ εξαίρεση, τα φυσικά πρόσωπα τα οποία αποκτούν εισόδημα αποκλειστικά από
μισθωτές υπηρεσίες και για τα οποία δεν συντρέχει μια από τις πιο κάτω περιπτώσεις α΄, β΄,
στ΄, ζ ή ια΄ αυτής της παραγράφου δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, εφόσον: α)
κατοικούν στην Ελλάδα και το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημα τους είναι μέχρι έξι χιλιάδες
(6.000) ευρώ ή β) το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημα τους ανεξαρτήτως ποσού προέρχεται
από έναν μόνο φορέα, ο οποίος έχει διενεργήσει τελική εκκαθάριση φόρου σύμφωνα με τις
διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 59. Τα πρόσωπα της περίπτωσης β΄ του
προηγούμενου εδαφίου, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημα τους είναι πάνω από
254
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. μετά το πρώτο εδάφιο, προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως
εξής:
«Εξαιρείται το φυσικό πρόσωπο, που αποκτά αποκλειστικά ετήσιο εισόδημα με βάση τις διατάξεις του
άρθρου 16 μέχρι έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ.»
πέμπτο εδάφιο και στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης η΄ αυτής της παραγράφου,
καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
(Όπως η περ. ια΄ του όγδοου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/1994,
αναριθμείται σε ι΄ σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004).
ιβ.......................................................................................
(Όπως η περ .ιβ της παρ. 1 του άρθρου 61 καταργήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.
2753/1999 και ισχύει σύμφωνα με την περ.α του άρθρου 26 του ιδίου νόμου από 1/1/1999)
(Όπως η περ.ιβ της παρ.1 του άρθρου 61 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:" ιβ) Όποιος
έχει υπερβεί το εικοστό πέμπτο (25ο) έτος της ηλικίας του, εκτός αν αποκτά εισόδημα από
μισθωτές υπηρεσίες μέχρι το ποσό των οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών ή και από
ιδιοκατοίκηση κύριας κατοικίας με επιφάνεια μέχρι εξήντα (60) τετραγωνικά μέτρα ή είναι
κατά κύριο επάγγελμα αγρότης." )
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, μπορούν να αναπροσαρμόζονται τα ποσά που αναφέρονται στο
πέμπτο εδάφιο και στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης η΄ αυτής της παραγράφου,
καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
(Όπως στην παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που
εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με τις παρ. 80, 81, 82, 83,
84, 85, και 86 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως
ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
2. Για τους εγγάμους, για τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου
εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 5, υπόχρεος σε επίδοση δήλωσης είναι ο
σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του. Ειδικά, υποχρεούνται να
επιδώσουν φορολογική δήλωση ο καθένας χωριστά για το συνολικό εισόδημά του
οι σύζυγοι όταν:
α. Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το
βάρος της απόδειξης για τη διακοπή φέρει ο φορολογούμενος.
β. Ο ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης.
γ) Ο ένας από τους δύο συζύγους έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.
(Όπως η περίπτωση γ΄ της παρ. 2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 20 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο
ΦΕΚ, ήτοι από 2/11/2001)
(Όπως η περ.γ της παρ.2 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής: "γ) Ο ένας από τους
δύο συζύγους έχει τεθεί σε δικαστική ή νόμιμη απαγόρευση ή τελεί υπό δικαστική
αντίληψη.")
Στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρ. 5, για τα εισοδήματα των ανήλικων τέκνων,
υπόχρεος για την υποβολή της δήλωσης είναι ο πατέρας ή, αν αυτός δεν υπάρχει ή
δεν έχει τη γονική μέριμνα, η μητέρα.
258
(Όπως το τέταρτο και πέμτπο εδάφιο της παρ. 4 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 9 του
άρθρου 13 του Ν. 2992/2002 και ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 48 του ιδίου νόμου από τη
δημοσίευσή του στο ΦΕΚ, ήτοι από 20/3/2002)
(Όπως το νέο εδάφιο προστέθηκε στο τέλος της παρ. 4 με την παρ. 10 του άρθρου 13 του
Ν. 2992/2002 και ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 48 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή
του στο ΦΕΚ, ήτοι από 20/3/2002)
την παράγραφο 4 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε., οι λέξεις «τεκμαρτή» και «τεκμήρια» αντικαθίστανται από τις
φράσεις «αντικειμενική δαπάνη» και «άρθρα 16 και 17 του Κ.Φ.Ε.».
το διοικητικό δικαστήριο, ενεργείται νέα εκκαθάριση του φόρου της δήλωσης και το
επιπλέον ποσό αυτού που βεβαιώθηκε ή καταβλήθηκε εκπίπτει ή συμψηφίζεται με
το φόρο που προκύπτει με βάση τα οριστικά στοιχεία, όταν αυτός είναι μεγαλύτερος
από το φόρο που προέκυψε με βάση τα στοιχεία της δήλωσης. Σε κάθε άλλη
περίπτωση ο επιπλέον φόρος επιστρέφεται.
6. οι διατάξεις της παραγράφου 4 αυτού του άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και όταν
η δήλωση του υπόχρεου έχει υποβληθεί ηλεκτρονικά μέσω του διαδικτύου, η
υποβολή όμως της δήλωσης με επιφύλαξη ή της όμοιας ανακλητικής γίνεται
χειρόγραφα.
(Όπως η παρ. 6 του άρθρου 61 προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν. 2892/2001
και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 13 του ιδίου άρθρου και νόμου για τις δηλώσεις
φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων οικ. Έτους 2001, για τα εισοδήματα ή τις
δαπάνες της χρήσης 2000 και μετά).
Άρθρο 62
Προθεσμία υποβολής και περιεχόμενο της δήλωσης
Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε αντικαθίστανται ως
ακολούθως:
«Η δήλωση υποβάλλεται σε δύο (2) αντίτυπα είτε αυτοπροσώπως από τον υπόχρεο ή από πρόσωπο που
έχει εξουσιοδοτηθεί από αυτόν είτε ταχυδρομείται επί αποδείξει. Με την χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών
μεθόδων και δικτυακών υποδομών γίνεται υποχρεωτικά η υποβολή από κάθε υπόχρεο που ασκεί
επιχείρηση ή επάγγελμα, καθώς και από κάθε άλλο υπόχρεο του οποίου η δήλωση υποβάλλεται από
εξουσιοδοτημένο λογιστή στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που είναι αρμόδιος,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63, μέχρι την 1η Μαρτίου του οικείου οικονομικού έτους».
Οι διατάξεις των παραγράφων 1,4,και 6 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. όπως τροποποιούνται με τις
παραγράφους 6,7,8 και 9 του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος
που υποβάλλονται από το οικονομικό έτος 2012 και μετά.
β. Μέχρι τις 16 Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, όταν μεταξύ των
εισοδημάτων του φορολογούμενου περιλαμβάνονται και κέρδη από ατομικές
εμπορικές γενικά επιχειρήσεις ή από την ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος,
όταν τηρούνται βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και
εφόσον η διαχειριστική τους περίοδος λήγει μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή
Δεκέμβριο.
γ. Μέχρι τις 2 Μαΐου του οικείου οικονομικού έτους όταν μεταξύ των εισοδημάτων
του φορολογούμενου περιλαμβάνονται:
αα. εισόδημα από συμμετοχή σε εταιρεία ή κοινοπραξία ή κοινωνία που δεν τηρούν
βιβλία ή τηρούν βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, καθώς και εισόδημα από συμμετοχή σε εταιρεία ή κοινοπραξία ή
κοινωνία που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή αν αυτές έχουν ως
αντικείμενο εργασιών την αντιπροσώπευση ή πρακτόρευση ασφαλιστικών
εταιρειών ή τη μεσιτεία ασφαλειών, καθώς και την πρακτόρευση ή αντιπροσώπευση
τραπεζών ή αν αυτές συμμετέχουν σε εταιρεία ή κοινοπραξία που τηρεί βιβλία
τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και εφόσον η διαχειριστική
περίοδος λήγει μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του προηγούμενου
ημερολογιακού έτους. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες
δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να επεκτείνεται η
εφαρμογή της διάταξης της υποπερίπτωσης αυτής και σε ορισμένες κατηγορίες
υποχρέων, των οποίων ο προσδιορισμός του εισοδήματος εξαρτάται, κατά κύριο
λόγο, από την εκκαθάριση δοσοληπτικών λογαριασμών μεταξύ αυτών και
επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, στα οποία εμφανίζονται αυτοί οι λογαριασμοί.
ββ. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.
γγ. Εισόδημα που προέκυψε στο εξωτερικό.
δδ. Εισόδημα από αμοιβές ως αξιωματικού ή κατώτερου πληρώματος εμπορικών
πλοίων.
εε. Εισόδημα που προέκυψε στην ημεδαπή, εφόσον ο φορολογούμενος δεν κατοικεί
ούτε διαμένει σε αυτήν.
στστ. Εισόδημα που καταβάλλεται από ανώνυμη εταιρία στα μέλη του διοικητικού
συμβουλίου της, για τις υπηρεσίες που παρέχουν με βάση ειδική σύμβαση
μίσθωσης εργασίας ή εντολής.
ζζ. Η δήλωση υποβάλλεται σε εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης α΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 61, εφόσον ο φορολογούμενος δεν κατοικεί ούτε
διαμένει στην ημεδαπή
(Όπως οι υποπεριπτώσεις στστ΄ και ζζ΄ προστέθηκαν στην περίπτωση γ΄ της παρ. 1 με την
παρ. 22 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου
νόμου για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικον. έτους 2001 και μετά).
262
δ. Μέχρι την ημερομηνία που ορίζεται από την παράγραφο αυτήν για τα από κάθε
πηγή εισοδήματα του δικαιούχου, του έτους είσπραξης ή απόκτησης των
εισοδημάτων:
αα. από μισθώματα ακινήτων γενικά που καταβάλλονται αναδρομικώς με βάση νόμο
ή δικαστική απόφαση,
ββ. από κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικώς με
βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, καθώς και από πρόσθετες
αμοιβές και αποζημιώσεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρ. 46,
γγ. από διατροφή που καταβάλλεται αναδρομικώς με βάση δικαστική απόφαση και
δδ. από υπηρεσίες ελευθέριου επαγγέλματος που αντιπροσωπεύουν εργασίες δύο
ή περισσότερων ετών και καταβάλλονται μεταγενέστερα.
ε. Όταν, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του
άρθρου 28 και του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 29, η διαχειριστική
περίοδος είναι υπερδωδεκάμηνη, υποβάλλονται δύο δηλώσεις, μία για τη
δωδεκάμηνη περίοδο και μία για τη μικρότερη περίοδο, μέσα στην προθεσμία που
ορίζεται για την υποβολή της δήλωσης της δωδεκάμηνης περιόδου.
Η υποβολή της δήλωσης πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του
αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) του φορολογουμένου, με αρχή, για το
ψηφίο 1, τις ημερομηνίες που αναφέρονται στις παραπάνω περιπτώσεις και
ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες, εκτός των υποπεριπτώσεων
ββ΄, γγ΄, δδ΄ και εε΄ της περίπτωσης γ΄ που ολοκληρώνεται σε είκοσι δύο (22)
εργάσιμες ημέρες. Ειδικά οι δηλώσεις που υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσω
διαδικτύου μπορούν να υποβάλλονται μέχρι την έναρξη του ωραρίου λειτουργίας
των δημόσιων υπηρεσιών της επόμενης ημέρας από την ημέρα λήξης της
προθεσμίας τους.
Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε αντικαθίστανται ως
ακολούθως:
«Η υποβολή της δήλωσης μπορεί να πραγματοποιηθεί έγκαιρα μέχρι την έναρξη του ωραρίου λειτουργίας
των δημόσιων υπηρεσιών της επόμενης ημέρας από την ημέρα λήξης της προθεσμίας τους».
2. Αν, πριν από την έναρξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης, ο
φορολογούμενος πρόκειται να εγκατασταθεί οριστικά στο εξωτερικό ή να
μεταναστεύσει στο εξωτερικό για χρονικό διάστημα πάνω από έτος ή να μεταφέρει
στην αλλοδαπή την περιουσία του που βρίσκεται στην Ελλάδα, θεωρείται ότι λήγει η
διαχειριστική περίοδος στην ημερομηνία αυτή και υποχρεούται να υποβάλει
δήλωση και να καταβάλει το φόρο που αναλογεί στο συνολικό εισόδημά του, το
οποίο απέκτησε μέχρι τη χρονολογία της αναχώρησής του ή της μεταφοράς της
περιουσίας του στο εξωτερικό. Σε αυτή την περίπτωση, ο προϊστάμενος της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να ζητήσει κάθε αναγκαία εγγύηση, κατά
την κρίση του, για να διασφαλίσει τα συμφέροντα του Δημοσίου και ο
φορολογούμενος δικαιούται, εφόσον συναινεί και ο προϊστάμενος της δημόσιας
264
Ειδικά για τις δηλώσεις που υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου δεν
υποβάλλονται τα δικαιολογητικά που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις. Με
αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η διαδικασία και ο τρόπος ελέγχου αυτών των
δικαιολογητικών, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που είναι αναγκαία.
(Όπως παρ. 4 του άρθρου 62, προέκυψε μετά την κατάργηση του άρθρου 22 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22
του Ν. 3259/2004).
(Η παρ. 4 του άρθρου 62 πριν την κατάργηση του άρθρου 22 του Ν. 3220/2004, είχε ως
εξής:
«4. Εξαιρετικά, για τους υπόχρεους που έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των περιπτώσεων δ΄
και ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 και της παραγράφου 17 του άρθρου 31, η δήλωση
φορολογίας εισοδήματος μπορεί να περιλαμβάνει έκτος από τα ακαθάριστα έσοδα ή
265
αμοιβές και το καθαρό εισόδημα που προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία και τα
ακαθάριστα έσοδα και το καθαρό εισόδημα που προκύπτουν κατά τις διατάξεις αυτές.
Ειδικά στις περιπτώσεις που οι παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας,
των πινάκων της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 και της παραγράφου 17
του άρθρου 31, γνωστοποιούνται στον υπόχρεο σε χρόνο μεταγενέστερο από τη λήξη της
προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον υποβληθεί
συμπληρωματική δήλωση μέσα σε ένα μήνα από το χρόνο γνωστοποίησης, με τα
ακαθάριστα έσοδα και το καθαρό εισόδημα που προκύπτουν από την εφαρμογή των
ανωτέρων διατάξεων, ο πρόσθετος φόρος εκ της εκπροθέσμου υποβολής της δήλωσης
αυτής περιορίζεται στο ένα τέταρτο (1/4)»).
(Όπως το τέταρτο εδάφιο προστέθηκε στην παρ. 4 του άρθρου 62 με την παράγραφο 11
του άρθρου 5 του Ν. 2892/2001 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 13 του ιδίου άρθρου και
νόμου για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. Έτους 2001,
για τα εισοδήματα ή τις δαπάνες της χρήσης 2000 και μετά).
(Όπως τα δύο τελευταία εδάφια προστέθηκαν στην παρ. 4 του άρθρου 62 με την
παράγραφο 5 του άρθρου 13 του Ν. 2992/2002 και ισχύουν σύμφωνα με την παρ. 6 του
ιδίου άρθρου και νόμου για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων
οικον. Έτους 2002 και μετά).
5. Ο υπόχρεος για την επίδοση της δήλωσης βεβαιώνει υπεύθυνα, έχοντας γνώση
των συνεπειών των άρθρων 86, 87, 88 και 90, την ειλικρίνεια και το περιεχόμενο της
δήλωσης και των λοιπών συνυποβαλλόμενων με αυτήν εντύπων.
«6. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, καθορίζεται κάθε φορά ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης, καθώς και
τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία τα οποία συνυποβάλλονται με τη δήλωση και που ο
φορολογούμενος υποχρεούται να συμπληρώσει ανάλογα
Άρθρο 63
Αρμόδιος προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας
1. Αρμόδιος για την παραλαβή των δηλώσεων και τον έλεγχό τους, την εξακρίβωση
αυτών που δεν έχουν επιδώσει δηλώσεις και γενικά για την επιβολή του φόρου είναι
ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της κατοικίας του
φορολογούμενου. Κατ΄ εξαίρεση προκειμένου:
α. Για τα πρόσωπα που ασκούν ατομικώς εμπορική επιχείρηση γενικά ή ελευθέριο
επάγγελμα, αρμόδιος είναι, κατά περίπτωση, ο κατά τον χρόνο υποβολής της
δήλωσης, προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας της κύριας
επιχείρησής τους ή του κύριου επαγγέλματός τους.
β. Για τα πρόσωπα που είναι κάτοικοι αλλοδαπής και έχουν υποχρέωση να
υποβάλλουν δήλωση στην Ελλάδα, εφόσον δεν υπάγονται στην περίπτωση α΄,
αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Κατοίκων
Εξωτερικού ή ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που ορίζεται
κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
(Όπως η περίπτωση β της παρ. 1 του άρθρ. 63, αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 10 του
άρθρου 26 του Ν. 2789/2000).
γ. Για σχολάζουσα κληρονομία ή σε περίπτωση θανάτου του υποχρέου πριν από
την επίδοση της δήλωσης, αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας της περιφέρειας στην οποία κατοικούσε ο κληρονομούμενος
ή βρισκόταν η έδρα της ατομικής επαγγελματικής του εγκατάστασης πριν από το
θάνατό του.
2. Για την παραλαβή και τον έλεγχο εκπρόθεσμης δήλωσης, αρμόδιος είναι ο
προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στην περιφέρεια της οποίας ο
φορολογούμενος έχει την κατοικία του ή την έδρα της επιχείρησής του σύμφωνα με
τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου κατά το χρόνο της υποβολής αυτής
της δήλωσης. Πριν από την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης νομίμως
επιλαμβάνεται ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που ήταν
αρμόδιος για το αμέσως προηγούμενο της υποβολής της εκπρόθεσμης δήλωσης
χρονικό διάστημα.
267
Άρθρο 64
Δήλωση εταιρειών, κοινοπραξιών και κοινωνιών που ασκούν επιχείρηση ή
επάγγελμα
1. Οι υπόχρεοι, που υπόκεινται σε φορολογία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου
10, υποβάλλουν δήλωση φόρου εισοδήματος στον προϊστάμενο της αρμόδιας
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ως εξής:
α. Μέχρι την 1η Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, αν η εταιρεία ή η
κοινοπραξία ή η κοινωνία δεν τηρεί βιβλία ή τηρεί βιβλία πρώτης ή δεύτερης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Η υποβολή της δήλωσης
πραγματοποιείται ανάλογα, με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού
μητρώου (Α.Φ.Μ.) του φορολογουμένου με αρχή το ψηφίο 1 και ολοκληρώνεται μέσα
σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες.
β. Μέχρι τις 15 Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, αν η εταιρεία έχει ως
αντικείμενο εργασιών την αντιπροσώπευση ή πρακτόρευση ασφαλιστικών
εταιρειών ή τη μεσιτεία ασφαλειών, καθώς και την πρακτόρευση ή αντιπροσώπευση
τραπεζών ή αν αυτή συμμετέχει σε εταιρεία ή κοινοπραξία που τηρεί βιβλία τρίτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και εφόσον η διαχειριστική περίοδος
αυτής λήγει μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του προηγούμενου
ημερολογιακού έτους.
γ. Αν, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του
άρθρου 28 και του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρ.29, η διαχειριστική περίοδος
είναι υπερδωδεκάμηνη, υποβάλλονται δύο δηλώσεις, μία για τη δωδεκάμηνη
περίοδο και μία για τη μικρότερη περίοδο, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται για τη
δήλωση της δωδεκάμηνης περιόδου. Στην περίπτωση αυτήν η κατανομή των
αποτελεσμάτων γίνεται με βάση τα ακαθάριστα έσοδα καθεμιάς περιόδου.
1. α. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 64 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
« Όταν ο φόρος που οφείλεται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην
προθεσμία υποβολής της δήλωσης, παρέχεται έκπτωση ενάμιση τοις εκατό (1,5%) στο συνολικό ποσό
αυτού και των λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών.»
268
β. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 64 του Κ.Φ.Ε., όπως προστίθενται
με τις διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγράφου αυτής, ισχύουν για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος
φυσικών και νομικών προσώπων οικονομικού έτους 2010 και επομένων.
δ. Μέσα σε τρεισήμισι (3,5) μήνες από την ημερομηνία λήξης της διαχειριστικής
περιόδου, αν η εταιρεία ή η κοινοπραξία ή η κοινωνία τηρεί βιβλία τρίτης κατηγορίας
του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
ε. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία λύσης, μετατροπής ή συγχώνευσης
της εταιρείας ή κοινοπραξίας, κατά περίπτωση, και εφόσον η εταιρεία ή η
κοινοπραξία τηρεί βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων και η διαχειριστική περίοδός της λήγει μέχρι τις 30 Νοεμβρίου του οικείου
οικονομικού έτους.
στ. Για τους υπόχρεους της παραγράφου 4 του άρθρου 2 που έχουν τεθεί υπό
εκκαθάριση εφαρμόζεται ανάλογα η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου
107.
Η δήλωση επιδίδεται από τον νόμιμο εκπρόσωπο ή το πρόσωπο που έχει ορισθεί
γι΄ αυτό, στον προϊστάμενο της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 64, το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο
22 του Ν. 3220/2004 καταργείται από την ημερομηνια έναρξης ισχύος του, συμφωνα με την
παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 3259/2004).
(Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 πριν την κατάργηση του άρθρου 22 του Ν. 3220/2004, είχε
ως εξής:
«Τα οριζόμενα στα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 62 ισχύουν για
τους υπόχρεους του άρθρου αυτού»).
2. Αρμόδιος για την παραλαβή των δηλώσεων και τον έλεγχό τους, την εξεύρεση του
εισοδήματος αυτών που δεν έχουν επιδώσει δηλώσεις και γενικά για την επιβολή
του φόρου είναι ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της
περιφέρειας στην οποία βρίσκεται η έδρα των υπόχρεων, που αναφέρονται στην
παρ. 4 του άρθρ. 2 κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης.
Πριν από την υποβολή εκπρόθεσμης δήλωσης νομίμως επιλαμβάνεται ο
προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που ήταν αρμόδιος για το
αμέσως προηγούμενο της υποβολής της εκπρόθεσμης δήλωσης χρονικό διάστημα.
3 Τα ποσά του φόρου, της προκαταβολής και των τελών ή εισφορών, που
οφείλονται με βάση τη δήλωση αυτού του άρθρου, καταβάλλονται σε οκτώ (8) ίσες
μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης
δήλωσης, οι δε υπόλοιπες επτά (7), μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες
269
υπηρεσίες ημέρα των (7) επόμενων μηνών, από τη λήξη προθεσμίας υποβολής της
δήλωσης.
Σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης δήλωσης καταβάλλονται μαζί με αυτήν οι
ληξιπρόθεσμες δόσεις και οι πρόσθετοι φόροι που ορίζονται στο άρθρο 86.
Δήλωση, που υποβάλλεται χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή των αναφερόμενων στα
προηγούμενα εδάφια ποσών, θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο
αποτέλεσμα.
Στην περίπτωση που ο οφειλόμενος φόρος με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση
καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην προθεσμία υποβολής της δήλωσης παρέχεται
έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%) στο συνολικό ποσό αυτού και των λοιπών
συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών.
(Όπως το ποσοστό του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 64 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 3 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικ. έτους 2005 και μετά).
(Το ποσοστό του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 64 πριν την αντικατάσταση του
ήταν «2,5%»)
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 64 αντικαθίσταται από την παρ. 1
του αρθρ. 31 του Ν. 3220/2004 και ισχύει συμφωνα με την παρ. 3 του ιδιου άρθρου για
δηλωσεις φορολογιας εισοδηματος οικονομικου ετους 2004 και μετα).
(Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 64 πριν την αντικατάστασή του είχε ως
εξής:
«3. Τα ποσά του φόρου, της προκαταβολής και των τυχόν τελών ή εισφορών, που
οφείλονται με βάση τη δήλωση αυτού του άρθρου, καταβάλλονται σε πέντε (5) ίσες μηνιαίες
δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης, η δεύτερη
μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη
λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης και καθεμία από τις επόμενες την τελευταία
εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των αντίστοιχων μηνών»).
4. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας των πιο πάνω
υπόχρεων, ύστερα από σχετικό έλεγχο, εκδίδει και κοινοποιεί σε αυτές, κατά τις
διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, πράξη προσδιορισμού των
οικονομικών αποτελεσμάτων και επιβολής φόρου, μαζί με τη σχετική έκθεση
ελέγχου. Η πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων και επιβολής φόρου της
κοινοπραξίας ή κοινωνίας κοινοποιείται στον εκπρόσωπό της, ο οποίος
αναγράφεται στη δήλωση, ή σε περίπτωση μη ορισμού του, σ΄ οποιοδήποτε μέλος
της κοινωνίας ή κοινοπραξίας. Σε περίπτωση λύσης της εταιρίας ή κοινοπραξίας ή
κοινωνίας η πράξη εκδίδεται στο όνομα αυτών και κοινοποιείται σε όλα τα μέλη τους
και όταν πρόκειται για πτώχευση η πράξη εκδίδεται στο όνομα της πτωχεύσασας
και κοινοποιείται στα μέλη και στο σύνδικο.
270
6. Οι διατάξεις του άρθρου 52, εκτός από το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του
ίδιου άρθρου, του άρθρου 53, των δεύτερου και τρίτου εδαφίων και της περίπτωσης
ι΄ της παραγράφου 1, καθώς και των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 61, των
άρθρων 65 έως και 90, εφαρμόζονται ανάλογα. Για τους υποχρέους της
παραγράφου 4 του άρθρου 2 ο συντελεστής υπολογισμού της προκαταβολής φόρου
της παραγράφου 1 του άρθρου 52 μειώνεται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό
(50%) κατά τα τρία πρώτα οικονομικά έτη από την έναρξη της δραστηριότητάς τους.
Εξαιρούνται οι εταιρίες που κάνουν έναρξη δραστηριότητας μετά από εικονική λύση
ή διακοπή άλλης επιχείρησης. Ως εικονική θεωρείται η λύση εταιρίας ή η διακοπή
ατομικής επιχείρησης, όταν, μετά τη λύση ή διακοπή, στην ίδια επαγγελματική
εγκατάσταση συνεχίζεται η ίδια δραστηριότητα από νέα εταιρία με άλλη μορφή αλλά
τους ίδιους εταίρους ή εταιρία στην οποία συμμετέχει το φυσικό πρόσωπο που είχε
την ατομική επιχείρηση.
Ειδικώς, οι διατάξεις του άρθρου 52 δεν εφαρμόζονται για εταιρίες του άρθρου 13
του Ν. 718/1977 (ΦΕΚ Α΄ 304) για το οικονομικό έτος 1993.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 64 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1-1-2005 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 64 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Οι διατάξεις του άρθρου 52, εκτός από τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 1 του
ίδιου άρθρου, του άρθρου 53, των δευτέρου και τρίτου εδαφίων και της περίπτωσης ια΄ της
παραγράφου 1, καθώς και των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 61, των άρθρων 65 ως και
90, εφαρμόζονται ανάλογα»).
(Όπως το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 64 του Ν. 2238/1994,
προστέθηκαν με την παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1-1-2005 και μετά).
Άρθρο 65
Μεταγραφή δηλώσεων
1. Οι δηλώσεις, που επιδίδονται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, καταχωρίζονται από αυτόν σε
βιβλία μεταγραφής δηλώσεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΕΛΕΓΧΟΣ - ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΦΟΡΟΥ
Άρθρο 66
Φορολογικός έλεγχος
1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ελέγχει την ακρίβεια των
επιδιδόμενων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την εξακρίβωση των
υπόχρεων που δεν έχουν υποβάλλει δήλωση. Για το σκοπό αυτόν δικαιούται:
α. Να ζητά από τον υπόχρεο, ανεξάρτητα από το αν έχει υποβάλει ή όχι φορολογική
δήλωση, καλώντας αυτόν με έγγραφο, το οποίο του αποστέλλει επί αποδείξει, να
δώσει μέσα σε σύντομη και τακτή προθεσμία, είτε αυτοπροσώπως είτε με
εντολοδόχο που διορίζεται με απλή επιστολή, τις αναγκαίες διευκρινίσεις και να
προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθε στοιχείο που είναι χρήσιμο για τον
καθορισμό του εισοδήματος.
β. Να ζητά από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε
οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική κλπ. οποιεσδήποτε
πληροφορίες θεωρεί αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του.
Κατά την αληθή έννοια της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου υφίσταται
υποχρέωση παροχής των ζητούμενων πληροφοριών από τον προϊστάμενο της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή από πρόσωπο που έχει τις ίδιες ελεγκτικές
αρμοδιότητες με αυτόν. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής δεν εμποδίζεται από
την επίκληση, εκ μέρους οποιουδήποτε, του, κατά την ισχύουσα νομοθεσία,
απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων, το οποίο αίρεται ειδικώς προς
διευκόλυνση του φορολογικού ελέγχου. Για την άρση του απορρήτου στην
περίπτωση αυτή απαιτείται κοινή απόφαση του επιθεωρητή της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας, και του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., οι οποίοι είναι αρμόδιοι
για το συγκεκριμένο φορολογικό έλεγχο.
Ειδικά για την άρση του απορρήτου σε έλεγχο διενεργούμενο από ειδικό συνεργείο,
που συστάθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν. 1914/1990 (ΦΕΚ Α΄ 178),
απαιτείται απόφαση του προϊσταμένου του ειδικού συνεργείου που διενεργεί το
συγκεκριμένο φορολογικό έλεγχο. Επίσης, για την άρση του απορρήτου σε έλεγχο
που διενεργείται από την Υπηρεσία Ελέγχου Διακίνησης Αγαθών (ΥΠ.Ε.Δ.Α.) και τα
παραρτήματά της, απαιτείται κοινή απόφαση του Προϊσταμένου της ΥΠ.Ε.Δ.Α. ή του
παραρτήματός της και του εποπτεύοντος επιθεωρητή.
γ. Να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο και να ζητά από αυτό τις πληροφορίες που είναι
αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του. Αυτές οι πληροφορίες πρέπει να είναι
έγγραφες.
273
την παράγραφο 2 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Ε., η φράση «τεκμαρτή δαπάνη» αντικαθίσταται από τη φράση
«αντικειμενική δαπάνη».
9. Ο υπόχρεος, προ της έκδοσης του φύλλου ελέγχου ή της πράξης, μπορεί να λάβει
γνώση του αποτελέσματος του ελέγχου της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού και να
υποβάλει συμπληρωματική ή αρχική δήλωση. Στην περίπτωση αυτήν, οι
προβλεπόμενες κατά φορολογικό αντικείμενο προσαυξήσεις ή πρόστιμα μειώνονται
στο 1/5 για υποθέσεις οικονομικού έτους 1991 και παλαιότερα.
(Όπως η παράγραφος 10 προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται ή
δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
…………………………….
(Όπως η παράγραφος 11 του άρθρου 66 του Ν. 2238/1994, η οποία είχε προστεθεί με την
παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 3220/2004, καταργείται από την ημερομηνια έναρξης ισχύος
της, με παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν.3259/2004).
(Η παράγραφος 11 του άρθρου 66 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«11. Καθιερώνεται Σύστημα Επιλογής Υποθέσεων για τακτικό φορολογικό έλεγχο, το οποίο
στηρίζεται σε κλίμακα μορίων.
Η κλίμακα αυτή διαμορφώνεται κάθε χρόνο από τη συγκέντρωση, επεξεργασία και
αξιολόγηση:
α. Των παραβάσεων και παραλείψεων των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής
νομοθεσίας, ανάλογα με το είδος, τη βαρύτητα και τη συχνότητα εμφάνισής τους.
β. Των δεδομένων που προκύπτουν από τις υποβληθείσες δηλώσεις και καταστάσεις όλων
των φορολογιών.
γ. Των στοιχείων και πληροφοριών που είναι διαθέσιμα στο Υπουργείο Οικονομίας και
Οικονομικών από κάθε πηγή»).
…………………………….
(Όπως η παράγραφος 12 του άρθρου 66 του Ν. 2238/1994, η οποία είχε προστεθεί με την
παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 3220/2004, καταργείται από την ημερομηνια έναρξης ισχύος
της, με την παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Η παράγραφος 12 του άρθρου 66 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«12. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδονται το
Σεπτέμβριο κάθε έτους για τους ελέγχους που θα διενεργηθούν το επόμενο έτος,
καθορίζονται:
α. Οι παραβάσεις ή παραλείψεις, τα στοιχεία και γενικά τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη
για τον καθορισμό των προς έλεγχο υποθέσεων, τα μόρια που αντιστοιχούν, ο χρόνος
έναρξης των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα
για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
β. Υποθέσεις για έλεγχο ανά κλάδο δραστηριότητας ή ανά ελεγκτική αρχή ή ανά
γεωγραφική περιοχή, σε συνδυασμό με τα παραπάνω οριζόμενα κριτήρια.
Με όμοια απόφαση μπορεί να ορίζεται και τυχαίο δείγμα υπαγόμενο σε έλεγχο υποθέσεων,
ανεξάρτητα από τα παραπάνω οριζόμενα κριτήρια.»
…………………………….
(Όπως η παράγραφος 13 του άρθρου 66 του Ν. 2238/1994, η οποία είχε προστεθεί με την
παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 3220/2004, καταργείται από την ημερομηνια έναρξης ισχύος
της, με την παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Η παράγραφος 13 του άρθρου 66 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«13. Ελέγχονται υποχρεωτικά:
278
α) Δηλώσεις με ακαθάριστα έσοδα άνω των 30.000.000 ευρώ καθώς και δηλώσεις
επιχειρήσεων που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή αλλοδαπά
χρηματιστήρια, και β) υποθέσεις για τις οποίες έχουν περιέλθει στις ελεγκτικές υπηρεσίες
στοιχεία από τις διασταυρώσεις του πληροφοριακού συστήματος ή από ελέγχους σε τρίτες
επιχειρήσεις, για απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή διάπραξη φορολογικών αδικημάτων»).
……………….
ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ:
Οι διατάξεις των παραγράφων 11, 12 και 13 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας
Εισοδήματος ισχύουν σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 16 του Ν. 3220/2004 και για τις
Λοιπές Φορολογίες.
(Η σχετική διάταξη έχει πάψει να ισχύει, μετα την κατάργηση του άρθρου 16 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, με την παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν.
3259/2004).
Άρθρο 67
Προσωρινός φορολογικός έλεγχος
1. Επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, των οποίων το καθαρό εισόδημα
εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 49 αντίστοιχα και δεν
έχουν υπαχθεί σε οριστικό έλεγχο κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου,
μπορεί να υπαχθούν σε προσωρινό έλεγχο για το μερικό προσδιορισμό του
εισοδήματός τους. Ο έλεγχος αυτός διατάσσεται από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας για ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα θέματα και αντικείμενα
του πλήρους και οριστικού φορολογικού ελέγχου.
υποχρεωτικά ελεγκτέα για όλες τις δηλώσεις που εκκρεμούν, σύμφωνα με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρ. 66.
γ. Αν με ανακλητική δήλωση, που υποβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της
παραγράφου 4 του άρθρου 61, μειώθηκαν νόμιμα οι φορολογικές υποχρεώσεις και
επιβαρύνσεις γενικά.
Άρθρο 68
Έκδοση φύλλων ελέγχου
1. Με βάση τα αποτελέσματα του ελέγχου ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας εκδίδει φύλλα ελέγχου προσδιορισμού του φόρου, τόσο γι΄ αυτούς που
έχουν επιδώσει δηλώσεις, όσο και γι΄ αυτούς που παρέλειψαν να επιδώσουν
δήλωση.
Στις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 61 το φύλλο ελέγχου εκδίδεται:
α. Αν πρόκειται για σχολάζουσα κληρονομία στο όνομα του θανόντος, για επιδικία ή
μεσεγγύηση, στο όνομα του τελευταίου πριν από την επιδικία ή μεσεγγύηση νομέα
ή επικαρπωτή.
β. Αν πρόκειται για ανηλίκους, δικαστικώς ή νομίμως απαγορευμένους ή υπό
δικαστική αντίληψη τελούντες, στο όνομα του προσώπου που τελεί σε μια από τις
νομικές αυτές καταστάσεις.
γ. Αν πρόκειται για πτώχευση στο όνομα του πτωχού.
280
δ. Αν πρόκειται για θανόντα φορολογούμενο, στο όνομά του για τα εισοδήματα που
απέκτησε μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του.
Φύλλο ελέγχου εκδίδεται και σε περίπτωση που θα διαπιστωθεί ζημία από εμπορική
επιχείρηση, γεωργική εκμετάλλευση ή ελευθέριο επάγγελμα, εφόσον η ζημία αυτή
προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30, 31, 41 και 49 και
προκύπτει από τα βιβλία που τηρεί ο υπόχρεος, σύμφωνα με τις διατάξεις του
Κ.Β.Σ..
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου δεν εκδίδεται φύλλο
ελέγχου, αν το ποσό που τελικά οφείλεται δεν υπερβαίνει τις εννέα χιλιάδες (9.000)
δραχμές, αθροιστικά λαμβανόμενο για το φορολογούμενο και τη σύζυγο του.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 68 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 17 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ε
του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που
πραγματοποιούν οι υπόχρεοι από 1/1/2001 και μετά).
Σχετικές Διατάξεις
(Προθεσμίες παραγραφής που λήγουν στις 31.12.2001. ημερομηνία μετά την οποία
παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλων ελέγχου επιβολής
φόρων, τελών και εισφορών, παρατείνονται για ένα (1) έτος από τη λήξη τους.
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών,
δωρεών, γονικών παροχών, προικών, μεταβιβάσεων ακινήτων, φόρου μεγάλης ακίνητης
περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π.) και φόρου ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.).- Άρθρο 5 παρ. 1 Ν.
2892/2001)
2. Φύλλο ελέγχου και αν ακόμη έγινε οριστικό, δεν αποκλείει την έκδοση και
κοινοποίηση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου, αν:
α. από συμπληρωματικά στοιχεία, που περιήλθαν με οποιονδήποτε τρόπο σε
γνώση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, εξακριβώνεται ότι
το εισόδημα του φορολογουμένου υπερβαίνει αυτό που έχει περιληφθεί στο
προηγούμενο φύλλο ελέγχου ή
β. η δήλωση που υποβλήθηκε ή τα έντυπα ή οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν
αποδεικνύονται ανακριβή. Στις πιο πάνω περιπτώσεις το νέο φύλλο ελέγχου
εκδίδεται για το άθροισμα του εισοδήματος που προκύπτει από το προηγούμενο
φύλλο ελέγχου, καθώς και αυτού που εξακριβώθηκε με βάση τα πιο πάνω στοιχεία.
Αν εκδοθεί το πιο πάνω φύλλο ελέγχου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του
άρθρου 70.
Άρθρο 69
Κοινοποίηση φύλλων ελέγχου
Αντίγραφο του φύλλου ελέγχου, που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου
68, κοινοποιείται στον υπόχρεο μαζί με τη σχετική έκθεση ελέγχου. Αν ο
φορολογούμενος έχει διορίσει αντίκλητο στην έδρα της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, η κοινοποίηση μπορεί να γίνει στον αντίκλητο. Για την επίδοση του
φύλλου ελέγχου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής
Δικονομίας. Ειδικά, η κοινοποίηση του φύλλου ελέγχου σε περίπτωση πτώχευσης
γίνεται στο σύνδικο και τον πτωχό και σε περίπτωση θανάτου του φορολογουμένου
στους κληρονόμους του. Όταν η δήλωση περαιωθεί ως ειλικρινής, η γνωστοποίηση
του φύλλου ελέγχου στον υπόχρεο γίνεται με απλή ταχυδρομική επιστολή.
Άρθρο 70
Διοικητική επίλυση της διαφοράς
1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί αν
αμφισβητεί την ορθότητά του, να προτείνει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς
μεταξύ αυτού και του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
3. Η πρόταση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που έχει εκδώσει το φύλλο
ελέγχου, με το δικόγραφο της προσφυγής ή με ιδιαίτερη αίτηση που κατατίθεται
μέσα στη νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής. Αυτός που υποβάλλει
την αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς υποχρεούται να προσκομίσει
μέσα στην παραπάνω προθεσμία τα αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της
αίτησής του και να αναπτύξει του ισχυρισμούς του.
Κατά τη συζήτηση της πρότασης για διοικητική επίλυση της διαφοράς παρίσταται ο
φορολογούμενος αυτοπροσώπως ή με εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του κατά τις
διατάξεις της παραγράφου 7.
Αν δεν παραστεί ο φορολογούμενος ή εκπρόσωπός του κατά τη συνεδρίαση που
έχει ορισθεί για την εξέταση της πρότασής του, η διοικητική επίλυση της διαφοράς
ματαιώνεται.
7. Η συζήτηση της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και η υπογραφή
της σχετικής πράξης μπορεί να γίνει και από ειδικό πληρεξούσιο του υποχρέου,
εφόσον κατατεθεί στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας
πληρεξούσιο έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό με θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής
από την κατά νόμο αρμόδια αρχή.
Αν ο υπόχρεος είναι αγράμματος, το ιδιωτικό πληρεξούσιο έγγραφο υπογράφεται
από δύο μάρτυρες, των οποίων η γνησιότητα των υπογραφών βεβαιώνεται, όπως
στο προηγούμενο εδάφιο αναφέρεται ή αναπληρώνεται τούτο από έγγραφο
δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής αρχής, το οποίο περιέχει τη δήλωση που έγινε
ενώπιον αυτών από τον υπόχρεο.
285
8. Στα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 5 αυτού του άρθρου για να
εξετάζουν με δικαίωμα ψήφου το αίτημα διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, καθώς
και στον υπάλληλο που ορίζεται για την τήρηση των πρακτικών, καταβάλλεται για
κάθε συνεδρίαση, στην οποία παρέστησαν, αποζημίωση, η οποία καθορίζεται με
αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών. Με όμοιες αποφάσεις καθορίζεται η
διαδικασία για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, για τη λειτουργία της επιτροπής,
καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή αυτού του
άρθρου.
10. Σε διοικητική επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων
1 έως και 6, περιορίζεται στο μισό (½) το ποσοστό προσαύξησης κατά 100% ή 50% ή
40% ή 20%, ανάλογα με την περίπτωση, του συντελεστή καθαρού κέρδους ή
καθαρού εισοδήματος ή καθαρών αμοιβών, που προβλέπεται από τις διατάξεις των
παραγράφων 2 του άρθρου 32, 2 και 4 του άρθρου 34, 3 του άρθρου 41, 5 του
άρθρου 49 και 4 του άρθρου 50. Οι κατά περίπτωση διατάξεις που ορίζουν ότι επί
εξωλογιστικού προσδιορισμού εφαρμόζεται ο συντελεστής που προκύπτει από το
λογιστικό προσδιορισμό, εφόσον αυτός είναι μεγαλύτερος από το συντελεστή που
προβλέπεται για το οικείο επάγγελμα, ισχύουν ανάλογα και κατά την εφαρμογή των
διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου.
11. Αντίγραφο του πρακτικού της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς παραδίδεται
στον υπόχρεο. Το πρακτικό αυτό επέχει και θέση ατομικής ειδοποίησης, σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν.Δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.).
(Όπως το άρθρο 70, προέκυψε μετά την κατάργηση του άρθρου 24 του Ν. 3220/2004 από
την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22 του
Ν.3259/2004).
(Το άρθρο 70 πριν την κατάργηση του άρθρου 24 του Ν. 3220/2004, είχε ως εξής:
«1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί, εφόσον δεν
αμφισβητεί την προσδιορισθείσα από τον έλεγχο διαφορά φορολογητέας ύλης, να προτείνει
με αίτησή του τη διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του προϊσταμένου της
αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου, με αποδοχή των
αποτελεσμάτων του ελέγχου. Εξαιρετικά, διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ του
υπόχρεου και του προϊσταμένου της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το
286
φύλλο ελέγχου διενεργείται και στις περιπτώσεις που ο υπόχρεος αμφισβητεί την
προσδιορισθείσα από τον έλεγχο διαφορά φορολογητέας ύλης, επικαλούμενος αριθμητικά ή
λογιστικά λάθη.
2. Η αίτηση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται, προκειμένου για σχολάζουσα
κληρονομιά, από τον κηδεμόνα, για επιδικία από τον προσωρινό διαχειριστή, για
μεσεγγύηση από το μεσεγγυούχο, για πτωχεύσαντα από το σύνδικο, για ανήλικο από τον
ασκούντα τη γονική μέριμνα και επί πλειόνων από τον έναν από αυτούς ή γι΄ αυτόν που έχει
υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση από το δικαστικό συμπαραστάτη και προκειμένου
για θανόντα φορολογούμενο από τους κληρονόμους του.
Τα πρόσωπα, που, ζητούν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, υπογράφουν και την πράξη
που ορίζεται στην παράγραφο 8 του άρθρου αυτού.
3. Η αίτηση με την πρόταση επίλυσης της διαφοράς υποβάλλεται στον προϊστάμενο της
αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου και μπορεί να
περιέχεται στο δικόγραφο της προσφυγής ή να υποβάλλεται ιδιαιτέρως, μέσα στη νόμιμη
προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής.
4. Εφόσον με την αίτηση αμφισβητείται η προσδιορισθείσα από τον έλεγχο διαφορά
φορολογητέας ύλης, με εξαίρεση τις περιπτώσεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1,
ο οικείος φάκελος με την αίτηση και όλα τα στοιχεία που προσκομίζονται από τον υπόχρεο
για την απόδειξη των ισχυρισμών του, διαβιβάζονται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας
ελεγκτικής υπηρεσίας σε επιτροπή διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
5. Στην έδρα κάθε διοικητικής περιφέρειας πλην της περιφέρειας Αττικής συστήνεται μια
Επιτροπή διοικητικής επίλυσης της διαφοράς η οποία έχει αρμοδιότητα για τις υποθέσεις για
τις οποίες τα φύλλα ελέγχου εκδόθηκαν από τις φορολογικές υπηρεσίες που εδρεύουν στην
ίδια περιφέρεια. Στην περιφέρεια Αττικής συνιστώνται μία Επιτροπή για τις υποθέσεις για τις
οποίες τα φύλλα ελέγχου εκδόθηκαν από το Εθνικό Ελεγκτικό Κέντρο (Ε.Θ.Ε.Κ.) και μία
Επιτροπή για τις υποθέσεις για τις οποίες τα φύλλα ελέγχου εκδόθηκαν από τις λοιπές
φορολογικές υπηρεσίες που εδρεύουν στην περιφέρεια αυτή. Η Επιτροπή που έχει
αρμοδιότητα για τις υποθέσεις του Ε.Θ.Ε.Κ. είναι πενταμελής και συγκροτείται σύμφωνα με
τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ. Κάθε μία από τις λοιπές
Επιτροπές είναι τριμελής και αποτελείται από:
α) ένα σύμβουλο ή πάρεδρο του Ν.Σ.Κ. ως πρόεδρο, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του,
β) ένα προϊστάμενο Ελεγκτικού Κέντρου ή Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) που
εδρεύει στην ίδια διοικητική περιφέρεια, ο οποίος αναπληρώνεται από προϊστάμενο άλλου
Ελεγκτικού Κέντρου ή Δ.Ο.Υ.,
γ) έναν εκπρόσωπο του τοπικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου που
προτείνεται με τον αναπληρωτή του από αυτό.
Ο προϊστάμενος Ελεγκτικού Κέντρου ή Δ.Ο.Υ. που εξέδωσε το εξεταζόμενο φύλλο ελέγχου
δεν μπορεί να μετέχει στην επιτροπή.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών κάθε μία από τις παραπάνω
Επιτροπές μπορεί να λειτουργεί και σε περισσότερα από ένα τμήματα.
287
Άρθρο 71
Δικαστικός συμβιβασμός
1.Δικαστικός συμβιβασμός με βάση αυτό το νόμο είναι δυνατός σε όσες
περιπτώσεις επιτρέπεται και όπως προβλέπεται διοικητική επίλυση της διαφοράς.
Στο δικαστικό συμβιβασμό δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου
70.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 71, προέκυψε μετά την κατάργηση του
άρθρου 24 του Ν. 3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την
παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 πριν την κατάργηση του άρθρου 24 του Ν. 3220/2004, είχε
ως εξής:
«Στο δικαστικό συμβιβασμό δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 11 του
άρθρου 70»).
4. Αν αποκρουσθεί η πρόταση από τον άλλο διάδικο, αυτή θεωρείται ως να μην έχει
γίνει και συνεχίζεται η διαδικασία.
6. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 71 του Ν. 4125/1960, εφαρμόζονται και στην
περίπτωση του άρθρου αυτού.
(Όπως η παρ. 6 του άρθρου 71, προέκυψε μετά την κατάργηση του άρθρου 24 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22
του Ν. 3259/2004).
(Η παρ. 6 πριν την κατάργηση του άρθρου 24 του Ν. 3220/2004, είχε ως εξής:
«6. Οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 70 ισχύουν και στην περίπτωση του
δικαστικού συμβιβασμού»).
7. Δεύτερη πρόταση από τον ίδιο διάδικο και στον ίδιο βαθμό δικαιοδοσίας δε
συγχωρείται.
Άρθρο 72
Μεταφορά φορολογητέας ύλης
1. Αν η φορολογητέα ύλη έχει περιληφθεί από το φορολογούμενο σε διαχειριστικό
έτος άλλο από αυτό στο οποίο ανήκει, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας προβαίνει σε ανάλογη τροποποίηση των φορολογικών εγγραφών των
ετών, τα οποία αφορά. Αν η φορολογική εγγραφή του έτους, στο οποίο ανήκει η
φορολογητέα ύλη, έχει γίνει τελεσίδικη, αυτή δεν τροποποιείται, αλλά ο κύριος
φόρος που αναλογεί, προστίθεται στο φόρο του κρινόμενου έτους, προσαυξημένος
με τον τυχόν πρόσθετο φόρο, προσαύξηση ή πρόστιμο ή κατά περίπτωση εκπίπτει
290
από το φόρο αυτού του έτους. Αν τα ποσά που προστίθενται στο κρινόμενο έτος
αντιπροσωπεύουν δαπάνες ή εκπτώσεις ή αφορολόγητα ποσά που ανήκουν σε
προηγούμενα διαχειριστικά έτη, ή έσοδα τα οποία έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία σε
προηγούμενα διαχειριστικά έτη, δεν επιβάλλεται πρόσθετος φόρος, προσαύξηση ή
πρόστιμο στο φόρο ο οποίος αναλογεί σε αυτά τα ποσά που προσθέτονται στο
κρινόμενο έτος.
Άρθρο 73
Επιβράβευση ειλικρίνειας
1. Αν μετά τον έλεγχο, ο οποίος διενεργείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 66,
κρίνονται ειλικρινείς οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και των άλλων συναφών
φορολογικών αντικειμένων που έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμα από τους
υπόχρεους, παρέχονται σε αυτούς τα ακόλουθα δικαιώματα:
α. ........................................................................
