Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 494

1

N. 2238/1994
KΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΙΝΟΓΛΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ: ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ-ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ ΝΟΜΟΣ ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ Ν. 3483/2006


ΚΑΙ 3763/09
ΝΟΜΟΣ 2238/1994
"ΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ"
(ΦΕΚ Α΄ 151/16.9.1994)

ΑΡΘΡΟ ΠΡΩΤΟ
Κυρώνεται ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, ο οποίος έχει συνταχθεί σύμφωνα
με τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 76 του Συντάγματος, από την
ειδική επιτροπή που συγκροτήθηκε, κατ΄ εξουσιοδότηση των διατάξεων των
άρθρων 105 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α΄ 101) και 34 του Ν. 1914/1990 (ΦΕΚ Α΄ 178), με
την 1156657/1341/0006 από 31 Δεκεμβρίου 1993 (ΦΕΚ Β΄13/1994) απόφαση του Υπ.
Οικονομικών και ο οποίος έχει ως ακολούθως:
2

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΠΙΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ

Άρθρο 1
Αντικείμενο του φόρου
Επιβάλλεται φόρος στο συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει είτε στην
ημεδαπή είτε στην αλλοδαπή και αποκτάται από κάθε φυσικό πρόσωπο για το
οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 2.

Άρθρο 2
Υποκείμενο του φόρου
1. Σε φόρο υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο αποκτά εισόδημα που
προκύπτει στην Ελλάδα ανεξάρτητα από την ιθαγένεια και τον τόπο κατοικίας ή
διαμονής του. Επίσης, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του, σε φόρο υπόκειται κάθε
φυσικό πρόσωπο για τα εισοδήματά του που προκύπτουν στην αλλοδαπή, εφόσον
έχει την κατοικία του στην Ελλάδα.

2. Οι έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή θεωρείται ότι


κατοικούν στην Ελλάδα.

3. Σε φόρο υπόκειται και η σχολάζουσα κληρονομία.

4. Σε φόρο υπόκεινται επίσης, οι ομόρρυθμες και οι ετερόρρυθμες εταιρείες, οι


κοινωνίες αστικού δικαίου, που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, οι αστικές
κερδοσκοπικές ή μη εταιρείες, οι συμμετοχικές ή αφανείς, καθώς και οι κοινοπραξίες
της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992,
ΦΕΚ Α΄ 84).
3

Άρθρο 3
Χρόνος επιβολής του φόρου
1. Ο φόρος επιβάλλεται κάθε οικονομικό έτος στο εισόδημα που αποκτάται μέσα στο
αμέσως προηγούμενο οικονομικό έτος, κατά τις διακρίσεις που ορίζει αυτός ο
νόμος.

2. Η χρονική διάρκεια του οικονομικού έτους αρχίζει από την 1η /1 και λήγει την
31η/12 του ίδιου ημερολογιακού έτους.

Άρθρο 4
Εισόδημα και εξεύρεση του
1. Εισόδημα στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος είναι το εισόδημα που προέρχεται από
κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτηση του, όπως
αυτό προσδιορίζεται ειδικότερα στα άρθρα 20 έως 51. Ο φόρος αυτού του νόμου, τα
πρόστιμα και οι πρόσθετοι φόροι δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από το
εισόδημα αυτό.

2. Το εισόδημα ανάλογα με την πηγή της προέλευσής του διακρίνεται κατά τις
επόμενες κατηγορίες ως εξής:
Α - Β. Εισόδημα από ακίνητα.
Γ. Εισόδημα από κινητές αξίες.
Δ. Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις.
Ε. Εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις.
ΣΤ. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.
Ζ. Εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων και από κάθε άλλη πηγή.

3. Για να βρεθεί το συνολικό εισόδημα, αθροίζονται τα επιμέρους εισοδήματα των


κατηγοριών Α΄ έως Ζ΄ της προηγούμενης παραγράφου τα οποία αποκτώνται από
κάθε φυσικό πρόσωπο είτε κατά το οικονομικό έτος το προηγούμενο από τη
φορολογία, είτε κατά το διαχειριστικό ή ημερολογιακό ή γεωργικό έτος το οποίο
έληξε μέσα στο προηγούμενο από τη φορολογία οικονομικό έτος. Κατά την άθροιση
αυτή συμψηφίζονται τα θετικά και αρνητικά στοιχεία των επιμέρους εισοδημάτων.
Ειδικά, το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του εισοδήματος από εμπορικές και γεωργικές
επιχειρήσεις, που προκύπτει από βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων (Κ.Β.Σ.) που τηρούνται επαρκώς και ακριβώς, αν δεν καλύπτεται με
συμψηφισμό θετικού στοιχείου εισοδήματος άλλης πηγής, είτε γιατί δεν υπάρχει
τέτοιο στοιχείο εισοδήματος είτε γιατί αυτό που υπάρχει είναι ανεπαρκές,
4

μεταφέρεται για να συμψηφισθεί ολόκληρο στην πρώτη περίπτωση ή κατά το


υπόλοιπο αυτού στη δεύτερη, διαδοχικώς στα πέντε (5) επόμενα οικονομικά έτη
κατά το υπόλοιπο που απομένει κάθε φορά, με την προϋπόθεση ότι κατά τα έτη
αυτά τα βιβλία του υπόχρεου τηρούνται επαρκώς και ακριβώς.
Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του
εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις που προκύπτει από επαρκή και ακριβή
βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το οποίο μεταφέρεται για να συμψηφισθεί
διαδοχικώς στα πέντε (5) επόμενα οικονομικά έτη.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 4 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1-1-2005
και μετά).
(Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 4 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του
εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις που προκύπτει από επαρκή και ακριβή βιβλία
δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το οποίο μεταφέρεται για να συμψηφισθεί διαδοχικώς στα
τρία (3) επόμενα οικονομικά έτη»).
(Όπως το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 4, προέκυψαν μετά την
κατάργηση του άρθρου 19 του Ν. 3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του,
σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρ. 3 πριν την κατάργησή του άρθρου 19 του Ν.
3220/2004, είχε ως εξής:
«Ειδικά, το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του εισοδήματος από εμπορικές και γεωργικές
επιχειρήσεις, που προκύπτει από βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), αν δεν καλύπτεται με συμψηφισμό θετικού στοιχείου εισοδήματος άλλης
πηγής, είτε γιατί δεν υπάρχει τέτοιο στοιχείο εισοδήματος είτε γιατί αυτό που υπάρχει είναι
ανεπαρκές, μεταφέρεται για να συμψηφισθεί ολόκληρο στην πρώτη περίπτωση ή κατά το
υπόλοιπο αυτού στη δεύτερη, διαδοχικώς στα πέντε (5) επόμενα οικονομικά έτη κατά το
υπόλοιπο που απομένει κάθε φορά.
Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του
εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις που προκύπτει από βιβλία δεύτερης κατηγορίας
του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, το οποίο μεταφέρεται για να συμψηφισθεί διαδοχικώς
στα τρία (3) επόμενα οικονομικά έτη»).
...............................................
(Όπως το πέμπτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 4 του Ν. 2238/1994, το οποίο είχε
προστεθεί με την παρ. 2 του άρθρου 19 του Ν. 3220/2004 καταργείται από την ημερομηνια
έναρξης ισχύος του, με την παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 3259/2004).
(Το πέμπτο εδάφιο της παρ. 3 πριν την κατάργηση του άρθρου 19 του Ν. 3220/2004, είχε
ως εξής:
5

«Τα οριζόμενα στα προηγούμενα δύο εδάφια δεν εφαρμόζονται για τις επιχειρήσεις των
οποίων τα καθαρά κέρδη προσδιορίζονται εξωλογιστικά»).
(Όπως το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου, για διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).
(Το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
Ειδικά, το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του εισοδήματος από εμπορικές, γεωργικές,
βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που προκύπτει από
τα βιβλία του υποχρέου που τηρούνται επαρκώς και ακριβώς, αν δεν καλύπτεται με
συμψηφισμό θετικού στοιχείου εισοδήματος άλλης πηγής, είτε γιατί δεν υπάρχει τέτοιο
στοιχείο εισοδήματος είτε γιατί αυτό που υπάρχει είναι ανεπαρκές, μεταφέρεται για να
συμψηφισθεί ολόκληρο στην πρώτη περίπτωση ή κατά το υπόλοιπο αυτού στη δεύτερη,
διαδοχικώς στα πέντε (5) επόμενα οικονομικά έτη κατά το υπόλοιπο που απομένει κάθε
φορά, με την προϋπόθεση ότι κατά τα έτη αυτά τα βιβλία του υποχρέου τηρούνται επαρκώς
και ακριβώς).

4. Αρνητικό στοιχείο εισοδήματος από πηγή που βρίσκεται στην αλλοδαπή


συμψηφίζεται μόνο με θετικά εισοδήματα του φορολογουμένου που προκύπτουν
στην αλλοδαπή.

5...Καταργήθηκε..........................
(Όπως η παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την περ.8 του άρθρου 1
του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από 1/1/1997 και μετα΄)
(Η παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 2238/1994 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "5. Το
καθαρό εισόδημα από κύριες αποδοχές που αποκτούν αποκλειστικά από την άσκηση του
επαγγέλματος τους:
α) Οι συντάκτες οι οποίοι είναι μέλη της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων
Αθηνών, της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Μακεδονίας - Θράκης, της
Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Πελοποννήσου - Νήσων - Ηπείρου, της
Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Θεσσαλίας - Στερεάς Ελλάδας - Εύβοιας και
της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού Τύπου, καθώς και οι δημοσιογράφοι που έχουν
ασφαλιστική κάλυψη ως δημοσιογράφοι στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία για πέντε (5)
τουλάχιστον συνεχή έτη και ο χρόνος ασφάλισης βεβαιώνεται από τα αφαλιστικά ταμεία, οι
οποίοι εργάζονται στις εφημερίδες, στα περιοδικά, στη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, στο
Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών και στα
γραφεία τύπου των κρατικών υπηρεσιών και δεν έχουν την ιδιότητα κου μόνιμου δημόσιου
υπαλλήλου και β) οι εικονολήπτες επικαίρων τηλεόρασης, μειώνεται κατά ποσοστό δέκα
τοις εκατό (10%) στο ποσό του καθαρού εισοδήματος αυτού, για την αντιμετώπιση ειδικών
δαπανών του επαγγέλματος.")
6

6..Καταργήθηκε.......................................................
(Όπως η παρ. 6 του άρθρου 4 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την περ.9 του άρθρου 1
του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από 1/1/1997 και μετά).
(Η παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 2238/1994 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "6. Το
ποσό της κύριας σύνταξης, που καταβάλλεται στα πρόσωπα που αναφέρονται στην
περίπτωση α΄ της προηγούμενης παραγράφου, τα οποία συνταξιοδοτήθηκαν λόγω της
ιδιότητας τους ως διευθυντών σύνταξης, αρχισυντακτών, συντακτών της ύλης κ.λπ. και
μόνο για πη σύνταξη που τους καταβάλλεται από αυτήν την αιτία, γειώνεται κατά ποσοστό
δέκα τοις εκατό (10%) στο καθαρό ποσό αυτής.")

7. Εισοδήματα από την εκμίσθωση ακινήτων και από τόκους δανείων που
θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί κατά τις διατάξεις του παρόντος και τα οποία
αποδεδειγμένα δεν έχουν εισπραχθεί από το δικαιούχο, επιτρέπεται να μη
συνυπολογίζονται στο συνολικό καθαρό εισόδημά του, εφόσον εκχωρηθούν στο
Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα. Η εκχώρηση γίνεται με απλή έγγραφη δήλωση του
υπόχρεου σε φόρο, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη φορολογία του
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μέσα στο οικονομικό έτος στο
οποίο τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται σε φόρο. Μαζί με τη δήλωση αυτή
παραδίνονται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας τα
αποδεικτικά έγγραφα της εκχωρούμενης απαίτησης και με την ίδια δήλωση ο
εκχωρών βεβαιώνει ότι δεν κατέχει κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Το Δημόσιο
υποκαθίσταται στα δικαιώματα του εκχωρητή. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών
καθορίζεται η διαδικασία, ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης εκχώρησης
εισοδημάτων στο Δημόσιο, τα δικαιολογητικά που συνυποβάλλονται με αυτήν, η
διαδικασία βεβαίωσης των ποσών των εισοδημάτων που εκχωρούνται στο
Δημόσιο, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια - που είναι αναγκαία για την εφαρμογή
των διατάξεων αυτής της παραγράφου.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στην παράγραφο 7 του άρθρου 4 με την
παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Ν. 2873/2000).
7

Άρθρο 5
Φορολογία των εισοδημάτων των συζύγων και των ανήλικων τέκνων
1. Κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν κοινή
δήλωση των εισοδημάτων τους, στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που
αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα κάθε ενός συζύγου. Σε αυτή την
περίπτωση, το τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα του εισοδήματος του ενός συζύγου δεν
συμψηφίζεται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου.

2. Ειδικά, το εισόδημα του ενός συζύγου, το οποίο προέρχεται από επιχείρηση που
εξαρτάται οικονομικά από τον άλλο σύζυγο, προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου
συζύγου και φορολογείται στο όνομά του.

3. Το εισόδημα των ανήλικων τέκνων προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που
έχει το μεγαλύτερο συνολικό εισόδημα και φορολογείται στο όνομά του. Αν οι γονείς
έχουν ίσο ποσό συνολικού εισοδήματος, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου
προστίθεται στο εισόδημα του πατέρα και φορολογείται στο όνομά του. Αν ο
υπόχρεος γονέας δεν έχει τη γονική μέριμνα, το εισόδημα προστίθεται στα
εισοδήματα του άλλου γονέα και φορολογείται στο όνομά του.
Τα προηγούμενα εδάφια έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση που το εισόδημα των
ανηλίκων τέκνων προέρχεται από ακίνητα που περιήλθαν σε αυτά από ανιόντες, στους
οποίους είχαν μεταβιβασθεί από τους γονείς των ανηλίκων (προστέθηκε με με την παρ. 1 του
άρθρου 1 ν.3763/09 και ισχέι από από οικ. Έτος 2010)

4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται για τα εισοδήματα


τα οποία προκύπτουν από:
α) την παροχή εργασίας του ανήλικου τέκνου, με σχέση ανεξάρτητης ή εξαρτημένης
εργασίας ή μίσθωσης έργου,
β) περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν στο ανήλικο τέκνο από κληρονομιά,
γ) περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν στο ανήλικο τέκνο από χαριστικές παροχές,
εκτός από εκείνα που προέρχονται από χαριστικές παροχές γονέα του.
δ) περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν στο ανήλικο τέκνο από χαριστικές παροχές,
που έγιναν σε αυτό από γονέα του, ο οποίος έχει αποβιώσει κατά το χρόνο που
προκύπτει το εισόδημα από αυτά τα περιουσιακά στοιχεία,
ε) συντάξεις που απονεμήθηκαν στο ανήλικο τέκνο, λόγω θανάτου του πατέρα του ή
της μητέρας του και
8

στ) περιουσιακά στοιχεία που με βάση δικαστική απόφαση περιέρχονται στο


ανήλικο, ως υποκατάστατα στοιχείων που αναφέρονται στις προηγούμενες
περιπτώσεις αυτής της παραγράφου.
Για τα εισοδήματα αυτά το ανήλικο τέκνο έχει δική του φορολογική υποχρέωση, με
εξαίρεση το εισόδημα από περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν σε αυτό από
χαριστικές παροχές από τους γονείς του, καθώς και το αντίστοιχο υποκατάστατό
τους.
Το εισόδημα από περιουσιακό στοιχείο που περιήλθε στο ανήλικο με χαριστική
παροχή γονέα του φορολογείται στο όνομα του γονέα που το παραχώρησε. Αν η
αξία του υποκατάστατου υπερβαίνει την αξία του περιουσιακού στοιχείου το οποίο
εκποιήθηκε, το εισόδημα που προκύπτει θεωρείται ότι αποτελεί μέρος χαριστικής
παροχής που έγινε στο τέκνο από το γονέα του που έχει το μεγαλύτερο ποσό
εισοδήματος και φορολογείται, επιμεριζόμενο αναλόγως, στο όνομα αυτού του
γονέα.
(Όπως η παράγραφος 4 του άρθρου 5 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 3
του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση γ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου
από το οικονομικό έτος 2001 για τα εισοδήματα της χρήσης 2000 και στο εξής).
(Η παρ.4 του άρθρου 5 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής: " 4. Οι διατάξεις της
προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται για τα εισοδήματα τα οποία προκύπτουν: α)
από την παροχή της προσωπικής εργασίας του τέκνου, β) από περιουσιακά στοιχεία που
περιήλθαν στο τέκνο από κληρονομιά ή από δωρεά, με εξαίρεση τις γονικές παροχές και τις
δωρεές που έγιναν σε αυτό από τους γονείς του, γ) από συντάξεις που απονεμήθηκαν στο
τέκνο, λόγω θανάτου της μητέρας του ή του πατέρα του και δ) από περιουσιακά στοιχεία
που περιήλθαν στο ανήλικο τέκνο από δωρεές ή γονικές παροχές, που έγιναν σε αυτό από
γονέα του, ο οποίος έχει αποβιώσει κατά το χρόνο που προκύπτει το εισόδημα από αυτά τα
περιουσιακά στοιχεία. Για τα εισοδήματα αυτά το τέκνο έχει δική του φορολογική
υποχρέωση.")
Σε περίπτωση που για το ανήλικο τέκνο συντρέχει μία ή περισσότερες από τις περιπτώσεις α΄ έως στ΄ της
παραγράφου αυτής, τότε στην υποβαλλόμενη δήλωση που περιλαμβάνεται και το εισόδημα που
προέρχεται από περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν σε αυτό από χαριστικές παροχές από τους γονείς
του, καθώς και το αντίστοιχο υποκατάστατο τους(ν.3763 ισχύς από 2010)

Άρθρο 6
Απαλλαγές από το φόρο
1. Απαλλάσσονται από το φόρο προσωπικά και με τον όρο της αμοιβαιότητας:

α. Οι αλλοδαποί πρεσβευτές και οι λοιποί διπλωματικοί αντιπρόσωποι και


πράκτορες για το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και για τα από κάθε πηγή
εισοδήματά τους που αποκτώνται στην αλλοδαπή.
9

β. Οι πρόξενοι και προξενικοί πράκτορες, ως και το κατώτερο προσωπικό των


ξένων πρεσβειών και προξενείων, εφόσον έχουν την ιθαγένεια του Κράτους που
αντιπροσωπεύεται και αποκτούν στην Ελλάδα εισόδημα μόνο από μισθωτές
υπηρεσίες.

2. Από το εισόδημα από ακίνητα απαλλάσσεται:


α. Το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από την παραχώρηση της χρήσης
ακινήτων από τον κύριο, νομέα ή επικαρπωτή αυτών, στο Ελληνικό Δημόσιο ή σε
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, χωρίς αντάλλαγμα.
β) Το ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση γενικά.
(Όπως η περίπτωση β΄ της παρ. 2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του
3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύουν για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003)
(Η περίπτωση β΄ της παρ. 2 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
β. Το ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση της κύριας κατοικίας του
φορολογουμένου, εμβαδού μέχρι εκατόν πενήντα (150) μ2, το οποίο προσαυξάνεται κατά
είκοσι (20) μ2 για καθένα από τα δύο τέκνα και κατά τριάντα (30) τετραγωνικά μέτρα για κάθε
τέκνο από το τρίτο και μετά, που βαρύνουν τον φορολογούμενο.
Αν το εμβαδόν της ιδιοκατοικούμενης κύριας κατοικίας είναι μικρότερο από το παραπάνω
απαλλασσόμενο όριο, η διαφορά μέχρι το όριο αυτό λαμβάνεται υπόψη για απαλλαγή μιας
μόνο ιδιοκατοικούμενης δευτερεύουσας κατοικίας.
Αν η ιδιοκατοικούμενη κύρια ή δευτερεύουσα κατοικία ανήκει στη σύζυγο ή τα τέκνα του
φορολογουμένου, το απαλλασσόμενο ποσό που αναλογεί αφαιρείται από το δικό τους
ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση.
Σε περίπτωση συνιδιοκτησίας μεταξύ των συζύγων ή μεταξύ αυτών και των ανήλικων
τέκνων τους, το συνολικό ποσό που απαλλάσσεται αφαιρείται αναλογικά από το ακαθάριστο
τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση του καθενός, με βάση το ποσοστό συνιδιοκτησίας
τους. Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται αναλόγως και για το τεκμαρτό
εισόδημα, το οποίο αποκτούν ομογενείς ή Έλληνες μόνιμοι κάτοικοι του εξωτερικού, από
ιδιοκατοίκηση μιας μόνο κατοικίας που βρίσκεται στην Ελλάδα.)
γ) Το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από τη δωρεάν παραχώρηση της χρήσης
κατοικίας εμβαδού μέχρι εκατό (100) τετραγωνικά μέτρα, από τον γονέα που έχει την
κυριότητα ή την επικαρπία αυτής προς τα τέκνα του ή από τα τέκνα που έχουν την
κυριότητα ή την επικαρπία αυτής προς τους γονείς τους, προκειμένου να
χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία
(Όπως η περ.γ΄ της παρ. 2 του άρθ. 6 του Ν. 2238/1994 αντικαταστάθηκε από τη παρ. 2
του άρθ. 26 του Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το άρθ. 53 του ιδίου Νόμου από
1/1/2006).
10

(Η περ.γ΄ της παρ. 2 του άρθ. 6 του Ν. 2238/1994 πρίν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«γ. Το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από τη δωρεάν παραχώρηση της χρήσης
κατοικίας από το γονέα που έχει την κυριότητα ή την επικαρπία αυτής προς τα τέκνα του ή
από τα τέκνα που έχουν την κυριότητα ή την επικαρπία αυτής προς τους γονείς τους,
προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία.»)

3. Από το εισόδημα από κινητές αξίες απαλλάσσονται:


α. Οι τόκοι οποιασδήποτε μορφής κατάθεσης σε τράπεζες που λειτουργούν στην
Ελλάδα ή το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, εφόσον η κατάθεση δεν είναι σε ευρώ και ο
δικαιούχος είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού.
(Όπως η περίπτωση α΄ της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 2 του
3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του ιδίου νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού ήτοι 24/12/2002 και μετά.)
(Η περίπτωση α΄ της παρ. 3 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
α. Οι τόκοι οποιασδήποτε μορφής κατάθεσης σε τράπεζες που είναι στην Ελλάδα ή το
Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, εφόσον το ποσό αυτής είναι σε ξένο νόμισμα).
β. Οι τόκοι εκούσιων καταθέσεων όψεως ή ταμιευτηρίου στο Ταμείο Παρακαταθηκών
και Δανείων, εφόσον οι καταθέσεις αυτές δεν είναι σε ευρώ και ο δικαιούχος είναι
μόνιμος κάτοικος εξωτερικού.
(Όπως η περίπτωση β΄ της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 2 του
3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του ιδίου νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού ήτοι 24/12/2002 και μετά).
(Η περίπτωση β΄ της παρ. 3 πριν την αντικατάσταση της με τον 3091/2002 είχε ως εξής:
«β. Οι τόκοι εκούσιων καταθέσεων όψεως ή ταμιευτηρίου στο Ταμείο Παρακαταθηκών και
Δανείων, εφόσον το ποσό αυτών είναι σε ξένο νόμισμα»).
γ. Οι τόκοι από υποχρεωτικές καταθέσεις τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων που
λειτουργούν με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του N. 1667/1986 στην
Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και οι τόκοι που προέρχονται από καταθέσεις του
Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στην
Τράπεζα της Ελλάδος.
(Όπως μετά την κατάργηση των περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄, η περίπτωση ε΄
αναριθμήθηκε σε γ΄ με την παρ. 6 του άρθρου 2 του 3091/2002. Η κατάργηση των
περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄ ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του
ιδίου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, ήτοι 24/12/2002 και μετά).
δ. Οι τόκοι εθνικών δανείων που εκδίδονται με έντοκα γραμμάτια ή ομολογίες,
εφόσον προβλέπεται η απαλλαγή από τον οικείο νόμο.
(Όπως μετά την κατάργηση των περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄, η περίπτωση η΄
αναριθμήθηκε σε δ΄ με την παρ. 6 του άρθρου 2 του 3091/2002. Η κατάργηση των
περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄ ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του
ιδίου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, ήτοι 24/12/2002 και μετά).
11

ε. Οι τόκοι ενυπόθηκων δανείων αλλοδαπής, τα οποία παρέχονται από αλλοδαπούς


με εγγραφή υποθήκης σε πλοία ελληνικής ιθαγένειας.
(Όπως μετά την κατάργηση των περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄, η περίπτωση θ΄
αναριθμήθηκε σε ε΄ με την παρ. 6 του άρθρου 2 του 3091/2002 Η κατάργηση των
περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄ ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του
ιδίου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, ήτοι 24/12/2002 και μετά).
στ. Οι τόκοι των ομολογιακών δανείων της Δημοσίας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού
(ΔΕΗ) και του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (ΟΤΕ), εφόσον προβλέπεται η
απαλλαγή από τον οικείο νόμο.
(Όπως μετά την κατάργηση των περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄, η περίπτωση ι΄
αναριθμήθηκε σε στ΄ με την παρ. 6 του άρθρου 2 του 3091/2002. Η κατάργηση των
περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄ ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του
ιδίου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, ήτοι 24/12/2002 και μετά).
ζ. Οι τόκοι των ομολογιακών δανείων που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα
Επενδύσεων σε ευρώ ή συνάλλαγμα στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό με την
επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 8 του άρθρου 12
(Όπως μετά την κατάργηση των περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄, η περίπτωση ια΄
αναριθμήθηκε σε ζ΄ με την παρ. 6 του άρθρου 2 του 3091/2002. Η κατάργηση των
περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄ ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του
ιδίου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, ήτοι 24/12/2002 και μετά).
(Όπως η περίπτωση ια΄ της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 2 του
3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του ιδίου νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού ήτοι 24/12/2002 και μετά).
(Η περίπτωση ια΄ της παρ. 3 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«ια. Οι τόκοι των ομολογιακών δανείων που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων σε
δραχμές ή συνάλλαγμα, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό»).
η. Οι τόκοι των εκδιδόμενων ομολογιακών δανείων και η υπεραξία που τυχόν
προκύπτει κατά την εξόφληση των ομολόγων με ρήτρα εξωτερικού συναλλάγματος
ή ευρωπαϊκής νομισματικής μονάδας (ECU).
(Όπως μετά την κατάργηση των περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄, η περίπτωση ιβ΄
αναριθμήθηκε σε η΄ με την παρ. 6 του άρθρου 2 του 3091/2002. Η κατάργηση των
περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄ ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του
ιδίου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, ήτοι 24/12/2002 και μετά).
θ. Τα μερίσματα από ιδρυτικούς τίτλους και μετοχές ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών
που ασχολούνται με την εκμετάλλευση πλοίων των οποίων τα κέρδη υπόκεινται
στον ειδικό φόρο πλοίων, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά. Αν η ανώνυμη εταιρεία
παράλληλα με την εκμετάλλευση των πλοίων ασκεί και άλλες επιχειρήσεις τότε
απαλλάσσεται από το φόρο ποσό μερίσματος ίσο με τη σχέση μεταξύ των
ακαθάριστων εσόδων από την εκμετάλλευση των πλοίων και του συνόλου των
ακαθάριστων εσόδων της εταιρείας.
12

(Όπως μετά την κατάργηση των περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄, η περίπτωση ιε΄
αναριθμήθηκε σε θ΄ με την παρ. 6 του άρθρου 2 του 3091/2002. Η κατάργηση των
περιπτώσεων γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄ ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του
ιδίου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, ήτοι 24/12/2002 και μετά).
ι) Τα κέρδη αμοιβαίων κεφαλαίων του Ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α) και του Ν. 2778/1999
(ΦΕΚ 295 Α), καθώς και η πρόσθετη αξία που αποκτούν οι μεριδιούχοι αυτών των
αμοιβαίων κεφαλαίων από την εξαγορά των μεριδίων τους σε τιμή ανώτερη της
τιμής κτήσης, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 33
του Ν. 3283/2004 και της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του Ν. 2778/1999. Η πιο
πάνω απαλλαγή ισχύει και για τα αμοιβαία κεφάλαια που είναι εγκατεστημένα σε
άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε κράτος του Ευρωπαϊκού
Οικονομικού Χώρου / Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΟΧ/ΕΖΕΣ).
(Όπως η περ. ι΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 1
του άρθρου 8 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από
την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-
2004).
(Η περ. ι΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«ι) Τα κέρδη αμοιβαίων κεφαλαίων του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167/Α΄ και του Ν. 2778/1999
(ΦΕΚ 295/Α΄), καθώς και η πρόσθετη αξία που αποκτούν οι μεριδιούχοι αυτών των
αμοιβαίων κεφαλαίων από την εξαγορά των μεριδίων τους σε τιμή ανώτερη της τιμής
κτήσης, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του Ν.
1969/1991 και της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του Ν. 2778/1999. Η πιο πάνω απαλλαγή
ισχύει και για τα αμοιβαία κεφάλαια που έχουν συσταθεί σε άλλο κράτος μέλος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης»).
(Όπως η περίπτωση ι΄ προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης
αυτού ήτοι 24/12/2002 και μετά).
(Οι περίπτωσεις γ΄, δ΄, στ΄, ζ΄, ιβ΄ και ιδ΄ της παρ. 3 πριν την κατάργησή τους είχαν ως εξής:
γ. Οι τόκοι καταθέσεων στεγαστικού ταμιευτηρίου, εφόσον το προϊόν τους χρησιμοποιείται
αποκλειστικώς για την εξασφάλιση στεγαστικών δανείων.
δ. Οι τόκοι καταθέσεων σε δραχμές μετατρέψιμες σε συνάλλαγμα, στις οποίες όμως δεν
περιλαμβάνονται οι τόκοι των ομολόγων ή καταθέσεων ή ομολογιακών δανείων με ρήτρα
ξένου νομίσματος.
στ. Οι τόκοι προθεσμιακών καταθέσεων, που έχουν συναφθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1990
και για το χρονικό διάστημα μέχρι την πρώτη ανανέωσή τους μετά από αυτήν την
ημερομηνία.
ζ. Οι τόκοι καταθέσεων σε δραχμές μη κατοίκων Ελλάδας.
ιβ. Οι τόκοι ομολογιακών δανείων που εκδίδονται από δήμους και κοινότητες.
ιδ. Οι τόκοι των εντόκων τίτλων που εκδίδονται στην Ελλάδα, με τις εγκρίσεις που
προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το Διεθνή
13

Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως, τη Διεθνή Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως, την


Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως και την Ασιατική Τράπεζα
Αναπτύξεως).

4. Από το εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις απαλλάσσονται:

α. Τα κέρδη από την εκμετάλλευση πλοίων, τα οποία υπόκεινται στον ειδικό φόρο
για τα πλοία, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά.
Άρθρο 4
Κατάργηση και τροποποίηση φοροαπαλλαγών

Οι διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παρ.4 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται

β. Τα κέρδη από τη λιανική πώληση καπνού ή από την άσκηση του επαγγέλματος
του μικροπωλητή ή από την εκμετάλλευση περιπτέρου ή από την εκμετάλλευση
καφενείου, κυλικείου, κουρείου κλπ. μέσα στα κτίρια και καταστήματα στα οποία
στεγάζονται δημόσιες γενικά υπηρεσίες ή δημοτικές ή κοινοτικές και εκκλησιαστικές
υπηρεσίες ή υπηρεσίες νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, τα οποία
πραγματοποιούνται από θύματα πολέμου και ανάπηρους στους οποίους
χορηγήθηκε σχετική άδεια, εφόσον η εκμετάλλευση αυτών ενεργείται από τους
ίδιους. Επίσης απαλλάσσεται το δικαίωμα που παίρνουν τα πρόσωπα αυτά από την
παραχώρηση της εκμετάλλευσης του περιπτέρου, καφενείου κλπ. σε τρίτους.
γ. Από 1ης Ιανουαρίου 2003 το ποσό της επιχορήγησης που καταβάλλεται στους
νέους επαγγελματίες οι οποίοι υπάγονται στα προγράμματα απασχόλησης του
Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) της παραγράφου 9 του
άρθρου 29 του Ν. 1262/1982 (ΦΕΚ 70 Α΄).
(Όπως η περίπτωση γ΄ προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 26 του Ν. 3156/2003)

5. Από το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες απαλλάσσονται:


α. Οι συντάξεις και κάθε είδους περιθάλψεις, οι οποίες παρέχονται σε ανάπηρους
πολέμου και θύματα ή οικογένειες θυμάτων πολέμου ως και σε ανάπηρους και
θύματα ειρηνικής περιόδου στρατιωτικούς γενικά που έπαθαν κατά την εκτέλεση της
υπηρεσίας τους προδήλως, αναμφισβήτητα και εξαιτίας αυτής.
β. Καταργήθηκε................................................
(Όπως η περ.β της παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 10 του
άρθρου 1 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από 1/1/1997 και μετά)
(Η περ. β της παρ. 5 του άρθρου 6 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "β) Τα έξοδα
παράστασης που παρέχονται στου νομάρχες μέχρι ποσό ίσο με τα 2/3 (δύο τρίτα) των
ετήσιων κύριων αποδοχών (μισθών) τους, καθώς και τα έξοδα παράστασης, στο σύνολο
14

τους που παρέχονται στους δημάρχους; αντιδημάρχους και προέδρους κοινοτήτων του
Κράτους.")
γ. Καταργήθηκε.....................................................
(Όπως η περ.γ της παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 11 του
άρθρου 1 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από 1/1/1997 και μετά)
(Η περ. γ της παρ. 5 του άρθρου 6 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "γ) Οι αποδοχές
των κατώτερων πληρωμάτων τω εμπορικών πλοίων").
δ. Η σύνταξη που καταβάλλεται σε ανάπηρους πολέμου με βάση τα έτη υπηρεσίας
τους στο Δημόσιο, κατά το ποσό της αναπηρικής σύνταξης την οποία θα ελάμβανε ο
δικαιούχος αν δεν είχε παραιτηθεί από το δικαίωμα λήψης της. Η διάταξη αυτής της
περίπτωσης εφαρμόζεται ανάλογα και στις συντάξεις που καταβάλλονται από το
Δημόσιο σε θύματα ή οικογένειες θυμάτων πολέμου.
ε. Το εξωιδρυματικό επίδομα, καθώς και το ποσό με το οποίο προσαυξάνεται η
σύνταξη, που καταβάλλεται σε τυφλούς και γενικά σε πρόσωπα, που ευρίσκονται
διαρκώς σε κατάσταση που απαιτεί συνεχή περιποίηση, επίβλεψη και
συμπαράσταση άλλων προσώπων (απόλυτος αναπηρία), τα οποία καταβάλλονται
στους δικαιούχους από το Δημόσιο ή άλλους ασφαλιστικούς φορείς.
στ. Καταργήθηκε............................................................
(Όπως η περ.στ της παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 12
του άρθρου 1 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από 1/1/1997 και
μετά)
(Η περ.στ της παρ.5 του άρθρου 6 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "στ) Τα ειδικά
επιδόματα επικίνδυνης εργασίας: πτητικό, καταδυτικό, ναρκαλιείας, αλεξιπτωτιστών, δυτών
και υποβρύχιων καταστροφών, που καταβάλλονται σε αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και
οπλίτες των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, της πυροσβεστικής υπηρεσίας
και του λιμενικού σώματος, καθώς και το επίδομα ναρκαλιείας που καταβάλλεται σε ιδιώτες
οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ναρκαλιείας με οποιαδήποτε σχέση στα Υπουργεία Εθνικής
Άμυνας, Δημόσιας Τάξης και Εμπορικής Ναυτιλίας. Επίσης, τα επιδόματα επικίνδυνης
εργασίας που καταβάλλονται στους δικαιούχους με βάση την παρ. 5 του άρθρου 14 του Ν.
1505/1984 (ΦΕΚ 194 Α΄), καθώς και την περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν.
1711/1987 (ΦΕΚ 109 Α).")
ζ. Η σύνταξη, που καταβάλλεται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του
άρθρου 63 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α΄ 101).
η. Καταργήθηκε......................................................
(Όπως η περ. η της παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 13
του άρθρου 1 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από 1/1/1997 και
μετά)
(Η περ. η της παρ. 5 του άρθρου 6 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "η) Το στεγαστικό
επίδομα που καταβάλλεται στους δικαιούχους με βάση τις διατάξεις της περιπτώσεως στ΄
15

του άρθρου 10 του Ν. 1284/1982 (ΦΕΚ 114 Α΄) και των παρ. 19 και 44 του άρθρου 11 του
Ν. 1881/1990 (ΦΕΚ 42 Α΄).
θ. Οι μισθοί, συντάξεις και η πάγια αντιμισθία που χορηγούνται σε πρόσωπα που
είναι ολικώς τυφλοί, καθώς και σε πρόσωπα που παρουσιάζουν βαριές κινητικές
αναπηρίες, που υπερβαίνει σε ποσοστό το ογδόντα τοις εκατό (80%).
ι. Οι αποδοχές των αλλοδαπών κατωτέρων πληρωμάτων των εμπορικών πλοίων.
ια) Καταργήθηκε
ιβ) Τα επιδόματα που καταβάλλονται στους δικαιούχους σύμφωνα με τις
παραγράφους 1,2,3 και 6 του άρθρου 63 του ν. 1892 (ΦΕΚ101Α)
ιγ) Το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΑΣ) που καταβάλλεται στους δικαιούχους σύμφωνα
με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου, ηοποία κυρώθηκε με
την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 2453/97 (προστέθηκε με άρ.18 ν.3756/09 και ισχύει από
1.1.2008)

6. Επίσης απαλλάσσονται από το φόρο:


α. Οι αμοιβές που καταβάλει η Παγκόσμια Ένωση Αναπήρων Καλλιτεχνών
(V.D.M.F.K.), στα μέλη της ζωγράφους με το πόδι και το στόμα, που είναι μόνιμοι
κάτοικοι Ελλάδας, για την εργασία της ζωγραφικής που κάνουν, αμειβόμενοι
αποκλειστικά από την Ένωση αυτή σε συνάλλαγμα.
β. Τα χρηματικά βραβεία που καταβάλλονται από το Δημόσιο ή την Ακαδημία
Αθηνών ή τον Οργανισμό Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, για τη βράβευση
επιστημονικών, καλλιτεχνικών και πνευματικών γενικά επιδόσεων, καθώς και αυτά
που απονέμονται από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αφού προκηρυχθεί
νόμιμα σχετικός δημόσιος διαγωνισμός.
γ. Τα ποσά των υποτροφιών που καταβάλλονται σε όσους νόμιμα έλαβαν την
υποτροφία από το Δημόσιο ή από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τα
ιδρύματα και από περιουσίες του Α.Ν. 2039/1939 (ΦΕΚ Α΄ 455), εφόσον από αυτά
αποδεδειγμένα επιδιώκονται σκοποί εθνωφελείς ή θρησκευτικοί ή φιλανθρωπικοί ή
εκπαιδευτικοί ή κοινωφελείς ή καλλιτεχνικοί, ως και τα ποσά των υποτροφιών που
παρέχονται σε Έλληνες υποτρόφους από ξένα κράτη ή αλλοδαπά ιδρύματα και
οργανισμούς.
δ. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στους αναγνωρισμένους πολιτικούς
πρόσφυγες, σε αυτούς που διαμένουν προσωρινά στην Ελλάδα για
ανθρωπιστικούς λόγους και σε όσους έχουν υποβάλει αίτηση για αναγνώριση
προσφυγικής ιδιότητας, η οποία βρίσκεται στο στάδιο εξέτασης από το Υπουργείο
Δημόσιας Τάξης, από φορείς που υλοποιούν προγράμματα παροχής οικονομικής
ενίσχυσης προσφύγων, τα οποία χρηματοδοτούνται από την Ύπατη Αρμοστεία του
Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.), την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ελληνικό
Δημόσιο.
16

(Όπως η περίπτωση δ΄ προστέθηκε στην παρ. 6 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο
ΦΕΚ, ήτοι από 2/11/2001).

Άρθρο 7
Πρόσωπα που θεωρείται ότι βαρύνουν τους φορολογούμενους
1. Θεωρείται ότι βαρύνουν το φορολογούμενο:
α. Ο ή η σύζυγος που δεν έχει φορολογούμενο εισόδημα.
β. Τα ανήλικα άγαμα τέκνα.
γ. Τα ενήλικα άγαμα τέκνα τα οποία δεν έχουν υπερβεί το εικοστό πέμπτο έτος της
ηλικίας τους και σπουδάζουν σε αναγνωρισμένες σχολές ή σχολεία του εσωτερικού
ή εξωτερικού, καθώς και εκείνα τα οποία παρακολουθούν δημόσια ή ιδιωτικά
ινστιτούτα επαγγελματικής κατάρτισης στο εσωτερικό.
Ειδικά, για τα τέκνα του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και για τα τέκνα που δεν
σπουδάζουν, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο θεωρούνται προστατευόμενα μέλη
παρατείνεται μέχρι και δύο έτη, εφόσον κατά τα έτη αυτά είναι εγγεγραμμένα στα
μητρώα ανέργων του Ο.Α.Ε.Δ.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν.
2238/1994, με την παρ. 11 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται ή δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1-1-2005 και μετά).
(Όπως η περίπτωση γ της παρ. 1 του άρθρ. 7 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του
άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση β του άρθρου 50 του
ιδίου νόμου από το οικονομικό έτος 2001 για τα πρόσωπα που συνοικούν με το
φορολογούμενο και τον βαρύνουν από 1/1/2001 και μετά).
δ. Τα άγαμα τέκνα τα οποία δεν υπάγονται στην προηγούμενη περίπτωση, εφόσον
υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία.
ε. Τα τέκνα που είναι άγαμα ή διαζευγμένα ή τελούν σε κατάσταση χηρείας, εφόσον
παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και πάνω από διανοητική
καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία.
στ. Οι ανιόντες και των δύο συζύγων.
ζ. Οι αδελφοί και οι αδελφές και των δύο συζύγων που είναι άγαμοι ή διαζευγμένοι ή
τελούν σε κατάσταση χηρείας, εφόσον παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα επτά τοις
εκατό (67%) και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία.
η. Οι ανήλικοι ορφανοί από πατέρα και μητέρα, συγγενείς μέχρι τον τρίτο βαθμό
οποιουδήποτε από τους συζύγους.
17

2. Τα πρόσωπα, που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄ έως η΄ της προηγούμενης


παραγράφου, θεωρείται ότι βαρύνουν το φορολογούμενο εφόσον συνοικούν με
αυτόν και το ετήσιο φορολογούμενο και απαλλασσόμενο εισόδημά τους δεν
υπερβαίνει το ποσό των δύο χιλιάδες εννιακόσια (2.900) ευρώ ή το ποσό των έξι
χιλιάδες (6.000) ευρώ αν αυτά παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%)
και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία ή ψυχική πάθηση.
Για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου εδαφίου αυτής της παραγράφου στο
όριο του εισοδήματος δεν λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα που αποκτώνται από
το δικαιούχο:
α) το τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση γενικά ή από την παραχώρηση της
χρήσης ακινήτου χωρίς αντάλλαγμα σε πρόσωπα που είναι συγγενείς με αυτόν
μέχρι το δεύτερο βαθμό εξ αίματος,
β) τα εισοδήματα των ανήλικων τέκνων, που κατά τις διατάξεις του άρθρ. 5
προστίθενται στο συνολικό εισόδημα του γονέα, και
γ) έσοδα από διατροφή που καταβάλλεται στο ανήλικο με δικαστική απόφαση ή
ύστερα από συμφωνία που καταρτίστηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Δε
θεωρείται ότι βαρύνει το φορολογούμενο αν ο ανήλικος αποκτά εισόδημα από
εμπορικές ή γεωργικές επιχειρήσεις ή αμοιβές από την άσκηση ελευθέριου
επαγγέλματος, ανεξάρτητα από το ποσό του εισοδήματος, εκτός αν το σχετικό
δικαίωμα περιήλθε στον ανήλικο από κληρονομιά.
δ) Το εξωιδρυματικό επίδομα της περίπτωσης ε΄ της
παραγράφου 5 του άρθρου 6 του ΚΦΕ και τα προνοιακά
επιδόματα που χορηγούνται σε άτομα με διάφορες αναπηρίες.
(Όπως τα ποσά των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ και δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500)
ευρώ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Ν. 2238/1994 αυξάνονται
σε δύο χιλιάδες εννιακόσια (2.900) ευρώ το πρώτο ποσό και σε έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ το
επόμενο ποσό, αντίστοιχα με την παρ. 1 του άρθ. 26 του Ν. 3427/2005 και ισχύουν
σύμφωνα με το άρθ. 53 του ιδίου Νόμου από 1/1/2006).
(Όπως η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 2
του 3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύει για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 πριν την αντικατάσταση της είχε ως εξής:
α) το τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση κύριας ή δευτερεύουσας κατοικίας, ή από την
παραχώρηση της χρήσης ακινήτου χωρίς αντάλλαγμα σε πρόσωπα που είναι συγγενείς με
αυτόν, μέχρι το δεύτερο βαθμό εξ αίματος).
(Όπως το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων πενήντα (2.350) ευρώ που αναφέρεται στο
πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 αυξάνεται σε δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ με
την παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 3091/2002. Η αύξηση του ποσού ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 30 του ιδίου νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2003 και μετα).
18

Άρθρο 8
Έκπτωση δαπανών από το συνολικό εισόδημα

1. Από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου αφαιρούνται, κατά


περίπτωση, τα ποσά των πιο κάτω δαπανών:

Οι περιπτώσεις α’, γ’, δ’, ζ’, η’ και ι’ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

α) Το ποσό της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλει ο φορολογούμενος για


ασφάλιστρα ασφαλίσεων ζωής ή θανάτου, ασφαλίσεων προσωπικών ατυχημάτων
και για ασφαλιστήρια ασθένειας, για την ασφάλιση του ίδιου, του άλλου συζύγου και
των τέκνων που τους βαρύνουν κατά τις διατάξεις του παρόντος.
Στη δαπάνη της περίπτωσης αυτής περιλαμβάνεται και η δαπάνη του πρώτου
εδαφίου για ασφάλιση τέκνου, από αυτά που ορίζονται στο άρθρο 7, η οποία
καταβάλλεται ετησίως από γονείς που βρίσκονται σε διάζευξη, στην περίπτωση που
δεν συνοικούν μαζί του.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994,
προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1-1-2005 και μετά).
Το ποσό που αφαιρείται δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του
αφορολόγητου ποσού του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας (α) της παραγράφου 1
του άρθρου 9 που ισχύει για μισθωτό χωρίς τέκνα. Το ποσό της δαπάνης
υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους, εκπίπτει μόνο εφόσον έχει
περιληφθεί στην αρχική δήλωση και μερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το
ύψος του εισοδήματος του καθενός που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, όπως
αυτό δηλώθηκε με την αρχική δήλωση.
(Όπως η πείριπτωση α΄ (εκτός από το δεύτερο εδάφιο) της παραγράφου 1 αντικαταστάθηκε
με την παρ. 9 του άρθρου 2 του 3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου
ισχύει για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«α. Οι δαπάνες που αφορούν:
αα. Το ποσό του μισθώματος που καταβάλλεται ετησίως για κύρια κατοικία του
φορολογουμένου και της οικογένειάς του. Δεν δικαιούνται την έκπτωση αυτήν όσοι
παίρνουν στεγαστικό επίδομα. Επίσης, το ποσό του μισθώματος που καταβάλλει ετησίως
για τα τέκνα του ο φορολογούμενος που μισθώνει κατοικίες για την ικανοποίηση των
στεγαστικών αναγκών τους, τα οποία φοιτούν σε αναγνωρισμένα σχολεία ή σχολές του
εσωτερικού, εφόσον αυτά τον βαρύνουν και εφόσον οι κατοικίες που μισθώνονται
19

βρίσκονται στην περιοχή που έχει την έδρα της η σχολή ή το σχολείο που φοιτούν τα τέκνα
του και αυτός ή τα τέκνα του δεν έχουν άλλη κατοικία σε αυτή την περιοχή. Η περιοχή της
τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης θεωρείται μία πόλη. Η έκπτωση αυτής της υποπερίπτωσης
αναγνωρίζεται μόνο όταν ο φορολογούμενος αναγράψει στις οικείες ενδείξεις της ετήσιας
δήλωσης φόρου εισοδήματος τον αριθμό φορολογικού μητρώου του εκμισθωτή. Αν
πρόκειται για εκμισθωτές που δεν κατοικούν ούτε διαμένουν στην Ελλάδα, μπορεί να
αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου του νόμιμου ή πληρεξουσίου εκπροσώπου
τους. Για τους ανήλικους εκμισθωτές, που δεν έχουν αριθμό φορολογικού μητρώου,
αναγράφεται το αντίστοιχο στοιχείο του προσώπου που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου.
ββ. Το ποσό της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλει ο φορολογούμενος για ασφάλιστρα
ασφαλίσεων ζωής ή θανάτου, ασφαλίσεων προσωπικών ατυχημάτων, καθώς και των
ασφαλίστρων για ασφαλιστήρια ασθένειας, για την ασφάλιση του υπόχρεου, του άλλου
συζύγου και των τέκνων τους, τα οποία τους βαρύνουν, κατά τις διατάξεις του παρόντος.
γγ. Το ποσό της δαπάνης για παράδοση κατ΄ οίκον ιδιαίτερων μαθημάτων ή για
φροντιστήρια οποιασδήποτε αναγνωρισμένης εκπαιδευτικής βαθμίδας ή ξένων γλωσσών,
το οποίο καταβάλλει ετησίως ο φορολογούμενος για κάθε τέκνο του, που τον βαρύνει ή για
τον ίδιο.
δδ. Το ποσό που καταβάλλεται για την αγορά συσκευής ηλεκτρονικού υπολογιστή, των
περιφερειακών συσκευών που αποτελούν ενιαίο σύνολο με αυτόν και για την αγορά
εκπαιδευτικού λογισμικού, καθώς και για την πρόσβαση στο διαδίκτυο (Internet).»)
(Όπως στην περίπτωση α της παραγράφου 1του άρθρου 8 προστέθηκε η περίπτωση δδ με
την παράγραφο 5 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση δ
του άρθρου 50 του ιδίου νόμου, για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2001 και
μετά).
β. Το συνολικό ποσό των εισφορών που καταβάλλονται από το φορολογούμενο σε
ταμεία ασφάλισής του, εφόσον η καταβολή τους είναι υποχρεωτική από το νόμο,
καθώς και το ποσό των καταβαλλόμενων εισφορών στις περιπτώσεις προαιρετικής
ασφάλισής του σε ταμεία που έχουν συσταθεί με νόμο.

γ) Το ποσό του μισθώματος που καταβάλλει ο φορολογούμενος: αα) για κύρια


κατοικία δική του και της οικογένειάς του, εφόσον η ηλικία του είναι μέχρι σαράντα
(40) ετών και εγκαθίσταται ή μετακινείται εκτός των νομών Αττικής και
Θεσσαλονίκης. Η έκπτωση παρέχεται για τα πρώτα πέντε (5) έτη της εγκατάστασής
του, και ββ) για τη μίσθωση κύριας κατοικίας από υπάλληλο στον τόπο που
μετατίθεται εφόσον εκμισθώνει ιδιόκτητη κατοικία του σε άλλο τόπο. Το ποσό του
μισθώματος των περιπτώσεων αυτών που αφαιρείται δεν μπορεί να υπερβεί τα
τριακόσια(300) ευρώ μηνιαίως. Δεν δικαιούνται την έκπτωση αυτή όσοι παίρνουν
στεγαστικό επίδομα.
20

(Όπως η περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994, προστέθηκε με την παρ. 2 του
άρθρου 2 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για
δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1-1-2005 και μετά).
(Όπως η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 καταργήθηκε με την παρ. 16 του άρθρου 2 του
3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύει για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 πριν την κατάργηήη της είχε ως εξής:
«γ. Το συνολικό ετήσιο ποσό των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του
φορολογουμένου και των λοιπών προσώπων που συνοικούν με αυτόν και τον βαρύνουν, τα
οποία αναφέρονται στο άρθρ. 7, εφόσον το συνολικό οικογενειακό φορολογούμενο
εισόδημα είναι μέχρι και είκοσι εννέα χιλιάδες τριακόσια πενήντα (29.350) ευρώ. Αν το
συνολικό οικογενειακό φορολογούμενο εισόδημα είναι πάνω από είκοσι εννέα χιλιάδες
τριακόσια πενήντα (29.350) ευρώ και μέχρι σαράντα τέσσερις χιλιάδες (44.000) ευρώ για το
τμήμα των εξόδων, το πάνω από είκοσι εννέα χιλιάδες τριακόσια πενήντα (29.350) ευρώ
αφαιρείται ποσό ίσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών, το οποίο δεν μπορεί να
υπερβαίνει ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του πάνω από είκοσι εννέα χιλιάδες
τριακόσια πενήντα (29.350) ευ ρω μέχρι σαράντα τέσσερις χιλιάδες (44.000) ευρώ, ποσού
εισοδήματος. Το ποσό των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης κάθε συζύγου
αφαιρείται από το εισόδημα του και εφόσον αυτό δεν επαρκεί και το συνολικό ποσό των
εξόδων είναι μεγαλύτερο από το συνολικό οικογενειακό εισόδημα και πάνω από είκοσι
εννέα χιλιάδες τριακόσια πενήντα (29.350) ευρώ το ποσό που αφαιρείται μερίζεται μεταξύ
των συζύγων ανάλογα με το ύψος του φορολογουμένου με τις γενικές διατάξεις
εισοδήματος του καθενός, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση. Ως
έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης θεωρούνται μόνο:
αα. οι αμοιβές που καταβάλλονται για ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις, γενικά, στις οποίες
περιλαμβάνονται και οι ακτινολογικές και μικροβιολογικές εξετάσεις, καθώς και η δαπάνη για
οδοντοθεραπεία και οδοντοπροσθετική,
ββ. τα έξοδα νοσηλείας, που καταβάλλονται σε νοσηλευτικά ιδρύματα ή ιδιωτικές κλινικές,
στα οποία περιλαμβάνονται και τα έξοδα για φαρμακευτική περίθαλψη στο νοσοκομείο ή
στην κλινική,
γγ. οι αμοιβές που καταβάλλονται σε νοσοκόμο, για την παροχή υπηρεσιών σε ασθενή,
κατά τη νοσηλεία του σε νοσοκομείο ή κλινική ή στο σπίτι,
δδ. η δαπάνη για την αντικατάσταση μελών του σώματος με τεχνητά μέλη καθώς και η
δαπάνη για την τοποθέτηση ή αγορά στο σώμα του ασθενούς οργάνων, τα οποία είναι
αναγκαία για τη φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού,
εε. τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης των τέκνων που είναι άγαμα ή διαζευγμένα ή
τελούν σε κατάσταση χηρείας, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο και απαλλασσόμενο
εισόδημά τους δεν υπερβαίνει το ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ και πάσχουν
από ανίατο νόσημα, καθώς επίσης και με τις ίδιες προϋποθέσεις η δαπάνη για την
περίθαλψη με οποιοδήποτε τρόπο των τυφλών, κωφαλάλων ή διανοητικά καθυστερημένων
21

τέκνων του φορολογουμένου, όπως και η δαπάνη τους για δίδακτρα ή τροφεία που
καταβάλλονται γι΄αυτά τα τέκνα σε ειδικές για την πάθησή τους σχολές ή θεραπευτήρια.
στστ. ποσό ίσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) της δαπάνης που καταβάλλεται σε
επιχειρήσεις περίθαλψης ηλικιωμένων, οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του
οικείου νόμου που ισχύει κάθε φορά»).

δ) Τα ποσά που καταβάλλονται από τον φορολογούμενο λόγω δωρεάς στο


Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, τους Ιερούς Ναούς, τις Ιερές
Μονές του Άγιου Όρους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα
Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, την Ιερά Μονή Σινά, την Ορθόδοξη
Εκκλησία της Αλβανίας τα ημεδαπά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, τα Κρατικά και
Δημοτικά Νοσηλευτικά Ιδρύματα και τα νοσοκομεία που είναι νομικά πρόσωπα
ιδιωτικού δίκαιου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και
το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων.
Η αξία των ιατρικών μηχανημάτων και των ασθενοφόρων αυτοκινήτων, που
μεταβιβάζονται λόγω δωρεάς στα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα
νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται
από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς προς
τα κοινωφελή ιδρύματα, τα σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που παρέχουν
υπηρεσίες εκπαίδευσης και χορηγούν υποτροφίες, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα
έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς, τους
ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς που διέπονται από το Ν. 1514/1985 (ΦΕΚ 13
Α΄), τα ερευνητικά κέντρα που αποτελούν ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού
δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθώς και οποιοδήποτε αθλητικό σωματείο
που έχει συσταθεί νόμιμα και είναι αναγνωρισμένο από τη Γενική Γραμματεία
Αθλητισμού, εφόσον οι δωρεές αυτές προορίζονται για την καλλιέργεια και
ανάπτυξη των ερασιτεχνικών τους τμημάτων. Επίσης, τα χρηματικά ποσά, που
καταβάλλονται από το φορολογούμενο μέχρι το ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του
συνολικού φορολογούμενου εισοδήματος του λόγω χορηγίας προς τα μη
κερδοσκοπικού χαρακτήρα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που
νόμιμα υπάρχουν ή συνιστώνται, εφόσον επιδιώκουν σκοπούς πολιτιστικούς.
Πολιτιστικοί σκοποί είναι, ιδίως, η καλλιέργεια, προαγωγή και διάδοση των
γραμμάτων, της μουσικής, του χορού, του κινηματογράφου, του θεάτρου, της
γλυπτικής της ζωγραφικής, και των τεχνών γενικότερα, καθώς και η ίδρυση,
επέκταση και συντήρηση των αναγνωρισμένων ιδιωτικών μουσείων, όπως τέχνης,
φυσικής ιστορίας, εθνολογικών και λαογραφικών. Με κοινές αποφάσεις των
Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού καθορίζονται, μετά από έλεγχο του
22

Υπουργείου Πολιτισμού, τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν πολιτιστικούς


σκοπούς, για την εφαρμογή αυτών των διατάξεων.
Όταν τα ποσά των δωρεών και των χορηγιών αυτής της περίπτωσης, με εξαίρεση
τις δωρεές που καταβάλλονται στους δωρεοδόχους οι οποίοι αναφέρονται στο
πρώτο εδάφιο, υπερβαίνουν τα τριακόσια (300) ευρώ ετησίως, λαμβάνονται υπόψη
μόνο εφόσον έχουν κατατεθεί σε ειδικό λογαριασμό του νομικού προσώπου, που
πρέπει να ανοιχθεί για το σκοπό αυτόν στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή
σε τράπεζα που νόμιμα λειτουργεί στην Ελλάδα.
Ειδικώς, τα χρηματικά ποσά, που καταβάλλονται λόγω δωρεάς σε αθλητικά
σωματεία, λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον κατατίθενται σε λογαριασμό τους στο
Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε τράπεζα που νόμιμα λειτουργεί στην
Ελλάδα.
Τα ποσά αυτών των δωρεών αφαιρούνται από το συνολικό εισόδημα, εφόσον ο
δωρητής υποβάλλει με την αρχική εμπρόθεσμη φορολογική του δήλωση τα
ακόλουθα δικαιολογητικά:
αα. Το πρωτότυπο του παραστατικού κατάθεσης του ποσού της δωρεάς.
ββ. Αντίγραφο πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου περί αποδοχής της δωρεάς
θεωρημένο από τον προϊστάμενο του γραφείου φυσικής αγωγής του νομού της
έδρας του σωματείου.
γγ. Αντίγραφο της σελίδας του βιβλίου ταμείου του σωματείου, όπου έχει
καταχωρηθεί το ποσό της δωρεάς θεωρημένο από τον παραπάνω προϊστάμενο του
γραφείου φυσικής αγωγής.
Αν τα χρηματικά ποσά των δωρεών προς αθλητικά σωματεία που εκπίπτουν
υπερβαίνουν αθροιστικά, για κάθε δωρεοδόχο, το ποσό των δύο χιλιάδων
εννιακοσίων πενήντα (2.950) ευρώ ετησίως, για να αφαιρεθούν αυτά από το
συνολικό εισόδημα του δωρητή οφείλεται φόρος με συντελεστή δέκα τοις εκατό
(10%) στο πάνω από δύο χιλιάδες εννιακόσια πενήντα (2.950) ευρώ ποσό της
δωρεάς. Το ποσό του φόρου παρακρατείται από τον δωρητή και αποδίδεται από
αυτόν σε οποιαδήποτε δημόσια οικονομική υπηρεσία μέχρι τη λήξη της προθεσμίας
για την επίδοση της ετήσιας δήλωσης φορολογίας του εισοδήματός του. Το
πρωτότυπο του παραστατικού καταβολής του φόρου υποβάλλεται με την ετήσια
δήλωση φορολογίας εισοδήματος του υπόχρεου. Ο φόρος αυτός δεν συμψηφίζεται
με φόρο που προκύπτει από τυχόν φορολογική υποχρέωση του δωρεοδόχου ούτε
επιστρέφεται.
Το οικείο γραμμάτιο είσπραξης της τράπεζας που θα εκδίδεται πρέπει να αναφέρει
τα στοιχεία του χορηγού ή δωρητή και δωρεοδόχου, το ποσό της δωρεάς ή
χορηγίας αριθμητικώς και ολογράφως, την ημερομηνία κατάθεσής του και την
υπογραφή του δωρητή ή χορηγού, κατά περίπτωση.
Τα χρηματικά ποσά αυτών των δωρεών και χορηγιών δεν πρέπει να έχουν εκπέσει
με βάση άλλη διάταξη του παρόντος.
23

Το αφορολόγητο ποσό αυτής της περίπτωσης, που προέρχεται από δωρεές ή


χορηγίες χρηματικών ποσών, δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό δέκα τοις εκατό
(10%) του εισοδήματος που προκύπτει σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου
1 του άρθρου 19.
Τα ποσά των δωρεών και χορηγιών αφαιρούνται, εφόσον υπερβαίνουν συνολικά τα
εκατό (100) ευρώ.
(Όπως στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8
<http://lawdb.epsilon7.gr/show.php?
sessid=6ced5b9fe3c2602713879dbad8c10ce6&code=NA2238/1994/8/1//>μετά τις λέξεις
«την Ιερά Μονή Σινά,» προστέθηκαν οι λέξεις «την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας» με
την παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 3470/2006 (ΦΕΚ Α΄ 132/ 28-6-2006) και σύμφωνα με την
παρ. 3 του ίδιου άρθρου του ιδίου νόμου ισχύει για δαπάνες που πραγματοποιούνται από
1/1/2006 και μετά.)
(Όπως μετά το ένατο εδάφιο της περ. δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν.
2238/1994, προστίθενται τέσσερα εδάφια με την παρ. 1 του άρθρου 32 του Ν. 3296/2004,
και ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται
από 1-1-2005 και μετά).
(Όπως τα εδάφια δέκατο τρίτο μέχρι και δέκατο έβδομο της περ. δ΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 8 του Ν. 2238/1994, καταργήθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 32 του Ν. 3296/2004,
και η κατάργηση τους ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1-1-2005 και μετά).
(Τα εδάφια δέκατο τρίτο μέχρι και δέκατο έβδομο της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 8 πριν την αντικατάστασή τους είχαν ως εξής:
«Αν τα χρηματικά ποσά δωρεών και χορηγιών που εκπίπτουν υπερβαίνουν αθροιστικά, για
κάθε δωρεοδόχο ή αποδέκτη της χορηγίας, το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων
πενήντα (2.950) ευρώ ετησίως, για να αφαιρούν αυτά από το συνολικό εισόδημα του
δωρητή ή χορηγού οφείλεται φόρος με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) στο πάνω από
δύο χιλιάδες εννιακόσια πενήντα (2.950) ευρώ ποσό της δωρεάς ή της χορηγίας. Το ποσό
του φόρου παρακρατείται από το δωρητή ή το χορηγό, κατά περίπτωση και αποδίδεται από
αυτόν σε οποιαδήποτε Δ.Ο.Υ. μέχρι τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της ετήσιας
δήλωσης φορολογίας του εισοδήματος του. Το πρωτότυπο του παραστατικού καταβολής
του φόρου υποβάλλεται με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος του υπόχρεου. Για
τις δωρεές χρηματικών ποσών προς το Δημόσιο και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν
απαιτείται παρακράτηση και καταβολή φόρου.
Ο φόρος αυτός δεν συμψηφίζεται με φόρο που προκύπτει από τυχόν φορολογική
υποχρέωση του δωρεοδόχου ούτε επιστρέφεται»).
(Όπως το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1
αντικαταστάθηκαν με την παρ. 10 του άρθρου 2 του 3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο
30 του ιδίου νόμου ισχύουν για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά)
24

(Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 πριν την
αντικατάσταση τους είχαν ως εξής:
«δ. Η αξία των ακινήτων που μεταβιβάζονται, καθώς και τα χρηματικά ποσά που
καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς στο Δημόσιο, τους δήμους και τις
κοινότητες του κράτους, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Όρους, το
Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, την Ιερά Μονή Σινά,τα Πατριαρχεία
Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά
νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία, που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού
δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και το Ταμείο
Αρχαιολογικών Πόρων. Η αξία των ακινήτων καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 41 του Ν. 1249/1982 (ΦΕΚ Α΄ 43) ή ύστερα από εκτίμηση που ενεργείται από τον
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις περί
φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων, στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα του
αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων»).
(Όπως το τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης δ της παραγράφου 1 του άρθρου 8
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 10 του Ν. 2992/2002 και ισχύει σύμφωνα
με το άρθρο 48 του ιδίου Νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσεις στο ΦΕΚ ήτοι από
20/3/2002).
(Όπως το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης δ της παραγράφου 1 του άρθρου 8
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα
με την περίπτωση δ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου, για τις δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2001 και μετά).
(Όπως το όγδοο εδάφιο της περίπτωσης δ της παραγράφου 1 του άρθρου 8
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει συμφωνα
με την περίπτωση δ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τις δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2001 και μετά).
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της περ.δ της παρ. 1 προστέθηκε στη περίπτωση δ΄ της παρ. 1
με την παρ. 11 του άρθρου 2 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του
ιδίου νόμου για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετα).
(Όπως το δέκατο τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης δ της παραγράφου 1 του άρθρου 8
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει συμφωνα
με την περίπτωση δ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τις δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2001 και μετά).
ε. Το ποσό των δεδουλευμένων τόκων που καταβάλλονται από το φορολογούμενο
για:
αα. Στεγαστικά δάνεια για απόκτηση πρώτης κατοικίας που χορηγούνται στο
φορολογούμενο με υποθήκη ή προσημείωση από τράπεζες, το Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων, τα ταχυδρομικά ταμιευτήρια και λοιπούς πιστωτικούς
οργανισμούς, εφόσον οφείλονται από αυτόν και η υποθήκη ή προσημείωση έχει
25

εγγραφεί σε ακίνητό του ή του άλλου συζύγου ή των τέκνων τους που τους
βαρύνουν.
Σε περίπτωση σύναψης νέου δανείου από έναν από τους ανωτέρω φορείς,
ανεξάρτητα αν είναι ο ίδιος με αυτόν που χορήγησε το αρχικό δάνειο ή όχι, με
σκοπό την εξόφληση από τον υπόχρεο του παλαιού δανείου, οι δεδουλευμένοι
τόκοι του νέου δανείου που αντιστοιχούν στο τμήμα αυτού που διατέθηκε για την
εξόφληση του ανεξόφλητου υπολοίπου του παλαιού στεγαστικού δανείου, εφόσον
συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο,
εκπίπτουν από το εισόδημά του, για το χρονικό διάστημα που υπολείπεται από τη
χορήγηση του νέου δανείου μέχρι τη λήξη του παλαιού δανείου. Για την αναγνώριση
της έκπτωσης πρέπει στο δανειστικό συμβόλαιο του φορέα που χορήγησε το νέο
δάνειο, να αναγράφονται απαραιτήτως, ο σκοπός του δανείου, το ανεξόφλητο ποσό
του παλαιού δανείου, ο χρόνος λήξης του παλαιού δανείου και ότι έχει εγγραφεί
υποθήκη ή προσημείωση, με τις ίδιες προϋποθέσεις που ίσχυαν και για το παλαιό
δάνειο.
ββ. Στεγαστικά δάνεια για απόκτηση πρώτης κατοικίας που χορηγούνται από
ασφαλιστικές επιχειρήσεις στους υπαλλήλους αυτών, εφόσον οφείλονται από
αυτούς και η προσημείωση ή υποθήκη έχει εγγραφεί σε ακίνητό τους ή του άλλου
συζύγου ή των τέκνων τους που τους βαρύνουν.

γγ. Προκαταβολές που χορηγούνται από τα Ταμεία Αλληλοβοηθείας Στρατού,


Ναυτικού και Αεροπορίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 18 του Ν.Δ. 398/1974 (ΦΕΚ
Α΄ 116) για απόκτηση πρώτης κατοικίας από τους βοηθηματούχους αυτών.
Κατά την εφαρμογή των προηγούμενων υποπεριπτώσεων δεν θεωρείται ότι
αποκτάται πρώτη κατοικία, αν ο υπόχρεος, ο άλλος σύζυγος και τα τέκνα που τους
βαρύνουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, έχουν δικαίωμα πλήρους
κυριότητας ή ισόβιας επικαρπίας ή οίκησης, εξ ολοκλήρου ή επί ιδανικού μεριδίου,
σε άλλη οικία ή οικίες, εφόσον το άθροισμα της συνολικής επιφάνειας που τους
αντιστοιχεί υπερβαίνει τα τριάντα πέντε (35) τ.μ. προκειμένου για άγαμο,
διαζευγμένο ή χήρο και τα εβδομήντα (70) τ.μ. προκειμένου για έγγαμο. Η επιφάνεια
αυτή προσαυξάνεται κατά είκοσι (20) τετραγωνικά μέτρα για καθένα τέκνο που
βαρύνει τον υπόχρεο ή τον άλλο σύζυγο.
(Όπως το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ε της παραγράφου 1 του άρθρου 8 αντικαταστάθηκε
με την παράγραφο 9 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει συμφωνα με την περίπτωση
ε του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που
πραγματοποιούν από 1/1/2001 και μετά).
(Όπως το τρίτο εδάφιο της περ.ε πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής: "Η επιφάνεια
αυτή προσαυξάνεται κατά (15) τ.μ. για κάθε τέκνο που βαρύνει τον υπόχρεο ή τον άλλο
σύζυγο)".
26

Αν η επιφάνεια της πρώτης κατοικίας υπερβαίνει τα εκατόν είκοσι (120) μ 2, το ποσό


της δαπάνης που εκπίπτει περιορίζεται στο μέρος που αυτό αναλογεί επιμεριστικά
στη μέχρι των εκατόν είκοσι (120) μ2 επιφάνεια της κατοικίας.
δδ. Δάνεια που χορηγούνται στο φορολογούμενο από τράπεζες, το Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων, τα ταχυδρομικά ταμιευτήρια και λοιπούς πιστωτικούς
οργανισμούς, εφόσον οφείλονται από αυτόν, για αναστήλωση, επισκευή,
συντήρηση ή εξωραϊσμό διατηρητέων κτισμάτων, καθώς και κτισμάτων που
βρίσκονται σε περιοχές χαρακτηριζόμενες ως παραδοσιακά τμήματα πόλεων ή ως
παραδοσιακοί οικισμοί.
Οι διατάξεις αυτής της περίπτωσης ισχύουν για τόκους από συμβάσεις δανείων που
συνάπτονται, καθώς και προκαταβολές που χορηγούνται μέχρι 31η Δεκεμβρίου
2002.
(Όπως το πρωτελευταίο εδάφιο αυτό προστέθηκε στην περίπτωση ε΄ της παρ. 1 με την
παρ. 12 του άρθρου 2 του 3091/2002)
εε. Καταργήθηκε..............................................................
(Όπως η υποπερ.εε΄της περ.ε της παρ. 1 του άρθρου 8 καταργήθηκε με την παρ. 2 του
άρθρου 1 του Ν. 2753/1999 και ισχύει σύμφωνα με την περιπτ.α΄του άρθρου 26 του ιδίου
νόμου από 1/1/1999)
(Όπως η υποπερ.εε΄της περ.ε της παρ.1 του άρθρου 8 πριν την κατάργησή της είχε ως
εξής: "εε) Χρέη προς το Δημόσιο από φόρο κληρονομιάς, δωρεάς και γονικής παροχής που
οφείλονται από αυτόν. Το αφαιρούμενο συνολικό ποσό τόκων της υποπερίπτωσης αυτής
δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι ανώτερο από το είκοσι πέντε (25%) του συνολικού
οικογενειακού εισοδήματος που δηλώνεται με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση του
υπόχρεου.")
στ. Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της δαπάνης που καταβλήθηκε από τον
υπόχρεο για την αγορά μεριδίων μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων
εσωτερικού, εφόσον αυτά δεν μεταβιβαστούν για τρία (3) έτη από την αγορά τους.
Το ποσό της έκπτωσης αφαιρείται από το συνολικό εισόδημα του έτους μέσα στο
οποίο συμπληρώνονται τα τρία (3) έτη από την αγορά τους και δεν μπορεί να
υπερβεί το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ συνολικά κατά φορολογούμενο.
Προϋπόθεση της έκπτωσης είναι το ποσό της δαπάνης για την αγορά των μεριδίων
αμοιβαίων κεφαλαίων να μην προέρχεται από ρευστοποιήσεις ήδη υπαρχόντων
μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων, αλλά από νέα κεφάλαια. Όταν
αγοράζουν αμοιβαία κεφάλαια από κοινού περισσότερα πρόσωπα, το ποσό
έκπτωσης των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ επιμερίζεται ανάλογα με τον αριθμό
τους.
Με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις η έκπτωση αυτή παρέχεται και επί αγοράς
μεριδίων μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού που είναι
συνδεδεμένα με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής.
27

Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για αγορές μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων που


πραγματοποιούνται από 1.1.2005 έως 31.12.2009. Με απόφαση του Υπουργού
Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να παρατείνεται η χρονική περίοδος ισχύος.
ζ) Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της δαπάνης είτε για την αλλαγή εγκατάστασης
χρήσης καυσίμου από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο είτε για νέα εγκατάσταση φυσικού
αερίου, ηλιοθερμικών και φωτοβολταϊκών συστημάτων. Το ποσό που αφαιρείται δεν
μπορεί να υπερβεί τα πεντακόσια (500) ευρώ.
(Όπως η περ. ζ΄ προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994, με την παρ. 4
του άρθρου 2 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για
δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1-1-2005 και μετά).
(Όπως η περ. στ΄ προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994, με την παρ. 3
του άρθρου 2 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από
την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-
2004).
(Όπως οι περιπτώσεις στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 καταργήθηκαν με την παρ. 16 του
άρθρου 2 του 3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύουν για
δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Οι στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 πριν την κατάργησή τους είχαν ως εξής:
«στ. Εκτός από τις δαπάνες που ορίζονται στις προηγούμενες περιπτώσεις από το
συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου αφαιρείται ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του
συνολικού ετήσιου ποσού των οικογενειακών δαπανών, στις οποίες υποβάλλεται ο
φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα τέκνα τους που συνοικούν με αυτούς και τους
βαρύνουν, για αγορά αγαθών και υπηρεσίες γενικώς.
Από τις δαπάνες αυτές εξαιρούνται:
αα. αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 αυτού του νόμου,
ββ. πραγματικές δαπάνες που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της ετήσιας
τεκμαρτής δαπάνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 αυτού του νόμου,
γγ. αυτές που ορίζονται στις προηγούμενες περιπτώσεις,
δδ. δαπάνες για αγορά τροφίμων και ποτών, γενικώς, καθώς και καυσίμων,
εε. δαπάνες για ύδρευση, αποχέτευση, συγκοινωνίες, φωταέριο, παροχή ηλεκτρικού
ρεύματος, ασφάλιστρα και τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων, καθώς και για δίδακτρα σε
ιδιωτικά σχολεία.
Το ποσό που αφαιρείται συνολικά και για τους δύο συζύγους δεν μπορεί να υπερβεί το
ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ. Το ποσό αυτό μερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα
με το ύψος του φορολογούμενου με τις γενικές διατάξεις εισοδήματος του καθενός, όπως
αυτό δηλώθηκε με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωσή τους.
Η μείωση του φόρου, που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της
περίπτωσης, δεν μπορεί αν είναι ανώτερη για κάθε σύζυγο του ποσοστού 15% (δεκαπέντε
τοις εκατό) επί του αφορολόγητου ποσού που του αναλογεί, ούτε ανώτερη από το φόρο
που εκπίπτει για τις δαπάνες αυτές με βάση την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση.
28

Για τη διενέργεια της έκπτωσης αυτής πρέπει το συνολικό ποσό των δαπανών, που
καταβλήθηκε για αγαθά και υπηρεσίες, να αναγράφεται στην αρχική εμπρόθεσμη δήλωση
εισοδήματος και να συνυποβάλλονται με αυτή τα πρωτότυπα των νόμιμων δικαιολογητικών,
που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, όπως αυτές
ισχύουν κάθε φορά.
Αποδείξεις λιανικής πώλησης αξίας άνω των τριάντα (30) ευρώ γίνονται δεκτές για την
αναγνώριση της έκπτωσης της δαπάνης που αντιπροσωπεύουν, μόνον εάν αναγράφεται το
ονοματεπώνυμο του αγοραστή φορολογουμένου και τίθεται η σφραγίδα του πωλητή.
Δαπάνες αυτής της παραγράφου που γίνονται στην αλλοδαπή δεν αφαιρούνται.
Τα πιο πάνω δικαιολογητικά δεν συνυποβάλλονται με την οικεία δήλωση φορολογίας
εισοδήματος, αλλά φυλάσσονται από τον υπόχρεο, για την επίδειξή τους στην αρμόδια
φορολογική αρχή, μέχρι να παραγραφεί το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή φόρου,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 84.
ζ. Ποσοστό είκοσι πέντε της εκατό (25%) της δαπάνης που καταβλήθηκε από τον υπόχρεο
για την αγορά μεριδίων μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού, καθώς και
μεριδίων μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού που είναι συνδεδεμένα
με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής. Το ποσό της έκπτωσης αφαιρείται από το συνολικό
εισόδημα, αφού συμπληρωθούν τρία (3) έτη από την αγορά των μεριδίων και δεν μπορεί να
υπερβεί το ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων πενήντα (3.650) ευρώ. Προκειμένου για
μερίδια που είναι συνδεδεμένα με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής. το ποσό που
καταβλήθηκε για την αγορά τους μειώνει την ετήσια δαπάνη της υποπερίπτωσης ββ΄ της
περίπτωσης α΄ αυτού του άρθρου του έτους που αφαιρείται από το εισόδημα το ποσό
αγοράς των μεριδίων.Η έκπτωση αυτή παρέχεται μόνο μία φορά»).
(Όπως η περίπτωση ζ προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 37 του Ν. 2874/2000
και τα δύο πρώτα εδάφια αυτής αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 24 του άρθρου 5 του
Ν. 2892/2001. Η ισχύς των διατάξεων αρχίζει, σύμφωνα με την παράγραφο 25 του ιδίου
άρθρου και νόμου,από τότε που ίσχυσαν οι διατάξεις τις παρ. 1 του άρθρου 37 του Ν.
2874/2000 οι οποίες καταλαμβάνουν και τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων που αγοράστηκαν
μέχρι 31/12/2000, εφόσον αυτά δεν μεταβιβαστούν για τρία (3) έτη από την ημερομηνία
αυτή και μετά).
(Όπως τα ποσά των περιπτώσεων α΄, γ΄, δ΄, στ΄ και ζ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.
2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε
Ευρώ σύμφωνα με τις παρ. 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με
έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του
Ν. 2948/2001)
αα) Την αλλαγή εγκατάστασης κεντρικού κλιματισμού χρήσης καυσίμου από
πετρέλαιο σε φυσικό αέριο ή για νέα εγκατάσταση φυσικού αερίου.
ββ) Την αντικατάσταση του λέβητα πετρελαίου για την εγκατάσταση τηλεθέρμανσης
ή για νέα εγκατάσταση τηλεθέρμανσης
29

γγ) για την αγορά ηλιακών συλλεκτών και για εγκατάσταση κεντρικού κλιματισμού
με χρήση ηλιακής ενέργειας
δδ) Την αγορά αποκεντρωμένων συστημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
που βασίζονται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας(φωτοβολταϊκά , μικρές
ανεμογενήτριες) και συμπαραγωγής ηλεκρισμού και ψύξης-θέρμανσης με χρήση
φυσικού αερίου ή ανανεώσιμων πηγών.
εε ) Τη θερμομόνωση σε υφιστάμενα κτίρια.
Το ποσό της δαπάνης της περίπτωσης αυ6τής που αφαιρείται δεν μπορεί να
υπερβεί τα επτακόσια 700 ευρώ
ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΡΟΣΤΙΘΕΤΑΙ ΚΑΙ ΙΣΧΥΕΙ ΑΠΟ 1-8-2007

"η) Ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) του συνολικού ετήσιου ποσού των πιο κάτω
δαπανών, που δεν μπορεί να υπερβεί τα οκτώ χιλιάδες (8.000) Ευρω, στις οποίες
υποβάλλεται ο φορολογούμενος, η σύζυγος του και τα τέκνα που τους βαρύνουν:
αα) του ποσού που καταβάλλεται για δαπάνες δεξιώσεων γάμων και βαπτίσεων, καθώς
και σε ταβέρνες και εστιατόρια και σε κάθε είδους χώρους εστίασης και ψυχαγωγίας, με
εξαίρεση τα εστιατόρια ταχείας εξυπηρέτησης και αυτά που είναι εντός ξενοδοχείων και
πλοίων,
ββ) του ποσού της δαπάνης που καταβάλλεται σε μεσίτες ακινήτων, ωδεία, σχολές χορού
και ρυθμικής, σχολές πολεμικών τεχνών, γυμναστήρια, κολυμβητήρια, Ινστιτούτα ή
κέντρα αδυνατίσματος και αισθητικής, κομμωτήρια, διαιτολόγους, διατροφολόγους,
ομοιοπαθητικούς, λογοθεραπευτές και μασέρ.
γγ) του ποσού της δαπάνης που καταβάλλεται για παροχή υπηρεσιών επισκευής
κλιματισμού (ψύξης - θέρμανσης) και εξαερισμού,
δδ) του ποσού της δαπάνης που καταβάλλεται για παροχή υπηρεσιών σε υδραυλικούς.
ηλεκτρολόγους, ελαιοχρωματιστές και λοιπά επαγγέλματα που αφορούν επισκευή και
συντήρηση οικοδομών.
Το ποσό των δαπανών αυτών υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους και
εκπίπτει από το συνολικό τους εισόδημα εφόσον έχει περιληφθεί στην αρχική δήλωση.
Μερίζεται δε μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθενός
που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτό δηλώθηκε: με την αρχική
εμπρόθεσμη δήλωση.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες
και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
2. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε.
αντικαθίσταται και προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο, ως εξής:
"Επίσης, εκπίπτει ποσοστό μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) για ασφάλιστρα κατά του κινδύνου της
πυρκαγιάς ή άλλων κινδύνων, για δικαστικές δαπάνες, για αμοιβή δικηγόρου για δίκες μισθωτικών
διαφορών ή διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών και διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ' ορόφους και στη
συνέχεια για δαπάνες επισκευής και συντήρησης για όλες γενικά τις οικοδομής.
Σε περίπτωση που καταβάλλονται σε υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, ελαιοχρωματιστές και λοιπά
επαγγέλματα που αφορούν επισκευή και συντήρηση οικοδομών δαπάνες για παροχή υπηρεσιών οι
οποίες υπερβαίνουν το ποσό της έκπτωσης του προηγούμενου εδαφίου, το υπερβάλλον ποσό αυτών
προστίθεται στις δαπάνες της υποπερίπτωσης δδ' της περίπτωσης η' της παραγράφου 1 του άρθρου 8
του Κ.Φ.Ε.
3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για δαπάνες που πραγματοποιούνται
από την 1η Αυγούστου 2007 και μετά.
30

Κωδικοποίηση δαπανών επιχειρήσεων


Στο τέλος της παραγράφου 21 του όρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
"Στον επόμενο μήνα μετά την έκδοση των αποφάσεων του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών
που ορίζονται από την παράγραφο αυτή, εκδίδεται νέα απόφαση του ίδιου Υπουργού η οποία
περιλαμβάνει συγκεντρωτικά και κατά κατηγορία όλες τις δαπάνες των οποίων η αναγνώριση ή μη
από τον φορολογικό έλεγχο είναι υποχρεωτική, καθώς και τις διαχειριστικές περιόδους στις οποίες
αναφέρονται, όπως αυτές έχουν ορισθεί με όλες τις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και
Οικονομικών, οι οποίες έχουν εκδοθεί από το έτος 2005 μέχρι τον ως άνω οριζόμενο χρόνο.

2. Επίσης, εκπίπτει ως δαπάνη χωρίς δικαιολογητικά ποσό χιλίων εννιακοσίων


(2.400) ευρώ για τον ίδιο το φορολογούμενο και για καθένα από τα πρόσωπα, που
συνοικούν με αυτόν και τον βαρύνουν, εφόσον:
α. παρουσιάζουν αναπηρία 67% (εξήντα εφτά τοις εκατό) και πάνω από νοητική
καθυστέρηση, φυσική αναπηρία ή ψυχική πάθηση, με βάση τη γνωμάτευση της
οικείας πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, που εδρεύει σε κάθε νομό. Δε
λαμβάνονται υπόψη επαγγελματική ή ασφαλιστική αναπηρία,
β. είναι τυφλοί που είναι γραμμένοι στο γενικό μητρώο τυφλών, που τηρείται στην
οικεία νομαρχία,
γ. είναι νεφροπαθείς που τελούν υπό αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν
κάνει μεταμόσχευση νεφρού, καθώς και τα πρόσωπα που πάσχουν από
μεσογειακή, δρεπανοκυτταρική και μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία και κάνουν
μεταγγίσεις αίματος.
δ) είναι ανάπηροι αξιωματικοί ή οπλίτες, οι οποίοι με την ιδιότητα του αναπήρου
παίρνουν σύνταξη από το δημόσιο ταμείο ή αξιωματικοί οι οποίοι έχουν τεθεί σε
κατάσταση πολεμικής διαθεσιμότητας ή αξιωματικοί που εξαιτίας πολεμικού
τραύματος ή νοσήματος που επήλθε λόγω κακουχιών σε πολεμική περίοδο,
βρίσκονται σε κατάσταση υπηρεσίας γραφείου ή πρόσωπα που έχουν υπαχθεί στις
διατάξεις του Ν. 1579/1950 (ΦΕΚ Α΄ 286) και του Ν.Δ. 330/1947 (ΦΕΚ Α΄ 84),
ε) είναι θύματα πολέμου. Θύματα πολέμου κατά την έννοια του παρόντος είναι τα
πρόσωπα που λαμβάνουν σύνταξη από πολεμική αιτία. Με τα θύματα πολέμου
εξομοιώνονται και τα πρόσωπα τα οποία ως μέλη οικογενειών αξιωματικών και
οπλιτών, οι οποίοι απεβίωσαν κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας σε
ειρηνική περίοδο, δικαιούνται σύνταξη από το δημόσιο ταμείο,
στ) παίρνουν σύνταξη από το δημόσιο ταμείο ως ανάπηροι ή θύματα εθνικής
αντίστασης ή εμφυλίου πολέμου σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 1543/1985
(ΦΕΚ Α΄ 73) και 1863/1985 (ΦΕΚ Α΄ 204), όπως τροποποιήθηκαν με το Ν. 1976/1991
(ΦΕΚ Α΄ 184).
(Όπως στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκε το
ποσό που εκφράζονταν σε δραχμές, με το αντίστοιχο ποσό σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ.
31

11 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
3.
2. Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα, οι δαπάνες των περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄, ε΄,
στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 που αφορούν την ίδια, καθώς
και της παραγράφου 2, που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα
χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα
και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της
εισόδημα.

Η παράγραφος 3 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:


«3. Για τη σύζυγο που έχει εισόδημα, οι δαπάνες των παραγράφων 1 και 2 που αφορούν στην ίδια, καθώς
και οι δαπάνες της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2, που αφορούν στα τέκνα της
από προηγούμενο γάμο, στα χωρίς γάμο τέκνα της, στους γονείς της και στους ανήλικους ορφανούς από
πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της εισόδημα.»

(Όπως παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου
2 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1-1-2005 και μετά).
(Η παρ. 3 του άρθρου 8 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«3. Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα, οι δαπάνες των περιπτώσεων β΄, δ΄ και ε΄ της
παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 που αφορούν την ίδια, καθώς και της παραγράφου 2
που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς
της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο
βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της εισόδημα»).
(Όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 13 του άρθρου 2 του 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από
1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 3 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«3. Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα, οι δαπάνες των περιπτώσεων β΄ έως και στ΄ της
παρ. 1 και της παρ. 2, που αφορούν την ίδια, της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1, καθώς
και της παραγράφου 2, που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο
τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς
της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της εισόδημα»).

4. Όταν οι σύζυγοι υποχρεούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, να


υποβάλλουν κοινή δήλωση και όταν λόγω θανάτου του ενός από τους συζύγους
υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις, αν ο ένας από τους συζύγους δεν έχει
φορολογούμενο εισόδημα ή αυτό είναι κατώτερο από το άθροισμα των ποσών που
32

αφορούν τις δαπάνες της παραγράφου 1, το άθροισμα αυτών ή η διαφορά που


προκύπτει δεν προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 καταργήθηκε με την παρ. 16 του άρθρου 2
του 3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύουν για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά)
(Το τελευταίο εδάφιο πριν την κατάργησή του είχε ως εξής:
«Εξαιρετικώς, στις περιπτώσεις αυτές προστίθενται στις δαπάνες του άλλου συζύγου τα
ποσά που αφορούν τα έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του ενός συζύγου και
των λοιπών προσώπων που συνοικούν μαζί του και τον βαρύνουν»).

5. Όταν ο ένας από τους συζύγους δεν έχει εισόδημα φορολογούμενο ή αυτό που
έχει είναι κατώτερο από το ποσό της δαπάνης της παραγράφου 2, που αφορά αυτόν
προσωπικά και τα πρόσωπα που τον βαρύνουν, ολόκληρο το ποσό της δαπάνης ή
η διαφορά προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου. Όταν το σύνολο των
δαπανών του ενός συζύγου είναι ανώτερο από το φορολογούμενο εισόδημα του,
τότε η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το ποσό της δαπάνης της παραγράφου 2
προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου.
(Όπως η παράγραφος 5 αντικαταστάθηκε με την παρ. 14 του άρθρου 2 του 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από
1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 5 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«5. Όταν ο ένας από τους συζύγους δεν έχει εισόδημα φορολογούμενο ή αυτό που έχει
είναι κατώτερο από τα ποσά των δαπανών των περιπτώσεων γ΄ και στ΄ της παραγράφου 1
και της παραγράφου 2, που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που τον
βαρύνουν, τότε ολόκληρο το ποσό των δαπανών ή η διαφορά προστίθεται στις δαπάνες του
άλλου συζύγου. Όταν το σύνολο των δαπανών του ενός συζύγου είναι ανώτερο από το
φορολογούμενο εισόδημά του, τότε η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το άθροισμα των
δαπανών των περιπτώσεων γ΄ και στ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2
προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου»).

Η παράγραφος 5 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:


«5. Όταν ο ένας από τους συζύγους δεν έχει εισόδημα φορολογούμενο ή αυτό που έχει είναι κατώτερο από
τα ποσά των δαπανών της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 που αφορούν αυτόν
προσωπικά και τα πρόσωπα που τον βαρύνουν, ολόκληρο το ποσό των δαπανών ή η διαφορά προστίθεται
στις δαπάνες του άλλου συζύγου. Όταν το σύνολο των δαπανών του ενός συζύγου είναι ανώτερο από το
φορολογούμενο εισόδημά του, η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το άθροισμα των δαπανών της
περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου.»

6. Καταργήθηκε......................................................
33

(Όπως η παράγραφος 6 καταργήθηκε με την παρ. 16 του άρθρου 2 του 3091/2002


σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου. Η κατάργηση ισχύει για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η παράγραφος 6 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«6. Οι δαπάνες για έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης των προσώπων που
αναφέρονται στο άρθρο 7 τα οποία συνοικούν με το φορολογούμενο και παρουσιάζουν
αναπηρία εξήντα εφτά τοις εκατό (67%) και πάνω, από νοητική καθυστέρηση, φυσική
αναπηρία ή ψυχική πάθηση, με βάση τη γνωμάτευση της οικείας πρωτοβάθμιας
υγειονομικής επιτροπής, που εδρεύει σε κάθε νομό ή είναι τυφλοί που είναι γραμμένοι στο
γενικό μητρώο τυφλών, που τηρείται στην οικεία νομαρχία, στην περίπτωση κατά την οποία
έχουν αποκτήσει ετήσιο εισόδημα πάνω από χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ, κατά το ποσό
που τα έξοδα αυτά υπερβαίνουν το πραγματικό φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο ετήσιο
καθαρό εισόδημα των προσώπων αυτών, προστίθεται στις δαπάνες του φορολογουμένου
τον οποίο βαρύνουν. Αν αυτός δεν έχει εισόδημα ή το εισόδημά του είναι κατώτερο από το
άθροισμα των δαπανών των παραγράφων 1 και 2, το ποσό αυτό προστίθεται στις δαπάνες
του άλλου συζύγου»).
(Όπως στο πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 8 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 12
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

7. Όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισόδημα από πηγή που βρίσκεται
στην Ελλάδα δε δικαιούνται τις εκπτώσεις των παραγράφων 1 και 2. Αν προκύπτει
εισόδημα, σε περιπτώσεις σχολάζουσας κληρονομίας, επιδικίας ή μεσεγγύησης, δεν
υπολογίζονται εκπτώσεις.

Στην παράγραφο 7 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται, μετά το πρώτο εδάφιο, νέο εδάφιο ως εξής:
«Από τη διάταξη αυτή εξαιρούνται ο κάτοικοι των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτούν
εισόδημα στην Ελλάδα μεγαλύτερο του ενενήντα τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματός τους.»

8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα


δικαιολογητικά που απαιτούνται για την αναγνώριση της συνδρομής των
προϋποθέσεων για την αφαίρεση των ποσών των δαπανών που ορίζονται από το
άρθρο αυτό Επίσης, με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας,
Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα δικαιολογητικά τα οποία απαιτούνται για την
απόδειξη του ποσοστού της αναπηρίας. Με τις αποφάσεις των προηγούμενων
34

εδαφίων ορίζεται επίσης και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για
την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 αντικαταστάθηκε με την παρ. 15 του άρθρου 2
του 3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύει για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«8. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα αγαθά και υπηρεσίες καθώς και τα δικαιολογητικά που
απαιτούνται για την αναγνώριση της συνδρομής των προϋποθέσεων για τον υπολογισμό
των αφορολόγητων ποσών που ορίζονται από το άρθρο αυτό.»

Άρθρο 9
Υπολογισμός και καταβολή του φόρου

1. Το εισόδημα που απομένει μετά την αφαίρεση των δαπανών από το συνολικό
εισόδημα του φορολογουμένου υποβάλλεται σε φόρο με βάση την ακόλουθη
κατά περίπτωση κλίμακα:

Άρθρο 1
Κλίμακα φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης
υπηρεσιών – Μειώσεις φόρου

παράγραφος 1 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.), που κυρώθηκε με το άρθρο
πρώτο του ν. 2238/1994 (Α΄ 151), αντικαθίσταται ως εξής:
«Το εισόδημα, που απομένει μετά την αφαίρεση των δαπανών από το συνολικό εισόδημα του
φορολογούμενου, υποβάλλεται σε φόρο με βάση την ακόλουθη κλίμακα:

Κλιμάκιο Φορολογικός Φόρος Σύνολο Σύνολο


Συντελεστής Κλιμακίου Εισοδήματος Φόρου
Εισοδήματος (ευρώ) (ευρώ) (ευρώ)
%
(ευρώ)
12.000 0 0 12.000 0
4.000 18 720 16.000 720
6.000 24 1.440 22.000 2.160
4.000 26 1.040 26.000 3.200
6.000 32 1.920 32.000 5.120
8.000 36 2.880 40.000 8.000
35

20.000 38 7.600 60.000 15.600


40.000 40 16.000 100.000 31.600
Υπερβάλλον 45

Το αφορολόγητο ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ ισχύει, εφόσον ο φορολογούμενος
προσκομίσει αποδείξεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων για
δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών, τις οποίες πραγματοποιεί ο ίδιος, η σύζυγός του και τα
τέκνα που τους βαρύνουν. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή και τα λοιπά πρόσωπα
που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 47 του ΚΦΕ, όσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας, οι
φυλακισμένοι και οι κάτοικοι κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτούν εισόδημα στην
Ελλάδα πλέον του ενενήντα τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματός τους, δικαιούνται το αφορολόγητο
ποσό της κλίμακας χωρίς την προσκόμιση αποδείξεων. Στις πιο πάνω δαπάνες δεν περιλαμβάνονται
αυτές που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 8 και 9, οι δαπάνες για την απόκτηση περιουσιακών
στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 17, οι δαπάνες που προβλέπονται στο άρθρο 23, οι δαπάνες
ύδρευσης, αποχέτευσης, ηλεκτρισμού και τηλεπικοινωνιών γενικά, καθώς και οι δαπάνες εισιτηρίων κάθε
είδους μεταφορικών μέσων.

Το ελάχιστο ποσό των αποδείξεων δαπανών, που απαιτείται να προσκομισθούν, ορίζεται, με βάση το
δηλούμενο και φορολογούμενο σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις ατομικό εισόδημα του φορολογουμένου,
ανά κλίμακα, ως εξής: α). για ατομικό εισόδημα μέχρι δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ σε ποσοστό δέκα
τοις εκατό (10%) αυτού και β). για ατομικό εισόδημα πάνω από δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, για το
τμήμα αυτού μέχρι δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) και για το τμήμα
αυτού πάνω από τα δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αυτού. Όταν
το ατομικό εισόδημα είναι μέχρι έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ δεν απαιτούνται αποδείξεις δαπανών.
Αν το ποσό των προσκομιζόμενων αποδείξεων δαπανών του φορολογουμένου υπολείπεται του πιο πάνω
ποσοστού, επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) επί της διαφοράς. Αν το ποσό των
προσκομιζόμενων αποδείξεων δαπανών υπερβαίνει το ποσοστό αυτό εκπίπτει από το συνολικό φόρο, που
προκύπτει με βάση την πιο πάνω κλίμακα, φόρος, που υπολογίζεται με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%)
επί της διαφοράς,. Το ποσό των δαπανών για την επιβολή ή την έκπτωση φόρου σύμφωνα με τα δύο
προηγούμενα εδάφια, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβαίνει τα δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ
για τον υπόχρεο και τα τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ για συζύγους. Οι δαπάνες που έχουν
πραγματοποιηθεί υπολογίζονται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους μόνο εφόσον έχουν περιληφθεί στην
αρχική δήλωση και επιμερίζονται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το δηλούμενο και φορολογούμενο
σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις ατομικό εισόδημα της αρχικής δήλωσής τους, αφού προηγουμένως
καλυφθεί το ποσό των αποδείξεων που απαιτείται για την κάλυψη του αφορολόγητου ποσού. Όταν ο ένας
σύζυγος δηλώνει εισόδημα μέχρι έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ, οι αποδείξεις που προσκομίζονται καλύπτουν
το αφορολόγητο ποσό του άλλου συζύγου, εφόσον αυτό υπερβαίνει τα έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ» .

1. Το εισόδημα που απομένει μετά την αφαίρεση των δαπανών από το συνολικό
εισόδημα του φορολογουμένου υποβάλλεται σε φόρο με βάση την ακόλουθη
κατά περίπτωση κλίμακα:

(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ 2007


36

Κλιμάκιο Φορολ. Φόρος Σύνολο


Εισοδήματος Συντελεστής Κλιμακίου Εισοδήματος
(ευρώ) % (ευρώ) Φόρου (ευρώ)
(ευρώ)
12.000 0 0 12.000 0
18.000 29 5.220 30.000 5.220
45.000 39 17.550 75.000 22.770
άνω 75.000 40

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ 2007

Κλιμάκιο Φορολ. Φόρος Σύνολο


Εισοδήματος Συντελεστής Κλιμακίου Εισοδήματος
(ευρώ) % (ευρώ) Φόρου (ευρώ)
(ευρώ)
10.500 0 0 10.500 0
1.500 15 225 12.000 225
18.000 29 5.220 30.000 5.445
45.000 39 17.550 75.000 22.995
άνω 75.000 40

(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ 2008

Κλιμάκιο Φορολ. Φόρος Σύνολο


Εισοδήματος Συντελεστής Κλιμακίου Εισοδήματος
(ευρώ) % (ευρώ) Φόρου (ευρώ)
(ευρώ)
12.000 0 0 12.000 0
18.000 27 4.860 30.000 4.860
45.000 37 16.650 75.000 21.510
άνω 75.000 40

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ 2008

Κλιμάκιο Φορολ. Φόρος Σύνολο


Εισοδήματος Συντελεστής Κλιμακίου Εισοδήματος
(ευρώ) % (ευρώ) Φόρου (ευρώ)
(ευρώ)
10.500 0 0 10.500 0
37

1.500 15 225 12.000 225


18.000 27 4.860 30.000 5.085
45.000 37 16.650 75.000 21.735
άνω 75.000 40

(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ 2009

Κλιμάκιο Φορολ. Φόρος Σύνολο


Εισοδήματος Συντελεστής Κλιμακίου Εισοδήματος Φόρου
(ευρώ) % (ευρώ) (ευρώ) (ευρώ)
12.000 0 0 12.000 0
18.000 25 4.500 30.000 4.500
45.000 35 15.750 75.000 20.250
άνω 75.000 40

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ 2009

Κλιμάκιο Φορολ. Φόρος Σύνολο


Εισοδήματος Συντελεστής Κλιμακίου Εισοδήματος
(ευρώ) % (ευρώ) Φόρου (ευρώ)
(ευρώ)
10.500 0 0 10.500 0
1.500 15 225 12.000 225
18.000 25 4.500 30.000 4.725
45.000 35 15.750 75.000 20.475
άνω 75.000 40

Η κλίμακα (α) εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι το εισόδημα από μισθωτές


υπηρεσίες υπερβαίνει το ποσοστό του πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού
δηλούμενου εισοδήματος που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις. Κατ΄
εξαίρεση για τους συνταξιούχους που, εκτός από τη σύνταξή τους, δηλώνουν
εισόδημα και από ακίνητα και από γεωργικές επιχειρήσεις, δεν έχει εφαρμογή η
προϋπόθεση του προηγούμενου εδαφίου. Όταν ο συνταξιούχος δηλώνει
εισόδημα και από άλλες πηγές, έχει εφαρμογή η προϋπόθεση του δευτέρου
εδαφίου.
38

Η κλίμακα (α) εφαρμόζεται και στις ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις που είναι
εγκατεστημένες σε οικισμούς με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία
απογραφή, κάτω από χίλιους (1.000) κατοίκους, εκτός αν οι οικισμοί αυτοί
έχουν χαρακτηρισθεί τουριστικοί τόποι.

ο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«Το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας της προηγούμενης παραγράφου αυξάνεται
κατά χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ εάν ο φορολογούμενος έχει ένα τέκνο που τον βαρύνει, κατά τρείς
χιλιάδες (3.000) ευρώ εάν έχει δύο τέκνα που τον βαρύνουν, κατά έντεκα χιλιάδες πεντακόσια (11.500)
ευρώ εάν έχει τρία τέκνα που τον βαρύνουν και κατά δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για κάθε τέκνο πάνω από
τα τρία που τον βαρύνουν.
περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«δ) Κατά ποσοστό 20% του ποσού της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλει ο φορολογούμενος για
ασφάλιστρα ασφαλίσεων ζωής, θανάτου, προσωπικών ατυχημάτων και ασθένειας για την ασφάλιση του
ίδιου, της συζύγου του και των τέκνων που τους βαρύνουν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Στη
δαπάνη αυτή περιλαμβάνονται και τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται ετησίως για την ασφάλιση τέκνων,
όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 7, από γονείς που βρίσκονται σε διάζευξη και δε συνοικούν μαζί τους. Το
ποσό της δαπάνης ασφαλίστρων επί του οποίου υπολογίζεται η μείωση δεν μπορεί να υπερβεί τα χίλια
(1.000) ευρώ για άγαμο και τα δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για οικογένεια. Το ποσό αυτό υπολογίζεται
αθροιστικά και για τους δύο συζύγους, μειώνει το φόρο μόνο εφόσον έχει περιληφθεί στην αρχική δήλωση
και επιμερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθενός που φορολογείται
σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχική δήλωση.»

2. Το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου των κλιμάκων (α) και (β) της
παραγράφου 1 αυξάνεται κατά χίλια (1.000) ευρώ εάν ο φορολογούμενος έχει
ένα τέκνο που τον βαρύνει, κατά δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ εάν έχει δύο τέκνα
που τον βαρύνουν, κατά δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ εάν έχει τρία τέκνα που
τον βαρύνουν και κατά χίλια (1.000) ευρώ για καθένα τέκνο πάνω από τα τρία.
Το ποσό με το οποίο προσαυξάνεται το αφορολόγητο ποσό του πρώτου
κλιμακίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, μειώνει το
ποσό του δεύτερου κλιμακίου και εάν αυτό δεν επαρκεί, το ποσό του τρίτου
κλιμακίου.
Εάν ο ένας σύζυγος δεν έχει εισόδημα ή αυτό που έχει είναι μικρότερο από το
αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας, το αφορολόγητο ποσό
που αφορά τα τέκνα ή η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το αφορολόγητο ποσό
που αφορά τα τέκνα προστίθεται στο αφορολόγητο ποσό του άλλου συζύγου.
39

(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ – ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ 2006


Κλιμάκιο Φορολ. Φόρος Σύνολο
Εισοδήματος Συντελεστής % κλιμακίου Εισοδήματος Φόρου
(ευρώ) (ευρώ) (ευρώ) (ευρώ)
11.000 0 0 11.000 0
2.000 15 300 13.000 300
10.000 30 3.000 23.000 3.300
Υπερβάλλον 40

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ


Κλιμάκιο Φορολ. Φόρος Σύνολο
Εισοδήματος Συντελεστής % κλιμακίου Εισοδήματος Φόρου
(ευρώ) (ευρώ) (ευρώ) (ευρώ)
9.500 0 0 9.500 0
3.500 15 525 13.000 525
10.000 30 3.000 23.000 3.525
Υπερβάλλον 40

Όταν στο εισόδημα του μισθωτού ή συνταξιούχου περιλαμβάνεται και εισόδημα από
άλλη πηγή, το επιπλέον αφορολόγητο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ
του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας (α), σε σχέση με το αφορολόγητο ποσό του
πρώτου κλιμακίου της κλίμακας(β) περιορίζεται στο ποσό του μισθού ή της
σύνταξης που δηλώνεται, εφόσον το ποσό του μισθού ή της σύνταξης είναι
μικρότερο από το επιπλέον αυτό αφορολόγητο ποσό.
Η κλίμακα (α) εφαρμόζεται και στις ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις που είναι
εγκατεστημένες σε οικισμούς με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή,
κάτω από χίλιους (1.000) κατοίκους, εκτός αν οι οικισμοί αυτοί έχουν χαρακτηρισθεί
τουριστικοί τόποι.
Η κλίμακα (α) εφαρμόζεται και στις ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις που είναι
εγκατεστημένες σε οικισμούς με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή,
κάτω από χίλιους (1.000) κατοίκους, εκτός αν οι οικισμοί αυτοί έχουν χαρακτηρισθεί
τουριστικοί τόποι.
(Όπως η κλίμακα του πρώτου εδαφίου και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 9 του
Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
40

σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2005 και
μετά).
(Η παρ. 1 του άρθρου 9 πριν την αντικαταστασή της είχε ως εξής:

«(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ -ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ


Κλιμάκιο Φορολ. Φόρος Σύνολο
Εισοδήματος Συντελεστής % κλιμακίου Εισοδήματος Φόρου
(ευρώ) (ευρώ) (ευρώ) (ευρώ)
10.000 0 0 10.000 0
3.400 15 510 13.400 510
10.000 30 3.000 23.400 3.510
Υπερβάλλον 40

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ


Κλιμάκιο Φορολογικός Φόρος Σύνολο
Εισοδήματος Συντελεστής % Κλιμακίου Εισοδήματος Φόρου
(ευρώ) (ευρώ) (ευρώ) (ευρώ)
8.400 0 0 8.400 0
5.000 15 750 13.400 750
10.000 30 3.000 23.400 3.750
Υπερβάλλον 40

Όταν στο εισόδημα του μισθωτού ή συνταξιούχου περιλαμβάνεται και εισόδημα από άλλη
πηγή, το επιπλέον αφορολόγητο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ του πρώτου
κλιμακίου της κλίμακας (α), σε σχέση με το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της
κλίμακας (β), περιορίζεται στο ποσό του μισθού ή της σύνταξης που δηλώνεται, εφόσον το
ποσό του μισθού ή της σύνταξης είναι μικρότερο από το επιπλέον αυτό αφορολόγητο
ποσό»).
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του Ν. 3220/2004
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 56 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα τα οποια αποκτώνται
από 1/1/2003).
(Όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 9 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.
3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«1. Το εισόδημα που απομένει μετά την αφαίρεση των ποσών των μειώσεων και των
δαπανών από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου υποβάλλεται σε φόρο με βάση
την ακόλουθη κλίμακα:
Ειδικά για φορολογούμενο με εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, το ποσό του πρώτου
κλιμακίου της πιο πάνω κλίμακας, προκειμένου να υπολογιστεί ο φόρος που αναλογεί στο
41

εισόδημα του, αυξάνεται κατά χίλια (1.000) ευρώ με ισόποση μείωση του ποσού του
δεύτερου κλιμακίου. Το πρόσθετο αυτό ποσό δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το
συνολικό ποσό του μισθού ή της σύνταξης που δηλώνεται.»)
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του Ν. 3220/2004
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 56 του ίδιου Νόμου από 1/1/2003).

Ο ενδιάμεσος φορολογικός συντελεστής είκοσι πέντε τοις εκατό 25% των κλιμάκων
αυτών μειώνεται σταδιακά κατά μία ποσοστιαία μονάδα κάθε έτος από το έτος 2010
μέχρι το έτος 2014. Το έτος 2014 ο ενδιάμεσος φορολογικός συντελεστής θα
ανέρχεται σε 20%.
Η κλίμακα εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες
υπερβαίνει το ποσοστό του 50% του συνολικού δηλούμενου εισοδήμαρτος που
φορολογείται με τις γενικές διατάξεις. Κατ΄εξαίρεση για τους συνταξιούχους που
εκτός από την σύνταξη τους δηλώνουν εισόδημα και από ακίνητα και από γεωργικές
επιχειρήσεις, δεν έχει εφαρμογή η προϋπόθεση του προϋγουμένου εδαφίου. Όταν ο
συνταξιούχος δηλώνει εισόδημα και από άλλες πηγές έχει εφαρμογή η προϋπόθεση
του δευτέρου εδαφίου
Η κλίμακα εφαρμόζεται και στις ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις που είναι
εγκατεστημένες σε οικισμούς με πλυθυσμό σύμφωνα με την τελευταία απογραφή
κάτω από 1.000 κατοίκους, εκτός αν οι οικισμοί αυτοί έχουν χαρακτηρισθεί
τουριστικοί τόποι.

2. Το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου των κλιμάκων (α) και (β) της
παραγράφου 1 αυξάνεται κατά χίλια (1.000) ευρώ εάν ο φορολογούμενος έχει ένα
τέκνο που τον βαρύνει, κατά δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ εάν έχει δύο τέκνα που τον
βαρύνουν, κατά δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ εάν έχει τρία τέκνα που τον βαρύνουν
και κατά χίλια (1.000) ευρώ για καθένα τέκνο πάνω από τα τρία.
Το ποσό με το οποίο προσαυξάνεται το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου,
σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, μειώνει το ποσό του
δεύτερου κλιμακίου και εάν αυτό δεν επαρκεί, το ποσό του τρίτου κλιμακίου.
Εάν ο ένας σύζυγος δεν έχει εισόδημα ή αυτό που έχει είναι μικρότερο από το
αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας, το αφορολόγητο ποσό
που αφορά τα τέκνα ή η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το αφορολόγητο ποσό
που αφορά τα τέκνα προστίθεται στο αφορολόγητο ποσό του άλλου συζύγου.
(Όπως η παράγραφος 2 του άρθρου 9 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.
3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 2 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«2. Για το φορολογούμενο που τον βαρύνουν τέκνα, το ποσό φόρου που προκύπτει με
βάση την πιο πάνω κλίμακα μειώνεται ως εξής:
42

α. Ενενήντα (90) ευρώ, όταν έχει ένα τέκνο που τον βαρύνει.
β. Εκατόν πέντε (105) ευρώ για κάθε τέκνο του, όταν έχει 2 (δύο) τέκνα που τον βαρύνουν.
γ) Διακόσια πέντε (205) ευρώ για κάθε τέκνο του, όταν έχει τρία (3) τέκνα που τον
βαρύνουν,
δ) Διακόσια σαράντα (240) ευρώ για κάθε τέκνο του, όταν έχει τέσσερα (4) τέκνα που τον
βαρύνουν).
Όσο αυξάνει ο αριθμός των τέκνων που βαρύνουν το φορολογούμενο, τόσο αυξάνει κατά
τριάντα (30) ευρώ και το ποσό που μειώνει το φόρο και το οποίο υπολογίζεται επί του
αριθμού των τέκνων.
Για το φορολογούμενο που αποκτά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εφόσον αυτός
προσφέρει υπηρεσίες ή κατοικεί για 9 (εννέα) τουλάχιστον μήνες μέσα στο έτος που
απέκτησε το εισόδημα αυτό στους νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου
και Δωδεκανήσου, καθώς και σε περιοχή των νομών Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς,
Φλώρινας, Σερρών, Κιλκίς, Πέλλης και Δράμας, η οποία περιλαμβάνεται σε ζώνη βάθους
είκοσι (20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμμή, τα άνω ποσά μειώσεως του φόρου
προσαυξάνονται με τριάντα (30) ευρώ για κάθε τέκνο που βαρύνει το φορολογούμενο.
Αν με βάση τη φορολογική κλίμακα δεν προκύπτει, για το φορολογούμενο, ποσό φόρου ή
αυτό είναι μικρότερο του συνολικού ποσού των ανωτέρω μειώσεων, ολόκληρο το ποσό των
μειώσεων ή η διαφορά που προκύπτει μειώνει το ποσό του φόρου που προκύπτει, με βάση
τη φορολογική κλίμακα για τον άλλο σύζυγο.
Εάν το συνολικό ποσό των ανωτέρω μειώσεων είναι μεγαλύτερο του φόρου, ο οποίος
προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα για το φορολογούμενο και τη σύζυγό του, η
διαφορά δεν επιστρέφεται ούτε και συμψηφίζεται.
Το ποσό που απομένει ύστερα από τις ανωτέρω μειώσεις, αποτελεί το φόρο που αναλογεί
στο συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογουμένου.».

την παράγραφο 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται περιπτώσεις ζ’, η ’ και θ’, ως εξής:
«ζ) Κατά ποσοστό 20%:
αα) των ποσών που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς στο Δημόσιο, τους οργανισμούς
τοπικής αυτοδιοίκησης, το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής, τους Ιερούς Ναούς, τις Ιερές Μονές του
Αγίου Όρους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και
Ιεροσολύμων, την Ιερά Μονή Σινά, την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, τα ημεδαπά Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που είναι νομικά
πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και το Ταμείο
Αρχαιολογικών Πόρων.
ββ) της αξίας των ιατρικών μηχανημάτων και των ασθενοφόρων αυτοκινήτων, που μεταβιβάζονται λόγω
δωρεάς στα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που αποτελούν νομικά
πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
γγ) των χρηματικών ποσών που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς προς τα κοινωφελή
ιδρύματα, τα σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και χορηγούν
υποτροφίες, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού
δικαίου που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς, τους
43

ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς που διέπονται από το ν.1514/1985 (Α’13) και τα ερευνητικά κέντρα
που αποτελούν ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
δδ) των χρηματικών ποσών που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω χορηγίας προς τα μη
κερδοσκοπικού χαρακτήρα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα υπάρχουν ή
συνιστώνται, εφόσον επιδιώκουν σκοπούς πολιτιστικούς. Πολιτιστικοί σκοποί είναι, ιδίως, η καλλιέργεια,
προαγωγή και διάδοση των γραμμάτων, της μουσικής, του χορού, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της
ζωγραφικής, της γλυπτικής και των τεχνών γενικότερα, καθώς και η ίδρυση, επέκταση και συντήρηση των
αναγνωρισμένων ιδιωτικών μουσείων, όπως τέχνης, φυσικής ιστορίας, εθνολογικών και λαογραφικών.
Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης υποπερίπτωσης καθορίζονται, με κοινή απόφαση των
Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού, μετά από έλεγχο που διενεργείται από το Υπουργείο Πολιτισμού,
τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν πολιτιστικούς σκοπούς.
Όταν τα ποσά των δωρεών και των χορηγιών αυτής της περίπτωσης, με εξαίρεση τις δωρεές που
καταβάλλονται στους δωρεοδόχους οι οποίοι αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, υπερβαίνουν τα τριακόσια
(300) ευρώ ετησίως, λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον έχουν κατατεθεί σε ειδικό λογαριασμό του νομικού
προσώπου, που πρέπει να ανοιχθεί για τον σκοπό αυτό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε
τράπεζα που νόμιμα λειτουργεί στην Ελλάδα.
Το γραμμάτιο είσπραξης της τράπεζας που εκδίδεται πρέπει να αναφέρει τα στοιχεία του δωρητή ή
χορηγού και δωρεοδόχου, το ποσό της δωρεάς ή χορηγίας αριθμητικώς και ολογράφως, την ημερομηνία
κατάθεσής του και την υπογραφή του δωρητή ή χορηγού, κατά περίπτωση.
Το συνολικό ποσό των δωρεών και χορηγιών της περίπτωσης αυτής επί του οποίου υπολογίζεται η μείωση
δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού εισοδήματος που φορολογείται
σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις.
Η μείωση διενεργείται εφόσον τα ποσά των δωρεών και χορηγιών υπερβαίνουν συνολικά τα εκατό (100)
ευρώ.
Το συνολικό ποσό των χρηματικών δωρεών και χορηγιών αυτής της περίπτωσης στο οποίο υπολογίζεται η
μείωση, δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του εισοδήματος που προκύπτει κατ’
εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 19.
Τα χρηματικά ποσά αυτών των δωρεών και χορηγιών δεν πρέπει να έχουν εκπέσει με βάση άλλη διάταξη
του παρόντος.
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται και για δωρεές υπέρ αντίστοιχων κρατικών φορέων και
νομικών προσώπων, εγκατεστημένων σε άλλα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε χώρες
ΕΟΧ/ΕΖΕΣ. Το ποσό των δωρεών που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο μπορεί να κατατίθεται και σε
τράπεζα της χώρας στην οποία έχει την κατοικία του ο δωρεοδόχος.
η) Κατά ποσοστό 20% του ποσού της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλει ο φορολογούμενος σε δικηγόρους
λόγω παροχής νομικών υπηρεσιών στον ίδιο ή στα πρόσωπα που τον βαρύνουν, με εξαίρεση τις αμοιβές
για την παράστασή τους κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων και για τις υποθέσεις που
αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 23. Το συνολικό ποσό
των αμοιβών αυτών, δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του εισοδήματος που
προκύπτει σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 19.
«θ) Κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) της δαπάνης για επεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης ακινήτου
που θα προκύψουν μετά από ενεργειακή επιθεώρηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3661/2008 και τις
κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και αφορούν:
αα) Την αντικατάσταση του λέβητα πετρελαίου για την εγκατάσταση τηλεθέρμανσης ή για νέα εγκατάσταση
τηλεθέρμανσης ή συστήματος που κάνει χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και για
παρεμβάσεις στο υφιστάμενο σύστημα που αφορούν σε σύστημα αντιστάθμισης στον καυστήρα/λέβητα σε
συνδυασμό με αυτονομία θέρμανσης και μόνωση σωληνώσεων.
44

ββ) Την αλλαγή εγκατάστασης κεντρικού κλιματισμού χρήσης καυσίμου από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο ή
για νέα εγκατάσταση φυσικού αερίου.
γγ) Την αγορά και εγκατάσταση ηλιακών συλλεκτών και για την εγκατάσταση κεντρικού κλιματισμού με
χρήση ηλιακής ενέργειας.
δδ) Την αγορά και εγκατάσταση αποκεντρωμένων συστημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που
βασίζονται σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (φωτοβολταϊκά, μικρές ανεμογεννήτριες) και συμπαραγωγής
ηλεκτρισμού και ψύξης – θέρμανσης με χρήση φυσικού αερίου ή ανανεώσιμων πηγών.
εε) Τη θερμομόνωση σε υφιστάμενα κτήρια με τοποθέτηση διπλών θερμομονωτικών υαλοπινάκων και
θερμομονωτικών πλαισίων/κουφωμάτων (συμπεριλαμβάνονται εξωτερικά καλύμματα, παντζούρια και
ρολά) και τοποθέτηση θερμομόνωσης στο κέλυφος ή/και στην οροφή (δώμα ή στέγη).
στστ) Τη δαπάνη για τη διενέργεια ενεργειακής επιθεώρησης από αρμόδιο επιθεωρητή.
Το ποσό της δαπάνης της περίπτωσης αυτής επί της οποίας υπολογίζεται η μείωση δεν μπορεί να υπερβεί
το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.»

3. Το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση την κλίμακα της προηγούμενης
παραγράφου μειώνεται ως εξής:
α) Κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (20%) του συνολικού ετήσιου ποσού των
εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του φορολογουμένου και των
λοιπών προσώπων που τον βαρύνουν. Το ποσό της μείωσης δεν μπορεί να
υπερβεί τα έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ.
Ως έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης θεωρούνται μόνο:
αα) Οι αμοιβές που καταβάλλονται για ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις γενικά, στις
οποίες περιλαμβάνονται και οι ακτινολογικές και μικροβιολογικές εξετάσεις, οι
δαπάνες που καταβάλλονται για διαρκή κάλυψη τέτοιων αναγκών, καθώς και η
δαπάνη για οδοντοθεραπεία και οδοντοπροσθετική.
ββ) τα έξοδα νοσηλείας που καταβάλλονται σε νοσηλευτικά ιδρύματα ή ιδιωτικές
κλινικές, στα οποία περιλαμβάνονται και τα έξοδα για φαρμακευτική περίθαλψη στο
νοσοκομείο ή στην κλινική.
γγ) οι αμοιβές που καταβάλλονται σε νοσοκόμο για την παροχή υπηρεσιών σε
ασθενή κατά τη νοσηλεία του σε νοσοκομείο ή κλινική ή στο σπίτι,
δδ) η δαπάνη για την αντικατάσταση μελών του σώματος με τεχνητά μέλη, καθώς
και η δαπάνη για την αγορά ή τοποθέτηση στο σώμα του ασθενούς οργάνων, τα
οποία είναι αναγκαία για τη φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού,
εε) τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης των τέκνων που είναι άγαμα ή διαζευγμένα
ή τελούν σε κατάσταση χηρείας, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο και
απαλλασσόμενο εισόδημά τους δεν υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000)
ευρώ και πάσχουν από ανίατο νόσημα, καθώς επίσης και με τις ίδιες προϋποθέσεις
η δαπάνη για την περίθαλψη με οποιονδήποτε τρόπο των τυφλών, κωφάλαλων ή
διανοητικά καθυστερημένων τέκνων του φορολογουμένου, όπως και η δαπάνη τους
45

για δίδακτρα ή τροφεία που καταβάλλονται γι΄ αυτά τα τέκνα σε ειδικές για την
πάθησή τους σχολές ή θεραπευτήρια,
(Όπως το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ που αναφέρεται στην
υποπερίπτωση εε΄ και στο προτελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του
άρθρου 9 του Ν. 2238/1994 αυξάνονται σε έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ με την παρ. 1 του άρθ.
26 του Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το άρθ. 53 του ιδίου Νόμου από 1/1/2006).
στ) ποσό ίσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) της δαπάνης που καταβάλλεται σε
επιχειρήσεις περίθαλψης ηλικιωμένων, οι οποίες λειτουργούν νόμιμα.
Στις δαπάνες περιλαμβάνονται και οι δαπάνες για έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής
περίθαλψης των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 7 τα οποία συνοικούν με
τον φορολογούμενο και παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και
πάνω από νοητική καθυστέρηση, φυσική αναπηρία ή ψυχική πάθηση με βάση τη
γνωμάτευση της οικείας πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, που εδρεύει σε
κάθε νομό, ή είναι τυφλοί που είναι γραμμένοι στο γενικό μητρώο τυφλών, που
τηρείται στην οικεία νομαρχία, στην περίπτωση κατά την οποία έχουν αποκτήσει
ετήσιο εισόδημα πάνω από δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, κατά το ποσό
που τα έξοδα αυτά υπερβαίνουν το πραγματικό φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο
ετήσιο καθαρό εισόδημα των προσώπων αυτών.
Επίσης περιλαμβάνονται οι δαπάνες για έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής
περίθαλψης των τέκνων που ορίζονται στο άρθρο 7, στην περίπτωση που
καταβάλλονται από γονέα που δεν συνοικεί μαζί τους λόγω διάζευξης με τον άλλο
γονέα.
β) Κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (20%) των εξής δαπανών:
αα) Του ποσού του μισθώματος που καταβάλλεται ετησίως για κύρια κατοικία του
φορολογουμένου και της οικογένειάς του. Δεν δικαιούνται την έκπτωση αυτή όσοι
παίρνουν στεγαστικό επίδομα. Ομοίως, δεν δικαιούνται τη μείωση αυτή οι
φορολογούμενοι, όταν οι ίδιοι ή οι σύζυγοί τους ή τα τέκνα που τους βαρύνουν
έχουν πλήρη κυριότητα ή κατοχή, εξ΄ ολοκλήρου, σε οικία με επιφάνεια τουλάχιστον
ίση με εκείνη της μισθωμένης κύριας κατοικίας, η οποία βρίσκεται στον ίδιο νομό με
τη μισθωμένη. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και όταν η πιο πάνω οικία
ανήκει εξ αδιαιρέτου είτε στον φορολογούμενο και στη σύζυγο του είτε στον
φορολογούμενο και στα τέκνα τους που τους βαρύνουν είτε στη σύζυγο του και στα
τέκνα τους που τους βαρύνουν.
Του ποσού του μισθώματος που καταβάλλει ετησίως για τα τέκνα του ο
φορολογούμενος που μισθώνει κατοικίες για την ικανοποίηση των στεγαστικών
αναγκών τους, τα οποία φοιτούν σε αναγνωρισμένα σχολεία ή σχολές του
εσωτερικού, εφόσον αυτά τον βαρύνουν και εφόσον οι κατοικίες που μισθώνονται
βρίσκονται στην πόλη που έχει την έδρα της η σχολή ή το σχολείο που φοιτούν τα
τέκνα του και αυτός ή τα τέκνα του δεν έχουν άλλη κατοικία σ΄ αυτή την πόλη. Η
περιοχή της Νομαρχίας Αθηνών, οι Δήμοι Βούλας, Βουλιαγμένης της Νομαρχίας
46

Ανατολικής Αττικής, οι Δήμοι Αγίου Ιωάννου Ρέντη, Δραπετσώνας, Κερατσινίου,


Κορυδαλλού, Νίκαιας, Πειραιώς, Περάματος της Νομαρχίας Πειραιά, θεωρείται ως
μία πόλη.
Η έκπτωση αναγνωρίζεται, μόνο όταν ο φορολογούμενος αναγράψει στις οικείες
ενδείξεις της ετήσιας δήλωσης φόρου εισοδήματος τον αριθμό φορολογικού
μητρώου του εκμισθωτή. Αν πρόκειται για εκμισθωτές που δεν κατοικούν ούτε
διαμένουν στην Ελλάδα, μπορεί να αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου
του πληρεξούσιου ή νόμιμου εκπροσώπου τους. Για τους ανήλικους εκμισθωτές
που δεν έχουν αριθμό φορολογικού μητρώου, αναγράφεται το αντίστοιχο στοιχείο
του προσώπου που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου.
ββ) Του ποσού της δαπάνης για παράδοση κατ΄ οίκον ιδιαίτερων μαθημάτων ή για
φροντιστήρια οποιασδήποτε αναγνωρισμένης εκπαιδευτικής βαθμίδας ή ξένων
γλωσσών, το οποίο καταβάλλει ετησίως ο φορολογούμενος για κάθε τέκνο που τον
βαρύνει ή για τον ίδιο.
Το ποσό της κάθε δαπάνης, επί της οποίας υπολογίζεται η μείωση, δεν μπορεί να
υπερβεί ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του αφορολόγητου ποσού του πρώτου
κλιμακίου της κλίμακας (α) που ισχύει για μισθωτό χωρίς τέκνα.
Για τον υπολογισμό των ποσών μείωσης του φόρου οι δαπάνες λαμβάνονται
διακεκριμένους για τον φορολογούμενο και για κάθε τέκνο που τον βαρύνει.
Το ποσό της κάθε δαπάνης, η οποία υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο
συζύγους, μειώνει το φόρο, μόνο εφόσον έχει περιληφθεί στην αρχική δήλωση και
μερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθενός
που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχική
δήλωση.
Στη δαπάνη της υποπερίπτωσης αυτής περιλαμβάνεται και η δαπάνη του πρώτου
εδαφίου που καταβάλλεται ετησίως από γονείς που βρίσκονται σε διάζευξη, για κάθε
τέκνο από αυτά που ορίζονται στο άρθρο 7, στην περίπτωση που δεν συνοικούν
μαζί του.
γ) Κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (20%) του ποσού των δεδουλευμένων τόκων
που καταβάλλονται από τον φορολογούμενο για:
αα) Στεγαστικά δάνεια για απόκτηση πρώτης κατοικίας που χορηγούνται στον
φορολογούμενο με υποθήκη ή προσημείωση από τράπεζες, το Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων, τα Ταχυδρομικά Ταμιευτήρια και λοιπούς πιστωτικούς
οργανισμούς, εφόσον οφείλονται από αυτόν και η υποθήκη ή προσημείωση έχει
εγγραφεί σε ακίνητό του ή του άλλου συζύγου ή των τέκνων που τους βαρύνουν.
Σε περίπτωση σύναψης νέου δανείου από ένα από τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα,
ανεξάρτητα αν είναι το ίδιο με αυτό που χορήγησε το αρχικό δάνειο ή όχι, με σκοπό
την εξόφληση από τον υπόχρεο του παλαιού δανείου, οι δεδουλευμένοι τόκοι του
νέου δανείου που αντιστοιχούν στο τμήμα αυτού που διατέθηκε για την εξόφληση
του ανεξόφλητου υπολοίπου του παλαιού στεγαστικού δανείου, εφόσον συντρέχουν
47

οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, αναγνωρίζονται για


μείωση του φόρου για το χρονικό διάστημα που υπολείπεται από τη χορήγηση του
νέου δανείου μέχρι τη λήξη του παλαιού δανείου. Για την αναγνώριση της μείωσης
πρέπει στο δανειστικό συμβόλαιο του νομικού προσώπου που χορήγησε το νέο
δάνειο να αναγράφονται απαραιτήτως ο σκοπός του δανείου, το ανεξόφλητο ποσό
του παλαιού δανείου, ο χρόνος λήξης του παλαιού δανείου και ότι έχει εγγραφεί
υποθήκη ή προσημείωση με τις ίδιες προϋποθέσεις που ίσχυαν και για το παλαιό
δάνειο.
ββ) Στεγαστικά δάνεια για απόκτηση πρώτης κατοικίας που χορηγούνται από
ασφαλιστικές επιχειρήσεις στους υπαλλήλους τους, εφόσον οφείλονται από αυτούς
και η υποθήκη ή προσημείωση έχει εγγραφεί σε ακίνητό τους ή του άλλου συζύγου
ή των τέκνων που τους βαρύνουν.
γγ) Προκαταβολές που χορηγούνται από τα Ταμεία Αλληλοβοήθειας Στρατού,
Ναυτικού και Αεροπορίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 18 του Ν.Δ. 398/1974 (ΦΕΚ
116/Α΄), για απόκτηση πρώτης κατοικίας από τους βοηθηματούχους αυτών.
Κατά την εφαρμογή των προηγούμενων υποπεριπτώσεων δεν θεωρείται ότι
αποκτάται πρώτη κατοικία, αν ο υπόχρεος, ο άλλος σύζυγος και τα τέκνα που τους
βαρύνουν, έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή ισόβιας επικαρπίας ή οίκησης, εξ
ολοκλήρου ή επί ιδανικού μεριδίου, σε άλλη οικία ή οικίες, εφόσον το άθροισμα της
συνολικής επιφάνειας που τους αντιστοιχεί υπερβαίνει τα εβδομήντα (70) τ.μ.. Η
επιφάνεια αυτή προσαυξάνεται κατά είκοσι (20) τ.μ. για καθένα από τα δύο πρώτα
τέκνα και κατά είκοσι πέντε (25) τ.μ. για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα
που βαρύνουν τον υπόχρεο ή τον άλλο σύζυγο. Αν η επιφάνεια της πρώτης
κατοικίας υπερβαίνει τα εκατόν είκοσι (120) τ.μ., το ποσό της δαπάνης που μειώνει
το φόρο περιορίζεται στο μέρος που αναλογεί επιμεριστικά στη μέχρι των εκατόν
είκοσι (120) τ.μ. επιφάνεια της κατοικίας.
δδ) Δάνεια που χορηγούνται στον φορολογούμενο από τράπεζες, το Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων, τα Ταχυδρομικά Ταμιευτήρια και λοιπούς πιστωτικούς
οργανισμούς, εφόσον οφείλονται από αυτόν, για αναστήλωση, επισκευή,
συντήρηση ή εξωραϊσμό διατηρητέων κτισμάτων, καθώς και κτισμάτων που
βρίσκονται σε περιοχές χαρακτηριζόμενες ως παραδοσιακά τμήματα πόλεων ή ως
παραδοσιακοί οικισμοί.
Το ποσοστό της μείωσης της περίπτωσης αυτής υπολογίζεται στους τόκους που
αντιστοιχούν στο τμήμα του δανείου ως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.
Το ποσό της δαπάνης της περίπτωσης αυτής δεν πρέπει να έχει εκπέσει με βάση
άλλη διάταξη του παρόντος.
Οι διατάξεις αυτής της περίπτωσης ισχύουν για τόκους από συμβάσεις δανείων που
συνάπτονται, καθώς και προκαταβολές που χορηγούνται από 1ης Ιανουαρίου 2003
και μετά.
48

δ) Κατά ποσοστό 40% του συνολικού ετήσιου ποσού των δεδουλευμένων τόκων
που καταβάλλονται από τον φορολογούμενο ειδικά για συμβάσεις στεγαστικών
δανείων που συνάπτονται από 1ης Ιανουαρίου 2009 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2010 για
απόκτηση κατά πλήρη κυριότητα οποιασδήποτε κατοικίας μέχρι 200τ.μ και για ύψος
δανείων μέχρι 350.000€. Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα ορίζονται στην περίπτωση
γ΄εκτός από τα τα δύο τελευταία εδάφια της υποπερίπτωσης αα΄ και από την
υποπερίπτωση δδ΄ (ν. 3763 άρ. 43)

ε) Κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του ποσού της διατροφής που
καταβάλλεται από τον έναν σύζυγο στον άλλο και επιδικάστηκε ή συμφωνήθηκε με
συμβολαιογραφική πράξη. Το ποσό της διατροφής επί της οποίας υπολογίζεται η
μείωση φόρου δεν μπορεί να υπερβεί τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
στ) Για το φορολογούμενο που αποκτά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εφόσον
αυτός προσφέρει υπηρεσίες ή κατοικεί για εννέα (9) τουλάχιστον μήνες μέσα στο
έτος που απέκτησε το εισόδημα αυτό στους Νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου,
Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσου, καθώς και σε περιοχή των νομών
Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Φλώρινας, Πέλλης, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας,
η οποία περιλαμβάνεται σε ζώνη βάθους είκοσι(20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή
γραμμή, κατά εξήντα(60) ευρώ για κάθε τέκνο που τον βαρύνει.

ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ:
Το ποσοστό μείωσης φόρου των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 3 του
άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αυξάνεται σε είκοσι τοις εκατό (20%) για τις δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2005 και εξής. Ειδικά για τη δαπάνη της περίπτωσης γ΄
της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε., το ποσοστό του προηγούμενου
εδαφίου ισχύει για τους τόκους δανείων που έχουν συναφθεί ήτοι προκαταβολές
που έχουν χορηγηθεί από 1ης Ιανουαρίου 2003 και μετά.
(Όπως η υποπερίπτωση αα΄ της περιπτωσης α΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν.
2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από
1/1/2005 και μετά).
(Η υποπερίπτωση αα΄ της περιπτωσης α΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 πριν την αντικατάστασή
της είχε ως εξής:
«αα) Οι αμοιβές που καταβάλλονται για ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις γενικά, στις οποίες
περιλαμβάνονται και οι ακτινολογικές και μικροβιολογικές εξετάσεις, καθώς και η δαπάνη για
οδοντοθεραπεία και οδοντοπροσθετική»).
(Όπως το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στην περίπτωση α΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν.
2238/1994, με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο
33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2005 και μετά).
49

(Όπως το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στην υποπερίπτωση ββ΄ της περιπτωσης β΄ της
παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994, με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από
1-1-2005 και μετά).
(Όπως η πείιπτωση δ΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την
παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου από 1/1/2004 και μετά).
(Η περίπτωση δ΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«δ) Κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του συνολικού ετήσιου ποσού των
οικογενειακών δαπανών, στις οποίες υποβάλλεται ο φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα
τέκνα που τους βαρύνουν, για αγορά αγαθών και υπηρεσιών γενικώς, εφόσον ο
φορολογούμενος ή η σύζυγος του ή και οι δύο δηλώνουν εισόδημα από μισθούς ή
συντάξεις. Το ποσό της μείωσης δεν μπορεί να υπερβεί τα εβδομήντα πέντε (75) ευρώ και
για τους δύο συζύγους.
Δεν συμπεριλαμβάνονται οι παρακάτω κατηγορίες δαπανών:
αα) αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 των άρθρων 8 και 23,
ββ) πραγματικές δαπάνες που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της ετήσιας
τεκμαρτής δαπάνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17,
γγ) αυτές που ορίζονται στις προηγούμενες περιπτώσεις,
δδ) δαπάνες για αγορά τροφίμων και ποτών, γενικώς, καθώς και καυσίμων,
εε) δαπάνες για ύδρευση, αποχέτευση, συγκοινωνίες, φωταέριο, παροχή ηλεκτρικού
ρεύματος, ασφάλιστρα και τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων, καθώς και για δίδακτρα σε
ιδιωτικά σχολεία.
στ) δαπάνες που γίνονται στην αλλοδαπή.
Αν μόνο ο ένας σύζυγος δηλώνει εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, ολόκληρο το ποσό
της μείωσης αφαιρείται από το δικό του φόρο. Αν και οι δύο σύζυγοι δηλώνουν εισόδημα
από μισθούς ή συντάξεις, το ποσό της μείωσης μερίζεται μεταξύ τους ανάλογα με το ύψος
του εισοδήματος του καθενός που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, όπως δηλώθηκε με
την αρχική εμπρόθεσμη δήλωσή τους και μειώνει το φόρο που προκύπτει γι΄ αυτούς.
Για τη διενέργεια της μείωσης του φόρου πρέπει το συνολικό ποσό των δαπανών που
καταβλήθηκε για αγαθά και υπηρεσίες να αναγράφεται στην αρχική εμπρόθεσμη δήλωση.
Τα δικαιολογητικά των δαπανών αυτής της περίπτωσης δεν συνυποβάλλονται με τη
δήλωση φορολογίας εισοδήματος, αλλά φυλάσσονται από τον υπόχρεο, για την επίδειξη
τους στην αρμόδια φορολογική αρχή, για τρία (3) έτη από το τέλος του οικείου οικονομικού
έτους»).
(Όπως η περίπτωση ε΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την
παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1-1-2005 και μετά).
(Η περίπτωση ε΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 πριν την αντικατάσταση της είχε ως εξής:
50

«ε) Για το φορολογούμενο που αποκτά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εφόσον αυτός
προσφέρει υπηρεσίες ή κατοικεί για εννέα (9) τουλάχιστον μήνες μέσα στο έτος που
απέκτησε το εισόδημα αυτό στους νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου
και Δωδεκανήσου, καθώς και σε περιοχή των νομών Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς,
Φλώρινας, Πέλλης, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας, η οποία περιλαμβάνεται σε ζώνη βάθους
είκοσι (20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμμή, κατά τριάντα (30) ευρώ για κάθε τέκνο
που τον βαρύνει»).
(Όπως η σχετική διάταξη τέθηκε στην παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994, με την παρ. 7
του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από
την ημερομηνία δημοσίευσης του στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-
2004 και μετά).
(Όπως η παράγραφος 3 του άρθρου 9 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.
3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).

) Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα από το οποίο προκύπτει φόρος, οι μειώσεις των περιπτώσεων α΄,
γ΄, ε΄, ζ΄, η΄ και θ΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν την ίδια και των περιπτώσεων α΄ και στ΄
της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα
της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο
βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της φόρο που προκύπτει με βάση την κλίμακα. Όταν λόγω θανάτου του
ενός από τους συζύγους υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις, αν στο εισόδημα του ενός συζύγου δεν
προκύπτει φόρος ή ο φόρος που προκύπτει είναι κατώτερος από το άθροισμα των μειώσεων των
περιπτώσεων α΄ έως και θ΄ της προηγούμενης παραγράφου, το άθροισμα αυτών ή η διαφορά που
προκύπτει δεν μειώνει το φόρο του άλλου συζύγου.»
β) Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν με βάση τη φορολογική κλίμακα δεν προκύπτει για το φορολογούμενο ποσό φόρου ή αυτό που
προκύπτει είναι μικρότερο από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α΄, β΄, δ΄ και στ΄ της
προηγούμενης παραγράφου που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που τον βαρύνουν,
ολόκληρο το ποσό των μειώσεων των περιπτώσεων αυτών ή η διαφορά που προκύπτει, μειώνει το ποσό
του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα για τον άλλο σύζυγο.»
ι διατάξεις των παραγράφων 3 έως και 5 του άρθρου αυτού ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2010, για εισοδήματα
που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται, κατά περίπτωση, από την ημερομηνία αυτή και μετά.
ι διατάξεις της παραγράφου 1 του νόμου αυτού έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται και τις
δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά περίπτωση, από 1.1.2010 και μετά. Ειδικά, η κλίμακα της
παραγράφου αυτής εφαρμόζεται κατά την παρακράτηση φόρου εισοδήματος από τη δημοσίευση του νόμου
αυτού και μετά.

4. Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα από το οποίο προκύπτει φόρος, οι μειώσεις
των περιπτώσεων α΄, γ΄ και δ΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν την
ίδια και των περιπτώσεων α΄ και ε΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν
τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και
51

τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο
βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της φόρο που προκύπτει με βάση την κλίμακα.
Όταν λόγω θανάτου του ενός από τους συζύγους υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις,
αν στο εισόδημα του ενός συζύγου δεν προκύπτει φόρος ή ο φόρος που προκύπτει
είναι κατώτερος από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α΄ έως και ε΄ της
προηγούμενης παραγράφου, το άθροισμα αυτών ή η διαφορά που προκύπτει δεν
μειώνει το φόρο του άλλου συζύγου. Κατ΄ εξαίρεση, στην περίπτωση αυτή,
μειώνουν το φόρο του άλλου συζύγου τα ποσά των μειώσεων που αφορούν τα
έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του ενός συζύγου και των λοιπών
προσώπων που συνοικούν μαζί του και τον βαρύνουν. Αν με βάση τη φορολογική
κλίμακα δεν προκύπτει για τον φορολογούμενο ποσό φόρου ή αυτό που προκύπτει
είναι μικρότερο από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α΄, β΄ και ε΄ της
προηγούμενης παραγράφου που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που
τον βαρύνουν, τότε ολόκληρο το ποσό των μειώσεων των περιπτώσεων αυτών ή η
διαφορά που προκύπτει, μειώνει το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τη
φορολογική κλίμακα για τον άλλο σύζυγο. Αν το συνολικό ποσό των μειώσεων είναι
μεγαλύτερο του φόρου, ο οποίος προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα για τον
φορολογούμενο και τη σύζυγό του, η διαφορά δεν επιστρέφεται ούτε συμψηφίζεται
Το ποσό που απομένει ύστερα από τις μειώσεις αποτελεί το φόρο που αναλογεί στο
συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογουμένου.
(Όπως η παρ. 4 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του
άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για
εισοδήματα που αποκτώνται από 1/5/2004 και μετά).
(Η παρ. 4 του άρθρου 9 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«4. Για τη σύζυγο, η οποία έχει εισόδημα στο οποίο προκύπτει φόρος, οι μειώσεις των
περιπτώσεων α΄ και γ΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν την ίδια και των
περιπτώσεων α΄ και ε΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν τα τέκνα της από
προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς
από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της
φόρο που προκύπτει με βάση την κλίμακα.
Όταν λόγω θανάτου του ενός από τους συζύγους υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις, αν στο
εισόδημα του ενός συζύγου δεν προκύπτει φόρος ή ο φόρος που προκύπτει είναι
κατώτερος από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ της προηγούμενης
παραγράφου, το άθροισμα αυτών ή η διαφορά που προκύπτει δεν μειώνει το φόρο του
άλλου συζύγου. Στην περίπτωση αυτή μειώνουν το φόρο του άλλου συζύγου τα ποσά των
μειώσεων που αφορούν τα έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του ενός
συζύγου και των λοιπών προσώπων που συνοικούν μαζί του και τον βαρύνουν.
Αν με βάση τη φορολογική κλίμακα δεν προκύπτει για το φορολογούμενο ποσό φόρου ή
αυτό που προκύπτει είναι μικρότερο από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α΄,
β΄, δ΄ και ε΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα
52

πρόσωπα που τον βαρύνουν, τότε ολόκληρο το ποσό των μειώσεων των περιπτώσεων
αυτών ή η διαφορά που προκύπτει, μειώνει το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τη
φορολογική κλίμακα για τον άλλο σύζυγο.
Αν το συνολικό ποσό των μειώσεων είναι μεγαλύτερο του φόρου, ο οποίος προκύπτει με
βάση τη φορολογική κλίμακα για το φορολογούμενο και τη σύζυγό του, η διαφορά δεν
επιστρέφεται ούτε συμψηφίζεται.
Το ποσό που απομένει ύστερα από τις μειώσεις αποτελεί το φόρο που αναλογεί στο
συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογουμένου»).
(Όπως η παράγραφος 4 του άρθρου 9 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.
3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).

5. Αν στο συνολικό εισόδημα περιλαμβάνεται και εισόδημα από ακίνητα, εκτός από
το απαλλασσόμενο εισόδημα από ιδιοκατοίκηση γενικά, το ακαθάριστο ποσό αυτού
υποβάλλεται και σε συμπληρωματικό φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή
ενάμισι τοις εκατό (1,5%). Το ποσό του συμπληρωματικού φόρου αυτής της
παραγράφου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το ποσό του φόρου που αναλογεί
στο συνολικό καθαρό εισόδημα, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως και 4, κατά
περίπτωση.
Ειδικώς, ο συντελεστής του πρώτου εδαφίου αυξάνεται σε τρία τοις εκατό (3%) και
επιβάλλεται στο ακαθάριστο εισόδημα από ακίνητα που χρησιμοποιούνται ως
κατοικίες, εφόσον η επιφάνεια καθεμιάς από αυτές υπερβαίνει τα τριακόσια (300)
τετραγωνικά μέτρα για εισοδήματα που αποκτώνται από 1-1-2000 και μετά.
(Όπως η παράγραφος 3 του άρθρου 9 αναριθμήθηκε σε 5 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 5 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 2 του
άρθρου 1 του 3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύουν για
εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2003)
(Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 πριν την αντικατάστασή τους είχαν ως εξής:
«Αν στο συνολικό εισόδημα περιλαμβάνεται και εισόδημα από ακίνητα, εκτός από το
απαλλασσόμενο εισόδημα από ιδιοκατοίκηση κύριας και δευτερεύουσας κατοικίας, το
ακαθάριστο ποσό αυτού υποβάλλεται και σε συμπληρωματικό φόρο, ο οποίος υπολογίζεται
με συντελεστή ενάμισι τοις εκατό (1,5%). Το ποσό του συμπληρωματικού φόρου αυτής της
παραγράφου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το ποσό του φόρου που αναλογεί στο
συνολικό καθαρό εισόδημα, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, κατά περίπτωση»).

ι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
53

«6. Ο φόρος στις αμοιβές που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού
από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία, υπολογίζεται με αναλογικό συντελεστή εννέα τοις εκατό
(9%) για τους αξιωματικούς και έξι τοις εκατό (6%) για το κατώτερο πλήρωμα, στις αμοιβές που
αποκτώνται από το ημερολογιακό έτος 2010 και επόμενα.
Αν ο φόρος που εξευρίσκεται με αυτόν τον τρόπο είναι ανώτερος από το φόρο που προκύπτει με βάση τις
παραγράφους 1 έως και 4, το επιπλέον ποσό φόρου επιστρέφεται ύστερα από την υποβολή της σχετικής
ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος στον προϊστάμενο της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας.
7. Για να εξευρεθεί ο φόρος που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα των αξιωματικών και του
κατώτερου πληρώματος του εμπορικού ναυτικού, σε περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά αποκτούν εκτός
από τις αμοιβές τους για τις υπηρεσίες τους σε εμπορικά πλοία, αντίστοιχα και εισοδήματα από τις
κατηγορίες Α’ έως Ζ’ του άρθρου 4 του παρόντος, το ποσό του φόρου που αναλογεί με βάση τις διατάξεις
της προηγούμενης παραγράφου αθροίζεται με το ποσό του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα
εισοδήματα του υπόχρεου. Για την εξεύρεση του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα εισοδήματα
του υπόχρεου επιμερίζεται ο φόρος που προκύπτει στο συνολικό εισόδημά του, με βάση τις διατάξεις των
παραγράφων 1 έως και 5 ανάλογα με τα ποσά των αμοιβών του, ως αξιωματικού ή κατώτερου
πληρώματος των εμπορικών πλοίων και των εισοδημάτων του από τις κατηγορίες Α’ έως Ζ’.»

6. Ειδικά, ο φόρος στις αμοιβές που αποκτά το ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής
αεροπορίας από την παροχή υπηρεσιών σε αεροσκάφη υπολογίζεται με αναλογικό
συντελεστή 10% (δέκα τοις εκατό) στις αμοιβές που αποκτώνται στο ημερολογιακό
έτος 1997, δώδεκα και μισό τοις εκατό (12,5%) στις αμοιβές που αποκτώνται στο
ημερολογιακό έτος 1998 και δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στις αμοιβές που
αποκτώνται στο ημερολογιακό έτος 1999 και επόμενα Επίσης, ο φόρος στις αμοιβές
που αποκτούν οι αξιωματικοί του εμπορικού ναυτικού και το κατώτερο πλήρωμα
από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία, υπολογίζεται με αναλογικό
συντελεστή έξι τοις εκατό (6%) για τους αξιωματικούς και τρία τοις εκατό (3%) για το
κατώτερο πλήρωμα στις αμοιβές που αποκτώνται στο ημερολογιακό έτος 2002 και
επόμενα. Αν ο φόρος που εξευρίσκεται με αυτόν τον τρόπο είναι ανώτερος από το
φόρο που προκύπτει με βάση τις παραγράφους 1 έως και 4, το επιπλέον ποσό
φόρου επιστρέφεται ύστερα από την υποβολή της σχετικής ετήσιας δήλωσης
φορολογίας εισοδήματος στον προϊστάμενο της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας.
(Όπως η παράγραφος 4 του άρθρου 9 αναριθμηθηκε σε 6 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά.)
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1
του 3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύει για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1.1.2003)
(Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Αν ο φόρος που εξευρίσκεται με αυτό τον τρόπο είναι ανώτερος από το φόρο που
προκύπτει με βάση τις παραγράφους 1 και 2, το επί πλέον ποσό φόρου επιστρέφεται,
54

ύστερα από την υποβολή στον προϊστάμενο της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας της
σχετικής ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος από το δικαιούχο.»)
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν.
2992/2002 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 4 του ιδίου άρθρου και νόμου για εισοδήματα
που αποκτώνται από την 1/1/2002 και μετά)
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ.4 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής: "Επίσης, ο
φόρος στις αμοιβές που αποκτούν οι αξιωματικοί του εμπορικού ναυτικού και το κατώτερο
πλήρωμα από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία , υπολογίζεται με αναλογικό
συντέλεστη οκτώ τοις εκατό (8%) για τους αξιωματικούς και τέσσερα τοις εκατό (4%) για το
κατώτερο πλήρωμα στις αμοιβές που αποκτώνται στο ημερολογιακό έτος 1997και εννέα
τοις εκατό (9%) για τους αξιωματικούς και έξι τοις εκατό(6%) για το κατώτερο πλήρωμα στις
αμοιβές που αποκτώνται στο ημερολογικό έτος και επόμενα").

7. Για να εξευρεθεί ο φόρος που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα των
αξιωματικών του εμπορικού ναυτικού και του ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής
αεροπορίας, σε περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά αποκτούν εκτός από τις αμοιβές
τους για τις υπηρεσίες τους σε εμπορικά πλοία ή ως ιπτάμενοι, αντίστοιχα, και
εισοδήματα από τις κατηγορίες Α΄ έως Ζ΄ του άρθρ. 4 του παρόντος, το ποσό του
φόρου που αναλογεί με βάση τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου
αθροίζεται με το ποσό του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα εισοδήματα
του υποχρέου. Για την εξεύρεση του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα
εισοδήματα του υπόχρεου επιμερίζεται ο φόρος που προκύπτει στο συνολικό
εισόδημά του, με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 ανάλογα με τα
ποσά των αμοιβών του, ως αξιωματικού των εμπορικών πλοίων ή ως ιπτάμενου
προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας και των εισοδημάτων του από τις
κατηγορίες Α΄ έως Ζ΄. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται και για το
κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού.
(Όπως η παράγραφος 5 του άρθρου 9 αναριθμηθηκε σε 7 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Όπως το πρότελευταίο εδάφιο της παραγράφου 7 αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του
άρθρου 1 του 3091/2002 και σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύει για
εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2003)
(Το πρότελευταίο εδάφιο της παρ. 7 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Για την εξεύρεση του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα εισοδήματα του
υποχρέου επιμερίζεται ο φόρος που προκύπτει στο συνολικό εισόδημά του, με βάση τις
διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού, ανάλογα με τα ποσά των αμοιβών
του, ως αξιωματικού των εμπορικών πλοίων ή ως ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής
αεροπορίας και των εισοδημάτων του από τις κατηγορίες Α΄ έως Ζ΄»).
55

(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην παρ. 5 με την παρ. 2 του άρθρου 14 του Ν.
2992/2002 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 4 του ιδίου άρθρου και νόμου για εισοδήματα
που αποκτώνται από 1/1/2002 και μετά).

8. Από το ποσό του φόρου που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα
εκπίπτουν:
α. Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 52 και 54 έως 58 στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο μέσα στο ίδιο
οικονομικό έτος.
β. Ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για το εισόδημα που
προέκυψε σε αυτήν μέχρι όμως του ποσού του φόρου που αναλογεί για αυτό το
εισόδημα στην Ελλάδα.
Για την εξεύρεση του ποσού αυτού του φόρου, το ποσό του φόρου που προκύπτει
στην Ελλάδα στο συνολικό εισόδημα ύστερα από την εφαρμογή των διατάξεων του
άρθρου αυτού, μειώνεται κατά το ποσό που προβλέπεται από τις διατάξεις του
άρθρου αυτού και μερίζεται, ανάλογα με τα δύο τμήματα του εισοδήματος στην
Ελλάδα και στην αλλοδαπή.
Εάν το ποσό του φόρου που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε είναι μεγαλύτερο
από τον οφειλόμενο φόρο, η επιπλέον διαφορά επιστρέφεται.
(Όπως η παράγραφος 6 του άρθρου 9 αναριθμηθηκε σε 8 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).

Άρθρο 8
Λοιπές Διατάξεις

α) Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε., αντικαθίσταται ως εξής:
«Όταν ο φόρος που οφείλεται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην
προθεσμία της πρώτης δόσης, ανεξάρτητα αν βεβαιώθηκε σε μία ή περισσότερες δόσεις, παρέχεται στο
συνολικό ποσό του φόρου και των λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών έκπτωση ενάμιση τοις
εκατό (1,5%).
Όταν η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, εκτός από την έκπτωση του προηγούμενου
εδαφίου, παρέχεται έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%) στο συνολικό ποσό της οφειλής και μέχρι του ποσού
των εκατόν δεκαοκτώ (118) ευρώ, ανεξάρτητα από τον αριθμό των δόσεων.
Κατά την καταβολή του φόρου που προκύπτει με βάση τροποποιητική δήλωση παρέχεται έκπτωση
ποσοστού ενάμιση τοις εκατό (1,5%) στο σύνολο της νέας οφειλής, εφόσον αυτή είναι μικρότερη από την
αρχική και ο υπόχρεος κατέβαλε την αρχική οφειλή και έτυχε παρόμοιας έκπτωσης ή κατέβαλε μέσα στην
προθεσμία της πρώτης δόσης ποσό της αρχικής οφειλής που καλύπτει σε ποσοστό ενενήντα οκτώ και μισό
τοις εκατό (98,5%) της νέας οφειλής, εφόσον το λάθος οφείλεται σε υπαιτιότητα της φορολογικής αρχής.»
56

β) Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. όπως
αντικαταστάθηκαν από την περίπτωση α) της παραγράφου αυτής , ισχύουν για δηλώσεις φορολογίας
εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων οικονομικού έτους 2010 και επομένων.

9. Ο φόρος, που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα ή το υπόλοιπο που


απομένει μετά τις εκπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, καταβάλλεται σε τρεις
(3) ίσες δόσεις από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη,
για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου
και η κάθε μία από τις επόμενες την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες
ημέρα του τρίτου και πέμπτου μήνα, αντιστοίχως, από τη βεβαίωση του φόρου. Αν ο
φόρος βεβαιώνεται τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του οικείου οικονομικού
έτους, καταβάλλεται σε δύο (2) ίσες δόσεις από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται
μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα
από τη βεβαίωση του φόρου και η δεύτερη την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες
υπηρεσίες, ημέρα του τρίτου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου. Αν ο φόρος
βεβαιώνεται το μήνα Οκτώβριο του οικείου οικονομικού έτους και μετά,
καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες,
ημέρα του μεθεπόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου. Αν το συνολικό ποσό
της οφειλής, η οποία προκύπτει με βάση την αρχική δήλωση του υποχρέου είναι
μέχρι το ποσό ενενήντα (90) ευρώ για τον ίδιο και για τη σύζυγό του αθροιστικά
λαμβανόμενο, τούτο θα καταβληθεί μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες
υπηρεσίες, ημέρα του μεθεπόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου. Όταν ο
οφειλόμενος με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φόρος καταβάλλεται εφάπαξ μέσα
στην προθεσμία της πρώτης δόσης, όπως οι δόσεις ορίζονται στην παράγραφο
αυτή, παρέχεται στο συνολικό ποσό του φόρου και των λοιπών συμβεβαιούμενων
με αυτόν οφειλών έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%), όταν οι δόσεις ορίζονται σε
τρεις. Όταν ο οφειλόμενος με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φόρος καταβάλλεται
εφάπαξ μέσα στην προθεσμία της πρώτης δόσης, ανεξάρτητα αν βεβαιώθηκε σε μία
ή περισσότερες δόσεις, παρέχεται στο συνολικό ποσό του φόρου και των λοιπών
συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%). Όταν η
δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, εκτός από την έκπτωση του
προηγούμενου εδαφίου, παρέχεται έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%) στο συνολικό
ποσό της οφειλής και μέχρι του ποσού των εκατό δεκαοκτώ (118) ευρώ, ανεξάρτητα
από τον αριθμό των δόσεων.
(Όπως τα ποσοστά των τριών τελευταίων εδαφίων της παρ. 9 του άρθρου 9 του Ν.
2238/1994, αντικαταστάθηκαν με την παρ. 9 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύουν
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για τις δηλωσεις φορολογίας εισοδήματος οικον.
ετών 2005 και μετά).
57

(Τα ποσοστα των τριών τελευταίων εδαφίων της παρ. 9 του άρθρου 9 πριν την
αντικατάστασή τους ήταν «2,5%»).
(Όπως η παράγραφος 7 του άρθρου 9 αναριθμήθηκε σε 9 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά.)
(Όπως τα εδάφια πέμπτο και έκτο της παρ. 7 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 4 του άρθρου
13 του Ν. 2992/2002 και ισχύουν σύμφωνα με την παρ. 6 του ιδίου άρθρου και νόμου για
τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικ. Έτους 2002 και μετά).

10. Όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισόδημα από πηγή που
βρίσκεται στην Ελλάδα, στο ποσό του φόρου που αντιστοιχεί στο πρώτο κλιμάκιο
της φορολογικής κλίμακας της παρ. 1 προστίθεται ο φόρος, ο οποίος προκύπτει με
την εφαρμογή του αναλογικού συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%).
Η διάταξη αυτής της παραγράφου δεν εφαρμόζεται για κατοίκους των χωρών-μελών
της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα πλέον του ενενήντα
τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματός τους.
(Όπως η παράγραφος 8 του άρθρου 9 αναριθμηθηκε σε 10 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 9 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκε με την
παρ. 23 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 19/10/2001, όπως ορίστηκε
με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

11. Όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισόδημα από πηγή που
βρίσκεται στην Ελλάδα δεν δικαιούνται τις μειώσεις που ορίζονται στις
παραγράφους 2 και 3. Από τη διάταξη αυτή εξαιρούνται οι κάτοικοι των κρατών -
μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα πλέον του
ενενήντα τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματός τους.
(Όπως η παράγραφος 9 του άρθρου 9 αναριθμηθηκε σε 11 με την παρ. 1 του άρθρου 1 του
Ν. 3091/02 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Όπως η παράγραφος 11 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 του 3091/2002 και
σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται από
1.1.2003)
(Η παράγραφος 11 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«11. Όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισόδημα από πηγή που βρίσκεται στην
Ελλάδα, δεν δικαιούνται τις μειώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 αυτού του άρθρου,
εκτός από τους κατοίκους των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτούν
εισόδημα στην Ελλάδα πλέον του ενενήντα τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματός
τους.»).
58

12. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα


δικαιολογητικά που απαιτούνται για την αναγνώριση της συνδρομής των
προϋποθέσεων για τη μείωση του φόρου που ορίζεται από το άρθρο αυτό. Επίσης,
με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και
Πρόνοιας καθορίζονται τα δικαιολογητικά τα οποία απαιτούνται για την απόδειξη
του ποσοστού αναπηρίας. Με τις αποφάσεις των προηγούμενων εδαφίων ορίζεται
επίσης και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
(Όπως η παράγραφος 12 προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 1 του 3091/2002 και
σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται ή
δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετα)

Άρθρο 10
Φορολογία του εισοδήματος των εταιρειών, κοινοπραξιών και κοινωνιών που
ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα

Άρθρο 6
Φορολογία εμπορικών επιχειρήσεων

παράγραφος 1 του άρθρου 10 του Κ.Φ.Ε., αντικαθίσταται ως εξής:


« 1.Το συνολικό καθαρό εισόδημα των υπόχρεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2,
όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις αυτού του Κώδικα, φορολογείται με συντελεστή 25% ,μετά
την αφαίρεση:
α) των κερδών τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή φορολογούνται αυτοτελώς,
β) των κερδών τα οποία προέρχονται από μερίσματα ημεδαπών ανώνυμων εταιριών ή συνεταιρισμών και
των κερδών από μερίδια ημεδαπής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ή από τη συμμετοχή σε υπόχρεους
που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2,
γ) ειδικά, για τις ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες και κοινωνίες κληρονομικού δικαίου, που ασκούν
επιχείρηση ή επάγγελμα, στις οποίες μεταξύ των κοινωνών περιλαμβάνονται και ανήλικοι, τα κέρδη που
αναλογούν στους ομόρρυθμους εταίρους φυσικά πρόσωπα και στους κοινωνούς φυσικά πρόσωπα
φορολογούνται στο όνομα της εταιρίας ή κοινωνίας με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), αφού αφαιρεθεί
επιχειρηματική αμοιβή για τους εταίρους αυτούς. Η επιχειρηματική αμοιβή προσδιορίζεται με την
εφαρμογή του ποσοστού συμμετοχής του εταίρου ή κοινωνού στο πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών των
κερδών της εταιρίας ή κοινωνίας που δηλώθηκαν με την οικεία ετήσια δήλωσή της.
Με την επιβολή αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση, επί των κερδών αυτών, των
προσώπων που συμμετέχουν σε αυτούς τους υπόχρεους.»

1. Τα καθαρά κέρδη των υποχρέων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του


άρθρου 2, όπως αυτά προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις αυτού του νόμου,
φορολογούνται με συντελεστή:
59

α) Είκοσι τοις εκατό (20%), προκειμένου για ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες
και για τις κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα.
β) Είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) προκειμένου για κοινοπραξίες της παραγράφου 2
του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και για αστικές εταιρίες,
συμμετοχικές και αφανείς εταιρίες.
Ο συντελεστής αυτός μειώνεται σταδιακά κατά μία ποσοστιαία μονάδα κάθε
διαχειριστική χρήση, για τα εισοδήματα που προκύπτουν από τη διαχειριστική
χρήση 2010 μέχρι τη διαχειριστική χρήση του 2014. Για τη διαχειριστική χρήση του
2014 ο συντελεστής θα ανέρχεται σε 20%( αρ.15.ν.3697/2008)
Από τα καθαρά κέρδη των παραπάνω προσώπων, προκειμένου να υπολογισθεί ο
φόρος εισοδήματος, εκπίπτουν τα κέρδη τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή
φορολογούνται αυτοτελώς, καθώς και τα κέρδη τα οποία προέρχονται από
μερίσματα ημεδαπών ανωνύμων εταιριών ή συνεταιρισμών ή από αμοιβαία
κεφάλαια ή από μερίδια εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ή από τη συμμετοχή σε
υποχρέους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2.

Ειδικά, προκειμένου για τις ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες και κοινωνίες
κληρονομικού δικαίου, στις οποίες μεταξύ των κοινωνιών περιλαμβάνονται και
ανήλικοι, από τα κέρδη που απομένουν ύστερα από την εφαρμογή των διατάξεων
του προηγούμενου εδαφίου αφαιρείται επιχειρηματική αμοιβή για μέχρι τρεις (3)
ομόρρυθμους εταίρους φυσικά πρόσωπα ή μέχρι τρεις (3) κοινωνούς φυσικά
πρόσωπα, με τα μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής.
Σε περίπτωση περισσοτέρων με ίσα ποσοστά συμμετοχής, οι δικαιούχοι
επιχειρηματικής αμοιβής καθορίζονται από την εταιρία ή κοινωνία και δηλώνονται
με την οικεία αρχική ετήσια δήλωση της.
Τα ποσοστά αυτά δεν ισχύουν για τις εταιρίες του άρθρου 13 του Ν. 718/1977 (ΦΕΚ
Α΄ 304). Η επιχειρηματική αμοιβή προσδιορίζεται με την εφαρμογή του ποσοστού
συμμετοχής αυτού του εταίρου ή κοινωνού στο πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών των
κερδών της εταιρίας ή κοινωνίας που δηλώθηκαν με την οικεία ετήσια δήλωση της.
Σε περίπτωση συμμετοχής του υπόχρεου φυσικού προσώπου, ως ομόρρυθμου
εταίρου ή κοινωνού σε περισσότερες εταιρίες ή κοινωνίες, αυτός δικαιούται
επιχειρηματική αμοιβή, μόνο από εκείνη που δηλώνει τα μεγαλύτερα καθαρά κέρδη.
Με την επιβολή αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση, επί των
κερδών αυτών, των προσώπων που συμμετέχουν σε αυτούς τους υποχρέους.

ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ Ι:
Ειδικά για τα εισοδήματα των ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιριών, καθώς και
των κοινωνιών αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, που
προκύπτoυv από διαχειριστικές περιόδους από 1.1.2005 και μέχρι 31.12.2005, ο
συντελεστής φορολογίας της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Φ.Ε.ορίζεται σε
60

είκοσι τέσσερα τοις εκατό (24%), ενώ για αυτά που προκύπτουν από διαχειριστικές
χρήσεις από 1.1.2006 και μέχρι 31.12.2006 ο συντελεστής ορίζεται σε είκοσι δύο τοις
εκατό (22%).
(Όπως η σχετική διάταξη Ι τέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν. 3296/2004).

ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΙΙ:


Επίσης, για τα εισοδήματα των κοινοπραξιών της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των αστικών εταιριών, συμμετοχικών ή
αφανών, που προκύπτουν από διαχειριστικές χρήσεις από 1.1.2005 και μέχρι
31.12.2005, ο συντελεστής φορολογίας της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Φ.Ε.,
που εφαρμόζεται για την επιβολή του φόρου, ορίζεται σε τριάντα δύο τοις εκατό
(32%), ενώ για αυτά που προκύπτουν από διαχειριστικές χρήσεις από 1.1.2006 και
μέχρι 31.12.2006 ο συντελεστής ορίζεται σε είκοσι εννέα τοις εκατό (29%).
Ειδικά για τις εταιρίες των προεδρικών διαταγμάτων 518/1989 (ΦΕΚ 220 Α΄) και
284/1993 (ΦΕΚ 123 Α΄) ο συντελεστής φορολογίας της παραγράφου 1 του άρθρου 10
του Κ.Φ.Ε. ορίζεται σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) για τα εισοδήματα
διαχειριστικών χρήσεων 2005 και 2006.
(Όπως η σχετική διάταξη ΙΙ τέθηκε με την παρ.4 του άρθρου 3 του Ν. 3296/2004).
(Όπως το έβδομο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 6 του άρθρου 3 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2005 και μετά).
(Όπως το όγδοο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 2238/1994, καταργήθηκε με την
παρ. 6 του άρθρου 3 του Ν. 3296/2004, και η κατάργηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33
του ίδιου νόμου από 1-1-2005 και μετά).
(Το έβδομο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 10 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Σε περίπτωση συμμετοχής του υπόχρεου φυσικού προσώπου, ως ομόρρυθμου εταίρου ή
διαχειριστή εταίρου εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ή κοινωνού σε περισσότερες κοινωνίες
ή εταιρίες, αυτός δικαιούται επιχειρηματική αμοιβή, από μία από αυτές, κατ΄ επιλογή του»).
(Το όγδοο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 10 πριν την κατάργησή του είχε ως εξής:
«Η επιλογή αυτή δηλώνεται με την οικεία αρχική εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη, κατά
περίπτωση, δήλωση της εταιρίας ή κοινωνίας και δεν ανακαλείται»).
(Όπως οι περ. α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκαν με
την παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 3296/2004, και ισχύουν σύμφωνα με την παρ. 1 του
άρθρου 3 του ίδιου από 1.1.2007, για τα εισοδήματα που προκύπτουν από διαχειριστικές
χρήσεις που αρχίζουν από την ημερομηνία αυτή και μετά).
(Η παρ. 1 του άρθρου 9 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«α. Eικοσιπέντε τοις εκατό (25%) προκειμένου για ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες,
εταιρίες των Π.Δ. 518/1989 (ΦΕΚ 220/Α΄) και Π.Δ. 284/1993 (ΦΕΚ 123Α΄), καθώς και για
τις κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα.
61

β. τριανταπέντε τοις εκατό (35%) προκειμένου για κοινοπραξίες της παραγράφου 2 του
άρθρου 2 του Κ.Β.Σ., καθώς και για αστικές εταιρίες, συμμετοχικές ή αφανείς»).
(Όπως η περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 10 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 1 του άρθρου 24 του Ν. 2836/2000 και ισχύει συμφωνα με την παράγραφο 2
του ιδίου άρθρου και νόμου για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2000 και μετά ή για
τα κέρδη που προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που κλείνουν μετά την
31/12/1999, κατά περίπτωση).
(Όπως η περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 10 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 1 του άρθρου 24 του Ν. 2836/2000 και ισχύει συμφωνα με την παράγραφο 2
του ιδίου άρθρου και νόμου για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2000 και μετά ή για
τα κέρδη που προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που κλείνουν μετά την
31/12/1999, κατά περίπτωση).
(Όπως το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 33 του ιδίου άρθρου από 1/1/2001 και μετά και
καταλαμβάνει τα καθαρά εισοδήματα και τα κέρδη διαχειρίσεων που κλείνουν μετά τις
30/12/2000 και στο εξής) (Βλ. και σχετική παρ. 34 του ιδίου άρθρου και νόμου για τυχόν
υποχρεώσεις).
(Όπως το έκτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 33 του ιδίου άρθρου από 1/1/2001 και μετά και
καταλαμβάνει τα καθαρά εισοδήματα και τα κέρδη διαχειρίσεων που κλείνουν μετά από τις
30/12/2000 και στο εξής) (Βλ. και σχετική παρ. 34 του ιδίου άρθρου και νόμου για τυχόν
υποχρεώσεις).
(Όπως το έβδομο εδάφιο της παρ. 1 καταργήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001. Η κατάργηση ισχύει από 1/1/2001 και μετά και καταλαμβάνει τα καθαρά
εισοδήματα και τα κέρδη διαχειρίσεων που κλείνουν μετά από τις 30/12/2000 και στο εξής)
(Βλ. και σχετική παρ. 34 του ιδίου άρθρου και νόμου για τυχόν υποχρεώσεις).

2. Αν στο συνολικό εισόδημα περιλαμβάνεται και εισόδημα από ακίνητα, το


ακαθάριστο ποσό αυτού υποβάλλεται και σε συμπληρωματικό φόρο ο οποίος
υπολογίζεται με συντελεστή τρία τοις εκατό (3%). Το ποσό του συμπληρωματικού
φόρου αυτής της παραγράφου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το ποσό του
φόρου που αναλογεί στο συνολικό εισόδημα του υπόχρεου, σύμφωνα με την
παράγραφο 1.

3. Από το συνολικό ποσό του φόρου που αναλογεί στο φορολογούμενο εισόδημα
και του συμπληρωματικού φόρου εκπίπτουν:
α. Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 52, 54, 55 και 58 στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο με βάση αυτό το
άρθρο.
62

β. Ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για το εισόδημα που


προέκυψε σε αυτήν και υπόκειται σε φόρο. Ο φόρος αυτός σε καμιά περίπτωση δεν
μπορεί να είναι ανώτερος από το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα
αυτό στην Ελλάδα.

4. Όταν το ποσό του φόρου που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε είναι


μεγαλύτερο από το ποσό του φόρου που αναλογεί, τούτο συμψηφίζεται στο τυχόν
υπόλοιπο ποσό που προκύπτει για βεβαίωση.

5. Για την εξεύρεση του συνολικού καθαρού φορολογητέου εισοδήματος των


υπόχρεων της παραγράφου 4 του άρθρου 2, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις
των παραγράφων 3, 4 και 7 του άρθρου 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ
Άρθρο 11
Αυτοτελής φορολόγηση εισοδήματος από ακίνητα
Άρθρο 5
Κατάργηση αυτοτελούς φορολόγησης – Τροποποιήσεις συντελεστών

Ο συντελεστής που προβλέπεται στο άρθρο 11 του Κ.Φ.Ε. αυξάνεται από είκοσι τοις εκατό (20%) σε είκοσι
πέντε τοις εκατό (25%).

Επιβάλλεται αυτοτελώς φορολογία με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), στον


οποίο περιλαμβάνεται ο φόρος εισοδήματος, τα τέλη χαρτοσήμου και η εισφορά
Ο.Γ.Α. στο χαρτόσημο, στο ακαθάριστο εισόδημα από εκμίσθωση κοινόχρηστων
χώρων, γενικώς, σε οικοδομές, που από τον κανονισμό της οροφοκτησίας ανήκουν
στους ιδιοκτήτες των διηρημένων ιδιοκτησιών της.
Το ποσό του φόρου που αναλογεί αποδίδεται από το διαχειριστή της πολυκατοικίας
με δήλωση, η οποία υποβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες
υπηρεσίες, ημέρα του μήνα Δεκεμβρίου του οικείου έτους, στη δημόσια οικονομική
υπηρεσία στην περιφέρεια της οποίας βρίσκεται το εκμισθωμένο ακίνητο. Η δήλωση
αυτή υποβάλλεται σε τρία αντίτυπα από τα οποία το πρώτο κατατίθεται στην
αρμόδια φορολογική αρχή και τα άλλα δύο, αφού θεωρηθούν, παραδίδονται στον
υπόχρεο. Τα αντίτυπα αυτά αντικαθιστούν τα πιστοποιητικά που απαιτούνται από
οποιαδήποτε αρχή ή ενδιαφερόμενο, για την απόδειξη της εκπλήρωσης της
φορολογικής υποχρέωσης. Με απόφαση του Υπ. Οικονομικών, που δημοσιεύεται
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το περιεχόμενο της δήλωσης
63

απόδοσης αυτού του φόρου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή
αυτής της παραγράφου.

Άρθρο 12
Αυτοτελής φορολόγηση εισοδήματος από κινητές αξίες (άρθρο 12 αρχικού νόμου
2238/1994)
1. Επιβάλλεται φόρος εισοδήματος στους τόκους, οι οποίοι αποκτώνται από φυσικά
ή νομικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, χωρίς να εξετάζεται
η ιθαγένεια και ο τόπος που διαμένουν ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους και
προκύπτουν στην Ελλάδα από:
α. Οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης, περιλαμβανομένων και των πιστοποιητικών
καταθέσεων, σε τράπεζα ή ταμιευτήριο που είναι στην Ελλάδα.
β. Οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
γ..Καταργήθηκε ………..
δ. Ομολογιακά δάνεια επιχειρήσεων, εφόσον έχουν τύχει των απαλλαγών του Ν.Δ.
3746/1957 (ΦΕΚ Α΄ 173).
Για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου θεωρούνται τόκοι
καταθέσεων και τα εισοδήματα που προκύπτουν από πράξεις, όπως αυτές
ορίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 15 του N. 3632/1928 (ΦEK
137 A΄),(repos) που προστέθηκαν με το άρθρο 74 του N. 1969/1991 (ΦEK 167 A΄) και
όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του
N. 2651/1998 (ΦEK 248 A΄), τα οποία λαμβάνουν οι δικαιούχοι φυσικά ή νομικά
πρόσωπα. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία και
κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του
προηγουμένου εδαφίου.
(Όπως η περίπτωση γ της παρ. 1 καταργήθηκε με την παρ. 6 του αρθ. 1 του Ν. 2954/2001)
(Όπως τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 12 προστέθηκαν με την παράγραφο
7 του άρθρου 2 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 21.12.2001 (ΦEK 288 A΄) που
κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του N. 2990/2002 και ισχύουν για τα εισοδήματα που
αποκτώνται μετά την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με την παράγρ. 2 του άρθρου 3 της
ίδιας Πράξης).
(Η παράγραφος 1 ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 10 του Ν. 3091/2002 για
εισοδήματα οικονομικού έτους 2003 και μετά).
(Οι διατάξεις της περ. γ΄ της παρ. 1 καταργήθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001. Η κατάργηση ισχύει από 2/11/2001 σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου).

2. Ο φόρος υπολογίζεται στο ποσό των τόκων που προκύπτουν με συντελεστή δέκα
τοις εκατό (10%).
64

O φόρος αυτός παρακρατείται από τον οφειλέτη των τόκων κατά το χρόνο που
γίνεται ο εκτοκισμός της κατάθεσης ή από εκείνον που καταβάλλει τους τόκους,
κατά την εξαργύρωση των τοκομεριδίων.

ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν. 3296/2004, οι διατάξεις της προηγούμενης
παραγράφου αφορούντα ποσά των τόκων από καταθέσεις, που λογίζονται από την 1η
Ιανουαρίου 2005 και μετά, με εξαίρεση τα ποσά των τόκων τα οποία προέρχονται από
προθεσμιακές καταθέσεις, που έχουν συναφθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2004 και για
το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την πρώτη ανανέωσή τους μετά την ημερομηνία
αυτή. Οι τόκοι που αντιστοιχούν μέχρι την ανανέωση φορολογούνται με συντελεστή
δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου έχουν ανάλογη εφαρμογή
και για τα εισοδήματα που προκύπτουν από πράξεις που συνάπτονται σύμφωνα με τις
διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 15 του Ν. 3632/1928 (ΦΕΚ 137 Α΄), που
προστέθηκαν με το άρθρο 74 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄) και όπως ισχύουν μετά την
αντικατάστασή τους με την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του Ν. 2651/1998 (ΦΕΚ 248 Α),
από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά. Για τα εισοδήματα τα οποία προκύπτουν από
πράξεις του προηγούμενου εδαφίου που έχουν συναφθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου
2005, ο συντελεστής φορολογίας ορίζεται σε επτά τοις εκατό (7%).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 3296/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 12 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«O φόρος υπολογίζεται στο ποσό των τόκων που προκύπτουν με συντελεστή δεκαπέντε
τοις εκατό (15%), με εξαίρεση το φόρο των εισοδημάτων του προτελευταίου εδαφίου της
προηγουμένης παραγράφου, που υπολογίζεται με συντελεστή επτά τοις εκατό (7%)»).
(Όπως τα πρώτο και δεύτερο εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 12 τέθηκαν σε
αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής με την παράγραφο 8 του
άρθρου 2 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 21.12.2001 (ΦEK 288 A΄) και
ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται μετά την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με την
παράγρ. 2 του άρθρου 3 της ίδιας Πράξης).
(Tα εδάφια που αντικαταστάθηκαν είχαν ως εξής:
«2. Ο φόρος υπολογίζεται, με συντελεστή δέκα πέντε τοις εκατό (15%), στο ποσό των
τόκων που προκύπτουν και παρακρατείται από τον οφειλέτη των τόκων κατά το χρόνο που
γίνεται ο εκτοκισμός της κατάθεσης ή από εκείνον που καταβάλει τους τόκους, κατά την
εξαργύρωση των τοκομεριδίων»).
Ειδικώς, για ομόλογα χωρίς κουπόνια (zero - coupon) ο φόρος υπολογίζεται κατά
την έκδοσή τους.
Με την παρακράτηση του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των
υπόχρεων του άρθρου 2, των ημεδαπών και αλλοδαπών τραπεζικών και
65

ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των υπόχρεων της περίπτωσης γ΄ της


παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 του άρθρου 101.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 3
του 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου για εισοδήματα
οικονομικού έτους 2003 και μετά).
(Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 πριν την αντικατάστασή του με την παρ. 1 του
άρθρου 3 του Ν. 3091/2002 είχε ως εξής:
Με την παρακράτηση του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για
τα εισοδήματα αυτά).

3. Ο κατά τα ανωτέρω παρακρατούμενος φόρος αποτελεί έσοδο του οικονομικού


έτους επί του οποίου υπολογίστηκαν οι τόκοι, βεβαιώνεται μέχρι την τελευταία
εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του έτους αυτού και αποδίδεται με εφάπαξ
καταβολή στο Δημόσιο, με την υποβολή δήλωσης, από τον οφειλέτη των τόκων ή
από εκείνον που εξαργύρωσε τα τοκομερίδια, στη δημόσια οικονομική υπηρεσία
στην περιφέρεια της οποίας αυτός έχει την έδρα του κεντρικού, μέσα σε προθεσμία
δεκαπέντε (15) ημερών από το τέλος του μήνα που υπολογίστηκαν οι τόκοι.
Ειδικώς:
α. Ο φόρος που αναλογεί στα ομόλογα χωρίς κουπόνια αποδίδεται στο Δημόσιο
μέσα σε ένα μήνα από τη διάθεσή τους στους ενδιαφερομένους.
β. Τα πιστωτικά ιδρύματα, που υπολογίζουν τους τόκους εφάπαξ κατ΄ έτος,
υποχρεούνται στην υποβολή προσωρινής δήλωσης και στην απόδοση του
αντίστοιχου φόρου μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από το τέλος του
μήνα στον οποίο υπολογίστηκαν οι τόκοι. Η οριστική δήλωση υποβάλλεται μέσα σε
πέντε (5) μήνες από το τέλος του μήνα στον οποίο υπολογίστηκαν οι τόκοι μαζί με
την τυχόν θετική διαφορά φόρου. Στην περίπτωση αρνητικής διαφοράς ο φόρος
επιστρέφεται στο πιστωτικό ίδρυμα ως αχρεωστήτως καταβληθείς.

γ) Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν ή είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα και


έχουν καταστεί φορείς πληρωμής με βάση την περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του
άρθρου 4 του ν. 3312/2005(ΦΕΚ 35Α) υποχρεούνται για τα εισοδήματα που
αναφέρονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 και εισπράττονται από αυτά
για λογαριασμό κατοίκων Ελλάδος σε παρακράτηση του φόρου κατά την καταβολή
των τόκων ή στην πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου. Ο φόρος υπολογίζεται
επί του συνόλου των τόκων που εισπράττουν τα πιστωτικά ιδρύματα για
λογαριασμό κατοίκων Ελλάδος είτε το προϊόν της είσπραξης εισάγεται στην Ελλάδα
είτε επαναεπενδύεται ή παραμένει στο εξωτερικό.
Για την εφαρμογή του παρακρατουμένου φόρου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της
παραγράφου 2 του άρθρου 60(άρ. 6 παρ.4 ν.3522/2006 ΦΕΚ Α΄276)
66

Στο τέλος της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο που έχει ως
εξής:
«Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται και για τους δεδουλευμένους τόκους κατά το
χρόνο μεταβίβασης του ομολόγου αλλοδαπής προέλευσης ή τοκομεριδίου».

4. Η δήλωση περιέχει τα στοιχεία του υπόχρεου απόδοσης του φόρου, το συνολικό


ποσό των τόκων, το μήνα υπολογισμού των τόκων των καταθέσεων ή της
εξαργύρωσης των τοκομεριδίων, καθώς και το ποσό του φόρου που
παρακρατήθηκε και αποδίδεται στο Δημόσιο.

5. Οι διατάξεις των άρθρων 65, 66, 68, 70, 74, 75, 84, 85, 86, 87 και 88, καθώς και της
περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 93, εφαρμόζονται αναλόγως, για τη
διαδικασία υποβολής των δηλώσεων, ελέγχου αυτών και βεβαίωσης του φόρου που
επιβάλλεται με αυτό το άρθρο.

6. Η κατά τα ανωτέρω επιβολή του φόρου δεν συνεπάγεται την άρση του απορρήτου
των καταθέσεων στις τράπεζες, όπως αυτό ισχύει σύμφωνα με τις κείμενες
διατάξεις.

7. Εξαιρούνται από τη φορολογία που επιβάλλεται με αυτό το άρθρο, οι τόκοι που


προκύπτουν από:
α. Οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης μη μόνιμων κατοίκων Ελλάδας σε τράπεζες που
είναι στην Ελλάδα ή το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, εφόσον το ποσό αυτών είναι σε
ξένο νόμισμα.
β. Εκούσιες καταθέσεις όψεως ή ταμιευτηρίου μη μονίμων κατοίκων Ελλάδας στο
Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, εφόσον το ποσό αυτών είναι σε ξένο νόμισμα.
γ. Καταθέσεις στεγαστικού ταμιευτηρίου, εφόσον το προϊόν τους χρησιμοποιείται
αποκλειστικά για την εξασφάλιση στεγαστικού δανείου προς απόκτηση πρώτης
κατοικίας του φορολογούμενου.
δ. Καταργήθηκε............................................................
(όπως η περίπτωση δ της παραγράφου 7, καταργήθηκε με την παρ. 2 του αρθ. 6 του Ν.
2579/1998 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου από 1/1/1998)
(όπως η περίπτωση δ της παραγράφου 7 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "
καταθέσεις σε δραχμές μετατρέψιμες σε συνάλλαγμα, μη μονίμων κατοίκων Ελλάδας, στις
οποίες όμως δεν περιλαμβάνονται οι τόκοι των καταθέσεων από ομολόγα ή ομολογιακά
δάνεια με ρήτρα ξένου νομίσματος").
ε. Καταθέσεις τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν με τη μορφή
αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του N. 1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α΄) σε άλλες
τράπεζες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι υποχρεωτικές ή μη καταθέσεις
67

αυτών στην Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και από καταθέσεις του Ταχυδρομικού
Ταμιευτηρίου και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στην Τράπεζα της
Ελλάδος.
στ. Ομόλογα ή ομολογιακά δάνεια γενικά, που έχουν εκδοθεί ή έχουν συναφθεί μέχρι
και την 31η Δεκεμβρίου 1990, καθώς και οι τόκοι από ομολογιακά δάνεια σε
συνάλλαγμα, που εκδίδονται από την Τράπεζα της Ελλάδος από την 1 η Ιανουαρίου
1991 και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1996.
ζ. Καταργήθηκε........................................................
(όπως η περίπτωση ζ της παραγράφου 7, καταργήθηκε με την παρ. 2 του αρθ. 6 του Ν.
2579/1998 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου από 1.1.1998)
(Όπως η περ.ζ της παρ.7 του άρθρου 12 πριν την κατάργησή του είχε ως εξής: "Καταθέσεις
σε δραχμές που προέρχονται από εισαγωγή συναλλάγματος μη κατοίκων Ελλάδας ").
η. Προθεσμιακές καταθέσεις σε ξένο νόμισμα, που έχουν συναφθεί από μόνιμους
κατοίκους Ελλάδος μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1996 και για χρονικό διάστημα μέχρι
την πρώτη ανανέωσή τους μετά από αυτήν την ημερομηνία.
θ. Προθεσμιακές καταθέσεις σε δραχμές που προέρχονται από εισαγωγή
συναλλάγματος που έχουν συναφθεί από μη κατοίκους Ελλάδας μέχρι την 31η
Δεκεμβρίου 1997 και για το χρονικό διάστημα μέχρι την πρώτη ανανέωσή τους μετά
από αυτή την ημερομηνία.
(όπως η περ. θ της παρ. 7 προστέθηκε με την παρ. 1 του αρθ. 6 του Ν. 2579/1998 και
ισχύει από 1.1.1998)

8. Ομοίως, επιβάλλεται φόρος εισοδήματος στους τόκους, οι οποίοι αποκτώνται


από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, χωρίς
να εξετάζεται η ιθαγένεια και ο τόπος που διαμένουν ή κατοικούν ή έχουν την έδρα
τους και προκύπτουν από εθνικά δάνεια που εκδίδονται με έντοκα γραμμάτια ή
ομολογίες από την 1η Ιανουαρίου 1997 και μετά. Ο φόρος υπολογίζεται με
συντελεστή επτά και μισό τοις εκατό (7,5%) στο ποσό των τόκων που προκύπτουν
από τους πιο πάνω τίτλους από 1ης Ιανουαρίου 1997 και με συντελεστή δέκα τοις
εκατό (10%) στο ποσό των τόκων που προκύπτουν από τους πιο πάνω τίτλους οι
οποίοι εκδίδονται από τις 3 Ιανουαρίου 1998 και μετά. Επίσης, με το συντελεστή
δέκα τοις εκατό (10%) φορολογούνται και οι τόκοι που προκύπτουν από ανανεώσεις
εκδοθέντων έντοκων γραμματίων που πραγματοποιήθηκαν μετά την 2α Ιανουαρίου
1998.
Ο φόρος αυτός για τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, που εκδίδονται με
φυσικούς τίτλους ή με τη μορφή άϋλων τίτλων, προεισπράττεται κατά την έκδοσή
τους, ενώ για τα ομόλογα ο φόρος παρακρατείται κατά το χρόνο της εξαργύρωσης
των τοκομεριδίων τους ή κατά τη λήξη τους, όταν πρόκειται για ομόλογα χωρίς
τοκομερίδια (ΖΕΡΟ COUPON). Σε περίπτωση σιωπηρής ανανέωσης έντοκων
γραμματίων, για τους τόκους που προκύπτουν στο διάστημα που διαρκεί η
68

ανανέωση, γίνεται παρακράτηση του φόρου που αναλογεί κατά το χρόνο της
εξόφλησής τους. Με τον προεισπραττόμενο ή παρακρατούμενο κατά περίπτωση
φόρο, πιστώνεται ο τηρούμενος στην Τράπεζα της Ελλάδος οικείος λογαριασμός
του Ελληνικού Δημοσίου.
Φόρος με τον ίδιο ως άνω συντελεστή επιβάλλεται και στους τόκους, οι οποίοι
αποκτώνται από τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής και
προκύπτουν από έντοκους τίτλους που εκδίδονται στην Ελλάδα με τις εγκρίσεις
που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το
Διεθνή Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως, τη Διεθνή Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και
Αναπτύξεως, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως και την
Ασιατική Τράπεζα Αναπτύξεως. Ο φόρος αυτός παρακρατείται κατά το χρόνο λήξης
και εξόφλησης των τοκομεριδίων τους ή κατά τη λήξη των τίτλων, όταν πρόκειται για
ομόλογα χωρίς τοκομερίδια, από το διαχειριστή εκάστου δανείου ή από το νόμιμο
εκπρόσωπο του εκδότη στην Ελλάδα ή από άλλο εξουσιοδοτημένο προς τούτο
πρόσωπο. Ο παρακρατούμενος φόρος του προηγούμενου εδαφίου αποδίδεται με
εφάπαξ καταβολή στο Δημόσιο, με την υποβολή δήλωσης, από το πρόσωπο που
διενήργησε την παρακράτηση, στη Δ.Ο.Υ. στην περιφέρεια της οποίας αυτό έχει την
έδρα του, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα που έγινε η
παρακράτηση του φόρου.
Με την προείσπραξη ή την παρακράτηση του φόρου της παραγράφου αυτής
εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των υπόχρεων του άρθρου 2, των ημεδαπών
και αλλοδαπών τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των
υπόχρεων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 του άρθρου
101, με την επιφύλαξη των οριζόμενων από τις διατάξεις των άρθρων 99 και 106.
Επίσης, για τη φορολογία των τόκων της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται
ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου αυτού.
(Όπως η παράγραφος 8 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 3 του 3091/2002 και
σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης του
Νόμου ήτοι 24/12/2002 εκτός από το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 που ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 10 του Ν. 3091/2002 για εισοδήματα οικονομικού
έτους 2003 και μετά).
(Η παράγραφος 8 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«8. Ομοίως επιβάλλεται φόρος εισοδήματος στους τόκους, οι οποίοι αποκτώνται από
φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, χωρίς να εξετάζεται
η ιθαγένεια και ο τόπος που διαμένουν ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους και προκύπτουν
από εθνικά δάνεια που εκδίδονται με έντοκα γραμμάτια ή ομολογίες από την 1η Ιανουαρίου
1997 και μετά. Ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή 7,5% (επτά και μισό τοις εκατό) στο
ποσό των τόκων που προκύπτουν από την επένδυση κεφαλαίων σε ομόλογα ή έντοκα
γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου. Ο φόρος αυτός για τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού
Δημοσίου, που εκδίδονται με φυσικούς τίτλους ή με τη μορφή άυλων τίτλων,
69

προεισπράττεται κατά την έκδοσή τους, ενώ για τα ομόλογα ο φόρος παρακρατείται κατά το
χρόνο της εξαργύρωσης των τοκομεριδίων τους ή κατά τη λήξη τους, όταν πρόκειται για
ομόλογα χωρίς τοκομερίδια (ZERO COUPON). Σε περίπτωση σιωπηρής ανανέωσης
έντοκων γραμματίων για τους τόκους που προκύπτουν στο διάστημα που διαρκεί η
ανανέωση, γίνεται παρακράτηση του φόρου που αναλογεί κατά το χρόνο της εξόφλησής
τους. Με τον προεισπραττόμενο ή παρακρατούμενο κατά περίπτωση φόρο πιστώνεται ο
τηρούμενος στην Τράπεζα της Ελλάδος οικείος λογαριασμός του Ελληνικού Δημοσίου. Με
την προείσπραξη ή την παρακράτηση του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική
υποχρέωση των δικαιούχων για τα εισοδήματα αυτά. Φόρος με τον ίδιο ως άνω συντελεστή
επιβάλλεται και στους τόκους, οι οποίοι αποκτώνται από τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου
της παραγράφου αυτής και προκύπτουν από έντοκους τίτλους που εκδίδονται στην Ελλάδα
με τις εγκρίσεις που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα
Επενδύσεων, το Διεθνή Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως, τη Διεθνή Τράπεζα
Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και
Αναπτύξεως και την Ασιατική Τράπεζα Αναπτύξεως. Ο φόρος αυτός παρακρατείται κατά το
χρόνο λήξης και εξόφλησης των τοκομεριδίων τους ή κατά τη λήξη των τίτλων όταν
πρόκειται για ομόλογα χωρίς τοκομερίδια, από το διαχειριστή εκάστου δανείου ή από το
νόμιμο εκπρόσωπο του εκδότη στην Ελλάδα ή από άλλο εξουσιοδοτημένο προς τούτο
πρόσωπο. Ο παρακρατούμενος φόρος του προηγούμενου εδαφίου αποδίδεται με εφάπαξ
καταβολή στο Δημόσιο, με την υποβολή δήλωσης, από το πρόσωπο που διενήργησε την
παρακράτηση, στη δημόσια οικονομική υπηρεσία στην περιφέρεια της οποίας αυτό έχει την
έδρα του, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα που έγινε η παρακράτηση
του φόρου. Οι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και
στην περίπτωση αυτή. Στους έντοκους τίτλους που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή και
οι οποίοι εκδίδονται από την 3η Ιανουαρίου 1998 και μετά, ο φόρος υπολογίζεται με
συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) στο ποσό των τόκων που προκύπτουν από την απόδοση
αυτών. Με τον ίδιο συντελεστή φορολογούνται και οι τόκοι που προκύπτουν από
ανανεώσεις εκδοθέντων έντοκων γραμματίων, εφόσον η ανανέωση αυτών γίνεται μετά τη
2η Ιανουαρίου 1998».).

α. Στην παράγραφο 8 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. και μετά το έβδομο εδάφιο προστίθενται δύο νέα εδάφια
που έχουν ως εξής:
«Σε περίπτωση μεταβίβασης του ομολόγου ή τοκομεριδίου του πριν από τη λήξη του, η
μεσολαβούσα τράπεζα προβαίνει σε παρακράτηση φόρου για τους δεδουλευμένους μέχρι το χρόνο
μεταβίβασης τόκους και για την απόδοση του φόρου αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2
του άρθρου 60. Αν το ομόλογο ή τοκομερίδιο που μεταβιβάζεται ανήκει στην τράπεζα, υποχρεούται η ίδια
να καταβάλει το φόρο που αναλογεί στους πιο πάνω δεδουλευμένους τόκους».
β. Οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. όπως συμπληρώθηκαν με την περίπτωση
α της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή για μεταβιβάσεις τίτλων που πραγματοποιούνται μετά την
παρέλευση ενός μηνός από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
70

Το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2010
των τραπεζών, ανεξάρτητα με τη νομική μορφή που λειτουργούν στην Ελλάδα, δεν επιστρέφεται κατά το
μέρος που οφείλεται σε φόρο που έχει παρακρατηθεί επί τόκων ομολόγων πάσης φύσεως.

α. Στο άρθρο 12 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 13 που έχει ως εξής:


«13. Στους τόκους που καταβάλλονται από φυσικά πρόσωπα στην αλλοδαπή, ανεξάρτητα αν
δικαιούχος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ενεργείται παρακράτηση φόρου με το συντελεστή της
παραγράφου 1 του άρθρου 109. Ο φόρος παρακρατείται από το φυσικό πρόσωπο που τους καταβάλλει και
αποστέλλεται στην αλλοδαπή το υπόλοιπο ποσό που απομένει. Για την τράπεζα που μεσολαβεί έχουν
εφαρμογή οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 13. Με την παρακράτηση
αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αλλοδαπού δικαιούχου για τα πιο πάνω εισοδήματα. Οι
διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 25 έχουν εφαρμογή και για τα δάνεια που συνάπτονται μεταξύ
κατοίκου Ελλάδας και αλλοδαπού πιστωτή.».
β. Οι διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε, όπως προστέθηκαν με την περίπτωση α της
παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή για τόκους που καταβάλλονται από την επομένη της δημοσίευσης του
παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

9. Εξαιρούνται από τη φορολογία που επιβάλλεται με την προηγούμενη παράγραφο


οι τόκοι που προκύπτουν από:
α. Ομόλογα που έχουν εκδοθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1996, ανεξάρτητα αν η
διάρκεια αυτών είναι ετήσια ή μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας.
β. Έντοκα γραμμάτια που έχουν εκδοθεί μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1996. Τόκοι όμως
που προκύπτουν από ανανεώσεις εκδοθέντων έντοκων γραμματίων, εφόσον η
ανανέωση αυτών γίνεται μετά την 1η Ιανουαρίου 1997, υπόκεινται σε φορολογία
εισοδήματος κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
γ. ομολογιακά δάνεια που εκδίδει από 1ης Ιανουαρίου 1997 και μετά το ελληνικό
δημόσιο στο εξωτερικό.
(όπως προστέθηκε η περ. γ της παρ. 9 με το αρθ. 29 του Ν. 2592/1998)
δ) Έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου και οι οποίοι αποκτώνται από
επενδυτές μόνιμους κατοίκους αλλοδαπής.
10…Δεν υπάρχει Καταργήθηκε..............

11. Απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος οι τόκοι Ομολογιακών Δανείων του


Δημοσίου με διάρκεια δύο (2) ετών ή και μεγαλύτερη, υπό την προϋπόθεση ότι ο
αρχικός κάτοχος των τίτλων των δανείων αυτών διακρατεί τόσο τα σώματα αυτών
όσο και τα τοκομερίδια τους, μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Αρχικός κάτοχος
των τίτλων θεωρείται εκείνο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων ή
ομάδα περιουσίας που κατέχει τους τίτλους (σώμα και τοκομερίδια) των
Ομολογιακών Δανείων του Ελληνικού Δημοσίου κατά τη δέκατη εργάσιμη ημέρα
μετά την έκδοσή τους. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του
διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται οι προϋποθέσεις για τη
71

διασφάλιση της διακράτησης των τίτλων αυτών από τους αρχικούς κατόχους τους,
καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που είναι απαραίτητη για την εφαρμογή
της ως άνω διάταξης
(όπως η παρ. 11 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 15 του Ν. 2628/1998)

12. Απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος οι τόκοι των Εντόκων Γραμματίων του
Ελληνικού Δημοσίου που εκδίδονται από την 1η Ιανουαρίου 2003, υπό την
προϋπόθεση ότι ο αρχικός κάτοχος των τίτλων αυτών είναι φυσικό πρόσωπο
κάτοικος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκτά τους τίτλους μέσα σε πέντε (5)
εργάσιμες ημέρες από την επόμενη ημέρα της έκδοσης τους και τους διακρατεί
μέχρι την ημερομηνία λήξης τους.
Απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος οι τόκοι των Ομολογιακών Δανείων του
Ελληνικού Δημοσίου που εκδίδονται από την 1η Ιανουαρίου 2003, υπό την
προϋπόθεση ότι ο αρχικός κάτοχος των τίτλων αυτών είναι φυσικό πρόσωπο
κάτοικος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκτά τους τίτλους μέσα σε πέντε (5)
εργάσιμες ημέρες από την επόμενη ημέρα της έκδοσής τους ή επανέκδοσής τους
και διακρατεί τόσο τα σώματα αυτών όσο και τα τοκομερίδιά τους μέχρι την
ημερομηνία λήξης τους.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα κριτήρια
και οι προϋποθέσεις για τη διάθεση, την απόκτηση και διασφάλιση της διακράτησης
των τίτλων αυτών από τους αρχικούς κατόχους τους, καθώς και κάθε άλλο θέμα που
είναι απαραίτητο για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
(Όπως η παράγραφος 12 του άρθρου 12 προστέθηκε με το άρθρο 37 του N. 3130/2003 και
ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου στο ΦEK, ήτοι από 28/3/2003).

Μέχρι εδώ συμφωνημένο και με ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟ

Άρθρο 13
Αυτοτελής φορολόγηση εισοδήματος από επιχειρήσεις ή επαγγέλματα
1. Φορολογείται αυτοτελώς λογιζόμενο ως εισόδημα:
α. Με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) κάθε κέρδος ή ωφέλεια που προέρχεται
από τη μεταβίβαση:
αα. Ολόκληρης επιχείρησης με τα άυλα στοιχεία αυτής, όπως αέρας, επωνυμία,
σήμα, προνόμια κ.τ.λ. ή υποκαταστήματος επιχείρησης, όπως αυτό ορίζεται από τις
διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
ββ. Εταιρικών μερίδων ή μεριδίων, ποσοστών συμμετοχής σε κοινωνία αστικού
δικαίου που ασκεί επιχείρηση ή επάγγελμα ή σε κοινοπραξία, εκτός κοινοπραξίας
72

τεχνικών έργων, της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων.
Με μεταβίβαση εταιρικών μερίδων ή μεριδίων εξομοιώνεται και η μη συμμετοχή
εταίρου στην αύξηση του κεφαλαίου προσωπικής εταιρίας ή εταιρίας περιορισμένης
ευθύνης.

Τα τρία τελευταία εδάφια της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13
του Κ.Φ.Ε., αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν μεταβιβαστεί από επαχθή αιτία ατομική επιχείρηση ή μερίδιο ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας
από γονέα προς τα τέκνα του ή από σύζυγο σε σύζυγο, λόγω συνταξιοδότησης του μεταβιβάζοντος, δεν
υπόκειται σε φόρο υπεραξίας. Αν όμως η ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία διαθέτει ακίνητο στα πάγια
περιουσιακά της στοιχεία, η αντικειμενική αξία του ακινήτου, που ισχύει κατά το έτος αποτίμησης της
επιχείρησης, φορολογείται με συντελεστή 5% επί του ποσοστού του μεριδίου που μεταβιβάζεται. Αν
μεταβιβαστεί από επαχθή αιτία ατομική επιχείρηση ή μερίδιο προσωπικής εταιρίας από δικαιούχο με βαθμό
συγγένειας της Α΄ κατηγορίας της παρ. 1 του άρθρου 29 του ν.2961/2001, η υπεραξία φορολογείται με
συντελεστή 5%. Για τις ίδιες μεταβιβάσεις από δικαιούχους με βαθμό συγγένειας της Β΄ κατηγορίας της
παρ. 1 του άρθρου 29 του ν.2961/2001 η υπεραξία φορολογείται με συντελεστή 10% ».

(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην υποπερίπτωση ββ΄ της περ. α΄ της παρ. 1 με την
παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου
από 2/11/2001).
Αν μεταβιβασθεί από επαχθή αιτία ατομική επιχείρηση ή μερίδιο ομόρρυθμης ή
ετερόρρυθμης εταιρίας, από γονέα προς τα τέκνα του ή από σύζυγο σε σύζυγο,
λόγω συνταξιοδότησης του μεταβιβάζοντος, ο συντελεστής φορολογίας της
περίπτωσης αυτής μειώνεται από 20% σε 10% για μεταβιβάσεις που γίνονται μέχρι
31 Δεκεμβρίου 2000. Μεταβιβάσεις που γίνονται μετά το χρόνο αυτόν δεν υπόκεινται
σε φόρο υπεραξίας.
Προκειμένου για μεταβιβάσεις από επαχθή αίτια στοιχείων των παραπάνω
υποπεριπτώσεων αα΄ και ββ΄ σε δικαιούχους που υπάγονται στην Α΄ ή Β΄ κατηγορία
του άρθρου 29 του Ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266/Α΄), η πραγματική αξία πώλησης αυτών
φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή ένα και δύο δέκατα τοις εκατό (1,2%) και δύο
και τέσσερα δέκατα τοις εκατό (2,4%), αντίστοιχα.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην περ. α΄ της παρ. 1 με την παρ. 3 του άρθρου 3 του
Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ιδίου νόμου για εισοδήματα (κέρδη ή
ωφέλειες) που αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Σχετική διάταξη: Άρθρο 3 παράγραφος 5 Ν. 3091/2002
Για την εφαρμογή των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της
παραγράφου 1 και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κώδικα
Φορολογίας Εισοδήματος, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών
καθορίζεται ο τρόπος προσδιορισμού της κατώτατης πραγματικής αξίας που προκύπτει από
τη μεταβίβαση: α) ολόκληρης επιχείρησης, μερίδων ή μεριδίων και ποσοστών συμμετοχής
73

λαμβάνοντας υπόψη τα καθαρά κέρδη των τελευταίων πέντε (5) ετών, την αμοιβή του
επιχειρηματία, το επιτόκιο των έντοκων γραμματίων του Δημοσίου ετήσιας διάρκειας και τα
έτη λειτουργίας της και β) μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή σε
αλλοδαπό χρηματιστήριο ή σε άλλο χρηματιστηριακό θεσμό, λαμβάνοντας υπόψη
αποτελέσματα από τους τελευταίους πριν από τη μεταβίβαση ισολογισμούς και την
απόδοση των ίδιων κεφαλαίων της επιχείρησης).
β. Με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) κάθε κέρδος ή ωφέλεια που προέρχεται
από την εκχώρηση ή μεταβίβαση αυτοτελώς κάθε δικαιώματος, το οποίο είναι
συναφές με την άσκηση της επιχείρησης ή του επαγγέλματος, όπως του
δικαιώματος της μίσθωσης ή υπομίσθωσης ή του προνομίου ή του διπλώματος
ευρεσιτεχνίας και άλλων παρόμοιων δικαιωμάτων, καθώς και της άδειας
κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων ή μοτοσικλετών δημόσιας χρήσης που
μεταβιβάζονται. Με εκχώρηση εξομοιώνεται και η παραίτηση από μισθωτικά
δικαιώματα.
(Όπως ο συντελεστής παρακράτησης από τριάντα τοις εκατό (30%) μειώθηκε σε είκοσι τοις
εκατό (20%) με την παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο
30 του ίδιου Νόμου για ποσά που καταβάλλονται ή πιστώνονται από 1/1/2003 και μετά).
γ. Με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) κάθε ποσό που καταβάλλεται, πέρα από τα
μισθώματα, από το μισθωτή προς τον εκμισθωτή, σε περίπτωση μίσθωσης ακινήτου
μόνου του ή μαζί με τον οποιονδήποτε εξοπλισμό ή εγκατάσταση που τυχόν
διαθέτει. Τα αναφερόμενα στα επόμενα εδάφια αυτής της παραγράφου, καθώς και
στην παράγραφο 8 του άρθρου 81, εφαρμόζονται ανάλογα και σ΄ αυτή την
περίπτωση.
(Όπως ο συντελεστής παρακράτησης από είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) μειώθηκε σε είκοσι
τοις εκατό (20%) με την παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για ποσά που καταβάλλονται ή πιστώνονται από 1/1/2003 και
μετά).
Ο δικαιούχος του κέρδους ή της ωφέλειας που προκύπτει από την εφαρμογή αυτής
της παραγράφου επιβαρύνεται με τον οικείο φόρο και καταβάλει αυτόν εφάπαξ με
την υποβολή δήλωσης στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία της περιφέρειας
όπου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης της οποίας μεταβιβάζεται ή εκχωρείται το
περιουσιακό στοιχείο, πριν από την με οποιονδήποτε τρόπο μεταβίβαση ή
εκχώρηση του οικείου περιουσιακού στοιχείου. Η σχετική δήλωση υποβάλλεται σε
τρία (3) αντίτυπα από τα οποία τα δύο (2) επιστρέφονται θεωρημένα στο δικαιούχο
του κέρδους ή της ωφέλειας. Εάν η οικεία πράξη μεταβίβασης ή εκχώρησης γίνεται
με ιδιωτικό έγγραφο, ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. υποχρεούται να αρνηθεί
τη θεώρηση του εγγράφου αυτού, εάν δεν επισυνάπτεται σε αυτό αντίτυπο της
οικείας δήλωσης και δεν αναγράφονται στο σώμα του εγγράφου τα στοιχεία αυτής.
Στο ιδιωτικό αυτό έγγραφο πρέπει απαραιτήτως να αναγράφεται το κέρδος ή η
ωφέλεια που προέκυψε από την εκχώρηση του δικαιώματος ή του εταιρικού
74

μεριδίου ή ολόκληρης της επιχείρησης. Σε περίπτωση εκχώρησης ή μεταβίβασης


περιουσιακού στοιχείου από τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή, χωρίς να υποβληθεί
η οικεία δήλωση από το δικαιούχο του κέρδους ή της ωφέλειας για να καταβληθεί με
βάση αυτή ο φόρος εφάπαξ, το πρόσωπο που αποκτά το περιουσιακό στοιχείο
είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνυπεύθυνο με τον μεταβιβάζοντα ή
εκχωρούντα για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται.
Όταν δικαιούχοι των εισοδημάτων της παραγράφου αυτής είναι πρόσωπα που
αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 101, με την καταβολή του πιο πάνω
φόρου δεν εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων, αλλά τα
εισοδήματα αυτά φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στο τέλος της παρ. 1 με την παρ. 6 του άρθρου 3 του Ν.
3091/2002 και ισχύει για εισοδήματα (κέρδη ή ωφέλειες) που αποκτώνται από το οικονομικό
έτος 2003 και μετά, σύμφωνα με το άρθρο 30 περ. γ΄ του ίδιου νόμου)

2. Φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή 5% (πέντε τοις εκατό) η πραγματική αξία


πώλησης μετοχών ή παραστατικών τίτλων μετοχών μη εισηγμένων στο
Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή αλλοδαπό χρηματιστήριο ή σε άλλο διεθνώς
αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό, που μεταβιβάζονται από ιδιώτες ή από
φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά. Το τελευταίο εδάφιο της
περίπτωσης α΄ της προηγούμενης παραγράφου 1 εφαρμόζεται ανάλογα.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην παρ. 2 με την παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
Για την καταβολή του φόρου αυτού και την υποβολή της σχετικής δήλωσης έχουν
εφαρμογή τα αναφερόμενα στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
(Σχετική διάταξη: Άρθρο 3 παράγραφος 5 Ν. 3091/2002
Για την εφαρμογή των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της
παραγράφου 1 και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κώδικα
Φορολογίας Εισοδήματος, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών
καθορίζεται ο τρόπος προσδιορισμού της κατώτατης πραγματικής αξίας που προκύπτει από
τη μεταβίβαση: α) ολόκληρης επιχείρησης, μερίδων ή μεριδίων και ποσοστών συμμετοχής
λαμβάνοντας υπόψη τα καθαρά κέρδη των τελευταίων πέντε (5) ετών, την αμοιβή του
επιχειρηματία, το επιτόκιο των έντοκων γραμματίων του Δημοσίου ετήσιας διάρκειας και τα
έτη λειτουργίας της και β) μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή σε
αλλοδαπό χρηματιστήριο ή σε άλλο χρηματιστηριακό θεσμό, λαμβάνοντας υπόψη
αποτελέσματα από τους τελευταίους πριν από τη μεταβίβαση ισολογισμούς και την
απόδοση των ίδιων κεφαλαίων της επιχείρησης).
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και επί εισφοράς των τίτλων
που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, για την κάλυψη του κεφαλαίου νεοϊδρυόμενης,
ημεδαπής ή αλλοδαπής εταιρείας ή για την αύξηση του κεφαλαίου υφιστάμενης. Ως
75

πραγματική αξία των μετοχών που εισφέρονται για την κάλυψη ή αύξηση του
κεφαλαίου ημεδαπής εταιρείας, λαμβάνεται η αξία η οποία προσδιορίζεται από την
Εκτιμητική Επιτροπή του άρθρου 9 του Κ.Ν. 2190/1920.
(Όπως στη παρ. 2 του άρθ. 13 του Ν. 2238/1994 προστέθηκαν δύο εδάφια με το άρθ. 36
του Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το άρθ. 53 του ιδίου Νόμου δηλαδή από 1-1-
2006).

3. Η νόμιμη αμοιβή όσων ασχολούνται ατομικώς με την ανέγερση οικοδομών προς


πώληση, εφόσον αυτοί με την ιδιότητά τους ως αρχιτέκτονες ή πολιτικοί μηχανικοί
εκπόνησαν μερικώς ή ολικώς τη μελέτη ή επέβλεψαν την εκτέλεση των εργασιών
του οικοδομικού έργου, θεωρείται ότι αποκτάται στο ημερολογιακό έτος που
πραγματοποιείται η πρώτη πώληση από το ακίνητο και φορολογείται αυτοτελώς με
συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), πλέον εισφοράς Ο.Γ.Α. δεκαπέντε τοις
εκατό (15%) στο ποσό του φόρου. Ο φόρος αυτός υπολογίζεται στη νόμιμη αμοιβή
μειωμένη κατά δέκα τοις εκατό (10%) και καταβάλλεται με δήλωση που υποβάλλεται
μέσα στο μήνα Ιανουάριο κάθε χρόνου.

4. Αν ο αρχιτέκτονας ή πολιτικός μηχανικός, ο οποίος αναλαμβάνει τη σύνταξη της


μελέτης ή την επίβλεψη ανέγερσης οικοδομής, συμμετέχει στην επιχείρηση που
αναλαμβάνει την ανέγερση και πώληση της οικοδομής, την οποία αφορά η μελέτη ή
η επίβλεψη, επιβάλλεται σε βάρος της επιχείρησης φόρος εισοδήματος, ο οποίος
υπολογίζεται με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό της
νόμιμης αμοιβής, ανεξάρτητα από κάθε άλλη επιβάρυνση των αποτελεσμάτων της
επιχείρησης από φόρο εισοδήματος, πλέον εισφοράς Ο. Γ. Α. δεκαπέντε τοις εκατό
(15%) στο ποσό του φόρου. Σε περίπτωση εφαρμογής της διάταξης αυτής της
παραγράφου, ο δικαιούχος της αμοιβής αρχιτέκτονας ή πολιτικός μηχανικός ή
μηχανολόγος ή ηλεκτρολόγος μηχανικός, καθώς και τα λοιπά πρόσωπα που
συμμετέχουν στην επιχείρηση, απαλλάσσονται από κάθε άλλη επιβάρυνση από
φόρο εισοδήματος από την αιτία αυτή. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου
εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες πριν από τη χρονολογία
έκδοσης της πολεοδομικής άδειας, κατατεθεί για το σκοπό αυτό στη δημόσια
οικονομική υπηρεσία της έδρας της επιχείρησης, κοινή δήλωση αυτού που συνέταξε
τη μελέτη ή θα επιβλέψει την εκτέλεση του έργου μηχανικού και της επιχείρησης και
συγχρόνως καταβληθεί ο φόρος που αναλογεί σύμφωνα με τα παραπάνω. Σε
περίπτωση που δεν υποβληθεί δήλωση και δεν καταβληθεί ο φόρος, εφαρμόζονται
οι διατάξεις των άρθρων 50 και 52 παράγραφος 4.

5. Αν πολιτικός μηχανικός ή ο αρχιτέκτονας που υπογράφει τη μελέτη ή


αναλαμβάνει την επίβλεψη είναι μισθωτός της επιχείρησης, η οποία αναλαμβάνει τη
μελέτη ή επίβλεψη ή ανέγερση της οικοδομής, η επιχείρηση μπορεί να ζητήσει να
76

επιβληθεί σε αυτό φόρος δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό της
νόμιμης αμοιβής, πλέον εισφοράς Ο.Γ.Α. δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ποσό του
φόρου. Το ποσό της αμοιβής μειώνεται κατά το ποσό των ακαθάριστων αποδοχών
από μισθωτές υπηρεσίες που καταβάλλονται στον παραπάνω μηχανικό κατά το
χρονικό διάστημα από την έναρξη της μελέτης μέχρι την αποπεράτωση της
οικοδομής. Ο φόρος της παραγράφου αυτής καταβάλλεται πριν από την έκδοση της
πολεοδομικής άδειας. Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης
παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως. Αν η επιχείρηση δε ζητήσει την εφαρμογή των
διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων για το ποσό της αμοιβής που φορολογείται
κατά τις διατάξεις αυτές, το ποσό αυτό λογίζεται ως εισόδημα από μισθωτές
υπηρεσίες του μηχανικού, ο οποίος υπέγραψε τη μελέτη και ανέλαβε την επίβλεψη,
για το οποίο η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση και να καταβάλει το
φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 57 & 59.

6. Στις αποζημιώσεις ή τα δικαιώματα που καταβάλλονται σε αλλοδαπές


επιχειρήσεις και οργανισμούς που δεν έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα ή σε
φυσικά πρόσωπα κατοίκους αλλοδαπής που δεν ασκούν επάγγελμα ή επιχείρηση
στην Ελλάδα:
α. για τη χρήση ή παραχώρηση της χρήσης τεχνικών μεθόδων παραγωγής, τεχνικής
ή τεχνολογικής βοήθειας, δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας, σημάτων και προνομίων,
σχεδίων ή προτύπων γενικά, αποτελεσμάτων ερευνών, κινηματογραφικών και
τηλεοπτικών ταινιών, μαγνητοταινιών για ραδιοφωνικές εκπομπές, αναπαραγωγής
βιντεοκασετών, πνευματικής ιδιοκτησίας, αναδημοσίευσης άρθρων και μελετών και
λοιπών συναφών δικαιωμάτων,
β. για την εκμίσθωση μηχανημάτων, εγκαταστάσεων και γενικά κινητών πραγμάτων,
την επισκευή και συντήρηση μηχανημάτων και λοιπού εξοπλισμού, την οργάνωση
επιχειρήσεων, την εκπαίδευση προσωπικού και για την παροχή οποιασδήποτε
υπηρεσίας και κάθε είδους συμβουλών στην Ελλάδα, καθώς και στις αμοιβές, που
καταβάλλονται σε ξένα καλλιτεχνικά συγκροτήματα ή σε μεμονωμένους καλλιτέχνες
κατοίκους ξένων χωρών για τη συμμετοχή τους σε διάφορες καλλιτεχνικές
εκδηλώσεις στην Ελλάδα, ενεργείται από τον υπόχρεο για την καταβολή,
παρακράτηση φόρου εισοδήματος που βαρύνει το δικαιούχο της αποζημίωσης ή
του δικαιώματος ή της αμοιβής.
Ομοίως, ενεργείται παρακράτηση φόρου και στα ποσά που καταβάλλονται σε
αλλοδαπά αθλητικά σωματεία, επαγγελματικά ή μη, καθώς και σε οποιοδήποτε τρίτο
αλλοδαπό νομικό ή φυσικό πρόσωπο, για τη μεταβίβαση σε ημεδαπά αθλητικά
σωματεία, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους, του δικαιώματος χρησιμοποίησης
αλλοδαπών ποδοσφαιριστών, καλαθοσφαιριστών, πετοσφαιριστών,
υδατοσφαιριστών και λοιπών αθλητών.
77

Ο φόρος αυτός υπολογίζεται στο ακαθάριστο ποσό της αποζημίωσης ή του


δικαιώματος ή της αμοιβής, ανεξάρτητα αν για την καταβολή αυτήν απαιτείται ή όχι
απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του
άρθρου 7 του Ν. 4171/1961 (ΦΕΚ Α΄ 93), όπως ισχύει, με συντελεστή:
αα. Είκοσι τοις εκατό (20%) για αποζημιώσεις ή δικαιώματα που καταβάλλονται σε
αλλοδαπές επιχειρήσεις ή φυσικά πρόσωπα για τη χρήση ή παραχώρηση χρήσης
στην Ελλάδα κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών ταινιών, μαγνητοταινιών για
ραδιοφωνικές εκπομπές και για την αναπαραγωγή βιντεοκασετών.
(Όπως ο συντελεστής παρακράτησης από δέκα τοις εκατό (10%) αυξήθηκε σε είκοσι τοις
εκατό (20%) με την παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με την περ.
ζ΄ του άρθρου 30 του ίδιου Νόμου για ποσά που καταβάλλονται ή πιστώνονται από
1/1/2003 και μετά).
ββ. Είκοσι τοις εκατό (20%) για αποζημιώσεις ή δικαιώματα ή αμοιβές των λοιπών
περιπτώσεων της παραγράφου αυτής. Ο συντελεστής που προβλέπεται στην παρ.6 του άρθρου
13 του Κ.Φ.Ε. αυξάνεται από είκοσι τοις εκατό (20%) σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).

Με την παρακράτηση του φόρου που ενεργείται σύμφωνα με τα πιο πάνω,


εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αλλοδαπού δικαιούχου από το φόρο
εισοδήματος για τα εισοδήματά του αυτά.
Σε όλες τις περιπτώσεις, στον αλλοδαπό δικαιούχο καταβάλλεται η διαφορά μεταξύ
του ποσού της αποζημίωσης, δικαιώματος ή αμοιβής, που δικαιούται να λάβει και
του παρακρατούμενου φόρου που αναλογεί στο ποσό αυτής.
Η παρακράτηση του φόρου που οφείλεται ενεργείται κατά την πίστωση ή την
καταβολή της αποζημίωσης ή του δικαιώματος ή της αμοιβής στο δικαιούχο και η
απόδοσή του γίνεται με σχετική δήλωση στην αρμόδια δημόσια οικονομική
υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από την παρακράτηση
μήνα.
Οι τράπεζες υποχρεούνται να αρνηθούν την παροχή του ποσού συναλλάγματος ή
ευρώ, που αναλογεί για την αποστολή στο εξωτερικό των δικαιωμάτων,
αποζημιώσεων και αμοιβών που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, αν δεν
προσκομισθεί σε αυτές αποδεικτικό καταβολής στο Δημόσιο του φόρου που
αναλογεί στα εισοδήματα αυτά.
(Όπως η φράση «ή ευρώ» προστέθηκε μετά τη λέξη «συναλλάγματος» στο τελευταίο
εδάφιο της παρ. 6 με την παρ. 7 του άρθρου 3 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, ήτοι
24/12/2002 και μετά).

7. Στα δικαιώματα που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή και τα οποία καταβάλλει
ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα εταιρείας κράτους
μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδεδεμένη εταιρεία άλλου κράτους - μέλους
78

ή σε μόνιμη εγκατάσταση συνδεδεμένης εταιρείας κράτους - μέλους ευρισκόμενη σε


άλλο κράτος - μέλος, δεν ενεργείται παρακράτηση φόρου εισοδήματος. Ως
δικαιώματα νοούνται οι πληρωμές πάσης φύσεως που λαμβάνονται σε αντάλλαγμα
της χρήσης ή του δικαιώματος χρήσης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί
λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού ή επιστημονικού έργου, συμπεριλαμβανομένων των
κινηματογραφικών ταινιών και λογισμικού, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, εμπορικών
σημάτων, σχεδίων ή υποδειγμάτων, σχεδιαγραμμάτων, απόρρητων χημικών τύπων
ή μεθόδων κατεργασίας ή σε αντάλλαγμα πληροφοριών που αφορούν βιομηχανική,
εμπορική ή επιστημονική πείρα, καθώς και οι πληρωμές για τη χρήση ή για το
δικαίωμα χρήσης βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού. Για την
εφαρμογή των αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή διατάξεων, μία εταιρεία
θεωρείται «συνδεδεμένη» με άλλη εταιρεία εφόσον, τουλάχιστον η πρώτη εταιρεία
κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή είκοσι πέντε τοις εκατό(25%) στο μετοχικό
κεφάλαιο της δεύτερης εταιρείας ή η δεύτερη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη
συμμετοχή με το ίδιο πιο πάνω ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης
εταιρείας ή μία τρίτη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή με το ίδιο πιο πάνω
ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης εταιρείας
και υπό τον όρο ότι σε όλες τις αναφερόμενες πιο πάνω περιπτώσεις, η συμμετοχή
κατέχεται χωρίς διακοπή για δύο (2) έτη. Η απαλλαγή από την παρακράτηση
παρέχεται με την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος των δικαιωμάτων δέχεται τις
πληρωμές για δικό του λογαριασμό και όχι με την ιδιότητα του αντιπροσώπου και
εφόσον προσκομίσει σχετική βεβαίωση που ισχύει για δύο (2) έτη από την
ημερομηνία χορήγησής της. Η βεβαίωση πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα
στοιχεία του δικαιούχου:
α) ότι έχει την έδρα της πραγματικής διοίκησής του σε ένα συγκεκριμένο κράτος -
μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
β) ότι υπόκειται στο πιο πάνω κράτος - μέλος που έχει την έδρα του σε φόρο
εισοδήματος χωρίς να τυγχάνει απαλλαγής από αυτόν,
γ) ότι κατέχει την πιο πάνω αναφερόμενη συμμετοχή χωρίς διακοπή τουλάχιστον
για δύο (2) έτη,
δ) ότι το εισόδημα από τα δικαιώματα που αποκτά, σε περίπτωση που αυτός είναι
μόνιμη εγκατάσταση άλλης εταιρείας, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος στο κράτος
μέλος όπου έχει τη μόνιμη εγκατάσταση και ότι η εταιρεία της οποίας αποτελεί
μόνιμη εγκατάσταση πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α΄, β΄,
γ΄ και ε΄ του παρόντος άρθρου,
ε) ότι έχει μία από τις μορφές που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας
και Οικονομικών σύμφωνα με το Παράρτημα της Οδηγίας 2003/49/ΕΚ (L 157/49). Με
την ίδια απόφαση θα καθοριστούν ο τρόπος και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για
την εφαρμογή των αναφερόμενων στο άρθρο αυτό.
Εξαιρετικά, κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου οκτώ (8) ετών που αρχίζει από
79

την 1η Ιουλίου 2005, κατά την καταβολή των αναφερόμενων πιο πάνω δικαιωμάτων,
θα ενεργείται παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή δέκα τοις εκατό
(10%) κατά τα πρώτα τέσσερα (4) έτη και πέντε τοις εκατό (5%) κατά τα τελευταία
τέσσερα (4) έτη, εκτός εάν από την οικεία διμερή σύμβαση για την αποφυγή διπλής
φορολογίας εισοδήματος προβλέπεται ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση. Για
την παρακράτηση και την απόδοση του φόρου αυτού έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα
από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. Με την παρακράτηση αυτή
εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αλλοδαπού δικαιούχου. Μέχρι την έναρξη
της μεταβατικής περιόδου που αναφέρεται πιο πάνω, κατά την καταβολή των
υπόψη δικαιωμάτων, θα ενεργείται παρακράτηση φόρου εισοδήματος σύμφωνα με
τις ισχύουσες διατάξεις των διμερών συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας ή
της εσωτερικής νομοθεσίας, κατά περίπτωση.
(Όπως στη παρ. 7 του αρθ. 13 του Ν. 2238/1994 προστέθηκε νέα παράγραφος 7 με το αρθ.
15 του Ν. 3312/2005 και ισχύει σύμφωνα με το αρθ. 25 του ιδίου Νόμου δηλαδή από 16
Φεβρουαρίου 2005).

8. Στις αλλοδαπές επιχειρήσεις και οργανισμούς που αναλαμβάνουν στην Ελλάδα


κατάρτιση μελετών και σχεδίων ή τη διεξαγωγή ερευνών τεχνικής, οικονομικής ή
επιστημονικής γενικά φύσεως, ανεξάρτητα αν αυτές εκπονούνται στην Ελλάδα ή
στην αλλοδαπή ή την επίβλεψη και συντονισμό εκτέλεσης τεχνικών έργων που
πραγματοποιούνται από τρίτους στην Ελλάδα ή την παροχή επιστημονικής φύσεως
συμβουλών προς τον κύριο του εκτελούμενου στην Ελλάδα τεχνικού έργου,
επιβάλλεται για τα καθαρά κέρδη που αποκτούν από τις υπηρεσίες αυτές, φόρος
εισοδήματος με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), ο οποίος υπολογίζεται στη
συνολική ακαθάριστη αμοιβή τους. Ο φόρος αυτός παρακρατείται από τον υπόχρεο
για την καταβολή κατά την εκάστοτε πίστωση ή την καταβολή της αμοιβής στο
δικαιούχο και αποδίδεται με σχετική δήλωση στην αρμόδια δημόσια οικονομική
υπηρεσία το βραδύτερο μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από την
παρακράτηση μήνα.
Με την παρακράτηση του φόρου που ενεργείται σύμφωνα με τα πιο πάνω,
εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος των αλλοδαπών
επιχειρήσεων και οργανισμών για τα κέρδη που αποκτούν από τις υπηρεσίες αυτές.
Οι τράπεζες υποχρεούνται να αρνηθούν την παροχή του ποσού συναλλάγματος ή
ευρώ που αναλογεί για την αποστολή στο εξωτερικό εισοδημάτων, που
αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, αν δεν προσκομισθεί σ΄ αυτές αποδεικτικό
καταβολής στο Δημόσιο του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματα αυτά.
(Όπως ο συντελεστής παρακράτησης από δεκαεπτά και μισό τοις εκατό (17,50%) αυξήθηκε
σε είκοσι τοις εκατό (20%) με την παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002 και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για ποσά που καταβάλλονται ή πιστώνονται από
1.1.2003 και μετά).
80

(Όπως η φράση «ή ευρώ» προστέθηκε μετά τη λέξη «συναλλάγματος» στο τελευταίο εδάφιο
της παρ. 7 με την παρ. 7 του άρθρου 3 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο
30 περίπτωση ι΄ του ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, ήτοι 24/12/2002
και μετά). Οι συντελεστές που προβλέπονται στις παραγράφους 8 και 12 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε.
αυξάνονται από είκοσι τοις εκατό (20%) σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).

9. Στις αλλοδαπές εταιρίες και οργανισμούς που αναλαμβάνουν την εργοληπτική


κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων στην Ελλάδα, επιβάλλεται φόρος
εισοδήματος για τα καθαρά κέρδη που αποκτούν από τις εργασίες αυτές, ο οποίος
υπολογίζεται με συντελεστή που ορίζεται:
α. Τρία και πενήντα τοις εκατό (3,50%) στη συνολική ακαθάριστη αξία των έργων του
Δημοσίου, δήμων και κοινοτήτων, δημόσιων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων,
οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου γενικά, ανεξάρτητα αν τα έργα εκτελούνται με υλικά του εργολήπτη ή όχι.
β. Τέσσερα και είκοσι τοις εκατό (4,20%) στη συνολική ακαθάριστη αξία των
ιδιωτικών έργων, γενικά.
γ. Οχτώ και εβδομήντα πέντε τοις εκατό (8,75%) στη συνολική ακαθάριστη αξία των
έργων χωρίς την αξία των υλικών για έργα που αναφέρονται στην πιο πάνω
περίπτωση β΄, για τα οποία ο εργολήπτης δεν χρησιμοποιεί δικά του υλικά. Ο
παραπάνω τρόπος φορολογίας εφαρμόζεται στις αλλοδαπές εργοληπτικές εταιρίες
και οργανισμούς, που συμβάλλονται απευθείας με το Δημόσιο και τα λοιπά
πρόσωπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο.
(όπως οι συντελεστές παρακράτησης των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄, 9 του άρθρου 13
για τα ποσά που θα καταβάλλονται από 1.1.20002 και μετά γίνονται 3,50%, 4,20%,
και 8,75% αντίστοιχα σύμφωνα με την παρ. 3 του αρθ. 6 του Ν. 2873/2000)
Ο φόρος που επιβάλλεται στις πιο πάνω περιπτώσεις παρακρατείται από τον,
υπόχρεο για την καταβολή, εργοδότη κατά την εκάστοτε πίστωση ή την καταβολή
της αξίας του έργου στο δικαιούχο και αποδίδεται με σχετική δήλωση στην αρμόδια
δημόσια οικονομική υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από
την παρακράτηση μήνα.
Με την παρακράτηση του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από
το φόρο εισοδήματος των αλλοδαπών εταιριών και οργανισμών για τα κέρδη που
αποκτούν από τις εργασίες αυτές.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και στις αλλοδαπές
εταιρίες και οργανισμούς που ασχολούνται με την εκτέλεση μηχανολογικών και
ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 12
του Ν. 542/1977 (ΦΕΚ Α΄ 41)

ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
81

Η παράγραφος 9 (πρώην παρ. 8 του άρθρου 13), σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 11
του Ν. 3296/2004, παύει να ισχύει για δημόσια ή ιδιωτικά τεχνικά έργα που αναλαμβάνονται
από την 1η Ιανουαρίου 2002 και μετά.

Οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

10. Τα έσοδα από έπαθλα ή βραβεία από την κατοχή και εκμετάλλευση δρομώνων
ίππων που χρησιμοποιούνται σε αγώνες ιπποδρομίου φορολογούνται αυτοτελώς
με συντελεστή φόρου είκοσι τοις εκατό (20%). Ο φόρος που προκύπτει
παρακρατείται κατά την πληρωμή. Για την απόδοση του φόρου αυτής της
παραγράφου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 60. Με την
παρακράτηση αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο
εισοδήματος των ιδιοκτητών δρομώνων ίππων για τα έσοδα αυτά.
(Όπως ο συντελεστής παρακράτησης από 15% (δεκαπέντε τοις εκατό) αυξήθηκε σε είκοσι
τοις εκατό (20%) με την παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με την
περ. ζ΄ του άρθρου 30 του ίδιου Νόμου για ποσά που καταβάλλονται ή πιστώνονται από
1/1/2003 και μετά).

11. Οι πάσης φύσεως παροχές που χορηγούνται στα πρόσωπα που εκλέγονται για
τον πρώτο και δεύτερο βαθμό της τοπικής αυτοδιοίκησης φορολογούνται αυτοτελώς
με συντελεστή φόρου είκοσι τοις εκατό (20%). Ο φόρος που προκύπτει
παρακρατείται κατά την πληρωμή. Για την απόδοση του φόρου αυτού εφαρμόζονται
οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 60. Με την παρακράτηση αυτού του
φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος των
δικαιούχων για τις ως άνω παροχές.

12. Οι αμοιβές που καταβάλλονται από το Ελληνικό Δημόσιο τους δήμους και τις
κοινότητες του Κράτους, τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.), το
Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, τον Οργανισμό Μεγάρου Μουσικής
Αθηνών, τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης - Θεσσαλονίκη
1997, το Σύλλογο «Οι Φίλοι της Μουσικής», καθώς και την Εθνική Λυρική Σκηνή σε
ξένα καλλιτεχνικά συγκροτήματα ή μεμονωμένους καλλιτέχνες ξένων χωρών, για τη
συμμετοχή τους σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα, φορολογούνται
αυτοτελώς με συντελεστή φόρου 20% (είκοσι τοις εκατό)
(Όπως ο συντελεστής φόρου της παρ. 11 του άρθρου 13 του Ν. 2238/1994, αυξάνεται
σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004 και η αύξηση ισχύει, σύμφωνα με
το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2005 και μετά).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 11 του άρθρου 13 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 16 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ε
82

του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που
πραγματοποιούν οι υπόχρεοι από 1/1/2001 και μετά).
Ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται κατά την πληρωμή. Για την απόδοση του
φόρου αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 60. Με την
παρακράτηση αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο
εισοδήματος των δικαιούχων για τις ως άνω αμοιβές.

13. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται σε αθλητές εθνικών ομάδων, ως


επιβράβευση αυτών από το Δημόσιο, λόγω επίτευξης διεθνών στόχων ατομικώς ή
ομαδικώς, φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου είκοσι τοις εκατό (20%).
Ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται κατά την πληρωμή. Για την απόδοση του
φόρου αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 60. Με την
παρακράτηση αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο
εισοδήματος των δικαιούχων για τα ποσά αυτά.

14. Τα χρηματικά ποσά που παρέχονται σε όσους συμμετέχουν σε ραδιοφωνικούς,


τηλεοπτικούς και λοιπούς παρεμφερείς διαγωνισμούς που διενεργούνται με
οποιαδήποτε μορφή φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή είκοσι τοις εκατό
(20%), εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό υπερβαίνει το ποσό των χιλίων
πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται από τον
καταβάλλοντα κατά το χρόνο της καταβολής του ποσού στο δικαιούχο. Για την
απόδοση του φόρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 3
του άρθρου 60. Με την παρακράτηση αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική
υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος των δικαιούχων για τα ποσά αυτά.

Άρθρο 14
Αυτοτελής φορολόγηση εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του
άρθρου 45, φορολογούνται αυτοτελώς, εξαντλουμένης της φορολογικής
υποχρεώσεως, τα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλονται στους δικαιούχους
με βάση:
α. το άρθρο 1 του Β.Δ. 16/18 Ιουλίου 1920 (ΦΕΚ Α΄ 158),

Το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως
εξής:
« Ο φόρος υπολογίζεται, με βάση την παρακάτω κλίμακα:

Κλιμάκιο αποζημίωσης (ευρώ) Φορολογικός συντελεστής (%)


83

0 - 60.000 0%
60.001 - 100.000 10%
100.001 - 150.000 20%
150.001 και άνω 30%

Ο φόρος παρακρατείται κατά την πληρωμή της αποζημίωσης στο δικαιούχο. Με την επιφύλαξη των
διατάξεων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45, οι διατάξεις αυτής της περίπτωσης
εφαρμόζονται αναλόγως και για κάθε εφάπαξ αποζημίωση που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για
οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσης εργασίας ή άλλης σύμβασης, η οποία συνδέει το φορέα με το
δικαιούχο της αποζημίωσης. Αν το ποσό που καταβάλλεται στο δικαιούχο της αποζημίωσης υπερβαίνει
εκείνο που πρέπει να του καταβληθεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, το συνολικό ποσό της
αποζημίωσης που καταβάλλεται φορολογείται σύμφωνα με την πιο πάνω κλίμακα. Με την κλίμακα αυτή
φορολογείται και κάθε αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, που συμφωνείται ή επιδικάζεται σε
οποιονδήποτε για λόγους ηθικής βλάβης.»

β. το Ν. 2112/1920 (ΦΕΚ Α΄ 67)


γ. το άρθρο 94 του Ν.Δ. 3026/1954 (ΦΕΚ Α΄ 235).
Ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο καθαρό ποσό της
αποζημίωσης μετά την αφαίρεση ποσού είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και
παρακρατείται κατά την πληρωμή της στο δικαιούχο.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 14 αντικαταστάθηκε με την παρ. 8
του άρθρου 3 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για
εισοδήματα (αποζημειώσεις που καταβλήθηκαν) από 1/1/2003)
(Το δεύτερο εδάφιο πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Ο φόρος υπολογίζεται με βάση την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 9, στο καθαρό
ποσό της αποζημίωσης, μετά την αφαίρεση ποσού τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ που δεν
θεωρείται εισόδημα και παρακρατείται κατά την πληρωμή της στον δικαιούχο.»).
Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης γ΄ της παρ. 4 του άρθρ. 45, οι
διατάξεις αυτής της περίπτωσης εφαρμόζονται αναλόγως και για κάθε εφάπαξ
αποζημίωση που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο
διακοπής της σχέσης η οποία συνδέει το φορέα με το δικαιούχο της αποζημίωσης.
Αν το ποσό που καταβάλλεται στο δικαιούχο της αποζημίωσης υπερβαίνει εκείνο
που θα έπρεπε να του καταβληθεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, το συνολικό
ποσό της αποζημίωσης που του καταβάλλεται φορολογείται με τον πιο πάνω
συντελεστή.
(Όπως η φράση «την πιο πάνω κλίμακα» αντικαταστάθηκε με την φράση «τον πιο πάνω
συντελεστή» με την παράγραφο 9 του άρθρου 3 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με
την περ. α΄ άρθρο 30 του ιδίου νόμου από 1.1.2003 και μετά).
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, καθορίζεται η φορολογική αρχή που είναι αρμόδια για την επιστροφή
84

του φόρου στο δικαιούχο, σε περίπτωση που το ποσό του φόρου που
παρακρατήθηκε υπερβαίνει αυτό που οφείλεται.
(Όπως στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 25
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

Οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3, 4, 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

2. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στους ποδοσφαιριστές,


καλαθοσφαιριστές, προπονητές, καθώς και τους άλλους αμειβόμενους αθλητές,
κατά περίπτωση, από τις ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες ή τα αναγνωρισμένα
αθλητικά σωματεία, κατά την υπογραφή του συμβολαίου μετεγγραφής ή την
ανανέωση του συμβολαίου συνεργασίας, φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή
φόρου είκοσι τοις εκατό (20%). Ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται κατά την
πληρωμή. Για την απόδοση του φόρου αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται οι
διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 60. Με την παρακράτηση του φόρου που ενεργείται
σύμφωνα με τα πιο πάνω, εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο
εισοδήματος για τα ποσά αυτά. Οι δικαιούχοι μπορούν να περιλάβουν το σύνολο
αυτών των ποσών στην ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου
οικονομικού έτους, για να φορολογηθούν με βάση την κλίμακα του άρθρου 9. Στην
περίπτωση αυτή, για το συμψηφισμό του φόρου που παρακρατήθηκε εφαρμόζονται
οι διατάξεις του ίδιου άρθρου 9.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και για τα χρηματικά
ποσά που καταβάλλονται στους ανωτέρω δικαιούχους από τις ποδοσφαιρικές
ανώνυμες εταιρίες ή τα αναγνωρισμένα αθλητικά σωματεία για τη συμμετοχή τους
σε ευρωπαϊκές ή διεθνείς διοργανώσεις και αποτελούν μέρος των όσων
εισπράττουν σε συνάλλαγμα οι Π.Α.Ε. ή τα αναγνωρισμένα αθλητικά σωματεία από
ευρωπαϊκούς ή διεθνείς οργανισμούς για τις διοργανώσεις αυτές.

3. Οι αποδοχές των προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση εργασίας


ιδιωτικού δικαίου στα ελληνικά σχολεία που λειτουργούν στην Ομοσπονδιακή
Δημοκρατία της Γερμανίας και έχουν την ελληνική υπηκοότητα ή την ελληνική και τη
γερμανική υπηκοότητα ή μόνο τη γερμανική ή είναι υπήκοοι τρίτης χώρας και
πληρώνονται από το Ελληνικό Δημόσιο ή φορέα που βρίσκεται στην αλλοδαπή και
αποτελεί υποδιαίρεση του Ελληνικού Δημοσίου ή υπηρεσία αυτού, υπόκεινται σε
φόρο εισοδήματος, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) στο
ποσό των αποδοχών πριν από κάθε κράτηση που τις βαρύνει, και εξαντλείται η
φορολογική υποχρέωση για τις αποδοχές αυτές. Ο φόρος που αναλογεί με βάση το
85

συντελεστή αυτό παρακρατείται από τον εκκαθαριστή των αποδοχών κατά την
εκκαθάριση αυτών και αποδίδεται με εξαμηνιαίες δηλώσεις στην αρμόδια δημόσια
οικονομική υπηρεσία. Οι δηλώσεις αυτές, οι οποίες περιλαμβάνουν το
ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του δικαιούχου, το
ποσό αποδοχών, το φόρο που αναλογεί σ΄ αυτές, καθώς και τον αριθμό και την
ημερομηνία του τίτλου εξόφλησης και της επιταγής ή του εμβάσματος,
υποβάλλονται μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου για τα ποσά
φόρου που παρακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου ημερολογιακού
εξαμήνου κάθε έτους και μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου για τα ποσά
φόρου που παρακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημερολογιακού
εξαμήνου κάθε έτους. Τα ποσά που παρακρατήθηκαν στέλνονται με επιταγή στη
δημόσια οικονομική υπηρεσία κατοίκων εξωτερικού. Οι εκκαθαριστές υποβάλλουν
τις δηλώσεις αυτές, μέσω της προξενικής αρχής, στον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας κατοίκων εξωτερικού, ο οποίος συντάσσει τους οικείους
χρηματικούς καταλόγους.
Στους δικαιούχους χορηγούνται βεβαιώσεις αποδοχών στις οποίες, εκτός από τα
στοιχεία του δικαιούχου, αναγράφεται το σύνολο των ακαθάριστων και καθαρών
αποδοχών, οι κρατήσεις που βάρυναν αυτές, ο φόρος που αναλογεί , καθώς και ο
φόρος που παρακρατήθηκε. Οι δικαιούχοι των αποδοχών αυτών υποβάλλουν
δήλωση φόρου εισοδήματος, η οποία συνοδεύεται από την οικεία βεβαίωση
αποδοχών, μέχρι τη 10η Απριλίου κάθε οικονομικού έτους. Για τις περιπτώσεις
αυτές αρμόδιος ορίζεται ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας
Γενικών Εσόδων Αθηνών.
Εξαιρούνται της παρούσας οι αμοιβές των προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις
της παραγράφου 3 του άρθρου 47, καθώς και του άρθρου 22 του Ν. 817/1978 (ΦΕΚ
Α΄ 170).

4. Το καθαρό ποσό των αποδοχών που παίρνουν τα πρόσωπα που αναφέρονται


στην παρ. 3 του άρθρ. 47 ως μισθωτοί από τους εργοδότες που αναφέρονται στην
ίδια παράγραφο, κατά το τμήμα που απομένει μετά την αφαίρεση από αυτό του
καθαρού ποσού των αποδοχών, τις οποίες αυτοί θα έπαιρναν αν υπηρετούσαν στο
εσωτερικό, φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό
(15%). Ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται κατά την πληρωμή. Για την απόδοση
του φόρου αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του
άρθρου 59. Με την παρακράτηση του φόρου που ενεργείται σύμφωνα με τα πιο
πάνω εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος για το ποσό
αυτό των αποδοχών.

Σχετικές διατάξεις
86

(Από το ποσό της αποζημίωσης που καταβάλλεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στους
δικαιούχους, για υπηρεσίες ερευνητή, συμβούλου ή γραμματέα για την υποστήριξη του
έργου των ελλήνων που έχουν εκλεγεί ως μέλη του Ευρωκοινοβουλίου, απαλλάσσεται από
τη φορολογία ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) και το υπόλοιπο φορολογείται αυτοτελώς
με συντελεστή φόρου 15% (δεκαπέντε τοις εκατό), ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται
κατά την πληρωμή. Για την απόδοση του φόρου αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται οι
διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 59 του Ν. 2238/1994. Με την παρακράτηση του
φόρου που ενεργείται σύμφωνα με τα πιο πάνω εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από
το φόρο εισοδήματος για το ποσό αυτό των αποδοχών.
Η ισχύς των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 2001
για τα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλονται στους δικαιούχους από την ημερομηνία
αυτή και μετά.- Άρθρο 5 παραγρ. 15 και 16 Ν. 2892/2001).

5. Οι διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 δεν


εφαρμόζονται για τα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλονται σύμφωνα με τις
οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας στους υπαλλήλους των Δημοσίων
Επιχειρήσεων και Οργανισμών, καθώς και στα πρόσωπα που εκλέγονται για τον
πρώτο και δεύτερο βαθμό της τοπικής αυτοδιοίκησης για τις εκτός έδρας δαπάνες
υπηρεσίας που τους έχουν ανατεθεί. Τα ποσά αυτά φορολογούνται αυτοτελώς με
συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Το ποσό του φόρου που προκύπτει
παρακρατείται κατά την καταβολή των αποζημιώσεων αυτών από τον υπόχρεο για
την καταβολή τους. Για την απόδοση του φόρου αυτής της παραγράφου
εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 59. Με την παρακράτηση
αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για το ποσό αυτό των
αμοιβών. (όπως προστέθηκε με την παρ. 10 του αρθ. 10 του Ν. 2459/1997)

6. Από την αποζημίωση που καταβάλλεται στους δικαιούχους από τους


λογαριασμούς των Δικαιώματα Εκτελέσεως Τελωνειακών Εργασιών (Δ.Ε.Τ.Ε.),
Δικαιώματα Εκτελέσεως Χημικών Εργασιών (Δ.Ε.Χ.Ε.) και Δικαιώματα Βεβαίωσης
και Είσπραξης Εσόδων υπέρ Τρίτων (ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ.),από τα ποσοστά που
προβλέπονται από τις παραγράφους 7 και 38 του άρθρου 27 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ
137 Α΄) καθώς και του άρθρου 44 του Ν. 2873/2000 (ΦΕΚ 285 Α΄), ποσοστό πενήντα
τοις εκατό (50%) φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου 15% (δεκαπέντε τοις
εκατό). Το ποσό του φόρου που προκύπτει παρακρατείται κατά την καταβολή των
αποζημιώσεων αυτών από τον υπόχρεο για την καταβολή τους. Για την απόδοση
του φόρου αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του
άρθρου 59. Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των
δικαιούχων για το ποσό αυτό των αμοιβών.
(όπως η παρ. 6 προστέθηκε με την παρ. 10 του αρθ. 10 του Ν. 2459/1970 (Όπως στο
πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 14, οι λέξεις «καθώς και από τα ποσοστά που
87

προβλέπονται από τις παραγράφους 7 και 38 του άρθρου 27 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ Α΄
137)», αντικαταστάθηκαν με την παρ. 15 του άρθρου 8 του Ν. 3219/2004)

7. Τα ειδικά επιδόματα επικίνδυνης εργασίας: πτητικό, καταδυτικό, ναρκαλιείας,


αλεξιπτωτιστών, δυτών και υποβρύχιων καταστροφών, που καταβάλλονται σε
αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων
ασφαλείας, της πυροσβεστικής υπηρεσίας και του λιμενικού σώματος, το επίδομα
ναρκαλιείας που καταβάλλεται σε ιδιώτες, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες
ναρκαλιείας με οποιαδήποτε σχέση στα Υπουργεία Δημόσιας Τάξης, Εθνικής
Άμυνας, και Εμπορικής Ναυτιλίας, καθώς και τα επιδόματα επικίνδυνης εργασίας
που καταβάλλονται στους δικαιούχους, με βάση την παράγραφο 5 του άρθρου 14
του Ν. 1505/1984 (ΦΕΚ Α΄ 194) και την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου
7 του Ν. 1711/1987 (ΦΕΚ Α΄ 109), φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου
δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Το ποσό του φόρου που προκύπτει παρακρατείται κατά
την καταβολή των αποζημιώσεων αυτών από τον υπόχρεο για την καταβολή τους.
Για την απόδοση του φόρου αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται οι διατάξεις της
παραγράφου 1 του άρθρου 59. Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική
υποχρέωση των δικαιούχων για το ποσό αυτό των αμοιβών.
(όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθ. 26 του Ν.
3204/2003 και ισχύει σύμφωνα με το αρθ. 46 του ιδίου νόμου από 23-12-2003).

8. Το καθαρό ποσό της ειδικής αποζημίωσης που παίρνουν εκτός από τις αποδοχές
της οργανικής τους θέσης οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σχολικών μονάδων της Βαυαρίας της Ομοσπονδιακής
Δημοκρατίας της Γερμανίας (Ο.Δ.Γ), με φορέα το Προξενείο της Ελλάδας,
φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15 %). Ο
φόρος που αναλογεί στο εισόδημα αυτό υπολογίζεται κατά την εκκαθάριση της
οικείας ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Με την καταβολή αυτού του
φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για το ποσό αυτό των
αμοιβών.
(Όπως η παράγραφος 8 του άρθρου 14 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρ. 45 του Ν.
2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 45 του ιδίου νόμου για τα
εισοδήματα που αποκτήθηκαν από τους δικαιούχους στις χρήσεις 1997 και 1998, καθώς και
από 1/1/2001 και μετά).
9.
τo άρθρο 14 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 9 ως εξής:
«Παροχές σε χρήμα που καταβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα του ν.
3601/2007 καθώς και οι εταιρείες ειδικού σκοπού του ν. 3156/2003 και του ν. 3601/2007, οι εταιρείες
παροχής πιστώσεων του ν. 2937/2001, οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου (ΕΕΧ) του ν. 3371/2005, οι
εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ) του ν. 3283/2004 και οι ανώνυμες εταιρίες
88

επενδυτικής διαμεσολάβησης (Α.Ε.Ε.Δ.) του ν. 2396/1996 σε στελέχη τους φορολογούνται αυτοτελώς με


συντελεστή ενενήντα τοις εκατό (90%).
Ο φόρος παρακρατείται κατά την καταβολή ή την πίστωση των ποσών αυτών στους δικαιούχους και
αποδίδεται στο Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 60.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και για παροχές που καταβάλλονται από τα κέρδη των ανωτέρω νομικών
προσώπων.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΑΣ ΥΛΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΔΑΠΑΝΕΣ
Άρθρο 15
Προσδιορισμός εισοδήματος με βάση την τεκμαρτή δαπάνη
Το συνολικό εισόδημα προσδιορίζεται, κατ΄ εξαίρεση, με βάση τις δαπάνες
διαβίωσης του φορολογούμενου και των προσώπων που συνοικούν με αυτόν και
τον βαρύνουν, όταν το συνολικό ποσό των δαπανών που προσδιορίζεται κατά τα
επόμενα άρθρα είναι ανώτερο από το συνολικό καθαρό εισόδημα των κατηγοριών
Α΄ έως Ζ΄. Το εισόδημα που υπόκειται σε φόρο στην περίπτωση αυτή
προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 19.

Άρθρο 3
Προσδιορισμός εισοδήματος με βάση αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες

Ο τίτλος του άρθρου 15 του Κ.Φ.Ε. «Προσδιορισμός εισοδήματος με βάση την τεκμαρτή δαπάνη»,
αντικαθίσταται σε «Προσδιορισμός εισοδήματος με βάση αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες τεκμήρια».

Άρθρο 16
Τεκμήριο δαπανών διαβίωσης

Το άρθρο 16 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 16
Αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες Για τον προσδιορισμό του αντικειμενικού εισοδήματος με βάση τη
συνολική ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που συνοικούν και
τους βαρύνουν λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:
α) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, που εκτιμάται με βάση τις δαπάνες συντήρησης, τις πάγιες
καταναλώσεις και τις δαπάνες λειτουργίας και ορίζεται, με βάση τα τετραγωνικά μέτρα της
ιδιοκατοικούμενης ή μισθωμένης κύριας κατοικίας ορίζεται κλιμακωτά, για τα ογδόντα (80) πρώτα
τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, με εξήντα (60) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, για τα επόμενα από
ογδόντα ένα (81) μέχρι και διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, με ογδόντα (80) ευρώ
89

το τετραγωνικό μέτρο, για τα επόμενα από διακόσια ένα (201) μέχρι και τριακόσια (300) τετραγωνικά μέτρα
κύριων χώρων αυτής, με εκατόν πενήντα (150) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο και για τα πλέον των
τριακοσίων (300) τετραγωνικών μέτρων κύριων χώρων αυτής, με διακόσια (200) ευρώ το τετραγωνικό
μέτρο. Για τον υπολογισμό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης των βοηθητικών χώρων της κύριας
κατοικίας ορίζεται ποσό τριάντα (30) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο. Τα παραπάνω ποσά προσαυξάνονται,
προκειμένου για κατοικίες που βρίσκονται σε περιοχές με τιμή ζώνης, σύμφωνα με τον αντικειμενικό
προσδιορισμό των ακινήτων, από 2.800 ευρώ έως 4.999 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, κατά ποσοστό
σαράντα τοις εκατό (40%) και για περιοχές με τιμή ζώνης από 5.000 ευρώ και άνω το τετραγωνικό μέτρο,
κατά ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%). Όλα τα παραπάνω ποσά προσαυξάνονται, προκειμένου για
μονοκατοικίες, κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).
β) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, που εκτιμάται με βάση τα τετραγωνικά μέτρα μιας ή περισσοτέρων
ιδιοκατοικούμενων ή μισθωμένων δευτερευουσών κατοικιών, καθώς και των βοηθητικών χώρων αυτών,
ορίζεται ως τo ένα δεύτερο (1/2) της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης όπως αυτή ορίζεται στην α΄
περίπτωση.
γ) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, που εκτιμάται με βάση το κόστος τελών κυκλοφορίας, ασφαλίστρων,
καυσίμων και συντήρησης επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, ορίζεται ως εξής : αα) για τα
αυτοκίνητα μέχρι χίλια διακόσια (1.200) κυβικά εκατοστά σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ και ββ) για
αυτοκίνητα μεγαλύτερα των χιλίων διακοσίων (1.200) κυβικών εκατοστών προστίθενται τριακόσια (300)
ευρώ ανά εκατό (100) κυβικά εκατοστά μέχρι τα δύο χιλιάδες (2000) κυβικά εκατοστά και τετρακόσια (400)
ευρώ ανά εκατό (100) κυβικά εκατοστά για πάνω από δύο χιλιάδες (2000) κυβικά εκατοστά.
Τα παραπάνω ποσά ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης διαβίωσης από κάθε αυτοκίνητο μειώνονται ανάλογα
με την παλαιότητά του, η οποία υπολογίζεται από το έτος πρώτης κυκλοφορίας του στην Ελλάδα, κατά
ποσοστό ως εξής:
αα) είκοσι τοις εκατό (20%) για χρονικό διάστημα πάνω από πέντε (5) και μέχρι δέκα (10) έτη.
ββ) σαράντα τοις εκατό (40%) για χρονικό διάστημα πάνω από δέκα (10) έτη. Η ετήσια αντικειμενική
δαπάνη δεν εφαρμόζεται για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που διαθέτουν πιστοποιητικό
αυθεντικότητας το οποίο εκδίδεται από διεθνή ή ημεδαπό φορέα που έχει αρμοδιότητα να εκδίδει τέτοιο
πιστοποιητικό, καθώς και για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης τα οποία είναι ειδικά διασκευασμένα
για κινητικά αναπήρους.
Ως επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ειδικά διασκευασμένα για κινητικά αναπήρους θεωρούνται εκείνα
που διασκευάσθηκαν ύστερα από άδεια της αρμόδιας αρχής για να οδηγούνται από πρόσωπα που
παρουσιάζουν κινητική αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή για να
μεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί με τα αντικείμενα που είναι απαραίτητα για τη μετακίνησή τους.
Στις περιπτώσεις εταιριών ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων ή περιορισμένης ευθύνης ή ανώνυμων ή αστικών,
καθώς και των κοινωνιών και κοινοπραξιών που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, οι οποίες έχουν στην
κυριότητα ή στην κατοχή τους επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, η αντικειμενική δαπάνη που αναλογεί
σε αυτά λογίζεται ως αντικειμενική δαπάνη των:
ι) ομόρρυθμων ή απλών, εκτός των ετερόρρυθμων, εταίρων ή κοινωνών ή μελών της κοινοπραξίας
φυσικών προσώπων, επιμεριζόμενη μεταξύ αυτών κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρία,
προκειμένου περί ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων ή αστικών εταιριών ή στην κοινωνία ή στην κοινοπραξία,
ιι) των φυσικών προσώπων, μελών της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, επιμεριζόμενη μεταξύ αυτών, κατά
το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης, όταν οι διαχειριστές αυτής δεν
είναι εταίροι της,
ιιι) των διαχειριστών της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης που είναι και εταίροι της, επιμεριζόμενη μεταξύ
αυτών κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης και
90

ιιιι) των διευθυνόντων και εντεταλμένων συμβούλων, διοικητών ανωνύμων εταιριών και προέδρων των
διοικητικών συμβουλίων τους, επιμεριζόμενη ισομερώς μεταξύ τους.
Αν στις πιο πάνω περιπτώσεις οι εταίροι των ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων ή περιορισμένης ευθύνης ή
αστικών εταιριών, καθώς και των κοινωνιών ή κοινοπραξιών είναι νομικά πρόσωπα, η αντικειμενική
δαπάνη που προκύπτει με βάση τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που έχουν στην κυριότητα ή την
κατοχή τους λογίζεται ως αντικειμενική δαπάνη των φυσικών προσώπων, που μετέχουν σε αυτά τα νομικά
πρόσωπα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο.
Για τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα που δεν έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα, αλλά υποχρεούνται σε
υποβολή δήλωσης με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 107, καθώς και για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις,
το ποσό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης που προκύπτει με βάση αυτοκίνητα αυτής της περίπτωσης,
ιδιοκτησίας του αλλοδαπού νομικού προσώπου ή ιδιοκτησίας ή κατοχής γραφείου, υποκαταστήματος ή
πρακτορείου της αλλοδαπής επιχείρησης εγκατεστημένου στην Ελλάδα, βαρύνει το πρόσωπο που
εκπροσωπεί στην Ελλάδα το αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή την αλλοδαπή επιχείρηση ή προΐσταται του
γραφείου ή υποκαταστήματος ή πρακτορείου.
Η αντικειμενική αυτή δαπάνη βαρύνει καθένα από τα φυσικά πρόσωπα που ορίζονται από τις διατάξεις
αυτής της παραγράφου ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής ή κατοικίας τους και δεν μπορεί για καθένα από
αυτά τα πρόσωπα και για κάθε εταιρία να είναι ανώτερη από τη μεγαλύτερη αντικειμενική δαπάνη που
προκύπτει από αυτοκίνητο της εταιρίας.
Αν ο φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα προστατευόμενα μέλη είναι κύριοι ή κάτοχοι και άλλων
επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, η αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει για τα αυτοκίνητα αυτά
λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής αντικειμενικής δαπάνης.
Η αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, του οποίου κύριος
ή κάτοχος είναι ανήλικο τέκνο, λογίζεται ως αντικειμενική δαπάνη του γονέα που έχει το μεγαλύτερο
εισόδημα και αν αυτός έχασε τη γονική μέριμνα, του άλλου γονέα. Αν αποκτηθεί ή μεταβιβασθεί με
οποιονδήποτε τρόπο επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης κατά τη διάρκεια του έτους, η αντικειμενική
δαπάνη περιορίζεται σε τόσα δωδέκατα όσοι και οι μήνες κυριότητας ή κατοχής του αυτοκινήτου. Διάστημα
μεγαλύτερο από δέκα πέντε (15) ημέρες λογίζεται ως ολόκληρος μήνας. Τα ίδια εφαρμόζονται και σε
περίπτωση ακινησίας ή ολοκληρωτικής καταστροφής του αυτοκινήτου από οποιαδήποτε αιτία. Αν
μεταβιβασθεί ή αποκτηθεί εικονικά αυτοκίνητο από περισσότερα πρόσωπα, η ετήσια αντικειμενική δαπάνη
του ισχύει αυτοτελώς στο σύνολό της για καθέναν από τους συμβαλλομένους. Εικονική θεωρείται η
μεταβίβαση ή η κτήση που πραγματοποιείται ιδίως μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας κατ’ ευθείαν
γραμμή ή εκ πλαγίου μέχρι και τον τρίτο βαθμό, επιτρέπεται όμως η ανταπόδειξη. Όταν η συγκυριότητα
είναι πραγματική, η ετήσια αντικειμενική δαπάνη επιμερίζεται κατά το λόγο των ιδανικών μεριδίων καθενός
συγκυρίου.
Προκειμένου για εκπαιδευτές οδηγών αυτοκινήτων, καθώς και για τις επιχειρήσεις ενοικίασης αυτοκινήτων,
που χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτό περισσότερα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, για τον
υπολογισμό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης λαμβάνεται υπόψη το αυτοκίνητο που δίνει τη μεγαλύτερη
αντικειμενική δαπάνη. Στις περιπτώσεις ενοικίασης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτων επιβατικών
ιδιωτικής ή μικτής χρήσης, η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, που αντιστοιχεί στο χρόνο χρησιμοποίησης
αυτών, βαρύνει το μισθωτή τους.
Οι διατάξεις της περίπτωσης γ’ εφαρμόζονται ανάλογα και για τον προσδιορισμό της ετήσιας αντικειμενικής
δαπάνης των αυτοκινήτων μικτής χρήσης και των αυτοκινήτων τύπου JEEP.
δ) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη που καταβάλλεται για ιδιωτικά σχολεία στοιχειώδους και μέσης
εκπαίδευσης, με εξαίρεση τα εσπερινά γυμνάσια και λύκεια. Η δαπάνη αυτή ορίζεται, ανά μαθητή, σε δύο
χιλιάδες (2.000) ευρώ για το νηπιαγωγείο, τέσσερις χιλιάδες (4.000) ευρώ για το δημοτικό και έξι χιλιάδες
(6.000) ευρώ για το γυμνάσιο-λύκειο.
91

ε) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη που καταβάλλεται για οικιακούς βοηθούς, οδηγούς αυτοκινήτων,
δασκάλους και λοιπό προσωπικό, ορίζεται σε οκτώ χιλιάδες (8.000) ευρώ ανά απασχολούμενο. Η διάταξη
αυτή δεν εφαρμόζεται όταν ο φορολογούμενος απασχολεί έναν μόνο οικιακό βοηθό ή νοσοκόμο και έχει, ο
ίδιος ή πρόσωπο που συνοικεί με αυτόν και τον βαρύνει, αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και πάνω
από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία ή είναι ηλικίας άνω των εξήντα πέντε (65) ετών.
στ) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη με βάση σκάφη αναψυχής ιδιωτικής χρήσης, κυριότητας ή κατοχής του
φορολογουμένου, της συζύγου του ή των προσώπων που τους βαρύνουν εκτιμάται με βάση το κόστος
τελών ελλιμενισμού, ασφαλίστρων, καυσίμων, συντήρησης και πρακτόρευσης και ορίζεται, ανάλογα με τα
μέτρα ολικού μήκους του σκάφους, ως εξής:
αα) για μηχανοκίνητα σκάφη ανοικτού τύπου, ταχύπλοα και μη, ολικού μήκους μέχρι 5 μέτρα, στο ποσό
των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, ενώ για τα πάνω από 5 μέτρα ορίζεται στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων
(4.000) ευρώ.
ββ) για ιστιοφόρα ή μηχανοκίνητα ή μικτά σκάφη με χώρο ενδιαίτησης, ολικού μήκους μέχρι 7 μέτρα, στο
ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων (7.500) ευρώ και για σκάφη άνω των 7 μέτρων προστίθενται χίλια
πεντακόσια (1.500) ευρώ ανά επιπλέον μέτρο μήκους.
Για σκάφη με μόνιμο πλήρωμα ναυτολογημένο για ολόκληρο ή μέρος του έτους, στην παραπάνω δαπάνη
προστίθεται και η αμοιβή του πληρώματος. Τα σκάφη επαγγελματικής χρήσης δεν λαμβάνονται υπόψη για
την αντικειμενική δαπάνη. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄, εκτός αυτών που αναφέρονται στην ακινησία και
την παλαιότητα των αυτοκινήτων, εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση αυτή.
ζ) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη με βάση ελαφρά αεροσκάφη και ελικόπτερα κυριότητας ή κατοχής του
φορολογουμένου, της συζύγου του ή των προσώπων που τους βαρύνουν εκτιμάται με βάση το κόστος
τελών προσγείωσης και παραμονής, ασφαλίστρων και συντήρησης και ορίζεται, ανάλογα με τα κιλά του
αεροσκάφους, ως εξής:
i. αεροσκάφη με νηολόγιο ελληνικό ή κράτους-μέλους της ΕΕ

αα) για αεροσκάφη μέχρι δύο χιλιάδες (2.000) κιλά στο ποσό των τριάντα δύο χιλιάδων (32.000) ευρώ.