(Όπως η περ. α της παρ. 1 του άρθρου 73 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 5
του άρθρου 1 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από 1/1/1996 και
μετά)
(Όπως η περ.α της παρ.1 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "α) Μείωση του φόρου
μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές, για κάθε οικονομικό έτος για το οποίο οι
291
δηλώσεις κρίνονται ειλικρινείς. Το ποσό αυτό υπολογίζεται σε ποσοστό δέκα τοις εκατό
(10%) του κύριου φόρου εισοδήματος, που αναλογεί επιμεριστικά στα εισοδήματα που
απέκτησε ο δικαιούχος από την άσκηση εμπορικής επιχείρησης ή ελευθέριου
επαγγέλματος. Για τον καθορισμό του ποσού αυτού δεν υπλογίζονται τα εισοδήματα που
απέκτησε ο δικαιούχος τα οποία θεωρούνται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις, κατά
τις περιπτώσεις γ΄, ε΄ και στ΄ της παρ. 3 του άρθρου 28, καθώς και αυτά που προέρχονται
από πάγια περιοδική αμοιβή δικηγόρου ή ιατρού").
β. Εφάπαξ χρηματοδότηση από τις εμπορικές τράπεζες, ύστερα από αίτηση του
δικαιούχου, η οποία εξετάζεται και κατά προτεραιότητα, μέχρι το ποσό των άμεσων
και έμμεσων φόρων, των τελών και εισφορών που προκύπτουν από τις δηλώσεις
που υποβλήθηκαν από τους υποχρέους και κρίθηκαν ειλικρινείς. Η χρηματοδότηση
αυτή παρέχεται με τους όρους που προβλέπονται κάθε φορά για τα μεσοπρόθεσμα
βιοτεχνικά δάνεια, εκτός από την παροχή προσωπικής ή εμπράγματης ασφάλειας,
αντί της οποίας παρέχεται εγγύηση του Δημοσίου.
3. Στις περιπτώσεις έκδοσης φύλλου ελέγχου, κατά την παρ. 2 του άρθρ. 68
καταλογίζεται σε βάρος του δικαιούχου ολόκληρο το ποσό της κατά την παρ. 1
μείωσης του φόρου, εφόσον αυτό εισπράχθηκε από το δικαιούχο.
Άρθρο 74
Βεβαίωση του φόρου
1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας βεβαιώνει το φόρο, αρχικό
ή πρόσθετο, κατά περίπτωση, που προκύπτει:
α. Βάσει των δηλώσεων που υποβάλλονται.
292
β. Βάσει των φύλλων ελέγχου που αναφέρονται στο άρθρο 68, εφόσον αυτά έχουν
οριστικοποιηθεί με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή λόγω μη άσκησης ή
εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής.
γ. Βάσει οριστικών αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων ή πρακτικών δικαστικού
συμβιβασμού.
ο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τους εγγάμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 5, η οφειλή για φόρο, τέλη και
εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά τους βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, εκτός και αν ο ένας
από τους συζύγους ζητήσει με την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος τη βεβαίωση του φόρου
που του αναλογεί στο όνομα του, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής, που αναλογεί στα
εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά».
293
β. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. όπως αντικαταστάθηκαν από
την περίπτωση α της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή για δηλώσεις του οικονομικού έτους 2012 και
μετά.
το τέλος της παρ. 4 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή
των διατάξεων αυτής της παραγράφου».
την παράγραφο 1 του άρθρου 28 του ν. 820/1978 (Φ.Ε.Κ. 194 Α΄) προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Η σχετική απόφαση δημοσιεύεται με φροντίδα του Προϊσταμένου της υπηρεσίας με τοιχοκόλληση στο
κατάστημα αυτής με την παρουσία ενός μάρτυρα, συντασσομένου προς τούτο σχετικού πρακτικού».
4. Για τους έγγαμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου
5, η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά τους
βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής,
που αναλογεί στα εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά.
Επίσης, εφόσον συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 5, για την
καταβολή της οφειλής, η οποία αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα που
προστίθεται και φορολογείται στο όνομα του ενός συζύγου, ευθύνεται εις ολόκληρον
και ο άλλος σύζυγος.
Αν με αίτηση του ενός συζύγου ζητηθεί ο διαχωρισμός της οφειλής που προκύπτει
από την κοινή δήλωση των συζύγων, ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να του ανακοινώσει με σχετικό έγγραφό του το
ποσό αυτής της οφειλής. Το έγγραφο αυτό αποτελεί νόμιμο τίτλο, η ισχύς του
οποίου ανάγεται στο χρόνο που έγινε η βεβαίωση του ολικού ποσού αυτής της
οφειλής. Οι υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης, στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της
παραγράφου 3 του άρθρου 61, ευθύνονται εις ολόκληρον με τους υποχρέους για την
καταβολή του φόρου και έχουν δικαίωμα αναγωγής.
β. Μετά τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και την καταβολή του ενός πέμπτου
(1/5), το υπόλοιπο καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις με τον περιορισμό ότι
κάθε δόση δεν είναι μικρότερη των τριακοσίων (300) ευρώ, εκτός της τελευταίας. Η
πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες,
ημέρα του επόμενου από την υπογραφή του πρακτικού μήνα και οι υπόλοιπες μέχρι
την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των μηνών που
ακολουθούν. Αν ο υπόχρεος καταβάλει εντός της προθεσμίας καταβολής του ενός
πέμπτου (1/5), το σύνολο του ποσού που προκύπτει συνεπεία της διοικητικής
επίλυσης της διαφοράς, παρέχεται επί αυτού έκπτωση κατά ποσοστό πέντε τοις
εκατό (5%). Τα παραπάνω ισχύουν ανάλογα και επί δικαστικού συμβιβασμού.
γ. Με βάση απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, καταβάλλεται σε δύο (2) ίσες μηνιαίες
δόσεις, με τον περιορισμό ότι το συνολικό ποσό του φόρου δεν είναι μικρότερο των
τριακοσίων (300) ευρώ. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη,
για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα, και η
δεύτερη μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα
που ακολουθεί.
(Όπως στο πρώτο εδάφιο των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 5 του άρθρου 74 του Ν.
2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε
Ευρώ σύμφωνα με τις παρ. 90, 91 και 92 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος
την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
6. Αν δεν έχει επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από το
φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%)
του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών
συμβεβαιουμένων με αυτόν φόρων και τελών.
Το ποσό αυτό βεβαιώνεται μετά την πάροδο της προθεσμίας για διοικητική επίλυση
της διαφοράς και πριν από τη διαβίβαση της προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο
και καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες,
ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα.
Η αναστολή που χορηγείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 201, 202, 203, 204
και 205 του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄), δεν αποκλείει την ολοκλήρωση της
διαδικασίας βεβαίωσης και ταμιακώς του παραπάνω ποσοστού του
αμφισβητούμενου κύριου φόρου, του πρόσθετου φόρου και των λοιπών
συμβεβαιούμενων φόρων και τελών.
(Όπως το ποσοστό βεβαίωσης φόρου του πρώτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 74 του
Ν. 2238/1994, μειώνεται σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004 και η
μείωση αυτή ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της
κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-2004).
295
(Το ποσοστό βεβαίωσης φόρου του πρώτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 74 πρίν την
μείωση του ήταν «20%»).
(Όπως το τελευτίιο εδαφιο προστίθεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 74 με την παρ. 9 του
αρθρ. 46 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από τις 28/1/2004).
7. Φόρος που έχει ήδη βεβαιωθεί κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική
απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου, εκπίπτει ή επιστρέφεται κατά περίπτωση.
Τυχόν άσκηση έφεσης από το Δημόσιο κατά οριστικών αποφάσεων διοικητικών
πρωτοδικείων δεν αναστέλλει σε καμιά περίπτωση τη διαδικασία της έκπτωσης των
ποσών που βεβαιώθηκαν ή της επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν αλλά
δεν οφείλονται βάσει των αποφάσεων αυτών.
9. Φόροι, τέλη και εισφορές που βεβαιώνονται βάσει προσωρινού φύλλου ελέγχου,
που εκδόθηκε μετά από τον προσωρινό έλεγχο που προβλέπεται από την
παράγραφο 4 του άρθρου 67, καταβάλλονται εφάπαξ. Η τυχόν άσκηση προσφυγής
ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου δεν αναστέλλει την προσωρινή βεβαίωση
του φόρου. Από το φόρο, τέλη και εισφορές που βεβαιώνονται τελεσίδικα, βάσει του
οριστικού φύλλου ελέγχου, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας
εκπίπτει τα ποσά που καταλογίστηκαν με το προσωρινό φύλλο ελέγχου.
Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 6 ισχύουν και για τη βεβαίωση
των φόρων, τελών και εισφορών βάσει προσωρινού φύλλου ελέγχου για το οποίο
ασκήθηκε προσφυγή.
(Όπως το τελευταιο εδαφιο προστίθεται στην παράγραφο 9 του άρθρου 74 με την παρ. 10
του αρθρ. 46 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην
εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδη από 28/1/2004).
Άρθρο 75
Ακύρωση ή τροποποίηση οριστικής εγγραφής
1. Το φύλλο ελέγχου που οριστικοποιήθηκε επειδή δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο,
καθώς και αυτό που αφορά δήλωση η οποία κρίθηκε ειλικρινής, δύναται να
ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί, κατά περίπτωση, για έναν από τους λόγους που
αναφέρονται πιο κάτω, περιοριστικά:
α. Για ολική ή μερική έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης.
β. Αν ο φορολογούμενος δεν έλαβε γνώση αποδεδειγμένα του φύλλου ελέγχου.
γ. Αν ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το
φύλλο ελέγχου δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί στη φορολογία.
δ. Για λογιστικό λάθος.
ε. Για εσφαλμένο προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος και του φόρου που
αναλογεί σε αυτό.
5. Το φύλλο ελέγχου που εκδόθηκε στο όνομα μέλους των νομικών προσώπων ή
των ενώσεων προσώπων, που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρ. 2 και
οριστικοποιήθηκε, τροποποιείται αυτοδικαίως από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας, ύστερα από σχετική απόφαση του διοικητικού εφετείου ή
του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία μεταβάλλονται τα αποτελέσματα των
297
MΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ- ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ- ΑΠΟΡΡΗΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
Άρθρο 76
Αλλαγή κατοικίας ή έδρας
1. Αν ο υπόχρεος σε δήλωση μεταβάλει την κατοικία ή τη διαμονή του, έχει
υποχρέωση να υποβάλλει, μέχρι τη λήξη του οικείου έτους, στον προϊστάμενο της
Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας που είναι αρμόδιος πριν από τη μεταβολή, τη
δήλωση που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 της
1027411/842/ΔΜ/26.2.1998 (ΦΕΚ 193 Β΄) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, για
τον τρόπο της νέας κατοικίας ή διαμονής του.
(Όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 76 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου
8 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περ.ι του άρθρου 50 του ιδίου νόμου από
28/12/2000).
2. Αν πρόκειται για αλλαγή της έδρας της κύριας επιχείρησης ή του επαγγέλματος
εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 1642/1986.
298
Άρθρο 77
Υποχρεώσεις εκμισθωτών ακινήτων
1. Ιδιωτικά έγγραφα μίσθωσης αστικών ακινήτων ασχέτως ποσού μισθώματος ή
γεωργικών ακινήτων, εφόσον το μίσθωμα είναι ανώτερο των εκατό (100) ευρώ κατά
μήνα, προσκομίζονται από τον εκμισθωτή ή τον μισθωτή για θεώρηση, μέσα σε
τριάντα (30) ημέρες από τη σύνταξή τους, στον προϊστάμενο οποιασδήποτε
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Τα έγγραφα αυτά υποβάλλονται σε δύο
αντίγραφα, από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο σε αυτόν που τα
προσκόμισε και το άλλο παραμένει στη δημόσια οικονομική υπηρεσία ή σε
περίπτωση αναρμοδιότητος, διαβιβάζεται στον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του εκμισθωτή. Τα
έγγραφα αυτά μπορεί και ο μισθωτής να τα προσκομίζει για θεώρηση στον
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που είναι αρμόδιος για τη
φορολογία του εκμισθωτή. Τα έγγραφα αυτά υποβάλλονται σε δύο αντίγραφα, από
τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο σε αυτόν που τα προσκόμισε.
(Όπως οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του Ν. 2238/1994 αντικαθίστανται με
την παρ. 3 του άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από 28/1/2004).
(Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του Ν. 2238/1994 πριν την αντικατάσταση
είχαν ως εξής:
«1. Ιδιωτικά έγγραφα μίσθωσης αστικών α κινητών ασχέτως ποσού μισθώματος ή
γεωργικών ακινήτων, εφόσον το μίσθωμα είναι ανώτερο των εκατό (100) ευρώ κατά μήνα,
προσκομίζονται από τον εκμισθωτή για θεώρηση, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη
σύνταξη τους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος
για τη φορολογία του»).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 6 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του ίδιου Νόμου απο την
ημερομηνία δημοσιευσης αυτού ήτοι 24.12.2002 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«1. Ιδιωτικά έγγραφα μίσθωσης αστικών ακινήτων, ασχέτως ποσού μισθώματος ή
γεωργικών ακινήτων, εφόσον το μίσθωμα είναι ανώτερο των πέντε χιλιάδων (5.000)
299
δραχμών κατά μήνα, προσκομίζονται από τον εκμισθωτή για θεώρηση, μέσα σε τριάντα (30)
ημέρες από την σύνταξή τους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που
είναι αρμόδιος για τη φορολογία του»).
Άρθρο 78
Υποχρεώσεις μισθωτών ακινήτων και θαλάσσιων σκαφών αναψυχής
1. Οι μισθωτές ακινήτων πάσης φύσεως, καθώς και θαλάσσιων σκαφών αναψυχής,
έχουν υποχρέωση να δηλώνουν αναλυτικά κάθε οικονομικό έτος, με τη δήλωση
φορολογίας εισοδήματος, τα ενοίκια που κατέβαλαν κατά το αμέσως προηγούμενο
ημερολογιακό έτος για τις μισθώσεις αυτές, το ονοματεπώνυμο του εκμισθωτή, τον
αριθμό φορολογικού μητρώου και τη διεύθυνση κατοικίας του.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 78 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 4 του άρθρου 8 του Ν. 2873/2000 και ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου
αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).
Επίσης, έχουν υποχρέωση να δηλώνουν και το ποσό που κατέβαλαν για την
ανέγερση οικοδομής σε έδαφος ξένης κυριότητας, όταν η οικοδομή, μετά τη λήξη της
μίσθωσης, έχει συμφωνηθεί να περιέλθει στον εκμισθωτή.
Άρθρο 79
Υποχρεώσεις κομιστών τίτλων
1. Οι κύριοι μετοχών και ομολογιών γενικά, όταν εξαργυρώνουν τις
μερισματαποδείξεις και τα τοκομερίδια που ανήκουν στις μετοχές τους ή τις
ομολογίες τους, έχουν υποχρέωση να παρίστανται αυτοπροσώπως ή με ειδικό
πληρεξούσιό τους, που εξουσιοδοτείται και με απλή επιστολή.
Αν δηλώνεται ότι η εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων και τοκομεριδίων γίνεται
για λογαριασμό τρίτου, το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο που ενεργεί την
301
2. Κομιστές ανώνυμων μετοχών που δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο έχουν
υποχρέωση, κατά την εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων, να υποβάλλουν
υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986 (ΦΕΚ Α΄ 75) ότι είναι κύριοι ή επικαρπωτές των
μετοχών. Αυτός που ενεργεί την εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων έχει
υποχρέωση να την αρνηθεί, εφόσον δεν προσκομίζεται η πιο πάνω υπεύθυνη
δήλωση. Η δήλωση αυτή αποστέλλεται μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήξη κάθε
ημερολογιακού έτους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που
είναι αρμόδιος για τη φορολογία της ανώνυμης εταιρίας.
Άρθρο 80
Υποχρεώσεις οφειλετών τόκων
302
Άρθρο 81
Υποχρεώσεις συμβολαιογράφων, υποθηκοφυλάκων, τραπεζών κλπ.
1. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να αρνηθούν τη σύνταξη συμβολαιογραφικών
εγγράφων για τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 10 καθώς και
τις περιπτώσεις ε΄ της παραγράφου 1 και δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του
Ν. 2523/1997, αν δεν προσκομιστεί υπεύθυνη δήλωση του υπόχρεου εις διπλούν,
από την οποία να προκύπτει ότι: α) τα μισθώματα του ακινήτου που μεταβιβάζεται ή
υποθηκεύεται δηλώθηκαν εμπρόθεσμα στη φορολογία εισοδήματος κατά την
τελευταία διετία πριν από τη μεταβίβαση, ή την εγγραφή της υποθήκης ή ότι το
γεωργικό εισόδημα από την εκμετάλλευση του ακινήτου που μεταβιβάζεται
δηλώθηκε στη φορολογία εισοδήματος κατά την τελευταία διετία πριν από τη
μεταβίβαση ή β) το μεταβιβαζόμενο ή υποθηκευόμενο ακίνητο δεν απέφερε
εισόδημα κατά το χρόνο που ήταν κύριος, επικαρπωτής ή νομέας του και πάντως
όχι πέρα των πέντε (5) ετών από το χρόνο της μεταβίβασης ή της εγγραφής της
υποθήκης. Η υπεύθυνη δήλωση μνημονεύεται στο σχετικό συμβόλαιο. Το ένα
αντίτυπο της υπεύθυνης δήλωσης οφείλουν οι συμβολαιογράφοι ή οι
υποθηκοφύλακες να στέλνουν μέσα στον επόμενο μήνα από τη σύνταξη του
συμβολαιογραφικού εγγράφου ή την εγγραφή της υποθήκης στον Προϊστάμενο της
Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για τη φορολογία αυτού, που μεταβιβάζει ακίνητο ή
παραχωρεί υποθήκη. Ειδικά, σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης δήλωσης των,
303
αντί για την προσκόμιση της πιο πάνω υπεύθυνης δήλωσης, απαιτείται η
προσκόμιση πιστοποιητικού του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, από το οποίο να προκύπτει ότι δηλώθηκαν τα μισθώματα του
μεταβιβαζόμενου ή υποθηκευόμενου ακινήτου την τελευταία διετία πριν από τη
μεταβίβαση ή την εγγραφή της υποθήκης.
Δεν απαιτείται η υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης ή του πιστοποιητικού, όταν η
εγγραφή υποθήκης γίνεται ύστερα από δικαστική απόφαση ή από το νόμο. Με
απόφαση του Υπουργού Oικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το
περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης και του πιστοποιητικού, καθώς και κάθε άλλη
λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου.
Στις συμβολαιογραφικές πράξεις που συντάσσονται για τη μεταβίβαση ή με σκοπό
τη μεταβίβαση ακινήτων, οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να αναγράφουν, εκτός
των λοιπών στοιχείων των αντισυμβαλλομένων και τον αριθμό φορολογικού
μητρώου αυτών.
(Όπως η παραγραφος 1 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται με την παρ. 1 του
άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην εφημερίδα
της κυβέρνησης).
(η παραγράφος 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«1. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να αρνηθούν τη σύνταξη συμβολαιογραφικών
εγγράφων για τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 88, καθώς και τις
περιπτώσεις ε΄ της παραγράφου 1 και δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 89, αν δεν
προσκομιστεί πιστοποιητικό του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, από το οποίο να προκύπτει ότι τα μισθώματα του ακινήτου που μεταβιβάζεται ή
υποθηκεύεται δηλώθηκαν στη φορολογία εισοδήματος κατά την τελευταία διετία πριν από τη
μεταβίβαση ή την εγγραφή της υποθήκης ή ότι το γεωργικό εισόδημα από την εκμετάλλευση
του ακινήτου που μεταβιβάζεται δηλώθηκε στη φορολογία εισοδήματος κατά την τελευταία
διετία πριν από την μεταβίβαση, κατά περίπτωση. Δεν απαιτείται η προσκόμιση του πιο
πάνω πιστοποιητικού, αν αυτός που μεταβιβάζει ή παραχωρεί υποθήκη υποβάλλει στον
αρμόδιο για τη φορολογία του εισοδήματός του προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας υπεύθυνη δήλωση, στην οποία θα βεβαιώνει ότι το μεταβιβαζόμενο ή
υποθηκευόμενο ακίνητο δεν απέφερε εισόδημα κατά το χρόνο που ήταν κύριος,
επικαρπωτής ή νομέας του και πάντως όχι πέρα των 5 (πέντε) ετών από το χρόνο της
μεταβίβασης ή της εγγραφής της υποθήκης. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται σε δύο αντίτυπα,
από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο στο μεταβιβάζοντα. Το πιστοποιητικό ή η
υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, μνημονεύεται στο σχετικό συμβόλαιο. Δεν απαιτείται
το πιστοποιητικό του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή η υποβολή
υπεύθυνης δήλωσης, όταν η εγγραφή υποθήκης γίνεται ύστερα από δικαστική απόφαση ή
από το νόμο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το
περιεχόμενο του πιστοποιητικού και της υπεύθυνης δήλωσης, καθώς και κάθε άλλη
λεπτομέρεια, που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου αυτού και του άρθρου 88.
304
(Όπως η παραγραφος 9 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται με την παρ. 1 του
άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην εφημερίδα
της κυβέρνησης).
(η παραγράφος 9 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«9. Όσοι παραβαίνουν τις υποχρεώσεις, που προβλέπονται από τις παραγράφους 1, 2, 4,
έως 8, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 87. Στο ίδιο πρόστιμο υπόκειται και
ο υπόχρεος που θα υποβάλλει ψευδή υπεύθυνη δήλωση).
προηγούμενο του έτους της μεταβίβασης ή της σύστασης εμπράγματου δικαιώματος στα
παραπάνω περιουσιακά στοιχεία»).
(Η φράση «αυτοκινήτου οχήματος ή μοτοσυκλέτας από πεντακόσια (500) κυβικά εκατοστά
και πάνω ή» διαγράφηκε με την παρ. 28 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ, ήτοι από
2/11/2001)
14. Μετά την παραλαβή της υπεύθυνης δήλωσης της παραγράφου 12 του παρόντος
από την οικεία δημόσια οικονομική υπηρεσία, αν διαπιστωθεί ότι δεν έχει δηλωθεί,
αν και υπήρχε υποχρέωση, η τεκμαρτή δαπάνη των περιουσιακών στοιχείων που
αναφέρονται στην υπεύθυνη δήλωση, επιβάλλεται το πρόστιμο του άρθρου 4 του Ν.
2523/1997.
310
Στην παράγραφο 14 του άρθρου 81 του Κ.Φ.Ε., η φράση «τεκμαρτή δαπάνη» αντικαθίσταται από τη
φράση «αντικειμενική δαπάνη».
18. Δημόσιες υπηρεσίες, δήμοι και κοινότητες του κράτους, το Ταμείο Λαϊκών
Αγορών και κάθε άλλη αρμόδια αρχή υποχρεούνται να αρνηθούν τη χορήγηση της
άδειας της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 89, αν δεν προσκομιστεί
το πιστοποιητικό ή δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, που
αναφέρεται στην παράγραφο 1.
(Όπως οι παράγραφοι 16-18 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 προστέθηκαν με το άρθρο 6,
της παρ. 25 του Ν. 2386/1996 και ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 29 του ιδίου νόμου από
7/3/1996).
Άρθρο 82
Υποχρεώσεις υπηρεσιών
1. Οι αρμόδιες υπηρεσίες για την έκδοση οικοδομικών αδειών υποχρεούνται να
στέλνουν αντίγραφα των αδειών που εκδίδονται από αυτές στην αρμόδια για τη
φορολογία του ιδιοκτήτη της οικοδομής δημόσια οικονομική υπηρεσία, στο τέλος
κάθε τριμήνου για τις άδειες που εκδόθηκαν μέσα στο τρίμηνο αυτό.
3. Τα πρόσωπα που παραβαίνουν τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 αυτού του
άρθρου ή δηλώνουν ανακριβή στοιχεία υπόκεινται για κάθε παράβαση σε πρόστιμο
που ορίζεται στο άρθρο 87 αυτού του νόμου.
5. Ορκωτοί ελεγκτές ή άλλα ελεγκτικά όργανα, προβλεπόμενα από τις διατάξεις του
άρθρου 75 του Ν. 1969/1991, που ενεργούν, με βάση τις αρχές και τους κανόνες
ελεγκτικής του κανονισμού του σώματος αυτών, έλεγχο στις ανώνυμες εταιρίες,
σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ν. 2190/1920, όπως ισχύει κάθε φορά, ή άλλους
νόμους, υποχρεούνται να αναγράφουν τις οποιεσδήποτε παραβάσεις των
διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας, που διαπιστώνουν κατά τον έλεγχο, στο
οικείο πιστοποιητικό ελέγχου, το οποίο πρέπει να κοινοποιούν στη Διεύθυνση
313
Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών. Κάθε παράλειψη των πιο πάνω προσώπων
διώκεται και τιμωρείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
6. Κρατικές υπηρεσίες ή κρατικοί φορείς, αρμόδιοι για την έγκριση και καταβολή
επιδοτήσεων ή αποζημιώσεων σε δικαιούχους, αναγράφουν υποχρεωτικά στις
εγκριτικές ή διαπιστωτικές πράξεις που συντάσσουν, εκτός των λοιπών στοιχείων
των δικαιούχων, και τον αριθμό φορολογικού μητρώου και την αρμόδια για τη
φορολογία του δικαιούχου Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 82 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 6 του άρθρου 8 του Ν. 2873/2000 και ισχύει από την δημοσίευση του Νόμου
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).
Αντίγραφα των πράξεων αυτών ή άλλα στοιχεία, αναγκαία για τις ελεγκτικές
επαληθεύσεις, διαβιβάζονται στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες.
8. Για κάθε σύμβαση μίσθωσης εργασίας ή έργου μεταξύ τραγουδιστή των κέντρων
διασκέδασης, αναψυκτηρίων ή συναυλιών και οποιουδήποτε αντισυμβαλλόμενου,
για την άσκηση του επαγγέλματός του καταρτίζεται συμφωνητικό, το οποίο
κατατίθεται από τον αντισυμβαλλόμενο του τραγουδιστή μέσα σε δέκα (10) ημέρες
από τη σύνταξή του, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που
είναι αρμόδιος για τη φορολογία του. Το συμφωνητικό αυτό υποβάλλεται σε τρία (3)
αντίτυπα, από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο σε αυτόν που τα
προσκόμισε και το άλλο διαβιβάζεται στον προϊστάμενο της αρμόδιας για τη
φορολογία του τραγουδιστή δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
Στο συμφωνητικό αυτό πρέπει να αναγράφονται ο χρόνος έναρξης και η διάρκεια τη
σύμβασης, ο αριθμός των εμφανίσεων του τραγουδιστή και το ποσό της αμοιβής
του. Σε κάθε κέντρο διασκέδασης τηρείται από τον εκμεταλλευτή του ιδιαίτερος
φάκελος με τα συμφωνητικά που έχουν καταρτισθεί με τους τραγουδιστές που
απασχολούνται στο κέντρο και τίθεται κάθε φορά στη διάθεση του φορολογικού
ελέγχου.
Αν δεν τηρηθεί η παραπάνω διαδικασία ή τα στοιχεία που δηλώνονται είναι
ανακριβή, επιβάλλεται με πράξη του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας στον υπόχρεο πρόστιμο για κάθε παράβαση πεντακοσίων
ογδόντα (580) ευρώ μέχρι δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
314
Άρθρο 83
Υποχρεώσεις εκείνων που ενεργούν παρακράτηση φόρων
1. Αν ο φόρος παρακρατείται από τρίτα πρόσωπα, τα οποία έχουν υποχρέωση να
υποβάλλουν δήλωση αντί του πραγματικού φορολογουμένου, τα πρόσωπα αυτά
έχουν και όλες τις ευθύνες που απορρέουν από αυτό το νόμο.
4. ................................................................................
(Όπως η παρ. 4 του άρθρου 83 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 6
του Ν. 2386/1996 και αισχύει σύμφωνα με το άρθρο 29 του ιδίου νόμου από 7/3/1996).
5. Όσοι αρνούνται να χορηγήσουν τις βεβαιώσεις που ορίζονται από το άρθρο αυτό
ή τις χορηγούν εκπρόθεσμα, καθώς και αυτοί που χορηγούν αναληθή βεβαίωση ή
αναγράφουν τις συνολικές αποδοχές σε περισσότερες βεβαιώσεις, υπόκεινται σε
πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 87.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ - ΑΠΟΡΡΗΤΟ
Άρθρο 84
Παραγραφή
1. Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 69, δεν μπορεί να
γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η
προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή
του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της πενταετίας.
2. Κατ΄ εξαίρεση, η βεβαίωση του φόρου μπορεί να γίνει και μετά την πάροδο
πενταετίας, αν η εγγραφή στο όνομα της ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης εταιρίας,
316
3. Εξαιρετικώς, επίσης, δύναται να κοινοποιηθεί φύλλο ελέγχου και μετά την πάροδο
της πενταετίας:
α. Αν το φύλλο ελέγχου που κοινοποιήθηκε εντός της πενταετίας ακυρωθεί μετά την
πάροδο αυτής, γιατί ο φορολογούμενος δεν έλαβε γνώση αυτού.
β. Αν εντός της πενταετίας κοινοποιήθηκε το φύλλο ελέγχου σε πρόσωπο, που δεν
έχει φορολογική υποχρέωση, συνολικά ή μερικά.
γ. Αν η έκδοση του φύλλου ελέγχου έγινε από αναρμόδια Δ.Ο.Υ. ή έγινε για
οικονομικό έτος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο υπάγεται το φορολογητέο
εισόδημα.
δ. Αν το φύλλο ελέγχου που εκδόθηκε εμπρόθεσμα ακυρωθεί μετά την πάροδο
αυτής.
Άρθρο 85
Φορολογικό απόρρητο
1. Οι δηλώσεις φόρου του παρόντος χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για
φορολογικούς σκοπούς και δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίησή τους για δίωξη
εκείνου που υπέβαλε τη δήλωση ή του προσώπου από το οποίο αυτός απέκτησε το
εισόδημα, για παράβαση των κειμένων διατάξεων.
το άρθρο 85 παρ. 3 του Κ.Φ.Ε μετά το τέταρτο εδάφιο προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Ο κατάλογος είναι διαθέσιμος στον διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών
Συστημάτων. Η πρόσβαση στον κατάλογο γίνεται κατόπιν ταυτοποίησης του χρήστη και περιορίζεται με
βάση συγκεκριμένα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών
καθορίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την πρόσβαση στον κατάλογο αυτό.»
2. Στην α΄ περίπτωση της παραγράφου 5 του άρθρου 85 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται δύο εδάφια, ως εξής:
« Επίσης, χορηγείται αντίγραφο της κοινής φορολογικής δήλωσης και του εκκαθαριστικού σημειώματος
στους συζύγους που βρίσκονται σε διάσταση ή διάζευξη.
Ειδικά επί συνιδιοκτησίας ακινήτου, χορηγούνται από το φάκελο του συνιδιοκτήτη που το εκμίσθωσε
μονομερώς, αντίγραφο μισθωτηρίου συμβολαίου και λοιπά στοιχεία που αφορούν το κοινό ακίνητο, στους
λοιπούς συνιδιοκτήτες, για διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους στο δικαστήριο και δήλωση των
εισοδημάτων τους από το ακίνητο αυτό.».
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 του ν.2579/1998 (ΦΕΚ Α΄31) ισχύουν και για
μεταβιβάσεις αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης ή των αδειών κυκλοφορίας τους που πραγματοποιούνται από
1 Ιανουαρίου 2010 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2011. Για τις μεταβιβάσεις αυτές τα ποσά φόρου τα οποία
ορίζονται με τις πιο πάνω διατάξεις προσαυξάνονται κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Για
μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται από 1.1.2010 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου
υποβάλλονται συμπληρωματικές δηλώσεις χωρίς κυρώσεις μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του
παρόντος.
7. Τις ευθύνες της προηγούμενης παραγράφου έχουν και τα πρόσωπα, που είναι
υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα, τα οποία νόμιμα
λαμβάνουν γνώση φορολογικών απορρήτων και χρησιμοποιούν αυτά για σκοπό
διάφορο εκείνου που ο νόμος επιτρέπει ή τα ανακοινώνουν με κάθε τρόπο, άμεσο ή
321
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 86
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στη συνέχεια.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 87
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.
322
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 88
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 89
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 90
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 91
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.
323
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 92
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 93
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 94
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 95
324
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 96
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 97
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.
Άρθρο 98
Επιβολή του φόρου
Επιβάλλεται φόρος στο συνολικό καθαρό εισόδημα από κάθε πηγή, που αποκτάται
από κάθε νομικό πρόσωπο από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 101.
Άρθρο 99
Αντικείμενο του φόρου
1. Αντικείμενο του φόρου είναι:
325
Άρθρο 100
Έννοια μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα των αλλοδαπών νομικών προσώπων
1. Για την εφαρμογή του παρόντος θεωρείται ότι υπάρχει μόνιμη εγκατάσταση της
αλλοδαπής επιχείρησης ή οργανισμού στην Ελλάδα, εφόσον:
α. Διατηρεί στην Ελλάδα ένα ή περισσότερα καταστήματα, πρακτορεία,
παραρτήματα, γραφεία, αποθήκες, εργοστάσια ή εργαστήρια, καθώς και
εγκαταστάσεις που αποσκοπούν στην εκμετάλλευση φυσικών πόρων, ή
β. προβαίνει στη βιομηχανοποίηση πρώτων υλών ή επεξεργασία γεωργικών
προϊόντων με δικές του εγκαταστάσεις ή με τη χρησιμοποίηση εγκαταστάσεων
τρίτων στην Ελλάδα, οι οποίοι ενεργούν ύστερα από εντολή και για λογαριασμό του,
ή
γ. διεξάγει στην Ελλάδα εργασίες ή παρέχει υπηρεσίες μέσω αντιπροσώπου, ο
οποίος έχει εξουσιοδότηση και μπορεί να διαπραγματεύεται και να συνάπτει
328
συμβάσεις για λογαριασμό του νομικού προσώπου, επίσης και όταν οι εργασίες ή οι
υπηρεσίες προσφέρονται χωρίς αντιπρόσωπο, εφόσον αφορούν είτε στην
κατάρτιση μελετών ή σχεδίων είτε στη διεξαγωγή ερευνών γενικά ή αυτές οι
εργασίες και υπηρεσίες είναι τεχνικές ή επιστημονικές γενικά, ή
δ. διατηρεί απόθεμα εμπορευμάτων από το οποίο εκτελεί παραγγελίες για
λογαριασμό του, ή
ε. συμμετέχει σε προσωπική εταιρία ή εταιρία περιορισμένης ευθύνης, που εδρεύει
στην Ελλάδα.
Άρθρο 101
Υποκείμενο του φόρου
1. Στο φόρο υπόκεινται:
α. Οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες.
β. Οι δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις
κερδοσκοπικού χαρακτήρα ανεξάρτητα αν αποτελούν ή όχι ίδια νομικά πρόσωπα.
γ. Οι συνεταιρισμοί που έχουν συσταθεί νόμιμα και οι ενώσεις τους.
δ. Οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που λειτουργούν με οποιονδήποτε τύπο εταιρίας,
καθώς και οι κάθε είδους αλλοδαποί οργανισμοί που αποβλέπουν στην απόκτηση
οικονομικών ωφελημάτων.
ε. Οι ημεδαπές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης.
329
Άρθρο 102
Χρόνος επιβολής του φόρου
Ο φόρος επιβάλλεται κάθε οικονομικό έτος στο συνολικό καθαρό εισόδημα από
κάθε πηγή που αποκτάται:
α) Για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, κατά τη
διαχειριστική περίοδο η οποία λήγει μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η
Αυγούστου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους μέχρι τις 31 Ιουλίου του οικείου
οικονομικού έτους.
(Όπως η περίπτωση α΄ του αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα του οικονομικού έτους
2003 και μετά).
(Το πρώτο και δεύερο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή τους είχαν ως εξής:
«α. Για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, κατά τη
διαχειριστική περίοδο η οποία λήγει μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Σεπτεμβρίου του
προηγούμενου ημερολογιακού έτους μέχρι τις 31 Αυγούστου του οικείου οικονομικού
έτους»).
β. Για τους υποχρέους της παρ. 2 του προηγούμενου άρθρου κατά το αμέσως
προηγούμενο ημερολογιακό έτος.
Άρθρο 103
Απαλλαγές από το φόρο
1. Απαλλάσσονται από το φόρο:
α) Tο Eλληνικό Δημόσιο στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αποκεντρωμένες
δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες λειτουργούν ως ειδικά ταμεία, οι δήμοι και οι
κοινότητες, τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα και τα λοιπά δημοτικά και κοινοτικά
νομικά πρόσωπα, οι σύνδεσμοι δήμων και κοινοτήτων, οι αποκλειστικά αμιγείς
δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης, αποχέτευσης και διαχείρισης
απορριμμάτων και τηλεθέρμανσης, η Ένωση Nομαρχιακών Aυτοδιοικήσεων
Eλλάδος, η Kεντρική Ένωση Δήμων και Kοινοτήτων της Eλλάδας και οι τοπικές
ενώσεις δήμων και κοινοτήτων για τα κάθε είδους εισοδήματά τους.
330
αα. Τα εισοδήματα από εκμίσθωση ακινήτων και από κινητές αξίες, εκτός των τόκων
από συναλλαγματικές και γραμμάτια, εφόσον πηγάζουν από εμπορικές συναλλαγές,
καθώς και των τόκων από δάνεια ή πιστώσεις στα μέλη του συνεταιρισμού.
ββ. Τα κέρδη από πώληση προϊόντων μετά από προηγούμενη επεξεργασία τους ή
διασκευή η οποία μπορεί να προσδώσει σε αυτά το χαρακτήρα βιομηχανικών
προϊόντων. Δεν θεωρείται ως βιομηχανική επεξεργασία η διαλογή, εξευγενισμός,
καθαρισμός, έκθλιψη, εκκόκκιση, εκχύμωση, αποφλοίωση, παστερίωση, η
παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και η απλή συσκευασία για τη
συντήρηση και μεταφορά των γεωργικών προϊόντων στον τόπο της κατανάλωσης,
ανεξάρτητα από τα μέσα που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτόν.
γγ. Τα κέρδη από τη λιανική πώληση σε τρίτους γεωργικών προϊόντων γενικά
παραγωγής τους συνεταιρισμού ή των μελών αυτού από ίδια πρατήρια ή με τη
μεσολάβηση τρίτων που ενεργούν λιανική πώληση κατ΄ εντολή και για λογαριασμό
τους.
δδ. Τα κέρδη από την πώληση σε τρίτους που δεν είναι μέλη του συνεταιρισμού,
αγαθών γενικά που δεν παράγονται από το συνεταιρισμό ή από τα μέλη του, καθώς
και τα κέρδη από παροχή υπηρεσιών σε τρίτους που δεν είναι μέλη του
συνεταιρισμού. Στα εισοδήματα αυτά συμψηφίζονται οι τυχόν ζημίες, που
προκύπτουν από κλάδους του συνεταιρισμού, που απαλλάσσονται από το φόρο.
ι. Τα εισοδήματα από κινητές αξίες, που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρ. 6 τα
οποία αποκτώνται από νομικά πρόσωπα που υπόκεινται στη φορολογία του
παρόντος.
ια. Οι εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και τα αμοιβαία κεφάλαια,
επιφυλασσομένων των διατάξεων των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 114.
ιβ. Τα εισοδήματα που απαλλάσσονται της φορολογίας με βάση σύμβαση που έχει
κυρωθεί με νόμο.
ιγ. Οι τόκοι που αποκτά η Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος από τη χορήγηση
δανείων προς το Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον: αα) το χορηγούμενο δάνειο
προέρχεται από ισόποσο δάνειο, το οποίο έχει λάβει προηγουμένως η Τράπεζα με
εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου από το Ταμείο Αποκαταστάσεως του Συμβουλίου
της Ευρώπης, ββ) τα δύο ως άνω δάνεια έχουν την ίδια διάρκεια και επιβαρύνονται
με το ίδιο επιτόκιο και γγ) στη συναπτόμενη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της
Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος σύμβαση αναφέρονται οι ανώτεροι όροι,
καθώς και ο όρος απαλλαγής των τόκων από τη φορολογία εισοδήματος.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και για τους τόκους
που έχουν προκύψει ή θα προκύψουν από δάνεια, τα οποία έχουν συναφθεί πριν
από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 104
Χρονική περίοδος που προκύπτει το εισόδημα
1. Ως χρονική περίοδος κατά την οποία προκύπτει το εισόδημα. λαμβάνεται:
α. Η εταιρική χρήση ή το διαχειριστικό έτος, για τα νομικά πρόσωπα που τηρούν
βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Οι διατάξεις του άρθρου
29 εφαρμόζονται και για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101.
β. Το ημερολογιακό έτος στις λοιπές περιπτώσεις.
Άρθρο 105
Προσδιορισμός ακαθάριστου και καθαρού εισοδήματος νομικών προσώπων
1. Ως ακαθάριστα έσοδα των νομικών προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου
101 λαμβάνονται:
α. Το τίμημα των οριστικών πωλήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί, καθώς και οι
αμοιβές από παροχή υπηρεσιών που έχουν αποκτηθεί.
β. Το εισόδημα από ακίνητα, από κινητές αξίες, από συμμετοχή σε άλλες εμπορικές
επιχειρήσεις, από γεωργικές επιχειρήσεις, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις
των άρθρων 13 παράγραφος 1, 20, 21, 22, 24, 25, 28 παράγραφοι 1, 2 και 3, 30, 37,
40, 41, καθώς και κάθε εισόδημα από οποιαδήποτε άλλη πηγή σύμφωνα με τη
διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 48.
(Όπως η παρ. 5 του άρθρου 105 του Ν. 2238/1994 αντικαταστάθηκε με την παρ.8 του
άρθρου 1 του Ν. 2579/1998 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 9 του ιδίου άρθρου και νόμου
για ισολογισμούς που κλείνουν μετάτην 30/12/1990 και μετά.)
7. Το ποσό που απομένει μετά τις εκπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2,
3, 4, 5 και 6 αποτελεί το συνολικό καθαρό εισόδημα των νομικών προσώπων της
παραγράφου 1 του άρθρου 101.
9. Για τον προσδιορισμό των τυχόν εισοδημάτων που αποκτούν από πηγές που
υπάρχουν στην Ελλάδα, αλλοδαπές επιχειρήσεις ή οργανισμοί που δεν διατηρούν
μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα κατά την έννοια του άρθρου 100, εφαρμόζονται οι
διατάξεις του δεύτερου μέρους του πρώτου τμήματος του παρόντος, που
αναφέρονται στον προσδιορισμό του εισοδήματος των φυσικών προσώπων.
10. Οι διατάξεις του άρθρου 39 εφαρμόζονται και για τα νομικά πρόσωπα της
παραγράφου 1 του άρθρου 101. Επίσης, οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται ανάλογα και
για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις ή οργανισμούς που αποκτούν με τις διατάξεις του
άρθρου 100 μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, όταν η επιχείρηση που εδρεύει στην
αλλοδαπή επιβάλλει στο υποκατάστημα, πρακτορείο, εργοστάσιο κλπ., που
βρίσκεται στην Ελλάδα όρους οικονομικής ή εμπορικής συνεργασίας καταφανώς
επαχθέστερους εκείνων, οι οποίοι θα συνομολογούντο αν η συναλλαγή εγένετο με
337
11. Οι διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφοι 3,4 και 7, 32, 34 με την επιφύλαξη των
διατάξεων της παραγράφου 12 του άρθρου αυτού, 35, 36 και 38 εφαρμόζονται
αναλόγως και για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101.
(Όπως η παρ. 11 του άρθρου 105 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του
άρθρου 11 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την
ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-
2004).
(Η παρ. 11 του άρθρου 105 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«11. Οι διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφοι 3, 4 και 7, 32, 34, 35, 36 και 38 εφαρμόζονται
αναλόγως και για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101. Κατ΄ εξαίρεση, ο
ειδικός τρόπος προσδιορισμού του κέρδους με βάση το άρθρο 34 δεν εφαρμόζεται στην
Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος για τις ανεγειρόμενες από αυτήν οικοδομές, τις
οποίες διαθέτει στους καταθέτες του στεγαστικού ταμιευτηρίου της»).
12. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για
τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών των νομικών προσώπων της παραγράφου
1 του άρθρου 101, που έχουν ως αντικείμενο εργασιών την πώληση ανεγειρόμενων
οικοδομών, καθώς και των κοινοπραξιών στις οποίες συμμετέχουν. Ως ακαθάριστα
έσοδα για την εφαρμογή των ανωτέρω, λαμβάνονται τα οριζόμενα από την
παράγραφο 1 του άρθρου 34.
Όταν κατά τις διαχειριστικές περιόδους μέσα στις οποίες κτώνται έσοδα από τις πιο
πάνω εργασίες δεν έχει ολοκληρωθεί η ανέγερση της οικοδομής, ως καθαρά κέρδη
δηλώνονται αυτά που προκύπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του
άρθρου 34 και με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους που
αφορά στη διαχειριστική περίοδο της ολοκλήρωσης της οικοδομής δηλώνεται το
τελικό αποτέλεσμα το οποίο προέκυψε, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, από τη
συγκεκριμένη οικοδομή. Από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος της δήλωσης
αυτής, εκπίπτει ο φόρος που έχει καταβληθεί με βάση τις προηγούμενες δηλώσεις
φορολογίας και ο οποίος αντιστοιχεί στα τεκμαρτά κέρδη της οικοδομής της οποίας
ολοκληρώθηκε η κατασκευή.
(Όπως η παρ. 12 του άρθρου 105 του Ν. 2238/1994, προστέθηκε με την παρ. 1 του
άρθρου 11 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου του ίδιου
νόμου για οικοδομές των οποίων η έναρξη της ανέγερσης πραγματοποιείται από την 1η
Ιανουαρίου 2004 και μετά).
338
13. Τα εισοδήματα των νομικών προσώπων και ιδρυμάτων της παραγράφου 2 του
άρθρου 101 προσδιορίζονται ως εξής:
α. Τα εισοδήματα από ακίνητα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 έως 23.
την περίπτωση α΄ της παραγράφου 13 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Ειδικά για τον
προσδιορισμό του εισοδήματος από εκμίσθωση ακινήτων εκπίπτουν οι δαπάνες επισκευής, συντήρησης,
ανακαίνισης , οι πάγιες και λειτουργικές δαπάνες και κάθε είδους άλλη δαπάνη των νομικών προσώπων και
ιδρυμάτων αυτών, μέχρι πενήντα τοις εκατό (50%) επί των ακαθαρίστων εσόδων, εφόσον καλύπτεται από
νόμιμα παραστατικά.»
ι παράγραφοι 1, 3, 5, 6, 7 και 8 έχουν εφαρμογή για κέρδη ισολογισμών που κλείνουν με ημερομηνία 31
Δεκεμβρίου 2009 και μετά και η παράγραφος 12 για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου
2010 και μετά
β. Τα εισοδήματα από κινητές αξίες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 24 έως
27. Κατ΄ εξαίρεση, για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος από τόκους που
αποκτούν αυτά τα νομικά πρόσωπα, εκπίπτουν οι τόκοι που καταβάλλονται σε
δανειοδοτικούς φορείς, μέχρι το ύψος του συνολικού ακαθάριστου εισοδήματος από
τόκους.
γ. Τα εισοδήματα από γεωργικές εκμεταλλεύσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 40 και 41.
δ. Τα εισοδήματα τα οποία δεν μπορούν να υπαχθούν σε μία από τις κατηγορίες Α
έως Ζ της παρ. 2 του άρθρ. 4, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 48, 49 και 50.
(Όπως η παρ. 12 του άρθρου 105 του Ν. 2238/1994, αναριθμείται σε 13 σύμφωνα με την
παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 3296/2004).
14. Για την εξεύρεση του συνολικού καθαρού φορολογητέου εισοδήματος των
νομικών προσώπων και ιδρυμάτων της προηγούμενης παραγράφου, εφαρμόζονται
ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 7 του άρθρου 4.
(Όπως η παρ. 13 του άρθρου 105 του Ν. 2238/1994, αναριθμείται σε 14 σύμφωνα με την
παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 3296/2004).
15. Ο φόρος του παρόντος, οι πρόσθετοι φόροι και τα πρόστιμα δεν αναγνωρίζονται
για έκπτωση κατά τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος.
15. Τα έσοδα και τα έξοδα των εταιρειών που εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά
Πρότυπα, που προκύπτουν κατά την αρχική αναγνώριση των χρηματοοικονομικών
μέσων, κατανέμονται ανάλογα με τη χρονική διάρκεια των αντίστοιχων μέσων,
σύμφωνα και με τα οριζόμενα από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Ως
χρηματοοικονομικά μέσα νοούνται τα οριζόμενα από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα,
339
όπως αυτά υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατ΄ εφαρμογή του
Κανονισμού 1606/2002, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
(Όπως προστέθηκε η παρ. 15 στο άρθρο 105 του 2238/1994 με τη παρ. 2 του αρθ. 12 του
Ν. 3301/2004 και ισχύει σύμφωνα με το αρθ. 25 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβέρνησης δηλαδή από 23/12/2004).
(Όπως η παρ. 14 του άρθρου 105 του Ν. 2238/1994, αναριθμείται σε 15 σύμφωνα με την
παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 3296/2004).
16. Για την εξεύρεση του συνολικού καθαρού φορολογητέου εισοδήματος των
εταιρειών που είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά
Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από
τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουλίου 2002, που δημοσιεύθηκε
στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (L 243) και των
Κανονισμών που εκδίδονται από την Επιτροπή (Commission), κατ΄ εξουσιοδότηση
των άρθρων 3 και 6 του Κανονισμού αυτού, εφαρμόζονται τα εξής:
(α) Στην περίπτωση των εταιρειών που τηρούν τα βιβλία τους σύμφωνα με τους
κανόνες της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, τα κέρδη (ή ζημίες) της εταιρείας
προκύπτουν αποκλειστικά από τα τηρούμενα βιβλία με βάση τους ισχύοντες
κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας. Τα κέρδη (ή ζημίες) της εταιρείας που
προκύπτουν από τις Οικονομικές Καταστάσεις με βάση τα Διεθνή Λογιστικά
Πρότυπα δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς φορολογίας.
(β) Στην περίπτωση των εταιρειών που τηρούντα βιβλία τους σύμφωνα με τα Διεθνή
Λογιστικά Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κέρδη (ή
ζημίες) της εταιρείας προκύπτουν αποκλειστικά από τον Πίνακα Φορολογικών
Αποτελεσμάτων Χρήσης της παραγράφου 7 του άρθρου 7 του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων.
(Όπως προστέθηκε η παρ. 16 στο άρθρο 105 του 2238/1994 με τη παρ. 2 του αρθ. 12 του
Ν. 3301/2004 και ισχύει σύμφωνα με το αρθ. 25 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβέρνησης δηλαδή από 23/12/2004).
Άρθρο 106
Υπολογισμός φορολογητέου εισοδήματος
340
1. Όταν μεταξύ των εισοδημάτων των νομικών προσώπων της παραγράφου 1 του
άρθρου 101 του παρόντος, συμπεριλαμβάνονται και μερίσματα ή κέρδη από
συμμετοχή σε άλλες εταιρίες, των οποίων τα κέρδη έχουν φορολογηθεί σύμφωνα με
τις διατάξεις του παρόντος ή του άρθρου 10, τα εισοδήματα αυτά αφαιρούνται από
τα συνολικά καθαρά κέρδη προκειμένου υπολογισμού των φορολογητέων κερδών
του νομικού προσώπου.
Σε περίπτωση όμως, που στα καθαρά κέρδη ημεδαπής ανώνυμης εταιρίας, εταιρίας
περιορισμένης ευθύνης και συνεταιρισμού, συμπεριλαμβάνονται, εκτός από τα
μερίσματα και τα κέρδη από συμμετοχή σε άλλες εταιρίες, που αναφέρονται πιο
πάνω, και εισοδήματα φορολογηθέντα κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της
φορολογικής υποχρέωσης ή αφορολόγητα έσοδα και περαιτέρω λαμβάνει χώρα
διανομή κερδών, για τον προσδιορισμό των διανεμομένων κερδών, που αναλογούν
στα εισοδήματα, που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του
παρόντος άρθρου, λαμβάνονται τα συνολικά καθαρά κέρδη, που προκύπτουν από
τους ισολογισμούς των νομικών αυτών προσώπων.
10. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις
επιχειρήσεις των περιπτώσεων β΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρ. 101 για τα πέραν των
τεκμαρτών κέρδη της οικείας διαχειριστικής χρήσης που δεν φορολογήθηκαν κατά
την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του άρθρου 107.
344
(΄Oπως οι παράγραφοι 9 και 10 του άρθρου 106 του Ν. 2238/1994 προστέθηκαν με την
παρ. 4 του άρθρου 7 του Ν. 2579/1998 και ισχύουν για κέρδη που προκύπτουν από
διαχειρίσεις που κλείνουν οι επιχειρήσεις με 31/12/1997 συμπεριλαμβανομένης και μετά
σύμφωνα με την παρ.5 του ιδίου άρθρου και νόμου).
11. Για τις αλλοδαπές εταιρείες και οργανισμούς που αναλαμβάνουν την
εργοληπτική κατασκευή δημοσίων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων στην Ελλάδα, για τις
οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 13, με την
προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ίδιου άρθρου παρακράτηση φόρου εξαντλείται
η φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων αυτών μόνο
για τα προσδιοριζόμενα με το άρθρο 34 τεκμαρτά κέρδη. Σε περίπτωση
πραγματοποίησης κερδών από τις εργασίες τους στην Ελλάδα πέραν των
φορολογούμενων τεκμαρτών κερδών, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των
παραγράφων 9 και 10 του άρθρου αυτού για μέρος των κερδών που δεν
φορολογήθηκε.
(Όπως η παρ. 11 προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 7 του Ν. 2579/1997 και ισχύει
σύμφωνα με την παρ .6 του ιδίου άρθρου και νόμου για τεχνικά έργα που αναλαμβάνουν οι
επιχειρήσεις αυτές από 17/2/1998 και μετά).
(Η αναφερόμενη στην παρ. 11, παρ. 8 του άρθρου 13 τροποποιήθηκε με την παράγραφο
29 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 σε παρ. 8).
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ
Άρθρο 107
Υπόχρεοι σε δήλωση - προθεσμία και περιεχόμενο αυτής
1. Κάθε νομικό πρόσωπο του άρθρου 101 υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση
φόρου εισοδήματος στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας. Επίσης σε υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος υποχρεούνται και τα
αλλοδαπά νομικά πρόσωπα που έχουν στην κυριότητα τους ακίνητο στην Ελλάδα,
ανεξάρτητα αν προκύπτει ή όχι εισόδημα από αυτό.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στη παρ. 1 με την παρ. 3 του άρθρου 15 του Ν.
2992/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 48 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο
ΦΕΚ, ήτοι από 20/3/2002 και μετά).
α) Από τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 και του δεύτερου
εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, μέχρι τη δέκατη (10η) ημέρα του
πέμπτου μήνα από την ημερομηνία λήξης της διαχειριστικής περιόδου, για τα
εισοδήματα που απόκτησαν μέσα σε αυτήν.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, μπορεί να μεταφέρεται ειδικά για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες η
ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που ορίζεται πιο πάνω και η υποβολή της
δήλωσης να γίνεται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού
μητρώου (Α.Φ.Μ.) του νομικού προσώπου.
β. Από τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 2 του άρθρου 101, μέχρι τις 10
Μαρτίου του οικείου οικονομικού έτους για τα εισοδήματα που απέκτησαν μέσα στο
αμέσως προηγούμενο έτος, ανεξάρτητα αν τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται ή όχι σε
φορολογία. Όταν δηλώνεται εισόδημα από την εκμίσθωση ή δωρεάν παραχώρηση
γεωργικής γης, υποκείμενο σε φορολογία εισοδήματος, η δήλωση υποβάλλεται
μέχρι τις 15 Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται ανάλογα και στα νομικά
πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που τηρούν βιβλία Γ΄ κατηγορίας Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α της παραγράφου 2 του άρθρου 107
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 15 του Ν. 2992/2002 και ισχύει σύμφωνα
με το άρθρο 48 του ιδίου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσεις στο ΦΕΚ ήτοι από
20/3/2002 και μετά).
(Όπως τα δύο νέα εδάφια μετά το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β της παραγράφου 2 του
άρθρου 107 προστέθηκαν με την παράγραφο 9 του άρθρου 6 του Ν. 2873/2000 και
ισχύουν σύμφωνα με την περίπτωση στ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα
που αποκτούν οι υπόχρεοι από 1/1/2000 και μετά).
Η υποβαλλόμενη δήλωση συνοδεύεται υποχρεωτικά με αναλυτική κατάσταση
εσόδων και εξόδων.
γ. Από τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα που έχουν τεθεί υπό εκκαθάριση, μέσα σε ένα
(1) μήνα από τη λήξη της εκκαθάρισης για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν κατά
την περίοδο αυτή. Σε περίπτωση παράτασης της εκκαθάρισης πέραν του έτους
υποβάλλεται προσωρινή δήλωση για τα εισοδήματα κάθε έτους μέσα σε 1 (ένα)
μήνα από τη λήξη του, επιφυλασσομένης της υποβολής οριστικής δήλωσης
συγχρόνως με τη λήξη της εκκαθάρισης. Σε περίπτωση μη υποβολής της δήλωσης ή
υποβολής ανακριβούς δήλωσης, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας εκδίδει προσωρινό φύλλο ελέγχου, το οποίο περιέχει το φορολογητέο
εισόδημα που προκύπτει από τα βιβλία και το ποσό του φόρου που αναλογεί μαζί
με τον πρόσθετο φόρο που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 86,
αντίγραφο του οποίου κοινοποιείται στο υπόχρεο νομικό πρόσωπο. Ο φόρος
βεβαιώνεται εφάπαξ αμέσως μετά την οριστικοποίηση του προσωρινού φύλλου
346
ελέγχου. Κατά του προσωρινού φύλλου ελέγχου επιτρέπονται τα ένδικα μέσα που
προβλέπονται από τον Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Οι δικαστικές αποφάσεις
που εκδίδονται κατά την προσωρινή διαδικασία αποτελούν προσωρινό
δεδικασμένο και δεν επηρεάζουν την κύρια δίκη. Από το ποσό του κύριου και
πρόσθετου φόρου που πρόκειται να βεβαιωθεί με βάση το οριστικό φύλλο ελέγχου
εκπίπτει ο φόρος που έχει καταλογισθεί με τα προσωρινά φύλλα ελέγχου και ο
επιπλέον φόρος που έχει καταβληθεί επιστρέφεται μετά την τελεσιδικία της
εγγραφής.
δ. Από τα διαλυόμενα νομικά πρόσωπα, για τα οποία δεν επιβάλλεται από το νόμο
εκκαθάριση, μέσα σε 1 (ένα) μήνα από τη διάλυση και σε κάθε περίπτωση πριν από
τη διάθεση με οποιονδήποτε τρόπο των περιουσιακών στοιχείων τους.
3. Οι διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου και η περίπτωση ια΄ της
παραγράφου 1 καθώς και οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 61 εφαρμόζονται
ανάλογα και στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101.
(Όπως η παρ. 3 του άρθρου 107, προέκυψε μετά την κατάργηση του άρθρου 22 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22
του Ν. 3259/2004).
(Η παρ. 3 του άρθρου 107 πριν την κατάργηση του άρθρου 22 του Ν. 3220/2004, είχε ως
εξής:
«3. Οι διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου και η περίπτωση ια΄ της παραγράφου 1
του άρθρου 61 οι παράγραφοι 4 και 5 του ίδιου άρθρου και τα 2 τελευταία εδάφια της
παραγράφου 4 του άρθρου 62 εφαρμόζονται και στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου1
του άρθρου 101»).
2 και 3 του άρθρου 106 του παρόντος. Προς τούτο, υποβάλλεται συμπληρωματική
δήλωση μέσα σε τριάντα (30 ) ημέρες από το χρόνο έγκρισης από τη γενική
συνέλευση και ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται εφάπαξ με την υποβολή της
εμπρόθεσμης δήλωσης.
Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται ανάλογα και σε
περίπτωση περαιτέρω διανομής κερδών του ίδιου οικονομικού έτους, εφόσον η
διανομή λαμβάνει χώρα μέχρι το χρόνο λήξης της τρέχουσας διαχειριστικής χρήσης.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 107 του Ν. 2238/1994 προστέθηκε με
την παρ. 2 του άρθρου 13 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με την περ.ε΄του άρθρου
40 του ιδίου νόμουαπό 18/2/1997 και μετά).
Άρθρο 108
Αρμόδιος προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας
1. Αρμόδιος για την παραλαβή των δηλώσεων και τον έλεγχό τους, την εξεύρεση του
εισοδήματος αυτών που δεν έχουν επιδώσει δηλώσεις και γενικά για την επιβολή
του φόρου, είναι ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας:
α. Της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται η έδρα του υπόχρεου ημεδαπού νομικού
προσώπου.
β. Της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται η κύρια μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα
του υπόχρεου αλλοδαπού νομικού προσώπου.
΄Αρθρο 109
Υπολογισμός του φόρου
1. Για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 ο φόρος υπολογίζεται
με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στο συνολικό φορολογητέο εισόδημά
τους, το οποίο προκύπτει από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η
Ιανουαρίου 2007 και μετά. Ειδικά, για τα κέρδη τα οποία προκύπτουν από διαχειρι-
στικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2005, ο συντελεστής
φορολογίας ορίζεται σε τριάντα δύο τοις εκατό (32%) και για τα κέρδη τα οποία
προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου
2006 έως την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο συντελεστής αυτός ορίζεται σε
είκοσι εννέα τοις εκατό (29%). Για τα κέρδη τα οποία προκύπτουν από
διαχειριστικές περιόδους που άρχισαν μέσα στο έτος 2004, ο συντελεστής
φορολογίας ορίζεται σε τριάντα πέντε τοις εκατό (35%).
(Όπως η παρ. 1 του άρθρου 109 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του
άρθρου 6 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την
ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-
2004).
(Η παρ. 1 του άρθρου 109 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«1. Ο φόρος υπολογίζεται στο συνολικό φορολογητέο εισόδημα όλων των υπόχρεων
νομικών προσώπων του άρθρου 101 με φορολογικό συντελεστή τριάντα πέντε τοις εκατό
(35%).
Ειδικά, τα εισοδήματα που αποκτούν από την εκμίσθωση οικοδομών και γαιών οι Ιεροί
Ναοί, οι Ιερές Μητροπόλεις, οι Ιερές Μονές, η Αποστολική Διακονία, η Ιερά Μονή Πάτμου, η
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και ιερές Σταυροπηγιακές Μονές Κύπρου, τα ημεδαπά νομικά
πρόσωπα που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν
αποδεδειγμένα κοινωφελείς σκοπούς, καθώς και τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα
φορολογούνται με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%)»).
349
4. Από το συνολικό ποσό του φόρου που αναλογεί στο φορολογούμενο εισόδημα
και του συμπληρωματικού φόρου εκπίπτουν:
α) Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 12, 13 παράγραφος 1, 55, 111 και 114 του παρόντος, στο εισόδημα που
υπόκειται σε φόρο.
(Όπως η περίπτωση α΄ της παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 8 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα του
οικονομικού έτους 2003 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ της παρ. 4 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
α. Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων
55, 111 και 114 του παρόντος στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο).
β. Ο φόρος που αναλογεί στο μέρος των φορολογηθέντων κατά ειδικό τρόπο με
εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης εισοδημάτων, που διανέμονται και με τα
οποία έχουν προσαυξηθεί τα υποκείμενα σε φορολογία κέρδη του νομικού
προσώπου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 106 του
παρόντος.
Ειδικά για τις τραπεζικές και ασφαλιστικές εταιρείες εκπίπτει από το συνολικό φόρο
του νομικού προσώπου το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε ή
προεισπράχθηκε για εισοδήματα φορολογηθέντα κατ΄ ειδικό τρόπο με εξάντληση
της φορολογικής υποχρέωσης και το οποίο αναλογεί στη χρονική περίοδο που τα
ως άνω νομικά πρόσωπα είχαν στο χαρτοφυλάκιο κυριότητάς τους τίτλους
επενδύσεων που παράγουν τα εισοδήματα αυτά.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. β΄της παρ. 4 του άρθρου 109 του Ν. 2238/1994
αντικαταστάθηκε με την παρ. 12 του άρθρου 13 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με
την περ.ε΄ του άρθρου 40 του ιδίου νόμου από 18/2/1997 και μετά).
γ) Ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για το εισόδημα που
προέκυψε σε αυτήν και υπόκειται σε φορολογία. Ειδικά, για μερίσματα που
εισπράττει ημεδαπή μητρική εταιρεία από αλλοδαπή θυγατρική εταιρεία, εκπίπτει το
άθροισμα των ποσών του φόρου που τυχόν καταβλήθηκε ως φόρος εισοδήματος
νομικού προσώπου, καθώς και του φόρου που παρακρατήθηκε ως φόρος επί του
μερίσματος, τόσο στο επίπεδο της θυγατρικής όσο και στο επίπεδο οποιασδήποτε
άλλης θυγατρικής χαμηλότερου επιπέδου του ίδιου ή άλλου κράτους με αυτήν, κατά
το μέρος το οποίο αναλογεί στα πιο πάνω μερίσματα που εισπράττει η ημεδαπή
μητρική εταιρεία.
Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν τα αναφερόμενα στα άρθρα 9
και 11 του Ν. 2578/1998 (ΦΕΚ 30 Α΄), όπως ισχύουν.
Για την απόδειξη του ύψους του φόρου που έχει καταβληθεί εκτός Ελλάδας για το
ποσό του διανεμόμενου μερίσματος που τελικώς κτάται από την ημεδαπή ανώνυμη
352
εταιρεία απαιτείται βεβαίωση εκδιδόμενη στη χώρα καταβολής του φόρου, από
Ορκωτό Ελεγκτή ή άλλη αρμόδια αρχή της χώρας.
Το ποσό φόρου που εκπίπτει σύμφωνα με την περίπτωση αυτή σε καμία
περίπτωση δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το ποσό του φόρου που αναλογεί για
το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα.
(Όπως το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περ. γ της παρ. 4 του άρθρου 109 αντικαταστάθηκαν
με την παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 3483/2006 και ισχύουν σύμφωνα με την παρ. 2 του
ιδίου άρθρου του ιδίου νόμου για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους
2006 και επομένων).
(Όπως το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περ.γ της παρ.4 του άρθρου 109 πριν την
αντικατάστασή τους είχαν ως εξής: "Ειδικά, για μερίσματα που εισπράττει ημεδαπή μητρική
εταιρεία από αλλοδαπή θυγατρική εταιρεία, εκπίπτει το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε
ως φόρος εισοδήματος νομικού προσώπου, καθώς και το ποσό που παρακρατήθηκε ως
φόρος επί του μερίσματος κατά το μέρος το οποίο αναλογεί στα πιο πάνω διανεμόμενα
μερίσματα. Όταν τα μερίσματα αυτά έχουν διανεμηθεί προηγουμένως από θυγατρική της
πιο πάνω αλλοδαπής εταιρείας, του ίδιου ή άλλου κράτους, και η καταβάλλουσα στην
ημεδαπή εταιρεία τα μερίσματα δεν έχει προβεί σε παρακράτηση φόρου ή δεν έχει
καταβάλει η ίδια φόρο εισοδήματος, το ημεδαπό νομικό πρόσωπο δικαιούται να εκπέσει
από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος το ποσό φόρου εισοδήματος που έχει καταβάλει η
θυγατρική της αλλοδαπής εταιρείας ή που έχει παρακρατήσει για τα υπόψη μερίσματα, τα
οποία τελικά έχουν διανεμηθεί προς το ημεδαπό νομικό πρόσωπο.")
(Όπως η περ. γ΄ της παρ. 4 του άρθρου 109 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την
παρ. 6 του άρθρου 6 του Ν. 3296/2004, και ίσχυε για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος
οικον. έτους 2005 και επομένων).
(Η περ. γ΄ της παρ. 4 του άρθρου 109 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«γ. Ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για το εισόδημα που
προέκυψε σε αυτήν και υπόκειται σε φόρο. Ο φόρος αυτός σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί
να είναι ανώτερος από το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην
Ελλάδα»).
Άρθρο 110
Καταβολή του φόρου
1. Ο φόρος εισοδήματος, η βεβαιούμενη με βάση το άρθρο 111 προκαταβολή φόρου
εισοδήματος, τα τέλη χαρτοσήμου κλπ. ποσά, που οφείλονται με βάση τη δήλωση
του άρθρου 107, καταβάλλονται:
α) Από τα νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις
των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του παρόντος, σε
οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες, η μεν πρώτη με την υποβολή της
εμπρόθεσμης δήλωσης, οι δε υπόλοιπες επτά (7), την τελευταία εργάσιμη ημέρα
των επτά (7) επομένων μηνών, από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της
δήλωσης.
β. Από τα νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις των
περιπτώσεων γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του παρόντος, εφάπαξ με
την υποβολή της εμπρόθεσμης προσωρινής ή οριστικής δήλωσης.
(Όπως η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 110 αντικαθίσταται από την παρ. 2
του αρθρ. 31 του Ν. 3220/2004 και ισχύει συμφωνα με την παρ. 3 του ιδιου άρθρου για
δηλωσεις φορολογιας εισοδηματος οικονομικού έτους 2004 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 110 πριν την αντικατάσταή της είχε ως
εξής:
«α. Από τα νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις των
περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του παρόντος, σε πέντε (5) ίσες
μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες, η μεν πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης,
οι δε υπόλοιπες τέσσερις, την τελευταία εργάσιμη ημέρα των τεσσάρων επόμενων, από την
υποβολή της δήλωσης, μηνών»).
΄Αρθρο 111
Προκαταβολή του φόρου
1.Με βάση την οριστική δήλωση του νομικού προσώπου ή τον οριστικό τίτλο, ο
προϊστάμενός της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας βεβαιώνει το ποσό
ίσο με το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματα
της διαχειριστικής περιόδου ή του ημερολογιακού έτους, κατά περίπτωση που
έληξε. Το ως άνω ποσοστό αυξάνεται σε ογδόντα τοις εκατό (80%) ειδικά για τις
τραπεζικές ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες και τα υποκαταστήματα λλοδαπών
τραπεζών που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα. Ειδικά για τα νομικά πρόσωπα της
παραγράφου 2 του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, το ως άνω
ποσοστό ορίζεται σε πενήντα πέντε τοις εκατό (55%).
(Όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 111, του Ν. 2859/2000
αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 3453/2006 και ισχύουν για
δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2006 και επομένων σύμφωνα
με την παρ.2 του ιδίου άρθρου από 1-1-2006)
(Όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.1 του άρθρου 111, του Ν. 2859/2000 πριν την
αντικατάστασή τους είχαν ως εξής: «1. Με βάση την οριστική δήλωση του νομικού
προσώπου ή τον οριστικό τίτλο, ο προϊστάμενος της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας βεβαιώνει ποσό ίσο με το πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) του φόρου που
αναλογεί στα εισοδήματα της διαχειριστική περιόδου ή του ημερολογιακού έτους, κατά
περίπτωση, που έληξε.
Το ως άνω ποσοστό αυξάνεται σε εξήντα τοις εκατό (60%) ειδικά για τις τραπεζικές
ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών που
λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα»).
Τα ανωτέρω ποσοστά μειώνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) για τα νέα νομικά
πρόσωπα κατά τα τρία (3) πρώτα οικονομικά έτη από τη δήλωση έναρξης εργασιών
τους, που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 36 του Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α). Η μείωση αυτή δεν εφαρμόζεται για τα
νομικά πρόσωπα που προέρχονται από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων
επιχειρήσεων με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου.
Η βεβαίωση αυτή γίνεται έναντι του φόρου που αναλογεί στο εισόδημα της
διανυόμενης διαχειριστικής περιόδου ή του ημερολογιακού έτους κατά περίπτωση.
Όταν δεν υπάρχει δήλωση ή οριστικός τίτλος, ο καταβλητέος φόρος υπολογίζεται με
βάση το φόρο που προκύπτει από στοιχεία του εγγύτερου οικονομικού έτους.
(Όπως δύο νεα εδάφια προστέθηκαν μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 111
του Ν. 2238/1994, με την παρ. 9 του άρθρου 6 του Ν. 3296/2004, και ισχύουν σύμφωνα την
παρ. 10 του ίδιου άρθρου για τα νομικά πρόσωπα που ιδρύονται από την 1η Ιανουαρίου
2005 και μετά).
355
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 52 εφαρμόζονται και στα νομικά
πρόσωπα που φορολογούνται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 101. Αν το
προκαταβλητέο ποσό φόρου εισοδήματος που υπολογίζεται με βάση τις διατάξεις
της παραγράφου αυτής είναι μικρότερο της προκαταβολής φόρου που οφείλεται με
βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, η διαφορά που προκύπτει βεβαιώνεται
στο όνομα του νομικού προσώπου ως προκαταβολή φόρου.
6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή επί των διανεμόμενων ή
κεφαλαιοποιούμενων κερδών ανώνυμων εταιριών, που απαλλάσσονται του φόρου
εισοδήματος, βάσει ειδικών διατάξεων νόμων, καθώς και επί των εισοδημάτων που
ορίζονται στις παρ. 4 & 5 του άρθρου 106 του παρόντος.
Άρθρο 112
Επιβράβευση ειλικρίνειας
Οι διατάξεις του άρθρου 73 εφαρμόζονται αναλόγως και για τα νομικά πρόσωπα των
περιπτώσεων α΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 101.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 112 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 7
του άρθρου 1 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/1996 και μετά).
(Όπως το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 112 του Ν. 2238/1994 πριν την κατάργησή του είχε
ως εξής: "Για τον καθορισμό του ποσού που ορίζεται στην περ.α΄της παρ.1 του άρθρου 73,
λαμβάνεται υπόψη ο κύριος φόρος που αναλογεί στα μη διανεμόμενα κέρδη").
356
Άρθρο 113
Διαδικασία βεβαίωσης του φόρου
Οι διατάξεις των άρθρων 65 έως 72, 74, 75, 79, 80, 81, 83 έως 85, εφαρμόζονται
αναλόγως και στη φορολογία εισοδήματος των νομικών προσώπων τα οποία
αναφέρονται στο άρθρο 101.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΦΟΡΟΥ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Άρθρο 114
Υποχρέωση παρακράτησης φόρου
1. Οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες και συνεταιρισμοί που διανέμουν κέρδη με τη
μορφή μερισμάτων, προμερισμάτων, αμοιβών και ποσοστών, εκτός μισθού, στα
μέλη του διοικητικού συμβουλίου και στους διευθυντές, καθώς και αμοιβών στο
εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, δεν προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου, ως
φορολογούμενα τα εισοδήματα αυτά στο όνομα του νομικού προσώπου.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στα διανεμόμενα, από εταιρίες περιορισμένης
ευθύνης, κέρδη. Με την καταβολή του οριζόμενου, από το άρθρο 109 του παρόντος,
φόρου εισοδήματος, επέρχεται εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης για τα
διανεμόμενα κέρδη της παραγράφου αυτής.
3. Στους τόκους που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή και τους οποίους
καταβάλλει ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα
εταιρείας κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδεδεμένη εταιρεία
άλλου κράτους - μέλους ή σε μόνιμη εγκατάσταση συνδεδεμένης εταιρείας κράτους -
μέλους ευρισκόμενη σε άλλο κράτος - μέλος, δεν ενεργείται παρακράτηση φόρου
εισοδήματος. Ως τόκοι νοούνται τα εισοδήματα από πάσης φύσεως απαιτήσεις,
ασφαλισμένες ή μη με υποθήκη και παρέχουσες ή μη δικαίωμα συμμετοχής στα
κέρδη του οφειλέτη και ιδίως εισοδήματα από τίτλους, ομολογίες ή χρεόγραφα,
συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων πρόσθετων ωφελημάτων και ανταμοιβών που
358
απορρέουν από τίτλους, ομολογίες ή άλλα χρεόγραφα. Για την εφαρμογή των
αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή διατάξεων, μία εταιρεία
θεωρείται«συνδεδεμένη» με άλλη εταιρεία εφόσον τουλάχιστον η πρώτη εταιρεία
κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στο μετοχικό
κεφάλαιο της δεύτερης εταιρείας ή η δεύτερη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη
συμμετοχή με το ίδιο πιο πάνω ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης
εταιρείας ή μία τρίτη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή με το ίδιο πιο πάνω
ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης εταιρείας,
και υπό τον όρο ότι σε όλες τις αναφερόμενες πιο πάνω περιπτώσεις η συμμετοχή
κατέχεται χωρίς διακοπή για δύο έτη. Η απαλλαγή από την παρακράτηση παρέχεται
με την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος των τόκων δέχεται τις πληρωμές για δικό του
λογαριασμό και όχι με την ιδιότητα του αντιπροσώπου και εφόσον προσκομίσει
σχετική βεβαίωση που ισχύει για δύο έτη από την ημερομηνία χορήγησής της. Η
βεβαίωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία του δικαιούχου:
α) ότι έχει την έδρα της πραγματικής διοίκησής του σε ένα συγκεκριμένο κράτος -
μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
β) ότι υπόκειται στο πιο πάνω κράτος - μέλος που έχει την έδρα του σε φόρο
εισοδήματος χωρίς να τυγχάνει απαλλαγής από αυτόν,
γ) ότι κατέχει την πιο πάνω αναφερόμενη συμμετοχή χωρίς διακοπή τουλάχιστον
για δύο έτη,
δ) ότι το εισόδημα από τους τόκους που αποκτά, σε περίπτωση που αυτός είναι
μόνιμη εγκατάσταση άλλης εταιρείας, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος στο κράτος -
μέλος όπου έχει τη μόνιμη εγκατάσταση και ότι η εταιρεία της οποίας αποτελεί
μόνιμη εγκατάσταση πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α΄, β΄,
γ΄ και ε΄ του παρόντος άρθρου,
ε) ότι έχει μία από τις μορφές που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας
και Οικονομικών σύμφωνα με το Παράρτημα της Οδηγίας 2003/49/ΕΚ (L 157/49). Με
την ίδια απόφαση θα καθοριστούν ο τρόπος και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για
την εφαρμογή των αναφερόμενων στο άρθρο αυτό.
Εξαιρετικά, κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου οκτώ ετών που αρχίζει από την
1η Ιουλίου 2005, κατά την καταβολή των αναφερόμενων πιο πάνω τόκων, θα
ενεργείται παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%)
κατά τα πρώτα τέσσερα έτη και πέντε τοις εκατό (5%) κατά τα τελευταία τέσσερα έτη,
εκτός εάν από την οικεία διμερή σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογίας
εισοδήματος προβλέπεται ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση. Η παρακράτηση
του φόρου ενεργείται από τον χρεώστη κατά την καταβολή των τόκων ή την
εγγραφή τους στα βιβλία σε πίστωση του αλλοδαπού δικαιούχου και αποδίδεται
εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου
από την παρακράτηση του φόρου μήνα. Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η
φορολογική υποχρέωση του αλλοδαπού δικαιούχου.
359
Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων δεν έχουν εφαρμογή για τόκους από
προνομιούχες μετοχές και ιδρυτικούς τίτλους, για τόκους υπερημερίας, καθώς και
για τόκους που αποτελούν έμμεση διανομή κερδών. Μέχρι την έναρξη της
μεταβατικής περιόδου που αναφέρεται πιο πάνω, κατά την καταβολή των υπόψη
τόκων, θα ενεργείται παρακράτηση φόρου εισοδήματος σύμφωνα με τις ισχύουσες
διατάξεις των διμερών συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας ή της εσωτερικής
νομοθεσίας, κατά περίπτωση.
(Όπως στην παρ. 3 του αρθ. 114 του Ν. 2238/1994 προστέθηκε νέα παράγραφος 3 με το
αρθ. 16 του Ν. 3312/2005 και ισχύει σύμφωνα με το αρθ. 25 του ιδίου Νόμου δηλαδή από
16 Φεβρουαρίου 2005).
Άρθρο 115
Ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα
1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και
εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών ή συνεταιρισμών κατά το χρόνο
της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για
την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με
360
τον παρόντα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο
βεβαίωσής τους. Στις ανώνυμες εταιρίες που συγχωνεύονται, ευθύνεται
αλληλεγγύως μαζί με τα πιο πάνω πρόσωπα, για την πληρωμή των κατά το
προηγούμενο εδάφιο οφειλόμενων φόρων της διαλυόμενης εταιρίας και εκείνη που
την απορρόφησε ή η νέα εταιρία που συστήθηκε ανεξάρτητα από το χρόνο
βεβαίωσής τους. Τα πρόσωπα που αναφέρονται πιο πάνω έχουν δικαίωμα
αναγωγής κατά προσώπων που διατέλεσαν σύμβουλοι, καθώς και μέτοχοι ή μέλη
του νομικού προσώπου κατά το χρόνο της διάλυσής του ως προς τους φόρους που
αφορούν σε χρήσεις προγενέστερες από την έναρξη της εκκαθάρισης, ανεξάρτητα
από το χρόνο βεβαίωσής τους.
Άρθρο 116
Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
Οι διατάξεις των άρθρων 86 έως 88 και 90 έως 97 εφαρμόζονται και στα νομικά
πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 101.
Ειδικά σε περίπτωση μη υποβολής της δήλωσης που προβλέπεται από τις διατάξεις
της παραγράφου 5 του άρθρου 105 εκδίδεται φύλλο ελέγχου καταλογισμού του
361
οφειλόμενου τυχόν φόρου πλέον πρόσθετος φόρος μη δήλωσης και πρόστιμο, που
δεν μπορεί να είναι μικρότερο του 20% (είκοσι τοις εκατό) του ποσού της
πρόβλεψης.
Άρθρο 117
Φορολογία αδιανέμητων κερδών
(Οι διατάξεις του άρθρου 117 καταργήθηκαν με την παρ. 35 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001. Σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις τυχόν καταργηθέντα ποσά δεν επιστρέφονται.
Σύμφωνα με την παρ. 36 του ιδίου άρθρου το ίδιο ισχύει και για τις υποθέσεις που
εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων οποιουδήποτε βαθμού)
Άρθρο 118
Κίνητρα ανάπτυξης μικρών νησιών
1. Για τα φυσικά πρόσωπα που κατοικούν μόνιμα σε νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα
με την τελευταία απογραφή, κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, το
ποσό του πρώτου κλιμακίου εισοδήματος της κλίμακας (α) της παραγράφου 1 του
άρθρου 9, προκειμένου να υπολογιστεί ο φόρος που αναλογεί στο εισόδημά τους
αυξάνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 118 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 11 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται ή από 1/1/2005 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 118 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Για τα φυσικά πρόσωπα που κατοικούν μόνιμα σε νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα με την
τελευταία απογραφή, κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, το ποσό του
πρώτου κλιμακίου εισοδήματος της κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 9,
προκειμένου να υπολογιστεί ο φόρος που αναλογεί στο εισόδημα τους, αυξάνεται σε
δεκατρείς χιλιάδες διακόσια έξι (13.206) ευρώ»).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 118, αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 24 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ι του
άρθρου 50 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευση αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).
(Όπως στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 118 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 97
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
362
ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
Σύμφωνα με το άρθρο 25 του Ν. 3427/2005 η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων
1 και 2 του άρθρου 118 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος παρατείνεται μέχρι την
31η Δεκεμβρίου 2015 για τα εισοδήματα που αποκτώνται μέχρι την ημερομηνία αυτή
και των υπολοίπων διατάξεων του ίδιου άρθρου μέχρι τις 18.2.2017.
363
5. Οι ως άνω φορολογικές απαλλαγές και μειώσεις παρέχονται για μια δεκαετία από
τη δημοσίευση του παρόντος.
ΆΡΘΡΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει:
α. Των διατάξεων των περιπτώσεων α΄ και β΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου
4 του άρθρου 9, από την 1η Ιανουαρίου 1995, για τις αμοιβές που καταβάλλονται
στους δικαιούχους από την ημερομηνία αυτή και μετά.
β. Των διατάξεων του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου
9 και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 110 από το οικονομικό
έτος 1995 για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.
γ. Των διατάξεων των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ του άρθρου 17, της περίπτωσης στ΄
του άρθρου 18, καθώς και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 19,
364
Οι διατάξεις των άρθρων 16-21 του νέου Ν.3697/2008 ορίζουν τις μεταβολές στον τρόπο φορολόγησης του
εισοδήματος Νομικών Προσώπων. Έτσι, ο νέος νόμος ουσιαστικά εισάγει τα παρακάτω σε ότι αφορά τη φορολογία
εισοδήματος των Νομικών Προσώπων:
i) Μεταβολή στον τρόπο φορολόγησης των κερδών από πώληση μετοχών εισηγμένων στο χρηματιστήριο,
ii) Μεταβολή στην παρακράτηση φόρου επί των διανεμόμενων κερδών με τη μορφή μερισμάτων,
iii) Επιβολή υποχρέωσης παρακράτησης φόρου επί των διανεμόμενων κερδών προηγούμενων χρήσεων,
iv) Μεταβολή στην παρακράτηση φόρου επί των αμοιβών μελών Δ.Σ.,
v) Μεταβολή των φορολογικών συντελεστών και του ποσοστού προκαταβολής φόρου εισοδήματος.
Με την παράγραφο 4 του νέου νόμου ορίζεται ότι: «τα κέρδη από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α. σε τιμή
ανώτερη της τιμής απόκτησης τους, που αποκτούν επιχειρήσεις οποιασδήποτε μορφής και τα οποία προκύπτουν από
τα τηρούμενα βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. και οι οποίες αποκτώνται από 1/1/2009 και μετά
φορολογούνται αυτοτελώς». Το ποσοστό φορολόγησης είναι δέκα τοις εκατό (10%) σύμφωνα με την νέα
παράγραφο 3 του άρθρου 38 του Ν.2238/1994, η οποία εξάλλου αναφέρει πως με τον ίδιο τρόπο φορολογούνται και
365
τα κέρδη από πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α. φυσικών προσώπων ή επιχειρήσεων οποιασδήποτε μορφής που
τηρούν βιβλία Α΄ και Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή αλλοδαπές επιχειρήσεις που δεν έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα.
Επομένως, οι μετοχές που αποκτώνται έως 31/12/2008 φορολογούνται σύμφωνα με τα έως σήμερα ισχύοντα.
Σε ότι αφορά τον υπολογισμό του κέρδους πάνω στο οποίο υπολογίζεται η φορολογία ως κόστος κτήσης των
μετοχών, λαμβάνεται η μέση τιμή απόκτησης αυτών.
i) Όταν πραγματοποιούνται περισσότερες από μία συναλλαγές επί μετοχών συγκεκριμένης εταιρείας, τότε η πώλησή
τους θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα με τη χρονολογική σειρά που αποκτήθηκαν,
ii) Μετοχές, οι οποίες αποκτήθηκαν από το δικαιούχο στο πλαίσιο προγράμματος χορήγησης μετοχών, ως τιμή
κτήσης λαμβάνεται η τιμή κτήσης των μετοχών κατά τον χρόνο χορήγησης του δικαιώματος. Τυχόν ζημία που
προκύπτει από την ίδια αιτία συμψηφίζεται με κέρδη που προκύπτουν κατά το ίδιο οικονομικό έτος.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην νέα παράγραφο 4 του άρθρου 38 του Κ.Φ.Ε., τα κέρδη από την πώληση μετοχών
εισηγμένων στο Χ.Α. σε τιμή ανώτερη της τιμής απόκτησής τους εμφανίζονται σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού
(41.91 «Αποθεματικά από έσοδα φορολογηθέντα κατά ειδικό τρόπο» του Ε.Γ.Λ.Σ.).
Οι ζημίες που μπορεί να προκύψουν μέσα στην ίδια διαχειριστική χρήση δεν συμψηφίζονται με κέρδη αλλά
μεταφέρονται, μαζί με τυχόν ζημιές από άλλες χρήσεις, για να συμψηφιστούν με το αφορολόγητο αποθεματικό της
παραγράφου 1 του άρθρου 38. Στην περίπτωση που αυτό δεν επαρκεί ή δεν υφίσταται, εμφανίζονται σε ειδικό
λογαριασμό που εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα και το ποσό αυτό συμψηφίζεται τελικά με τυχόν κέρδη που θα
προκύψουν στο μέλλον από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α..
Σημείωση: Τα παραπάνω και γενικά οι διατάξεις των παραγράφων 1-5 του άρθρου 38 του Κ.Φ.Ε. ισχύουν, σύμφωνα
με την παρ. 6 του ίδιου άρθρου, «ανάλογα και στις μεταβιβάσεις μετοχών εισηγμένων σε αλλοδαπό χρηματιστήριο
αξιών ή σε άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό».
Για τα διανεμόμενα κέρδη που εγκρίνονται από γενικές συνελεύσεις από την 01/01/2009 και μετά, ανεξάρτητα αν η
καταβολή τους γίνεται σε μετρητά ή μετοχές, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%)
με την οποία και εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων.
Τα διανεμόμενα αυτά κέρδη περιλαμβάνουν: αμοιβές και ποσοστά των μελών του Δ.Σ. και των διευθυντών, αμοιβές
366
εργατοϋπαλληλικού προσωπικού (εκτός μισθού) και μερίσματα ή προμερίσματα σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα
ημεδαπά ή αλλοδαπά, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας.
Σε περίπτωση που στα καθαρά κέρδη ημεδαπής Α.Ε. περιλαμβάνονται και μερίσματα από συμμετοχή της σε άλλες
Α.Ε. πάνω στα οποία έχει διενεργηθεί παρακράτηση φόρου 10%, τότε σε περίπτωση διανομής κερδών αφαιρείται
από το φόρο που υποχρεούται να καταβάλει για να διανεμόμενα κέρδη, το μέρος του ήδη παρακρατηθέντος φόρου
που αναλογεί στα διανεμόμενα κέρδη που προέρχονται από τα μερίσματα αυτά.
Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 18 του Ν.3697/2008, παρακράτηση φόρου με συντελεστή 10%
ενεργείται και στα μερίσματα που εισπράττουν φυσικά πρόσωπα κάτοικοι Ελλάδος από Α.Ε.. Με την παρακράτηση
αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα πιο πάνω εισοδήματα.
Οι ημεδαπές Ανώνυμες Εταιρείες οι οποίες καταβάλουν τα παραπάνω εισοδήματα (αμοιβές και ποσοστά των μελών
του Δ.Σ. και των διευθυντών, αμοιβές εργατοϋπαλληλικού προσωπικού (εκτός μισθού) και μερίσματα ή
προμερίσματα σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ημεδαπά ή αλλοδαπά, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας) είναι
υπόχρεες στην παρακράτηση του φόρου 10%.
Σύμφωνα με το νέο νόμο «η παρακράτηση ενεργείται κατά την καταβολή ή την εγγραφή των εισοδημάτων αυτών σε
πίστωση των δικαιούχων και σε κάθε περίπτωση όχι αργότερα από ένα μήνα από την έγκριση του ισολογισμού από
τη γενική συνέλευση των μετόχων».
Σε ότι αφορά την παρακράτηση στα εισοδήματα που αναφέρονται στη νέα παράγραφο 3 του άρθρου 54 του
Ν.2238/1994 (μερίσματα που εισπράττουν φυσικά πρόσωπα κάτοικοι Ελλάδος από Α.Ε.) υποχρέωση για την
παρακράτηση του φόρου έχει αυτός που ενεργεί στην Ελλάδα την εξαργύρωση ή την καταβολή τους.
Σημείωση: Οι συνεταιρισμοί και οι ημεδαπές Ε.Π.Ε. δεν προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου για τα κέρδη που
διανέμουν αλλά με την καταβολή του οριζόμενου, από το άρθρο 109 του Κ.Φ.Ε., φόρου εισοδήματος, επέρχεται
εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης για τα κέρδη αυτά.
Σύμφωνα με το νέο νόμο 3697/2008 δημιουργείται υποχρέωση παρακράτησης φόρου με συντελεστή 10% στις
περιπτώσεις διανομής κερδών προηγούμενων χρήσεων. Η παρακράτηση εφαρμόζεται στη διανομή κερδών
προηγούμενων χρήσεων που θα εγκριθεί από γενικές συνελεύσεις από 01/01/2009 και μετά. Σε περίπτωση διανομής
μερισμάτων από κέρδη προηγούμενων χρήσεων, η παρακράτηση φόρου ενεργείται μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη
της σχετικής απόφασης από τη γενική συνέλευση των μετόχων. Ο παρακρατηθείς φόρος αποδίδεται με την υποβολή
δήλωσης στο Δημόσιο εφάπαξ εντός του επόμενου μήνα από αυτόν εντός του οποίου έγινε η παρακράτηση.
Σύμφωνα με την παράγραφο 9 του νέου νόμου 3697/2008 οι αμοιβές μελών Δ.Σ. που χαρακτηρίζονται σαν
εισοδήματα από εμπορικές επιχειρήσεις, δηλαδή αυτές που καταβάλλονται στα μέλη βάσει ειδικής σύμβασης
εργασίας, υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 35% όταν καταβάλλονται από Α.Ε. στα μέλη του Δ.Σ.
και 25% για μισθούς και κάθε είδους απολαβές που καταβάλει Ε.Π.Ε στα μέλη του Δ.Σ..
Η παράγραφος 4 του άρθρου 18 του Ν.3697/2008 αναφέρει πως στις αμοιβές και αποζημιώσεις μελών Δ.Σ.
Ανώνυμης Εταιρείας που χαρακτηρίζονται εισόδημα από κινητές αξίες, δηλαδή έξοδα παραστάσεως, εκτός μισθού
αμοιβές κ.λπ., παρακρατείται φόρος 35%. Η υποχρέωση αυτή ισχύει για αμοιβές από 01/01/2009 και μετά.
5) Μείωση φορολογικών συντελεστών και αύξηση του ποσοστού προκαταβολής φόρου εισοδήματος.
Με το άρθρο 19 του Ν.3697/2008 μειώνονται οι φορολογικοί συντελεστές για τα κέρδη των νομικών προσώπων της
παραγράφου 1 και 2 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. που προκύπτουν για τις διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
μέχρι 31/12/2009 και μετά, συγκεκριμένα:
Νομικά Πρόσωπα της παρ.1 του άρθ.101 Νομικά Πρόσωπα της παρ.2 του άρθ.101
του Ν.2238/1994 του Ν.2238/1994
Διαχειριστικές Φορολογικός Οικονομικό Έτος Φορολογικός
Χρήσεις Συντελεστής Συντελεστής
Μέχρι 31/12/2009 25% 2009 και 2010 25%
01/01/2010- 24% 2011 24%
31/12/2010
01/01/2011- 23% 2012 23%
31/12/2011
01/01/2012- 22% 2013 22%
31/12/2012
01/01/2013- 21% 2014 21%
31/12/2013
01/01/2014 και μετά 20% 2015 και μετά 20%
Τέλος, οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 19 του Ν.3697/2008 ορίζουν την προκαταβολή φόρου εισοδήματος για τις
δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των οικονομικών ετών 2009 και μετά σε ογδόντα τοις εκατό (80%).
368
Το απόλυτο φορολογικο site για οικονομολόγους, λογιστές και όλες τις επιχειρήσεις
Epsilon Academy
Εκπαίδευση Στελεχών Επιχειρήσεων
Θέματα / Ενημέρωση
Θέματα Φορολογίας Εισοδήματος
• Παρακράτηση φόρου εισοδήματος ημερολογιακού έτους 2005
• Οδηγίες συμπλήρωσης δηλώσεων Φορολογίας Εισοδήματος οικονομικού έτους 2005
• Δήλωση Φ.Μ.Α.Π. έτους 2004
• Ηλεκτρονική υποβολή δήλωσης Φορολογίας Εισοδήματος
• Κλίμακα υπολογισμού φόρου εισοδήματος
• Υπόχρεοι σε δήλωση φορολογίας εισοδήματος
• Προθεσμία υποβολής της δήλωσης
Θέματα Κ.Β.Σ.
• Έναρξη, επέκταση, μεταβολή, διακοπή δραστηριότητας φυσικών και νομικών προσώπων
• Όρια τήρησης Αναλυτικής Λογιστικής
• Όρια τήρησης βιβλίων αποθήκης
• Όρια τήρησης βιβλίων
• Δαπάνες που δεν συμπεριλαμβάνονται στις συγκεντρωτικές καταστάσεις (ΚΕΠΥΟ)
• Υποχρεωτική τήρηση θεωρημένου ισοζυγίου σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα
• Απαλλαγή από θεώρηση Φορολογικών στοιχείων
• Υποχρέωση χρησιμοποίησης Ειδικών Φορολογικών Μηχανισμών Σήμανσης (Ε.Α.Φ.Δ.Σ.Σ.)
Θέματα Φ.Π.Α.
• Συντελεστές Φ.Π.Α. - υπολογισμός φόρου
• Τύπος, περιεχόμενο και χρόνος υποβολής Περιοδικής Δήλωσης Φ.Π.Α.
• Τύπος, περιεχόμενο και χρόνος υποβολής Εκαθαριστικής Δήλωσης Φ.Π.Α. 2003
• Διαδικασία επιστροφής Φ.Π.Α.
• Αγαθά και υπηρεσίες με συντελεστή 8%
Εργατικά Θέματα
• Σύμβαση εργασίας Λογιστών και Βοηθών Λογιστών
• Άδεια, Επίδομα αδείας
• Δώρο Πάσχα
• Δώρο Χριστουγέννων
• Νέοι πίνακες κωδικών πακέτων κάλυψης
• Οδηγίες για την συμπλήρωση και υποβολή της Α.Π.Δ. για τις εισφορές του ΙΚΑ
• Ημερομηνίες υποβολής Α.Π.Δ. για το 2005
• Ασφαλιστικές κλάσεις και αποτίμηση παροχών σε είδος για το 2004
• Όρια ημερησίων μισθών και τεκμαρτά ημερομίσθια για το 2004
• Ανώτατα όρια υπερωριακής απασχόλησης για το Α' εξάμηνο του 2004
Έντυπα Δηλώσεων
• Εισοδήματος
o Ε1 Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος (έτος 2005)
369
o Τράπεζα Ελλάδος
o Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος
o Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος
o Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος
o Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος Α.Τ.Ε.
o Alpha bank
o Γενική Τράπεζα
o Εγνατία Τράπεζα
o Λαική Tράπεζα
o Τράπεζα Αττικής
o Τράπεζα Πειραιώς
o WINbank
o Τράπεζα Κύπρου
o Aspis bank
o Eurobank EFG Ergasias
o NovaBank
o Citibank International plc
o Ελληνική Τράπεζα
o Τράπεζα Probank A.E.
o Omega bank
o Εμπορική Τράπεζα Επενδύσεων Α.Ε.
o Πανελλήνια Τράπεζα
o HSBC BANK PLC
o Bayerische Hypo und Vereinsbank A.G.
o FBB First Business Bank S.A.
• Υπουργεία
o Yπουργείο Εθνικής Οικονομίας
o Yπουργείο Ανάπτυξης - Γενική Γραμματεία Καταναλωτή
o Yπουργείο Ανάπτυξης - Γενική Γραμματεία Εμπορίου
o Yπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
o Yπουργείο Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης
Ενημέρωση από τον οικονομικό τύπο
• Ημερησία
• Κέρδος
• Ναυτεμπορική
• ΧΡΗΜΑ Guarantee
• ΧΡΗΜΑ Week
• Express
Κόμβος υποβολής Φορολογικών Ερωτημάτων και Διαλόγου
• Προφιλ
• Θέματα Αναπτυξιακών νόμων
o Ενισχυόμενες δαπάνες άρθρου 3 του Ν. 2601/1998
• Θέματα Α.Ε.
o Σύγκριση χρονομίσθωσης με και χωρίς εξαγορά
o Χρονομίσθωση επιβατικών αυτοκινήτων
o Αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με εισφορά ακινήτου
• Θέματα Ε.Γ.Λ.Σ.
o Τρόπος τήρησης λογαριασμών υποκαταστήματος
o Αντιμετώπιση ενοικίασης επενδεδυμένου ακινήτου
o Λογιστικός χειρισμός για ιδιοπαραγώμενες Α΄ ύλες
o Συμμετοχή Α.Ε. σε αλλοδαπή εταιρία
o Λογιστικός χειρισμός εσόδων από συμβάσεις που αφορούν παραπάνω από μία χρήση
• Θέματα Ελέγχου
o Εξαίρεση από τις διατάξεις του Ν. 3259/2004
• Θέματα Κ.Β.Σ.
371
• On Line Τράπεζα
• Epsilon Network
Ηλεκτρονικές παρουσιάσεις με ήχο και εικόνα
• Extra Μισθοδοσία
• Κόμβος υποβολής Φορολογικών Ερωτημάτων και Διαλόγου
• Epsilon Network
• Ολοκληρωμένη Τράπεζα Φορολογικής και Εργατικής Ενημέρωσης
• Φορολογικό Ημερολόγιο
Epsilon Academy - εκπαίδευση
• Φιλοσοφία εκπαίδευσης
• Ανοιχτά Σεμινάρια
• Μακροχρόνια Προγράμματα
• Πληροφορική/ECDL
• Ενδοεπιχειρησιακή Εκπαίδευση
• Επίκαιρες Ημερίδες
Evresis
Online Βιβλιοπωλείο
Εκκαθάριση Φόρου
Εισαγωγή Α.Φ.Μ. :
Εκκαθάριση
επικοινωνία
ΘΕΜΑ:Εκπιπτόμενες δαπάνες από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων με βάση διοικητικές λύσεις και τη δικαστηριακή
νομολογία.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
α) Τις διατάξεις του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος Σημ. Ε.Ο. Ε7 : Βλ. Κωδ. Ν. 2238/1994 άρθρο 31 .