ββ) για αεροσκάφη πάνω από δύο χιλιάδες (2.000) μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) κιλά στο ποσό των πενήντα
χιλιάδων (50.000) ευρώ.

γγ) για αεροσκάφη πάνω από τρεις χιλιάδες (3.000) κιλά στο ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.

ii. αεροσκάφη με νηολόγιο κράτους μη μέλους της ΕΕ

Τα ποσά αντικειμενικής δαπάνης ορίζονται σε αντιστοίχιση με τις κατηγορίες που αναφέρονται στην
προηγούμενη περίπτωση σε πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εβδομήντα χιλιάδες (70.000) και εκατόν
πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ.
iii. για τα ελικόπτερα ως ελάχιστη δαπάνη ορίζεται αυτή της αντίστοιχης κατηγορίας αεροσκαφών μειωμένη
κατά ποσοστό 20% .
Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄, εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παλαιότητα, εφαρμόζονται
αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.

η) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, που εκτιμάται με βάση το ύψος των ετήσιων εξόδων συντήρησης και
χρήσης εξωτερικής δεξαμενής κολύμβησης και προκύπτει για τον κύριο ή κάτοχο αυτής, ορίζεται, ανάλογα
με την επιφάνειά της, ανά κλίμακα, σε εκατό (100) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο μέχρι τα εξήντα (60)
92

τετραγωνικά μέτρα και σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο για επιφάνεια άνω των εξήντα
(60) τετραγωνικών μέτρων.

Προκειμένου για εσωτερική δεξαμενή κολύμβησης τα παραπάνω ποσά διπλασιάζονται.


θ) Η ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη του φορολογουμένου ορίζεται σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ
προκειμένου για τον άγαμο και σε πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για τους συζύγους που υποβάλλουν κοινή
δήλωση.
2. Το ετήσιο συνολικό ποσό της αντικειμενικής δαπάνης, που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της
προηγούμενης παραγράφου, μπορεί να αμφισβητηθεί από το φορολογούμενο όταν αυτό είναι μεγαλύτερο
από την πραγματική δαπάνη του φορολογουμένου και των μελών που τον βαρύνουν, εφόσον αυτό
αποδεικνύεται από τον υπόχρεο με βάση πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία. Τέτοια περιστατικά
συντρέχουν ιδίως στο πρόσωπο των υπόχρεων, οι οποίοι:
α) υπηρετούν τη στρατιωτική θητεία τους στις Ένοπλες Δυνάμεις,
β) είναι φυλακισμένοι,
γ) νοσηλεύονται σε νοσοκομείο ή κλινική,
δ) είναι άνεργοι και δικαιούνται βοήθημα ανεργίας,
ε) συγκατοικούν με συγγενείς πρώτου βαθμού και έχουν μειωμένες δαπάνες διαβίωσης, λόγω
αποδεδειγμένης συμβολής στις δαπάνες αυτές των συγγενών τους,, με την προϋπόθεση ότι οι τελευταίοι
αυτοί έχουν εισόδημα από εμφανείς πηγές,
στ) είναι ορφανοί ανήλικοι οι οποίοι έχουν στην κυριότητά τους επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης από
κληρονομιά του πατέρα ή της μητέρας τους και
ζ) προσκομίζουν στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι για λόγους ανώτερης βίας πραγματοποίησαν
δαπάνη μικρότερη από την αντικειμενική.
Όταν συντρέχει μία ή περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές, ο φορολογούμενος υποχρεούται να
υποβάλει μαζί με τη δήλωσή του και τα αναγκαία δικαιολογητικά για την απόδειξη των ισχυρισμών του. Ο
προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ελέγχει την αλήθεια των ισχυρισμών και την ακρίβεια
των αποδεικτικών στοιχείων του φορολογουμένου και μειώνει ανάλογα την ετήσια αντικειμενική δαπάνη,
στην οποία αναφέρονται οι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά στοιχεία.
Στις πιο πάνω α` και ε` περιπτώσεις, η διαφορά μεταξύ της αντικειμενικής δαπάνης και της πραγματικής
δαπάνης λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής αντικειμενικής δαπάνης του γονέα ή του
τέκνου που συμβάλλει στις δαπάνες διαβίωσης του υπόχρεου.
Αν πρόκειται για τους γονείς, η διαφορά αντικειμενικής δαπάνης καταλογίζεται σε εκείνον που έχει το
μεγαλύτερο εισόδημα.»

1. Για τον προσδιορισμό της συνολικής ετήσιας δαπάνης διαβίωσης του


φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που συνοικούν και τους
βαρύνουν λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:
α) Το ετήσιο τεκμαρτό μίσθωμα για ιδιοκατοικούμενη ή μισθούμενη κύρια κατοικία
άνω των διακοσίων (200) τετραγωνικών μέτρων και για δευτερεύουσα κατοικία
γενικώς άνω των εκατόν πενήντα (150) τετραγωνικών μέτρων, όπως αυτό
εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 22, το οποίο
πολλαπλασιάζεται με συντελεστή δύο (2). Το τεκμαρτό μίσθωμα μιας ή
περισσότερων εξοχικών κατοικιών υπολογίζεται σε καθεμιά από αυτές για τρεις (3)
93

μήνες το έτος. Αν ο φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα πρόσωπα που


συνοικούν με αυτόν και τον βαρύνουν έχουν στην κατοχή ή στην κυριότητά τους ή
έχουν μισθώσει περισσότερα ακίνητα με συνολική επιφάνεια άνω των εκατόν
πενήντα (150) τετραγωνικών μέτρων, τα οποία χρησιμοποιούνται από αυτούς ως
δευτερεύουσα κατοικία, τότε για τον υπολογισμό του τεκμαρτού μισθώματός τους
λαμβάνονται υπόψη όλες οι μισθούμενες ή ιδιοκατοικούμενες δευτερεύουσες
κατοικίες. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου δεν λαμβάνεται υπόψη η
τεκμαρτή δαπάνη για δευτερεύουσα κατοικία με επιφάνεια μέχρι εκατόν πενήντα
(150) τετραγωνικά μέτρα που βρίσκεται σε χωριό ή πόλη με πληθυσμό κάτω από
πέντε χιλιάδες (5.000) κατοίκους και η οποία περιήλθε στον φορολογούμενο ή τη
σύζυγο του από κληρονομιά, προίκα ή γονική παροχή, εκτός από τις κατοικίες που
βρίσκονται σε περιοχές οι οποίες χαρακτηρίζονται κατά την κείμενη νομοθεσία ως
τουριστικοί τόποι.
Τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης που προκύπτουν από την εφαρμογή των
διατάξεων της περίπτωσης αυτής περιορίζονται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό
(50%) στις περιπτώσεις όπου οι κατοικίες - κύριες και δευτερεύουσες - που
προσδιορίζουν την τεκμαρτή δαπάνη αποκτήθηκαν από κληρονομιά ή δωρεά ή
γονική παροχή, καθώς και αυτές που αποκτήθηκαν από επαχθή αιτία από
συνταξιούχο πριν από τη συνταξιοδότησή του.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν.
2238/1994, με την παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο
33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2005 και μετά).
(Όπως η περίπτωση α΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«α. Το ετήσιο τεκμαρτό ή καταβαλλόμενο μίσθωμα για δευτερεύουσα κατοικία, γενικώς,
εφόσον η επιφάνειά της υπερβαίνει τα εκατό (100) τετραγωνικά μέτρα, το οποίο
πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 2 (δύο). Αν ο φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα
πρόσωπα που συνοικούν με αυτόν και τον βαρύνουν έχουν στην κατοχή ή στην κυριότητά
τους περισσότερα ακίνητα με συνολική επιφάνεια άνω των εκατό (100) τετραγωνικών
μέτρων, τα οποία χρησιμοποιούνται από αυτούς ως δευτερεύουσα κατοικία, τότε για τον
υπολογισμό του πραγματικού ή του τεκμαρτού μισθώματός τους λαμβάνονται υπόψη όλες
οι μισθούμενες ή ιδιοκατοικούμενες κατοικίες τους. Κατεξαίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη η
τεκμαρτή δαπάνη για δευτερεύουσα κατοικία με επιφάνεια μέχρι εκατό (100) τετραγωνικά
μέτρα, που βρίσκεται σε χωριό ή πόλη με πληθυσμό κάτω από πέντε χιλιάδες (5.000)
κατοίκους και η οποία περιήλθε στο φορολογούμενο ή τη σύζυγό του από κληρονομιά,
προίκα ή γονική παροχή, εκτός από τις κατοικίες που βρίσκονται σε περιοχές, οι οποίες
χαρακτηρίζονται κατά την κείμενη νομοθεσία ως τουριστικοί τόποι.»).
94

β. Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη που υπολογίζεται με βάση το ύψος των ετήσιων


εξόδων συντήρησης και κυκλοφορίας επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης που
προσδιορίζεται ανάλογα με τους φορολογήσιμους ίππους του αυτοκινήτου και της
συμμετοχής της τεκμαρτής αυτής δαπάνης στους οικογενειακούς
προϋπολογισμούς, ως ακολούθως:

«Φορολογήσιμοι Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη


ίπποι αυτοκινήτου διαβίωσης (σε ευρώ)
μέχρι 7 4.800
8 6.100
9 8.000
10 9.900
11 11.800
12 14.200
13 16.700
14 20.500
15 26.500
16 33.600
17 41.300
18 49.500
19 57.800
20 66.600
21 75.700
22-23 85.300
24-25 95.900
26-27 107.900
28 και άνω 112.900»

(Όπως στον πίνακα του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με την παρ. 26 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002,
όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
Η τεκμαρτή αυτή δαπάνη από κάθε επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης
μειώνεται ανάλογα με την παλαιότητά του, η οποία υπολογίζεται από το έτος της
πρώτης κυκλοφορίας του στην Ελλάδα, κατά ποσοστό:
αα. Δέκα πέντε τοις εκατό (15%) για χρονικό διάστημα πάνω από 5 (πέντε) έτη και
μέχρι δέκα (10) έτη,
ββ. Είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) για χρονικό διάστημα πάνω από 10 (δέκα) έτη και
μέχρι δεκαπέντε (15) έτη,
95

γγ. Σαράντα τοις εκατό (40%) για χρονικό διάστημα πάνω από 15 (δεκαπέντε) έτη.
Το ίδιο ποσοστό μείωσης υπολογίζεται για τη δαπάνη που προκύπτει με βάση το
αυτοκίνητο που έχει αγοραστεί από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού
(Ο.Δ.Δ.Υ.), καθώς και όταν πρόκειται για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης τα
οποία είναι ειδικά διασκευασμένα για αναπήρους. Ως επιβατικά αυτοκίνητα
ιδιωτικής χρήσης ειδικά διασκευασμένα για αναπήρους θεωρούνται εκείνα που
διασκευάσθηκαν ύστερα από άδεια της αρμόδιας αρχής για να οδηγούνται από
πρόσωπα που παρουσιάζουν αναπηρία με ποσοστό τουλάχιστον εξήντα εφτά τοις
εκατό (67%) από φυσική αναπηρία, νοητική καθυστέρηση ή ψυχική πάθηση ή για να
μεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί με τα αντικείμενα που είναι απαραίτητα για τη
μετακίνησή τους.
δδ. Πενήντα τοις εκατό (50%) για τη δαπάνη που προκύπτει με βάση αυτοκίνητο
που ανήκει στην κυριότητα του φορολογουμένου για χρονικό διάστημα πάνω από
δέκα (10) έτη, εφόσον αυτός έχει ηλικία πάνω από εξήντα (60) έτη και αποκτά
αποκλειστικώς εισοδήματα από συντάξεις ή και από ιδιοκατοίκηση κύριας και
δευτερεύουσας κατοικίας, καθώς και για τη δαπάνη που προκύπτει με βάση το
επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης ιδιοκτησίας προσώπου που το εισήγαγε με
μειωμένους δασμούς, φόρους ή τέλη λόγω μετοικεσίας του από την αλλοδαπή για
τα δύο αμέσως επόμενα έτη από τη λήξη της απαλλαγής της περίπτωσης ε΄ του
άρθρου 18, εφόσον ο δικαιούχος της μείωσης εξακολουθεί κατά τα έτη αυτά να
κατοικεί στην Ελλάδα.
(Όπως προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθ. 4 του Ν. 2579/1998 και ισχύει σύμφωνα με τη β΄
περ. του αρθ. 32 του ίδιου νόμου).
εε. Εξήντα τοις εκατό (60%) για χρονικό διάστημα πάνω από τριάντα (30) έτη από το
έτος κατασκευής, εφόσον διαθέτουν πιστοποιητικό αυθεντικότητας, το οποίο
εκδίδεται από διεθνή ή ημεδαπό φορέα που έχει αρμοδιότητα να εκδίδει αυτό το
πιστοποιητικό.
Στις περιπτώσεις εταιριών ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων ή περιορισμένης ευθύνης
ή ανώνυμων ή αστικών, καθώς και των κοινωνιών και κοινοπραξιών που ασκούν
επιχείρηση ή επάγγελμα, οι οποίες έχουν στην κυριότητα ή στην κατοχή τους
επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, η τεκμαρτή δαπάνη που αναλογεί σε αυτά
λογίζεται ως τεκμαρτή δαπάνη των:
i. Ομόρρυθμων ή απλών εκτός των ετερόρρυθμων εταίρων ή κοινωνών ή μελών της
κοινοπραξίας, φυσικών προσώπων, μεριζόμενη μεταξύ αυτών κατά το ποσοστό
συμμετοχής τους στην εταιρία, προκειμένου περί ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων ή
αστικών εταιριών ή στην κοινοπραξία ή στην κοινωνία.
ii. Των φυσικών προσώπων, μελών της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης,
μεριζόμενη μεταξύ αυτών, κατά το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στην εταιρία
περιορισμένης ευθύνης, όταν οι διαχειριστές αυτής δεν είναι εταίροι της.
96

iii. Των διαχειριστών της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης που είναι και εταίροι της,
μεριζόμενη μεταξύ αυτών κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρεία
περιορισμένης ευθύνης.
iiii. Των διευθυνόντων και εντεταλμένων συμβούλων, διοικητών ανωνύμων εταιριών
και προέδρων των διοικητικών συμβουλίων τους, μεριζόμενη ισομερώς μεταξύ τους.
Αν στις πιο πάνω περιπτώσεις οι εταίροι των ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων ή
περιορισμένης ευθύνης ή αστικών εταιριών, καθώς και των κοινωνιών ή
κοινοπραξιών είναι νομικά πρόσωπα, η τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση
τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που έχουν στην κυριότητα ή την κατοχή
τους λογίζεται ως τεκμαρτή δαπάνη των φυσικών προσώπων, που μετέχουν σε
αυτά τα νομικά πρόσωπα, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο.
Για τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα που δεν έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα, αλλά
υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 107,
καθώς και για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις που δεν υπάγονται στις διατάξεις της
περίπτωσης δ΄ του άρθρου 18, το ποσό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης
που προκύπτει με βάση αυτοκίνητα αυτής της περίπτωσης ιδιοκτησίας του
αλλοδαπού νομικού προσώπου ή ιδιοκτησίας ή κατοχής γραφείου,
υποκαταστήματος ή πρακτορείου της αλλοδαπής επιχείρησης εγκατεστημένου στην
Ελλάδα, βαρύνει το πρόσωπο που εκπροσωπεί στην Ελλάδα το αλλοδαπό νομικό
πρόσωπο ή την αλλοδαπή επιχείρηση ή προΐσταται του οικείου γραφείου ή
υποκαταστήματος ή πρακτορείου.
(Όπως το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του
άρθρου 4 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για
δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Το πέμπτο εδάφιο της περίπτωση β΄ της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«Για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις που δεν υπάγονται στις διατάξεις της περίπτωσης δ΄ του
άρθρου 18, το ποσό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης που προκύπτει με βάση
αυτοκίνητα αυτής της περίπτωσης, κατοχής ή ιδιοκτησίας γραφείου, υποκαταστήματος ή
πρακτορείου τους, εγκατεστημένο στην Ελλάδα, βαρύνει το πρόσωπο που εκπροσωπεί
στην Ελλάδα την αλλοδαπή επιχείρηση και προΐσταται του οικείου γραφείου ή
υποκαταστήματος ή πρακτορείου.»).
Η τεκμαρτή αυτή δαπάνη βαρύνει καθένα από τα φυσικά πρόσωπα που ορίζονται
από τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής ή
κατοικίας τους και δεν μπορεί για καθένα από αυτά τα πρόσωπα και για κάθε εταιρία
να είναι ανώτερη από τη μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει από
αυτοκίνητο της εταιρίας.
Στην περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα
προστατευόμενα μέλη είναι κύριοι ή κάτοχοι και άλλων επιβατικών αυτοκινήτων
ιδιωτικής χρήσης, η τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει για τα αυτοκίνητα αυτά
λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολική τεκμαρτής δαπάνης.
97

Η τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης


του οποίου κύριος ή κάτοχος είναι ανήλικο τέκνο, λογίζεται ως τεκμαρτή δαπάνη του
γονέα που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα και αν αυτός έχασε τη γονική μέριμνα του
άλλου γονέα. Σε περίπτωση απόκτησης ή μεταβίβασης με οποιονδήποτε τρόπο
επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης κατά τη διάρκεια του έτους, η τεκμαρτή
δαπάνη περιορίζεται σε τόσα δωδέκατα όσοι και οι μήνες κυριότητας ή κατοχής του
αυτοκινήτου. Διάστημα μεγαλύτερο από δεκαπέντε (15) μέρες λογίζεται ως
ολόκληρος μήνας. Τα ίδια εφαρμόζονται και στην περίπτωση ακινησίας ή
ολοκληρωτικής καταστροφής του αυτοκινήτου από οποιαδήποτε αιτία. Σε
περίπτωση εικονικής μεταβίβασης αυτοκινήτου της περίπτωσης αυτής ή εικονικής
κτήσης αυτών από περισσότερα πρόσωπα, το τεκμήριο της ετήσιας τεκμαρτής
δαπάνης του ισχύει αυτοτελώς στο σύνολό της για κάθε έναν από τους
συμβαλλόμενους. Ως εικονική θεωρείται ιδίως η μεταβίβαση ή η κτήση όταν
πραγματοποιείται μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας κατ΄ ευθείαν γραμμή
ή εκ πλαγίου μέχρι και τον τρίτο βαθμό, οπότε επιτρέπεται και η ανταπόδειξη. Όταν
η συγκυριότητα είναι πραγματική, η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη μερίζεται κατά το λόγο
των ιδανικών μεριδίων καθενός συγκυρίου.
Προκειμένου για εκπαιδευτές οδηγών αυτοκινήτων, καθώς και για τις επιχειρήσεις
ενοικίασης αυτοκινήτων, που χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτόν περισσότερα
επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, για τον υπολογισμό της ετήσιας τεκμαρτής
δαπάνης λαμβάνεται υπόψη το αυτοκίνητο που δίνει τη μεγαλύτερη τεκμαρτή
δαπάνη. Στις περιπτώσεις ενοικίασης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτων
επιβατικών μικτής ή ιδιωτικής χρήσης, η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη, που αντιστοιχεί
στο χρόνο χρησιμοποίησης αυτών, βαρύνει το μισθωτή τους.
Οι διατάξεις της παρούσας περίπτωσης β΄ εφαρμόζονται ανάλογα και για τον
προσδιορισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης με βάση το ύψος των ετήσιων
εξόδων συντήρησης και κυκλοφορίας αυτοκινήτου μικτής χρήσης.
Επίσης, οι διατάξεις αυτής της περίπτωσης εφαρμόζονται αναλόγως και για τα
αυτοκίνητα τύπου JEEP.
(Όπως τα 3 τελευταία εδάφια της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 16 καταργήθηκαν με την
παρ. 2 του άρθρου 14 του Ν. 3220/2004 και η κατάργηση αυτή ισχύει από σύμφωνα με το
άρθρο 56 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης του στην εφημερίδα της
κυβερνήσεως, δηλαδή από 28/1/2004)
(Τα 3 τελευταία εδάφια της περ. β΄ της παρ. 1 πριν την κατάργησή τους είχαν ως εξής:
«Για καθένα από αυτά τα οχήματα λαμβάνεται υπόψη κατ΄ επιλογή του φορολογουμένου:
αα. το ποσό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης που προκύπτει από την εφαρμογή των
διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων αυτής της περίπτωσης, μειωμένο κατά είκοσι τοις
εκατό (20%) ή
ββ. η εργοστασιακή τιμολογιακή αξία τους, κατά το κρινόμενο έτος, προσαυξημένη κατά
ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%). Για όσα από αυτά τα οχήματα έχουν ήδη ταξινομηθεί
98

μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1991 ως εργοστασιακή τιμολογιακή αξία θεωρείται εκείνη της


31ης/12/1991, προσαυξημένη κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%), η οποία δεν μπορεί
να υπερβεί την εργοστασιακή τιμολογιακή αξία ίδιου ή όμοιου με αυτά τύπου οχήματος κατά
το κρινόμενο έτος. Για όσα από αυτά τα οχήματα ταξινομήθηκαν από 1η Ιανουαρίου 1992
μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1997 ως εργοστασιακή τιμολογιακή αξία θεωρείται εκείνη του χρόνου
της αγοράς τους από το φορολογούμενο, προσαυξημένη κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό
(20%), η οποία δεν μπορεί να υπερβεί την εργοστασιακή τιμολογιακή αξία ίδιου ή όμοιου με
αυτά τύπου οχήματος κατά το κρινόμενο έτος»).
γ.....................................................................................
δ....................................................................................
(Όπως οι περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παρ. 1 καταργήθηκαν με την παρ. 10 του άρθρου 4 του
Ν. 3091/2002. Η κατάργηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες
που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
(Οι περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παρ. 1 πριν την κατάργησή τους είχαν ως εξής:
«γ. Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη με βάση τον κυβισμό του δίτροχου ή τρίτροχου ιδιωτικής
χρήσης αυτοκινούμενου οχήματος, η οποία καθορίζεται στο ποσό των δύο χιλιάδων
εννιακοσίων (2.900) ευρώ για μοτοσικλέτα πεντακοσίων (500) κυβικών εκατοστών,
προσαυξανόμενη με το ποσό των πεντακοσίων ογδόντα (580) ευρώ ανά εκατό (100) κυβικά
εκατοστά προκειμένου για μοτοσικλέτες με κυβισμό πάνω από πεντακόσια (500) κυβικά
εκατοστά. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης εφαρμόζονται αναλόγως και στην
παρούσα περίπτωση.δ. Η ετήσια δαπάνη που καταβάλλεται για οικιακούς βοηθούς,
οδηγούς αυτοκινήτων, δασκάλους και λοιπό προσωπικό, πολλαπλασιαζόμενη με
συντελεστή δύο (2). Αν ο φορολογούμενος απασχολεί ένα μόνο οικιακό βοηθό, η
καταβαλλόμενη γι΄ αυτόν ετήσια δαπάνη δεν αποτελεί τεκμήριο, όταν ο ίδιος ή πρόσωπο
που συνοικεί με αυτόν και τον βαρύνει παρουσιάζει αναπηρία 67% (εξήντα επτά τοις εκατό)
και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία ή έχει ηλικία πάνω από εξήντα
πέντε (65) ετών.»).
ε. Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη σκαφών αναψυχής ιδιωτικής χρήσης κυριότητας ή
κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου του ή των προσώπων που τους
βαρύνουν κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, η οποία ορίζεται ως εξής:
αα) Για μηχανοκίνητα σκάφη ανοικτού τύπου, ταχύπλοα και μη, ολικού μήκους μέχρι
τρία (3) μέτρα, στο ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων (2.600) ευρώ, που
προσαυξάνεται με το ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ για κάθε μέτρο
μήκους πάνω από τα τρία (3) μέτρα.
(Όπως η υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης ε΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3
του άρθρου 4 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για
δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
(Η υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης ε΄ της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως
εξής:
99

«αα) Για μηχανοκίνητα σκάφη ανοικτού τύπου, ταχύπλοα και μη, ολικού μήκους μέχρι τρία
(3) μέτρα στο ποσό των χιλίων διακοσίων ενενήντα (1.290) ευρώ, που προσαυξάνεται με το
ποσό των εξακοσίων σαράντα (640) ευρώ για κάθε μέτρο μήκους πάνω από τρία (3)
μέτρα.»).
ββ) Προκειμένου για ιστιοφόρα ή μηχανοκίνητα ή μικτά σκάφη, με χώρο ενδιαίτησης
η τεκμαρτή δαπάνη υπολογίζεται βάσει των μέτρων ολικού μήκους του σκάφους ως
εξής:

Μήκος σκάφους Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη


διαβίωσης (σε ευρώ)
Μέχρι 8 μέτρα 21.000
πάνω από 8 και μέχρι 10 μέτρα 38.000
πάνω από 10 και μέχρι 12 μέτρα 55.600
πάνω από 12 και μέχρι 14 μέτρα 74.400
πάνω από 14 και μέχρι 16 μέτρα 95.000
πάνω από 16 και μέχρι 18 μέτρα 117.800
πάνω από 18 και μέχρι 20 μέτρα 144.200
πάνω από 20 και μέχρι 22 μέτρα 174.800
πάνω από 22 και μέχρι 24 μέτρα 210.000
πάνω από 24 και μέχρι 26 μέτρα 250.000
πάνω από 26 και μέχρι 28 μέτρα 295.800
πάνω από 28 και μέχρι 30 μέτρα 348.000
πάνω από 30 και μέχρι 32 μέτρα 407.200
πάνω από 32 μέτρα 455.400

(Όπως ο πίνακας του πρώτου εδαφίου της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης ε΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 16 τέθηκε όπως αναμορφώθηκε με την παράγραφο 4 του
άρθρου 4 του N. 3091/2002 και ισχύει για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003
και μετά. H αναμόρφωση αυτή (διπλασιασμός) δεν αφορά το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο
εδάφιο της υποπερίπτωσης αυτής).
(O πίνακας που αντικαταστάθηκε είχε ως εξής:
«ββ. Προκειμένου για ιστιοφόρα ή μηχανοκίνητα ή μικτά σκάφη, με χώρο ενδιαίτησης, η
τεκμαρτή δαπάνη υπολογίζεται βάσει των μέτρων ολικού μήκους του σκάφους ως εξής:

«Μήκος σκάφους Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη


διαβίωσης (σε ευρώ)
Μέχρι 8 μέτρα 10.500
πάνω από 8 και μέχρι 10 μέτρα 19.000
πάνω από 10 και μέχρι 12 μέτρα 27.800
100

πάνω από 12 και μέχρι 14 μέτρα 37.200


πάνω από 14 και μέχρι 16 μέτρα 47.500
πάνω από 16 και μέχρι 18 μέτρα 58.900
πάνω από 18 και μέχρι 20 μέτρα 72.100
πάνω από 20 και μέχρι 22 μέτρα 87.400
πάνω από 22 και μέχρι 24 μέτρα 105.000
πάνω από 24 και μέχρι 26 μέτρα 125.000
πάνω από 26 και μέχρι 28 μέτρα 147.900.
πάνω από 28 και μέχρι 30 μέτρα 174.000
πάνω από 30 και μέχρι 32 μέτρα 203.600
πάνω από 32 μέτρα 227.700»)

(Όπως στον πίνακα του πρώτου εδαφίου της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης ε΄ της
παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε
δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 29 του άρθρου 9 του Ν.
2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του
άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
(Σχετικές διατάξεις: Άρθρο 4 παράγραφος 4 Ν. 3091/2002
«Τα ποσά τεκμαρτής δαπάνης του πίνακα της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης ε΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος διπλασιάζονται, με
εξαίρεση τα ποσά που προκύπτουν για τα σκάφη που αναφέρονται στο δεύτερο, τρίτο και
τέταρτο εδάφιο της υποπερίπτωσης αυτής. Ο διπλασιασμός των ποσών ισχύει για δαπάνες
που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά»).
Τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης αυτής της υποπερίπτωσης μειώνονται
κατά ποσοστό 50% (πενήντα τοις εκατό) προκειμένου για ιστιοφόρα ναυταθλητικά
σκάφη που χρησιμοποιούνται για ναυταθλητικούς αγώνες. Για τη μείωση αυτή
απαιτείται σχετική βεβαίωση που χορηγείται από την Ελληνική Ιστιοπλοϊκή
Ομοσπονδία θεωρημένη από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού.
Επίσης, για πλοία αναψυχής που έχουν κατασκευασθεί ή κατασκευάζονται στην
Ελλάδα εξ ολοκλήρου από ξύλο, τύπων "τρεχαντήρι", "βαρκαλάς", "πέραμα",
"τσερνίκι" και "λίμπερτυ", που προέρχονται από την ελληνική ναυτική παράδοση,
τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης μειώνονται κατά ποσοστό είκοσι πέντε
τοις εκατό (25%).
Η τεκμαρτή δαπάνη από κάθε σκάφος μειώνεται ανάλογα με την παλαιότητά του
κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%), αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από
πέντε (5) έτη και μέχρι δέκα (10) έτη από το έτος που νηολογήθηκε για πρώτη φορά
και είκοσι τοις εκατό (20%), αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από δέκα (10)
έτη.
Προκειμένου για σκάφη με μόνιμο πλήρωμα ναυτολογημένο για ολόκληρο ή μέρος
του έτους, στην παραπάνω δαπάνη προστίθεται και η αμοιβή του πληρώματος
101

πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή δύο (2). Τα σκάφη επαγγελματικής χρήσης δεν


λαμβάνονται υπόψη για το τεκμήριο της δαπάνης. Οι διατάξεις της περίπτωσης β΄,
εκτός αυτών που αναφέρονται στην ακινησία των αυτοκινήτων, εφαρμόζονται
ανάλογα και στην περίπτωση αυτή.
στ) Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη για αεροσκάφη και ελικόπτερα κυριότητας ή κατοχής
του φορολογουμένου, της συζύγου του ή των προσώπων που συνοικούν μαζί τους
και τους βαρύνουν, η οποία ορίζεται ως εξής:
αα) Για αεροσκάφη με κινητήρα κοινό, εσωτερικής καύσης και στροβιλοελικοφόρα,
καθώς και ελικόπτερα στο ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000) ευρώ για τους
εκατόν πενήντα (150) πρώτους ίππους ισχύος του κινητήρα τους, που
προσαυξάνεται με το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε ίππο πάνω από
τους εκατόν πενήντα (150) ίππους.
ββ) Για αεροσκάφη αεριοπροωθούμενα (JΕΤ) στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ
για κάθε λίμπρα ώθησης.
Οι διατάξεις της περίπτωσης β΄ εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.
(Όπως η περίπτωση στ΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση στ΄ της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«στ. Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη για αεροσκάφη, ελικόπτερα και ανεμόπτερα κυριότητας ή
κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου του ή των προσώπων που συνοικούν μαζί τους
και τους βαρύνουν κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, η οποία ορίζεται ως εξής:
αα. Για αεροσκάφη με κινητήρα κοινό, εσωτερικής καύσης και στροβιλοελικοφόρα, καθώς
και ελικόπτερα στο ποσό των τριάντα δύο χιλιάδων διακοσίων (32.200) ευρώ για τους 150
(εκατόν πενήντα) πρώτους ίππους που προσαυξάνεται με το ποσό των διακοσίων εξήντα
(260) ευρώ για κάθε ίππο πάνω από τους εκατόν πενήντα (150) ίππους του κινητήρα
αυτών.
ββ. Για αεροσκάφη αεριοπροωθούμενα (JET) στο ποσό των εννήντα πέντε (95) ευρώ για
κάθε λίμπρα ώθησης.
γγ. Για ανεμόπτερα στο ποσό των έξι χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα (6.450) ευρώ.»)
ζ) H ετήσια τεκμαρτή δαπάνη που υπολογίζεται με βάση το ύψος των ετήσιων
εξόδων συντήρησης και χρήσης δεξαμενής κολύμβησης που χρησιμοποιείται για τις
οικογενειακές ανάγκες ή του κυρίου της ή του κατόχου της, και της συμμετοχής των
εξόδων αυτών στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Η ετήσια αυτή τεκμαρτή
δαπάνη ορίζεται με βάση την επιφάνεια της δεξαμενής ως εξής:

Επιφάνεια της δεξαμενής Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη διαβίωσης


κολύμβησης (σε τετραγ. μέτρα) εξωτερικής δεξαμενής (σε ευρώ)
Από 25 μέχρι και 60 11.600
Πάνω από 60 μέχρι και 120 29.200
102

Πάνω από 120 46.800

(Όπως τα ποσά τεκμαρτής δαπάνης της κλίμακας του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης ζ΄
της παραγράφου 1 του άρθρου 16 τέθηκαν όπως αναμορφώθηκαν (διπλασιάστηκαν) με την
παράγραφο 6 του άρθρου 4 του N. 3091/2002 και ισχύουν για τις δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(«Όπως η κλίμακα που αντικαταστάθηκε είχε ως εξής:
ζ. Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη που υπολογίζεται με βάση το ύψος των ετήσιων εξόδων
συντήρησης και χρήσης δεξαμενής κολύμβησης που χρησιμοποιείται για τις οικογενειακές
ανάγκες ή του κυρίου της ή του κατόχου της, και της συμμετοχής των εξόδων αυτών στους
οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Η ετήσια αυτή τεκμαρτή δαπάνη ορίζεται με βάση την
επιφάνεια της δεξαμενής ως εξής:

«Επιφάνεια της δεξαμενής Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη διαβίωσης


κολύμβησης (σε τετραγ. μέτρα) εξωτερικής δεξαμενής (σε ευρώ)
Από 25 μέχρι και 60 5.800
Πάνω από 60 μέχρι και 120 14.600
Πάνω από 120 23.400»)

Προκειμένου για εσωτερική δεξαμενή κολύμβησης τα ποσά τεκμαρτής δαπάνης


αυτής της περίπτωσης προσαυξάνονται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).
(Σχετική διάταξη: Άρθρο 4 παράγραφος 6 του Ν. 3091/2002
Τα ποσά τεκμαρτής δαπάνης της κλίμακας του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης ζ της
παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος διπλασιάζονται για
δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Όπως στην παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που
εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με τις παρ. 26, 27, 28, 29,
30, 31, 32 και 33 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως
ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

2. Το συνολικό ποσό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης του


φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν, όπως
αυτό προσδιορίζεται από την προηγούμενη παράγραφο, προσαυξάνεται κατά 10%
(δέκα τοις εκατό) για καθένα στοιχείο προσδιορισμού της δαπάνης αυτής πέρα από
το δεύτερο. Το ποσό της προσαύξησης δεν μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο του
μεγαλύτερου ποσού της τεκμαρτής δαπάνης που προκύπτει από τα στοιχεία που
έχει στην κυριότητα ή την κατοχή του ο υπόχρεος, η σύζυγός του και τα πρόσωπα
που τους βαρύνουν.
103

Δεν προσαυξάνεται η δαπάνη που προκύπτει κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη


παράγραφο, όταν το ποσό αυτής δεν υπερβαίνει τα επτά χιλιάδες τριακόσια
πενήντα (7.350) ευρώ.
(Όπως η παράγραφος 2 του άρθρου 16 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου
5 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ε του άρθρου 50 του ιδίου νόμου
για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που πραγματοποιούν οι υπόχρεοι από
1/1/2001 και μετά).
(Όπως στο τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 16 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 34
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

3. Το ετήσιο συνολικό ποσό τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης που προσδιορίζεται


σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων μπορεί να αμφισβητηθεί
από το φορολογούμενο όταν η πραγματική δαπάνη του φορολογούμενου και των
μελών που τον βαρύνουν είναι μικρότερη από την τεκμαρτή δαπάνη, όπως
αποδεικνύεται από τον υπόχρεο με βάση πραγματικά περιστατικά. Η επίκληση των
περιστατικών αυτών μπορεί να γίνει μόνο από τους υπόχρεους οι οποίοι:
α. Υπηρετούν τη στρατιωτική θητεία τους στις Ένοπλες Δυνάμεις.
β. Είναι φυλακισμένοι.
γ. Νοσηλεύονται σε κλινική ή νοσοκομείο.
δ………
(Η περ. δ της παρ. 3 του άρθρου 16 του Ν. 2238/94 καταργήθηκε με την παρ. 13 του
άρθρου 4 του Ν. 2579/1998)
(πριν την κατάργηση της είχε ως εξής: «δ) Έχουν δικαίωμα εισαγωγής επιβατικού
αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης με μειωμένους δασμούς, φόρους ή τέλη. Τα πρόσωπα που
έχουν το δικαίωμα αυτό δύναται να επικαλούνται το περιστατικό αυτό για πέντε (5) έτη από
το έτος του εκτελωνισμού του αυτοκινήτου εκτός από τους ναυτικούς, οι οποίοι μπορούν να
το επικαλούνται για ένα (1) έτος από το έτος του εκτελωνισμού του αυτοκινήτου»).
ε. Είναι άνεργοι και για το χρονικό διάστημα που δικαιούνται βοήθημα ανεργίας.
στ. Συγκατοικούν με συγγενείς πρώτου βαθμού και έχουν μειωμένες δαπάνες
διαβίωσης, γιατί αποδεικνύεται ότι στις δαπάνες συμβάλλουν οι συγγενείς αυτοί οι
οποίοι πραγματοποιούν εισόδημα από εμφανείς πηγές.
ζ. Είναι ορφανοί ανήλικοι οι οποίοι έχουν στην κυριότητά τους επιβατικά αυτοκίνητα
ιδιωτικής χρήσης από κληρονομιά του πατέρα ή της μητέρας τους.
η. Προσκομίζουν στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι από γεγονότα ανώτερης
βίας πραγματοποίησαν δαπάνη μικρότερη από την τεκμαρτή.
Όταν συντρέχει μία ή περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτής της παραγράφου, ο
φορολογούμενος υποχρεούται να υποβάλλει μαζί με τη δήλωσή του και τα αναγκαία
δικαιολογητικά για την απόδειξη των ισχυρισμών του. ο προϊστάμενος της δημόσιας
104

οικονομικής υπηρεσίας ελέγχει την ακρίβεια των ισχυρισμών και τα αποδεικτικά


στοιχεία του φορολογουμένου και μειώνει ανάλογα την ετήσια τεκμαρτή δαπάνη
στην οποία αναφέρονται οι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά στοιχεία.
Στις πιο πάνω α΄ και στ΄ περιπτώσεις, η διαφορά μεταξύ της τεκμαρτής και της
πραγματικής δαπάνης διαβίωσης λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της
συνολικής τεκμαρτής δαπάνης του γονέα ή του τέκνου που συμβάλλει στις δαπάνες
διαβίωσης του υπόχρεου.
Αν πρόκειται για τους γονείς, η διαφορά τεκμαρτής δαπάνης καταλογίζεται σε
εκείνον που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα.
(Όπως τα τελευταία δύο εδάφια προστέθηκαν στο τέλος της παρ. 3 του άρθρ. 16, με την
παράγραφο 2 του άρθρου 5 του Ν. 2873/2000 και ισχύουν σύμφωνα με την περίπτωση ε
του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που
πραγματοποιούν οι υπόχρεοι από 1/1/2001 και μετά).

Άρθρο 17

ντικαθίσταται ο τίτλος του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε. από «Τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων» σε
«Δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων» και ο πρώτος στίχος του άρθρου αυτού από «Ως ετήσια
τεκμαρτή δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν
λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για:» σε «Ως ετήσια δαπάνη του
φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν λογίζονται και τα χρηματικά
ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για:»

Τεκμήριο απόκτησης περιουσιακών στοιχείων


Ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των
προσώπων που τους βαρύνουν λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά
καταβάλλονται για:
α) Αγορά ή χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτων, δίτροχων ή τρίτροχων
αυτοκινούμενων οχημάτων, πλοίων αναψυχής και λοιπών σκαφών αναψυχής,
αεροσκαφών και κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας.
Ως κινητά πράγματα μεγάλης αξίας νοούνται εκείνα που η αξία τους υπερβαίνει το
ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Αν η αξία κάθε πράγματος είναι μικρότερη
του ποσού αυτού, τα αγορασθέντα όμως πράγματα αποτελούν κατά τις
συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, τότε για τον υπολογισμό της αξίας
λαμβάνεται υπόψη η αξία όλων αυτών των πραγμάτων, εφόσον υπερβαίνει το ποσό
των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.
105

. Στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α’ του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε. το ποσό «των πέντε χιλιάδων (5.000)
ευρώ» αντικαθίσταται με το ποσό «των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ».

Κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της περίπτωσης δεν λαμβάνονται υπόψη
τα χρηματικά ποσά που διατίθενται για την αγορά κινητών πραγμάτων που
αποτελούν το άμεσο αντικείμενο της ασκούμενης εμπορικής δραστηριότητας.
(Όπως η περίπτωση α΄ του άρθρου 17 αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 4 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ του άρθρου 17 πριν την αντικατάσταση της είχε ως εξής:
α. Αγορά ή χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτων, δίτροχων ή τρίτροχων αυτοκινούμενων
οχημάτων, πλοίων αναψυχής και λοιπών σκαφών αναψυχής, αεροσκαφών και κινητών
πραγμάτων μεγάλης αξίας με εξαίρεση αυτά που αποτελούν αρδευτικό εξοπλισμό
γεωργικής εκμετάλλευσης. Ως κινητά πράγματα μεγάλης αξίας νοούνται εκείνα που η αξία
τους υπερβαίνει το ποσό του των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Αν η αξία κάθε πράγματος
είναι μικρότερη του ποσού αυτού, τα αγορασθέντα όμως πράγματα αποτελούν, κατά τις
συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο τότε για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται
υπόψη η αξία όλων αυτών των πραγμάτων, εφόσον υπερβαίνει το ποσό του των τριών
χιλιάδων (3.000) ευρώ. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της περίπτωσης δεν
λαμβάνονται υπόψη τα χρηματικά ποσά που διατίθενται για την αγορά κινητών πραγμάτων
που αποτελούν το άμεσο αντικείμενο της ασκούμενης εμπορικής δραστηριότητας).
β.................................................................................
(Όπως η περίπτωση β΄ του άρθρου 17 καταργήθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν.
3091/2002. Η κατάργηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση β΄ του άρθρου 17 πριν την κατάργηση της είχε ως εξής:
β. Αγορά επιχειρήσεων ή τη σύσταση ή την αύξηση του κεφαλαίου επιχειρήσεων που
λειτουργούν ατομικώς ή με τη μορφή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης ή περιορισμένης
ευθύνης εταιρίας ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας ή αστικής εταιρίας ή την αγορά εταιρικών
μερίδων και χρεογράφων γενικώς).
γ. Αγορά ή χρονομεριστική ή χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων ή κατασκευή
δεξαμενής κολύμβησης ή ανέγερση οικοδομών. Ως τίμημα αγοράς λαμβάνεται η αξία
που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982. Αν το
τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια είναι μεγαλύτερο από την
πιο πάνω αξία, ως καταβαλλόμενη δαπάνη λαμβάνεται το καθοριζόμενο σε αυτά τα
συμβόλαια τίμημα. Ειδικά, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα
προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, ως καταβαλλόμενη δαπάνη λαμβάνεται:
αα. Το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια.
106

α πέντε τελευταία εδάφια της περίπτωσης γ΄ και τα δεύτερο και τρίτο εδάφια της περίπτωσης στ΄ του άρθρου
17 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

ββ. Η διαφορά μεταξύ του τιμήματος ή της αξίας κατά περίπτωση, που
φορολογήθηκε και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, η οποία εξευρίσκεται
σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων.
Εξαιρείται η δαπάνη για ανέγερση οικοδομής από επιχείρηση που αναλαμβάνει
κατά κύριο επάγγελμα την ανέγερση οικοδομών. Επίσης, εξαιρείται η δαπάνη για
την αγορά από ενήλικο, με δικαίωμα πλήρους κυριότητας, καθώς και η ανέγερση
από αυτόν οικοδομής, ως πρώτης κατοικίας, εφόσον η επιφάνειά της δεν
υπερβαίνει τα εκατόν είκοσι (120) μ2. Αν η επιφάνεια της οικοδομής υπερβαίνει τα
εκατόν είκοσι (120) μ2, λαμβάνεται υπόψη η δαπάνη που αντιστοιχεί στην επιφάνεια
πάνω από τα εκατό είκοσι (120) τετραγωνικά μέτρα. Κατά την εφαρμογή των δύο
προηγούμενων εδαφίων δεν θεωρείται ότι αποκτάται πρώτη κατοικία, αν ο
υπόχρεος, ο άλλος σύζυγος και τα τέκνα που τους βαρύνουν, σύμφωνα με τις
διατάξεις του παρόντος, έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή ισόβιας επικαρπίας
ή οίκησης, εξ ολοκλήρου ή επί ιδανικού μεριδίου, σε άλλη οικία ή οικίες, εφόσον το
άθροισμα της συνολικής επιφάνειας που τους αντιστοιχεί υπερβαίνει τα εβδομήντα
(70) τ.μ.. Η επιφάνεια αυτή προσαυξάνεται κατά είκοσι (20) τ.μ. για καθένα από τα
δύο πρώτα τέκνα και κατά είκοσι πέντε (25) τ.μ. για το τρίτο και καθένα από τα
επόμενα τέκνα που βαρύνουν τον υπόχρεο ή τον άλλο σύζυγο.
(Όπως το πέμπτο και έκτο εδάφιο της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης γ΄ του άρθρου
17 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 8 του άρθρου 4 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με
το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Το πέμπτο και έκτο εδάφιο της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 17 πριν
την αντικατάσταση τους είχαν ως εξής:
Κατά την εφαρμογή των δύο προηγούμενων εδαφίων δεν θεωρείται ότι αποκτιέται πρώτη
κατοικία αν ο υπόχρεος, ο άλλος σύζυγος και τα τέκνα που τους βαρύνουν σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 7 έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή ισόβιας επικαρπίας ή
οίκησης, εξ΄ ολοκλήρου ή επί ιδανικού μεριδίου, σε άλλη οικία ή οικίες, εφόσον το άθροισμα
της συνολικής επιφάνειας που τους αντιστοιχεί υπερβαίνει τα τριάντα πέντε (35)
τετραγωνικά μέτρα προκειμένου για άγαμο, διαζευγμένο ή χήρο και τα εβδομήντα (70)
τετραγωνικά μέτρα προκειμένου για έγγαμο. Η επιφάνεια αυτή προσαυξάνεται κατά είκοσι
(20) τετραγωνικά μέτρα για καθένα τέκνο που βαρύνει τον υπόχρεο ή τον άλλο σύζυγο).
δ) Χορήγηση δανείων προς οποιονδήποτε, εκτός αυτών προς εταιρίες ή
κοινοπραξίες ή κοινωνίες από τα μέλη ή τους μετόχους των.
(Όπως η περίπτωση δ΄ προστίθεται στο άρθρο 17 με την παρ. 1 του αρθρ. 29 του Ν.
3220/2004 και ισχύει από 1-1-2003 για δαπάνες που πραγματοποιούνται από την
ημερομηνία αυτή και μετά).
107

(Όπως η περίπτωση δ΄ του άρθρου 17 καταργήθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν.
3091/2002. Η κατάργηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση δ΄ του άρθρου 17 πριν την κατάργηση της είχε ως εξής:
δ. Χορήγηση δανείων προς οποιονδήποτε, καθώς και για προσωρινές διευκολύνσεις ή
προσωρινές καταθέσεις στις ατομικές επιχειρήσεις τους ή στις εταιρείες ή κοινοπραξίες ή
κοινωνίες, στις οποίες είναι μέλη ή μέτοχοι).
περίπτωση δ΄του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής: «δ) Χορήγηση δανείων προς
οποιονδήποτε.».

ε. Η ετήσια δαπάνη για δωρεές, γονικές παροχές ή χορηγίες χρηματικών ποσών,


εφόσον αυτά υπερβαίνουν ετησίως τα τριακόσια (300) ευρώ, εκτός από τις δωρεές
προς το Δημόσιο, τους δήμους και τις κοινότητες του Κράτους, τα ανώτατα
εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα
νοσοκομεία, που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται
από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και τα προνοιακά ιδρύματα του ευρύτερου
δημόσιου τομέα (κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου), ως και τα προνοιακά
ιδρύματα ιδιωτικού δικαίου των οποίων οι εν γένει δαπάνες λειτουργίας
καλύπτονται τουλάχιστον κατά 70% (εβδομήντα τοις εκατό) με επιχορηγήσεις από
τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Ομοίως, εξαιρούνται οι δωρεές ή χορηγίες προς τα κοινωφελή ιδρύματα, τα
ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα έχουν συσταθεί ή
συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς, καθώς και τα μη
κερδοσκοπικού χαρακτήρα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που
νόμιμα υπάρχουν ή συνιστώνται, εφόσον επιδιώκουν σκοπούς πολιτιστικούς.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της περ. ε΄ του άρθρου 17 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε
προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 32 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με την
παρ. 4 του ίδιου άρθρου του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1-1-
2005 και μετά).

α πέντε τελευταία εδάφια της περίπτωσης γ΄ και τα δεύτερο και τρίτο εδάφια της περίπτωσης στ΄ του άρθρου
17 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

στ. Απόσβεση δανείων ή πιστώσεων οποιασδήποτε μορφής.


(Όπως το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης στ του άρθρου 17 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 3 του άρθρου 5 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ε του
108

άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που
πραγματοποιούν οι υπόχρεοι από 1/1/2001 και μετά).
Στο ποσό της δαπάνης αυτής περιλαμβάνεται και το ποσό των οικείων τόκων στους
οποίους περιλαμβάνονται και οι τυχόν τόκοι υπερημερίας. Εξαιρετικά, από το ποσό
της δαπάνης που καταβάλλεται για την τοκοχρεολυτική απόσβεση δανείου που έχει
ληφθεί για την αγορά ή ανέγερση πρώτης κατοικίας, δεν λαμβάνεται υπόψη, για την
εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης, το ποσό του χρεολυσίου που
περιλαμβάνεται στην οικεία δαπάνη κατά το μέρος που αυτό επιμεριστικά αναλογεί
στη μέχρι των εκατόν είκοσι (120) τετραγωνικών μέτρων επιφάνεια της κατοικίας.
(Όπως στο άρθρο 17 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε
δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με τις παρ. 35, 36 και 37 του άρθρου 9 του
Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του
άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
Επίσης, δεν λαμβάνεται υπόψη, για την εφαρμογή αυτής της περίπτωσης, το ποσό
της δαπάνης που καταβάλλεται για την τοκοχρεωλυτική απόσβεση δανείου, που
έχει ληφθεί για την αγορά εξοπλισμού γεωργικής εκμετάλλευσης, καθώς και για την
αγορά οικοπέδου από επιτηδευματίες που ασχολούνται επαγγελματικά με την
ανέγερση και πώληση οικοδομών.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ του άρθρου 17 αντικαθίσταται με την παρ. 2
του άρθρου 29 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από 1-1-2003 για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από την ημερομηνία αυτή και μετά).
(Tο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ του άρθρου 17 πριν την αντικατάσταση είχε ως
εξής:
«Επίσης, δε λαμβάνεται υπόψη, για την εφαρμογή αυτής της περίπτωσης, το ποσό της
δαπάνης που καταβάλλεται για την τοκοχρεολυτική απόσβεση δανείου, που έχει ληφθεί για
την αγορά αρδευτικού εξοπλισμού γεωργικής εκμετάλλευσης»).
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην περ. στ΄ με την παρ. 7 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από 2/11/2001).

Άρθρο 18

ο άρθρο 18 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως ακολούθως:


«Άρθρο 18
109

Μη εφαρμογή αντικειμενικών δαπανών και υπηρεσιών


Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη και η δαπάνη απόκτησης περιουσιακών στοιχείων δεν εφαρμόζονται:
α) προκειμένου για αντικειμενική δαπάνη η οποία προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής
χρήσης αναπήρου, το οποίο απαλλάσσεται από τα τέλη κυκλοφορίας.
β) προκειμένου για αλλοδαπό προσωπικό που δε διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα ή ημεδαπό προσωπικό
που διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό και απασχολείται αποκλειστικά σε επιχειρήσεις που υπάγονται στις
διατάξεις του α.ν. 89/1967 (ΦΕΚ Α132), του α.ν. 378/1968 (ΦΕΚ Α82) και του άρθρου 25 του ν. 27/1975
(ΦΕΚ Α77), για το ποσό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει του επιβατικού
αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή της κατοικίας.
γ) προκειμένου για επιχειρήσεις μεταπώλησης αυτοκινήτων που έχουν υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς
φορολογίας του άρθρου 45 του ν.2859/2000, για την αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει βάσει των
επιβατικών αυτοκινήτων που έχουν αγορασθεί για μεταπώληση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 45 του
ν.2859/2000, εφόσον η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας του μεταβιβαζόμενου αυτοκινήτου οχήματος
έχουν παραμείνει στη ΔΟΥ στην οποία έγινε η μεταβίβαση του αυτοκινήτου προς την επιχείρηση
μεταπώλησης μέχρι και την ημερομηνία μεταπώλησης από αυτή σε τρίτο και το αυτοκίνητο κατά το χρονικό
αυτό διάστημα δεν κυκλοφόρησε παράνομα. Για τις μεταπωλήσεις αυτής της περίπτωσης δεν
εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 10 μέχρι και 14 του άρθρου 81. Οι μεταπωλήτριες επιχειρήσεις έχουν
υποχρέωση μαζί με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος να συνυποβάλουν υπεύθυνη δήλωση του
ν.1599/1986, στην οποία να αναγράφουν τα πιο πάνω αυτοκίνητα που αγόρασαν ή πώλησαν στο οικείο
έτος. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή αυτής της
περίπτωσης.
δ) προκειμένου για αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει με βάση σκάφη αναψυχής ιδιωτικής χρήσης,
κυριότητας ή κατοχής μονίμων κατοίκων εξωτερικού.
ε) προκειμένου για αγορά πάγιου εξοπλισμού επαγγελματικής χρήσης από πρόσωπα που ασκούν
εμπορική ή γεωργική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα.
στ) προκειμένου για αγορά επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ειδικά διασκευασμένων για
πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητικές αναπηρίες που υπερβαίνουν σε ποσοστό το εξήντα επτά τοις εκατό
(67%).
Ως επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ειδικά διασκευασμένα για κινητικά ανάπηρους θεωρούνται εκείνα
που διασκευάστηκαν ύστερα από άδεια της αρμόδιας αρχής για να οδηγούνται από πρόσωπα που
παρουσιάζουν κινητική αναπηρία με ποσοστό πάνω από εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή για να
μεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί με τα αντικείμενα που είναι απαραίτητα για τη μετακίνησή τους.
ζ) οι ετήσιες συνολικές δαπάνες διαβίωσης που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 δεν εφαρμόζονται
για συνταξιούχους γενικά.»

Μη εφαρμογή του τεκμηρίου


Το τεκμήριο προσδιορισμού της ετήσιας δαπάνης δεν εφαρμόζεται:
α..............................................................................................
(Όπως η περίπτωση α΄ του άρθρου 18 καταργήθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν.
3091/2002. Η κατάργηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ του άρθρου 18 πριν την κατάργηση της είχε ως εξής:
α. Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη, η οποία προκύπτει με βάση ένα (1) επιβατικό
αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης μέχρι και δεκατέσσερις (14) φορολογήσιμους ίππους, το οποίο
110

ανήκει στην κυριότητα ή κατοχή υπόχρεου με τρία (3) τουλάχιστον τέκνα που τον βαρύνουν
ή της συζύγου του και των προσώπων που συνοικούν μαζί τους και τους βαρύνουν).
β. Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει βάσει επιβατικού
αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης αναπήρου, το οποίο απαλλάσσεται από τα τέλη
κυκλοφορίας.
γ. Προκειμένου για αλλοδαπό προσωπικό που δε διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα ή
ημεδαπό προσωπικό που διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό και απασχολείται
αποκλειστικά σε επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 (ΦΕΚ
Α΄ 132), του Α.Ν. 378/1968 (ΦΕΚ Α΄ 82) και του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (ΦΕΚ Α΄ 77),
για το ποσό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει του
επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή του ενοικίου.
δ. Προκειμένου για αλλοδαπές επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του α.ν.
89/1967, του α.ν. 378/1968 και του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, για το ποσό της ετήσιας
τεκμαρτής δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής
χρήσης.
ε. Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη, η οποία προκύπτει βάσει ενός επιβατικού
αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ιδιοκτησίας προσώπου που το εισήγαγε με
μειωμένους δασμούς, φόρους ή τέλη λόγω μετοικεσίας του από την αλλοδαπή για
το έτος εκτελωνισμού του αυτοκινήτου και τα 2 (δύο) επόμενα έτη, εφόσον ο
δικαιούχος της απαλλαγής εξακολουθεί και κατά τα έτη αυτά να κατοικεί στην
Ελλάδα.
στ.....................................................................................
(Όπως η περίπτωση στ΄ του άρθρου 18 καταργήθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν.
3091/2002. Η κατάργηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση στ΄ του άρθρου 18 πριν την κατάργηση της είχε ως εξής:
στ. Προκειμένου για αγορά ομολόγων του Δημοσίου ή τίτλων εταιριών στις οποίες μετέχει το
Δημόσιο κατά ποσοστό τουλάχιστον 50% (πενήντα τοις εκατό), ή για αγορά μετοχών
εισηγμένων στο Χρηματιστήριο ή μετοχών που έχει εγκριθεί η εισαγωγή τους σε αυτό,
ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ή για αγορά εντόκων γραμματίων του
Δημοσίου ή γενικά τίτλων του Δημοσίου, ή για αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων, καθώς και κάθε
άλλου τίτλου που είναι διαπραγματεύσιμος στο Χρηματιστήριο).
ζ. Προκειμένου για επιχειρήσεις μεταπώλησης αυτοκινήτων που έχουν υπαχθεί στο
ειδικό καθεστώς φορολογίας του άρθρου 36α του Ν. 1642/1986, για την τεκμαρτή
δαπάνη που προκύπτει βάσει των επιβατικών αυτοκινήτων που έχουν αγορασθεί
για μεταπώληση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 36α του Νόμου 1642/1986,
εφόσον η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας του μεταβιβαζομένου αυτοκινήτου
οχήματος έχουν παραμείνει στη δημόσια οικονομική υπηρεσία στην οποία έγινε η
μεταβίβαση του αυτοκινήτου προς την επιχείρηση μεταπώλησης μέχρι και την
ημερομηνία μεταπώλησης από αυτή σε τρίτο και το αυτοκίνητο κατά το χρονικό
111

αυτό διάστημα δεν κυκλοφόρησε παράνομα. Κατά τις μεταπωλήσεις αυτής της
περίπτωσης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 10 μέχρι 14 του
άρθρου 81. Οι μεταπωλήτριες επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση μαζί με την ετήσια
δήλωση φορολογίας εισοδήματος να συνυποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση του Ν.
1599/1986, στην οποία να αναγράφουν τα πιο πάνω αυτοκίνητα που αγόρασαν ή
πούλησαν στο οικείο έτος. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται οι
λεπτομέρειες εφαρμογής αυτής της περίπτωσης.
η) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση επιβατικά αυτοκίνητα
ιδιωτικής χρήσης κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου του και
των προσώπων που τους βαρύνουν τα οποία έχουν αποκτηθεί μέχρι την
31.12.1992.
(Όπως η υποπερίπτωση η΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του
Ν. 3220/2004 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ιδίου νόμου από την 1-
1-2003)
(Η περίπτωση η΄ του άρθρου 18 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
η) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει με βάση ένα επιβατικό αυτοκίνητο
ιδιωτικής χρήσης μέχρι και δεκατέσσερις (14) φορολογήσιμους ίππους, το οποίο ανήκει
στην κυριότητα ή κατοχή του υπόχρεου ή, αν πρόκειται για οικογένεια, για δύο αυτοκίνητα
που ανήκουν το καθένα στην κυριότητα ή κατοχή του κάθε συζύγου ή από κοινού και στους
δύο συζύγους. Εάν ο υπόχρεος έχει στην κυριότητα ή κατοχή του περισσότερα του ενός
αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης μέχρι δεκατέσσερις (14) φορολογήσιμους ίππους, το τεκμήριο
δεν εφαρμόζεται για εκείνο με τη μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη. Σε περίπτωση εφαρμογής
των εδαφίων τρίτου, τέταρτου, δέκατου πέμπτου και δέκατου έκτου της περίπτωσης β΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 16, συνυπολογίζεται και το αυτοκίνητο με τη μεγαλύτερη
τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών).
(Όπως η περίπτωση η΄ προστέθηκε με την παράγραφο 9 του άρθρου 4 του Ν. 3091/2002
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται
από 1.1.2003 και μετά).
θ) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει με βάση ένα ή
περισσότερα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης μέχρι και δεκατέσσερις (14)
φορολογήσιμους ίππους, κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου
του και προσώπων που τους βαρύνουν, που έχουν αποκτηθεί από 1.1.1993 μέχρι
την 31.12.2003. Επίσης, προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση
επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης άνω των δεκατεσσάρων (14)
φορολογήσιμων ίππων που έχουν αποκτηθεί το ίδιο χρονικό διάστημα, εφόσον η
εργοστασιακή τιμολογιακή αξία του έτους πρώτης κυκλοφορίας τους, μειωμένη
λόγω παλαιότητας κατά τα ποσοστά της κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου
126 του Ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄) δεν υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων
(50.000) ευρώ.
112

ι) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση επιβατικά αυτοκίνητα


ιδιωτικής χρήσης κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου της συζύγου του και
των προσώπων που τους βαρύνουν, τα οποία αποκτώνται από την 1.1.2004 και
εφεξής και η εργοστασιακή τιμολογιακή αξία του έτους πρώτης κυκλοφορίας τους
μειωμένη λόγω παλαιότητας κατά τα ποσοστά της κλίμακας της παραγράφου 1 του
άρθρου 126 του Ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265Α) δεν υπερβαίνει το ποσό των πενήντα
χιλιάδων (50.000) ευρώ.
ια) Οι περιπτώσεις η΄, θ΄ και ι΄ του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και στα
εδάφια τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, δέκατο πέμπτο και δέκατο έκτο της περίπτωσης β΄
της παραγράφου 1 του άρθρου 16.
(Όπως οι υποπεριπτώσεις θ΄, ι΄, ια΄ της παρ. 1 προστέθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 14
του Ν. 3220/2004 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο του ίδιου νόμου από την 1-1-2003).
ιβ) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει με βάση ένα σκάφος
αναψυχής ολικού μήκους μέχρι δέκα (10) μέτρα που δεν έχει ναυτολογημένο
πλήρωμα για ολόκληρο ή μέρος του έτους, το οποίο ανήκει στην κυριότητα ή
κατοχή του υπόχρεου ή του άλλου συζύγου ή και στους δύο από κοινού.
Εάν ο υπόχρεος ή η σύζυγος του έχουν στην κυριότητα ή κατοχή τους περισσότερα
του ενός τέτοια σκάφη, το τεκμήριο δεν εφαρμόζεται για εκείνο το σκάφος με τη
μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη. Σε περίπτωση που ο κάθε σύζυγος έχει στην
κυριότητα ή κατοχή του τέτοιο σκάφος και οι τεκμαρτές δαπάνες αυτών των σκαφών
είναι ίσες, η απαλλασσόμενη τεκμαρτή δαπάνη του ενός σκάφους επιμερίζεται κατά
50% στον καθένα.
(Όπως η περίπτωση θ΄ αναριθμήθηκε σε ιβ΄ με τη παρ. 1 του άρθ. 14 του Ν. 3220/2004).
(Όπως η περίπτωση θ΄ προστέθηκε με την παράγραφο 9 του άρθρου 4 του Ν. 3091/2002
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται
από 1.1.2003 και μετά).
ιγ΄) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση σκάφη αναψυχής
ιδιωτικής χρήσης, κυριότητας ή κατοχής μόνιμων κατοίκων εξωτερικού.
(Όπως η περ. ιγ΄ του άρθ. 18 του Ν. 2238/1994 προστέθηκε με τη παρ. 3 του άρθ. 26 του
Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το άρθ. 53 του ιδίου Νόμου δηλαδή από 1-1-2006).
ιδ) Προκειμένου για αγορά πάγιου εξοπλισμού επαγγελματικής χρήσης από
πρόσωπα που ασκούν εμπορική ή γεωργική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα.
(Όπως η περ. ιγ΄ του άρθρου 18 καταργήθηκε σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν.
3296/2004, και η κατάργησή της ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για
δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1-1-2005 και μετά).
(Η περ. ιγ΄ του άρθρου 18 πριν την αντικατάσταση της είχε ως εξής:
«ιγ) Προκειμένου για αγορά πάγιου εξοπλισμού επαγγελματικής χρήσης από πρόσωπα που
ασκούν επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα:
i) μέχρι ποσού δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, εάν η δαπάνη πραγματοποιείται μέσα στο έτος
έναρξης άσκησης της δραστηριότητας και στα δύο επόμενα έτη και μέχρι ποσού που
113

αντιστοιχεί σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) των καθαρών κερδών που δηλώθηκαν
για το προηγούμενο έτος με αρχική δήλωση, η οποία υποβλήθηκε μέχρι το τέλος του
οικείου οικονομικού έτους, για δαπάνες που πραγματοποιούνται στα επόμενα έτη και
ii) ολόκληρου του ποσού της δαπάνης για τον αρδευτικό εξοπλισμό γεωργικής
εκμετάλλευσης»).
(Όπως η περίπτωση ι΄ αναριθμήθηκε σε ιγ΄ με τη παρ. 1 του άρθ. 14 του Ν. 3220/2004).
(Όπως η περίπτωση ι΄ προστέθηκε με την παράγραφο 9 του άρθρου 4 του Ν. 3091/2002
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται
από 1/1/2003 και μετά).
ιε) Προκειμένου για αγορά επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ειδικά
διασκευασμένων για πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητικές αναπηρίες που
υπερβαίνουν σε ποσοστό το εξήντα επτά τοις εκατό (67%). Ως επιβατικά αυτοκίνητα
ιδιωτικής χρήσης ειδικά διασκευασμένα για κινητικά ανάπηρους θεωρούνται εκείνα
που διασκευάστηκαν ύστερα από άδεια της αρμόδιας αρχής για να οδηγούνται από
πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητική αναπηρία με ποσοστό πάνω από εξήντα
επτά τοις εκατό (67%) ή για να μεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί με τα αντικείμενα
που είναι απαραίτητα για τη μετακίνησή τους.
(Όπως η περ. ιδ΄ προστέθηκε στο άρθρο 8 του Ν. 2238/1994, με την παρ. 3 του άρθρου 4
του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2005 και μετά).
ιστ. Το τεκμήριο με βάση την ετήσια συνολική δαπάνη, που υπολογίζεται, σύμφωνα
με τα άρθρα 16 και 17, δεν εφαρμόζεται όταν η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που
δηλώθηκε από το φορολογούμενο, τη σύζυγό του και τα πρόσωπα που τους
βαρύνουν, και της συνολικής ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης αυτών είναι μικρότερη
από ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του εισοδήματος που δηλώθηκε με την αρχική
εμπρόθεσμη δήλωσή τους το ίδιο έτος.
(Όπως οι περιπτώσεις ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄ του άρθ. 18 του Ν. 2238/1994 αναριθμήθηκαν σε ιδ΄,
ιε΄ και ιστ΄ αντίστοιχα με τη παρ. 3 του άρθ. 26 του Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το
άρθ. 53 του ιδίου Νόμου δηλαδή από 1-1-2006).
(Όπως η περ. ιδ΄ του άρθρου 18 του Ν. 2238/1994, αναριθμείται σε ιε΄ σύμφωνα με την
παρ. 3 του άρθρου 4 του Ν. 3296/2004).
(Όπως η περίπτωση ια΄ αναριθμήθηκε σε ιδ΄ με τη παρ. 1 του άρθ. 14 του Ν. 3220/2004).
(Όπως η περίπτωση η΄ αναριθμήθηκε σε ια΄ με την παράγραφο 9 του άρθρου 4 του Ν.
3091/2002 και η κατάργηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για δαπάνες
που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
114

Άρθρο 19
Διαφορά εισοδήματος και υπολογισμός του φόρου αυτής
1. Η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε από το φορολογούμενο, τη
σύζυγό του και τα πρόσωπα που τους βαρύνουν ή προσδιορίστηκε από τον
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και της συνολικής ετήσιας
τεκμαρτής δαπάνης τους, των άρθρων 16 και 17, προσαυξάνει τα εισοδήματα
που δηλώνονται ή προσδιορίζονται από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας κατά το ίδιο οικονομικό έτος, του φορολογουμένου ή
της συζύγου του, κατά περίπτωση, από εμπορικές επιχειρήσεις ή από την
άσκηση ελευθέριων επαγγελμάτων και αν δε δηλώνεται εισόδημα από τις
κατηγορίες αυτές η διαφορά αυτή λογίζεται εισόδημα της παρ. 3 του άρθρ. 48.
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε., η λέξη «τεκμαρτής» απαλείφεται.

2. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό


της διαφοράς της προηγούμενης παραγράφου υποχρεούται να λάβει υπόψη του τα
αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόμιμα
παραστατικά στοιχεία και με τα οποία καλύπτεται ή περιορίζεται η διαφορά που
προκύπτει.
Στις περιπτώσεις αυτής της παραγράφου ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της
απόδειξης. Τα ποσά αυτά ιδίως είναι:
α. Πραγματικά εισοδήματα τα οποία αποκτήθηκαν από τον ίδιο, τη σύζυγό του και τα
πρόσωπα που τους βαρύνουν και τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή
φορολογούνται με ειδικό τρόπο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
Αν τα εισοδήματα αυτά αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή, αναγνωρίζονται, εφόσον
υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα ή απαλλάσσονται νομίμως από
αυτόν.
β. Χρηματικά ποσά που δε θεωρούνται εισόδημα κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
γ. Χρηματικά ποσά που προέρχονται από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων.
δ. Εισαγωγή συναλλάγματος, που δεν εκχωρείται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της
Ελλάδος, εφόσον δικαιολογείται η απόκτησή του στην αλλοδαπή.
Δεν απαιτείται η δικαιολόγηση της απόκτησης αυτού του συναλλάγματος για τα
πρόσωπα:
αα. που κατοικούν μονίμως στο εξωτερικό,
ββ. που είχαν διαμείνει 3 (τρία) τουλάχιστον χρόνια στην αλλοδαπή και η εισαγωγή
του συναλλάγματος γίνεται μέσα σε δύο (2) χρόνια από τη μετοικεσία τους,
γγ. που είχαν διαμείνει 5 (πέντε) τουλάχιστον συνεχή χρόνια στην αλλοδαπή και το
επικαλούμενο ποσό συναλλάγματος προέρχεται από καταθέσεις στο όνομά τους ή
στο όνομα του άλλου συζύγου σε τράπεζα της Ελλάδας ή σε υποκατάστημα
Ελληνικής τράπεζας στο εξωτερικό κατά το χρόνο που διέμεναν στην αλλοδαπή ή
115

από καταθέσεις τους μέσα σε ένα (1) χρόνο από τη μετοικεσία τους στην Ελλάδα
χωρίς το συνάλλαγμα αυτό να έχει επανεξαχθεί στην αλλοδαπή. Η προϋπόθεση της
μη επανεξαγωγής του συναλλάγματος δεν απαιτείται για το ποσό εκείνο του
συναλλάγματος που έχει επανεξαχθεί στην αλλοδαπή για την απόκτηση
περιουσιακού στοιχείου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 17, εφόσον η
δαπάνη για την απόκτηση αυτού του στοιχείου έχει ληφθεί υπόψη κατά την
εφαρμογή των άρθρων 17 ή 19.
ε. Δάνεια, τα οποία έχουν ληφθεί και αποδεικνύονται με έγγραφα στοιχεία που
φέρουν βέβαιη χρονολογία. Ειδικώς, όταν πρόκειται για την κάλυψη διαφοράς
δαπάνης της προηγούμενης παραγράφου, κατά το ποσό που προέρχεται από
δαπάνη του άρθρου 17, το ποσό του δανείου λαμβάνεται υπόψη εφόσον από το
οικείο έγγραφο αποδεικνύεται ότι έχει ληφθεί πριν από την πραγματοποίηση της
σχετικής δαπάνης.
στ. Δωρεά ή γονική παροχή χρηματικών ποσών για την οποία η οικεία φορολογική
δήλωση έχει υποβληθεί μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η
σχετική δαπάνη.
περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
« ζ) Ανάλωση κεφαλαίου που αποδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει
απαλλαγεί από το φόρο.
Για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου αυτού ανά έτος, από τα πραγματικά εισοδήματα που έχουν
φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο, τα οποία προκύπτουν από συμψηφισμό των θετικών και
αρνητικών στοιχείων αυτών, από τα χρηματικά ποσά που ορίζονται στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄, ε΄ και στ΄
της παραγράφου αυτής και από οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί,
εκπίπτουν οι δαπάνες που προσδιορίζονται στα άρθρα 16 και 17, ανεξάρτητα αν απαλλάσσονται της
εφαρμογής των άρθρων αυτών. Αν δεν υπάρχουν δαπάνες με βάση το άρθρο 16 ή αν το ποσό τους είναι
μικρότερο από τις τρεις (3000) χιλιάδες ευρώ προκειμένου για άγαμο και πέντε χιλιάδες ευρώ (5000)
προκειμένου για συζύγους, το ποσό που πρέπει να εκπέσει προσδιορίζεται με βάση την κοινωνική,
οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των φορολογουμένων και τις αποδεδειγμένες δαπάνες διαβίωσής
τους και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριών χιλιάδων (3000) και πέντε χιλιάδων
(5000) ευρώ, αντίστοιχα. ».

ο πρώτο εδάφιο μετά την περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
« Κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση των εσόδων των παραπάνω περιπτώσεων τα μειώνει και
η διαφορά που προκύπτει λαμβάνεται υπόψη για την κάλυψη ή τον περιορισμό της συνολικής ετήσιας
δαπάνης, εκτός αν τα ποσά αυτά έχουν ληφεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματος του έτους
που καταβλήθηκαν και ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου του έτους αυτού.».

ζ. Ανάλωση κεφαλαίου που αποδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούμενα


έτη ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από το φόρο.
Για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου κάθε έτους από τα πραγματικά εισοδήματα
που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο, τα οποία προκύπτουν
116

από συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων αυτών, τα χρηματικά ποσά,
τα οριζόμενα στις περιπτώσεις β΄, γ, δ΄, ε΄ και στ΄ και οποιοδήποτε άλλο ποσό το
οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που ο προσδιορισμός
τους ορίζεται από τα άρθρα 16 και 17, ανεξάρτητα από το αν απαλλάσσονται της
εφαρμογής του τεκμηρίου.
Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν δαπάνες με βάση το άρθρο 16 ή αν το ποσό
τους είναι μικρότερο από τις δύο χιλιάδες εννιακόσια (2.900) ευρώ, το ποσό που
πρέπει να εκπεσθεί αντί αυτών προσδιορίζεται με βάση την κοινωνική, οικονομική
και οικογενειακή κατάσταση των φορολογουμένων και των αποδειγμένων δαπανών
διαβίωσής τους και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο των δύο
χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) ευρώ.
Κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση αυτών των εσόδων τα μειώνει,
προκειμένου αυτά να ληφθούν υπόψη για την κάλυψη ή τον περιορισμό της
συνολικής ετήσιας δαπάνης, εκτός αν τα ποσά αυτά έχουν ληφθεί υπόψη κατά τον
προσδιορισμό του εισοδήματος του έτους που καταβλήθηκαν και ο
φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου του έτους αυτού.
Για την κάλυψη ή περιορισμό της διαφοράς που προκύπτει κατά την εφαρμογή των
διατάξεων αυτής της περίπτωσης δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 10
του Ν. 2019/1992 (ΦΕΚ Α΄ 34) για τα ποσά των πραγματικών ή τεκμαρτών δαπανών
που πραγματοποιούνται από 1.1.1994.
Χρηματικά ποσά που έχουν ληφθεί υπόψη από τη δήλωση που, τυχόν, υποβλήθηκε
κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 10 του Ν. 2019/1992, για την κάλυψη ή τον
περιορισμό διαφοράς δαπάνης, αφαιρούνται από το κεφάλαιο που σχηματίζεται
από προηγούμενα έτη, όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση όσα ορίζονται στα
εδάφια δεύτερο, τρίτο και τέταρτο αυτής της περίπτωσης.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 19 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 4 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2005 και μετά).
(Το δεύτερο εδάφιο της περ. ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 19 πριν την αντικατάστασή του είχε
ως εξής:
«Για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου κάθε έτους από τα πραγματικά εισοδήματα που
έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο, τα οποία προκύπτουν από
συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων αυτών, τα χρηματικά ποσά, τα οριζόμενα
στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄, ε΄, και στ΄ και οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδειγμένα
έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που ο προσδιορισμός τους ορίζεται από τα άρθρα
16 και 17»).
(Όπως στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 19 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με την παρ. 38 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002,
όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
117

ροκειμένου προσδιορισμού του εισοδήματος με βάση την ετήσια τεκμαρτή δαπάνη του
παρόντος άρθρου, η ζημία του ίδιου οικονομικού έτους ή και των προηγούμενων δεν
εκπίπτει και ούτε μεταφέρεται για συμψηφισμό στα επόμενα οικονομικά έτη.

Στην παράγραφο 3 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε., η λέξη «τεκμαρτή» απαλείφεται.

4. Οι υπόχρεοι που δεν αναγράφουν ή ανακριβώς αναφέρουν στη δήλωση τα


στοιχεία, τα σχετικά με τις δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και τον
προσδιορισμό της ετήσιας συνολικής δαπάνης διαβίωσης, υπόκεινται σε πρόστιμο
που ορίζεται στο άρθρο 87. Επίσης, όσοι δεν αναγράφουν στη δήλωση τη δαπάνη
αγοράς ή ανέγερσης ακινήτων υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται από το
άρθρο 88.

5. Με απόφαση του Υπ. Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της


Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα δικαιολογητικά που υποβάλλονται με τη δήλωση
φόρου εισοδήματος και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή των
διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΑΚΙΝΗΤΑ
Άρθρο 20
Εισόδημα και απόκτησή του
1. Εισόδημα από ακίνητα είναι αυτό που προκύπτει κάθε οικονομικό ή κατά
περίπτωση γεωργικό έτος, είτε από εκμίσθωση ή επίταξη ή έμμεσα από
ιδιοκατοίκηση ή ιδιοχρησιμοποίηση ή από παραχώρηση της χρήσης σε τρίτο χωρίς
αντάλλαγμα, μιας ή περισσότερων οικοδομών είτε από εκμίσθωση γαιών. Το
εισόδημα αυτό αποκτάται από κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει νόμιμα μεταβιβασθεί
με οριστικό συμβόλαιο ή έχει αποκτηθεί με δικαστική απόφαση ή λόγω
χρησικτησίας το δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή νομής ή επικαρπίας ή οίκησης,
καθώς και από πρόσωπο στο οποίο έχει μεταβιβασθεί, με οριστικό συμβόλαιο, το
δικαίωμα ενάσκησης επικαρπίας, κατά περίπτωση. Επίσης, εισόδημα από ακίνητα
θεωρείται και το δικαίωμα που αποκτάται από τον κύριο του εδάφους προκειμένου
για οικοδομές που έχουν ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου ή αν πρόκειται για
118

επιφάνειες και εμφυτεύσεις που διατηρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων
58 και 59 του Α.Ν. 2783/1941 (ΦΕΚ Α΄ 29).
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Κ.Φ.Ε αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Το εισόδημα αυτό αποκτάται από κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει νόμιμα μεταβιβασθεί με οριστικό
συμβόλαιο ή έχει αποκτηθεί με δικαστική απόφαση ή λόγω χρησικτησίας το δικαίωμα πλήρους κυριότητας
ή νομής ή επικαρπίας ή οίκησης, κατά περίπτωση».

2. Για εισοδήματα από εκμίσθωση ακινήτων, που καταβάλλονται αναδρομικά με


βάση νόμο ή δικαστική απόφαση, χρόνος απόκτησης αυτών θεωρείται ο χρόνος
στον οποίο ανάγονται τα μισθώματα.

3. Προκειμένου για εκμίσθωση τμήματος ή ολόκληρης οικοδομής μαζί με έπιπλα ή


μηχανήματα, στο εισόδημα συνυπολογίζεται και το τυχόν μίσθωμα των
συνεκμισθούμενων επίπλων ή μηχανημάτων.

4. Στην έννοια του όρου "γαίες", που αναφέρεται στην παράγραφο 1,


περιλαμβάνονται οι γαίες που καλλιεργούνται ή είναι φυτεμένες, τα δάση και οι
δενδρώδεις εκτάσεις, τα λειβάδια και οι κάθε είδους βοσκήσιμες γαίες, τα μεταλλεία
και λατομεία, οι πηγές, τα φρέατα, οι λίμνες και οι δεξαμενές, τα ιχθυοτροφεία,
καθώς και κάθε άλλη έκταση γης, μαζί με τα στοιχεία που είναι στην επιφάνεια του
εδάφους και τις κάθε είδους ύλες που είναι κάτω από αυτό.

Άρθρο 21
Εισόδημα ειδικών περιπτώσεων
1. Ως εισόδημα από οικοδομές λογίζεται:
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 21 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 9 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση στ του
άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν οι υπόχρεοι από 1/1/2000 και
μετά).
α. Το εισόδημα από γήπεδα, ιδιαίτερα όταν αυτά χρησιμοποιούνται ως αποθήκες,
εργοστάσια ή εργαστήρια ή ως χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, θεαμάτων,
καφενείων, γυμναστηρίων και γενικά για κάθε άλλη χρήση.
β. Η αξία που έχει κατά το χρόνο της ανέγερσής της η οικοδομή που ανεγέρθηκε με
δαπάνες του μισθωτή σε έδαφος του οποίου την κυριότητα έχει ο εκμισθωτής, αν
μετά τη λήξη του χρόνου της μίσθωσης του εδάφους η οικοδομή παραμένει στην
κυριότητα του εκμισθωτή. Το ετήσιο εισόδημα εξευρίσκεται με διαίρεση του
119

υπολοίπου, που προκύπτει μετά την αφαίρεση του τυχόν ανταλλάγματος, που έχει
ορισθεί στη σύμβαση για τη μεταβίβαση της κυριότητας της οικοδομής, από την αξία
αυτής, κατά το χρόνο ανέγερσής της, σε μέρη ίσα με τον αριθμό των ετών κατά τα
οποία διαρκεί η μίσθωση του εδάφους. Ως αξία της οικοδομής που έχει ανεγερθεί σε
έδαφος κυριότητας τρίτου λαμβάνεται η πραγματική αξία της οικοδομής, η οποία
εξευρίσκεται από τα επίσημα βιβλία και λοιπά στοιχεία εκείνου που ανήγειρε την
οικοδομή. Σε περίπτωση που δεν τηρούνται βιβλία ή αυτά που τηρούνται κρίνονται
ανακριβή ή ανεπαρκή, καθώς και σε περίπτωση αμφισβήτησης από τον
ενδιαφερόμενο της αξίας που υπολογίσθηκε μ΄ αυτό τον τρόπο, αυτή καθορίζεται
ύστερα από εκτίμηση που ενεργείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας και σε συνέχεια από τα διοικητικά δικαστήρια. Οι διατάξεις
αυτής της περίπτωσης εφαρμόζονται ανάλογα και για βελτιώσεις ή επεκτάσεις που
γίνονται με δαπάνες του μισθωτή σε οικοδομή της οποίας την κυριότητα έχει ο
εκμισθωτής, αν μετά τη λήξη του χρόνου της μίσθωσης της οικοδομής οι βελτιώσεις
ή επεκτάσεις παραμένουν στην κυριότητα του εκμισθωτή.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην περ. β της παρ. 1 με την παρ. 8 του άρθρου 1 του
Ν. 2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του
στο ΦΕΚ, ήτοι από 2/11/2001)
γ. Σε περίπτωση υπεκμίσθωσης, αυτό που αποκτιέται από το μισθωτή.
δ. Στις περιπτώσεις μισθώσεων διάρκειας μεγαλύτερης από εννέα (9) έτη, για τις
οποίες υπάρχει υποχρέωση μεταγραφής τους, σύμφωνα με το άρθρο 1208 του
Αστικού Κώδικα ή των επιφανειών και εμφυτεύσεων που διατηρούνται, σύμφωνα με
τις διατάξεις των άρθρων 58 και 59 του Α.Ν. 2783/1941, καθώς επίσης και στις
περιπτώσεις οικοδομών που έχουν ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου, το
εισόδημα που αποκτιέται από το μισθωτή ή εμφυτευτή ή επιφανειούχο ή από αυτόν
που ανήγειρε τα κτίσματα της οικοδομής σε έδαφος κυριότητας τρίτου, είτε άμεσα
από υπεκμίσθωση είτε έμμεσα από ιδιοχρησιμοποίηση.
ε. Σε περίπτωση μεταβίβασης του δικαιώματος της επικαρπίας για ορισμένο χρόνο,
ενός ή περισσότερων ακινήτων, σε ημεδαπά ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, το
αντάλλαγμα που αποκτά ο κύριος ή επικαρπωτής του ακινήτου από τη μεταβίβαση
αυτή.
Για τον προσδιορισμό του ετήσιου εισοδήματος, το αντάλλαγμα αυτό διαιρείται σε
μέρη ίσα προς τον αριθμό των πραγματικών ετών διάρκειας της επικαρπίας. Σε
περίπτωση που το αντάλλαγμα αυτό είναι μικρότερο τουλάχιστον κατά δέκα τοις
εκατό (10%) από την πραγματική αξία του δικαιώματος της επικαρπίας, όπως αυτή
προσδιορίζεται με τις διατάξεις του Ν.Δ. 118/1973 (ΦΕΚ Α΄ 202), κατά το χρόνο της
μεταβίβασής της, για τον προσδιορισμό του ετήσιου εισοδήματος λαμβάνεται η
πραγματική αξία της επικαρπίας, διαιρούμενη σε μέρη ίσα με τον αριθμό των
πραγματικών ετών διάρκειάς της.
120

στ. Το αντάλλαγμα που καταβάλλεται, κατόπιν συμφωνίας στον ιδιοκτήτη, νομέα


κλπ. δάσους για την παραχώρηση της εκμετάλλευσής του, σε ποσοστό της δασικής
παραγωγής, το οποίο υπολογίζεται κατά μονάδα βάρους ή όγκου επί της
παραγωγής ή με άλλη παρόμοια αναλογία.
ζ. Το αντάλλαγμα το οποίο με οποιονδήποτε τρόπο υπολογίζεται και καταβάλλεται
κατά συμφωνία ή κατά συνήθεια στον ιδιοκτήτη, νομέα κλπ. σε ποσοστό της
παραγωγής, για την παραχώρηση της εκμετάλλευσης των γαιών, εφόσον αυτός δε
συμμετέχει στις δαπάνες καλλιέργειας ή συγκομιδής των γεωργικών προϊόντων.
η. Στις περιπτώσεις των επιφανειών και εμφυτεύσεων που διατηρούνται, σύμφωνα
με τις διατάξεις των άρθρων 58 και 59 του Α.Ν. 2783/1941, το εισόδημα που
αποκτιέται από τον επιφανειούχο ή τον εμφυτευτή από την εκμίσθωση των γαιών
στις οποίες έχει το δικαίωμά του.
θ. Το αντάλλαγμα που καταβάλλεται για την παραχώρηση χώρου για την
τοποθέτηση φωτεινών επιγραφών και κάθε είδους διαφημίσεων.
. Δε λογίζεται ως εισόδημα από ακίνητα αυτό που προκύπτει:
α. Από βιομηχανοστάσια που ιδιοχρησιμοποιούνται, μαζί με τα παραρτήματά τους
και τα εξαρτήματα, καθώς και με τις αποθήκες και τα οικόπεδα που είναι συνεχόμενα
με αυτά και χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση πρώτων υλών και για την πρώτη
εναπόθεση των βιομηχανικών προϊόντων. Ως βιομηχανοστάσια θεωρούνται τα
οικοδομήματα που έχουν ειδικά ανεγερθεί για τη λειτουργία βιομηχανίας, στα οποία
έχουν μόνιμα προσαρμοστεί μηχανικές εγκαταστάσεις, καθώς και τα οικοδομήματα
επεξεργασίας και συντήρησης καπνών σε φύλλα ή άλλων εξαγώγιμων γεωργικών
προϊόντων.
β. Από οικοδομήματα που ιδιοχρησιμοποιούνται και τα οποία βρίσκονται μέσα ή
έξω από αγροτικά κτήματα και χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των έργων της
γεωργικής, γενικά, επιχείρησης.

Άρθρο 22
Ακαθάριστο εισόδημα
1. Ακαθάριστο εισόδημα, προκειμένου για οικοδομή που εκμισθώνεται, είναι το
μίσθωμα που έχει συμφωνηθεί. Σε περίπτωση που δεν προσάγεται το συμφωνητικό
ή άλλο στοιχείο που μπορεί να αποδείξει τη συμφωνία ή αν τα συμφωνητικά ή τα
αποδεικτικά στοιχεία που προσάγονται εμφανίζουν μίσθωμα που είναι
δυσαναλόγως κατώτερο σε σχέση με τη μισθωτική αξία της οικοδομής, ο
προσδιορισμός του εισοδήματος που προκύπτει από αυτή γίνεται αφού αυτή
συγκριθεί με άλλες οικοδομές που εκμισθώνονται κάτω από παρόμοιες συνθήκες.
Θεωρείται ότι υπάρχει περίπτωση δυσανάλογου μισθώματος, σε σχέση με τη
121

μισθωτική αξία της οικοδομής, όταν η μισθωτική αξία της είναι ανώτερη από το
μίσθωμα που δηλώνεται σε ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) τουλάχιστον του
μισθώματος αυτού. Ειδικώς, το εισόδημα αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το
τριάμισι τοις εκατό (3,5%) της αξίας του ακινήτου, που εκμισθώνεται και
χρησιμοποιείται ως κατοικία, όπως η αξία αυτή προσδιορίζεται, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, για τις περιοχές που ισχύει κάθε φορά το
σύστημα αυτό. Ο φορολογούμενος μπορεί να αμφισβητήσει τον καθορισμό της
μισθωτικής αξίας αυτού του ακινήτου, εφόσον από εξαιρετικούς λόγους, που
ανάγονται αποκλειστικά στους παράγοντες που επηρεάζουν τη μισθωτική αξία του,
αυτή είναι μικρότερη από το 3,5% (τριάμισι τοις εκατό) της πιο πάνω αξίας του. Η
επίκληση των λόγων αυτών, καθώς και η προσαγωγή των σχετικών αποδεικτικών
στοιχείων γίνεται με την προσφυγή, η οποία ασκείται από το φορολογούμενο,
σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του οικείου
οικονομικού έτους.(1) Αν ο φορολογούμενος λάβει το εκκαθαριστικό σημείωμα μετά
την 31η Δεκεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους, η προσφυγή ασκείται μέσα στις
προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 66 του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97).
Ισχυρισμοί που δεν περιέχονται στην προσφυγή αυτή δεν μπορούν να προβληθούν
παραδεκτώς ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, εκτός αν η όψιμη
προβολή τους κρίνεται από το διοικητικό πρωτοδικείο αποχρώντως
δικαιολογημένη.

2. Σε περίπτωση που η οικοδομή κατοικήθηκε από τον ιδιοκτήτη της, το ετήσιο


ακαθάριστο εισόδημα αυτής δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάμισι τοις
εκατό (3,5%) της αξίας του ακίνητου, όπως αυτή προσδιορίζεται ως το γινόμενο των
εξής παραγόντων:
α. Της κύριας επιφάνειας της οικοδομής στην οποία προστίθεται και ποσοστό είκοσι
τοις εκατό (20%) της επιφάνειας των αποθηκευτικών χώρων, καθώς και των χώρων
στάθμευσης αυτοκινήτων που ενδεχόμενα υπάρχουν στην οικοδομή-κατοικία.
β. Της τιμής ζώνης για τις περιοχές που ισχύει το αντικειμενικό σύστημα
προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων ή της τιμής εκκίνησης για τις λοιπές
περιοχές, οι οποίες ισχύουν κατά την 1η /1κάθε έτους, όπως αυτές ορίζονται από τις
διατάξεις των άρθρων 41 και 41α του N. 1249/1982 (ΦΕΚ Α΄ 43).
γ. Του διορθωτικού συντελεστή, ο οποίος ανάλογα με την τιμή ζώνης ή εκκίνησης
του ακινήτου ορίζεται ως ακολούθως:

Τιμή ζώνης ή εκκίνησης για κάθε τετραγωνικό μέτρο Συντελεστής


Μέχρι 440 ευρώ 1,10
Πάνω από 440 έως 734 ευρώ 1,20
Πάνω από 734 έως 1.174 ευρώ 1,30
Πάνω από 1.174 ευρώ 1,40»
122

(Όπως στον πίνακα της περίπτωσης γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με την παρ. 39 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002,
όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν.2948/2001)
δ. Του συντελεστή παλαιότητας. Ως συντελεστής παλαιότητας λαμβάνεται αυτός
που ισχύει κάθε φορά στη φορολογία κεφαλαίου για τον προσδιορισμό της αξίας
κτιρίων με βάση την τιμή ζώνης. Το τεκμαρτό μίσθωμα μιας ή περισσότερων
εξοχικών κατοικιών υπολογίζεται σε καθεμία από αυτές για 3 (τρεις) μήνες το έτος.
Οι διατάξεις των τεσσάρων τελευταίων εδαφίων της προηγούμενης παραγράφου
εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση αυτή.

3. Σε περίπτωση που η οικοδομή χρησιμοποιήθηκε με άλλον τρόπο από τον


ιδιοκτήτη, τον νομέα, τον επιφανειούχο, τον επικαρπωτή κ.λ.π. ή με τη συγκατάθεση
αυτού κατοικήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με άλλο τρόπο από τρίτο, χωρίς
αντάλλαγμα, το ακαθάριστο εισόδημα βρίσκεται ύστερα από τη σύγκρισή της με
άλλες οικοδομές που εκμισθώνονται, πάντως το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα που
καθορίζεται με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το πέντε τοις
εκατό (5%) ούτε μικρότερο από το τριάμισι τοις εκατό (3,5%) της αξίας του ακινήτου,
όπως η αξία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν.
1249/1982. Ειδικά, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα
προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα δεν μπορεί
να είναι ανώτερο από το 4 % (τέσσέρα τοις εκατό) της πραγματικής αξίας της
οικοδομής κατά το χρόνο της φορολογίας. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται
αναλόγως οι διατάξεις των τεσσάρων τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 1.

4. Προκειμένου για γαίες που εκμισθώνονται, ως ακαθάριστο εισόδημα λαμβάνεται


αυτό που προκύπτει με βάση τη συμφωνία.
Αν το μίσθωμα ή αντάλλαγμα έχει συμφωνηθεί σε είδος, αυτό αποτιμάται σε χρήμα,
με βάση τη μέση τιμή χονδρικής πώλησης του είδους αυτού, κατά το χρόνο και στον
τόπο παραγωγής του.
Αν δεν προσάγεται συμφωνητικό ή άλλο στοιχείο, που αποδεικνύει τη συμφωνία ή
όταν το μίσθωμα που συμφωνήθηκε σε χρήμα ή σε είδος είναι δυσαναλόγως
κατώτερο από τη μισθωτική αξία των γαιών ή όταν η εκμετάλλευση των γαιών
παραχωρήθηκε σε τρίτο χωρίς αντάλλαγμα, το ακαθάριστο εισόδημα εξευρίσκεται
με σύγκριση των γαιών με άλλες γαίες που εκμισθώνονται κάτω από παρόμοιες
συνθήκες. Θεωρείται ότι υπάρχει περίπτωση δυσανάλογου μισθώματος σε σχέση με
τη μισθωτική αξία των γαιών, κάθε φορά που η μισθωτική αξία είναι ανώτερη του
συμφωνημένου μισθώματος κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του μισθώματος
αυτού.
123

5. Αν το δηλούμενο εισόδημα από εκμίσθωση γεωργικής γης ή το τεκμαρτό μίσθωμα


από δωρεάν παραχώρηση προς οποιονδήποτε τρίτο είναι μικρότερο του
προσδιοριζόμενου με την αντικειμενική μέθοδο του άρθρου 42, για την εφαρμογή
των φορολογικών διατάξεων λαμβάνεται υπόψη το μίσθωμα που προσδιορίζεται
αντικειμενικά, εκτός αν πρόκειται για δωρεάν παραχώρηση γεωργικής γης μεταξύ
συζύγων, κατά κύριο επάγγελμα αγροτών ή από γονείς ηλικίας άνω των εξήντα
πέντε (65) ετών σε τέκνα τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες.
Ο φορολογούμενος μπορεί να αμφισβητήσει το ύψος του αντικειμενικού
μισθώματος, εφόσον από εξαιρετικούς λόγους, που ανάγονται αποκλειστικά στους
παράγοντες που επηρεάζουν τη μισθωτική αξία της γεωργικής γης, αποδεικνύεται
ότι αυτή είναι μικρότερη της προσδιοριζόμενης με την αντικειμενική μέθοδο. Η
επίκληση των λόγων αυτών, καθώς και η προσαγωγή των αποδεικτικών στοιχείων,
γίνεται από το φορολογούμενο με την άσκηση προσφυγής κατά τις κείμενες
διατάξείς, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους.
Αν το μίσθωμα που συμφωνήθηκε και δηλώθηκε είναι ανώτερο του
προσδιοριζομένου με την αντικειμενική μέθοδο, για την εφαρμογή των φορολογικών
διατάξεων λαμβάνεται υπόψη το δηλωθέν.

Αρθρο 23
Καθαρό εισόδημα
1. Από το κατά το προηγούμενο άρθρο ακαθάριστο εισόδημα από ακίνητα
εκπίπτουν:

Οι διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε αντικαθίστανται ως
ακολούθως:
«α) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για αποσβέσεις σε οικοδομές οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κατοικίες,
οικοτροφεία, σχολεία, φροντιστήρια, αίθουσες κινηματογράφων ή θεάτρων, ξενοδοχεία, νοσοκομεία ή
κλινικές και ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) για οικοδομές οι οποίες χρησιμοποιούνται για άλλες χρήσεις.
Επίσης, εκπίπτει ποσοστό μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) για ασφάλιστρα κατά του κινδύνου της
πυρκαγιάς ή άλλων κινδύνων, για δικαστικές δαπάνες και για αμοιβή δικηγόρου για δίκες μισθωτικών
διαφορών ή διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών και διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους. Όταν πρόκειται για
εισόδημα που προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 21,
όλα τα παραπάνω ποσοστά περιορίζονται σε τρία τοις εκατό (3%) συνολικώς.
Αν οι δαπάνες που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια αφορούν κοινόχρηστους χώρους του ακινήτου,
επιμερίζονται αναλόγως στους συνιδιοκτήτες του.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την
αναγνώριση του δικαιώματος διενέργειας των εκπτώσεων επί των δαπανών που ορίζονται στην περίπτωση
αυτή, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα ».
124

την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε. μετά το πρώτο εδάφιο προστίθενται δύο
εδάφια, ως εξής:
«Ειδικά για την ανακατασκευή εν όλω ή εν μέρει καταστραφέντων αρχιτεκτονικών μελών κτιρίων ή
κτισμάτων, που προστατεύονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 6 και 16 του ν. 3028/2002, καθώς και του
άρθρου 4 του ν.1577/1985, όπως ισχύουν, τα ποσοστά του προηγούμενου εδαφίου αυξάνονται, αντίστοιχα,
σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και δεκαπέντε τοις εκατό (15%), κατά το διάστημα που διαρκούν οι
εργασίες και για τέσσερα ακόμη έτη (4) μετά το πέρας των εργασιών. Η συνολική διάρκεια της απαλλαγής
με την εφαρμογή των συντελεστών αυτών δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από οκτώ (8) έτη. Με κοινή
απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού
και Τουρισμού καθορίζεται η διαδικασία διαπίστωσης, έναρξης και πέρατος των εργασιών, ο
προσδιορισμός του είδους των εργασιών και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή του προηγούμενου
εδαφίου.»

α. Για οικοδομές οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, οικοτροφεία, σχολεία,


φροντιστήρια, αίθουσες κινηματογράφων ή θεάτρων, ξενοδοχεία, νοσοκομεία ή
κλινικές ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) για αποσβέσεις και ποσοστό μέχρι
δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για τα ασφάλιστρα κατά του κινδύνου πυρκαγιάς ή
άλλων κινδύνων, για έξοδα επισκευής και συντήρησης, καθώς και για την αμοιβή
δικηγόρου για δίκες σε διαφορές απόδοσης μισθίου ή καθορισμού μισθώματος.
Ειδικά, για οικοδομές που έχουν χαρακτηρισθεί διατηρητέες σύμφωνα με την
κείμενη νομοθεσία, το ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του προηγούμενου
εδαφίου διπλασιάζεται. Τα ποσοστά που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο
περιορίζονται σε πέντε τοις εκατό (5%) και πέντε τοις εκατό (5%) αντιστοίχως για το
εισόδημα που προκύπτει από οικοδομές που χρησιμοποιούνται για άλλες χρήσεις.
Όταν πρόκειται για εισόδημα που προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις των
περιπτώσεων α΄. β΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 21, όπως επίσης και για
το εισόδημα που προκύπτει από τη διαφορά του μισθώματος και του
υπομισθώματος ακινήτων, που εκμισθώνονται για οποιαδήποτε χρήση, τα ποσοστά
του πρώτου εδαφίου περιορίζονται σε πέντε τοις εκατό (5%) συνολικώς.
Αν οι δαπάνες που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια αφορούν κοινόχρηστους
χώρους του ακινήτου, επιμερίζονται, αναλόγως, στους συνιδιοκτήτες του.
Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την αναγνώριση
του δικαιώματος διενέργειας των εκπτώσεων, των δαπανών, που ορίζονται στην
περίπτωση αυτή, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την
εφαρμογή αυτού του άρθρου.
125

(Όπως τα τέσσερα πρώτα εδάφια αντικαταστάθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 5 του Ν.
2892/2001 και ισχύουν σύμφωνα με την περίπτωση β΄ του άρθρου 19 του ιδίου νόμου από
9/3/2001).
β. Στις περιπτώσεις υπεκμίσθωσης ή ιδιοχρησιμοποίησης οικοδομών που έχουν
ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου, το δικαίωμα που παρέχεται ετησίως στον
ιδιοκτήτη της γης, καθώς και η αξία της οικοδομής που ανεγέρθηκε σε έδαφος
κυριότητας τρίτου, η οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 21, λογίζεται ως εισόδημα.
γ. Στις περιπτώσεις υπεκμίσθωσης, πολυετούς μίσθωσης μεταγραπτέας και
δικαιώματος επιφάνειας ή εμφύτευσης, το μίσθωμα ή δικαίωμα που καταβάλλεται.
δ. Κάθε φόρος, τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου που
βαρύνει τις γαίες.
ε. Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για αποσβέσεις και έξοδα συντήρησης των γαιών
και γενικά για κάθε συναφές βάρος.
στ. Ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) των δαπανών αντιπλημμυρικών έργων και
έργων αποξήρανσης ελών για απόσβεσής τους, όχι όμως και για έξοδα βελτίωσης
και επέκτασης των γαιών.
ζ. Το ποσό της αποζημίωσης που καταβάλει, βάσει νόμου, ο εκμισθωτής στο
μισθωτή για τη λύση της μισθωτικής σχέσης ακινήτου, μέχρι του ύψους του
ακαθάριστου εισοδήματος που αποκτά ο εκμισθωτής από το ακίνητο αυτό, κατά το
έτος που καταβλήθηκε η αποζημίωση. Τυχόν αρνητικό ποσό δεν συμψηφίζεται με
εισοδήματα άλλων ακινήτων ή με άλλα θετικά εισοδήματα του φορολογουμένου.

2. Το ποσό που απομένει, μετά τις εκπτώσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη
παράγραφο, αποτελεί το καθαρό εισόδημα από ακίνητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΚΙΝΗΤΕΣ ΑΞΙΕΣ
Άρθρο 24
Εισόδημα και απόκτηση του
1. Εισόδημα από κινητές αξίες είναι αυτό που αποκτάται κάθε οικονομικό έτος από
κάθε δικαιούχο κινητών αξιών, το οποίο προκύπτει:
α. Από μερίσματα και τόκους ιδρυτικών τίτλων και μετοχών των ημεδαπών
ανωνύμων εταιριών, ομολογιών και χρεογράφων γενικά του Ελληνικού Δημοσίου ή
ημεδαπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ημεδαπών επιχειρήσεων κάθε
είδους, καθώς και από αμοιβές και ποσοστά των διοικητικών συμβούλων και εκτός
126

μισθού αμοιβές και ποσοστά των διευθυντών και διαχειριστών των ανωνύμων
εταιριών.
β. Από μερίσματα και τόκους των τίτλων αλλοδαπής προέλευσης που αναφέρονται
στην προηγούμενη περίπτωση.
γ. Από τόκους κάθε τίτλου έντοκης κατάθεσης τοις μετρητοίς ή εγγύησης, καθώς και
κάθε τίτλου χρεωστικού με υποθήκη, ενέχυρο ή όχι, από εκείνους που δεν
περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄. Ομοίως, το εισόδημα από τόκους που
επιδικάζονται με δικαστική απόφαση, με εξαίρεση αυτά που αναφέρονται στο
τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρ. 25 και της παρ. 4 του άρθρ. 48 του παρόντος.
(Όπως το τελευταίο εδαφιο της περίπτωσης γ της παραγράφου 1 του άρθρου 24
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα
με την περίπτωση ζ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου, από τη δημοσίευση του Ν. 2238/1994
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δηλαδή από 16/9/1994).
δ. Από κέρδη αμοιβαίων κεφαλαίων, καθώς και η πρόσθετη αξία που αποκτούν οι
μεριδιούχοι αμοιβαίων κεφαλαίων από την εξαγορά μεριδίων σε τιμή ανώτερη της
τιμής κτήσης.
ε. Από κέρδη ανωνύμων εταιριών που διανέμονται με τη μορφή μετρητών στο
εργατοϋπαλληλικό προσωπικό τους.
στ. Από την υπεραπόδοση επενδύσεων των μαθηματικών αποθεμάτων, που
σχηματίζονται με τις διατάξεις του Ν.Δ. 400/1970 (ΦΕΚ Α΄ 22) για ασφαλίσεις ζωής.
ζ. Από τόκους με τους οποίους πιστώνεται ο "Λογαριασμός Νεότητας Προσωπικού
Ο.Τ.Ε.", που τηρείται στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας Α.Ε. και ο οποίος
αποτελείται σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας του λογαριασμού αυτού από
την τοποθέτηση των μηνιαίων εισφορών των υπαλλήλων του με σκοπό τη
χορήγηση εφάπαξ χρηματικής παροχής στα ενήλικα τέκνα τους. Επί των τόκων
αυτών ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%)
εξαντλουμένης της φορολογικής υποχρέωσης των δικαιούχων για τα εισοδήματα
αυτά. Οι διατάξεις των παρ. 4 περίπτωση β΄ και 5 περίπτωση α΄ του άρθρου 54
εφαρμόζονται αναλόγως και στα εισοδήματα της περίπτωσης αυτής.
η. Από συμβάσεις ή πράξεις επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων,
εφόσον ο δικαιούχος του εισοδήματος είναι κάτοικος Ελλάδας και δεν είναι
επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων ή εταιρία επενδύσεων χαρτοφυλακίου ή αμοιβαίο κεφάλαιο του Ν.
1969/1991. Ως παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα νοούνται τα
χρηματοοικονομικά μέσα που ορίζονται στις υποπεριπτώσεις γγ΄ έως και ζζ΄ της
περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 και στην παράγραφο 20 του άρθρου 2 του Ν.
2396/1996 (ΦΕΚ Α΄ 73), καθώς και αυτά που καθορίζονται με πράξεις του Διοικητή
της Τράπεζας της Ελλάδος.
127

Για τους σκοπούς της περίπτωσης αυτής, ως παράγωγο χρηματοοικονομικό προϊόν


θεωρείται και κάθε σύμβαση SWAP επί συναλλάγματος, ανεξάρτητα από το χρόνο
σύναψής της, ως ενιαίας ή ως σύνολο επί μέρους συμβάσεων.

2. Όταν εισοδήματα του παρόντος άρθρου υπόκεινται σε φορολογία και περαιτέρω


ορίζεται ότι αυτά θα καταβάλλονται ελεύθερα φόρου στο δικαιούχο, ως εισόδημα
υποκείμενο σε φορολογία είναι το ποσό, από το οποίο, αφαιρουμένου του
αναλογούντος σε αυτό φόρου, προκύπτει το καταβαλλόμενο στο δικαιούχο ποσό.

Άρθρο 25
Εισόδημα ειδικών περιπτώσεων
1. Το εισόδημα που προέρχεται από αποθεματικά ανωνύμων εταιριών, τα οποία
διανέμονται ή κεφαλαιοποιούνται με οποιονδήποτε τρόπο και σε οποιονδήποτε
χρόνο, ανεξάρτητα αν η διανομή τους γίνεται σε χρήμα ή σε ακίνητα ή σε κινητά ή σε
άλλες αξίες, λογίζεται ως εισόδημα από κινητές αξίες.

2. Το ποσό που λαμβάνουν οι κάτοχοι ιδρυτικών τίτλων ανώνυμης εταιρίας, κατά


την εξαγορά τους από αυτή, λογίζεται ως εισόδημα από κινητές αξίες.

3. Κάθε δάνειο που συνομολογείται μεταξύ ιδιωτών ή παρέχεται από εταιρία προς τα
μέλη της ή τρίτους, λογίζεται ότι συνάπτεται με ελάχιστο επιτόκιο αυτό που ισχύει
για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας κατά το χρόνο σύναψης
του δανείου.

4. Οι τόκοι συναλλαγματικών και γραμματίων από εμπορικές συναλλαγές, οι τόκοι


από τις αποδεδειγμένες πωλήσεις εμπορευμάτων με πίστωση μεταξύ εμπόρων και
οι προκύπτοντες τόκοι υπερημερίας, λόγω καθυστέρησης στην καταβολή του
πιστωθέντος τιμήματος, δεν λογίζονται ως εισόδημα από κινητές αξίες, αλλά ως
εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις, με την προϋπόθεση ότι αυτός που αποκτά το
εισόδημα αυτό ασκεί εμπορική γενικά επιχείρηση στην Ελλάδα, ή προκειμένου για
αλλοδαπό, ότι αυτός έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και οι τόκοι
προέρχονται από εργασίες της μόνιμης αυτής εγκατάστασης.
Ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις λογίζονται και οι τόκοι της παραγράφου
αυτής που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση.
128

5. Παροχές σε χρήμα ή σε είδος και γενικά παροχές χρηματικής αποτιμήσεως, που


γίνονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρία, χωρίς νόμιμη ή συμβατική, για το σκοπό
αυτόν, υποχρέωση προς διευθύνοντες ή εντεταλμένους συμβούλους ή προέδρους ή
μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή διευθυντές και γενικά προς πρόσωπα τα οποία
εκπροσωπούν νόμιμα αυτή, λογίζονται ως εισόδημα από κινητές αξίες των
ανωτέρων προσώπων, με την προϋπόθεση ότι έχουν βαρύνει τα αποτελέσματα
χρήσεως της οικείας διαχειριστικής χρήσης.

Άρθρο 26
Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος
Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος από κινητές αξίες θεωρείται:
1. Για τα κέρδη που διανέμονται από τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες με τη μορφή
μερισμάτων, προμερισμάτων, αμοιβών και ποσοστών στα μέλη του διοικητικού
συμβουλίου, αμοιβών και ποσοστών, εκτός μισθού, σε διευθυντές και αμοιβών στο
εργατοϋπαλληλικό προσωπικό τους, ο χρόνος έγκρισης αυτών από τη γενική
συνέλευση των μετόχων.

2. Για τους τόκους που προέρχονται από ιδρυτικούς τίτλους και προνομιούχες
μετοχές, ο χρόνος έγκρισής τους από τη γενική συνέλευση των μετόχων και
προκειμένου για τοκομερίδια, ο χρόνος που έχει ορισθεί για την εξαργύρωσή τους.

3. Για τα εισοδήματα της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 24, ο


χρόνος εξαργύρωσης ή είσπραξης των μερισμάτων και τόκων.

4. Για τους τόκους του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 24, ο χρόνος κατά τον οποίο αυτοί καθίστανται ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί,
ενώ για τους τόκους του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 του
άρθρου 24, ο χρόνος καταβολής ή πίστωσης των τόκων.
Σε περίπτωση κατά την οποία εξοφλείται το κεφάλαιο δανείου ή απαίτηση γενικά ή
παρέχεται συναίνεση, με ιδιωτική βούληση ή με βάση δικαστική απόφαση, για την
εξάλειψη υποθήκης ή προσημείωσης, που είχε εγγραφεί προς ασφάλεια του δανείου
ή γενικά απαίτησης, θεωρείται, μη επιτρεπόμενης ανταποδείξεως, ότι εξοφλούνται
ταυτόχρονα, καθιστάμενοι απαιτητοί και οι μέχρι του χρόνου εξόφλησης του δανείου
ή εξάλειψης της υποθήκης ή της προσημειώσεως αναλογούντες τόκοι, οι οποίοι δεν
129

εδηλώθησαν από τον υπόχρεο, ούτε έχουν υπαχθεί διαφορετικώς σε φορολογία


μέχρι τη χρονολογία αυτή.
Οι τόκοι αυτοί, προκειμένου να υπαχθούν σε φορολογία, μπορούν να κατανεμηθούν,
μετά από αίτηση του φορολογουμένου, στο έτος εξόφλησης και στα δύο
προηγούμενα έτη και σε κάθε περίπτωση όχι πέραν από το έτος της
συνομολόγησης του δανείου ή της δημιουργίας της απαίτησης.

5. Για τα κέρδη, που προέρχονται από ημεδαπά αμοιβαία κεφάλαια, ο χρόνος


έγκρισής τους από την Α.Ε. Διαχειρίσεως και προκειμένου για κέρδη που
προέρχονται από αμοιβαία κεφάλαια αλλοδαπής, ο χρόνος είσπραξης αυτών.

6. Για τα εισοδήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 25, ο
χρόνος έγκρισής τους από την γενική συνέλευση των μετόχων.

7. Για τα εισοδήματα που αναφέρονται στην περίπτωση στ΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 24, στην παρ. 5 του άρθρ. 25, καθώς και για τις αμοιβές μελών διοικητικού
συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, που δεν προέρχονται από τη διάθεση των καθαρών
κερδών της, ο χρόνος της καταβολής ή πίστωσης αυτών στο όνομα των
δικαιούχων.

8. Για τα εισοδήματα που αναφέρονται στην περίπτωση η΄ της παραγράφου 1 του


άρθρου 24, ο χρόνος λήξης της σύμβασης. Κάθε ανανέωση ή παράταση της
σύμβασης θεωρείται για την εφαρμογή της διάταξης αυτής ως νέα σύμβαση.

Άρθρο 27
Ακαθάριστο και καθαρό εισόδημα
1. Το εισόδημα που προκύπτει σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25 αποτελεί το
ακαθάριστο εισόδημα από κινητές αξίες. Από το εισόδημα αυτό εκπίπτει κάθε
φόρος, τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου, που βαρύνει
αυτό το εισόδημα.

2. Το ποσό που απομένει, μετά τις εκπτώσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη
παράγραφο, αποτελεί το καθαρό εισόδημα από κινητές αξίες.

3. Κατ΄ εξαίρεση, για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος από τόκους οι
οποίοι επιδικάστηκαν σε φυσικά πρόσωπα, εκπίπτουν οι τόκοι που καταβάλλονται
σε δανειοδοτικούς φορείς, μέχρι το ύψος του συνολικού ακαθάριστου εισοδήματος
130

από τόκους, εφόσον το ποσό των οφειλόμενων τόκων δεν έχει ληφθεί υπόψη κατά
τον προσδιορισμό του συνολικού ή του καθαρού εισοδήματος άλλης κατηγορίας ή
δεν έχει εκπεσθεί από το συνολικό εισόδημα του οφειλέτη φυσικού προσώπου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Άρθρο 28
1. Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις είναι το κέρδος που αποκτάται από
ατομική ή εταιρική επιχείρηση εμπορική, βιομηχανική ή βιοτεχνική ή από την
άσκηση οποιουδήποτε κερδοσκοπικού επαγγέλματος, το οποίο δεν υπάγεται στα
ελευθέρια επαγγέλματα που αναφέρονται στο άρθρο 48.

2. Επιχείρηση αποτελεί και μεμονωμένη ή συμπτωματική πράξη που αποβλέπει


στην επίτευξη κέρδους, καθώς και η πώληση μέσα σε δύο (2) χρόνια από την
απόκτηση εξ επαχθούς αιτίας εδαφικών εκτάσεων που βρίσκονται εκτός σχεδίου
πόλεως και έχουν μεγάλη αξία.

3. Θεωρείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις:


α. Το κέρδος από την άσκηση επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτων γενικά, εκτός
από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, των οποίων το καθαρό κέρδος
εξευρίσκεται με ειδικό τρόπο.
Ως κέρδος θεωρείται η επιπλέον διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου το οποίο
πουλήθηκε και της αξίας αυτού κατά το χρόνο της αγοράς. Ως αξία πώλησης
λαμβάνεται αυτή που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν.
1249/1982 (ΦΕΚ Α΄ 43). Αν όμως το τίμημα που αναφέρεται στα οικεία πωλητήρια
συμβόλαια είναι μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, ως ακαθάριστο έσοδο
λαμβάνεται το αναφερόμενο σε αυτά τα συμβόλαια τίμημα. Ειδικά για τις περιοχές
που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων,
ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται:
αα. Το τίμημα από τις πωλήσεις των πιο πάνω ακινήτων που αναφέρεται στα οικεία
πωλητήρια συμβόλαια.
ββ. Η διαφορά μεταξύ του τιμήματος της αξίας, κατά περίπτωση, που φορολογήθηκε
και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, η οποία εξευρίσκεται σύμφωνα με τις
διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων.
Η διαφορά αυτή μειώνεται με τις δαπάνες του άρθρου 31 που βαρύνουν τον πωλητή.
131

β. Η ωφέλεια που πραγματοποιείται από οργανωμένη επιχείρηση πώλησης


οικοπέδων ή αγροτεμαχίων, τα οποία προέρχονται από εδαφικές εκτάσεις της
επιχείρησης, που βρίσκονται εκτός ή εντός σχεδίου πόλεως, δήμου ή κοινότητας, οι
οποίες έχουν κατατμηθεί ή ρυμοτομηθεί. Ως ωφέλεια θεωρείται η επιπλέον διαφορά
μεταξύ της αξίας της έκτασης η οποία πουλήθηκε και της αξίας της πριν από την
κατάτμηση ή τη ρυμοτόμηση. Ως αξία πώλησης λαμβάνεται αυτή που
προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982. Αν όμως
το τίμημα που αναφέρεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια είναι μεγαλύτερο από
την πιο πάνω αξία, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται το αναφερόμενο σε αυτά τα
συμβόλαια τίμημα. Ειδικά, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα
προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται:
αα. Το τίμημα από τις πωλήσεις των πιο πάνω ακινήτων που αναφέρεται στα οικεία
πωλητήρια συμβόλαια.
ββ. Η διαφορά μεταξύ του τιμήματος της αξίας, κατά περίπτωση, που φορολογήθηκε
και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, η οποία εξευρίσκεται σύμφωνα με τις
διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων.
Η διαφορά αυτή μειώνεται με τις δαπάνες του άρθρου 31 που βαρύνουν τον πωλητή.
γ. Τα ποσά που καταβάλλουν με τη μορφή μερίσματος ή αμοιβής στα μέλη τους οι
συνεταιρισμοί που έχουν συσταθεί νόμιμα.
δ. Τα κέρδη από παρεπόμενες εργασίες που ενεργούνται από την επιχείρηση
παράλληλα με τον κύριο σκοπό της.
ε) Η επιχειρηματική αμοιβή του ομόρρυθμου εταίρου και του κοινωνού, που
προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 10.
(Όπως η περίπτωση ε΄ της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).
(Η περίπτωση ε΄ της παρ. 3 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«ε. Η επιχειρηματική αμοιβή του ομόρρυθμου εταίρου, του κοινωνού και του εταίρου
διαχειριστή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, που προβλέπεται από τις διατάξεις των
άρθρων 10 και 109.»).
στ. Ο μισθός που καταβάλλεται από ανώνυμη εταιρία στα μέλη του διοικητικού
συμβουλίου της, για τις υπηρεσίες που παρέχουν βάσει ειδικής σύμβασης μίσθωσης
εργασίας ή εντολής, εφόσον για τις υπηρεσίες αυτές τα μέλη του διοικητικού
συμβουλίου είναι ασφαλισμένα σε οποιονδήποτε, εκτός του ΙΚΑ, ασφαλιστικό
οργανισμό ή ταμείο.
Επίσης, ο μισθός και οι κάθε είδους απολαβές που καταβάλλονται από εταιρία
περιορισμένης ευθύνης σε εταίρους της για υπηρεσίες που παρέχουν σ΄ αυτή,
εφόσον οι εταίροι είναι ασφαλισμένοι για τις υπηρεσίες αυτές σε οποιονδήποτε
ασφαλιστικό οργανισμό ή ταμείο εκτός του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
132

(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 8 του Ν. 3091/2002
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για μισθούς και λοιπές απολαβές που
βαρύνουν διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).
ζ. Θεωρείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και η πραγματοποιηθείσα
αυτόματη υπερτίμηση του πάγιου κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην επιχείρηση,
καθώς και η υπερτίμηση που δεν πραγματοποιήθηκε, εφόσον αυτή έχει περιληφθεί
στην απογραφή. Κατ΄ εξαίρεση, η υπερτίμηση από την αναγκαστική απαλλοτρίωση
ακινήτου, το οποίο ιδιοχρησιμοποιείται ή έχει ιδιοχρησιμοποιηθεί για την άσκηση
του αντικειμένου των εργασιών της επιχείρησης, απαλλάσσεται του φόρου, εφόσον
εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού και φορολογείται
σε περίπτωση διανομής του ή διάλυσης της επιχείρησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες
διατάξεις. Κατά τον υπολογισμό του υπερτιμήματος από την πώληση ακινήτου,
εξαιρουμένου του υπερτιμήματος που προκύπτει από την αναγκαστική
απαλλοτρίωση ακινήτου, ως τιμή πώλησης δεν δύναται να ληφθεί ποσό μικρότερο
της αξίας, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας
μεταβίβασης ακινήτων. Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται
ανάλογα και για την υπεραξία που προκύπτει κατά την εισφορά ακινήτων που
βρίσκονται σε Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) της
παραγράφου 3 του άρθρου 29 του Ν. 2545/1997 (ΦΕΚ 254Α΄), σε επιχείρηση - φορέα
ίδρυσης και εκμετάλλευσης των Π.Ο.Τ.Α.
Ειδικά για τα ακίνητα που αποτέλεσαν αντικείμενο σύμβασης χρηματοδοτικής
μίσθωσης του Ν. 1665/1986 και μεταβιβάζονται είτε λόγω λήξης της σύμβασης αυτής
ή εξαγοράζονται πριν από τη λήξη της μίσθωσης από το μισθωτή, ως αξία πώλησης
αυτών λαμβάνεται αυτή που καθορίζεται από τους όρους της σύμβασης
χρηματοδοτικής μίσθωσης που είχε υπογραφεί. Η διάταξη του προηγούμενου
εδαφίου δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που το ακίνητο μεταβιβάζεται σε τρίτο
πρόσωπο πλην του μισθωτή ή των κληρονόμων του, εφόσον υπεισέλθουν στη θέση
του θανόντος μισθωτή, λόγω κληρονομικής διαδοχής, σύμφωνα με τις κείμενες
διατάξεις.
Η υπεραξία που προκύπτει από την πώληση ακινήτου επιχείρησης σε εταιρία
χρηματοδοτικής μίσθωσης, για το οποίο στη συνέχεια θα συναφθεί σύμβαση
χρηματοδοτικής μίσθωσης μεταξύ εταιρίας χρηματοδοτικής μίσθωσης και της
πωλήτριας επιχείρησης, απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος, με την
προϋπόθεση ότι θα εμφανισθεί σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου
αποθεματικού, το οποίο φορολογείται, σε περίπτωση διανομής ή διάλυσης της
επιχείρησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Για τον προσδιορισμό της
υπεραξίας, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται αυτή που ορίζεται στη σύμβαση. Οι
διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων δεν εφαρμόζονται για συμβάσεις αγοράς
ακινήτων στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι εξωχώρια εταιρία.
133

(Όπως το τεταρτο εδάφιο προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 6 του Ν. 3220/2004
και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου και για πραξεις που ενεργούνται από
την 1/1/2003).
η. Οι τόκοι που ορίζονται από την παρ. 4 του άρθρ. 25.
θ. Οι αποδόσεις από συμβάσεις ή πράξεις επί παραγώγων χρηματοοικονομικών
προϊόντων που πραγματοποιούν επιτηδευματίες που τηρούν βιβλία τρίτης
κατηγορίας του ΚΒΣ. Ως παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα νοούνται τα
χρηματοοικονομικά μέσα που αναφέρονται στην περίπτωση η΄ της παραγράφου 1
του άρθρου 24.

4. Τα κατά το άρθρο αυτό εισοδήματα και κέρδη των επιχειρήσεων, που λειτουργούν
με τη μορφή ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης και περιορισμένης ευθύνης εταιρίας,
κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρίας κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθώς και
συνεταιρισμών θεωρείται ότι αποκτήθηκαν:
α. Στις περιπτώσεις της ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης και περιορισμένης ευθύνης
εταιρίας, της κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρίας κερδοσκοπικού
χαρακτήρα από κάθε έναν εταίρο ή μέλος, για το ποσοστό των κερδών που του
αναλογεί από τη συμμετοχή του στην εταιρία, κοινοπραξία ή κοινωνία.
Ως χρόνος κτήσης, για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του
Κ.Β.Σ., θεωρείται η ημερομηνία στην οποία κλείστηκε η διαχείριση και προκειμένου
για εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η ημερομηνία που εγκρίθηκε ο ισολογισμός της
από τη συνέλευση των εταίρων. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί ο ισολογισμός της
εταιρίας περιορισμένης ευθύνης μέσα σε χρονικό διάστημα 3 (τριών) μηνών από τη
λήξη της διαχειριστικής περιόδου, το εισόδημα λογίζεται ότι αποκτιέται από αυτούς
που έχουν την ιδιότητα του εταίρου την τελευταία ημέρα αυτού του τριμήνου. Σε
περίπτωση λύσης, συγχώνευσης ή μετατροπής της εταιρίας, περιορισμένης
ευθύνης, το εισόδημα λογίζεται ότι αποκτιέται από αυτούς που έχουν την ιδιότητα
του εταίρου την ημερομηνία της λύσης, συγχώνευσης ή μετατροπής κατά
περίπτωση. Αν η λύση, συγχώνευση ή μετατροπή επέρχεται πριν από την πάροδο
τριών (3) μηνών από τη λήξη της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου και
εφόσον ο ισολογισμός δεν έχει εγκριθεί από τη συνέλευση των εταίρων, το
εισόδημα και των δύο διαχειριστικών περιόδων λογίζεται ότι αποκτιέται από αυτούς
που έχουν την ιδιότητα του εταίρου την ημερομηνία της λύσης, συγχώνευσης ή
μετατροπής της εταιρίας.
β. Στην περίπτωση της συμμετοχικής (αφανούς) εταιρίας, από τον εμφανή εταίρο για
το σύνολο των κερδών της εταιρίας.
γ. Στις περιπτώσεις των συνεταιρισμών που έχουν συσταθεί νόμιμα, από κάθε
συνεταίρο για το μέρισμα ή την αμοιβή που του καταβλήθηκε. Η ύπαρξη των
εταιριών που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ αποδεικνύεται με έγκυρο συστατικό
έγγραφο δημοσιευμένο, σύμφωνα με όσα ορίζει ο εμπορικός νόμος. Η κοινοπραξία
134

αναγνωρίζεται εφόσον έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις που ορίζονται από τις


διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Αντέγγραφα για την εικονικότητα είτε
των σχέσεων αυτών, είτε των όρων που συνδέουν τα μέρη τούτων γενικά, δεν
αναγνωρίζονται.

5. Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο


1 του άρθρου 29, ως εισόδημα λαμβάνεται:
α. Για διαχειριστική περίοδο μικρότερη από ένα έτος, το κέρδος που προέκυψε κατά
τη διάρκειά της.
β. Για διαχειριστική περίοδο μεγαλύτερη από δώδεκα (12) μήνες, το κέρδος που
προέκυψε από την έναρξη της περιόδου μέχρι την ημερομηνία έναρξης του
υπολειπόμενου δωδεκάμηνου τμήματος, το οποίο υπολογίζεται κατά προσέγγιση.
Το εισόδημα αυτό αφαιρείται από το εισόδημα της υπερδωδεκάμηνης διαχειριστικής
περιόδου και το υπόλοιπο που αποτελεί εισόδημα της δωδεκάμηνης περιόδου
φορολογείται στο επόμενο οικονομικό έτος.

Άρθρο 29
1. Η διαχειριστική περίοδος περιλαμβάνει δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα. Κατά την
έναρξη, λήξη ή διακοπή των εργασιών της επιχείρησης η διαχειριστική περίοδος
μπορεί να είναι μικρότερη του δωδεκαμήνου. Κατ΄ εξαίρεση, για την επιχείρηση που
τηρεί βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, η διαχειριστική
περίοδος έναρξης μπορεί να περιλαμβάνει και μεγαλύτερο του δωδεκάμηνου
χρονικό διάστημα, όχι όμως μεγαλύτερο από εικοσιτέσσερις (24) μήνες.

2. Οι επιχειρήσεις τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και


Στοιχείων υποχρεούνται να κλείνουν διαχείριση στις 30 Ιουνίου ή στις 31
Δεκεμβρίου κάθε έτους. Κατ΄ εξαίρεση, μπορεί να κλείνει τη διαχείρισή του:
α. το υποκατάστημα, πρακτορείο ή άλλη εγκατάσταση στην Ελλάδα αλλοδαπής
επιχείρησης κατά το χρόνο που κλείνει τη διαχείρισή του το κεντρικό κατάστημα
στην αλλοδαπή,
β. η ημεδαπή επιχείρηση, στην οποία μετέχει αλλοδαπή τοιαύτη με ποσοστό
κεφαλαίου 50% (πενήντα τοις εκατό) τουλάχιστον κατά το χρόνο που κλείνει τη
διαχείρισή της η αλλοδαπή επιχείρηση,
γ. η ημεδαπή επιχείρηση στο κεφάλαιο της οποίας μετέχει με ποσοστό τουλάχιστον
πενήντα τοις εκατό (50%) άλλη ημεδαπή επιχείρηση, στην οποία μετέχει αλλοδαπή
επιχείρηση με το ίδιο ή μεγαλύτερο ποσοστό, κατά τον χρόνο που κλείνει τη
διαχείρισή της η αλλοδαπή επιχείρηση,
135

δ. η ημεδαπή επιχείρηση στο κεφάλαιο της οποίας μετέχει με ποσοστό τουλάχιστον


πενήντα τοις εκατό (50%) άλλη ημεδαπή επιχείρηση, κατά το χρόνο που κλείνει τη
διαχείρισή της η συμμετέχουσα επιχείρηση.
Επί αλλαγής του χρόνου λήξης της διαχειριστικής περιόδου της αλλοδαπής
επιχείρησης ή της συμμετέχουσας, οι επιχειρήσεις των παραπάνω περιπτώσεων α΄,
β΄, γ΄ και δ΄ μπορούν, χωρίς έγκριση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, να προσαρμόζουν το χρόνο λήξης της διαχειριστικής περιόδου με αυτόν
της αλλοδαπής ή της συμμετέχουσας επιχείρησης.
Η προσαρμογή μπορεί να γίνεται είτε με επιμήκυνση είτε με σύντμηση της
διαχειριστικής περιόδου.
(Όπως το νέο αυτό εδάφιο προστέθηκε στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 29 με την
παράγραφο 1 του άρθρου 7 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την παρ.4 του ιδίου
άρθρου και νόμου για διαχειριστικές περιόδους που κλείνουν 30/6/2000 και μετά).

3. Όταν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου της φορολογίας οικονομικού έτους


έχουν κλειστεί περισσότερες από μία διαχειρίσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν
χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από δώδεκα (12) μήνες, ως εισόδημα λαμβάνεται το
άθροισμα των κερδών αυτών των διαχειρίσεων. Σε περίπτωση μετάθεσης του
χρόνου λήξης της διαχειριστικής περιόδου, η μετάθεση αυτή θεωρείται, πάντοτε, ως
παράταση της δωδεκάμηνης περιόδου. Σε αυτήν την περίπτωση ως εισόδημα
λαμβάνεται αυτό που προκύπτει από την προσαυξημένη δωδεκάμηνη περίοδο.

4. Όταν έχει διαρρεύσει πλήρες δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα, χωρίς να κλειστεί


διαχείριση κατά το οικονομικό έτος που προηγήθηκε του έτους της φορολογίας, το
εισόδημα καθορίζεται εξωλογιστικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32.

5. Αλλαγή του χρόνου λήξης της διαχειριστικής περιόδου με σύντμηση ή


επιμήκυνση αυτής επιτρέπεται, εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι που την
επιβάλλουν. Για την αλλαγή αυτήν απαιτείται έγκριση του προϊσταμένου της ΔΟΥ,
μετά από σχετική αίτηση του επιτηδευματία, που υποβάλλεται το αργότερο ένα (1)
μήνα πριν από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου της οποίας ζητείται η
επιμήκυνση ή ένα (1) μήνα πριν από την αιτούμενη λήξη της υπό σύντμηση
διαχειριστικής περιόδου. Η αίτηση που υποβάλλεται εκπρόθεσμα θεωρείται ότι δεν
έχει υποβληθεί.
(Όπως η παράγραφος 5 του άρθρου 29 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου
7 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την παρ.4 του ιδίου άρθρου και νόμου για
διαχειριστικές περιόδους που κλείνουν 30/6/2000 και μετά).
136

Άρθρο 30
1. Ως ακαθάριστο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις λαμβάνεται το σύνολο των
ακαθάριστων εσόδων από τις κάθε είδους εμπορικές συναλλαγές αυτών.

2. Ο προσδιορισμός των ακαθάριστων εσόδων των εμπορικών επιχειρήσεων


ενεργείται ως ακολούθως:

α. Για επιχειρήσεις που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία δεύτερης ή τρίτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται
με βάση τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α της παρ. 2 του άρθρου 30, προέκυψε μετά την
κατάργηση του άρθρου 17 του Ν. 3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του,
σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α της παρ. 2 πριν την κατάργηση του άρθρου 17 του Ν.
3220/2004 είχε ως εξής:
«α. Για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται με βάση τα
δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων εφόσον πρόκειται για διαχειριστικές περιόδους που δεν
βαρύνονται με οποιαδήποτε παράβαση της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας ή
βαρύνονται με παραβάσεις γενικά που δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό των
ακαθαρίστων εσόδων κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση δ»).
Εξαιρετικά, για επιχειρήσεις πρακτόρων κρατικών λαχείων, ως ακαθάριστα έσοδα
λαμβάνονται για μεν τις λιανικές πωλήσεις λαχείων που διενεργούνται μέσω των
καταστημάτων τους, η προμήθεια που δικαιούνται, για δε τις χονδρικές πωλήσεις,
ποσοστό 1% (ένα τοις εκατό) επί της ονομαστικής αξίας των λαχείων για τη
μεσολάβηση πώλησης αυτών.
β. Για επιχειρήσεις που τηρούν ακριβή βιβλία και στοιχεία πρώτης κατηγορίας του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται με την
προσθήκη του μικρού κέρδους στο συνολικό κόστος των εμπορεύσιμων αγαθών,
χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας, τα οποία αγοράστηκαν μέσα στη χρήση ή των
έτοιμων προϊόντων που έχουν παραχθεί από τις πρώτες και βοηθητικές ύλες που
αγοράστηκαν μέσα στην ίδια χρήση. Το μικτό εμπορικό ή βιομηχανικό κέρδος, κατά
περίπτωση, βρίσκεται με σύγκριση των τιμών κτήσης και πώλησης των αγαθών
που διατέθηκαν από την επιχείρηση. Σε περίπτωση που για την κρινόμενη
επιχείρηση δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία, λαμβάνεται υπόψη ο συντελεστής μικτού
κέρδους άλλων ομοειδών επιχειρήσεων. Όταν το μικτό κέρδος καθορίζεται από το
Υπουργείο Εμπορίου, προκειμένου να προσδιοριστούν τα ακαθάριστα έσοδα, ως
137

ποσοστό μικτού κέρδους λαμβάνεται το ανώτατο όριο του συντελεστή που έχει
καθοριστεί από το Υπουργείο αυτό.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β της παρ. 2 του άρθρου 30, προέκυψε μετά την
κατάργηση του άρθρου 17 του Ν. 3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του,
σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β της παρ. 2 πριν την κατάργηση του άρθρου 17 του Ν.
3220/2004 είχε ως εξής:
«β. Για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης κατηγορίας του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων, εξαιρουμένων αυτών που είχαν υποχρέωση τήρησης βιβλίων και
στοιχείων ανώτερης κατηγορίας, τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται με την προσθήκη του
μικτού κέρδους στο συνολικό κόστος των εμπορεύσιμων αγαθών, χωρίς φόρο
προστιθέμενης αξίας, τα οποία αγοράστηκαν μέσα στη χρήση ή των έτοιμων προϊόντων
που έχουν παραχθεί από τις πρώτες και βοηθητικές ύλες που αγοράστηκαν μέσα στην ίδια
χρήση, εφόσον πρόκειται για διαχειριστικές περιόδους που δεν βαρύνονται με οποιαδήποτε
παράβαση της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας ή βαρύνονται με παραβάσεις γενικά
που δεν επηρεάζουν το ανωτέρω κατά περίπτωση συνολικό κόστος, κατά τα οριζόμενα
στην περίπτωση ε΄»).
Σε περίπτωση που το Υπουργείο Εμπορίου έχει καθορίσει δραχμικό μικτό κέρδος
γίνεται αναγωγή αυτού σε ποσοστιαίο. Για την εφαρμογή των διατάξεων της
παραγράφου αυτής, θεωρείται ότι τα εμπορεύσιμα αγαθά πουλήθηκαν όλα μέσα στη
χρήση και ότι οι πρώτες και βοηθητικές ύλες μεταποιήθηκαν και πουλήθηκαν μέσα
στη χρήση ως έτοιμα προϊόντα, ανεξάρτητα από το αν η διάθεσή τους γίνεται
χονδρικώς ή λιανικώς. Στις επιχειρήσεις που αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες
τους και εφόσον το επόμενο έτος συνεχίζουν να τηρούν βιβλία πρώτης κατηγορίας
του Κ.Β.Σ., θεωρείται ότι πουλήθηκαν μέσα στη χρήση από τα εμπορεύσιμα αγαθά,
τόσα δωδέκατα αυτών όσοι οι μήνες της πραγματικής λειτουργίας της επιχείρησης.
Τμήμα του μήνα λογίζεται ως ακέραιος μήνας.
Το υπόλοιπο ποσό προστίθεται στις αγορές του αμέσως επόμενου έτους και
λογίζεται ως αγορά του έτους αυτού. Σε περίπτωση αλλαγής της κατηγορίας των
βιβλίων και στοιχείων που τηρούνται από την επιχείρηση:
αα. Από την πρώτη στη δεύτερη κατηγορία, τα ακαθάριστα έσοδα κατά τη
διαχειριστική περίοδο, κατά την οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία δεύτερης
κατηγορίας, δεν μπορούν να υπερβούν τα ακαθάριστα έσοδα, τα οποία βρίσκονται
με βάση τα αγορασθέντα εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα προϊόντα μέσα
σε αυτήν την περίοδο.
Όταν όμως τα ακαθάριστα έσοδα αυτής της περιόδου που προκύπτουν με βάση τα
δεδομένα των στοιχείων και βιβλίων, μειωμένα κατά τα ακαθάριστα έσοδα της
προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου, κατά την οποία είχαν τηρηθεί βιβλία
πρώτης κατηγορίας, είναι μεγαλύτερα από τα ακαθάριστα έσοδα της ίδιας περιόδου
που βρίσκονται με βάση τα αγορασθέντα εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα
138

προϊόντα, τότε τα μεγαλύτερα αυτά ακαθάριστα έσοδα θεωρούνται ως έσοδα της


διαχειριστικής περιόδου, κατά την οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία
δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
ββ. Από την πρώτη στην τρίτη κατηγορία, τα ακαθάριστα έσοδα κατά την τελευταία,
πριν από την αλλαγή της κατηγορίας των βιβλίων, διαχειριστική περίοδο βρίσκονται
με βάση τα αγορασθέντα κατά την περίοδο αυτή εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα
έτοιμα προϊόντα, μειωμένα κατά την αξία των αγαθών που εμφανίζονται στην
απογραφή έναρξης της διαχειριστική περιόδου κατά την οποία έγινε η αλλαγή της
κατηγορίας βιβλίων.
γγ. Από τη δεύτερη ή τρίτη στην πρώτη κατηγορία, τα ακαθάριστα έσοδα κατά τη
διαχειριστική περίοδο, κατά την οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία πρώτης
κατηγορίας βρίσκονται με βάση την αξία των αγορασθέντων κατά την περίοδο αυτή
εμπορεύσιμων αγαθών ή παραχθέντων προϊόντων, η οποία προσαυξάνεται με την
αξία των εμπορεύσιμων αγαθών ή παραχθέντων έτοιμων προϊόντων που
αποδειγμένα δε διατέθηκαν ή δεν χρησιμοποιήθηκαν, εφόσον τηρήθηκαν βιβλία
δεύτερης κατηγορίας ή που εμφανίζονται στην απογραφή, εφόσον τηρήθηκαν βιβλία
τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
γ. Για επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων ή τα τηρούμενα είναι κατώτερα της προσήκουσας κατηγορίας ή ανεπαρκή
ή ανακριβή, τα ακαθάριστα έσοδα προσδιορίζονται εξωλογιστικά, με βάση τα
στοιχεία και τις πληροφορίες που διαθέτει ο προϊστάμενος της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας για την έκταση της συναλλακτικής δράσης και τις συνθήκες
λειτουργίας της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή λαμβάνονται υπόψη οι αγορές,
οι πωλήσεις και το μικτό κέρδος που εμφανίζει η επιχείρηση, το μικτό κέρδος που
πραγματοποιείται από ομοειδείς επιχειρήσεις που λειτουργούν με παρόμοιες
συνθήκες, το απασχολούμενο προσωπικό, το ύψος των κεφαλαίων που έχουν
επενδυθεί , καθώς και των ίδιων κεφαλαίων κίνησης, το ποσό των πιστώσεων και
των δανείων, το ποσό των εξόδων παραγωγής και διάθεσης των εμπορευμάτων,
των εξόδων διαχείρισης και γενικά κάθε επαγγελματική δαπάνη.
Ειδικά, στην περίπτωση που κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί απόκρυψη φορολογητέας
ύλης ή/και μη έκδοση στοιχείων ή/και έκδοση πλαστών - εικονικών στοιχείων που
συνεπάγονται το χαρακτηρισμό των βιβλίων ως ανακριβών, το σχετικό ποσό που
προκύπτει, το οποίο σε περίπτωση επανάληψης των ως άνω παραβάσεων μέσα
στην ίδια διαχειριστική χρήση διπλασιάζεται, προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα
των βιβλίων και το άθροισμα προσαυξάνεται κατά ένα ποσοστό, ως ακολούθως:
α) κατά τέσσερα τοις εκατό (4%), εάν το ποσό της απόκρυψης της φορολογητέας
ύλης που προκύπτει από τους ως άνω λόγους δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό
(5%) της δηλωθείσας και σε ποσό τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ,
β) κατά οκτώ τοις εκατό (8%), εάν το ποσό υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της
δηλωθείσας και σε ποσό τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ
139

(Όπως το τρίτο εδάφιο της περ. γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 30 του Ν. 2238/1994,
προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου από 14/12/2004).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γ της παρ. 2 του άρθρου 30, προέκυψε μετά την
κατάργηση του άρθρου 17 του Ν. 3220/2004 και ισχύει αύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ.
22 του Ν. 3259/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γ της παρ. 2 πριν την κατάργηση του άρθρου 17 του Ν.
3220/2004 είχε ως εξής:
«γ. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης στ΄, για επιχειρήσεις που δεν τηρούν
βιβλία και στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων επειδή δεν έχουν σχετική υποχρέωση
ή δεν τηρούν αν και ήταν υπόχρεοι ή δεν διαφυλάττουν τα βιβλία ή στοιχεία της περίπτωσης
στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή τηρούν βιβλία
και στοιχεία Α΄ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ενώ ήταν υπόχρεοι σε τήρηση
βιβλίων και στοιχείων Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας του Κώδικα αυτού, τα ακαθάριστα έσοδα
προσδιορίζονται εξωλογιστικά με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που διαθέτει ο
προϊστάμενος της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας για την έκταση της συναλλακτικής
δράσης και τις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης»).
............................
(Όπως οι περιπτώσεις δ΄, ε΄, και στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 30, οι οποίες είχαν προστεθεί
με το άρθρο 17 του Ν. 3220/2004 και ισχύουν σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν.
3259/2004).
(Οι περιπτώσεις δ΄, ε΄, και στ΄ της παρ. 2 πριν την κατάργησή του άρθρου 17 του Ν.
3220/2004, είχαν ως εξής:

3. Στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της προηγούμενης παραγράφου, η κρίση του


προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας για τον προσδιορισμό των
ακαθάριστων εσόδων πρέπει να μην απέχει από τα δεδομένα της κοινής πείρας. <

4. Ειδικά η αξία παραγγελιών λουλουδιών, η οποία διακανονίζεται με τη


μεσολάβηση επιτηδευματιών ή άλλων προσώπων, συνιστά πώληση αγαθών για
τον ανθοπώλη που εκτελεί την παραγγελία, μειωμένη κατά τα ποσά προμηθειών.

Άρθρο 11
Προσδιορισμός ακαθάριστου και καθαρού εισοδήματος
των επιχειρήσεων
Στο άρθρο 30 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 5 που έχει ως εξής:
«5. Όταν αγαθά που έχει πωλήσει ελληνική επιχείρηση σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή
σε αντιπρόσωπο ή υπεργολάβο αυτών, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή
είναι εγκατεστημένος σε κράτος που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 5
του άρθρου 51Α ή σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς όπως ορίζεται στην παράγραφο 7 του
ίδιου άρθρου, χωρίς τα προϊόντα να έχουν μεταφερθεί εκτός Ελλάδος, στη συνέχεια μεταπωλούνται σε
140

άλλη ελληνική επιχείρηση σε τιμή μεγαλύτερη από αυτή της πρώτης συναλλαγής, η επιπλέον διαφορά του
τιμήματος που προκύπτει θεωρείται ακαθάριστο έσοδο της ελληνικής πωλήτριας επιχείρησης. Επίσης, αν
ελληνική επιχείρηση πωλεί σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή σε αντιπρόσωπο ή
υπεργολάβο αυτών, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος
σε κράτος που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 51Α ή σε
κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς όπως ορίζεται στην παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου αγαθά σε
τιμή μικρότερη από αυτή στην οποία πωλεί τα ίδια εμπορεύματα σε ημεδαπή ή αλλοδαπή επιχείρηση, η
χαμηλή τιμή δεν αναγνωρίζεται και η επιπλέον διαφορά που προκύπτει προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα
της ελληνικής επιχείρησης.» Μετά το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης αα’ της περίπτωσης α’ της
παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται τρία νέα εδάφια που έχουν ως εξής:
«Η υπηρεσία που διενεργεί τον φορολογικό έλεγχο, τακτικό ή προσωρινό, υποχρεούται, αμέσως μετά την
ολοκλήρωσή του, να ενημερώσει τον αρμόδιο ασφαλιστικό οργανισμό σχετικά με την απόδοση ή μη των
ασφαλιστικών εισφορών. Η παραβίαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά πειθαρχικό αδίκημα. Οι δαπάνες
μισθοδοσίας δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση αν δεν έχουν εξοφληθεί μέσω επαγγελματικών τραπεζικών
λογαριασμών ή επιταγών που εξοφλούνται μέσω των ίδιων λογαριασμών. Με απόφαση του Υπουργού
Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος, η διαδικασία της εξόφλησης των δαπανών μισθοδοσίας
και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου.».

Άρθρο 31
Λογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος
1. Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και
στοιχεία δεύτερης και τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. εξευρίσκεται λογιστικώς με
έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο,
των ακόλουθων εξόδων:
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 31, προέκυψε μετά την κατάργηση του
άρθρου 18 του Ν. 3220/2004 από την 15 Ιουλίου 2004, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ.
22 του Ν. 3259/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 πριν την κατάργηση του άρθρου 18 του Ν. 3220/2004 είχε ως
εξής:
«1. Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή
τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εξευρίσκεται λογιστικά με έκπτωση
από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά το προηγούμενο άρθρο, των
ακόλουθων εξόδων:»).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικαταστασή του είχε ως εξής:
«Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία
τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των επιχειρήσεων που
τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
141

Στοιχείων, εφόσον αυτές παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες και στερούνται αξιόλογων


αποθεμάτων κατά τη λήξη της διαχειριστική περιόδου, εξευρίσκεται λογιστικώς με έκπτωση
από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, των ακόλουθων
εξόδων:»)
α) Των γενικών εξόδων διαχείρισης, στα οποία περιλαμβάνονται με την επιφύλαξη
της παραγράφου 18 του παρόντος άρθρου:
(Όπως η πρώτη περίοδος της περ. α΄της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004 και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την 14/12/2004).
(Η πρώτη περίοδος της περ. α΄της παρ. 1 του άρθρου 31 πριν την αντικατάστασή της είχε
ως εξής:
«α. Των γενικών εξόδων διαχείρισης, στα οποία περιλαμβάνονται και:»)
αα. Τα έξοδα μισθοδοσίας και αμοιβής του προσωπικού, εφόσον έχουν καταβληθεί ή
βεβαιωθεί οι ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ι.Κ.Α. ή άλλου ασφαλιστικού
οργανισμού, εκτός αν από την κείμενη νομοθεσία προβλέπεται μερική ή ολική
απαλλαγή από την υποχρέωση για την καταβολή εισφορών. Επίσης, οι μισθοί και οι
κάθε είδους απολαβές των εταίρων των εταιριών περιορισμένης ευθύνης, εφόσον τα
πρόσωπα αυτά για τις υπηρεσίες που παρέχουν στις εταιρίες έχουν ασφαλιστεί σε
οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή ταμείο.
Από τα ακαθάριστα έσοδα των υπόχρεων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 δεν
εκπίπτουν οι μισθοί και οι κάθε είδους απολαβές των εταίρων ή μελών τους.
(Όπως τα εδάφια από δεύτερο και επόμενα της υποπερίπτωσης αα΄ της περίπτωση α΄ της
παρ. 1 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν. 3091/2002 και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από
1/1/2003 και μετά).
(Τα εδάφια από δεύτερο και επόμενα της υποπερίπτωσης αα΄ της περίπτωση α΄ της παρ. 1
πριν την αντικατασταση τους είχαν ως εξής:
«Επίσης, τα έξοδα μισθοδοσίας του υπαλληλικού προσωπικού της επιχείρησης που
συνδέεται με τον εργοδότη με συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τέταρτο
βαθμό, εφόσον καταβλήθηκαν ή βεβαιώθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές κύριας ή
επικουρικής υποχρεωτικής ασφάλισης στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή άλλους
ασφαλιστικούς οργανισμούς. Προκειμένου για τις ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες και
περιορισμένης ευθύνης εταιρίες, τις κοινοπραξίες, κοινωνίες και αστικές εταιρίες
κερδοσκοπικού χαρακτήρα, η διάταξη εφαρμόζεται στην περίπτωση που η συγγενική σχέση
υπάρχει μεταξύ εργαζομένου και κάποιου από τα μέλη της εταιρίας, κοινοπραξίας ή
κοινωνίας.
Κατ΄ εξαίρεση, από τα ακαθάριστα έσοδα των υποχρέων της παραγράφου 4 του άρθρου 2
και των εταιριών περιορισμένης ευθύνης δεν εκπίπτουν οι μισθοί και οι κάθε είδους
απολαβές των εταίρων ή μελών τους.»).
142

Μετά το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης αα’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του
Κ.Φ.Ε. προστίθενται τρία εδάφια που έχουν ως εξής:
«Η υπηρεσία που διενεργεί τον φορολογικό έλεγχο, τακτικό ή προσωρινό, υποχρεούται, αμέσως μετά την
ολοκλήρωσή του, να ενημερώσει τον αρμόδιο ασφαλιστικό οργανισμό σχετικά με την απόδοση ή μη των
ασφαλιστικών εισφορών. Η παραβίαση της υποχρέωσης του προηγούμενου εδαφίου συνιστά πειθαρχικό
αδίκημα που τιμωρείται κατά τις οικείες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου. Οι δαπάνες μισθοδοσίας δεν
αναγνωρίζονται προς έκπτωση αν δεν έχουν εξοφληθεί μέσω επαγγελματικών τραπεζικών λογαριασμών ή
επιταγών που εξοφλούνται μέσω των ίδιων λογαριασμών.
ε απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος, η διαδικασία της εξόφλησης των
δαπανών μισθοδοσίας, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του
τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου.».

o εικοστό, εικοστό πρώτο και τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1
του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

β. Το δέκατο πέμπτο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31
του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται μέχρι ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού καθαρού
εισοδήματος ή των κερδών που προκύπτουν από ισολογισμούς, λόγω δωρεάς προς τα κοινωφελή
ιδρύματα, τα σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και χορηγούν
υποτροφίες, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Όρους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, την Ιερά Μονή Σινά, την Ορθόδοξη
Εκκλησία της Αλβανίας, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα
ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς,
τους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς που συστάθηκαν και διέπονται από τις διατάξεις του ν.
1514/1985 ( Α’13) και του ν. 3653/2008 (Α’49), καθώς και τα ερευνητικά κέντρα που αποτελούν ημεδαπά
νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και έχουν συσταθεί νόμιμα.».
ι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3525/2007 (Α’16) καταργούνται από την έναρξη της ισχύος τους. Ειδικά τα
ποσά των χορηγιών σε χρήμα που μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος έχουν εισπραχθεί μέσω ειδικού
κωδικού εσόδου του Κρατικού Προϋπολογισμού, αναγνωρίζονται για έκπτωση από το φορολογητέο
εισόδημα του φορολογούμενου ή τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης που προσέφεραν τη χορηγία.

ββ. Το τεκμαρτό ενοίκιο των ακινήτων που ανήκουν στον επιχειρηματία και
χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση, εφόσον αυτό υπολογίστηκε στο εισόδημα
από ακίνητα.

ο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως
εξής:
«Ειδικά για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης με κυλινδρισμό μέχρι χίλια εξακόσια (1.600) κυβικά
εκατοστά, εκπίπτουν οι δαπάνες συντήρησης, επισκευής, κυκλοφορίας και αποσβέσεων και τα μισθώματα
που καταβάλλονται σε εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης ή οποιονδήποτε τρίτο, σε ποσοστό εξήντα τοις
143

εκατό (60%) του ύψους αυτών, εφόσον τα αυτοκίνητα αυτά χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της
επιχείρησης. Για αυτοκίνητα μεγαλύτερου κυβισμού εκπίπτει, με τις ίδιες προϋποθέσεις, ποσοστό είκοσι
πέντε τοις εκατό (25%) των πιο πάνω δαπανών.».

γγ) Τα ποσά που καταβάλλονται λόγω δωρεάς στο Δημόσιο, τους οργανισμούς
τοπικής αυτοδιοίκησης, τα ημεδαπά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και
δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που είναι νομικά πρόσωπα
ιδιωτικού δίκαιου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και
το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Οι διατάξεις των εδαφίων δέκατου μέχρι και
δέκατου τρίτου της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 εφαρμόζονται
ανάλογα.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1
του άρθρου 31 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 32 του Ν.
3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2005 και μετά).
(Το τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 31 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Οι διατάξεις των έξι τελευταίων εδαφίων της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 8 εφαρμόζονται αναλόγως»).
(Όπως το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παρ. 1
αντικαταστάθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 3091/2002 και ισχύουν σύφμωνα με
το άρθρο 30 του ίδου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
(Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 πριν
την αντικαταστασή τους είχαν ως εξής:
Η αξία των ακινήτων που μεταβιβάζονται, καθώς και τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται
λόγω δωρεάς στο δημόσιο, τους δήμους και τις κοινότητες του Κράτους, τα ανώτατα
εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία
που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό
Προϋπολογισμό, καθώς και το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων.
Η αξία των ακινήτων καθορίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 41 του Νόμου
1249/1982 ή ύστερα από εκτίμηση που ενεργείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων,
στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των
ακινήτων).
Η αξία των ειδών διατροφής που δωρίζονται από επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν
ή εμπορεύονται τέτοια αγαθά, προς το κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία
"ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ - ΙΔΡΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ" (ΦΕΚ 540
Β΄/1995). Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, ως αξία των δωριζόμενων
ειδών διατροφής λαμβάνεται το κόστος απόκτησης ή παραγωγής τους, κατά
144

περίπτωση και είναι απαραίτητη η έκδοση του οριζόμενου από τις διατάξεις του
άρθρου 14 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων φορολογικού στοιχείου.
Η αξία των κινητών μνημείων, όπως αυτά ορίζονται από την κείμενη νομοθεσία, που
μεταβιβάζονται λόγω δωρεάς στο Δημόσιο ή σε μουσεία αναγνωρισμένα από τον
Υπουργό Πολιτισμού σύμφωνα με την ίδια νομοθεσία. Σε περίπτωση μεταβίβασης
στο Δημόσιο η αποδοχή της δωρεάς γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών
Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του αρμόδιου
γνωμοδοτικού Συμβουλίου του Υπουργείου Πολιτισμού και μετά από χρηματική
αποτίμηση της αξίας των μνημείων από ειδική εκτιμητική επιτροπή και αποδοχή της
αξίας από τον δωρητή. Η απόφαση αυτή περιλαμβάνει τα στοιχεία του δωρητή, την
περιγραφή και τη χρηματική αποτίμηση του μνημείου. Τα μνημεία κατατίθενται σε
κρατικά μουσεία. Σε περίπτωση μεταβίβασης λόγω δωρεάς σε μουσεία που δεν
ανήκουν στο Δημόσιο η αποδοχή της δωρεάς γίνεται μετά από χρηματική
αποτίμηση των μνημείων από την ειδική εκτιμητική επιτροπή του έκτου εδαφίου του
παρόντος. Το ποσό που αφαιρείται δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό 15% του
συνολικού καθαρού εισοδήματος ή κερδών που προκύπτουν από τον ισολογισμό
της διαχειριστικής περιόδου από τα ακαθάριστα έσοδα της οποίας εκπίπτει. Σε
περίπτωση που η έκδοση της απόφασης της ειδικής εκτιμητικής επιτροπής γίνεται
σε μεταγενέστερη χρήση από αυτή της δωρεάς, το ποσό του προηγούμενου
εδαφίου εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της διαχειριστικής περιόδου μέσα στην
οποία εκδίδεται η απόφαση αυτή.
(Όπως τα παραπάνω επτά νέα εδάφια προστέθηκαν μετά το τέταρτο εδάφιο της
υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 47 του
Ν. 3028/2002, και ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 75 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως δηλαδή από 28/6/2002).
Η αξία των ιατρικών μηχανημάτων και των ασθενοφόρων αυτοκινήτων, που
μεταβιβάζονται λόγω δωρεάς στα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα
νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται
από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται λόγω δωρεάς προς τα κοινωφελή ιδρύματα,
τα σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης
και χορηγούν υποτροφίες, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Όρους, το
Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και
Ιεροσολύμων, την Ιερά Μονή Σινά, την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, τα
ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα
ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία
επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς, τους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς που
διέπονται από το Ν. 1514/1985, τα ερευνητικά κέντρα που αποτελούν ημεδαπά
νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και έχουν
συσταθεί νόμιμα, καθώς και οποιοδήποτε αθλητικό σωματείο, που έχει συσταθεί
145

νόμιμα και είναι αναγνωρισμένο από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, εφόσον οι


δωρεές αυτές προορίζονται για την καλλιέργεια και ανάπτυξη των ερασιτεχνικών
τους τμημάτων.
Επίσης, τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται μέχρι το ποσοστό δέκα τοις εκατό
(10%) του συνολικού καθαρού εισοδήματος ή των κερδών που προκύπτουν από
ισολογισμούς, λόγω χορηγίας προς τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ημεδαπά
νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα υπάρχουν ή συνιστώνται, εφόσον
επιδιώκουν σκοπούς πολιτιστικούς.
Όπως στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8
<http://lawdb.epsilon7.gr/show.php?
sessid=6ced5b9fe3c2602713879dbad8c10ce6&code=NA2238/1994/8/1//>μετά τις λέξεις
«την Ιερά Μονή Σινά,» προστέθηκαν οι λέξεις «την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας» με
την παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 3470/2006 (ΦΕΚ Α΄ 132/ 28-6-2006) και σύμφωνα με την
παρ. 3 του ίδιου άρθρου του ιδίου νόμου ισχύει για δαπάνες που πραγματοποιούνται από
1/1/2006 και μετά.
(Όπως το έκτο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ της περίπτωσης α της παραγράφου 1 του
άρθρου 31, αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του Ν. 2992/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 48 του ιδίου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης στο
ΦΕΚ ήτοι από 20/3/2002).
(Όπως το έβδομο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ της περίπτωσης α της παραγράφου 1 του
άρθρου 31, αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και
ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση δ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τις δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2001 και μετά).
Πολιτιστικοί σκοποί είναι, ιδίως, η καλλιέργεια, η προαγωγή και διάδοση των
γραμμάτων, της μουσικής, του χορού, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της
ζωγραφικής, της γλυπτικής και των τεχνών γενικότερα, καθώς και η ίδρυση,
επέκταση και συντήρηση των αναγνωρισμένων ιδιωτικών μουσείων, όπως τέχνης,
φυσικής ιστορίας, εθνολογικών και λαογραφικών.
Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Πολιτισμού και Οικονομικών καθορίζονται,
μετά από έλεγχο του Υπουργείου Πολιτισμού, τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν
πολιτιστικούς σκοπούς για την εφαρμογή αυτών των διατάξεων.
Όταν τα ποσά των δωρεών και των χορηγιών αυτής της περίπτωσης, με εξαίρεση
τις δωρεές που καταβάλλονται στους δωρεοδόχους του πρώτου εδαφίου,
υπερβαίνουν τα διακόσια ενενήντα (290) ευρώ ετησίως. λαμβάνονται υπόψη μόνο
εφόσον έχουν κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε λογαριασμό
του νομικού προσώπου που τηρείται σε τράπεζα.
(Όπως το δέκατο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ της περίπτωσης α της παραγράφου 1 του
άρθρου 31, αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και
ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση δ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τις δαπάνες που
πραγματοποιούνται από 1/1/2001 και μετά).
146

(Όπως στο δέκατο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του
άρθρου 31 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με
αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 40 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με
έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του
Ν. 2948/2001)
Ειδικώς, τα χρηματικά ποσά, που καταβάλλονται λόγω δωρεάς σε αθλητικά
σωματεία, λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον κατατίθενται σε λογαριασμό στο
Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε Τράπεζα που νόμιμα λειτουργεί στην
Ελλάδα.
Τα ποσά αυτών των δωρεών εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης,
εφόσον υφίστανται τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
i. Το πρωτότυπο του παραστατικού κατάθεσης του ποσού της δωρεάς.
ii. Αντίγραφο πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου περί αποδοχής της δωρεάς,
θεωρημένο από τον προϊστάμενο του γραφείου φυσικής αγωγής του νομού της
έδρας του σωματείου.
iii. Αντίγραφο της σελίδας του βιβλίου ταμείου του σωματείου, όπου έχει
καταχωρηθεί το ποσό της δωρεάς, θεωρημένο από τον παραπάνω προϊστάμενο του
γραφείου φυσικής αγωγής.
Τα χρηματικά ποσά αυτών των δωρεών και χορηγιών δεν πρέπει να έχουν εκπέσει
με βάση άλλη διάταξη του παρόντος. Το συνολικό ποσό των δωρεών που
εκπίπτουν δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των καθαρών κερδών που
προκύπτουν πριν από την αφαίρεση αυτών των ποσών από τα ακαθάριστα έσοδα
της οικείας διαχειριστικής περιόδου.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παρ. 1
καταργήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 30 του ίδου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
(Το τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 πριν την
κατάργησή του είχε ως εξής:
Οι διατάξεις των πέντε τελευταίων εδαφίων της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 του άρθρ. 8
εφαρμόζονται αναλόγως).

Στο τέλος της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται πέντε εδάφια που
έχουν ως εξής:
«Όταν αγαθά που έχει πωλήσει ελληνική επιχείρηση σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή
σε αντιπρόσωπο ή υπεργολάβο αυτών, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή
είναι εγκατεστημένος σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς όπως ορίζεται στην παράγραφο 7
του άρθρου 51 Α, χωρίς τα προϊόντα να έχουν μεταφερθεί εκτός Ελλάδος, στη συνέχεια μεταπωλούνται σε
άλλη ελληνική επιχείρηση σε τιμή μεγαλύτερη, η επιπλέον διαφορά του τιμήματος που προκύπτει με τον
τρόπο αυτό δεν αναγνωρίζεται ως κόστος αγοράς ή δαπάνη, κατά περίπτωση, της δεύτερης ελληνικής
επιχείρησης. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και για την επιπλέον δαπάνη ή κόστος
αγοράς με την οποία επιβαρύνεται ελληνική επιχείρηση όταν προμηθεύεται από φυσικό ή νομικό
147

πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή αντιπρόσωπο ή υπεργολάβο αυτών, που είναι κάτοικος ή έχει την
καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς
όπως ορίζεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 51 Α αγαθά, τα οποία η τελευταία έχει αγοράσει
αποδεδειγμένα από άλλη αλλοδαπή επιχείρηση σε κατώτερη τιμή. Στην περίπτωση αυτή εξετάζεται αν το
τίμημα που καταβάλλει η ελληνική επιχείρηση είναι αδικαιολόγητα ανώτερο από εκείνο που θα είχε
καταβάλλει αν η συναλλαγή γινόταν χωρίς τη μεσολάβηση της δεύτερης αλλοδαπής επιχείρησης.»

δδ) Τα ασφάλιστρα που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις για ομαδική ασφάλιση ζωής


του εργατοϋπαλληλικού προσωπικού τους, στην έννοια της οποίας
συμπεριλαμβάνεται και η χορήγηση εφάπαξ ποσού ή περιοδικά καταβαλλόμενης
παροχής σε χρήμα μετά το χρόνο της πρόωρης ή κανονικής συνταξιοδότησης του
ανωτέρω προσωπικού, καθώς και η κάλυψη θανάτου ή κατά κινδύνων τυχαίων
συμβεβηκότων. Το ποσό της έκπτωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβεί για καθέναν
από τους ασφαλιζόμενους τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της υποπερ. δδ΄ της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν.
2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται σε
διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2005 και μετά).
(Το δεύτερο εδάφιο της υποπερ. δδ΄ της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 πριν την
αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Το ποσό της έκπτωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβεί για καθέναν από τους
ασφαλιζόμενους ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του αφορολόγητου ποσού του πρώτου
κλιμακίου της κλίμακας (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 9 που ισχύει για μισθωτό χωρίς
τέκνα»).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης δδ΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 4
του άρθρου 5 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για
διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1.1.2003 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης δδ΄ της παρ. 1 πριν την αντικαταστασή του είχε ως
εξής:
δδ. Τα ασφάλιστρα που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις για ομαδική ασφάλιση ζωής του
εργατοϋπαλληλικού προσωπικού τους, στην έννοια της οποίας συμπεριλαμβάνεται και η
χορήγηση εφάπαξ ποσού ή περιοδικά καταβαλλόμενης παροχής σε χρήμα, μετά το χρόνο
της πρόωρης ή κανονικής συνταξιοδότησης του ανωτέρω προσωπικού, καθώς και η
κάλυψη θανάτου ή κατά κινδύνων τυχαίων συμβεβηκότων, εκπίπτουν κατά ποσοστό πέντε
τοις εκατό (5%), επί των ετήσιων ακαθάριστων αμοιβών ενός εκάστου των ως άνω
ασφαλιζομένων και μέχρι ποσού ασφαλίστρων τετρακοσίων σαράντα ένα (441) ευρώ).
Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια της διάταξης αυτής δεν παρέχουν δικαίωμα λήψης
δανείου της επιχείρησης ή των ασφαλιζομένων.
148

β. Των δαπανών για τη συντήρηση και επισκευή των επαγγελματικών γενικά


εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και αυτοκινήτων οχημάτων.
Ειδικά οι δαπάνες συντήρησης, λειτουργίας, επισκευής, κυκλοφορίας, αποσβέσεων
και μισθωμάτων που καταβάλλονται σε εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης για
επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης με κυλινδρισμό κινητήρα μέχρι χίλια
εξακόσια (1.600) κυβικά εκατοστά, που έχουν στην κυριότητά τους οι επιχειρήσεις ή
που έχουν μισθωμένα από τρίτους, εκπίπτουν μέχρι εξήντα τοις εκατό (60%) του
συνολικού ύψους αυτών, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της
επιχείρησης.
Για αυτοκίνητα μεγαλύτερου κυβισμού εκπίπτει, με τις ίδιες προϋποθέσεις, ποσοστό
μέχρι 25% (είκοσι πέντε τοις εκατό) των πιο πάνω δαπανών.
Ο περιορισμός αυτός δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την
εκμίσθωση επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, καθώς και στις επιχειρήσεις
που χρησιμοποιούν τα αυτοκίνητά τους αποκλειστικά για την εκπαίδευση
υποψήφιων οδηγών.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Ν.
2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από
1/1/2005 και μετά).
(Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 πριν την
αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Ειδικά, οι δαπάνες συντήρησης, λειτουργίας, επισκευής, κυκλοφορίας, αποσβέσεων και
μισθωμάτων που καταβάλλονται σε εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης για επιβατικά
αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης με κυλινδρισμό κινητήρα μέχρι χίλια τετρακόσια (1.400) κυβικά
εκατοστά, που έχουν στην κυριότητά τους οι επιχειρήσεις ή που έχουν μισθωμένα από
τρίτους, εκπίπτουν μέχρι εξήντα τοις εκατό (60%) του συνολικού ύψους αυτών, εφόσον
χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης»).
γ. Της αξίας των πρώτων και βοηθητικών υλών που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς και
των άλλων εμπορεύσιμων αγαθών, στην οποία περιλαμβάνονται και οι ειδικές
δαπάνες επεξεργασίας, αποθήκευσης, μεταφοράς, ασφάλειας κ.τ.λ.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης κατηγορίας του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων όταν δεν διενεργούν απογραφή, ως απογραφή λήξης
της διαχειριστικής περιόδου λαμβάνεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί των
αγορών της περιόδου αυτής και ως απογραφή έναρξης ποσοστό δέκα τοις εκατό
(10%) επί των αγορών της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου. Αν προαιρετικά
έχει διενεργηθεί απογραφή έναρξης και λήξης, για τον προσδιορισμό του καθαρού
εισοδήματος λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα αυτών, με την προϋπόθεση ότι θα
συνεχισθεί η σύνταξη των απογραφών για μια τριετία από τη σύνταξη της πρώτης
προαιρετικής απογραφής λήξης. Αν δεν τηρηθεί η υποχρέωση αυτή, επιβάλλονται οι
149

προβλεπόμενες από τις διατάξεις του Ν. 2523/1997 κυρώσεις για τη μη σύνταξη


απογραφής.
(Όπως τα τρία τελευταία εδάφια προστέθηκαν στην περίπτωση γ΄ της παρ. 1 με την παρ. 5
του άρθρου 5 του Ν. 3091/2002 και και ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου
για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).

περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:


«δ) Των δεδουλευμένων κάθε είδους τόκων δανείων ή πιστώσεων, γενικά, της επιχείρησης. Εξαιρούνται:
αα) οι τόκοι υπερημερίας λόγω οφειλής φόρων, τελών, εισφορών και προστίμων προς το Δημόσιο ή άλλα
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,
ββ) οι τόκοι δανείου που λαμβάνεται για την αγορά μετοχών ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών, εταιρικών
μερίδων και γενικά επιχειρήσεων, όταν οι πιο πάνω συμμετοχές μεταβιβάζονται εντός δύο (2) ετών από το
χρόνο απόκτησής τους,
γγ) οι τόκοι δανείου που λαμβάνεται για την αγορά μετοχών ή μερίδων σε οποιαδήποτε νομικό πρόσωπο
ή νομική οντότητα, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε
κράτος που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 51Α ή σε
κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς όπως ορίζεται στην παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου, καθώς
και οι τόκοι που καταβάλλονται στις εταιρείες αυτές,
δδ) οι δεδουλευμένοι τόκοι δανείου που καταβάλλονται ή πιστώνονται σε συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την
έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 39 κατά το μέρος που το συνολικό ύψος δανείων από τις εν λόγω
επιχειρήσεις υπερβαίνει κατά μέσο όρο και κατά διαχειριστική περίοδο το τριπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων
της. Στην έννοια των τόκων του προηγούμενου εδαφίου εμπίπτουν και οι τόκοι ομολογιακών δανείων που
καταβάλλονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Στο συνολικό ύψος δανείων από συνδεδεμένες επιχειρήσεις
προστίθενται και τα ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται προς αυτές, καθώς και τα δάνεια που έχουν ληφθεί
από τρίτες επιχειρήσεις για τα οποία έχει χορηγηθεί οποιασδήποτε μορφής εγγύηση από τις πιο πάνω
συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται για τις ανώνυμες
εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης του ν. 1665/1986 (Α’183), τις εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών
απαιτήσεων του ν. 1905/1990 (Α’147), τις εταιρείες ειδικού σκοπού του ν. 3156/2003 (Α’157) και του ν.
3601/2007 (Α’178) με έδρα στην Ελλάδα, τις εταιρείες παροχής πιστώσεων του ν. 2937/2001 (Α’169),
καθώς και για τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα.»

δ. Των δεδουλευμένων κάθε είδους τόκων δανείων ή πιστώσεων, γενικά, της


επιχείρησης. Εξαιρούνται οι τόκοι υπερημερίας λόγω οφειλής φόρων, τελών,
εισφορών και προστίμων προς το Δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου.
ε. Των ποσών των κάθε είδους φόρων, τελών και δικαιωμάτων, που βαρύνουν την
επιχείρηση. Ως χρόνος έκπτωσης λογίζεται ο χρόνος της καταβολής αυτών υπέρ
του Δημοσίου ή τρίτων.(1) Δεν εκπίπτουν οι τυχόν καταβαλλόμενοι από την
επιχείρηση κάθε είδους φόροι που βαρύνουν τρίτους, με εξαίρεση τον ειδικό φόρο
τραπεζικών εργασιών που επιβάλλεται επί των πάσης φύσεως ωφελειών από
μετοχικούς τίτλους.
150

στ. Των ποσών των αποσβέσεων για την κάλυψη της φθοράς των κάθε είδους
εγκαταστάσεων ή μηχανημάτων ή φθαρτών υλικών, συναφών με τη λειτουργία της
επιχείρησης και γενικά κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας της επιχείρησης,
εφόσον αυτές έγιναν με οριστικές εγγραφές, σύμφωνα με τους ειδικούς όρους που
ορίζονται για κάθε επιχείρηση.
Η διενέργεια των τακτικών αποσβέσεων είναι υποχρεωτική για ισολογισμούς που
κλείνουν οι επιχειρήσεις μετά τις 30 /12/1997.
Πάγια στοιχεία των οποίων η αξία κτήσης του καθενός είναι μέχρι χίλια διακόσια
(1.200) ευρώ, μπορούν να αποσβεσθούν εξ ολοκλήρου μέσα στη χρήση κατά την
οποία αυτά χρησιμοποιήθηκαν ή τέθηκαν σε λειτουργία.
Οι αποσβέσεις διενεργούνται με τη σταθερή μέθοδο απόσβεσης επί της αξίας
κτήσης των πάγιων περιουσιακών στοιχείων, προσαυξημένης με τις δαπάνες
προσθηκών και βελτιώσεων, με εξαίρεση τα καινούργια μηχανήματα και το λοιπό
μηχανολογικό ή τεχνικό εξοπλισμό παραγωγής που αποκτώνται από 1.1.1998 και
μετά, από βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές, λατομικές και μικτές
επιχειρήσεις αυτών, για τα οποία οι αποσβέσεις διενεργούνται υποχρεωτικά είτε με
τη σταθερή μέθοδο απόσβεσης, είτε με τη φθίνουσα μέθοδο απόσβεσης, με την
προϋπόθεση ότι η μέθοδος που θα επιλεγεί για τα πάγια αυτά περιουσιακά στοιχεία
θα εφαρμόζεται κατά πάγιο τρόπο.
Για τον υπολογισμό των αποσβέσεων στα πάγια περιουσιακά στοιχεία που
ανήκουν στην ίδια κατηγορία, οι επιχειρήσεις μπορούν να επιλέγουν και να
χρησιμοποιούν είτε τον κατώτερο είτε τον ανώτερο συντελεστή απόσβεσης είτε
οποιονδήποτε άλλο ενδιάμεσο συντελεστή μεταξύ κατώτερου και ανώτερου και με
την προϋπόθεση ότι ο συντελεστής που επιλέγεται θα χρησιμοποιείται σταθερά
μέχρι την πλήρη απόσβεση των πιο πάνω παγίων στοιχείων.
Οι κατώτεροι και ανώτεροι συντελεστές αποσβέσεων και κάθε άλλο θέμα που αφορά
την εφαρμογή των διατάξεων αυτών καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, όπως
τούτο ισχύει κάθε φορά.
(Όπως το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Ν.
2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2005
και μετά).
(Το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 πριν την
αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Για τον υπολογισμό των αποσβέσεων στα πάγια περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην
ίδια κατηγορία οι επιχειρήσεις μπορούν να επιλέγουν και να χρησιμοποιούν είτε τον
κατώτερο είτε τον ανώτερο συντελεστή απόσβεσης, αυτόν δε που θα επιλέγουν θα τον
χρησιμοποιούν παγίως»).
(Όπως το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Ν.
2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
151

σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1-1-
2005 και μετά).
(Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 πριν την
αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Πάγια στοιχεία των οποίων η αξία κτήσης εκάστου είναι μέχρι εξακόσια (600) ευρώ,
δύνανται να αποσβένονται εξ ολοκλήρου μέσα στη χρήση κατά την οποία αυτά
χρησιμοποιήθηκαν ή τέθηκαν σε λειτουργία»).
(Όπως το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του
άρθρου 5 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για
διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).
(Το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή του είχε ως
εξής:
Τα ποσοστά αποσβέσεων, που πρέπει να πραγματοποιήσουν οι επιχειρήσεις, καθορίζονται
από τις διατάξεις προεδρικού διατάγματος, όπως τούτο ισχύει κάθε φορά).
Ειδικότερα οι νέες επιχειρήσεις για τις τρεις (3) πρώτες διαχειριστικές χρήσεις που
έπονται της χρήσης μέσα στην οποία άρχισε η παραγωγική λειτουργία τους,
δύνανται να προβούν σε απόσβεση όλων των πάγιων περιουσιακών στοιχείων
τους είτε με συντελεστή 0% (μηδέν τα εκατό) είτε με συντελεστή πενήντα τα εκατό
(50%) του ισχύοντος ποσοστού, με την προϋπόθεση ότι ο συντελεστής απόσβεσης
που θα επιλεγεί από την επιχείρηση δεν θα μεταβάλλεται από διαχειριστική χρήση
σε διαχειριστική χρήση.
Επιχειρήσεις που επιλέγουν τη φθίνουσα μέθοδο για απόσβεση των παγίων τους,
δεν δικαιούνται να διενεργούν επί των παγίων αυτών και αυξημένες αποσβέσεις
που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 15 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α΄ 101).
Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για τη δαπάνη που καταβάλλει η
επιχείρηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα από την παράγραφο 5 του άρθρου 2 του Ν.
2244/1994 (ΦΕΚ 168 Α΄), για την κατασκευή μη ιδιόκτητου δικτύου σύνδεσης του
σταθμού αυτοπαραγωγής ή ανεξάρτητης παραγωγής μέχρι το δίκτυο της Δ.Ε.Η.
Ειδικά, οι αποσβέσεις των πάγιων περιουσιακών στοιχείων τα οποία αγοράζονται
από εξωχώρια εταιρία δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα
έσοδα. Για τους σκοπούς του Κώδικα αυτού εξωχώρια εταιρία εννοείται η εταιρία
που έχει την έδρα της σε αλλοδαπή χώρα και με βάση τη νομοθεσία της οποίας
δραστηριοποιείται αποκλειστικά σε άλλες χώρες και απολαμβάνει ιδιαίτερα
ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στο τέλος της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1
του άρθρου 31 με την παράγραφο 7 του άρθρου 5 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με
το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και
μετά).
(Όπως το προτελευταίο εδάφιο προστέθηκε στο τέλος της περίπτωσης στ της παραγράφου
1 του άρθρου 31 με την παράγραφο 17 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα
152

με την παρ. 18 του ιδίου άρθρου για τα κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που
κλείνουν από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εφεξής,
δηλαδή από 28/12/2000).
(Όπως στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης στ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με την παρ. 42 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002,
όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
ζ. Των μαθηματικών αποθεμάτων των ασφαλιστικών εταιριών, καθώς και των
αποθεματικών για την αποκατάσταση του ενεργητικού που, με βάση σύμβαση, θα
περιέλθει μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο ή σε τρίτους.
η. Της ζημίας που πραγματοποιήθηκε από φθορά, απώλεια ή υποτίμηση κεφαλαίου.
Προκειμένου για ακίνητα, για τον υπολογισμό της ζημίας αυτών, ως τιμή πώλησης
δεν δύναται να ληφθεί ποσό μικρότερο της αξίας, όπως αυτή προσδιορίζεται
σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας μεταβιβάσεως ακινήτων.
Ειδικά, η αναπόσβεστη αξία κατεδαφισθέντων κτιρίων της επιχείρησης δεν εκπίπτει
από τα ακαθάριστα έσοδα αυτής.
θ) Του ποσού των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων. Το ποσό
της πρόβλεψης αυτής υπολογίζεται σε ποσοστό μισό τοις εκατό (0,5%) επί της
αναγραφόμενης αξίας στα τιμολόγια πώλησης ή παροχής υπηρεσιών προς
επιτηδευματίες, μετά την αφαίρεση: αα) των επιστροφών ή εκπτώσεων, ββ) της
αξίας των πωλήσεων ή παροχής υπηρεσιών προς το Δημόσιο, δήμους και
κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και γγ) του ειδικού φόρου κατανάλωσης
πετρελαιοειδών, του φόρου κατανάλωσης καπνού και λοιπών φόρων που
εμπεριέχονται στην τιμή πώλησης.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, τις επιχειρήσεις
ύδρευσης - αποχέτευσης, τις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τις
επιχειρήσεις εκμετάλλευσης συνδρομητικών τηλεοπτικών σταθμών, καθώς και τις
επιχειρήσεις διανομής και παροχής φυσικού αερίου, το ποσό της πρόβλεψης
υπολογίζεται με ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί της αξίας των αγαθών ή
υπηρεσιών ή συνδρομητικών που αναγράφεται στα εκδιδόμενα, σύμφωνα με τις
διατάξεις του Κ.Β.Σ. στοιχεία προς επιτηδευματίες ή ιδιώτες, με εξαίρεση αυτά που
εκδίδονται προς το Δημόσιο, δήμους και κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις,
οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου.
Ομοίως, υπολογίζεται πρόβλεψη με ποσοστό ένα τοις εκατό (1 %) επί της
αναγραφόμενης στις αποδείξεις λιανικής πώλησης αξίας, η οποία προκύπτει από
λιανικές πωλήσεις διαρκών καταναλωτικών αγαθών με πίστωση που
περιλαμβάνονται στους με αριθμό 501 - 503,521 - 528 και721 - 726 κωδικούς ειδών
και υπηρεσιών της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών των ετών 1993 - 1994
153

της Ε.Σ.Υ.Ε., με την προϋπόθεση ότι στις αποδείξεις αυτές αναγράφεται


διακεκριμένα το είδος, η ποσότητα και η αξία των συγκεκριμένων αγαθών.
Το ποσό των ως άνω προβλέψεων για κάθε διαχειριστική χρήση, συναθροιζόμενο
με το ποσό της πρόβλεψης που έγινε σε προγενέστερες διαχειριστικές χρήσεις και η
οποία εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης, δεν μπορεί να υπερβεί το
ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του συνολικού χρεωστικού υπολοίπου του
λογαριασμού «Πελάτες», όπως αυτό εμφανίζεται στην απογραφή τέλους χρήσης.
Για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου των πελατών δεν περιλαμβάνονται
τυχόν υπόλοιπα που αφορούν το Δημόσιο, δήμους ή κοινότητες, δημόσιες
επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου.
Η έκπτωση της δαπάνης αυτής από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων
εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία αυτών σε ειδικό λογαριασμό «Προβλέψεις για
απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων».
Η σχηματιζόμενη ως άνω πρόβλεψη χρησιμοποιείται για την απόσβεση (διαγραφή)
πελατών οι οποίοι είναι ανεπίδεκτοι είσπραξης.
Για τους πελάτες που διαγράφονται και για τους οποίους δεν έχουν ασκηθεί ένδικα
μέσα, η επιχείρηση υποχρεούται να γνωστοποιεί σε αυτούς ότι διέγραψε την
επισφαλή απαίτησή της, εφόσον το ποσό της επισφαλούς απαίτησης, ανά πελάτη,
υπερβαίνει τα χίλια (1.000) ευρώ. Επίσης, για τους πελάτες των οποίων οι
απαιτήσεις διεγράφησαν σύμφωνα με τα πιο πάνω, η επιχείρηση συντάσσει
συγκεντρωτική κατάσταση με πλήρη στοιχεία για τον καθένα, στην οποία
αναγράφονται το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία, το επάγγελμα, η διεύθυνση, η
δημόσια οικονομική υπηρεσία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του πελάτη,
καθώς και το διαγραφέν ποσό. Η πιο πάνω κατάσταση υποβάλλεται στην αρμόδια
για τη φορολογία της επιχείρησης Δ.Ο.Υ. σε τρία (3) αντίγραφα, μέχρι τη λήξη της
προθεσμίας, η οποία ορίζεται από το άρθρο 20 του Π.Δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α΄).
Πέραν της σχηματιζόμενης κατά τα ανωτέρω πρόβλεψης, κανένα άλλο ποσό δεν
αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα για απόσβεση επισφαλών
απαιτήσεων. Εξαιρετικά, αν σε κάποια διαχειριστική χρήση το ποσό των πράγματι
επισφαλών απαιτήσεων, για τις οποίες έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα, είναι
μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει από την εφαρμογή του αντίστοιχου ποσοστού
πρόβλεψης, το επιπλέον ποσό που δεν καλύπτεται από τη σχηματισθείσα
πρόβλεψη, μπορεί να αποσβεσθεί στη διαχειριστική αυτή χρήση με οριστικές
εγγραφές.
Το ποσό της πρόβλεψης που εμφανίζεται στο λογαριασμό 44.11 «Προβλέψεις για
επισφαλείς απαιτήσεις» δεν υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος, εκτός και αν στο
τέλος κάθε πενταετίας, αρχής γενομένης από τη διαχειριστική περίοδο 2005
υφίσταται στον ως άνω λογαριασμό υπόλοιπο λόγω μη επαληθεύσεως των
προβλέψεων με επισφαλείς απαιτήσεις. Το υπόλοιπο αυτό ποσό μεταφέρεται στα
154

ακαθάριστα έσοδα της επόμενης διαχειριστικής περιόδου, υποκείμενο σε φορολογία


με τις γενικές διατάξεις.
Ειδικά για τον υπολογισμό των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων που
εκμεταλλεύονται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης επιτρέπεται για την
κάλυψη επισφαλών απαιτήσεων πελατών τους να ενεργείται έκπτωση δύο τοις
εκατό (2%) επί των ακαθάριστων εσόδων τους.
(Όπως το τρίτο εδάφιο της περ. θ΄ της παρ. 1 του άρθ. 31 του Ν. 2238/1994
αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθ. 24 του Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το
άρθ. 6 της παρ. 24 του ιδίου Νόμου δηλαδή εφαρμόζεται για ισολογισμούς που κλείνουν
μετά την 30ή Δεκεμβρίου 2005.)
(Το τρίτο εδάφιο της περ.θ΄ της παρ. 1 του άρθ. 31 του Ν. 2238/1994 πρίν την
αντικατάστασή του είχε ως εξής: «Ειδικά για τις επιχειρήσεις σταθερής και κινητής
τηλεφωνίας, τις επιχειρήσεις ύδρευσης - αποχέτευσης, τις επιχειρήσεις παραγωγής
ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης συνδρομητικών
τηλεοπτικών σταθμών, το ποσό της πρόβλεψης υπολογίζεται με ποσοστό ένα τοις εκατό
(1%) επί της αξίας των υπηρεσιών ή συνδρομητικών που αναγράφεται στα εκδιδόμενα,
σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Β.Σ., στοιχεία προς επιτηδευματίες ή ιδιώτες, με εξαίρεση
αυτά που εκδίδονται προς το Δημόσιο, δήμους και κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις,
οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου»).

ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
Το ποσό των προβλέψεων, που εμφανίζουν οι επιχειρήσεις στο λογαριασμό 44.11
«Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις» του πρώτου ισολογισμού που θα
συντάξουν μετά την 30ή Δεκεμβρίου 2004, λόγω μη επαλήθευσης των προβλέψεων
με επισφαλείς απαιτήσεις, φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή είκοσι πέντε τοις
εκατό (25%). Η απόδοση του φόρου αυτού γίνεται με την υποβολή δήλωσης στην
αρμόδια για τη φορολογία της επιχείρησης δημόσια οικονομική υπηρεσία, εντός δύο
μηνών από τη λήξη της προθεσμίας σύνταξης του ισολογισμού, η οποία ορίζεται
από την παράγραφο 8 του άρθρου 17 του Π.Δ. 186/1992. Ο φόρος καταβάλλεται σε
τρεις ίσες διμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες, η μεν πρώτη με την υποβολή της
δήλωσης, οι δε υπόλοιπες δύο, μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες
υπηρεσίες ημέρα των αντίστοιχων δύο διμήνων. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς
την καταβολή του πιο πάνω ποσού φόρου θεωρείται ως μη υποβληθείσα και δεν
παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Με την καταβολή του οφειλόμενου φόρου,
εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της επιχείρησης, των μετόχων, εταίρων,
καθώς και του επιχειρηματία που ασκεί ατομικά την επιχείρηση. Σε περίπτωση
κεφαλαιοποίησης ή διανομής του εναπομείναντος ποσού, δεν οφείλεται φόρος
εισοδήματος.
Οι διατάξεις των άρθρων 66, 67, 68, 69, 70, 71, 74, 75 και 113 του Κώδικα Φορολογίας
Εισοδήματος, του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α) και του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α) έχουν
155

εφαρμογή και για τον επιβαλλόμενο με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής φόρο.
(Όπως η σχετική διάταξη τέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην
εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14/12/2004).
(Όπως τα δύο πρώτα εδάφια της περ. θ΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2005 και μετά).
(Τα δύο πρώτα εδάφια της περ. θ΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 πριν την αντικατάστασή τους
είχαν ως εξής:
«Των αποσβέσεων των επισφαλών απαιτήσεων που έχουν γίνει με οριστικές εγγραφές. Με
απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά και
κάθε άλλο θέμα για την έκπτωση των δαπανών αυτών»).
(Όπως στην περίπτωση θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 προστίθεται εδάφιο,
σύμφωνα με την παρ. 15 του αρθρ. 30 του Ν. 3220/2004 και ισχύει σύμφωνα με την
δημοσίευση του παρόντος στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 28/1/2004).
(Όπως η περίπτωση θ΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).
(Η περίπτωση θ΄ της παρ. 1 πριν την αντικαταστασή της είχε ως εξής:
«θ. Του ποσού των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων. Το ποσό της
πρόβλεψης αυτής υπολογίζεται σε ποσοστό μισό τοις εκατό (0,5%) επί της αναγραφόμενης
στα τιμολόγια πώλησης ή παροχής υπηρεσιών αξίας προς επιτηδευματίες, μετά την
αφαίρεση:
αα. των επιστροφών ή εκπτώσεων,
ββ. της αξίας των πωλήσεων ή παροχής υπηρεσιών προς το Δημόσιο, δήμους και
κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου και
γγ. του ειδικού φόρου κατανάλωσης πετρελαιοειδών, του φόρου κατανάλωσης καπνού και
λοιπών φόρων που εμπεριέχονται στην τιμή πώλησης.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, καθώς και για τις επιχειρήσεις
εκμετάλλευσης συνδρομητικών τηλεοπτικών σταθμών, το ποσό της πρόβλεψης
υπολογίζεται στην αξία των υπηρεσιών ή συνδρομητικών που αναγράφεται στα εκδιδόμενα,
σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΒΣ, στοιχεία προς επιτηδευματίες ή ιδιώτες με εξαίρεση αυτά
που εκδίδονται προς το Δημόσιο, δήμους και κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις,
οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Επίσης, για τις επιχειρήσεις του προηγούμενου εδαφίου το ποσοστό υπολογισμού της
πρόβλεψης ορίζεται σε επτάμισι τοις χιλίοις (7,5%ο) για ισολογισμούς που κλείνουν με
31/12/2000 και ένα τοις εκατό (1%) για ισολογισμούς που κλείνουν με 31 Δεκεμβρίου 2001
και μετά.
156

Ομοίως, υπολογίζεται πρόβλεψη σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί της αναγραφόμενης
στις αποδείξεις λιανικής πώλησης αξίας, η οποία προκύπτει από λιανικές πωλήσεις με
πίστωση διαρκών καταναλωτικών αγαθών που περιλαμβάνονται στους με αριθμό 501-503,
521-528 και 721-726 κωδικούς ειδών και υπηρεσιών της έρευνας οικογενειακών
προϋπολογισμών των ετών 1993-1994 της Ε.Σ.Υ.Ε., με την προϋπόθεση ότι στις αποδείξεις
αυτές αναγράφεται διακεκριμένα το είδος, η ποσότητα και η αξία των συγκεκριμένων
αγαθών. Το ποσό αυτό των ως άνω προβλέψεων για κάθε διαχειριστική χρήση,
συναθροιζόμενο με το ποσό της πρόβλεψης που έγινε σε προγενέστερες διαχειριστικές
χρήσεις και η οποία εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης, δεν μπορεί να
υπερβεί το 35% (τριάντα πέντε τοις εκατό) του συνολικού χρεωστικού υπολοίπου του
λογαριασμού "Πελάτες", όπως αυτό εμφανίζεται στην απογραφή τέλους χρήσης.
Για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου των πελατών δεν περιλαμβάνονται τυχόν
υπόλοιπα που αφορούν το Δημόσιο, δήμους ή κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις,
οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Η έκπτωση της δαπάνης αυτής από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων εμφανίζεται
στα τηρούμενα βιβλία αυτών σε ειδικό λογαριασμό "Προβλέψεις για απόσβεση επισφαλών
απαιτήσεων".
Αν σε δεδομένη διαχειριστική χρήση το ποσό των προβλέψεων που πραγματοποιήθηκαν
και εμφανίζονται στον ως άνω λογαριασμό είναι μεγαλύτερο του τριάντα πέντε τοις εκατό
(35%) του χρεωστικού υπολοίπου, του λογαριασμού "Πελάτες" της διαχειριστικής αυτής
χρήσης, το ποσό της πρόβλεψης που πραγματοποιήθηκε κατά το υπερβάλλον μέρος αυτής
μεταφέρεται στα "Αποτελέσματα Χρήσεως" της διαχειριστικής αυτής χρήσης και υπόκειται
σε φόρο εισοδήματος.
Πέραν της σχηματιζόμενης κατά τα ανωτέρω πρόβλεψης, ουδέν άλλο ποσό αναγνωρίζεται
προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων»).
ι. Των δικαιωμάτων ή αποζημιώσεων που καταβάλλονται σε επιχειρήσεις και
οργανισμούς για τη χρησιμοποίηση τεχνικής βοήθειας, ευρεσιτεχνιών, σημάτων
σχεδίων, μυστικών βιομηχανικών μεθόδων και τύπων, πνευματικής ιδιοκτησίας και
άλλων συναφών δικαιωμάτων.
Όταν οι πιο πάνω αποζημιώσεις ή δικαιώματα καταβάλλονται σε αλλοδαπούς
οργανισμούς ή αλλοδαπές επιχειρήσεις, με εξαίρεση αυτές που αναφέρονται στην
παράγραφο 14 του άρθρου αυτού, εκπίπτουν με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα) Η υποχρέωση καταβολής να προκύπτει από έγγραφη σύμβαση και από
αντίστοιχο τιμολόγιο του αντισυμβαλλόμενου.
ββ) Να έχει αποδοθεί στο Δημόσιο ο φόρος που ορίζεται από τις διατάξεις της
παραγράφου 6 του άρθρου 13 ή της οικείας διμερούς σύμβασης περί αποφυγής της
διπλής φορολογίας.
γγ) Σε περίπτωση μη καταβολής του ποσού εντός της οικείας διαχειριστικής
περιόδου, αρκεί η πίστωση στο όνομα του αλλοδαπού δικαιούχου μέχρι τη λήξη της
προθεσμίας κλεισίματος ισολογισμού της διαχειριστικής περιόδου στην οποία
157

αναφέρονται οι αποζημιώσεις ή τα δικαιώματα.


δδ) Απαιτείται προέγκριση από Επιτροπή, η οποία συστήνεται για το σκοπό αυτόν
στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, ως ακολούθως:
i) ΄Όταν τα υπόψη ποσά καταβάλλονται από εμπορικές επιχειρήσεις και αφορούν
σήματα, μεθόδους εμπορίας ή διανομής και άλλα συναφή δικαιώματα, ανεξάρτητα
από το ύψος αυτών και με την προϋπόθεση ότι δεν έχουν ενσωματωθεί στην τιμή
πώλησης των αγαθών. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για τον κλάδο εμπορίας των
μικτών επιχειρήσεων.
ii) ΄Όταν τα υπόψη ποσά καταβάλλονται από επιχειρήσεις με διαφορετικό
αντικείμενο εργασιών στη μητρική τους εταιρία, καθώς και σε αλλοδαπές
επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, και εφόσον υπερβαίνουν στις ανωτέρω
περιπτώσεις το τέσσερα τοις εκατό (4%) των ακαθάριστων εσόδων που
προκύπτουν από τη χρήση του συγκεκριμένου δικαιώματος και μέχρι πεντακόσιες
χιλιάδες (500.000) ευρώ ετησίως.
Για τις αποφάσεις της Επιτροπής εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ
97 Α΄).
Η Επιτροπή αυτή, συγκροτούμενη με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και
Οικονομικών, απαρτίζεται από έναν σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του
Κράτους, ως Πρόεδρο και μέλη αυτής τους Γενικούς Διευθυντές Ελέγχων και
Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, έναν ορκωτό ελεγκτή και
έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών. Η Επιτροπή,
προκειμένου να μορφώσει και τεκμηριώσει γνώμη, μπορεί να ζητά αναλυτικά
στοιχεία, δικαιολογητικά και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία κρίνει κατά περίπτωση
χρήσιμη.
Επίσης, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, καθορίζονται τα
δικαιολογητικά και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των
διατάξεων της περίπτωσης αυτής.
Για τα πνευματικά, συγγενικά και συναφή δικαιώματα που καταβάλλονται για
λογαριασμό τρίτων, δεν απαιτείται προέγκριση, ανεξαρτήτως ποσού.
Τα αναγνωριζόμενα σε κάθε περίπτωση ποσοστά που καταβάλλονται δεν μπορεί να
είναι ανώτερα από το μέσο όρο των ποσοστών που καταβάλλονται από
επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου άλλων χωρών προς εταιρία του αυτού ομίλου.
(Όπως το δεύτερο και τα επόμενα εδάφια της περίπτωσης ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου
31 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκαν με την παρ. 10 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004,
και ισχύουν σύμφωνα με την παρ. 12 του ίδιου άρθρου του ίδιου νόμου για τα ποσά των
εξόδων διοικητικής υποστήριξης που καταβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά).
(Το δεύτερο και τα επόμενα εδάφια της περίπτωσης ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31
πριν την αντικατάστασή τους είχαν ως εξής:
«Για την έκπτωση των πιο πάνω ποσών από δικαιώματα ή αποζημιώσεις αρκεί η πίστωση
αυτών στο όνομα του δικαιούχου, η οποία μπορεί να γίνει μέχρι τη λήξη της προθεσμίας
158

κλεισίματος ισολογισμού της χρήσης στην οποία αναφέρονται. Όταν δικαιούχος των
δικαιωμάτων ή αποζημιώσεων είναι αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτείται να έχει
αποδοθεί στο Δημόσιο ο φόρος που ορίζεται από τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρ. 13 ή
της οικείας διμερούς σύμβασης περί αποφυγής της διπλής φορολογίας.
Ο έλεγχος των αποζημιώσεων ή δικαιωμάτων της παραγράφου αυτής, με εξαίρεση τα ποσά
από πνευματικά, συγγενικά και συναφή δικαιώματα που καταβάλλονται για λογαριασμό
τρίτων, ενεργείται κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 66
όταν καταβάλλονται: α) από εμπορικές επιχειρήσεις και αφορούν σήματα, μεθόδους
εμπορίας ή και διανομής και άλλα συναφή δικαιώματα, καθώς και από μικτές επιχειρήσεις
κατά το μέρος που αφορούν στον εμπορικό κλάδο, ανεξάρτητα από το ύψος τους, β) από
τις λοιπές επιχειρήσεις: αα) στη μητρική τους επιχείρηση, προκειμένου για θυγατρικές, ββ)
στο κεντρικό τους κατάστημα. προκειμένου για υποκαταστήματα αλλοδαπής και γγ) σε
αλλοδαπή ή ημεδαπή επιχείρηση που ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων, εφόσον
υπερβαίνουν το τέσσερα τοις εκατό (4%) των ακαθαρίστων εσόδων που προκύπτουν από
τη χρήση του συγκεκριμένου δικαιώματος ή το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000)
ευρώ, ανεξάρτητα από το καταβαλλόμενο ποσοστό επί των ακαθαρίστων εσόδων»).
(Η αναφερόμενη στις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της περίπτ. ι΄ της παρ. 1, παράγραφος 3
του άρθρου 13 τροποποιείται σε παρ. 6 με την παρ. 9 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από 2/11/2001)
(Όπως το δεύτερο και επόμενα εδάφια της περίπτωσης ι της παραγράφου 1 του άρθρου 31
αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 13 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και ισχύουν
σύμφωνα με την παράγραφο 15 του ιδίου άρθρου για τα κέρδη που προκύπτουν από
ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 31/12/2000).
(Όπως στο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ι΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με την παρ. 43 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002,
όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
ια. Των δαπανών επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας κατά το χρόνο της
πραγματοποίησής τους, με εξαίρεση τις δαπάνες που αφορούν πάγιο εξοπλισμό, οι
οποίες αποσβένονται ισόποσα σε 3 (τρία) χρόνια. Τα κριτήρια χαρακτηρισμού των
πιο πάνω δαπανών καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Βιομηχανίας,
Έρευνας και Τεχνολογίας. Όταν οι δαπάνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο,
υπερβαίνουν μέσα στη χρήση, το μέσο όρο των αντίστοιχων δαπανών που
πραγματοποιήθηκαν τις δύο προηγούμενες χρήσεις, αφαιρείται από τα καθαρά
κέρδη, όπως αυτά προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού,
επιπλέον ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) των δαπανών αυτών που
πραγματοποιήθηκαν στη χρήση. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις της
παραγράφου 3 του άρθρου 4 του παρόντος για τη μεταφορά της ζημίας, έχουν
εφαρμογή για το υπόλοιπο ζημιών που προκύπτει μετά την αφαίρεση του πιο πάνω
ποσοστού. Προϋπόθεση εφαρμογής των δύο προηγούμενων εδαφίων είναι η πι-
159

στοποίηση της πραγματοποίησης των πιο πάνω δαπανών από το Υπουργείο


Ανάπτυξης. Για το σκοπό αυτόν, η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου αυτού
υποχρεούται να χορηγεί βεβαίωση στην οποία θα αναφέρεται το είδος των
δαπανών και ο χρόνος πραγματοποίησής τους.
(Όπως τα τέσσερα νέα εδάφια της περ. ια΄ της παρ. 1 του άρθρου του Ν. 2238/1994,
προστέθηκαν με την παρ. 8 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύουν σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2005 μέχρι και
31/12/2008).
ιβ. Των ποσών των εξόδων πρώτης εγκατάστασης και κτήσης ακινήτων
αποσβένονται, είτε εφάπαξ κατά το έτος πραγματοποίησής τους, είτε τμηματικά και
ισόποσα μέσα σε μία πενταετία.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και για τις δαπάνες
μετάβασης στο ευρώ, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν κατά τα οικονομικά έτη 2001,
2002 και 2003 (χρήσεις 2000, 2001 και 2002).
Οι εταιρείες που για πρώτη φορά εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα
μπορούν να εκπίπτουν τα έξοδα της περίπτωσης αυτής, καθώς και τα έξοδα της
περίπτωσης ια΄, ή αντίστοιχων εξόδων πολυετούς απόσβεσης που αναγνωρίζονται
ως τέτοια βάσει νόμου, ανάλογα με τον υπολειπόμενο χρόνο από την αρχική
καταχώρησή τους.
(Όπως στο τέλος της περ. ιβ΄της παρ.1 του άρθρου 31 του Ν.2238/1994 προστέθηκε το
τελευταίο με τη παρ.1 του αρθ.13 του Ν.3301/2004 και ισχύει σύμφωνα με το αρθ. 25 του
ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβέρνησης
δηλαδή από 23/12/2004.)
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης ιβ της παραγράφου 1 του άρθρου 31
προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 6 του Ν. 2842/2000).
Ειδικά τα έξοδα που πραγματοποιούν οι εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης του Ν.
1665/1986 (ΦΕΚ 194/Α΄) για την αγορά ακινήτων, τα οποία θα αποτελέσουν
αντικείμενο σύμβασης του ίδιου νόμου, μπορούν να αποσβένονται και ισόποσα,
ανάλογα με τα έτη διάρκειας της σύμβασης.
ιγ. Των δαπανών επισκευής και συντήρησης που πραγματοποιούνται σε
μισθούμενα ακίνητα, κατά το χρόνο της πραγματοποίησής τους.(2) Τα ποσά των
δαπανών για βελτιώσεις και προσθήκες σε μισθωμένα ακίνητα εκπίπτουν ισόποσα
από τα ακαθάριστα έσοδα των χρήσεων που διαρκεί η μίσθωση. Σε περίπτωση κατά
την οποία ο ετήσιος συντελεστής απόσβεσης που προκύπτει με τον τρόπο αυτόν
είναι μικρότερος από το συντελεστή που ορίζεται από το Π.Δ. 100/1998 (ΦΕΚ 96/Α΄)
για το ίδιο πάγιο στοιχείο, όταν αυτό είναι ιδιόκτητο, εφαρμόζονται τα οριζόμενα
από το προεδρικό διάταγμα.
ιδ. Των ποσών των δαπανών διαφημίσεων που βαρύνουν την επιχείρηση, κατά το
έτος της έκδοσης του προβλεπόμενου φορολογικού στοιχείου. Ειδικά τα ποσά των
δαπανών, που υπόκεινται σε τέλος διαφημίσεων υπέρ δήμων και κοινοτήτων, δεν
160

αναγνωρίζονται ως δαπάνη της διαφημιζόμενης επιχείρησης, αν δεν αποδεικνύεται


η καταβολή του τέλους που αναλογεί με τριπλότυπο είσπραξης του οικείου δήμου ή
κοινότητας.
ιε. Των ποσών των προβλέψεων για αποζημίωση προσωπικού λόγω εξόδου από
την υπηρεσία, που σχηματίζονται στο τέλος κάθε διαχειριστικής χρήσης και
καλύπτουν τις αποζημιώσεις προσωπικού λόγω συνταξιοδότησής του κατά το
επόμενο έτος.
ιστ. Των μισθωμάτων που καταβάλλει ο μισθωτής στις εταιρείες του Ν. 1665/1986
(ΦΕΚ 194 Α΄) ή σε αλλοδαπές εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, για την
εκπλήρωση υποχρεώσεών του από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης.
Εξαιρούνται τα μισθώματα που καταβάλλονται για ακίνητα κατά το μέρος που
αναλογούν στην αξία του οικοπέδου.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης ιστ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 Ν.
2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 13 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην
εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-2004).
(Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης ιστ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 πριν την
αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Των μισθωμάτων που καταβάλει ο μισθωτής στις εταιρίες του Νόμου 1665/1986 ΦΕΚ Α΄
194) για την εκπλήρωση υποχρεώσεών του από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης»).
ιζ. Των ζημιών που προκύπτουν από συμβάσεις ή πράξεις επί παραγώγων
χρηματοοικονομικών προϊόντων, οι οποίες πραγματοποιούνται για κάλυψη
κινδύνων.
ιη. Των εξόδων για διοικητική υποστήριξη, οργάνωση, αναδιοργάνωση και για
υπηρεσίες γενικά που παρέχονται στην επιχείρηση από επιχειρήσεις που ανήκουν
στον ίδιο ημεδαπό ή αλλοδαπό όμιλο ή και από τρίτους για σκοπούς που
σχετίζονται με τα γενικότερα συμφέροντα του ομίλου.
Τα έξοδα αυτά εκπίπτουν εφόσον και στο βαθμό που η πραγματοποίησή τους
συμβάλλει στη δημιουργία εισοδήματος για την επιχείρηση. Όταν τα πιο πάνω
ποσά καταβάλλονται σε αλλοδαπούς οργανισμούς ή αλλοδαπές επιχειρήσεις, με
εξαίρεση αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 14 του άρθρου αυτού και εφόσον
τα ποσά αυτά υπερβαίνουν το πέντε τοις εκατό (5%) των αντίστοιχων δαπανών της
επιχείρησης και μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, απαιτείται προέγκριση από
την Επιτροπή που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης ι΄. Οι διατάξεις
του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης ι΄ εφαρμόζονται ανάλογα.
(Όπως το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ιη΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31
του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκαν με την παρ. 11 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και
ισχύουν σύμφωνα με την παρ. 12 του ίδιου άρθρου του ίδιου νόμου για τα ποσά των
εξόδων διοικητικής υποστήριξης που καταβάλλονται από την 1 η Ιανουαρίου 2005 και
μετά).
161

(Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ιη΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 πριν
την αντικατάσταση τους είχαν ως εξής:
«Τα έξοδα αυτά εκπίπτουν εφόσον και στο βαθμό που η πραγματοποίησή τους είναι
ωφέλιμη για την ίδια την επιχείρηση.Τα πιο πάνω έξοδα, όταν υπερβαίνουν το 5% (πέντε
τοις εκατό) των αντίστοιχων δαπανών της επιχείρησης ή τα εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ,
ανεξαρτήτως ποσοστού, ελέγχονται κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου
4 του άρθρου 66»).
(Όπως η περίπτωση ιη της παραγράφου 1 του άρθρου 31 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 14 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την παράγραφο 15
του του ιδίου άρθρου για τα κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν μετά
την 31/12/2000).
(Όπως στο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ιη της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με την παρ. 44 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002,
όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
ιθ. Των ποσών για την αγορά ηλεκτρονικών υπολογιστών και του λογισμικού
(Software) που παρέχονται στους υπαλλήλους της επιχείρησης για τηλεργασία.
κ) Των ποσών που καταβάλλουν εφάπαξ ή περιοδικά οι επιχειρήσεις σε άγαμα
τέκνα του προσωπικού τους και μέχρι τη συμπλήρωση του εικοστού πέμπτου έτους
της ηλικίας τους, λόγω θανάτου του γονέα - εργαζομένου και με την προϋπόθεση ότι
αυτός επήλθε λόγω σεισμού ή άλλου λόγου ανώτερης βίας, κατά τη διάρκεια
εργασίας του θανόντος και εντός των εγκαταστάσεων της επιχείρησης. Το πιο πάνω
εκπιπτόμενο ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει, ανά ημερολογιακό έτος, τα τρεις
χιλιάδες (3.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο - τέκνο. Ειδικά, για τα ποσά που
καταβάλλονται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2001, ως ανώτατο όριο εκπιπτόμενης
δαπάνης ορίζεται το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών.
(Όπως η υποπερίπτωση κ΄ της παρ. 1 προστέθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 1 του ιδίου νόμου για ποσά που
βαρύνουν ισολογισμούς που κλείνουν μετά τις 30/12/2000).
λ) Των παροχών σε είδος ή σε χρήμα που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις της
παραγράφου 19 του άρθρου 2 του Ν. 2939/2001 (ΦΕΚ 179Α΄) για τους σκοπούς του
ίδιου νόμου, προς οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) ή άλλους αρμόδιους
φορείς διαχείρισης αποβλήτων που αναφέρονται στην 69728/824/1996 (ΦΕΚ 358 Β΄)
υπουργικής απόφασης ή άλλες σχετικές διατάξεις, καθώς και των σχετικών με αυτές
δαπανών που πραγματοποιούνται.
μ) Των εξόδων διανυκτέρευσης σε ξενοδοχείο, αλλοδαπών πελατών,
αντιπροσώπων και διευθυντικών στελεχών ημεδαπών ή αλλοδαπών επιχειρήσεων,
καθώς και ειδικών επιστημόνων, που προκύπτει από τα εκδοθέντα φορολογικά
στοιχεία. Τα ανωτέρω ισχύουν με την προϋπόθεση, ότι το ξενοδοχείο ευρίσκεται
εντός του Δήμου στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου είναι εγκατεστημένη η έδρα ή
162

υποκατάστημα της επιχείρησης που επιβαρύνεται με τα πιο πάνω έξοδα. Ειδικά, για
τις επιχειρήσεις και τα υποκαταστήματα που λειτουργούν στους Νομούς Αττικής και
Θεσσαλονίκης, το ξενοδοχείο φιλοξενίας μπορεί να βρίσκεται εντός των ορίων των
νομών αυτών. Η αξία των δώρων που γίνονται προς τα ανωτέρω πρόσωπα και
μέχρι είκοσι (20) ευρώ για κάθε δωρεοδόχο. Λοιπά έξοδα φιλοξενίας και
διανυκτέρευσης δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση.
ν) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για επιμόρφωση του προσωπικού της
με την προϋπόθεση ότι η επιμόρφωση έχει σχέση με το αντικείμενο εργασιών της
επιχείρησης ή το αντικείμενο εργασιών του προσωπικού μέσα στην επιχείρηση ή
τέλος, με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών ή των προγραμμάτων αυτών που
χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης.
ξ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για την κάλυψη του ενοικίου κατοικίας
των εργαζομένων σε αυτήν, με την προϋπόθεση, ότι τα ποσά αυτά υπόκεινται σε
φορολογία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45.
ο) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση σε παιδικούς και βρεφονηπιακούς
σταθμούς.
π) Τ ων χρηματικών βραβείων που καταβάλλει επιχείρηση σε εργαζομένους της
λόγω των εξαιρετικών επιδόσεων που έχουν επιτύχει αποδεδειγμένα στα Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα που σπουδάζουν και μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ για
κάθε εργαζόμενο.
ρ) των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για την αγορά ειδικής ενδυμασίας του
προσωπικού, η οποία επιβάλλεται για λόγους υγιεινής, ασφάλειας και ομοιόμορφης
εμφάνισης, ως απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(Όπως η περ.ρ΄ της παρ. 1 του άρθ. 31 του Ν. 2238/1994 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3
του άρθ. 24 του Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το άρθ.6 της παρ.24 του ιδίου Νόμου
δηλαδή εφαρμόζεται για ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30ή Δεκεμβρίου 2005.)
(Η περ. ρ΄ της παρ. 1 του άρθ. 31 του Ν. 2238/1994 πρίν την αντικατάστασή της είχε ως
εξής:
«ρ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για την αγορά ειδικής ενδυμασίας του
προσωπικού της, η οποία για λόγους υγιεινής ή ασφάλειας, επιβάλλεται ως απαραίτητη για
την εκτέλεση του αντικειμένου των εργασιών του.»)
(Όπως οι περ. μ΄, ν΄, ξ΄, ο΄, π΄ και ρ΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 2238/1994,
προστέθηκαν με την παρ. 14 του άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύουν σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2005 και μετά).
(Όπως η υποπερίπτωση λ΄ της παρ. 1 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.
3220/2004 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 4 του ιδιου αρθρου και νόμου για διαχειριστικες
περιόδους που κλείνουν μετά την 30/12/2003).
σ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για δαπάνες ταξιδιών που
πραγματοποιούν στην αλλοδαπή διευθυντικά και άλλα στελέχη της που εργάζονται
σε αυτήν, καθώς και αντιπρόσωποι ή ειδικοί επιστήμονες που εκπροσωπούν την
163

επιχείρηση στην αλλοδαπή και αφορούν έξοδα ξενοδοχείων, εισιτήρια και έξοδα
διατροφής. Τα έξοδα διατροφής αναγνωρίζονται μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί
στο κόστος διαμονής.
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής ισχύουν με την προϋπόθεση ότι ο σκοπός του
ταξιδιού συνδέεται με την ασκούμενη δραστηριότητα της επιχείρησης.
τ) Των ενοικίων που καταβάλλει η επιχείρηση για τη διαμονή εργαζομένων της σε
ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια ή οικίες που βρίσκονται σε διαφορετικό μέρος
από τον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους, λόγω εκτός έδρας εργασίας τους. Στην
περίπτωση αυτή, η απόσταση του τόπου εργασίας και προσωρινής διαμονής
πρέπει να απέχει από τη μόνιμη κατοικία του εργαζομένου εκατό (100) χιλιόμετρα
και άνω και επιπλέον τα δικαιολογητικά να έχουν εκδοθεί στο όνομα της
επιχείρησης.
υ) Του ανταποδοτικού τέλους που καταβάλει επιχείρηση λόγω της συμμετοχής της
σε συλλογικό σύστημα εναλλακτικής διαχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.
2939/2001 (ΦΕΚ 179 Α΄) κατά το χρόνο καταβολής.
φ) Των δώρων της επιχείρησης προς πελάτες, επιχειρήσεις ή μη, εφόσον φέρουν
την επωνυμία της και έχει καταβληθεί το αναλογούν δημοτικό τέλος για τη συνολική
αξία των δώρων αυτών. Το ποσό της δαπάνης που εκπίπτει με βάση τις διατάξεις
της περίπτωσης αυτής, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) ευρώ για κάθε
δώρο χωριστά.
χ) Των παροχών σε χρήμα ή σε είδος της επιχείρησης προς εργαζομένους της για
επιβράβευση της απόδοσης τους και με την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί οι
αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές.
ψ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για έξοδα κινητής τηλεφωνίας για
λογαριασμούς που ανήκουν στην επιχείρηση και με την προϋπόθεση ότι οι
λογαριασμοί αυτοί δεν θα υπερβαίνουν τον αριθμό των απασχολούμενων στην
επιχείρηση υπαλλήλων αυτής. Από το συνολικό ποσό αυτής της δαπάνης ποσοστό
πενήντα τοις εκατό (50%) αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα.
ω) Των δαπανών οργάνωσης ενημερωτικών ημερίδων και συναντήσεων για τους
εργαζομένους ή πελάτες της, εφόσον οι εκδηλώσεις πραγματοποιούνται στο νομό
που εδρεύει η επιχείρηση ή σε άλλο μέρος στο οποίο λειτουργεί υποκατάστημα της.
(Όπως στη παρ. 1 του άρθ. 31 του Ν. 2238/1994 προστέθηκαν οι περιπτώσεις σ΄, τ΄, υ΄, φ΄,
χ΄, ψ΄, και ω΄ με τη παρ. 1 του άρθ. 24 του Ν. 3427/2005 και ισχύουν σύμφωνα με το άρθ. 6
της παρ. 24 του ιδίου Νόμου δηλαδή εφαρμόζονται για ισολογισμούς που κλείνουν μετά την
30ή Δεκεμβρίου 2005).

ι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.


164

2. Στις επιχειρήσεις των πιο κάτω περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄ και στ΄ αναγνωρίζεται, από
την 1η Ιανουαρίου 1997 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2003, έκπτωση χωρίς
δικαιολογητικά, από τα ακαθάριστα έσοδα αυτών, για την αντιμετώπιση ειδικών
δαπανών για τις οποίες, λόγω της φύσεώς τους, δεν είναι εφικτή η λήψη
αποδεικτικών στοιχείων, υπολογιζόμενη στα αναφερόμενα πιο κάτω ακαθάριστα
έσοδα με βάση την ακόλουθη κλίμακα:
(Όπως το χρονικό διάστημα ισχύος της παραγράφου 2 παρατάθηκε μόνο για τις
επιχειρήσεις των εδαφίων γ΄ και δ΄ μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2008 με την παρ. 6 του
άρθρου 32 του Ν. 3229/2004).
Σε ακαθάριστα έσοδα μέχρι 8.804.109 ευρώ , ποσοστό έκπτωσης ένα τοις εκατό (1%)
και σε ακαθάριστα έσοδα πάνω από 8.804.109 ευρώ, ποσοστό έκπτωσης μισό τοις
εκατό (0,5%). Για τις επιχειρήσεις των πιο κάτω περιπτώσεων α΄ και ε΄ η ως άνω
έκπτωση υπολογίζεται με βάση την ακόλουθη κλίμακα: Σε ακαθάριστα έσοδα μέχρι
2.201.027 ευρώ ,ποσοστό έκπτωσης δύο τοις εκατό (2%), πάνω από 2.201.027
ευρώ , και μέχρι 8.804.109 ευρώ, ποσοστό έκπτωσης ένα τοις εκατό (1%) και σε
ακαθάριστα έσοδα πάνω από 8.804.109 ευρώ, ποσοστό έκπτωσης μισό τοις εκατό
(0,5%).
(Όπως τα ποσά των 8.804.109 ευρώ και 2.201.027 ευρώ που αναγράφονται,τέθηκαν όπως
αναμορφώθηκαν με την παράγραφο 4 του άρθρου 28 του N. 2948/2001 (βλ. Eγκ. Yπ. Oικ.
1077160/πολ. 1228/20.9.2002).
(«Tα ποσά που ίσχυαν πριν είχαν ως εξής:
Σε ακαθάριστα έσοδα μέχρι τρία δισεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό έκπτωσης ένα τοις
εκατό (1%) και σε ακαθάριστα έσοδα πάνω από τρία δισεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό
έκπτωσης μισό τοις εκατό (0.5%). Για τις επιχειρήσεις των πιο κάτω περιπτώσεων α΄ και ε΄,
η ως άνω έκπτωση υπολογίζεται με βάση την ακόλουθη κλίμακα:
Σε ακαθάριστα έσοδα μέχρι επτακόσια πενήντα εκατομμύρια δραχμές, ποσοστό έκπτωσης
δύο τοις εκατό (2%), πάνω από επτακόσια πενήντα εκατομμύρια και μέχρι τρία
δισεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό έκπτωσης ένα τοις εκατό (1%) και σε ακαθάριστα έσοδα
πάνω από τρία δισεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό έκπτωσης μισό τοις εκατό (0.5%)»).
Ως ακαθάριστα έσοδα, επί των οποίων υπολογίζεται η έκπτωση χωρίς
δικαιολογητικά, λαμβάνονται τα εξής:
α. Για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, τα ακαθάριστα έσοδα αυτών που προέρχονται
από εξαγωγές κάθε είδους προϊόντων.
β. Για τις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες και εργασίες στην αλλοδαπή, στα
ακαθάριστα έσοδά τους από τις υπηρεσίες και εργασίες αυτές, από τις οποίες
εισάγεται συνάλλαγμα.
γ. Για τις επιχειρήσεις έκδοσης ημερήσιων, εβδομαδιαίων, δεκαπενθήμερων,
μηνιαίων πολιτικών, οικονομικών και αθλητικών εφημερίδων και περιοδικών γενικά,
τα ακαθάριστα έσοδα αυτών από την πώληση των εντύπων και από καταχωρήσεις
γενικά σε αυτά.
165

δ. Για τις επιχειρήσεις ραδιοφωνίας - τηλεόρασης, τα προερχόμενα μόνο από


διαφημίσεις ακαθάριστα έσοδα.
ε. Για τις ημεδαπές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και κατασκηνωτικά κέντρα, τα
προερχόμενα από αλλοδαπούς πελάτες έσοδά τους, στα οποία, εκτός των εσόδων
από διανυκτερεύσεις, περιλαμβάνονται και αυτά του κυλικείου και εστιατορίου από
αλλοδαπούς πελάτες.
στ. Για τα γραφεία γενικού τουρισμού του Ν. 393/1976 (ΦΕΚ Α΄ 199), τα προερχόμενα
από αλλοδαπούς πελάτες έσοδα.
Εξαιρετικά, για τις επιχειρήσεις εξαγωγής πετρελαιοειδών προϊόντων και για τις
μεταφορικές επιχειρήσεις διεθνών οδικών εμπορευματικών μεταφορών του Ν.
383/1976 (ΦΕΚ Α΄ 182) αναγνωρίζεται έκπτωση χωρίς δικαιολογητικά που
υπολογίζεται σε ποσοστό μισό τοις εκατό (0,5%) στα έσοδά τους από εξαγωγές
πετρελαιοειδών προϊόντων και σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) στα έσοδά τους από
τη διενέργεια διεθνών οδικών εμπορευματικών μεταφορών. Ειδικά για τις
επιχειρήσεις έκδοσης ημερήσιων και εβδομαδιαίων πολιτικών, αθλητικών και
οικονομικών εφημερίδων και περιοδικών, αναγνωρίζεται έκπτωση χωρίς
δικαιολογητικά, που υπολογίζεται σε ποσοστό 2% (δύο τοις εκατό) επί των
ακαθάριστων εσόδων που ορίζονται από τις ίδιες διατάξεις και ανεξάρτητα από το
ύψος τους.
(Όπως το χρονικό διάστημα ισχύος της παραγράφου 2 παρατάθηκε μόνο για τις
επιχειρήσεις των εδαφίων γ΄ και δ΄ μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 με το άρθρο 19 του Ν.
3156/2003)
(Όπως το χρονικό διάστημα ισχύος της παραγράφου 2 παρατάθηκε μέχρι την 31η
Δεκεμβρίου 2003 με την παρ. 9 του άρθρου 15 του Ν. 2992/2002)
(Όπως το χρονικό διάστημα ισχύος της παραγράφου 2 παρατάθηκε μέχρι την 31 η
Δεκεμβρίου 2001 με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν. 2753/1999)
(Όπως το χρονικό διάστημα ισχύος της παραγράφου 2 παρατάθηκε μέχρι την 31η
Δεκεμβρίου 1999 με την παρ. 7 του άρθρου 14 του Ν. 2459/1997)

3. Επί μικτών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων με παρεπόμενα έσοδα, η ζημία που


τυχόν προκύπτει μετά τη διενέργεια της έκπτωσης, που προβλέπει η προηγούμενη
παράγραφος, δεν συμψηφίζεται με τα κέρδη άλλων κλάδων της επιχείρησης ή τα
εισοδήματα αυτής από άλλες πηγές. Η ζημία αυτή μεταφέρεται για συμψηφισμό με
τα κέρδη του ίδιου κλάδου στις επόμενες πέντε συνεχείς χρήσεις, με την
προϋπόθεση ότι και στις χρήσεις αυτές η επιχείρηση τηρεί επαρκή και ακριβή βιβλία
τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
Σε περίπτωση αδυναμίας λογιστικού διαχωρισμού των καθαρών κερδών που
προκύπτουν από κάθε κλάδο, τα κέρδη αυτά υπολογίζονται με επιμερισμό του
συνόλου των καθαρών κερδών της επιχείρησης με βάση τα ακαθάριστα έσοδα κάθε
κλάδου.
166

(Όπως το χρονικό διάστημα ισχύος της παραγράφου 3 παρατάθηκε μέχρι την 31η
Δεκεμβρίου 2001 με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν. 2753/1999)

4. Σε εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες σε συνεργασία με αλλοδαπούς οίκους


εξάγουν βιομηχανικά, βιοτεχνικά, χειροτεχνικά, γεωργικά, κτηνοτροφικά,
οπωροκηπευτικά, μεταλλευτικά και λατομικά προϊόντα, καθώς και προϊόντα αλιείας
με ανταλλαγή αγαθών από το εξωτερικό μετά από έγκριση του Ελληνικού Δημοσίου,
όταν απαιτείται αυτή, αναγνωρίζεται χωρίς δικαιολογητικά έκπτωση από τα
ακαθάριστα έσοδα, που υπολογίζεται σε ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) στο ποσό
της προμήθειας που παίρνουν.
(Όπως το χρονικό διάστημα ισχύος της παραγράφου 4 παρατάθηκε μέχρι την 31η
Δεκεμβρίου 2001 με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν. 2753/1999)

5. Στις βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις, οι οποίες ενεργούν για


λογαριασμό των αλλοδαπών οίκων βιομηχανοποίηση ή επεξεργασία πρώτων υλών
που εισάγονται από την αλλοδαπή και επανεξάγονται με τη μορφή έτοιμων ή
ημιέτοιμων προϊόντων, αναγνωρίζεται δικαίωμα έκπτωσης, χωρίς δικαιολογητικά,
ποσοστού τρία τοις εκατό (3%) στο ποσό των ακαθάριστων εσόδων τους, τα οποία
προέρχονται από την αμοιβή που παίρνουν για τις υπηρεσίες αυτές.
(Όπως το χρονικό διάστημα ισχύος της παραγράφου 5 παρατάθηκε μέχρι την 31η
Δεκεμβρίου 2001 με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν. 2753/1999)

6. Η ζημία των επιχειρήσεων, οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5, που


τυχόν προκύπτει μετά τη διενέργεια των εκπτώσεων που ορίζονται στις
παραγράφους 2, 3, 4 και 5, δεν συμψηφίζεται με τα κέρδη άλλων κλάδων της
επιχείρησης ή με τα κέρδη από τη συμμετοχή της σε άλλες επιχειρήσεις ή με τα
εισοδήματα από άλλες πηγές. Η ζημία αυτή μπορεί να μεταφέρεται για συμψηφισμό
με τα κέρδη των πιο πάνω κλάδων της επιχείρησης στις πέντε (5) επόμενες
συνεχείς χρήσεις, με την προϋπόθεση ότι και σε αυτές τις χρήσεις η επιχείρηση
τηρεί επαρκή και ακριβή βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Στην περίπτωση των
μικτών επιχειρήσεων, ο συμψηφισμός ενεργείται με τα κέρδη των κλάδων αυτών .
Αν υπάρχει αδυναμία λογιστικού διαχωρισμού των κερδών που προκύπτουν από
κάθε κλάδο, αυτά υπολογίζονται με επιμερισμό του συνόλου των κερδών της
επιχείρησης με βάση τα ακαθάριστα έσοδα από κάθε κλάδο.
(Όπως το χρονικό διάστημα ισχύος της παραγράφου 6 παρατάθηκε μέχρι την 31η
Δεκεμβρίου 2001 με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν. 2753/1999)

7. Για τον προσδιορισμό του κόστους των μενόντων προϊόντων στις βιομηχανικές
και βιοτεχνικές επιχειρήσεις, συνυπολογίζεται στην αξία των υλικών που
167

χρησιμοποιήθηκαν και ανάλογο ποσοστό εξόδων παραγωγής, στα οποία


περιλαμβάνονται και οι τακτικές αποσβέσεις των πάγιων περιουσιακών στοιχείων.

8. Σε περίπτωση κατά την οποία στα ακαθάριστα έσοδα περιλαμβάνονται και έσοδα
που απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος ή φορολογούνται κατά ειδικό τρόπο με
εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης ή έσοδα από μερίσματα και κέρδη από
συμμετοχή σε ημεδαπές εταιρίες, για τον υπολογισμό του καθαρού κέρδους της
επιχείρησης που υπόκειται σε φορολογία, το συνολικό ποσό των δαπανών που
πρόκειται να εκπεσθεί μειώνεται κατά τα εξής ποσά δαπανών, που βαρύνουν τα πιο
πάνω ακαθάριστα έσοδα:
α. Ποσό των χρεωστικών τόκων που εξευρίσκεται με επιμερισμό των τόκων αυτών
μεταξύ των υποκείμενων στη φορολογία ακαθάριστων εσόδων και αυτών που
αναφέρονται πιο πάνω.
β. Ποσοστό 5% (πέντε τοις εκατό) των εσόδων που απαλλάσσονται της φορολογίας
ή φορολογούνται κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης ή
των εσόδων από μερίσματα και κέρδη από συμμετοχή σε άλλες ημεδαπές
επιχειρήσεις, ως λοιπές δαπάνες. Το ποσό αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει το είκοσι
τοις εκατό (20%) των πάσης φύσεως δαπανών της επιχείρησης.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται για τραπεζικές, ασφαλιστικές
επιχειρήσεις, εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και αμοιβαία κεφάλαια.

Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις της περίπτωσης α’ δεν εφαρμόζονται για τραπεζικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τη νομική
μορφή που λειτουργούν. Επίσης, ειδικά για τις πιο πάνω τράπεζες, οι διατάξεις της περίπτωσης β’ ισχύουν
μόνο για έσοδα από μερίσματα και κέρδη από συμμετοχή σε άλλες ημεδαπές επιχειρήσεις.»

Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Αποζημιώσεις, καθώς και πάσης φύσεως αμοιβές, που οφείλονται από επιχειρήσεις ή επιτηδευματίες σε
οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με βάση δικαστική ή διαιτητική απόφαση ή οποιαδήποτε
αναγνώριση ή συμβιβασμό, δεν αναγνωρίζονται ως δαπάνη για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών,
που υπάγονται στη φορολογία εισοδήματος του οφειλέτη, εάν μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της
διαχειριστικής περιόδου εντός της οποίας πραγματοποιείται η καταβολή ή η πίστωση αυτών, δεν υποβληθεί
στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία φορολογίας του δικαιούχου αντίγραφο της απόφασης ή του
εγγράφου και θεωρηθεί από αυτή η απόφαση ή το έγγραφο, βάσει του οποίου καταβάλλεται ή πιστώνεται η
αποζημίωση ή η αμοιβή στο δικαιούχο.»
κατάργηση που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου δεύτερου του ν. 3814/2010 (ΦΕΚ Α’3)
καταλαμβάνει αποσβέσεις επισφαλών απαιτήσεων που διενεργούνται από διαχειριστικές περιόδους που
αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2009 και μετά.
168

9. Αποζημιώσεις, καθώς και πάσης φύσεως αμοιβές, που οφείλονται από


επιχειρήσεις ή επιτηδευματίες σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με βάση
δικαστική ή διαιτητική απόφαση ή οποιαδήποτε αναγνώριση ή συμβιβασμό, δεν
αναγνωρίζονται ως δαπάνη για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών, που
υπάγονται στη φορολογία εισοδήματος του οφειλέτη, εάν πριν από την καταβολή ή
την πίστωση αυτών, δεν υποβληθεί στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία
φορολογίας του δικαιούχου αντίγραφο της απόφασης ή του εγγράφου και θεωρηθεί
από αυτή η απόφαση ή το έγγραφο, βάσει του οποίου θα καταβληθεί ή πιστωθεί η
αποζημίωση ή αμοιβή στο δικαιούχο.
Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο δεν ισχύουν προκειμένου για αποζημιώσεις
που καταβάλλονται ή πιστώνονται από ασφαλιστικές εταιρίες.
(Όπως το τελευταιο εδάφιο προστίθεται στην παράγραφο 9 του άρθρου 31 με την παρ.1 του
άρθρου 30 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην εφημερίδα
της κυβερνήσεως, δηλαδη από 28/1/2004).
(Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για
αποζημιώσεις που έχουν καταβληθεί ή πιστωθεί μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του
παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αφορούν υποθέσεις για τις οποίες
μέχρι την παραπάνω ημερομηνία δεν έχουν εκδοθεί πράξεις προσδιορισμού
αποτελεσμάτων στη φορολογία εισοδήματος ή εφόσον εκδόθηκαν δεν έχουν
οριστικοποιηθεί καθ΄ οιοδήποτε τρόπο ή εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή
του Σ.τ.Ε.)

10. Οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται από ασφαλιστικές εταιρίες σε δικαιούχους


ασφαλισμένων αυτοκινήτων, για ζημίες που προξενήθηκαν στα αυτοκίνητα αυτά,
δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των ασφαλιστικών
επιχειρήσεων, προκειμένου να υπολογιστούν τα καθαρά κέρδη για τη φορολογία
του εισοδήματος, αν δεν καλύπτονται από νόμιμα δικαιολογητικά που
προβλέπονται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ.. Τα πρόσωπα που παραβαίνουν τη
διάταξη αυτής της παραγράφου ή δηλώνουν ανακριβή στοιχεία υπόκεινται για κάθε
παράβαση σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 87 αυτού του νόμου.

11. Στην περίπτωση που η επιχείρηση απασχολεί λογιστή και η δήλωση φόρου
εισοδήματος δεν υπογράφεται από αυτόν, οι αποδοχές αυτού δεν αναγνωρίζονται
για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης και επιβάλλεται πρόστιμο
σε βάρος του λογιστή μέχρι το ένα τέταρτο (1/4) των ετήσιων αποδοχών του.

12. Η εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης του Νόμου 1665/1986 ενεργεί αποσβέσεις


στα μίσθια σε ίσα μέρη ανάλογα με τα έτη διάρκειας της σύμβασης.
169

13. Για τον υπολογισμό των καθαρών κερδών των εταιριών του Ν. 1665/1986 (ΦΕΚ
Α΄ 194) επιτρέπεται να ενεργείται για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεών τους,
έκπτωση έως και δύο τοις εκατό (2%) επί του συνολικού ύψους μισθωμάτων, τα
οποία προκύπτουν από τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, που έχουν
συναφθεί μέσα στην οικεία διαχειριστική χρήση. Το ποσό αυτό της πρόβλεψης για
κάθε διαχειριστική χρήση, συναθροιζόμενο με το ποσό της πρόβλεψης, η οποία
διενεργήθηκε σε προγενέστερες διαχειριστικές χρήσεις και εμφανίζεται στα
τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης, δεν μπορεί να υπερβεί το είκοσι πέντε τοις εκατό
(25%) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, όπως αυτό εμφανίζεται στην
απογραφή τέλους χρήσης. Η έκπτωση αυτή εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία σε
ειδικό λογαριασμό "Προβλέψεις για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων". Πέραν της
πρόβλεψης αυτής, κανένα άλλο ποσό δεν αναγνωρίζεται για έκπτωση από τα
ακαθάριστα έσοδα των εταιριών χρηματοδοτικής μίσθωσης για απόσβεση
επισφαλών απαιτήσεων.

14. Οι δαπάνες που πραγματοποιεί η επιχείρηση για αγορά αγαθών ή λήψη


υπηρεσιών από εξωχώρια εταιρία, καθώς και τα δικαιώματα ή οι αποζημιώσεις που
καταβάλλει αυτή σε εξωχώρια εταιρία για τη χρησιμοποίηση στην Ελλάδα τεχνικής
βοήθειας, ευρεσιτεχνιών, σημάτων, σχεδίων, μυστικών βιομηχανικών μεθόδων και
τύπων, πνευματικής ιδιοκτησίας και άλλων συναφών δικαιωμάτων, δεν εκπίπτουν
από τα ακαθάριστα έσοδα της.
Από την εφαρμογή της διάταξης αυτής εξαιρούνται δαπάνες που αφορούν αγορά ή
μεταφορά στην Ελλάδα αργού πετρελαίου, πετρελαιοειδών ή άλλων προϊόντων για
τα οποία δημοσιεύονται δείκτες τιμών χονδρικής πώλησης και τα οποία αποτελούν
αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά προϊόντων.
(Όπως η παρ. 14 προστέθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 5 του Ν. 3091/2002 και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από
1.1.2003 και μετά).

15. Οι εκπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων ενεργούνται με την προϋπόθεση


ότι τα ποσά αυτών έχουν αναγραφεί στα βιβλία της επιχείρησης.
(Όπως παρ. 15 του άρθρου 4, προέκυψε μετά την κατάργηση του άρθρου 23 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22
του Ν. 3259/2004).
(Η παρ. 15 πριν την κατάργηση του άρθρου 23 του Ν. 3220/2004, είχε ως εξής:
«15. Οι δαπάνες και τα έξοδα των προηγούμενων παραγράφων εκπίπτονται με την
προϋπόθεση ότι τα ποσά αυτών έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία της επιχείρησης και
καλύπτονται με νόμιμα παραστατικά. Δαπάνες που δεν πραγματοποιούνται για τις ανάγκες
της επιχείρησης, δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά της»).
170

(Όπως η παράγραφος 14 αναριθμήθηκε σε 15 με την παρ. 9 του άρθρου 5 του


Ν.3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από 1.1.2003 και μετά).

16. Ποσά που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις οικειοθελώς σε εργαζομένους της ή σε


τρίτους, πλην των περιπτώσεων που περιλαμβάνονται στο άρθρο αυτό, και δεν
αφορούν αμοιβές ή αποζημιώσεις αυτών για άμεση ανταπόδοση παρεχόμενης
υπηρεσίας ή δεν προκύπτει από διάταξη νόμου ο υποχρεωτικός χαρακτήρας τους,
δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα.
(Όπως η παρ. 16 του άρθ. 31 του Ν. 2238/1994 προστέθηκε με τη παρ. 4 του άρθ. 24 του
Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το άρθ. 6 της παρ. 24 του ιδίου Νόμου δηλαδή
εφαρμόζεται για ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30ή Δεκεμβρίου 2005).

17. Το ποσό που απομένει μετά τις εκπτώσεις του παρόντος άρθρου αποτελεί το
καθαρό εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις.
(Όπως η παράγραφος 15 αναριθμήθηκε σε 16 με την παρ. 9 του άρθρου 5 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από 1.1.2003 και μετά)
(Όπως η παρ. 17 του άρθρου 31 του Ν. 2238/1994, η οποία είχε προστεθεί με την παρ. 2
του άρθρου 18 του Ν. 3220/2004, καταργείται από 1η Ιανουαρίου 2004 και μετά, με την παρ.
2 του άρθρου 22 του Ν. 3259/2004).
(Η παράγραφος 17 του άρθρου 31 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«17. Για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, με παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που
επηρεάζουν τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος, το καθαρό εισόδημα εξευρίσκεται
λογιστικά με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά το
άρθρο 30, των οριζόμενων κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου
αυτού εξόδων και δαπανών και με την προσθήκη διαφορών καθαρού εισοδήματος που
προκύπτουν με την εφαρμογή Συντελεστή Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος (Σ.Δ.Κ.Ε.) επί
των εξόδων και δαπανών που εκπίπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
Κάθε ένας από τους πιο πάνω συντελεστές αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο κλιμάκιο μορίων τα
οποία υπολογίζονται με βάση τις φορολογικές παραβάσεις που επηρεάζουν τον
προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος και βαρύνουν την οικεία διαχειριστική περίοδο. Οι
διαφορές καθαρού εισοδήματος που προκύπτουν από την εφαρμογή των κατά περίπτωση
Συντελεστών Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος δεν μπορεί να είναι μικρότερες από
συγκεκριμένα, ανά κλιμάκιο μορίων, Ελάχιστα Ποσά Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος.
Οι Συντελεστές Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος και τα Ελάχιστα Ποσά Διαφορών
Καθαρού Εισοδήματος, ανά κλιμάκιο μορίων, ορίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο Πίνακα:
171

ΠΙΝΑΚΑΣ
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΚΑΘΑΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Κλιμάκια Συντελεστές Διαφορών Ελάχιστα Ποσά
Μορίων Καθαρού Εισοδήματος Διαφορών Καθαρού
επί τοις εκατό (%) Εισοδήματος (σε ευρώ)
1 - 200 0,5 1.000
201 - 500 1 2.000
501 - 1.000 1,5 4.000
1.001 - 2.000 2 6.000
2.001 - 4.000 3 8.000
4.001 - 7.000 5 10.000
7.001 - 10.000 7 15.000
10.001 - 25.000 10 20.000
25.001 - 50.000 13 25.000
50.001 - 100.000 16 30.000
100.001 - άνω 20 40.000

Οι παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που επηρεάζουν τον προσδιορισμό του


καθαρού εισοδήματος και τα αντίστοιχα μόρια που επισύρουν ανάλογα με το είδος και τη
βαρύτητα τους, ανά κωδικό κάθε παράβασης, ορίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

ΠΙΝΑΚΑΣ
ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΜΟΡΙΩΝ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΑΘΑΡΟ
ΕΙΣΟΔΗΜΑ
ΚΩΔΙΚΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΜΟΡΙΑ
ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ
100 Μη τήρηση βιβλίων
100102 Βιβλίων απογραφών - ισολογισμών 1350
100103 Αποθήκης - παραγωγής
κοστολογίου - τεχνικών προδιαγραφών 1350

100105 Αναλυτικών καθολικών 750


102 Ανακριβής τήρηση βιβλίων ως προς τις δαπάνες
102101 Βασικών βιβλίων στα οποία διενεργούνται
πρωτογενείς εγγραφές 300
102103 Βιβλίου απογραφών - ισολογισμών 300
102104 Αποθήκης - παραγωγής κοστολογίου -
τεχνικών προδιαγραφών 300
172

102105 Ισοζυγίου γενικού - αναλυτικών καθολικών


- μηνιαίων καταστάσεων Α΄ - Β΄ κατηγορίας
βιβλίων Κ.Β.Σ. 1300
102106 Αναλυτικών καθολικών 200
103 Μη διαφύλαξη βιβλίων ή μη επίδειξη βιβλίων
μετά από πρόσκληση τακτικού έλεγχου
103102 Βιβλίου απογραφών - ισολογισμών 1350
103103 Αποθήκης - παραγωγής κοστολογίου -
τεχνικών προδιαγραφών 1350
103105 Αναλυτικών καθολικών 750
104 Μη εξειδίκευση του είδους
104100 Μη εξειδίκευση του είδους στα βιβλία 400
150 Τήρηση βιβλίων κατώτερης της
προβλεπόμενης από τον Κ.Β.Σ. κατηγορίας
150100 Β΄ κατηγορίας αντί Γ΄ κατηγορίας 200
200 Μη έκδοση στοιχείων
200111 Δελτίου εσωτερικής διακίνησης 100
200113 Απόδειξης δαπανών 200
201 Ανακριβής έκδοση στοιχείων
201111 Δελτίου εσωτερικής διακίνησης 100
201113 Απόδειξης δαπανών 200
202 Έκδοση αθεώρητου στοιχείου μη καταχωρημένου
202111 Δελτίου εσωτερικής διακίνησης 80
202113 Απόδειξη δαπάνης 200
203 Μη διαφύλαξη εκδοθέντων στοιχείων
203111 Δελτίου εσωτερικής διακίνησης 100
200113 Απόδειξη δαπάνης 200
204 Έκδοση εικονικού - πλαστού - νόθευση
φορολογικού στοιχείου
204111 Δελτίου εσωτερικής διακίνησης 200
204113 Απόδειξη δαπάνης 200
205 Λήψη εικονικού στοιχείου ή καταχώρηση
στα βιβλία ανύπαρκτων αγορών ή εξόδων
205100 Απόδειξης λιανικής πώλησης - απόδειξης
παροχής υπηρεσιών 400
205101 Τιμολογίου - εκκαθάρισης ή άλλου στοιχείου
που επέχει θέση τιμολογίου 400
205102 Μεταφοράς του άρθρου 16 του Κ.Β.Σ. 400
205103 Ειδικών στοιχείων του άρθρου 13α του
Κ.Β.Σ. 400
173

205108 Πιστωτικού τιμολογίου - απόδειξης


επιστροφής 300
205109 Λήψη εικονικού στοιχείου υπαρκτής
συναλλαγής (εικονικότητα ως προς το
πρόσωπο) 200
205110 Καταχώρηση στα βιβλία ανύπαρκτων
αγορών ή εξόδων 400
205199 Λήψη εικονικού στοιχείου ανύπαρκτης
συναλλαγής από κωδικό 205100 έως και
205108 άνω των 880 ευρώ (εικονικότητα
ως προς τη συναλλαγή) ή καταχώρηση
στα βιβλία ανύπαρκτων αγορών ή εξόδων
ποσού άνω των 880 € 1.200
207 Εξόφληση στοιχείου άνω των 15.000 ευρώ
κατά παράβαση των διατάξεων του δεύτερου
εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 18
του Κ.Β.Σ.
207100 Στοιχείου αγοράς ή λήψης υπηρεσιών 60
230 Μη εξειδίκευση του είδους
230100 Μη εξειδίκευση του είδους στα στοιχεία 400
240 Μη διαφύλαξη ληφθέντων στοιχείων
240101 Δαπανών 300

18. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται θέματα


καταχώρισης ορισμένων δαπανών του άρθρου αυτού στα βιβλία δεύτερης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
(Οπως η παρ. 18 αναριθμείται σε παρ. 17 - μετά την κατάργηση του άρθρου 18 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία εναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου
22 του Ν. 3259/2004).
(Όπως η παρ. 17 προστέθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 5 του Ν.3091/2002 και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από
1.1.2003 και μετά).

19. Δαπάνες που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, εκτός εκείνων
που ρητά μνημονεύονται σε αυτό, για τις οποίες έχει γίνει δεκτό με διοικητικές
λύσεις και με τη δικαστηριακή νομολογία ότι εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα
βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού, περιλαμβάνονται σε απόφαση του
Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Η αναγνώριση των οριζόμενων στην
απόφαση αυτή δαπανών είναι δεσμευτική για τις ελεγκτικές υπηρεσίες. Για την
υλοποίηση των ανωτέρω, εντός μηνός από την έναρξη ισχύος της παραγράφου
174

αυτής εκδίδεται η οριζόμενη από το πρώτο εδάφιο απόφαση.


Για οποιαδήποτε προσθήκη ή αφαίρεση περίπτωσης από τον κατάλογο αυτόν, η
ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή η επαγγελματική ένωση στην οποία ανήκει ή η
ελεγκτική υπηρεσία δικαιούται να υποβάλει στην αρμόδια για τη φορολογία
εισοδήματος υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών αίτηση, εντός
δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος της παραγράφου αυτής, προκειμένου να
εξετασθεί η συγκεκριμένη περίπτωση από ειδική γνωμοδοτική επιτροπή η οποία
συνιστάται για το σκοπό αυτόν στο πιο πάνω Υπουργείο. Μέχρι την 30ή lουνίου
2005 εκδίδεται νέα απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών με την
οποία επιφέρονται οι μεταβολές για τις οποίες γνωμοδότησε, σύμφωνα με τα πιο
πάνω, η επιτροπή, κατόπιν της άνω αίτησης ή εισήγησης της υπηρεσίας ή και
αυτεπαγγέλτως. Η αναγνώριση των τυχόν επιπλέον αναγνωριζόμενων
περιπτώσεων δαπανών είναι δεσμευτική και για προηγούμενες διαχειριστικές
περιόδους, εφόσον είναι εκκρεμείς. Τυχόν αφαίρεση αναγνωριζόμενων
περιπτώσεων δαπανών θα ισχύει από την επόμενη διαχειριστική χρήση. Με την ίδια
διαδικασία θα ορίζονται κάθε χρόνο οι μεταβολές στις περιπτώσεις δαπανών που
εκπίπτoυν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.
Η επιτροπή της παραγράφου αυτής αποτελείται από έναν σύμβουλο ή πάρεδρο του
Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τους προϊσταμένους των Διευθύνσεων
Φορολογίας Εισοδήματος και Ελέγχου, έναν εκπρόσωπο της Ένωσης
Επιμελητηρίων Ελλάδος, καθώς και έναν καθηγητή Ανώτατου Εκπαιδευτικού
Ιδρύματος συναφούς αντικειμένου. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας αυτής ως
και οι αναπληρωτές αυτών, ο τρόπος λειτουργίας και λήψης απόφασης, καθώς και
λοιπές λεπτομέρειες ορίζονται με Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και
Οικονομικών.
Επίσης και για τις δαπάνες οι οποίες δεν αναγνωρίζονται από τα αρμόδια ελεγκτικά
όργανα προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων αποφαίνεται η
επιτροπή της παραγράφου αυτής και περιλαμβάνονται σε ιδιαίτερη απόφαση του
Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται κάθε χρόνο, σύμφωνα με τη
διαδικασία που ακολουθείται και για τις δαπάνες που αναγνωρίζονται προς
έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.
(Όπως στην παρ. 19 του άρθ. 31 του Ν. 2238/1994 προστέθηκε εδάφιο με την παρ. 5 του
άρθ. 24 του Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το άρθ. 6 της παρ. 24 του ιδίου Νόμου
δηλαδή εφαρμόζεται για ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30ή Δεκεμβρίου 2005.)
(Όπως οι παρ. 16, 17 και 18 του άρθ. 31 του Ν. 2238/1994αναριθμούνται σε 17, 18 και 19
αντίστοιχα με τη παρ. 4 του άρθ. 24 του Ν. 3427/2005)
(Όπως η παρ. 18 του άρθρου 31 του Ν. 2238/1994, προστέθηκε με την παρ. 15 του
άρθρου 9 του Ν. 3296/2004, και ισχύει από την ημερομηνία εκδοσης σχετικής απόφασης).
175

(Όπως η παρ. 19 του άρθρου 31, η οποία είχε προστεθεί με το άρθρο 23 του Ν. 3220/2004
καταργείται από την ημερομηνια έναρξης ισχύος του, συμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου
22 του Ν. 3259/2004).
(Η παρ. 19 πριν την κατάργηση του άρθρου 23 του Ν.3220/2004, είχε ως εξής:
«19. Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών εκδίδει ετήσια Οδηγία προς τις ελεγκτικές
υπηρεσίες για τον καθορισμό των δαπανών που αναγνωρίζονται προς έκπτωση, η οποία
ιδίως περιλαμβάνει:
- τη μέχρι τότε νομολογία των δικαστηρίων και τις διοικητικές λύσεις
- την αξιολόγηση των δαπανών με βάση τις ιδιαιτερότητες κατά κλάδο επιχειρηματικής
δραστηριότητας
- την αξιολόγηση των δαπανών κατά κατηγορία δαπάνης
- την αξιολόγηση και αντιμετώπιση ειδικά των δαπανών για:
• αμοιβές της μητρικής εταιρείας για την παροχή τεχνογνωσίας σε θυγατρικές
• διευθυντικά δικαιώματα
• δαπάνες φιλοξενίας
- τις οδηγίες των διεθνών οικονομικών οργανισμών.
Οι Οδηγίες της παραγράφου αυτής είναι δεσμευτικές ως προς την αναγνώριση των
δαπανών από τη φορολογούσα αρχή»).

Άρθρο 32
Εξωλογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος
1. Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των επιχειρήσεων που
δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν ανακριβή ή ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., προσδιορίζεται εξωλογιστικώς
με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς, κατά
γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού κέρδους.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 32 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή
από 14-12-2004).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 32 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης
κατηγορίας του Κ.Β.Σ., καθώς και των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή
176

τηρούν βιβλία και στοιχεία κατώτερης κατηγορίας της προσήκουσας ή τηρούν ανακριβή ή
ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία και στην τελευταία αυτή περίπτωση η ανεπάρκεια καθιστά
αδύνατη τη διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων, προσδιορίζεται εξωλογιστικώς με
πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς, κατά γενικές
κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού κέρδους»).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 32, προέκυψε μετά την κατάργηση του
άρθρου 20 του Ν. 3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την
παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 πριν την κατάργηση του άρθρου 20 του Ν. 3220/2004 είχε ως
εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου
30, το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων επειδή δεν έχουν σχετική υποχρέωσηή δεν τηρούν αν και ήταν
υπόχρεοι ή δεν διαφυλάττουν τα βιβλία ή στοιχεία της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 4
του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή τηρούν βιβλία και στοιχεία Α΄
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ενώ ήταν υπόχρεοι σε τήρηση βιβλίων και
στοιχείων Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας του Κώδικα αυτού, προσδιορίζεται εξωλογιστικά με
πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς, κατά γενικές
κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού κέρδους»).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«1. Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης ή
δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των επιχειρήσεων που
δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν βιβλία και στοιχεία κατώτερης κατηγορίας της
προσήκουσας ή τηρούν ανακριβή ή ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία και στην τελευταία αυτή
περίπτωση η ανεπάρκεια καθιστά αδύνατη τη διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων,
προσδιορίζεται εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της
επιχείρησης με ειδικούς, κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού
κέρδους»).
Σε αυτά τα ακαθάριστα έσοδα δεν συμπεριλαμβάνονται τα ακόλουθα ποσά εσόδων:
α. Οι τόκοι από συναλλακτικές πράξεις, με εξαίρεση τους τόκους της παραγράφου 4
του άρθρου 25, που αποτελούν εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις.
β. Η αυτόματη υπερτίμηση κεφαλαίου της επιχείρησης.
γ. Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από επισφαλείς απαιτήσεις που έχουν
αποσβεστεί, εφόσον είχαν γίνει δεκτές από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου εισοδήματος.
δ. Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από φόρους, εισφορές και τέλη της επιχείρησης,
εφόσον είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως και είχαν γίνει δεκτά από τον προϊστάμενο
177

της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου


εισοδήματος.
Τα ποσά των πιο πάνω περιπτώσεων α΄ έως δ΄ προστίθενται στο καθαρό κέρδος
της επιχείρησης, το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή του συντελεστή καθαρού
κέρδους.