β) Τις διατάξεις της παραγράφου 15 του άρθρου 9 του N. 3296/2004 (ΦΕΚ 253Α΄/14.12.2004).
γ) Ότι με την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ
1. Οι δαπάνες για τις οποίες έχει γίνει δεκτό με διοικητικές λύσεις και με τη δικαστηριακή νομολογία ότι εκπίπτουν από τα
ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών, έχουν, κατά κατηγορία δαπάνης, ως το συνημμένο
373
παράρτημα.
2. Κατά τους διενεργούμενους φορολογικούς ελέγχους η αναγνώριση της έκπτωσης των δαπανών που περιλαμβάνονται στο
παράρτημα αυτό από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών είναι δεσμευτική για τις
ελεγκτικές υπηρεσίες.
3. Η απόφαση αυτή, μαζί με το παράρτημά της, να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΚΠΙΠΤΟΜΕΝΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΑ ΕΣΟΔΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΓΕΝΙΚΑ ΕΞΟΔΑ
ΑΠΟΣΒΕΣΕΙΣ ΠΑΓΙΩΝ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΑ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΩΡΕΕΣ
ΕΞΟΔΑ Α΄ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ
ΜΙΣΘΟΙ (γενικά)
ΜΙΣΘΟΙ
ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
ΤΟΚΟΙ
ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Επιστροφή
375
NOMOΣ 3522/2006 Μεταβολές στη φορολογία εισοδήματος, απλουστεύσεις στον Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων και άλλες διατάξεις.
Μεταβολές στη φορολογία εισοδήματος, απλουστεύσεις στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και άλλες
διατάξεις.
376
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
1. Η κλίμακα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του Αρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος,
όπως αυτός κυρώθηκε με το Ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
Φορολ.
Φόρος
Κλιμάκιο Εισοδήματος συντελεστής Σύνολο
κλιμακίου
%
Εισοδήματος Φόρου
(ευρώ) (ευρώ)
(ευρώ) (ευρώ)
10.500 0 0 10.500 0
1.500 15 225 12.000 225
18.000 25 4.500 30.000 4.725
45.000 35 15.750 75.000 20.475
Ανω των 75.000 40
2. Η κλίμακα της παραγράφου 1 ισχύει από 1.1.2009 για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την
ημερομηνία αυτή και μετά.
3. Ειδικά, για τα εισοδήματα που αποκτώνται τα έτη 2007 και 2008 ισχύουν οι ακόλουθες κλίμακες:
----------------------------------------------------------------------------------------
Εισοδήματος Φόρου
(ευρώ) (ευρώ)
(ευρώ) (ευρώ)
12.000 0 0 12.000 0
18.000 27 4.860 30.000 4.860
45.000 37 16.650 75.000 21.510
Ανω των 75.000 40
4. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται και προστίθενται νέα
τρίτο και τέταρτο εδάφια, ως εξής:
379
"Η κλίμακα (α) εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες υπερβαίνει το
ποσοστό του πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού δηλούμενου εισοδήματος που φορολογείται με τις
γενικές διατάξεις. Κατ΄ εξαίρεση για τους συνταξιούχους που, εκτός από τη σύνταξή τους, δηλώνουν
εισόδημα και από ακίνητα και από γεωργικές επιχειρήσεις, δεν έχει εφαρμογή η προϋπόθεση του
προηγούμενου εδαφίου. Όταν ο συνταξιούχος δηλώνει εισόδημα και από άλλες πηγές, έχει εφαρμογή η
προϋπόθεση του δευτέρου εδαφίου."
5. Στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής:
"Στην περίπτωση συζύγων αρκεί ο ένας από αυτούς να έχει τις ανωτέρω προϋποθέσεις."
6. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως
εξής:
"Το ποσό της κάθε δαπάνης της περίπτωσης αυτής επί της οποίας υπολογίζεται η μείωση, δεν μπορεί να
υπερβεί ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του αφορολόγητου ποσού του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας (α)
που ισχύει για μισθωτό χωρίς τέκνα."
7. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
"Ο φόρος στις αμοιβές που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού από
την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία, υπολογίζεται με αναλογικό συντελεστή τρία τοις εκατό (3%) για
τους αξιωματικούς και ένα τοις εκατό (1%) για το κατώτερο πλήρωμα στις αμοιβές που αποκτώνται από το
ημερολογιακό έτος 2007 και επόμενα."
8. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 9 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
"Αν το συνολικό ποσό της οφειλής, η οποία προκύπτει με βάση την αρχική δήλωση του υπόχρεου, είναι
μέχρι το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για τον ίδιο και για τη σύζυγό του αθροιστικά
λαμβανόμενο, τούτο θα καταβληθεί μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του
μεθεπόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου."
9. Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 9 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται και στο τέλος της
παραγράφου αυτής προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
380
"Όταν η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, παρέχεται έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%)
στο συνολικό ποσό της οφειλής και μέχρι του ποσού των εκατόν δεκαοκτώ (118) ευρώ, ανεξάρτητα από
τον αριθμό των δόσεων."
Αρθρο 2
1. Το ποσό των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2
του Αρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. αυξάνεται σε δύο χιλιάδες τετρακόσια (2.400) ευρώ.
αα) Την αλλαγή εγκατάστασης κεντρικού κλιματισμού χρήσης καυσίμου από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο ή
για νέα εγκατάσταση φυσικού αερίου.
ββ) Την αντικατάσταση του λέβητα πετρελαίου για την εγκατάσταση τηλεθέρμανσης ή για νέα εγκατάσταση
τηλεθέρμανσης.
γγ) Την αγορά ηλιακών συλλεκτών και για την εγκατάσταση κεντρικού κλιματισμού με χρήση ηλιακής
ενέργειας.
δδ) Την αγορά αποκεντρωμένων συστημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που βασίζονται σε
Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (φωτοβολταϊκά, μικρές ανεμογεννήτριες) και συμπαραγωγής ηλεκτρισμού
και ψύξης -θέρμανσης με χρήση φυσικού αερίου ή ανανεώσιμων πηγών.
Το ποσό της δαπάνης της περίπτωσης αυτής που αφαιρείται δεν μπορεί να υπερβεί τα επτακόσια (700)
ευρώ."
381
3. Το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως
εξής:
"Με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις η έκπτωση αυτή παρέχεται και επί αγοράς μεριδίων μετοχικών και
μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού που είναι συνδεδεμένα με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής, καθώς
και αυτά που είναι συνδεδεμένα με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής μέσω εσωτερικού μεταβλητού
κεφαλαίου."
Αρθρο 3
Φορολογία ακινήτων
"α) Από βιομηχανοστάσια που ιδιοχρησιμοποιούνται, μαζί με τα παραρτήματά τους και τα εξαρτήματα,
καθώς και με τις αποθήκες και τα οικόπεδα που είναι συνεχόμενα με αυτά και χρησιμοποιούνται για την
αποθήκευση πρώτων υλών και για την πρώτη εναπόθεση των βιοτεχνικών και βιομηχανικών προϊόντων.
Ως βιομηχανοστάσια θεωρούνται τα οικοδομήματα που έχουν ειδικά ανεγερθεί για τη λειτουργία βιοτεχνίας
και βιομηχανίας, στα οποία έχουν μόνιμα προσαρμοστεί μηχανικές εγκαταστάσεις, καθώς και τα
οικοδομήματα επεξεργασίας και συντήρησης καπνών σε φύλλα ή άλλων εξαγώγιμων γεωργικών
προϊόντων."
"α) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για αποσβέσεις σε οικοδομές οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κατοικίες,
οικοτροφεία, σχολεία, φροντιστήρια, αίθουσες κινηματογράφων ή θεάτρων, ξενοδοχεία, νοσοκομεία ή
κλινικές και ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) για οικοδομές οι οποίες χρησιμοποιούνται για άλλες χρήσεις.
Επίσης, εκπίπτει ποσοστό μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) για ασφάλιστρα κατά του κινδύνου πυρκαγιάς ή
άλλων κινδύνων, για έξοδα επισκευής και συντήρησης, για δικαστικές δαπάνες, καθώς και για αμοιβή
δικηγόρου για δίκες σε διαφορές απόδοσης μισθίου ή καθορισμού μισθώματος για όλες γενικά τις
οικοδομές.
382
Όταν πρόκειται για εισόδημα που προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου
1 του Αρθρου 21, όλα τα παραπάνω ποσοστά περιορίζονται σε τρία τοις εκατό (3%) συνολικώς.
Αν οι δαπάνες που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια αφορούν κοινόχρηστους χώρους του ακινήτου,
επιμερίζονται αναλόγως στους συνιδιοκτήτες του.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την αναγνώριση του δικαιώματος
διενέργειας των εκπτώσεων, των δαπανών που ορίζονται στην περίπτωση αυτή, καθώς και κάθε άλλη
λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή αυτού του Αρθρου."
4. Το τέλος χαρτοσήμου, που επιβάλλεται στα μισθώματα από εκμίσθωση κατοικιών γενικά που αποκτώνται
από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007 περιορίζεται στο ενάμισι τοις εκατό (1,50%) και από 1ης Ιανουαρίου 2008
και μετά καταργείται.
Αρθρο 4
1. Τα ποσά του φόρου που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του Αρθρου 10 του Ν. 2579/1998
(ΦΕΚ 31 Α΄) επιβάλλονται για μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2008.
2. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως
εξής:
"Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται για τις χρήσεις 2005, 2006, 2007 και 2008 και ισχύουν
ανάλογα και για τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης επιβατικών λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ.."
3. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο ως
εξής:
"Τα ποσά καθαρού εισοδήματος της περίπτωσης αυτής μειώνονται για τις χρήσεις 2007 και 2008 κατά ποσό
383
χιλίων (1.000) ευρώ προκειμένου για μη εργαζόμενους συνταξιούχους ιδιοκτήτες επιβατικών αυτοκινήτων
δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) και επιβατικών λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ.."
4. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του Αρθρου 31 του Ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α΄) εξακολουθούν να
ισχύουν και για τις χρήσεις 2007 και 2008.
5. Τα ποσά φόρου του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 33 του Ν.
2238/1994, όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 8 του Αρθρου 3 του Ν. 3296/2004, εφαρμόζονται
και για τις διαχειριστικές χρήσεις 2007 και 2008.
"10. Οι διατάξεις αυτού του Αρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και για τους υπόχρεους που αναφέρονται στην
παράγραφο 4 του Αρθρου 2 αυτού του νόμου, οι οποίοι δεν τηρούν βιβλία ή τηρούν βιβλία δεύτερης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων."
7. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής:
"Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για τα ποσά των επιχορηγήσεων που καταβάλλονται
στους νέους ελεύθερους επαγγελματίες."
8. Η πρώτη περίοδος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του Αρθρου 64 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως
εξής:
"Οι υπόχρεοι της παραγράφου 4 του Αρθρου 2 υποβάλλουν δήλωση φόρου εισοδήματος στον Προϊστάμενο
της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ως εξής:".
9. Στην περίπτωση β΄ του Αρθρου 12 του Π.Δ. 299/2003 (ΦΕΚ 255 Α΄) προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
"Η απόσβεση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του λογισμικού (SOFTWARE) μπορεί να γίνεται και
εφάπαξ κατά τη χρήση εντός της οποίας τίθενται σε λειτουργία."
10. Για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών των επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από την κατηγορία
βιβλίων του Κ.Β.Σ. που τηρούν, αφαιρείται από τα καθαρά κέρδη τους, τα οποία προσδιορίζονται σύμφωνα
384
με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ποσό χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, για κάθε
άτομο που απασχολούν με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω.
11. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του Αρθρου 64 του Κ.Φ.Ε. καταργείται.
12. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 110 του Κ.Φ.Ε. καταργείται.
Αρθρο 5
1. Η οριζόμενη από την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. επιφάνεια εκατό (100)
τετραγωνικών μέτρων αυξάνεται σε διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα.
2. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τόκους
που προκύπτουν από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.
3. Στην παράγραφο 5 του Αρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέα περίπτωση ιβ΄ ως εξής:
"ιβ) Τα επιδόματα που καταβάλλονται στους δικαιούχους σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 6 του
Αρθρου 63 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄)."
4. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 7 του Κ.Φ.Ε. και πριν από την περίπτωση γ΄,
διαγράφεται η λέξη "και" και προστίθεται περίπτωση δ΄ ως εξής:
"και δ) το εξωιδρυματικό επίδομα της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. και τα
προνοϊακά επιδόματα που χορηγούνται σε άτομα με διάφορες αναπηρίες."
"ζ) Το ποσό του ειδικού επιδόματος μουσικού οργάνου που χορηγείται στους μουσικούς της Κρατικής
Ορχήστρας Αθηνών, Θεσσαλονίκης και της Ορχήστρας Λυρικής Σκηνής για την κάλυψη της δαπάνης
αγοράς, συντήρησης και επισκευής του μουσικού οργάνου ιδιοκτησίας τους για την εκτέλεση μουσικών
έργων."
385
6. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 13 του Αρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
"Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται σε αθλητές εθνικών ομάδων, ως επιβράβευση αυτών από το
Δημόσιο, λόγω επίτευξης διεθνών στόχων ατομικώς ή ομαδικώς, καθώς και τα χρηματικά ποσά των πάσης
φύσεως χορηγιών που καταβάλλονται στους ανωτέρω αθλητές, φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή
φόρου είκοσι τοις εκατό (20%)."
Η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής ορίζεται από 1.1.2006, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την
ημερομηνία αυτή και μετά, καθώς και για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών.
7. Στην παράγραφο 1 του Αρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται τελευταίο εδάφιο, ως εξής:
"Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται στα φυσικά πρόσωπα και στους υπόχρεους της
παραγράφου 4 του Αρθρου 2 του Κ.Φ.Ε. για τα ποσά του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ της
παραγράφου αυτής."
9. Ο συντελεστής του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 7 του Αρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. και για τα επιδόματα
του εδαφίου αυτού μειώνεται από δεκαπέντε τοις εκατό (15%) σε πέντε τοις εκατό (5%) και μετά τη λέξη
"φορολόγηση" του τελευταίου εδαφίου της ίδιας παραγράφου προστίθενται οι λέξεις "με συντελεστή
δεκαπέντε τοις εκατό (15%)".
10. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
11. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 3 του Αρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.
Αρθρο 6
386
1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του Αρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής:
"Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και στους τόκους από καταθέσεις στην αλλοδαπή ή από
ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται σε αυτή, καθώς και στα εισοδήματα από κάθε μορφής τίτλους που
εκδίδονται από θυγατρικές εταιρίες ημεδαπών τραπεζικών ιδρυμάτων στο εξωτερικό και δύνανται να
συμπεριληφθούν στην κατηγορία των εποπτικών κεφαλαίων για την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους
επάρκειας, σύμφωνα με τις εκάστοτε πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, όταν όλα τα πιο πάνω
εισοδήματα αποκτώνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, κατοίκους Ελλάδος."
2. Στο τέλος της παραγράφου 3 του Αρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση γ΄ ως εξής:
" γ) τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν ή είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα και έχουν καταστεί "φορείς
πληρωμής" με βάση την περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 4 του Ν. 3312/2005 (ΦΕΚ 35 Α΄)
υποχρεούνται για τα εισοδήματα που αναφέρονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 και
εισπράττονται από αυτά για λογαριασμό κατοίκων Ελλάδος σε παρακράτηση του φόρου κατά την καταβολή
των τόκων ή στην πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου. Ο φόρος υπολογίζεται επί του συνόλου των
τόκων που εισπράττουν τα πιστωτικά ιδρύματα για λογαριασμό κατοίκων Ελλάδας είτε το προϊόν της
είσπραξης εισάγεται στην Ελλάδα είτε επανεπενδύεται ή παραμένει στο εξωτερικό.
Για την απόδοση του παρακρατούμενου φόρου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2 του Αρθρου
60."
3. Στο τέλος της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 8 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής:
"Δεν εκπίπτεται ο φόρος που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή, εφόσον ο δικαιούχος του εισοδήματος έχει
φορολογηθεί σύμφωνα με το Αρθρο 12 με εξάντληση της φορολογικής του υποχρέωσης."
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1,2 και 3 του Αρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1ης Ιανουαρίου 2007. Ειδικά για τα ως άνω εισοδήματα, ως προς τα οποία εκκρεμούν
υποθέσεις ενώπιον των φορολογικών αρχών κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος στην εφημερίδα της
Κυβερνήσεως εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων με την προβλεπόμενη από την
παράγραφο 4 του Αρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. παρακράτηση φόρου εισοδήματος είκοσι τοις εκατό (20%).
387
5. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του Αρθρου 26 του Ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄) προστίθεται
δεύτερο εδάφιο που έχει ως εξής:
"Για τους τόκους που προκύπτουν από τις ομολογίες αυτές δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων
11 και 12 του Αρθρου 12 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος."
6. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για τόκους που προκύπτουν από
ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά.
7. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 8 του Αρθρου 26 του Ν. 2789/2000 καταργούνται.
Η κατάργηση αυτή ισχύει και για τα ομολογιακά δάνεια που εκδόθηκαν πριν τη δημοσίευση του παρόντος
για τους τόκους των ομολογιών αυτών που αποκτώνται από τους δικαιούχους από 1.1.2007 και μετά.
Αρθρο 7
"Αρθρο 38 Εισόδημα από διάθεση και αποτίμηση χρεογράφων και παραγώγων χρηματοοικονομικών
προϊόντων".
2. Στο Αρθρο 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθενται παράγραφοι 5 και 6, που έχουν ως
εξής:
"5. Τα κεφαλαιακά κέρδη που αποκτούν ατομικές επιχειρήσεις και υπόχρεοι που αναφέρονται στην
παράγραφο 4 του Αρθρου 2 και οι οποίοι τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων από συναλλαγές σε παράγωγα προϊόντα των υποπεριπτώσεων γγ΄ έως ζζ΄ της περίπτωσης α΄
της παραγράφου 1 του Αρθρου 2 του Ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄) και της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1
του Αρθρου 54 του Ν. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α΄) που διαπραγματεύονται στην αγορά παραγώγων του
Χρηματιστηρίου Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο παραγώγων ή σε άλλη οργανωμένη αγορά,
απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος. Η απαλλαγή παρέχεται με την προϋπόθεση ότι τα κέρδη
388
6. Τα κεφαλαιακά κέρδη που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και τα οποία αποκτώνται από
φυσικά πρόσωπα ή ατομικές επιχειρήσεις και υπόχρεους της παραγράφου 4 του Αρθρου 2, εκτός της
περίπτωσης που προβλέπεται στην ίδια παράγραφο, απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος."
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 έχουν εφαρμογή για κέρδη που προκύπτουν από τις διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.
4. Οι διατάξεις του Αρθρου 32 του Ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α΄) καταργούνται ως προς τη φορολογία
εισοδήματος.
Αρθρο 8
Δαπάνες επιχειρήσεων
1. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης μ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.
αντικαθίστανται ως εξής:
"Τα ανωτέρω ισχύουν με την προϋπόθεση ότι το ξενοδοχείο ευρίσκεται εντός του νομού, στη χωρική
αρμοδιότητα του οποίου είναι εγκατεστημένη η έδρα ή υποκατάστημα της επιχείρησης που επιβαρύνεται με
τα πιο πάνω έξοδα."
2. Στην περίπτωση θ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., μετά το δεύτερο εδάφιο προστίθεται
νέο εδάφιο, που έχει ως εξής:
"Οι ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών υπολογίζουν την πρόβλεψη επί
της αξίας της προμήθειας που αναγράφεται στα πινακίδια, τα οποία εκδίδουν προς επιτηδευματίες ή ιδιώτες,
και με την προϋπόθεση ότι σε αυτά αναγράφονται τα στοιχεία, που ορίζονται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ.."
3. Οι παράγραφοι 17,18 και 19 του Αρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αναριθμούνται σε 19, 20, 21 αντίστοιχα και
προστίθενται νέες παράγραφοι 17 και 18, οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
389
"17. Αμοιβές σε χρήμα ή σε είδος δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, όταν η
παροχή ή η λήψη αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα ακόμα και αν η καταβολή αυτών πραγματοποιείται στο
εξωτερικό.
18. Οι ποινικές ρήτρες, τα πρόστιμα και οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται για οποιονδήποτε λόγο σε
βάρος επιχείρησης δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά της."
4. Για την έκπτωση των δαπανών των περιπτώσεων ι΄ και ιη΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 31 του
Κ.Φ.Ε. που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2005 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2008, δεν
απαιτείται προέγκριση από την επιτροπή η οποία προβλέπεται από την περίπτωση ι΄. Ο έλεγχος των
δαπανών αυτών, χωρίς προηγούμενη προέγκριση, ανήκει στην αρμοδιότητα των ειδικών επιτροπών, που
συστάθηκαν στα Διαπεριφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Δ.Ε.Κ.) και στα Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα
(Π.Ε.Κ.) με την υπ΄ αριθμ. 1028199/10456/Β0012/ΠΟΛ.1051/21.3.2005 (ΦΕΚ 392 Β΄) απόφαση του
Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, κατ΄ εξουσιοδότηση των διατάξεων της περίπτωσης γ΄ της
παραγράφου 4 του Αρθρου 66 του Ν. 2238/1994.
5. Προσφυγές οι οποίες έχουν ασκηθεί μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος, σχετικά με την
εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων ι΄ και ιη΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 31 του Ν.
2238/1994, θεωρούνται ως μη ασκηθείσες και δεν εξετάζονται.
Αρθρο 9
Λοιπές διατάξεις
1. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"Παράλειψη του υπόχρεου να επιδώσει μέχρι το τέλος του οικείου οικονομικού έτους δήλωση, στην οποία
αναγράφεται η ζημία που προέκυψε στο ίδιο οικονομικό έτος, του στερεί το δικαίωμα συμψηφισμού, που
ορίζεται από την παράγραφο 3 του Αρθρου 4."
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον
των φορολογικών αρχών και των διοικητικών δικαστηρίων.
390
3. Στην παράγραφο 11 του Αρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
"Ειδικά για το ποσό της ζημίας νομικού προσώπου της παραγράφου 1 του Αρθρου 101, που αποσβέσθηκε
με ειδική προς τούτο μείωση του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου αυτού, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις
της παραγράφου 3 του Αρθρου 4."
4. Στην παράγραφο 3 του Αρθρου 28 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση ι΄, που έχει ως εξής:
"ι) η ωφέλεια επιχείρησης, που προκύπτει από την παραίτηση πιστώτριας επιχείρησης από την είσπραξη
χρέους, η οποία λαμβάνει χώρα μέσα στα πλαίσια της επαγγελματικής τους συνεργασίας. Στην περίπτωση
αυτή δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί φορολογίας δωρεών."
5. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του Αρθρου 9 του Ν. 2992/2002 (ΦΕΚ 54 Α΄) καταργούνται για
μετασχηματισμούς επιχειρήσεων, που πραγματοποιούνται από τη δημοσίευση του παρόντος στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και για τους μετασχηματισμούς των οποίων έχει ήδη αρχίσει η
διαδικασία πραγματοποίησής τους και θα ολοκληρωθεί μετά τον ως άνω χρόνο δημοσίευσης του παρόντος.
Η διάταξη της παραγράφου 5 του Aρθρου 9 του ν.3522/2006 (ΦΕΚ 276 Α΄) δεν ισχύει για
μετασχηματισμούς που πραγματοποιήθηκαν με βάση ισολογισμό μετασχηματισμού προηγούμενο
της ημερομηνίας δημοσίευσης του ως άνω νόμου.[νόμος 3634/2008 άρθρο 34 παρ. 4]
6. Για σκοπούς εφαρμογής της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 1 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ
137 Α΄), ως κλάδος ή τμήμα επιχείρησης λογίζεται και το σύνολο ή τμήμα του λογαριασμού συμμετοχών
εισφέρουσας επιχείρησης, ο οποίος εξ ολοκλήρου απαρτίζεται από συμμετοχές σε επιχειρήσεις που είτε
διενεργούν αυτοχρηματοδοτούμενα ή συγχρηματοδοτούμενα δημόσια έργα της παραγράφου 4 του Αρθρου
9 του Ν. 2052/1992 (ΦΕΚ 94 Α΄), της περίπτωσης δ΄ του Αρθρου 3 του Π.Δ. 334/2000 (ΦΕΚ 279 Α΄) και
της παραγράφου 1 του Αρθρου 2 του Π.Δ. 166/1996 (ΦΕΚ 125 Α΄), είτε ως αντικείμενο έχουν τις
συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα του Αρθρου 2 Ν. 3389/2005 (ΦΕΚ 232 Α΄).
7. Οι περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 25 του Αρθρου 59 του Ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄)
αντικαθίστανται ως ακολούθως:
"β) Στα εισοδήματα από τόκους ή μερίσματα που αποκτούν δικαιούχοι ελληνικών πιστοποιητικών, κάτοικοι
Ελλάδος, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 29% από 1.1.2006 και με 25% από 1.1.2007 και
391
μετά. Η παρακράτηση ενεργείται από τον εκδότη στο ποσό των μερισμάτων ή τόκων που διανέμει η
αλλοδαπή εταιρεία μετά την αναγωγή του σε μικτό ποσό με την προσθήκη του φόρου που παρακρατήθηκε
στην αλλοδαπή. Από τον αναλογούντα φόρο εκπίπτει ο πιο πάνω φόρος που παρακρατήθηκε στην
αλλοδαπή.
γ) Ο εκδότης των ελληνικών πιστοποιητικών αποδίδει τον οφειλόμενο σύμφωνα με τα πιο πάνω φόρο στην
αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ. εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του επόμενου από την είσπραξη
μήνα των μερισμάτων ή τόκων από την αλλοδαπή. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η
φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα πιο πάνω εισοδήματα."
8. Οι διατάξεις του Αρθρου 15 του Ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α΄) καταργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2006
και μετά.
9. Στο τέλος της παραγράφου 2 του Αρθρου 27 του Ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α΄) προστίθεται εδάφιο, που
έχει ως εξής:
"Ο φόρος της παρούσας παραγράφου δεν επιβάλλεται όταν οι πωλήσεις πραγματοποιούνται σε αλλοδαπό
χρηματιστήριο με το οποίο το Χρηματιστήριο Αθηνών έχει δημιουργήσει κοινό ηλεκτρονικό σύστημα
διαπραγμάτευσης και με την προϋπόθεση ότι για τις πωλήσεις αυτές προβλέπεται η καταβολή ανάλογου
φόρου στην αλλοδαπή."
Αρθρο 10
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
"Φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) η πραγματική αξία πώλησης μετοχών
ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, οι οποίες μεταβιβάζονται από
φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά.
Για τον προσδιορισμό της πραγματικής αξίας των μετοχών για την επιβολή του φόρου πέντε τοις εκατό
(5%) λαμβάνεται υπόψη και η κατώτατη πραγματική αξία των μετοχών που μεταβιβάζονται, η οποία
εξευρίσκεται ως ακολούθως:
392
α) Τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας, που εμφανίζονται στον τελευταίο πριν από τη μεταβίβαση επίσημο
ισολογισμό και όπως αυτά διαμορφώνονται μετά από αύξηση ή μείωση που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι και
την προηγούμενη ημέρα της μεταβίβασης, προσαυξάνονται με την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων των
πέντε (5) τελευταίων διαχειριστικών περιόδων πριν από τη μεταβίβαση. Στο αποτέλεσμα που προκύπτει
προστίθεται και η υφιστάμενη διαφορά μεταξύ της αξίας των ακινήτων της εταιρείας, όπως αυτή
προσδιορίζεται κατά το χρόνο της μεταβίβασης στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και της
εμφανιζόμενης στα βιβλία αξίας κτήσης αυτών, αν η δεύτερη είναι μικρότερη της πρώτης. Το ποσό που
προκύπτει σύμφωνα με τα πιο πάνω, διαιρούμενο δια του αριθμού των υφιστάμενων κατά το χρόνο
μεταβίβασης μετοχών, αντιπροσωπεύει την ελάχιστη πραγματική αξία της κάθε μετοχής, η οποία
λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της αξίας των μετοχών που μεταβιβάζονται.
β) Ως απόδοση ιδίων κεφαλαίων λαμβάνεται ο λόγος του μέσου όρου των ολικών αποτελεσμάτων
εκμετάλλευσης (προ φόρων) των πέντε (5) τελευταίων, πριν από τη μεταβίβαση, ισολογισμών και του
μέσου όρου των ιδίων κεφαλαίων της ίδιας χρονικής περιόδου. Σε περίπτωση που νόμιμα έχουν καταρτισθεί
λιγότεροι από πέντε (5) ισολογισμοί, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία των ισολογισμών αυτών. Αν το
άθροισμα των ολικών αποτελεσμάτων είναι αρνητικό, δεν λαμβάνεται υπόψη καμία απόδοση.
γ) Όταν η εταιρεία της οποίας μεταβιβάζονται οι μετοχές έχει προέλθει από μετατροπή ή συγχώνευση
άλλων ανωνύμων εταιρειών ή άλλων μορφών επιχειρήσεων και η μεταβίβαση λαμβάνει χώρα πριν από τη
σύνταξη τριών ισολογισμών, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία της προηγούμενης περίπτωσης, που
προκύπτουν και από τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων που έχουν μετασχηματισθεί, εφόσον τηρούσαν
βιβλία Γ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ώστε να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία τριών
ισολογισμών συνολικά.
Η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται και για μεταβιβάσεις μετοχών
αλλοδαπών ανωνύμων εταιρειών μη εισηγμένων σε διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό από
ημεδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτή, ο φόρος επιβάλλεται επί της συμφωνηθείσας
αξίας πώλησης των μετοχών."
393
2.Στο τέλος της παραγράφου 2 του Αρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο
εδάφιο ως εξής:
"Όταν δικαιούχοι των εισοδημάτων της παραγράφου αυτής είναι πρόσωπα που αναφέρονται στην
παράγραφο 1 του Αρθρου 101, με την καταβολή του πιο πάνω φόρου δεν εξαντλείται η φορολογική
υποχρέωση των δικαιούχων, αλλά τα κέρδη από τις συναλλαγές αυτές φορολογούνται με τις γενικές
διατάξεις."
3. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται
ως εξής:
"α) Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12, 13
παράγραφοι 1 και 2, 55, 111 και 114 του παρόντος, στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο."
Αρθρο 11
Μετά το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 13 του
Κ.Φ.Ε. προστίθενται δεκατέσσερα νέα εδάφια, τα οποία έχουν ως εξής:
"Για τον υπολογισμό της ωφέλειας, που προκύπτει από τη μεταβίβαση μεριδίων ημεδαπής εταιρείας
περιορισμένης ευθύνης, αφαιρείται το κόστος απόκτησής της από την κατώτατη πραγματική αξία που έχουν
κατά το χρόνο μεταβίβασης.
Για τον προσδιορισμό της κατώτατης πραγματικής αξίας των μεριδίων που μεταβιβάζονται, ως κατώτατη
πραγματική αξία ολόκληρης της εταιρίας λαμβάνεται το άθροισμα: i) των ιδίων κεφαλαίων της, που
εμφανίζονται στον τελευταίο πριν από τη μεταβίβαση επίσημο ισολογισμό, ii) της άυλης αξίας της, ίϋ) της
αξίας των ακινήτων της εταιρείας κατά το μέρος που η αξία του καθενός από αυτά, όπως αυτή
προσδιορίζεται κατά το χρόνο μεταβίβασης στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, υπερβαίνει την αξία
κτήσης του και iv) των αυξήσεων των ιδίων κεφαλαίων που έχουν μεσολαβήσει από το χρόνο σύνταξης του
τελευταίου επίσημου ισολογισμού μέχρι το χρόνο μεταβίβασης των μεριδίων ή των μειώσεων των ιδίων
κεφαλαίων που έχουν γίνει στο ίδιο χρονικό διάστημα.
394
Ειδικότερα, για τον προσδιορισμό της άυλης αξίας, αφαιρούνται οι τόκοι των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας,
οι οποίοι υπολογίζονται με βάση το μέσο όρο του επιτοκίου των εντόκων γραμματίων του Ελληνικού
Δημοσίου ετήσιας διάρκειας, που εκδόθηκαν το Δεκέμβριο του έτους που προηγείται της μεταβίβασης, από
το μέσο όρο των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης των πέντε (5) τελευταίων, πριν από τη
μεταβίβαση, ισολογισμών και το ποσό που προκύπτει (R) αναπροσαρμόζεται αρχικά με την εφαρμογή της
σταθερής ληξιπρόθεσμης ράντας:
α = Rx 1-υn
και στη συνέχεια το αποτέλεσμα που προκύπτει προσαυξάνεται με τους ακόλουθους ποσοστιαίους
συντελεστές, ανάλογα με τα έτη λειτουργίας της επιχείρησης:
- α = το ποσό που προκύπτει μετά την αναπροσαρμογή και αποτελεί την άυλη αξία της επιχείρησης,
-υ n =1 / (1+i)n
395
η παρούσα αξία του κεφαλαίου, η αξία του οποίου μετά από το πιο πάνω μελλοντικό διάστημα (n) είναι ένα
λεπτό του ευρώ,
Σε περίπτωση που νόμιμα έχουν καταρτιστεί λιγότεροι των πέντε (5) ισολογισμών, λαμβάνονται υπόψη τα
πιο πάνω στοιχεία των εν λόγω ισολογισμών.
Όταν η εταιρεία της οποίας μεταβιβάζονται τα μερίδια έχει προέλθει από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων
επιχειρήσεων και έχει καταρτίσει λιγότερους από τρεις (3) ισολογισμούς, πριν από τη μεταβίβαση των
μεριδίων της, τότε για την εξεύρεση του μέσου όρου των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης,
λαμβάνονται υπόψη τα ολικά αποτελέσματα εκμετάλλευσης και τα ίδια κεφάλαια όσων ισολογισμών αυτής
υπάρχουν, καθώς και τα αποτελέσματα και τα ίδια κεφάλαια όσων από τους τελευταίους ισολογισμούς των
επιχειρήσεων που έχουν μετασχηματισθεί και τηρούσαν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων απαιτούνται, ώστε στο επίπεδο της επιχείρησης να συγκεντρωθούν τρεις (3) ισολογισμοί.
Προκειμένου για μεταβιβάσεις μεριδίων από επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων, ως κόστος απόκτησης των μεταβιβαζόμενων μεριδίων λαμβάνεται αυτό που έχει
καταχωρηθεί στα βιβλία τους, ανεξάρτητα από το χρόνο απόκτησής τους.
Για τα φυσικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις με βιβλία Α΄ ή Β΄ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, που μεταβιβάζουν μερίδια, ως κόστος απόκτησης λαμβάνεται η ελάχιστη αξία μεταβίβασης των
μεριδίων, η οποία έχει υπολογισθεί κατά την απόκτησή τους, με βάση τις διατάξεις του παρόντος ή της
1030366/10307/ Β0012/ΠΟΛ.1053/1.4.2003 Α.Υ.Ο. (ΦΕΚ 477 Β΄), η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση
της παρ. 5 του Αρθρου 3 του N. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α΄) ή της 1119720/1980/ Α0012/ ΠΟΛ.1259/1999
Α.Υ.Ο. (ΦΕΚ 2227 Β΄), η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση της παρ. 11 του Αρθρου 3 του N. 2753/1999
(ΦΕΚ 249 Α΄) ανάλογα με το χρόνο απόκτησής τους, κατά περίπτωση.
Αν τα μεταβιβαζόμενα μερίδια ή μέρος αυτών έχουν αποκτηθεί πριν από το χρόνο έναρξης ισχύος της
προγενέστερης από τις πιο πάνω αποφάσεις, ως αξία κτήσης λαμβάνεται αυτή που οριστικοποιήθηκε με
οποιονδήποτε τρόπο κατά την εφαρμογή των διατάξεων φορολογίας εισοδήματος ή κληρονομιών, δωρεών,
γονικών παροχών ή σε περίπτωση μη οριστικοποίησης, η δηλωθείσα αξία. Όταν τα μεταβιβαζόμενα μερίδια
έχουν αποκτηθεί κατά την ίδρυση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ως κόστος απόκτησης των μεριδίων
αυτών λαμβάνεται η αξία τους, όπως αυτή αναφέρεται στο καταστατικό της εταιρείας. Εάν μέχρι το χρόνο
396
μεταβίβασης των μεριδίων έχει λάβει χώρα τυχόν αύξηση ή μείωση του κεφαλαίου, ως κόστος απόκτησης
λαμβάνεται ο μέσος όρος του κεφαλαίου των πέντε (5) προηγούμενων χρήσεων πριν από τη μεταβίβαση
και σε περίπτωση κατά την οποία έχουν παρέλθει λιγότερες από τις πέντε (5) χρήσεις, ως κόστος
απόκτησης λαμβάνεται ο μέσος όρος του κεφαλαίου αυτών των χρήσεων.
Η διάταξη της περίπτωσης α΄ της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται και για μεταβιβάσεις μεριδίων
αλλοδαπών εταιρειών περιορισμένης ευθύνης από ημεδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Για τον υπολογισμό
της ωφέλειας, που προκύπτει από τη μεταβίβαση μεριδίων αλλοδαπής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης,
αφαιρείται το κόστος απόκτησής τους από τη συμφωνηθείσα αξία πώλησης των μεριδίων."
Αρθρο 12
Φορολογία τεχνικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που ασχολούνται με την ανέγερση και
πώληση οικοδομών
1. Ως ακαθάριστο έσοδο των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών
λαμβάνεται η αξία των αυτοτελών οικοδομών, διαμερισμάτων πολυκατοικιών, καταστημάτων, γραφείων
αποθηκών και λοιπών χώρων, όπως αυτή αναγράφεται στο συμβόλαιο μεταβίβασης και η οποία δεν μπορεί
να είναι μικρότερη από αυτή που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας μεταβίβασης
ακινήτων και της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 19 του Κώδικα Φ.Π.Α. (N. 2859/2000,
ΦΕΚ 248 Α΄) όπως αναμορφώνεται μετά τον έλεγχο της ειδικής δήλωσης Φ.Π.Α. για τη μεταβίβαση
ακινήτου σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας κάθε φορά Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και
Οικονομικών για τον έλεγχο της δήλωσης αυτής.
Αν όμως η αξία που προκύπτει από άλλα επίσημα ή ανεπίσημα στοιχεία είναι μεγαλύτερη από την αξία που
αναφέρεται παραπάνω, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται η μεγαλύτερη αυτή αξία.
397
Χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους
αυτού, θεωρείται η ημέρα σύνταξης του οριστικού συμβολαίου. Στην περίπτωση όμως που έχει συνταχθεί
συμβολαιογραφικό προσύμφωνο και το οριστικό συμβόλαιο δεν έχει συνταχθεί μέσα σε διάστημα δύο (2)
ετών από την ημέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, ως χρόνος απόκτησης του
ακαθάριστου εσόδου θεωρείται η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται δύο (2) έτη από την ημέρα
σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου. Ειδικά, όταν το προσύμφωνο υπογράφεται με τον όρο
της αυτοσύμβασης, που προβλέπεται από το Αρθρο 235 του Αστικού Κώδικα και εφόσον καταβάλλεται
ολόκληρο το τίμημα και παραδίδεται η νομή του ακινήτου, χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου
θεωρείται η ημέρα υπογραφής του προσύμφωνου αυτού.
Ως πωλήσεις θεωρούνται και αυτές που έγιναν απευθείας από τον οικοπεδούχο για λογαριασμό του
εργολήπτη.
2. Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών
εξευρίσκονται με τη χρήση συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στα ακαθάριστα έσοδά τους.
Όταν δεν επιδεικνύονται στον έλεγχο ή δεν τηρούνται βιβλία και στοιχεία ή τηρούνται βιβλία κατώτερης
κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή τηρούνται ανεπαρκή ή ανακριβή βιβλία, εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης
γ΄
της παραγράφου 2 του Αρθρου 30 και ο συντελεστής καθαρού κέρδους του πρώτου εδαφίου διπλασιάζεται.
Επίσης, σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού των καθαρών κερδών, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις
των τριών τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 2 του Αρθρου 32.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την ανέγερση
398
3. Προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων καθαρών κερδών ατομικών επιχειρήσεων και
προσώπων της παραγράφου 4 του Αρθρου 2 στα οποία δεν συμμετέχει νομικό πρόσωπο της παραγράφου 1
του Αρθρου 101 και τηρούν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., όταν τα καθαρά κέρδη τα οποία προκύπτουν
από την εφαρμογή των διατάξεων του Αρθρου 31 είναι μεγαλύτερα των τεκμαρτών, που προκύπτουν
σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2, ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) της διαφοράς
προστίθεται στα τεκμαρτά καθαρά κέρδη και το απομένον υπόλοιπο αυτής μεταφέρεται και εμφανίζεται στο
λογαριασμό "Αφορολόγητα κέρδη οικοδομικών επιχειρήσεων". Κατά τη διανομή ή κεφαλαιοποίηση του
αποθεματικού αυτού εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 4 του Αρθρου 106. Ειδικά, για
ατομική επιχείρηση, το αφορολόγητο αποθεματικό που αναλαμβάνεται ή κεφαλαιοποιείται προστίθεται στα
λοιπά εισοδήματα του φυσικού προσώπου του οικείου οικονομικού έτους και φορολογείται σύμφωνα με τις
διατάξεις του Αρθρου 9. Τυχόν επιπλέον κέρδη που προσδιορίζονται από το φορολογικό έλεγχο
προστίθενται στα δηλωθέντα κέρδη και φορολογούνται στο σύνολό τους με τους ισχύοντες συντελεστές
φορολογίας φυσικών ή νομικών προσώπων.
Όταν κατά τις διαχειριστικές περιόδους μέσα στις οποίες κτώνται έσοδα από την πώληση ανεγειρόμενων
οικοδομών, δεν έχει ολοκληρωθεί η ανέγερση της οικοδομής, ο προσδιορισμός των φορολογητέων
καθαρών κερδών των χρήσεων αυτών ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 και στη
συνέχεια, για τον προσδιορισμό των φορολογητέων καθαρών κερδών της χρήσης εντός της οποίας
ολοκληρώνεται η ανέγερση της οικοδομής, εφαρμόζονται οι διατάξεις των τριών πρώτων εδαφίων της
παραγράφου αυτής. Από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος της τελευταίας δήλωσης, εκπίπτει ο φόρος
που έχει καταβληθεί με βάση τις προηγούμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και ο οποίος προκύπτει
από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2.
4. Τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, των εργολάβων και υπεργολάβων που ασχολούνται με την
εργοληπτική κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων, γενικώς, καθώς και των επιχειρήσεων που
ασχολούνται με την εκτέλεση μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, εξευρίσκονται ως εξής:
α) Για τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εργολαβική κατασκευή τεχνικών έργων ή την εκτέλεση
μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων του Δημοσίου, δήμων και κοινοτήτων, δημόσιων
επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, καθώς και των νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου, γενικώς, ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται τα εργολαβικά ανταλλάγματα
που πιστοποιούνται με τους οικείους λογαριασμούς κατά τη διάρκεια της χρήσης, τα οποία μειώνονται με τα
399
ποσά των εγγυήσεων καλής εκτέλεσης που αντιστοιχούν σε αυτά και τα οποία θεωρούνται έσοδα της
χρήσης μέσα στην οποία αποδίδονται.
β) Για επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εργολαβική κατασκευή ιδιωτικών τεχνικών έργων ή οικοδομών
ή την εκτέλεση μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων σε ιδιώτες, ως ακαθάριστο έσοδο
λαμβάνεται η αξία του έργου που εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης.
γ) Για την εκτέλεση έργου χωρίς τη χρησιμοποίηση ίδιων υλικών, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται η αξία
του έργου που έχει εκτελεστεί κατά τη διάρκεια της χρήσης χωρίς να υπολογιστεί η αξία των υλικών.
5. Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, προσδιορίζονται
σύμφωνα με τις διατάξεις του Αρθρου 31, εφόσον τηρούνται επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία
δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ.. Σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού των καθαρών
κερδών ισχύουν οι πιο κάτω συντελεστές καθαρού κέρδους, οι οποίοι εφαρμόζονται στα αντίστοιχα, κατά
περίπτωση, ακαθάριστα έσοδα:
α) Για τα δημόσια τεχνικά έργα των περιπτώσεων α΄ και γ΄ της προηγούμενης παραγράφου, δέκα τοις
εκατό (10%) στα ακαθάριστα έσοδα που ορίζονται στην παράγραφο αυτή.
β) Για τα ιδιωτικά τεχνικά έργα της περίπτωσης β΄ της προηγούμενης παραγράφου, δώδεκα τοις εκατό
(12%) στα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Αρθρου 30.
γ) Για τα ιδιωτικά έργα της περίπτωσης γ΄ της προηγούμενης παραγράφου, είκοσι πέντε τοις εκατό (25%)
στα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Αρθρου 30.
Σε περίπτωση μη επίδειξης στον έλεγχο ή μη τήρησης βιβλίων και στοιχείων ή τήρησης βιβλίων κατώτερης
κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή ανακρίβειας των τηρούμενων βιβλίων, οι πιο πάνω συντελεστές καθαρού κέρδους
διπλασιάζονται, ενώ σε περίπτωση ανεπάρκειας των βιβλίων προσαυξάνονται κατά ποσοστό σαράντα τοις
εκατό (40%).
Επίσης, όταν τα βιβλία κρίνονται ανεπαρκή ή ανακριβή, εφαρμόζονται οι διατάξεις των τριών τελευταίων
εδαφίων της παραγράφου 2 του Αρθρου 32."
2. Οι διατάξεις των παραγράφων 1,2 και 3 του Αρθρου 34 του Κ.Φ.Ε. εφαρμόζονται για ακίνητα των
400
οποίων η άδεια κατασκευής εκδίδεται από 1ης Ιανουαρίου 2007 και μετά και των παραγράφων 4 και 5 για
δημόσια ή ιδιωτικά τεχνικά έργα που αναλαμβάνονται από την ίδια ημερομηνία και μετά.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του Αρθρου 34, καθώς και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του
Αρθρου 30 του Κ.Φ.Ε., εφαρμόζονται και για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του Αρθρου 101 και
της παραγράφου 4 του Αρθρου 2 στα οποία συμμετέχει ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα της
παραγράφου 1 του Αρθρου 101, όταν δεν τηρούνται βιβλία του Κ.Β.Σ. ή τηρούνται βιβλία κατώτερης της
Γ΄ κατηγορίας ή τηρούνται ανεπαρκή ή ανακριβή βιβλία, καθώς και στην περίπτωση που δεν επιδεικνύονται
στο φορολογικό έλεγχο βιβλία και στοιχεία του Κ.Β.Σ.. Επίσης, σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού
των καθαρών κερδών, εφαρμόζονται οι διατάξεις των τριών τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 2 του
Αρθρου 32.
4. Tο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 12 του Αρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
"12. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του Αρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τον προσδιορισμό των
καθαρών κερδών των νομικών προσώπων της παραγράφου 1 του Αρθρου 101, τα οποία ασχολούνται με
την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών ή την εκτέλεση δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων, καθώς και
των προσώπων της παραγράφου 4 του Αρθρου 2 στα οποία συμμετέχει ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα
της παραγράφου 1 του Αρθρου 101."
5. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1
του Αρθρου 101 και της παραγράφου 4 του Αρθρου 2 στα οποία συμμετέχει ένα ή περισσότερα νομικά
πρόσωπα της παραγράφου 1 του Αρθρου 101, για οικοδομές των οποίων η άδεια κατασκευής εκδίδεται από
1ης Ιανουαρίου 2007 και μετά, καθώς και για δημόσια ή ιδιωτικά τεχνικά έργα που αναλαμβάνονται από
την ίδια ημερομηνία και μετά.
6. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 12 του Αρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
"Από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος της δήλωσης αυτής εκπίπτει ο φόρος που έχει καταβληθεί με
βάση τις προηγούμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και ο οποίος προκύπτει από την εφαρμογή των
διατάξεων της παραγράφου 2 του Αρθρου 34."
7. Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του Αρθρου 7 του N. 2940/2001 (ΦΕΚ 180 Α΄) καταργούνται.
401
Αρθρο 13
"2. Φύλλο ελέγχου και αν ακόμη έγινε οριστικό δεν αποκλείει την έκδοση και κοινοποίηση
συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου, αν: α) από συμπληρωματικά στοιχεία, που περιήλθαν σε γνώση του
προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, εξακριβώνεται ότι το εισόδημα του φορολογουμένου
υπερβαίνει αυτό που έχει περιληφθεί στο προηγούμενο φύλλο ελέγχου, β) η δήλωση που υποβλήθηκε ή τα
έντυπα ή οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ανακριβή ή γ) περιέλθουν σε γνώση του
προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στοιχεία βάσει της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής από
φορολογικές ή τελωνειακές αρχές άλλων Κρατών - Μελών της Ε.Ε. ή τρίτων χωρών που αποδεικνύονται
ανακριβείς οι συναλλαγές, έστω και αν αυτά ζητήθηκαν πριν από την έκδοση του οριστικού φύλλου
ελέγχου. Στις πιο πάνω περιπτώσεις το νέο φύλλο ελέγχου εκδίδεται για το άθροισμα του εισοδήματος που
προκύπτει από το προηγούμενο φύλλο ελέγχου, καθώς και αυτού που εξακριβώθηκε με βάση τα πιο πάνω
στοιχεία. Αν εκδοθεί το πιο πάνω φύλλο ελέγχου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Αρθρου 70."
2. Στην παράγραφο 3 του Αρθρου 66 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται νέα εδάφια ως εξής:
"Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί επίσης να καθορίζεται κατά ειδικό τρόπο
η αρμοδιότητα ελέγχου καθώς και έκδοσης των οικείων φύλλων ελέγχου και λοιπών καταλογιστικών
πράξεων και όλης γενικά της διαδικασίας επιβολής και βεβαίωσης του φόρου, επί ανέλεγκτων δηλώσεων
ελεγκτικής αρμοδιότητας των Δ.Ο.Υ., στις περιπτώσεις που για τον έλεγχο των δηλώσεων αυτών είναι
αρμόδιες για οποιονδήποτε λόγο περισσότερες από μια Δ.Ο.Υ.. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου της
παραγράφου αυτής ισχύουν ανάλογα και για τις λοιπές φορολογίες, ανεξάρτητα αν για τον έλεγχο των
οικείων δηλώσεων και την επιβολή του φόρου είναι αρμόδιες μία ή περισσότερες Δ.Ο.Υ.. Τα οριζόμενα στα
προηγούμενα εδάφια ισχύουν ανάλογα και ως προς τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.)."
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 10 του Αρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αυτές
προστέθηκαν με την παράγραφο 6 του Αρθρου 9 του N. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α΄), καθώς και οι διατάξεις
της παραγράφου 17 του Αρθρου 19 του N. 3091/2002, καταργούνται.
402
4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του Αρθρου 70 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται και προστίθεται μετά από
αυτό νέο εδάφιο ως εξής:
"Ειδικώς, όταν στο φύλλο ελέγχου περιλαμβάνονται και εισοδήματα που προέρχονται από γεωργικές ή
εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος ή μόνο τέτοια εισοδήματα, που
προέρχονται όμως αποκλειστικά από άσκηση επιχειρήσεων, που τηρούν βιβλία και στοιχεία της τρίτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων: α) υποχρεωτικά λόγω ύψους ακαθάριστων εσόδων ή β)
υποχρεωτικά λόγω νομικής μορφής ή προαιρετικά, εφόσον στις περιπτώσεις αυτές το ύψος των
ακαθάριστων εσόδων υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) των ακαθάριστων εσόδων που απαιτούνται
για την υποχρεωτική τήρηση βιβλίων και στοιχείων της τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, τότε η διοικητική επίλυση της διαφοράς γίνεται από επιτροπή που αποτελείται από τον αρμόδιο
επιθεωρητή, τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους, από
εκπρόσωπο του Εμπορικού και Βιομηχανικού ή Οικονομικού Επιμελητηρίου ή του εμπορικού ή
επαγγελματικού συλλόγου της περιοχής, στην οποία εδρεύει η αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία.
Εξαιρετικά, στις περιπτώσεις που η διοικητική επίλυση της διαφοράς διενεργείται από τα Περιφερειακά
Ελεγκτικά Κέντρα (Π.Ε.Κ.) ή τα Διαπεριφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Δ.Ε.Κ.), στην επιτροπή συμμετέχει αντί
του προϊσταμένου αυτών, ένας πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως πρόεδρος αυτής. Στην
ως άνω επιτροπή συμμετέχει ως εισηγητής ο Επόπτης ελέγχου της εξεταζόμενης υπόθεσης."
5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του Αρθρου 70 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
"Η συζήτηση της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και η υπογραφή της σχετικής πράξης
μπορεί να γίνει και από ειδικό πληρεξούσιο του υποχρέου, εφόσον κατατεθεί στον αρμόδιο προϊστάμενο της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή του ελεγκτικού κέντρου πληρεξούσιο έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό με
θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής από την κατά νόμο αρμόδια αρχή."
"β) Σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του Αρθρου 68, ανεξάρτητα
από το εάν έχει εκδοθεί και κοινοποιηθεί ή όχι, αρχικό φύλλο ελέγχου."
"Δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών, κατά τα
οριζόμενα στο επόμενο Αρθρο, δεν ελέγχονται ως προς τα δηλούμενα εισοδήματα και ποσά Φ.Π.Α. από την
άσκηση της εκμετάλλευσης της επιχείρησης ή του ελευθέριου επαγγέλματος, με εξαίρεση τις δηλώσεις που
εμπίπτουν στο δείγμα της παραγράφου 7 του Αρθρου 17 και θεωρούνται περαιωθείσες ως ειλικρινείς για τα
εισοδήματα και τα ποσά αυτά, εφόσον δηλώνονται ακαθάριστα έσοδα και καθαρά κέρδη, καθώς και τυχόν
διαφορές εκροών στο Φ.Π.Α., κατά τα οριζόμενα στο Αρθρο 15."
8. Στην παράγραφο 7 του Αρθρου 17 του N. 3296/2004 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
"Επίσης με απόφαση του ίδιου Υπουργού καθορίζεται ο τρόπος επιλογής δείγματος δηλώσεων φορολογίας
εισοδήματος που υποβάλλονται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17, οι οποίες ελέγχονται ως
προς τα δηλούμενα εισοδήματα."
9. Οι διατάξεις των παραγράφων 8 και 9 έχουν εφαρμογή για δηλούμενα εισοδήματα οικονομικού έτους
2007 και μετά.
Αρθρο 14
1. Οι παράγραφοι 1,2 και 3 του Αρθρου 16 του N. 27/1975 (ΦΕΚ 77 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:
"1. Ο φόρος και η εισφορά, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 6,8 και 10 του παρόντος
νόμου, καταβάλλεται σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ή σε λίρες Αγγλίας, κατόπιν επιλογής
του υπόχρεου με βάση την επίσημη ισοτιμία μεταξύ των νομισμάτων αυτών, τα οποία μετατρέπονται σε
ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία κατά τον προβλεπόμενο χρόνο υποβολής της δήλωσης.
2. Η καταβολή του φόρου και της εισφοράς γίνεται σε ευρώ τα οποία προέρχονται αποδεδειγμένα από
εισαγωγή ναυτιλιακού συναλλάγματος σε δολάρια ή λίρες Αγγλίας στο όνομα του υπόχρεου ή του πράκτορα
ή διαχειριστή ή αντιπροσώπου του πλοίου στην Ελλάδα με βάση την εκάστοτε επίσημη ισοτιμία του
δολαρίου κατά τον προβλεπόμενο χρόνο υποβολής της δήλωσης.
3. Κατ΄ εξαίρεση πλοία της Α΄ Κατηγορίας που εκτελούν κατά κύριο λόγο πλόες μεταξύ ελληνικών λιμένων
404
και εισπράττουν το ναύλο μόνο σε ευρώ καταβάλλουν το φόρο και την εισφορά σε ευρώ με βάση την
εκάστοτε επίσημη ισοτιμία του δολαρίου, κατά τον προβλεπόμενο χρόνο υποβολής της δήλωσης."
4. Οι διατάξεις του Αρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για τις δηλώσεις φορολογίας πλοίων που θα
υποβληθούν το έτος 2007 και μετά.
5. Βεβαιωμένες οφειλές μέχρι 31.12.2006 φόρων των άρθρων 6, 8 και 10 του N. 27/1975 σε δολάρια
Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ή σε λίρες Αγγλίας μετατρέπονται σε ευρώ με την ισοτιμία της 2.1.2007.
Αρθρο 15
1. Η παράγραφος 2 του Αρθρου 33 του N. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
"2. Τα εισοδήματα από κινητές αξίες που αποκτούν τα αμοιβαία κεφάλαια από την ημεδαπή ή αλλοδαπή
απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος και δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου. Ειδικά για τους
τόκους ομολογιακών δανείων, η απαλλαγή ισχύει με την προϋπόθεση ότι οι τίτλοι από τους οποίους
προκύπτουν οι τόκοι αυτοί έχουν αποκτηθεί τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από το χρόνο που έχει
ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδίων. Σε αντίθετη περίπτωση, ενεργείται παρακράτηση φόρου,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, που κυρώθηκε με
το N. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄) και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του
αμοιβαίου κεφαλαίου και των μεριδιούχων για τα εισοδήματα αυτά."
"3. Η ΑΕΔΑΚ υποχρεούται σε καταβολή φόρου, του οποίου ο συντελεστής ορίζεται σε δέκα τοις εκατό
(10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου
Αναφοράς), προσαυξανόμενου ως ακολούθως, αναλόγως της κατηγορίας κάθε αμοιβαίου κεφαλαίου βάσει
της υπ΄ αριθ. 1/317/11.11.2004 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
(ΦΕΚ 1746 Β726.11.2004), όπως εκάστοτε ισχύει:
β) για ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια, κατά είκοσι πέντε εκατοστά της μονάδας (0,25),
γ) για μικτά αμοιβαία κεφάλαια, κατά πέντε δέκατα της μονάδας (0,5),
δ) για μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια και για κάθε άλλο τύπο αμοιβαίων πλην των αναφερόμενων πιο πάνω
περιπτώσεων, κατά μία (1) μονάδα.
Ο φόρος υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου,
λογίζεται καθημερινά και αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο
δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό του. Η
καταβολή του φόρου γίνεται στο όνομα και για λογαριασμό του αμοιβαίου κεφαλαίου.
Σε περίπτωση αμοιβαίου κεφαλαίου το οποίο επενδύει το ενεργητικό του σε μερίδια άλλων αμοιβαίων
κεφαλαίων (Αρθρο 23 του ν. 3283/2004), ο οφειλόμενος φόρος υπολογίζεται ανάλογα με την κατηγορία
στην οποία κατατάσσεται το αμοιβαίο αυτό κεφάλαιο με βάση την ανωτέρω απόφαση του Διοικητικού
Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο φόρος ο οποίος αναλογεί επί των επί μέρους αμοιβαίων
κεφαλαίων και έχει καταβληθεί εκπίπτεται μέχρι του ποσού του οφειλόμενου φόρου από το αμοιβαίο
κεφάλαιο του παρόντος εδαφίου.
Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς ή της κατάταξης του αμοιβαίου κεφαλαίου, η
προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής
μήνα.
Με την καταβολή του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αμοιβαίου κεφαλαίου και των
μεριδιούχων του. Οι διατάξεις των άρθρων 113 και 116 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται
ανάλογα και για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου."
3. Η παράγραφος 2 του Αρθρου 39 του N. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
"2. Τα εισοδήματα από κινητές αξίες, που αποκτούν οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου από την
ημεδαπή ή αλλοδαπή, απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος και δεν υπόκεινται σε παρακράτηση
φόρου. Ειδικά για τους τόκους ομολογιακών δανείων, η απαλλαγή ισχύει με την προϋπόθεση ότι οι τίτλοι
από τους οποίους προκύπτουν οι τόκοι αυτοί έχουν αποκτηθεί τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από το
χρόνο που έχει ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδίων. Σε αντίθετη περίπτωση, ενεργείται
406
παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του Κώδικα Φορολογίας
Εισοδήματος και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας επενδύσεων
χαρτοφυλακίου για τα εισοδήματα αυτά."
"3. Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου υποχρεούνται σε καταβολή φόρου, ο συντελεστής του οποίου
ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς), προσαυξανόμένου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα και
υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου των επενδύσεών τους, πλέον διαθεσίμων σε τρέχουσες τιμές.
Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου
ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα.
Ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των
μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό. Με την καταβολή του φόρου
αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας και των μετόχων. Οι διατάξεις των άρθρων 113
και 116 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται αναλόγως και για το φόρο που οφείλεται με
βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου."
5. Η παράγραφος 6 του Αρθρου 16α του N. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με την
παράγραφο 8 του Αρθρου 6 του N. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α΄), καταργείται για εισοδήματα που κτώνται από
την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.
6. Η παράγραφος 2 του Αρθρου 20 του N. 2778/1999 (ΦΕΚ 295 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
"2. Η φορολόγηση των κερδών του αμοιβαίου κεφαλαίου ακινήτων γίνεται, σύμφωνα με το Αρθρο 33
παράγραφοι 2 και 3 του N. 3283/2004, όπως ισχύει. Ο συντελεστής ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί
του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς),
προσαυξανόμενου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα.
Ο φόρος υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου,
λογίζεται καθημερινά και αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο
δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό του. Η
407
καταβολή του φόρου γίνεται στο όνομα και για λογαριασμό του αμοιβαίου κεφαλαίου.
Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει
από την πρώτη ημέρα του επομένου της μεταβολής μήνα.
Με την καταβολή του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αμοιβαίου κεφαλαίου και των
μεριδιούχων του."
"2. Οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος για τα
εισοδήματα από κινητές αξίες γενικά του εσωτερικού ή του εξωτερικού, που αποκτούν μη υποκείμενα σε
παρακράτηση φόρου. Ειδικά για τους τόκους ομολογιακών δανείων, η απαλλαγή ισχύει με την προϋπόθεση
ότι οι τίτλοι από τους οποίους προκύπτουν οι τόκοι αυτοί έχουν αποκτηθεί τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες
πριν από το χρόνο που έχει ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδίων. Σε αντίθετη περίπτωση,
ενεργείται παρακράτηση φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του Κώδικα Φορολογίας
Εισοδήματος και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας επενδύσεων
σε ακίνητη περιουσία για τα εισοδήματα αυτά."
"3. Οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία υποχρεούνται σε καταβολή φόρου ο συντελεστής του
οποίου ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς) προσαυξανομένου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα
και υπολογίζεται επί του μέσου όρου των επενδύσεών τους, πλέον των διαθεσίμων, σε τρέχουσες τιμές,
όπως απεικονίζονται στους εξαμηνιαίους πίνακες επενδύσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 1 του
Αρθρου 25 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς, η προκύπτουσα νέα
βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα. Ο φόρος
αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα που
ακολουθεί το χρονικό διάστημα που αφορούν οι εξαμηνιαίοι πίνακες επενδύσεων. Με την καταβολή του
φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας και των μετόχων της. Οι διατάξεις των
άρθρων 113 και 116 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται ανάλογα και για το φόρο που
οφείλεται με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, όπως ισχύουν κάθε φορά."
408
9. Οι παράγραφοι 4 και 6 του Αρθρου 114 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργούνται και η
παράγραφος 5 του ίδιου Αρθρου αναριθμείται σε 4 και αντικαθίσταται ως εξής:
"4. Με την καταβολή του οριζόμενου στην παράγραφο 3 του Αρθρου 39 του N. 3371/2005 φόρου, τα
διανεμόμενα μερίσματα στους μετόχους της εταιρίας επενδύσεων χαρτοφυλακίου απαλλάσσονται από το
φόρο εισοδήματος."
10. Η παράγραφος 7 του Αρθρου 114 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αναριθμείται σε 5.
11. Οι διατάξεις του Αρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για εισοδήματα που κτώνται από την 1η Ιανουαρίου
2007 και μετά.
Αρθρο 16
1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 25 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών,
Γονικών Παροχών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το N. 2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α΄),
αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"α) Η κτήση πλοίων, μετοχών ή μεριδίων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών πλοιοκτητριών πλοίων ολικής
χωρητικότητας άνω των χιλίων πεντακοσίων (1.500) κόρων."
2. Στην ενότητα Γ΄ του Αρθρου 43 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών και
Κερδών από Λαχεία προστίθεται περίπτωση στ΄ που έχει ως ακολούθως:
"στ) χρηματικά ποσά μέχρι ογδόντα χιλιάδες (80.000) ευρώ συνολικά ανά δικαιούχο, που καταβάλλονται,
εφάπαξ ή περιοδικά, σε σύζυγο και ανήλικα τέκνα στρατιωτικού που απεβίωσε κατά την εκτέλεση
διατεταγμένης υπηρεσίας συνεπαγομένης επαυξημένο κίνδυνο και προδήλως και αναμφισβήτητα λόγω
αυτής."
3. Οι δωρεές σε χρήμα στις οποίες προβαίνουν οι επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης
409
παραγράφου και μέχρι του ποσού που αναφέρεται σε αυτές εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα,
προκειμένου για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών, που υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, με την
προϋπόθεση ότι κατατίθενται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε λογαριασμό που τηρείται σε
τράπεζα που λειτουργεί στην Ελλάδα.
4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 2 και 3 ισχύουν για ποσά που καταβάλλονται από την 1η
Ιανουαρίου 2006 και μετά.
5. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 2 του N. 3427/2005 (ΦΕΚ 312 Α΄) αντικαθίσταται ως
εξής:
"α. οι περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 2 του A.N. 1521/1950 (ΦΕΚ 245 Α΄),".
"Αν κατά τον έλεγχο η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης είναι μικρότερη από αυτή
που προκύπτει με βάση τις κατά δήλωση του υπόχρεου τιμές κτήσης και πώλησης, η δηλωθείσα αξία
θεωρείται ειλικρινής."
7. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 11 του N. 3427/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
"Οι περιπτώσεις διανομής, ανταλλαγής ή συνένωσης ακινήτων, τα οποία αποκτήθηκαν στο σύνολό τους
μετά την 1.1.2006, υπόκεινται σε τέλος συναλλαγής."
8. Η περίπτωση ι΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 7 του A.N.1521/1950 καταργείται και οι περιπτώσεις ια΄,
ιβ΄ και ιγ΄ αναριθμούνται σε ι΄, ια΄ και ιβ΄ αντίστοιχα.
9. Στην περίπτωση ια΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 7 του A.N. 1521/1950 διαγράφεται η φράση "ή
αντικλήτων".
410
10. Στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 3 του α.ν. 1521/1950, όπως
ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 3 του Αρθρου 21 του N. 3427/2005, και στο πρώτο
εδάφιο του Αρθρου 22 του N. 3427/2005 διαγράφεται η φράση "η χρήση".
11. Στην παράγραφο 2 του Αρθρου 50 του N. 542/1977 (ΦΕΚ 41 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
"Τα ανωτέρω ισχύουν και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα εισφερόμενα ακίνητα δεν
ιδιοχρησιμοποιούνται από τη συγχωνευόμενη εταιρεία κατά το χρόνο της συγχώνευσης. Οι διατάξεις της
παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών και
των διοικητικών δικαστηρίων."
12. Η προθεσμία που ορίζεται από το Αρθρο 22 του N. 3427/2005 παρατείνεται από τη λήξη της μέχρι και
30 Νοεμβρίου 2007.
13. Στην περίπτωση ζ΄ του Αρθρου 23 του N. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α΄) αντικαθίσταται η λέξη "μηνιαίες" με
τη λέξη "διμηνιαίες". Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2006.
14. Στην παράγραφο 15 του Αρθρου 1 του N. 1078/1980 (ΦΕΚ 238 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
"Κατ΄ εξαίρεση οι στεγαστικές ανάγκες του αγοραστή με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον εξήντα επτά τοις
εκατό (67%) αυξάνονται σε ενενήντα (90) τ.μ.."
Αρθρο 17
"Αρθρο 18 Περιορισμοί
1. Προϋπόθεση για την εξέταση αιτήματος χορήγησης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής αποτελεί η
πληρωμή παραβόλου υπέρ του Δημοσίου που ανέρχεται σε ποσοστό πέντε τοις χιλίοις (5%ο) επί της
411
υπαγόμενης σε διευκόλυνση βασικής οφειλής , το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των εννιακοσίων
(900) ευρώ.
α) στη διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αρθρου 82 του Ν.Δ. 356/1974
(ΦΕΚ 90 Α΄) (Κ.Ε.Δ.Ε.),
β) στην απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις της
παραγράφου 4 του Αρθρου 6 του Ν.Δ. 356/1974,
γ) στην επανεξέταση αιτήματος διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση
γ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 14, με εξαίρεση
την οφειλή για την οποία χορηγείται διευκόλυνση για πρώτη φορά.
2. H διευκόλυνση τμηματικής καταβολής χορηγείται για τη ληξιπρόθεσμη βασική οφειλή. Αν όμως στην ίδια
οφειλή, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης διευκόλυνσης, υπάρχουν και μη ληξιπρόθεσμες δόσεις,
τότε περιλαμβάνεται υποχρεωτικά και το ποσό αυτών στην απόφαση της διευκόλυνσης, με εξαίρεση τις
οφειλές από φόρους κληρονομιών - δωρεών - γονικών παροχών. Στις δόσεις που προκύπτουν από το
άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων του προηγούμενου Αρθρου προστίθεται ο αριθμός
των δόσεων που δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες. Αν υφίστανται δύο ή περισσότερες οφειλές με μη
ληξιπρόθεσμες δόσεις, προστίθεται ο αριθμός των δόσεων της οφειλής με τις περισσότερες μη
ληξιπρόθεσμες δόσεις, ο συνολικός όμως αριθμός των δόσεων της διευκόλυνσης δεν μπορεί να υπερβαίνει
τις σαράντα οκτώ (48).
3. Στον ίδιο υπόχρεο και για την ίδια οφειλή επιτρέπεται χορήγηση μέχρι τριών διευκολύνσεων τμηματικής
καταβολής. Η δεύτερη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της πρώτης, με βάση τα
κριτήρια και τους συντελεστές βαρύτητας αυτών, καθώς και με τα οριζόμενα στην προηγούμενη
παράγραφο. Η Τρίτη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της δεύτερης, όμως ο αριθμός
των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον εναπομείναντα αριθμό των δόσεων της δεύτερης διευκόλυνσης
που απωλέστηκε, η δε πρώτη δόση αυτής θα είναι ίση με ποσοστό τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) της
οφειλής για την οποία χορηγείται η τρίτη διευκόλυνση. Επίσης σε κάθε περίπτωση που χορηγείται
διευκόλυνση για αναστολή μέτρου είσπραξης ή χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας, μπορεί να τίθεται
412
4. Επιτρέπεται επανεξέταση άπαξ από την αρμόδια Επιτροπή του Αρθρου 15 κατά τη διάρκεια της πρώτης ή
δεύτερης διευκόλυνσης για αύξηση του αριθμού των δόσεων, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ΄ της
παραγράφου 2 του Αρθρου 14 του παρόντος.
5. Τα ευεργετήματα που ορίζονται στην παράγραφο 3 του Αρθρου 13 παρέχονται μόνο στην πρώτη
διευκόλυνση εφόσον ο υπόχρεος συμμορφώνεται πλήρως, ήτοι καταβάλλει κανονικά όλες τις μηνιαίες
δόσεις αυτής. Για την απόκτηση των ευεργετημάτων του Αρθρου 19 πρέπει να καταβληθεί τουλάχιστον η
πρώτη δόση της διευκόλυνσης, καθώς και το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών που δεν υπάγονται σε
διευκόλυνση.
6. O οφειλέτης χάνει το ευεργέτημα της διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, εφόσον δεν πληρώσει τρεις
συνεχείς μηνιαίες δόσεις αυτής.
2. Το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 15 του Ν. 2648/1998 αντικαθίσταται ως εξής:
"Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, ορίζονται τα μέλη της Επιτροπής με τους αναπληρωτές τους, μέχρι τέσσερις εισηγητές με
τους αναπληρωτές τους, χωρίς δικαίωμα ψήφου, από τους προϊσταμένους τμημάτων ή υπαλλήλους ΠΕ
κατηγορίας της Διεύθυνσης Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, καθώς και ο γραμματέας αυτής με τον
αναπληρωτή του."
"γ) Οφειλετών που ζητούν την επανεξέταση του αιτήματός τους για αύξηση του αριθμού των δόσεων της
διευκόλυνσης που τους χορηγήθηκε από το αρμόδιο όργανο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη
του τρίτου εδαφίου του Αρθρου 17 του παρόντος νόμου. Το αίτημα για την επανεξέταση πρέπει να
υποβληθεί το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την τελευταία εμπρόθεσμη πληρωμή της δόσης της
προηγούμενης διευκόλυνσης και περιλαμβάνει το υπόλοιπο ποσό αυτής, καθώς και τις οφειλές που
κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά το χρονικό διάστημα από τη χορήγησή της μέχρι την ημέρα υποβολής της
αίτησης επανεξέτασης."
4. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 82 του Ν.Δ. 356/1974
413
καταργείται.
5. Στην παράγραφο 1 του Αρθρου 82 του Ν.Δ. 356/1974 προστίθεται περίπτωση δ΄ που έχει ως
ακολούθως:
"δ) από οφειλέτες φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που παρουσιάζουν μερική φοροδοτική ικανότητα. Στην
περίπτωση αυτή μπορεί να περιοριστούν ολικά ή μερικά οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που
επιβαρύνουν την οφειλή."
Αρθρο 18
1. Η κατά τις κείμενες διατάξεις βεβαίωση τίτλων είσπραξης φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου δεν
πραγματοποιείται όταν το προς βεβαίωση ποσό είναι μικρότερο των τριάντα (30) ευρώ, εκτός αν από ειδική
διάταξη ορίζεται διαφορετικά.
2. Η κατά τις κείμενες διατάξεις επιστροφή φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου δεν πραγματοποιείται
όταν το προς επιστροφή ποσό είναι μικρότερο των πέντε (5) ευρώ, εκτός αν από ειδική διάταξη ορίζεται
διαφορετικά.
3. H παράγραφος 5 του Αρθρου 39 του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
"5. Αμελείται η λήψη των προβλεπόμενων, από τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Ν.Δ. 356/1974)
αναγκαστικών μέτρων είσπραξης σε βάρος οφειλετών, εκτός του μέτρου της κατάσχεσης απαιτήσεων εις
χείρας τρίτων, εφόσον οι συνολικές βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές τους σε δημόσια οικονομική
υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) υπέρ του Δημοσίου ή νομικών προσώπων ή τρίτων δεν υπερβαίνουν τα τριακόσια (300)
ευρώ, εκτός των οφειλών από πρόστιμα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και οφειλών υπέρ Οργανισμών
Τοπικής Αυτοδιοίκησης."
Αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, που έχουν επιβληθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων
αυτών σε βάρος οφειλετών, για οφειλές μικρότερες του ανωτέρω ποσού, αίρονται μετά από αίτηση του
οφειλέτη, εφόσον εξοφληθούν τα έξοδα διοικητικής εκτέλεσης.
414
4. Στο τέλος του Αρθρου 31 του Ν.Δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
"Δεν επιτρέπεται η κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται
περιοδικώς, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο των εξακοσίων (600) ευρώ, στις περιπτώσεις
δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση επί του ενός τετάρτου (1/4) αυτών, το
εναπομένον όμως ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των εξακοσίων (600) ευρώ."
Κατασχέσεις, που έχουν επιβληθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών σε βάρος
οφειλετών που υπάγονται στην ανωτέρω περίπτωση, αίρονται μετά από αίτηση του οφειλέτη.
5. Οι μέχρι την 31.12.2005 βεβαιωμένες ανείσπρακτες οφειλές στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες
(Δ.Ο.Υ.) υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων ή τρίτων, διαγράφονται, εφόσον το συνολικό ποσό της
βασικής οφειλής ανά οφειλέτη, κατά την ημερομηνία ισχύος του παρόντος, δεν υπερβαίνει τα τριάντα (30)
ευρώ. Η διαγραφή γίνεται οίκοθεν με πράξεις του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κατά τις διατάξεις του Π.Δ.
16/1989 (ΦΕΚ 6 Α΄).
6. Στις διατάξεις της παραγράφου 4 του Αρθρου 12 του Ν. 3052/2002 (ΦΕΚ 221 Α΄), πως τροποποιήθηκαν
με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του Αρθρου 17 του Ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149 Α΄) και με τις διατάξεις του
Αρθρου 9 του Ν. 3470/2006 (ΦΕΚ 132 Α΄), υπάγονται και οι οφειλές, οι οποίες είχαν καταστεί
ληξιπρόθεσμες στις Τράπεζες μέχρι 31.12.2005, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους στις αρμόδιες
Δ.Ο.Υ.. Τα ευεργετήματα των ανωτέρω διατάξεων παρέχονται για μεν τις οφειλές που έχουν ήδη βεβαιωθεί
στις Δ.Ο.Υ., εφόσον εξοφληθούν εντός τριμήνου από την ισχύ της διάταξης αυτής, για δε τις οφειλές της
ίδιας κατηγορίας που βεβαιώνονται μετά την ισχύ της διάταξης εφόσον εξοφληθούν εντός τριμήνου από τη
βεβαίωσή τους στις Δ.Ο.Υ..
Αρθρο 19
Μετά το Αρθρο 62 του Ν.Δ. 356/1974 "Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων" προστίθεται Αρθρο 62
Α΄, που έχει ως εξής:
1. Τα πτωχευτικά χρέη των πτωχών οφειλετών του Δημοσίου που είναι βεβαιωμένα στις Δημόσιες
Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και στα Τελωνεία μπορεί να ρυθμίζονται, ύστερα από αίτηση του υπόχρεου,
με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής του Αρθρου
9 του Ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α΄), στην οποία προστίθενται, ως μέλος ένας Πάρεδρος του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους και δύο εισηγητές, εφόσον το συνολικό βασικό χρέος δεν υπερβαίνει το ποσό των
εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ. Αν το συνολικό βασικό χρέος υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό, το αίτημα
εξετάζεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
2. Ως βασικό χρέος θεωρείται το σύνολο των βεβαιωμένων χρεών, έστω και αν αυτά δεν έχουν καταστεί
ληξιπρόθεσμα, όπως το ύψος τους έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ρύθμισης, μετά
και από τυχόν πληρωμή ή νόμιμη διαγραφή, χωρίς τις κατά το Αρθρο 6 του παρόντος, προσαυξήσεις
εκπρόθεσμης καταβολής.
3. Η ρύθμιση μπορεί να αφορά είτε στην απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη από την καταβολή μέρους ή όλων
των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, των φορολογικών προσαυξήσεων και προστίμων με εφάπαξ
καταβολή του υπολοίπου, είτε στην καταβολή του βασικού χρέους και των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης
καταβολής, σε συνεχείς μηνιαίες δόσεις, είτε σε συνδυασμό και των δύο περιπτώσεων. Ο αριθμός των
μηνιαίων δόσεων δεν μπορεί να υπερβεί τις ενενήντα (90). Από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για
τη ρύθμιση, οι δόσεις δεν επιβαρύνονται με επιπλέον προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, εκτός εάν
καθυστερήσει η καταβολή τους. Η πρώτη δόση είναι καταβλητέα μέσα σε δύο (2) μήνες από την
ημερομηνία αποδοχής της ρύθμισης από τον οφειλέτη και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα
καθενός από τους επόμενους μήνες.
4. Η ρύθμιση τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της μη εμπρόθεσμης πληρωμής τριών (3) συνεχών μηνιαίων
δόσεων. Σε περίπτωση πλήρους συμμόρφωσης του οφειλέτη προς τους όρους της ρύθμισης, το ποσό των
προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, των φορολογικών προσαυξήσεων και προστίμων που
απαλλάχθηκε με τη ρύθμιση ο οφειλέτης, διαγράφεται από τα οικεία βιβλία της Δημόσιας Οικονομικής
Υπηρεσίας ή του Τελωνείου, κατά περίπτωση, εκτός εάν υπάρχουν συνυπόχρεα για την καταβολή του
πρόσωπα, οπότε αναζητούνται από αυτά. Σε περίπτωση πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, η ρύθμιση
ανατρέπεται αυτοδίκαια, χωρίς δήλωση του Δημοσίου, με συνέπεια να καθίσταται αμέσως απαιτητό το
υπόλοιπο χρέος με το σύνολο των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής με τις οποίες επιβαρύνεται από
τη βεβαίωσή του μέχρι την εξόφλησή του.
416
5. Η αποδοχή της ρύθμισης από τον πτωχό οφειλέτη γίνεται με ρητή, ανεπιφύλακτη και χωρίς όρους
δήλωσή του που καταχωρίζεται στο σώμα της απόφασης για τη ρύθμιση και υπογράφεται από αυτόν
παρουσία του προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή του Τελωνείου μέσα σε ένα
(1) μήνα από την πρόσκλησή του. Η αποδοχή της ρύθμισης αποτελεί αναγνώριση της ύπαρξης και του
ύψους του παλαιού χρέους (βασικού και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής).
6. Από την ημέρα υποβολής της αίτησης ρύθμισης αναστέλλεται η παραγραφή των χρεών για όσο χρονικό
διάστημα διαρκεί η ρύθμιση, η δε παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από το
χρόνο ανατροπής της ρύθμισης ή της έκδοσης απορριπτικής απόφασης επί της αίτησης ή της έγγραφης
άρνησης αποδοχής της ρύθμισης ή της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας για την αποδοχή αυτής, κατά
περίπτωση.
7. Για τη ρύθμιση απαιτείται να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) να έχει κηρυχθεί και να βρίσκεται σε
κατάσταση πτώχευσης κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης ο οφειλέτης ή ο αιτών που ευθύνεται για την
πληρωμή χρεών άλλου, φυσικού ή νομικού προσώπου, έστω και αν το τελευταίο δεν έχει κηρυχθεί σε
κατάσταση πτώχευσης, β) τα χρέη να είναι προς το Δημόσιο ή και προς τρίτους μόνον εφόσον έχουν
συμβεβαιωθεί με τα χρέη προς το Δημόσιο, γ) τα χρέη να είναι πτωχευτικά, δ) ο αιτών να μην έχει
καταδικασθεί, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πτώχευσης, για το αδίκημα της δόλιας χρεωκοπίας, ούτε να
έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη ή να εκκρεμεί ποινική δίκη για το αδίκημα αυτό.
8. Η Επιτροπή γνωμοδοτεί για την αποδοχή ή μη της αίτησης ρύθμισης του πτωχού οφειλέτη μετά από
συνεκτίμηση στοιχείων, που αφορούν στην προσωπική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και από τα
οποία αποδεικνύεται η οικονομική αδυναμία άμεσης ή και εφάπαξ πληρωμής του συνόλου ή μέρους των
χρεών του και στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται το επισφαλές ή μη της είσπραξης των απαιτήσεων του
Δημοσίου. Στο πλαίσιο αυτό συνεκτιμώνται ιδίως: α) η ύπαρξη κινητής ή ακίνητης περιουσίας του πτωχού,
η αξία και τα τυχόν βάρη αυτής, β) η εν γένει οικονομική και επαγγελματική κατάσταση, η ηλικία, η
κατάσταση της υγείας του πτωχού και των μελών της οικογένειάς του, γ) οι προς τρίτους υποχρεώσεις του
(υποχρέωση διατροφής, χρέη προς ασφαλιστικά ταμεία και ιδιώτες), δ) το ύψος και το είδος των χρεών
(βασικού και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής), ε) το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία της
πτώχευσης, η ύπαρξη ή μη πτωχευτικής περιουσίας και η αξία αυτής, η αναγγελία ή μη άλλων πιστωτών, τα
προνόμια και το ύψος των απαιτήσεων αυτών.
9. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, καθορίζονται διαδικαστικές λεπτομέρειες εφαρμογής των ανωτέρω."
417
Αρθρο 20
Οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α., ο οποίος κυρώθηκε με το Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), τροποποιούνται,
αντικαθίστανται και συμπληρώνονται ως εξής:
"α) η μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας, η σύσταση ή η παραίτηση από το δικαίωμα προσωπικής ή
πραγματικής δουλείας, η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κύριων,
βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου καθώς και η μεταβίβαση
του δικαιώματος άσκησης της επικαρπίας των ακινήτων της παραγράφου 1."
"3. Ειδικά για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περίπτωση α΄ του Αρθρου
6 και της παραγράφου 2 περίπτωση γ΄ του Αρθρου 7, η φορολογική υποχρέωση γεννάται και ο φόρος
καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο:
β) σύνταξης της έκθεσης κατακύρωσης στην περίπτωση εκούσιου ή αναγκαστικού πλειστηριασμού και μέχρι
τη σύνταξη της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης,
418
γ) μεταγραφής στις λοιπές περιπτώσεις που δεν απαιτείται η κατάρτιση συμβολαιογραφικού εγγράφου,
δ) πραγματοποίησης των πράξεων που προβλέπουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του
Αρθρου 7,
ε) υπογραφής προσυμφώνου, με τον όρο της αυτοσύμβασης που προβλέπει το Αρθρο 235 του Αστικού
Κώδικα εφόσον καταβλήθηκε ολόκληρο το τίμημα και παραδόθηκε η νομή του ακινήτου."
"δ) για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περίπτωση α΄ του Αρθρου 6, ως
φορολογητέα αξία λαμβάνεται το τίμημα που έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο
υποκείμενος από τον αγοραστή, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, προσαυξημένο με οποιαδήποτε παροχή που
συνδέεται με τις πράξεις αυτές.
Για τις παραδόσεις ακινήτων στον κύριο του οικοπέδου που αναθέτει σε εργολάβο την ανέγερση οικοδομής
με το σύστημα της αντιπαροχής, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται η αξία των κτισμάτων που παραδίδονται
σε αυτόν, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αξία του ιδανικού μεριδίου του οικοπέδου που αντιστοιχεί σε αυτά.
Η αξία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την αξία των ποσοστών του οικοπέδου που μεταβιβάζονται
από τον κύριο του οικοπέδου στον εργολάβο κατασκευαστή ή στον από αυτόν υποδεικνυόμενο τρίτο.
Σε περίπτωση διαχωρισμού της επικαρπίας από την κυριότητα, η αξία της επικαρπίας προσδιορίζεται σε
ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του Αρθρου 15 του
Κώδικα κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία που κυρώθηκε με τον
Ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α΄) όπως ισχύει."
- τις παραδόσεις που προβλέπουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 7,
419
β) η παράδοση ακινήτων σε δικαιούχους απαλλαγής από το φόρο μεταβίβασης κατά την απόκτηση πρώτης
κατοικίας, καθώς και η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κύριων,
βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου που συνίσταται υπέρ των
ανωτέρω ακινήτων. Η απαλλαγή αυτή από το Φ.Π.Α. κρίνεται οριστικά κατά το χρόνο της παράδοσης του
ακινήτου.
"ε) κυρωμένο αντίγραφο της έκτακτης περιοδικής δήλωσης ή της ειδικής δήλωσης της περίπτωσης γ΄ της
παραγράφου 4 του Αρθρου 36, όπου προβλέπεται η καταβολή φόρου με τις δηλώσεις αυτές, από τις οποίες
αποδεικνύεται η καταβολή του φόρου."
7. Οι υποπεριπτώσεις i και ii της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 36 αντικαθίστανται και
προστίθεται νέα υποπερίπτωση iii ως εξής:
"i) Ειδική δήλωση Φ.Π.Α., όταν ενεργεί πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 1 και της
περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 6. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται κατά το χρόνο γένεσης της
φορολογικής υποχρέωσης σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του Αρθρου 16. Με την υποβολή
της δήλωσης αυτής, καταβάλλεται εφάπαξ ο αναλογών στην παράδοση του ακινήτου φόρος, αφού
συμψηφισθεί ο φόρος εισροών κατά το ποσοστό που βαρύνει τη μεταβιβαζόμενη ιδιοκτησία, όπως έχει
διαμορφωθεί μέχρι τη χρονική στιγμή γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
Η ίδια δήλωση υποβάλλεται και για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της
παραγράφου 2 του Αρθρου 7, χωρίς την καταβολή του φόρου, ο οποίος καταβάλλεται με την περιοδική
δήλωση Φ.Π.Α. της οικείας φορολογικής περιόδου.
ii) Ειδικά έντυπα απεικόνισης του συνολικού κόστους της οικοδομής και κατανομής αυτού στις επί μέρους
ιδιοκτησίες, προϋπολογιστικά και απολογιστικά.
β) να αναγράφουν στα πιο πάνω έγγραφα τον αύξοντα αριθμό της ειδικής δήλωσης που προβλέπει η
διάταξη της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 36 και του σχετικού ή σχετικών διπλοτύπων
καταβολής του φόρου ή της έκτακτης δήλωσης, κατά περίπτωση."
9. Οι παράγραφοι 4 και 5 του Αρθρου 37 αναριθμούνται σε 5 και 6 και προστίθεται νέα παράγραφος 4 ως
εξής:
10. Στο Αρθρο 38 η παράγραφος 10 αναριθμείται σε 11 και προστίθεται νέα παράγραφος 10 ως εξής:
"10. Η ειδική δήλωση της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 36 ανακαλείται στις περιπτώσεις
ματαίωσης του συμβολαίου, ύστερα από αίτηση του υποκειμένου η οποία υποβάλλεται με την ίδια αίτηση
για ακύρωση της πράξης προσδιορισμού του φόρου σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του
Αρθρου 56."
"2. Ειδικά, πράξη προσδιορισμού του φόρου που εκδόθηκε σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της
παραγράφου 2 του Αρθρου 48 επί ειδικής δήλωσης της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 36
είτε κατ΄ αυτής ασκήθηκε προσφυγή είτε επετεύχθη διοικητική επίλυση της διαφοράς είτε περαιώθηκε ως
421
β) σε περίπτωση διόρθωσης στοιχείων εκ παραδρομής δηλωθέντων λανθασμένα στην ειδική δήλωση, πλην
του φόρου των εισροών, πριν την υπογραφή του συμβολαίου.
Για την ακύρωση αποφασίζει ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ., ύστερα από αίτηση του υποκειμένου, εφόσον
προσκομίζεται το πρωτότυπο της ειδικής δήλωσης και βεβαιώνεται από τον συμβολαιογράφο επί του
σώματος αυτής ότι δεν έγινε η μεταβίβαση."
12. Η ισχύς των διατάξεων του Αρθρου αυτού αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 2006.
Αρθρο 21
1. Οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. ο οποίος κυρώθηκε με τον Ν. 2859/2000 τροποποιούνται και
συμπληρώνονται ως εξής:
Προστίθεται νέα υποπερίπτωση εε΄ στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 35 ως εξής:
"εε) Παράδοση αγαθών που πραγματοποιείται κατά την έννοια των διατάξεων του Αρθρου 39α".
2. Το Αρθρο 39α, που προστέθηκε με την παράγραφο 16 του Αρθρου 19 του Ν. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α΄),
τροποποιείται ως εξής:
"1. Οι υποκείμενοι στο φόρο που πραγματοποιούν σε άλλους υποκείμενους παραδόσεις ανακυκλώσιμων
απορριμμάτων, όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 2 του Αρθρου αυτού, θεωρείται ότι διενεργούν
πράξεις απαλλασσόμενες με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους και κατά συνέπεια δεν
επιβαρύνουν με Φ.Π.Α. το φορολογικό στοιχείο που εκδίδουν. Υποχρεούνται όμως να αναγράφουν στο
στοιχείο αυτό την ένδειξη "Αρθρο 39α, υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο αγοραστής των
αγαθών".
422
2. Ως παραδόσεις ανακυκλώσιμων απορριμμάτων, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου,
θεωρούνται οι κατωτέρω παραδόσεις εφόσον προορίζονται για ανακύκλωση:
γ) παραδόσεις υπολειμμάτων και λοιπών ανακυκλώσιμων υλικών αποτελούμενων από σιδηρούχα και μη
σιδηρούχα μέταλλα, κράματα, σκουριές, φολίδες ή τέφρα και βιομηχανικών υπολειμμάτων που περιέχουν
μέταλλα ή κράματα μετάλλων,
ε) παραδόσεις αποκομμάτων και απορριμμάτων που προκύπτουν από την επεξεργασία πρώτων υλών,
στ) παραδόσεις των υλικών που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ μετά από καθαρισμό,
στίλβωση, διαλογή, κοπή, τεμαχισμό και συμπίεση."
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν για πράξεις που διενεργούνται από 1ης
Ιανουαρίου 2007.
4. Οι διατάξεις του Αρθρου 42 του Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α΄) έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις
επιχειρήσεις που προμηθεύτηκαν ανακυκλώσιμα απορρίμματα μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με φορολογικά στοιχεία που εκδόθηκαν μέχρι την ημερομηνία αυτή από τους
φερόμενους στα στοιχεία αυτά προμηθευτές των ανακυκλώσιμων απορριμμάτων, εφόσον μέσα σε
αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, εάν μέχρι τότε έχουν κοινοποιηθεί πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α., προστίμου Φ.Π.Α., Κ.Β.Σ.
ή εντός εξήντα (60) ημερών από της κοινοποιήσεως των παραπάνω πράξεων, καταβληθεί από τους λήπτες
των παραπάνω φορολογικών στοιχείων ο αναφερόμενος σε αυτά φόρος προστιθέμενης αξίας.
423
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και στις υποθέσεις που αναφέρονται στην
παράγραφο 2 του ως άνω Αρθρου 42, εφόσον, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από
τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καταβληθεί από τους λήπτες των
φορολογικών στοιχείων ο αναφερόμενος σε αυτά φόρος προστιθέμενης αξίας.
Αρθρο 22
Μείωση συντελεστή Φ.Π.Α. που εφαρμόζεται στα αγαθά τα οποία προορίζονται για χρήση από
άτομα με αναπηρία
Στις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ - ΑΓΑΘΑ- του Παραρτήματος ΙΙΙ (ΑΓΑΘΑ και ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ
ΣΕ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ Φ.Π.Α. 9%) του Ν. 2859/2000:
"47. Αμαξάκια τύπου πολυθρόνας και άλλα οχήματα για αναπήρους, έστω και με κινητήρα ή άλλο
μηχανισμό προώθησης, ανταλλακτικά αναπηρικού αμαξιδίου και ερεσίνωτο (Δ.Κ. 8713 και ΕΧ 8714).
49. Είδη και συσκευές ορθοπεδικής, στα οποία περιλαμβάνονται και οι ιατροχειρουργικές ζώνες και
επίδεσμοι και οι πατερίτσες. Νάρθηκες, υποστηρίγματα και άλλα είδη και συσκευές για κατάγματα. Είδη και
συσκευές προσθέσεως. Συσκευές για τη διευκόλυνση της ακοής στους κουφούς και άλλες συσκευές που
κρατιούνται με το χέρι, φέρονται από τα πρόσωπα ή εισάγονται στον ανθρώπινο οργανισμό, με σκοπό την
αναπλήρωση μιας έλλειψης ή τη θεραπεία μιας αναπηρίας. Συσκευές έκχυσης ινσουλίνης. Εξαιρούνται τα
μέρη και εξαρτήματα των παραπάνω αγαθών (Δ.Κ. ΕΧ 9021)."
Β. Προστίθενται δύο νέες διατάξεις στο τέλος του ως άνω Παραρτήματος ΙΙΙ, ως εξής:
424
"56. Ανυψωτικό τουαλέτας (Δ.Κ. ΕΧ 3922), μπανιέρες για ανάπηρους (Δ.Κ. ΕΧ 3922, 6910, 7324),
στηθόδεσμος μαστεκτομής - μαγιώ μαστεκτομής (Δ.Κ. ΕΧ 6212, 6112, 6211), προγράμματα για
ηλεκτρονικούς υπολογιστές (jaws, supernova, hall, φωναισθησίας, file reader) (Δ.Κ. ΕΧ 8524), εκτυπωτές
Braille (Δ.Κ. ΕΧ 8471), ρολόγια χειρός (Braille) (Δ.Κ. ΕΧ 9102), πινακίδες γραφής (Braille), μέτρα
(BRAILLE) (Δ.Κ. ΕΧ 9017), μπαστούνια (λευκά και ηλεκτρονικά) (Δ.Κ. ΕΧ 6602), κασετόφωνα με 4 TRACKS
(Braille) (Δ.Κ. ΕΧ 8519 και ΕΧ 8520), ταινίες μέτρησης σακχάρου (Δ.Κ. ΕΧ 3822), τα οποία προορίζονται
για την εξυπηρέτηση ατόμων με ειδικές ανάγκες.
57. Καθίσματα μπάνιου, αντλία αποσιδήρωσης για μεσογειακή αναιμία, σύστημα τραχειοστομίας - τρα-
χειοσωλήνες - φίλτρα, περπατούρα, τρίποδο, σύστημα φωτεινής ειδοποίησης, δέκτης φωτεινών σημάτων,
Braille display, scanner, Braille note taker, προγράμματα κινητών τηλεφώνων σε ελληνική και ξένη έκδοση
(mobile speak, speaking phone), πλαίσια γραφής για άτομα με μειωμένη όραση (Braille), κάλτσες Α.Γ. ή
Κ.Γ., κάλτσες κολοβώματος, φίλτρα αιμοκάθαρσης, αιμοδιήθησης, αιμοδιαδιήθησης και πλασμαφαίρεσης,
γραμμές αιμοκάθαρσης, αιμοδιήθησης, αιμοδιαδιήθησης και πλασμαφαίρεσης, σάκοι περισυλλογής υγρού
προετοιμασίας φίλτρων, Y-connectors, σετ φλεβοκέντησης κατά την αιμοκάθαρση, φύσιγγες
διττανθρακικών, συνδετικό από τιτάνιο, γραμμή σύνδεσης και αποχέτευσης, σάκοι αποχέτευσης, κασέτες
σύνδεσης, Clamp (λαβίδες), βαλίτσα περιτοναϊκής κάθαρσης (SMART PD CASE), αναλώσιμο υλικό για
κολοστομίες, τα οποία προορίζονται για την εξυπηρέτηση ατόμων με ειδικές ανάγκες."
Αρθρο 23
Στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β΄ - ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ - του Παραρτήματος ΙΙΙ (ΑΓΑΘΑ και ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΟΥ
ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΕ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ Φ.Π.Α. 9%) του N. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), όπως ισχύει, προστίθενται νέες
παράγραφοι 16 και 17, ως εξής:
17. Ανακαίνιση και επισκευή παλαιών ιδιωτικών κατοικιών, εξαιρουμένων των υλικών των οποίων η αξία
υπερβαίνει το ποσό που προβλέπεται από την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 3 του Κώδικα
425
Αρθρο 24
1. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 8 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
"δ) η μίσθωση βιομηχανοστασίων και χρηματοθυρίδων. Επίσης, η μίσθωση, αυτοτελώς ή στα πλαίσια
μικτών συμβάσεων, χώρων που πραγματοποιείται από επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται εμπορικά κέντρα
εφόσον ο υποκείμενος το επιθυμεί και υποβάλλει για αυτό αίτηση επιλογής φορολόγησης,".
"5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται η έννοια του εμπορικού κέντρου,
καθώς και οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και οι λεπτομέρειες άσκησης της επιλογής της περίπτωσης δ΄ της
παραγράφου 2, καθώς και οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής των διατάξεων του Αρθρου αυτού."
3. Η περίπτωση κστ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 22 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
"κστ) οι μισθώσεις ακινήτων, εκτός αυτών της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 8".
4. Στην παράγραφο 2 του Αρθρου 33 του Κώδικα Φ.Π.Α. προστίθενται εδάφια ως εξής:
"Για τα εμπορικά κέντρα, για τα οποία πραγματοποιείται επιλογή φορολόγησης, σύμφωνα με την περίπτωση
δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 8, η έκπτωση του φόρου που ενεργήθηκε υπόκειται σε δεκαετή
διακανονισμό με αφετηρία το έτος χρησιμοποίησής τους. Ο διακανονισμός ενεργείται κάθε έτος για το ένα
δέκατο (1/10) του φόρου που επιβάρυνε το αγαθό, ανάλογα με τις μεταβολές του δικαιώματος έκπτωσης.
Για τα εμπορικά κέντρα, για τα οποία στις 31.12.2006 δεν έχει παρέλθει η πενταετής περίοδος
διακανονισμού, το εναπομένον προς διακανονισμό ποσό του φόρου διακανονίζεται με βάση συνολική
περίοδο δέκα (10) ετών."
426
Αρθρο 25
1. Στις διατάξεις του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:
α. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 19 αντικαθίσταται ως εξής:
"Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, δύναται ο υποκείμενος στο φόρο να μην αναγράφει φόρο για
την αξία της συσκευασίας τόσο κατά την παράδοση όσο και κατά την επιστροφή αυτής. Οφείλεται, όμως, ο
φόρος στην αξία της συσκευασίας όταν αυτή δεν επιστρέφεται."
3. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 30 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
Αρθρο 26
Εργολαβικά προσύμφωνα για ανέγερση οικοδομών με το σύστημα της αντιπαροχής που καταρτίζονται μετά
την 1η Ιανουαρίου 2006 και η άδεια οικοδομής είχε εκδοθεί μέχρι 31.12.2005 υπόκεινται σε τέλος
χαρτοσήμου τρία επί τοις εκατό (3%) εφαρμοζομένων αναλογικά των διατάξεων της παρ.9 του Αρθρου 15ε
του προεδρικού διατάγματος της 28.7.1931 (ΦΕΚ 239 Α΄) "Περί κώδικος των νόμων περί τελών
χαρτοσήμου".
Για εργολαβικά προσύμφωνα που έχουν καταρτιστεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, τα
427
αναλογούντα τέλη χαρτοσήμου δεν αναζητούνται από τους συμβολαιογράφους που τα κατάρτισαν, αλλά
από τους κατασκευαστές - εργολάβους, οι οποίοι οφείλουν να τα αποδώσουν στην αρμόδια Δημόσια
Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) χωρίς την επιβολή προσαυξήσεων, εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση
του νόμου αυτού.