2. Για κάθε κατηγορία επιχειρήσεων προβλέπεται ένας μοναδικός συντελεστής


καθαρού κέρδους, ο οποίος εφαρμόζεται στα ακαθάριστα έσοδα. Οι μοναδικοί
συντελεστές καθαρού κέρδους περιλαμβάνονται σε ειδικό πίνακα, ο οποίος
καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύονται στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο συντελεστής καθαρού κέρδους που εφαρμόζεται
στα ακαθάριστα έσοδα δεν μπορεί να είναι ανώτερος από τα τρία πέμπτα (3/5) του
συντελεστή μικτού κέρδους, που έχει καθορίσει το Υπουργείο Εμπορίου. Όταν το
Υπουργείο Εμπορίου, αντί για συντελεστές μικτού κέρδους, έχει καθορίσει
συντελεστές καθαρού κέρδους, δεν εφαρμόζονται οι συντελεστές καθαρού κέρδους
του πίνακα, αλλά οι συντελεστές καθαρού κέρδους του Υπουργείου Εμπορίου.
Για τις επιχειρήσεις για τις οποίες τα βιβλία και στοιχεία κρίνονται ανακριβή ο
συντελεστής προσαυξάνεται κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Ειδικά, ο συντελεστής
του προηγούμενου εδαφίου δεν προσαυξάνεται όταν η τήρηση βιβλίων προκύπτει
από υπέρβαση του ορίου των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης και κατά το
πρώτο έτος της υποχρέωσης τήρησης βιβλίων αυτής.
Επίσης, κατά σαράντα τοις εκατό (40%) προσαυξάνεται ο συντελεστής για τις
επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία που προβλέπονται γι΄ αυτές από τον Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων στα οποία καταχωρούνται πρωτογενώς οι συναλλαγές ή
τηρούν βιβλία κατώτερης κατηγορίας από τα οριζόμενα από τον ίδιο Κώδικα.
Εξαιρετικά, το παραπάνω ποσοστό προσαύξησης διπλασιάζεται εφόσον η
ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων οφείλεται σε έναν τουλάχιστον από τους πιο
κάτω λόγους:
α) Στην έκδοση πλαστών ή εικονικών ή στη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων
ως προς την ποσότητα ή την αξία ή στη νόθευση αυτών.
β. …………..
γ) Στη μη διαφύλαξη ή μη επίδειξη στον τακτικό φορολογικό έλεγχο των βιβλίων και
στοιχείων.
δ. …………..
Σε περίπτωση εξολογιστικού προσδιορισμού των καθαρών κερδών επιχειρήσεων
της παρ. 1 του άρθρ. 31, συγκρίνεται ο συντελεστής που προκύπτει από το
λογιστικό προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος με το συντελεστή που ορίζεται
με τα προηγούμενα εδάφια και εφαρμόζεται ο μεγαλύτερος, ο οποίος δεν μπορεί να
υπερβαίνει το διπλάσιο του οικείου συντελεστή του πίνακα. Εφόσον τα
προκύπτοντα κατά τα ανωτέρω καθαρά κέρδη υπολείπονται των καθαρών κερδών
178

που προσδιορίζονται από τον έλεγχο λογιστικά, ως τελικά καθαρά κέρδη


λαμβάνονται τα λογιστικώς προσδιοριζόμενα, ανεξάρτητα αν αυτά αντιστοιχούν σε
συντελεστή ανώτερο του διπλάσιου του οικείου συντελεστή του πίνακα.
Σε κάθε περίπτωση ο συντελεστής καθαρού κέρδους που τελικά εφαρμόζεται ή
αντιστοιχεί στα τελικά προσδιοριζόμενα, κατ΄ εφαρμογή του παρόντος άρθρου,
καθαρά κέρδη, δεν μπορεί να είναι ανώτερος από το εβδομήντα πέντε τοις εκατό
(75%).
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 10 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της
κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-2004
(Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 32 πριν την αντικατάσταση του είχε
ως εξής:
«Σε κάθε περίπτωση ο συντελεστής καθαρού κέρδους που τελικά εφαρμόζεται ή αντιστοιχεί
στα τελικά προσδιοριζόμενα καθαρά κέρδη δεν μπορεί να είναι ανώτερος από το 85%»).
(Όπως οι περιπτώσεις β΄ και δ΄ του έβδομου και το όγδοο εδάφιου της παραγράφου 2 του
άρθρου 32 του Ν. 2238/1994, καταργήθηκαν με την παρ. 5 του άρθρου 10 του Ν.
3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-2004).
(Οι περιπτώσεις β΄ και δ΄ του έβδομου και το όγδοο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου
32 πριν την κατάργηήη τους είχαν ως εξής:
«β) Στη διάπραξη μέσα στην ίδια χρήση περισσοτέρων της μιας παραβάσεων μη έκδοσης
του προβλεπόμενου από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων στοιχείου αξίας ή διακίνησης
αγαθών, που διαπιστώνονται από διαφορετικούς ελέγχους. Αν διακινούνται αγαθά χωρίς το
προβλεπόμενο συνοδευτικό στοιχείο, ακόμη και αν αυτό έχει εκδοθεί, θεωρείται ότι δεν
εκδόθηκε.
δ) Στην απόκρυψη φορολογητέας ύλης που υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της
δηλωθείσας και σε ποσό τις δύο χιλιάδες εννιακόσια πενήντα (2.950) ευρώ.
Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους διπλασιάζεται στις περιπτώσεις που
διαπιστώθηκε η χωρίς άδεια της αρμόδιας φορολογικής αρχής άσκηση επιτηδεύματος ή η
άσκηση αυτού σε διεύθυνση που δεν δηλώθηκε ή η αλλοίωση των δεδομένων της
φορολογικής ταμειακής μηχανής»).
(Όπως το έβδομο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 32 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 4 του άρθρου 10 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή
από 14-12-2004).
(Όπως η περ.α της της παρ. 2 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής: "Στην έκδοση
πλαστών ή εικονικών ή στη νόθευση φορολογικών στοιχείων").
(Όπως το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 10 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
179

άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της
κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-2004).
(Το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 32 πριν την αντικατάσταση της είχε ως
εξής:
«Για τις επιχειρήσεις για τις οποίες τα βιβλία και στοιχεία κρίνονται ανακριβή, καθώς και για
τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν τα βιβλία που προβλέπονται για αυτές από τον Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων στα οποία καταχωρούνται πρωτογενώς οι συναλλαγές ή τηρούν
βιβλία κατώτερης κατηγορίας από τα οριζόμενα από τον ίδιο κώδικα, ο κατά τα ανωτέρω
συντελεστής προσαυξάνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%)»).
(Όπως στη περίπτωση α΄ της παρ. 2 του άρθρου 32 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκε με την
παρ. 8 του άρθρου 16 του Ν. 2992/2002 και ισχύει αύμφωνα με το άρθρο 48 του ιδίου
νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης στο ΦΕΚ ήτοι από 20/3/2002 και μετά).
(Όπως στη περίπτωση δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 32 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 46
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

3. Αν από τα στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος προκύπτει


αποδεδειγμένα, ότι, από γεγονότα ανώτερης βίας, το πραγματικό κέρδος είναι
κατώτερο από αυτό που προσδιορίζεται με την εφαρμογή του μοναδικού
συντελεστή, το κέρδος αυτό μπορεί να καθορίζεται με χρήση κατώτερου συντελεστή,
όχι όμως κατώτερου από το μηδέν.
Εξαιρετικά, σε περιπτώσεις μερικής ή ολικής καταστροφής της επιχείρησης και των
βιβλίων και στοιχείων από σεισμό, πυρκαγιά, πλημμύρα ή θεομηνία, μπορεί να
αναγνωρισθεί αρνητικός συντελεστής μέχρι ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί των
ακαθάριστων εσόδων των ανέλεγκτων χρήσεων. Στις περιπτώσεις αυτές,
ανεξάρτητα από την κατηγορία βιβλίων, το σχετικό αίτημα της επιχείρησης κρίνεται
από την επιτροπή της παραγράφου 5 του άρθρου 70, εφαρμοζομένων ανάλογα των
οριζόμενων στις διατάξεις των παραγράφων 6, 7 και 8 του ίδιου άρθρου.
(Όπως τα εδάφια πέμπτο και επόμενα της παραγράφου 2 καθώς και η παράγραφος 3 του
άρθρου 32 αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 20 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και
ισχύουν σύμφωνα με την περίπτωση στ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα
που αποκτούν οι υπόχρεοι από 1/1/2000 και μετά).
(Όπως τα παραπάνω εδάφια πριν την αντικατάστασή τους είχαν ως εξής: "3. Αν από τα
στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος προκύπτει αποδεδειγμένα ότι, από γεγονότα
ανώτερης βίας, το πραγματικό κέρδος είναι κατώτερο από αυτό που προσδιορίζεται με την
εφαρμογή του μοναδικού συντελεστή, το κέρδος αυτό μπορεί να καθορίζεται με χρήση
κατώτερου συντελεστή, όχι όμως κατώτερου από το μηδέν. Εξαιρετικώς, σε περιπτώσεις
ολικής καταστροφής της επιχείρησης και των βιβλίων από πυρκαγιά μπορεί να
180

αναγνωρισθεί αρνητικός συντελεστής μέχρι ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί των
ακαθάριστων εσόδων των ανέλεγκτων χρήσεων").

4. Κατ΄ εξαίρεση, για τις επιχειρήσεις που υποχρεούνται να τηρούν βιβλία και
στοιχεία της πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και με την
προϋπόθεση ότι αυτά κρίνονται ακριβή ή για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία
γιατί δεν έχουν υποχρέωση τήρησης λόγω ύψους αγορών, εφόσον περιέχονται
στον ειδικό πίνακα που αναφέρεται στο επόμενο εδάφιο, τα καθαρά κέρδη
προσδιορίζονται εξωλογιστικώς, με πολλαπλασιασμό των αγορών με ένα μοναδικό
συντελεστή καθαρού κέρδους κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 32, προέκυψε μετά την κατάργηση του
άρθρου 20 του Ν. 3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την
παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 πριν την κατάργηση του άρθρου 32 του Ν. 3220/2004 είχε ως
εξής:
«4. Κατ΄ εξαίρεση, για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία γιατί δεν έχουν υποχρέωση
τήρησης λόγω ύψους αγορών και για τις επιχειρήσεις που έχουν υποχρέωση και τηρούν
βιβλία και στοιχεία της πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, και δεν είχαν
υποχρέωση τήρησης Βιβλίων και Στοιχείων ανώτερης κατηγορίας εφόσον περιέχονται στον
ειδικό πίνακα που αναφέρεται στο επόμενο εδάφιο, τα καθαρά κέρδη προσδιορίζονται
εξωλογιστικώς, με πολλαπλασιασμό των αγορών με ένα μοναδικό συντελεστή καθαρού
κέρδους κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων»).
Οι συντελεστές καθαρού κέρδους που εφαρμόζονται στις αγορές περιέχονται σε
ειδικό πίνακα, που καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, οι οποίες
δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

5. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τους μοναδικούς συντελεστές
στις αγορές:
α. Για τις επιχειρήσεις που τηρούν ακριβή βιβλία και στοιχεία της πρώτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, οι αγορές λαμβάνονται όπως αυτές
προκύπτουν από τα βιβλία και τα στοιχεία τους.
β. Για τις επιχειρήσεις που δεν έχουν υποχρέωση τήρησης βιβλίων λόγω ύψους
αγορών, οι αγορές λαμβάνονται όπως αυτές προκύπτουι από τα τιμολόγια αγορών.
γ. Σε περίπτωση αλλαγής της κατηγορίας των βιβλίων και στοιχείων που τηρούνται
από την επιχείρηση:
αα. από την πρώτη κατηγορία στην τρίτη κατηγορία, οι αγορές της τελευταίας
διαχειριστικής περιόδου πριν από την αλλαγή της κατηγορίας βιβλίων μειώνονται
κατά την αξία τους, που εμφανίζεται στην απογραφή έναρξης της διαχειριστικής
περιόδου, κατά την οποία έγινε η αλλαγή της κατηγορίας βιβλίων,
181

ββ. από τη δεύτερη στην πρώτη κατηγορία, οι αγορές που πραγματοποιήθηκαν


κατά τη διαχειριστική περίοδο, στην οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία
πρώτης κατηγορίας, προσαυξάνονται με την αξία των εμπορεύσιμων αγαθών που
αποδεδειγμένα δε διατέθηκαν ή δε χρησιμοποιήθηκαν κατά τις διαχειριστικές
περιόδους, στις οποίες τηρήθηκαν βιβλία δεύτερης κατηγορίας,
γγ. από την τρίτη στην πρώτη κατηγορία, οι αγορές που πραγματοποιήθηκαν κατά
τη διαχειριστική περίοδο, στην οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία πρώτης
κατηγορίας, προσαυξάνονται με την αξία των εμπορεύσιμων αγαθών που
εμφανίζονται στην τελευταία απογραφή λήξης.

6. Το ποσό της αποζημίωσης ή αμοιβής, που προβλέπεται από τις διατάξεις της
παραγράφου 9 του άρθρου 31, σε περίπτωση τεκμαρτού ή εξωλογιστικού
προσδιορισμού των καθαρών κερδών του οφειλέτη, εάν, πριν από την καταβολή ή
πίστωση αυτού, δεν υποβληθεί στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία
φορολογίας του δικαιούχου, αντίγραφο της απόφασης ή του εγγράφου και θεωρηθεί
από αυτή η απόφαση ή το έγγραφο βάσει του οποίου θα καταβληθεί ή πιστωθεί η
αποζημίωση ή αμοιβή στο δικαιούχο, προστίθεται ολόκληρο στα τεκμαρτά ή
εξωλογιστικά προσδιοριζόμενα καθαρά κέρδη.

Άρθρο 33
Ειδικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος
1........................................................................................
(Όπως η παράγραφος 1 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 1 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«Για τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων, το καθαρό εισόδημά τους, που προσδιορίζεται εξωλογιστικώς
σύμφωνα με με το προηγούμενο άρθρο, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το καθαρό
εισόδημα που εξευρίσκεται λογιστικώς με την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά τους των
εξόδων που ορίζονται στο άρθρο 31. Στην περίπτωση αυτήν για την εφαρμογή της
περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31, όταν δεν διενεργήθηκε απογραφή ή δεν
υπάρχει τέτοια υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων,
182

ως απογραφή λήξης της διαχειριστικής περιόδου λαμβάνεται ποσοστό δέκα τοις εκατό
(10%) επί των αγορών της περιόδου αυτής και ως απογραφή έναρξης ποσοστό δέκα τοις
εκατό (10%) επί των αγορών της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου. Αν προαιρετικά
έχει συνταχθεί απογραφή έναρξης και λήξης, για τον προσδιορισμό του καθαρού
εισοδήματος λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα αυτών, με την προϋπόθεση ότι θα συνεχισθεί
η σύνταξη των απογραφών για μία τριετία από την σύνταξη της πρώτης προαιρετικής
απογραφής λήξης. Αν δεν τηρηθεί η υποχρέωση αυτή, επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από
τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων κυρώσεις για τη μη σύνταξη απογραφής.»)

2.................................................................................
(Όπως η παράγραφος 2 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 2 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«2. Για τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή
προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και οι οποίες κατά τη
διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα μέχρι και πενήντα οκτώ
χιλιάδες επτακόσια (58.700) ευρώ, το καθαρό εισόδημά τους, όπως αυτό εξευρίσκεται
λογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από
αυτό που προσδιορίζεται εξωλογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32»).

3...............................................................................................
(Όπως η παράγραφος 3 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 3 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«3. Για τις μικτές επιχειρήσεις πώλησης ή παραγωγής και παροχής υπηρεσιών που τηρούν
βιβλία δεύτερης ή προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και οι
οποίες κατά τη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα από τον κλάδο
της παροχής υπηρεσιών μέχρι και πενήντα οκτώ χιλιάδες επτακόσια (58.700) ευρώ, το
συνολικό καθαρό εισόδημά τους, όπως αυτό εξευρίσκεται για όλους του κλάδους τους
λογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το
συνολικό εισόδημά τους που προσδιορίζεται εξωλογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 32»).

4.......................................................................................................
(Όπως η παράγραφος 4 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν.3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1.1.2003 και μετά).
(Η παράγραφος 4 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
183

«4. Για τις μικτές επιχειρήσεις πώλησης ή παραγωγής και παροχής υπηρεσιών που τηρούν
βιβλία δεύτερης ή προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και οι
οποίες κατά τη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα από τον κλάδο
της παροχής υπηρεσιών πάνω από πενήντα οκτώ χιλιάδες επτακόσια (58.700) ευρώ, το
συνολικό καθαρό εισόδημά τους, όπως αυτό εξευρίσκεται για όλους τους κλάδους τους
λογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το
συνολικό εισόδημά τους που προσδιορίζεται εξωλογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 32 για τον κλάδο της εμπορίας ή παραγωγής και λογιστικώς, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 31, για τον κλάδο της παροχής υπηρεσιών.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της προηγούμενης, προκειμένου για
επιχειρήσεις που τηρούν προαιρετικά βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, έχουν εφαρμογή εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα του κλάδου της παροχής
υπηρεσιών αποτελούν τουλάχιστον το εβδομήντα τοις εκατό (70%) των συνολικών
ακαθάριστων εσόδων τους»).

ι διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται από 1.1.2010 για τα
εισοδήματα που αποκτώνται από τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης επιβατικών λεωφορείων ενταγμένων σε
Κ.Τ.Ε.Λ. και από 1.7.2010 και μετά για τα εισοδήματα που αποκτώνται από τις επιχειρήσεις που
εκμεταλλεύονται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ). Ειδικά, για το τμήμα της διαχειριστικής
περιόδου από 1.1.2010 μέχρι 30.6.2010, οι εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης
(ΤΑΧΙ) θα φορολογηθούν με τα ποσά καθαρού εισοδήματος που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της
παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε., προσαυξημένα κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), τα
οποία περιορίζονται σε δωδέκατα. Τα τεκμαρτά αυτά ποσά μειώνονται προκειμένου για επιβατικά
αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (ΤΑΧΙ), που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες
χιλιάδες (200.000) κατοίκους κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) και κάτω από πενήντα χιλιάδες (50.000)
κατοίκους κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%). Προκειμένου για μη εργαζόμενους συνταξιούχους
ιδιοκτήτες επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΧΙ), τα παραπάνω ποσά τεκμαρτού εισοδήματος
μειώνονται κατά ποσό πεντακοσίων (500) ευρώ.
ι διατάξεις της περίπτωσης β’ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τα εισοδήματα
που θα προκύψουν από 1.1.2010 και μετά.
ι διατάξεις των περιπτώσεων α’ και β’ της παραγράφου 6 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τα
εισοδήματα που αποκτώνται από 1.7.2010 και μετά. Ειδικά, για το τμήμα της διαχειριστικής περιόδου από
1.1.2010 μέχρι 30.6.2010, τα ποσά του καταβαλλόμενου φόρου των παραπάνω περιπτώσεων μειώνονται
κατά το ήμισυ και εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για το τμήμα της παραπάνω διαχειριστικής
περιόδου.
Οι διατάξεις της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 6 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τα εισοδήματα
που αποκτώνται από 1.1.2010 και μετά.
Οι διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τα εισοδήματα που
αποκτώνται από την ημερομηνία ένταξής τους σε κατηγορία τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και μετά. Ειδικά, για τα εισοδήματα του μέρους της διαχειριστικής χρήσης
2010 των επιχειρήσεων των αποκλειστικά πλανόδιων λιανοπωλητών, λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές
αγορές και παραγωγών αγροτικών προϊόντων, λόγω αλλαγής μέσα στην ίδια χρήση της κατηγορίας
βιβλίων και στοιχείων που τηρούνται από την επιχείρηση από την πρώτη στη δεύτερη ή τρίτη κατηγορία
τα καθαρά κέρδη κατά το τμήμα της περιόδου της διαχειριστικής χρήσης στην οποία τηρήθηκαν για πρώτη
184

φορά βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας θα προσδιορισθούν λογιστικά σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. και για το τμήμα της διαχειριστικής περιόδου που τηρήθηκαν βιβλία και στοιχεία Α΄
κατηγορίας, το ποσό του φόρου που πρέπει να καταβληθεί σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις μέχρι
την αλλαγή της κατηγορίας των βιβλίων, θα περιορισθεί σε τόσα δωδέκατα όσοι και οι μήνες λειτουργίας
της επιχείρησης που τηρήθηκαν βιβλία Α΄ κατηγορίας. Ποσό φόρου που έχει καταβληθεί και αντιστοιχεί
στο τμήμα της περιόδου της διαχειριστικής χρήσης στην οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία δεύτερης
ή τρίτης κατηγορίας συμψηφίζεται κατά την εκκαθάριση της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
Πιστωτικό υπόλοιπο που προέρχεται από το φόρο αυτό δεν επιστρέφεται.
ιδικά για το μέρος της διαχειριστικής χρήσης 2010, για τις επιχειρήσεις που τηρούν Α κατηγορίας βιβλία και
στοιχεία του Κ.Β.Σ και αλλάζουν μέσα στην ίδια χρήση την κατηγορία αυτών, από την πρώτη στη δεύτερη
ή στην τρίτη κατηγορία, τα καθαρά κέρδη κατά το τμήμα της περιόδου της διαχειριστικής χρήσης, στην
οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας, θα προσδιορισθούν λογιστικά,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε, ενώ τα καθαρά κέρδη για το τμήμα της διαχειριστικής
περιόδου που δεν τηρήθηκαν ή τηρήθηκαν βιβλία και στοιχεία Α΄ κατηγορίας θα προσδιορισθούν
εξωλογιστικά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του Κ.Φ.Ε.
Για τις πιο πάνω επιχειρήσεις για τη διαχειριστική χρήση 2010 παρέχεται η δυνατότητα σύνταξης
προαιρετικών απογραφών, έναρξης και λήξης κατά την χρονική περίοδο της αλλαγής της κατηγορίας των
βιβλίων, χωρίς να ισχύει η προϋπόθεση της περιπτ. γ ΄ της παρ.1 του άρθρου 31 για την υποχρεωτική
σύνταξη απογραφών για μία τριετία από τη σύνταξη της πρώτης προαιρετικής απογραφής λήξης.

5. Για τις παρακάτω επιχειρήσεις, όταν δεν τηρούνται βιβλία ή τηρούνται βιβλία
δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων:
α) Για τις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης
το καθαρό τους εισόδημα δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τα παρακάτω ποσά:
αα) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας εκατό τοις
εκατό (100%) και οδηγό τον ιδιοκτήτη, από δεκαέξι χιλιάδες (16.000) ευρώ.
ββ) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας εκατό τοις
εκατό (100%) και οδηγό τρίτο πρόσωπο, από δεκατέσσερις χιλιάδες (14.000) ευρώ.
γγ) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας πενήντα τοις
εκατό (50%) και οδηγό τον ιδιοκτήτη, από δεκατρείς χιλιάδες (13.000) ευρώ.
δδ) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας πενήντα τοις
εκατό (50%) και οδηγό τρίτο πρόσωπο, από δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ.
εε) Για δύο (2) επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας
πενήντα τοις εκατό (50%) στο καθένα, από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ.
Οι υποπεριπτώσεις ββ΄ και δδ΄ εφαρμόζονται ανάλογα και για τους μη ιδιοκτήτες
εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης. Τα παραπάνω ποσά
μειώνονται προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που έχουν την
έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους
κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) και κάτω από πενήντα χιλιάδες (50.000)
κατοίκους κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).
Τα προαναφερόμενα ανώτατα όρια καθαρού εισοδήματος περιορίζονται σε τόσα
δωδέκατα όσοι οι μήνες λειτουργίας της επιχείρησης σε περίπτωση κατά την οποία
185

η επιχείρηση έκανε έναρξη λειτουργίας ή διακοπή των εργασιών της μέσα στην
κρινόμενη περίοδο.
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής ισχύουν ανάλογα και για τις επιχειρήσεις
εκμετάλλευσης επιβατικών λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ. και εφαρμόζονται
για τις χρήσεις 2005 και 2006.
(Όπως η πρώτη περίοδος του πρώτου εδάφιου της παρ. 5 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2
του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για
εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η πρώτη περίοδος του πρώτου εδάφιου της παρ. 5 πριν την αντικατάστασή της είχε ως
εξής:
«5. Για τις παρακάτω επιχειρήσεις, όταν αυτές δεν τηρούν βιβλία ή τηρούν βιβλία δεύτερης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, το καθαρό τους εισόδημα δεν μπορεί να είναι
μικρότερο από τα παρακάτω ποσά»).
(Όπως η περίπτωση α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκε προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 3296/2004, και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην
εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-2004).
(Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 πριν την αντικατάστασή της είχε ως
εξής:
«α) Για τις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης το
καθαρό τους εισόδημα δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τα παρακάτω ποσά:
αα. Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης, με άδεια κυκλοφορίας εκατό τοις εκατό
(100%) και οδηγό τον ιδιοκτήτη, από δώδεκα χιλιάδες τετρακόσια δέκα (12.410) ευρώ.
ββ. Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας εκατό τοις εκατό
(100%) και οδηγό τρίτο πρόσωπο, από δέκα χιλιάδες τριακόσια πενήντα (10.350) ευρώ.
γγ. Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας πενήντα τοις εκατό
(50%) και οδηγό τον ιδιοκτήτη, από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ.
δδ. Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας πενήντα τοις εκατό
(50%) και οδηγό τρίτο πρόσωπο, από επτά χιλιάδες πεντακόσια (7.500) ευρώ.
Οι υποπεριπτώσεις ββ΄ και δδ΄ εφαρμόζονται ανάλογα και για τους μη ιδιοκτήτες
εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης. Τα παραπάνω ποσά μειώνονται
προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που έχουν την έδρα τους σε πόλεις
με πληθυσμό κάτω από 200.000 (διακόσιες χιλιάδες) κατοίκους κατά ποσοστό τριάντα τοις
εκατό (30%) και κάτω από πενήντα χιλιάδες (50.000) κατοίκους κατά ποσοστό πενήντα τοις
εκατό (50%). Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά λεωφορεία μη ενταγμένα σε
Κ.Τ.Ε.Λ.. με βάση τον αριθμό των θέσεων ως ακολούθως:

Θέσεις Με οδηγό τον ιδιοκτήτη Με οδηγό τρίτο πρόσωπο


Άδεια κυκλοφορίας Άδεια κυκλοφορίας
100% 50% 100% 50%
186

Μέχρι 25 15.500 11.250 12.400 9.000


Από 26 μέχρι και 38 17.100 13.100 13.950 10.200
Από 39 μέχρι και 52 17.850 14.100 14.750 10.700
Από 53 και πάνω 18.650 15.000 15.550 11.350

Ειδικά για τα οικονομικά έτη 2003 και 2004 το καθαρό εισόδημα των προαναφερόμενων
επιχειρήσεων εξευρίσκεται με τις διατάξεις της περίπτωσης αυτής, όπως ισχύουν για το
οικονομικό έτος 2002.
Τα προαναφερόμενα ανώτατα όρια καθαρού εισοδήματος περιορίζονται σε τόσα δωδέκατα
όσοι οι μήνες λειτουργίας της επιχείρησης σε περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση έκανε
έναρξη λειτουργίας ή διακοπής των εργασιών της μέσα στην κρινόμενη περίοδο»).
(Όπως το προτελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α της παραγράφου 5 του άρθρου 33
αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρ. 4 του Ν. 2873/2000 και ισχύει συμφωνα με την
περίπτωση στ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν οι υπόχρεοι
από 1/1/2000 και μετά).
(Όπως η πρώτη περίοδος της περίπτωσης α΄ της παρ. 5 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του
άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για
εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2003 και μετά).
(Η πρώτη περίοδος της περίπτωσης α΄ της παρ. 5 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«α. Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης»).
(Όπως τα δύο τελευταία εδάφια της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33
προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρ. 7 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο
30 του ίδιου Νόμου από τη ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, ήτοι 24/12/2002 και μετά).
β) Στις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης
επιβάλλεται ποσό καταβαλλόμενου ετήσιου φόρου, με το οποίο εξαντλείται η
φορολογική τους υποχρέωση για τη δραστηριότητα αυτή, με βάση το ωφέλιμο
φορτίο του αυτοκινήτου ως εξής: α) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο μέχρι πέντε
(5) τόννους πεντακόσια ενενήντα (590) ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και τετρακόσια
δεκαπέντε (415) ευρώ με οδηγό τρίτο, β) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω
από πέντε (5) μέχρι και έντεκα (11) τόννους οκτακόσια εικοσιπέντε (825) ευρώ με
οδηγό τον ιδιοκτήτη και πεντακόσια ενενήντα (590) ευρώ με οδηγό τρίτο, γ) για
αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω από έντεκα (11) μέχρι και δεκαεξήμιση (16,5)
τόννους χίλια τετρακόσια δεκαπέντε (1.415) ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και
εννιακόσια σαράντα (940) ευρώ με οδηγό τρίτο και δ) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο
φορτίο πάνω από δεκαεξήμιση (16,5) τόννους χίλια εφτακόσια εξηνταπέντε (1.765)
ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη καιχ ίλια εκατόν ογδόντα (1.180) ευρώ με οδηγό τρίτο.
Τα παραπάνω ποσά μειώνονται, προκειμένου για επιχειρήσεις που
εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης και έχουν την έδρα τους σε
πόλεις με πληθυσμό κάτω από είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους, κατά ποσοστό
είκοσι τοις εκατό (20%).
187

Το ποσό του καταβαλλόμενου φόρου εισοδήματος από τις επιχειρήσεις


εκμετάλλευσης φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης περιορίζεται σε τόσα
δωδέκατα, όσοι οι μήνες εκμετάλλευσης του αυτοκινήτου. Διάστημα μεγαλύτερο από
(δέκα πέντε) 15 ημέρες λογίζεται ως ολόκληρος μήνας.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζεται η προθεσμία
καταβολής του φόρου της περίπτωσης αυτής και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
Δαπάνες που αφορούν τη δραστηριότητα αυτή, καθώς και εισφορές που
καταβάλλονται σε ταμεία ασφάλισης λόγω της δραστηριότητας αυτής, δεν
εκπίπτουν από άλλα εισοδήματα του φορολογουμένου.
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής ισχύουν για τις χρήσεις 2002 και 2003 και τα
ποσά φόρου του πρώτου εδαφίου αυτής της περίπτωσης προσαυξάνονται κατά
ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%) για τη χρήση 2003.
Επίσης, οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής ισχύουν και για τη χρήση 2004 και τα
ποσά του πρώτου εδαφίου αυτής προσαυξάνονται κατά ποσοστό οκτώ τοις εκατό
(8%), μη εφαρμοζομένων των αναφερομένων στην παράγραφο 13 του άρθρου
αυτού.

ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 31 του Ν. 3296/2004, οι επιχειρήσεις της
προηγούμενης παραγράφου μπορούν να επιλέξουν να φορολογηθούν είτε με τα τεκμαρτά
ποσά καθαρού εισοδήματος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Ν.
2238/1994 είτε με τα καθαρά κέρδη που εξευρίσκονται σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 31.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 8 του άρθρου 3 του Ν. 3296/2004, και ισχύει εφαρμόζεται σύμφωνα με την παρ. 9
του άρθρου 3 του ίδιου νόμου για τις διαχειριστικές χρήσεις 2005 και 2006).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 33 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Στις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης επιβάλλεται
ποσό καταβαλλόμενου ετήσιου φόρου, με το οποίο εξαντλείται η φορολογική τους
υποχρέωση για τη δραστηριότητα αυτή, με βάση το ωφέλιμο φορτίο του αυτοκινήτου ως
εξής:
α) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο μέχρι 5 τόννους 500 ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και
350 ευρώ με οδηγό τρίτο, β) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω από 5 μέχρι και 11
τόννους 700 ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και 500 ευρώ με οδηγό τρίτο, γ) για αυτοκίνητα με
ωφέλιμο φορτίο πάνω από 11 μέχρι και 16,5 τόννους 1.200 ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη
και 800 ευρώ με οδηγό τρίτο και δ) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω από 16,5
τόννους 1.500 ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και 1.000 ευρώ με οδηγό τρίτο»).
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της περ. β΄ η παρ. 5 του άρθ. 33 προστέθηκε με την παρ. 3 του
άρθρο 32 του Ν. 3229/2004 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου, μετά την
ημερομηνία δημοσίευσης του στο ΦΕΚ, δηλαδή από 10-2-2004).
188

(Όπως το τεταρτο εδάφιο της περ. β΄της παρ. 5 του άρθρου 33 προστίθεται με την παρ. 3
του άρθρου 30 του Ν. 3220/2004, και ισχύει συμφωνα με το ίδιο άρθρο για εισοδήματα τα
οποία αποκτώνται από 1/1/2002 και μετά).
(Όπως η περίπτωση β΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 7 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«β. Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης με βάση το
ωφέλιμο φορτίο του αυτοκινήτου, ως ακολούθως:

Ωφέλιμο φορτίο (τόνοι) Με οδηγό τον ιδιοκτήτη Με οδηγό τρίτο πρόσωπο


μέχρι 5 8.560 5.850
πάνω από 5 μέχρι 11 10.820 7.760
πάνω από 11 μέχρι 16,5 13.260 9.380
πάνω από 16,5 15.620 10.160

Για φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που εκτελούν διεθνείς μεταφορές τα παραπάνω
ποσά προσαυξάνονται κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%). Τα παραπάνω ποσά
μειώνονται προκειμένου για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα
δημόσιας χρήσης και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες
χιλιάδες (200.000) κατοίκους, κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).»)
(Όπως τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 5 καταργηθηκαν με την παρ. 8 του άρθρου 7 του
Ν. 3091/2002. Η κατάργηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για
εισοδήματα που αποκτήθηκαν από 1/1/2003 και μετά).
(Τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 5 πριν την κατάργησή τους είχαν ως εξής:
«Τα ανώτατα όρια του καθαρού εισοδήματος αυτής της παραγράφου περιορίζονται σε τόσα
δωδέκατα όσοι οι μήνες λειτουργίας της επιχείρησης σε περίπτωση κατά την οποία η
επιχείρηση έκανε έναρξη λειτουργίας ή διακοπής των εργασιών της μέσα στην κρινόμενη
περίοδο. Από το οικονομικό έτος 2003 το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων της
παραγράφου αυτής εξευρίσκεται λογιστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 και
δεν μπορούν να είναι μικρότερα από τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο αυτή»).
(Όπως στην παρ. 5 του άρθρου 33 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που
εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με τις παρ. 50, 51, 52, 53,
54 και 55 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε
με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

Σχετικές διατάξεις
(Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33
του Ν. 2238/1994 δεν εφαρμόζονται για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1ης
189

Ιανουαρίου 1999 μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 2000. - Άρθρο 5 παράγραφος 26 του Ν.


2892/2001)
6. Για τις παρακάτω επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία ή τηρούν βιβλία δεύτερης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων επιβάλλεται ποσό καταβαλλόμενου
ετήσιου φόρου, με το οποίο εξαντλείται η φορολογική τους υποχρέωση για τη
δραστηριότητα αυτήν, ως εξής:
α. Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται ενοικιαζόμενα επιπλωμένα δωμάτια, σε
εβδομήντα επτά (77) ευρώ, εξήντα οκτώ (68) ευρώ και πενήντα εννέα (59) ευρώ
ετησίως για κάθε δωμάτιο, ανάλογα αν είναι χαρακτηρισμένο ως Α΄, Β΄ ή Γ΄ τάξεως,
αντίστοιχα, σύμφωνα με το σχετικό σήμα του Ε.Ο.Τ.
β. Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται ενοικιαζόμενα επιπλωμένα διαμερίσματα:
αα) ογδόντα οκτώ (88) ευρώ, ογδόντα τρία (83) ευρώ και εβδομήντα επτά (77) ευρώ
για κάθε μονόχωρο διαμέρισμα, ανάλογα αν είναι χαρακτηρισμένο Α΄, Β΄ ή Γ τάξης,
αντίστοιχα, σύμφωνα με το σχετικό σήμα του Ε.Ο.Τ., ββ) εκατόν δεκαοκτώ (118)
ευρώ, εκατόν δώδεκα (112) ευρώ και εκατόν έξι (106) ευρώ, για κάθε δίχωρο
διαμέρισμα ανάλογα αν είναι χαρακτηρισμένο ως Α΄, Β΄ ή Γ΄ τάξης, αντίστοιχα,
σύμφωνα με το σχετικό σήμα του Ε.Ο.Τ., γγ) εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ,
εκατόν εβδομήντα ένα (171) ευρώ και εκατόν εξήντα πέντε (165) ευρώ για κάθε
τρίχωρο και πάνω διαμέρισμα, ανάλογα αν είναι χαρακτηρισμένο ως Α΄, Β΄ ή Γ
τάξης, αντίστοιχα, σύμφωνα με το σχετικό σήμα του Ε.Ο.Τ. Αν η επιχείρηση, εκτός
από την εκμετάλλευση ενοικιαζόμενων επιπλωμένων δωματίων και διαμερισμάτων,
ασχολείται παράλληλα μέσα στον ενιαίο χώρο του οικοπέδου που βρίσκονται αυτά
και με την εκμετάλλευση σνακ μπαρ ή καφέ μπαρ, το ποσό του φόρου που αναλογεί
από την εκμετάλλευση ενοικιαζόμενων δωματίων και διαμερισμάτων προσαυξάνεται
για τη δραστηριότητα αυτήν κατά ποσοστό 30% (τριάντα τοις εκατό), με την
προϋπόθεση ότι η εκμετάλλευση του σνακ μπαρ ή του καφέ μπαρ αποτελεί
παρεπόμενη δραστηριότητα και εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση και για τη
δραστηριότητα αυτήν. Αν η επιχείρηση εκμεταλλεύεται μέχρι και επτά (7) δωμάτια
δύναται να ζητήσει την απαλλαγή της από την υποχρέωση τήρησης όλων των
βιβλίων και στοιχείων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με την υποβολή σχετικής
δήλωσης μεταβολών - μετάταξης που υποβάλλεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία.
Στην περίπτωση αυτήν τα παραπάνω ποσά φόρου προσαυξάνονται κατά ποσοστό
δεκαπέντε τοις εκατό (15%).
Για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια ή διαμερίσματα των πιο πάνω περιπτώσεων α΄ και β΄,
που δεν έχουν χαρακτηρισθεί από τον Ε.Ο.Τ. επιβάλλονται τα ποσά φόρου που
αναλογούν στα αντίστοιχα ενοικιαζόμενα δωμάτια ή διαμερίσματα της Β΄ τάξης.
γ. Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται κάμπινγκ και εφόσον στον ίδιο χώρο δεν
ασκούνται και άλλες δραστηριότητες, σε τριάντα (30) ευρώ για κάθε θέση
εγκατάστασης σκηνής ή τροχόσπιτου ή αυτοκινήτου.
190

Ο φόρος της παραγράφου αυτής καταβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία


εισοδήματος του υποχρέου δημόσια οικονομική υπηρεσία μέχρι και την
προτελευταία ημέρα λήξης της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας
εισοδήματός του και το οικείο τριπλότυπο καταβολής του φόρου επισυνάπτεται στη
δήλωση φορολογίας. Όσοι δεν καταβάλλουν ή καταβάλλουν εκπρόθεσμα το φόρο
αυτής της παραγράφου υπόκεινται στις κυρώσεις που ορίζονται στα άρθρα 1 και 4
του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄). Δαπάνες που αφορούν τις δραστηριότητες που
αναφέρονται στην παράγραφο αυτήν, καθώς και εισφορές που καταβάλλουν σε
ταμεία ασφάλισης λόγω των δραστηριοτήτων αυτών, εφόσον για τις δραστηριότητες
αυτές έχει εξαντληθεί η φορολογική υποχρέωση με την καταβολή του φόρου, δεν
εκπίπτουν από τα τυχόν άλλα εισοδήματα του φορολογουμένου. Δεν επιβάλλεται ο
φόρος της παραγράφου αυτής σε περίπτωση αποδεδειγμένης αδράνειας του
υποχρέου.
(Όπως στην παρ. 6 του άρθρου 33 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που
εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με τις παρ. 56, 57, και 58
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

7. Σε επιχειρήσεις αποκλειστικά πλανόδιων λιανοπωλητών επιβάλλεται ποσό


καταβαλλόμενου φόρου ίσο με τριακόσια τριάντα πέντε (335) ευρώ ετησίως, με το
οποίο εξαντλείται η φορολογική τους υποχρέωση από τη δραστηριότητα αυτήν. Για
επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες
χιλιάδες (200.000) κατοίκους, το ποσό αυτό ορίζεται σε διακόσια τριάντα (230) ευρώ
ετησίως. Δαπάνες που αφορούν τη δραστηριότητα αυτήν, καθώς και εισφορές που
καταβάλλονται σε ταμεία ασφάλισης λόγω της δραστηριότητας αυτής, δεν
εκπίπτουν από τα τυχόν άλλα εισοδήματα του φορολογουμένου. Για την εφαρμογή
αυτής της διάταξης ως έδρα θεωρείται η πόλη που ασκείται η εμπορική
δραστηριότητα των πλανόδιων λιανοπωλητών.
(Όπως στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 33 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με την παρ. 60 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002,
όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

8. Σε επιχειρήσεις αποκλειστικά λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές αγορές, είτε


διαθέτουν ίδια προϊόντα είτε προϊόντα τρίτων, επιβάλλεται ποσό καταβαλλόμενου
φόρου ίσο με πεντακόσια πενήντα (550) ευρώ, αν πρόκειται για επαγγελματίες
πωλητές και τετρακόσια είκοσι έξι (426) ευρώ ετησίως, αν πρόκειται για
παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, με το οποίο εξαντλείται η φορολογική τους
υποχρέωση από τη δραστηριότητα αυτήν. Για επιχειρήσεις που έχουν την έδρα
τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, το
191

ποσό αυτό ορίζεται σε διακόσια εβδομήντα έξι (276) ευρώ ετησίως, αν πρόκειται για
επαγγελματίες πωλητές και σε διακόσια δεκαπέντε (215) ευρώ ετησίως, αν
πρόκειται για παραγωγούς αγροτικών προϊόντων. Ειδικά για παραγωγούς
αγροτικών προϊόντων, αν η άδεια εκδίδεται ή ανανεώνεται για χρονικό διάστημα
μέχρι και έξι (6) μηνών, τα ανωτέρω ποσά φόρου καταβάλλονται στο μισό πριν από
την έκδοση ή την ανανέωση της άδειας. Δαπάνες που αφορούν τη δραστηριότητα
αυτήν, καθώς και εισφορές που καταβάλλονται σε ταμεία ασφάλισης, λόγω της
δραστηριότητας αυτής, δεν εκπίπτουν από τα τυχόν άλλα εισοδήματα του
φορολογουμένου. Ο φόρος αυτής της παραγράφου, καθώς και της προηγούμενης,
όταν η άδεια εκδίδεται ή ανανεώνεται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από έξι (6)
μήνες, καταβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματος του υποχρέου
Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία σε δύο (2) ίσες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη
καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του
Ιανουαρίου και η επόμενη μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες,
ημέρα του Ιουλίου. Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης ως έδρα θεωρείται η πόλη
που ασκείται η εμπορική δραστηριότητα. Όσοι δεν καταβάλλουν ή καταβάλλουν
εκπρόθεσμα το φόρο αυτής της παραγράφου, καθώς και της προηγούμενης,
υπόκεινται στις κυρώσεις που ορίζονται στα άρθρα 1 και 4 του Ν. 2523/1997.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της προηγούμενης, έχουν εφαρμογή
για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2000 και εφεξής.
(Όπως στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 33 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με τις παρ. 61 και 62 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την
1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

9. Τα ποσά που οφείλονται με βάση τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του


υπόχρεου για το φόρο, τέλη και εισφορές που συμβεβαιώνονται με αυτόν,
υπολογίζονται με βάση τα ποσά του φόρου ή του εισοδήματος, κατά περίπτωση,
που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

10. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και για τους υπόχρεους
που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 αυτού του νόμου, οι οποίοι
τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας ή, προκειμένου για επιχείρηση παροχής
υπηρεσιών, και όταν τηρούνται προαιρετικά βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων.

11. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα


της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού του
άρθρου.
192

12. Για την εφαρμογή αυτού του άρθρου η περιοχή της τέως διοικήσεως της
πρωτευούσης θεωρείται ως μία πόλη.

13. Από τη χρήση 2004 το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων της παραγράφου 5
και από τη χρήση 2003 των υπόχρεων των παραγράφων 7 και 8 του παρόντος που
υποχρεούνται να τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων εξευρίσκεται λογιστικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31.
Ειδικά το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων της παραγράφου 6 του παρόντος που
εκμεταλλεύονται πάνω από επτά (7) ενοικιαζόμενα δωμάτια και τηρούν βιβλία
δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων , από τη χρήση 2004
εξευρίσκεται λογιστικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31.
Κατ΄ εξαίρεση, ειδικά για τη χρήση 2004, οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης επιβατικών
αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης μπορούν να επιλέξουν να φορολογηθούν είτε με
τεκμαρτά ποσά καθαρού εισοδήματος της παραγράφου 5 του παρόντος είτε με τα
καθαρά κέρδη που εξευρίσκονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31.
(Όπως στην παράγραφο 13 του άρθρου 33 προστίθεται δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με την
παρ. 7 του αρθρ. 30 του Ν. 3220/2004).
(Όπως στην παράγραφο 13 του άρθρου 33 προστίθεται εδάφιο, σύμφωνα με την παρ. 14
του αρθρ. 30 του Ν. 3220/2004).
(Όπως η παράγραφος 13 προστέθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης
αυτού ήτοι 24/12/2002 και μετά).

Άρθρο 34
Εισόδημα τεχνικών υπηρεσιών
1. Ως ακαθάριστο έσοδο των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την πώληση
ανεγειρόμενων οικοδομών λαμβάνεται η αξία των αυτοτελών οικοδομών,
διαμερισμάτων πολυκατοικιών, καταστημάτων, γραφείων, αποθηκών και λοιπών
χώρων, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν.
1249/1982.
Αν όμως το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια ή το
πραγματικό τίμημα το οποίο προκύπτει από άλλα επίσημα ή ανεπίσημα στοιχεία
193

είναι μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται το
μεγαλύτερο τίμημα.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του Άρθρου 34 αντικαταστάθηκε με τη
παράγραφο 2 του άρθρου 26 του Ν. 3156/2003, και εφαρμόζεται για οικοδομές των οποίων
η έναρξη ανέγερσης πραγματοποιείται από την 1η Ιανουαρίου 2002).
(Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του Άρθρου 34, πριν την αντικαταστασή του είχε ως
εξής: «Αν όμως το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια είναι
μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται το καθοριζόμενο σε
αυτά τα συμβόλαια τίμημα»).
Ειδικά, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού
της αξίας των ακινήτων, ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται:
α. Το τίμημα από τις πωλήσεις των πιο πάνω ακινήτων που καθορίζεται στα οικεία
πωλητήρια συμβόλαια.
β. Η διαφορά μεταξύ του τιμήματος ή της αξίας, κατά περίπτωση, που
φορολογήθηκε και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, η οποία εξευρίσκεται
σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων.
Χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τον
προσδιορισμό του ύψους αυτού, θεωρείται η ημέρα σύνταξης του οριστικού
συμβολαίου. Στην περίπτωση όμως που έχει συνταχθεί συμβολαιογραφικό
προσύμφωνο και το οριστικό συμβόλαιο δεν έχει συνταχθεί μέσα σε διάστημα δύο
(2) ετών από την ημέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, ως
χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου θεωρείται η ημέρα κατά την οποία
συμπληρώνονται 2 (δύο) έτη από την ημέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού
προσυμφώνου. Χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου, σε προσύμφωνα, τα
οποία έχουν συνταχθεί και παρήλθε διετία χωρίς να έχει συνταχθεί το οριστικό
συμβόλαιο, θεωρείται το οικονομικό έτος 1991.
Ως πωλήσεις θεωρούνται και αυτές που έγιναν απευθείας από τον οικοπεδούχο για
λογαριασμό του εργολήπτη.
Η αντικειμενική ή η πραγματική αξία, κατά περίπτωση, των αυτοτελών οικοδομών,
διαμερισμάτων, καταστημάτων, γραφείων, αποθηκών και λοιπών χώρων που
περιέρχονται κατά το χρόνο της διάλυσης στα μέλη των υπόχρεων, που
αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2, θεωρείται ως ακαθάριστο έσοδο των
υποχρέων αυτών κατά το χρόνο της διάλυσής τους.
Το καθαρό κέρδος που προκύπτει με βάση τα έσοδα αυτά φορολογείται στο όνομα
των υποχρέων, που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2, με το
συντελεστή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 10 κατά το έτος που
διαλύεται η εταιρία, κοινωνία ή κοινοπραξία.

ο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
194

«Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών
εξευρίσκονται με τη χρήση συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στα ακαθάριστα έσοδά τους.»

2. Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων που ορίζονται στην προηγούμενη


παράγραφο εξευρίσκονται με τη χρήση συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στα
ακαθάριστα έσοδά τους.
Σε περίπτωση που η επιχείρηση δεν τηρεί τα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται
από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή τηρεί βιβλία κατώτερης κατηγορίας από
αυτά που ορίζονται από τον ίδιο Κώδικα, ο πιο πάνω συντελεστής προσαυξάνεται
κατά 100% (εκατό τοις εκατό). Επίσης, αν οι δαπάνες κατασκευής, που εμφανίζονται
στα βιβλία και στοιχεία της επιχείρησης ότι πραγματοποιήθηκαν για τις
ανεγειρόμενες οικοδομές, βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία σε σχέση με το
πραγματικό κόστος κατασκευής, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας δικαιούται να προσαυξήσει τον πιο πάνω συντελεστή καθαρού κέρδους
μέχρι εξήντα τοις εκατό (60%). Δεν θεωρείται ότι υπάρχει προφανής δυσαναλογία,
όταν η διαφορά μεταξύ των δαπανών κατασκευής, που πραγματοποιήθηκαν και του
πραγματικού κόστους κατασκευής είναι μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%) του
πραγματικού κόστους κατασκευής.

3. Τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, των εργολάβων και υπεργολάβων που


ασχολούνται με την εργοληπτική κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων,
γενικώς, καθώς και των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την εκτέλεση
μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, εξευρίσκονται ως εξής:
α. Για επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εργολαβική κατασκευή τεχνικών έργων
ή την εκτέλεση μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων του Δημοσίου,
δήμων και κοινοτήτων, δημόσιων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, οργανισμών ή
επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, καθώς και των νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου, γενικώς, ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται τα εργολαβικά ανταλλάγματα
που πιστοποιούνται με τους οικείους λογαριασμούς κατά τη διάρκεια της χρήσης, τα
οποία μειώνονται με τα ποσά των εγγυήσεων καλής εκτέλεσης που αντιστοιχούν σε
αυτά και τα οποία θεωρούνται έσοδα της χρήσης μέσα στην οποία αποδίδονται.
Επί της εισφοράς αναληφθέντος όλου ή μέρους του έργου σε εταιρία οποιασδήποτε
μορφής ή κοινοπραξία που έχει την έδρα της στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, στην
οποία μετέχει και ο εισφέρων ανάδοχος ή απευθείας συμβασιούχος, τα κατά τις
διατάξεις της παρούσας περίπτωσης λαμβανόμενα ως ακαθάριστα έσοδα
θεωρούνται κτώμενα από την εταιρία ή κοινοπραξία και η εισφορά αυτή δεν
θεωρείται υπεργολαβία.
195

Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και σε περίπτωση που τμήμα του έργου ή εργασία
εκτελείται από κοινοπραξία ή εταιρία, στην οποία συμμετέχουν μόνο μέλη της
αρχικής αναδόχου κοινοπραξίας ή εταιρίας.
Επίσης, εφαρμόζεται και στην περίπτωση που τμήμα του έργου ή εργασίας
εκτελείται από εταιρία μέλος της αρχικής αναδόχου κοινοπραξίας ή από
κοινοπραξία επιχειρήσεων μέλους της αρχικής αναδόχου κοινοπραξίας.
β. Για επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εργολαβική κατασκευή ιδιωτικών
τεχνικών έργων ή οικοδομών ή την εκτέλεση ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών
εγκαταστάσεων σε ιδιώτες, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται η αξία του έργου που
εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης.
γ. Για την εκτέλεση έργου χωρίς τη χρησιμοποίηση ίδιων υλικών, ως ακαθάριστο
έσοδο λαμβάνεται η αξία του έργου που έχει εκτελεστεί κατά τη διάρκεια της χρήσης
χωρίς να υπολογιστεί η αξία των υλικών.

4. Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων, που ορίζονται στην προηγούμενη


παράγραφο, εξευρίσκονται με τη χρήση συντελεστή στα ακαθάριστα έσοδά τους ως
εξής:
α. Δέκα τοις εκατό (10%) για τα δημόσια τεχνικά έργα των περιπτώσεων α΄ και γ΄ της
προηγούμενης παραγράφου.
β. Δώδεκα τοις εκατό (12%) για τα έργα της περίπτωσης β΄ της προηγούμενης
παραγράφου.
γ. Είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) για τα ιδιωτικά έργα της περίπτωσης γ΄ της
προηγούμενης παραγράφου.
Σε περίπτωση που η επιχείρηση δεν τηρεί τα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται
από τον Κ.Β.Σ. ή τηρεί βιβλία κατώτερης κατηγορίας από αυτά που ορίζονται από
τον ίδιο Κώδικα, οι συντελεστές καθαρού κέρδους που προβλέπονται στις πιο πάνω
α΄, β΄ και γ΄ περιπτώσεις προσαυξάνονται κατά εκατό τοις εκατό (100%). Επίσης, αν
οι δαπάνες κατασκευής που εμφανίζονται στα βιβλία και στοιχεία της επιχείρησης
ότι πραγματοποιήθηκαν για την κατασκευή των τεχνικών έργων ή των οικοδομών
βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία σε σχέση με το πραγματικό κόστος
κατασκευής, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δικαιούται να
προσαυξήσει του συντελεστές καθαρού κέρδους που προβλέπονται στις πιο πάνω
α΄, β΄ και γ΄ περιπτώσεις μέχρι εξήντα τοις εκατό (60%). Δεν θεωρείται ότι υπάρχει
προφανής δυσαναλογία, όταν η διαφορά μεταξύ των δαπανών κατασκευής που
πραγματοποιήθηκαν και του πραγματικού κόστους κατασκευής είναι μέχρι είκοσι
τοις εκατό (20%) του πραγματικού κόστους κατασκευής.

5. Για τον προσδιορισμό των φορολογητέων καθαρών κερδών των νομικών


προσώπων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 και των ατομικών επιχειρήσεων, που
τηρούν βιβλία και στοιχεία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., σε περίπτωση που τα
196

δηλούμενα ή κατ΄ έλεγχο προσδιοριζόμενα κέρδη, τα οποία προέρχονται από


εργασίες που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου αυτού, είναι μεγαλύτερα των
τεκμαρτώς προσδιοριζόμενων καθαρών κερδών, για τον υπολογισμό των
φορολογητέων κερδών των υπόχρεων, προστίθεται στα τεκμαρτά κέρδη και το
σαράντα τοις εκατό (40%) του ποσού της ως άνω διαφοράς καθαρών κερδών. Το
υπόλοιπο κερδών που απομένει και δεν φορολογήθηκε μεταφέρεται και εμφανίζεται
στα βιβλία στο λογαριασμό "Αφορολόγητα κέρδη τεχνικών και οικοδομικών
επιχειρήσεων". Κατά τη διανομή ή κεφαλαιοποίηση του αποθεματικού αυτού
εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 106, ενώ
προκειμένου για ατομική επιχείρηση το αναλαμβανόμενο ή κεφαλαιοποιούμενο
αφορολόγητο αποθεματικό προστίθεται στα λοιπά εισοδήματα του φυσικού
προσώπου του οικείου οικονομικού έτους και φορολογείται με βάση την κλίμακα
του άρθρου 9.

6. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται στα νομικά


πρόσωπα της παρ. 4 του άρθρ. 2 των οποίων μέλη είναι αποκλειστικά ημεδαπές
ανώνυμες εταιρίες και εταιρίες περιορισμένης ευθύνης. Σε περίπτωση όμως κατά
την οποία, εκτός από ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες και εταιρείες περιορισμένης
ευθύνης συμμετέχουν και άλλα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101
και της παραγράφου 4 του άρθρου 2 ή ατομικές επιχειρήσεις, οι διατάξεις της
προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνο για το τμήμα των κερδών που
υπερβαίνουν τα προσδιοριζόμενα τεκμαρτά και κατά το μέρος που αντιστοιχεί στα
ποσοστά συμμετοχής των νομικών αυτών προσώπων ή των ατομικών
επιχειρήσεων, με εξαίρεση τις συμμετέχουσες ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες και
εταιρείες περιορισμένης ευθύνης.

7. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις που


ασχολούνται με την εκτέλεση μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων
και τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εφόσον
υποβάλλουν στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας για
το σκοπό αυτό ανέκκλητη δήλωση μέσα σε ένα (1) μήνα από την έναρξη της
λειτουργίας τους.

8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις που είναι
ανάδοχοι προγραμμάτων ενεργού πολεοδομίας και η έναρξη της διαδικασίας
κατάρτισης των προγραμμάτων έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ/τος
1003/1971 (ΦΕΚ Α΄ 198) ή του Ν. 947/1979 (ΦΕΚ Α΄ 169) ή του Ν. 1337/1983 (ΦΕΚ Α΄
33), καθώς και για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών της Δημόσιας
Επιχείρησης Πολεοδομίας και Στέγασης (Δ.Ε.Π.Ο.Σ.) που αφορούν πωλήσεις
οικοδομών τις οποίες ανεγείρει για "Ομογενειακά Χωριά".
197

Άρθρο 35
Προσδιορισμός ελάχιστου κόστους κατασκευής οικοδομών
1. Για την εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων περί φορολογίας εισοδήματος και
φόρου προστιθέμενης αξίας των εργολάβων, υπεργολάβων και γενικά
επιτηδευματιών που εκτελούν οποιαδήποτε επί μέρους εργασία σε ανεγειρόμενη
οικοδομή, καθώς και των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την κατασκευή και
πώληση οικοδομών, καθιερώνεται σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού του
ελάχιστου συνολικού κόστους κατασκευής των οικοδομών και των ελάχιστων
ποσοστών συμμετοχής των επί μέρους εργασιών στο συνολικό κόστος.
Το προσδιοριζόμενο ελάχιστο συνολικό κόστος κατασκευής και τα ελάχιστα κόστη
των επί μέρους εργασιών αποτελούν τη βάση προσδιορισμού των φορολογικών
υποχρεώσεων των επιτηδευματιών της παραγράφου αυτής.
Με τον όρο "κόστος" νοείται το καθαρό κατασκευαστικό κόστος, το οποίο
περιλαμβάνει την αξία αγοράς των υλικών με το φόρο προστιθέμενης αξίας και την
αμοιβή εργασίας, η οποία προσφέρεται απευθείας ή μέσω υπεργολάβου, χωρίς τις
ασφαλιστικές εισφορές και το φόρο προστιθέμενης αξίας.

2. Για τον προσδιορισμό του ελάχιστου κόστους των οικοδομών και των ποσοστών
συμμετοχής των επί μέρους εργασιών λαμβάνονται υπόψη:
α. Οι τιμές εκκίνησης κόστους κατά τετραγωνικό μέτρο, οι οποίες
αναπροσαρμόζονται με βάση τη μεταβολή του δείκτη κόστους κατασκευής κτιρίων
της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος.
β. Συντελεστές αναγωγής των βοηθητικών χώρων των διαφόρων κατηγοριών
οικοδομών σε κύριους χώρους αυτών.
γ. Συντελεστές αυξομείωσης των τιμών εκκίνησης, για τον προσδιορισμό του
συνολικού κόστους, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου
κτιρίου, όπως μέγεθος, ποιότητα, αριθμός όψεων.
δ. Πίνακες των ελάχιστων ποσοστών συμμετοχής των επί μέρους εργασιών στο
συνολικό κόστος. Σε επί μέρους εργασίες ή σε κτίρια με ιδιαιτερότητες, όπου δεν
ορίζονται ελάχιστα ποσοστά συμμετοχής, αυτά καθορίζονται από το μηχανικό
μελετητή της οικοδομής πριν από την έκδοση της οικοδομικής άδειας.
Μετά το πέρας των εργασιών, ο κύριος της οικοδομής ή η επιχείρηση που
ασχολείται με την πώληση και κατασκευή αυτής, υποβάλλει τελικό πίνακα με τα
τελικά ποσά κόστους των επί μέρους εργασιών, τα πλήρη στοιχεία των εργολάβων,
υπεργολάβων και προμηθευτών, το συνολικό αριθμό των εκδοθέντων στοιχείων και
τη συνολική αξία αυτών.
198

Εξαιρετικά, προκειμένου για επί μέρους εργασίες που έγιναν χωρίς την ανάθεσή
τους σε εργολάβο ή υπεργολάβο, αλλά με τη χρησιμοποίηση ημερομισθίων
τεχνιτών και εργατών, αυτό γίνεται δεκτό για συνολικό ποσό μέχρι το είκοσι τοις
εκατό (20%) του ελάχιστου συνολικού κόστους της κατασκευής. Το όριο αυτό δεν
ισχύει για επιχειρήσεις που αποδεδειγμένα απασχολούν δικό τους προσωπικό για
το σκοπό αυτόν.
Εάν κατά την εκτέλεση των εργασιών υπάρξουν μεταβολές στα ποσοστά
συμμετοχής του αρχικού πίνακα, οι ως άνω υπόχρεοι συμπληρώνουν στον τελικό
πίνακα τα αναθεωρημένα ποσοστά συμμετοχής με την αιτιολόγηση των μεταβολών
αυτών.
Η προσκόμιση βεβαίωσης της αρμόδιας για τη φορολογία εισοδήματος δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας του ιδιοκτήτη ή της επιχείρησης κατασκευής και πώλησης
οικοδομών, από την οποία θα προκύπτει ότι υποβλήθηκαν οι πίνακες που
προβλέπονται από την παράγραφο αυτή, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την
τελική ηλεκτροδότηση της οικοδομής.

3. Στην περίπτωση που υποβάλλεται τελικός πίνακας, ο οποίος περιέχει ανακριβή


στοιχεία ως προς τα μεγέθη του έργου, τα στοιχεία των εργολάβων, υπεργολάβων
και προμηθευτών, καθώς και ως προς την αξία των δηλωθέντων φορολογικών
στοιχείων, επιβάλλεται σε βάρος του υποχρέου πρόστιμο ίσο με το πενήντα τοις
εκατό (50%) της διαφοράς φόρου προστιθέμενης αξίας, που προκύπτει από την
ανακρίβεια.
Ειδικώς για ανακρίβεια που αναφέρεται στα στοιχεία των εργολάβων, υπεργολάβων
και προμηθευτών, από την οποία δεν προκύπτει διαφορά φόρου, επιβάλλεται
πρόστιμο μέχρι τριακόσια (300) ευρώ.
Για τη διαδικασία επιβολής, βεβαίωσης και είσπραξης του προστίμου αυτού,
εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις αυτού του νόμου.
(Όπως στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 35 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 63
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

4. Τα οριζόμενα από τις διατάξεις της παραγράφου 2 στοιχεία, για τον προσδιορισμό
του ελάχιστου κόστους, καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και
του κατά περίπτωση καθ΄ ύλην αρμόδιου Υπουργού, μετά από εισήγηση της
επιτροπής που θα αποτελείται από: 3 (τρεις) οικονομικούς υπαλλήλους, τον
προϊστάμενο του τμήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων
της Διεύθυνσης Φορολογίας Κεφαλαίου του Υπουργείου Οικονομικών, ένα (1)
μηχανικό, μόνιμο υπάλληλο του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και
Δημοσιών Έργων, έναν (1) εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας,
199

έναν (1) εκπρόσωπο της Ελληνικής Ομοσπονδίας Κατασκευαστών και Οικοδομικών


Επιχειρήσεων (ΕΟΚΟΕ) και μέχρι δύο (2) ακόμη πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές
γνώσεις ή ιδιάζουσα εμπειρία.

5. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών καθορίζονται:


α. Οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων αυτού του άρθρου.
β. Η συγκρότηση της επιτροπής που προβλέπουν οι διατάξεις της προηγούμενης
παραγράφου, καθώς και κάθε αναγκαία δαπάνη για την εφαρμογή των διατάξεων
αυτού του άρθρου.
γ. Ο τύπος, το περιεχόμενο, η διαδικασία και ο χρόνος υποβολής των δηλώσεων,
που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου.
δ. Οι υποχρεώσεις των προσώπων της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου.

6. Για υποθέσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις αυτού του άρθρου, δεν έχουν
εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ Α΄
43).

Άρθρο 36
Προσδιορισμός ακαθάριστων εσόδων των εργολάβων, υπερβολάβων και γενικά
επιτηδευματιών που εκτελούν οποιαδήποτε επί μέρους εργασία σε ανεγειρόμενες
οικοδομές
1. Τα ακαθάριστα έσοδα, που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του
εισοδήματος των προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 35, δεν μπορεί να είναι
κατώτερα από εκείνα που προκύπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του άρθρου.
Τυχόν προκύπτοντα επιπλέον ακαθάριστα έσοδα, με βάση τις διατάξεις του
παρόντος, θεωρούνται ως ακαθάριστα έσοδα:
α. Της χρήσης μέσα στην οποία υποβλήθηκε ο τελικός πίνακας της παραγράφου 2
του άρθρου 35 για τους εργολάβους, υπεργολάβους και γενικά επιτηδευματίες, που
εκτελούν οποιαδήποτε εργασία σε ανεγειρόμενη οικοδομή.
β. Της χρήσης που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 34, για
τις επιχειρήσεις ανέγερσης και πώλησης οικοδομών.

2. Το ποσό φόρου προστιθέμενης αξίας, που οφείλουν να έχουν καταβάλει τα


πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 35, πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο με
αυτό που προκύπτει από το κόστος της αντίστοιχης επί μέρους εργασίας ή το
συνολικό κόστος, κατά περίπτωση, όπως αυτό προσδιορίζεται στην παράγραφο 2
του άρθρου 35. Σε αντίθετη περίπτωση, η διαφορά που προκύπτει, μετά το τέλος
200

των εργασιών, οφείλεται ως φόρος εκροών της φορολογικής περιόδου υποβολής


του τελικού πίνακα.

3. Στην περίπτωση κατά την οποία το συνολικό κόστος, όπως προσδιορίζεται στον
τελικό πίνακα, είναι κατώτερο του ελάχιστου συνολικού κατασκευαστικού κόστους,
όπως προκύπτει κατ΄ εφαρμογή του άρθρ. 35, ο ιδιώτης ιδιοκτήτης καταβάλει
αυτοτελές πρόστιμο ισόποσο με τη διαπιστούμενη διαφορά του φόρου
προστιθέμενης αξίας.

4. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών καθορίζονται:


α. Οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων αυτού του άρθρου.
β. Ο τύπος, το περιεχόμενο, η διαδικασία και ο χρόνος υποβολής των δηλώσεων
που απαιτούνται για την υλοποίηση της εφαρμογής των διατάξεων αυτού του
άρθρου.
γ. Οι υποχρεώσεις των προσώπων των παραγράφων 1, 2 και 3 αυτού του άρθρου.

5. Για υποθέσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος δεν έχουν εφαρμογή οι
διατάξεις του άρθρου 53 του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ Α΄ 113).

Άρθρο 37
Προσδιορισμός εισοδήματος αλλοδαπών επιχειρήσεων
1. Για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν στην Ελλάδα ως αντικείμενο
εργασιών την παραγωγή ή απλώς την κατόπιν αγοράς ειδική κατεργασία,
συσκευασία κλπ., πρώτων υλών, το κέρδος που προκύπτει στην Ελλάδα από
πωλήσεις που δεν ενεργούνται από την Ελλάδα εξευρίσκεται, εφόσον δεν
καθορίζεται ακριβώς από τον ισολογισμό των επιχειρήσεων αυτών, με μερισμό του
συνολικού κέρδους της επιχείρησης σε μέρη ανάλογα προς τα ακαθάριστα έσοδά
της, που προέρχονται από το προϊόν που έχει αποσταλεί για να πωληθεί και αυτά
που προκύπτουν από τις λοιπές πωλήσεις της.

2. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών επιτρέπεται, προκειμένου να


καθοριστεί το κέρδος της προηγούμενης παραγράφου, να λαμβάνεται ως
ακαθάριστο έσοδο το τίμημα FOB χονδρικής πώλησης του προϊόντος που έχει
αποσταλεί για πώληση. Η πώληση σε αυτή την περίπτωση νοείται ότι
πραγματοποιήθηκε στον τόπο της φόρτωσης.
201

3. Το τίμημα FOB καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα. Όταν είναι αδύνατος ο


προσδιορισμός του τιμήματος FOB επιτρέπεται όπως, με προεδρικό διάταγμα, το
κέρδος υπολογίζεται σε ποσοστό επί του τιμήματος κόστους του προϊόντος που
έχει εξαχθεί.

4. Για πλοία με ξένη σημαία και αεροσκάφη, που ανήκουν σε αλλοδαπά φυσικά
πρόσωπα, αντικείμενο του φόρου του παρόντος που υπόκειται σε φόρο είναι το
λογιζόμενο ως προκύπτον στην Ελλάδα κέρδος από τη μεταφορά επιβατών,
εμπορευμάτων και λοιπών πραγμάτων γενικά, από ελληνικούς λιμένες και
αερολιμένες και μέχρι το λιμένα προορισμού ή μέχρι τον αλλοδαπό λιμένα ή
αερολιμένα επιβίβασης των επιβατών ή μεταφόρτωσης των εμπορευμάτων και
λοιπών πραγμάτων σε πλοίο ή αεροσκάφος άλλης αλλοδαπής επιχείρησης. Ως
καθαρό εισόδημα λαμβάνεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) των ακαθάριστων
εσόδων που πραγματοποιούνται από τις μεταφορές αυτές.

Άρθρο 38
Εισόδημα από διάθεση και αποτίμηση χρεογράφων
1. Τα κέρδη από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών σε
τιμή ανώτερη της τιμής απόκτησής τους, τα οποία προκύπτουν από βιβλία τρίτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και αποκτώνται από ατομικές
επιχειρήσεις και υπόχρεους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2,
απαλλάσσονται από τον φόρο. Η απαλλαγή παρέχεται με την προϋπόθεση ότι τα
κέρδη εμφανίζονται σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού με προορισμό το
συμψηφισμό ζημιών που τυχόν θα προκύψουν στο μέλλον από την πώληση
μετοχών εισηγμένων ή όχι στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Σε περίπτωση διανομής ή
διάλυσης της επιχείρησης, τα κέρδη αυτά φορολογούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες
διατάξεις. Αν σε μια διαχειριστική περίοδο προκύψει ζημία από πώληση μετοχών,
το τυχόν υπόλοιπο της ζημίας, που απομένει μετά το συμψηφισμό με τα
εμφανιζόμενα στο ειδικό αποθεματικό κέρδη ή ολόκληρο το ποσό της ζημίας, αν δεν
υφίσταται ειδικός λογαριασμός αποθεματικού, μεταφέρεται σε ειδικό λογαριασμό και
δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης. Το ποσό αυτό
συμψηφίζεται με κέρδη που τυχόν θα προκύψουν στο μέλλον από πώληση μετοχών
εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
202

2. Τα κέρδη από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών,


εκτός της περίπτωσης που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της προηγούμενης
παραγράφου, απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος.

3. Ειδικά, η ζημία που τυχόν προκύπτει κατά την απογραφή στο τέλος κάθε
διαχειριστικής χρήσης από την αποτίμηση μετοχών και ομολογιών, σύμφωνα με τις
διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 28 του Π.Δ. 186/1992, μεταφέρεται σε
χρέωση των λογαριασμών Αποθεματικά από Χρεόγραφα, που εμφανίζονται στα
βιβλία της επιχείρησης και τα οποία προέκυψαν είτε από την πώληση χρεογράφων
σε τιμή ανώτερη της τιμής κτήσης τους, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 4 του
άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967 (ΦΕΚ Α΄ 173), είτε από την πώληση μετοχών με βάση
τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος, είτε από την ανταλλαγή ή λήψη
δωρεάν χρεογράφων με βάση τις διατάξεις νόμων περί αναπροσαρμογής της αξίας
ακινήτων. Σε περίπτωση που τα ποσά των αποθεματικών αυτών δεν επαρκούν να
καλύψουν το ποσό της παραπάνω ζημίας, το τυχόν ακάλυπτο ποσό αυτής δεν
εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα αλλά μεταφέρεται σε ειδικό λογαριασμό
προκειμένου να συμψηφισθεί με τα ως άνω περιγραφόμενα αποθεματικά από
χρεόγραφα που θα προκύψουν στο μέλλον.

4. Οι διατάξεις των παρ. 1 - 3 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και στις
μεταβιβάσεις μετοχών εισηγμένων σε αλλοδαπό χρηματιστήριο αξιών ή σε άλλο
διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό.

Άρθρο 39
Υπερτιμολογήσεις και υποτιμολογήσεις
1. Όταν μεταξύ ημεδαπών επιχειρήσεων ή μεταξύ αλλοδαπής και ημεδαπής
επιχείρησης συνάπτονται συμβάσεις αγοραπωλησίας ή παροχής υπηρεσιών και
κατά τις συμβάσεις αυτές το τίμημα ή το αντάλλαγμα ορίζεται αδικαιολόγητα σε
ποσό ανώτερο ή κατώτερο, κατά περίπτωση, από εκείνο που θα πραγματοποιείτο,
αν η σύμβαση γινόταν με άλλο πρόσωπο με τις συνθήκες που επικρατούν στην
αγορά κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, η προκύπτουσα διαφορά θεωρείται
κατά τεκμήριο κέρδος της επιχείρησης, η οποία εισέπραξε μικρότερο ή πλήρωσε
μεγαλύτερο, κατά περίπτωση, τίμημα ή αντάλλαγμα. Η διαφορά αυτή προσαυξάνει
τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης που προκύπτουν από τα βιβλία της, χωρίς να
επηρεάζει το κύρος των βιβλίων και στοιχείων.

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται:


203

α. Εφόσον η ημεδαπή εταιρία τελεί υπό τον έλεγχο της αλλοδαπής, λόγω
συμμετοχής της δεύτερης στο κεφάλαιο ή τη διοίκηση της πρώτης.
β. Αν πρόκειται για ημεδαπές επιχειρήσεις, όταν υπάρχει μεταξύ τους σχέση άμεσης
ή έμμεσης ουσιώδους οικονομικής ή διοικητικής εξάρτησης ή ελέγχου.

3. Η διαφορά που προκύπτει από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου προσαυξάνει
τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης που προκύπτουν από τα βιβλία της,
προκειμένου τα έσοδα αυτά να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό των φόρων,
τελών και εισφορών στις λοιπές φορολογίες.

4. Σε βάρος της επιχείρησης, που υπάγεται στις διατάξεις αυτού του άρθρου,
επιβάλλεται αυτοτελές πρόστιμο καθοριζόμενο σε ποσοστό 10% (δέκα τοις εκατό)
στο ποσό της διαφοράς που προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Το
πρόστιμο αυτό επιβάλλεται ανεξάρτητα από την τυχόν επιβολή πρόσθετων φόρων,
προσαυξήσεων και λοιπών κυρώσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις που
ισχύουν. Οι διατάξεις των άρθρων 69, 70, 71 και 74 εφαρμόζονται αναλόγως και στην
περίπτωση αυτή. Αντικείμενο της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς δεν μπορεί να
αποτελέσει το ποσοστό του επιβαλλόμενου προστίμου.

5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται:


α. Αν το συνομολογούμενο τίμημα έχει καθοριστεί με σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού
Δημοσίου και της αλλοδαπής εταιρίας, που έχει κυρωθεί με νόμο.
β. Αν αποδειχθεί από τις συμβαλλόμενες επιχειρήσεις ότι η υπερτιμολόγηση ή
υποτιμολόγηση δεν έγινε με σκοπό την αποφυγή των άμεσων ή έμμεσων φόρων.
Στην περίπτωση που το γεγονός αυτό αμφισβητηθεί από τον προϊστάμενο της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, η διαφορά αυτή μπορεί να επιλύεται με την
προεδρική διαδικασία, που προβλέπεται από το άρθρο 3 του Ν. 820/1978 (ΦΕΚ Α΄
174).

6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και για τα δικαιώματα ή


τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται σε αλλοδαπές επιχειρήσεις και οργανισμούς
για τη χρησιμοποίηση στην Ελλάδα τεχνικής βοήθειας, ευρεσιτεχνιών, σημάτων,
σχεδίων, μυστικών βιομηχανικών μεθόδων και τύπων, πνευματικής ιδιοκτησίας και
άλλων συναφών δικαιωμάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
204

ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ


Άρθρο 40
Έννοια και απόκτηση του εισοδήματος
1. Εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις είναι το κέρδος που προκύπτει σε κάθε
οικονομικό ή γεωργικό έτος, κατά περίπτωση και αποκτάται από την εκμετάλλευση
μιας ή περισσότερων γεωργικών επιχειρήσεων κάθε είδους, όπως είναι οι
αγροτικές, κτηνοτροφικές, πτηνοτροφικές, μελισσοκομικές, σηροτροφικές, δασικές,
αλιευτικές κλπ.

2. Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 28 εφαρμόζονται αναλόγως και στο εισόδημα


αυτής της κατηγορίας.

Άρθρο 41
Ακαθάριστο και καθαρό εισόδημα
1. Κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματος από γεωργικές επιχειρήσεις,
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 28 παράγραφος 3 περιπτώσεις ζ΄
και η΄, 29, 30, 31, 38 και 39.

2. Αν το καθαρό εισόδημα δεν μπορεί να προσδιοριστεί λογιστικώς, αυτό


προσδιορίζεται τεκμαρτώς με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της
επιχείρησης με ειδικούς, κατά κλάδο εκμεταλλεύσεων, συντελεστές καθαρού
εισοδήματος. Ως ακαθάριστο εισόδημα λαμβάνεται η αξία των παραγόμενων
προϊόντων. Για την εξεύρεση της αξίας τους τα προϊόντα αποτιμώνται σε δραχμές,
με βάση τη μέση τιμή χονδρικής πώλησής τους στο χρόνο και στον τόπο της
παραγωγής τους. Σε αυτά τα ακαθάριστα έσοδα δεν συμπεριλαμβάνονται τα
ακόλουθα ποσά εσόδων:
α. Οι τόκοι από συναλλακτικές πράξεις.
β. Η αυτόματη υπερτίμηση κεφαλαίου της επιχείρησης.
γ. Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από επισφαλείς απαιτήσεις που έχουν
αποσβεσθεί, εφόσον είχαν γίνει δεκτές από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου εισοδήματος.
δ. Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από φόρους, τέλη και εισφορές της επιχείρησης,
εφόσον είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως και είχαν γίνει δεκτά από τον προϊστάμενο
της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου
εισοδήματος.
205

Τα ποσά των πιο πάνω περιπτώσεων α΄ έως δ΄ προστίθενται στο καθαρό εισόδημα
της επιχείρησης, το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή του συντελεστή καθαρού
εισοδήματος.

3. Για κάθε κλάδο γεωργικών εκμεταλλεύσεων προβλέπεται ένας μοναδικός


συντελεστής καθαρού εισοδήματος, ο οποίος εφαρμόζεται στα ακαθάριστα έσοδα.
Οι μοναδικοί συντελεστές καθαρού εισοδήματος περιλαμβάνονται σε ειδικό πίνακα,
ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που
δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
(Όπως το νέο εδάφιο προστέθηκε μετά την κατάργηση του δευτέρου εδαφίου της
παραγράφου 3 του άρθρου 41, με την παράγραφο 21 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και
ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση στ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα
που αποκτούν οι υπόχρεοι από 1/1/2000 και μετά).

(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 12 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 13 του ιδίου άρθρου από την έναρξη ισχύος της
παρ. 21 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 για εισοδήματα που αποκτούν οι υπόχρεοι από
1/1/2000 και μετά.)
(Όπως το δεύτερο εδάφιο πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής: " Για τις γεωργικές
επιχειρήσεις οι οποίες υποχρεούνται να τηρούν βιβλία και στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, αλλά δεν τηρούν ή τηρούν ανακριβή βιβλία και στοιχεία, ο συντελεστής καθαρού
εισοδήματος προσαυξάνεται κατά σαράντα τοις εκατό (40%).")
Για τις γεωργικές επιχειρήσεις οι οποίες υποχρεούνται να τηρούν βιβλία και
στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, αλλά δεν τηρούν ή τηρούν ανακριβή
βιβλία και στοιχεία, ο συντελεστής καθαρού εισοδήματος προσαυξάνεται κατά
σαράντα τοις εκατό (40%).

4. Αν από τα στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος αποδεικνύεται ότι ,


εξαιτίας ζημιών από γεγονότα απρόβλεπτα ή οφειλόμενα σε ανώτερη βία, μειώθηκε
το εισόδημά του από τη γεωργική εκμετάλλευση, το καθαρό εισόδημα μπορεί να
προσδιοριστεί με τη χρήση συντελεστή κατώτερου από εκείνους που ορίζονται στην
προηγούμενη παράγραφο. Στην περίπτωση αυτή ο συντελεστής δεν μπορεί να είναι
μικρότερος από το μηδέν.
206

Άρθρο 42
Προσδιορισμός καθαρού γεωργικού εισοδήματος
1. Ως καθαρό γεωργικό εισόδημα, από οποιαδήποτε γεωργική δραστηριότητα, στην
περίπτωση που δεν τηρούνται βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. θεωρείται η
πρόσοδος από το έδαφος, το κεφάλαιο και την εργασία, από τη συμμετοχή τους
στην παραγωγική δραστηριότητα μιας γεωργικής εκμετάλλευσης, η οποία
προσδιορίζεται με αντικειμενική μέθοδο.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 7 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1.1.2003 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«1. Ως καθαρό γεωργικό εισόδημα , από οποιαδήποτε γεωργική δραστηριότητα, στην
περίπτωση που δεν τηρούνται βιβλία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, από τα οποία να
εξάγεται λογιστικό αποτέλεσμα για τη δραστηριότητα αυτή, θεωρείται η πρόσοδος από το
έδαφος, το κεφάλαιο και την εργασία, από τη συμμετοχή τους στην παραγωγική
δραστηριότητα μιας γεωργικής εκμετάλλευσης, η οποία προσδιορίζεται με αντικειμενική
μέθοδο.»)
Για τον προσδιορισμό αυτό λαμβάνεται υπόψη το καθαρό γεωργικό εισόδημα, όπως
αυτό υπολογίζεται με βάση τις καθιερωμένες αρχές της γεωργικής λογιστικής, ανά
στρέμμα και είδος προϊόντος ή κατά κεφαλή και είδος εκτρεφόμενου ζώου ή κατά
άλλη μονάδα παραγωγής για ειδικές περιπτώσεις, επί τον αριθμό των στρεμμάτων
ή των εκτρεφόμενων ζώων ή των άλλων μονάδων παραγωγής ή συνδυασμό αυτών.
Για την εξειδίκευση της άνω αντικειμενικής μεθόδου, με κοινή απόφαση των
Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών καθορίζονται:
α. Τα προσδιοριστικά στοιχεία που διαμορφώνουν την πρόσοδο από το έδαφος,
αφού συνεκτιμηθούν η συνολική έκταση, το σχήμα, η τοπογραφική κατάσταση,
όπως κλίση και γενικά τα στοιχεία τα οποία καθορίζουν τη φυσική του
παραγωγικότητα, όπως σύσταση εδάφους, γονιμότητα.
β. Τα στοιχεία που προσδιορίζουν την πρόσοδο από την εργασία, αφού
συνεκτιμηθούν ο χρόνος απασχόλησης, η ηλικία, το φύλο, η ίδια ή ξένη
απασχόληση.
γ. Τα στοιχεία που προσδιορίζουν την πρόσοδο από το κεφάλαιο, αφού
συνεκτιμηθούν το μέγεθος, η μορφή αυτού, όπως έγγειες βελτιώσεις, γεωργικές
κατασκευές, μηχανές, μόνιμες φυτείες.
δ. Η μέθοδος υπολογισμού των βασικών αυτών συντελεστών παραγωγής της
γεωργικής εκμετάλλευσης.
ε. Κάθε άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.

2. Ο προσδιορισμός του καθαρού γεωργικού εισοδήματος, για κάθε ημερολογιακό


έτος, με αντικειμενική μέθοδο, γίνεται με την ακόλουθη διαδικασία:
207

Συνιστάται, στη Διεύθυνση Φορολογίας Εισοδήματος του Υπουργείου Οικονομικών,


Επιτροπή Αντικειμενικού Προσδιορισμού του Γεωργικού Εισοδήματος (Ε.Α.Π.Γ.Ε.),
αποτελούμενη από το Γενικό Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας και
Δημόσιας Περιουσίας, ως πρόεδρο και μέλη τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης
Φορολογίας Εισοδήματος ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους, δύο (2) ειδικούς
επιστήμονες του Υπουργείου Γεωργίας με τους αναπληρωτές τους, που
προτείνονται από την Υπηρεσία τους, 1 (ένα) ειδικό επιστήμονα με τον αναπληρωτή
του, που προτείνεται από την ΠΑ.Σ.Ε.Γ.Ε.Σ., δύο (2) ειδικούς επιστήμονες με τους
αναπληρωτές τους, που προτείνονται από τις αγροτικές συνομοσπονδίες, ένα (1)
μέλος του Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού του Τμήματος Γεωργικής
Οικονομίας του Γεωργικού Πανεπιστημίου Αθηνών με τον αναπληρωτή του, που
προτείνεται από το τμήμα αυτό και 1 (ένα) ειδικό επιστήμονα με τον αναπληρωτή
του, που προτείνεται από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος.
Επίσης, συμμετέχει ως μέλος ένας υπάλληλος του κλάδου πληροφορικής-
λογισμικού του Κέντρου Πληροφορικής του Υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος
αναπληρώνεται από άλλον υπάλληλο του ίδιου κλάδου της ίδιας υπηρεσίας. Χρέη
γραμματέα της Επιτροπής εκτελούν δύο εφοριακοί υπάλληλοι της Γενικής
Διεύθυνσης Φορολογίας και Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών,
αναπληρούμενοι από άλλους δύο εφοριακούς υπαλλήλους της ίδιας Γενικής
Διεύθυνσης.
Έργο της επιτροπής είναι η κατάρτιση πινάκων, που περιλαμβάνουν εκτιμήσεις του
καθαρού γεωργικού εισοδήματος της παραγράφου 1, για όλα τα γεωργικά προϊόντα
που παράγονται στην Ελληνική Επικράτεια, καθώς και εκτιμήσεις του
αντιπροσωπευτικού ενοικίου, ανά στρέμμα ενοικιαζόμενης γεωργικής γης. Οι πιο
πάνω εκτιμήσεις εξειδικεύονται κατά νομό, ζώνη καλλιεργούμενης έκτασης (πεδινή-
ορεινή-ημιορεινή) και δυνατότητα άρδευσης ή όποια άλλη διάκριση κρίνεται
αναγκαία, λαμβάνοντας υπόψη ειδικούς συντελεστές, όπως συντελεστές ζώνης
καλλιεργούμενης έκτασης, συντελεστές αρδευσιμότητας και όποιο άλλο στοιχείο
κρίνεται πρόσφορο από την επιτροπή με βάση δεδομένα προηγούμενων ετών,
δεκτικά αξιολόγησης.
Η επιτροπή (Ε.Α.Π.Γ.Ε.) καταρτίζει οριστικούς πίνακες, μέχρι τέλος Ιανουαρίου κάθε
έτους, αφού συνεκτιμήσει ανάλογους πίνακες, οι οποίοι έχουν καταρτισθεί από τις
νομαρχιακές επιτροπές της επόμενης παραγράφου.

3. Σε κάθε νομαρχία, στη Διεύθυνση Επιθεώρησης και Συντονισμού Δ.Ο.Υ.,


συνιστάται επιτροπή αποτελούμενη από επιθεωρητή της οικείας Διεύθυνσης, που
είναι αρμόδια για το νομό, ως πρόεδρο και μέλη τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας του νομού, έναν (1) ειδικό επιστήμονα της Διεύθυνσης
Γεωργίας της νομαρχίας, έναν (1) ειδικό επιστήμονα, που προτείνεται από την
ένωση γεωργικών συνεταιρισμών της έδρας του νομού και έναν (1) ειδικό
208

επιστήμονα, που προτείνεται από κάθε αγροτική ομοσπονδία του νομού, εκ


περιτροπής κατ΄ έτος, όταν υπάρχουν περισσότερες της μίας ομοσπονδίες. Για τους
παραπάνω ορίζονται και αναπληρωτές τους. Χρέη γραμματέα της επιτροπής ασκεί
φοροτεχνικός υπάλληλος δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας του νομού.
Έργο της επιτροπής είναι η οριστικοποίηση, σε επίπεδο νομού, πινάκων καθαρού
εισοδήματος της παραγράφου 1. Οι πίνακες αυτοί καταρτίζονται, με ευθύνη των
Διευθύνσεων Γεωργίας, από διαθέσιμα λογιστικά στοιχεία γεωργικών
εκμεταλλεύσεων, για όλα τα παραγόμενα γεωργικά προϊόντα του νομού, με βάση τις
καθιερωμένες γεωργοοικονομικές μεθόδους και προσκομίζονται στην επιτροπή
μέχρι 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Με ευθύνη του προέδρου της επιτροπής, οι
οριστικοποιημένοι πίνακες αποστέλλονται μέχρι 31 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους στην
επιτροπή της παραγράφου 2.

4. Η επιτροπή της παραγράφου 2, σε περίπτωση που δεν έχει στη διάθεσή της
πίνακες της προηγούμενης παραγράφου ή αυτοί είναι ελλιπείς, οριστικοποιεί τις
αρχικές εκτιμήσεις της. Οι οριστικοί αυτοί πίνακες εγκρίνονται από τον Υπουργό
Οικονομικών, ο οποίος μπορεί να τους τροποποιεί και με ευθύνη του προέδρου της
επιτροπής κοινοποιούνται στις νομαρχίες και στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες
των νομών. Με ευθύνη των νομαρχών οι πίνακες αυτοί κοινοποιούνται σε όλους του
οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, τις συνεταιριστικές οργανώσεις και τους
αγροτικούς συλλόγους, μέχρι 10 Φεβρουαρίου κάθε έτους.

5. Αν από τα τηρούμενα βιβλία ή στοιχεία του Κ.Β.Σ., από τα οποία δεν εξάγεται
λογιστικό αποτέλεσμα, προκύπτει καθαρό γεωργικό εισόδημα, διαφορετικό από
αυτό που προσδιορίζεται με την αντικειμενική μέθοδο, λαμβάνεται υπόψη για τη
φορολογία εισοδήματος το κατά περίπτωση προκύπτον μεγαλύτερο εισόδημα.

6. Αν από τα στοιχεία, που προσκομίζει ο φορολογούμενος αποδεικνύεται ότι,


εξαιτίας ζημιών από γεγονότα απρόβλεπτα ή οφειλόμενα σε ανώτερη βία, δεν
αποκτήθηκε εισόδημα ή το αποκτηθέν είναι κατώτερο του προσδιοριζομένου με την
αντικειμενική μέθοδο, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δεν
λαμβάνει υπόψη ή μειώνει κατά περίπτωση το προκύπτον με την αντικειμενική
μέθοδο καθαρό γεωργικό εισόδημα.

7. Με αποφάσεις, του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται:


α. Οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων αυτού του άρθρου.
β. Η συγκρότηση της επιτροπής που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 2,
καθώς και κάθε αναγκαία δαπάνη για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του
άρθρου.
209

Με την αρχική ή άλλη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ειδικά η αποζημίωση


για τον Πρόεδρο, τα μέλη και τους γραμματείς μπορεί να ορίζεται κατά παρέκκλιση
οποιασδήποτε γενικής ή ειδικής διάταξης.

8. Με αποφάσεις του οικείου νομάρχη καθορίζονται:


α. Οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 3
και 4 αυτού του άρθρου.
β. Η συγκρότηση της επιτροπής που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 3.

Άρθρο 43
Εκπτώσεις του εισοδήματος από γεωργικές επιχειρήσεις
1. Από το καθαρό γεωργικό εισόδημα, που προσδιορίζεται με την αντικειμενική
μέθοδο του άρθρου 42, εκπίπτουν:
α. Το ποσό του καταβαλλόμενου ενοικίου για εκμίσθωση γεωργικής γης.
β. Ποσό ίσο με το 25% (είκοσι πέντε τοις εκατό), της δαπάνης αγοράς καινούργιου
πάγιου εξοπλισμού, που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την κάλυψη αναγκών
της γεωργικής εκμετάλλευσης, εφάπαξ κατά το χρόνο πραγματοποίησης της
δαπάνης, χωρίς δυνατότητα έκπτωσης αυτής, ολικά ή μερικά, σε επόμενες χρήσεις.
Ειδικά για εκείνους που στην αρχή της φορολογούμενης χρήσεως είναι νέοι
αγρότες, το παραπάνω ποσό ανέρχεται σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).

2. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες και η


διαδικασία εφαρμογής, καθώς και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την
αναγνώριση της συνδρομής των προϋποθέσεων των εκπτώσεων αυτού του
άρθρου.

Άρθρο 44
Απαλλαγές του εισοδήματος από γεωργικές επιχειρήσεις
1. Από το καθαρό γεωργικό εισόδημα των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, φυσικών
προσώπων, απαλλάσσεται του φόρου ποσό χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Το
ποσό αυτό ορίζεται σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ, εφόσον τα παραπάνω πρόσωπα
λαμβάνουν εξισωτικές αποζημιώσεις.
Ειδικά, για εκείνους που στην αρχή της φορολογούμενης χρήσεως είναι νέοι
αγρότες, τα παραπάνω ποσά προσαυξάνονται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό
(50%) για τα πρώτα πέντε (5) χρόνια υποβολής φορολογικής δήλωσης και κατά
ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) για τα επόμενα πέντε (5) χρόνια.
210

Η απαλλαγή αυτή παρέχεται με την πρόσθετη προϋπόθεση ότι θα εξακολουθήσουν


να είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες για μια ακόμη δεκαετία. Σε αντίθετη
περίπτωση βεβαιώνεται ο φόρος που δεν καταβλήθηκε.
(Όπως στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 44 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με τις παρ. 64 και 65 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την
1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

2. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται:


α. Οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων αυτού του άρθρου.
β. Οι υποχρεώσεις των προσώπων της παρ. 1 αυτού του άρθρου.
γ. Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την αναγνώριση της συνδρομής των
προϋποθέσεων των απαλλαγών αυτού του άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΜΙΣΘΩΤΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Άρθρο 45
Εισόδημα και απόκτησή του
1. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες είναι το εισόδημα που προκύπτει κάθε ένα
οικονομικό έτος από μισθούς, ημερομίσθια, επιχορηγήσεις, επιδόματα, συντάξεις
και γενικά από κάθε παροχή που χορηγείται περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή είτε
σε χρήμα είτε σε είδος ή άλλες αξίες για παρούσα ή προηγούμενη υπηρεσία ή για
οποιαδήποτε άλλη αιτία, το οποίο αποκτάται από μισθωτούς γενικά και
συνταξιούχους.
Ειδικότερα, στα εισοδήματα αυτά περιλαμβάνονται και οι ακόλουθες παροχές:
α) η αξία των αγαθών που αντιπροσωπεύουν οι χορηγούμενες «δωροεπιταγές»,
β) η αξία των χορηγούμενων διατακτικών για την αγορά αγαθών από συμβεβλημένα
καταστήματα, με την εξαίρεση των διατακτικών τροφής για εργαζόμενους μέχρι
ποσού έξι (6) ευρώ ανά διατακτική,
γ) το ποσό του καταβαλλόμενου ενοικίου, καθώς και του τεκμαρτού ενοικίου όπως
αυτό προσδιορίζεται με βάση το άρθρο 23 του Κ.Φ.Ε., για παροχή κατοικίας,
δ) το καταβαλλόμενο ποσό για οικιακό προσωπικό,
ε) τα επιδόματα θέσεως και ευθύνης.
Ομοίως, εισόδημα, από μισθωτές υπηρεσίες θεωρείται και το εισόδημα που
αποκτούν οι δικηγόροι ως πάγια αντιμισθία για την παροχή νομικών υπηρεσιών,
211

καθώς και το εισόδημα που αποκτούν οι ξεναγοί οι οποίοι υπάγονται στις διατάξεις
του άρθρου 37 του Ν. 1545/1985 (ΦΕΚ Α΄ 91).
(Όπως το δεύτερο εδάφιο προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 45 του Ν. 2238/1994, με
την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου για εισοδήματα (παροχές) που αποκτώνται από 1//2005 και μετά).

2. Στην περίπτωση που το εισόδημα καταβάλλεται ελεύθερο φόρου, εισόδημα που


υπόκειται σε φόρο είναι εκείνο από το οποίο, αν αφαιρεθεί ο φόρος που του
αναλογεί, προκύπτει το χωρίς φόρο ποσό που καταβάλλεται στο δικαιούχο.

3. Τα επιδόματα, που καταβάλλονται στους δικαιούχους, σύμφωνα με τις διατάξεις


των παραγράφων 1, 2, 3 και 6 του άρθρου 63 του Ν. 1892/1990, λογίζονται ως
εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, το οποίο αποκτάται κατά την καταβολή του.

4. Δε θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκειται σε φόρο:

ι διατάξεις των περιπτώσεων ε’, στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.
ι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3790/2009 (ΦΕΚ Α΄143) καταργούνται.
ο επίδομα ανεργίας που καταβάλλει ο ΟΑΕΔ στους δικαιούχους ανέργους απαλλάσσεται του φόρου
εισοδήματος, εφόσον το άθροισμα, το άθροισμα, των λοιπών εισοδημάτων του φορολογουμένου που
φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις δεν υπερβαίνει τα τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ ετησίως.»

α. Η αποζημίωση που παρέχεται σε υπαλλήλους επιχειρήσεων και ελεύθερων


επαγγελματιών για δαπάνες υπηρεσίας, που τους έχει ανατεθεί, εφόσον
αποδεικνύεται η καταβολή τους από τα σχετικά παραστατικά στοιχεία, που
προβλέπονται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ..
β. Οι δαπάνες που καταβάλλονται στα πρόσωπα που μετακινούνται με εντολή του
Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) Α΄ και Β΄ βαθμού και
των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), όπως ορίζονται με
τις διατάξεις του Ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α΄) και του Π.Δ.200/1993 (ΦΕΚ 75 Α΄), καθώς
και τα έξοδα κίνησης που καταβάλλονται στους οικονομικούς επιθεωρητές του
άρθρου 2 του Ν. 2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α΄), όπως ορίζονται με τις διατάξεις της
παραγράφου 3 του άρθρου 15 του Ν. 2470/1997 (ΦΕΚ 40 Α΄).
(Όπως η περίπτωση β΄ της παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ. 24 του άρθρου 11 του Ν.
2954/2001 και ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου στο ΦΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 23 του
ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ, ήτοι από 2/11/2001).
212

γ. Η παροχή που καταβάλλεται εφάπαξ από τα ταμεία προνοίας και τους άλλους
ασφαλιστικούς οργανισμούς στους ασφαλισμένους και τις οικογένειές τους, το
εφάπαξ βοήθημα που παρέχεται σε δημόσιους υπαλλήλους και βοηθητικό
προσωπικό λόγω εθελουσίας εξόδου από την υπηρεσία με παραίτηση, καθώς και τα
εφάπαξ βοηθήματα, που χορηγούνται σύμφωνα με τους Ν. 4153/1961 (ΦΕΚ Α΄ 45),
Α.Ν. 513/1968 (ΦΕΚ Α΄ 186), Ν. 103/1975 (ΦΕΚ Α΄ 167) και Ν. 303/1976 (ΦΕΚ Α΄ 94).
δ. Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) από τις κάθε είδους καθαρές αποδοχές,
πρόσθετες αμοιβές, αποζημιώσεις και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά, σε
έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, σε μισθωτούς ή
συνταξιούχους με βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, καθώς και
από δεδουλευμένες καθαρές αποδοχές που εισπράττει καθυστερημένα ο
δικαιούχος, σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, λόγω έκδηλης
οικονομικής αδυναμίας του εργοδότη του και εφόσον έγινε επίσχεση της εργασίας
από τους μισθωτούς ή αν ο εργοδότης κηρύχτηκε σε κατάσταση πτώχευσης.
ε. Οι παρεχόμενες από αθλητικά σωματεία ή ενώσεις αυτών αποζημιώσεις
οδοιπορικών και λοιπών εξόδων ταξιδίων, καθώς και παροχές διατροφής σε
ερασιτέχνες αθλητές μέσα στα πλαίσια των διατάξεων περί φιλάθλου ιδιότητας,
μέχρι ποσού τριών χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι (3.520) ευρώ ετησίως.
στ) Οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που αναφέρονται στις
διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 58 του Ν. 1943/1991.
(Όπως στην περίπτωση ε΄ της παρ. 4 του άρθρου 45 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 66
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
(Όπως η περίπτωση στ΄ προστέθηκε στην παρ. 4 του άρθρου 45 του Ν. 2238/94 με την
παρ. 7 του άρθρου 13 του Ν. 2992/2002 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 8 του ιδίου
άρθρου και νόμου για αποζημιώσεις που καταβάλονται στους δικαιούχους από 1/1/2002 και
μετά)

Άρθρο 46
Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος
1. Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες θεωρείται ο χρόνος
που ο δικαιούχος απέκτησε δικαίωμα είσπραξής του.
Ειδικά, προκειμένου για αποδοχές και συντάξεις, που καταβάλλονται σε έτος
μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται σε μισθωτούς ή συνταξιούχους, με
βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, χρόνος απόκτησής τους
θεωρείται ο χρόνος στον οποίο εισπράττονται από τους δικαιούχους.
213

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 46 του Κ.Φ.Ε., προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:
«Εξαιρετικώς, για ποδοσφαιριστές, καλαθοσφαιριστές, προπονητές, καθώς και άλλους αμειβόμενους
αθλητές, το εισόδημα που αποκτούν, κατά περίπτωση, εξαιτίας της υπογραφής συμβολαίου μετεγγραφής ή
της ανανέωσης συμβολαίου συνεργασίας με ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες ή αναγνωρισμένα αθλητικά
σωματεία, κατανέμεται ισομερώς για να φορολογηθεί σε όλα τα έτη τα οποία διαρκεί το εκάστοτε
συμβόλαιο. Για το φόρο που αναλογεί παρακρατείται φόρος»

2. Ειδικά, για τις πρόσθετες αμοιβές και τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται από
το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, χρόνος απόκτησής τους
είναι αυτός στον οποίο εισπράττονται από τους δικαιούχους. Κατ΄ εξαίρεση στην
περίπτωση αυτήν, αν οι πρόσθετες αμοιβές ή οι αποζημιώσεις καταβάλλονται στους
δικαιούχους σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, με βάση
νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, χρόνος απόκτησής τους είναι ο
χρόνος στον οποίο εισπράττονται.

3. Αν ο δικαιούχος εισπράττει καθυστερημένα δεδουλευμένες αποδοχές, σε έτος


μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, λόγω έκδηλης οικονομικής
αδυναμίας του εργοδότη του και εφόσον έγινε επίσχεση της εργασίας από τους
μισθωτούς ή αν ο εργοδότης κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, χρόνος
απόκτησης αυτών των αποδοχών είναι ο χρόνος στον οποίο εισπράττονται.

Άρθρο 47
Ακαθάριστο και καθαρό εισόδημα
1. Το εισόδημα που καθορίζεται στο άρθρο 45 αποτελεί το ακαθάριστο εισόδημα
από μισθωτές υπηρεσίες.
Από αυτό το εισόδημα εκπίπτουν:
α. Κάθε ποσό για φόρο, τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε
τρίτου που βαρύνει αυτό το εισόδημα.
β. Οι κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων, οι οποίες επιβάλλονται με νόμο.

2. Το ποσό που απομένει, μετά τη διενέργεια των εκπτώσεων που ορίζονται στην
προηγούμενη παράγραφο, αποτελεί το καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.

3. Ειδικά, για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών και των λοιπών
δημόσιων πολιτικών υπηρεσιών, του Ε.Ο.Τ., της Μόνιμης Αντιπροσωπείας στις
214

Ευρωπαϊκές Κοινότητες και των στρατιωτικών, που υπηρετούν στην αλλοδαπή,


καθώς και των υπαλλήλων του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίων
Αθηνών, των υπαλλήλων του Εθνικού Οργανισμού Μικρομεσαίων Μεταποιητικών
Επιχειρήσεων και των υπαλλήλων της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Ενώσεων
Γεωργικών Συνεταιρισμών, που υπηρετούν στα οικεία αντιπροσωπευτικά γραφεία
τους στις Βρυξέλλες, ως καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες αυτού του
άρθρου λαμβάνεται ποσό ίσο με το καθαρό ποσό αποδοχών, τις οποίες αυτοί θα
έπαιρναν αν υπηρετούσαν στο εσωτερικό.

4. Οι διατάξεις των παρ. 7 - 11 του άρθρου 50 εφαρμόζονται αναλόγως για τον


προσδιορισμό του ακαθάριστου και του καθαρού εισοδήματος από την παροχή
υπηρεσιών, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, επαγγέλματος που κατονομάζεται
στην παράγραφο 1 του άρθρου 48.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΛΛΗ
ΠΗΓΗ

Άρθρο 48
Εισόδημα και απόκτησή του
1. Εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων είναι οι αμοιβές από την
άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου,
φυσιοθεραπευτή, βιολόγου, ψυχολόγου, μαίας, δικηγόρου, δικολάβου,
συμβολαιογράφου, άμισθου υποθηκοφύλακα, δικαστικού επιμελητή, αρχιτέκτονα,
μηχανικού, τοπογράφου, χημικού, γεωπόνου, γεωλόγου, δασολόγου,
ωκεανογράφου, σχεδιαστή, δημοσιογράφου, συγγραφέα, διερμηνέα, ξεναγού,
μεταφραστή, καθηγητή ή δασκάλου, καλλιτέχνη γλύπτη ή ζωγράφου ή
σκιτσογράφου ή χαράκτη, ηθοποιού, εκτελεστή μουσικών έργων ή μουσουργού,
καλλιτεχνών των κέντρων διασκέδασης, χορευτή, χορογράφου, σκηνοθέτη,
σκηνογράφου, ενδυματολόγου, διακοσμητή, οικονομολόγου, αναλυτή,
προγραμματιστή, ερευνητή ή συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη,
αναλογιστή, κοινωνιολόγου, κοινωνικού λειτουργού και εμπειρογνώμονα.
(Όπως το επάγγελμα του κοινωνικού λειτουργού προστέθηκε στην παρ. 1 με την παρ. 14
του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και ισχύει από 1/1/2001 σύμφωνα με το ίδιο άρθρο).
215

2. Στο εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων περιλαμβάνεται και κάθε


αμοιβή που καταβάλλεται:
α. Σε πραγματογνώμονες, διαιτητές, εκκαθαριστές γενικά, ελεγκτές ανώνυμων
εταιριών, εκτελεστές διαθηκών, εκκαθαριστές κληρονομιών και κηδεμόνες
σχολάζουσας κληρονομίας.
β. Σε συγγραφείς και μουσουργούς από συγγραφικά δικαιώματα γενικά.
γ. Σε αντιπροσώπους επαγγελματικών οργανώσεων και ιδιώτες για τη συμμετοχή
τους σε κάθε είδους επιτροπές ή συμβούλια, από το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα
δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, σωματεία, ιδρύματα, συνεταιρισμούς και οργανισμούς
γενικά.
δ. Στο σύζυγο ή στη σύζυγο λόγω διατροφής, η οποία επιδικάστηκε σε αυτούς ή
συμφωνήθηκε με συμβολαιογραφική πράξη. Το ποσό της διατροφής που
καταβάλλεται σε τέκνα, από οποιαδήποτε αιτία, δεν θεωρείται εισόδημά τους.

3. Ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων λογίζεται και κάθε


εισόδημα που δεν μπορεί να υπαχθεί σε κάποια από τις κατηγορίες Α΄ έως Ζ΄ της
παραγράφου 2 του άρθρου 4.

4. Ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα λογίζονται και οι πάσης φύσεως τόκοι


που καταβάλλονται σε αρχιτέκτονες, μηχανικούς και τοπογράφους λόγω
καθυστέρησης είσπραξης των αμοιβών τους για προσφερθείσες από αυτούς
υπηρεσίες, που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.

5. Ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα θεωρούνται και τα εφάπαξ χρηματικά


ποσά που καταβάλλονται από τον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας Α.Ε. βάσει
κανονισμού του προσωπικού του από το Λογαριασμό Νεότητας στα ενήλικα τέκνα
των υπαλλήλων αυτού από ίδια κεφάλαια. Στο εισόδημα αυτό διενεργείται
παρακράτηση φόρου κατά την καταβολή του, από τον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών
Ελλάδας Α.Ε. και ο φόρος υπολογίζεται με βάση την κλίμακα της παρ. 1 του άρθρ. 9.
Για την απόδοση του φόρου που παρακρατείται εφαρμόζονται οι διατάξεις της
παραγράφου 1 του άρθρου 59.

α τέσσερα πρώτα εδάφια της παραγράφου 6 του άρθρου 48 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Χρόνος κτήσης του εισοδήματος από υπηρεσίες ελευθέριου επαγγέλματος θεωρείται ο χρόνος κατά
τον οποίο παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες από τον ελεύθερο επαγγελματία. Όταν πρόκειται για παροχή
υπηρεσιών διαρκείας, χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που καθίσταται απαιτητό κάθε
επιμέρους τμήμα της αμοιβής για το μέρος αυτό και την υπηρεσία που παρασχέθηκε. Κατ’ εξαίρεση, για
τους ελεύθερους επαγγελματίες που αποκτούν εισόδημα από παροχή υπηρεσιών στο Δημόσιο και τα
Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, χρόνος κτήσης του εισοδήματος τους θεωρείται ο χρόνος είσπραξής
του»
216

6. Χρόνος κτήσης του εισοδήματος από υπηρεσίες ελευθέριου επαγγέλματος


θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο δικαιούχος εισέπραξε τούτο. Κατ΄ εξαίρεση, για
διατροφή που καταβάλλεται αναδρομικά με δικαστική απόφαση, χρόνος κτήσης της
θεωρείται ο χρόνος τον οποίο αφορά.
Ως είσπραξη, για την επιβολή και για την παρακράτηση του φόρου, θεωρείται και η
πίστωση του δικαιούχου στα βιβλία του υποχρέου για την καταβολή της αμοιβής,
ύστερα από προηγούμενη, επί αποδείξει, αναγγελία στο δικαιούχο. Εισόδημα από
υπηρεσίες ελευθέριου επαγγέλματος που αντιπροσωπεύει εργασίες δύο ή
περισσότερων ετών και καταβάλλεται μεταγενέστερα, κατανέμεται σε ίσα μέρη για
να φορολογηθεί:
α. Στο έτος της είσπραξης και το αμέσως προηγούμενο, σε περίπτωση εργασίας δύο
ετών.
β. Στο έτος της είσπραξης και τα αμέσως δύο προηγούμενα, σε περίπτωση εργασίας
τριών ή περισσότερων ετών.
Ειδικά, για συγγραφείς, μουσουργούς και καλλιτέχνες ζωγράφους ή γλύπτες ή
χαράκτες, το εισόδημα που αποκτούν κάθε χρόνο από τα έργα της πνευματικής
τους παραγωγής κατανέμεται σε ίσα μέρη για να φορολογηθεί στο έτος της κτήσης
του και στα τρία επόμενα έτη. Το ίδιο εφαρμόζεται και στην περίπτωση που
προκύπτει ζημία.

Άρθρο 49
Ακαθάριστο και καθαρό εισόδημα
1. Ως ακαθάριστο εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων λαμβάνεται
το σύνολο των αμοιβών, που εισπράττονται από την άσκηση του ελευθέριου
επαγγέλματος, όπως αυτό προκύπτει από τα επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία
που τηρεί ο φορολογούμενος.
(Όπως η παρ. 1 του άρθρου 49, προέκυψε μετά την κατάργηση του άρθρου 21 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22
του Ν. 3259/2004).
(Η παρ. 1 του άρθρου 49 πριν την κατάργηση του άρθρου 21 του Ν. 3220/2004, είχε ως
εξής:
«1. Ως ακαθάριστο εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων λαμβάνεται το
σύνολο των αμοιβών που εισπράττονται από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος,
217

όπως αυτό προκύπτει από τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου και με ανάλογη
εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων δ΄, στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου
30. Στην περίπτωση υπολογισμού διαφορών ακαθαρίστων αμοιβών κατ΄ ανάλογη
εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 30, η δεύτερη
στήλη του οικείου πίνακα των διατάξεων αυτών αφορά το Συντελεστή Προσδιορισμού
Διαφορών Ακαθαρίστων Αμοιβών (Σ.Π.Δ.Α.Α.) και η τρίτη τα Ελάχιστα Ποσά Διαφορών
Ακαθαρίστων Αμοιβών που αντιστοιχούν σε κάθε κλιμάκιο μορίων»).

2. Από το ακαθάριστο εισόδημα εκπίπτουν οι επαγγελματικές δαπάνες που


αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρ. 31, μόνο εφόσον αποδεικνύεται η καταβολή
τους με νόμιμο φορολογικό στοιχείο και έχουν αναγραφεί στα βιβλία του υποχρέου.
Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 49 του Κ.Φ.Ε καταργούνται.
Ειδικά οι δαπάνες συντήρησης, λειτουργίας, επισκευής, κυκλοφορίας, αποσβέσεων
και μισθωμάτων που καταβάλλονται σε εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης για
επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες
ελευθέριου επαγγέλματος, εφόσον αποδεικνύεται η καταβολή τους με νόμιμα
φορολογικά στοιχεία και έχουν αναγραφεί στα βιβλία του υποχρέου, εκπίπτουν κατά
ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του συνολικού ύψους αυτών, μη δυνάμενο
να υπερβεί το ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) του δηλωθέντος ακαθάριστου
εισοδήματος από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων.

3. Εξαιρετικώς, το ακαθάριστο εισόδημα από το έργο της πνευματικής παραγωγής


των συγγραφέων, των μουσουργών και των καλλιτεχνών ζωγράφων ή γλυπτών ή
χαρακτών κατανέμεται ισομερώς στο πρώτο έτος αποκτήσεως του εισοδήματος
από αυτό το έργο και τα αμέσως επόμενα 3 (τρία) έτη, εκτός αν ο υπόχρεος επιθυμεί
να φορολογηθεί, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος. Αυτά
εφαρμόζονται, επίσης, προκειμένου για τις κάθε είδους επαγγελματικές δαπάνες, οι
οποίες επιβαρύνουν το κόστος του έργου των πιο πάνω προσώπων, ανεξάρτητα
από το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, εκτός αν ο υπόχρεος επιθυμεί να
φορολογηθεί, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 2.

4. Το ποσό που απομένει μετά τις εκπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2
και 3 αποτελεί το καθαρό εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 49, το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο
21 του Ν. 3220/2004 καταργείται από την ημερομηνια έναρξης ισχύος του, συμφωνα με την
παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 3259/2004).
218

(Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 πριν την κατάργηση του άρθρου 21 του Ν. 3220/2004, είχε
ως εξής:
«Οι διατάξεις της παραγράφου 17 του άρθρου 31 εφαρμόζονται ανάλογα και για τον
προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών που βαρύνονται με
παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που επηρεάζουν το καθαρό εισόδημα του οικείου
πίνακα της ίδιας παραγράφου»).

Άρθρο 7
Φορολογία Ελεύθερων Επαγγελματιών – Παρακράτηση φόρων

πρώτη περίοδος της παραγράφου 5 του άρθρου 49 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
« Το καθαρό εισόδημα αρχιτεκτόνων και μηχανικών από τη σύνταξη μελετών και σχεδίων οικοδομικών
και λοιπών τεχνικών έργων, την επίβλεψη της εκτέλεσής τους, τη διεύθυνση εκτέλεσης (διοίκηση του
έργου) και την ενέργεια πραγματογνωμοσυνών και διαιτησιών σχετικών με αυτά τα έργα, εξευρίσκεται
σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 4. Σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού με
βάση τις διατάξεις του άρθρου 50, εφαρμόζονται οι παρακάτω συντελεστές:»
. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 49 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.
3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 49 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής: « Οι διατάξεις των υποπεριπτώσεων ii
και ιαια΄ της περίπτωσης γ΄ της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν και για τις αμοιβές των γεωλόγων
μελετητών μόνο σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού του εισοδήματός τους με βάση τις διατάξεις
του άρθρου 50 ».
Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1.1.2010 και μετά.

5. Κατ΄ εξαίρεση, για αμοιβές αρχιτεκτόνων και μηχανικών για τη σύνταξη μελετών
και σχεδίων οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων, την επίβλεψη της εκτέλεσής
τους, τη διεύθυνση εκτέλεσης (διοίκηση του έργου) και την ενέργεια
πραγματογνωμοσυνών και διαιτησιών σχετικών με αυτά τα έργα, το καθαρό
εισόδημα εξευρίσκεται με τη χρήση συντελεστή στις ακαθάριστες νόμιμες αμοιβές
τους, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι πάσης φύσεως τόκοι υπερημερίας
λόγω καθυστέρησης στην καταβολή των πιο πάνω αμοιβών, ως εξής:
α. Τριάντα οκτώ τοις εκατό (38%) για μελέτη-επίβλεψη κτιριακών έργων. Ειδικότερα,
ο συντελεστής αυτός εφαρμόζεται στις παρακάτω κατηγορίες μελετών:
αα. Αρχιτεκτονικές μελέτες κτιριακών έργων.
ββ. Ειδικές αρχιτεκτονικές μελέτες (διαμόρφωση εσωτερικών και εξωτερικών
χώρων, μνημείων, αποκατάσταση - διατήρηση παραδοσιακών κτιρίων και οικισμών
και τοπίου).
γγ. Μελέτες φυτοτεχνικής διαμόρφωσης περιβάλλοντος χώρου και έργων πρασίνου.
β. 22% (Είκοσι δύο τοις εκατό) για μελέτη - επίβλεψη χωροταξικών, πολεοδομικών,
συγκοινωνιακών, υδραυλικών έργων και για ακαθάριστες αμοιβές από διεύθυνση
219

εκτέλεσης έργου. Ειδικότερα, ο συντελεστής αυτός εφαρμόζεται στις παρακάτω


κατηγορίες μελετών:
αα. Χωροταξικές και ρυθμιστικές μελέτες.
ββ. Πολεοδομικές και ρυμοτομικές μελέτες.
γγ. Μελέτες συγκοινωνιακών έργων (οδών, σιδηροδρομικών γραμμών, μικρών
τεχνικών έργων, έργων υποδομής αερολιμένων και κυκλοφοριακές).
δδ. Μελέτες υδραυλικών έργων (εγγειοβελτιωτικών έργων, φραγμάτων, υδρεύσεων
και αποχετεύσεων).
εε. Μελέτες οργάνωσης και επιχειρησιακής έρευνας.
στστ. Μελέτες λιμενικών έργων.
ζζ. Μελέτες γεωργικές (γεωργοοικονομικές - γεωργοτεχνικές εγγείων βελτιώσεων,
γεωργοκτηνοτροφικού προγραμματισμού, γεωργοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων).
ηη. Μελέτες αλιευτικές.
γ. Είκοσι έξι τοις εκατό (26%) για μελέτη - επίβλεψη ηλεκτρομηχανολογικών έργων.
Ειδικότερα, ο συντελεστής αυτός εφαρμόζεται στις παρακάτω κατηγορίες μελετών:
αα. Μελέτες μηχανολογικές - ηλεκτρολογικές - ηλεκτρονικές.
ββ. Μελέτες οικονομικές.
γγ. Μελέτες κοινωνικές.
δδ. Μελέτες μεταφορικών μέσων (χερσαίων, πλωτών, εναέριων).
εε. Ενεργειακές μελέτες (πυρηνικές, υδροηλεκτρικές, θερμοηλεκτρικές).
στστ. Μελέτες βιομηχανιών (προγραμματισμός - σχεδιασμός - λειτουργία).
ζζ. Χημικές μελέτες και έρευνες.
ηη. Χημικοτεχνικές μελέτες.
θθ. Μεταλλευτικές μελέτες και έρευνες.
ιι. Μελέτες και έρευνες γεωλογικές, υδρογεωλογικές και γεωφυσικές.
ιαια. Γεωτεχνικές μελέτες και έρευνες.
ιβιβ. Εδαφολογικές μελέτες και έρευνες.
ιγιγ. Μελέτες δασικές (διαχείριση δασών και ορεινών βοσκοτόπων, δασοτεχνική
διευθέτηση ορεινών λεκανών χειμάρρων, αναδασώσεων, δασικών οδών και
δασικών μεταφορικών εγκαταστάσεων).
ιδιδ. Στατικές μελέτες (μελέτες φερουσών κατασκευών κτιρίων και μεγάλων ή
ειδικών τεχνικών έργων).
δ. Δεκαεπτά τοις εκατό (17%) για μελέτη-επίβλεψη τοπογραφικών έργων.
Ειδικότερα, ο συντελεστής αυτός εφαρμόζεται σε μελέτες τοπογραφίας (γεωδαιτικές,
φωτογραμετρικές, χαρτογραφικές, κτηματογραφικές και τοπογραφικές).
ε. Εξήντα τοις εκατό (60%) για ακαθάριστες αμοιβές αρχιτεκτόνων και μηχανικών
από την προσφορά ανεξάρτητων υπηρεσιών σε οργανωμένα γραφεία με τη
χρησιμοποίηση της υποδομής και της οργάνωσης των γραφείων του εργοδότη και
για την ενέργεια πραγματογνωμοσυνών και διαιτησιών σχετικών με αυτά τα έργα.
220

Στο κατά τα ανωτέρω προσδιοριζόμενο καθαρό εισόδημα προστίθενται τα ποσά των


περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του επόμενου άρθρου.
Αν από τα βιβλία και στοιχεία του υποχρέου προκύπτει ότι οι δαπάνες της χρήσης
βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με το υπόλοιπο των ακαθάριστων αμοιβών
(τεκμαρτές δαπάνες), που προκύπτουν από την εφαρμογή του συντελεστή, ο
προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας προσαυξάνει το συντελεστή
αυτό κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%). Δε θεωρείται ότι υπάρχει προφανής
δυσαναλογία, όταν η διαφορά μεταξύ δαπανών που προκύπτουν από τα βιβλία και
στοιχεία και τεκμαρτών δαπανών, κατά τα ανωτέρω, είναι μέχρι ποσοστό είκοσι τοις
εκατό (20%) των τεκμαρτών δαπανών.

6. Οι διατάξεις των υποπεριπτώσεων ii και ιαια΄ της περίπτωσης γ΄ της


προηγούμενης παραγράφου ισχύουν και για τις αμοιβές των γεωλόγων μελετητών.
(Όπως στο άρθρο 49 του Ν. 2238/1994 προστίθεται νέα παράγραφος 6, σύμφωνα με την
παρ. 5 του αρθρ. 30 του Ν. 3220/2004 και ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται από
1/1/2003 και μετά).

΄Αρθρο 50
Τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματος
1. Αν ο υπόχρεος δεν τηρεί τα βιβλία και στοιχεία που ορίζονται από τον Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων ή αυτά που τηρεί είναι ανεπαρκή ή ανακριβή, το ακαθάριστο
και καθαρό εισόδημα προσδιορίζονται τεκμαρτώς.
(Όπως η παρ. 1 του άρθρου 50, προέκυψε μετά την κατάργηση του άρθρου 21 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22
του Ν. 3259/2004).
(Το παρ. 1 του άρθρου 50 πριν την κατάργηση του άρθρου 21 του Ν. 3220/2004, είχε ως
εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου
30, αν ο υπόχρεος δεν τηρεί ή δεν διαφυλάττει τα βιβλία ή στοιχεία της περίπτωσης στ΄ της
παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή τηρεί βιβλία και στοιχεία
κατώτερης κατηγορίας από αυτήν που είχε υποχρέωση, το ακαθάριστο και καθαρό
εισόδημα προσδιορίζονται τεκμαρτά»).

2. Για τον τεκμαρτό προσδιορισμό των ακαθάριστων αμοιβών λαμβάνονται υπόψη ο


χρόνος και ο τρόπος άσκησης του επαγγέλματος, ο τόπος που ασκείται αυτό, η
ειδικότητα, ο επιστημονικός τίτλος, ο κύκλος των εργασιών, το ύψος της αμοιβής
που εισπράττεται κατά περίπτωση, το προσωπικό το οποίο απασχολείται, τα μέσα
221

που διαθέτονται, η πελατεία, το ύψος των επαγγελματικών δαπανών και γενικά κάθε
άλλο στοιχείο που προσδιορίζει την επαγγελματική δραστηριότητα και απόδοση
του φορολογουμένου.

3. Για τον τεκμαρτό προσδιορισμό των καθαρών αμοιβών οι ακαθάριστες αμοιβές


πολλαπλασιάζονται με ειδικούς συντελεστές καθαρών αμοιβών ανάλογα με την
κατηγορία του επαγγέλματος. Στις καθαρές αμοιβές που προσδιορίζονται με
τεκμαρτό τρόπο προστίθενται:
α. Οι τόκοι από συναλλακτικές πράξεις.
β. Η αυτόματη υπερτίμηση κεφαλαίου του ελεύθερου επαγγελματία.
γ. Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από επισφαλείς απαιτήσεις που έχουν
αποσβεστεί, εφόσον είχαν γίνει δεκτές από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου εισοδήματος.
δ. Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί για φόρους, τέλη και εισφορές που είχαν
καταβληθεί αχρεωστήτως, εφόσον είχαν γίνει δεκτά από τον προϊστάμενο της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου
εισοδήματος.

4. Για κάθε κατηγορία επαγγέλματος προβλέπεται ένας μοναδικός συντελεστής


καθαρών αμοιβών, ο οποίος εφαρμόζεται στις ακαθάριστες αμοιβές. Οι συντελεστές
καθαρών αμοιβών περιλαμβάνονται σε ειδικό πίνακα, ο οποίος καταρτίζεται με
αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως. Κατ΄ εξαίρεση, στις ακαθάριστες αμοιβές των αρχιτεκτόνων και
μηχανικών εφαρμόζονται οι συντελεστές που ορίζονται στην παράγραφο 5 του
προηγούμενου άρθρου. Το πέμπτο και τα επόμενα εδάφια της παραγράφου 2 του
άρθρου 32, ισχύουν ανάλογα και για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος
επί ελευθέριων επαγγελμάτων.
(Όπως η παράγραφος 4 του άρθρου 50, αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 22 του
άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση στ του άρθρου 50 του
ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν οι υπόχρεοι από 1/1/2000 και μετά).
(Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 4 καταργήθηκε με την παρ. 15 του άρθρου 1 του 2954/2001
από την έναρξη ισχύος της παρ. 22 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000, δηλαδή για τα
εισοδήματα που αποκτούν οι υπόχρεοι από 1/1/2000 και μετά).

5. Αν από τα στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος, αποδεικνύεται ότι από


γεγονότα ανώτερης βίας, οι πραγματικές καθαρές αμοιβές είναι κατώτερες από
αυτές που προσδιορίζονται με την εφαρμογή του συντελεστή, οι αμοιβές αυτές
μπορεί να καθορίζονται με χρήση κατώτερου συντελεστή, όχι όμως κατώτερου από
το μηδέν.
222

6. Ειδικά, για τις αμοιβές αρχιτεκτόνων και μηχανικών από τη σύνταξη μελετών και
σχεδίων οικοδομικών έργων, την επίβλεψη της εκτέλεσής τους και την ενέργεια
πραγματογνωμοσύνης σχετικής με αυτά τα έργα, ο τεκμαρτός προσδιορισμός του
καθαρού εισοδήματός τους γίνεται με εφαρμογή του συντελεστή, ο οποίος
υπολογίζεται:
α. Στο ποσό της συμβατικής αμοιβής, για την εκπόνηση σχεδίων ή μελετών και
επίβλεψη έργων του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημόσιων
επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και
των κοινωφελών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων.
β. Στο ποσό της νόμιμης αμοιβής, για τις υπόλοιπες περιπτώσεις.

7.....................................................................................
(Όπως η παράγραφος 7 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 7 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«7. Τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματος μπορεί να γίνει και σε περίπτωση που ο
προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κρίνει με αιτιολογημένη απόφασή του
ότι το τεκμαρτό εισόδημα, που προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις των
άρθρων 15 - 19 και τις λοιπές δαπάνες διαβίωσης γενικά του φορολογουμένου, της
συζύγου και των προσώπων που τον βαρύνουν, καθώς και τα στοιχεία της παραγράφου 9,
υπερβαίνει το καθαρό εισόδημα από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος που
δηλώθηκε. Αν το εισόδημα που προσδιορίζεται με αυτό τον τρόπο υπερβαίνει τις δύο
χιλιάδες εννιακόσια πενήντα (2.950) ευρώ και είναι ανώτερο από το εισόδημα που
δηλώθηκε σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) τουλάχιστον, η υπόθεση παραπέμπεται σε
τριμελή επιτροπή»).

8............................................................................................................
(Όπως η παράγραφος 8 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1.1.2003 και μετά).
(Η παράγραφος 8 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«8. Πριν από την παραπομπή της υπόθεσης στην επιτροπή, ο προϊστάμενος της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας οφείλει να ανακοινώσει με έγγραφο, το οποίο επιδίδεται νομίμως
στον υπόχρεο μαζί με αντίγραφο της έκθεσης ελέγχου, την πρόθεσή του για την
παραπομπή. Ο φορολογούμενος δικαιούται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την
κοινοποίηση του εγγράφου, να αποδεχθεί το εισόδημα από την άσκηση ελευθέριου
επαγγέλματος που προσδιορίστηκε από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, υποβάλλοντας σχετική αρχική ή συμπληρωματική δήλωση. Στην περίπτωση
223

αυτή επιβάλλονται οι προσαυξήσεις που ορίζονται από τις οικείες διατάξεις για τη διοικητική
επίλυση της διαφοράς»).

9...............................................................................................
(Όπως η παράγραφος 9 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1.1.2003 και μετά).
(Η παράγραφος 9 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«9. Η επιτροπή προσδιορίζει το ακαθάριστο και το καθαρό εισόδημα που απέκτησε κάθε
υπόχρεος από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, αφού λάβει υπόψη της τα ακόλουθα
στοιχεία:
α. Τη δήλωση του υποχρέου, το υπόμνημα που τυχόν υπέβαλε, καθώς και τα στοιχεία που
προσκομίζει ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μαζί με την έκθεση
ελέγχου προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος.
β. Το είδος, τον τόπο και το χρόνο άσκησης του επαγγέλματος, τα κεφάλαια που
χρησιμοποιούνται και την έκταση των εργασιών του υποχρέου.
γ. Το προσωπικό που απασχολεί και τα ποσά που καταβάλει ο υπόχρεος για αποδοχές
γενικά, καθώς και το ύψος των επαγγελματικών δαπανών.
δ. Κάθε άλλο στοιχείο που μπορεί να βοηθήσει το σχηματισμό ορθής κρίσης για το
πραγματικό εισόδημα που αποκτήθηκε από τον υπόχρεο.
Η επιτροπή κρίνει και αποφασίζει κατά πεποίθηση, χωρίς να δεσμεύεται από τον
προσδιορισμό του εισοδήματος που έγινε από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, και μπορεί να ενεργεί αυτοψία με μερικά ή με όλα από τα μέλη της»).

10..............................................................................................
(Όπως η παράγραφος 10 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 10 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«10. Αν ο υπόχρεος αποδεχτεί το εισόδημα που προσδιορίστηκε από την επιτροπή,
υποβάλλει αρχική ή συμπληρωματική δήλωση, κατά περίπτωση, μέσα σε προθεσμία
δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης της επιτροπής, οπότε
επιβάλλεται ο πρόσθετος φόρος που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 86. Στην
αντίθετη περίπτωση ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εκδίδει και
κοινοποιεί στον υπόχρεο φύλλο ελέγχου με το ποσό του εισοδήματος που προσδιόρισε η
επιτροπή. Για το φύλλο ελέγχου, που εκδίδεται στην περίπτωση αυτή, δεν επιτρέπεται
διοικητική επίλυση της διαφοράς.

11.......................................................................................
224

(Όπως η παράγραφος 11 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
από 1/1/2003 και μετά).
(Η παράγραφος 11 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«11. Η επιτροπή που προβλέπεται από την παρ. 7 αποτελείται από τα ακόλουθα μέλη:
α. Από τον πρόεδρο του διοικητικού πρωτοδικείου, ο οποίος προεδρεύει αυτής ή από
διοικητικό δικαστή που ορίζεται από αυτόν. Αν στην έδρα της νομαρχίας δεν εδρεύει
διοικητικό πρωτοδικείο, της επιτροπής προεδρεύει ο πρόεδρος των πρωτοδικών ή δικαστής
πρωτοδικών ή ειρηνοδίκης ή πάρεδρος που ορίζεται από τον πρόεδρο των πρωτοδικών.
β. Από τον επιθεωρητή δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών που εποπτεύει την αρμόδια
φορολογική αρχή ή το νόμιμο αναπληρωτή του ή από υπάλληλο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α΄, που ορίζει με απόφασή του ο επιθεωρητής των
δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών.
γ. Από έναν εκπρόσωπο ή το νόμιμο αναπληρωτή του, του Οικονομικού ή του Εμπορικού
και Βιομηχανικού ή Επαγγελματικού ή Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου ή του οικείου
επαγγελματικού συλλόγου.
Τα πρόσωπα αυτά ορίζει ο οικείος νομάρχης από πίνακα πέντε (5) τουλάχιστον
αντιπροσώπων, τον οποίο υποχρεούται η διοίκηση της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης
να καταρτίσει και να τον αποστείλει μέχρι τις 20 Ιανουαρίου κάθε έτους. Αν η οικεία
επαγγελματική οργάνωση παραλείψει να αποστείλει αυτόν τον πίνακα ή αν δεν υπάρχει
στην έδρας της νομαρχίας αντίστοιχη επαγγελματική οργάνωση, ο νομάρχης ορίζει ως τρίτο
μέλος της επιτροπής και αναπληρωτή του, ένα φορολογούμενο από κατάσταση που
συντάσσεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, η οποία
περιλαμβάνει πέντε (5) τουλάχιστον φορολογουμένους.
Εισηγητής της επιτροπής χωρίς δικαίωμα ψήφου ορίζεται ο αρμόδιος προϊστάμενος της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Β΄ τουλάχιστον,
της οικείας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, οριζόμενος από αυτόν. Χρέη γραμματέα της
επιτροπής εκτελεί υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που
συνεδριάζει η επιτροπή. Η επιτροπή συνεδριάζει στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας της έδρας του νομού και για την περιοχή της τέως διοικήσεως πρωτευούσης και
της πόλης της Θεσσαλονίκης στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που
ορίζεται με απόφαση του Υπ. Οικονομικών ή του οικείου νομάρχη. Η επιτροπή κρίνει χωρίς
να δεσμεύεται από τυχόν προσδιορισμό της φορολογικής διαφοράς από τον προϊστάμενο
της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Στον πρόεδρο της
επιτροπής, τα μέλη, τον εισηγητή, και το γραμματέα καταβάλλεται αποζημίωση για κάθε
συνεδρίαση, η οποία καθορίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών. Η θητεία της
επιτροπής είναι ετήσια. Τα μέλη της επιτροπής που δεν είναι δικαστικοί ή δημόσιοι
υπάλληλοι οφείλουν πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους να δώσουν ενώπιον του
προέδρου της επιτροπής τον όρκο του δημόσιου υπαλλήλου. Σε περίπτωση αναδιορισμού
του ίδιου μέλους ο όρκος επαναλαμβάνεται. Αν τα ορισθέντα από τους ιδιώτες μέλη που
225

κλητεύθηκαν επί αποδείξει δεν προσήλθαν κατά την ώρα και ημέρα που είχε ορισθεί για τη
συνεδρίαση ή αν για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι εφικτή η σύμπραξη αυτών στην επιτροπή,
καλούνται για αναπλήρωσή τους δύο δημόσιοι υπάλληλοι, που υπηρετούν στην έδρα του
νομού που συνεδριάζει η επιτροπή από τον πρόεδρο της επιτροπής, ο οποίος ορίζει τον
ένα αναπληρωτή του άλλου.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα της λειτουργίας των επιτροπών
αυτών, καθώς και η συγκρότησή τους, η οποία όμως μπορεί με εξουσιοδότηση του
Υπουργού Οικονομικών να ανατεθεί στους κατά τόπους αρμόδιους νομάρχες»).