Επιστρέφονται τα καταβληθέντα τέλη χαρτοσήμου και η εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α., για εργολαβικά προσύμφωνα
ανέγερσης οικοδομών με το σύστημα της αντιπαροχής που καταρτίστηκαν μέχρι 31.12.2005 και η άδεια
οικοδομής εκδόθηκε μετά την 1.1.2006 και η παράδοση των κτισμάτων υπάγεται σε Φ.Π.Α.. Για την
επιστροφή απαιτείται υποβολή αίτησης του δικαιούχου εντός τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από τη
δημοσίευση του παρόντος νόμου.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Οι διατάξεις του Π.Δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α΄) τροποποιούνται, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται ως
ακολούθως:
Αρθρο 27
Γενικές διατάξεις
"Επιτηδευματίας για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος λογίζεται και κάθε αλλοδαπό νομικό
πρόσωπο οποιασδήποτε μορφής που δεν έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα, εφόσον αναγείρει ακίνητο εντός
της ελληνικής επικράτειας ή πραγματοποιεί σε τέτοιο ακίνητο προσθήκες ή επεκτάσεις."
α) ο αγρότης και η αγροτική εκμετάλλευση που ορίζονται από τα άρθρα 41 και 42 του Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ
428
248 Α΄), εφόσον δεν έχουν ενταχθεί για τη δραστηριότητά τους αυτή στο κανονικό καθεστώς του νόμου
αυτού,
β) το φυσικό πρόσωπο πλην του ελεύθερου επαγγελματία που παρέχει υπηρεσίες περιστασιακά σε
επιτηδευματία ή σε πρόσωπο της παραγράφου 3 του Αρθρου αυτού και το σύνολο των ετήσιων αμοιβών
του δεν υπερβαίνει το όριο της παραγράφου 5 του Αρθρου αυτού για αυτούς που παρέχουν υπηρεσίες,
εφόσον δεν είναι επιτηδευματίας από άλλη αιτία,
γ) ο συγγραφέας δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, ο συνταξιούχος για την πρώτη μετά τη συνταξιοδότησή
του έκδοση βιβλίου και ο εισηγητής επιμορφωτικών
σεμιναρίων δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ή συνταξιούχος, εφόσον τα πρόσωπα αυτά δεν είναι
επιτηδευματίες από άλλη αιτία,
δ) το φυσικό πρόσωπο που σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Αρθρου 3 του Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄)
δεν θεωρείται ότι ασκεί δραστηριότητα υπαγόμενη στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, με την προϋπόθεση ότι
δεν έχει την ιδιότητα του επιτηδευματία από άλλη αιτία και παρέχει υπηρεσίες προς τα πρόσωπα της
παραγράφου 3 του Αρθρου αυτού,
ε) το φυσικό πρόσωπο που συνδέεται με σχέση μίσθωσης έργου με φορέα εκτέλεσης ερευνητικού έργου το
οποίο χρηματοδοτείται ή επιχορηγείται γενικώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον δεν είναι
επιτηδευματίας από άλλη αιτία, το ποσό αυτών των αμοιβών του δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του ορίου που
ορίζεται από την παράγραφο 5 του Αρθρου αυτού για αυτούς που παρέχουν υπηρεσίες και οι υπηρεσίες που
παρέχει αφορούν αποκλειστικά το ερευνητικό έργο που χρηματοδοτείται ή επιχορηγείται από την
Ευρωπαϊκή Ένωση."
"Τις υποχρεώσεις της προηγούμενης παραγράφου έχει και η κοινοπραξία επιτηδευματιών, που θεωρείται
επιτηδευματίας για την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα αυτού, εφόσον έχει ορισμένη επαγγελματική
διεύθυνση, αποβλέπει στη διενέργεια συγκεκριμένης πράξης, αποδεικνύεται με έγγραφη συμφωνία, που
κατατίθεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) πριν από την έναρξη των εργασιών της,
και τα μέλη της είναι, διαζευκτικά ή αθροιστικά: α) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που το καθένα ασκεί δική του
επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα, β) ομόρρυθμο μέλος διαφορετικής ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης
429
εταιρίας, γ) αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί επιχείρηση εκτός της ελληνικής επικράτειας, με
την προϋπόθεση ότι έχει λάβει αριθμό φορολογικού μητρώου στην Ελλάδα πριν τη συμμετοχή του στην
κοινοπραξία και αυτή εκπροσωπείται από ημεδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο."
"Το Δημόσιο, το ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή επιτροπή ή ένωση προσώπων μη κερδοσκοπικού
χαρακτήρα, το αλλοδαπό νομικό πρόσωπο που δεν έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα και αποκτά κυριότητα ή
άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου στην ημεδαπή, οι ξένες αποστολές και οι διεθνείς οργανισμοί
υποχρεούνται μόνο στη λήψη, έκδοση, υποβολή και διαφύλαξη των στοιχείων που ορίζονται ρητά από τον
Κώδικα αυτόν."
"4. Οι αγρότες και οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις που ορίζονται από τα άρθρα 41 και 42 του Ν. 2859/2000
(ΦΕΚ 248 Α΄), εφόσον δεν έχουν ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς του νόμου αυτού, υποχρεούνται να
εκδίδουν μόνο δελτίο αποστολής στις περιπτώσεις που ρητά ορίζεται από τον Κώδικα αυτόν."
6. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του Αρθρου 2 τα όρια των εννέα χιλιάδων (9.000) ευρώ και των
τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ αντικαθίστανται σε δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ και πέντε χιλιάδες
(5.000) ευρώ αντίστοιχα.
"Ειδικά και ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων απαλλάσσεται από την τήρηση βιβλίων, με
την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του Αρθρου 4 του παρόντος Κώδικα, ο πράκτορας
κρατικών λαχείων και παιγνίων (ΠΡΟ-ΠΟ, ΛΟΤΤΟ και συναφή), ο εφημεριδοπώλης, ο υποπράκτορας
εφημερίδων και περιοδικών και ο πλανόδιος λαχειοπώλης, μόνο για τις δραστηριότητες αυτές. Τα πρόσωπα
αυτά, εάν διατηρούν και άλλο κλάδο πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, για την υποχρέωση τήρησης
βιβλίων για τον κλάδο αυτόν κρίνονται αυτοτελώς."
"δ) ως παροχή υπηρεσιών και: αα) η διάθεση ηλεκτρομαγνητικών ή άλλων μέσων στα οποία
ενσωματώνεται το δικαίωμα λήψης υπηρεσιών, ββ) η παροχή λογισμικού και η ενημέρωσή του, γγ) η
επεξεργασία αγαθών τρίτων με τη χρησιμοποίηση ή μη ίδιων υλικών, των οποίων το κόστος σε κάθε
περίπτωση δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο (1/3) της συνολικής αμοιβής, δδ) η περίπτωση κατά την οποία
χρησιμοποιούνται υλικά, των οποίων το κόστος σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο (1/3) της
συνολικής αμοιβής, με την προϋπόθεση ότι από τη χρησιμοποίηση των υλικών αυτών δεν παράγεται νέο
είδος αγαθού."
Αρθρο 28
Βιβλία επιτηδευματιών
"1. Ο επιτηδευματίας εντάσσεται σε κατηγορία βιβλίων όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 6 του
Αρθρου αυτού ή απαλλάσσεται από την τήρηση βιβλίων όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του Αρθρου 2 του
Κώδικα αυτού από την έναρξη κάθε διαχειριστικής του περιόδου."
β) Τα πρόσωπα των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 101 του Κώδικα
Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 2238/1994 - ΦΕΚ 151 Α΄) που ασχολούνται με την ανέγερση και πώληση
οικοδομών ή την κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων, καθώς και οι κοινοπραξίες που έχουν
το ίδιο αντικείμενο εργασιών, εφόσον σε αυτές συμμετέχει τουλάχιστον ένα από τα πρόσωπα της παρούσας
περίπτωσης ή ημεδαπή ανώνυμη ή περιωρισμένης ευθύνης εταιρεία.
γ) Οι ομόρρυθμες και οι ετερόρρυθμες εταιρείες, οι κοινωνίες αστικού δικαίου και οι αστικές εταιρίες που
ασχολούνται με την ανέγερση και πώληση οικοδομών για όλες τις δραστηριότητές τους, εφόσον σε αυτές
συμμετέχει τουλάχιστον ένα από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του Αρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας
431
Εισοδήματος.
"α) Ο εκμεταλλευτής πλοίου δεύτερης κατηγορίας του Αρθρου 3 του Ν. 27/1975, καθώς και ο
επιτηδευματίας του οποίου τα καθαρά κέρδη προσδιορίζονται με ειδικό τρόπο σύμφωνα με τις διατάξεις περί
φορολογίας εισοδήματος, με εξαίρεση τον επιτηδευματία που ασχολείται με την κατασκευή δημόσιων ή
ιδιωτικών τεχνικών έργων.
"β) ο πωλητής οπωρολαχανικών, νωπών αλιευμάτων και λοιπών αγροτικών προϊόντων αποκλειστικά στις
κινητές λαϊκές αγορές ή πλανοδίως,".
"Στην κατηγορία που αντιστοιχεί στα ετήσια ακαθάριστα έσοδά τους, όχι όμως σε κατηγορία κατώτερη της
δεύτερης, οι λοιποί επιτηδευματίες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για τους οποίους δεν προβλέπεται ένταξη με
βάση τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του Αρθρου αυτού, οι νέοι επιτηδευματίες κατά την έναρξη
των εργασιών τους, για τους οποίους δεν προβλέπεται ειδική ένταξη, καθώς και οι αστικές επαγγελματικές
εταιρείες δικηγόρων που προεδρικού διατάγματος 518/1989 (ΦΕΚ 220 Α΄)."
6. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του Αρθρου 4 τα όρια τήρησης βιβλίων αντικαθίστανται και
προστίθενται στην παράγραφο αυτή δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο ως εξής:
"Ειδικά οι ομόρρυθμες και οι ετερόρρυθμες εταιρείες, οι κοινωνίες αστικού δικαίου, οι αστικές εταιρείες και
οι κοινοπραξίες, οι οποίες ασχολούνται με την ανέγερση και πώληση οικοδομών και στις οποίες δεν
συμμετέχει πρόσωπο της παραγράφου 1 του Αρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, καθώς και
οι επιτηδευματίες φυσικά πρόσωπα που ασχολούνται με το ίδιο αντικείμενο εργασιών για τις διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από 1.1.2008 και μετά εντάσσονται στην τρίτη κατηγορία βιβλίων για τη
δραστηριότητα αυτή, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα της προηγούμενης κάθε φορά διαχειριστικής
περιόδου υπερβαίνουν τα πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ. Όποιος από τους επιτηδευματίες αυτούς
ασχολείται και με την κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων, για την ένταξη σε κατηγορία
βιβλίων ο κλάδος αυτός κρίνεται αυτοτελώς με βάση τα όρια του πρώτου εδαφίου της παρούσας
παραγράφου. Στην περίπτωση που έχει παράλληλα και άλλο κλάδο πώλησης αγαθών ή παροχής
υπηρεσιών, τηρεί για όλες τις δραστηριότητές του τα βιβλία της κατηγορίας που αντιστοιχεί στο σύνολο των
ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του, με βάση τα όρια του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου."
"Για την υποχρέωση σύνταξης απογραφής από τον επιτηδευματία της δεύτερης κατηγορίας κατά την πρώτη
διαχειριστική του περίοδο τα ακαθάριστα έσοδα αυτής δεν ανάγονται σε ετήσια."
"4. Τα ποσά των εξόδων μέχρι εκατόν πενήντα (150) ευρώ έκαστο και ο Φ.Π.Α. που αντιστοιχεί σε αυτά
μπορεί να καταχωρούνται καθημερινά στις στήλες που αφορούν συγκεντρωτικά με ένα ποσό, με αναγραφή
και του πλήθους των αντίστοιχων δικαιολογητικών."
"γ) Η αξία αγοράς και πώλησης των πάγιων στοιχείων, ο Φ.Π.Α. που αναλογεί σε αυτές, καθώς και οι
αποσβέσεις τους, όταν εξάγεται λογιστικό αποτέλεσμα."
433
"Μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού
έτους στο βιβλίο εσόδων - εξόδων καταχωρείται ανάλυση των ακαθάριστων εσόδων από πωλήσεις αγαθών
και παροχή υπηρεσιών, με διάκριση λιανικών - χονδρικών πωλήσεων, καθώς και των εξόδων για αμοιβές
προσωπικού και τρίτων, για ενοίκια, για τόκους και για λοιπά έξοδα."
11. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 2 του Αρθρου 7 αντικαθίστανται ως εξής:
"Διατάξεις που επιβάλλουν την τήρηση κλαδικών λογιστικών σχεδίων κατισχύουν των διατάξεων των
προηγούμενων εδαφίων."
1. Ο επιτηδευματίας που πωλεί αγαθά για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων ή για ίδιο
λογαριασμό και για λογαριασμό τρίτων, εφόσον κατά τις δύο προηγούμενες διαχειριστικές περιόδους τα
ετήσια ακαθάριστα έσοδά του υπερέβησαν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ ή το ποσό
των έξι εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (6.500.000) ευρώ προκειμένου για επιτηδευματία που πωλεί
τα αγαθά του εκτός της χώρας κατά ποσοστό άνω του ογδόντα τοις εκατό (80%), τηρεί βιβλίο αποθήκης.
Στο βιβλίο αποθήκης καταχωρούνται για κάθε αγαθό οι αγορές και οι πωλήσεις κατά είδος, ποσότητα και
αξία και η ποσοτική διακίνηση κατά είδος και ποσότητα κατά την εισαγωγή και εξαγωγή. Τα αγαθά των
τρίτων παρακολουθούνται ξεχωριστά τουλάχιστον κατά είδος και ποσότητα.
2. Ο επιτηδευματίας που ενεργεί επεξεργασία για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων ή για ίδιο
λογαριασμό και για λογαριασμό τρίτων, εφόσον κατά τις δύο προηγούμενες διαχειριστικές περιόδους τα
ετήσια ακαθάριστα έσοδά του υπερέβησαν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ ή το ποσό
των έξι εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (6.500.000) ευρώ προκειμένου για επιτηδευματία που πωλεί
τα προϊόντα του εκτός της χώρας ή ενεργεί επεξεργασία για λογαριασμό κατοίκου άλλης χώρας κατά
ποσοστό άνω του ογδόντα τοις εκατό (80%) του συνόλου των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του κλάδου
επεξεργασίας, τηρεί βιβλίο αποθήκης πρώτων υλών, βοηθητικών υλών, υλικών συσκευασίας, έτοιμων
προϊόντων και υποπροϊόντων. Στο βιβλίο αποθήκης καταχωρούνται, για κάθε αγαθό, οι αγορές και
434
πωλήσεις κατ΄ είδος, ποσότητα και αξία και η εντός και εκτός της επιχείρησης ποσοτική διακίνηση κατ΄
είδος και ποσότητα. Όταν ο επιτηδευματίας ενεργεί επεξεργασία για λογαριασμό τρίτων, στο βιβλίο
αποθήκης παρακολουθούνται μόνο οι πρώτες ύλες, οι βοηθητικές ύλες, τα υλικά συσκευασίας και τα έτοιμα
προϊόντα των τρίτων ξεχωριστά τουλάχιστον κατ΄ είδος και ποσότητα.
Η αξία κτήσης των πρώτων υλών, των βοηθητικών υλών και των υλικών συσκευασίας που διατέθηκαν για
την επεξεργασία, καθώς και το κόστος των έτοιμων προϊόντων και υποπροϊόντων που παράχθηκαν,
αναγράφεται στο βιβλίο αποθήκης στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου και μέχρι την προθεσμία σύνταξης
του ισολογισμού.
Βοηθητικές ύλες και υλικά συσκευασίας των οποίων η συνολική αξία δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό
(5%) του συνολικού κόστους των προϊόντων με βάση τα στοιχεία της προηγούμενης χρήσης μπορεί να
παρακολουθούνται στο βιβλίο αποθήκης συνολικά μόνο κατ΄ αξία σε αντίστοιχο λογαριασμό. Σε περίπτωση
υπέρβασης του ορίου αυτού παρακολουθούνται συνολικά κατ΄ αξία, μέχρι εξάντλησης του ανωτέρω
ποσοστού, οι βοηθητικές ύλες και τα υλικά συσκευασίας που έχουν κατά σειρά τη μικρότερη κατ΄ είδος
συμμετοχή στο κόστος παραγωγής των προϊόντων.
Ο παραπάνω επιτηδευματίας ο υπόχρεος σε τήρηση βιβλίου αποθήκης εκδίδει δελτίο εσωτερικής διακίνησης
για την εντός της ημέρας εξαγωγή από την αποθήκη προς την παραγωγική διαδικασία πρώτων υλών,
βοηθητικών υλών και υλικών συσκευασίας ιδίων ή τρίτων ή την επαναφορά τους στην αποθήκη, καθώς και
για τα εντός της ημέρας παραχθέντα έτοιμα προϊόντα που εισάγονται στην αποθήκη ετοίμων. Στο δελτίο
εσωτερικής διακίνησης αναγράφεται το είδος και η ποσότητα των αγαθών που διακινούνται, καθώς και ο
χώρος προέλευσης και προορισμού των αγαθών.
3. Προκειμένου για επιτηδευματία που έχει παράλληλα με τον κλάδο εμπορίου και ξεχωριστό κλάδο
επεξεργασίας, η υποχρέωση τήρησης του βιβλίου αποθήκης κρίνεται αυτοτελώς για κάθε κλάδο.
4. Ο επιτηδευματίας που υποχρεώνεται σε τήρηση βιβλίου αποθήκης τηρεί αυτό σε δύο συνεχείς
διαχειριστικές περιόδους και σταματά την τήρησή του από την επόμενη διαχειριστική περίοδο εκείνης που
για δεύτερη συνεχή διαχειριστική περίοδο δεν υπερέβη το εκάστοτε ισχύον όριο. Υποχρέωση τήρησης του
βιβλίου αποθήκης δημιουργείται εκ νέου από την επόμενη διαχειριστική περίοδο εκείνης που για δεύτερη
συνεχή διαχειριστική περίοδο τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα υπερέβησαν το εκάστοτε ισχύον όριο.
Για την τήρηση ή την παύση της τήρησης του βιβλίου αποθήκης στην περίπτωση αύξησης των οριζόμενων
435
ορίων, λαμβάνονται υπόψη τα νέα όρια και για τις δύο προηγούμενες χρήσεις που λήγουν μέχρι το χρόνο
έναρξης ισχύος των νέων ορίων.
5. Στο βιβλίο αποθήκης που τηρείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 2 αναγράφεται
και η χρονολογία εισαγωγής ή εξαγωγής κατά περίπτωση με μνεία του οικείου δικαιολογητικού εγγραφής. Η
ενημέρωση της εξαγωγής μπορεί να γίνεται με μία συγκεντρωτική εγγραφή σε ημερήσια βάση ανά είδος και
σειρά στοιχείων που εκδίδονται, με την προϋπόθεση ότι, όταν ζητηθεί από τον έλεγχο και στο χρόνο που
ορίζεται από αυτόν, είναι δυνατή η εκτύπωση ή η σύνταξη κατάστασης με την αναλυτική κίνηση ανά
παραστατικό όλων ή μερικών ειδών.
α) η κίνηση κάθε υποκαταστήματος με εξαρτημένη λογιστική κατ΄ είδος, ποσότητα και αξία κατά την
εισαγωγή και εξαγωγή, β) η κίνηση κάθε αποθηκευτικού χώρου κατ΄ είδος και ποσότητα κατά την
εισαγωγή και εξαγωγή, γ) τα αγαθά που βρίσκονται σε τρίτους για οποιονδήποτε σκοπό κατ΄ είδος,
ποσότητα και ανά τρίτο επιτηδευματία.
Όταν στο υποκατάστημα τηρείται βιβλίο αποθήκης κατ΄ είδος, ποσότητα και αξία ή στον αποθηκευτικό
χώρο κατ΄ είδος και ποσότητα, η μερίδα του υποκαταστήματος ή του αποθηκευτικού χώρου που τηρείται
στην έδρα μπορεί να ενημερώνεται με τη συνολική μηνιαία κίνηση του υποκαταστήματος ή του
αποθηκευτικού χώρου εντός του επόμενου μήνα.
6. Στο υποκατάστημα από τα βιβλία του οποίου εξάγεται αυτοτελές λογιστικό αποτέλεσμα τηρείται ίδιο
βιβλίο αποθήκης σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων. Στο
υποκατάστημα από τα βιβλία του οποίου δεν εξάγεται αυτοτελές λογιστικό αποτέλεσμα και το οποίο
βρίσκεται σε άλλο νομό ή νησί από την έδρα ή σε απόσταση μεγαλύτερη των πενήντα (50) χιλιομέτρων από
αυτή τηρείται βιβλίο αποθήκης κατ΄ είδος και ποσότητα με δυνατότητα τήρησής του και κατ΄ αξία.
Τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο ισχύουν ανάλογα και για τους αποθηκευτικούς χώρους.
Αν το υποκατάστημα ή ο αποθηκευτικός χώρος βρίσκεται στον ίδιο νομό και νησί με την έδρα ή σε
απόσταση μικρότερη των πενήντα (50) χιλιομέτρων από αυτή, δεν υπάρχει υποχρέωση τήρησης βιβλίου
αποθήκης στις εγκαταστάσεις αυτές.
436
Όταν στην έδρα δεν ενεργείται αποθήκευση ή διακίνηση αγαθών ή δεν ενεργούνται αγορές ή πωλήσεις και
υπάρχει ένα υποκατάστημα, το βιβλίο αποθήκης μπορεί να τηρείται μόνο στο υποκατάστημα.
Όταν οι εγκαταστάσεις του επιτηδευματία στεγάζονται στον ίδιο ή σε συνεχόμενο κτιριακό χώρο, μπορεί να
τηρείται για κάθε αγαθό μία ενιαία μερίδα για όλες τις εγκαταστάσεις στο βιβλίο αποθήκης που τηρείται σε
μία από αυτές.
Όταν επαγγελματικές εγκαταστάσεις του επιτηδευματία απαλλάσσονται από την έκδοση δελτίων αποστολής,
σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 11 του Κώδικα αυτού, μπορεί
να τηρείται για όλες τις απαλλασσόμενες εγκαταστάσεις από την έκδοση δελτίων αποστολής μία ενιαία
μερίδα για κάθε αγαθό στο βιβλίο αποθήκης που τηρείται σε μία από αυτές.
7. Αντί του τρόπου τήρησης του βιβλίου αποθήκης που ορίζεται από τις διατάξεις των προηγούμενων
παραγράφων μπορεί να τηρείται:
Α) Στην έδρα ή στο υποκατάστημα με αυτοτελή λογιστική μερίδα "Κεντρικής Αποθήκης" για όλες τις
εγκαταστάσεις, στην οποία καταχωρούνται για κάθε αγαθό: α) κατά ποσότητα και αξία οι αγορές και οι
πωλήσεις, β) η ποσότητα των πρώτων υλών, βοηθητικών υλών και υλικών συσκευασίας που διατέθηκαν για
επεξεργασία και γ) η ποσότητα των έτοιμων προϊόντων και υποπροϊόντων που παράχθηκαν.
Η αξία κτήσης των πρώτων υλών, των βοηθητικών υλών και των υλικών συσκευασίας που διατέθηκαν στην
παραγωγή, καθώς και το κόστος των έτοιμων προϊόντων που παράχθηκαν τίθεται στο τέλος της χρήσης με
την κοστολόγηση.
Β) Στην έδρα και σε κάθε υποκατάστημα ή αποθηκευτικό χώρο βιβλίο αποθήκης σε ιδιαίτερες μερίδες κατ΄
είδος και ποσότητα κατά την εισαγωγή και εξαγωγή. Όταν το υποκατάστημα ή ο αποθηκευτικός χώρος
βρίσκονται στον ίδιο νομό με την έδρα ή σε απόσταση μικρότερη των πενήντα (50) χιλιομέτρων από αυτή,
όχι όμως σε άλλο νησί, η κίνηση αυτών κατ΄ είδος και ποσότητα μπορεί να παρακολουθείται σε ιδιαίτερες
μερίδες του βιβλίου αποθήκης της έδρας.
Γ) Στην έδρα μία μερίδα ανά τρίτο, κατ΄ είδος και ποσότητα, για τα αγαθά που βρίσκονται σε τρίτους για
οποιονδήποτε σκοπό.
8. Ο επιτηδευματίας που είναι υπόχρεος στην τήρηση βιβλίου αποθήκης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην
437
παράγραφο 2 του Αρθρου αυτού, τηρεί για τα ίδια προϊόντα στην έδρα του ή στο υποκατάστημα που εξάγει
αυτοτελές αποτέλεσμα:
Α) Βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών με ιδιαίτερη μερίδα κατ΄ είδος προϊόντος, στην οποία αναγράφονται:
α) Εντός δέκα ημερών από την ολοκλήρωση της πρώτης παραγωγής κάθε προϊόντος οι τεχνικές
προδιαγραφές αυτού. Οι τεχνικές προδιαγραφές περιλαμβάνουν πλην των άλλων τεχνικών δεδομένων τη
για κάθε μονάδα παραγόμενου έτοιμου προϊόντος απαιτούμενη ποσότητα πρώτων υλών, καθώς και
βοηθητικών υλών και υλικών συσκευασίας, όταν γι΄ αυτά τηρείται βιβλίο αποθήκης, καθώς και την
προϋπολογιζόμενη φύρα παραγωγής. Για τα εξατομικευμένα αγαθά που κατασκευάζονται κατόπιν
παραγγελίας του πελάτη αντί της αναγραφής τεχνικών προδιαγραφών καταχωρείται πριν από την έναρξη
της παραγωγής στο βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών ή στο βιβλίο αποθήκης πλήρης περιγραφή των
προϊόντων που παραγγέλλονται.
β) Μέχρι το κλείσιμο του ισολογισμού οι κανόνες του καταμερισμού του εργοστασιακού κόστους, οι οποίοι
ακολουθούνται πάγια.
α) Συγκεντρώνονται το βραδύτερο εντός της προθεσμίας σύνταξης του ισολογισμού οι εντός της
διαχειριστικής περιόδου που έληξε ποσότητες πρώτων υλών που αναλώθηκαν για την παραγωγή έτοιμου
προϊόντος, καθώς και των βοηθητικών υλών και των υλικών συσκευασίας, όταν γι΄ αυτά τηρείται βιβλίο
αποθήκης, σε μερίδες κατ΄ είδος, καθώς και οι ποσότητες έτοιμου προϊόντος που παρήχθησαν μέσα στην
ίδια διαχειριστική περίοδο.
β) Προσδιορίζεται για το έτοιμο προϊόν το βραδύτερο εντός της προθεσμίας σύνταξης του ισολογισμού το
εργοστασιακό κόστος με βάση τους καταχωρημένους στο βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών κανόνες.
Το βιβλίο παραγωγής - κοστολογίου δεν τηρείται, όταν τα δεδομένα του προκύπτουν από τους
λογαριασμούς της ομάδας 9 του Ε.Γ.Λ.Σ. (Π.Δ. 1123/1980).
9. Δεν υποχρεούται:
α) ο εκμεταλλευτής ελαιοτριβείου,
θ) ο πωλητής νωπών αγροτικών προϊόντων, πλην νωπών οπωρολαχανικών και ιχθύων, εκτός της χώρας
κατά ποσοστό τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των συνολικών ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του,
ιγ) ο επιτηδευματίας που ασχολείται με την κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων ή την
ανέγερση και πώληση οικοδομών,
ιδ) ο επιτηδευματίας που λειτουργεί μετά από έγκριση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και
Δημόσιων Έργων ως "Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης", που προβλέπεται από την παράγραφο 19 του
Αρθρου 2 του Ν. 2939/2001 (ΦΕΚ 179 Α΄),
ιε) ο πωλητής ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και αερίων γενικά που διατίθενται με συνεχή ροή.
439
Στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής, προκειμένου για επιτηδευματία που έχει παράλληλα και άλλη
δραστηριότητα, για την υποχρέωση τήρησης βιβλίου αποθήκης η άλλη δραστηριότητα κρίνεται αυτοτελώς.
Β) Στην τήρηση του βιβλίου αποθήκης κατά την εξαγωγή ο εκμεταλλευτής καταστήματος Σούπερ - Μάρκετ
που ασχολείται με την κατά κύριο λόγο λιανική πώληση με το σύστημα της "αυτοεξυπηρέτησης" ειδών
διατροφής, κρέατος, απορρυπαντικών, ποτών, ειδών οικιακής χρήσης και άλλων ειδών.
"Κατ΄ εξαίρεση των όσων ορίζονται στα προηγούμενα εδάφια δεν θεωρούνται υποκαταστήματα οι
προσωρινοί εκθεσιακοί χώροι, καθώς και οι λοιπές πρόσκαιρες εγκαταστάσεις που λειτουργούν για χρονικό
διάστημα μέχρι τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες."
"2. Ο επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας τηρεί και στο υποκατάστημά του
ιδιαίτερο βιβλίο αγορών ή εσόδων - εξόδων."
"Όταν τα βιβλία της έδρας και του υποκαταστήματος τηρούνται μηχανογραφικά, το ημερολόγιο ταμειακών
και συμψηφιστικών πράξεων ή το μηνιαίο φύλλο ανάλυσης ελέγχου ή το ημερήσιο φύλλο συναλλαγών
τηρούνται απλότυπα και τα δεδομένα τους αποστέλλονται στην έδρα με οποιονδήποτε τρόπο για την
ενημέρωση των βιβλίων της."
"4. Δεν υπάρχει υποχρέωση τήρησης των βιβλίων υποκαταστήματος στις εξής περιπτώσεις:
α) Στο υποκατάστημα που στεγάζεται σε συνεχόμενο ή στον ίδιο κτιριακό χώρο με την έδρα ή με άλλο
υποκατάστημα.
β) Στις οποιεσδήποτε πρόσκαιρες εγκαταστάσεις. Τα στοιχεία των συναλλαγών των εγκαταστάσεων της
περίπτωσης αυτής καταχωρούνται στα βιβλία της έδρας ή του υποκαταστήματος στο οποίο ανήκουν το
αργότερο μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα από την έκδοση ή τη λήψη τους, κατά
περίπτωση.
γ) Στο υποκατάστημα που βρίσκεται στον ίδιο νομό και νησί με την έδρα ή σε απόσταση μικρότερη των
πενήντα (50) χιλιομέτρων από αυτή. Τα στοιχεία των συναλλαγών των εγκαταστάσεων της περίπτωσης
αυτής καταχωρούνται στα βιβλία της έδρας και ειδικά οι αγορές και οι πωλήσεις κάθε υποκαταστήματος
παρακολουθούνται χωριστά από τα αντίστοιχα δεδομένα της έδρας ή άλλου υποκαταστήματος. Επί τήρησης
βιβλίων Γ κατηγορίας παρακολουθείται χωριστά και το ταμείο κάθε υποκαταστήματος.
Το υποκατάστημα της πιο πάνω περίπτωσης α΄ απαλλάσσεται μετά από γνωστοποίηση στον αρμόδιο
προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. και από την τήρηση ιδιαίτερου πρόσθετου βιβλίου της παραγράφου 5 του Αρθρου 10
του παρόντος Κώδικα, εφόσον τα δεδομένα του καταχωρούνται στο πρόσθετο βιβλίο που τηρείται στην
έδρα ή σε άλλο υποκατάστημα του ίδιου ή συνεχόμενου κτιριακού χώρου.
Το υποκατάστημα της πιο πάνω περίπτωσης β΄ απαλλάσσεται και από την τήρηση ιδιαίτερου βιβλίου
αποθήκης, καθώς και από τη σύνταξη καταστάσεων ποσοτικής καταχώρισης των αποθεμάτων, εφόσον τα
δεδομένα του βιβλίου ή των καταστάσεων αυτών καταχωρούνται διακεκριμένα στα αντίστοιχα βιβλία ή
καταστάσεις της έδρας."
17. Στην παράγραφο 5 του Αρθρου 9 η φράση "Με αίτηση του επιτηδευματία και έγκριση του
προϊσταμένου" του πρώτου εδαφίου και η φράση "Οι ανωτέρω εγκρίσεις" του τρίτου εδαφίου
αντικαθίσταται αντίστοιχα με τις φράσεις "Με γνωστοποίηση του επιτηδευματία στον προϊστάμενο" και "Οι
ανωτέρω γνωστοποιήσεις".
"6. Με αίτηση του επιτηδευματία και έγκριση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της
441
έδρας μπορεί να επιτραπεί ή μη τήρηση ή η κατά διάφορο τρόπο τήρηση όλων ή μερικών βιβλίων του
υποκαταστήματος και του αποθηκευτικού χώρου, με εξαίρεση το βιβλίο αποθήκης. Η έγκριση αυτή
κοινοποιείται και στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στον οποίο υπάγεται το
υποκατάστημα ή ο αποθηκευτικός χώρος."
"1. Ο επιτηδευματίας επί ποσοτικής παραλαβής σε επαγγελματική του εγκατάσταση χωρίς στοιχείο
διακίνησης εμπορεύσιμων ή πάγιων αγαθών από οποιονδήποτε τρίτο για αγορά, πώληση, απλή
διαμεσολάβηση προς πώληση, αποθήκευση, φύλαξη, χρήση, καθώς και για επεξεργασία στην περίπτωση
που ο αποστολέας είναι επιτηδευματίας ή αγρότης του ειδικού καθεστώτος, τηρεί στην επαγγελματική
εγκατάσταση στην οποία διενεργείται η παραλαβή, βιβλίο ποσοτικής παραλαβής ή διπλότυπο δελτίο
ποσοτικής παραλαβής για κάθε παραλαβή.
Στο βιβλίο ή δελτίο καταχωρούνται με την παραλαβή των αγαθών η χρονολογία της παραλαβής, το
ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία, το επάγγελμα και η διεύθυνση του αποστολέα, το είδος και η ποσότητα των
αγαθών που παραλαμβάνονται, καθώς και ο σκοπός της παραλαβής.
Όταν κατά την παραλαβή των αγαθών εκδίδεται άμεσα τιμολόγιο αγοράς ή δελτίο εισαγωγής της
υποπερίπτωσης ηα΄ της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 10 του Κώδικα αυτού, δεν τηρείται
βιβλίο ή δελτίο ποσοτικής παραλαβής."
"Έξοδα πρώτης εγκατάστασης, αγορές και λοιπές συναλλαγές που πραγματοποιούνται από τον ιδρυτή πριν
τη σύσταση νομικού προσώπου ή υποκαταστήματος αλλοδαπού προσώπου ή κοινοπραξίας ή την έναρξη
λειτουργίας ατομικής επιχείρησης και οποιασδήποτε επιχείρησης γενικά, δύναται να καταχωρούνται είτε στα
βιβλία των προσώπων αυτών μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα από τη σύστασή
τους ή την υποβολή της δήλωσης έναρξης εργασιών κατά περίπτωση είτε σε βιβλία που θεωρούνται στο
όνομα του ιδρυτή από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της κατοικίας ή της έδρας αυτού με μνεία της υπό
σύσταση επιχείρησης."
21. Η υποπερίπτωση γβ΄ της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:
442
"γβ) Βιβλίο μεριδολογίου για τους συνεργαζόμενους γιατρούς που παρέχουν ειδική περίθαλψη σε ασθενείς
και αμείβονται από αυτούς.
Το βιβλίο τηρείται σε μερίδες για κάθε γιατρό με αναγραφή της διεύθυνσής του, του Α.Φ.Μ. και της
αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και όταν παρέχονται υπηρεσίες κατ΄ εντολή και για λογαριασμό τρίτου, στο βιβλίο
αναγράφεται ακόμη το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία και ο Α.Φ.Μ. του τρίτου. Σε κάθε μερίδα καταχωρεί
το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του ασθενή που δέχεται την ειδική ιατρική περίθαλψη, τη χρονολογία
παροχής της περίθαλψης και την κατηγορία της θέσης νοσηλείας του ασθενή. Επί ειδικής ιατρικής
περίθαλψης του ασθενή από περισσότερους γιατρούς τα δεδομένα αυτά καταχωρούνται στις μερίδες όλων
των γιατρών.
Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και από τα νοσοκομεία ανεξάρτητα από τη νομική μορφή με την οποία
λειτουργούν και την τυχόν απαλλαγή τους από το φόρο εισοδήματος ή το φόρο προστιθέμενης αξίας."
"στ) ο εκπαιδευτής οδηγών αυτοκινήτων, μοτοποδηλάτων και μοτοσικλετών τηρεί για κάθε εκπαιδευτικό
αυτοκίνητο ή μοτοποδήλατο ή μοτοσικλέτα βιβλίο εκπαιδευόμενων οδηγών, στο οποίο καταχωρεί το
ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του εκπαιδευομένου, το ποσό της αμοιβής που συμφωνείται, τη
χρονολογία και την ώρα έναρξης και λήξης κάθε μαθήματος. Ανάλογη υποχρέωση έχει και για την
παράστασή του κατά την εξέταση των υποψήφιων οδηγών. Το βιβλίο τηρείται στο αυτοκίνητο ή στο
μοτοποδήλατο ή στη μοτοσικλέτα κατά τη διάρκεια του μαθήματος ή της εξέτασης."
"ζ) ο επισκευαστής ηλεκτρικών ή ηλεκτρονικών συσκευών, επίπλων, μηχανών και μηχανημάτων, όταν
παραλαμβάνει στην επαγγελματική του εγκατάσταση αγαθά για επισκευή που δεν συνοδεύονται με στοιχείο
διακίνησης που προβλέπεται από τον Κώδικα αυτόν τηρεί βιβλίο ή δελτίο επισκευής αγαθών, στο οποίο
καταχωρούνται με την παραλαβή των αγαθών η χρονολογία της παραλαβής, το ονοματεπώνυμο ή η
επωνυμία, το επάγγελμα και η διεύθυνση του αποστολέα, το είδος και η ποσότητα των αγαθών που
παραλαμβάνονται,".
"ι) Ο επιτηδευματίας που διατηρεί συνεργείο επισκευής και συντήρησης αυτοκινήτων, μοτοσικλετών,
μοτοποδηλάτων, γεωργικών και λοιπών αυτοκινούμενων μηχανημάτων τηρεί βιβλίο εισερχομένων, στο
οποίο καταχωρεί για κάθε όχημα τη χρονολογία εισόδου και εξόδου, το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία και
τη διεύθυνση του κατόχου, καθώς και τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος και εφόσον δεν υπάρχει
τέτοιος αριθμός, το είδος του οχήματος. Κατ΄ εξαίρεση, ο εκμεταλλευτής πλυντηρίου αυτοκινήτων,
μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων δεν αναγράφει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου.
Η καταχώρηση στο βιβλίο εισερχομένων γίνεται όταν το όχημα εισέλθει και σταθμεύσει στον κύριο χώρο
του συνεργείου και αποχωρήσει ο οδηγός του ή αρχίσει η εργασία επισκευής.
Στην περίπτωση επισκευής για την οποία δεν λαμβάνεται αμοιβή, αναγράφεται, σε ειδική στήλη του βιβλίου
αυτού, η ένδειξη "δωρεάν" και υπογράφει παραπλεύρως ο πελάτης.
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής δεν εφαρμόζονται για τα πλυντήρια που λειτουργούν με το σύστημα της
αυτοεξυπηρέτησης, εφόσον τα στοιχεία αξίας εκδίδονται αυτόματα κατά τη συναλλαγή μέσω κατάλληλης
διασύνδεσης φορολογικού μηχανισμού εγκεκριμένου μοντέλου του Ν. 1809/1988 (ΦΕΚ 222 Α΄)."
25. Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ιδ΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:
"Ειδικά ο φυσιοθεραπευτής, καθώς και τα πρόσωπα των περιπτώσεων δ΄ και ια΄ που έχουν συμβληθεί με
το Δημόσιο ή με ασφαλιστικά ταμεία (Ι.Κ.Α., Τ.Ε.Β.Ε. κ.λπ.) και δεν λαμβάνουν ιδιαίτερη αμοιβή κατά
επίσκεψη από τους πελάτες ή ασθενείς ασφαλισμένους του Δημοσίου η των ταμείων αυτών, μπορεί να μην
καταχωρούν τα στοιχεία των πελατών αυτών ή των ασθενών στο βιβλίο πελατών ή επίσκεψης ασθενών."
26. Η περίπτωση ιε΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:
Αρθρο 29
444
Στοιχεία επιτηδευματιών
1. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 11 προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:
"Κατ΄ εξαίρεση δεν απαιτείται η έκδοση δελτίου αποστολής για τις διακινήσεις ανταλλακτικών παγίων από
τον επιτηδευματία μεταξύ των εγκαταστάσεών του, εφόσον δεν αποτελούν γι΄ αυτόν αντικείμενο εμπορίας
και προορίζονται αποκλειστικά για την αποκατάσταση βλαβών στις εγκαταστάσεις του και οι διακινήσεις
αυτές διενεργούνται με μεταφορικά μέσα ιδιωτικής χρήσης κυριότητάς του ή μισθωμένα δημόσιας χρήσης."
"Τα πρόσωπα της παραγράφου 4 του Αρθρου 2 εκδίδουν δελτία αποστολής, εφόσον διακινούν
οπωρολαχανικά, νωπά αλιεύματα, άνθη και φυτά για πώληση απευθείας ή μέσω τρίτων, για επεξεργασία ή
συσκευασία, ανεξάρτητα από το χρησιμοποιούμενο μεταφορικό μέσο."
"Με την επιστροφή στην επιχείρηση αναγράφεται στο πρωτότυπο του συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής η
ποσότητα των αγαθών που επιστρέφονται ή εκδίδεται συγκεντρωτικό δελτίο επιστροφής, στο οποίο
αναγράφονται το είδος και η ποσότητα των επιστρεφόμενων αγαθών, καθώς και ο αύξων αριθμός του
συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής."
4. Οι παράγραφοι 4 και 6 του Αρθρου 11 καταργούνται για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την
ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και μετά και η περίπτωση ζ΄ της
παραγράφου 5 του Αρθρου 11 αντικαθίσταται ως εξής:
"ζ) Επί αποστολής αγαθών εκτός της χώρας με σκοπό την αποθήκευση και εν συνεχεία την πώληση,
αναγράφεται και η αξία των αγαθών που αποστέλλονται."
"Το δελτίο αποστολής, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής από τον τόπο έναρξης της διακίνησης μέχρι τον
τόπο παράδοσης ή προορισμού, συνοδεύει τα διακινούμενα αγαθά και επιδεικνύεται άμεσα στο φορολογικό
έλεγχο.
445
Η επικαιρότητα του δελτίου αποστολής, εξαρτάται από την απόσταση, τον τρόπο της μεταφοράς, το είδος
των χρησιμοποιούμενων μεταφορικών μέσων και τις ειδικότερες συνθήκες της μεταφοράς.
Το βάρος της απόδειξης της χρονικής διάρκειας των δελτίων αποστολής φέρει ο υπόχρεος σε έκδοσή τους,
ο οποίος μπορεί να αναγράφει στα δελτία αποστολής, γεγονότα ή καταστάσεις, που δικαιολογούν τη
χρονική διάρκεια αυτών."
"Με βάση τα δεδομένα της κατάστασης αυτής εκδίδεται το τιμολόγιο την τελευταία ημέρα του μήνα εκείνου
που αφορά, στο οποίο δεν απαιτείται αναλυτική περιγραφή, εφόσον η πιο πάνω κατάσταση συντάσσεται σε
δύο αντίτυπα, ένα των οποίων επισυνάπτεται στο τιμολόγιο."
7. Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 7 του Αρθρου 12 αντικαθίστανται ως εξής:
"Την τελευταία ημέρα κάθε μήνα εκδίδεται εκκαθάριση κατά εντολέα, στην οποία αναγράφονται τα πλήρη
στοιχεία του εντολέα, η συνολική αξία των πωλήσεων ή της αμοιβής κατά συντελεστή Φ.Π.Α., το ποσό του
Φ.Π.Α., η προμήθεια που αναλογεί, ο Φ.Π.Α. της προμήθειας, καθώς και οι δαπάνες που
πραγματοποιήθηκαν για λογαριασμό του εντολέα. Η εκκαθάριση με το ένα αντίτυπο της κατάστασης και τα
δικαιολογητικά των δαπανών, που εκδόθηκαν στο όνομα του εντολέα και αναγράφονται αναλυτικά στην
κατάσταση, αποστέλλονται στον εντολέα μέχρι τη δεκάτη πέμπτη (15η) ημέρα του μήνα της εκκαθάρισης
και προκειμένου για τον τελευταίο μήνα της διαχειριστικής περιόδου μέχρι την εικοστή (20ή) ημέρα του
επόμενου μήνα."
"Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται ανάλογα και επί παροχής υπηρεσιών για
λογαριασμό τρίτου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να καθορίζονται οι
κατηγορίες των υπηρεσιών ή και των επιτηδευματιών που θα εμπίπτουν στην ανωτέρω ρύθμιση, σε
ολόκληρη τη χώρα ή σε τμήματα αυτής, ο χρόνος, ο τρόπος έκδοσης, το είδος και το περιεχόμενο των
στοιχείων, η θεώρηση αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία και λεπτομέρεια εφαρμογής της ρύθμισης αυτής."
446
"12. Στο τιμολόγιο που εκδίδει ο αντιπρόσωπος οίκου εξωτερικού, εκτός από τα στοιχεία του, τα στοιχεία
του αντισυμβαλλόμενου οίκου εξωτερικού και τα στοιχεία της συναλλαγής, όπως αυτά αναφέρονται στις
παραγράφους 9,10 και 11 του Αρθρου αυτού αναγράφει και τα στοιχεία της τράπεζας που διαμεσολαβεί για
την καταβολή της προμήθειας ή πιστώνει το λογαριασμό του και τον αριθμό του τιμολογίου ή της
παραγγελίας, στα οποία αναφέρεται η προμήθεια. Επίσης, εκδίδει τιμολόγιο με το ίδιο περιεχόμενο και στις
περιπτώσεις που παίρνει προμήθεια και από τον παραγγελέα ή μόνο από αυτόν."
10. Στην παράγραφο 15 του Αρθρου 12 μετά το πρώτο εδάφιο προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
"Ειδικά για τις οριστικές πωλήσεις συγγραμμάτων των οποίων η τιμή ορίζεται με απόφαση της αρμόδιας
Επιτροπής του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων το τιμολόγιο εκδίδεται εντός μηνός από την
ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της σχετικής απόφασης και πάντως μέχρι το
τέλος της διαχειριστικής περιόδου μέσα στην οποία δημοσιεύεται αυτή."
"γ) Στις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών, καθώς και στις πωλήσεις μη εμπορεύσιμων αγαθών για τον
αγοραστή επιτηδευματία του Αρθρου 2 του Κώδικα αυτού ή τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του ίδιου
Αρθρου, αξίας κάθε συναλλαγής μέχρι πενήντα (50) ευρώ, εφόσον εκδίδεται απόδειξη παροχής υπηρεσιών
ή απόδειξη λιανικής πώλησης, κατά περίπτωση, υπό την προϋπόθεση της αποδοχής του στοιχείου αυτού
από τον αντισυμβαλλόμενο."
"Όλα τα φορολογικά στοιχεία του παρόντος Αρθρου που εκδίδονται στο τέλος κάθε μήνα, επιτρέπεται να
εκδίδονται μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα με ημερομηνία έκδοσης την τελευταία
ημέρα του προηγούμενου μήνα, με εξαίρεση τα τιμολόγια που εκδίδονται στο χρόνο που προβλέπεται από
τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 14, τα οποία επιτρέπεται να εκδίδονται εντός του
επόμενου δεκαπενθημέρου από τον προβλεπόμενο αυτόν χρόνο και με ημερομηνία έκδοσης αυτή της
συμπλήρωσης ενός μήνα από την παράδοση ή την αποστολή των αγαθών στον αγοραστή."
"Κατ΄ εξαίρεση, όταν για τη διακίνηση έχει εκδοθεί δελτίο αποστολής, η απόδειξη μπορεί να εκδίδεται το
αργότερο μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα με ημερομηνία έκδοσης την τελευταία
ημέρα του μήνα αποστολής και πάντως όχι πέραν της διαχειριστικής περιόδου."
"Ο επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία οποιασδήποτε κατηγορίας και τα πρόσωπα της παραγράφου 3 του
Αρθρου 2 του Κώδικα αυτού για κάθε δαπάνη που αφορά την άσκηση της επιχείρησής του ή την εκτέλεση
του σκοπού τους, αντίστοιχα, για την οποία ο δικαιούχος δεν υποχρεούται στην έκδοση στοιχείου του
Κώδικα αυτού, εκδίδει διπλότυπη απόδειξη δαπάνης."
"5. Ο μεταφορέας με βάση τα έγγραφα των προηγούμενων παραγράφων 3 και 4, εκδίδει κατά την
παραλαβή των προς μεταφορά αγαθών και το αργότερο πριν την εκκίνηση του μεταφορικού μέσου, για
κάθε μεταφορά, φορτωτική κατά φορτωτή και παραλήπτη σε τέσσερα (4) αντίτυπα."
"6. Το μεταφορικό γραφείο ή ο διαμεταφορέας, με βάση τα έγγραφα των παραγράφων 3 και 4 του Αρθρου
αυτού, εκδίδει για κάθε μεταφορά, φορτωτική κατά αποστολέα και παραλήπτη σε τέσσερα (4) αντίτυπα. Το
πρώτο αντίτυπο προορίζεται για το μεταφορικό γραφείο ή τον διαμεταφορέα, το δεύτερο παραδίδεται στον
αποστολέα, το τρίτο έχει την ένδειξη "Αποδεικτικό
Δαπάνης" και παραδίδεται σε αυτόν που καταβάλλει τα κόμιστρα και το τέταρτο παραμένει ως στέλεχος.
Όταν η φόρτωση των αγαθών γίνεται από τις εγκαταστάσεις του μεταφορικού γραφείου ή του
διαμεταφορέα, η φορτωτική εκδίδεται με την παραλαβή των προς μεταφορά αγαθών και το αργότερο πριν
την εκκίνηση του μεταφορικού μέσου και το πρώτο αντίτυπο αυτής συνοδεύει τα αγαθά και επιστρέφεται
στο μεταφορικό γραφείο ή στον διαμεταφορέα.
Όταν η μεταφορά ενεργείται κατ΄ εντολή του μεταφορικού γραφείου ή του διαμεταφορέα απευθείας από
τον αποστολέα στον παραλήπτη, η φορτωτική του μεταφορικού γραφείου ή του διαμεταφορέα εκδίδεται
448
μέχρι το τέλος της επόμενης ημέρας από την ολοκλήρωση της μεταφοράς και με ημερομηνία έκδοσης αυτή
της προηγούμενης ημέρας.
Στην περίπτωση αυτή το πρώτο αντίτυπο της φορτωτικής μπορεί να παραμένει στο μεταφορικό γραφείο ή
στον διαμεταφορέα εφόσον φυλάσσεται για όσο χρόνο ορίζεται από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού και
επιδεικνύεται όταν ζητηθεί από τον έλεγχο.