Άρθρο 51
Ειδικός προσδιορισμός καθαρού εισοδήματος
..............................................................................................
(Όπως το άρθρο 51 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του Ν. 3091/2002 και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από
1.1.2003 και μετά).
(Το άρθρο 51 πριν την κατάργησή του είχε ως εξής:
1. Το καθαρό εισόδημα από την άσκηση του επαγγέλματος ελεύθερου επαγγελματία που
τηρεί βιβλία δεύτερης ή προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, το
οποίο εξευρίσκεται λογιστικώς σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 49, δεν
μπορεί να είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από την εφαρμογή επί των
ακαθάριστων αμοιβών από την άσκηση του επαγγέλματος των προβλεπόμενων από την
παράγραφο 4 του προηγούμενου άρθρου μοναδικών συντελεστών καθαρών αμοιβών. Σε
περίπτωση που δεν προβλέπεται για το συγκεκριμένο επάγγελμα μοναδικός συντελεστής,
ως τέτοιος λαμβάνεται ο μέσος όρος των μοναδικών συντελεστών που ορίζονται στην κατά
την παράγραφο 4 του άρθρου 50 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Οι διατάξεις της
παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται όταν τα ακαθάριστα έσοδα από την άσκηση του
ελευθέριου επαγγέλματος υπερβαίνουν τις εκατόν δεκαεπτά χιλιάδες τριακόσια (117.300)
ευρώ.
2. Για τα ελευθέρια επαγγέλματα του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, ψυχολόγου,
φυσιοθεραπευτή, οικονομολόγου, συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη και
αναλυτή-προγραμματιστή, το καθαρό εισόδημα που προκύπτει κατά τα οριζόμενα στην
προηγούμενη παράγραφο, καθώς και όταν δεν τηρούνται βιβλία, δεν μπορεί να είναι
μικρότερο από το ποσό του εισοδήματος που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των
σταθερών επαγγελματικών δαπανών τους με το συντελεστή απόδοσης, που ορίζονται στο
άρθρο αυτό. Το καθαρό εισόδημα που προσδιορίζεται με βάση αυτές τις σταθερές
επαγγελματικές δαπάνες δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι εννέα χιλιάδες τριακόσια
(29.300) ευρώ.
226

Ειδικά, για τους ιατρούς το προσδιοριζόμενο με βάση τις δαπάνες αυτές καθαρό εισόδημα
προσαυξάνεται ανάλογα με την ειδικότητα, ως ακολούθως:
α. Κατά σαράντα τοις εκατό (40%) για τους χειρούργους όλων των ειδικοτήτων, εφόσον
ασκούν χειρουργική ειδικότητα σε οποιοδήποτε νοσηλευτικό ίδρυμα, και μαιευτήρες.
β. Κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για όλες τις άλλες κλινικές ειδικότητες ιατρών, καθώς
και για τους ασκούντες ορθοδοντικές εργασίες.
3. Οι σταθερές επαγγελματικές δαπάνες για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος με
τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου αποτελούνται από το άθροισμα των δαπανών
για δεδουλευμένα, καταβαλλόμενα ή τεκμαρτά μισθώματα, ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση και
τηλεφωνική επικοινωνία γενικά. Ειδικά για τους κτηνίατρους που διαθέτουν επαγγελματική
εγκατάσταση λαμβάνεται υπόψη ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) του καταβαλλόμενου ή
τεκμαρτού μισθώματος. Αν ως επαγγελματική στέγη χρησιμοποιείται η κατοικία του
φορολογουμένου, για τον υπολογισμό της δαπάνης του καταβαλλόμενου ή τεκμαρτού
μισθώματος, προκειμένου για ιατρό, οδοντίατρο και ψυχολόγο, ως επιφάνεια λαμβάνονται
υπόψη σαράντα (40) τετραγωνικά μέτρα, ενώ για τους υπόλοιπους ελεύθερους
επαγγελματίες λαμβάνονται υπόψη 20 (είκοσι) τετραγωνικά μέτρα. Για τον υπολογισμό του
τεκμαρτού μισθώματος εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου
22, ενώ για τον υπολογισμό των λοιπών σταθερών επαγγελματικών δαπανών της
περίπτωσης αυτής λαμβάνεται υπόψη το ένα δεύτερο (½) των δαπανών αυτών της
κατοικίας του ελεύθερου επαγγελματία.
Σε περίπτωση συστέγασης ελεύθερων επαγγελματιών στην ίδια επαγγελματική
εγκατάσταση, οι βασικές επαγγελματικές δαπάνες επιμερίζονται ανάλογα με τον αριθμό των
συστεγαζομένων. Όταν ο φορολογούμενος αποκτά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες και
από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, το ποσό που προκύπτει από τον
πολλαπλασιασμό των σταθερών επαγγελματικών δαπανών με τον συντελεστή απόδοσης
περιορίζεται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%). Το άθροισμα όμως του εισοδήματος
από μισθωτές υπηρεσίες και του υπολοίπου, μετά τον περιορισμό αυτού του γινομένου, δεν
μπορεί να είναι κατώτερο από το συνολικό ποσό του γινομένου αυτού. Ειδικά για τους
φυσιοθεραπευτές, οικονομολόγους, συμβούλους επιχειρήσεων, λογιστές ή φοροτέχνες και
αναλυτές-προγραμματιστές, αν δηλώνουν εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν
διαθέτουν επαγγελματική εγκατάσταση, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές. Το
άθροισμα όμως του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες και από την άσκηση ελευθέριου
επαγγέλματος δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το συνολικό ποσό του γινομένου των
σταθερών επαγγελματικών δαπανών με το συντελεστή απόδοσης.
4. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου δεν έχουν εφαρμογή αν το ατομικό
επάγγελμα ασκείται από άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ασκούν
το επάγγελμα για μία συνεχή δεκαετία, πριν από τη συμπλήρωση αυτού του ορίου ηλικίας,
καθώς και από άτομα που είναι τυφλοί και γραμμένοι στο γενικό μητρώο τυφλών της οικείας
νομαρχίας ή είναι ανάπηροι με ποσοστό αναπηρίας πάνω από ογδόντα τοις εκατό (80%)
από νοητική καθυστέρηση, φυσική αναπηρία ή ψυχική πάθηση με βάση τη γνωμάτευση της
227

οικείας Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής που εδρεύει σε κάθε νομό. Δεν λαμβάνεται
υπόψη επαγγελματική ή ασφαλιστική αναπηρία.
Επίσης, οι διατάξεις της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου δεν έχουν εφαρμογή για τα
πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές τις παραγράφους κατά τα τρία (3) πρώτα έτη άσκησης
του επαγγέλματός τους και εφόσον δεν έχουν παρέλθει 10 (δέκα) έτη από την απόκτηση
του πτυχίου. Για τον υπολογισμό της τριετίας, ως πρώτο έτος θεωρείται το επόμενο εκείνου
μέσα στο οποίο ο φορολογούμενος υπέβαλε για πρώτη φορά δήλωση έναρξης
επαγγέλματος. Αν δεν υποβληθεί τέτοια δήλωση ή έχει υποβληθεί εκπρόθεσμα μετά την
πάροδο εξαμήνου, λαμβάνεται υπόψη το πρώτο κλιμάκιο του συντελεστή απόδοσης.
5. Για την εφαρμογή της παραγράφου 2, ο συντελεστής απόδοσης είναι ανάλογος με τα έτη
άσκησης του επαγγέλματος και προσδιορίζεται ως ακολούθως:

Έτη άσκησης επαγγέλματος Συντελεστής απόδοσης


Πάνω από 4 μέχρι 10 2,5
Πάνω από 10 μέχρι 15 3
Πάνω από 15 μέχρι 20 3,5
Πάνω από 20 3

Τα πρόσωπα της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου, εφόσον πριν από την έναρξη
επαγγέλματος άσκησαν το επάγγελμά τους ως μισθωτοί ή με οποιαδήποτε άλλη σχέση
εργασίας περισσότερο από μία δεκαετία, τότε για τον προσδιορισμό του συντελεστή
απόδοσης, στα έτη άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματος προστίθεται χρονικό διάστημα
10 (δέκα) ετών.
6. Για τον καλλιτέχνη ή τραγουδιστή που παρέχει υπηρεσίες με σύμβαση μίσθωσης
εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών σε κέντρα διασκέδασης, αναψυκτήρια ή συναυλίες που
δεν τηρεί ή τηρεί βιβλία δεύτερης ή προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, το άθροισμα του καθαρού εισοδήματος από παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών,
που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 49 και αυτού από
παροχή υπηρεσιών με σύμβαση μίσθωσης εργασίας, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από
αυτό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό επαγγελματικής αμοιβής με τους
συντελεστές εμφάνισης (Σ.Ε.), δισκογραφίας (Σ.Δ.) και προβολής (Σ.Π.).
Ως επαγγελματική αμοιβή λαμβάνεται το ποσό των εννιά χιλιάδων επτακοσίων (9.700)
ευρώ.
Ως συντελεστής εμφάνισης ορίζεται η μονάδα προσαυξημένη με κλάσμα που έχει αριθμητή
τον αριθμό των εμφανίσεων του καλλιτέχνη ή του τραγουδιστή στα κέντρα διασκέδασης,
αναψυκτήρια ή συναυλίες και παρανομαστή τον αριθμό τριακόσια τριάντα (330).

(αριθμός εμφανίσεων)
1+
330
228

Ως συντελεστής δισκογραφίας ορίζεται η μονάδα προσαυξημένη με κλάσμα που έχει


αριθμητή τον αριθμό των διατεθέντων στην αγορά δίσκων, κασετών και λοιπών συναφών,
μειουμένου όμως κατά τον αριθμό χίλια πεντακόσια (1.500) και παρανομαστή τον αριθμό
30.000 (τριάντα χιλιάδες).
1 + (αριθμός διατεθέντων δίσκων, κασετών και συναφών-1.500)
30.000

Ως συντελεστής προβολής ορίζεται η μονάδα προσαυξημένη με κλάσμα που έχει αριθμητή


το γινόμενο του αριθμού των εμφανίσεων στα κέντρα διασκέδασης, αναψυκτήρια ή
συναυλίες με τον αριθμό των διατεθέντων δίσκων, κασετών και λοιπών συναφών και
παρονομαστή το διπλάσιο ποσό της επαγγελματικής αμοιβής, όπως αυτή ορίζεται στην
παράγραφο αυτήν.
1 + (αριθμός εμφανίσεων Χ αριθμός διατεθέντων δίσκων και συναφών)
Επαγγελματική αμοιβή Χ2

Ειδικότερα η εμφάνιση του καλλιτέχνη ή του τραγουδιστή σε:


αα. Κάθε συναυλία προσμετράται με τρεις (3) εμφανίσεις.
ββ. Σε συναυλίες για φιλανθρωπικούς, πολιτιστικούς, εθνικού σκοπούς, η εμφάνισή του δεν
λαμβάνεται υπόψη, εφόσον αποδεδειγμένα δεν αμείβεται για τη συμμετοχή του αυτήν.
Ως αριθμός δίσκων, κασετών και λοιπών συναφών λαμβάνεται ο μέσος όρος αυτών που
διατέθηκαν στην αγορά για το έτος φορολογίας και το αμέσως προηγούμενο έτος.
Εξαιρετικά στις περιπτώσεις καλλιτεχνών ή τραγουδιστών, των οποίων οι εμφανίσεις είναι
μέχρι 40 (σαράντα) και ο αριθμός των διατεθέντων στην αγορά δίσκων, κασετών και λοιπών
συναφών είναι μέχρι χίλια πεντακόσια (1.500), το καθαρό εισόδημα ισούται με την
επαγγελματική αμοιβή.
7. Στους υπόχρεους των παραγράφων 2 και 6 του άρθρου αυτού παρέχεται η δυνατότητα
να μην αποδεχθούν τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματός τους με βάση αυτές τις
διατάξεις. Στην περίπτωση όμως αυτήν υποχρεούνται, με την υποβολή της ετήσιας
δήλωσης φορολογίας εισοδήματός τους, να συνυποβάλλουν και κατάσταση δήλωσης των
περιουσιακών τους στοιχείων. Οι δηλώσεις αυτές της φορολογίας εισοδήματος ελέγχονται
κατά προτεραιότητα και υποχρεωτικά από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές.
8. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και για τις εταιρείες που
αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 αυτού του νόμου, οι οποίες τηρούν βιβλία
δεύτερης ή προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Για τους
υπόχρεους της παραγράφου αυτής το ποσό εισοδήματος που προκύπτει με βάση τις
σταθερές επαγγελματικές δαπάνες προσαυξάνονται κατά ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%)
όταν η εταιρεία αποτελείται από δύο (2) μέλη και κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%)
όταν έχει πάνω από δύο (2) μέλη.
229

9. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της


Κυβερνήσεως:
α. Καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της κατάστασης δήλωσης των περιουσιακών
στοιχείων της παρ. 7 και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τον έλεγχο των δηλώσεων
αυτών.
β. Καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία, καθώς και λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού
του άρθρου.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΗ, ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΣΗ ΦΟΡΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ

Άρθρο 52
Προκαταβολή του φόρου
1. Με βάση τη δήλωση του άρθρου 61 και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης του
άρθρου 74 βεβαιώνεται ποσό ίσο με το πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) του φόρου
που προκύπτει από τους βεβαιωτικούς αυτούς τίτλους για το φόρο που αναλογεί
στο εισόδημα του διανυόμενου οικονομικού έτους. Αν στους βεβαιωτικούς αυτούς
τίτλους περιλαμβάνονται και εισοδήματα για τα οποία ο φόρος παρακρατείται στην
πηγή ή καταβάλλεται κατά τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων, ο φόρος που
παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε για τα εισοδήματα αυτά εκπίπτει από το φόρο που
πρέπει να βεβαιωθεί κατά το προηγούμενο εδάφιο. Αν το εισόδημα με βάση το
οποίο ενεργείται η βεβαίωση του φόρου προσδιορίζεται κατά τρόπο τεκμαρτό, ο
φόρος που αναλογεί στο τεκμαρτό αυτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη για τον
προσδιορισμό του ποσού που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το άρθρο αυτό. Όταν
υποβάλλεται δήλωση για πρώτη φορά το προς βεβαίωση ποσό της παραγράφου
αυτής περιορίζεται στο μισό. Για την καταβολή του φόρου της βεβαίωσης αυτής
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 9.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 6 του Ν.
3091/2002> και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1.1.2003 και μετά.)
(Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Για την καταβολή του φόρου της βεβαίωσης αυτής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις
της παραγράφου 7 του άρθρου 9»).
230

2. Οι διατάξεις του πρώτου και του τέταρτου εδαφίου της προηγούμενης


παραγράφου δεν εφαρμόζονται όταν:
α. Το ποσό που πρέπει να βεβαιωθεί δεν υπερβαίνει τα τριάντα (30) ευρώ.
(Όπως η περίπτωση α της παραγράφου 2 του άρθρου 52 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 22 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ε
του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που
πραγματοποιούν οι υπόχρεοι από 1/1/2001 και μετά).
(Όπως στην περίπτωση α΄ της παρ. 2 του άρθρου 52 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 71
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
β) Στους βεβαιωτικούς τίτλους περιλαμβάνονται μόνο εισοδήματα από μισθωτές
υπηρεσίες γενικά και από ιδιοκατοίκηση.
(Όπως η περίπτωση β΄ της παρ. 2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 6 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση β΄ της παρ. 2 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«β. Στους βεβαιωτικούς τίτλους περιλαμβάνονται μόνο εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες
γενικά και από ιδιοκατοίκηση κύριας και δευτερεύουσας κατοικίας»).

3. Αν δεν υποβληθεί δήλωση, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας


προβαίνει στη βεβαίωση του προκαταβλητέου ποσού φόρου, με βάση την
υπάρχουσα εγγραφή για το εγγύτερο, πριν από την παράλειψη υποβολής της
δήλωσης οικονομικό έτος, εφόσον διαπιστώνεται ότι ο υπόχρεος εξακολουθεί να
αποκτά το εισόδημα.

4. Ειδικά, για τους αρχιτέκτονες και τους μηχανικούς ο προκαταβλητέος φόρος


υπολογίζεται ως εξής:
α. Σε 4% (τέσσερα τοις εκατό) της νόμιμης αμοιβής για εκπόνηση μελετών και
σχεδίων που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄ και δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου
49.
β. Σε δέκα τοις εκατό (10%) της νόμιμης αμοιβής για εκπόνηση μελετών και σχεδίων
που αφορούν οποιασδήποτε άλλης φύσης έργα και για την επίβλεψη της εκτέλεσης
αυτών, καθώς και των έργων της προηγούμενης περίπτωσης και της ενέργειας
πραγματογνωμοσύνης κλπ. για τα έργα αυτά.
Εξαιρετικά, για αμοιβές αρχιτεκτόνων και μηχανικών για την επίβλεψη της εκτέλεσης
κάθε είδους τεχνικών έργων που ορίζονται στις προηγούμενες περιπτώσεις, ο
προκαταβλητέος φόρος επιβάλλεται πριν από τη θεώρηση των οικείων εργασιών
από την αρμόδια αρχή στο ποσό της αμοιβής επίβλεψης του δικαιούχου, όπως αυτή
κατατίθεται στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, σύμφωνα με τις διατάξεις του
231

άρθρου 1 του Π.Δ. 242/1984 (ΦΕΚ Α΄ 96) και προκειμένου για εκπόνηση μελετών ή
σχεδίων και επίβλεψη έργων του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
και των κοινωφελών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων, ο προκαταβλητέος φόρος κατά τα
ποσοστά της παραγράφου αυτής, υπολογίζεται στο ποσό της συμβατικής αμοιβής.
Το ποσό του φόρου, που προκύπτει κατά τα οριζόμενα στην παρούσα, αποδίδεται
στη δημόσια οικονομική υπηρεσία της περιφέρειας, όπου βρίσκεται η
επαγγελματική έδρα του δικαιούχου των αμοιβών αρχιτέκτονα ή μηχανικού με την
υποβολή δήλωσης πριν από τη θεώρηση των σχεδίων ή μελετών ή από τη
χορήγηση της σχετικής άδειας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου.
Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου της αμοιβής, τη
διεύθυνσή του, τη νόμιμη ή συμβατική κατά περίπτωση αμοιβή, τον προκαταβλητέο
φόρο, την αρμόδια για τη φορολογία δημόσια οικονομική υπηρεσία του ίδιου και
εκείνου που του ανέθεσε τη σύνταξη των σχεδίων ή της μελέτης ή την επίβλεψη,
πλην των περιπτώσεων που την ανάθεση έκανε το Δημόσιο. Η υπηρεσία του
Δημοσίου που είναι αρμόδια για τη θεώρηση των σχεδίων ή μελετών ή για τη
χορήγηση της άδειας, απαγορεύεται να προβεί στη θεώρηση ή στη χορήγηση της
άδειας, αν δεν καταβληθεί προηγουμένως στη δημόσια οικονομική υπηρεσία το
οφειλόμενο ποσό του προκαταβλητέου φόρου. Η καταβολή αποδεικνύεται με την
προσκόμιση του οικείου τριπλότυπου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης,
όπως και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.

5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί:


α. Να ορίζεται, όπως για εισόδημα από εμπορία καπνού σε φύλλα αντί για την
προκαταβολή σε ποσό ίσο με το μισό του φόρου που αναλογεί στο εισόδημα του
προηγούμενου οικονομικού έτους, προκαταβάλλεται για το φόρο του εισοδήματος
του οικονομικού έτους που έχει αρχίσει, πριν από την έκδοση από τον αρμόδιο
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της άδειας μεταφοράς ή
μεταβίβασης του καπνού, ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) στην αξία του τιμολογίου
των εξαγόμενων στην αλλοδαπή και 1% (ένα τοις εκατό) στα πωλούμενα στο
εσωτερικό καπνά σε φύλλα.
β. Να ορίζεται, όπως η προκαταβολή υπολογίζεται με άλλο τρόπο, καθώς και κάθε
άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

Άρθρο 53
Μείωση του προκαταβλητέου φόρου
232

1. Σε περίπτωση που τυχόν μειωθεί το εισόδημα κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις
εκατό (25%) και πάνω, ο φορολογούμενος δικαιούται να ζητήσει με αίτησή του τη
μείωση του φόρου που βεβαιώθηκε κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου. Η
αίτηση υποβάλλεται μέχρι το τέλος του μήνα Σεπτεμβρίου του οικονομικού έτους
στο οποίο έγινε η βεβαίωση και αφορά το ποσό του φόρου για τις δόσεις που δεν
έγιναν ληξιπρόθεσμες κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης. Κατά την εκτίμηση
της μείωσης του εισοδήματος από εμπορικές γενικά επιχειρήσεις ή από γεωργικές
εκμεταλλεύσεις ή από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος, λαμβάνονται
ενδεικτικά υπόψη:
α. Το ποσό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης στην τρέχουσα διαχειριστική
περίοδο, συγκρινόμενο με τα ακαθάριστα έσοδα της αντίστοιχης περιόδου του
προηγούμενου διαχειριστικού έτους.
β. Το ποσοστό των δαπανών και εξόδων διαχείρισης επί των ακαθάριστων εσόδων
της τρέχουσας διαχειριστικής περιόδου σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό της
προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου.
γ. Οι ουσιώδεις μεταβολές που τυχόν επήλθαν στους παράγοντες διαμόρφωσης του
μικτού κέρδους της επιχείρησης κατά την τρέχουσα διαχειριστική περίοδο σε σχέση
με την προηγούμενη.
δ. Κάθε άλλο στοιχείο από το οποίο πολύ πιθανολογείται μείωση του κέρδους της
τρέχουσας χρήσης.

2. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας προβαίνει στην


επαλήθευση της αίτησης που του υποβλήθηκε και υποχρεούται, μέσα σε προθεσμία
τριών (3) μηνών από την υποβολή της, να ανακοινώσει στο φορολογούμενο τα
αποτελέσματα του ελέγχου. Αν διαπιστώσει ότι το εισόδημα μειώθηκε πραγματικά
κατά το ποσοστό της προηγούμενης παραγράφου, ο προϊστάμενος της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας προβαίνει στην έκπτωση ανάλογου, με τη μείωση που
επήλθε, ποσού φόρου από τις επόμενες δόσεις που οφείλονται.

3. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, ο


φορολογούμενος δικαιούται όπως τις από τη λήξη της προθεσμίας και μετά
απαιτητές δόσεις του φόρου, καταβάλει μειωμένες κατά το ποσοστό της μείωσης
των εισοδημάτων του, όπως αυτό αναφέρεται στην αίτησή του που υπέβαλε για το
σκοπό αυτό, με επιφύλαξη να καταβάλει τον τυχόν επιπλέον οφειλόμενο φόρο κατά
τον έλεγχο της δήλωσης και την οριστική εκκαθάρισή του.

4. Αν γίνει νέα εκκαθάριση λόγω υποβολής τροποποιητικής δήλωσης, εφόσον


μειωθεί ο φόρος μειώνεται αναλόγως και η προκαταβολή του φόρου.
233

(Όπως στο άρθρο 53 προστέθηκε η νέα παρ. 4 με την παρ. 23 του άρθρου 3 του Ν.
2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ι του άρθρου 50 του ιδίου νόμου από τη
δημοσίευση αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΦΟΡΟΥ

Άρθρο 54
Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από κινητές αξίες
1. Στα διανεμόμενα κέρδη των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών, με τη μορφή
μερισμάτων, προμερισμάτων, αμοιβών και ποσοστών, εκτός μισθού, των μελών του
διοικητικού συμβουλίου και των διευθυντών, καθώς και των αμοιβών
εργατοϋπαλληλικού προσωπικού, ουδεμία παρακράτηση φόρου ενεργείται, ως
φορολογούμενα τα εισοδήματα αυτά στο όνομα του νομικού προσώπου.
.............................................................................................................

2. Στα εισοδήματα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 24 ενεργείται
παρακράτηση φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) εξαντλουμένης της
φορολογικής υποχρέωσης του δικαιούχου για τα εισοδήματα αυτά.

3. Στα εισοδήματα της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 24 ενεργείται


παρακράτηση φόρου με συντελεστή 15% (δεκαπέντε τοις εκατό). Με την
παρακράτηση του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για τα
εισοδήματα αυτά.

4. Στα λοιπά εισοδήματα των άρθρων 24 και 25 ενεργείται παρακράτηση, έναντι του
φόρου που αναλογεί, με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), επιφυλασσομένων των
διατάξεων του άρθρου 12 του παρόντος.
Εξαιρετικά, για αμοιβές μελών Διοικητικού Συμβουλίου και τόκους από ιδρυτικούς
τίτλους και προνομιούχες μετοχές, που εκπίπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις των
περιπτώσεων α΄, β΄ και γ της παραγράφου 6 του άρθρου 105 από τα ακαθάριστα
έσοδα, καθώς και για τα εισοδήματα των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου 25, γίνεται
παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό(25%), για τα εισοδήματα
234

που καταβάλλονται ή με τα οποία πιστώνονται οι δικαιούχοι από την 1η Ιανουαρίου


2007 και μετά. Ειδικά, στα εισοδήματα του προηγούμενου εδαφίου, που
καταβάλλονται ή με τα οποία πιστώνονται οι δικαιούχοι από την 1η Ιανουαρίου
2005, ο συντελεστής παρακράτησης ορίζεται σε τριάντα δύο τοις εκατό (32%) και για
τα ίδια εισοδήματα που καταβάλλονται ή με τα οποία πιστώνονται οι δικαιούχοι από
την 1 η Ιανουαρίου 2006 έως την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο συντελεστής
αυτός ορίζεται σε είκοσι εννέα τοις εκατό(29%).
Για τα αναφερόμενα πιο πάνω εισοδήματα, τα οποία καταβάλλονται ή με τα οποία
πιστώνονται οι δικαιούχοι μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004, ο συντελεστής
παρακράτησης ορίζεται σε τριάντα πέντε τοις εκατό (35%).
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 54 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου από την ημερομηνία 14/12/2004).
(Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 54 πριν την αντικατάσταση του είχε ως εξής:
«Εξαιρετικά, για αμοιβές μελών διοικητικού συμβουλίου και τόκους από ιδρυτικούς τίτλους
και προνομιούχες μετοχές, που εκπίπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων, α΄,
β΄ και γ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 105 από τα ακαθάριστα έσοδα, καθώς και για τα
εισοδήματα των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου 25 ενεργείται παρακράτηση φόρου ως
ακολούθως:
α. Με συντελεστή 37,5% (τριάντα εφτά κόμμα πέντε τοις εκατό), εφόσον τα εισοδήματα
προέρχονται από ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες των οποίων οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες
στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή ημεδαπές ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, ανεξάρτητα αν οι
μετοχές αυτών είναι εισηγμένες ή όχι στο Χρηματιστήριο Αθηνών»).
(Όπως ο συντελεστής φορολογίας εισοδήματος που ορίζεται ανωτέρω μειώνεται από
σαράντα τοις εκατό (40%) σε τριάντα εφτά κόμμα πέντε τοις εκατό (37,5%) για τα
εισοδήματα του οικονομικού έτους 2002 με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 4 του Ν.
2873/2000).
β. Με συντελεστή τριάντα πέντε τοις εκατό (35%), εφόσον τα εισοδήματα
προέρχονται από ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες των οποίων οι μετοχές κατά την
έναρξη της διαχειριστικής περιόδου είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών με
εξαίρεση τις τραπεζικές.
Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου για
τα εισοδήματα αυτά.

5. Η παρακράτηση φόρου ενεργείται:


α. Για εισοδήματα από αμοιβές μελών διοικητικού συμβουλίου, τόκους από
ιδρυτικούς τίτλους και προνομιούχες μετοχές, που εκπίπτουν σύμφωνα με τις
διατάξεις των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 6 του άρθρ. 105 από τα
ακαθάριστα έσοδα, καθώς και για τα εισοδήματα της παραγράφου 5 του άρθρου 25,
κατά την καταβολή ή την εγγραφή τους σε πίστωση του δικαιούχου.
235

β. Για τα εισοδήματα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 24, κατά
την καταβολή ή την εγγραφή τους σε πίστωση του δικαιούχου ή της εγγραφής
αυτών στον οικείο λογαριασμό των βιβλίων της ασφαλιστικής εταιρίας.
γ. Για τα εισοδήματα της παραγράφου 2 του άρθρου 25 κατά την καταβολή ή την
εγγραφή τους σε πίστωση του δικαιούχου και το αργότερο μέσα σε ένα (1) μήνα από
την έγκριση από τη γενική συνέλευση των μετόχων.
δ. Για εισοδήματα από ομολογίες και χρεόγραφα των ημεδαπών νομικών
προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και από κινητές αξίες γενικά
αλλοδαπής προέλευσης, κατά την εξαργύρωση των τοκομεριδίων ή της εισπράξεως
των μερισμάτων από το δικαιούχο.
ε. Για τόκους, από την καταβολή τους ή την εγγραφή τους στα βιβλία του οφειλέτη
σε πίστωση του δανειστή. Εξαιρετικά, αν ο οφειλέτης τόκων είναι φυσικό πρόσωπο
το οποίο δεν ασκεί επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα, δεν ενεργείται παρακράτηση
φόρου. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος του εισοδήματος των τόκων έχει
υποχρέωση να αποδώσει τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος είκοσι τοις εκατό
(20%) στην αρμόδια για τη φορολογία του δημόσια οικονομική υπηρεσία, μέσα στο
πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα, από αυτόν μέσα στον οποίο έγινε η
καταβολή των τόκων.
στ. Για τα εισοδήματα της περίπτωσης η΄ της παρ. 1 του άρθρ.24, κατά το χρόνο
λήξης έκαστης σύμβασης ή κατά την καταβολή τους, εφόσον αυτό συμφωνείται να
γίνει πριν από το χρόνο λήξης της σύμβασης.
..........................................................................................................

6. Υπόχρεος σε παρακράτηση φόρου ορίζεται:


α. Για τα εισοδήματα των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της προηγούμενης
παραγράφου, η ημεδαπή ανώνυμη εταιρία που τα καταβάλει.
β. Για τα εισοδήματα της περίπτωσης δ΄ της προηγούμενης παραγράφου, αυτός
που ενεργεί στην Ελλάδα την εξαργύρωση ή την καταβολή τους.
γ. Για τα εισοδήματα της περίπτωσης ε΄ της προηγούμενης παραγράφου, ο
χρεώστης που καταβάλει τους τόκους.
δ. Για τα εισοδήματα της περίπτωσης στ΄ της προηγούμενης παραγράφου, το
πρόσωπο που τα καταβάλει.

Άρθρο 55
Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις
236

Στο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις η παρακράτηση φόρου ενεργείται ως


εξής:
α) Στα εισοδήματα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 με
συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), που καταβάλλονται από την 1η
Ιανουαρίου 2007 και μετά.
Ειδικά, στα εισοδήματα του προηγούμενου εδαφίου, που καταβάλλονται από την 1 η
Ιανουαρίου 2005, ο συντελεστής παρακράτησης ορίζεται σε τριάντα δύο τοις εκατό
(32%) και για τα ίδια εισοδήματα που καταβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου 2006
έως την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο συντελεστής αυτός ορίζεται σε είκοσι
εννέα τοις εκατό (29%).
Για τα αναφερόμενα πιο πάνω εισοδήματα, τα οποία καταβάλλονται ή με τα οποία
πιστώνονται οι δικαιούχοι μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου 2004, ο συντελεστής
παρακράτησης ορίζεται σε τριάντα πέντε τοις εκατό (35%).
Ο συντελεστής παρακράτησης εφαρμόζεται στο ποσό που προκύπτει μετά την
αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλονται και των αναλογούντων
τελών χαρτοσήμου.
Ο φόρος παρακρατείται από την ανώνυμη εταιρία ή την εταιρία περιορισμένης
ευθύνης κατά την καταβολή των μισθών και για την απόδοση του εφαρμόζονται
ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 59. Με την παρακράτηση του
πιο πάνω φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τους
μισθούς που λαμβάνουν.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 55 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της
κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-2004).
(Το πρώτο εδάφιο της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 55 πριν την αντικατάστασή του είχε
ως εξής:
«Στα εισοδήματα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 με συντελεστή
τριάντα πέντε τοις εκατό (35%)»).
(Όπως η περίπτωση α της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για μισθούς και απολαβές
που βαρύνουν διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ της παρ. 1 πριν την αντικατασταση της είχε ως εξής:
«α. Στα εισοδήματα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28, με συντελεστή
τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) όταν οι μετοχές της καταβάλλουσας ανώνυμης εταιρείας
είναι εισηγμένες κατά την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου στο Χρηματιστήριο Αθηνών
και με συντελεστή σαράντα τοις εκατό (40%)για τις λοιπές ανώνυμες εταιρίες που
καταβάλλουν τα εισοδήματα αυτά. Ειδικά στα πιο πάνω εισοδήματα που καταβάλλουν οι
τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες, η παρακράτηση ενεργείται με συντελεστή 37,5% (τριάντα
εφτά κόμμα πέντε τοις εκατό), ανεξάρτητα αν οι μετοχές αυτών είναι εισηγμένες στο
237

Χρηματιστήριο Αθηνών ή όχι. Οι συντελεστές παρακράτησης εφαρμόζονται, κατά


περίπτωση, στο ποσό που προκύπτει μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών που
καταβάλλονται και των αναλογούντων τελών χαρτοσήμου. Ο φόρος παρακρατείται από την
ανώνυμη εταιρία κατά την καταβολή των μισθών και για την απόδοσή του εφαρμόζονται
ανάλογα οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 59. Με την παρακράτηση του πιο πάνω φόρου
εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τους μισθούς που λαμβάνουν»).
β. Στα εισοδήματα εργοληπτών κατασκευής κάθε είδους τεχνικών έργων και
ενοικιαστών δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή λιμενικών προσόδων με
συντελεστή τρία τοις εκατό (3%) που υπολογίζεται στην αξία του κατασκευαζόμενου
έργου ή του μισθώματος. Υπόχρεος σε παρακράτηση ορίζεται το Δημόσιο γενικά και
κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργεί εκκαθάριση ή καταβολή για τις
περιπτώσεις αυτές. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν παρακρατήθηκε ο φόρος, τότε
αυτός αποδίδεται με δήλωση του δικαιούχου της αμοιβής κατά τα οριζόμενα στο
άρθρο 60.
γ. Στα εισοδήματα αντιπροσώπων, πρακτόρων, μεσιτών κλπ. από αμοιβές ή
προμήθειες για τη σύναψη σύμβασης προμήθειας από αλλοδαπά εργοστάσια ή
αλλοδαπούς οίκους οποιασδήποτε φύσης υλικού, με συντελεστή δεκαπέντε τοις
εκατό (15%) που υπολογίζεται στο ποσό της αμοιβής ή της προμήθειάς τους. Το
Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και οι τράπεζες υποχρεούνται να
παρακρατούν το φόρο κατά την εκκαθάριση ή καταβολή των αμοιβών ή
προμηθειών.
Σε περίπτωση που η προμήθεια ή αμοιβή αποστέλλεται με έμβασμα ή επιταγή
απευθείας στο όνομα του αντιπροσώπου, προκειμένου να διενεργηθεί η πιο πάνω
παρακράτηση από τις τράπεζες, ο αντιπρόσωπος οφείλει να υποβάλλει σχετική
δήλωση σε αυτές με την οποία να γνωρίζει ότι το ποσό του εμβάσματος ή της
επιταγής αποτελεί ή όχι προμήθεια. Ειδικά αν η προμήθεια αντιπροσώπου
κατατίθεται από τον ξένο οίκο σε τραπεζικό λογαριασμό του στην αλλοδαπή, τότε ο
φόρος αυτός αποδίδεται με δήλωση του δικαιούχου της αμοιβής κατά τα οριζόμενα
στην παράγραφο 3 του άρθρου 60 μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου
μήνα από την έκδοση του σχετικού παραστατικού στοιχείου.
δ............................................................................................
(Όπως η περίπτωση δ΄ της παρ. 1 καταργήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για διαχειριστικές
περιόδους εταιριών περιορισμένης εθύνης που αρχίζουν από 1.1.2003 και μετά)
(Η περίπτωση δ΄ πριν την κατάργηση της είχε ως εξής:
«δ. Στην επιχειρηματική αμοιβή, που θεωρείται ότι καταβάλλεται στους διαχειριστές εταίρους
των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου
109, με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) πλέον τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ
Ο.Γ.Α. (1,20%). Η παρακράτηση των πιο πάνω ποσών από την εταιρία περιορισμένης
ευθύνης ενεργείται κατά το χρόνο έγκρισης του ισολογισμού της και σε περίπτωση μη
238

έγκρισής του, εντός τριών (3) μηνών από τη λήξη της διαχειριστικής χρήσης, κατά το χρόνο
που λήγει το τρίμηνο αυτό»).

α δύο πρώτα εδάφια της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,
κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμοί και επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και
πιστωτικά ιδρύματα ή πιστωτικοί οργανισμοί, συνεταιρισμοί και ενώσεις τους, σύλλογοι γενικά και ενώσεις
προσώπων ανεξάρτητα από το σκοπό τους, καθώς και επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, που
τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), όταν για την
επαγγελματική τους εξυπηρέτηση ή για την εκτέλεση του σκοπού τους καταβάλλουν σε τρίτους, εκτός από
τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 2 του π.δ. 186/1992, αμοιβές για οποιουδήποτε
είδους παρεχόμενη υπηρεσία: αα) με αποδείξεις δαπανών σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κ.Β.Σ.
παρακρατούν φόρο είκοσι τοις εκατό (20%), ββ) για όλες τις λοιπές περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών
εφόσον οι συναλλαγές υπερβαίνουν τα τριακόσια (300) ευρώ, παρακρατούν από 1.7.2010 φόρο με
συντελεστή οκτώ τοις εκατό (8%).

ε. Δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπά νομικά


πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμοί και επιχειρήσεις
κοινής ωφέλειας, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα ή
πιστωτικοί οργανισμοί, συνεταιρισμοί και ενώσεις τους, σύλλογοι γενικά και
ενώσεις προσώπων ανεξάρτητα από το σκοπό τους, καθώς και επιχειρήσεις και
ελεύθεροι επαγγελματίες, που τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, όταν για την επαγγελματική τους εξυπηρέτηση ή για
την εκτέλεση του σκοπού τους καταβάλλουν σε τρίτους, εκτός από τα πρόσωπα
που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του Π.Δ. 186/1992, προμήθειες,
μεσιτείες, αμοιβές ή άλλες κάθε είδους παροχές μη έμμισθης υπηρεσίας, ενοίκια
αυτοκινήτων, μηχανημάτων ή άλλων κινητών πραγμάτων, εφόσον σε αυτές τις
περιπτώσεις δεν ορίζεται από το Π.Δ. 186/1992 η έκδοση θεωρημένου αποδεικτικού
στοιχείου από το δικαιούχο των αμοιβών αυτών, οφείλουν να παρακρατούν κατά
την καταβολή της αμοιβής φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή 20% (είκοσι
τοις εκατό) στο ακαθάριστο ποσό αυτής.
Εξαιρούνται από την παρακράτηση οι προμήθειες που καταβάλλονται από
ασφαλιστικές εταιρίες στους νόμιμους αντιπροσώπους ή εξουσιοδοτημένους
γενικούς ή απλούς πράκτορές τους.
Επίσης, σε παρακράτηση φόρου είκοσι τοις εκατό (20%) υπόκειται το ακαθάριστο
ποσό της αποζημίωσης που καταβάλει ο εκμισθωτής στο μισθωτή, σε περίπτωση
καταγγελίας της σύμβασης εμπορικής μίσθωσης ακινήτου, με βάση νόμο ή μετά από
δικαστική απόφαση ή μετά από συμφωνία μεταξύ των διαδίκων που παραιτήθηκαν
της σχετικής δίκης.
στ) Δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, κοινωφελή ιδρύματα
και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου γενικά, κατά την προμήθεια κάθε είδους
239

αγαθών ή παροχής υπηρεσιών από επιχειρήσεις, υποχρεούνται όπως, κατά την


καταβολή ή την έκδοση της σχετικής εντολής πληρωμής της αξίας αυτών,
παρακρατούν φόρο εισοδήματος, ο οποίος υπολογίζεται στο καθαρό ποσό της
αξίας των αγαθών ή υπηρεσιών με συντελεστή ως ακολούθως:
αα. ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) για τα υγρά καύσιμα και τα προϊόντα
καπνοβιομηχανίας (τσιγάρα)
ββ. ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) για τα λοιπά αγαθά και
γγ. ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%) για την παροχή υπηρεσιών.
Εξαιρούνται από την παρακράτηση φόρου οι υπόχρεοι του πρώτου εδαφίου:
αα. όταν προμηθεύονται αγαθά ή τους παρέχονται υπηρεσίες και δεν απαιτείται
σύμβαση, εφόσον η καθαρή αξία αυτών, κατά συναλλαγή, δεν υπερβαίνει το ποσό
των εκατόν πενήντα (150) ευρώ,
ββ. όταν λαμβάνουν υπηρεσίες ή προμηθεύονται ηλεκτρικό ρεύμα, τηλεφωνικές
συνδιαλέξεις, τηλεγραφήματα, γραμματόσημα, φωταέριο, νερό και εισιτήρια γενικά,
γγ. όπου προβλέπεται παρακράτηση ή προκαταβολή φόρου από άλλη διάταξη για
το ίδιο έσοδο και
δδ. όταν προμηθεύονται αγαθά ή τους παρέχονται υπηρεσίες από τις πολεμικές
βιομηχανίες ΕΒΟ, ΕΑΒ. ΠΥΡΚΑΛ και ΕΛΒΟ, καθώς και από το Κέντρο
Επιχειρηματικής Πολιτιστικής Ανάπτυξης (Κ.Ε.Π.Α.) και την Αναπτυξιακή Ένωση
Μακεδονίας (ΑΝ.Ε.Μ.).
(Όπως η υποπερίπτωση δδ του δευτέρου εδαφίου της περίπτωσης στ της παραγράφου 1
του άρθρου 55, αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 19 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 και
ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ι του άρθρου 50 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).
(Όπως στην υποπερίπτωση αα του δευτέρου εδαφίου της περίπτωσης στ της παρ. 1 του
άρθρου 55 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με
αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 72 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με
έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του
Ν. 2948/2001)
(Όπως η πρώτη περίοδος του πρώτου εδάφιο της περίπτωσεις στ της παρ. 1
αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 15 του Ν. 2992/2002 και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 48 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ, ήτοι από 20/3/2002 και μετά)
Επίσης εξαιρούνται από την υποχρέωση παρακράτησης φόρου οι:
αα. ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ Α.Ε. και οι θυγατρικές της επιχειρήσεις, για τα αγαθά
που προμηθεύονται ή τις υπηρεσίες που παρέχονται σε αυτές.
ββ. Καταστήματα Αφορολόγητων Ειδών Α.Ε. για τα εμπορεύσιμα αγαθά που
προμηθεύονται.
γγ. ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Α.Ε. για τα αγαθά που προμηθεύεται ή τις
υπηρεσίες που παρέχονται σε αυτή και
240

δδ. Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου Α.Ε., οι θυγατρικές της επιχειρήσεις, καθώς και
οι θυγατρικές των θυγατρικών.
Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1
εφαρμόζονται αναλόγως.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τρόπος παρακράτησης του φόρου και γενικά κάθε
αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης αυτής.
ζ. Στα εισοδήματα που προέρχονται από αμοιβές ή προμήθειες λόγω
διαμεσολάβησης για πώληση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, με συντελεστή είκοσι
τοις εκατό (20%), που υπολογίζεται στο ποσό της προμήθειας ή αμοιβής του
δικαιούχου. Οι Α.Ε. Διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων υποχρεούνται να
παρακρατούν το φόρο κατά την καταβολή των προμηθειών ή αμοιβών.
η............................................................................................
(Όπως η περίπτωση η΄ της παρ. 1 καταργήθηκε με την αρ. 3 του άρθρου 9 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για διαχειριστικές
περιόδους εταιριών περιορισμένης εθύνης που αρχίζουν από 1.1.2003 και μετά)
(Η περίπτωση η΄ πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«η. Οι μισθοί και λοιπές αμοιβές που καταβάλει η εταιρία περιορισμένης ευθύνης σε
διαχειριστές εταίρους αυτής, λόγω παρεχομένων σε αυτήν υπηρεσιών, δεν υπόκεινται σε
παρακράτηση φόρου. Για τα πιο πάνω ποσά, το νομικό πρόσωπο υποχρεούται, έναντι του
οφειλόμενου φόρου επί της επιχειρηματικής αμοιβής, να καταβάλει στο Δημόσιο φόρο που
υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), πλέον τελών χαρτοσήμου ένα τοις
εκατό (1%). Για την απόδοση του φόρου αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου
1 του άρθρου 59.
Ο φόρος της περίπτωσης αυτής εκπίπτει από τον παρακρατούμενο, σύμφωνα με την
περίπτωση δ΄, φόρο και το προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο καταβάλλεται εφάπαξ,
σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 60.
Τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο επιστρέφεται.»)
(Η παράγραφος 2 του άρθρου 55 καταργήθηκε με την παράγραφο 20 του άρθρου 3 του Ν.
2873/2000. Η κατάργηση ισχύει, σύμφωνα με την περίπτωση ε του άρθρου 50 του ιδίου
νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που πραγματοποιούν οι υπόχρεοι
από 1/1/2001 και μετά).

Άρθρο 56
………………………..
241

(Όπως το άρθρο 56 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 5 του Ν.
3296/2004 και η κατάργηση αυτή ισχύει για ποσά επιδοτήσεων που καταβάλλονται από
1/1/2005 και μετά).

(Το άρθρο 56 πριν την κατάργησή του είχε ως εξής :


Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις
1. Δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τράπεζες, πιστωτικοί
οργανισμοί και συνεταιρισμοί ή ενώσεις συνεταιρισμών που καταβάλλουν επιχορηγήσεις ή
επιδοτήσεις επί της παραγωγής, σε πρόσωπα ή σε επιχειρήσεις οποιασδήποτε μορφής,
εφόσον οι δικαιούχοι ασχολούνται κατά κύριο επάγγελμα με την παραγωγή φυτικών ή
ζωικών προϊόντων, υποχρεούνται όπως, κατά την καταβολή αυτών των ποσών στους
δικαιούχους, παρακρατούν φόρο εισοδήματος, έναντι του φόρου που βαρύνει το δικαιούχο,
ως εξής:
α. Ποσοστό μισό τοις εκατό (0,5%), όταν το συνολικό ετήσιο ποσό είναι από τα επτά
χιλιάδες τριακόσια πενήντα (7.350) ευρώ έως δεκατέσσερις χιλιάδες επτακόσια (14.700)
ευρώ.
β. Ποσοστό ένα τοις εκατό (1%), όταν το συνολικό ετήσιο ποσό αυτών είναι πάνω από
δεκατέσσερις χιλιάδες επτακόσια (14.700) ευρώ.
Εξαιρούνται της παρακράτησης αυτής οι επιχορηγήσεις ή επιδοτήσεις που χορηγούνται επί
της παραγωγής ορεινών ή μειονεκτικών περιοχών.
Αν οι δικαιούχοι επιδοτήσεων ή επιχορηγήσεων δεν ασχολούνται κατά κύριο επάγγελμα με
την παραγωγή φυτικών ή ζωικών προϊόντων, ο φόρος παρακρατείται με συντελεστή δέκα
τοις εκατό (10%), εφόσον το συνολικό ετήσιο ποσό αυτών υπερβαίνει τα τριακόσια (300)
ευρώ. Ειδικά, οι επιδοτήσεις ή επιχορηγήσεις επί της παραγωγής, που καταβάλλονται από
τον Οργανισμό Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και
Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.), δυνάμει καθεστώτων στήριξης, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα
οποιασδήποτε μορφής που ασχολούνται με την παραγωγή φυτικών ή ζωικών προϊόντων
και οι οποίες βαρύνουν τον Ειδικό Λογαριασμό Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων
(Ε.Λ.Ε.ΓΕ.Π.), εξαιρούνται από την παρακράτηση φόρου εισοδήματος.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην παρ. 1 με την παρ. 5 του άρθρου 15 του Ν.
2992/2002 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 6 του ιδίου άρθρου και νόμου για ποσά
επιδοτήσεων ή επιχορηγήσεων που καταβάλονται στους δικαιούχους από 1/12/2001)
(Όπως στην παρ. 1 του άρθρου 56 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που
εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με τις παρ. 73, 74 και 75
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
2. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τρόπος παρακράτησης του φόρου, καθώς και κάθε άλλη
σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
242

Άρθρο 57
Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες
1. Στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ο φόρος παρακρατείται από εκείνον, που
απασχολεί κατά σύστημα έμμισθο ή ημερομίσθιο προσωπικό, είτε καταβάλει
συντάξεις, επιχορηγήσεις και κάθε άλλη παροχή. Η παρακράτηση ενεργείται κατά
την καταβολή και ο φόρος υπολογίζεται ως εξής:
α) Με βάση την κλίμακα (α) της παραγράφου 1, καθώς και το πρώτο και τρίτο εδάφιο
της παραγράφου 2 του άρθρου 9, στους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό, τους
συνταξιούχους και τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν
υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα έτος στον ίδιο εργοδότη ή
με σχέση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου, μετά από προηγούμενη αναγωγή
του μισθού ή της σύνταξης ή του ημερομισθίου ή της αμοιβής που ορίζεται με άλλη
βάση, σε ετήσιο καθαρό εισόδημα.
(Όπως η περίπτωση α΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 9 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
α. Με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του
άρθρου 9 στους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό, τους συνταξιούχους και τους αμειβόμενους
με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα
έτος στον ίδιο εργοδότη ή με σχέση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου, μετά από
προηγούμενη αναγωγή του μισθού ή της σύνταξης ή του ημερομισθίου ή της αμοιβής, που
ορίζεται με άλλη βάση, σε ετήσιο καθαρό εισόδημα).
β. Στους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ορισμένου
χρόνου αλλά διάρκειας μικρότερης από ένα έτος, με συντελεστή στο ακαθάριστο
ποσό του ημερομισθίου, ο οποίος ορίζεται σε 3% (τρία τοις εκατό) για ημερομίσθιο
πάνω από είκοσι τέσσερα (24) ευρώ.
(Όπως η περίπτωση β της παραγράφου 1 του άρθρου 57, αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 19 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ε
του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που
πραγματοποιούν οι υπόχρεοι από 1/1/2001 και μετά).
(Όπως η περ.β της παρ.1 του άρθρου 57 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής: " β)
Στους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ορισμένου χρόνου
αλλά διάρκειας μικρότερης από ένα έτος, με συντελεστή στο ακαθάριστο ποσό του
ημερομισθίου, ο οποίος ορίζεται σε τρία τοις εκατό (3%) για ημερομίσθιο πάνω από έξι
χιλιάδες (6.000) δραχμές.")
243

γ. Στις καθαρές αμοιβές για υπερωριακή εργασία, επιχορηγήσεις. επιδόματα και σε


κάθε άλλου είδους πρόσθετες αμοιβές ή παροχές, οι οποίες καταβάλλονται τακτικά
ή έκτακτα και δεν συνεντέλλονται με τις τακτικές αποδοχές. με συντελεστή, ο οποίος
ορίζεται σε 20% (είκοσι τοις εκατό). Ειδικά σε περίπτωση πολλαπλής απασχόλησης
των ωρομίσθιων καθηγητών κάθε ειδικότητας, από τους εργοδότες εκτός από
εκείνον που καταβάλλει τις μεγαλύτερες αποδοχές, μηνιαίως, με συντελεστή δέκα
τοις εκατό (10%).
(Όπως η περίπτωση γ της παραγράφου 1 του άρθρου 57, αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 2 του άρθρου 5 του Ν. 2892/2001 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση β του
άρθρου 19 του ιδίου νόμου από 9/3/2001).
δ. Στα εισοδήματα που καταβάλλονται αναδρομικά, όπως αυτά αναφέρονται στο
άρθρο 46, με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο καταβαλλόμενο ποσό,
ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν τα εισοδήματα
αυτά.
ε. Στο καθαρό ποσό των συντάξεων ή άλλων παροχών παρόμοιας φύσης, που
καταβάλλονται από ταμεία επικουρικά, μετοχικά, αρωγής ή αλληλοβοήθειας και δεν
εμπίπτουν στις διατάξεις της περίπτωσης α, ο φόρος υπολογίζεται ως εξής:
αα) Με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%), αν το καθαρό ποσό της παροχής δεν
υπερβαίνει τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ ετησίως.
ββ) Με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), αν το καθαρό ποσό της παροχής
υπερβαίνει ετησίως τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ και μέχρι τέσσερις
χιλιάδες πεντακόσια (4.500) ευρώ.
γγ) Με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), αν το καθαρό ποσό της παροχής
υπερβαίνει τα τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια (4.500) ευρώ ετησίως.
(Όπως οι υποπερ. αα΄, ββ΄ και γγ΄ της περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 57 του Ν. 2238/1994,
τροποποιήθηκαν με την παρ. 5 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004 και ισχύουν σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2005 και μετά).
(Οι υποπερ. αα΄, ββ΄ και γγ΄ της περ. ε΄ της παρ. 1 πριν την τροποποίησή τους είχαν ως
εξής:
«αα) Με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%), αν το καθαρό ποσό της παροχής δεν υπερβαίνει
τις επτακόσιες χιλιάδες (700.000) δραχμές ετησίως και για παροχές που καταβάλλονται από
1ης Ιανουαρίου 2002 και μετά τα δύο χιλιάδες πενήντα τέσσερα (2.054) ευρώ,
ββ) Με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), αν το καθαρό ποσό της παροχής υπερβαίνει τις
επτακόσιες χιλιάδες (700.000) δραχμές και μέχρι ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες
(1.400.000) δραχμές ετησίως. Τα ποσά αυτά για παροχές που καταβάλλονται από 1ης
Ιανουαρίου·2002 και μετά γίνονται δύο χιλιάδες πενήντα τέσσερα (2.054) και τέσσερις
χιλιάδες εκατό (4.100) ευρώ αντιστοίχως,
γγ. Με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), αν το καθαρό ποσό της παροχής
υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες εκατό (4.100) ευρώ ετησίως».
244

(Όπως οι υποπεριπτώσεις αα΄ και ββ΄ της περ. ε΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκαν με την παρ.
16 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και εφαρμόζονται σύμφωνα με την παρ. 17 του ιδίου
άρθρου για την παρακράτηση φόρου από τα ποσά των συντάξεων ή αλλων παροχών
παρόμοιας φύσης που καταβάλλονται στους δικαιούχους από 1/1/2001 και μετά).
στ) Στις αμοιβές των αξιωματικών και του κατώτερου πληρώματος του εμπορικού
ναυτικού για τις υπηρεσίες που παρέχουν σε εμπορικά πλοία, καθώς και για τις
αμοιβές του ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας, με βάση τις
διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 9.
Ο φόρος που παρακρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου
μειώνεται κατά ποσοστό ενάμισι τοις εκατό (1,5 %) κατά την παρακράτησή του.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 57 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε
με την παρ. 10 του άρθρου 1 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του
ίδιου νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1-1-2005 και μετά).
(Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 57 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Ο φόρος που παρακρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου μειώνεται
κατά ποσοστό δυόμισι τοις εκατό (2,5%) κατά την παρακράτησή του»).
(Όπως η περίπτωση στ΄ της παρ. 7 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 9 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για εισοδήματα που
ισχύουν από 1/1/2003 και μετά)
(Η περίπτωση στ΄ πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«στ. Στις αμοιβές των αξιωματικών και του κατώτερου πληρώματος του εμπορικού ναυτικού
για τις υπηρεσίες που παρέχουν σε εμπορικά πλοία, καθώς και για τις αμοιβές του
ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας, με βάση τις διατάξεις της παρ. 4 του
άρθρ. 9.»)

2. Για την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων ισχύουν, κατά περίπτωση και οι
διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 7, καθώς και του άρθρου 59.

Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε. και του άρθρου 3 του ν. 3754/2009 ( Α΄43)
καταργούνται.»

3. Στο μηνιαίο εισόδημα από αμοιβές για υπηρεσία ενεργού εφημερίας, μεικτής
εφημερίας και εφημερίας ετοιμότητας, που αποκτούν οι ιατροί που είναι ενταγμένοι
στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.). οι πανεπιστημιακοί ιατροί που δεν ασκούν
ελευθέριο επάγγελμα, οι ειδικευόμενοι ιατροί που διέπονται από τις διατάξεις του Ν.
1397/1983 (ΦΕΚ 143 Α΄) και οι ιατροί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, του
Ι.Κ.Α. (Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων), που διέπονται από τις διατάξεις του
άρθρου 16 του Ν. 1666/1986 (ΦΕΚ 200 Α΄), για ποσό που αντιστοιχεί αθροιστικά σε
δύο (2) ημέρες ενεργού εφημερίας. δύο (2) ημέρες μεικτής εφημερίας και δύο (2) η-
245

μέρες εφημερίας ετοιμότητας κατά μήνα. ο φόρος υπολογίζεται και παρακρατείται με


βάση την κλίμακα του άρθρου 9, όταν οι αμοιβές αυτές συνεντέλλονται σε
μισθοδοτική κατάσταση μαζί με τις άλλες αποδοχές του δικαιούχου ή με βάση το
συντελεστή της περίπτωσης γ΄ όταν αυτές εντέλλονται με χωριστή κατάσταση. Για
το ποσό που αντιστοιχεί στις υπόλοιπες ημέρες ενεργού, μεικτής και ετοιμότητας
εφημερίων, παρακρατείται φόρος με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) και με την
παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για το ποσό των αμοιβών
αυτών, ο φορολογούμενος όμως μπορεί το ποσό των ετήσιων αμοιβών του
προηγούμενου εδαφίου, για τις οποίες παρακρατήθηκε φόρος με συντελεστή είκοσι
τοις εκατό (20%). να το περιλάβει στη δήλωση του οικείου οικονομικού έτους και να
υπαχθεί σε φόρο με βάση την κλίμακα του άρθρου 9.
(Όπως η παρ. 3 του άρθρου 57 αντικαταστάθηκε με την παρ. 14 του άρθρου 5 του Ν.
2892/2001 και ισχύει σύμφωνα με την περ. β΄ του άρθρου 19 του ιδίου νόμου από 9/3/2001
και μετά).

4. Τα επιδόματα της παραγράφου 3 του άρθρου 45 φορολογούνται αυτοτελώς με


συντελεστή φόρου 10% (δέκα τοις εκατό).
Το ποσό του φόρου, που προκύπτει, παρακρατείται κατά την καταβολή των
επιδομάτων από τον υπόχρεο για την καταβολή τους.
Οι δικαιούχοι μπορούν να περιλάβουν το συνολικό ποσό αυτών των επιδομάτων
στην ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους, για να
φορολογηθούν με βάση την κλίμακα του άρθρου 9. Στην περίπτωση αυτή, για τον
συμψηφισμό του φόρου που παρακρατήθηκε, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις
του ίδιου άρθρου.

Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

Ο συντελεστής της παρ.2 του άρθρου 5 του ν. 1146/1972 μειώνεται από τριάντα τοις εκατό (30%) σε είκοσι
πέντε τοις εκατό (25%).
Οι διατάξεις της παραγράφου 15 του άρθρου 5 του ν. 2892/2001(Α΄46) καταργούνται.
Οι διατάξεις της παραγράφου 1, εκτός των δύο τελευταίων εδαφίων, του άρθρου 5 του Ζ΄ Ψηφίσματος του
έτους 1975 (Α΄23) της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με τις παραγράφους 1
έως 5 του άρθρου 10 του ν. 2459/1997, καταργούνται.

5. Από το καθαρό ποσό του ειδικού επιδόματος των παραγράφων 2 και 3 του
άρθρου 33 του Ν. 1892/1990 παρακρατείται φόρος με συντελεστή δέκα τοις εκατό
(10%) κατά την καταβολή του στους δικαιούχους. Με την παρακράτηση αυτή
εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για το ποσό αυτών των
αμοιβών.
246

Ο δικαιούχος μπορεί να περιλάβει το ποσό αυτών των αμοιβών στην ετήσια


δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους, για να
φορολογηθεί, ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, με την κλίμακα του άρθρου 9
αυτού του νόμου. Στην περίπτωση αυτή, από το φόρο που προκύπτει στο συνολικό
του εισόδημα εκπίπτει ο φόρος που παρακρατήθηκε από το ποσό αυτών των
αμοιβών.

6. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού


Οικονομικών, μπορεί για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, να μεταβάλλονται ο
συντελεστής του παρακρατούμενου φόρου και το ποσό του ημερομισθίου.

7. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα


της Κυβερνήσεως, καθορίζονται λεπτομερέστερα ο τρόπος παρακράτησης και
ιδιαίτερα ο τρόπος αναγωγής των αμοιβών σε ετήσιο εισόδημα, ο υπολογισμός του
φόρου σε περίπτωση που ο μισθωτός ή ο συνταξιούχος εισπράττει μισθούς,
ημερομίσθια, πρόσθετες αμοιβές ή αποζημιώσεις ή συντάξεις ή μερίσματα και λοιπά
βοηθήματα ή οποιαδήποτε παροχή από περισσότερους από ένα εργοδότες ή
φορείς και γενικά ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα που αφορά την εφαρμογή των
διατάξεων του άρθρου αυτού.

Άρθρο 58
Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από αμοιβές ελευθερίων επαγγελμάτων
Στο εισόδημα από αμοιβές ελευθέριου επαγγέλματος ενεργείται παρακράτηση
φόρου με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο ακαθάριστο ποσό των αμοιβών
αυτών. Ο φόρος παρακρατείται από τις δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς τοπικής
αυτοδιοίκησης και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κοινωφελή ιδρύματα,
οργανισμούς και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και
πιστωτικά ιδρύματα ή πιστωτικούς οργανισμούς, συνεταιρισμούς και ενώσεις τους,
συλλόγους γενικά και ενώσεις προσώπων ανεξάρτητα από το σκοπό τους, καθώς
και από επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που τηρούν βιβλία δεύτερης ή
τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, κατά την καταβολή των
αμοιβών.
Επίσης, οι υπόχρεοι του προηγούμενου εδαφίου, όταν για την επαγγελματική τους
εξυπηρέτηση ή για την εκτέλεση του σκοπού τους καταβάλλουν σε τρίτους, εκτός
από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του Π.Δ.
186/1992, προμήθειες, μεσιτείες, αμοιβές ή άλλες κάθε είδους παροχές μη έμμισθης
υπηρεσίας, ενοίκια αυτοκινήτων, μηχανημάτων ή άλλων κινητών πραγμάτων,
247

εφόσον σε αυτές τις περιπτώσεις δεν ορίζεται από το Π.Δ. 186/1992 η έκδοση
θεωρημένου αποδεικτικού στοιχείου από το δικαιούχο των αμοιβών αυτών,
οφείλουν να παρακρατούν κατά την καταβολή της αμοιβής φόρο, ο οποίος
υπολογίζεται με συντελεστή 20% (είκοσι τοις εκατό) στο ακαθάριστο ποσό αυτής.
Ειδικά για τις παροχές μη έμμισθης υπηρεσίας που καταβάλλονται από τους
εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, ο παραπάνω
συντελεστής περιορίζεται σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%)
(Όπως το τελευαιο εδάφιο προστίθεται στην παραγραφο 1 του άρθρου 58 με την παρ. 16
του αρθρ. 30 του Ν. 3220/2004 και ισχύει για αμοιβές που καταβάλλονται από 1-1-2004).
Εξαιρούνται από την παρακράτηση οι προμήθειες που καταβάλλονται από
ασφαλιστικές εταιρίες στους νόμιμους αντιπροσώπους ή εξουσιοδοτημένους
γενικούς ή απλούς πράκτορές τους.
Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 55 εφαρμόζονται ανάλογα.
(Η παράγραφος 2 του άρθρου 58 καταργήθηκε με την παράγραφο 21 του άρθρου 3 του Ν.
2873/2000. Η κατάργηση ισχύει, σύμφωνα με την περίπτωση ε του άρθρου 50 του ιδίου
νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που πραγματοποιούν οι υπόχρεοι
από 1/1/2001 και μετά).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΑΠΟΔΟΣΗ ΦΟΡΟΥ

Άρθρο 59
Απόδοση φόρου με διμηνιαίες δηλώσεις
1. Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 4, 5, 6 και 7
του άρθρου 14, των περιπτώσεων α΄, ε΄ και η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 και
των άρθρων 56, 57 και 58, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή
στη δημόσια οικονομική υπηρεσία της έδρας τους, μέχρι την 20ή ημέρα των μηνών
Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους με
προσωρινή δήλωση, η οποία περιλαμβάνει τα ακαθάριστα ποσά που έχουν
καταβληθεί στο προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο και το φόρο που
παρακρατήθηκε. Η υποβολή της δήλωσης πραγματοποιείται ανάλογα με το
τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) του φορολογουμένου,
με αρχή για το ψηφίο 1 την εικοστή (20ή) ημέρα των μηνών αυτών και
ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες.
248

2. Ειδικώς, εάν ο υπόχρεος παρακράτησης φόρου απασχολεί ή καταβάλει συντάξεις


σε περισσότερα από πεντακόσια (500) πρόσωπα, ανεξάρτητα από το διάστημα που
διαρκεί μέσα στο έτος η απασχόληση ή η συνταξιοδότησή τους, υποχρεούται να
αποδίδει τα ποσά που παρακράτησε κατά τη διάρκεια κάθε μήνα, ως την εικοστή
(20ή) ημέρα του επόμενου από την παρακράτηση μήνα.
Για την υποβολή της δήλωσης έχουν εφαρμογή τα αναφερόμενα στις διατάξεις της
προηγούμενης παραγράφου.

παράγραφος 3 του άρθρου 59 του Κ.Φ.Ε αντικαθίσταται ως εξής:


«Εκτός από τις προσωρινές δηλώσεις εκείνοι που έχουν υποχρέωση να παρακρατούν φόρο σύμφωνα
με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 57 οφείλουν να επιδίδουν μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για
τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του Μαρτίου κάθε έτους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας της έδρας τους, οριστική δήλωση η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση
κατοικίας κάθε δικαιούχου, τον αριθμό φορολογικού μητρώου του, το ποσό των αμοιβών, το ποσό του
φόρου που αναλογεί επ` αυτών με βάση την κλίμακα του άρθρου 9, με το ποσό του φόρου που οφείλεται
μετά την έκπτωση από το φόρο που αναλογεί στο ποσοστό που ορίζεται με τις διατάξεις του τελευταίου
εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 57, το φόρο που παρακρατήθηκε για κάθε μισθωτό ή ημερομίσθιο
ή συνταξιούχο κατά περίπτωση, καθώς και το υπόλοιπο για καταβολή ποσό φόρου, το οποίο καταβάλλεται
εφάπαξ με την υποβολή της δήλωσης.
Εκτός από τις προσωρινές δηλώσεις εκείνοι που έχουν υποχρέωση να παρακρατούν φόρο σύμφωνα
με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58 οφείλουν να επιδίδουν μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για
τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του Απριλίου κάθε έτους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας της έδρας τους, οριστική δήλωση η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση
κατοικίας κάθε δικαιούχου, τον αριθμό φορολογικού μητρώου του, το ποσό των αμοιβών από ελευθέρια
επαγγέλματα και το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε για κάθε δικαιούχο.
Εκτός από τις προσωρινές δηλώσεις εκείνοι που έχουν υποχρέωση να παρακρατούν φόρο σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου 55 οφείλουν να επιδίδουν μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες
υπηρεσίες, ημέρα του Μαΐου κάθε έτους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας
τους, οριστική δήλωση η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση κατοικίας κάθε
δικαιούχου, τον αριθμό φορολογικού μητρώου του, το ποσό του εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις
και το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε για κάθε δικαιούχο.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο των πιο πάνω
οριστικών δηλώσεων, ο τρόπος υποβολής τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα».

3. Εκτός από τις προσωρινές δηλώσεις εκείνοι που έχουν υποχρέωση να


παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 57
οφείλουν να επιδίδουν μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες,
ημέρα του Μαρτίου κάθε έτους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας της έδρας τους, οριστική δήλωση η οποία περιλαμβάνει το
ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση κατοικίας κάθε δικαιούχου, τον αριθμό
φορολογικού μητρώου του, το ποσό των αμοιβών, το ποσό του φόρου που
αναλογεί επ΄ αυτών με βάση την κλίμακα του άρθρου 9, το ποσό του φόρου που
249

οφείλεται μετά την έκπτωση από το φόρο που αναλογεί του ποσοστού που ορίζεται
με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 57, το φόρο
που παρακρατήθηκε για κάθε μισθωτό ή ημερομίσθιο ή συνταξιούχο κατά
περίπτωση, καθώς και το υπόλοιπο για καταβολή ποσό φόρου, το οποίο θα
καταβάλλεται εφάπαξ με την υποβολή της δήλωσης.
(Όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 18 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και
εφαρμόζεται σύμφωνα με την παρ. 19 του ιδίου άρθρου για οριστικές δηλώσεις οικονομικού
έτους 2001 και μετά, οι οποίες περιλαμβάνουν αποδοχές και συντάξεις, που καταβλήθηκαν
μέσα στο 2000 και μετά).

4. Κατ΄ εξαίρεση, οι υπόχρεοι που παρακρατούν φόρο κατά την καταβολή αμοιβών
σε αξιωματικούς του εμπορικού ναυτικού, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες σε πλοία,
αποδίδουν με εφάπαξ καταβολή τα ποσά που παρακράτησαν, με εξαμηνιαίες
δηλώσεις, τις οποίες θα υποβάλλουν στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία
μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου, για τα ποσά φόρου που
παρακράτησαν κατά τη διάρκεια του πρώτου ημερολογιακού εξαμήνου κάθε έτους
και μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, για τα ποσά φόρου που
παρακράτησαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημερολογιακού εξαμήνου κάθε έτους.
Για την καταβολή του φόρου που πρέπει να παρακρατείται από τις κάθε είδους
αμοιβές των αξιωματικών των εμπορικών πλοίων ευθύνονται αδιαίρετα και
αλληλέγγυα, βάσει του τίτλου που έχει αποκτηθεί έστω για έναν από τους
υποχρέους, ο οποίος ισχύει και ως προς τους άλλους υποχρέους για τη λήψη των
αναγκαίων μέτρων για την είσπραξη του φόρου:
α. Όλοι οι κατά καιρούς πλοιοκτήτες, για το φόρο που οφείλεται πριν από τη
χρονολογία μεταβίβασης από αυτούς της κυριότητας του πλοίου, ως και διάδοχοί
τους,
β. Οι εφοπλιστές, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχαν την εκμετάλλευση
πλοίου.
γ. Σε περίπτωση συμπλοιοκτησίας, κάθε συμπλοιοκτήτης ανάλογα με το ποσοστό
της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητά του επί του πλοίου και οι διαχειριστές για το
χρονικό διάστημα που είχαν τη διαχείριση του πλοίου, για ολόκληρο το ποσό του
φόρου.
δ. Οι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά οι εκπρόσωποι των κάθε είδους εταιριών ή
επιχειρήσεων, οι οποίες εκμεταλλεύονται πλοία, ο καθένας χωριστά για ολόκληρο
το ποσό του φόρου.
Για τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ως εκπρόσωποι των
πλοιοκτητών θεωρούνται και οι πληρεξούσιοί ή πράκτορες τους στην Ελλάδα, οι
οποίοι έχουν ευθύνη για τις υποχρεώσεις που αφορούν το φόρο μισθωτών
υπηρεσιών, τις οποίες έχουν τα πρόσωπα τα οποία εκπροσωπούν, μόνον εφόσον
έχουν αναλάβει την προσωπική ευθύνη για τις υποχρεώσεις αυτές και τούτο
250

αποδεικνύεται από σχετικό έγγραφο. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου


εφαρμόζονται και για το κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού.
Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Ν. 27/1975 εφαρμόζονται
αναλόγως και για την καταβολή του φόρου αυτής της παραγράφου.
(Όπως το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 4 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 14 του Ν.
2992/2002 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 4 του ιδίου άρθρου και νόμου για εισοδήματα
που αποκτώνται από τη 1/1/2002 και μετά).

5. Σε περίπτωση θανάτου του προσώπου που ενήργησε στην παρακράτηση του


φόρου, υπόχρεοι σε απόδοσή του κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες
παραγράφους και σε επίδοση της οριστικής δήλωσης στον προϊστάμενο της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, είναι οι κληρονόμοι αυτού και ο καθένας ανάλογα
με την κληρονομική μερίδα που περιήλθε σε αυτόν.

6. Σε περίπτωση μη υποβολής προσωρινής δήλωσης ή εκπρόθεσμη υποβολής ή


υποβολής ανακριβούς προσωρινής δήλωσης, επιβάλλεται πρόσθετος φόρος και
πρόστιμο, κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 86 και 87, με ενιαίο
φύλλο ελέγχου που εκδίδεται μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή της
οριστικής δήλωσης, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 67 για τον
προσωρινό έλεγχο. Επίσης, όταν συντρέχει περίπτωση, επιβάλλονται και οι λοιπές
κυρώσεις του παρόντος.

7. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή του φόρου θεωρείται
απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.

8. ........................................................................................
(Όπως η παρ.8 του άρθρου 59 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ.18 του άρθρου 5
του Ν. 2753/1999 και ισχύει σύμφωνα με την περ.θ του άρθρου 26 του ιδίου νόμου από
17/11/1999)
(Όπως η παρ.8 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: " 8. Με αποφάσεις του Υπ.
Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να
μεταφέρεται, για ορισμένες κατηγορίες υπόχρεων, η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που
ορίζεται στην παράγραφο 1. στις 16, 17 και 18 του μήνα απόδοσης του φόρου και να
κατανέμονται σε αυτές οι υπόχρεοι με βάση την αλφαβητική σειρά της επωνυμίας ή του
τίτλου τους. Επίσης, με τις ίδιες αποφάσεις μπορεί να ορίζεται ως αρμόδια για την είσπραξη
τοιι φόρου που παρακρατούν νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή δημόσιες
επιχειρήσεις και οργανισμοί από μισθούς, ημερομίσθια ή κάθε είδους παροχές ή αμοιβές
που καταβάλλουν σε πρόσωπα που απασχόλησαν σε υποκαταστήματα, πρατήρια ή σε
άλλες μονάδες τους που λειτουργούν εκτός της έδρας τους, η δημόσια οικονομική υπηρεσία
251

της έδρας τους και να καθορίζεται το περιεχόμενο της προσωρινής και οριστικής δήλωσης
και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού").

Άρθρο 60
Απόδοση του φόρου με μηνιαίες δηλώσεις
1. Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του
άρθρου 14, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή στη δημόσια
οικονομική υπηρεσία της έδρας τους, υποβάλλοντας δήλωση μέσα στον επόμενο
από την παρακράτηση μήνα, η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο, όνομα
πατέρα ή συζύγου, τη διεύθυνση των δικαιούχων, τα καταβληθέντα ποσά και τον
φόρο που αναλογεί σε αυτά.

2. Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54, υποχρεούνται
να αποδίδουν αυτόν εφάπαξ, με την υποβολή δήλωσης στη δημόσια οικονομική
υπηρεσία, στην περιφέρεια της οποίας έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία
παρακρατήθηκε ο φόρος, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από την
παρακράτηση του φόρου μήνα, με εξαίρεση το φόρο που παρακρατήθηκε από τα
εισοδήματα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 24, ο οποίος
αποδίδεται εφάπαξ μέσα σε 10 (δέκα) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας που
ορίζεται από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων για το κλείσιμο του ισολογισμού.

3. Όσοι παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 9, 10, 11, 12
και 13 του άρθρου 13, των περιπτώσεων β΄,γ΄,δ΄, στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 55 και της παραγράφου 4 του άρθρου 57, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν
με σχετική δήλωση, που πρέπει να υποβάλλουν μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο
του επόμενου από την παρακράτηση μήνα στη δημόσια οικονομική υπηρεσία στην
περιφέρεια της οποίας έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία παρακρατήθηκε ο
φόρος, ο οποίος αποδίδεται εφάπαξ με την υποβολή της οικείας δήλωσης.
(Όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 8 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού ήτοι 24.12.2002 και μετά)
(Η παράγραφος 3 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«3. Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 8, 9, 10, 11 και
12 του άρθρου 13, των περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄, στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55
και της παραγράφου 4 του άρθρου 57, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με σχετική
δήλωση που πρέπει να υποβάλλουν μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από
την παρακράτηση μήνα στη δημόσια οικονομική υπηρεσία, στην περιφέρεια της οποίας
252

έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία παρακρατήθηκε ο φόρος, ο οποίος αποδίδεται
εφάπαξ με την υποβολή της οικείας δήλωσης»).

4. Οι διαχειριστές πάγιας προκαταβολής και οι υπόλογοι χρηματικών ενταλμάτων,


γενικά, αποδίδουν το φόρο με μηνιαίες δηλώσεις που υποβάλλονται στη δημόσια
οικονομική υπηρεσία της περιφέρειάς τους μέχρι και το πρώτο δεκαήμερο του
επόμενου μήνα από το μήνα της παρακράτησης.

5. Σε περίπτωση θανάτου του προσώπου που ενήργησε την παρακράτηση του


φόρου, υπόχρεοι σε απόδοσή του, κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες
παραγράφους, και σε επίδοση της οριστικής δήλωσης στον προϊστάμενο της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας είναι οι κληρονόμοι αυτού και ο καθένας ανάλογα
με την κληρονομική μερίδα που περιήλθε σε αυτόν.

6. Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης ή υποβολής εκπρόθεσμης ή ανακριβούς


δήλωσης του άρθρου αυτού επιβάλλεται πρόσθετος φόρος και πρόστιμο κατά τα
οριζόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 86 και 87. Επίσης, όταν συντρέχει
περίπτωση, επιβάλλονται και οι λοιπές κυρώσεις του παρόντος.

7. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή του φόρου θεωρείται
απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.

8. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα


της Κυβερνήσεως, ορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο των δηλώσεων αυτού του
άρθρου, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΔΗΛΩΣΗ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

Άρθρο 61
Υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης
1. Κάθε φυσικό πρόσωπο, για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2,
έχει υποχρέωση να υποβάλλει δήλωση, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο
εισόδημα του υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
253

Υποχρέωση για υποβολή δήλωσης υπάρχει επίσης και όταν ο συνολικό εισόδημα
του φορολογούμενου είναι μικρότερο από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ, αλλά στο
εισόδημα αυτό περιλαμβάνεται και ζημία από εμπορική επιχείρηση ή γεωργική
εκμετάλλευση, την οποία δικαιούται κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 να συμψηφίσει
με εισοδήματα του ίδιου και των επόμενων ετών.
(Όπως το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου
6 του Ν. 3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα
που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Το πρώτο και δεύερο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«1. Κάθε φυσικό πρόσωπο, για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, έχει
υποχρέωση να υποβάλλει δήλωση, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά του
υπερβαίνει το ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
Υποχρέωση για υποβολή δήλωσης υπάρχει επίσης και όταν το συνολικό εισόδημα του
φορολογουμένου είναι μικρότερο από τα χίλια διακόσια (1.200) ευρώ, αλλά στο εισόδημα
αυτό περιλαμβάνεται και ζημιά από εμπορική επιχείρηση ή γεωργική εκμετάλλευση, την
οποία δικαιούται κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 να συμψηφίσει με εισοδήματα του ίδιου και
των επόμενων ετών»).
Παράλειψη του υποχρέου να επιδώσει μέχρι το τέλος του οικείου οικονομικού έτους
δήλωση, η οποία αναγράφει τη ζημία που προέκυψε στο ίδιο ή τα προηγούμενα
αυτού οικονομικά έτη, του στερεί το δικαίωμα να τη συμψηφίσει.
Ειδικά προκειμένου για τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία αποκτούν αποκλειστικά
εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, αυτά υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, αν
το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά τους υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων
(6.000) ευρώ, εφόσον έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και δεν συντρέχει μία
από τις περιπτώσεις α΄, ε΄, στ΄, η΄ ή ι΄ αυτής της παραγράφου.
(Όπως τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου από το οικον. Έτος 2005 για εισοδήματα που αποκτώνται από
αυτό και μετά).
(Το τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 61 πριν την αντικατάστασή τους
είχαν ως εξής:
«Κατ΄ εξαίρεση, τα φυσικά πρόσωπα τα οποία αποκτούν εισόδημα αποκλειστικά από
μισθωτές υπηρεσίες και για τα οποία δεν συντρέχει μια από τις πιο κάτω περιπτώσεις α΄, β΄,
στ΄, ζ ή ια΄ αυτής της παραγράφου δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, εφόσον: α)
κατοικούν στην Ελλάδα και το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημα τους είναι μέχρι έξι χιλιάδες
(6.000) ευρώ ή β) το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημα τους ανεξαρτήτως ποσού προέρχεται
από έναν μόνο φορέα, ο οποίος έχει διενεργήσει τελική εκκαθάριση φόρου σύμφωνα με τις
διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 59. Τα πρόσωπα της περίπτωσης β΄ του
προηγούμενου εδαφίου, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημα τους είναι πάνω από
254

έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ, αντιδήλωσης φορολογίας εισοδήματος υποβάλλουν


απλουστευμένη δήλωση εισοδηματικής κατάστασης»).
(Όπως το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
(Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Ειδικώς, προκειμένου για τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία αποκτούν αποκλειστικώς
εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, αυτά υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, αν το
ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά τους υπερβαίνει το ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων
(2.400) ευρώ, εφόσον έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και δεν συντρέχει για αυτά τα
πρόσωπα μία από τις πιο κάτω περιπτώσεις α΄, β΄, στ΄, ζ΄ ή ια΄ αυτής της παραγράφου»).
Φυσικά πρόσωπα, κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, που έχουν την κατοικία τους
στην Ελλάδα, υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, εφόσον το ετήσιο καθαρό
γεωργικό τους εισόδημα υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και
δεν συντρέχει για τα πρόσωπα αυτά μία από τις περιπτώσεις α΄ έως ια΄ αυτής της
παραγράφου.
Φυσικά πρόσωπα, τα οποία αποκτούν και γεωργικό εισόδημα, χωρίς να είναι κατά
κύριο επάγγελμα αγρότες, υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, ανεξάρτητα από
το ύψος του καθαρού γεωργικού εισοδήματος που αποκτούν ή το ύψος των
επιδοτήσεων που λαμβάνουν ή το ύψος του επιστρεφόμενου Φ.Π.Α. που
εισπράττουν.
Αν ο φορολογούμενος κατοικεί στην αλλοδαπή, υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης
είναι αλληλεγγύως με αυτόν, οι αντιπρόσωποι ή πράκτορές του στην Ελλάδα.
Υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης για τα εισοδήματά τους, ανεξάρτητα από το αν
υπόκεινται ή όχι σε φόρο κατά τις διατάξεις του παρόντος είναι και:
α) Οι κύριοι ή κάτοχοι επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή ημιφορτηγού,
εκτός από αγροτικό ημιφορτηγό, ή αυτοκινήτου μικτής χρήσης ή αυτοκινήτου τύπου
JΕΕΡ ή αεροσκάφους, κότερου ή θαλαμηγού ή ακάτου ή σκαφών αναψυχής, εκτός
από αυτοκίνητα ή σκάφη αναψυχής που δεν λαμβάνονται υπόψη για τον
προσδιορισμό της συνολικής ετήσιας δαπάνης διαβίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις
του άρθρου 18, καθώς και όσοι έχουν στη διάθεση τους για τις ατομικές ή
οικογενειακές τους ανάγκες τέτοιου είδους μεταφορικά μέσα, τα οποία ανήκουν είτε
στη σύζυγο τους είτε στα μέλη που τους βαρύνουν είτε σε εταιρίες στις οποίες αυτοί
μετέχουν ως εταίροι, διαχειριστές εταίροι ή είναι πρόεδροι ή διοικητές.
(Όπως η περίπτωση α΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«α. Οι κύριοι ή κάτοχοι επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή ημιφορτηγού-εκτός από
αγροτικό ημιφορτηγό - ή μοτοσικλέτας από 500 κυβικά εκατοστά και πάνω ή κότερου ή
255

θαλαμηγού ή ακάτου ή αεροσκάφους ή αυτοκινήτου μικτής χρήσης ή αυτοκινήτου τύπου


JEEP ή σκαφών αναψυχής, καθώς και όσοι έχουν στη διάθεσή τους για τις ατομικές ή
οικογενειακές τους ανάγκες τέτοιου είδους μεταφορικά μέσα, τα οποία ανήκουν είτε στη
σύζυγό τους είτε στα μέλη που τους βαρύνουν, είτε σε εταιρίες στις οποίες αυτοί μετέχουν
ως εταίροι, διαχειριστές εταίροι ή είναι πρόεδροι ή διοικητές ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι
σύμβουλοι ανώνυμης εταιρείας.»).
β. …………………
Όπως η περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/1994, καταργήθηκε με την παρ. 7
του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για
εισοδήματα του οικόν. έτους 2005 και μετά).
(Η περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 61 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«β. Όσοι διατηρούν στην προσωπική τους υπηρεσία ένα ή και περισσότερα πρόσωπα ως
μισθωτούς»).

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. μετά το πρώτο εδάφιο, προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως
εξής:
«Εξαιρείται το φυσικό πρόσωπο, που αποκτά αποκλειστικά ετήσιο εισόδημα με βάση τις διατάξεις του
άρθρου 16 μέχρι έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ.»

β. Όσοι ασκούν ατομική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα.


(Όπως η περ. γ΄ του όγδοου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/1994,
αναριθμείται σε β΄ σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004).
γ. Όσοι μετέχουν σε προσωπική ή περιορισμένης ευθύνης εταιρία ή κοινοπραξία ή
κοινωνία ή αστική εταιρία που ασκεί επιχείρηση ή επάγγελμα.
(Όπως η περ. δ΄ του όγδοου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/1994,
αναριθμείται σε γ΄ σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004).
δ. Όσοι έχουν εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτων πάνω από εξακόσια (600) ευρώ
το έτος.
(Όπως η περ. ε΄ του όγδοου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/1994,
αναριθμείται σε δ΄ σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004).
(Όπως η περίπτωση ε της παραγράφου 1 του άρθρου 61, αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 3 του άρθρου 8 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση στ του
άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν οι υπόχρεοι από 1/1/2000 και
μετά).
ε. Όσοι αγοράζουν ακίνητα ή ανεγείρουν οικοδομή.
(Όπως η περ. στ΄ του όγδοου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/1994,
αναριθμείται σε ε΄ σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004).
256

στ. Όσοι διατηρούν μία ή περισσότερες δευτερεύουσες κατοικίες με συνολική


επιφάνεια πάνω από εκατόν πενήντα (150) τετραγωνικά μέτρα ή κατοικούν σε
οικοδομή με επιφάνεια πάνω από διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα.
(Όπως η περ. ζ΄ του όγδοου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/1994,
αναριθμείται σε στ΄ σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004).
(Όπως η περίπτωση ζ΄ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 6 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
(Η περίπτωση ζ΄ της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«ζ. Όσοι διατηρούν δευτερεύουσα κατοικία ή κατοικούν σε οικοδομή πάνω από εκατόν
πενήντα (150) τετραγωνικά μέτρα.
Εξαιρούνται οι κάτοικοι αλλοδαπής εφόσον διατηρούν στην Ελλάδα δευτερεύουσα κατοικία
μέχρι εκατόν πενήντα (150) τετραγωνικά μέτρα»).
ζ. Όσοι είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, εφόσον λαμβάνουν επιδοτήσεις ποσού
άνω των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, για προϊόντα φυτικής παραγωγής ή δύο
χιλιάδων διακοσίων πενήντα (2.250) ευρώ, για προϊόντα ζωικής παραγωγής.
Επίσης, όσοι λαμβάνουν καλλιεργητικά δάνεια πάνω από πέντε χιλιάδες εννιακόσια
(5.900) ευρώ ή όταν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού τους αυτής της
κατηγορίας στην τράπεζα την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους υπερβαίνει τα πέντε
χιλιάδες εννιακόσια (5.900) ευρώ.
η. Όσοι έχουν άδεια της αρμόδιας αρχής να πωλούν αγαθά πλανοδίως ή στις λαϊκές
αγορές.
(Όπως η περ. θ΄ του όγδοου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/1994,
αναριθμείται σε η΄ σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004).
θ. Όσοι καλλιεργούν ή κατέχουν ορισμένη έκταση γεωργικής γης, καθώς και όσοι
εισπράττουν επιστρεφόμενο φόρο προστιθέμενης αξίας. Με αποφάσεις του
Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,
καθορίζεται ή ελάχιστη έκταση, σε σχέση με το είδος της καλλιέργειας , το ύψος του
επιστρεφόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι
αναγκαία για την εφαρμογή αυτής της περίπτωσης.
(Όπως η περ. ι΄ του όγδοου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/1994,
αναριθμείται σε θ΄ σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004).
ι. Οποιοσδήποτε, εφόσον προσκληθεί γι΄ αυτό εγγράφως από τον αρμόδιο
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτήν ο
καλούμενος υποχρεούται να υποβάλλει τις οικείες δηλώσεις μέσα στην προθεσμία
τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία της επίδοσης σε αυτόν της οικείας
πρόσκλησης.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, μπορούν να αναπροσαρμόζονται τα ποσά που αναφέρονται στο
257

πέμπτο εδάφιο και στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης η΄ αυτής της παραγράφου,
καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
(Όπως η περ. ια΄ του όγδοου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/1994,
αναριθμείται σε ι΄ σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004).
ιβ.......................................................................................
(Όπως η περ .ιβ της παρ. 1 του άρθρου 61 καταργήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.
2753/1999 και ισχύει σύμφωνα με την περ.α του άρθρου 26 του ιδίου νόμου από 1/1/1999)
(Όπως η περ.ιβ της παρ.1 του άρθρου 61 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:" ιβ) Όποιος
έχει υπερβεί το εικοστό πέμπτο (25ο) έτος της ηλικίας του, εκτός αν αποκτά εισόδημα από
μισθωτές υπηρεσίες μέχρι το ποσό των οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών ή και από
ιδιοκατοίκηση κύριας κατοικίας με επιφάνεια μέχρι εξήντα (60) τετραγωνικά μέτρα ή είναι
κατά κύριο επάγγελμα αγρότης." )
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, μπορούν να αναπροσαρμόζονται τα ποσά που αναφέρονται στο
πέμπτο εδάφιο και στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης η΄ αυτής της παραγράφου,
καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
(Όπως στην παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που
εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με τις παρ. 80, 81, 82, 83,
84, 85, και 86 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως
ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

2. Για τους εγγάμους, για τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου
εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 5, υπόχρεος σε επίδοση δήλωσης είναι ο
σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του. Ειδικά, υποχρεούνται να
επιδώσουν φορολογική δήλωση ο καθένας χωριστά για το συνολικό εισόδημά του
οι σύζυγοι όταν:
α. Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το
βάρος της απόδειξης για τη διακοπή φέρει ο φορολογούμενος.
β. Ο ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης.
γ) Ο ένας από τους δύο συζύγους έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.
(Όπως η περίπτωση γ΄ της παρ. 2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 20 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο
ΦΕΚ, ήτοι από 2/11/2001)
(Όπως η περ.γ της παρ.2 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής: "γ) Ο ένας από τους
δύο συζύγους έχει τεθεί σε δικαστική ή νόμιμη απαγόρευση ή τελεί υπό δικαστική
αντίληψη.")
Στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρ. 5, για τα εισοδήματα των ανήλικων τέκνων,
υπόχρεος για την υποβολή της δήλωσης είναι ο πατέρας ή, αν αυτός δεν υπάρχει ή
δεν έχει τη γονική μέριμνα, η μητέρα.
258

3. Υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης, στις πιο κάτω περιπτώσεις είναι :


α. Σε περιπτώσεις σχολάζουσας κληρονομίας ή επιδικίας ή μεσεγγύησης, κατά
περίπτωση, ο κηδεμόνας ή ο προσωρινός διαχειριστής ή ο μεσεγγυούχος.
β. Για τους ανήλικους ή αυτούς που έχουν υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση,
κατά περίπτωση, ο επίτροπος ή ο κηδεμόνας ή ο δικαστικός συμπαραστάτης.
(Όπως η περίπτωση β΄ της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 21 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο
ΦΕΚ, ήτοι από 2/11/2001)
(Όπως η περ. β της παρ. 3 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής: "β) Για τους ανήλικους
ή τους δικαστικώς ή νομίμως απαγορευμένους ή αυτούς που βρίσκονται υπό δικαστική
αντίληψη, κατά περίπτωση, ο επίτροπος ή ο κηδεμόνας ή ο αντιλήπτορα.").
γ. Σε περίπτωση θανάτου του φορολογούμενου, οι κληρονόμοι του για το σύνολο
του εισοδήματος που απέκτησε μέχρι τη χρονολογία του θανάτου του.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής
των διατάξεων αυτής της παραγράφου.

4. Η δήλωση αποτελεί δεσμευτικό τίτλο για το φορολογούμενο. Μπορεί όμως, για


λόγους συγγνωστής πλάνης, να την ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει φέροντας και το
βάρος της απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που τη συνιστούν. Η
ανάκληση γίνεται με την υποβολή δήλωσης μέσα στο οικείο οικονομικό έτος στον
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με την οποία ανακαλείται
φορολογητέα ύλη ή τεκμαρτή και πραγματική δαπάνη ή οποιοδήποτε
προσδιοριστικό της δαπάνης στοιχείο, προκειμένου να προσδιοριστεί το εισόδημα
με βάση τα τεκμήρια. Στην περίπτωση απόρριψης της ανάκλησης επιδίδεται, από
τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με απόδειξη, γνωστοποίηση
αυτής στο φορολογούμενο, ο οποίος μπορεί να την προσβάλει προσφεύγοντας,
μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 66 του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄),
ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου. Αν η ανακλητική δήλωση υποβληθεί σε
χρόνο μεταγενέστερο του οικείου οικονομικού έτους, ο προϊστάμενος της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να γνωστοποιήσει στο φορολογούμενο, επί
αποδείξει, ότι η ανάκληση δεν γίνεται δεκτή λόγω παρόδου του οικείου οικονομικού
έτους και ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει μέσα στην προθεσμία που
ορίζεται στο άρθρο 66 του Ν. 2717/1999 κατά της γνωστοποίησης αυτής ενώπιον του
διοικητικού πρωτοδικείου, το οποίο αποφαίνεται στην ουσία. Η συζήτηση της
προσφυγής προσδιορίζεται κατά προτίμηση μέσα σε 3 (τρεις) μήνες το αργότερο
από την κατάθεση της προσφυγής. Ανάκληση δήλωσης με σκοπό την ανατροπή
οριστικής και αμετάκλητης φορολογικής εγγραφής είναι ανεπίτρεπτη. Αν ο
φορολογούμενος λάβει το εκκαθαριστικό σημείωμα μετά την 31η Δεκεμβρίου του
οικείου οικονομικού έτους, η ανάκληση γίνεται μέσα στην προθεσμία που ορίζεται
στο άρθρο 66 του Ν. 2717/1999.
259

(Όπως το τέταρτο και πέμτπο εδάφιο της παρ. 4 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 9 του
άρθρου 13 του Ν. 2992/2002 και ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 48 του ιδίου νόμου από τη
δημοσίευσή του στο ΦΕΚ, ήτοι από 20/3/2002)
(Όπως το νέο εδάφιο προστέθηκε στο τέλος της παρ. 4 με την παρ. 10 του άρθρου 13 του
Ν. 2992/2002 και ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 48 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή
του στο ΦΕΚ, ήτοι από 20/3/2002)

την παράγραφο 4 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε., οι λέξεις «τεκμαρτή» και «τεκμήρια» αντικαθίστανται από τις
φράσεις «αντικειμενική δαπάνη» και «άρθρα 16 και 17 του Κ.Φ.Ε.».

5. Όταν ο φορολογούμενος έχει αμφιβολίες αναφορικά με την υποχρέωση επίδοσης


δήλωσης για ορισμένα στοιχεία φορολογητέας ύλης, έχει το δικαίωμα να υποβάλλει
δήλωση στην οποία γίνεται ρητή γι΄ αυτό επιφύλαξη, η οποία πρέπει να είναι ειδική
και αιτιολογημένη. Κάθε γενική και αόριστη επιφύλαξη θεωρείται ανύπαρκτη και δεν
επιφέρει κανένα αποτέλεσμα. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας
υποχρεούται να απαντήσει στην επιφύλαξη μέσα σε τρεις (3) μήνες από την
ημερομηνία υποβολής της δήλωσης ως εξής:
α. Είτε αν δεχθεί την επιφύλαξη και να διαγράψει το ποσό της φορολογητέας ύλης
για το οποίο έγινε η επιφύλαξη.
β. Είτε να απορρίψει την επιφύλαξη και να γνωστοποιήσει αυτό στο φορολογούμενο
με ιδιαίτερη ανακοίνωση, την οποία θα του επιδώσει με απόδειξη ή με το
κοινοποιούμενο για άλλες ανακρίβειες της δήλωσης φύλλο ελέγχου ή με το φύλλο
ελέγχου που εκδόθηκε μετά από τη διενέργεια ελέγχου. Στην περίπτωση αυτή, αν
δεν επέλθει διοικητική επίλυση της διαφοράς, ο φορολογούμενος δικαιούται να
ζητήσει από το διοικητικό πρωτοδικείο, είτε με την προσφυγή που ασκεί για τυχόν
άλλες διαφορές που προέκυψαν από τον έλεγχο, είτε με αυτοτελή αίτηση που
υποβάλλεται μέσα στην προθεσμία για την υποβολή της προσφυγής, τη διαγραφή
του ποσού της φορολογητέας ύλης για την οποία έγινε η επιφύλαξη. Η συζήτηση για
την προσφυγή ή την αίτηση αυτή ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου
προσδιορίζεται, κατά προτίμηση, μέσα σε τρεις (3) μήνες το αργότερο από την
κατάθεση της προσφυγής ή της αίτησης.
Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να γίνει επιφύλαξη αναφορικά με το χαρακτηρισμό της
φορολογητέας ύλης και την υπαγωγή της σε άλλη φορολογία ή σε άλλη κατηγορία ή
σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή ή στις εκπτώσεις από το φορολογούμενο
εισόδημα κ.λπ. Ειδικώς, όταν πρόκειται για υπαγωγή σε άλλη φορολογία ή
κατηγορία εισοδήματος και γίνει δεκτή η επιφύλαξη, η δήλωση λογίζεται ότι
υποβλήθηκε για τη φορολογία ή την κατηγορία αυτή. Η επιφύλαξη δεν συνεπάγεται
αναστολή της βεβαίωσης και είσπραξης του αμφισβητούμενου φόρου. Όταν η
επιφύλαξη γίνει δεκτή από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή
260

το διοικητικό δικαστήριο, ενεργείται νέα εκκαθάριση του φόρου της δήλωσης και το
επιπλέον ποσό αυτού που βεβαιώθηκε ή καταβλήθηκε εκπίπτει ή συμψηφίζεται με
το φόρο που προκύπτει με βάση τα οριστικά στοιχεία, όταν αυτός είναι μεγαλύτερος
από το φόρο που προέκυψε με βάση τα στοιχεία της δήλωσης. Σε κάθε άλλη
περίπτωση ο επιπλέον φόρος επιστρέφεται.

6. οι διατάξεις της παραγράφου 4 αυτού του άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και όταν
η δήλωση του υπόχρεου έχει υποβληθεί ηλεκτρονικά μέσω του διαδικτύου, η
υποβολή όμως της δήλωσης με επιφύλαξη ή της όμοιας ανακλητικής γίνεται
χειρόγραφα.
(Όπως η παρ. 6 του άρθρου 61 προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν. 2892/2001
και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 13 του ιδίου άρθρου και νόμου για τις δηλώσεις
φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων οικ. Έτους 2001, για τα εισοδήματα ή τις
δαπάνες της χρήσης 2000 και μετά).

Άρθρο 62
Προθεσμία υποβολής και περιεχόμενο της δήλωσης
Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε αντικαθίστανται ως
ακολούθως:
«Η δήλωση υποβάλλεται σε δύο (2) αντίτυπα είτε αυτοπροσώπως από τον υπόχρεο ή από πρόσωπο που
έχει εξουσιοδοτηθεί από αυτόν είτε ταχυδρομείται επί αποδείξει. Με την χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών
μεθόδων και δικτυακών υποδομών γίνεται υποχρεωτικά η υποβολή από κάθε υπόχρεο που ασκεί
επιχείρηση ή επάγγελμα, καθώς και από κάθε άλλο υπόχρεο του οποίου η δήλωση υποβάλλεται από
εξουσιοδοτημένο λογιστή στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που είναι αρμόδιος,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63, μέχρι την 1η Μαρτίου του οικείου οικονομικού έτους».

Οι διατάξεις των παραγράφων 1,4,και 6 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. όπως τροποποιούνται με τις
παραγράφους 6,7,8 και 9 του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος
που υποβάλλονται από το οικονομικό έτος 2012 και μετά.

1. Η δήλωση υποβάλλεται, είτε σε 2 (δύο) αντίτυπα, αυτοπροσώπως από τον


υπόχρεο ή από πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί από αυτόν ή ταχυδρομείται επί
αποδείξει είτε υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, στον προϊστάμενο της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που είναι αρμόδιος, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 63, μέχρι την 1η Μαρτίου του οικείου οικονομικού έτους.
Κατ΄ εξαίρεση η δήλωση υποβάλλεται:
α. Μέχρι την 1η Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, όταν μεταξύ των
εισοδημάτων του φορολογούμενου περιλαμβάνονται και γεωργικό εισόδημα ή
εισόδημα από εκμίσθωση ή δωρεάν παραχώρηση γεωργικής γης.
261

β. Μέχρι τις 16 Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, όταν μεταξύ των
εισοδημάτων του φορολογούμενου περιλαμβάνονται και κέρδη από ατομικές
εμπορικές γενικά επιχειρήσεις ή από την ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος,
όταν τηρούνται βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και
εφόσον η διαχειριστική τους περίοδος λήγει μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή
Δεκέμβριο.
γ. Μέχρι τις 2 Μαΐου του οικείου οικονομικού έτους όταν μεταξύ των εισοδημάτων
του φορολογούμενου περιλαμβάνονται:
αα. εισόδημα από συμμετοχή σε εταιρεία ή κοινοπραξία ή κοινωνία που δεν τηρούν
βιβλία ή τηρούν βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, καθώς και εισόδημα από συμμετοχή σε εταιρεία ή κοινοπραξία ή
κοινωνία που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή αν αυτές έχουν ως
αντικείμενο εργασιών την αντιπροσώπευση ή πρακτόρευση ασφαλιστικών
εταιρειών ή τη μεσιτεία ασφαλειών, καθώς και την πρακτόρευση ή αντιπροσώπευση
τραπεζών ή αν αυτές συμμετέχουν σε εταιρεία ή κοινοπραξία που τηρεί βιβλία
τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και εφόσον η διαχειριστική
περίοδος λήγει μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του προηγούμενου
ημερολογιακού έτους. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες
δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να επεκτείνεται η
εφαρμογή της διάταξης της υποπερίπτωσης αυτής και σε ορισμένες κατηγορίες
υποχρέων, των οποίων ο προσδιορισμός του εισοδήματος εξαρτάται, κατά κύριο
λόγο, από την εκκαθάριση δοσοληπτικών λογαριασμών μεταξύ αυτών και
επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, στα οποία εμφανίζονται αυτοί οι λογαριασμοί.
ββ. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.
γγ. Εισόδημα που προέκυψε στο εξωτερικό.
δδ. Εισόδημα από αμοιβές ως αξιωματικού ή κατώτερου πληρώματος εμπορικών
πλοίων.
εε. Εισόδημα που προέκυψε στην ημεδαπή, εφόσον ο φορολογούμενος δεν κατοικεί
ούτε διαμένει σε αυτήν.
στστ. Εισόδημα που καταβάλλεται από ανώνυμη εταιρία στα μέλη του διοικητικού
συμβουλίου της, για τις υπηρεσίες που παρέχουν με βάση ειδική σύμβαση
μίσθωσης εργασίας ή εντολής.
ζζ. Η δήλωση υποβάλλεται σε εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης α΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 61, εφόσον ο φορολογούμενος δεν κατοικεί ούτε
διαμένει στην ημεδαπή
(Όπως οι υποπεριπτώσεις στστ΄ και ζζ΄ προστέθηκαν στην περίπτωση γ΄ της παρ. 1 με την
παρ. 22 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου
νόμου για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικον. έτους 2001 και μετά).
262

δ. Μέχρι την ημερομηνία που ορίζεται από την παράγραφο αυτήν για τα από κάθε
πηγή εισοδήματα του δικαιούχου, του έτους είσπραξης ή απόκτησης των
εισοδημάτων:
αα. από μισθώματα ακινήτων γενικά που καταβάλλονται αναδρομικώς με βάση νόμο
ή δικαστική απόφαση,
ββ. από κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικώς με
βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, καθώς και από πρόσθετες
αμοιβές και αποζημιώσεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρ. 46,
γγ. από διατροφή που καταβάλλεται αναδρομικώς με βάση δικαστική απόφαση και
δδ. από υπηρεσίες ελευθέριου επαγγέλματος που αντιπροσωπεύουν εργασίες δύο
ή περισσότερων ετών και καταβάλλονται μεταγενέστερα.
ε. Όταν, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του
άρθρου 28 και του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 29, η διαχειριστική
περίοδος είναι υπερδωδεκάμηνη, υποβάλλονται δύο δηλώσεις, μία για τη
δωδεκάμηνη περίοδο και μία για τη μικρότερη περίοδο, μέσα στην προθεσμία που
ορίζεται για την υποβολή της δήλωσης της δωδεκάμηνης περιόδου.
Η υποβολή της δήλωσης πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του
αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) του φορολογουμένου, με αρχή, για το
ψηφίο 1, τις ημερομηνίες που αναφέρονται στις παραπάνω περιπτώσεις και
ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες, εκτός των υποπεριπτώσεων
ββ΄, γγ΄, δδ΄ και εε΄ της περίπτωσης γ΄ που ολοκληρώνεται σε είκοσι δύο (22)
εργάσιμες ημέρες. Ειδικά οι δηλώσεις που υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσω
διαδικτύου μπορούν να υποβάλλονται μέχρι την έναρξη του ωραρίου λειτουργίας
των δημόσιων υπηρεσιών της επόμενης ημέρας από την ημέρα λήξης της
προθεσμίας τους.
Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε αντικαθίστανται ως
ακολούθως:
«Η υποβολή της δήλωσης μπορεί να πραγματοποιηθεί έγκαιρα μέχρι την έναρξη του ωραρίου λειτουργίας
των δημόσιων υπηρεσιών της επόμενης ημέρας από την ημέρα λήξης της προθεσμίας τους».

στ) Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου, η προθεσμία


υποβολής της δήλωσης παρατείνεται για περίοδο δύο (2) μηνών μετά τη λήξη της
προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομιάς, εφόσον η λήξη αυτής της
προθεσμίας συμπίπτει με ημερομηνία πριν από την παρέλευση έξι (6) μηνών από το
θάνατο του υπόχρεου φορολογουμένου. Η προθεσμία αυτή υπολογίζεται ανάλογα
και για τους εκ διαθήκης κληρονόμους του αποβιώσαντος, εφόσον αυτοί δεν
καλούνται στην κληρονομιά κατά την τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής.
Αν δημοσιευθεί διαθήκη με την οποία ο αποβιώσας διαθέτει την περιουσία του
διαφορετικά από ό,τι προβλέπεται κατά την τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής, για
263

τους μη τετιμημένους, οι οποίοι είχαν, κατ΄ αρχή, υποχρέωση υποβολής δήλωσης


ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος, δεν επιβάλλονται κυρώσεις για τη
μη υποβολή δήλωσης. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου
εδαφίου, τυχόν κυρώσεις που επιβλήθηκαν στους μη τετιμημένους, αλλ΄ εξ
αδιαθέτου κληρονόμους του αποβιώσαντος, αίρονται οίκοθεν από τη φορολογική
αρχή. μετά τη δημοσίευση της διαθήκης αυτού, ανεξάρτητα από την υποβολή
δήλωσης από τους κληρονόμους με βάση την οικεία διαθήκη.
Αν δημοσιευθεί διαθήκη με την οποία η κληρονομιαία περιουσία διατίθεται
διαφορετικά από ότι προβλέπεται στη εξ αδιαθέτου διαδοχή, για τους τετιμημένους.
οι οποίοι δεν καλούνται άμεσα κατά την τάξη αυτής της διαδοχής, η προθεσμία
υποβολής της δήλωσης παρατείνεται για περίοδο 2 (δύο) μηνών μετά την πάροδο
της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομιάς, εφόσον η λήξη της προθεσμίας
αυτής συμπίπτει με ημερομηνία πριν από την παρέλευση έξι (6) μηνών από τη
δημοσίευση της διαθήκης του υπόχρεου. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου
εφαρμόζονται αναλόγως και σε περιπτώσεις διαδοχικών αποποιήσεων
κληρονομιάς ή δημοσίευσης πλειόνων διαθηκών.
(Όπως το νέο εδάφιο προστέθηκε μετά το εδάφιο που ακολουθεί την περ. ε΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 62 με την παράγραφο 10 του άρθρου 5 του Ν. 2892/2001 και
ισχύει σύμφωνα με την παρ. 13 του ιδίου άρθρου και νόμου για τις δηλώσεις φορολογίας
εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. Έτους 2001, για τα εισοδήματα ή τις δαπάνες της
χρήσης 2000 και μετά).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 62, αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 9 του άρθρου 5 του Ν. 2892/2001 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 13 του ιδίου
άρθρου και νόμου για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον.
Έτους 2001, για τα εισοδήματα ή τις δαπάνες της χρήσης 2000 και μετά).
(Όπως η περίπτωση στ της παραγράφου 1 του άρθρου 62, αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 2 του άρθρου 8 του Ν. 2873/2000 και ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).

2. Αν, πριν από την έναρξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης, ο
φορολογούμενος πρόκειται να εγκατασταθεί οριστικά στο εξωτερικό ή να
μεταναστεύσει στο εξωτερικό για χρονικό διάστημα πάνω από έτος ή να μεταφέρει
στην αλλοδαπή την περιουσία του που βρίσκεται στην Ελλάδα, θεωρείται ότι λήγει η
διαχειριστική περίοδος στην ημερομηνία αυτή και υποχρεούται να υποβάλει
δήλωση και να καταβάλει το φόρο που αναλογεί στο συνολικό εισόδημά του, το
οποίο απέκτησε μέχρι τη χρονολογία της αναχώρησής του ή της μεταφοράς της
περιουσίας του στο εξωτερικό. Σε αυτή την περίπτωση, ο προϊστάμενος της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να ζητήσει κάθε αναγκαία εγγύηση, κατά
την κρίση του, για να διασφαλίσει τα συμφέροντα του Δημοσίου και ο
φορολογούμενος δικαιούται, εφόσον συναινεί και ο προϊστάμενος της δημόσιας
264

οικονομικής υπηρεσίας, να διορίσει πρόσωπο φερέγγυο ως αντιπρόσωπό του στην


Ελλάδα, για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεών του.

3. Οι αλλοδαποί οι οποίοι απέκτησαν εισόδημα που φορολογείται στην Ελλάδα,


έχουν υποχρέωση, προτού αναχωρήσουν στο εξωτερικό, να υποβάλλουν δήλωση
γι΄ αυτό το εισόδημά τους και να καταβάλουν το φόρο που αναλογεί σε αυτό. Στην
περίπτωση αυτή εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της
προηγούμενης παραγράφου.

4. Η δήλωση συντάσσεται σε δύο αντίτυπα σε έντυπα που παρέχονται δωρεάν από


το Δημόσιο, υπογράφονται και τα δύο αντίτυπα από τον υπόχρεο και εφόσον
δηλώνονται και τα εισοδήματα της συζύγου, υπογράφονται και από αυτή ή από τον
πληρεξούσιό τους που έχει ειδικά εξουσιοδοτηθεί γι΄ αυτό.
Αν ο υπόχρεος για την υπογραφή της δήλωσης είναι αγράμματος, αυτή
υπογράφεται από δύο μάρτυρες.
Μαζί με την ετήσια δήλωσή του ο υπόχρεος υποβάλλει δήλωση με τα στοιχεία των
ακινήτων που του ανήκουν κατά πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας ή κατ΄ επικαρπία ή
ψιλή κυριότητα ή έχει δικαίωμα χρήσης ή οίκησης σε αυτά. Δήλωση φορολογίας
εισοδήματος που υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω του διαδικτύου παράγει τα ίδια
έννομα αποτελέσματα με τη δήλωση που υποβάλλεται αυτοπροσώπως ή
ταχυδρομικά.
Η παράγραφος 4 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Τα δικαιολογητικά που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις δεν συνυποβάλλονται κατά την ηλεκτρονική
υποβολή της δήλωσης μέσω διαδικτύου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η
διαδικασία και ο τρόπος ελέγχου αυτών των δικαιολογητικών, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα».

Ειδικά για τις δηλώσεις που υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου δεν
υποβάλλονται τα δικαιολογητικά που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις. Με
αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η διαδικασία και ο τρόπος ελέγχου αυτών των
δικαιολογητικών, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που είναι αναγκαία.
(Όπως παρ. 4 του άρθρου 62, προέκυψε μετά την κατάργηση του άρθρου 22 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22
του Ν. 3259/2004).
(Η παρ. 4 του άρθρου 62 πριν την κατάργηση του άρθρου 22 του Ν. 3220/2004, είχε ως
εξής:
«4. Εξαιρετικά, για τους υπόχρεους που έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των περιπτώσεων δ΄
και ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 και της παραγράφου 17 του άρθρου 31, η δήλωση
φορολογίας εισοδήματος μπορεί να περιλαμβάνει έκτος από τα ακαθάριστα έσοδα ή
265

αμοιβές και το καθαρό εισόδημα που προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία και τα
ακαθάριστα έσοδα και το καθαρό εισόδημα που προκύπτουν κατά τις διατάξεις αυτές.
Ειδικά στις περιπτώσεις που οι παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας,
των πινάκων της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 και της παραγράφου 17
του άρθρου 31, γνωστοποιούνται στον υπόχρεο σε χρόνο μεταγενέστερο από τη λήξη της
προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον υποβληθεί
συμπληρωματική δήλωση μέσα σε ένα μήνα από το χρόνο γνωστοποίησης, με τα
ακαθάριστα έσοδα και το καθαρό εισόδημα που προκύπτουν από την εφαρμογή των
ανωτέρων διατάξεων, ο πρόσθετος φόρος εκ της εκπροθέσμου υποβολής της δήλωσης
αυτής περιορίζεται στο ένα τέταρτο (1/4)»).
(Όπως το τέταρτο εδάφιο προστέθηκε στην παρ. 4 του άρθρου 62 με την παράγραφο 11
του άρθρου 5 του Ν. 2892/2001 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 13 του ιδίου άρθρου και
νόμου για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. Έτους 2001,
για τα εισοδήματα ή τις δαπάνες της χρήσης 2000 και μετά).
(Όπως τα δύο τελευταία εδάφια προστέθηκαν στην παρ. 4 του άρθρου 62 με την
παράγραφο 5 του άρθρου 13 του Ν. 2992/2002 και ισχύουν σύμφωνα με την παρ. 6 του
ιδίου άρθρου και νόμου για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων
οικον. Έτους 2002 και μετά).

5. Ο υπόχρεος για την επίδοση της δήλωσης βεβαιώνει υπεύθυνα, έχοντας γνώση
των συνεπειών των άρθρων 86, 87, 88 και 90, την ειλικρίνεια και το περιεχόμενο της
δήλωσης και των λοιπών συνυποβαλλόμενων με αυτήν εντύπων.

0. Η παράγραφος 6 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε αντικαθίσταται ως ακολούθως:


«6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε φορά ο τύπος και το περιεχόμενο της
δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία τα οποία συνυποβάλλονται με τη
δήλωση, καθώς και ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής της όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος
άρθρου».

6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται κάθε φορά ο


τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, τα δικαιολογητικά
ή άλλα στοιχεία τα οποία συνυποβάλλονται με τη δήλωση, καθώς και ο τύπος και το
περιεχόμενο της απλουστευμένης δήλωσης εισοδηματικής κατάστασης, ο τρόπος
και ο χρόνος υποβολής της.
(Όπως η παράγραφος 6 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται ή
δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά).
(Η παράγραφος 6 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
266

«6. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, καθορίζεται κάθε φορά ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης, καθώς και
τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία τα οποία συνυποβάλλονται με τη δήλωση και που ο
φορολογούμενος υποχρεούται να συμπληρώσει ανάλογα

Άρθρο 63
Αρμόδιος προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας
1. Αρμόδιος για την παραλαβή των δηλώσεων και τον έλεγχό τους, την εξακρίβωση
αυτών που δεν έχουν επιδώσει δηλώσεις και γενικά για την επιβολή του φόρου είναι
ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της κατοικίας του
φορολογούμενου. Κατ΄ εξαίρεση προκειμένου:
α. Για τα πρόσωπα που ασκούν ατομικώς εμπορική επιχείρηση γενικά ή ελευθέριο
επάγγελμα, αρμόδιος είναι, κατά περίπτωση, ο κατά τον χρόνο υποβολής της
δήλωσης, προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας της κύριας
επιχείρησής τους ή του κύριου επαγγέλματός τους.
β. Για τα πρόσωπα που είναι κάτοικοι αλλοδαπής και έχουν υποχρέωση να
υποβάλλουν δήλωση στην Ελλάδα, εφόσον δεν υπάγονται στην περίπτωση α΄,
αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Κατοίκων
Εξωτερικού ή ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που ορίζεται
κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
(Όπως η περίπτωση β της παρ. 1 του άρθρ. 63, αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 10 του
άρθρου 26 του Ν. 2789/2000).
γ. Για σχολάζουσα κληρονομία ή σε περίπτωση θανάτου του υποχρέου πριν από
την επίδοση της δήλωσης, αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας της περιφέρειας στην οποία κατοικούσε ο κληρονομούμενος
ή βρισκόταν η έδρα της ατομικής επαγγελματικής του εγκατάστασης πριν από το
θάνατό του.

2. Για την παραλαβή και τον έλεγχο εκπρόθεσμης δήλωσης, αρμόδιος είναι ο
προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στην περιφέρεια της οποίας ο
φορολογούμενος έχει την κατοικία του ή την έδρα της επιχείρησής του σύμφωνα με
τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου κατά το χρόνο της υποβολής αυτής
της δήλωσης. Πριν από την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης νομίμως
επιλαμβάνεται ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που ήταν
αρμόδιος για το αμέσως προηγούμενο της υποβολής της εκπρόθεσμης δήλωσης
χρονικό διάστημα.
267

3. Οι δηλώσεις των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση β΄ της παρ. 1


αυτού του άρθρου, στην παράγραφο 3 του άρθρου 47, καθώς και των προξενικών
υπαλλήλων του Κράτους, που υπηρετούν στο εξωτερικό, μπορεί να επιδίδονται και
στην προξενική αρχή του τόπου που διαμένει ο υπόχρεος, η οποία οφείλει να τις
διαβιβάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας.

Άρθρο 64
Δήλωση εταιρειών, κοινοπραξιών και κοινωνιών που ασκούν επιχείρηση ή
επάγγελμα
1. Οι υπόχρεοι, που υπόκεινται σε φορολογία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου
10, υποβάλλουν δήλωση φόρου εισοδήματος στον προϊστάμενο της αρμόδιας
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ως εξής:
α. Μέχρι την 1η Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, αν η εταιρεία ή η
κοινοπραξία ή η κοινωνία δεν τηρεί βιβλία ή τηρεί βιβλία πρώτης ή δεύτερης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Η υποβολή της δήλωσης
πραγματοποιείται ανάλογα, με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού
μητρώου (Α.Φ.Μ.) του φορολογουμένου με αρχή το ψηφίο 1 και ολοκληρώνεται μέσα
σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες.
β. Μέχρι τις 15 Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, αν η εταιρεία έχει ως
αντικείμενο εργασιών την αντιπροσώπευση ή πρακτόρευση ασφαλιστικών
εταιρειών ή τη μεσιτεία ασφαλειών, καθώς και την πρακτόρευση ή αντιπροσώπευση
τραπεζών ή αν αυτή συμμετέχει σε εταιρεία ή κοινοπραξία που τηρεί βιβλία τρίτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και εφόσον η διαχειριστική περίοδος
αυτής λήγει μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του προηγούμενου
ημερολογιακού έτους.
γ. Αν, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του
άρθρου 28 και του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρ.29, η διαχειριστική περίοδος
είναι υπερδωδεκάμηνη, υποβάλλονται δύο δηλώσεις, μία για τη δωδεκάμηνη
περίοδο και μία για τη μικρότερη περίοδο, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται για τη
δήλωση της δωδεκάμηνης περιόδου. Στην περίπτωση αυτήν η κατανομή των
αποτελεσμάτων γίνεται με βάση τα ακαθάριστα έσοδα καθεμιάς περιόδου.

1. α. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 64 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
« Όταν ο φόρος που οφείλεται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην
προθεσμία υποβολής της δήλωσης, παρέχεται έκπτωση ενάμιση τοις εκατό (1,5%) στο συνολικό ποσό
αυτού και των λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών.»
268

β. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 64 του Κ.Φ.Ε., όπως προστίθενται
με τις διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγράφου αυτής, ισχύουν για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος
φυσικών και νομικών προσώπων οικονομικού έτους 2010 και επομένων.

δ. Μέσα σε τρεισήμισι (3,5) μήνες από την ημερομηνία λήξης της διαχειριστικής
περιόδου, αν η εταιρεία ή η κοινοπραξία ή η κοινωνία τηρεί βιβλία τρίτης κατηγορίας
του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
ε. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία λύσης, μετατροπής ή συγχώνευσης
της εταιρείας ή κοινοπραξίας, κατά περίπτωση, και εφόσον η εταιρεία ή η
κοινοπραξία τηρεί βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων και η διαχειριστική περίοδός της λήγει μέχρι τις 30 Νοεμβρίου του οικείου
οικονομικού έτους.
στ. Για τους υπόχρεους της παραγράφου 4 του άρθρου 2 που έχουν τεθεί υπό
εκκαθάριση εφαρμόζεται ανάλογα η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου
107.
Η δήλωση επιδίδεται από τον νόμιμο εκπρόσωπο ή το πρόσωπο που έχει ορισθεί
γι΄ αυτό, στον προϊστάμενο της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 64, το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο
22 του Ν. 3220/2004 καταργείται από την ημερομηνια έναρξης ισχύος του, συμφωνα με την
παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 3259/2004).
(Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 πριν την κατάργηση του άρθρου 22 του Ν. 3220/2004, είχε
ως εξής:
«Τα οριζόμενα στα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 62 ισχύουν για
τους υπόχρεους του άρθρου αυτού»).

2. Αρμόδιος για την παραλαβή των δηλώσεων και τον έλεγχό τους, την εξεύρεση του
εισοδήματος αυτών που δεν έχουν επιδώσει δηλώσεις και γενικά για την επιβολή
του φόρου είναι ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της
περιφέρειας στην οποία βρίσκεται η έδρα των υπόχρεων, που αναφέρονται στην
παρ. 4 του άρθρ. 2 κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης.
Πριν από την υποβολή εκπρόθεσμης δήλωσης νομίμως επιλαμβάνεται ο
προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που ήταν αρμόδιος για το
αμέσως προηγούμενο της υποβολής της εκπρόθεσμης δήλωσης χρονικό διάστημα.

3 Τα ποσά του φόρου, της προκαταβολής και των τελών ή εισφορών, που
οφείλονται με βάση τη δήλωση αυτού του άρθρου, καταβάλλονται σε οκτώ (8) ίσες
μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης
δήλωσης, οι δε υπόλοιπες επτά (7), μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες
269

υπηρεσίες ημέρα των (7) επόμενων μηνών, από τη λήξη προθεσμίας υποβολής της
δήλωσης.
Σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης δήλωσης καταβάλλονται μαζί με αυτήν οι
ληξιπρόθεσμες δόσεις και οι πρόσθετοι φόροι που ορίζονται στο άρθρο 86.
Δήλωση, που υποβάλλεται χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή των αναφερόμενων στα
προηγούμενα εδάφια ποσών, θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο
αποτέλεσμα.
Στην περίπτωση που ο οφειλόμενος φόρος με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση
καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην προθεσμία υποβολής της δήλωσης παρέχεται
έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%) στο συνολικό ποσό αυτού και των λοιπών
συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών.
(Όπως το ποσοστό του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 64 του Ν. 2238/1994,
αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 3 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικ. έτους 2005 και μετά).
(Το ποσοστό του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 64 πριν την αντικατάσταση του
ήταν «2,5%»)
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 64 αντικαθίσταται από την παρ. 1
του αρθρ. 31 του Ν. 3220/2004 και ισχύει συμφωνα με την παρ. 3 του ιδιου άρθρου για
δηλωσεις φορολογιας εισοδηματος οικονομικου ετους 2004 και μετα).
(Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 64 πριν την αντικατάστασή του είχε ως
εξής:
«3. Τα ποσά του φόρου, της προκαταβολής και των τυχόν τελών ή εισφορών, που
οφείλονται με βάση τη δήλωση αυτού του άρθρου, καταβάλλονται σε πέντε (5) ίσες μηνιαίες
δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης, η δεύτερη
μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη
λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης και καθεμία από τις επόμενες την τελευταία
εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των αντίστοιχων μηνών»).

4. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας των πιο πάνω
υπόχρεων, ύστερα από σχετικό έλεγχο, εκδίδει και κοινοποιεί σε αυτές, κατά τις
διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, πράξη προσδιορισμού των
οικονομικών αποτελεσμάτων και επιβολής φόρου, μαζί με τη σχετική έκθεση
ελέγχου. Η πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων και επιβολής φόρου της
κοινοπραξίας ή κοινωνίας κοινοποιείται στον εκπρόσωπό της, ο οποίος
αναγράφεται στη δήλωση, ή σε περίπτωση μη ορισμού του, σ΄ οποιοδήποτε μέλος
της κοινωνίας ή κοινοπραξίας. Σε περίπτωση λύσης της εταιρίας ή κοινοπραξίας ή
κοινωνίας η πράξη εκδίδεται στο όνομα αυτών και κοινοποιείται σε όλα τα μέλη τους
και όταν πρόκειται για πτώχευση η πράξη εκδίδεται στο όνομα της πτωχεύσασας
και κοινοποιείται στα μέλη και στο σύνδικο.
270

5. Τα οικονομικά αποτελέσματα που προσδιορίζονται με βάση την οριστική


απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου ή το πρακτικό διοικητικής επίλυσης της
διαφοράς, καθώς και αυτά που οριστικοποιούνται λόγω μη άσκησης προσφυγής,
δεν μπορεί να αμφισβητηθούν από τους εταίρους ή τα μέλη της κοινωνίας ή
κοινοπραξίας.

6. Οι διατάξεις του άρθρου 52, εκτός από το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του
ίδιου άρθρου, του άρθρου 53, των δεύτερου και τρίτου εδαφίων και της περίπτωσης
ι΄ της παραγράφου 1, καθώς και των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 61, των
άρθρων 65 έως και 90, εφαρμόζονται ανάλογα. Για τους υποχρέους της
παραγράφου 4 του άρθρου 2 ο συντελεστής υπολογισμού της προκαταβολής φόρου
της παραγράφου 1 του άρθρου 52 μειώνεται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό
(50%) κατά τα τρία πρώτα οικονομικά έτη από την έναρξη της δραστηριότητάς τους.
Εξαιρούνται οι εταιρίες που κάνουν έναρξη δραστηριότητας μετά από εικονική λύση
ή διακοπή άλλης επιχείρησης. Ως εικονική θεωρείται η λύση εταιρίας ή η διακοπή
ατομικής επιχείρησης, όταν, μετά τη λύση ή διακοπή, στην ίδια επαγγελματική
εγκατάσταση συνεχίζεται η ίδια δραστηριότητα από νέα εταιρία με άλλη μορφή αλλά
τους ίδιους εταίρους ή εταιρία στην οποία συμμετέχει το φυσικό πρόσωπο που είχε
την ατομική επιχείρηση.
Ειδικώς, οι διατάξεις του άρθρου 52 δεν εφαρμόζονται για εταιρίες του άρθρου 13
του Ν. 718/1977 (ΦΕΚ Α΄ 304) για το οικονομικό έτος 1993.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 64 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1-1-2005 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 64 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Οι διατάξεις του άρθρου 52, εκτός από τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 1 του
ίδιου άρθρου, του άρθρου 53, των δευτέρου και τρίτου εδαφίων και της περίπτωσης ια΄ της
παραγράφου 1, καθώς και των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 61, των άρθρων 65 ως και
90, εφαρμόζονται ανάλογα»).
(Όπως το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 64 του Ν. 2238/1994,
προστέθηκαν με την παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το
άρθρο 33 του ίδιου νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1-1-2005 και μετά).

7. Οι διατάξεις του άρθρου 10 δεν εφαρμόζονται για:


α. Κοινωνίες αστικού δικαίου που εκμεταλλεύονται φορτηγά ή επιβατικά αυτοκίνητα
δημόσιας χρήσης, για τα καθαρά κέρδη που προέρχονται από τη συνεκμετάλλευση
με τη μορφή κοινωνίας μέχρι και δύο αυτοκινήτων. Τα καθαρά κέρδη που
προέρχονται από την εκμετάλλευση των πάνω από δύο αυτοκινήτων
φορολογούνται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
271

β. Τους λοιπούς υποχρέους, που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2, οι


οποίοι εκμεταλλεύονται ένα μόνο αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης.
γ. Συνιδιοκτησίες που συνεκμεταλλεύονται αλιευτικά σκάφη μέχρι και 10 (δέκα)
κόρους ολικής χωρητικότητας στις οποίες συμμετέχουν αποκλειστικά
επαγγελματίες αλιείς.
(Όπως η περ. γ΄ της παρ. 7 του άρθρου 64 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε και
αναριθμήθηκε η περ. δ΄ σε γ΄, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 3 του Ν. 3296/2004, και
η κατάργηση αυτή ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1-1-2005 και μετά).
(Η περ. γ΄ της παρ. 7 του άρθρου 64 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«γ. Εταιρίες συστεγαζόμενων φαρμακείων στις οποίες συμμετέχουν αποκλειστικώς
φαρμακοποιοί»).

8. Την πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλει ο νόμιμος


εκπρόσωπος της εταιρίας και αν πρόκειται για κοινοπραξία ή κοινωνία εκείνος που
ορίζεται για το σκοπό αυτό, ο οποίος και υπογράφει την πράξη της διοικητικής
επίλυσης της διαφοράς. Ειδικά, αν πρόκειται για εταιρία ή κοινοπραξία ή κοινωνία
που έχει λυθεί, η πρόταση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται και
η πράξη υπογράφεται από κάθε μέλος χωρίς αυτό να δεσμεύει τα λοιπά μέλη.

9. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα


της Κυβερνήσεως, καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης
φορολογίας εισοδήματος και της πράξης προσδιορισμού αποτελεσμάτων, καθώς
και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων
αυτού του άρθρου.

Άρθρο 65
Μεταγραφή δηλώσεων
1. Οι δηλώσεις, που επιδίδονται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, καταχωρίζονται από αυτόν σε
βιβλία μεταγραφής δηλώσεων.

2. Η καταχώρηση των δηλώσεων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο


ενεργείται στα βιβλία μεταγραφής δηλώσεων, με βάση τη χρονολογική σειρά
επίδοσής τους.
272

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΕΛΕΓΧΟΣ - ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΦΟΡΟΥ

Άρθρο 66
Φορολογικός έλεγχος
1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ελέγχει την ακρίβεια των
επιδιδόμενων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την εξακρίβωση των
υπόχρεων που δεν έχουν υποβάλλει δήλωση. Για το σκοπό αυτόν δικαιούται:
α. Να ζητά από τον υπόχρεο, ανεξάρτητα από το αν έχει υποβάλει ή όχι φορολογική
δήλωση, καλώντας αυτόν με έγγραφο, το οποίο του αποστέλλει επί αποδείξει, να
δώσει μέσα σε σύντομη και τακτή προθεσμία, είτε αυτοπροσώπως είτε με
εντολοδόχο που διορίζεται με απλή επιστολή, τις αναγκαίες διευκρινίσεις και να
προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθε στοιχείο που είναι χρήσιμο για τον
καθορισμό του εισοδήματος.
β. Να ζητά από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε
οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική κλπ. οποιεσδήποτε
πληροφορίες θεωρεί αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του.
Κατά την αληθή έννοια της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου υφίσταται
υποχρέωση παροχής των ζητούμενων πληροφοριών από τον προϊστάμενο της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή από πρόσωπο που έχει τις ίδιες ελεγκτικές
αρμοδιότητες με αυτόν. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής δεν εμποδίζεται από
την επίκληση, εκ μέρους οποιουδήποτε, του, κατά την ισχύουσα νομοθεσία,
απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων, το οποίο αίρεται ειδικώς προς
διευκόλυνση του φορολογικού ελέγχου. Για την άρση του απορρήτου στην
περίπτωση αυτή απαιτείται κοινή απόφαση του επιθεωρητή της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας, και του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., οι οποίοι είναι αρμόδιοι
για το συγκεκριμένο φορολογικό έλεγχο.
Ειδικά για την άρση του απορρήτου σε έλεγχο διενεργούμενο από ειδικό συνεργείο,
που συστάθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν. 1914/1990 (ΦΕΚ Α΄ 178),
απαιτείται απόφαση του προϊσταμένου του ειδικού συνεργείου που διενεργεί το
συγκεκριμένο φορολογικό έλεγχο. Επίσης, για την άρση του απορρήτου σε έλεγχο
που διενεργείται από την Υπηρεσία Ελέγχου Διακίνησης Αγαθών (ΥΠ.Ε.Δ.Α.) και τα
παραρτήματά της, απαιτείται κοινή απόφαση του Προϊσταμένου της ΥΠ.Ε.Δ.Α. ή του
παραρτήματός της και του εποπτεύοντος επιθεωρητή.
γ. Να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο και να ζητά από αυτό τις πληροφορίες που είναι
αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του. Αυτές οι πληροφορίες πρέπει να είναι
έγγραφες.
273

δ. Να ενεργεί, είτε μόνος, είτε μέσω υπαλλήλου της δημόσιας οικονομικής


υπηρεσίας ή άλλου δημοσίου υπαλλήλου, είτε μέσω άλλης αρχής, οποιαδήποτε
επιτόπια εξέταση που θα κρίνει αναγκαία και ειδικά, προκειμένου για υποχρέους
που υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, πρέπει να ενεργεί
σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις.
ε. Να ενεργεί, είτε ο ίδιος, είτε ο οριζόμενος με έγγραφη εντολή του υπάλληλος της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ελεγκτικές επαληθεύσεις στα βιβλία και στοιχεία
επιτηδευματία αρμοδιότητας άλλου προϊσταμένου δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, που έχει την έδρα του στην ίδια πόλη ή στον ίδιο νομό, για να
διαπιστώνει την ακρίβεια των δεδομένων των στοιχείων και βιβλίων επιτηδευματία
δικής του αρμοδιότητας.
Ο έλεγχος του άλλου επιτηδευματία περιορίζεται στη διαδικασία διασταύρωσης
στοιχείων που φέρεται ως εκδότης ή λήπτης αυτών, με τα δεδομένα των βιβλίων και
στοιχείων του. Για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής, οι νομοί Αττικής και
Πειραιά θεωρούνται ως ένας νομός. Στην περίπτωση του ελέγχου αυτού δεν έχουν
εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 36 του Π.Δ. 186/1992.

2. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον υπολογισμό και


την εκκαθάριση του φόρου δεν λαμβάνει υπόψη λέξεις, ποσά και αριθμούς που
έχουν αναγραφεί στις ενδείξεις της ετήσιας δήλωσης του υποχρέου και
συνεπάγονται τη διενέργεια εκπτώσεων ή μειώσεων του εισοδήματος ή του φόρου
ή διαμορφώνουν το αφορολόγητο ποσό ή την ετήσια τεκμαρτή δαπάνη, εφόσον δεν
συνυποβάλλονται από τον υπόχρεο τα νόμιμα στοιχεία που αποδεικνύουν άμεσα τη
συνδρομή των προϋποθέσεων, με βάση όσα ορίζονται στις κείμενες διατάξεις.
Αριθμητικά λάθη στις αθροίσεις και στις μεταφορές, καθώς και αναριθμητισμοί, που
αφορούν στην ορθή συμπλήρωση της ετήσιας δήλωσης του υποχρέου,
διορθώνονται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας,
με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του.
Το περιεχόμενο του σημειώματος υπολογισμού και εκκαθάρισης του φόρου αυτής
της παραγράφου μπορεί να αμφισβητηθεί από το φορολογούμενο με κάθε
αποδεικτικό μέσο ενώπιον του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας
ή του διοικητικού πρωτοδικείου, κατά τα οριζόμενα από τον Κώδικα Φορολογικής
Δικονομίας. Το δικαίωμα αυτό του φορολογούμενου ασκείται από την ημερομηνία
έκδοσης του οικείου χρηματικού καταλόγου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του οικείου
οικονομικού έτους.
Αν ο φορολογούμενος λάβει αυτό το σημείωμα μετά τις 31 Δεκεμβρίου του οικείου
οικονομικού έτους, η αμφισβήτηση ασκείται μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται
στο άρθρο 66 του N. 2717/1999.
Η εκκαθάριση και καταβολή του φόρου δεν αναστέλλεται από τη διαδικασία αυτή. Οι
διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση που η
274

δήλωση φορολογίας εισοδήματος του υπόχρεου υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω


διαδικτύου, εφόσον ο υπόχρεος δεν υποβάλλει τα οικεία δικαιολογητικά μέχρι το
τέλος Ιουλίου του οικείου οικονομικού έτους.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην παράγραφο 2 του άρθρου 66 με την παράγραφο
12 του άρθρου 5 του Ν. 2892/2001 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 13 του ιδίου άρθρου και
νόμου για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. Έτους 2001,
για τα εισοδήματα ή τις δαπάνες της χρήσης 2000 και μετά).

την παράγραφο 2 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Ε., η φράση «τεκμαρτή δαπάνη» αντικαθίσταται από τη φράση
«αντικειμενική δαπάνη».

3. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, μπορεί να καθορίζονται οι ελεγκτικές


επαληθεύσεις που πρέπει να διενεργούνται και οι αρχές, οι κανόνες, τα στοιχεία, τα
κριτήρια και γενικά ο τρόπος και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται, κατά
τον έλεγχο των δηλώσεων που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της παρ. 1, για
ορισμένες ή και όλες τις κατηγορίες εισοδημάτων, ανάλογα και με την προέλευση
και το ύψος αυτών, καθώς και ειδικός τρόπος επίλυσης των φορολογικών διαφορών
που προκύπτουν από τον έλεγχο αυτόν. Σε δηλώσεις που ελέγχονται σύμφωνα με
τις αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου αλλά δεν επέρχεται επίλυση της
φορολογικής διαφοράς, μπορεί με τις αποφάσεις αυτές να ορίζεται η διενέργεια
πρόσθετων ελεγκτικών επαληθεύσεων. Για τις δηλώσεις αυτές εκδίδονται και
κοινοποιούνται τα σχετικά φύλλα ελέγχου ή οι πράξεις και ακολουθείται η οριζόμενη
από τις οικείες φορολογικές διατάξεις διαδικασία. Με τις ίδιες αποφάσεις μπορεί να
καθορίζεται ειδικός τρόπος επίλυσης των φορολογικών διαφορών που προκύπτουν
και από τον έλεγχο δηλώσεων που δεν εμπίπτουν στον τρόπο ελέγχου των
αποφάσεων αυτών και να ορίζονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται
στις περιπτώσεις αυτές. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί επίσης
να καθορίζεται ειδικός τρόπος έκδοσης των καταλογιστικών πράξεων που αφορούν
τις δηλώσεις που ελέγχονται κατά τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο καθώς και
βεβαίωσης των οικείων διαφορών, με την έκδοση ενιαίας ανά φορολογικό
αντικείμενο πράξης για όλες τις χρήσεις για τις οποίες επέρχεται επίλυση των
διαφορών.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην παρ. 3 με την παρ. 27 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο
ΦΕΚ, ήτοι από 2/11/2001)

4. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα


της Κυβερνήσεως:
275

α. Συνιστώνται ειδικά ελεγκτικά κέντρα, στα οποία παρέχεται η αρμοδιότητα για το


φορολογικό έλεγχο ορισμένων επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή ή τον τύπο
με τον οποίο λειτουργούν ή το είδος τους ή την κατηγορία των βιβλίων που τήρησαν
και καθορίζεται ο αριθμός αυτών, η χωρική τους αρμοδιότητα, η οργάνωση, η
στελέχωση και ο τρόπος λειτουργίας τους, καθώς και κάθε άλλη σχετική
λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της
περίπτωσης.
β. Μπορεί να ανατίθεται η διενέργεια ελέγχου σε προϊστάμενο δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας που δεν είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιος. Όλη η υπόλοιπη, εκτός
από τη διενέργεια του ελέγχου, διαδικασία επιβολής του φόρου ενεργείται από τον
καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
γ. Συνιστώνται στα ελεγκτικά κέντρα που προβλέπονται από το άρθρο 3 του Ν.
2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α΄) ειδικές Επιτροπές, στις οποίες θα ανατίθεται ο έλεγχος των
δαπανών των περιπτώσεων ι΄ και ιη΄ της παρ. 1 του άρθρ.31 του παρόντος, όταν
αυτές υπερβαίνουν τα κατά περίπτωση όρια. Με τις ίδιες αποφάσεις του Υπουργού
Οικονομικών ή και με άλλες καθορίζεται η σύνθεση των Επιτροπών αυτών, ο
τρόπος λειτουργίας τους, οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τον
έλεγχο των ως άνω δαπανών, τα δικαιολογητικά που υποβάλλουν οι ελεγχόμενες
επιχειρήσεις και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης περίπτωσης β΄ εφαρμόζεται ανάλογα και
στην παρούσα περίπτωση.
(Όπως η περίπτωση γ προστέθηκε στην παράγραφο 4 του άρθρου 66 με την παράγραφο
16 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000).

5. Τα δικαιώματα ελέγχου, που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 4, έχουν και οι


επιθεωρητές των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών, οι οποίοι μπορεί να
διατάσσουν και επανέλεγχο για οποιαδήποτε φορολογική υπόθεση με υπαλλήλους
της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή με άλλους υπαλλήλους των
δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών που εποπτεύουν, οι οποίοι μετακινούνται για το
σκοπό αυτό με απόφασή τους.

6. Όσοι, καλούμενοι σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, αρνούνται ή


παραλείπουν αναιτιολογήτως να δώσουν πληροφορίες για την εξακρίβωση του
εισοδήματος και να διευκολύνουν το ελεγκτικό έργο του προϊσταμένου της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας, υπόκεινται στο πρόστιμο που ορίζεται από το άρθρο 87.

7. Σε δίκες για αδικήματα που διαπράχθηκαν εναντίον υπαλλήλων ή επιθεωρητών


Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι ενήργησαν για το συμφέρον της υπηρεσίας,
μπορεί, ύστερα από προηγούμενη έγκριση του Υπ. Οικονομικών, να παρίσταται για
276

την υπεράσπισή τους, ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, εκπρόσωπος της


νομικής διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών.

8. Επιφυλασσομένης της εφαρμογής της διατάξεως της παραγράφου 3 του


παρόντος, από τις ανέλεγκτες δηλώσεις, των οποίων επίκειται ο χρόνος
παραγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 84, ελέγχονται υποχρεωτικά
κατά προτεραιότητα οι δηλώσεις με τα μεγαλύτερα εισοδήματα.
Στις περιπτώσεις που δεν καθίσταται εφικτός ο έλεγχος των υπόλοιπων δηλώσεων
μέχρι να συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής, οι δηλώσεις αυτές περαιώνονται
με έλεγχο, που καθορίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.
Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή φόρου, λόγω εφαρμογής
της διατάξεως της παραγράφου 3, δεν δημιουργεί πειθαρχική ευθύνη φοροτεχνικών
υπαλλήλων.

9. Ο υπόχρεος, προ της έκδοσης του φύλλου ελέγχου ή της πράξης, μπορεί να λάβει
γνώση του αποτελέσματος του ελέγχου της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού και να
υποβάλει συμπληρωματική ή αρχική δήλωση. Στην περίπτωση αυτήν, οι
προβλεπόμενες κατά φορολογικό αντικείμενο προσαυξήσεις ή πρόστιμα μειώνονται
στο 1/5 για υποθέσεις οικονομικού έτους 1991 και παλαιότερα.

10. Ο έλεγχος των δηλώσεων, κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους


του παρόντος άρθρου, ενεργείται κατ΄ αρχήν μόνο στην τελευταία ανέλεγκτη
διαχειριστική περίοδο και στις δύο αμέσως προηγούμενες από αυτήν. Ως τελευταία
ανέλεγκτη διαχειριστική περίοδος θεωρείται εκείνη για την οποία έχει παρέλθει η
προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και δεν έχει
παρέλθει η προθεσμία υποβολής της δήλωσης της επόμενης διαχειριστικής
περιόδου. Εάν από τον διενεργούμενο κατά τα ανωτέρω έλεγχο προκύψουν, για μία
τουλάχιστον από τις ελεγχόμενες διαχειριστικές περιόδους, ουσιαστικές
παραβάσεις του Κ.Β.Σ. ή διαφορές καθαρών εισοδημάτων ή κερδών ή αμοιβών από
οποιαδήποτε αιτία που υπερβαίνουν το 5% αυτών που έχουν δηλωθεί ή σε ποσό τα
15.000 ευρώ, τότε ο έλεγχος επεκτείνεται και στις δύο αμέσως προηγούμενες
ανέλεγκτες διαχειριστικές περιόδους. Εξαιρετικά, πέραν των διαχειριστικών
περιόδων που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, διενεργείται έλεγχος σε όλες γενικά τις
προηγούμενες ανέλεγκτες διαχειριστικές περιόδους για τις οποίες δεν έχει
παραγραφεί το δικαίωμα του δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή
πράξεων επιβολής του φόρου, εφόσον, έστω και για μία από αυτές, υφίστανται
διαπιστωμένες ουσιαστικές παραβάσεις του Κ.Β.Σ. ή δεν έχει υποβληθεί δήλωση
φορολογίας εισοδήματος. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών
καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.
277

(Όπως η παράγραφος 10 προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται ή
δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2003 και μετά).
…………………………….
(Όπως η παράγραφος 11 του άρθρου 66 του Ν. 2238/1994, η οποία είχε προστεθεί με την
παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 3220/2004, καταργείται από την ημερομηνια έναρξης ισχύος
της, με παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν.3259/2004).
(Η παράγραφος 11 του άρθρου 66 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«11. Καθιερώνεται Σύστημα Επιλογής Υποθέσεων για τακτικό φορολογικό έλεγχο, το οποίο
στηρίζεται σε κλίμακα μορίων.
Η κλίμακα αυτή διαμορφώνεται κάθε χρόνο από τη συγκέντρωση, επεξεργασία και
αξιολόγηση:
α. Των παραβάσεων και παραλείψεων των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής
νομοθεσίας, ανάλογα με το είδος, τη βαρύτητα και τη συχνότητα εμφάνισής τους.
β. Των δεδομένων που προκύπτουν από τις υποβληθείσες δηλώσεις και καταστάσεις όλων
των φορολογιών.
γ. Των στοιχείων και πληροφοριών που είναι διαθέσιμα στο Υπουργείο Οικονομίας και
Οικονομικών από κάθε πηγή»).
…………………………….
(Όπως η παράγραφος 12 του άρθρου 66 του Ν. 2238/1994, η οποία είχε προστεθεί με την
παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 3220/2004, καταργείται από την ημερομηνια έναρξης ισχύος
της, με την παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Η παράγραφος 12 του άρθρου 66 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«12. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδονται το
Σεπτέμβριο κάθε έτους για τους ελέγχους που θα διενεργηθούν το επόμενο έτος,
καθορίζονται:
α. Οι παραβάσεις ή παραλείψεις, τα στοιχεία και γενικά τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη
για τον καθορισμό των προς έλεγχο υποθέσεων, τα μόρια που αντιστοιχούν, ο χρόνος
έναρξης των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα
για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
β. Υποθέσεις για έλεγχο ανά κλάδο δραστηριότητας ή ανά ελεγκτική αρχή ή ανά
γεωγραφική περιοχή, σε συνδυασμό με τα παραπάνω οριζόμενα κριτήρια.
Με όμοια απόφαση μπορεί να ορίζεται και τυχαίο δείγμα υπαγόμενο σε έλεγχο υποθέσεων,
ανεξάρτητα από τα παραπάνω οριζόμενα κριτήρια.»
…………………………….
(Όπως η παράγραφος 13 του άρθρου 66 του Ν. 2238/1994, η οποία είχε προστεθεί με την
παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 3220/2004, καταργείται από την ημερομηνια έναρξης ισχύος
της, με την παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Η παράγραφος 13 του άρθρου 66 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής:
«13. Ελέγχονται υποχρεωτικά:
278

α) Δηλώσεις με ακαθάριστα έσοδα άνω των 30.000.000 ευρώ καθώς και δηλώσεις
επιχειρήσεων που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή αλλοδαπά
χρηματιστήρια, και β) υποθέσεις για τις οποίες έχουν περιέλθει στις ελεγκτικές υπηρεσίες
στοιχεία από τις διασταυρώσεις του πληροφοριακού συστήματος ή από ελέγχους σε τρίτες
επιχειρήσεις, για απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή διάπραξη φορολογικών αδικημάτων»).
……………….
ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ:
Οι διατάξεις των παραγράφων 11, 12 και 13 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας
Εισοδήματος ισχύουν σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 16 του Ν. 3220/2004 και για τις
Λοιπές Φορολογίες.
(Η σχετική διάταξη έχει πάψει να ισχύει, μετα την κατάργηση του άρθρου 16 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, με την παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν.
3259/2004).

Άρθρο 67
Προσωρινός φορολογικός έλεγχος
1. Επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, των οποίων το καθαρό εισόδημα
εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 49 αντίστοιχα και δεν
έχουν υπαχθεί σε οριστικό έλεγχο κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου,
μπορεί να υπαχθούν σε προσωρινό έλεγχο για το μερικό προσδιορισμό του
εισοδήματός τους. Ο έλεγχος αυτός διατάσσεται από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας για ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα θέματα και αντικείμενα
του πλήρους και οριστικού φορολογικού ελέγχου.

2. Επίσης, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δικαιούται να


διενεργεί έλεγχο στα στοιχεία των δηλώσεων, στα βιβλία και τα στοιχεία που
τηρήθηκαν, καθώς και στην επαγγελματική εγκατάσταση κάθε υποχρέου για να
διαπιστώσει:
α. Αν οι εκπτώσεις από το εισόδημα υπολογίστηκαν σύμφωνα με τις ισχύουσες
διατάξεις.
β. Το αντικείμενο εργασιών του υποχρέου και αν το εισόδημα που δηλώθηκε
ανταποκρίνεται προς τα πραγματικά δεδομένα που προκύπτουν από τα βιβλία που
τηρήθηκαν, τα στοιχεία που εκδόθηκαν και τα στοιχεία που έχουν ληφθεί, καθώς και
αν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του παρόντος. Όταν από τον προσωρινό έλεγχο
διαπιστωθεί ότι τα φορολογικά στοιχεία δεν έχουν καταχωρηθεί ή έχουν
καταχωρηθεί ανακριβώς στα τηρούμενα βιβλία, τότε η υπόθεση καθίσταται
279

υποχρεωτικά ελεγκτέα για όλες τις δηλώσεις που εκκρεμούν, σύμφωνα με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρ. 66.
γ. Αν με ανακλητική δήλωση, που υποβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της
παραγράφου 4 του άρθρου 61, μειώθηκαν νόμιμα οι φορολογικές υποχρεώσεις και
επιβαρύνσεις γενικά.

3. Η ενέργεια προσωρινού ελέγχου, και αν ακόμα το προσωρινό φύλλο που


εκδόθηκε έγινε οριστικό , δεν αποκλείει την ενέργεια και δεύτερου προσωρινού
ελέγχου και την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου, με εντολή του
προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και αντικείμενο ελέγχου το ίδιο
ή διαφορετικό του πρώτου προσωρινού ελέγχου, αν από στοιχεία ή πληροφορίες
που περιέχονται σε αυτόν ή από βάσιμες υπόνοιες ή από τα στοιχεία των
φορολογικών δηλώσεων προκύπτει ότι δεν δηλώθηκε ή δηλώθηκε ανακριβώς
συγκεκριμένη φορολογητέα ύλη.

4. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να διενεργεί


προσωρινό έλεγχο για να διαπιστώσει την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 52
έως 58 για την προκαταβολή και την παρακράτηση του φόρου.

5. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως οι


διατάξεις των άρθρων 64, 68, 69, 70, 71, 74, 83, 86, 87 και 90.

Άρθρο 68
Έκδοση φύλλων ελέγχου
1. Με βάση τα αποτελέσματα του ελέγχου ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας εκδίδει φύλλα ελέγχου προσδιορισμού του φόρου, τόσο γι΄ αυτούς που
έχουν επιδώσει δηλώσεις, όσο και γι΄ αυτούς που παρέλειψαν να επιδώσουν
δήλωση.
Στις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 61 το φύλλο ελέγχου εκδίδεται:
α. Αν πρόκειται για σχολάζουσα κληρονομία στο όνομα του θανόντος, για επιδικία ή
μεσεγγύηση, στο όνομα του τελευταίου πριν από την επιδικία ή μεσεγγύηση νομέα
ή επικαρπωτή.
β. Αν πρόκειται για ανηλίκους, δικαστικώς ή νομίμως απαγορευμένους ή υπό
δικαστική αντίληψη τελούντες, στο όνομα του προσώπου που τελεί σε μια από τις
νομικές αυτές καταστάσεις.
γ. Αν πρόκειται για πτώχευση στο όνομα του πτωχού.
280

δ. Αν πρόκειται για θανόντα φορολογούμενο, στο όνομά του για τα εισοδήματα που
απέκτησε μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του.
Φύλλο ελέγχου εκδίδεται και σε περίπτωση που θα διαπιστωθεί ζημία από εμπορική
επιχείρηση, γεωργική εκμετάλλευση ή ελευθέριο επάγγελμα, εφόσον η ζημία αυτή
προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30, 31, 41 και 49 και
προκύπτει από τα βιβλία που τηρεί ο υπόχρεος, σύμφωνα με τις διατάξεις του
Κ.Β.Σ..
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου δεν εκδίδεται φύλλο
ελέγχου, αν το ποσό που τελικά οφείλεται δεν υπερβαίνει τις εννέα χιλιάδες (9.000)
δραχμές, αθροιστικά λαμβανόμενο για το φορολογούμενο και τη σύζυγο του.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 68 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 17 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ε
του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που
πραγματοποιούν οι υπόχρεοι από 1/1/2001 και μετά).

Σχετικές Διατάξεις
(Προθεσμίες παραγραφής που λήγουν στις 31.12.2001. ημερομηνία μετά την οποία
παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλων ελέγχου επιβολής
φόρων, τελών και εισφορών, παρατείνονται για ένα (1) έτος από τη λήξη τους.
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών,
δωρεών, γονικών παροχών, προικών, μεταβιβάσεων ακινήτων, φόρου μεγάλης ακίνητης
περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π.) και φόρου ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.).- Άρθρο 5 παρ. 1 Ν.
2892/2001)

2. Φύλλο ελέγχου και αν ακόμη έγινε οριστικό, δεν αποκλείει την έκδοση και
κοινοποίηση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου, αν:
α. από συμπληρωματικά στοιχεία, που περιήλθαν με οποιονδήποτε τρόπο σε
γνώση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, εξακριβώνεται ότι
το εισόδημα του φορολογουμένου υπερβαίνει αυτό που έχει περιληφθεί στο
προηγούμενο φύλλο ελέγχου ή
β. η δήλωση που υποβλήθηκε ή τα έντυπα ή οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν
αποδεικνύονται ανακριβή. Στις πιο πάνω περιπτώσεις το νέο φύλλο ελέγχου
εκδίδεται για το άθροισμα του εισοδήματος που προκύπτει από το προηγούμενο
φύλλο ελέγχου, καθώς και αυτού που εξακριβώθηκε με βάση τα πιο πάνω στοιχεία.
Αν εκδοθεί το πιο πάνω φύλλο ελέγχου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του
άρθρου 70.

3. Τα φύλλα ελέγχου καταχωρίζονται στο βιβλίο μεταγραφής φύλλων ελέγχου με


βάση τη χρονολογική σειρά έκδοσής τους.
281

4. Αν ο προσδιορισμός του συνολικού ποσού της φορολογητέας ύλης με ένα φύλλο


ελέγχου είναι δυσχερής, επειδή ορισμένα αντικείμενα απαιτούν ειδικότερη εξέταση ή
τη διενέργεια ελέγχου μέσα ή έξω από την περιφέρεια της αρμόδιας δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας, εκδίδεται μερικό φύλλο ελέγχου προσδιορισμού του φόρου,
στο οποίο περιλαμβάνεται η φορολογητέα ύλη, για την οποία ο προϊστάμενος της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας διαθέτει τα απαιτούμενα στοιχεία.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 68, το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο
22 του Ν. 3220/2004 καταργείται από την ημερομηνια έναρξης ισχύος του, συμφωνα με την
παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 3259/2004).
(Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 πριν την κατάργηση του άρθρου 22 του Ν. 3220/2004, είχε
ως εξής:
«Επίσης, μερικό φύλλο εκδίδεται και στις περιπτώσεις που έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των
περιπτώσεων δ΄ και ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 και της παραγράφου 17 του
άρθρο 31, στο οποίο περιλαμβάνεται η φορολογητέα ύλη όπως προσδιορίζεται με τις
διατάξεις αυτές»).
Σε αυτό το φύλλο ελέγχου διατυπώνεται ρητή επιφύλαξη ότι ο προσδιορισμός της
υπόλοιπης φορολογητέας ύλης θα γίνει με την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου
ελέγχου. Η αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς ή η προσφυγή στο
διοικητικό δικαστήριο κατά του συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου αφορά μόνο τη
φορολογητέα ύλη που προσδιορίζεται με αυτό.

5. Στις περιπτώσεις προσωρινού φορολογικού ελέγχου, σύμφωνα με τις διατάξεις


του προηγούμενου άρθρου, αν από τα βιβλία και τα στοιχεία του υποχρέου ή σε
περίπτωση έλλειψης αυτών, από κάθε άλλο σχετικό στοιχείο, προκύπτει ότι ο
φορολογούμενος παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα ύλη
που προκύπτει από τα βιβλία ή στοιχεία ή παρέλειψε να παρακρατήσει ή να
αποδώσει ή απέδωσε ή παρακράτησε ανακριβώς το φόρο, ο προϊστάμενος της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εκδίδει προσωρινό φύλλο ελέγχου
προσδιορισμού του φόρου. Το προσωρινό φύλλο ελέγχου πρέπει να περιέχει τη
φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τα βιβλία και τα στοιχεία του υποχρέου και το
φόρο που αναλογεί σε αυτή με τις νόμιμες προσαυξήσεις. Οι τυχόν δικαστικές
αποφάσεις που εκδίδονται για τα προσωρινά φύλλα ελέγχου αποτελούν
προσωρινό δεδικασμένο και δεν επηρεάζουν την κύρια δίκη.

6. Η περαίωση των δηλώσεων που κρίνονται ειλικρινείς ενεργείται με περιληπτικό


φύλλο ελέγχου.

7. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το


περιεχόμενο των φύλλων ελέγχου.
282

Άρθρο 69
Κοινοποίηση φύλλων ελέγχου
Αντίγραφο του φύλλου ελέγχου, που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου
68, κοινοποιείται στον υπόχρεο μαζί με τη σχετική έκθεση ελέγχου. Αν ο
φορολογούμενος έχει διορίσει αντίκλητο στην έδρα της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, η κοινοποίηση μπορεί να γίνει στον αντίκλητο. Για την επίδοση του
φύλλου ελέγχου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής
Δικονομίας. Ειδικά, η κοινοποίηση του φύλλου ελέγχου σε περίπτωση πτώχευσης
γίνεται στο σύνδικο και τον πτωχό και σε περίπτωση θανάτου του φορολογουμένου
στους κληρονόμους του. Όταν η δήλωση περαιωθεί ως ειλικρινής, η γνωστοποίηση
του φύλλου ελέγχου στον υπόχρεο γίνεται με απλή ταχυδρομική επιστολή.

Άρθρο 70
Διοικητική επίλυση της διαφοράς
1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί αν
αμφισβητεί την ορθότητά του, να προτείνει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς
μεταξύ αυτού και του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.

2. Η πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται, προκειμένου για


σχολάζουσα κληρονομιά, από τον κηδεμόνα, για επιδικία από τον προσωρινό
διαχειριστή, για μεσεγγύηση από το μεσεγγυούχο, για πτωχεύσαντα από το
σύνδικο, για ανήλικο από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα και επί πλειόνων από τον
έναν από αυτούς ή γι΄ αυτόν που έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση από
το δικαστικό συμπαραστάτη και προκειμένου για θανόντα φορολογούμενο από τους
κληρονόμους του.
(Όπως το εδάφιο αυτό της παρ. 2 αντικατάσταθηκε με την παρ. 25 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο
ΦΕΚ, ήτοι από 2/11/2001)
Τα πρόσωπα, που κατά το προηγούμενο εδάφιο προτείνουν τη διοικητική επίλυση
της διαφοράς, υπογράφουν και την πράξη που ορίζεται στην παράγραφο 6 του
άρθρου αυτού.
283

3. Η πρόταση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που έχει εκδώσει το φύλλο
ελέγχου, με το δικόγραφο της προσφυγής ή με ιδιαίτερη αίτηση που κατατίθεται
μέσα στη νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής. Αυτός που υποβάλλει
την αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς υποχρεούται να προσκομίσει
μέσα στην παραπάνω προθεσμία τα αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της
αίτησής του και να αναπτύξει του ισχυρισμούς του.

4. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, αφού λάβει υπόψη όλα τα


στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, τα στοιχεία που προσκομίζονται από το
φορολογούμενο και όσα αναπτύσσονται από αυτόν εγγράφως ή προφορικώς,
καθώς και κάθε άλλο στοιχείο, μπορεί, εφόσον κρίνει το αίτημα βάσιμο, να
αποδεχθεί την ακύρωση του φύλλου ελέγχου ή τη διαγραφή των εισοδημάτων
μερικών μόνο πηγών ή τον περιορισμό του συνόλου της φορολογητέας ύλης που
αναφέρεται στο φύλλο ελέγχου ή μερικών μόνο πηγών ή της ίδιας πηγής ή του
φόρου ή άλλου δικαιώματος.

5. Ειδικώς, όταν στο φύλλο ελέγχου περιλαμβάνονται και εισοδήματα που


προέρχονται από γεωργικές ή εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση
ελευθέριου επαγγέλματος ή μόνο τέτοια εισοδήματα, που προέρχονται όμως
αποκλειστικά από άσκηση επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία της τρίτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, η διοικητική επίλυση της διαφοράς
γίνεται από επιτροπή που αποτελείται από τον αρμόδιο επιθεωρητή, τον
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή τους νόμιμους αναπληρωτές
τους, από εκπρόσωπο του Βιομηχανικού και Εμπορικού ή Οικονομικού
Επιμελητηρίου ή του εμπορικού ή επαγγελματικού συλλόγου της περιοχής, στην
οποία εδρεύει η αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία.
Οι πιο πάνω φορείς ορίζουν τους εκπροσώπους τους με τους αναπληρωτές τους,
ύστερα από έγγραφο του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας.
Η θητεία των εκπροσώπων του Εμπορικού και Βιομηχανικού ή Οικονομικού
Επιμελητηρίου ή εμπορικού ή επαγγελματικού συλλόγου, καθώς και των νόμιμων
αναπληρωτών τους, που μετέχουν στη διοικητική επίλυση της διαφοράς είναι διετής
και αρχίζει από την ημερομηνία που αυτοί ορίστηκαν ως εκπρόσωποι. Οι
εκπρόσωποι των παραπάνω φορέων που δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν
να δώσουν ενώπιον του αρμόδιου επιθεωρητή της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου, συντασσομένης σχετικής πράξης.
Η εξέταση του αιτήματος για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς δεν κωλύεται αν
απουσιάζει κατά τη συζήτηση ένα από τα τρία μέλη της επιτροπής.
284

Κατά τη συζήτηση της πρότασης για διοικητική επίλυση της διαφοράς παρίσταται ο
φορολογούμενος αυτοπροσώπως ή με εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του κατά τις
διατάξεις της παραγράφου 7.
Αν δεν παραστεί ο φορολογούμενος ή εκπρόσωπός του κατά τη συνεδρίαση που
έχει ορισθεί για την εξέταση της πρότασής του, η διοικητική επίλυση της διαφοράς
ματαιώνεται.

6. Αν συμπέσουν οι απόψεις του υποχρέου και:


α. του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, όταν πρόκειται για
πρόσωπα που ασκούν επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα, τα οποία τηρούν κατά
περίπτωση βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων,
β. δύο (2) τουλάχιστον από τα μέλη της επιτροπής της προηγούμενης παραγράφου,
όταν πρόκειται για φύλλα ελέγχου που αναφέρονται σε αυτή, συντάσσεται και
υπογράφεται, από όλα τα μέρη που μετείχαν στη διαδικασία, πράξη επίλυσης της
διαφοράς, με την αναγραφή της γνώμης τυχόν μειοψηφήσαντος μέλους της
επιτροπής. Με την πράξη αυτή που είναι αμετάκλητη θεωρείται ότι η διαφορά
επιλύθηκε μερικά ή ολικά, κατά περίπτωση, ανάλογα με το αποτέλεσμα που επήλθε
από τη σύμπτωση των απόψεων των μερών. Στην περίπτωση αυτήν, η προσφυγή
που τυχόν ασκήθηκε δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ή ισχύει μόνο για το μέρος
που δεν επιλύθηκε η διαφορά.
Αν υποβληθεί αίτημα για διοικητική επίλυση της διαφοράς με ιδιαίτερη αίτηση, η
προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αναστέλλεται με την υποβολή της
αίτησης, μη υπολογιζόμενης της ημέρας υποβολής αυτής και συνεχίζει από την
επόμενη εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα της ημέρας υπογραφής της
πράξης ματαίωσης ή μερικής επίλυσης της διαφοράς.
(Όπως το εδάφιο αυτό αντικατστάθηκε με την παρ. 26 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ, ήτοι από
2/11/2001)

7. Η συζήτηση της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και η υπογραφή
της σχετικής πράξης μπορεί να γίνει και από ειδικό πληρεξούσιο του υποχρέου,
εφόσον κατατεθεί στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας
πληρεξούσιο έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό με θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής
από την κατά νόμο αρμόδια αρχή.
Αν ο υπόχρεος είναι αγράμματος, το ιδιωτικό πληρεξούσιο έγγραφο υπογράφεται
από δύο μάρτυρες, των οποίων η γνησιότητα των υπογραφών βεβαιώνεται, όπως
στο προηγούμενο εδάφιο αναφέρεται ή αναπληρώνεται τούτο από έγγραφο
δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής αρχής, το οποίο περιέχει τη δήλωση που έγινε
ενώπιον αυτών από τον υπόχρεο.
285

8. Στα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 5 αυτού του άρθρου για να
εξετάζουν με δικαίωμα ψήφου το αίτημα διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, καθώς
και στον υπάλληλο που ορίζεται για την τήρηση των πρακτικών, καταβάλλεται για
κάθε συνεδρίαση, στην οποία παρέστησαν, αποζημίωση, η οποία καθορίζεται με
αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών. Με όμοιες αποφάσεις καθορίζεται η
διαδικασία για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, για τη λειτουργία της επιτροπής,
καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή αυτού του
άρθρου.

9. Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 79 του Ν.


4125/1960 εφαρμόζεται και επί προσφυγής που ασκείται από νομικό πρόσωπο,
όταν ο εκπρόσωπος αυτού διαμένει, κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής, έξω
από την έδρα της φορολογικής αρχής που εξέδωσε τη με αυτή προσβαλλόμενη
πράξη.

10. Σε διοικητική επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων
1 έως και 6, περιορίζεται στο μισό (½) το ποσοστό προσαύξησης κατά 100% ή 50% ή
40% ή 20%, ανάλογα με την περίπτωση, του συντελεστή καθαρού κέρδους ή
καθαρού εισοδήματος ή καθαρών αμοιβών, που προβλέπεται από τις διατάξεις των
παραγράφων 2 του άρθρου 32, 2 και 4 του άρθρου 34, 3 του άρθρου 41, 5 του
άρθρου 49 και 4 του άρθρου 50. Οι κατά περίπτωση διατάξεις που ορίζουν ότι επί
εξωλογιστικού προσδιορισμού εφαρμόζεται ο συντελεστής που προκύπτει από το
λογιστικό προσδιορισμό, εφόσον αυτός είναι μεγαλύτερος από το συντελεστή που
προβλέπεται για το οικείο επάγγελμα, ισχύουν ανάλογα και κατά την εφαρμογή των
διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου.

11. Αντίγραφο του πρακτικού της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς παραδίδεται
στον υπόχρεο. Το πρακτικό αυτό επέχει και θέση ατομικής ειδοποίησης, σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν.Δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.).
(Όπως το άρθρο 70, προέκυψε μετά την κατάργηση του άρθρου 24 του Ν. 3220/2004 από
την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22 του
Ν.3259/2004).
(Το άρθρο 70 πριν την κατάργηση του άρθρου 24 του Ν. 3220/2004, είχε ως εξής:
«1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί, εφόσον δεν
αμφισβητεί την προσδιορισθείσα από τον έλεγχο διαφορά φορολογητέας ύλης, να προτείνει
με αίτησή του τη διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του προϊσταμένου της
αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου, με αποδοχή των
αποτελεσμάτων του ελέγχου. Εξαιρετικά, διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ του
υπόχρεου και του προϊσταμένου της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το
286

φύλλο ελέγχου διενεργείται και στις περιπτώσεις που ο υπόχρεος αμφισβητεί την
προσδιορισθείσα από τον έλεγχο διαφορά φορολογητέας ύλης, επικαλούμενος αριθμητικά ή
λογιστικά λάθη.
2. Η αίτηση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται, προκειμένου για σχολάζουσα
κληρονομιά, από τον κηδεμόνα, για επιδικία από τον προσωρινό διαχειριστή, για
μεσεγγύηση από το μεσεγγυούχο, για πτωχεύσαντα από το σύνδικο, για ανήλικο από τον
ασκούντα τη γονική μέριμνα και επί πλειόνων από τον έναν από αυτούς ή γι΄ αυτόν που έχει
υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση από το δικαστικό συμπαραστάτη και προκειμένου
για θανόντα φορολογούμενο από τους κληρονόμους του.
Τα πρόσωπα, που, ζητούν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, υπογράφουν και την πράξη
που ορίζεται στην παράγραφο 8 του άρθρου αυτού.
3. Η αίτηση με την πρόταση επίλυσης της διαφοράς υποβάλλεται στον προϊστάμενο της
αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου και μπορεί να
περιέχεται στο δικόγραφο της προσφυγής ή να υποβάλλεται ιδιαιτέρως, μέσα στη νόμιμη
προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής.
4. Εφόσον με την αίτηση αμφισβητείται η προσδιορισθείσα από τον έλεγχο διαφορά
φορολογητέας ύλης, με εξαίρεση τις περιπτώσεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1,
ο οικείος φάκελος με την αίτηση και όλα τα στοιχεία που προσκομίζονται από τον υπόχρεο
για την απόδειξη των ισχυρισμών του, διαβιβάζονται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας
ελεγκτικής υπηρεσίας σε επιτροπή διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
5. Στην έδρα κάθε διοικητικής περιφέρειας πλην της περιφέρειας Αττικής συστήνεται μια
Επιτροπή διοικητικής επίλυσης της διαφοράς η οποία έχει αρμοδιότητα για τις υποθέσεις για
τις οποίες τα φύλλα ελέγχου εκδόθηκαν από τις φορολογικές υπηρεσίες που εδρεύουν στην
ίδια περιφέρεια. Στην περιφέρεια Αττικής συνιστώνται μία Επιτροπή για τις υποθέσεις για τις
οποίες τα φύλλα ελέγχου εκδόθηκαν από το Εθνικό Ελεγκτικό Κέντρο (Ε.Θ.Ε.Κ.) και μία
Επιτροπή για τις υποθέσεις για τις οποίες τα φύλλα ελέγχου εκδόθηκαν από τις λοιπές
φορολογικές υπηρεσίες που εδρεύουν στην περιφέρεια αυτή. Η Επιτροπή που έχει
αρμοδιότητα για τις υποθέσεις του Ε.Θ.Ε.Κ. είναι πενταμελής και συγκροτείται σύμφωνα με
τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ. Κάθε μία από τις λοιπές
Επιτροπές είναι τριμελής και αποτελείται από:
α) ένα σύμβουλο ή πάρεδρο του Ν.Σ.Κ. ως πρόεδρο, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του,
β) ένα προϊστάμενο Ελεγκτικού Κέντρου ή Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) που
εδρεύει στην ίδια διοικητική περιφέρεια, ο οποίος αναπληρώνεται από προϊστάμενο άλλου
Ελεγκτικού Κέντρου ή Δ.Ο.Υ.,
γ) έναν εκπρόσωπο του τοπικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου που
προτείνεται με τον αναπληρωτή του από αυτό.
Ο προϊστάμενος Ελεγκτικού Κέντρου ή Δ.Ο.Υ. που εξέδωσε το εξεταζόμενο φύλλο ελέγχου
δεν μπορεί να μετέχει στην επιτροπή.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών κάθε μία από τις παραπάνω
Επιτροπές μπορεί να λειτουργεί και σε περισσότερα από ένα τμήματα.
287

Για τη συγκρότηση, απαρτία, πλειοψηφία και λειτουργία των παραπάνω επιτροπών


εφαρμόζονται οι διατάξεις του Οργανισμού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών για
τα συλλογικά όργανα.
Χρέη γραμματέα των παραπάνω επιτροπών εκτελεί φοροτεχνικός υπάλληλος Π.Ε.
κατηγορίας που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον πρόεδρο κάθε επιτροπής.
6. Οι συμμετέχοντες στις παραπάνω επιτροπές έχουν την ιδιότητα του υπάλλήλου κατά την
έννοια των διατάξεων του άρθρου 13 του ποινικού κώδικα.
7. Η θητεία των εκπροσώπων του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, καθώς και
των αναπληρωτών τους, που μετέχουν στις επιτροπές της παραγράφου 4, είναι διετής, και
αρχίζει από την ημερομηνία που αυτοί ορίστηκαν ως εκπρόσωποι χωρίς δυνατότητα
ανανέωσης της για δεύτερη συνεχόμενη φορά.
8. Κατά τη συζήτηση της αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, παρίσταται ο
φορολογούμενος αυτοπροσώπως ή με εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του κατά τα οριζόμενα
στην παράγραφο 9. Αν δεν παραστεί ο φορολογούμενος ή εκπρόσωπός του κατά τη
συνεδρίαση που έχει ορισθεί για την εξέταση της αίτησής του, ή παραστεί και δεν επιτευχθεί
συνολικός διοικητικός συμβιβασμός, η διοικητική επίλυση της διαφοράς ματαιώνεται. Κατά
τη συνεδρίαση της επιτροπής της παραγράφου 4 παρίσταται και ο προϊστάμενος της
αρμόδιας ελεγκτικής αρχής ή υπάλληλος που ορίζεται από αυτόν για παροχή
διευκρινήσεων. Στις τριμελείς Επιτροπές η εξέταση του αιτήματος για τη διοικητική επίλυση
της διαφοράς δεν κωλύεται αν απουσιάζει κατά τη συζήτηση ένα από τα τρία μέλη της
Επιτροπής.
9. Αν συμπέσουν οι απόψεις του υπόχρεου και του προϊσταμένου της αρμόδιας ελεγκτικής
υπηρεσίας ή της κατά περίπτωση επιτροπής, όταν πρόκειται για περιπτώσεις της
παραγράφου 1 ή της επιτροπής, όταν πρόκειται για υποθέσεις για τις οποίες αρμόδιες για
την επίλυση της διαφοράς είναι οι επιτροπές της παραγράφου 4, συντάσσεται και
υπογράφεται, από όλα τα μέρη που μετείχαν στη διαδικασία, πράξη επίλυσης της διαφοράς.
Με την πράξη αυτή που είναι αμετάκλητη θεωρείται ότι η διαφορά επιλύθηκε ολικώς ή
μερικώς. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκήθηκε προσφυγή αυτή δεν παράγει κανένα
αποτέλεσμα ή ισχύει μόνο για το μέρος που δεν επιλύθηκε η διαφορά.
Αν ζητηθεί η διοικητική επίλυση της διαφοράς με ιδιαίτερη αίτηση, η προθεσμία για την
άσκηση της προσφυγής αναστέλλεται με την υποβολή της αίτησης, μη υπολογιζόμενης της
ημέρας υποβολής αυτής και συνεχίζει από την επόμενη εργάσιμη για τις δημόσιες
υπηρεσίες ημέρα της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαίωσης ή μερικής επίλυσης της
διαφοράς.
10. Η παράσταση κατά τη συζήτηση της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και
η υπογραφή της σχετικής πράξης μπορεί να γίνει και από ειδικό προς τούτο πληρεξούσιο
του υπόχρεου, εφόσον κατατεθεί στον προϊστάμενο της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας ή
στην αρμόδια κατά περίπτωση επιτροπή πληρεξούσιο έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό με
θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής από την κατά νόμο αρμόδια αρχή.
288

11. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών συγκροτούνται οι επιτροπές


της παραγράφου 4, ορίζεται η αποζημίωση του προέδρου, των μελών και του γραμματέα
αυτών και καθορίζεται η διαδικασία για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς καθώς και κάθε
άλλο σχετικό θέμα.
12. Επί διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, περιορίζεται στο μισό (1/2) το ποσοστό
προσαύξησης του συντελεστή καθαρού κέρδους ή καθαρού εισοδήματος ή καθαρών
αμοιβών, που προβλέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 2 του άρθρου 32, 2 και 4
του άρθρου 34, 3 του άρθρου 41, 5 του άρθρου 49 και 4 του άρθρου 50. Οι διατάξεις που
ορίζουν ότι επί εξωλογιστικού προσδιορισμού εφαρμόζεται ο συντελεστής που προκύπτει
από το λογιστικό προσδιορισμό, εφόσον αυτός είναι μεγαλύτερος από τον συντελεστή που
προβλέπεται για το οικείο επάγγελμα, ισχύουν και κατά την εφαρμογή των διατάξεων του
προηγούμενου εδαφίου.
13. Αντίγραφο της πράξης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς που υπογράφετε παραδίδεται
στον υπόχρεο. Η πράξη αυτή επέχει και θέση ατομικής ειδοποίησης, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 4 του Ν.Δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90/Α K.E.Δ.E.)»).

Άρθρο 71
Δικαστικός συμβιβασμός
1.Δικαστικός συμβιβασμός με βάση αυτό το νόμο είναι δυνατός σε όσες
περιπτώσεις επιτρέπεται και όπως προβλέπεται διοικητική επίλυση της διαφοράς.
Στο δικαστικό συμβιβασμό δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου
70.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 71, προέκυψε μετά την κατάργηση του
άρθρου 24 του Ν. 3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την
παρ. 2 του αρθρ. 22 του Ν. 3259/2004).
(Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 πριν την κατάργηση του άρθρου 24 του Ν. 3220/2004, είχε
ως εξής:
«Στο δικαστικό συμβιβασμό δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 11 του
άρθρου 70»).

2. Κατά τη συζήτηση που διεξάγεται επί του ακροατηρίου ενώπιον οποιουδήποτε


διοικητικού δικαστηρίου και σε κάθε στάση της δίκης, παρουσία και των δύο μερών,
κάθε διάδικος μπορεί να προτείνει την κατάργηση της φορολογικής δίκης, με την
κατάθεση δήλωσης στο γραμματέα του δικαστηρίου 5 (πέντε) τουλάχιστον πλήρεις
ημέρες πριν από τη συζήτηση. Η δήλωση αφού υπογραφεί και από το διάδικο που
αποδέχτηκε την πρόταση και θεωρηθεί από αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση,
289

καταχωρίζεται ολόκληρη στα πρακτικά τα οποία έχουν τα αποτελέσματα


αμετάκλητης απόφασης.

3. Ύστερα από αίτηση ενός από τους διαδίκους ή αυτεπάγγελτα το δικαστήριο


αναβάλλει εφάπαξ τη συζήτηση για την πρόταση. Η δήλωση που κατατέθηκε δεν
ανακαλείται, μπορεί όμως μέχρι τη, μετά την αναβολή, συζήτηση ή κατά τη διάρκεια
αυτής να συμπληρωθεί για να βελτιωθεί.

4. Αν αποκρουσθεί η πρόταση από τον άλλο διάδικο, αυτή θεωρείται ως να μην έχει
γίνει και συνεχίζεται η διαδικασία.

5. Σε περίπτωση ομοδικίας η πρόταση γίνεται από κοινού από όλους τους


ομοδίκους, εκτός αν το δικαστήριο έχει διατάξει το χωρισμό. Σε περίπτωση
παρέμβασης δεν απαιτείται σύμπραξη αυτού που παρεμβαίνει.

6. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 71 του Ν. 4125/1960, εφαρμόζονται και στην
περίπτωση του άρθρου αυτού.
(Όπως η παρ. 6 του άρθρου 71, προέκυψε μετά την κατάργηση του άρθρου 24 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22
του Ν. 3259/2004).
(Η παρ. 6 πριν την κατάργηση του άρθρου 24 του Ν. 3220/2004, είχε ως εξής:
«6. Οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 70 ισχύουν και στην περίπτωση του
δικαστικού συμβιβασμού»).

7. Δεύτερη πρόταση από τον ίδιο διάδικο και στον ίδιο βαθμό δικαιοδοσίας δε
συγχωρείται.

Άρθρο 72
Μεταφορά φορολογητέας ύλης
1. Αν η φορολογητέα ύλη έχει περιληφθεί από το φορολογούμενο σε διαχειριστικό
έτος άλλο από αυτό στο οποίο ανήκει, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας προβαίνει σε ανάλογη τροποποίηση των φορολογικών εγγραφών των
ετών, τα οποία αφορά. Αν η φορολογική εγγραφή του έτους, στο οποίο ανήκει η
φορολογητέα ύλη, έχει γίνει τελεσίδικη, αυτή δεν τροποποιείται, αλλά ο κύριος
φόρος που αναλογεί, προστίθεται στο φόρο του κρινόμενου έτους, προσαυξημένος
με τον τυχόν πρόσθετο φόρο, προσαύξηση ή πρόστιμο ή κατά περίπτωση εκπίπτει
290

από το φόρο αυτού του έτους. Αν τα ποσά που προστίθενται στο κρινόμενο έτος
αντιπροσωπεύουν δαπάνες ή εκπτώσεις ή αφορολόγητα ποσά που ανήκουν σε
προηγούμενα διαχειριστικά έτη, ή έσοδα τα οποία έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία σε
προηγούμενα διαχειριστικά έτη, δεν επιβάλλεται πρόσθετος φόρος, προσαύξηση ή
πρόστιμο στο φόρο ο οποίος αναλογεί σε αυτά τα ποσά που προσθέτονται στο
κρινόμενο έτος.

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και στις


περιπτώσεις κατά τις οποίες η φορολογητέα ύλη φορολογήθηκε στο όνομα
προσώπου, το οποίο σύμφωνα με το νόμο δεν έχει φορολογική υποχρέωση γι΄
αυτή τη φορολογητέα ύλη. Σε αυτήν την περίπτωση ο προϊστάμενος της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας, όταν διαπιστώσει την πλάνη, προβαίνει σε νέα εγγραφή
στο όνομα του πραγματικού υποχρέου. Η τελεσιδικία της νέα εγγραφής, στο όνομα
του πραγματικού υποχρέου, αποτελεί λόγο ακύρωσης ή τροποποίησης, ή κατά
περίπτωση, αναθεώρησης της παλιάς εγγραφής, καθόσον αφορά τη φορολογητέα
ύλη η οποία περιλήφθηκε στη νέα εγγραφή.

3. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων δεν


ισχύουν:
α. οι διατάξεις περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την ενέργεια
των οικείων φορολογικών εγγραφών και
β. η προθεσμία που ορίζεται από τις διατάξεις του νόμου περί εισπράξεως
δημοσίων εσόδων για την επιστροφή ή το συμψηφισμό φόρων, γενικά, που
καταβλήθηκαν αχρεωστήτως.

Άρθρο 73
Επιβράβευση ειλικρίνειας
1. Αν μετά τον έλεγχο, ο οποίος διενεργείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 66,
κρίνονται ειλικρινείς οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και των άλλων συναφών
φορολογικών αντικειμένων που έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμα από τους
υπόχρεους, παρέχονται σε αυτούς τα ακόλουθα δικαιώματα:
α. ........................................................................
(Όπως η περ. α της παρ. 1 του άρθρου 73 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 5
του άρθρου 1 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από 1/1/1996 και
μετά)
(Όπως η περ.α της παρ.1 πριν την κατάργησή της είχε ως εξής: "α) Μείωση του φόρου
μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές, για κάθε οικονομικό έτος για το οποίο οι
291

δηλώσεις κρίνονται ειλικρινείς. Το ποσό αυτό υπολογίζεται σε ποσοστό δέκα τοις εκατό
(10%) του κύριου φόρου εισοδήματος, που αναλογεί επιμεριστικά στα εισοδήματα που
απέκτησε ο δικαιούχος από την άσκηση εμπορικής επιχείρησης ή ελευθέριου
επαγγέλματος. Για τον καθορισμό του ποσού αυτού δεν υπλογίζονται τα εισοδήματα που
απέκτησε ο δικαιούχος τα οποία θεωρούνται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις, κατά
τις περιπτώσεις γ΄, ε΄ και στ΄ της παρ. 3 του άρθρου 28, καθώς και αυτά που προέρχονται
από πάγια περιοδική αμοιβή δικηγόρου ή ιατρού").
β. Εφάπαξ χρηματοδότηση από τις εμπορικές τράπεζες, ύστερα από αίτηση του
δικαιούχου, η οποία εξετάζεται και κατά προτεραιότητα, μέχρι το ποσό των άμεσων
και έμμεσων φόρων, των τελών και εισφορών που προκύπτουν από τις δηλώσεις
που υποβλήθηκαν από τους υποχρέους και κρίθηκαν ειλικρινείς. Η χρηματοδότηση
αυτή παρέχεται με τους όρους που προβλέπονται κάθε φορά για τα μεσοπρόθεσμα
βιοτεχνικά δάνεια, εκτός από την παροχή προσωπικής ή εμπράγματης ασφάλειας,
αντί της οποίας παρέχεται εγγύηση του Δημοσίου.

2. Για τις ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες και περιορισμένης ευθύνης εταιρίες, τις


κοινοπραξίες, κοινωνίες και αστικές εταιρίες κερδοσκοπικού χαρακτήρα, η μείωση
του φόρου παρέχεται στα φυσικά πρόσωπα που είναι μέλη τους και η
χρηματοδότηση στο νομικό πρόσωπο ή στην ένωση προσώπων, εφόσον τόσο οι
δηλώσεις του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων όσο και εκείνες των
μελών τους κρίνονται ειλικρινείς.

3. Στις περιπτώσεις έκδοσης φύλλου ελέγχου, κατά την παρ. 2 του άρθρ. 68
καταλογίζεται σε βάρος του δικαιούχου ολόκληρο το ποσό της κατά την παρ. 1
μείωσης του φόρου, εφόσον αυτό εισπράχθηκε από το δικαιούχο.

4. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών


καθορίζεται η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 1, καθώς και
κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που είναι αναγκαία.

Άρθρο 74
Βεβαίωση του φόρου
1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας βεβαιώνει το φόρο, αρχικό
ή πρόσθετο, κατά περίπτωση, που προκύπτει:
α. Βάσει των δηλώσεων που υποβάλλονται.
292

β. Βάσει των φύλλων ελέγχου που αναφέρονται στο άρθρο 68, εφόσον αυτά έχουν
οριστικοποιηθεί με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή λόγω μη άσκησης ή
εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής.
γ. Βάσει οριστικών αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων ή πρακτικών δικαστικού
συμβιβασμού.

2. Για τη βεβαίωση του φόρου, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής


υπηρεσίας συντάσσει χρηματικό κατάλογο μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από
τη λήξη του μήνα που αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης και οπωσδήποτε όχι
αργότερα από τρία (3) έτη από το τέλος του έτους στο οποίο αποκτήθηκε ο τίτλος
βεβαίωσης.
Η παράλειψη βεβαίωσης του φόρου στην προθεσμία των δύο (2) μηνών αποτελεί
πειθαρχικό αδίκημα, που τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του υπαλληλικού
κώδικα.

3 Δεν βεβαιώνεται το ποσό που τελικώς οφείλεται με βάση οποιονδήποτε νόμιμο


τίτλο, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει τα είκοσι επτά (27) ευρώ, αθροιστικά
λαμβανόμενο για το φορολογούμενο και τη σύζυγο του.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρ. 74 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 18
του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ε του άρθρου 50 του
ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν ή τις δαπάνες που πραγματοποιούν οι
υπόχρεοι από 1/1/2001 και μετά).
Επίσης, αμελείται η βεβαίωση και η καταβολή του ποσού της οφειλής, η οποία
προκύπτει στο συνολικό εισόδημα του συνταξιούχου, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει
το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και ο φορολογούμενος έχει υπερβεί την
ηλικία των εξήντα πέντε (65) ετών. Αν το συνολικό εισόδημα του συνταξιούχου
υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ, το διαθέσιμο εισόδημα που απομένει σε
αυτόν, μετά την αφαίρεση της οφειλής, η οποία προκύπτει από το εισόδημά του για
κύριο και συμπληρωματικό φόρο, τέλη και εισφορές που συμβεβαιώνονται με το
φόρο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
(Όπως στο πρώτο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 74 του Ν. 2238/94
αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ
σύμφωνα με τις παρ. 87, 88 και 89 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την
1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

ο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τους εγγάμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 5, η οφειλή για φόρο, τέλη και
εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά τους βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, εκτός και αν ο ένας
από τους συζύγους ζητήσει με την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος τη βεβαίωση του φόρου
που του αναλογεί στο όνομα του, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής, που αναλογεί στα
εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά».
293

β. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. όπως αντικαταστάθηκαν από
την περίπτωση α της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή για δηλώσεις του οικονομικού έτους 2012 και
μετά.
το τέλος της παρ. 4 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή
των διατάξεων αυτής της παραγράφου».

την παράγραφο 1 του άρθρου 28 του ν. 820/1978 (Φ.Ε.Κ. 194 Α΄) προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Η σχετική απόφαση δημοσιεύεται με φροντίδα του Προϊσταμένου της υπηρεσίας με τοιχοκόλληση στο
κατάστημα αυτής με την παρουσία ενός μάρτυρα, συντασσομένου προς τούτο σχετικού πρακτικού».

4. Για τους έγγαμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου
5, η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά τους
βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής,
που αναλογεί στα εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά.
Επίσης, εφόσον συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 5, για την
καταβολή της οφειλής, η οποία αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα που
προστίθεται και φορολογείται στο όνομα του ενός συζύγου, ευθύνεται εις ολόκληρον
και ο άλλος σύζυγος.
Αν με αίτηση του ενός συζύγου ζητηθεί ο διαχωρισμός της οφειλής που προκύπτει
από την κοινή δήλωση των συζύγων, ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να του ανακοινώσει με σχετικό έγγραφό του το
ποσό αυτής της οφειλής. Το έγγραφο αυτό αποτελεί νόμιμο τίτλο, η ισχύς του
οποίου ανάγεται στο χρόνο που έγινε η βεβαίωση του ολικού ποσού αυτής της
οφειλής. Οι υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης, στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της
παραγράφου 3 του άρθρου 61, ευθύνονται εις ολόκληρον με τους υποχρέους για την
καταβολή του φόρου και έχουν δικαίωμα αναγωγής.

5. Ο φόρος που βεβαιώνεται κατά τη διάρκεια του οικείου οικονομικού έτους ή


μεταγενέστερα από τη λήξη του:
α. Με βάση φύλλο ελέγχου που έγινε οριστικό, λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης
άσκησης προσφυγής, καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις, με τον
περιορισμό ότι κάθε δόση δεν είναι μικρότερη των τριακοσίων (300) ευρώ, εκτός της
τελευταίας. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις
δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα και οι υπόλοιπες
μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των μηνών που
ακολουθούν.
294

β. Μετά τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και την καταβολή του ενός πέμπτου
(1/5), το υπόλοιπο καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις με τον περιορισμό ότι
κάθε δόση δεν είναι μικρότερη των τριακοσίων (300) ευρώ, εκτός της τελευταίας. Η
πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες,
ημέρα του επόμενου από την υπογραφή του πρακτικού μήνα και οι υπόλοιπες μέχρι
την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των μηνών που
ακολουθούν. Αν ο υπόχρεος καταβάλει εντός της προθεσμίας καταβολής του ενός
πέμπτου (1/5), το σύνολο του ποσού που προκύπτει συνεπεία της διοικητικής
επίλυσης της διαφοράς, παρέχεται επί αυτού έκπτωση κατά ποσοστό πέντε τοις
εκατό (5%). Τα παραπάνω ισχύουν ανάλογα και επί δικαστικού συμβιβασμού.
γ. Με βάση απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, καταβάλλεται σε δύο (2) ίσες μηνιαίες
δόσεις, με τον περιορισμό ότι το συνολικό ποσό του φόρου δεν είναι μικρότερο των
τριακοσίων (300) ευρώ. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη,
για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα, και η
δεύτερη μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα
που ακολουθεί.
(Όπως στο πρώτο εδάφιο των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 5 του άρθρου 74 του Ν.
2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε
Ευρώ σύμφωνα με τις παρ. 90, 91 και 92 του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος
την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

6. Αν δεν έχει επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από το
φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%)
του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών
συμβεβαιουμένων με αυτόν φόρων και τελών.
Το ποσό αυτό βεβαιώνεται μετά την πάροδο της προθεσμίας για διοικητική επίλυση
της διαφοράς και πριν από τη διαβίβαση της προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο
και καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες,
ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα.
Η αναστολή που χορηγείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 201, 202, 203, 204
και 205 του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄), δεν αποκλείει την ολοκλήρωση της
διαδικασίας βεβαίωσης και ταμιακώς του παραπάνω ποσοστού του
αμφισβητούμενου κύριου φόρου, του πρόσθετου φόρου και των λοιπών
συμβεβαιούμενων φόρων και τελών.
(Όπως το ποσοστό βεβαίωσης φόρου του πρώτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 74 του
Ν. 2238/1994, μειώνεται σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004 και η
μείωση αυτή ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της
κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-2004).
295

(Το ποσοστό βεβαίωσης φόρου του πρώτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 74 πρίν την
μείωση του ήταν «20%»).
(Όπως το τελευτίιο εδαφιο προστίθεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 74 με την παρ. 9 του
αρθρ. 46 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από τις 28/1/2004).

7. Φόρος που έχει ήδη βεβαιωθεί κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική
απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου, εκπίπτει ή επιστρέφεται κατά περίπτωση.
Τυχόν άσκηση έφεσης από το Δημόσιο κατά οριστικών αποφάσεων διοικητικών
πρωτοδικείων δεν αναστέλλει σε καμιά περίπτωση τη διαδικασία της έκπτωσης των
ποσών που βεβαιώθηκαν ή της επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν αλλά
δεν οφείλονται βάσει των αποφάσεων αυτών.

8. Βάσει των αποφάσεων των διοικητικών εφετείων ή του Συμβουλίου της


Επικρατείας, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας προβαίνει σε
νέα εκκαθάριση φόρου και ενεργεί συμπληρωματική βεβαίωση του επιπλέον φόρου
που τυχόν οφείλεται ή έκπτωση του επιπλέον ποσού φόρου που βεβαιώθηκε.

9. Φόροι, τέλη και εισφορές που βεβαιώνονται βάσει προσωρινού φύλλου ελέγχου,
που εκδόθηκε μετά από τον προσωρινό έλεγχο που προβλέπεται από την
παράγραφο 4 του άρθρου 67, καταβάλλονται εφάπαξ. Η τυχόν άσκηση προσφυγής
ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου δεν αναστέλλει την προσωρινή βεβαίωση
του φόρου. Από το φόρο, τέλη και εισφορές που βεβαιώνονται τελεσίδικα, βάσει του
οριστικού φύλλου ελέγχου, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας
εκπίπτει τα ποσά που καταλογίστηκαν με το προσωρινό φύλλο ελέγχου.
Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 6 ισχύουν και για τη βεβαίωση
των φόρων, τελών και εισφορών βάσει προσωρινού φύλλου ελέγχου για το οποίο
ασκήθηκε προσφυγή.
(Όπως το τελευταιο εδαφιο προστίθεται στην παράγραφο 9 του άρθρου 74 με την παρ. 10
του αρθρ. 46 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην
εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδη από 28/1/2004).

10. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ο φόρος που


προκύπτει στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 5 μπορεί να καταβάλλεται και σε
περισσότερες μηνιαίες δόσεις που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνουν
τις τριάντα έξι (36).
(Όπως στο άρθρο 74 προστίθεται παράγραφος 10 σύμφωνα με την παρ. 17 του αρθρ. 46
του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην εφημερίδα της
κυβερνήσεως, δηλαδη από 28/1/2004).
296

Άρθρο 75
Ακύρωση ή τροποποίηση οριστικής εγγραφής
1. Το φύλλο ελέγχου που οριστικοποιήθηκε επειδή δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο,
καθώς και αυτό που αφορά δήλωση η οποία κρίθηκε ειλικρινής, δύναται να
ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί, κατά περίπτωση, για έναν από τους λόγους που
αναφέρονται πιο κάτω, περιοριστικά:
α. Για ολική ή μερική έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης.
β. Αν ο φορολογούμενος δεν έλαβε γνώση αποδεδειγμένα του φύλλου ελέγχου.
γ. Αν ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το
φύλλο ελέγχου δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί στη φορολογία.
δ. Για λογιστικό λάθος.
ε. Για εσφαλμένο προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος και του φόρου που
αναλογεί σε αυτό.

2. Για την ακύρωση ή τροποποίηση του φύλλου ελέγχου, σύμφωνα με την


παράγραφο 1, αποφασίζει ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με
τη σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου επιθεωρητή δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών,
ύστερα από αίτηση του φορολογούμενου ή προκειμένου για τις περιπτώσεις γ΄, δ΄
και ε΄ της παραγράφου 1, ο αρμόδιος επιθεωρητής δημόσιων οικονομικών
υπηρεσιών, ύστερα από αίτημα του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας.
Η αίτηση αυτή υποβάλλεται μέσα σε 3 (τρία) έτη από την καταχώρηση του οικείου
φύλλου ελέγχου στο βιβλίο που ορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 68.

3. Με βάση την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου, ο προϊστάμενος της


δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας προβαίνει σε νέα εκκαθάριση και ενεργεί
συμπληρωματική βεβαίωση του επιπλέον φόρου που τυχόν οφείλεται ή έκπτωση
του επιπλέον ποσού φόρου που βεβαιώθηκε.

4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και για


την πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 64.

5. Το φύλλο ελέγχου που εκδόθηκε στο όνομα μέλους των νομικών προσώπων ή
των ενώσεων προσώπων, που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρ. 2 και
οριστικοποιήθηκε, τροποποιείται αυτοδικαίως από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας, ύστερα από σχετική απόφαση του διοικητικού εφετείου ή
του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία μεταβάλλονται τα αποτελέσματα των
297

νομικών προσώπων ή των ενώσεων προσώπων, που έχει προσδιορίσει το


διοικητικό πρωτοδικείο. Με βάση την απόφαση του διοικητικού εφετείου ή του
Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε για τα νομικά πρόσωπα ή τις
ενώσεις προσώπων, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που
είναι αρμόδιος για τη φορολογία του μέλους, ενεργεί συμπληρωματική βεβαίωση ή
έκπτωση του επιπλέον βεβαιωθέντος φόρου.

MΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ- ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ- ΑΠΟΡΡΗΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

Άρθρο 76
Αλλαγή κατοικίας ή έδρας
1. Αν ο υπόχρεος σε δήλωση μεταβάλει την κατοικία ή τη διαμονή του, έχει
υποχρέωση να υποβάλλει, μέχρι τη λήξη του οικείου έτους, στον προϊστάμενο της
Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας που είναι αρμόδιος πριν από τη μεταβολή, τη
δήλωση που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 της
1027411/842/ΔΜ/26.2.1998 (ΦΕΚ 193 Β΄) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, για
τον τρόπο της νέας κατοικίας ή διαμονής του.
(Όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 76 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου
8 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περ.ι του άρθρου 50 του ιδίου νόμου από
28/12/2000).

2. Αν πρόκειται για αλλαγή της έδρας της κύριας επιχείρησης ή του επαγγέλματος
εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 1642/1986.
298

3. Αν δεν υποβληθεί η δήλωση που προβλέπουν οι παρ. 1 & 2, αρμοδίως


επιλαμβάνεται για την επιβολή του φόρου ο προϊστάμενος της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος πριν από τη μεταβολή.

4. Η παράλειψη υποβολής της δήλωσης που προβλέπεται από την παράγραφο 1,


καθώς και η υποβολή ανακριβούς δήλωσης, συνεπάγεται την επιβολή προστίμου
που ορίζεται στο άρθρο 87.

Άρθρο 77
Υποχρεώσεις εκμισθωτών ακινήτων
1. Ιδιωτικά έγγραφα μίσθωσης αστικών ακινήτων ασχέτως ποσού μισθώματος ή
γεωργικών ακινήτων, εφόσον το μίσθωμα είναι ανώτερο των εκατό (100) ευρώ κατά
μήνα, προσκομίζονται από τον εκμισθωτή ή τον μισθωτή για θεώρηση, μέσα σε
τριάντα (30) ημέρες από τη σύνταξή τους, στον προϊστάμενο οποιασδήποτε
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Τα έγγραφα αυτά υποβάλλονται σε δύο
αντίγραφα, από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο σε αυτόν που τα
προσκόμισε και το άλλο παραμένει στη δημόσια οικονομική υπηρεσία ή σε
περίπτωση αναρμοδιότητος, διαβιβάζεται στον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του εκμισθωτή. Τα
έγγραφα αυτά μπορεί και ο μισθωτής να τα προσκομίζει για θεώρηση στον
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που είναι αρμόδιος για τη
φορολογία του εκμισθωτή. Τα έγγραφα αυτά υποβάλλονται σε δύο αντίγραφα, από
τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο σε αυτόν που τα προσκόμισε.
(Όπως οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του Ν. 2238/1994 αντικαθίστανται με
την παρ. 3 του άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από 28/1/2004).
(Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του Ν. 2238/1994 πριν την αντικατάσταση
είχαν ως εξής:
«1. Ιδιωτικά έγγραφα μίσθωσης αστικών α κινητών ασχέτως ποσού μισθώματος ή
γεωργικών ακινήτων, εφόσον το μίσθωμα είναι ανώτερο των εκατό (100) ευρώ κατά μήνα,
προσκομίζονται από τον εκμισθωτή για θεώρηση, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη
σύνταξη τους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος
για τη φορολογία του»).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 6 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 περίπτωση ι΄ του ίδιου Νόμου απο την
ημερομηνία δημοσιευσης αυτού ήτοι 24.12.2002 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«1. Ιδιωτικά έγγραφα μίσθωσης αστικών ακινήτων, ασχέτως ποσού μισθώματος ή
γεωργικών ακινήτων, εφόσον το μίσθωμα είναι ανώτερο των πέντε χιλιάδων (5.000)
299

δραχμών κατά μήνα, προσκομίζονται από τον εκμισθωτή για θεώρηση, μέσα σε τριάντα (30)
ημέρες από την σύνταξή τους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που
είναι αρμόδιος για τη φορολογία του»).

2. Τα έγγραφα της προηγούμενης παραγράφου, εφόσον δεν έχουν θεωρηθεί από


τον προϊστάμενο δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, στερούνται κάθε αποδεικτικής
δύναμης και δεν εξετάζονται από τα δικαστήρια και τις δημόσιες γενικά αρχές.
Επίσης, στερούνται αποδεικτικής δύναμης και τα αντέγγραφα, με τα οποία
συμφωνείται μίσθωμα διαφορετικό από το καθοριζόμενο στο έγγραφο της
μίσθωσης.
(Όπως οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 77 του Ν. 2238/1994 αντικαθίστανται με
την παρ. 3 του άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος
στην εφημερίδα της κυβερνήσεως δηλαδή από 28/1/2004).
(Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 77 του Ν. 2238/1994 πριν την αντικατάστασή
είχαν ως εξής:
«2. Τα έγγραφα της προηγούμενης παραγράφου, εφόσον δεν έχουν θεωρηθεί από τον
αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, στερούνται κάθε αποδεικτικής
δύναμης και δεν εξετάζονται από τα δικαστήρια και τις δημόσιες γενικά αρχές. Επίσης,
στερούνται αποδεικτικής δύναμης και τα αντέγγραφα, με τα οποία συμφωνείται μίσθωμα
διαφορετικό από το καθοριζόμενο στο έγγραφο της μίσθωσης»).

3. Αν μεταβιβασθεί η κυριότητα ακινήτου, ο νέος κύριος είναι αλληλεγγύως και εις


ολόκληρον συνυπεύθυνος με τον προκάτοχο για την πληρωμή του φόρου των 3
(τριών), πριν από τη μεταβίβαση, ετών, που αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα
του ακινήτου που μεταβιβάστηκε και προκύπτει από την εγγραφή που υπάρχει κατά
την ημέρα της μεταβίβασης. Ίδια υποχρέωση υπάρχει για το χαρτόσημο και τα τέλη
ύδρευσης. Οι συμβολαιογράφοι έχουν υποχρέωση να υπενθυμίζουν τη διάταξη αυτή
στους συμβαλλομένους και να αναγράφουν τούτο ρητά στο συμβόλαιο της
αγοραπωλησίας.

4. Όσοι δεν προσκομίζουν τα έγγραφα μίσθωσης ακινήτου για θεώρηση ή τα


προσκομίζουν εκπρόθεσμα, καθώς και οι συμβολαιογράφοι που δεν εφαρμόζουν τις
διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται
στο άρθρο 4 του Ν. 2523/1997».
(Όπως οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 77 του Ν. 2238/1994 αντικαθίστανται με
την παρ. 3 του άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος
στην εφημερίδα της κυβερνήσεως δηλαδή από 28/1/2004).
(Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 77 του Ν. 2238/1994 πριν την αντικατάσταση
είχαν ως εξής:
300

«4. Όσοι δεν προσκομίζουν τα έγγραφα μίσθωσης ακινήτου για θεώρηση ή τα


προσκομίζουν εκπρόθεσμα, καθώς και οι συμβολαιογράφοι που δεν εφαρμόζουν τις
διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο
87»).

Άρθρο 78
Υποχρεώσεις μισθωτών ακινήτων και θαλάσσιων σκαφών αναψυχής
1. Οι μισθωτές ακινήτων πάσης φύσεως, καθώς και θαλάσσιων σκαφών αναψυχής,
έχουν υποχρέωση να δηλώνουν αναλυτικά κάθε οικονομικό έτος, με τη δήλωση
φορολογίας εισοδήματος, τα ενοίκια που κατέβαλαν κατά το αμέσως προηγούμενο
ημερολογιακό έτος για τις μισθώσεις αυτές, το ονοματεπώνυμο του εκμισθωτή, τον
αριθμό φορολογικού μητρώου και τη διεύθυνση κατοικίας του.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 78 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 4 του άρθρου 8 του Ν. 2873/2000 και ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου
αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).
Επίσης, έχουν υποχρέωση να δηλώνουν και το ποσό που κατέβαλαν για την
ανέγερση οικοδομής σε έδαφος ξένης κυριότητας, όταν η οικοδομή, μετά τη λήξη της
μίσθωσης, έχει συμφωνηθεί να περιέλθει στον εκμισθωτή.

2. Οι μισθωτές αγροτικών ακινήτων δεν μπορούν να πάρουν δάνειο από την


Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος για την εκμετάλλευση των ακινήτων αυτών, αν το
ιδιωτικό έγγραφο μίσθωσης δεν είναι θεωρημένο από τον προϊστάμενο της
αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.

3. Όσοι παραλείπουν να δηλώσουν τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο


1, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 87.

Άρθρο 79
Υποχρεώσεις κομιστών τίτλων
1. Οι κύριοι μετοχών και ομολογιών γενικά, όταν εξαργυρώνουν τις
μερισματαποδείξεις και τα τοκομερίδια που ανήκουν στις μετοχές τους ή τις
ομολογίες τους, έχουν υποχρέωση να παρίστανται αυτοπροσώπως ή με ειδικό
πληρεξούσιό τους, που εξουσιοδοτείται και με απλή επιστολή.
Αν δηλώνεται ότι η εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων και τοκομεριδίων γίνεται
για λογαριασμό τρίτου, το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο που ενεργεί την
301

εξαργύρωση οφείλει να την, αρνηθεί, εφόσον ο κομιστής τους δεν είναι


πληρεξούσιος που να αποδεικνύει επαρκώς την ταυτότητα του.

2. Κομιστές ανώνυμων μετοχών που δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο έχουν
υποχρέωση, κατά την εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων, να υποβάλλουν
υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986 (ΦΕΚ Α΄ 75) ότι είναι κύριοι ή επικαρπωτές των
μετοχών. Αυτός που ενεργεί την εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων έχει
υποχρέωση να την αρνηθεί, εφόσον δεν προσκομίζεται η πιο πάνω υπεύθυνη
δήλωση. Η δήλωση αυτή αποστέλλεται μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήξη κάθε
ημερολογιακού έτους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που
είναι αρμόδιος για τη φορολογία της ανώνυμης εταιρίας.

3. Όσοι παραβαίνουν τις υποχρεώσεις, που προβλέπονται από τις προηγούμενες


παραγράφους, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 87. Αν ο μέτοχος
δεν υπέβαλε δήλωση ή υπέβαλε ψευδή υπεύθυνη δήλωση, τα ποσά των
μερισμάτων , που είχαν απαλλαγεί από το φόρο εισοδήματος, προστίθενται στα
εισοδήματα του πραγματικού μετόχου και φορολογούνται με τα ισχύοντα κατά το
χρόνο που διαπιστώθηκε η παράβαση.

4. Η μεταβίβαση εν ζωή ή λόγω θανάτου ονομαστικών ή ανώνυμων μετοχών μη


εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών πραγματοποιείται αποκλειστικώς με
συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο θεωρημένο από τον
προϊστάμενο της οικείας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Απόκτηση τέτοιων
μετοχών κατά παράβαση της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου θεωρείται άκυρη
και δεν παράγει κανένα έννομο δικαίωμα υπέρ αυτού που τις αποκτά, όπως το
δικαίωμα είσπραξης μερίσματος, συμμετοχής στις γενικές συνελεύσεις, μεταβίβασης
των μετοχών αυτών κλπ. Τα παραπάνω εφαρμόζονται ανάλογα και όταν αυτός που
μεταβιβάζει τις εν λόγω μετοχές δεν είναι φυσικό πρόσωπο. Με αποφάσεις του Υπ.
Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται
οι λεπτομέρειες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου,
καθώς και οι περιπτώσεις που η πιο πάνω μεταβίβαση μπορεί να γίνει και με άλλο
τρόπο.
(Όπως η παρ. 4 του άρθρου 79 του Ν. 2238/1994 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου
15, του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με την περ. ε του άρθρου 40 του ιδίου νόμου από
18/2/1997).

Άρθρο 80
Υποχρεώσεις οφειλετών τόκων
302

1. Κάθε πρόσωπο που οφείλει τόκους οι οποίοι φορολογούνται, έχει υποχρέωση,


μέσα σε ένα (1) μήνα από την ημερομηνία που οι τόκοι θα γίνουν ληξιπρόθεσμοι και
απαιτητοί, να το γνωστοποιήσει στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του πιστωτή, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 63.
Η γνωστοποίηση γίνεται με υπεύθυνη δήλωση από την οποία προκύπτει το
ονοματεπώνυμο και η κατοικία ή η έδρα του πιστωτή, το ποσό του δανείου, η
τοκοφόρος χρονική περίοδος, το επιτόκιο, οι τόκοι που αναλογούν στο δάνειο και ο
χρόνος που αυτοί έγιναν ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί. Οι εμπορικές επιχειρήσεις,
την πιο πάνω υπεύθυνη δήλωση υποβάλλουν μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήξη της
διαχειριστικής τους περιόδου.

2. Όσοι παραβαίνουν την υποχρέωση που προβλέπεται στην προηγούμενη


παράγραφο, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 87.

Άρθρο 81
Υποχρεώσεις συμβολαιογράφων, υποθηκοφυλάκων, τραπεζών κλπ.
1. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να αρνηθούν τη σύνταξη συμβολαιογραφικών
εγγράφων για τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 10 καθώς και
τις περιπτώσεις ε΄ της παραγράφου 1 και δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του
Ν. 2523/1997, αν δεν προσκομιστεί υπεύθυνη δήλωση του υπόχρεου εις διπλούν,
από την οποία να προκύπτει ότι: α) τα μισθώματα του ακινήτου που μεταβιβάζεται ή
υποθηκεύεται δηλώθηκαν εμπρόθεσμα στη φορολογία εισοδήματος κατά την
τελευταία διετία πριν από τη μεταβίβαση, ή την εγγραφή της υποθήκης ή ότι το
γεωργικό εισόδημα από την εκμετάλλευση του ακινήτου που μεταβιβάζεται
δηλώθηκε στη φορολογία εισοδήματος κατά την τελευταία διετία πριν από τη
μεταβίβαση ή β) το μεταβιβαζόμενο ή υποθηκευόμενο ακίνητο δεν απέφερε
εισόδημα κατά το χρόνο που ήταν κύριος, επικαρπωτής ή νομέας του και πάντως
όχι πέρα των πέντε (5) ετών από το χρόνο της μεταβίβασης ή της εγγραφής της
υποθήκης. Η υπεύθυνη δήλωση μνημονεύεται στο σχετικό συμβόλαιο. Το ένα
αντίτυπο της υπεύθυνης δήλωσης οφείλουν οι συμβολαιογράφοι ή οι
υποθηκοφύλακες να στέλνουν μέσα στον επόμενο μήνα από τη σύνταξη του
συμβολαιογραφικού εγγράφου ή την εγγραφή της υποθήκης στον Προϊστάμενο της
Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για τη φορολογία αυτού, που μεταβιβάζει ακίνητο ή
παραχωρεί υποθήκη. Ειδικά, σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης δήλωσης των,
303

αντί για την προσκόμιση της πιο πάνω υπεύθυνης δήλωσης, απαιτείται η
προσκόμιση πιστοποιητικού του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, από το οποίο να προκύπτει ότι δηλώθηκαν τα μισθώματα του
μεταβιβαζόμενου ή υποθηκευόμενου ακινήτου την τελευταία διετία πριν από τη
μεταβίβαση ή την εγγραφή της υποθήκης.
Δεν απαιτείται η υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης ή του πιστοποιητικού, όταν η
εγγραφή υποθήκης γίνεται ύστερα από δικαστική απόφαση ή από το νόμο. Με
απόφαση του Υπουργού Oικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το
περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης και του πιστοποιητικού, καθώς και κάθε άλλη
λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου.
Στις συμβολαιογραφικές πράξεις που συντάσσονται για τη μεταβίβαση ή με σκοπό
τη μεταβίβαση ακινήτων, οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να αναγράφουν, εκτός
των λοιπών στοιχείων των αντισυμβαλλομένων και τον αριθμό φορολογικού
μητρώου αυτών.
(Όπως η παραγραφος 1 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται με την παρ. 1 του
άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην εφημερίδα
της κυβέρνησης).
(η παραγράφος 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«1. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να αρνηθούν τη σύνταξη συμβολαιογραφικών
εγγράφων για τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 88, καθώς και τις
περιπτώσεις ε΄ της παραγράφου 1 και δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 89, αν δεν
προσκομιστεί πιστοποιητικό του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας, από το οποίο να προκύπτει ότι τα μισθώματα του ακινήτου που μεταβιβάζεται ή
υποθηκεύεται δηλώθηκαν στη φορολογία εισοδήματος κατά την τελευταία διετία πριν από τη
μεταβίβαση ή την εγγραφή της υποθήκης ή ότι το γεωργικό εισόδημα από την εκμετάλλευση
του ακινήτου που μεταβιβάζεται δηλώθηκε στη φορολογία εισοδήματος κατά την τελευταία
διετία πριν από την μεταβίβαση, κατά περίπτωση. Δεν απαιτείται η προσκόμιση του πιο
πάνω πιστοποιητικού, αν αυτός που μεταβιβάζει ή παραχωρεί υποθήκη υποβάλλει στον
αρμόδιο για τη φορολογία του εισοδήματός του προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας υπεύθυνη δήλωση, στην οποία θα βεβαιώνει ότι το μεταβιβαζόμενο ή
υποθηκευόμενο ακίνητο δεν απέφερε εισόδημα κατά το χρόνο που ήταν κύριος,
επικαρπωτής ή νομέας του και πάντως όχι πέρα των 5 (πέντε) ετών από το χρόνο της
μεταβίβασης ή της εγγραφής της υποθήκης. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται σε δύο αντίτυπα,
από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο στο μεταβιβάζοντα. Το πιστοποιητικό ή η
υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, μνημονεύεται στο σχετικό συμβόλαιο. Δεν απαιτείται
το πιστοποιητικό του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή η υποβολή
υπεύθυνης δήλωσης, όταν η εγγραφή υποθήκης γίνεται ύστερα από δικαστική απόφαση ή
από το νόμο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το
περιεχόμενο του πιστοποιητικού και της υπεύθυνης δήλωσης, καθώς και κάθε άλλη
λεπτομέρεια, που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου αυτού και του άρθρου 88.
304

Στις συμβολαιογραφικές πράξεις που συντάσσονται για τη μεταβίβαση ή με σκοπό τη


μεταβίβαση ακινήτων, οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να αναγράφουν, εκτός των
λοιπών στοιχείων των αντισυμβαλλομένων και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών»).
(Όπως τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 81 αντικαταστάθηκαν με την
παράγραφο 5 του άρθρου 8 του Ν. 2873/2000 και ισχύουν από την δημοσίευση του Νόμου
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).

2. Οι φύλακες μεταγραφών υποχρεούνται να αρνηθούν τη μεταγραφή των


δικαιοπραξιών για τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 10 και
τις περιπτώσεις ε΄ της παραγράφου 1 και δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του
Ν. 2523/1997, όπως επίσης και τη μεταγραφή του πρακτικού συμβιβαστικής
επίλυσης ιδιωτικών διαφορών του άρθρου 214 Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,
καθώς και τη μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς ή κληροδοσίας ή του
κληρονομητηρίου, αν δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση ή το πιστοποιητικό, κατά
περίπτωση, που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο.
Δεν απαιτείται η υποβολή υπεύθυνης δήλωσης ή του πιστοποιητικού, όταν το
κληρονομητήριο εκδίδεται από το αρμόδιο δικαστήριο, ύστερα από αίτηση τρίτου.
Το ένα αντίτυπο της υπεύθυνης δήλωσης οφείλουν οι φύλακες μεταγραφών να
στέλνουν μέσα στον επόμενο μήνα από τη παραλαβή του στον προϊστάμενο της
Δ.Ο.Υ. που υπάγεται ο φορολογούμενος.
(Όπως η παραγραφος 2 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται με την παρ. 1 του
άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην εφημερίδα
της κυβέρνησης).
(η παραγράφος 2 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«2. Οι φύλακες μεταγραφών υποχρεούνται να αρνηθούν τη μεταγραφή των δικαιοπραξιών
για τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 88 και τις περιπτώσεις ε΄ της
παραγράφου 1 και δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 89, όπως επίσης και τη μεταγραφή
του πρακτικού συμβιβαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών του άρθρου 214 Α του Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και τη μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς ή
κληροδοσίας ή του κληρονομητηρίου, αν δεν προσκομιστεί το πιστοποιητικό ή δεν
υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, που αναφέρεται στην προηγούμενη
παράγραφο Δεν απαιτείται η προσκόμιση πιστοποιητικού ή η υποβολή υπεύθυνης
δήλωσης, όταν το κληρονομητήριο εκδίδεται από το αρμόδιο δικαστήριο, ύστερα από αίτηση
τρίτου»).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 είχε αντικατασταθεί με την παρ. 27 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο
ΦΕΚ, ήτοι από 2/11/2001)
305

3. Τα δικαστήρια απέχουν να δικάσουν αγωγή για έξωση μισθωτή ακινήτου, αν δεν


υποβληθεί πιστοποιητικό από το οποίο να προκύπτει ότι δηλώθηκαν τα μισθώματα
του ακινήτου κατά την τελευταία διετία πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης.
(Όπως η παραγραφος 3 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται με την παρ. 1 του
άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην εφημερίδα
της κυβέρνησης).
(η παραγράφος 3 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«3. Τα δικαστήρια απέχουν να δικάσουν αγωγή για έξωση μισθωτή ακινήτου, αν δεν
προσκομιστεί το πιστοποιητικό ή δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, που
αναφέρεται στην παράγραφο 1. Το πιστοποιητικό αυτό ή η υπεύθυνη δήλωση
μνημονεύονται στη σχετική απόφαση.

4. Οι τράπεζες, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο


και οι λοιποί οργανισμοί, απαγορεύεται να χορηγούν στεγαστικά δάνεια για τα
ακίνητα της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Ν. 2523/1997, αν
δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση ή το πιστοποιητικό, που αναφέρεται στην
παράγραφο 1. Το ένα αντίτυπο της υπεύθυνης δήλωσης οφείλουν να στέλνουν μέσα
στον επόμενο μήνα από την παραλαβή στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. στην οποία
υπάγεται ο φορολογούμενος.
(Όπως η παραγραφος 4 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται με την παρ. 1 του
άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην εφημερίδα
της κυβέρνησης).
(η παραγράφος 4 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«4. Οι τράπεζες, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και
οι λοιποί οργανισμοί, απαγορεύεται να χορηγούν στεγαστικά δάνεια για τα ακίνητα της
περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 88, αν δεν προσκομιστεί το πιστοποιητικό ή
δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, που αναφέρεται στην παράγραφο
1»).

5. Οι συμβολαιογράφοι έχουν υποχρέωση να αρνηθούν τη σύνταξη


συμβολαιογραφικών πράξεων εξόφλησης τόκων ή κεφαλαίου δανείου ή
οποιασδήποτε απαίτησης, γενικά, στην περίπτωση που ο οφειλέτης δεν τους
προσκομίσει θεωρημένο από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας αντίγραφο της υπεύθυνης δήλωσης, που προβλέπεται από την
παράγραφο 1 του άρθρ. 80. Αντίγραφα των συμβολαίων εξόφλησης τόκων οφείλουν
οι συμβολαιογράφοι να στέλνουν, μέσα στον επόμενο μήνα από τη σύνταξή τους,
στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που είναι αρμόδιος για τη
φορολογία του πιστωτή.
306

6. Προκειμένου να γίνει εξάλειψη υποθήκης ή προσημείωσης με βάση δικαστική


απόφαση, ο αρμόδιος υποθηκοφύλακας, εφόσον διαπιστώσει ότι η εμπράγματος
ασφάλεια αφορά απαίτηση έντοκη από σύμβαση, νόμο ή δικαστική απόφαση,
οφείλει να αρνηθεί την εξάλειψη της σχετικής υποθήκης ή προσημείωσης με βάση
τη δικαστική απόφαση, αν δεν του προσκομιστεί και βεβαίωση του προϊσταμένου
της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, από την οποία να προκύπτει ότι υποβλήθηκε
σε αυτόν αντίγραφο της πιο πάνω δικαστικής απόφασης.

7. Τράπεζες και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργούν εξαργύρωση


μερισμάτων και τοκομεριδίων, υποχρεούνται να εξακριβώνουν την ταυτότητα και τη
διεύθυνση της κατοικίας και επαγγελματικής εγκατάστασης του εξαργυρούντος και
να τηρούν ακριβή σημείωση του ποσού των εξαργυρωθέντων μερισμάτων και
τοκομεριδίων, καθώς και του ποσού και του είδους των μετοχών και ομολογιών που
ανήκουν σε αυτούς.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής
των διατάξεων της παραγράφου αυτής.

8. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται στις συμβολαιογραφικές πράξεις που


συντάσσουν για τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 να
μνημονεύουν το κέρδος ή την ωφέλεια που προέκυψε από τη μεταβίβαση ή την
εκχώρηση των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται σ΄ αυτές τις περιπτώσεις.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 8, του άρθρου 81, του Ν. 2238/1994 αντικαταστάθηκε με
την παρ. 5 του άρθρου 15, του Ν. 2459/1994 και ισχύει σύμφωνα με την περ.ε΄του αρθρου
40 του ιδίου νόμου από 18/2/1997 και μετά).
Ομοίως έχουν υποχρέωση να επισυνάπτουν στο συμβόλαιο εκχώρησης ή
μεταβίβασης θεωρημένο αντίτυπο της δήλωσης απόδοσης του οικείου φόρου και να
αναφέρουν ρητά στο κείμενο του συμβολαίου τα στοιχεία της σχετικής δήλωσης και
του νόμιμου αποδεικτικού καταβολής του φόρου. Αντίγραφα των συμβολαίων
οφείλουν οι συμβολαιογράφοι να στέλνουν μέσα στον επόμενο μήνα από τη
σύνταξή τους στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στην οποία
υποβλήθηκε η δήλωση της παραγράφου 1 του άρθρου 13.
(Όπως τα δύο τελευταία της παρ. 8 του άρθρου 81, του Ν. 2238/1994 αντικαταστάθηκαν με
την παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 2386/1996 και ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 29 του ιδίου
Νόμου από 7/3/1996).

9. Όσοι παραβαίνουν τις υποχρεώσεις, που προβλέπονται από τις παραγράφους 1,


2, 4 έως 8, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 4 του Ν. 2523/1997. Στο
ίδιο πρόστιμο υπόκειται και ο υπόχρεος που θα υποβάλλει ψευδή υπεύθυνη
δήλωση.
307

(Όπως η παραγραφος 9 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται με την παρ. 1 του
άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην εφημερίδα
της κυβέρνησης).
(η παραγράφος 9 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«9. Όσοι παραβαίνουν τις υποχρεώσεις, που προβλέπονται από τις παραγράφους 1, 2, 4,
έως 8, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 87. Στο ίδιο πρόστιμο υπόκειται και
ο υπόχρεος που θα υποβάλλει ψευδή υπεύθυνη δήλωση).

10. Απαγορεύεται η σύνταξη συμβολαιογραφικών εγγράφων, καθώς και η


καταχώρηση συμβολαιογραφικού ή ιδιωτικού συμφωνητικού (συμφωνίας) για τη
μεταβίβαση της κυριότητας ολικά ή μερικά ή της σύστασης άλλου εμπράγματου
δικαιώματος επί σκάφους αναψυχής ή αεροσκάφους ή ελικοπτέρου που
αναφέρονται στις περιπτώσεις β, ε και στ της παραγράφου 1 του άρθρου 16, σε
δημόσια βιβλία ή έγγραφα, καθώς και η θεώρηση των υπογραφών στις σχετικές
δηλώσεις ή συμφωνίες από οποιαδήποτε αρχή ή πρόσωπο έχει το δικαίωμα της
θεώρησης αυτής, καθώς και η έκδοση οποιουδήποτε δημόσιου εγγράφου, που να
βεβαιώνει τη μεταβολή της κυριότητας ή τη σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επί
των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων, αν δεν προσκομισθεί υπεύθυνη δήλωση
του φορολογουμένου εις διπλούν, ότι τα παραπάνω μεταβιβαζόμενα ή βαρυνόμενα
περιουσιακά στοιχεία έχουν περιληφθεί στη δήλωση που υπέβαλε ο υπόχρεος για
τη φορολογία του εισοδήματός του, που απέκτησε το αμέσως προηγούμενο του
έτους της μεταβίβασης ή της σύστασης εμπράγματου δικαιώματος στα παραπάνω
περιουσιακά στοιχεία.
(Όπως η παραγραφος 10 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται με την παρ. 1
του άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην
εφημερίδα της κυβέρνησης).
(η παραγράφος 10 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«10. Απαγορεύεται η σύνταξη συμβολαιογραφικών εγγράφων, καθώς και η καταχώρηση
συμβολαιογραφικού ή ιδιωτικού συμφωνητικού (συμφωνίας) για τη μεταβίβαση της
κυριότητας ολικά ή μερικά ή της σύστασης άλλου εμπράγματου δικαιώματος επί σκάφους
αναψυχής ή αεροσκάφους ή ελικοπτέρου που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄, γ΄, ε΄ και
στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16, σε δημόσια βιβλία ή έγγραφα, καθώς και η θεώρηση
των υπογραφών στις σχετικές δηλώσεις ή συμφωνίες από οποιαδήποτε αρχή ή πρόσωπο
έχει το δικαίωμα της θεώρησης αυτής, καθώς και η έκδοση οποιουδήποτε δημόσιου
εγγράφου, που να βεβαιώνει τη μεταβολή της κυριότητας ή τη σύσταση εμπράγματου
δικαιώματος επί των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων, αν δεν προσκομισθεί βεβαίωση
του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ότι τα παραπάνω
μεταβιβαζόμενα ή βαρυνόμενα περιουσιακά στοιχεία έχουν περιληφθεί στη δήλωση που
υπέβαλε ο υπόχρεος για τη φορολογία του εισοδήματός του, που απέκτησε το αμέσως
308

προηγούμενο του έτους της μεταβίβασης ή της σύστασης εμπράγματου δικαιώματος στα
παραπάνω περιουσιακά στοιχεία»).
(Η φράση «αυτοκινήτου οχήματος ή μοτοσυκλέτας από πεντακόσια (500) κυβικά εκατοστά
και πάνω ή» διαγράφηκε με την παρ. 28 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 και ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ, ήτοι από
2/11/2001)

11. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται


στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται το έγγραφο που αναπληρώνει την
υπεύθυνη δήλωση της προηγούμενης παραγράφου και γενικά η διαδικασία που θα
ακολουθείται στην περίπτωση που η μεταβίβαση ή η σύσταση εμπράγματου
δικαιώματος στα περιουσιακά στοιχεία αυτά γίνεται με βάση το νόμο ή δικαστική
απόφαση ή αυτοσύμβαση ή αναγκαστικό (δημόσιο) πλειστηριασμό ή ιδιωτικό
συμφωνητικό και δεν προσκομίζεται η υπεύθυνη δήλωση των προηγούμενων
παραγράφων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή αυτού του
άρθρου.
(Όπως η παραγραφος 11 του άρθρου 81 του N. 2238/1994 αντικαθίσταται με την παρ. 1
του άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην
εφημερίδα της κυβέρνησης).
(η παραγράφος 11 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«11. Με απόφαση του Υπ. Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, ορίζεται το έγγραφο που αναπληρώνει τη βεβαίωση της προηγούμενης
παραγράφου και γενικά η διαδικασία που θα ακολουθείται στην περίπτωση που η
μεταβίβαση ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος στα υπόψη περιουσιακά στοιχεία
γίνεται με βάση το νόμο ή δικαστική απόφαση ή αυτοσύμβαση ή αναγκαστικό (δημόσιο)
πλειστηριασμό ή ιδιωτικό συμφωνητικό και δεν προσκομίζεται η βεβαίωση της
προηγούμενης παραγράφου, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την
εφαρμογή αυτού του άρθρου.

12. Το πρόσωπο, που κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης


παραγράφου χρησιμοποίησε άλλο έγγραφο αντί για την υπεύθυνη δήλωση της
παραγράφου 1, έχει υποχρέωση μέσα σε ένα (1) μήνα από την καταχώριση στο
νηολόγιο ή στο μητρώο αεροσκαφών, των πράξεων μεταβίβασης ή σύστασης
εμπράγματου δικαιώματος στα περιουσιακά στοιχεία αυτά υπέρ αυτού, να
προσκομίσει στη δημόσια οικονομική υπηρεσία, που ήταν αρμόδια για την
φορολογία του, σχετική υπεύθυνη δήλωση για την εγγραφή, διαφορετικά του
επιβάλλεται το πρόστιμο του άρθρου 4 του Ν. 2523/1997.
(Όπως η παραγραφος 12 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται με την παρ. 1
του άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην
εφημερίδα της κυβέρνησης).
309

(η παραγράφος 12 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:


«12. Το πρόσωπο, που κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου
χρησιμοποίησε άλλο έγγραφο αντί για τη βεβαίωση της παραγράφου 1, έχει υποχρέωση
μέσα σε ένα (1) μήνα από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των υπόψη οχημάτων ή της
καταχώρισης στο νηολόγιο ή στο μητρώο αεροσκαφών, των πράξεων μεταβίβασης ή
σύστασης εμπράγματου δικαιώματος στα υπόψη περιουσιακά στοιχεία υπέρ αυτού, να
προσκομίσει στη δημόσια οικονομική υπηρεσία, που ήταν αρμόδια για την έκδοση της
βεβαίωσης της παραγράφου 1, σχετικό πιστοποιητικό της αρμόδιας δημόσιας υπηρεσίας
για τη σχετική εγγραφή ή την έκδοση άδειας κυκλοφορίας, διαφορετικά του επιβάλλεται
πρόστιμο μέχρι πεντακόσια ογδόντα (580) ευρώ»).
(Όπως στην παρ. 12 του άρθρου 81 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που
εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 93 του
άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις
της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

13. Σε όσους υποβάλλουν εκπρόθεσμα δηλώσεις στις οποίες δηλώνουν δαπάνες


των περιπτώσεων β, ε, και στ, της παραγράφου 1 του άρθρου 16, επιβάλλεται το
πρόστιμο κατά το άρθρου 4 του Ν. 2523/1997, εφόσον, σε έξι (6) μήνες από την
υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης μεταβιβάσουν περιουσιακά στοίχεία της
παραγράφου 10.
(Όπως η παραγραφος 13 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται με την παρ. 1
του άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην
εφημερίδα της κυβέρνησης).
(η παραγράφος 13 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«13. Σε όσους υποβάλλουν εκπρόθεσμα δηλώσεις στις οποίες δηλώνουν δαπάνες των
περιπτώσεων β΄, γ΄ ε΄, και στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του παρόντος,
επιβάλλεται πρόστιμο μέχρι πεντακόσια ογδόντα (580) ευρώ, εφόσον σε έξι (6) μήνες από
την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης ζητήσουν το πιστοποιητικό που προβλέπεται από
την παράγραφο 10 του παρόντος»).
(Όπως στην παρ. 13 του άρθρου 81 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα ποσά που
εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 94 του
άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις
της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

14. Μετά την παραλαβή της υπεύθυνης δήλωσης της παραγράφου 12 του παρόντος
από την οικεία δημόσια οικονομική υπηρεσία, αν διαπιστωθεί ότι δεν έχει δηλωθεί,
αν και υπήρχε υποχρέωση, η τεκμαρτή δαπάνη των περιουσιακών στοιχείων που
αναφέρονται στην υπεύθυνη δήλωση, επιβάλλεται το πρόστιμο του άρθρου 4 του Ν.
2523/1997.
310

Στην παράγραφο 14 του άρθρου 81 του Κ.Φ.Ε., η φράση «τεκμαρτή δαπάνη» αντικαθίσταται από τη
φράση «αντικειμενική δαπάνη».

(Όπως η παραγραφος 14 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται με την παρ. 1


του άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην
εφημερίδα της κυβέρνησης).
(η παραγράφος 14 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«14. Μετά την παραλαβή του πιστοποιητικού της παραγράφου 12 του παρόντος από την
οικεία δημόσια οικονομική υπηρεσία, αν διαπιστωθεί ότι δεν έχει δηλωθεί, αν και υπήρχε
υποχρέωση, η τεκμαρτή δαπάνη των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στο υπόψη
πιστοποιητικό, το πρόστιμο της προηγούμενης παραγράφου διπλασιάζεται. (άρθρο 81,
παρ. 14 αρχικού νόμου 2238/1994»)

15. Όταν οι πωλήσεις αυτοκινήτων γίνονται από αντιπροσώπους, οι


συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να στέλνουν αντίγραφα των συμβολαίων πώλησης
και των σχετικών πληρεξουσίων στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία για τη
φορολογία των αντιπροσώπων. Όσοι παραβαίνουν την υποχρέωση αυτήν
υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 4 του Ν. 2523/1997. Την ίδια
υποχρέωση υπέχουν οι συμβολαιογράφοι και για τις περιπτώσεις καταρτίσεως
συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων με σκοπό την πώληση αγροτεμαχίων και
ακινήτων γενικά.
(Όπως η παραγραφος 15 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται με την παρ. 1
του άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην
εφημερίδα της κυβέρνησης).
(η παραγράφος 15 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«15. Στις περιπτώσεις που οι πωλήσεις αυτοκινήτων γίνονται από αντιπροσώπους, οι
συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να στέλνουν αντίγραφα των συμβολαίων πώλησης και των
σχετικών πληρεξουσίων στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία για τη φορολογία των
αντιπροσώπων. Όσοι παραβαίνουν την υποχρέωση αυτήν υπόκεινται σε πρόστιμο που
ορίζεται στο άρθρο 87 αυτού του νόμου. Την ίδια υποχρέωση υπέχουν οι συμβολαιογράφοι
και για τις περιπτώσεις καταρτίσεως συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων με σκοπό την
πώληση αγροτεμαχίων και ακινήτων γενικά»).

16. Δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τράπεζες, πιστωτικοί


οργανισμοί, συνεταιρισμοί ή ενώσεις συνεταιρισμών και γενικά ενώσεις προσώπων
υποχρεούνται να αρνηθούν την καταβολή των επιδοτήσεων ή αποζημιώσεων επί
της γεωργικής παραγωγής της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 και των
περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 89, αν δεν προσκομιστεί το
311

πιστοποιητικό ή δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, που


αναφέρεται στην παράγραφο 1.

17. Δημόσιες υπηρεσίες υποχρεούνται να αρνηθούν τη χορήγηση της άδειας των


περιπτώσεων δ΄ της παρ. 1 και γ΄ της παρ. 2 του άρθρ.89, αν δεν προσκομιστεί το
πιστοποιητικό ή δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, που
αναφέρεται στην παράγραφο 1.

18. Δημόσιες υπηρεσίες, δήμοι και κοινότητες του κράτους, το Ταμείο Λαϊκών
Αγορών και κάθε άλλη αρμόδια αρχή υποχρεούνται να αρνηθούν τη χορήγηση της
άδειας της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 89, αν δεν προσκομιστεί
το πιστοποιητικό ή δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, που
αναφέρεται στην παράγραφο 1.
(Όπως οι παράγραφοι 16-18 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994 προστέθηκαν με το άρθρο 6,
της παρ. 25 του Ν. 2386/1996 και ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 29 του ιδίου νόμου από
7/3/1996).

19. Οι διατάξεις του άρθρου 87 εφαρμόζονται ανάλογα.


(όπως η παρ. 16 του άρθρου 81, του Ν. 2238/1994 αναριθμήθηκε σε 19 με την παρ. 25 του
άρθρου 6 του Ν. 2386/1996 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 29 του ιδίου νόμου από
7/3/1996).
(Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 26 του Ν. 3220/2004, όπου στις παραγράφους 16, 17,
18, και 19 του άρθρου 81 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αναφέρεται
«πιστοποιητικό» νοείται η υπεύθυνη δήλωση της παραγράφου 1 του άρθρου 81 όπως
αντικαθίσταται με το άρθρο αυτό και όπου αναφέρονται διατάξεις των άρθρων 87, 89 του
Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος νοούνται αντιστοίχως οι διατάξεις των άρθρων 4 και 11
του Ν. 2523/1997).

Άρθρο 82
Υποχρεώσεις υπηρεσιών
1. Οι αρμόδιες υπηρεσίες για την έκδοση οικοδομικών αδειών υποχρεούνται να
στέλνουν αντίγραφα των αδειών που εκδίδονται από αυτές στην αρμόδια για τη
φορολογία του ιδιοκτήτη της οικοδομής δημόσια οικονομική υπηρεσία, στο τέλος
κάθε τριμήνου για τις άδειες που εκδόθηκαν μέσα στο τρίμηνο αυτό.

2. Οι δημόσιες υπηρεσίες, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, τα νομικά


πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμοί και
312

τράπεζες υποχρεούνται να υποβάλουν στο Υπουργείο Οικονομικών πληροφοριακά


στοιχεία, σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος διαφόρων επιτηδευματιών και
ελεύθερων επαγγελματιών, τα οποία είναι αναγκαία για το έργο των δημόσιων
οικονομικών υπηρεσιών.
Τα στοιχεία που θα υποβάλλονται και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διατάξεως
αυτής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά
περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί τραπεζικού
απορρήτου.

3. Τα πρόσωπα που παραβαίνουν τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 αυτού του
άρθρου ή δηλώνουν ανακριβή στοιχεία υπόκεινται για κάθε παράβαση σε πρόστιμο
που ορίζεται στο άρθρο 87 αυτού του νόμου.

4. Οργανώσεις, σύλλογοι, ιδρύματα, σωματεία, οργανισμοί κλπ., όταν


πραγματοποιούν χορούς, συγκεντρώσεις, δεξιώσεις υποχρεούνται να υποβάλλουν
στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία, που υπάγεται το κέντρο διασκέδασης
ή το ξενοδοχείο, αίτηση στην οποία επισυνάπτεται το συμφωνητικό με το κέντρο ή
το ξενοδοχείο και αναφέρεται ο σκοπός της εκδήλωσης, η επιβάρυνση κατά άτομο
και ο αριθμός των προσκλήσεων που θα εκδοθούν. Μέσα σε πέντε (5) ημέρες από
την πραγματοποίηση του χορού ή της συγκέντρωσης ή της δεξίωσης οι παραπάνω
φορείς υποχρεούνται να προσκομίσουν στην ανωτέρω δημόσια οικονομική
υπηρεσία φωτοτυπία του τιμολογίου του κέντρου διασκέδασης ή του ξενοδοχείου.
Σε περίπτωση που δεν τηρηθεί η παραπάνω διαδικασία, επιβάλλεται, με πράξη του
προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, στον υπόχρεο
πρόστιμο χιλίων τετρακοσίων εξήντα (1.460) ευρώ μέχρι δύο χιλιάδες εννιακόσια
τριάντα (2.930) ευρώ. Το πρόστιμο αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση
του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
(Όπως στο τρίτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 82 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 95
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

5. Ορκωτοί ελεγκτές ή άλλα ελεγκτικά όργανα, προβλεπόμενα από τις διατάξεις του
άρθρου 75 του Ν. 1969/1991, που ενεργούν, με βάση τις αρχές και τους κανόνες
ελεγκτικής του κανονισμού του σώματος αυτών, έλεγχο στις ανώνυμες εταιρίες,
σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ν. 2190/1920, όπως ισχύει κάθε φορά, ή άλλους
νόμους, υποχρεούνται να αναγράφουν τις οποιεσδήποτε παραβάσεις των
διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας, που διαπιστώνουν κατά τον έλεγχο, στο
οικείο πιστοποιητικό ελέγχου, το οποίο πρέπει να κοινοποιούν στη Διεύθυνση
313

Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών. Κάθε παράλειψη των πιο πάνω προσώπων
διώκεται και τιμωρείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

6. Κρατικές υπηρεσίες ή κρατικοί φορείς, αρμόδιοι για την έγκριση και καταβολή
επιδοτήσεων ή αποζημιώσεων σε δικαιούχους, αναγράφουν υποχρεωτικά στις
εγκριτικές ή διαπιστωτικές πράξεις που συντάσσουν, εκτός των λοιπών στοιχείων
των δικαιούχων, και τον αριθμό φορολογικού μητρώου και την αρμόδια για τη
φορολογία του δικαιούχου Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 82 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 6 του άρθρου 8 του Ν. 2873/2000 και ισχύει από την δημοσίευση του Νόμου
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).
Αντίγραφα των πράξεων αυτών ή άλλα στοιχεία, αναγκαία για τις ελεγκτικές
επαληθεύσεις, διαβιβάζονται στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες.

7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών καθορίζονται τα


στοιχεία για τις επαληθεύσεις, οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται, καθώς
και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια, που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των
διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου.

8. Για κάθε σύμβαση μίσθωσης εργασίας ή έργου μεταξύ τραγουδιστή των κέντρων
διασκέδασης, αναψυκτηρίων ή συναυλιών και οποιουδήποτε αντισυμβαλλόμενου,
για την άσκηση του επαγγέλματός του καταρτίζεται συμφωνητικό, το οποίο
κατατίθεται από τον αντισυμβαλλόμενο του τραγουδιστή μέσα σε δέκα (10) ημέρες
από τη σύνταξή του, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που
είναι αρμόδιος για τη φορολογία του. Το συμφωνητικό αυτό υποβάλλεται σε τρία (3)
αντίτυπα, από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο σε αυτόν που τα
προσκόμισε και το άλλο διαβιβάζεται στον προϊστάμενο της αρμόδιας για τη
φορολογία του τραγουδιστή δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
Στο συμφωνητικό αυτό πρέπει να αναγράφονται ο χρόνος έναρξης και η διάρκεια τη
σύμβασης, ο αριθμός των εμφανίσεων του τραγουδιστή και το ποσό της αμοιβής
του. Σε κάθε κέντρο διασκέδασης τηρείται από τον εκμεταλλευτή του ιδιαίτερος
φάκελος με τα συμφωνητικά που έχουν καταρτισθεί με τους τραγουδιστές που
απασχολούνται στο κέντρο και τίθεται κάθε φορά στη διάθεση του φορολογικού
ελέγχου.
Αν δεν τηρηθεί η παραπάνω διαδικασία ή τα στοιχεία που δηλώνονται είναι
ανακριβή, επιβάλλεται με πράξη του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας στον υπόχρεο πρόστιμο για κάθε παράβαση πεντακοσίων
ογδόντα (580) ευρώ μέχρι δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
314

Επίσης, αν δεν κατατεθεί το παραπάνω συμφωνητικό στην αρμόδια δημόσια


οικονομική υπηρεσία, η αμοιβή που καταβλήθηκε στον τραγουδιστή δεν εκπίπτει
από τα ακαθάριστα έσοδα του αντισυμβαλλόμενου.
Σε περίπτωση υπογραφής αντεγγράφου, από το οποίο προκύπτει ότι συμφωνήθηκε
ή καταβλήθηκε ποσό αμοιβής ή μισθού στον τραγουδιστή διαφορετικό από εκείνο
που αναφέρεται στο συμφωνητικό που κατατέθηκε στον προϊστάμενο της αρμόδιας
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που
προβλέπονται από το νόμο, επιβάλλεται σε κάθε αντισυμβαλλόμενο πρόστιμο ίσο
με το πενήντα τοις εκατό (50%) της διαφοράς μεταξύ του ποσού της αμοιβής ή
μισθού που αναγράφεται στο αντέγγραφο και του ποσού της αμοιβής ή μισθού που
αναγράφεται στο συμφωνητικό που υποβλήθηκε στη δημόσια οικονομική υπηρεσία.
Το αντέγγραφο ως προς τις μεταξύ των συμβαλλομένων σχέσεις είναι ανίσχυρο και
δεν παράγει έννομο αποτέλεσμα.
Εισόδημα για τον τραγουδιστή θεωρείται το μεγαλύτερο από τα ποσά που
αναγράφονται στο συμφωνητικό και στο αντέγγραφο.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και για τα συμφωνητικά
που καταρτίζονται μεταξύ αμειβόμενου αθλητή γενικά ή προπονητή και
οποιουδήποτε τρίτου, καθώς και για τις αμοιβές ή μισθούς που καταβάλλονται στα
πρόσωπα αυτά. Για τα πρόστιμα που προβλέπονται από την παράγραφο αυτή
εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 87.
(Όπως στο πέμπτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 82 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 96
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)

Άρθρο 83
Υποχρεώσεις εκείνων που ενεργούν παρακράτηση φόρων
1. Αν ο φόρος παρακρατείται από τρίτα πρόσωπα, τα οποία έχουν υποχρέωση να
υποβάλλουν δήλωση αντί του πραγματικού φορολογουμένου, τα πρόσωπα αυτά
έχουν και όλες τις ευθύνες που απορρέουν από αυτό το νόμο.

2. Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, έχουν


υποχρέωση να χορηγούν σε αυτούς από τους οποίους έγινε η παρακράτηση,
βεβαίωση, στην οποία αναγράφουν το φορολογούμενο εισόδημα και το φόρο που
παρακρατήθηκε. Ίδια υποχρέωση υπάρχει και στις περιπτώσεις που δεν προκύπτει
φόρος για παρακράτηση. Η βεβαίωση αυτή χορηγείται στους δικαιούχους μέχρι τις
15 Φεβρουαρίου του οικείου οικονομικού έτους.
315

3. Αν πρόκειται για εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, ο υπόχρεος χορηγεί μια


μόνο βεβαίωση σε κάθε δικαιούχο, στην οποία αναγράφει τις κάθε είδους αποδοχές,
τόσο από τακτικές, όσο και από πρόσθετες αμοιβές, φορολογούμενες ή
απαλλασσόμενες. Η βεβαίωση αυτή εκδίδεται σε δύο αντίτυπα. Το δεύτερο αντίτυπο
υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, μαζί
με την ετήσια οριστική δήλωση μισθωτών υπηρεσιών.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, μπορεί να ορίζεται ότι ορισμένες κατηγορίες υπόχρεων, αντί για το
δεύτερο αντίτυπο αυτής της βεβαίωσης, υποβάλλουν στον προϊστάμενο της
αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας τις ίδιες πληροφορίες σε μαγνητικά
μέσα.

4. ................................................................................
(Όπως η παρ. 4 του άρθρου 83 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 6
του Ν. 2386/1996 και αισχύει σύμφωνα με το άρθρο 29 του ιδίου νόμου από 7/3/1996).

5. Όσοι αρνούνται να χορηγήσουν τις βεβαιώσεις που ορίζονται από το άρθρο αυτό
ή τις χορηγούν εκπρόθεσμα, καθώς και αυτοί που χορηγούν αναληθή βεβαίωση ή
αναγράφουν τις συνολικές αποδοχές σε περισσότερες βεβαιώσεις, υπόκεινται σε
πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 87.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ - ΑΠΟΡΡΗΤΟ

Άρθρο 84
Παραγραφή
1. Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 69, δεν μπορεί να
γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η
προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή
του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της πενταετίας.

2. Κατ΄ εξαίρεση, η βεβαίωση του φόρου μπορεί να γίνει και μετά την πάροδο
πενταετίας, αν η εγγραφή στο όνομα της ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης εταιρίας,
316

κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρίας, σύμφωνα με το άρθρο 64, έγινε


οριστική μετά την πάροδο αυτής, όχι όμως και πέρα από έξι (6) μήνες από την
κοινοποίηση στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της
απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου ή από την οριστικοποίηση της εγγραφής με
διοικητική επίλυση της διαφοράς ή λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης
προσφυγής.

3. Εξαιρετικώς, επίσης, δύναται να κοινοποιηθεί φύλλο ελέγχου και μετά την πάροδο
της πενταετίας:
α. Αν το φύλλο ελέγχου που κοινοποιήθηκε εντός της πενταετίας ακυρωθεί μετά την
πάροδο αυτής, γιατί ο φορολογούμενος δεν έλαβε γνώση αυτού.
β. Αν εντός της πενταετίας κοινοποιήθηκε το φύλλο ελέγχου σε πρόσωπο, που δεν
έχει φορολογική υποχρέωση, συνολικά ή μερικά.
γ. Αν η έκδοση του φύλλου ελέγχου έγινε από αναρμόδια Δ.Ο.Υ. ή έγινε για
οικονομικό έτος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο υπάγεται το φορολογητέο
εισόδημα.
δ. Αν το φύλλο ελέγχου που εκδόθηκε εμπρόθεσμα ακυρωθεί μετά την πάροδο
αυτής.

4. Το δικαίωμα του Δημοσίου για την ενέργεια αρχικής ή συμπληρωματικής


φορολογικής εγγραφής και την επιβολή φόρων, πρόσθετων φόρων, για
φορολογικές παραβάσεις, παραγράφεται μετά την πάροδο δεκαετίας, εφόσον η μη
ενάσκησή του, έστω και κατά ένα μέρος, οφείλεται:
α. Στην από πρόθεση πράξη ή παράλειψη του φορολογούμενου με τη σύμπραξη του
αρμόδιου φορολογικού οργάνου.
β. Σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του
άρθρου 68.
Όταν τα συμπληρωματικά στοιχεία περιέρχονται στον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας το τελευταίο έτος της παραγραφής, ο χρόνος αυτής
παρατείνεται για ένα ακόμη ημερολογιακό έτος.

5. Αν δεν υποβληθεί δήλωση φορολογίας εισοδήματος ή δήλωση απόδοσης


παρακρατούμενων φόρων ή δήλωση φόρου εισοδήματος του άρθρου 64, το
δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιήσει το φύλλο ελέγχου ή την πράξη
καταλογισμού φόρου του άρθρου 64, παραγράφεται μετά την πάροδο 15
(δεκαπέντε) ετών από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της δήλωσης.
Σε περίπτωση υποβολής των πιο πάνω δηλώσεων κατά τη διάρκεια του τελευταίου
έτους πριν από την ημερομηνία λήξης του χρόνου παραγραφής, το δικαίωμα του
Δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλου ελέγχου παραγράφεται μετά την πάροδο
τριετίας από τη λήξη του έτους υποβολής της δήλωσης.
317

6. Αν το φύλλο ελέγχου ακυρωθεί για τυπικούς λόγους με απόφαση διοικητικού


δικαστηρίου, η οποία κοινοποιείται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας το τελευταίο έτος της παραγραφής του ή μετά τη
συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, ο προϊστάμενος της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να εκδώσει και να κοινοποιήσει νέο φύλλο ελέγχου
μέσα σε ένα (1) έτος από την κοινοποίηση της απόφασης.

Η παράγραφος 7 του άρθρου 84 του ΚΦΕ αντικαθίσταται ως εξής:


«7. H κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή φόρου παραγράφεται μετά τρία έτη από την
ημερομηνία της εμπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης ή αν υποβληθεί εκπρόθεσμα η δήλωση, μετά τρία
έτη από την ημερομηνία που η δήλωση αυτή όφειλε να είχε υποβληθεί. Αν υποβληθεί ανακλητική δήλωση ή
δήλωση με επιφύλαξη, η αξίωση για την επιστροφή του φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την
ημέρα της με οποιονδήποτε τρόπο αποδοχής της.
Η αξίωση για επιστροφή φόρου βάσει υποβληθείσης εμπρόθεσμης δήλωσης αναβιώνει από την
κοινοποίηση φύλλου ή πράξης ελέγχου.
Ως προς τα λοιπά θέματα της παραγραφής εφαρμόζονται οι διατάξεις του δημοσίου λογιστικού (Ν.
2362/1995), όπως εκάστοτε ισχύουν».

7. Αν υποβληθεί ανακλητική δήλωση ή δήλωση με επιφύλαξη, η αξίωση για την


επιστροφή του φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημέρα της με
οποιοδήποτε τρόπο αποδοχής της.
Η αξίωση προς το Δημόσιο επιστροφής φόρου βάσει υποβληθείσης εμπρόθεσμης
δήλωσης αναβιώνει από της κοινοποιήσεως φύλλου ή πράξεως ελέγχου.

Άρθρο 85
Φορολογικό απόρρητο
1. Οι δηλώσεις φόρου του παρόντος χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για
φορολογικούς σκοπούς και δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίησή τους για δίωξη
εκείνου που υπέβαλε τη δήλωση ή του προσώπου από το οποίο αυτός απέκτησε το
εισόδημα, για παράβαση των κειμένων διατάξεων.

2. Οι φορολογικές δηλώσεις, τα φορολογικά στοιχεία, οι εκθέσεις, οι πράξεις


προσδιορισμού αποτελεσμάτων, τα φύλλα ελέγχου, οι αποφάσεις του
προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και κάθε στοιχείο του φακέλου
που έχει σχέση με τη φορολογία ή άπτεται αυτής είναι απόρρητα και δεν
318

επιτρέπεται η γνωστοποίησή τους σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από το


φορολογούμενο στον οποίο αφορούν αυτά.

3. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας συντάσσει κάθε έτος, με


βάση τις δηλώσεις που του επιδίδονται, κατάλογο φορολογούμενων, ο οποίος
περιέχει το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία, τον τίτλο και τα λοιπά στοιχεία τους, το
καθαρό εισόδημα από τις κατηγορίες Δ΄ και Ζ΄, το συνολικό καθαρό εισόδημα το
οποίο υπόκειται σε φορολογία, καθώς και το φόρο που αναλογεί σε αυτό. Ο
κατάλογος αυτός καταρτίζεται μέσα σε 6 (έξι) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας
υποβολής των δηλώσεων και συμπληρώνεται με τα αντίστοιχα στοιχεία της
οριστικοποίησης της εγγραφής του υποχρέου. Τοποθετείται σε πρόσφορη θέση στο
κατάστημα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και των δήμων ή κοινοτήτων όπου
εδρεύει δημόσια οικονομική υπηρεσία, ώστε να μπορεί να λαμβάνει γνώση αυτού
οποιοσδήποτε. Επιτρέπεται η έκδοση καταλόγων των φορολογουμένων όλης της
χώρας, καθώς και η δημοσίευσή τους στις εφημερίδες.
Επιτρέπεται να γίνεται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του
Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών η προεκτύπωση στις ετήσιες δηλώσεις
φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων των ποσών του καθαρού
εισοδήματος μισθωτών υπηρεσιών και του αναλογούντος και παρακρατηθέντος
φόρου επί αυτών, καθώς και των λοιπών διαθέσιμων στοιχείων του υποχρέου, της
συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν για δηλώσεις φορολογίας
εισοδήματος οικονομικού έτους 2006 και μετά.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 85 προστέθηκε με το άρθρο 6 του Ν.
3470/2006 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο του ιδίου νόμου για δηλώσεις φορολογίας
εισοδήματος οικονομικού έτους 2006 και μετά.)

το άρθρο 85 παρ. 3 του Κ.Φ.Ε μετά το τέταρτο εδάφιο προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Ο κατάλογος είναι διαθέσιμος στον διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών
Συστημάτων. Η πρόσβαση στον κατάλογο γίνεται κατόπιν ταυτοποίησης του χρήστη και περιορίζεται με
βάση συγκεκριμένα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών
καθορίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την πρόσβαση στον κατάλογο αυτό.»

4. Τα στοιχεία που αναφέρονται στους καταλόγους των φορολογουμένων δεν


αποτελούν απόρρητο και ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας
υποχρεούται να χορηγεί, ύστερα από αίτηση, βεβαίωση για τα στοιχεία αυτά σε
οποιονδήποτε τρίτο ο οποίος έχει έννομο συμφέρον και το αποδεικνύει.
319

5. Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται, αποκλειστικά και μόνο:


α. Η χορήγηση στοιχείων στις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών και στους
ορκωτούς εκτιμητές για την άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και στις
περιπτώσεις που ορίζονται από το άρθρο 1445 του Αστικού Κώδικα.

2. Στην α΄ περίπτωση της παραγράφου 5 του άρθρου 85 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται δύο εδάφια, ως εξής:
« Επίσης, χορηγείται αντίγραφο της κοινής φορολογικής δήλωσης και του εκκαθαριστικού σημειώματος
στους συζύγους που βρίσκονται σε διάσταση ή διάζευξη.
Ειδικά επί συνιδιοκτησίας ακινήτου, χορηγούνται από το φάκελο του συνιδιοκτήτη που το εκμίσθωσε
μονομερώς, αντίγραφο μισθωτηρίου συμβολαίου και λοιπά στοιχεία που αφορούν το κοινό ακίνητο, στους
λοιπούς συνιδιοκτήτες, για διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους στο δικαστήριο και δήλωση των
εισοδημάτων τους από το ακίνητο αυτό.».

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 του ν.2579/1998 (ΦΕΚ Α΄31) ισχύουν και για
μεταβιβάσεις αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης ή των αδειών κυκλοφορίας τους που πραγματοποιούνται από
1 Ιανουαρίου 2010 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2011. Για τις μεταβιβάσεις αυτές τα ποσά φόρου τα οποία
ορίζονται με τις πιο πάνω διατάξεις προσαυξάνονται κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Για
μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται από 1.1.2010 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου
υποβάλλονται συμπληρωματικές δηλώσεις χωρίς κυρώσεις μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του
παρόντος.

β. Σε ειδικά εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους του Ιδρύματος Κοινωνικών


Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α) να λαμβάνουν στοιχεία από το φάκελο του εργοδότη για την
εξακρίβωση των μισθών και ημερομισθίων που αυτός κατέβαλε στο προσωπικό
που απασχολεί.
γ. Σε ειδικά εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης να λαμβάνουν τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες για την
επιβολή τελών, φόρων, δικαιωμάτων ή εισφορών τους ή για τον έλεγχο των
δηλώσεων των επιβαρύνσεων αυτών.
δ. Σε δίκες για διαφορές από εμπορικές μισθώσεις ακινήτων η χορήγηση στους
ενδιαφερομένους για χρήση στο δικαστήριο αντιγράφων των μισθωτηρίων
συμβολαίων, καθώς και βεβαιώσεων για το καταβαλλόμενο μίσθωμα οποιουδήποτε
ακινήτου. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δικαιούται να
ζητήσει υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986, στην οποία ο αιτών θα δηλώνει ότι τα
χορηγούμενα στοιχεία θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο για δίκες του
προηγούμενου εδαφίου.
ε. Η χορήγηση στοιχείων σε δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου και οργανισμούς που έχουν αρμοδιότητα διαχείρισης, παρακολούθησης ή
ελέγχου των πάσης φύσεως χρηματοδοτήσεων, επιδοτήσεων ή ενισχύσεων που
καταβάλλονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και φορείς και προέρχονται από
320

εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους, για την άσκηση αποκλειστικά των παραπάνω


αρμοδιοτήτων τους.
στ. Η χορήγηση των στοιχείων του Υποσυστήματος Μητρώου φορολογουμένων και
του Αρχείου Οχημάτων σε δημόσιες υπηρεσίες και ασφαλιστικά ταμεία που
αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, από τη Γενική Γραμματεία
Πληροφοριακών Συστημάτων του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με την
υποχρέωση χρησιμοποίησης αυτών αποκλειστικά για τις υπηρεσιακές τους
ανάγκες.
ζ. Σε ειδικά εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους των φορέων κύριας ασφάλισης
Ελευθέρων Επαγγελματιών και Ανεξάρτητα Απασχολουμένων να λαμβάνουν τα
αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες από τους φακέλους που τηρούνται στις
Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) για τα εισοδήματα φορολογουμένων,
ασφαλισμένων ή ασφαλιστέων στους εν λόγω φορείς, με σκοπό την διευκόλυνση
του έργου των Οργανισμών αυτών στην είσπραξη των νομοθετημένων πόρων τους
καθώς και στον έλεγχο της νομιμότητας της χορήγησης των παροχών τους .
(Όπως η περ.ζ της παρ. 5 του άρθρου 85 πρτοστέθηκε με την παρ.5 του άρθρου 16 του Ν.
3232/2004 και ισχύει σύμφωνα με την πρ. δ του άρθρου 35 του ιδίου νόμου από 12/2/2004)
η. Η χορήγηση σε επιτηδευματίες του Α.Φ.Μ., του αντικειμένου εργασιών και της
επαγγελματικής εγκατάστασης άλλων επιτηδευματιών χωρίς να υπάρχει έννομο
συμφέρον.
(Όπως η περ. η΄ προστέθηκε στην παρ. 5 του άρθρου 85 του Ν. 2238/1994, με την παρ. 13
του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από
την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από
14/12/2004).
(Όπως η περ. ε΄ της παρ. 5 του άρθρου 85 του Ν. 2238/1994 η οποία προστέθηκε με την
παρ. 5 του άρθρου 16 του Ν. 3232/2004, αναριθμείται σε ζ΄ σύμφωνα με την παρ. 12 του
άρθρου 5 του Ν. 3296/2004).
(Όπως η περίπτωση στ΄ προστίθεται στην παράγραφo 5 του άρθρου 85 με την παρ. 1 του
αρθρ. 46 του Ν. 3220/2004 και ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος στην εφημερίδα
της κυβερνήσεως, δηλαδη από 28/1/2004).