Για τη μεταφορά των αγαθών το μεταφορικό γραφείο ή ο διαμεταφορέας, όταν η φόρτωση γίνεται από τις
εγκαταστάσεις του, εκδίδει διπλότυπη κατάσταση αποστολής αγαθών, στην οποία αναγράφει το είδος και
τους αριθμούς των δεμάτων, το είδος και την ποσότητα των μεταφερόμενων αγαθών και τον τόπο του
προορισμού τους. Το ένα αντίτυπο της κατάστασης αυτής παραδίδεται στον μεταφορέα για την έκδοση της
συγκεντρωτικής φορτωτικής. Εφόσον στην κατάσταση επισυνάπτεται αντίγραφο των τετραπλότυπων
φορτωτικών που εκδόθηκαν, αναγράφεται μόνον ο αριθμός κάθε φορτωτικής, το συνολικό βάρος των
αγαθών που μεταφέρονται και ο συνολικός αριθμός των δεμάτων."
"β) όταν η μεταφορά ενεργείται απευθείας από τον αποστολέα στον παραλήπτη, κατ΄ εντολή μεταφορικού
γραφείου, διαμεταφορέα ή άλλου τρίτου, στη φορτωτική αναγράφονται και τα πλήρη στοιχεία του
εντολέα".
18. Η πρώτη περίοδος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του Αρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής:
"α) Τα πρόσωπα αυτά να είναι υποκείμενα στο φόρο στη χώρα εγκατάστασής τους. Ειδικά, όταν τα
πρόσωπα αυτά είναι εγκατεστημένα σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία
συνδρομή ανάλογης εμβέλειας με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 1402/1983 (ΦΕΚ167 Α΄), του
Ν. 1914/1990 (ΦΕΚ 178 Α΄) και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου
2003 (Επίσημη Εφημερίδα L 264/15.10.2003 σελ. 001-011) θα πρέπει να αποδεικνύεται η άσκηση
δραστηριότητας από τα πρόσωπα αυτά στη χώρα εγκατάστασής τους από επίσημο έγγραφο της οικείας
449
φορολογικής αρχής."
20. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:
"Να έχει καταρτισθεί έγγραφη συμφωνία μεταξύ τους, η οποία να έχει κατατεθεί πριν την έκδοση του
πρώτου τιμολογίου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του επιτηδευματία για λογαριασμό του οποίου ο πελάτης ή ο τρίτος
εκδίδει τιμολόγια."
21. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:
"Τα ανωτέρω ισχύουν αναλόγως και στην περίπτωση έκδοσης τιμολογίων από τον πελάτη ή τον τρίτο που
είναι εγκατεστημένος σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή με την
προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 1402/1983, του Ν. 1914/1990 και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ.
1798/2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003."
"δ) Όταν ο υπόχρεος στο Φ.Π.Α. είναι φορολογικός αντιπρόσωπος κατά την έννοια του Αρθρου 35 του
Κώδικα Φ.Π.Α., τα πλήρη στοιχεία του προσώπου αυτού, καθώς και ο Α.Φ.Μ. του."
"4. Η φορολογική αρχή δικαιούται να ζητά για λόγους ελέγχου, μετάφραση των τιμολογίων που
εκφράζονται σε ξένη γλώσσα, εφόσον αυτά αφορούν συναλλαγές στο εσωτερικό της χώρας ή λαμβάνονται
από τα πρόσωπα του Αρθρου 2 του Κώδικα αυτού, τα οποία προσκομίζονται μεταφρασμένα εντός ευλόγου
προθεσμίας, η οποία τίθεται από τη φορολογική αρχή.
Τα ποσά που αναφέρονται στα τιμολόγια είναι δυνατόν να εκφράζονται σε οποιοδήποτε νόμισμα, υπό την
προϋπόθεση ότι το ποσό του οφειλόμενου φόρου εκφράζεται στο εθνικό νόμισμα του κράτους - μέλους στο
οποίο πραγματοποιείται η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών με τη χρήση του μηχανισμού
μετατροπής που προβλέπεται στο Αρθρο 11 τίτλος Γ΄ παράγραφος 2 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ."
"10. Όταν η αποθήκευση δεν πραγματοποιείται με ηλεκτρονικά μέσα που να εξασφαλίζουν την πλήρη και
επιγραμμική (on line) πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα, ο επιτηδευματίας υποχρεούται να αποθηκεύει στο
εσωτερικό της χώρας τα τιμολόγια που εκδίδει ή λαμβάνει σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα αυτόν."
"11. Όταν η αποθήκευση γίνεται σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία
συνδρομή με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 1402/1983, του ν. 1914/1990 και τον Κανονισμό
(ΕΚ) αριθ. 1798/2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003 και σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης με
ηλεκτρονικά μέσα, τηλεκφόρτωσης και χρήσης που προβλέπεται στην παράγραφο 14, ο επιτηδευματίας
υποχρεούται να αποθηκεύει στο εσωτερικό της χώρας, τα τιμολόγια που εκδίδει ή λαμβάνει σύμφωνα με τα
οριζόμενα στον Κώδικα αυτόν."
26. Οι περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 18 του Αρθρου 18α αντικαθίστανται ως εξής:
"α) να επιβάλλονται στους επιτηδευματίες που πραγματοποιούν παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών
στο εσωτερικό της χώρας πρόσθετοι όροι έκδοσης των τιμολογίων από τους πελάτες τους ανεξαρτήτως του
τόπου εγκατάστασής τους, ή ειδικοί όροι στην περίπτωση που ο πελάτης ή ο τρίτος που εκδίδει τα τιμολόγια
είναι εγκατεστημένος σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή που
προβλέπεται από τις διατάξεις του ν. 1402/1983, του Ν. 1914/1990 και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ.
1798/2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003,
β) να προβλέπονται ειδικοί όροι για την ηλεκτρονική έκδοση τιμολογίων σχετικά με παραδόσεις αγαθών ή
παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας, από χώρα με την οποία δεν
υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή ανάλογης εμβέλειας με την προβλεπόμενη από τις
διατάξεις του Ν. 1402/1983, του Ν. 1914/1990 και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/ 2003 του Συμβουλίου
της 7ης Οκτωβρίου 2003,
γ) να επιβάλλονται και άλλοι ειδικοί όροι που να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την αποθήκευση των
τιμολογίων σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή ανάλογης
εμβέλειας με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 1402/1983, του Ν. 1914/1990 και τον Κανονισμό
(ΕΚ) αριθ. 1798/2003 και σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης με ηλεκτρονικά μέσα, τηλεκφόρτωσης και
χρήσης που προβλέπεται στην παράγραφο 14,".
451
Αρθρο 30
1. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 17 καταργείται και η περίπτωση ε΄ της ίδιας
παραγράφου αναριθμείται σε περίπτωση δ΄.
"4. Τα βιβλία του Κώδικα αυτού, πλην των πρόσθετων βιβλίων των παραγράφων 1 και 5 του Αρθρου 10 και
του βιβλίου τεχνικών προδιαγραφών, όταν δεν ενημερώνονται ή δεν εκτυπώνονται ή δεν εγγράφονται σε
ηλεκτρομαγνητικά μέσα κατά περίπτωση μέχρι το τέλος της επόμενης διαχειριστικής περιόδου, είναι ως να
μη τηρήθηκαν για τη χρήση που αφορούν."
"Εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι, ο προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. μπορεί με έγκρισή του να παρατείνει την
προθεσμία ενημέρωσης των βιβλίων που ορίζεται από τις παραγράφους 1, 2 περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ και 5
του Αρθρου αυτού μέχρι πενήντα (50) ημέρες και όχι πέραν από την προθεσμία υποβολής της δήλωσης
φορολογίας εισοδήματος ή το χρόνο κλεισίματος του ισολογισμού όταν τηρούνται βιβλία Γ΄ κατηγορίας. Με
σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου επιθεωρητή και με τις ίδιες προϋποθέσεις η ανωτέρω προθεσμία ενημέρωσης
των βιβλίων μπορεί να παραταθεί και πέραν των πενήντα ημερών."
4. Οι περιπτώσεις δ΄, ιγ΄ και ιη΄ της παραγράφου 10 του Αρθρου 17 αντικαθίστανται και προστίθεται νέα
περίπτωση κβ΄ ως εξής:
"δ) του βιβλίου επενδύσεων μέχρι την προθεσμία υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή
κλεισίματος του ισολογισμού όταν τηρούνται βιβλία Γ΄ κατηγορίας,"
"ιγ) του βιβλίου εισερχομένων, όταν το όχημα εισέλθει και σταθμεύσει στον κύριο χώρο του συνεργείου και
αποχωρήσει ο οδηγός του ή αρχίσει η εργασία επισκευής και με την έξοδο του οχήματος,"
452
"ιη) του βιβλίου μεταχειρισμένων αγαθών με την παραλαβή και παράδοση αυτών,"
"Κατ΄ εξαίρεση των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο, επιτρέπεται ο συμψηφισμός αμοιβαίων
ανταπαιτήσεων μεταξύ μητρικής εταιρείας και θυγατρικών εταιρειών."
"Επιτρέπεται μετά από γνωστοποίηση στον αρμόδιο προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. η χρησιμοποίηση συγχρόνως
περισσότερων σειρών για κάθε είδος στοιχείου, καθώς και για τα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του
Αρθρου 10 του Κώδικα αυτού για τη διαρκή παροχή υπηρεσίας, με την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία φέρουν
διακριτικό σειράς και τα βιβλία θεωρούνται με την ένδειξη "Διαρκής παροχή υπηρεσίας"."
"Επί συνένωσης βιβλίου με στοιχείο το βιβλίο μπορεί να τηρείται σε περισσότερα του ενός αντίτυπα."
9. Η παράγραφος 4 του Αρθρου 20 καταργείται και οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του Αρθρου αυτού
αναριθμούνται σε 4, 5 και 6 αντίστοιχα.
"5. Δεν υποχρεούνται στην υποβολή των καταστάσεων της παραγράφου 1 του Αρθρου αυτού:
α) οι τράπεζες για τους τόκους καταθέσεων που χορηγούν, καθώς και για τους τόκους και τις προμήθειες
που χορηγούν σε άλλες τράπεζες ή επιτηδευματίες και πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του Αρθρου 2
του Κώδικα αυτού ή λαμβάνουν από τα παραπάνω πρόσωπα, με την εξαίρεση των προμηθειών που
453
λαμβάνουν από επιτηδευματίες ή πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του Αρθρου 2 του Κώδικα αυτού που
πωλούν αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες σε κατόχους - χρήστες πιστωτικών καρτών,
β) οι επιτηδευματίες και τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του Αρθρου 2 του Κώδικα αυτού για τους
τόκους καταθέσεων που λαμβάνουν από τράπεζες, για τους τόκους και τις προμήθειες που καταβάλλουν σε
τράπεζες ή λαμβάνουν από αυτές, καθώς και για τους μισθούς, τα ημερομίσθια και τις συντάξεις που
χορηγούν, με την εξαίρεση των προμηθειών που καταβάλλουν στις τράπεζες λόγω πώλησης αγαθών ή
παροχής υπηρεσιών σε κατόχους - χρήστες πιστωτικών καρτών,
γ) οι επιτηδευματίες και τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του Αρθρου 2 του Κώδικα αυτού για τις
πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών εκτός της χώρας, καθώς και για τις αγορές αγαθών ή υπηρεσιών από
επιχειρήσεις που δεν ασκούν δραστηριότητα εντός της χώρας."
"Τα βιβλία, τα στοιχεία και τα λοιπά δικαιολογητικά των εγγραφών τηρούνται στην έδρα του επιτηδευματία,
με εξαίρεση τα βιβλία, τα στοιχεία και τα λοιπά δικαιολογητικά των λοιπών εγκαταστάσεων τα οποία
τηρούνται σε αυτές."
"Μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος τα βιβλία, τα στοιχεία και
τα λοιπά δικαιολογητικά κάθε διαχειριστικής περιόδου μπορεί να φυλάσσονται σε διαφορετικό τόπο από
αυτόν που ορίζεται με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του Αρθρου αυτού, επιφυλασσομένων των
διατάξεων της παραγράφου 9 του Αρθρου 18α του παρόντος Κώδικα."
14. Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 24 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
προηγούμενου εδαφίου τουλάχιστον των πρωτοβάθμιων λογαριασμών, με την προϋπόθεση ανάπτυξής του
σε λογαριασμούς της κατώτερης βαθμίδας, εφαρμοζομένων αναλόγως των τριών τελευταίων εδαφίων της
454
"γ) Εκτυπώνει τα αναλυτικά καθολικά, το γενικό καθολικό και το μητρώο παγίων στο τέλος της
διαχειριστικής περιόδου και μέσα στην προθεσμία σύνταξης του ισολογισμού, με δυνατότητα μη εκτύπωσής
τους, εφόσον τα δεδομένα τους φυλάσσονται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα αποθήκευσης."
16. Στην παράγραφο 2 του Αρθρου 24 προστίθενται δύο νέα εδάφια ως εξής:
"Ο επιτηδευματίας εκτυπώνει το βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας
ενημέρωσής του και το βιβλίο παραγωγής κοστολογίου στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου και μέσα στην
προθεσμία σύνταξης του ισολογισμού, με δυνατότητα μη εκτύπωσής του, εφόσον τα δεδομένα του
φυλάσσονται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα αποθήκευσης.
Με την ίδια προϋπόθεση παρέχεται η δυνατότητα μη εκτύπωσης των δελτίων εσωτερικής διακίνησης της
παραγράφου 2 του Αρθρου 8 του Κώδικα αυτού."
"Η κατά ποσότητα και αξία εκτύπωση των αποθεμάτων γίνεται μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 8 του
Αρθρου 17 του Κώδικα αυτού, με δυνατότητα μη εκτύπωσής τους, όταν αποθηκεύονται σε
ηλεκτρομαγνητικά μέσα."
"Με την προϋπόθεση του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να εκτυπώνεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα
και το βιβλίο κίνησης οχημάτων."
19. Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 7 του Αρθρου 24 αντικαθίστανται ως εξής:
"Τα δεδομένα που είναι αποθηκευμένα σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2,
3, 4 και 6 του Αρθρου αυτού, καθώς και της παραγράφου 6 του Αρθρου 27 του ίδιου Κώδικα εκτυπώνονται
εντός τριών (3) ημερών, όταν ζητηθεί από το φορολογικό έλεγχο. Η ανωτέρω προθεσμία μπορεί να
455
παρατείνεται μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες, εφόσον η εκτύπωση των δεδομένων αυτών είναι εξαιρετικά
δυσχερής στην προβλεπόμενη προθεσμία. Η μη διαφύλαξη των ηλεκτρομαγνητικών μέσων ή η αδυναμία
αναπαραγωγής του περιεχομένου αυτών εξομοιώνεται με μη τήρηση των βιβλίων ή των καταστάσεων που
εμπεριέχονται σε αυτά."
"Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του Αρθρου 17 του Κώδικα αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την
παράταση της προθεσμίας εκτύπωσης ή της εγγραφής σε θεωρημένο οπτικό δίσκο που ορίζεται από τις
παραγράφους 1 περιπτώσεις α΄ και β΄, 2 έως και 4 του Αρθρου αυτού."
Α) Τα στοιχεία μπορεί να εκδίδονται από χειρόγραφα στελέχη ιδιαίτερης σειράς εντύπων ή τα δεδομένα
αυτών να αναγράφονται χειρόγραφα στα μηχανογραφικά έντυπα και η καταχώριση των δεδομένων στα
πρόσθετα ή ειδικά βιβλία γίνεται χειρόγραφα στα μηχανογραφικά έντυπα.
Β) Υποβάλλεται σχετική γνωστοποίηση στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. εντός της μεθεπόμενης εργάσιμης για
τη Δ.Ο.Υ. ημέρας και παρατείνεται για δέκα (10) ημέρες και όχι πέραν από την προθεσμία υποβολής της
δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή κλεισίματος του ισολογισμού επί τήρησης βιβλίων Γ κατηγορίας:
α) Η προθεσμία εκτύπωσης ή εγγραφής σε θεωρημένο οπτικό δίσκο, η οποία ορίζεται από τις παραγράφους
1 περιπτώσεις α΄ και β΄, 2 έως και 4 του Αρθρου 24 του Κώδικα αυτού, καθώς και η προθεσμία εκτύπωσης
των πρόσθετων και ειδικών βιβλίων που εκτυπώνονται ή εγγράφονται σε θεωρημένο οπτικό δίσκο μέχρι το
τέλος του επόμενου μήνα.
β) Η προθεσμία ενημέρωσης που ορίζεται από τις παραγράφους 1, 2 περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ και 5 του
Αρθρου 17 του Κώδικα αυτού. Όταν τα αίτια της μη ενημέρωσης συνεχίζονται και μετά από το χρόνο της
παράτασης αυτής, οι πρωτογενείς εγγραφές μέχρι την αποκατάσταση της βλάβης γίνονται χειρόγραφα σε
αθεώρητα έντυπα.
Μετά τη λειτουργική αποκατάσταση του συστήματος γίνεται αμέσως η μεταφορά των εγγραφών από τα
456
χειρόγραφα βιβλία στον Η/Υ, καθώς και η εκτύπωση των βιβλίων ή καταστάσεων, εφόσον παρήλθε η
προθεσμία εκτύπωσής τους."
Αρθρο 31
"Για τα λοιπά στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, τα οποία παρακολουθούνται με περιληπτικούς -
γενικούς λογαριασμούς, μπορεί να καταχωρούνται στο βιβλίο απογραφών τα υπόλοιπα μόνο των οικείων
"7. Στο βιβλίο απογραφών καταχωρούνται χωριστά κατά είδος και ποσότητα όλα τα περιουσιακά στοιχεία
κυριότητας άλλου επιτηδευματία που βρίσκονται κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου στις
εγκαταστάσεις του, εφόσον τα δεδομένα αυτά δεν προκύπτουν από το βιβλίο αποθήκης ή από άλλα
πρόσθετα βιβλία."
3. Το πέμπτο και το έκτο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 28 αντικαθίστανται ως εξής:
"Για τη βελτίωση της λειτουργικότητας της επιχείρησης ή για άλλους σπουδαίους λόγους επιτρέπεται, μετά
από έγκριση της Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων (Ε.Λ.Β.), η αλλαγή της μεθόδου προσδιορισμού της τιμής
κτήσης ή του ιστορικού κόστους παραγωγής."
4. Η περίπτωση α΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του Αρθρου 30 αντικαθίσταται ως εξής:
- κοστολογίου ή το βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών ή το βιβλίο ή δελτίο ποσοτικής παραλαβής που ορίζεται
από την παράγραφο 1 του Αρθρου 10 του Κώδικα αυτού,".
457
5. Οι περιπτώσεις β΄, ε΄ και η΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του Αρθρου 30 αντικαθίστανται και
προστίθεται μετά την περίπτωση η΄ νέα περίπτωση θ΄ ως εξής:
"β) δεν καταχωρεί στο βιβλίο απογραφών αποθέματα ή καταχωρεί αυτά ανακριβώς ως προς την ποσότητα,"
"ε) δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει ή δεν επιδεικνύει στον τακτικό φορολογικό έλεγχο τα πρόσθετα βιβλία της
παραγράφου 5 του Αρθρου 10 ή δεν καταχωρεί σε αυτά τις συναλλαγές ή καταχωρεί σε αυτά ανακριβώς τα
στοιχεία που προσδιορίζουν το ύψος της συναλλαγής,"
"θ) δεν τηρεί κατά περίπτωση τα ημερολόγια ή το ισοζύγιο του γενικού - αναλυτικών καθολικών ή το βιβλίο
εσόδων - εξόδων ή τη μηνιαία κατάσταση του βιβλίου εσόδων - εξόδων ή δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει το
βιβλίο αποθήκης ή τις καταστάσεις της ποσοτικής καταχώρισης των αποθεμάτων ή το βιβλίο απογραφών
όταν δεν συντάσσονται τέτοιες καταστάσεις."
"Οι πράξεις ή οι παραλείψεις της παραγράφου αυτής, για να συνεπάγονται εξωλογιστικό προσδιορισμό των
αποτελεσμάτων, πρέπει να είναι μεγάλης έκτασης, ώστε να τα επηρεάζουν σημαντικά ή να καθιστούν
αντικειμενικά αδύνατο το λογιστικό έλεγχο των φορολογικών υποχρεώσεων, εφαρμοζομένων αναλόγως
των διατάξεων των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 3 του Αρθρου αυτού για τις πράξεις ή
παραλείψεις των περιπτώσεων στ΄ και θ΄ της παραγράφου αυτής.
Δεν λογίζονται ως ανεπάρκεια ή ως ανακρίβεια: α) η καταχώριση εσόδου ή εξόδου σε χρήση άλλη από
εκείνη που αφορά, β) οι πράξεις της περίπτωσης η΄ της παραγράφου αυτής, όταν από αυτές δεν μειώνεται
το φορολογικό αποτέλεσμα, γ) η αποτίμηση των αποθεμάτων με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ορίζεται
με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του Αρθρου 28 του παρόντος Κώδικα, με την προϋπόθεση ότι
είναι δυνατή στο χρόνο που θα ζητηθεί από το φορολογικό έλεγχο η σύνταξη κατάστασης αποτίμησης
458
"6. Τα βιβλία και στοιχεία της πρώτης κατηγορίας κρίνονται ανακριβή όταν ο επιτηδευματίας δεν καταχωρεί
ή καταχωρεί ανακριβώς σε αυτά αγορές που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό
στοιχείο ή δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβή ή εικονικά ή πλαστά ως προς την ποσότητα ή την αξία ή ως προς
τον αντισυμβαλλόμενο φορολογικά στοιχεία διακίνησης και αξίας ή λαμβάνει ανακριβή ή εικονικά ως προς
την ποσότητα ή την αξία τέτοια στοιχεία, εμφανίζει αθροιστικά λάθη.
Οι διατάξεις των περιπτώσεων στ΄, ζ΄ και θ΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του παρόντος
Αρθρου, καθώς και των δύο τελευταίων εδαφίων της ίδιας παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για
τους τηρούντες βιβλίο αγορών."
8. Οι περιπτώσεις α΄ έως ε΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 7 του Αρθρου 30 αντικαθίστανται ως
εξής:
"α) Ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) και για αξία μικρότερη ή ίση των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για
ακαθάριστα έσοδα μέχρι και ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ.
β) Ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) και για αξία μικρότερη ή ίση των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ για
ακαθάριστα έσοδα άνω του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ."
9. Η περίπτωση δ΄ του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 7 του Αρθρου 30 αντικαθίσταται ως εξής:
"δ) Επί μη καταχώρισης ή ανακριβούς καταχώρισης στα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του Αρθρου 10
συναλλαγών για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα στοιχεία εσόδων εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα
στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ του εδαφίου αυτού."
Αρθρο 32
Ειδικές αρμοδιότητες
1. Οι περιπτώσεις ι΄, ιβ΄ και ιγ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 36 καταργούνται, η περίπτωση ια΄ της
459
ίδιας παραγράφου αναριθμείται σε ι΄ και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 αυτού του Αρθρου
αντικαθίσταται ως εξής:
"Για τις κατασχέσεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των πέντε τελευταίων
εδαφίων της επόμενης παραγράφου."
"β) δεν έχει υποβάλει στη δημόσια οικονομική υπηρεσία δηλώσεις απόδοσης οποιουδήποτε
παρακρατούμενου ή επιρριπτόμενου φόρου, τέλους, εισφοράς από οποιαδήποτε αιτία, καθώς και δηλώσεις
φόρου εισοδήματος."
ως εξής:
"10. Τα δικαιώματα του αρμόδιου προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. που ορίζονται από τις διατάξεις των παραγράφων 1,
3,
6 και 7 του Αρθρου αυτού ενασκούνται παράλληλα και από τους Γενικούς Διευθυντές Φορολογίας,
Επιθεώρησης και Ελέγχων, καθώς και από τους προϊσταμένους της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.)."
4. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 37 αντικαθίσταται ως εξής:
"Για την απαλλαγή από την υποχρέωση τήρησης του βιβλίου αποθήκης, παραγωγής κοστολογίου και
τεχνικών προδιαγραφών ή τον περιορισμό των υποχρεώσεων αυτών ή την κατά διάφορο τρόπο τήρηση
αυτών, καθώς και τον καθορισμό του είδους ως ουσιώδους ποιοτικής διάκρισης των αγαθών για την
εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα αυτού."
"4. Η αίτηση του επιτηδευματία υποβάλλεται: α) για την απαλλαγή ή την κατά διάφορο τρόπο τήρηση του
βιβλίου αποθήκης, παραγωγής κοστολογίου και τεχνικών προδιαγραφών πέντε (5) μήνες πριν την έναρξη
της διαχειριστικής περιόδου για την οποία ζητείται ρύθμιση ή απαλλαγή από τις υποχρεώσεις αυτές. Ειδικά
460
επί έναρξης νέας δραστηριότητας ή επί μετασχηματισμού επιχείρησης και άμεσης υποχρέωσης τήρησης
βιβλίου αποθήκης η αίτηση υποβάλλεται στο χρόνο της εμπρόθεσμης ενημέρωσης του βιβλίου αποθήκης,
β) για την αλλαγή της μεθόδου προσδιορισμού της τιμής κτήσης ή του ιστορικού κόστους παραγωγής πέντε
(5) μήνες πριν από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου."
"Ο Γραμματέας της Επιτροπής υποχρεούται όπως, τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση,
γνωστοποιήσει την ημερομηνία και την ώρα της συνεδρίασης στον επιτηδευματία που έχει υποβάλει σχετικό
αίτημα παράστασης."
"γγ) να ρυθμίζει διαφορετικά τον τρόπο, το χρόνο έκδοσης το περιεχόμενο και τον προορισμό των
εγγράφων μεταφοράς για τις αστικές, τις ειδικές και τις διεθνείς μεταφορές, τις ταχυμεταφορές, καθώς και
για τις μεταφορές με δημόσιας χρήσης μέσα ή με τρίκυκλα οχήματα δημόσιας χρήσης ή μικτής χρήσης
αυτοκίνητα ή τρίκυκλα ιδιωτικής χρήσης,".
"γε) Να ορίζει διαφορετικά τα φορολογικά στοιχεία που υποβάλλονται, τον τρόπο και το χρόνο υποβολής
αυτών, καθώς και των δεδομένων των βιβλίων του Κώδικα αυτού, για όλους τους υπόχρεους ή για
κατηγορίες μόνο από αυτούς, σε ολόκληρη τη χώρα ή σε τμήματα μόνο αυτής,".
"γστ) να ορίζει για όλους τους επιτηδευματίες ή για κατηγορίες μόνο από αυτούς τον τρόπο και τα μέσα
τήρησης και έκδοσης όλων ή μερικών βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται με τις διατάξεις του Κώδικα
αυτού, καθώς και να ρυθμίζει διαφορετικά για όλους τους επιτηδευματίες ή για κατηγορίες μόνο από αυτούς
τον τρόπο θεώρησης και τήρησης των βιβλίων και στοιχείων, τον τρόπο και το χρόνο ενημέρωσης των
βιβλίων και έκδοσης των στοιχείων, τον τρόπο και τα μέσα διαφύλαξης όλων ή μερικών βιβλίων και
στοιχείων και οποιαδήποτε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια."
461
"γιδ. να καθορίζει τις τεχνικές απαιτήσεις, τις διαδικασίες, το χρόνο, τον τρόπο, τα μέσα και κάθε άλλη
αναγκαία λεπτομέρεια για τη διασφάλιση της γνησιότητας και ακεραιότητας των διαφυλασσόμενων σε
ηλεκτρονική - ψηφιακή μορφή φορολογικών βιβλίων και στοιχείων, με τη χρήση ειδικών ασφαλών
φορολογικών διατάξεων σήμανσης του Ν. 1809/1988 (ΦΕΚ 222 Α΄)."
11. Οι περιπτώσεις στ΄ και ζ΄ του Αρθρου 38 αναριθμούνται σε περιπτώσεις ζ΄ και η΄ αντίστοιχα και
προστίθεται νέα περίπτωση στ΄ ως εξής:
"στ) Να ορίζει τις ενδείξεις του προορισμού των φορολογικών στοιχείων για όλους τους υπόχρεους ή για
κατηγορίες μόνο από αυτούς σε ολόκληρη τη χώρα ή τμήματα αυτής,".
Αρθρο 33
Οι διατάξεις του Αρθρου 5 του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄) τροποποιούνται, αντικαθίστανται και
συμπληρώνονται κατά περίπτωση ως εξής:
1. Η περίπτωση ια΄ της παραγράφου 6 καταργείται και οι περιπτώσεις α΄, β΄, ε΄, στ΄, ζ΄, η΄ και ι΄ της
ίδιας παραγράφου αντικαθίστανται ως εξής:
"α) Σε μη τήρηση λογιστικών βιβλίων ή τήρηση βιβλίων κατώτερης κατηγορίας για τους επιτηδευματίες της
Γ΄ κατηγορίας ή σε μη τήρηση του ισοζυγίου λογαριασμών Γενικού - Αναλυτικών Καθολικών ή του βιβλίου
απογραφών, καθώς και σε μη σύνταξη ή εκπρόθεσμη σύνταξη του ισολογισμού σε δύο (2) για όλες ή
μερικές από τις παραπάνω παραλείψεις.
Σε περίπτωση επιβολής του προστίμου της περίπτωσης αυτής δεν επιβάλλεται ιδιαίτερο πρόστιμο για τη μη
τήρηση μητρώου πάγιων περιουσιακών στοιχείων.
β) Σε μη τήρηση πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 5 του Αρθρου 10 σε δύο (2) για κάθε βιβλίο."
462
"ε) Σε μη επίδειξη των βιβλίων και στοιχείων την πρώτη φορά μετά από προηγούμενη πρόσκληση σε δύο
(2) και για καθεμία από τις επόμενες δύο φορές σε πέντε (5).
στ) Σε περίπτωση μη καταχώρισης της ποσοτικής καταμέτρησης των αποθεμάτων στο βιβλίο απογραφών σε
τρία (3).
ζ) Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής στοιχείων της παραγράφου 1 του Αρθρου 20 μετά το τέλος του
έτους που έληξε η προθεσμία υποβολής τους, καθώς και στις περιπτώσεις παράλειψης καταχώρισης
αντισυμβαλλομένων ή ανακριβούς καταχώρισης της αξίας σε τρία (3), εφόσον οι ανωτέρω παραλείψεις και
ανακρίβειες αφορούν μεγέθη συνολικής αξίας πάνω από δεκατέσσερις χιλιάδες εξακόσια εβδομήντα τρία
(14.673) ευρώ ανά κατάσταση.
Ο ίδιος συντελεστής ισχύει και σε περίπτωση μη υποβολής στοιχείων, εκτός αν ο υπόχρεος μέχρι τη λήξη
της προθεσμίας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς ή
άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής κατά της απόφασης επιβολής προστίμου υποβάλλει εκπρόθεσμα τα
στοιχεία και προκύπτει ότι τα συνολικά μεγέθη ανά κατάσταση είναι μέχρι του ορίου του προηγούμενου
εδαφίου, οπότε εφαρμόζεται συντελεστής βαρύτητας ίσος με τη μονάδα.
Οι συντελεστές βαρύτητας του πρώτου και δεύτερου εδαφίου ισχύουν κατά περίπτωση και επί εκπρόθεσμης
υποβολής στοιχείων για τις πωλήσεις πετρελαίου θέρμανσης μετά τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας
υποβολής, καθώς και επί μη υποβολής στοιχείων, παραλείψεων ή ανακριβειών κατά τα ειδικότερα
οριζόμενα στα εδάφια αυτά.
Ο συντελεστής βαρύτητας των προηγούμενων εδαφίων ισχύει και σε περίπτωση μη υποβολής του ισοζυγίου
της παραγράφου 6 του Αρθρου 20 ή της εκπρόθεσμης υποβολής του, μετά την παρέλευση εξαμήνου από
την προθεσμία υποβολής.
η) Σε περίπτωση μη επίδειξης σε προληπτικό έλεγχο των πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 5 του
Αρθρου 10 σε πέντε (5)."
"α) Η παράλειψη έκδοσης κάθε στοιχείου, που ορίζεται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ.. Ειδικά η μη έκδοση
στοιχείου παράδοσης κτισμάτων συνιστά αυτοτελή παράβαση ανεξάρτητα από το ύψος της αξίας αυτού. Ως
παράλειψη έκδοσης στοιχείου λογίζεται και η μη καταχώριση σερβιρισθέντων ειδών στα δελτία
παραγγελίας. Κατ΄ εξαίρεση η μη έκδοση δελτίων αποστολής από αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α.
θεωρείται γενική παράβαση, επιφυλασσομένων των διατάξεων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 10 του
Αρθρου αυτού. Επίσης, κατ΄ εξαίρεση η μη έκδοση στοιχείου διακίνησης θεωρείται γενική παράβαση,
εφόσον έχει εκδοθεί και καταχωρηθεί στα βιβλία στοιχείο αξίας για την ίδια συναλλαγή από τον υπόχρεο
στην έκδοση του στοιχείου διακίνησης."
"θ) Η μη διαφύλαξη κάθε βιβλίου ή κατάστασης που υποκαθιστά βιβλίο ή ανά πενήντα (50) φύλλα
φορολογικών στοιχείων ή άλλων δικαιολογητικών εγγραφών για όσο χρόνο ορίζεται από τις διατάξεις του
Κ.Β.Σ., εκτός αν η μη διαφύλαξη οφείλεται αποδεδειγμένα σε ανώτερη βία.
ι) Η εκπρόθεσμη εκτύπωση ή εγγραφή σε οπτικό δίσκο κάθε βιβλίου ή κατάστασης που ορίζεται από τις
διατάξεις του Κ.Β.Σ..
ια) Η μη κάλυψη από τα προγράμματα λογισμικού των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις
του Αρθρου 23 του Κ.Β.Σ., ως και η μη τήρηση καθεμιάς από τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται από το
Αρθρο αυτό."
"ιβ) Η κάθε μη καταχώριση ή η ανακριβής καταχώριση στο βιβλίο κοστολογίου οικοδομών της Α.Υ.Ο.Ο.
1024754/187/ΠΟΛ.1039/9.3.2006 δαπάνης που προσδιορίζει το κόστος της κάθε "οικοδομής"."
Αρθρο 34
464
Οι διατάξεις του Ν. 1809/1988 (ΦΕΚ 222 Α΄ ) τροποποιούνται, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται κατά
περίπτωση, ως εξής:
"1. Οι επιτηδευματίες που πωλούν αγαθά λιανικώς ή κυρίως λιανικώς ή παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό και
τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, ΦΕΚ 84
Α΄) υποχρεούνται να χρησιμοποιούν φορολογικές ταμειακές μηχανές για την έκδοση των αποδείξεων
λιανικής πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών. Την υποχρέωση αυτή έχουν και οι κυρίως
χονδροπωλητές επιτηδευματίες, όταν οι λιανικές τους πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών διενεργούνται κατά
σύστημα και όχι περιστασιακά, ανεξάρτητα από το ποσοστό των πωλήσεων αυτών επί του συνόλου των
ετήσιων πωλήσεών τους. Με απόφαση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. της έδρας του επιτηδευματία του
προηγούμενου εδαφίου μπορεί να απαλλαγεί ο επιτηδευματίας αυτός από την υποχρέωση χρησιμοποίησης
φορολογικής ταμειακής μηχανής, για την έκδοση των αποδείξεων λιανικής πώλησης αγαθών ή παροχής
υπηρεσιών, εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι για την απαλλαγή αυτή. Οι ιδιότητες και τα τεχνικά
χαρακτηριστικά των φορολογικών ταμειακών μηχανών και τα στοιχεία που πρέπει να περιέχονται στις
εκδιδόμενες από αυτές αποδείξεις ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που
δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι επιτηδευματίες αυτοί, αντί να χρησιμοποιούν
φορολογικές ταμειακές μηχανές, μπορούν να εκδίδουν θεωρημένες διπλότυπες αποδείξεις λιανικής
πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών με τρόπο μηχανογραφικό, στις οποίες όμως πρέπει να
αναγράφονται τα στοιχεία των αποδείξεων των φορολογικών ταμειακών μηχανών. Κατ΄ εξαίρεση,
επιτρέπεται η έκδοση χειρόγραφων θεωρημένων διπλότυπων αποδείξεων λιανικής πώλησης αγαθών ή
παροχής υπηρεσιών, σε ειδικές μόνο περιπτώσεις, για συναλλαγές που πραγματοποιεί ο επιτηδευματίας
εκτός του κεντρικού καταστήματος ή του υποκαταστήματός του.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής του
Αρθρου 7 του νόμου αυτού, μπορεί να επιτρέπεται η χρησιμοποίηση ταμειακών συστημάτων δικτύου
ηλεκτρονικών υπολογιστών - ταμειακών μηχανών, αντί της χρησιμοποίησης εγκεκριμένων φορολογικών
ταμειακών μηχανών, για την έκδοση των αποδείξεων λιανικής πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών."
"5. Οι επιτηδευματίες του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, ΦΕΚ 84 Α΄), που εκδίδουν τα
στοιχεία
του Κώδικα αυτού με μηχανογραφικό τρόπο, μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή υποχρεούνται για τη
διασφάλιση των ηλεκτρονικών δεδομένων αυτών στη χρήση ειδικών ηλεκτρονικών ασφαλών διατάξεων
σήμανσης του νόμου αυτού. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται προαιρετικά και για τα
βιβλία του Κώδικα αυτού που τηρούνται με μηχανογραφικό τρόπο."
"6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των
διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και οι ιδιότητες, τα τεχνικά χαρακτηριστικά των ειδικών
ηλεκτρονικών ασφαλών διατάξεων σήμανσης ή άλλου τρόπου διασφάλισης των ηλεκτρονικών δεδομένων
των βιβλίων και των στοιχείων, το περιεχόμενο αυτών, ο χρόνος, ο τρόπος τήρησης ή έκδοσης, διαφύλαξης
και αποθήκευσής τους, καθώς και τα βιβλία ή τα στοιχεία που εξαιρούνται."
"1. Οι φορολογικοί μηχανισμοί και τα ταμειακά συστήματα του προηγούμενου Αρθρου, για να
χρησιμοποιηθούν στην τήρηση βιβλίων ή την έκδοση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 1
και 5 του Αρθρου αυτού από επιτηδευματίες που υπόκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού, πρέπει να είναι
εφοδιασμένα με άδεια καταλληλότητας. Την άδεια αυτή χορηγεί η Επιτροπή του Αρθρου 7 μετά από αίτηση
της ενδιαφερόμενης επιχείρησης και έχει ισχύ για τέσσερα (4) έτη από την ημερομηνία χορηγήσεώς της.
Προϋπόθεση για την εξέταση των υποβαλλόμενων από 1.6.2006 αιτήσεων αποτελεί η καταβολή παραβόλου
υπέρ του Δημοσίου το οποίο ανέρχεται σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για κάθε αίτηση. Για τη χορήγηση της
άδειας καταλληλότητας η Επιτροπή εκτιμά ιδίως: α) αν το δείγμα του φορολογικού μηχανισμού ή
συστήματος, το οποίο υποχρεούται να προσκομίσει ο ενδιαφερόμενος πριν από την εξέταση της αίτησής
του, ανταποκρίνεται στις ιδιότητες και τα τεχνικά χαρακτηριστικά που καθορίζονται με απόφαση του
Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, β) αν η επιχείρηση που αιτείται την άδεια καταλληλότητας διαθέτει
στην Ελλάδα άρτιο δίκτυο επισκευής και συντήρησης, το απαραίτητο επιστημονικό προσωπικό και
εξασφαλίζει τα αναγκαία αποθέματα ανταλλακτικών και εξαρτημάτων στην Ελλάδα, γ) αν η επιχείρηση που
αιτείται την άδεια καταλληλότητας είναι φερέγγυα και αν η οικονομική της συγκρότηση, εγγυάται την
466
ομαλή πορεία της, δ) αν είναι δυνατός ο έλεγχος και η παρακολούθηση από την Επιτροπή ότι οι
φορολογικοί μηχανισμοί ή τα συστήματα προ της διάθεσής τους στην αγορά συμφωνούν με το δείγμα. Η
Επιτροπή δικαιούται να εξετάσει και κάθε άλλο στοιχείο που είναι απαραίτητο για τη διαμόρφωση τελικής
γνώμης, καθώς και να επανεξετάζει, μετά τη χορήγηση της άδειας καταλληλότητας, αν εξακολουθούν να
τηρούνται, σε κάθε περίπτωση οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις πιο πάνω περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄.
Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση που αιτείται χορήγηση άδειας καταλληλότητας υποχρεούται να προσκομίσει
στην Επιτροπή κάθε στοιχείο που θα ζητηθεί από αυτήν."
"3. Η επιχείρηση που λαμβάνει άδεια καταλληλότητας για συγκεκριμένο μοντέλο φορολογικής ταμειακής
μηχανής ή συστήματος, υποχρεούται να διαφυλάσσει το εγκεκριμένο δείγμα για δεκαπέντε (15)
τουλάχιστον έτη από τη λήξη του έτους που για τελευταία φορά διατέθηκε στην αγορά o συγκεκριμένος
τύπος και να το θέτει άμεσα στη διάθεση των φορολογικών αρχών και της Επιτροπής του Αρθρου 7. Το
δείγμα αυτό ασφαλίζεται και απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση σε αυτό. Με απόφαση του Υπουργού
Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος ασφάλισης και αποθήκευσης του δείγματος και κάθε
άλλη αναγκαία λεπτομέρεια."
"Αρθρο 3
1. Οι επιχειρήσεις, που αιτούνται και λαμβάνουν άδεια καταλληλότητας ή τους ανατίθεται από την Επιτροπή
η τεχνική υποστήριξη φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών, για την εξασφάλιση της ομαλής
συντήρησης και έγκαιρης αποκατάστασης των βλαβών των μηχανών των χρηστών, πρέπει να διατηρούν
στην Ελλάδα επαρκή αποθέματα ανταλλακτικών και εξαρτημάτων, απαραίτητο εργαστηριακό εξοπλισμό και
άρτια οργανωμένο και καταρτισμένο δίκτυο από πιστοποιημένους, εξειδικευμένους και κατάλληλα
εκπαιδευμένους τεχνικούς. Για το σκοπό αυτόν, οι ανωτέρω επιχειρήσεις συντάσσουν και υποβάλουν στην
αρμόδια Διεύθυνση Κ.Β.Σ., περιοδικές καταστάσεις σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, των στοιχείων των
εξουσιοδοτημένων από αυτές τεχνικών, καθώς επίσης εκδίδουν και υποβάλουν προς θεώρηση στην ίδια
Διεύθυνση, ειδικές ταυτότητες πιστοποίησης των τεχνικών αυτών. Προϋπόθεση για την έγκυρη υποβολή
των καταστάσεων και τη θεώρηση των ταυτοτήτων που υποβάλλονται από 1.1.2007, αποτελεί η καταβολή
παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, το οποίο ανέρχεται σε είκοσι πέντε (25) ευρώ για κάθε τεχνικό που
εξουσιοδοτείται από την επιχείρηση η οποία κατέχει άδεια καταλληλότητας εγκεκριμένων μοντέλων ή
467
επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί η τεχνική υποστήριξη από την Επιτροπή.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του
Αρθρου αυτού. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τα απαιτούμενα ουσιαστικά και τυπικά
προσόντα των τεχνικών, καθώς και θέματα σχετικά με την εκπαίδευση των τεχνικών και των χρηστών
στους φορολογικούς ηλεκτρονικούς μηχανισμούς."
8. Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 4 αντικαθίστανται ως εξής:
"1. Ο πωλητής φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών και συστημάτων εκδίδει το δελτίο αποστολής ή το
τιμολόγιο - δελτίο αποστολής σε δύο επιπλέον αντίτυπα με την ένδειξη "για τη Δ.Ο.Υ. του αγοραστή", από
τα οποία το ένα υποχρεούται να παραδώσει στη Δ.Ο.Υ. αυτή μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την
ημερομηνία έκδοσής του, επισυνάπτοντας φωτοαντίγραφο του δελτίου ημερήσιας κίνησης "Ζ",
εγκατάστασης - έναρξης λειτουργίας του φορολογικού ηλεκτρονικού μηχανισμού. Το άλλο αντίτυπο
παραδίδεται στον αγοραστή, ο οποίος υποχρεούται να το παραδώσει στη Δ.Ο.Υ. της έδρας του μέσα σε
δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήψη του μαζί με τη δήλωση της παραγράφου 2."
"2. Ο αγοραστής ή χρήστης ή κάτοχος υποχρεούται να υποβάλλει στη Δ.Ο.Υ. της έδρας που υπάγεται, μέσα
στην προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος Αρθρου, υπεύθυνη δήλωση του Αρθρου 8
του Ν. 1599/1986, στην οποία αναγράφονται ο τρόπος και η ημερομηνία απόκτησης, τα στοιχεία του
οικείου παραστατικού, καθώς και ο ακριβής τόπος (διεύθυνση της έδρας, υποκαταστήματος ή άλλου
χώρου), στον οποίο πρόκειται να εγκαταστήσει και να λειτουργήσει τη συγκεκριμένη μηχανή."
"5. Σε κάθε περίπτωση απώλειας βιβλιαρίου συντήρησης και επισκευών, εκδίδεται νέο βιβλιάριο, το οποίο
θεωρείται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και στο οποίο αναγράφεται η ένδειξη "Σε αντικατάσταση"."
11. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 5 αντικαθίσταται και στο τέλος της παραγράφου 1
προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
"Επίσης οφείλει να μεριμνά για την ενημέρωση του βιβλιαρίου με ό,τι έχει σχέση με τη μηχανή, όπως
468
συγκεντρωτικά δεδομένα φορολογικής μνήμης, συντηρήσεις, επισκευές, καθώς και να καλεί αμέσως για
αποκατάσταση τυχόν βλάβης της μηχανής. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών
καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των υποχρεώσεων αυτών.
"2. Ο συντηρητής ή επισκευαστής υποχρεούται να καταχωρεί στο Βιβλιάριο Συντήρησης και Επισκευών του
φορολογικού μηχανισμού κάθε τεχνική διάγνωση, επέμβαση, επισκευή ή συντήρησή του, υπογράφοντας
και θέτοντας τη σφραγίδα του. Αν διαπιστώσει ότι ο μηχανισμός δεν διαθέτει πλέον τη δυνατότητα και τα
χαρακτηριστικά που εξασφαλίζουν την αξιοπιστία του, λόγω βλάβης ή άλλης αιτίας, υποχρεούται να
γνωστοποιήσει τούτο άμεσα και εγγράφως στην αρμόδια για τη φορολογία του χρήστη Δ.Ο.Υ., καθώς και
στην αρμόδια Διεύθυνση Κ.Β.Σ.."
"1. Η σφράγιση της κεφαλής της βίδας, που συνδέει το περίβλημα με τη βάση της μηχανής, με τον τρόπο
που αναφέρεται στις τεχνικές προδιαγραφές, γίνεται από την επιχείρηση που έχει λάβει την άδεια
καταλληλότητας σε χώρο εγκατάστασης της επιχείρησης, προ της διαθέσεώς τους στην αγορά και ελέγχεται
από εξουσιοδοτημένο φοροτεχνικό υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών."
"1. Συνιστάται στη Διεύθυνση Βιβλίων και Στοιχείων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών
επταμελής Επιτροπή από υπαλλήλους της Διεύθυνσης αυτής και ειδικούς τεχνικούς του δημόσιου και
ιδιωτικού τομέα, για τον έλεγχο των ιδιοτήτων και των τεχνικών χαρακτηριστικών των φορολογικών
μηχανισμών και για τη χορήγηση άδειας καταλληλότητας για τη χρησιμοποίησή τους. Τα τρία μέλη της
Επιτροπής, με τους αναπληρωτές τους, διορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και τα
υπόλοιπα τέσσερα μέλη ειδικοί τεχνικοί, με τους αναπληρωτές τους, προτείνονται, ανά ένας, από τα πρώτα
τέσσερα σε δύναμη κόμματα της αντιπολίτευσης που εκπροσωπούνται στη Βουλή ή ανάλογα με τη δύναμη
κάθε κόμματος της αντιπολίτευσης, σε περίπτωση που εκπροσωπούνται στη Βουλή λιγότερα από τέσσερα
κόμματα. Σε περίπτωση που δεν προτείνονται τα πιο πάνω τέσσερα μέλη μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15)
469
ημερών από τη σχετική πρόσκληση, αυτά διορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζονται τα μέλη, σύμφωνα με τα πιο πάνω, η
διάρκεια της θητείας της Επιτροπής, η μηνιαία αποζημίωση των μελών της, η σχετική διαδικασία και κάθε
άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Με απόφαση της πιο πάνω Επιτροπής, δύναται να παρευρίσκονται στις συνεδριάσεις αυτής, εκπρόσωποι
αναγνωρισμένων συλλογικών οργάνων που εκπροσωπούν επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια
καταλληλότητας εγκεκριμένων μοντέλων φορολογικών μηχανισμών ή επιχειρήσεις μεταπώλησης ή
εξουσιοδοτημένων τεχνικών.
Οι απορριπτικές αποφάσεις της Επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένες και κοινοποιούνται στον
ενδιαφερόμενο."
"4. Η απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που προβλέπεται από τις διατάξεις της
παραγράφου 2 του Αρθρου 1, δεν μπορεί να εκδοθεί αν δεν έχει χορηγηθεί άδεια καταλληλότητας σε
τέσσερις τουλάχιστον επιχειρήσεις, με τη διαδικασία της παραγράφου 1 του Αρθρου 2."
"Με τον ίδιο τρόπο αποσβέννυται και η δαπάνη για την αντικατάσταση μηχανικών αντλιών πετρελαίου
πρατηρίων υγρών καυσίμων με κατάλληλες ψηφιακές, όταν αυτό είναι αναγκαίο για τη σύνδεσή τους με
φορολογικό μηχανισμό."
"2. Οι επιτηδευματίες, οι οποίοι τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, στις περιπτώσεις που τα καθαρά τους κέρδη προσδιορίζονται εξωλογιστικώς, δικαιούνται να
εκπίπτουν από τα καθαρά τους κέρδη:".
470
"3. Για όλες τις παραβάσεις εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) και συντελεστής βαρύτητας
με αριθμητική τιμή που ορίζεται ως εξής:
α) Για τις επιχειρήσεις που έχουν λάβει, από την αρμόδια Επιτροπή του Αρθρου 7, άδεια καταλληλότητας ή
έγκριση μόνο τεχνικής υποστήριξης σε οκτώ (8).
Κατ΄ εξαίρεση, για τις πιο κάτω παραβάσεις ο συντελεστής βαρύτητας καθορίζεται ως εξής:
α.1. Σε περίπτωση άρνησης ή παρακώλυσης ή μη διευκόλυνσης, με οποιονδήποτε τρόπο, του ελέγχου της
α.2. Σε περίπτωση μη διαφύλαξης του δείγματος για τον προβλεπόμενο χρόνο σε εξήντα (60).
α.3. Σε περίπτωση υποβολής ανακριβών στοιχείων στην Επιτροπή του Αρθρου 7 για τη χορήγηση άδειας
καταλληλότητας σε σαράντα (40).
β) Για τις επιχειρήσεις μεταπώλησης, τεχνικής υποστήριξης, καθώς και για τους τεχνικούς οι οποίοι έχουν
εξουσιοδοτηθεί για την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής φορολογικών μηχανισμών και
συστημάτων σε τέσσερα (4).
γ) Για τους χρήστες ή κατόχους φορολογικών μηχανισμών και συστημάτων σε ένα (1).
γ.1. Η έκδοση στοιχείων από εγκεκριμένο και μη δηλωμένο φορολογικό μηχανισμό ή σύστημα λογίζεται ως
έκδοση αθεωρήτων. Για την επιβολή του αντικειμενικού προστίμου θεωρείται αυτοτελής παράβαση, για την
οποία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 8 περίπτωση β΄ και 9 του Αρθρου 5 του Ν.
2523/1997.
γ.2. Η έκδοση στοιχείων από μη εγκεκριμένο ή από εγκεκριμένο και παραβιασμένο ή παραποιημένο
φορολογικό μηχανισμό ή σύστημα λογίζεται ως μη έκδοση αυτών. Για την επιβολή του αντικειμενικού
προστίμου θεωρείται αυτοτελής παράβαση, για την οποία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των
παραγράφων 8 περίπτωση α΄ και 9 του Αρθρου 5 του Ν. 2523/1997, με την επιφύλαξη των διατάξεων της
471
δ) Η μη δήλωση κάθε φορολογικού μηχανισμού ή συστήματος θεωρείται γενική παράβαση και επιβάλλεται
το πρόστιμο που ορίζεται με τις διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 5 του Ν.
2523/1997, κατά περίπτωση. Για κάθε εκπρόθεσμη δήλωση φορολογικού μηχανισμού ή συστήματος, μετά
την προθεσμία που ορίζεται με τις διατάξεις του Αρθρου 4 του νόμου αυτού, καταλογίζεται μία παράβαση
ανά εκπρόθεσμη δήλωση ανεξάρτητα του χρόνου υποβολής της και του πλήθους των φορολογικών
μηχανισμών ή συστημάτων που περιλαμβάνονται σε αυτή και επιβάλλεται το πρόστιμο που ορίζεται με τις
διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 5 του Ν. 2523/1997, κατά περίπτωση.
ε) Ειδικά στην περίπτωση παραβάσεων λόγω παραβίασης ή παραποίησης φορολογικών μηχανισμών και
συστημάτων, που έχουν άδεια καταλληλότητας από την αρμόδια Επιτροπή του Αρθρου 7 ή επέμβασης κατά
οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία του μηχανισμού ή διάθεσης ή χρησιμοποίησης παραβιασμένου ή
διαφοροποιημένου ή παραποιημένου τέτοιου μηχανισμού, εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 1
(ΒΑΣ.ΥΠ.1) και ο συντελεστής βαρύτητας ορίζεται ανά υπαίτιο ως εξής:
ε.1. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση που έχει λάβει, από την αρμόδια
Επιτροπή του Αρθρου 7, άδεια καταλληλότητας ή έγκριση μόνο τεχνικής υποστήριξης σε εκατό (100).
ε.2. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση μεταπώλησης ή τεχνικής υποστήριξης,
τεχνικοί της οποίας έχουν εξουσιοδοτηθεί από επιχείρηση που έχει λάβει άδεια καταλληλότητας για την
παροχή υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής φορολογικών μηχανισμών και συστημάτων σε εξήντα (60).
Ειδικά στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι υπαίτιος της παράβασης είναι φυσικό πρόσωπο -
εξουσιοδοτημένος τεχνικός, πέραν των ανωτέρω, απαγορεύεται να παρέχει υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης
σε εγκεκριμένα μοντέλα φορολογικών μηχανισμών.
ε.3. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι ο χρήστης ή κάτοχος του φορολογικού μηχανισμού ή
συστήματος ή άλλος τρίτος σε πενήντα (50).
472
στ) Στην περίπτωση απώλειας φορολογικού μηχανισμού ή συστήματος εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού
Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) και ο συντελεστής βαρύτητας ορίζεται ανά υπαίτιο ως εξής:
στ.1. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση που έχει λάβει, από την αρμόδια
Επιτροπή του Αρθρου 7, άδεια καταλληλότητας ή επιχείρηση μεταπώλησης ή τεχνικής υποστήριξης σε
είκοσι (20).
στ.2. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι ο χρήστης ή κάτοχος του φορολογικού μηχανισμού ή
συστήματος ή άλλος τρίτος σε πέντε (5).
"4. Οι υπαίτιοι των παραβάσεων της περίπτωσης ε΄ της προηγούμενης παραγράφου τιμωρούνται με ποινή
φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εφαρμοζομένων αναλόγως των αντίστοιχων διατάξεων του ν.
2523/1997, που αναφέρονται στη χρήση πλαστών και εικονικών στοιχείων."
"5. Αν υπαίτιος αδικήματος της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 3 είναι η επιχείρηση που έχει λάβει την
άδεια καταλληλότητας των φορολογικών μηχανισμών ή συστημάτων ή εξουσιοδοτημένος από αυτήν
μεταπωλητής ή τεχνικός αντιπρόσωπός της, ανεξάρτητα από τα διοικητικά πρόστιμα και τις ποινικές
κυρώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 3 υποπερίπτωση ε.1. και 4, μετά από απόφαση της
Επιτροπής του Αρθρου 7 μπορεί να ανακαλείται η άδεια καταλληλότητας ή και να απαγορεύεται η διάθεση
των μηχανισμών του συγκεκριμένου τύπου."
"6. Στις ίδιες κυρώσεις και ποινές που προβλέπονται από τις παραγράφους 3 υποπερίπτωση ε.1. και 4
υπόκεινται και τα πρόσωπα, στα οποία ανατίθεται από την Επιτροπή η διενέργεια ελέγχων, σύμφωνα με τις
διατάξεις της παραγράφου 2 του Αρθρου 7, όταν βεβαιώνουν ανακριβώς για τα αποτελέσματα των ελέγχων
473
που διενήργησαν."
"Αρθρο 11
Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται οι διατάξεις του Αρθρου πέμπτου του Ν.
625/1977 (ΦΕΚ 180 Α΄) και οι διατάξεις του Αρθρου 35 του Ν. 1694/1987 (ΦΕΚ 35 Α΄).
Η επιχείρηση που λαμβάνει άδεια καταλληλότητας από την αρμόδια Επιτροπή του Αρθρου 7 του νόμου
αυτού, για συγκεκριμένους τύπους φορολογικών μηχανισμών, μπορεί να είναι κάθε επιχείρηση κατασκευής,
συναρμολόγησης ή εισαγωγής, καθώς και οποιαδήποτε επιχείρηση ασκεί εμπορία τέτοιων μηχανισμών ή
συστημάτων.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από πρόταση της Επιτροπής του Αρθρου 7
του παρόντος νόμου, καθορίζεται η ημερομηνία λήξης της άδειας καταλληλότητας των εγκρίσεων παλαιών
μοντέλων, ο χρόνος ισχύος της οποίας έχει υπερβεί τα τέσσερα (4) έτη από την ημερομηνία χορήγησής
της."
Αρθρο 35
Μεταβατικές διατάξεις
1. Οι διατάξεις των παραγράφων 5 έως και 8 του Αρθρου 31 του παρόντος νόμου, αν προβλέπουν
επιεικέστερη μεταχείριση, εφαρμόζονται και για τις υποθέσεις που μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου
δεν έχουν ελεγχθεί.
Ομοίως εφαρμόζονται και για υποθέσεις που έχουν ελεγχθεί και δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική
επίλυση της διαφοράς ή δεν έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης ένδικου βοηθήματος ή ένδικου μέσου ή
εκκρεμεί συζήτηση των υποθέσεων αυτών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της
Επικρατείας. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων αυτών οι ενδιαφερόμενοι μπορούν
με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εντός
474
ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος, να ζητήσουν τη διοικητική
επίλυση της διαφοράς, ακολουθουμένης της διαδικασίας του Ν.Δ. 4600/1966 (ΦΕΚ 242 Α΄). Στην
περίπτωση που δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς, οι υποθέσεις των δύο προηγούμενων
εδαφίων κρίνονται με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις.
2. Οι διατάξεις του Αρθρου 33 και της παραγράφου 19 του Αρθρου 34 του παρόντος νόμου, αν προβλέπουν
επιεικέστερη μεταχείριση, εφαρμόζονται και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η
Δεκεμβρίου 2006, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσής τους από τις φορολογικές αρχές, εφόσον δεν
έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις
επιβολής προστίμου.
Ομοίως, εφαρμόζονται και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006,
ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσής τους από τις φορολογικές αρχές, για τις οποίες έχουν εκδοθεί από
τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου και
μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006 δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή
εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του Σ.τ.Ε.. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον
των δικαστηρίων αυτών οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από
την 31η Δεκεμβρίου 2006, να ζητήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς με βάση τις διατάξεις του
προηγούμενου εδαφίου, ακολουθουμένης της διαδικασίας του Ν.Δ. 4600/1966 (ΦΕΚ 242 Α΄).
Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς, οι υποθέσεις των δύο προηγούμενων
εδαφίων κρίνονται με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο διάπραξης της παράβασης.
Αρθρο 36
1. Η πρώτη περίοδος του προτελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5 του Αρθρου 15Α του Ν. 3054/2002
(ΦΕΚ 230 Α΄), όπως προστέθηκε με το Ν. 3423/2005 (ΦΕΚ 304 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
"Ειδικά για τα έτη 2005, 2006 και 2007, η κατανομή των ποσοτήτων αυτούσιων Βιοκαυσίμων και των
Άλλων Ανανεώσιμων Καυσίμων, που υπόκεινται στο ειδικό φορολογικό καθεστώς των διατάξεων της
παραγράφου 6 του Αρθρου 78 του Ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄), όπως αυτή προστέθηκε με το Αρθρο 34
του Ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α΄), καθορίζεται με απόφαση που εκδίδεται κατά το πρώτο εδάφιο της
παραγράφου 5 του παρόντος Αρθρου, χωρίς να απαιτείται η κατάρτιση του Προγράμματος που προβλέπεται
475
2. Οι ποσότητες βιοντίζελ της περίπτωσης κστ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 73 του Ν. 2960/2001 (ΦΕΚ
265 Α΄), όπως ισχύει, που υπόκεινται στο ειδικό φορολογικό καθεστώς των διατάξεων του Αρθρου 78
παράγραφος 6 του ν. 2960/2001, οι οποίες κατανεμήθηκαν με τη Δ1/Β/ οικ.8392/20.4.2006 (ΦΕΚ 512 Β΄)
κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Αγροτικής Ανάπτυξης και
Τροφίμων και οι οποίες μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006 δεν έχουν τεθεί σε ανάλωση και βρίσκονται στις
φορολογικές αποθήκες των κατόχων Άδειας Διύλισης ή των κατόχων Άδειας Εμπορίας κατηγορίας Α΄,
αυτούσιες ή σε μίγμα με πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1
του Αρθρου 73 του Ν. 2960/2001, μπορούν να τεθούν σε ανάλωση μετά την 1η Ιανουαρίου 2007 επιπλέον
της ποσότητας των 114.000 χιλιολίτρων αυτούσιου βιοντίζελ προς κατανομή για το έτος 2007, υπό το
ειδικό φορολογικό καθεστώς των διατάξεων του Αρθρου 78 παράγραφος 6 του Ν. 2960/2001, όπως ισχύει.
Αρθρο 37
1. Στο Αρθρο 1 του Ν. 3299/2004 (ΦΕΚ 261 Α΄) προστίθενται παράγραφοι 4 και 5 ως εξής:
"4. Το καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων του παρόντος νόμου είναι σύμφωνο με τον Κανονισμό (ΕΚ)
αριθμ. 1628/2006 της Επιτροπής της 24ης Οκτωβρίου 2006 για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της
Συνθήκης στις εθνικές επενδυτικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα.
5. Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών υποβάλλει προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Χάρτη
Περιφερειακών Ενισχύσεων.
Με απόφαση του ίδιου Υπουργού εξειδικεύονται ως εθνικό καθεστώς ο παραπάνω εγκεκριμένος Χάρτης,
καθώς και οι κατευθυντήριες Γραμμές και οι Κανονισμοί σχετικά με τις Κρατικές Ενισχύσεις περιφερειακού
Χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής."
1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, η Επικράτεια κατανέμεται σε τρεις περιοχές ως
εξής:
ΠΕΡΙΟΧΗ Α΄. Περιλαμβάνει τους Νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης πλην των Βιομηχανικών
Επιχειρηματικών Περιοχών (Β.Ε.ΠΕ.) και των νησιών των Νομών αυτών που εντάσσονται στην Περιοχή Β΄.
ΠΕΡΙΟΧΗ Β΄. Περιλαμβάνει τους Νομούς της Περιφέρειας Θεσσαλίας (Καρδίτσας, Λάρισας, Μαγνησίας,
Τρικάλων), τους Νομούς της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου (Κυκλάδων, Δωδεκανήσου), τους Νομούς της
Περιφέρειας Ιονίων Νήσων (Κέρκυρας, Λευκάδας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου), τους Νομούς της Περιφέρειας
Κρήτης (Ηρακλείου, Λασιθίου, Ρεθύμνου, Χανίων), τους Νομούς της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας
(Χαλκιδικής, Σερρών, Κιλκίς, Πέλλας, Ημαθίας, Πιερίας), τους Νομούς της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας
(Γρεβενών, Κοζάνης, Φλώρινας, Καστοριάς), καθώς και τους Νομούς της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος
(Φθιώτιδας, Φωκίδας, Εύβοιας, Βοιωτίας, Ευρυτανίας).
ΠΕΡΙΟΧΗ Γ΄. Περιλαμβάνει τους Νομούς της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (Καβάλας,
Δράμας, Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου), τους Νομούς της Περιφέρειας Ηπείρου (Άρτας, Πρέβεζας, Ιωαννίνων,
Θεσπρωτίας), τους Νομούς της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (Λέσβου, Χίου, Σάμου), τους Νομούς της
Περιφέρειας Πελοποννήσου (Λακωνίας, Μεσσηνίας, Κορινθίας, Αργολίδας, Αρκαδίας), καθώς και τους
Νομούς της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος (Αχαΐας, Αιτωλοακαρνανίας, Ηλείας)."
"xi) Επενδυτικά σχέδια υλοποίησης ολοκληρωμένου πολυετούς (2-5 ετών) επιχειρηματικού σχεδίου φορέων
(για τους οποίους έχει παρέλθει πενταετία από τη σύστασή τους) των μεγάλων και μεσαίων μεταποιητικών
και μεταλλευτικών επιχειρήσεων ελάχιστου συνολικού κόστους 3.000.000 ευρώ και επιχειρήσεων
ανάπτυξης λογισμικού ελάχιστου συνολικού κόστους 1.500.000 ευρώ και επενδυτικά σχέδια υλοποίησης
ολοκληρωμένου πολυετούς (2-5 ετών) επιχειρηματικού σχεδίου φορέων (για τους οποίους έχει παρέλθει
τριετία από τη σύστασή τους) των μικρών και πολύ μικρών μεταποιητικών και μεταλλευτικών επιχειρήσεων
ελάχιστου συνολικού κόστους 1.500.000 ευρώ και επιχειρήσεων ανάπτυξης λογισμικού ελάχιστου
συνολικού κόστους 1.500.000 ευρώ που περιλαμβάνουν τον τεχνολογικό, διοικητικό, οργανωτικό και
επιχειρησιακό εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη, καθώς και τις αναγκαίες ενέργειες κατάρτισης των
εργαζομένων, με έναν η περισσότερους από τους επόμενους στόχους:
477
- Παραγωγή προϊόντων ή και παροχή υπηρεσιών σημαντικά ή τελείως διαφοροποιημένων των υφιστάμενων
βασικών προϊόντων ή υπηρεσιών της επιχείρησης.
Παραγωγή προϊόντων ή και παροχή υπηρεσιών από τη σύμπραξη μη ομοειδών επιχειρήσεων (κατά
προτίμηση από διαφορετικούς κλάδους) με στόχο την παραγωγή, σημαντικά ή τελείως διαφοροποιημένων
των υφιστάμενων, προϊόντων ή υπηρεσιών των επιχειρήσεων αυτών. - ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 5."
β. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 3 αριθμείται ως περίπτωση στ΄
και αντικαθίσταται ως εξής:
"στ. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου
Υπουργού, ορίζονται προδιαγραφές, όροι και προϋποθέσεις για την εξειδίκευση επενδυτικών σχεδίων των
περιπτώσεων α΄ έως ε΄."
"ε. ενισχύσεις σε επενδυτικά σχέδια που πραγματοποιούνται με πρωτοβουλία και για λογαριασμό του
Δημοσίου από ιδιώτη βάσει σχετικής συμβάσεως εκτελέσεως έργου, παραχώρησης ή παροχής υπηρεσιών.
στ. ενισχύσεις σε φορείς επενδυτικών σχεδίων για τους οποίους εκκρεμεί εντολή ανάκτησης ενισχύσεων
κατόπιν προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής με την οποία οι ενισχύσεις κηρύσσονται παράνομες και
ασυμβίβαστες με την Κοινή Αγορά."
δ. Η υποπερίπτωση ii) της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 3 αντικαθίσταται ως εξής:
478
"ii. την αγορά πάγιων στοιχείων ενεργητικού που συνδέονται άμεσα με μία παραγωγική μονάδα και υπό την
προϋπόθεση ότι:
"xxiv. αγορά γηπέδων, έως 10% της ενισχυόμενης δαπάνης της επένδυσης, αποκλειστικά για μικρές
επιχειρήσεις".
στ. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 3, όπως αντικαταστάθηκε με το Αρθρο 25 του Ν.
3470/2006 (ΦΕΚ 132 Α΄), αντικαθίσταται η φράση "σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το οκτώ τοις εκατό
(8%) του κόστους του επενδυτικού σχεδίου" με τη φράση "σε ποσοστό που δεν θα υπερβαίνει το δέκα τοις
εκατό (10%) του κόστους του επενδυτικού σχεδίου".
Τα επενδυτικά σχέδια που περιλαμβάνονται στο Αρθρο αυτό, πλην αυτών που διέπονται από άλλον του υπ΄
αριθμ. 1628/2006 ειδικό Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα πρέπει να αφορούν:
Επενδυτικά σχέδια δεν ενισχύονται εφόσον δεν ικανοποιούν μία τουλάχιστον από τις ως άνω
προϋποθέσεις."
1.α. Για τα επενδυτικά σχέδια της παραγράφου 1 του Αρθρου 3 παρέχονται κατά περιοχή και κατηγορία οι
ακόλουθες ενισχύσεις:
Για την εφαρμογή των διατάξεων του Αρθρου αυτού στην κατηγορία 1 περιλαμβάνονται οι κατηγορίες 3, 4
και 5 της κατάταξης των επενδυτικών σχεδίων του Αρθρου 3 παράγραφος 1 και στην κατηγορία 2
περιλαμβάνονται οι αντίστοιχες κατηγορίες 1 και 2.
Επιχορήγηση ή και επιδότηση χρηματοδοτικής μίσθωσης ή επιδότηση του κόστους της δημιουργούμενης
απασχόλησης:
Κατηγορία 2 - 15%
Κατηγορία 2 - 25%
Κατηγορία 2 - 35%
Κατηγορία 2 - 50%
Κατηγορία 2 -100%
Κατηγορία 2 -100%
β. Οι παρεχόμενες ενισχύσεις της περίπτωσης α΄, αναγόμενες σε ακαθάριστο Ισοδύναμο Επιχορήγησης, δεν
επιτρέπεται να υπερβούν τα ποσοστά του εγκεκριμένου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Χάρτη Περιφερειακών
Ενισχύσεων.
γ. Στις μεσαίες επιχειρήσεις παρέχεται επιπλέον ποσοστό ενίσχυσης έως δέκα τοις εκατό (10%).
δ. Στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις παρέχεται επιπλέον ποσοστό ενίσχυσης έως είκοσι τοις εκατό
(20%).
2. α. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, καθορίζονται τα
επιπλέον ποσοστά ενίσχυσης των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ της προηγούμενης παραγράφου για τις πολύ
μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, σε Περιφέρειες, Νομούς ή τμήματα αυτών, ανά είδος επενδυτικού
σχεδίου, βάσει των κριτηρίων του κατά κεφαλή Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (Α.Ε.Π.), του ποσοστού
ανεργίας και της γεωγραφικής θέσης των αντίστοιχων περιοχών.
α. Για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού ως "Μεγάλο επενδυτικό σχέδιο" νοείται επένδυση της
481
παραγράφου 2 του Αρθρου 2 του παρόντος, με ενι-σχυόμενες δαπάνες άνω των πενήντα εκατομμυρίων
(50.000.000) ευρώ, υπολογιζόμενες με τις τιμές και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που ισχύουν κατά το
χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης.
β. Για τον υπολογισμό του συνολικού ποσού των ενισχυόμενων δαπανών θα λαμβάνεται υπόψη η
υλοποίηση για περίοδο τριών (3) ετών, σε μία εγκατάσταση, εκ μέρους μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων,
πάγιων περιουσιακών στοιχείων συνδυαζόμενων κατά αδιαίρετο από οικονομική άποψη τρόπο.
γ. Στα επενδυτικά σχέδια της παραγράφου αυτής δεν παρέχονται οι προσαυξήσεις των ποσοστών ενίσχυσης
που χορηγούνται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
δ. Για επενδυτικά σχέδια που υπερβαίνουν τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ το ανώτατο
χορηγούμενο ποσό ενίσχυσης προσδιορίζεται ως εξής:
i. για το τμήμα μέχρι πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ παρέχεται το 100% του κατά περίπτωση
ανώτατου ορίου περιφερειακής ενίσχυσης,
ii. για το τμήμα που υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ έως εκατό εκατομμύρια
(100.000.000) ευρώ παρέχεται το 50% του κατά περίπτωση ανώτατου ορίου περιφερειακής ενίσχυσης,
iii. για το τμήμα που υπερβαίνει τα εκατό εκατομμύρια (100.000.000) ευρώ παρέχεται το 34% του κατά
περίπτωση ανώτατου ορίου περιφερειακής ενίσχυσης.
4. Οι ανωτέρω ενισχύσεις δεν σωρεύονται με οποιαδήποτε άλλη κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του
Αρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης ή με οποιαδήποτε άλλη κοινοτική ή εθνική χρηματοδότηση, σε
σχέση με τις ίδιες επιλέξιμες δαπάνες, εάν η εν λόγω σώρευση θα είχε ως αποτέλεσμα η ένταση της
ενίσχυσης να υπερβεί την ένταση της ενίσχυσης που προβλέπει ο κανονισμός.
5. Για τα επενδυτικά σχέδια της υποπερίπτωσης (ix) της περίπτωσης δ΄ και των υποπεριπτώσεων (vi), (vii),
(viii), (ix), (x) και (xi) της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 3 παρέχεται η ενίσχυση της
επιχορήγησης ή της φορολογικής απαλλαγής.
6. Για τα επενδυτικά σχέδια των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 3, που
πραγματοποιούνται στην αλλοδαπή, παρέχεται μόνο η ενίσχυση της επιχορήγησης, το ποσοστό της οποίας
482
ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών σύμφωνα με την Κοινοτική Νομοθεσία."
"Με την απόφαση πιστοποίησης της ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας, είναι δυνατόν,
μετά από αίτηση του επενδυτή, να αναμορφωθεί το ενισχυόμενο κόστος αυτής, το οποίο σε περίπτωση
αύξησης δεν δύναται να υπερβεί το πέντε τοις εκατό (5%) αυτού που έχει εγκριθεί."
"6.α. Η έναρξη της υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων γίνεται μετά τη δημοσίευση της απόφασης
υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος νόμου. Ως έναρξη νοείται είτε η έναρξη των κατασκευαστικών
εργασιών είτε η πρώτη βέβαιη ανάληψη δέσμευσης για παραγγελία εξοπλισμού, εκτός των προκαταρκτικών
μελετών σκοπιμότητας.
β. Έναρξη πραγματοποίησης του επενδυτικού σχεδίου πριν τη δημοσίευση της απόφασης υπαγωγής
δύναται να γίνει, με αποκλειστική ευθύνη του επενδυτή, μόνο εφόσον του χορηγηθεί επιβεβαίωση
επιλεξιμότητας σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του Αρθρου 7 του παρόντος νόμου.
γ. Η εφαρμογή του επενδυτικού σχεδίου χωρίς την πλήρωση των προϋποθέσεων των περιπτώσεων α΄ και
β΄ της παραγράφου αυτής επιφέρει απόρριψη του συνόλου του επενδυτικού σχεδίου."
γ. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 23 του Αρθρου 5 αντικαθίστανται η λέξη "εγκατάστασης" με την
λέξη "παραγωγής".
"24. Προϋποθέσεις, περιορισμοί και όροι για την εφαρμογή των ενισχύσεων σε επενδύσεις εξόρυξης και
θραύσης αδρανών υλικών και βιομηχανικών ορυκτών της υποπερίπτωσης (i) της περίπτωσης α΄ της
παραγράφου 1 του Αρθρου 3".
"στ. Οι φορείς επενδύσεων που επιλέγουν την ενίσχυση της φορολογικής απαλλαγής υποχρεούνται, όπου
483
β. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του Αρθρου 7 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:
"Με την υποβολή της αίτησης υπαγωγής και των απαιτούμενων δικαιολογητικών προς τις αρμόδιες προς
την εξέτασή της υπηρεσίες ή φορείς, ο φορέας της επένδυσης δύναται να ζητήσει τη χορήγηση
επιβεβαίωσης επιλεξιμότητας προκειμένου να προχωρήσει σε έναρξη υλοποίησης της επένδυσης. Εντός
προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών το αίτημά του αυτό εξετάζεται από την Υπηρεσία, η οποία
προβαίνει σε τυπικό έλεγχο του υποβληθέντος φακέλου και εφόσον αυτός περιέχει τα δικαιολογητικά των
παραγράφων 3 και 4 του παρόντος Αρθρου δίδεται έγγραφη επιβεβαίωση προς τον αιτούντα ότι το
επιχειρηματικό σχέδιο που υποβλήθηκε ικανοποιεί κατ΄ αρχήν τους όρους επιλεξιμότητας που τίθενται από
το νόμο. Η παραπάνω επιβεβαίωση δεν συνεπάγεται και την τελική υπαγωγή του επιχειρηματικού σχεδίου,
η οποία θα κριθεί μετά την αξιολόγηση αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων του
παρόντος Αρθρου. Μετά τη χορήγηση της επιβεβαίωσης επιλεξιμότητας δύναται να αρχίσει η
πραγματοποίηση επενδυτικών δαπανών με αποκλειστική ευθύνη του επενδυτή, δεδομένου ότι αυτή δεν
δεσμεύει την κρίση της Γνωμοδοτικής Επιτροπής ούτε την απόφαση της Διοίκησης σχετικά με την υπαγωγή
ή μη της επένδυσης στις διατάξεις του νόμου."
Το μετά την παραπάνω προσθήκη έβδομο εδάφιο της ίδιας παραγράφου αντικαθίσταται ως εξής:
"Κατά την εξέταση της αίτησης υπαγωγής οι υπηρεσίες ή οι φορείς δύνανται, εφόσον τούτο κρίνεται
αναγκαίο, να αποστέλλουν με απόδειξη στο φορέα της επένδυσης ή τον αντίκλητό του, έγγραφο με το
οποίο ζητείται η προσκόμιση τυχόν πρόσθετων στοιχείων και πληροφοριών, καθώς και η παροχή περαιτέρω
διευκρινήσεων, προς υποβοήθηση του έργου της αξιολόγησης της αίτησης υπαγωγής."
"α. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που εκδίδεται κάθε Ιανουάριο και με την
επιφύλαξη της επόμενης περίπτωσης και των παραγράφων 1 και 3 του Αρθρου 9, καθορίζεται το συνολικό
ποσό των επιχορηγήσεων, επιδοτήσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης και του κόστους της δημιουργούμενης
απασχόλησης, από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, που εγκρίνεται ετησίως και κατανέμεται μεταξύ των
αρμόδιων φορέων υπαγωγής της παραπάνω παραγράφου 11.
Με την ίδια απόφαση καθορίζεται και το συνολικό ποσό ενισχύσεων των επιχειρηματικών σχεδίων διάσωσης
και αναδιάρθρωσης του Αρθρου 9.
Επίσης, με την ίδια απόφαση είναι δυνατό να κατανέμεται το ως άνω ποσό, κατά τομέα δραστηριότητας και
ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων.
Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών είναι δυνατόν με όμοιες αποφάσεις να αναπροσαρμόζει κατά τη
διάρκεια του έτους το παραπάνω ποσό. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το συνολικό ποσό των
επιχορηγήσεων που εγκρίνεται ετησίως για κάθε κράτος προκειμένου για τις επενδύσεις της παραγράφου 3
του Αρθρου 3."
δ. Το δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης (i) της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 15 του Αρθρου 7
αντικαθίσταται ως εξής:
"Μέλη της Επιτροπής είναι ο Γενικός Γραμματέας Βιομηχανίας ως Πρόεδρος, ο Γενικός Γραμματέας
Επενδύσεων και Ανάπτυξης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ο προϊστάμενος της αρμόδιας
Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ο προϊστάμενος της
αρμόδιας Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, εκπρόσωπος του
Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, δύο εμπειρογνώμονες αναγνωρισμένου κύρους σε θέματα
βιομηχανικών επενδύσεων, ένας εκπρόσωπος του Σ.Ε.Β., ένας εκπρόσωπος της Γ.Σ.Ε.Ε. και ένας
εκπρόσωπος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών. Στις συνεδριάσεις της επιτροπής παρίσταται ως μέλος άνευ
ψήφου και Νομικός Σύμβουλος του Υπουργείου Ανάπτυξης ή Πάρεδρος του ίδιου Υπουργείου. Όταν η
Ειδική Γνωμοδοτική Επιτροπή εξετάζει επενδυτικά σχέδια που έχουν υποβληθεί στο Ε.Λ.Κ.Ε., στη σύνθεσή
της παρίσταται και εκπρόσωπος αυτού, ως μέλος άνευ ψήφου."
ε. Το δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης (ii) της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 15 του Αρθρου 7
αντικαθίσταται ως εξής:
485
"Μέλη της Επιτροπής είναι ο Γενικός Γραμματέας Βιομηχανίας ως Πρόεδρος, δύο προϊστάμενοι Γενικών
Διευθύνσεων ή αρμόδιων Διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, εκπρόσωπος του Υπουργείου
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, δύο εμπειρογνώμονες αναγνωρισμένου κύρους σε ζητήματα
βιομηχανικών επενδύσεων, ένας εκπρόσωπος του Σ.Ε.Β. και ένας της Γ.Σ.Ε.Ε.. Στις συνεδριάσεις της
επιτροπής παρίσταται ως μέλος άνευ ψήφου και Νομικός Σύμβουλος του Υπουργείου Ανάπτυξης ή
Πάρεδρος του ίδιου Υπουργείου. Όταν η Ειδική Γνωμοδοτική Επιτροπή εξετάζει επενδυτικά σχέδια που
έχουν υποβληθεί στο Ε.Λ.Κ.Ε., στη σύνθεσή της παρίσταται και εκπρόσωπος αυτού, ως μέλος άνευ ψήφου."
"δ. Οι καθοριζόμενες πιο πάνω γνωμοδοτικές επιτροπές γνωμοδοτούν επίσης επί αιτημάτων ολοκλήρωσης
και πιστοποίησης έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας επενδύσεων, αιτημάτων παράτασης της προθεσμίας
ολοκλήρωσης για λόγους ανώτερης βίας, καθώς και για την ανάκληση αποφάσεων υπαγωγής και
επιστροφής ενισχύσεων που έχουν καταβληθεί και αφορούν σε επενδυτικά σχέδια, για την υπαγωγή των
οποίων γνωμοδότησαν κατά περίπτωση, ως και για θέματα επενδύσεων που έχουν υπαχθεί σε
προγενέστερους επενδυτικούς νόμους, εφόσον οι σχετικοί φάκελοι των επενδύσεων αυτών είναι της
αρμοδιότητας των κατά περίπτωση αντίστοιχων υπηρεσιών ή φορέων και τηρούνται σε αυτούς."
"ζ. Δεν μπορούν να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις των παραπάνω γνωμοδοτικών επιτροπών τα μέλη,
σύμβουλοι ή φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στο εταιρικό ή μετοχικό κεφάλαιο ή στη διοίκηση
επιχειρήσεων ή έχουν καταρτίσει ή συμμετάσχει στην κατάρτιση επενδυτικών σχεδίων ή έχουν αξιολογήσει
ή ελέγξει αιτήσεις υπαγωγής, κατά την τελευταία πενταετία, που έχουν υπαχθεί στους νόμους 3299/2004
και 2601/1998 ή έχουν υποβάλει αίτηση για να υπαχθούν στις διατάξεις του παρόντος, εφόσον στις
συνεδριάσεις αυτές εξετάζονται θέματα των επιχειρήσεων αυτών ή θέματα άλλων επιχειρήσεων ίδιου ή
συναφούς αντικειμένου."
Για την υποστήριξη των διαδικασιών ηλεκτρονικής υποβολής των αιτημάτων των επενδυτών που αφορούν
486
τις ενισχύσεις επιχορήγησης ή/και επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης ή επιδότησης του κόστους της
δημιουργούμενης απασχόλησης και των δηλώσεων που αφορούν την ενίσχυση της φορολογικής
απαλλαγής, καθώς και των διαδικασιών αξιολόγησης, παρακολούθησης και ελέγχου των επενδύσεων,
προβλέπεται η λειτουργία πληροφοριακού συστήματος εγκατεστημένου στους κατά τόπους αρμόδιους
φορείς και υπηρεσίες.
Οι επενδυτές και οι αρμόδιοι φορείς και υπηρεσίες υποχρεούνται να καταχωρούν στο Πληροφοριακό
Σύστημα τις απαραίτητες πληροφορίες που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Με απόφαση
του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την οργάνωση, διαχείριση και
λειτουργία του Πληροφοριακού Συστήματος και προσδιορίζονται τα στοιχεία που καταχωρούνται, ο χρόνος
υποβολής τους, οι υποχρεώσεις των φορέων και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια."
"iii. Παρέχεται η δυνατότητα προκαταβολής που συνολικά δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% της
προβλεπόμενης στη σχετική απόφαση υπαγωγής της επένδυσης επιχορήγησης, με την προσκόμιση
ισόποσης εγγυητικής επιστολής προσαυξημένης κατά 10% από τράπεζα που είναι εγκατεστημένη και
λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα. Η ανωτέρω προκαταβολή αποτελεί μέρος της συνολικά καταβαλλόμενης
επιχορήγησης. Σε περίπτωση χορήγησης του συνόλου της προκαταβολής δεν εφαρμόζεται η ανωτέρω
υποπερίπτωση (i)."
Στην περίπτωση της συγχρηματοδότησης επένδυσης ή της χρηματοδότησης αυτής αποκλειστικά από
κοινοτικά κονδύλια γνωστοποιείται αυτό στον φορέα της επένδυσης, ο οποίος οφείλει να τηρεί τις
οριζόμενες από την Κοινοτική Νομοθεσία διαδικαστικές προϋποθέσεις καταβολής της επιχορήγησης.
Οι παραπάνω ενισχύσεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος απαλλάσσονται από κάθε
φόρο, τέλος χαρτοσήμου ή δικαίωμα, καθώς και από κάθε άλλη επιβάρυνση σε όφελος του Δημοσίου ή
487
τρίτου."
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, κατόπιν προηγούμενης
έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενισχύεται η δημιουργία πολύ μικρών ή μικρών επιχειρήσεων,
καθώς και η υλοποίηση δαπανών των επιχειρήσεων αυτών που έχουν ιδρυθεί κατά την τελευταία πενταετία.
Οι παρεχόμενες ενισχύσεις της παραγράφου αυτής δεν θα υπερβαίνουν το ποσό των δύο εκατομμυρίων
(2.000.000) ευρώ για κάθε πολύ μικρή ή μικρή επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στις περιφέρειες της
υποπερίπτωσης (i) της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου και του ενός εκατομμυρίου (1.000.000)
ευρώ στις περιφέρειες της υποπερίπτωσης (ii) της ίδιας περίπτωσης.
Το ετήσιο ποσό των χορηγούμενων ενισχύσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει το 33% των συνολικών ποσών
ενίσχυσης σε κάθε επιχείρηση.
i. υπηρεσίες νομικές, διοικητικής υποστήριξης και παροχής συμβουλών που έχουν άμεση σχέση με τη
δημιουργία της επιχείρησης είτε και
ii. δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά τα πρώτα πέντε έτη μετά την ίδρυση της επιχείρησης και
αναφέρονται σε:
- τόκους εξωτερικής χρηματοδότησης και μερίσματα των χρησιμοποιούμενων ιδίων κεφαλαίων, με επιτόκιο
που δεν υπερβαίνει το επιτόκιο αναφοράς,
- δαπάνες για ενέργεια, ύδρευση και θέρμανση, οι φόροι (εκτός του Φ.Π.Α. και των εταιρικών φόρων) και
οι διοικητικές επιβαρύνσεις,
i. στις περιφέρειες του Αρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α΄ της συνθήκης Ε.Ε. το 35% των ενισχυόμενων
δαπανών που πραγματοποιούνται κατά τα τρία πρώτα έτη μετά την ίδρυση της επιχείρησης και το 25%
κατά τα δύο επόμενα έτη,
ii. στις περιφέρειες του Αρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ΄ της συνθήκης Ε.Ε. το 25% των ενισχυόμενων
δαπανών που πραγματοποιούνται κατά τα τρία πρώτα έτη μετά την ίδρυση της επιχείρησης και το 15%
κατά τα δύο επόμενα έτη.
- στις περιφέρειες που το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. είναι μικρότερο του 60% του μέσου όρου των 25 Κρατών -
Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
- στα μικρά νησιά με πληθυσμό μικρότερο των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων.
γ. Με την ίδια απόφαση δύναται να καθορίζονται περιοχές της Επικράτειας στις οποίες θα παρέχονται οι
ενισχύσεις της παραγράφου αυτής, τομείς στους οποίους θα δραστηριοποιούνται οι ενισχυόμενες
επιχειρήσεις, η διάρκεια του καθεστώτος, το είδος και τα ποσοστά των χορηγούμενων ενισχύσεων, το
σύνολο ή μέρος των οριζόμενων στην περίπτωση α΄ δαπανών, οι αναγκαίες παρεκκλίσεις από τις ρυθμίσεις
των λοιπών διατάξεων του παρόντος νόμου που αφορούν τη νομική μορφή των επιχειρήσεων, το ελάχιστο
κόστος ενισχυόμενου επενδυτικού σχεδίου, την ιδία συμμετοχή, τον τρόπο και τα κριτήρια αξιολόγησης, τη
διαδικασία παροχής των ενισχύσεων, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που θα συμβάλλει στην εφαρμογή
της μορφής αυτής χορήγησης κινήτρων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις."
489
"Κάθε αλλαγή της εταιρικής σύνθεσης του φορέα της επένδυσης οφείλει να γνωστοποιείται στην αρμόδια
υπηρεσία.
Εάν διαπιστωθεί κατά την ολοκλήρωση της επένδυσης ότι λόγω αλλαγής της εταιρικής σύνθεσης ο φορέας
του επενδυτικού σχεδίου έπαυσε να είναι μεσαία ή μικρή επιχείρηση, αφαιρείται από την ενίσχυση το
αντίστοιχο ποσοστό που όριζε η απόφαση υπαγωγής λόγω αυτής της ιδιότητας."
"ζ. Μέχρι την έκδοση της προβλεπόμενης στην παράγραφο 18 του Αρθρου 5 κοινής υπουργικής απόφασης
για τον καθορισμό του είδους και της έκτασης των έργων ολοκληρωμένης μορφής εκσυγχρονισμού: α)
ξενοδοχειακής μονάδας ή: β) των τουριστικών οργανωμένων κατασκηνώσεων (campings), διατηρούνται σε
ισχύ και εφαρμόζονται για τον παρόντα νόμο αα) η κανονιστική απόφαση 43965/30.11.1994 που έχει
εκδοθεί κατ΄ εφαρμογή της περίπτωσης λβ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 2 του K.N. 1892/1990 και
διατηρήθηκε σε ισχύ σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου
14 του N. 2601/1998, όπως ίσχυε και ββ) η υπ΄ αριθμ. 58692/5.8.1998 κανονιστική απόφαση που είχε
εκδοθεί σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της παραγράφου 20 του Αρθρου 6 του N. 2601/1998, αντιστοίχως.
Η παραπάνω απόφαση της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης αυτής έχει εφαρμογή και για τα επενδυτικά
σχέδια τουριστικών οργανωμένων κατασκηνώσεων (campings) που έχουν υποβληθεί έως την ημερομηνία
λήξης υποβολής των αιτήσεων στις διατάξεις του N. 3299/2004."
β. i. Στην περίπτωση στ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 12 αντί της αναφοράς στην παράγραφο 16 του
Αρθρου 6 του N. 2601/1998 νοείται αναφορά στην παράγραφο 18 του παραπάνω Αρθρου.
ii. Στις περιπτώσεις ιγ΄ και ιδ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 12, όπου γίνεται αναφορά στο Αρθρο 8 του
παρόντος νόμου νοείται αναφορά στο Αρθρο 7 του ίδιου νόμου.
iii. Στην περίπτωση κ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 12 αντικαθίσταται η φράση "περίπτωση β΄ της
490
11. Η ισχύς των διατάξεων του Αρθρου αυτού αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2007.
Αρθρο 38
1. Η προβλεπόμενη, από τις διατάξεις της παραγράφου 8 του Αρθρου 7 του N. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄),
αναπροσαρμογή των ποσών των μηνιαίων βασικών συντάξεων του Ο.Γ.Α. (N. 4169/1961) ορίζεται από 1ης
Ιανουαρίου 2007 σε πενήντα (50) ευρώ και από 1ης Ιανουαρίου 2008 σε πενήντα δύο ευρώ και είκοσι
πέντε λεπτά (52,25).
2. Ο Κλάδος Σύνταξης του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Α.Τ.Ε. εντάσσεται υποχρεωτικά
στον Κλάδο Σύνταξης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών
(Ι.Κ.Α.-ΕΤ.Α.Μ.) από 1.1.2007.
Τα ποσοστά των ασφαλιστικών εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου μειώνονται στα αντίστοιχα ισχύοντα
στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.ΑΜ, για μεν τους εργαζόμενους άμεσα από 1.1.2007, για δε τον εργοδότη σταδιακά και
ισόποσα μέσα σε χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, αρχής γενομένης από 1.1.2007.
Πέραν των παραπάνω τακτικών ασφαλιστικών εισφορών η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. θα καταβάλ-
λει στο Ι.Κ.Α.-ΕΤ.Α.Μ. ως έκτακτη εισφορά, στο πλαίσιο της διάταξης της παραγράφου 4 του Αρθρου 46
του N. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄) για δεκαπέντε (15) χρόνια το ποσό των είκοσι οκτώ εκατομμυρίων
(28.000.000) ευρώ, κάθε έτος, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της ένταξης. Η απόδοση του ποσού κάθε
έτους θα γίνεται εντός του μηνός Δεκεμβρίου κάθε έτους. Για τυχόν ελλείμματα πέραν των ανωτέρω,
εφαρμογή έχουν οι διατάξεις της παραγράφου 3 του Αρθρου 4 του N. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α΄).
Για τα λοιπά θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Αρθρου αυτού, εφαρμόζονται οι διατάξεις
των παραγράφων 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10 του Αρθρου 5 του N. 3029/2002.
Από 1.1.2007 οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρισης Μελών Προσωπικού
της Αγροτικής Τράπεζας (Ε.Λ.Ε.Μ.), που έχει συσταθεί στο Ταμείο Υγείας Προσωπικού της Αγροτικής
Τράπεζας της Ελλάδος, υπάγονται υποχρεωτικά στο Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων
(Ε.Τ.Α.Τ.). Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 6 του Αρθρου 62 του N.
3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α΄) και οι διατάξεις του Π.Δ. 209/2006 (ΦΕΚ 209 Α΄).
491
Η οικονομική επιβάρυνση του Ε.Τ.Α.Τ. και του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. από την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.
3371/2005 και του παρόντος Αρθρου καλύπτεται, πέραν των προβλεπόμενων από τις καταστατικές
διατάξεις του Ε.Λ.Ε.Μ. εισφορών εργαζομένου και εργοδότη, από την καταβολή από την Αγροτική Τράπεζα
της Ελλάδος Α.Ε. του ποσού των τριακοσίων ογδόντα εκατομμυρίων (380.000.000) ευρώ. Από το ποσό
αυτό τα διακόσια ογδόντα εκατομμύρια (280.000.000) ευρώ καταβάλλονται εντός του μηνός Ιανουαρίου
2007 και το υπόλοιπο ποσό, σαν έκτακτη εισφορά, των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) ευρώ
καταβάλλεται σε 10 ισόποσες ετήσιες δόσεις στην αρχή κάθε έτους.
Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του Αρθρου 8 του Καταστατικού του Ε.Λ.Ε.Μ.
εισφορά της ΑΤΕ μειώνεται σταδιακά και ισόποσα από 9% σε 7,5% εντός τριών (3) ετών, αρχής γενομένης
από 1.1.2007. Με τα παραπάνω ποσά των έκτακτων εισφορών και οικονομικών επιβαρύνσεων προς το
Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και Ε.Τ.Α.Τ.- Ε.Τ.Ε.Α.Μ. εξαντλείται η υποχρέωση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος
για κάλυψη επιπλέον εισφορών ή παροχών προς τα Ταμεία αυτά που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις.
Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθορίζεται κάθε θέμα που προκύπτει
από την εφαρμογή του παρόντος Αρθρου.
3. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος εφαρμόζεται στο σύνολο του προσωπικού του Ο.Τ.Ε. Α.Ε. ο
Εσωτερικός Κανονισμός Προσωπικού της COSMOTE Α.Ε., ως ισχύει σήμερα, με την εξαίρεση των άρθρων
11, 12,13, καταργούμενης κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας ή
επιχειρησιακής συλλογικής συμφωνίας, απόφασης της διοίκησης του Ο.Τ.Ε. ή εντεταλμένων οργάνων του
και πρακτικής, οποιουδήποτε χαρακτήρα ή νομικής δεσμευτικότητας, που αφορούν σε θέματα εσωτερικού
κανονισμού του προσωπικού του Ο.Τ.Ε. και αντίκεινται στις ρυθμίσεις του ως άνω Εσωτερικού Κανονισμού
Προσωπικού της COSMOTE, με την επιφύλαξη των διατάξεων των επόμενων εδαφίων.
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Αρθρου: α) τα άρθρα 20 παράγραφοι
1 III IV, παρ. 2-10 και τα άρθρα 23-40 του καταργούμενου Γενικού Κανονισμού Προσωπικού Ο.Τ.Ε., που
αφορούν στον πειθαρχικό έλεγχο του προσωπικού, β) οι υφιστάμενες ρυθμίσεις και όροι των
επιχειρησιακών σ.σ.ε. που αφορούν στο μισθολογικό καθεστώς, εξαιρουμένων, για όσους πρόκειται να
προσληφθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, του χρονοεπιδόματος και όλων των λοιπών
επιδομάτων, γ) τα άρθρα 5, 7, 12, 13, 14, 16, 17,18, 42, 46, 47 του καταργούμενου Γενικού Κανονισμού
προσωπικού Ο.Τ.Ε., μόνο για το προσωπικό που μέχρι την 14η Ιουλίου 2005 υπηρετούσε στον Ο.Τ.Ε. Α.Ε.
ως Δόκιμο ή Μόνιμο.
492
4. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του Αρθρου 26 του Ν. 2843/2000 (ΦΕΚ 219 Α΄)
και των παραγράφων 2 και 3 του Αρθρου 7 του Ν. 2257/1994 (ΦΕΚ 197 Α΄) καταργούνται.
Αρθρο 39
Έναρξη ισχύος
β) των άρθρων 1 (παράγραφοι 8 και 9), 4 (παράγραφοι 11 και 12) και 5 (παράγραφοι 1 και 5) από το
οικονομικό έτος 2007 για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος αυτού του οικονομικού έτους και των
επόμενων,
γ) του Αρθρου 5 (παράγραφος 4) από το οικονομικό έτος 2006 για τα εισοδήματα αυτού του οικονομικού
έτους και επόμενων,
δ) του Αρθρου 8 (παράγραφοι 1, 2 και 3) για δαπάνες που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις από
διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2006 και μετά,
493
ε) του Αρθρου 9 (παράγραφοι 3 και 4) από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου
2006 και μετά,
στ) των άρθρων 10 (παράγραφος 1) και 11 για εισοδήματα του οικονομικού έτους 2006 και μετά,
ζ) του Αρθρου 13 (παράγραφος 1) για τα φύλλα ελέγχου που εκδίδονται από τη δημοσίευση του παρόντος
και μετά και (παράγραφος 4) δύο (2) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά,
(παράγραφοι 9 και 10), 33 και της παραγράφου 19 του Αρθρου 34 από 1ης Ιανουαρίου 2007,
ι) του Αρθρου 27 (παράγραφος 9), του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 7 του Αρθρου 4 του Κ.Β.Σ., όπως
τίθενται με την παράγραφο 6 του Αρθρου 28 του παρόντος νόμου, του Αρθρου 28 (παράγραφοι 3, 4, 5, 9,
11 και 12), του Αρθρου 30 (παράγραφος 1), του Αρθρου 31 (παράγραφος 4) και της περίπτωσης θ΄ της
παραγράφου 4 του Αρθρου 30 του Κ.Β.Σ., όπως τίθενται με την παράγραφο 5 του Αρθρου 31 του
παρόντος, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνει διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από την ημερομηνία αυτή και μετά,
ια) των διατάξεων της περίπτωσης γ΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του Αρθρου 4 του Κ.Β.Σ.,
όπως τίθενται με την παράγραφο 2 του Αρθρου 28 του παρόντος νόμου, από τη δημοσίευσή του στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνουν επιτηδευματίες που κάνουν έναρξη εργασιών με αυτό
αποκλειστικά το αντικείμενο εργασιών από 1.1.2007 και μετά, καθώς και επιτηδευματίες που εκδίδουν άδεια
ανέγερσης οικοδομής από την ημερομηνία αυτή και μετά,
ιγ) των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν
ορίζεται διαφορετικά από αυτές.
ια) των διατάξεων της περίπτωσης γ΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του Αρθρου 4 του Κ.Β.Σ.,
όπως τίθενται με την παράγραφο 2 του Αρθρου 28 του παρόντος νόμου, από τη δημοσίευσή του στην
494
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνουν επιτηδευματίες που κάνουν έναρξη εργασιών με αυτό
αποκλειστικά το αντικείμενο εργασιών από 1.1.2007 και μετά, καθώς και επιτηδευματίες που εκδίδουν άδεια
ανέγερσης οικοδομής από την ημερομηνία αυτή και μετά,
ιγ) των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν
ορίζεται διαφορετικά από αυτές.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως
νόμου του Κράτους.
Α. ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