6. Η παραβίαση του φορολογικού απορρήτου του άρθρου αυτού συνιστά πειθαρχικό


αδίκημα που τιμωρείται κατά τις οικείες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου και
ποινικό αδίκημα που τιμωρείται κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα για
παράβαση καθήκοντος.

7. Τις ευθύνες της προηγούμενης παραγράφου έχουν και τα πρόσωπα, που είναι
υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα, τα οποία νόμιμα
λαμβάνουν γνώση φορολογικών απορρήτων και χρησιμοποιούν αυτά για σκοπό
διάφορο εκείνου που ο νόμος επιτρέπει ή τα ανακοινώνουν με κάθε τρόπο, άμεσο ή
321

έμμεσο, σε τρίτους. Τα λοιπά πρόσωπα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι έξι


(6) μήνες μετά από έγκληση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας ή του αρμόδιου επιθεωρητή προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στην
περιφέρεια του οποίου υπάγεται η δημόσια οικονομική υπηρεσία και με πρόστιμο
που ορίζεται στο άρθρο 87, το οποίο επιβάλλεται με πράξη του προϊσταμένου της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μετά την τελεσιδικία της απόφασης του ποινικού
δικαστηρίου.

8. Όσοι με οποιαδήποτε ιδιότητα συμπράττουν στην εφαρμογή των διατάξεων του


παρόντος και από το λόγο αυτό λαμβάνουν γνώση των τραπεζικών ή άλλων
συναλλαγών, υποχρεούνται να τηρούν το απόρρητο των συναλλαγών τούτων,
υποκείμενοι σε αντίθετη περίπτωση στις ποινές και τα πρόστιμα των παραγράφων
6 και 7.

9. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στη Εφημερίδα


της Κυβερνήσεως, ορίζεται για όλη τη χώρα ή για ορισμένες μόνο περιφέρειες,
ανάλογα με τον πληθυσμό, το ύψος του εισοδήματος, πάνω από το οποίο, οι
φορολογούμενοι που το αποκτούν, θα περιλαμβάνονται στους καταλόγους των
φορολογουμένων, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή
των διατάξεων της παραγράφου 3.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 86
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στη συνέχεια.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 87
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.
322

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 88
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 89
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 90
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 91
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.
323

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 92
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 93
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 94
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 95
324

Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.


Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 96
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 97
Τα άρθρα 86 έως και 97 καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παράγρ. 1 του Ν. 2523/1997.
Οι νέες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλονται οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
παραθέτονται στο άρθρο 86.

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΕΠΙΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ

Άρθρο 98
Επιβολή του φόρου
Επιβάλλεται φόρος στο συνολικό καθαρό εισόδημα από κάθε πηγή, που αποκτάται
από κάθε νομικό πρόσωπο από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 101.

Άρθρο 99
Αντικείμενο του φόρου
1. Αντικείμενο του φόρου είναι:
325

α. Σε ημεδαπές γενικά ανώνυμες εταιρίες και εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, με


εξαίρεση τις τραπεζικές και ασφαλιστικές εταιρίες, το συνολικό καθαρό εισόδημα ή
κέρδος που προκύπτει στην ημεδαπή ή αλλοδαπή. Τα διανεμόμενα κέρδη
λαμβάνονται από το υπόλοιπο των κερδών, που απομένει μετά την αφαίρεση του
αναλογούντος φόρου εισοδήματος.
Ειδικά, σε ημεδαπές τραπεζικές και ασφαλιστικές ανώνυμες εταιρίες, το συνολικό
καθαρό εισόδημα ή κέρδος, που προκύπτει στην ημεδαπή ή αλλοδαπή μετά την
αφαίρεση του μέρους αυτών, που αναλογεί στα αφορολόγητα έσοδα ή στα
εισοδήματα που φορολογούνται κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής
υποχρέωσης. Για τον προσδιορισμό του μέρους των κερδών που αναλογούν στα
αφορολόγητα έσοδα ή στα εισοδήματα που φορολογούνται κατά ειδικό τρόπο με
εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης γίνεται επιμερισμός των συνολικών
καθαρών κερδών, ανάλογα με το ύψος των φορολογούμενων εσόδων και των
αφορολόγητων ή των φορολογηθέντων κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της
φορολογικής υποχρέωσης εσόδων. Περαιτέρω, σε περίπτωση διανομής, στα
ανωτέρω προκύψαντα φορολογούμενα κέρδη, προστίθενται το μέρος των
αφορολόγητων κερδών ή των φορολογούμενων κατ΄ ειδικό τρόπο με εξάντληση της
φορολογικής υποχρέωσης, που αναλογούν στα διανεμόμενα κέρδη με οποιαδήποτε
μορφή, μετά την αναγωγή του εξευρισκόμενου αυτού ποσού σε μικτό ποσό με την
προσθήκη του αναλογούντος σε αυτό φόρου.
Επίσης, επί ημεδαπών ανώνυμων εταιριών, οι οποίες απαλλάσσονται του φόρου
εισοδήματος βάσει ειδικών διατάξεων νόμων, αντικείμενο φόρου είναι τα
κεφαλαιοποιούμενα ή διανεμόμενα με οποιαδήποτε μορφή κέρδη, μετά την
αναγωγή αυτών σε μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος σε αυτά φόρου
εισοδήματος.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν ανάλογη εφαρμογή και σε
οποιαδήποτε περίπτωση κεφαλαιοποίησης ή διανομής κερδών για τα οποία δεν
έχει καταβληθεί φόρος εισοδήματος.
Κατ΄ εξαίρεση, το συνολικό καθαρό κέρδος ή εισόδημα των εταιριών περιορισμένης
ευθύνης που συστήθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του Ν.
588/1977 (ΦΕΚ Α΄ 148) δεν υπόκειται σε φόρο στο όνομα του νομικού προσώπου,
αλλά στο όνομα κάθε εταίρου αυτών για το ποσοστό των κερδών που του αναλογεί
από τη συμμετοχή του στην εταιρία.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της περ.α΄της παρ.1 του άρθρου 99 προστέθηκε με την παρ. 20
του Ν. 2390/1996 και ισχύει σύμφωνα με την παρ.21 του άρθρου 4 του ιδίου νόμου για
εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (που αναφέρονται στο τελευταίο εδάφιο της περ. α΄ της
παρ. 1) και έχουν συσταθεί μέχρι την ημερομήνια δημοσίευσης του παρόντος Νόμου
(21.3.1996) και καταλαμβάνει τα εισοδήματα αυτών που προκύπτουν από διαχειριστικές
περιόδους που λήγουν την 31/12/1995) .
326

β. Σε δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις


κερδοσκοπικού χαρακτήρα ανεξάρτητα αν αποτελούν ή όχι ίδια νομικά πρόσωπα,
το συνολικό καθαρό εισόδημα ή κέρδος.
γ. Στους συνεταιρισμούς που έχουν συσταθεί νόμιμα και στις ενώσεις αυτών, το
συνολικό καθαρό εισόδημα ή κέρδος που προκύπτει στην ημεδαπή ή αλλοδαπή,
πριν από την αφαίρεση των χορηγούμενων εκπτώσεων στα μέλη τους. Τα
διανεμόμενα κέρδη και οι χορηγούμενες εκπτώσεις στα μέλη λαμβάνονται από το
υπόλοιπο των κερδών, που απομένει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου
εισοδήματος.
Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν λαμβάνονται υπόψη οι χορηγούμενες επί
των τιμολογίων πωλήσεως εκπτώσεις σε διατιμημένα είδη και μέχρι των
επιτρεπόμενων από τις εκάστοτε ισχύουσες αγορανομικές διατάξεις ποσοστών.
δ. Σε αλλοδαπές επιχειρήσεις που λειτουργούν με οποιονδήποτε τύπο εταιρίας,
καθώς και στους κάθε είδους αλλοδαπούς οργανισμούς οι οποίοι αποβλέπουν στην
απόκτηση οικονομικών ωφελημάτων, το καθαρό εισόδημα ή κέρδος το οποίο
προκύπτει από πηγή που βρίσκεται στην Ελλάδα, καθώς και το καθαρό κέρδος το
οποίο προκύπτει από τη μόνιμη εγκατάσταση της επιχείρησης στην Ελλάδα κατά
την έννοια του άρθρ. 100. Για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών,
προκειμένου για υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών και ασφαλιστικών
επιχειρήσεων, που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα, τα οποία αποκτούν και
εισοδήματα που απαλλάσσονται του φόρου ή εισοδήματα που φορολογούνται κατά
ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, αφαιρούνται από τα
καθαρά κέρδη που ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο, το μέρος αυτών που
αναλογεί στα πιο πάνω εισοδήματα, το οποίο εξευρίσκεται με επιμερισμό ανάλογα
με τα ακαθάριστα έσοδα που υπόκεινται σε φορολογία και των απαλλασσομένων ή
φορολογηθέντων κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.
Σε αλλοδαπές επιχειρήσεις και οργανισμούς, ανεξάρτητα αν είναι εγκατεστημένοι ή
όχι στην Ελλάδα, που εκμεταλλεύονται πλοία υπό ξένη σημαία ή αεροσκάφη,
λογίζεται ότι προκύπτει στην Ελλάδα και υπόκειται σε φόρο, το κέρδος από τη
μεταφορά επιβατών, εμπορευμάτων και λοιπών πραγμάτων γενικά από ελληνικούς
λιμένες και αερολιμένες και μέχρι το λιμένα προορισμού ή μέχρι τον αλλοδαπό
λιμένα ή αερολιμένα επιβίβασης των επιβατών ή μεταφόρτωσης των εμπορευμάτων
και λοιπών πραγμάτων σε πλοίο ή αεροσκάφος άλλης αλλοδαπής επιχείρησης.
ε. Σε ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού
χαρακτήρα, το καθαρό εισόδημα που προκύπτει στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή
μόνο από την εκμίσθωση ακινήτων καθώς και από κινητές αξίες. Δεν αποτελούν
αντικείμενο φορολογίας τα λοιπά εισοδήματα αυτών των νομικών προσώπων,
καθώς και τα κάθε είδους άλλα έσοδά τους που πραγματοποιούνται κατά την
επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού τους.
327

στ. Σε αλλοδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού


χαρακτήρα, το καθαρό εισόδημα από κάθε πηγή, που προκύπτει στην ημεδαπή. Δεν
αποτελούν αντικείμενο φορολογίας τα κάθε είδους άλλα έσοδα αυτών των νομικών
προσώπων που πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του
σκοπού τους.

2. Ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες μπορούν να διανέμουν σε κάθε διαχειριστική χρήση,


με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων, μέρος των ετήσιων καθαρών
κερδών, όπως αυτά προσδιορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 45 του Νόμου
2190/1920, με τη μορφή μετοχών τους στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό. Οι
μετοχές, που χορηγούνται στους εργαζόμενους, πρέπει να προέρχονται από
αντίστοιχη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας.
Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση των Υπουργών
Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και
Εμπορίου, ρυθμίζεται το ύψος του ποσού που μπορούν να διανέμουν οι ανώνυμες
εταιρίες από τα κέρδη τους στους εργαζόμενους, οι όροι και οι προϋποθέσεις
διάθεσης μετοχών και ιδίως θέματα που αφορούν το είδος των μετοχών αυτών, τις
προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν στα πρόσωπα των δικαιούχων, τον
τρόπο διάθεσης και κατανομής τους, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για
την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της παραγράφου.

Άρθρο 100
Έννοια μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα των αλλοδαπών νομικών προσώπων
1. Για την εφαρμογή του παρόντος θεωρείται ότι υπάρχει μόνιμη εγκατάσταση της
αλλοδαπής επιχείρησης ή οργανισμού στην Ελλάδα, εφόσον:
α. Διατηρεί στην Ελλάδα ένα ή περισσότερα καταστήματα, πρακτορεία,
παραρτήματα, γραφεία, αποθήκες, εργοστάσια ή εργαστήρια, καθώς και
εγκαταστάσεις που αποσκοπούν στην εκμετάλλευση φυσικών πόρων, ή
β. προβαίνει στη βιομηχανοποίηση πρώτων υλών ή επεξεργασία γεωργικών
προϊόντων με δικές του εγκαταστάσεις ή με τη χρησιμοποίηση εγκαταστάσεων
τρίτων στην Ελλάδα, οι οποίοι ενεργούν ύστερα από εντολή και για λογαριασμό του,
ή
γ. διεξάγει στην Ελλάδα εργασίες ή παρέχει υπηρεσίες μέσω αντιπροσώπου, ο
οποίος έχει εξουσιοδότηση και μπορεί να διαπραγματεύεται και να συνάπτει
328

συμβάσεις για λογαριασμό του νομικού προσώπου, επίσης και όταν οι εργασίες ή οι
υπηρεσίες προσφέρονται χωρίς αντιπρόσωπο, εφόσον αφορούν είτε στην
κατάρτιση μελετών ή σχεδίων είτε στη διεξαγωγή ερευνών γενικά ή αυτές οι
εργασίες και υπηρεσίες είναι τεχνικές ή επιστημονικές γενικά, ή
δ. διατηρεί απόθεμα εμπορευμάτων από το οποίο εκτελεί παραγγελίες για
λογαριασμό του, ή
ε. συμμετέχει σε προσωπική εταιρία ή εταιρία περιορισμένης ευθύνης, που εδρεύει
στην Ελλάδα.

2. Για να προσδιοριστεί το καθαρό κέρδος που προκύπτει στην Ελλάδα από τη


μόνιμη εγκατάσταση αλλοδαπής επιχείρησης, η επιβάρυνση της μόνιμης
εγκατάστασης στην Ελλάδα με γενικά έξοδα διαχείρισης και διάφορα άλλα έξοδα
οργάνωσης και λειτουργίας της που πραγματοποιούνται από την έδρα της
επιχείρησης που βρίσκεται στην αλλοδαπή, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από
πέντε τοις εκατό (5%) των εξόδων διοικητικής λειτουργίας που πραγματοποιούνται
στην Ελλάδα από τη μόνιμη εγκατάσταση της αλλοδαπής επιχείρησης, όπως αυτά
εμφανίζονται στις οικονομικές καταστάσεις κάθε δεδομένης διαχειριστικής χρήσης.
Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών καθορίζονται τα αναγκαία προς τούτο
δικαιολογητικά για την αναγνώριση των δαπανών αυτών και κάθε άλλη λεπτομέρεια
χρήσιμη για την εφαρμογή αυτού του άρθρου.
(Όπως η παρ.2 του άρθρου 100 του Ν. 2238/1994 αντικαταστάθηκε με την παρ.12 του
άρθρου 14 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με την περ.γ΄του άρθρου 40 του ιδίου
νόμου από 31/12/1996).

Άρθρο 101
Υποκείμενο του φόρου
1. Στο φόρο υπόκεινται:
α. Οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες.
β. Οι δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις
κερδοσκοπικού χαρακτήρα ανεξάρτητα αν αποτελούν ή όχι ίδια νομικά πρόσωπα.
γ. Οι συνεταιρισμοί που έχουν συσταθεί νόμιμα και οι ενώσεις τους.
δ. Οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που λειτουργούν με οποιονδήποτε τύπο εταιρίας,
καθώς και οι κάθε είδους αλλοδαποί οργανισμοί που αποβλέπουν στην απόκτηση
οικονομικών ωφελημάτων.
ε. Οι ημεδαπές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης.
329

2. Επίσης, στο φόρο αυτό υπόκεινται και τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ημεδαπά


ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, στα οποία
περιλαμβάνονται και τα κάθε είδους ιδρύματα.

Άρθρο 102
Χρόνος επιβολής του φόρου
Ο φόρος επιβάλλεται κάθε οικονομικό έτος στο συνολικό καθαρό εισόδημα από
κάθε πηγή που αποκτάται:
α) Για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, κατά τη
διαχειριστική περίοδο η οποία λήγει μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η
Αυγούστου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους μέχρι τις 31 Ιουλίου του οικείου
οικονομικού έτους.
(Όπως η περίπτωση α΄ του αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002
και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα του οικονομικού έτους
2003 και μετά).
(Το πρώτο και δεύερο εδάφιο της παρ. 1 πριν την αντικατάστασή τους είχαν ως εξής:
«α. Για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, κατά τη
διαχειριστική περίοδο η οποία λήγει μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Σεπτεμβρίου του
προηγούμενου ημερολογιακού έτους μέχρι τις 31 Αυγούστου του οικείου οικονομικού
έτους»).
β. Για τους υποχρέους της παρ. 2 του προηγούμενου άρθρου κατά το αμέσως
προηγούμενο ημερολογιακό έτος.

Άρθρο 103
Απαλλαγές από το φόρο
1. Απαλλάσσονται από το φόρο:
α) Tο Eλληνικό Δημόσιο στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αποκεντρωμένες
δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες λειτουργούν ως ειδικά ταμεία, οι δήμοι και οι
κοινότητες, τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα και τα λοιπά δημοτικά και κοινοτικά
νομικά πρόσωπα, οι σύνδεσμοι δήμων και κοινοτήτων, οι αποκλειστικά αμιγείς
δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης, αποχέτευσης και διαχείρισης
απορριμμάτων και τηλεθέρμανσης, η Ένωση Nομαρχιακών Aυτοδιοικήσεων
Eλλάδος, η Kεντρική Ένωση Δήμων και Kοινοτήτων της Eλλάδας και οι τοπικές
ενώσεις δήμων και κοινοτήτων για τα κάθε είδους εισοδήματά τους.
330

(Όπως στην περ.α΄της παρ.1 η φράση «και τηλεθέρμανσης, η Ένωση Nομαρχιακών


Aυτοδιοικήσεων Eλλάδος», προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 16 του N.
2946/2001 (ΦEK 224A΄/8.10.2001) και ισχύει από την δημοσίευση του νόμου στο ΦEK,
δηλ. από 8.10.2001).
(«Η παρ. α πριν την προσθήκη είχε ως εξής:
α. Το Ελληνικό Δημόσιο στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αποκεντρωμένες δημόσιες
υπηρεσίες, οι οποίες λειτουργούν ως ειδικά ταμεία, οι δήμοι και οι κοινότητες, τα δημοτικά
και κοινοτικά ιδρύματα και τα λοιπά δημοτικά και κοινοτικά νομικά πρόσωπα, οι σύνδεσμοι
δήμων και κοινοτήτων, οι αποκλειστικά αμιγείς δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις
ύδρευσης, αποχέτευσης και διαχείρισης απορριμμάτων, η Κεντρική Ένωση Δήμων και
Κοινοτήτων της Ελλάδας και οι τοπικές ενώσεις δήμων και κοινοτήτων για τα κάθε είδους
εισοδήματά τους»).
(Όπως η περ. α΄, της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 13 του Ν.
2459/1997 και σιχίει σύμφωνα με την περ.α΄του άρθρου 40 του ιδίου νόμου από 1/1/1996.)
(Όπως η περ.α΄της παρ.1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής: "Το Ελληνικό Δημόσιο
στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες
λειτουργούν ως ειδικά ταμεία, οι δήμοι και οι κοινότητες, τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα
και τα λοιπά δημοτικά και κοινοτικά νομικά πρόσωπα, οι σύνδεσμοι δήμων και κοινοτήτων,
οι αποκλειστικά αμιγείς δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις,η Κεντρική Ένωση Δήμων και
Κοινοτήτων της Ελλάδας και οι τοπικές ενώσεις δήμων και κοινοτήτων για τα κάθε είδους
εισοδήματά τους»)
β) Τα εισοδήματα από οικοδομές γενικά και από εκμίσθωση γαιών που ανήκουν
στους Ιερούς Ναούς, στις Ιερές Μητροπόλεις, στις Ιερές Μονές, στις Ιερές Μονές του
Αγίου Όρους, στην Ιερά Μονή Πάτμου, στην Ιερά Μονή Σινά, στην Αποστολική
Διακονία, στον Πανάγιο Τάφο, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως,
στα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου,
καθώς και στις Ιερές Σταυροπηγιακές Μονές Κύπρου.
(Όπως η περ. β΄ της παρ. του άρθρου 103 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ.
1 του άρθρου 6 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για
εισοδήματα οικονομικού έτους 2008 και μετά).
(Η περ. β΄ της παρ. του άρθρου 103 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«β. Τα εισοδήματα από οικοδομές γενικά και από εκμίσθωση γαιών που ανήκουν στις Ιερές
Μονές του Αγίου Όρους, στην Ιερά Μονή Σινά, στον Πανάγιο Τάφο, στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και στα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας»).
(Όπως η περίπτωση β της παραγράφου 1 του άρθρου 103 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 5 του άρθρου 6 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση στ του
άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα που αποκτούν οι υπόχρεοι από 1/1/2000 και
μετά).
γ. Τα τεκμαρτά εισοδήματα από οικοδομές που ανήκουν σε δημόσιες, δημοτικές και
κοινοτικές επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με ή χωρίς
331

νομική προσωπικότητα και σε δημόσια ή δημοτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, εφόσον


αυτές χρησιμοποιούνται για την εγκατάσταση και λειτουργία τους.
(Όπως η περίπτωση γ της παραγράφου 1 του άρθρου 103 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 7 του άρθρου 6 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ζ του
άρθρου 50 του ιδίου νόμου από την δημοσίευση του Ν. 2238/1994 στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, δηλαδή από 16/9/1994).
δ) Τα εισοδήματα από οικοδομές γενικά και από εκμίσθωση γαιών τα οποία
αποκτούν τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται
και τα οποία επιδιώκουν αποδεδειγμένα κοινωφελείς σκοπούς. Κατ΄ εξαίρεση, τα
ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα απαλλάσσονται και για τα εισοδήματα από μερίσματα
μετοχών αλλοδαπών ανωνύμων εταιριών.
(Όπως η περ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 103 του Ν. 2238/1994, προστέθηκε με την παρ. 2
του άρθρου 6 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου για
εισοδήματα οικονομικού έτους 2008 και μετά).
ε. Τα τεκμαρτά εισοδήματα από ακίνητα τα οποία ανήκουν σε αναγνωρισμένα ξένα
θρησκεύματα και δόγματα, εφόσον χρησιμοποιούνται για την τέλεση της λατρείας
τους και τη διεξαγωγή υπηρεσιών θρησκευτικής φύσης, με τον όρο της
αμοιβαιότητας.
στ. Τα τεκμαρτά εισοδήματα από ακίνητα τα οποία ανήκουν σε ξένα κράτη, εφόσον
χρησιμοποιούνται για την εγκατάσταση των πρεσβειών και προξενείων τους, με τον
όρο της αμοιβαιότητας.
ζ. Τα κέρδη από την εκμετάλλευση πλοίων υπό ελληνική σημαία, που αποκτώνται
από ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, συνεταιρισμούς ή ενώσεις συνεταιρισμών, τα
οποία υπόκεινται στον ειδικό φόρο για τα πλοία, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης ζ της παρ. 1 του άρθρ. 103 αντικαταστάθηκε με
την παράγραφο 6 του άρθρου 6 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ζ
του άρθρου 50 του ιδίου νόμου από την δημοσίευση του Ν. 2238/1994 στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, δηλαδή από 16/9/1994).
Αν ο δικαιούχος των ως άνω κερδών είναι ημεδαπή ανώνυμη εταιρία ή εταιρία
περιορισμένης ευθύνης ή συνεταιρισμός, σε περίπτωση διανομής τους με
οποιαδήποτε μορφή, τα κέρδη αυτά δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, μη
εφαρμοζόμενων των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 106 του παρόντος.
η. Τα κέρδη από την εκμετάλλευση πλοίων υπό ξένη σημαία και αεροσκαφών, που
πραγματοποιούν στην Ελλάδα οι αλλοδαπές επιχειρήσεις, με τον όρο της
αμοιβαιότητας.
θ. Τα εισοδήματα που αποκτούν οι συνεταιρισμοί πρώτου, δεύτερου και τρίτου
βαθμού που χαρακτηρίζονται από το νόμο ως αγροτικοί από δραστηριότητες που
εμπίπτουν στους σκοπούς που καθορίζονται από τις διατάξεις του καταστατικού
τους. Στην απαλλαγή αυτή δεν περιλαμβάνονται:
332

αα. Τα εισοδήματα από εκμίσθωση ακινήτων και από κινητές αξίες, εκτός των τόκων
από συναλλαγματικές και γραμμάτια, εφόσον πηγάζουν από εμπορικές συναλλαγές,
καθώς και των τόκων από δάνεια ή πιστώσεις στα μέλη του συνεταιρισμού.
ββ. Τα κέρδη από πώληση προϊόντων μετά από προηγούμενη επεξεργασία τους ή
διασκευή η οποία μπορεί να προσδώσει σε αυτά το χαρακτήρα βιομηχανικών
προϊόντων. Δεν θεωρείται ως βιομηχανική επεξεργασία η διαλογή, εξευγενισμός,
καθαρισμός, έκθλιψη, εκκόκκιση, εκχύμωση, αποφλοίωση, παστερίωση, η
παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και η απλή συσκευασία για τη
συντήρηση και μεταφορά των γεωργικών προϊόντων στον τόπο της κατανάλωσης,
ανεξάρτητα από τα μέσα που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτόν.
γγ. Τα κέρδη από τη λιανική πώληση σε τρίτους γεωργικών προϊόντων γενικά
παραγωγής τους συνεταιρισμού ή των μελών αυτού από ίδια πρατήρια ή με τη
μεσολάβηση τρίτων που ενεργούν λιανική πώληση κατ΄ εντολή και για λογαριασμό
τους.
δδ. Τα κέρδη από την πώληση σε τρίτους που δεν είναι μέλη του συνεταιρισμού,
αγαθών γενικά που δεν παράγονται από το συνεταιρισμό ή από τα μέλη του, καθώς
και τα κέρδη από παροχή υπηρεσιών σε τρίτους που δεν είναι μέλη του
συνεταιρισμού. Στα εισοδήματα αυτά συμψηφίζονται οι τυχόν ζημίες, που
προκύπτουν από κλάδους του συνεταιρισμού, που απαλλάσσονται από το φόρο.
ι. Τα εισοδήματα από κινητές αξίες, που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρ. 6 τα
οποία αποκτώνται από νομικά πρόσωπα που υπόκεινται στη φορολογία του
παρόντος.
ια. Οι εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και τα αμοιβαία κεφάλαια,
επιφυλασσομένων των διατάξεων των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 114.
ιβ. Τα εισοδήματα που απαλλάσσονται της φορολογίας με βάση σύμβαση που έχει
κυρωθεί με νόμο.
ιγ. Οι τόκοι που αποκτά η Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος από τη χορήγηση
δανείων προς το Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον: αα) το χορηγούμενο δάνειο
προέρχεται από ισόποσο δάνειο, το οποίο έχει λάβει προηγουμένως η Τράπεζα με
εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου από το Ταμείο Αποκαταστάσεως του Συμβουλίου
της Ευρώπης, ββ) τα δύο ως άνω δάνεια έχουν την ίδια διάρκεια και επιβαρύνονται
με το ίδιο επιτόκιο και γγ) στη συναπτόμενη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της
Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος σύμβαση αναφέρονται οι ανώτεροι όροι,
καθώς και ο όρος απαλλαγής των τόκων από τη φορολογία εισοδήματος.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και για τους τόκους
που έχουν προκύψει ή θα προκύψουν από δάνεια, τα οποία έχουν συναφθεί πριν
από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

2. Η διαφορά υπερτιμήματος των οικοπέδων που πωλούν στα μέλη τους οι


οικοδομικοί συνεταιρισμοί μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, εφόσον εμφανίζεται σε
333

ειδικό λογαριασμό αποθεματικού και χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για την εκτέλεση


έργων κοινής ωφέλειας, που θα εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του οικισμού, δεν
αποτελεί εισόδημα του συνεταιρισμού. Σε περίπτωση διανομής με οποιονδήποτε
τρόπο του πιο πάνω υπερτιμήματος στα μέλη του συνεταιρισμού, αυτό
φορολογείται με βάση τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά.

Άρθρο 104
Χρονική περίοδος που προκύπτει το εισόδημα
1. Ως χρονική περίοδος κατά την οποία προκύπτει το εισόδημα. λαμβάνεται:
α. Η εταιρική χρήση ή το διαχειριστικό έτος, για τα νομικά πρόσωπα που τηρούν
βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Οι διατάξεις του άρθρου
29 εφαρμόζονται και για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101.
β. Το ημερολογιακό έτος στις λοιπές περιπτώσεις.

2. Για νομικά πρόσωπα που έχουν τεθεί σε εκκαθάριση, ως διαχειριστική περίοδος,


για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, λαμβάνεται η περίοδος μεταξύ του
χρόνου που τέθηκαν αυτά σε εκκαθάριση και του χρόνου λήξης αυτής.

Άρθρο 105
Προσδιορισμός ακαθάριστου και καθαρού εισοδήματος νομικών προσώπων
1. Ως ακαθάριστα έσοδα των νομικών προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου
101 λαμβάνονται:
α. Το τίμημα των οριστικών πωλήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί, καθώς και οι
αμοιβές από παροχή υπηρεσιών που έχουν αποκτηθεί.
β. Το εισόδημα από ακίνητα, από κινητές αξίες, από συμμετοχή σε άλλες εμπορικές
επιχειρήσεις, από γεωργικές επιχειρήσεις, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις
των άρθρων 13 παράγραφος 1, 20, 21, 22, 24, 25, 28 παράγραφοι 1, 2 και 3, 30, 37,
40, 41, καθώς και κάθε εισόδημα από οποιαδήποτε άλλη πηγή σύμφωνα με τη
διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 48.

2. Από τα ακαθάριστα έσοδα της προηγούμενης παραγράφου, εκπίπτουν οι


δαπάνες απόκτησης εισοδήματος όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 31. Τα έξοδα
μισθοδοσίας εργαζομένου σε ανώνυμη εταιρία και συνδεόμενου με διοικητικό
σύμβουλο της εταιρίας αυτής με συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι
και τον τέταρτο βαθμό εκπίπτουν μόνον εφόσον καταβλήθηκαν οι ασφαλιστικές
334

εισφορές επικουρικής ή κύριας υποχρεωτικής ασφάλισης στο ΙΚΑ ή άλλους


ασφαλιστικούς οργανισμούς.

3. Για τις ασφαλιστικές ανώνυμες εταιρίες εκπίπτουν, επιπλέον, από τα ακαθάριστα


έσοδα:
α. Τα μαθηματικά αποθέματα των ασφαλειών ζωής, τα οποία υπολογίζονται με βάση
τους κανόνες της αναλογιστικής.
β. Τα αποθεματικά για την κάλυψη των κινδύνων που ισχύουν, τα οποία
υπολογίζονται επί των καθαρών ασφαλίστρων με συντελεστή που ορίζεται, κατά
κλάδους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορίου.
γ. Οι κρατήσεις για ζημίες που έχουν συμβεί, οι οποίες λαμβάνονται όπως αυτές
καθορίζονται με πραγματογνωμοσύνη, η οποία καταχωρείται υποχρεωτικά στο
βιβλίο επισυμβασών ζημιών, που προβλέπεται από την περίπτωση ια΄ της
παραγράφου 5 του άρθρου 10 του Π.Δ. 186/1992, μειωμένες κατά το ποσό της τυχόν
συμμετοχής των αντασφαλιστών στις κρατήσεις αυτές. Ως καθαρό ασφάλιστρο
νοείται, για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου, το ολικό ποσό του ασφαλίστρου
μειωμένο κατά το ποσό του αντασφαλίστρου.
δ. Τα ποσά που καταβάλλουν σε άλλη ασφαλιστική εταιρεία, στην οποία
μεταβιβάζεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένου
ολόκληρου του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων συμβολαίων μετά των συναφών
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ασφαλιστικής εταιρείας ζωής της οποίας η άδεια
λειτουργίας έχει ανακληθεί.
Επίσης, από τα ακαθάριστα έσοδα της ασφαλιστικής ανώνυμης εταιρείας προς την
οποία έχει μεταβιβαστεί το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της παραπάνω
ασφαλιστικής εταιρείας ζωής εκπίπτει το ποσό του ελλείμματος των επενδύσεων
της τελευταίας που της αναλογεί όπως το ποσό αυτό ορίζεται στην απόφαση του
προηγούμενου εδαφίου. Η έκπτωση του ποσού αυτού πραγματοποιείται από τα
ακαθάριστα έσοδα της διαχειριστικής περιόδου εντός της οποίας εκδίδεται η πιο
πάνω απόφαση. Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το χρόνο
ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας ζωής
(Όπως η περίπτωση δ΄ προστέθηκε με το άρθρο 20 του Ν. 2965/2001 και ισχύει σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ιδίου Νόμου από 23.11.2001)

4. Οι τράπεζες επιτρέπεται να εκπίπτουν, αντί των ποσών των αποσβέσεων των


επισφαλών απαιτήσεων για τις οποίες έχουν γίνει οριστικές εγγραφές, ποσοστό στο
ποσό του ετήσιου μέσου όρου των πραγματικών χορηγήσεων, όπως αυτό
προκύπτει από τις μηνιαίες λογιστικές καταστάσεις τους.
Τέτοιες χορηγήσεις είναι οι απαιτήσεις κεφαλαίου και οι απαιτήσεις των
εγγεγραμμένων τόκων, όχι όμως και επισφαλών ή μη εισπράξιμων τόκων των
επισφαλών απαιτήσεων ή απαιτήσεων μη παραγωγικών, τους οποίους οι τράπεζες
335

δικαιούνται να μην εμφανίζουν ή εγγράφουν στα βιβλία τους, υποχρεούμενες να


αποδεικνύουν ότι πρόκειται για τέτοιους τόκους, καθώς και η κάλυψη στο σύνολό
του ή εν μέρει ομολογιακού δανείου ιδιωτικών επιχειρήσεων ή η απόκτηση μετοχών
κατά τη σύσταση ανώνυμης εταιρείας ή αύξηση του κεφαλαίου της, για το χρονικό
διάστημα κατά το οποίο οι τίτλοι των ομολογιών ή μετοχών παραμένουν στο
χαρτοφυλάκιο της τράπεζας.
Στις χορηγήσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται τα δάνεια γενικά προς το Δημόσιο και
τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, τα δάνεια γενικά για τα οποία δόθηκε
εγγύηση του Δημοσίου και οι καταθέσεις σε άλλες τράπεζες.
Το πιο πάνω ποσοστό ορίζεται:
α. Σε δύο τοις χιλίοις (2%ο) για τις κτηματικές τράπεζες του Ν. 3221/1924 (ΦΕΚ Α΄
210), με εξαίρεση τις χορηγήσεις προς τις ξενοδοχειακές και τουριστικές
επιχειρήσεις στις οποίες το ποσοστό ορίζεται σε ένα τοις εκατό (1%).
β. Σε δύο τοις εκατό (2%) για τράπεζες επενδύσεων.
γ. Σε ένα τοις εκατό (1%) για τις άλλες τράπεζες.
(Όπως το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 105 του Ν. 2239/1994 διαγράφηκε
με την παρ. 7 του άρθρου 1 του Ν. 2579/1998 και σιχύει σύμφωνα με την παρ.9 του ιδίου
άρθρου και νόμου για ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30/12/1990 και μετά).
Οι πιο πάνω διατάξεις που αφορούν στις τράπεζες επενδύσεων εφαρμόζονται και
στις ναυτιλιακές τράπεζες, καθώς επίσης και για τις εργασίες που ενεργούνται και
για τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εξαγωγικές
δραστηριότητες από τράπεζες εξωτερικού εμπορίου και από ειδικά εξαγωγικά
τμήματα άλλων τραπεζών.

5. Πέρα από το ποσοστό έκπτωσης που προβλέπεται στην προηγούμενη


παράγραφο οι τράπεζες δικαιούνται να εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά τους,
για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της χρήσης πρόσθετες ειδικές κατά
περίπτωση προβλέψεις για την απόσβεση απαιτήσεων κατά πελατών τους, για τις
οποίες έχει διακοπεί ο λογισμός τόκων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το
άρθρο 27 του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ Α΄ 130). Κατά το μέρος που οι προβλέψεις αυτές
δεν επαληθευτούν και δεν διενεργηθούν οριστικές εγγραφές διαγραφής των
απαιτήσεων μέσα στις επόμενες 8 (οκτώ) χρήσεις από τη χρήση σχηματισμού τους,
η τράπεζα υποχρεούται μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήξη της όγδοης χρήσης να
υποβάλει συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου
οικονομικού έτους, στο οποίο σχηματίστηκε η πρόβλεψη, μη εφαρμοζομένων στην
περίπτωση αυτή των διατάξεων του άρθρου 84. Η δήλωση αυτή του μη
επαληθευθέντος υπολοίπου είναι εκπρόθεσμη και επιβάλλονται επί του φόρου που
προκύπτει οι προσαυξήσεις που προβλέπονται για την εκπρόθεσμη υποβολή τους.
Σε περίπτωση μη υποβολής της δήλωσης αυτής εκδίδεται φύλλο ελέγχου
καταλογισμού του οφειλόμενου τυχόν φόρου πλέον των νόμιμων προσαυξήσεων.
336

(Όπως η παρ. 5 του άρθρου 105 του Ν. 2238/1994 αντικαταστάθηκε με την παρ.8 του
άρθρου 1 του Ν. 2579/1998 και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 9 του ιδίου άρθρου και νόμου
για ισολογισμούς που κλείνουν μετάτην 30/12/1990 και μετά.)

6. Πλέον των αναφερόμενων στις προηγούμενες παραγράφους δαπανών, από τα


ακαθάριστα έσοδα των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών εκπίπτουν και οι ακόλουθες:
α. Τα ποσά που καταβάλει ημεδαπή ανώνυμη εταιρία για την εξαγορά ιδρυτικών
τίτλων αυτής, καθώς και οι τόκοι που καταβάλει στους κατόχους ιδρυτικών τίτλων
της, εφόσον οι τόκοι αυτοί δεν προέρχονται από τα κέρδη της.
β. Οι τόκοι που καταβάλει ημεδαπή ανώνυμη εταιρία στους κατόχους
προνομιούχων μετοχών αυτής, εφόσον οι τόκοι δεν προέρχονται από τα κέρδη της.
γ. Οι αμοιβές και αποζημιώσεις μελών του διοικητικού συμβουλίου που βαρύνουν
την ίδια την ανώνυμη εταιρία, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρ. 24 του
Κ.Ν. 2190/1920.

7. Το ποσό που απομένει μετά τις εκπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2,
3, 4, 5 και 6 αποτελεί το συνολικό καθαρό εισόδημα των νομικών προσώπων της
παραγράφου 1 του άρθρου 101.

8. Ως καθαρό εισόδημα των αλλοδαπών επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται πλοία


υπό ξένη σημαία και αεροσκάφη λαμβάνεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) στα
ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποιούνται από τη μεταφορά επιβατών,
εμπορευμάτων και πραγμάτων γενικά, από ελληνικούς λιμένες και αερολιμένες και
μέχρι το λιμένα προορισμού ή μέχρι τον αλλοδαπό λιμένα ή αερολιμένα επιβίβασης
των επιβατών ή μεταφόρτωσης των εμπορευμάτων και λοιπών πραγμάτων σε
πλοίο ή αεροσκάφος άλλης αλλοδαπής επιχείρησης.

9. Για τον προσδιορισμό των τυχόν εισοδημάτων που αποκτούν από πηγές που
υπάρχουν στην Ελλάδα, αλλοδαπές επιχειρήσεις ή οργανισμοί που δεν διατηρούν
μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα κατά την έννοια του άρθρου 100, εφαρμόζονται οι
διατάξεις του δεύτερου μέρους του πρώτου τμήματος του παρόντος, που
αναφέρονται στον προσδιορισμό του εισοδήματος των φυσικών προσώπων.

10. Οι διατάξεις του άρθρου 39 εφαρμόζονται και για τα νομικά πρόσωπα της
παραγράφου 1 του άρθρου 101. Επίσης, οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται ανάλογα και
για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις ή οργανισμούς που αποκτούν με τις διατάξεις του
άρθρου 100 μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, όταν η επιχείρηση που εδρεύει στην
αλλοδαπή επιβάλλει στο υποκατάστημα, πρακτορείο, εργοστάσιο κλπ., που
βρίσκεται στην Ελλάδα όρους οικονομικής ή εμπορικής συνεργασίας καταφανώς
επαχθέστερους εκείνων, οι οποίοι θα συνομολογούντο αν η συναλλαγή εγένετο με
337

τρίτους, με αποτέλεσμα να επέρχεται μετάθεση του κέρδους στην αλλοδαπή. Στην


περίπτωση αυτή το κέρδος αυτό θεωρείται ότι προέκυψε στην Ελλάδα και επαυξάνει
το κέρδος του υποκαταστήματος, πρακτορείου, εργοστασίου κλπ., που προκύπτει
από τη δραστηριότητά του στην Ελλάδα.

11. Οι διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφοι 3,4 και 7, 32, 34 με την επιφύλαξη των
διατάξεων της παραγράφου 12 του άρθρου αυτού, 35, 36 και 38 εφαρμόζονται
αναλόγως και για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101.
(Όπως η παρ. 11 του άρθρου 105 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του
άρθρου 11 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την
ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-
2004).
(Η παρ. 11 του άρθρου 105 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«11. Οι διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφοι 3, 4 και 7, 32, 34, 35, 36 και 38 εφαρμόζονται
αναλόγως και για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101. Κατ΄ εξαίρεση, ο
ειδικός τρόπος προσδιορισμού του κέρδους με βάση το άρθρο 34 δεν εφαρμόζεται στην
Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος για τις ανεγειρόμενες από αυτήν οικοδομές, τις
οποίες διαθέτει στους καταθέτες του στεγαστικού ταμιευτηρίου της»).

12. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για
τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών των νομικών προσώπων της παραγράφου
1 του άρθρου 101, που έχουν ως αντικείμενο εργασιών την πώληση ανεγειρόμενων
οικοδομών, καθώς και των κοινοπραξιών στις οποίες συμμετέχουν. Ως ακαθάριστα
έσοδα για την εφαρμογή των ανωτέρω, λαμβάνονται τα οριζόμενα από την
παράγραφο 1 του άρθρου 34.
Όταν κατά τις διαχειριστικές περιόδους μέσα στις οποίες κτώνται έσοδα από τις πιο
πάνω εργασίες δεν έχει ολοκληρωθεί η ανέγερση της οικοδομής, ως καθαρά κέρδη
δηλώνονται αυτά που προκύπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του
άρθρου 34 και με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους που
αφορά στη διαχειριστική περίοδο της ολοκλήρωσης της οικοδομής δηλώνεται το
τελικό αποτέλεσμα το οποίο προέκυψε, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, από τη
συγκεκριμένη οικοδομή. Από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος της δήλωσης
αυτής, εκπίπτει ο φόρος που έχει καταβληθεί με βάση τις προηγούμενες δηλώσεις
φορολογίας και ο οποίος αντιστοιχεί στα τεκμαρτά κέρδη της οικοδομής της οποίας
ολοκληρώθηκε η κατασκευή.
(Όπως η παρ. 12 του άρθρου 105 του Ν. 2238/1994, προστέθηκε με την παρ. 1 του
άρθρου 11 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου του ίδιου
νόμου για οικοδομές των οποίων η έναρξη της ανέγερσης πραγματοποιείται από την 1η
Ιανουαρίου 2004 και μετά).
338

13. Τα εισοδήματα των νομικών προσώπων και ιδρυμάτων της παραγράφου 2 του
άρθρου 101 προσδιορίζονται ως εξής:
α. Τα εισοδήματα από ακίνητα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 έως 23.

την περίπτωση α΄ της παραγράφου 13 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Ειδικά για τον
προσδιορισμό του εισοδήματος από εκμίσθωση ακινήτων εκπίπτουν οι δαπάνες επισκευής, συντήρησης,
ανακαίνισης , οι πάγιες και λειτουργικές δαπάνες και κάθε είδους άλλη δαπάνη των νομικών προσώπων και
ιδρυμάτων αυτών, μέχρι πενήντα τοις εκατό (50%) επί των ακαθαρίστων εσόδων, εφόσον καλύπτεται από
νόμιμα παραστατικά.»
ι παράγραφοι 1, 3, 5, 6, 7 και 8 έχουν εφαρμογή για κέρδη ισολογισμών που κλείνουν με ημερομηνία 31
Δεκεμβρίου 2009 και μετά και η παράγραφος 12 για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου
2010 και μετά

β. Τα εισοδήματα από κινητές αξίες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 24 έως
27. Κατ΄ εξαίρεση, για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος από τόκους που
αποκτούν αυτά τα νομικά πρόσωπα, εκπίπτουν οι τόκοι που καταβάλλονται σε
δανειοδοτικούς φορείς, μέχρι το ύψος του συνολικού ακαθάριστου εισοδήματος από
τόκους.
γ. Τα εισοδήματα από γεωργικές εκμεταλλεύσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 40 και 41.
δ. Τα εισοδήματα τα οποία δεν μπορούν να υπαχθούν σε μία από τις κατηγορίες Α
έως Ζ της παρ. 2 του άρθρ. 4, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 48, 49 και 50.
(Όπως η παρ. 12 του άρθρου 105 του Ν. 2238/1994, αναριθμείται σε 13 σύμφωνα με την
παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 3296/2004).

14. Για την εξεύρεση του συνολικού καθαρού φορολογητέου εισοδήματος των
νομικών προσώπων και ιδρυμάτων της προηγούμενης παραγράφου, εφαρμόζονται
ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 7 του άρθρου 4.
(Όπως η παρ. 13 του άρθρου 105 του Ν. 2238/1994, αναριθμείται σε 14 σύμφωνα με την
παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 3296/2004).

15. Ο φόρος του παρόντος, οι πρόσθετοι φόροι και τα πρόστιμα δεν αναγνωρίζονται
για έκπτωση κατά τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος.

15. Τα έσοδα και τα έξοδα των εταιρειών που εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά
Πρότυπα, που προκύπτουν κατά την αρχική αναγνώριση των χρηματοοικονομικών
μέσων, κατανέμονται ανάλογα με τη χρονική διάρκεια των αντίστοιχων μέσων,
σύμφωνα και με τα οριζόμενα από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Ως
χρηματοοικονομικά μέσα νοούνται τα οριζόμενα από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα,
339

όπως αυτά υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατ΄ εφαρμογή του
Κανονισμού 1606/2002, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
(Όπως προστέθηκε η παρ. 15 στο άρθρο 105 του 2238/1994 με τη παρ. 2 του αρθ. 12 του
Ν. 3301/2004 και ισχύει σύμφωνα με το αρθ. 25 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβέρνησης δηλαδή από 23/12/2004).
(Όπως η παρ. 14 του άρθρου 105 του Ν. 2238/1994, αναριθμείται σε 15 σύμφωνα με την
παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 3296/2004).

16. Για την εξεύρεση του συνολικού καθαρού φορολογητέου εισοδήματος των
εταιρειών που είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά
Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από
τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουλίου 2002, που δημοσιεύθηκε
στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (L 243) και των
Κανονισμών που εκδίδονται από την Επιτροπή (Commission), κατ΄ εξουσιοδότηση
των άρθρων 3 και 6 του Κανονισμού αυτού, εφαρμόζονται τα εξής:
(α) Στην περίπτωση των εταιρειών που τηρούν τα βιβλία τους σύμφωνα με τους
κανόνες της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, τα κέρδη (ή ζημίες) της εταιρείας
προκύπτουν αποκλειστικά από τα τηρούμενα βιβλία με βάση τους ισχύοντες
κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας. Τα κέρδη (ή ζημίες) της εταιρείας που
προκύπτουν από τις Οικονομικές Καταστάσεις με βάση τα Διεθνή Λογιστικά
Πρότυπα δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς φορολογίας.
(β) Στην περίπτωση των εταιρειών που τηρούντα βιβλία τους σύμφωνα με τα Διεθνή
Λογιστικά Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κέρδη (ή
ζημίες) της εταιρείας προκύπτουν αποκλειστικά από τον Πίνακα Φορολογικών
Αποτελεσμάτων Χρήσης της παραγράφου 7 του άρθρου 7 του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων.
(Όπως προστέθηκε η παρ. 16 στο άρθρο 105 του 2238/1994 με τη παρ. 2 του αρθ. 12 του
Ν. 3301/2004 και ισχύει σύμφωνα με το αρθ. 25 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβέρνησης δηλαδή από 23/12/2004).

Άρθρο 106
Υπολογισμός φορολογητέου εισοδήματος
340

1. Όταν μεταξύ των εισοδημάτων των νομικών προσώπων της παραγράφου 1 του
άρθρου 101 του παρόντος, συμπεριλαμβάνονται και μερίσματα ή κέρδη από
συμμετοχή σε άλλες εταιρίες, των οποίων τα κέρδη έχουν φορολογηθεί σύμφωνα με
τις διατάξεις του παρόντος ή του άρθρου 10, τα εισοδήματα αυτά αφαιρούνται από
τα συνολικά καθαρά κέρδη προκειμένου υπολογισμού των φορολογητέων κερδών
του νομικού προσώπου.
Σε περίπτωση όμως, που στα καθαρά κέρδη ημεδαπής ανώνυμης εταιρίας, εταιρίας
περιορισμένης ευθύνης και συνεταιρισμού, συμπεριλαμβάνονται, εκτός από τα
μερίσματα και τα κέρδη από συμμετοχή σε άλλες εταιρίες, που αναφέρονται πιο
πάνω, και εισοδήματα φορολογηθέντα κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της
φορολογικής υποχρέωσης ή αφορολόγητα έσοδα και περαιτέρω λαμβάνει χώρα
διανομή κερδών, για τον προσδιορισμό των διανεμομένων κερδών, που αναλογούν
στα εισοδήματα, που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του
παρόντος άρθρου, λαμβάνονται τα συνολικά καθαρά κέρδη, που προκύπτουν από
τους ισολογισμούς των νομικών αυτών προσώπων.

2. Αν στα καθαρά κέρδη, που προκύπτουν από ισολογισμούς συνεταιρισμών,


εταιριών περιορισμένης ευθύνης και ημεδαπών ανώνυμων εταιριών, πλην
ασφαλιστικών και τραπεζικών, συμπεριλαμβάνονται και έσοδα αφορολόγητα, για
τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών του νομικού προσώπου προστίθεται
σε αυτά το μέρος των αφορολόγητων εσόδων, που αναλογεί στα διανεμόμενα κέρδη
με οποιαδήποτε μορφή, μετά την αναγωγή του εξευρισκόμενου αυτού ποσού σε
μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος σε αυτό φόρου.
Αν όμως τα αφορολόγητα έσοδα του νομικού προσώπου είναι μεγαλύτερα από τα
προκύψαντα, βάσει ισολογισμού, καθαρά κέρδη και περαιτέρω λαμβάνει χώρα
διανομή κερδών με οποιαδήποτε μορφή, το μέρος των κερδών που διανέμεται
φορολογείται στο όνομα του νομικού προσώπου κατά την αναγωγή αυτού σε μικτό
ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος σε αυτό φόρου. Στην περίπτωση αυτή,
επί της ζημίας που προκύπτει μετά τη λογιστική αναμόρφωση των προκυψάντων
αποτελεσμάτων, η οποία λαμβάνει χώρα με την υποβολή της δήλωσης του άρθρου
107, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4.

3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και επί


διανομής κερδών από εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, ημεδαπές ανώνυμες
εταιρίες, πλην τραπεζικών και ασφαλιστικών, και από συνεταιρισμούς, στα κέρδη
των οποίων περιλαμβάνονται και κέρδη προσδιορισθέντα ή φορολογηθέντα κατά
ειδικό τρόπο επ΄ ονόματί τους.

4. Αφορολόγητα αποθεματικά ανώνυμων εταιριών, εταιριών περιορισμένης ευθύνης


ή συνεταιρισμών, ανεξάρτητα του χρόνου σχηματισμού τους, διανεμόμενα ή
341

κεφαλαιοποιούμενα οποτεδήποτε, φορολογούνται κατά το χρόνο της διανομής ή


κεφαλαιοποίησης με βάση τις διατάξεις του παρόντος στο όνομα του νομικού
προσώπου, μετά την αναγωγή αυτών σε μικτό ποσό με την προσθήκη του
αναλογούντος φόρου.
Τα ως άνω διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά φορολογούνται
αυτοτελώς, μη συναθροιζομένων των ποσών αυτών με το προκύπτον αποτέλεσμα
του ισολογισμού, κατά το χρόνο που γίνεται η διανομή ή κεφαλαιοποίηση.
Προς τούτο, το νομικό πρόσωπο υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση του άρθρου
107 μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από το μήνα που
λαμβάνεται η απόφαση από το αρμόδιο όργανο για διανομή ή κεφαλαιοποίηση των
αποθεματικών. Ο προκύπτων φόρος καταβάλλεται σε τρεις ίσες μηνιαίες δόσεις,
από τις οποίες η πρώτη ταυτόχρονα με την υποβολή της δήλωσης, οι δε υπόλοιπες
δύο την τελευταία εργάσιμη ημέρα των 2 (δύο) επόμενων, από την υποβολή της
δήλωσης, μηνών.
Με την καταβολή του ως άνω φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των
δικαιούχων για τα διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά.
Τα ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή:
α. σε αφορολόγητα αποθεματικά, για την κεφαλαιοποίηση των οποίων ισχύουν οι
διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 1473/1984 (ΦΕΚ Α΄ 127) και του άρθρου 101 του Ν.
1892/1990,
β. σε περίπτωση διανομής ή κεφαλαιοποίησης αφορολόγητων αποθεματικών που
έχουν σχηματίσει μέχρι του χρόνου έναρξης ισχύος του Ν. 2065/1992 οι εταιρίες
περιορισμένης ευθύνης, με εξαίρεση τα σχηματισθέντα βάσει αναπτυξιακών νόμων
αποθεματικά.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και για τις επιχειρήσεις
της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 101, σε περίπτωση πίστωσης
του κεντρικού καταστήματος ή ανάληψης ή εξαγωγής στο εξωτερικό κερδών ή
αποθεματικών που δεν έχουν φορολογηθεί στο όνομα του νομικού προσώπου,
ανεξάρτητα του χρόνου σχηματισμού τους.
Στην περίπτωση αυτή η δήλωση του άρθρου 107, για την καταβολή του οφειλόμενου
φόρου υποβάλλεται μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από το
μήνα που γίνεται η πίστωση ή η ανάληψη ή η εξαγωγή στο εξωτερικό των κερδών ή
αποθεματικών και ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται μέσα στην προθεσμία, που
ορίζεται από την παράγραφο αυτή.

5. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και επί


διανομής ή κεφαλαιοποίησης αποθεματικών, προερχομένων από εισοδήματα που
έχουν φορολογηθεί κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.
Στην περίπτωση αυτήν ο καταβληθείς ή παρακρατηθείς, κατά περίπτωση, στα
342

ανωτέρω εισοδήματα φόρος συμψηφίζεται με αυτόν που αναλογεί στο νομικό


πρόσωπο για τα εισοδήματα αυτά.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 106 αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 8 του άρθρου 6 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση γ του
άρθρου 50 του ιδίου νόμου από το οικονομικό έτος 2001 για τα εισοδήματα της χρήσης
2000 και στο εξής).
Εξαιρετικά, κατά την κεφαλαιοποίηση ή διανομή αποθεματικών που έχουν
σχηματισθεί μέχρι το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος από μερίσματα,
προερχόμενα από συμμετοχή σε άλλες ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, αυτά δεν
υπόκεινται σε φορολογία και ούτε επιστρέφεται ο παρακρατηθείς φόρος
μερισμάτων.
Τα ανωτέρω έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των επιχειρήσεων της περίπτωσης δ΄
της παραγράφου 1 του άρθρου 101, σε περίπτωση πίστωσης του κεντρικού
καταστήματος ή ανάληψης ή εξαγωγής στο εξωτερικό κερδών ή αποθεματικών, που
έχουν φορολογηθεί κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης,
ανεξάρτητα του χρόνου σχηματισμού τους.

6. Σε περίπτωση διάλυσης ημεδαπής ανώνυμης εταιρίας θεωρείται ως κέρδος,


φορολογούμενο στο όνομα του νομικού προσώπου, το ποσό λαμβάνουν οι μέτοχοι
πέραν του πράγματι καταβληθέντος και μη επιστραφέντος σε αυτούς μετοχικού
κεφαλαίου και των κερδών που έχουν υπαχθεί σε φορολογία με βάση τις διατάξεις
του παρόντος.
Ως πράγματι καταβληθέν από τους μετόχους ποσό θεωρείται το μετοχικό κεφάλαιο
της εταιρίας, προσαυξημένο κατά τα αποθεματικά τα σχηματισθέντα από καταβολή
των μετόχων κατά την τυχόν υπέρ το άρτιον έκδοση των μετοχών.
Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, έχουν ανάλογη εφαρμογή
και σε περίπτωση διάλυσης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης.

7. Σε περίπτωση εξαγοράς ή με οποιονδήποτε τρόπο απόκτησης από ημεδαπή


ανώνυμη εταιρία ιδίων αυτής μετοχών με σκοπό την απόσβεση ή μείωση του
κεφαλαίου της, το ποσό που καταβάλλεται στους μετόχους πέραν του πράγματι
καταβληθέντος από αυτούς αντίτιμου μετοχών και μη επιστραφέντος σε αυτούς,
προέρχεται από το υπόλοιπο των κερδών που προκύπτει μετά την αφαίρεση του
αναλογούντος, με βάση το άρθρο 109 του παρόντος, φόρου, από τα συνολικά κέρδη.
Ως πράγματι καταβληθέν από τους μετόχους ποσό θεωρείται το μετοχικό κεφάλαιο
της εταιρίας, προσαυξημένο κατά τα αποθεματικά τα σχηματισθέντα από την τυχόν
υπέρ το άρτιον έκδοση των μετοχών.
Το ανωτέρω ποσό που λαμβάνουν οι μέτοχοι δεν υπόκειται σε φορολογία εφόσον
το νομικό πρόσωπο δεν έχει, μέσα στη διαχειριστική χρήση που λαμβάνει χώρα η
μείωση ή απόσβεση του κεφαλαίου, εισοδήματα απαλλασσόμενα της φορολογίας ή
343

προσδιοριζόμενα ή φορολογούμενα κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της


φορολογικής υποχρέωσης.
Σε περίπτωση ύπαρξης των πιο πάνω εισοδημάτων, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι
διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

8. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών θα καθοριστούν η λογιστική εμφάνιση


και ο τρόπος παρακολούθησης των αποθεματικών, που σχηματίζουν οι
επιχειρήσεις από τα κέρδη κάθε χρήσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια
για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

9. Επί ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών, εταιρειών περιορισμένης ευθύνης και


συνεταιρισμών, των οποίων τα κέρδη προσδιορίζονται τεκμαρτώς με τις διατάξεις
του άρθρου 34, σε περίπτωση που μετά την έγκριση του ισολογισμού και τη διάθεση
των κερδών της οικείας διαχειριστικής χρήσης από τη γενική συνέλευση και την
εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος, απομένει
υπόλοιπο κερδών που δεν φορολογήθηκε στο νομικό πρόσωπο και εμφανίζεται στο
λογαριασμό "Αφορολόγητα κέρδη τεχνικών και οικοδομικών επιχειρήσεων" το
σαράντα τοις εκατό (40%) αυτού φορολογείται στο νομικό πρόσωπο με τους
συντελεστές φορολογίας και προβλέπονται από το άρθρο 109 κατά περίπτωση.
Προς τούτο, το νομικό πρόσωπο υποχρεούται για τα κέρδη αυτά να υποβάλει
ιδιαίτερη δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέχρι το τέλος του ένατου μήνα από τη
λήξη της οικείας διαχειριστικής χρήσης και να καταβάλει το φόρο που προκύπτει σε
τρεις (3) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται με την υποβολή
της εμπρόθεσμης δήλωσης και οι υπόλοιπες δύο την τελευταία εργάσιμη ημέρα των
δύο επόμενων μηνών.
Επί του φόρου που προκύπτει από τη δήλωση αυτή δεν ενεργείται βεβαίωση
προκαταβολής φόρου εισοδήματος. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την καταβολή
του οφειλομένου φόρου θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο
αποτέλεσμα. Με την καταβολή του φόρου αυτού για το μέρος των φορολογηθέντων
κερδών εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του νομικού προσώπου και των
μετόχων ή εταίρων ή μελών, κατά περίπτωση. Τα φορολογηθέντα αυτά κέρδη, μετά
την αφαίρεση του φόρου που καταβάλλεται εμφανίζονται σε ειδικούς λογαριασμούς
στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης και δύνανται οποτεδήποτε να διανεμηθούν ή
να κεφαλαιοποιηθούν, χωρίς περαιτέρω φορολογική επιβάρυνση.

10. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις
επιχειρήσεις των περιπτώσεων β΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρ. 101 για τα πέραν των
τεκμαρτών κέρδη της οικείας διαχειριστικής χρήσης που δεν φορολογήθηκαν κατά
την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του άρθρου 107.
344

(΄Oπως οι παράγραφοι 9 και 10 του άρθρου 106 του Ν. 2238/1994 προστέθηκαν με την
παρ. 4 του άρθρου 7 του Ν. 2579/1998 και ισχύουν για κέρδη που προκύπτουν από
διαχειρίσεις που κλείνουν οι επιχειρήσεις με 31/12/1997 συμπεριλαμβανομένης και μετά
σύμφωνα με την παρ.5 του ιδίου άρθρου και νόμου).

11. Για τις αλλοδαπές εταιρείες και οργανισμούς που αναλαμβάνουν την
εργοληπτική κατασκευή δημοσίων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων στην Ελλάδα, για τις
οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 13, με την
προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ίδιου άρθρου παρακράτηση φόρου εξαντλείται
η φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων αυτών μόνο
για τα προσδιοριζόμενα με το άρθρο 34 τεκμαρτά κέρδη. Σε περίπτωση
πραγματοποίησης κερδών από τις εργασίες τους στην Ελλάδα πέραν των
φορολογούμενων τεκμαρτών κερδών, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των
παραγράφων 9 και 10 του άρθρου αυτού για μέρος των κερδών που δεν
φορολογήθηκε.
(Όπως η παρ. 11 προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 7 του Ν. 2579/1997 και ισχύει
σύμφωνα με την παρ .6 του ιδίου άρθρου και νόμου για τεχνικά έργα που αναλαμβάνουν οι
επιχειρήσεις αυτές από 17/2/1998 και μετά).
(Η αναφερόμενη στην παρ. 11, παρ. 8 του άρθρου 13 τροποποιήθηκε με την παράγραφο
29 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001 σε παρ. 8).

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ

Άρθρο 107
Υπόχρεοι σε δήλωση - προθεσμία και περιεχόμενο αυτής
1. Κάθε νομικό πρόσωπο του άρθρου 101 υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση
φόρου εισοδήματος στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας. Επίσης σε υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος υποχρεούνται και τα
αλλοδαπά νομικά πρόσωπα που έχουν στην κυριότητα τους ακίνητο στην Ελλάδα,
ανεξάρτητα αν προκύπτει ή όχι εισόδημα από αυτό.
(Όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε στη παρ. 1 με την παρ. 3 του άρθρου 15 του Ν.
2992/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 48 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευσή του στο
ΦΕΚ, ήτοι από 20/3/2002 και μετά).

2. Η δήλωση της προηγούμενης παραγράφου υποβάλλεται:


345

α) Από τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 και του δεύτερου
εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, μέχρι τη δέκατη (10η) ημέρα του
πέμπτου μήνα από την ημερομηνία λήξης της διαχειριστικής περιόδου, για τα
εισοδήματα που απόκτησαν μέσα σε αυτήν.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, μπορεί να μεταφέρεται ειδικά για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες η
ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που ορίζεται πιο πάνω και η υποβολή της
δήλωσης να γίνεται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού
μητρώου (Α.Φ.Μ.) του νομικού προσώπου.
β. Από τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 2 του άρθρου 101, μέχρι τις 10
Μαρτίου του οικείου οικονομικού έτους για τα εισοδήματα που απέκτησαν μέσα στο
αμέσως προηγούμενο έτος, ανεξάρτητα αν τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται ή όχι σε
φορολογία. Όταν δηλώνεται εισόδημα από την εκμίσθωση ή δωρεάν παραχώρηση
γεωργικής γης, υποκείμενο σε φορολογία εισοδήματος, η δήλωση υποβάλλεται
μέχρι τις 15 Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται ανάλογα και στα νομικά
πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που τηρούν βιβλία Γ΄ κατηγορίας Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων.
(Όπως το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α της παραγράφου 2 του άρθρου 107
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 15 του Ν. 2992/2002 και ισχύει σύμφωνα
με το άρθρο 48 του ιδίου νόμου από την ημερομηνία δημοσίευσεις στο ΦΕΚ ήτοι από
20/3/2002 και μετά).
(Όπως τα δύο νέα εδάφια μετά το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β της παραγράφου 2 του
άρθρου 107 προστέθηκαν με την παράγραφο 9 του άρθρου 6 του Ν. 2873/2000 και
ισχύουν σύμφωνα με την περίπτωση στ του άρθρου 50 του ιδίου νόμου για τα εισοδήματα
που αποκτούν οι υπόχρεοι από 1/1/2000 και μετά).
Η υποβαλλόμενη δήλωση συνοδεύεται υποχρεωτικά με αναλυτική κατάσταση
εσόδων και εξόδων.
γ. Από τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα που έχουν τεθεί υπό εκκαθάριση, μέσα σε ένα
(1) μήνα από τη λήξη της εκκαθάρισης για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν κατά
την περίοδο αυτή. Σε περίπτωση παράτασης της εκκαθάρισης πέραν του έτους
υποβάλλεται προσωρινή δήλωση για τα εισοδήματα κάθε έτους μέσα σε 1 (ένα)
μήνα από τη λήξη του, επιφυλασσομένης της υποβολής οριστικής δήλωσης
συγχρόνως με τη λήξη της εκκαθάρισης. Σε περίπτωση μη υποβολής της δήλωσης ή
υποβολής ανακριβούς δήλωσης, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας εκδίδει προσωρινό φύλλο ελέγχου, το οποίο περιέχει το φορολογητέο
εισόδημα που προκύπτει από τα βιβλία και το ποσό του φόρου που αναλογεί μαζί
με τον πρόσθετο φόρο που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 86,
αντίγραφο του οποίου κοινοποιείται στο υπόχρεο νομικό πρόσωπο. Ο φόρος
βεβαιώνεται εφάπαξ αμέσως μετά την οριστικοποίηση του προσωρινού φύλλου
346

ελέγχου. Κατά του προσωρινού φύλλου ελέγχου επιτρέπονται τα ένδικα μέσα που
προβλέπονται από τον Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Οι δικαστικές αποφάσεις
που εκδίδονται κατά την προσωρινή διαδικασία αποτελούν προσωρινό
δεδικασμένο και δεν επηρεάζουν την κύρια δίκη. Από το ποσό του κύριου και
πρόσθετου φόρου που πρόκειται να βεβαιωθεί με βάση το οριστικό φύλλο ελέγχου
εκπίπτει ο φόρος που έχει καταλογισθεί με τα προσωρινά φύλλα ελέγχου και ο
επιπλέον φόρος που έχει καταβληθεί επιστρέφεται μετά την τελεσιδικία της
εγγραφής.
δ. Από τα διαλυόμενα νομικά πρόσωπα, για τα οποία δεν επιβάλλεται από το νόμο
εκκαθάριση, μέσα σε 1 (ένα) μήνα από τη διάλυση και σε κάθε περίπτωση πριν από
τη διάθεση με οποιονδήποτε τρόπο των περιουσιακών στοιχείων τους.

3. Οι διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου και η περίπτωση ια΄ της
παραγράφου 1 καθώς και οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 61 εφαρμόζονται
ανάλογα και στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101.
(Όπως η παρ. 3 του άρθρου 107, προέκυψε μετά την κατάργηση του άρθρου 22 του Ν.
3220/2004 από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 22
του Ν. 3259/2004).
(Η παρ. 3 του άρθρου 107 πριν την κατάργηση του άρθρου 22 του Ν. 3220/2004, είχε ως
εξής:
«3. Οι διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου και η περίπτωση ια΄ της παραγράφου 1
του άρθρου 61 οι παράγραφοι 4 και 5 του ίδιου άρθρου και τα 2 τελευταία εδάφια της
παραγράφου 4 του άρθρου 62 εφαρμόζονται και στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου1
του άρθρου 101»).

4. Ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες στα καθαρά κέρδη των οποίων συμπεριλαμβάνονται


και εισοδήματα απαλλασσόμενα της φορολογίας ή κέρδη προσδιορισθέντα ή
φορολογηθέντα κατά ειδικό τρόπο, εφόσον μέσα σε έξι (6) μήνες από τη λήξη της
διαχειριστικής χρήσης δεν συνέρχεται η γενική συνέλευση των μετόχων για να
εγκρίνει την προταθείσα από το διοικητικό συμβούλιο διανομή κερδών ή συνέρχεται
και τροποποιεί την προταθείσα αυτή διανομή κερδών, υποχρεούνται να
υποβάλλουν τροποποιητική δήλωση εντός τριάντα (30) ημερών από τη λήξη του πιο
πάνω εξαμήνου για τα φορολογητέα κέρδη, που προκύπτουν κατά την εφαρμογή
των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 106. Ο τυχόν οφειλόμενος,
βάσει της τροποποιητικής δήλωσης φόρος και προκαταβολή φόρου καταβάλλεται
σε τρεις (3) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται με την
υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης και οι υπόλοιπες δύο την τελευταία εργάσιμη
ημέρα των δύο επόμενων μηνών.
Σε περίπτωση μεταγενέστερης, αλλά μέσα στην ίδια διαχειριστική χρήση, μερικής ή
ολικής έγκρισης της διανομής, εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των παραγράφων
347

2 και 3 του άρθρου 106 του παρόντος. Προς τούτο, υποβάλλεται συμπληρωματική
δήλωση μέσα σε τριάντα (30 ) ημέρες από το χρόνο έγκρισης από τη γενική
συνέλευση και ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται εφάπαξ με την υποβολή της
εμπρόθεσμης δήλωσης.
Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται ανάλογα και σε
περίπτωση περαιτέρω διανομής κερδών του ίδιου οικονομικού έτους, εφόσον η
διανομή λαμβάνει χώρα μέχρι το χρόνο λήξης της τρέχουσας διαχειριστικής χρήσης.
(Όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 107 του Ν. 2238/1994 προστέθηκε με
την παρ. 2 του άρθρου 13 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με την περ.ε΄του άρθρου
40 του ιδίου νόμουαπό 18/2/1997 και μετά).

5. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται κατά περίπτωση και


για τις ημεδαπές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης και συνεταιρισμούς.
(Όπως η παρ. 5 του άρθρου 107 του Ν. 2238/1994 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου
13 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με την περ.ε΄του΄άρθρου 40 του ιδίου νόμου).

6. Η δήλωση συντάσσεται σε έντυπο που παρέχεται δωρεάν από το Δημόσιο και


υπογράφεται από το νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου. Με αποφάσεις
του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,
καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης, καθώς και τα δικαιολογητικά
ή άλλα στοιχεία που υποβάλλονται μαζί με αυτή.
(Όπως η παρ.6 του άρθρου 107 αναριθμήθηκε από παράγραφος 5 με την παρ. 3 του
άρθρου 13 του Ν. 2459/1994)

Άρθρο 108
Αρμόδιος προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας
1. Αρμόδιος για την παραλαβή των δηλώσεων και τον έλεγχό τους, την εξεύρεση του
εισοδήματος αυτών που δεν έχουν επιδώσει δηλώσεις και γενικά για την επιβολή
του φόρου, είναι ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας:
α. Της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται η έδρα του υπόχρεου ημεδαπού νομικού
προσώπου.
β. Της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται η κύρια μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα
του υπόχρεου αλλοδαπού νομικού προσώπου.

2. Αν στην ίδια περιφέρεια εδρεύουν περισσότεροι από έναν προϊστάμενοι


δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού
348

Οικονομικών ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας


σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο οποίος μπορεί να είναι διαφορετικός
κατά γενικές κατηγορίες νομικών προσώπων. Επίσης, με αποφάσεις του Υπ.
Οικονομικών καθορίζεται ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας για αλλοδαπά νομικά πρόσωπα που δεν έχουν μόνιμη εγκατάσταση
στην Ελλάδα και για το σύνολο των εισοδημάτων τους από κάθε πηγή που
αποκτούν στην Ελλάδα.

΄Αρθρο 109
Υπολογισμός του φόρου
1. Για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 ο φόρος υπολογίζεται
με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στο συνολικό φορολογητέο εισόδημά
τους, το οποίο προκύπτει από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η
Ιανουαρίου 2007 και μετά. Ειδικά, για τα κέρδη τα οποία προκύπτουν από διαχειρι-
στικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2005, ο συντελεστής
φορολογίας ορίζεται σε τριάντα δύο τοις εκατό (32%) και για τα κέρδη τα οποία
προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου
2006 έως την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο συντελεστής αυτός ορίζεται σε
είκοσι εννέα τοις εκατό (29%). Για τα κέρδη τα οποία προκύπτουν από
διαχειριστικές περιόδους που άρχισαν μέσα στο έτος 2004, ο συντελεστής
φορολογίας ορίζεται σε τριάντα πέντε τοις εκατό (35%).
(Όπως η παρ. 1 του άρθρου 109 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του
άρθρου 6 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την
ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-
2004).
(Η παρ. 1 του άρθρου 109 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«1. Ο φόρος υπολογίζεται στο συνολικό φορολογητέο εισόδημα όλων των υπόχρεων
νομικών προσώπων του άρθρου 101 με φορολογικό συντελεστή τριάντα πέντε τοις εκατό
(35%).
Ειδικά, τα εισοδήματα που αποκτούν από την εκμίσθωση οικοδομών και γαιών οι Ιεροί
Ναοί, οι Ιερές Μητροπόλεις, οι Ιερές Μονές, η Αποστολική Διακονία, η Ιερά Μονή Πάτμου, η
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και ιερές Σταυροπηγιακές Μονές Κύπρου, τα ημεδαπά νομικά
πρόσωπα που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν
αποδεδειγμένα κοινωφελείς σκοπούς, καθώς και τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα
φορολογούνται με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%)»).
349

(Όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 8 του Ν.


3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού ήτοι 24/12/2002 και μετά)
(Η παράγραφος 1 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
1. Ο φόρος υπολογίζεται στο συνολικό φορολογητέο εισόδημα του υπόχρεου νομικού
προσώπου, με φορολογικούς συντελεστές, οι οποίοι καθορίζονται, κατά κατηγορία
υπόχρεων, ως εξής:
α. Για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, των οποίων οι μετοχές κατά τη λήξη της
διαχειριστικής περιόδου δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, τις ανώνυμες
τραπεζικές εταιρείες και τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν με τη μορφή αμιγούς
πιστωτικού συνεταιρισμού του Ν. 1667/1986 (ΦΕΚ Α΄ 196), καθώς και για τις αλλοδαπές
εταιρείες και οργανισμούς που αποβλέπουν στην απόκτηση οικονομικών ωφελημάτων,
37,5% (τριάντα εφτά κόμμα πέντε τοις εκατό).Ειδικά για τα υποκαταστήματα των
αλλοδαπών ανωνύμων εταιριών, που η έδρα τους βρίσκεται σε κράτος μέλος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης με μετοχές εισηγμένες, κατα τον χρόνο λήξης της διαχειριστικής
περιόδου του υποκαταστήματος, ο συντελεστής ορίζεται σε τριανταπέντε τοις εκατό (35%),
εξαιρουμένων των υποκαταστημάτων τραπεζικών επιχειρήσεων για τα οποία ισχύει ο
συντελεστής σαράντα τοις εκατό (40%).
β. Για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, των οποίων οι μετοχές κατά τη λήξη της
διαχειριστικής περιόδου είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, τριάντα πέντε τοις
εκατό (35%).
γ. Για τα λοιπά νομικά πρόσωπα, που αναφέρονται στο άρθρο 101, τριάντα πέντε τοις εκατό
(35%).
Ειδικά ο συντελεστής φορολογίας ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) για τα εισοδήματα που
αποκτούν από την εκμίσθωση οικοδομών και γαιών οι Ιεροί Ναοί, οι Ιερές Μητροπόλεις, οι
Ιερές Μονές, η Αποστολική Διακονία, η Ιερά Μονή Πάτμου, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα,
που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν αποδεδειγμένα
κοινωφελείς σκοπούς, καθώς και ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα).

2. Για τα ημεδαπά και αλλοδαπά νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ο


φόρος υπολογίζεται με συντελεστή τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) για τα
εισοδήματα του οικονομικού έτους 2005, τριάντα δύο τοις εκατό(32%) για τα
εισοδήματα του οικονομικού έτους 2006, είκοσι εννέα τοις εκατό (29%) για τα
εισοδήματα του οικονομικού έτους 2007 και είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) για τα
εισοδήματα του οικονομικού έτους 2008 και επομένων. Επίσης, τα εισοδήματα που
αποκτούν από την εκμίσθωση οικοδομών και γαιών οι Ιεροί Ναοί, οι Ιερές
Μητροπόλεις, οι Ιερές Μονές, η Αποστολική Διακονία, η Ιερά Μονή Πάτμου, η Ιερά
Αρχιεπισκοπή Κύπρου και Ιερές Σταυροπηγιακές Μονές Κύπρου, τα ημεδαπά
νομικά πρόσωπα που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία
επιδιώκουν αποδεδειγμένα κοινωφελείς σκοπούς, καθώς και τα ημεδαπά
350

κοινωφελή ιδρύματα, φορολογούνται για το οικονομικό έτος 2005 με συντελεστή


δέκα τοις εκατό (10%), ο οποίος μειώνεται σε επτά τοις εκατό (7%) για τα εισοδήματα
οικονομικού έτους 2006 και σε τέσσερα τοις εκατό (4%) για τα εισοδήματα
οικονομικού έτους 2007.
(Όπως η παρ. του άρθρου 109 του Ν. 2238/1994, προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 6
του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου από την ημερομηνία
δημοσίευσης αυτού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, δηλαδή από 14-12-2004).
(Όπως η παράγραφος 2 καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 9 του Ν. 3091/2002 και
ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου νόμου για κέρδη εταιριών περιορισμένης ευθύνης
που αρχίζουν από 1/1/2003 και μετά)
(Η παράγραφος 2΄ πριν την κατάργηση της είχε ως εξής:
«2. Ειδικά για εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, ο συντελεστής της προηγούμενης
παραγράφου εφαρμόζεται στα καθαρά κέρδη που απομένουν μετά την αφαίρεση, από τα
συνολικά καθαρά κέρδη, επιχειρηματικής αμοιβής για φυσικά πρόσωπα διαχειριστές
εταίρους, και μέχρι τρεις, οι οποίοι συμμετέχουν στην εταιρία με τα μεγαλύτερα ποσοστά
συμμετοχής.
Σε περίπτωση περισσότερων διαχειριστών εταίρων με (σα ποσοστά συμμετοχής, οι
δικαιούχοι επιχειρηματικής αμοιβής καθορίζονται από την εταιρία και δηλώνονται με την
οικεία αρχική ετήσια δήλωση της. Ως ποσοστά λαμβάνονται εκείνα που υφίστανται κατά το
χρόνο έγκρισης του ισολογισμού της.
Αν αυτός δεν εγκριθεί μέσα σε χρονικό διάστημα 3 (τριών) μηνών από τη λήξη της
διαχειριστικής περιόδου, λαμβάνονται υπόψη τα ποσοστά που έχουν αυτοί κατά την
τελευταία ημέρα του τριμήνου.
Η ανωτέρω επιχειρηματική αμοιβή θεωρείται ως λαμβανόμενη, από το ήμισυ των συνολικών
καθαρών κερδών της εταιρίας, που δηλώνονται με την οικεία ετήσια δήλωση της και κατά το
ποσοστό συμμετοχής των διαχειριστών.
Όταν ο διαχειριστής συμμετέχει σε περισσότερες της μιας εταιρίες περιορισμένης ευθύνης ή
σε άλλες προσωπικές εταιρίες ως ομόρρυθμος εταίρος, αυτός δικαιούται επιχειρηματικής
αμοιβής από μία από αυτές, κατ΄ επιλογή του.
Η επιλογή αυτή δηλώνεται με την οικεία αρχική εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη, κατά
περίπτωση, δήλωση της εταιρίας και δεν ανακαλείται.»).

3. Επιπλέον του οριζόμενου στις προηγούμενες παραγράφους φόρου, επιβάλλεται


και συμπληρωματικός φόρος στο εισόδημα από ακίνητα που αποκτούν τα νομικά
πρόσωπα. Ο φόρος αυτός υπολογίζεται με συντελεστή τρία τοις εκατό (3%) στο
συνολικό ακαθάριστο εισόδημα που προέρχεται από ακίνητα, μη δυνάμενος να
υπερβεί το ποσό του φόρου εισοδήματος των παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου. Ο
φόρος της παραγράφου αυτής δεν επιβάλλεται στα εισοδήματα από ακίνητα των
νομικών προσώπων, τα οποία απαλλάσσονται σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 103 του παρόντος, του φόρου εισοδήματος για τα εισοδήματα αυτά.
351

4. Από το συνολικό ποσό του φόρου που αναλογεί στο φορολογούμενο εισόδημα
και του συμπληρωματικού φόρου εκπίπτουν:
α) Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 12, 13 παράγραφος 1, 55, 111 και 114 του παρόντος, στο εισόδημα που
υπόκειται σε φόρο.
(Όπως η περίπτωση α΄ της παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 8 του Ν.
3091/2002 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου για εισοδήματα του
οικονομικού έτους 2003 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ της παρ. 4 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
α. Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων
55, 111 και 114 του παρόντος στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο).
β. Ο φόρος που αναλογεί στο μέρος των φορολογηθέντων κατά ειδικό τρόπο με
εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης εισοδημάτων, που διανέμονται και με τα
οποία έχουν προσαυξηθεί τα υποκείμενα σε φορολογία κέρδη του νομικού
προσώπου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 106 του
παρόντος.
Ειδικά για τις τραπεζικές και ασφαλιστικές εταιρείες εκπίπτει από το συνολικό φόρο
του νομικού προσώπου το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε ή
προεισπράχθηκε για εισοδήματα φορολογηθέντα κατ΄ ειδικό τρόπο με εξάντληση
της φορολογικής υποχρέωσης και το οποίο αναλογεί στη χρονική περίοδο που τα
ως άνω νομικά πρόσωπα είχαν στο χαρτοφυλάκιο κυριότητάς τους τίτλους
επενδύσεων που παράγουν τα εισοδήματα αυτά.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. β΄της παρ. 4 του άρθρου 109 του Ν. 2238/1994
αντικαταστάθηκε με την παρ. 12 του άρθρου 13 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με
την περ.ε΄ του άρθρου 40 του ιδίου νόμου από 18/2/1997 και μετά).
γ) Ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για το εισόδημα που
προέκυψε σε αυτήν και υπόκειται σε φορολογία. Ειδικά, για μερίσματα που
εισπράττει ημεδαπή μητρική εταιρεία από αλλοδαπή θυγατρική εταιρεία, εκπίπτει το
άθροισμα των ποσών του φόρου που τυχόν καταβλήθηκε ως φόρος εισοδήματος
νομικού προσώπου, καθώς και του φόρου που παρακρατήθηκε ως φόρος επί του
μερίσματος, τόσο στο επίπεδο της θυγατρικής όσο και στο επίπεδο οποιασδήποτε
άλλης θυγατρικής χαμηλότερου επιπέδου του ίδιου ή άλλου κράτους με αυτήν, κατά
το μέρος το οποίο αναλογεί στα πιο πάνω μερίσματα που εισπράττει η ημεδαπή
μητρική εταιρεία.
Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν τα αναφερόμενα στα άρθρα 9
και 11 του Ν. 2578/1998 (ΦΕΚ 30 Α΄), όπως ισχύουν.
Για την απόδειξη του ύψους του φόρου που έχει καταβληθεί εκτός Ελλάδας για το
ποσό του διανεμόμενου μερίσματος που τελικώς κτάται από την ημεδαπή ανώνυμη
352

εταιρεία απαιτείται βεβαίωση εκδιδόμενη στη χώρα καταβολής του φόρου, από
Ορκωτό Ελεγκτή ή άλλη αρμόδια αρχή της χώρας.
Το ποσό φόρου που εκπίπτει σύμφωνα με την περίπτωση αυτή σε καμία
περίπτωση δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το ποσό του φόρου που αναλογεί για
το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα.
(Όπως το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περ. γ της παρ. 4 του άρθρου 109 αντικαταστάθηκαν
με την παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 3483/2006 και ισχύουν σύμφωνα με την παρ. 2 του
ιδίου άρθρου του ιδίου νόμου για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους
2006 και επομένων).
(Όπως το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περ.γ της παρ.4 του άρθρου 109 πριν την
αντικατάστασή τους είχαν ως εξής: "Ειδικά, για μερίσματα που εισπράττει ημεδαπή μητρική
εταιρεία από αλλοδαπή θυγατρική εταιρεία, εκπίπτει το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε
ως φόρος εισοδήματος νομικού προσώπου, καθώς και το ποσό που παρακρατήθηκε ως
φόρος επί του μερίσματος κατά το μέρος το οποίο αναλογεί στα πιο πάνω διανεμόμενα
μερίσματα. Όταν τα μερίσματα αυτά έχουν διανεμηθεί προηγουμένως από θυγατρική της
πιο πάνω αλλοδαπής εταιρείας, του ίδιου ή άλλου κράτους, και η καταβάλλουσα στην
ημεδαπή εταιρεία τα μερίσματα δεν έχει προβεί σε παρακράτηση φόρου ή δεν έχει
καταβάλει η ίδια φόρο εισοδήματος, το ημεδαπό νομικό πρόσωπο δικαιούται να εκπέσει
από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος το ποσό φόρου εισοδήματος που έχει καταβάλει η
θυγατρική της αλλοδαπής εταιρείας ή που έχει παρακρατήσει για τα υπόψη μερίσματα, τα
οποία τελικά έχουν διανεμηθεί προς το ημεδαπό νομικό πρόσωπο.")
(Όπως η περ. γ΄ της παρ. 4 του άρθρου 109 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με την
παρ. 6 του άρθρου 6 του Ν. 3296/2004, και ίσχυε για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος
οικον. έτους 2005 και επομένων).
(Η περ. γ΄ της παρ. 4 του άρθρου 109 πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής:
«γ. Ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για το εισόδημα που
προέκυψε σε αυτήν και υπόκειται σε φόρο. Ο φόρος αυτός σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί
να είναι ανώτερος από το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην
Ελλάδα»).

5. Όταν το ποσό του φόρου που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε είναι


μεγαλύτερο από το φόρο που αναλογεί, η επιπλέον διαφορά συμψηφίζεται στο
υπόλοιπο ποσό που προκύπτει για βεβαίωση.
353

Άρθρο 110
Καταβολή του φόρου
1. Ο φόρος εισοδήματος, η βεβαιούμενη με βάση το άρθρο 111 προκαταβολή φόρου
εισοδήματος, τα τέλη χαρτοσήμου κλπ. ποσά, που οφείλονται με βάση τη δήλωση
του άρθρου 107, καταβάλλονται:
α) Από τα νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις
των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του παρόντος, σε
οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες, η μεν πρώτη με την υποβολή της
εμπρόθεσμης δήλωσης, οι δε υπόλοιπες επτά (7), την τελευταία εργάσιμη ημέρα
των επτά (7) επομένων μηνών, από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της
δήλωσης.
β. Από τα νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις των
περιπτώσεων γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του παρόντος, εφάπαξ με
την υποβολή της εμπρόθεσμης προσωρινής ή οριστικής δήλωσης.
(Όπως η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 110 αντικαθίσταται από την παρ. 2
του αρθρ. 31 του Ν. 3220/2004 και ισχύει συμφωνα με την παρ. 3 του ιδιου άρθρου για
δηλωσεις φορολογιας εισοδηματος οικονομικού έτους 2004 και μετά).
(Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 110 πριν την αντικατάσταή της είχε ως
εξής:
«α. Από τα νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις των
περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του παρόντος, σε πέντε (5) ίσες
μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες, η μεν πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης,
οι δε υπόλοιπες τέσσερις, την τελευταία εργάσιμη ημέρα των τεσσάρων επόμενων, από την
υποβολή της δήλωσης, μηνών»).

2. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την καταβολή των αναφερόμενων στην


προηγούμενη παράγραφο ποσών, θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα
έννομο αποτέλεσμα.
Στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής του συνολικού ποσού της οφειλής, που
αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο με την εμπρόθεσμη δήλωση, παρέχεται
έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%) επί του καταβαλλόμενου ποσού.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 110 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε
με την παρ. 7 του άρθρου 6 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με την παρ. 8 του ίδιου
άρθρου για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2005 και μετά).
(Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 110 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του συνολικού ποσού της οφειλής, που αναφέρεται στην
προηγούμενη παράγραφο με την εμπρόθεσμη δήλωση, παρέχεται έκπτωση 2,5% (δυόμισι
τοις εκατό) επί του καταβαλλόμενου ποσού»).
354

΄Αρθρο 111
Προκαταβολή του φόρου
1.Με βάση την οριστική δήλωση του νομικού προσώπου ή τον οριστικό τίτλο, ο
προϊστάμενός της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας βεβαιώνει το ποσό
ίσο με το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματα
της διαχειριστικής περιόδου ή του ημερολογιακού έτους, κατά περίπτωση που
έληξε. Το ως άνω ποσοστό αυξάνεται σε ογδόντα τοις εκατό (80%) ειδικά για τις
τραπεζικές ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες και τα υποκαταστήματα λλοδαπών
τραπεζών που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα. Ειδικά για τα νομικά πρόσωπα της
παραγράφου 2 του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, το ως άνω
ποσοστό ορίζεται σε πενήντα πέντε τοις εκατό (55%).
(Όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 111, του Ν. 2859/2000
αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 3453/2006 και ισχύουν για
δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2006 και επομένων σύμφωνα
με την παρ.2 του ιδίου άρθρου από 1-1-2006)
(Όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.1 του άρθρου 111, του Ν. 2859/2000 πριν την
αντικατάστασή τους είχαν ως εξής: «1. Με βάση την οριστική δήλωση του νομικού
προσώπου ή τον οριστικό τίτλο, ο προϊστάμενος της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας βεβαιώνει ποσό ίσο με το πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) του φόρου που
αναλογεί στα εισοδήματα της διαχειριστική περιόδου ή του ημερολογιακού έτους, κατά
περίπτωση, που έληξε.
Το ως άνω ποσοστό αυξάνεται σε εξήντα τοις εκατό (60%) ειδικά για τις τραπεζικές
ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών που
λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα»).
Τα ανωτέρω ποσοστά μειώνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) για τα νέα νομικά
πρόσωπα κατά τα τρία (3) πρώτα οικονομικά έτη από τη δήλωση έναρξης εργασιών
τους, που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του
άρθρου 36 του Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α). Η μείωση αυτή δεν εφαρμόζεται για τα
νομικά πρόσωπα που προέρχονται από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων
επιχειρήσεων με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου.
Η βεβαίωση αυτή γίνεται έναντι του φόρου που αναλογεί στο εισόδημα της
διανυόμενης διαχειριστικής περιόδου ή του ημερολογιακού έτους κατά περίπτωση.
Όταν δεν υπάρχει δήλωση ή οριστικός τίτλος, ο καταβλητέος φόρος υπολογίζεται με
βάση το φόρο που προκύπτει από στοιχεία του εγγύτερου οικονομικού έτους.
(Όπως δύο νεα εδάφια προστέθηκαν μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 111
του Ν. 2238/1994, με την παρ. 9 του άρθρου 6 του Ν. 3296/2004, και ισχύουν σύμφωνα την
παρ. 10 του ίδιου άρθρου για τα νομικά πρόσωπα που ιδρύονται από την 1η Ιανουαρίου
2005 και μετά).
355

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και επί των


προσωρινών δηλώσεων που υποβάλλουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της
περίπτωσης γ΄ της παρ. 2 του άρθρ. 107, τα νομικά πρόσωπα που έχουν τεθεί υπό
εκκαθάριση.

3. Τα ποσά του φόρου που εισπράττονται στην πηγή με παρακράτηση, εφόσον


συντρέχει περίπτωση, εκπίπτουν από το ποσό που πρέπει να βεβαιωθεί σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Δεν εκπίπτουν τα ποσά του φόρου που έχουν
παρακρατηθεί σε εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί κατά ειδικό τρόπο με
εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.

4. Αν μειωθεί το φορολογητέο εισόδημα, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του


άρθρου 53. Η εννεάμηνη προθεσμία για την υποβολή της αίτησης μείωσης του
προκαταβλητέου ποσού φόρου αρχίζει από την ημέρα έναρξης της νέας
διαχειριστικής περιόδου ή του ημερολογιακού έτους, κατά περίπτωση.

5. Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 52 εφαρμόζονται και στα νομικά
πρόσωπα που φορολογούνται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 101. Αν το
προκαταβλητέο ποσό φόρου εισοδήματος που υπολογίζεται με βάση τις διατάξεις
της παραγράφου αυτής είναι μικρότερο της προκαταβολής φόρου που οφείλεται με
βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, η διαφορά που προκύπτει βεβαιώνεται
στο όνομα του νομικού προσώπου ως προκαταβολή φόρου.

6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή επί των διανεμόμενων ή
κεφαλαιοποιούμενων κερδών ανώνυμων εταιριών, που απαλλάσσονται του φόρου
εισοδήματος, βάσει ειδικών διατάξεων νόμων, καθώς και επί των εισοδημάτων που
ορίζονται στις παρ. 4 & 5 του άρθρου 106 του παρόντος.

Άρθρο 112
Επιβράβευση ειλικρίνειας
Οι διατάξεις του άρθρου 73 εφαρμόζονται αναλόγως και για τα νομικά πρόσωπα των
περιπτώσεων α΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 101.
(Όπως το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 112 του Ν. 2238/1994 καταργήθηκε με την παρ. 7
του άρθρου 1 του Ν. 2459/1997 και ισχύει σύμφωνα με το ίδιο άρθρο για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1/1/1996 και μετά).
(Όπως το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 112 του Ν. 2238/1994 πριν την κατάργησή του είχε
ως εξής: "Για τον καθορισμό του ποσού που ορίζεται στην περ.α΄της παρ.1 του άρθρου 73,
λαμβάνεται υπόψη ο κύριος φόρος που αναλογεί στα μη διανεμόμενα κέρδη").
356

Άρθρο 113
Διαδικασία βεβαίωσης του φόρου
Οι διατάξεις των άρθρων 65 έως 72, 74, 75, 79, 80, 81, 83 έως 85, εφαρμόζονται
αναλόγως και στη φορολογία εισοδήματος των νομικών προσώπων τα οποία
αναφέρονται στο άρθρο 101.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΦΟΡΟΥ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 114
Υποχρέωση παρακράτησης φόρου
1. Οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες και συνεταιρισμοί που διανέμουν κέρδη με τη
μορφή μερισμάτων, προμερισμάτων, αμοιβών και ποσοστών, εκτός μισθού, στα
μέλη του διοικητικού συμβουλίου και στους διευθυντές, καθώς και αμοιβών στο
εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, δεν προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου, ως
φορολογούμενα τα εισοδήματα αυτά στο όνομα του νομικού προσώπου.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στα διανεμόμενα, από εταιρίες περιορισμένης
ευθύνης, κέρδη. Με την καταβολή του οριζόμενου, από το άρθρο 109 του παρόντος,
φόρου εισοδήματος, επέρχεται εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης για τα
διανεμόμενα κέρδη της παραγράφου αυτής.

2. Oι διατάξεις του άρθρου 54 εφαρμόζονται ανάλογα και όταν ο καταβάλλων το


εισόδημα ή δικαιούχος αυτού είναι νομικό πρόσωπο ή επιχείρηση από τα
αναφερόμενα στο άρθρο 101 του παρόντος. Εξαιρετικά, αν ο δικαιούχος του
εισοδήματος από κινητές αξίες, εκτός μερισμάτων και τόκων από μετοχές και
ιδρυτικούς τίτλους, που προέρχονται από τα διανεμόμενα κέρδη ημεδαπής
ανώνυμης εταιρίας, είναι πρόσωπο από τα αναφερόμενα στην περίπτωση δ΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 101, το οποίο όμως δεν έχει μόνιμη εγκατάσταση στην
Ελλάδα, το ποσοστό του παρακρατούμενου φόρου ορίζεται σε είκοσι πέντε τοις
εκατό (25%) στο εισόδημα αυτό και ο αλλοδαπός δικαιούχος δεν υποχρεούται στην
υποβολή της ετήσιας φορολογικής δήλωσης για το πιο πάνω εισόδημα. Εξαιρετικά
για τους τόκους που καταβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 31η
357

Δεκεμβρίου του έτους 2006, το ποσοστό του παρακρατούμενου φόρου ορίζεται σε


είκοσι εννέα τοις εκατό (29%).
(Όπως το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 114 του Ν. 2238/1994
αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθ. 26 του Ν. 3427/2005 και ισχύει σύμφωνα με το
άρθ. 53 του ιδίου Νόμου από 1/1/2006).
(Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 114 του Ν. 2238/1994 πρίν την
αντικατάστασή του είχε ως εξής: « Eξαιρετικά, αν ο δικαιούχος του εισοδήματος από κινητές
αξίες, εκτός μερισμάτων και τόκων από μετοχές και ιδρυτικούς τίτλους, που προέρχονται
από τα διανεμόμενα κέρδη ημεδαπής ανώνυμης εταιρίας, είναι πρόσωπο από τα
αναφερόμενα στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 101, το οποίο όμως δεν
έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Eλλάδα, το ποσοστό του παρακρατούμενου φόρου ορίζεται
σε τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) στο εισόδημα αυτό και ο αλλοδαπός δικαιούχος δεν
υποχρεούται στην υποβολή της ετήσιας φορολογικής δήλωσης για το πιο πάνω εισόδημα»).
(Όπως ο συντελεστής παρακράτησης της παρ. 2 του άρθρου 114 τέθηκε όπως
αναμορφώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 6 του N. 2873/2000 και ισχύει για τα ποσά που
καταβάλλονται στην αλλοδαπή από 1/1/2002 μέχρι και 31/12/2002).
(«Προηγουμένως η παρ.2 είχε ως εξής:
«2. Οι διατάξεις του άρθρου 54 εφαρμόζονται ανάλογα και όταν ο καταβάλλων το εισόδημα
ή δικαιούχος αυτού είναι νομικό πρόσωπο ή επιχείρηση από τα αναφερόμενα στο άρθρο
101 του παρόντος. Εξαιρετικά, αν ο δικαιούχος του εισοδήματος από κινητές αξίες, εκτός
μερισμάτων και τόκων από μετοχές και ιδρυτικούς τίτλους, που προέρχονται από τα
διανεμόμενα κέρδη ημεδαπής ανώνυμης εταιρίας, είναι πρόσωπο από τα αναφερόμενα
στην περίπτωση δ΄ της παρ. 1 του άρθρ. 101, το οποίο όμως δεν έχει μόνιμη εγκατάσταση
στην Ελλάδα, το ποσοστό του παρακρατούμενου φόρου ορίζεται σε 37,5% (τριάντα εφτά
κόμμα πέντε τοις εκατό) στο εισόδημα αυτό και ο αλλοδαπός δικαιούχος δεν υποχρεούται
στην υποβολή της ετήσιας φορολογικής δήλωσης για το πιο πάνω εισόδημα.
(Όπως ο συντελεστής φορολογίας εισοδήματος που ορίζεται ανωτέρω μειώνεται από
σαράντα τοις εκατό (40%) σε τριάντα εφτά κόμμα πέντε τοις εκατό (37,5%) για τα
εισοδήματα του οικονομικού έτους 2002 με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν.
2873/2000).

3. Στους τόκους που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή και τους οποίους
καταβάλλει ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα
εταιρείας κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδεδεμένη εταιρεία
άλλου κράτους - μέλους ή σε μόνιμη εγκατάσταση συνδεδεμένης εταιρείας κράτους -
μέλους ευρισκόμενη σε άλλο κράτος - μέλος, δεν ενεργείται παρακράτηση φόρου
εισοδήματος. Ως τόκοι νοούνται τα εισοδήματα από πάσης φύσεως απαιτήσεις,
ασφαλισμένες ή μη με υποθήκη και παρέχουσες ή μη δικαίωμα συμμετοχής στα
κέρδη του οφειλέτη και ιδίως εισοδήματα από τίτλους, ομολογίες ή χρεόγραφα,
συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων πρόσθετων ωφελημάτων και ανταμοιβών που
358

απορρέουν από τίτλους, ομολογίες ή άλλα χρεόγραφα. Για την εφαρμογή των
αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή διατάξεων, μία εταιρεία
θεωρείται«συνδεδεμένη» με άλλη εταιρεία εφόσον τουλάχιστον η πρώτη εταιρεία
κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στο μετοχικό
κεφάλαιο της δεύτερης εταιρείας ή η δεύτερη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη
συμμετοχή με το ίδιο πιο πάνω ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης
εταιρείας ή μία τρίτη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή με το ίδιο πιο πάνω
ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης εταιρείας,
και υπό τον όρο ότι σε όλες τις αναφερόμενες πιο πάνω περιπτώσεις η συμμετοχή
κατέχεται χωρίς διακοπή για δύο έτη. Η απαλλαγή από την παρακράτηση παρέχεται
με την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος των τόκων δέχεται τις πληρωμές για δικό του
λογαριασμό και όχι με την ιδιότητα του αντιπροσώπου και εφόσον προσκομίσει
σχετική βεβαίωση που ισχύει για δύο έτη από την ημερομηνία χορήγησής της. Η
βεβαίωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία του δικαιούχου:
α) ότι έχει την έδρα της πραγματικής διοίκησής του σε ένα συγκεκριμένο κράτος -
μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
β) ότι υπόκειται στο πιο πάνω κράτος - μέλος που έχει την έδρα του σε φόρο
εισοδήματος χωρίς να τυγχάνει απαλλαγής από αυτόν,
γ) ότι κατέχει την πιο πάνω αναφερόμενη συμμετοχή χωρίς διακοπή τουλάχιστον
για δύο έτη,
δ) ότι το εισόδημα από τους τόκους που αποκτά, σε περίπτωση που αυτός είναι
μόνιμη εγκατάσταση άλλης εταιρείας, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος στο κράτος -
μέλος όπου έχει τη μόνιμη εγκατάσταση και ότι η εταιρεία της οποίας αποτελεί
μόνιμη εγκατάσταση πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α΄, β΄,
γ΄ και ε΄ του παρόντος άρθρου,
ε) ότι έχει μία από τις μορφές που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας
και Οικονομικών σύμφωνα με το Παράρτημα της Οδηγίας 2003/49/ΕΚ (L 157/49). Με
την ίδια απόφαση θα καθοριστούν ο τρόπος και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για
την εφαρμογή των αναφερόμενων στο άρθρο αυτό.
Εξαιρετικά, κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου οκτώ ετών που αρχίζει από την
1η Ιουλίου 2005, κατά την καταβολή των αναφερόμενων πιο πάνω τόκων, θα
ενεργείται παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%)
κατά τα πρώτα τέσσερα έτη και πέντε τοις εκατό (5%) κατά τα τελευταία τέσσερα έτη,
εκτός εάν από την οικεία διμερή σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογίας
εισοδήματος προβλέπεται ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση. Η παρακράτηση
του φόρου ενεργείται από τον χρεώστη κατά την καταβολή των τόκων ή την
εγγραφή τους στα βιβλία σε πίστωση του αλλοδαπού δικαιούχου και αποδίδεται
εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου
από την παρακράτηση του φόρου μήνα. Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η
φορολογική υποχρέωση του αλλοδαπού δικαιούχου.
359

Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων δεν έχουν εφαρμογή για τόκους από
προνομιούχες μετοχές και ιδρυτικούς τίτλους, για τόκους υπερημερίας, καθώς και
για τόκους που αποτελούν έμμεση διανομή κερδών. Μέχρι την έναρξη της
μεταβατικής περιόδου που αναφέρεται πιο πάνω, κατά την καταβολή των υπόψη
τόκων, θα ενεργείται παρακράτηση φόρου εισοδήματος σύμφωνα με τις ισχύουσες
διατάξεις των διμερών συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας ή της εσωτερικής
νομοθεσίας, κατά περίπτωση.
(Όπως στην παρ. 3 του αρθ. 114 του Ν. 2238/1994 προστέθηκε νέα παράγραφος 3 με το
αρθ. 16 του Ν. 3312/2005 και ισχύει σύμφωνα με το αρθ. 25 του ιδίου Νόμου δηλαδή από
16 Φεβρουαρίου 2005).

4. Κατά την είσπραξη τόκων από εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου ενεργείται


από τον καταβάλλοντα παρακράτηση φόρου εισοδήματος, σύμφωνα με τα
προβλεπόμενα από τα άρθρα 12 και 54, κατά περίπτωση. Με την παρακράτηση
αυτήν εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα εισοδήματα
αυτά.

5. Με την καταβολή του οριζόμενου στην παράγραφο 3 του άρθρου 16 του Ν.


1969/1991, φόρου, τα διανεμόμενα μερίσματα στους μετόχους της εταιρείας
επενδύσεων χαρτοφυλακίου απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος.

6. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 αυτού του άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα


και για τα αμοιβαία κεφάλαια.

7. Οι διατάξεις των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 13 εφαρμόζονται ανάλογα και


όταν ο καταβάλλων το εισόδημα είναι νομικό πρόσωπο του άρθρου 101.
(Όπως οι παρ. 3, 4, 5 και 6 του αρθ. 114 του Ν. 2238/1994 αναριθμούνται σε 4, 5, 6 και 7
με το αρθ. 16 του Ν. 3312/2005 και ισχύει σύμφωνα με το αρθ. 25 του ιδίου Νόμου δηλαδή
από 16 Φεβρουαρίου 2005).

Άρθρο 115
Ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα
1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και
εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών ή συνεταιρισμών κατά το χρόνο
της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για
την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με
360

τον παρόντα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο
βεβαίωσής τους. Στις ανώνυμες εταιρίες που συγχωνεύονται, ευθύνεται
αλληλεγγύως μαζί με τα πιο πάνω πρόσωπα, για την πληρωμή των κατά το
προηγούμενο εδάφιο οφειλόμενων φόρων της διαλυόμενης εταιρίας και εκείνη που
την απορρόφησε ή η νέα εταιρία που συστήθηκε ανεξάρτητα από το χρόνο
βεβαίωσής τους. Τα πρόσωπα που αναφέρονται πιο πάνω έχουν δικαίωμα
αναγωγής κατά προσώπων που διατέλεσαν σύμβουλοι, καθώς και μέτοχοι ή μέλη
του νομικού προσώπου κατά το χρόνο της διάλυσής του ως προς τους φόρους που
αφορούν σε χρήσεις προγενέστερες από την έναρξη της εκκαθάρισης, ανεξάρτητα
από το χρόνο βεβαίωσής τους.

2. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά εντεταλμένοι στη


διοίκηση του νομικού προσώπου, κατά το χρόνο της διάλυσης των λοιπών νομικών
προσώπων του άρθρου 101, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την
πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον
παρόντα, καθώς και των φόρων που παρακρατούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο
βεβαίωσής τους.

3. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ευθύνονται


προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη
διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν έχουν ως εξής:
α. Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις άνω
ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά.
β. Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις
πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του
φόρου.
(Όπως η παρ. 3 του άρθρου 115 του Ν. 2238/1994 προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου
22 του Ν. 2648/1998 και ισχύει σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 48 του ιδίου νόμου, από
την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νο\όμου αυτού στην εφημερίδα
της κυβερνήσεως)

Άρθρο 116
Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
Οι διατάξεις των άρθρων 86 έως 88 και 90 έως 97 εφαρμόζονται και στα νομικά
πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 101.
Ειδικά σε περίπτωση μη υποβολής της δήλωσης που προβλέπεται από τις διατάξεις
της παραγράφου 5 του άρθρου 105 εκδίδεται φύλλο ελέγχου καταλογισμού του
361

οφειλόμενου τυχόν φόρου πλέον πρόσθετος φόρος μη δήλωσης και πρόστιμο, που
δεν μπορεί να είναι μικρότερο του 20% (είκοσι τοις εκατό) του ποσού της
πρόβλεψης.

Άρθρο 117
Φορολογία αδιανέμητων κερδών
(Οι διατάξεις του άρθρου 117 καταργήθηκαν με την παρ. 35 του άρθρου 1 του Ν.
2954/2001. Σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις τυχόν καταργηθέντα ποσά δεν επιστρέφονται.
Σύμφωνα με την παρ. 36 του ιδίου άρθρου το ίδιο ισχύει και για τις υποθέσεις που
εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων οποιουδήποτε βαθμού)

Άρθρο 118
Κίνητρα ανάπτυξης μικρών νησιών
1. Για τα φυσικά πρόσωπα που κατοικούν μόνιμα σε νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα
με την τελευταία απογραφή, κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, το
ποσό του πρώτου κλιμακίου εισοδήματος της κλίμακας (α) της παραγράφου 1 του
άρθρου 9, προκειμένου να υπολογιστεί ο φόρος που αναλογεί στο εισόδημά τους
αυξάνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 118 του Ν. 2238/1994, αντικαταστάθηκε με
την παρ. 11 του άρθρου 5 του Ν. 3296/2004, και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου
νόμου για εισοδήματα που αποκτώνται ή από 1/1/2005 και μετά).
(Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 118 πριν την αντικατάστασή του είχε ως εξής:
«Για τα φυσικά πρόσωπα που κατοικούν μόνιμα σε νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα με την
τελευταία απογραφή, κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, το ποσό του
πρώτου κλιμακίου εισοδήματος της κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 9,
προκειμένου να υπολογιστεί ο φόρος που αναλογεί στο εισόδημα τους, αυξάνεται σε
δεκατρείς χιλιάδες διακόσια έξι (13.206) ευρώ»).
(Όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 118, αντικαταστάθηκε με την
παράγραφο 24 του άρθρου 3 του Ν. 2873/2000 και ισχύει σύμφωνα με την περίπτωση ι του
άρθρου 50 του ιδίου νόμου από τη δημοσίευση αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).
(Όπως στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 118 του Ν. 2238/94 αντικαταστάθηκαν τα
ποσά που εκφράζονταν σε δραχμές, με αντίστοιχα ποσά σε Ευρώ σύμφωνα με την παρ. 97
του άρθρου 9 του Ν. 2948/2001 με έναρξη ισχύος την 1/1/2002, όπως ορίστηκε με τις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν. 2948/2001)
362

Τα επόμενα κλιμάκια εισοδήματος της κλίμακας παραμένουν ως έχουν. Εάν τα


πρόσωπα του πρώτου εδαφίου αποκτούν εισοδήματα απο εκμετάλευση
ενοικιαζόμενων επιπλωμένων δωματίων, διαμερισμάτων και κάμπινγκ και με την
προϋπόθεση ότι αυτές οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα
με την τελευταία απογραφή, κάτω απο 3.100 (τρείς χιλιάδες εκατό) κατοίκους, απο
το ετήσιο συνολικό ποσό φόρου που καταβάλεται για αυτά τα εισοδήματα
αυτοτελώς, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 33, αφαιρείται
ποσό φόρου ίσο με αυτό που αναλογεί με βάση την κλίμακα της παραγράφου 1 του
άρθρου 9 σε ποσό εισοδήματος ίσο με το αυξημένο κλιμάκιο του πρώτου εδαφίου.
(Όπως το τρίτο εδάφιο αυτό προστέθηκε στη παράγραφο 1 του άρθρου 118 με την
παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Ν. 2836/2000 και ισχύει για τα εισοδήματα που
αποκτώνται απο την 1/1/1999 και μετά, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου και
νόμου)
το τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 118 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται η φράση:
« χωρίς να απαιτούνται για την κάλυψη αυτής της προσαύξησης οι αποδείξεις των δαπανών της
παραγράφου 1 του άρθρου 9».
που στις διατάξεις του Κ.Φ.Ε. αναγράφονται «κλίμακα (α) ή (β)», νοείται η κλίμακα της παραγράφου 1 του
άρθρου 9, όπως αυτή θεσπίστηκε με το νόμο αυτό.

2. Για τα νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου οι


συντελεστές φορολογίας που προβλέπονται από την παράγραφο 1 των άρθρων 10
και 109 μειώνονται κατά ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) για τα κέρδη που
προκύπτουν από δραστηριότητες οι οποίες ασκούνται στα νησιά της παραγράφου
1. Εάν τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου αποκτούν εισοδήματα απο την
εκμετάλευση ενοικιαζόμενων επιπλωμένων δωματίων, διαμερισμάτων και κάμπινγκ
και με την προϋπόθεση ότι αυτές οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε νησιά με πληθυσμό,
σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, κάτω απο τρείς χιλιάδες εκατό (3.100)
κατοίκους, το ετήσιο συνολικό ποσό φόρου που καταβάλεται για αυτά τα
εισοδήματα αυτοτελώς, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 33,
μειώνεται κατά ποσοστό 40% (σαράντα τοις εκατό).
(Όπως το δεύτερο εδάφιο αυτό προστέθηκε στη παράγραφο 2 του άρθρου 118 με την
παράγραφο 2 του άρθρου 25 του Ν. 2836/2000 και ισχύει, σύμφωνα με την παράγραφο 4
του ιδίου άρθρου και νόμου για τα εισοδήματα που αποκτώνται απο την 1/1/1999 και μετά).

ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
Σύμφωνα με το άρθρο 25 του Ν. 3427/2005 η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων
1 και 2 του άρθρου 118 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος παρατείνεται μέχρι την
31η Δεκεμβρίου 2015 για τα εισοδήματα που αποκτώνται μέχρι την ημερομηνία αυτή
και των υπολοίπων διατάξεων του ίδιου άρθρου μέχρι τις 18.2.2017.
363

3. Καταργείται ο κατά περίπτωση επιβαλλόμενος Ειδικός Φόρος Τραπεζικών


Εργασιών των άρθρων 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15 και 16 του Ν. 1676/1986 (ΦΕΚ
Α΄ 204) και η εισφορά του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 (ΦΕΚ Α΄ 178) στα δάνεια και
πιστώσεις, που χορηγούνται στα πρόσωπα των παραγράφων 1 και 2 καθώς και
στους τόκους και προμήθειες των δανείων και πιστώσεων αυτών τα οποία
χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε δραστηριότητες που ασκούνται σε νησιά της
παραγράφου 1.

4. Οι φορολογικοί συντελεστές μεταβίβασης ακινήτων, του άρθρου 4 του Α.Ν.


1521/1950, μειώνονται κατά ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) για αγορά ακινήτων
ή εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων στα νησιά της παραγράφου 1, εφόσον η
αγορά αυτή γίνεται από φυσικά πρόσωπα μόνιμους κατοίκους των νησιών αυτών.
Επίσης κατά 40% μειώνεται ο φόρος που προκύπτει για γονική παροχή ακινήτων
που βρίσκονται στις πιο πάνω περιοχές, εφόσον ο δικαιούχος αυτής είναι μόνιμος
κάτοικος των νησιών αυτών.

5. Οι ως άνω φορολογικές απαλλαγές και μειώσεις παρέχονται για μια δεκαετία από
τη δημοσίευση του παρόντος.

6. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα απαιτούμενα


δικαιολογητικά και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των
διατάξεων του άρθρου αυτού.

ΆΡΘΡΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει:
α. Των διατάξεων των περιπτώσεων α΄ και β΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου
4 του άρθρου 9, από την 1η Ιανουαρίου 1995, για τις αμοιβές που καταβάλλονται
στους δικαιούχους από την ημερομηνία αυτή και μετά.
β. Των διατάξεων του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου
9 και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 110 από το οικονομικό
έτος 1995 για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.
γ. Των διατάξεων των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ του άρθρου 17, της περίπτωσης στ΄
του άρθρου 18, καθώς και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 19,
364

για τα χρηματικά ποσά δαπανών που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου


1995 και μετά.
δ. Των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 57, από
την 1η Ιουλίου 1994, για το φόρο που παρακρατείται στα εισοδήματα που
καταβάλλονται στους δικαιούχους από την ημερομηνία αυτή και μετά.
ε. Των διατάξεων των περιπτώσεων β΄ και θ΄ της παραγράφου 1, καθώς και του
δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 31, για δαπάνες που αφορούν
διαχειριστικές χρήσεις που κλείνουν με 30/6/1994 και μετά.
στ. Των διατάξεων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 109
για διαχειριστικές χρήσεις που κλείνουν με 30/6/1994 και μετά.
ζ. Των λοιπών διατάξεων από τότε που άρχισε η ισχύς τους, όπως αυτή αναφέρεται
στα νομοθετήματα που κωδικοποιούνται με αυτό το νόμο.
Παραγγέλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και
την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 16 Σεπτεμβρίου 1994

Μεταβολές στη Φορολογία Εισοδήματος Νομικών Προσώπων με το Νέο Φορολογικό Νόμο


3697/2008

Οι διατάξεις των άρθρων 16-21 του νέου Ν.3697/2008 ορίζουν τις μεταβολές στον τρόπο φορολόγησης του
εισοδήματος Νομικών Προσώπων. Έτσι, ο νέος νόμος ουσιαστικά εισάγει τα παρακάτω σε ότι αφορά τη φορολογία
εισοδήματος των Νομικών Προσώπων:

i) Μεταβολή στον τρόπο φορολόγησης των κερδών από πώληση μετοχών εισηγμένων στο χρηματιστήριο,

ii) Μεταβολή στην παρακράτηση φόρου επί των διανεμόμενων κερδών με τη μορφή μερισμάτων,

iii) Επιβολή υποχρέωσης παρακράτησης φόρου επί των διανεμόμενων κερδών προηγούμενων χρήσεων,

iv) Μεταβολή στην παρακράτηση φόρου επί των αμοιβών μελών Δ.Σ.,

v) Μεταβολή των φορολογικών συντελεστών και του ποσοστού προκαταβολής φόρου εισοδήματος.

1) Φορολογία Κερδών από Πώληση Μετοχών Εισηγμένων στο Χ.Α.

1.1) Τρόπος φορολόγησης

Με την παράγραφο 4 του νέου νόμου ορίζεται ότι: «τα κέρδη από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α. σε τιμή
ανώτερη της τιμής απόκτησης τους, που αποκτούν επιχειρήσεις οποιασδήποτε μορφής και τα οποία προκύπτουν από
τα τηρούμενα βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. και οι οποίες αποκτώνται από 1/1/2009 και μετά
φορολογούνται αυτοτελώς». Το ποσοστό φορολόγησης είναι δέκα τοις εκατό (10%) σύμφωνα με την νέα
παράγραφο 3 του άρθρου 38 του Ν.2238/1994, η οποία εξάλλου αναφέρει πως με τον ίδιο τρόπο φορολογούνται και
365

τα κέρδη από πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α. φυσικών προσώπων ή επιχειρήσεων οποιασδήποτε μορφής που
τηρούν βιβλία Α΄ και Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή αλλοδαπές επιχειρήσεις που δεν έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα.
Επομένως, οι μετοχές που αποκτώνται έως 31/12/2008 φορολογούνται σύμφωνα με τα έως σήμερα ισχύοντα.

1.2) Εξεύρεση Κέρδους που Φορολογείται

Σε ότι αφορά τον υπολογισμό του κέρδους πάνω στο οποίο υπολογίζεται η φορολογία ως κόστος κτήσης των
μετοχών, λαμβάνεται η μέση τιμή απόκτησης αυτών.

i) Όταν πραγματοποιούνται περισσότερες από μία συναλλαγές επί μετοχών συγκεκριμένης εταιρείας, τότε η πώλησή
τους θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα με τη χρονολογική σειρά που αποκτήθηκαν,

ii) Μετοχές, οι οποίες αποκτήθηκαν από το δικαιούχο στο πλαίσιο προγράμματος χορήγησης μετοχών, ως τιμή
κτήσης λαμβάνεται η τιμή κτήσης των μετοχών κατά τον χρόνο χορήγησης του δικαιώματος. Τυχόν ζημία που
προκύπτει από την ίδια αιτία συμψηφίζεται με κέρδη που προκύπτουν κατά το ίδιο οικονομικό έτος.

1.3) Κέρδη Επιχειρήσεων με Βιβλία Γ΄ Κατηγορίας του Κ.Β.Σ.

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην νέα παράγραφο 4 του άρθρου 38 του Κ.Φ.Ε., τα κέρδη από την πώληση μετοχών
εισηγμένων στο Χ.Α. σε τιμή ανώτερη της τιμής απόκτησής τους εμφανίζονται σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού
(41.91 «Αποθεματικά από έσοδα φορολογηθέντα κατά ειδικό τρόπο» του Ε.Γ.Λ.Σ.).

Σε περίπτωση μεταγενέστερης διανομής ή κεφαλαιοποίησής τους, φορολογούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες


διατάξεις και από τον οφειλόμενο φόρο εκπίπτει ο καταβληθείς φόρος 10%.

Οι ζημίες που μπορεί να προκύψουν μέσα στην ίδια διαχειριστική χρήση δεν συμψηφίζονται με κέρδη αλλά
μεταφέρονται, μαζί με τυχόν ζημιές από άλλες χρήσεις, για να συμψηφιστούν με το αφορολόγητο αποθεματικό της
παραγράφου 1 του άρθρου 38. Στην περίπτωση που αυτό δεν επαρκεί ή δεν υφίσταται, εμφανίζονται σε ειδικό
λογαριασμό που εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα και το ποσό αυτό συμψηφίζεται τελικά με τυχόν κέρδη που θα
προκύψουν στο μέλλον από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α..

Σημείωση: Τα παραπάνω και γενικά οι διατάξεις των παραγράφων 1-5 του άρθρου 38 του Κ.Φ.Ε. ισχύουν, σύμφωνα
με την παρ. 6 του ίδιου άρθρου, «ανάλογα και στις μεταβιβάσεις μετοχών εισηγμένων σε αλλοδαπό χρηματιστήριο
αξιών ή σε άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό».

2) Παρακράτηση φόρου επί των διανεμόμενων κερδών

2.1) Παρακράτηση σε διανεμόμενα κέρδη Α.Ε.

Για τα διανεμόμενα κέρδη που εγκρίνονται από γενικές συνελεύσεις από την 01/01/2009 και μετά, ανεξάρτητα αν η
καταβολή τους γίνεται σε μετρητά ή μετοχές, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%)
με την οποία και εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων.

Τα διανεμόμενα αυτά κέρδη περιλαμβάνουν: αμοιβές και ποσοστά των μελών του Δ.Σ. και των διευθυντών, αμοιβές
366

εργατοϋπαλληλικού προσωπικού (εκτός μισθού) και μερίσματα ή προμερίσματα σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα
ημεδαπά ή αλλοδαπά, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας.

Σε περίπτωση που στα καθαρά κέρδη ημεδαπής Α.Ε. περιλαμβάνονται και μερίσματα από συμμετοχή της σε άλλες
Α.Ε. πάνω στα οποία έχει διενεργηθεί παρακράτηση φόρου 10%, τότε σε περίπτωση διανομής κερδών αφαιρείται
από το φόρο που υποχρεούται να καταβάλει για να διανεμόμενα κέρδη, το μέρος του ήδη παρακρατηθέντος φόρου
που αναλογεί στα διανεμόμενα κέρδη που προέρχονται από τα μερίσματα αυτά.

Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 18 του Ν.3697/2008, παρακράτηση φόρου με συντελεστή 10%
ενεργείται και στα μερίσματα που εισπράττουν φυσικά πρόσωπα κάτοικοι Ελλάδος από Α.Ε.. Με την παρακράτηση
αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα πιο πάνω εισοδήματα.

2.2) Υπόχρεοι σε παρακράτηση

Οι ημεδαπές Ανώνυμες Εταιρείες οι οποίες καταβάλουν τα παραπάνω εισοδήματα (αμοιβές και ποσοστά των μελών
του Δ.Σ. και των διευθυντών, αμοιβές εργατοϋπαλληλικού προσωπικού (εκτός μισθού) και μερίσματα ή
προμερίσματα σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ημεδαπά ή αλλοδαπά, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας) είναι
υπόχρεες στην παρακράτηση του φόρου 10%.

Σύμφωνα με το νέο νόμο «η παρακράτηση ενεργείται κατά την καταβολή ή την εγγραφή των εισοδημάτων αυτών σε
πίστωση των δικαιούχων και σε κάθε περίπτωση όχι αργότερα από ένα μήνα από την έγκριση του ισολογισμού από
τη γενική συνέλευση των μετόχων».

Σε ότι αφορά την παρακράτηση στα εισοδήματα που αναφέρονται στη νέα παράγραφο 3 του άρθρου 54 του
Ν.2238/1994 (μερίσματα που εισπράττουν φυσικά πρόσωπα κάτοικοι Ελλάδος από Α.Ε.) υποχρέωση για την
παρακράτηση του φόρου έχει αυτός που ενεργεί στην Ελλάδα την εξαργύρωση ή την καταβολή τους.

Σημείωση: Οι συνεταιρισμοί και οι ημεδαπές Ε.Π.Ε. δεν προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου για τα κέρδη που
διανέμουν αλλά με την καταβολή του οριζόμενου, από το άρθρο 109 του Κ.Φ.Ε., φόρου εισοδήματος, επέρχεται
εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης για τα κέρδη αυτά.

3) Παρακράτηση φόρου επί των διανεμόμενων κερδών προηγούμενων χρήσεων

Σύμφωνα με το νέο νόμο 3697/2008 δημιουργείται υποχρέωση παρακράτησης φόρου με συντελεστή 10% στις
περιπτώσεις διανομής κερδών προηγούμενων χρήσεων. Η παρακράτηση εφαρμόζεται στη διανομή κερδών
προηγούμενων χρήσεων που θα εγκριθεί από γενικές συνελεύσεις από 01/01/2009 και μετά. Σε περίπτωση διανομής
μερισμάτων από κέρδη προηγούμενων χρήσεων, η παρακράτηση φόρου ενεργείται μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη
της σχετικής απόφασης από τη γενική συνέλευση των μετόχων. Ο παρακρατηθείς φόρος αποδίδεται με την υποβολή
δήλωσης στο Δημόσιο εφάπαξ εντός του επόμενου μήνα από αυτόν εντός του οποίου έγινε η παρακράτηση.

4) Παρακράτηση φόρου επί των αμοιβών μελών Δ.Σ.

4.1) Αμοιβές μελών Δ.Σ. σαν εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις


367

Σύμφωνα με την παράγραφο 9 του νέου νόμου 3697/2008 οι αμοιβές μελών Δ.Σ. που χαρακτηρίζονται σαν
εισοδήματα από εμπορικές επιχειρήσεις, δηλαδή αυτές που καταβάλλονται στα μέλη βάσει ειδικής σύμβασης
εργασίας, υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 35% όταν καταβάλλονται από Α.Ε. στα μέλη του Δ.Σ.
και 25% για μισθούς και κάθε είδους απολαβές που καταβάλει Ε.Π.Ε στα μέλη του Δ.Σ..

4.2) Αμοιβές μελών Δ.Σ. σαν εισόδημα από κινητές αξίες

Η παράγραφος 4 του άρθρου 18 του Ν.3697/2008 αναφέρει πως στις αμοιβές και αποζημιώσεις μελών Δ.Σ.
Ανώνυμης Εταιρείας που χαρακτηρίζονται εισόδημα από κινητές αξίες, δηλαδή έξοδα παραστάσεως, εκτός μισθού
αμοιβές κ.λπ., παρακρατείται φόρος 35%. Η υποχρέωση αυτή ισχύει για αμοιβές από 01/01/2009 και μετά.

5) Μείωση φορολογικών συντελεστών και αύξηση του ποσοστού προκαταβολής φόρου εισοδήματος.

Με το άρθρο 19 του Ν.3697/2008 μειώνονται οι φορολογικοί συντελεστές για τα κέρδη των νομικών προσώπων της
παραγράφου 1 και 2 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. που προκύπτουν για τις διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν
μέχρι 31/12/2009 και μετά, συγκεκριμένα:

Νομικά Πρόσωπα της παρ.1 του άρθ.101 Νομικά Πρόσωπα της παρ.2 του άρθ.101
του Ν.2238/1994 του Ν.2238/1994
Διαχειριστικές Φορολογικός Οικονομικό Έτος Φορολογικός
Χρήσεις Συντελεστής Συντελεστής
Μέχρι 31/12/2009 25% 2009 και 2010 25%
01/01/2010- 24% 2011 24%
31/12/2010
01/01/2011- 23% 2012 23%
31/12/2011
01/01/2012- 22% 2013 22%
31/12/2012
01/01/2013- 21% 2014 21%
31/12/2013
01/01/2014 και μετά 20% 2015 και μετά 20%

Τέλος, οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 19 του Ν.3697/2008 ορίζουν την προκαταβολή φόρου εισοδήματος για τις
δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των οικονομικών ετών 2009 και μετά σε ογδόντα τοις εκατό (80%).
368

Το απόλυτο φορολογικο site για οικονομολόγους, λογιστές και όλες τις επιχειρήσεις

e-quiz αρχική σελίδα επικοινωνία τελευταία ενημέρωση: 2/2/2005 - 19:59


Εξυπηρέτηση Πελατών
e-forologia.gr

Υπολογισμός της Περαίωσης έως το 2002

Epsilon Academy
Εκπαίδευση Στελεχών Επιχειρήσεων

Θέματα / Ενημέρωση
Θέματα Φορολογίας Εισοδήματος
• Παρακράτηση φόρου εισοδήματος ημερολογιακού έτους 2005
• Οδηγίες συμπλήρωσης δηλώσεων Φορολογίας Εισοδήματος οικονομικού έτους 2005
• Δήλωση Φ.Μ.Α.Π. έτους 2004
• Ηλεκτρονική υποβολή δήλωσης Φορολογίας Εισοδήματος
• Κλίμακα υπολογισμού φόρου εισοδήματος
• Υπόχρεοι σε δήλωση φορολογίας εισοδήματος
• Προθεσμία υποβολής της δήλωσης
Θέματα Κ.Β.Σ.
• Έναρξη, επέκταση, μεταβολή, διακοπή δραστηριότητας φυσικών και νομικών προσώπων
• Όρια τήρησης Αναλυτικής Λογιστικής
• Όρια τήρησης βιβλίων αποθήκης
• Όρια τήρησης βιβλίων
• Δαπάνες που δεν συμπεριλαμβάνονται στις συγκεντρωτικές καταστάσεις (ΚΕΠΥΟ)
• Υποχρεωτική τήρηση θεωρημένου ισοζυγίου σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα
• Απαλλαγή από θεώρηση Φορολογικών στοιχείων
• Υποχρέωση χρησιμοποίησης Ειδικών Φορολογικών Μηχανισμών Σήμανσης (Ε.Α.Φ.Δ.Σ.Σ.)
Θέματα Φ.Π.Α.
• Συντελεστές Φ.Π.Α. - υπολογισμός φόρου
• Τύπος, περιεχόμενο και χρόνος υποβολής Περιοδικής Δήλωσης Φ.Π.Α.
• Τύπος, περιεχόμενο και χρόνος υποβολής Εκαθαριστικής Δήλωσης Φ.Π.Α. 2003
• Διαδικασία επιστροφής Φ.Π.Α.
• Αγαθά και υπηρεσίες με συντελεστή 8%
Εργατικά Θέματα
• Σύμβαση εργασίας Λογιστών και Βοηθών Λογιστών
• Άδεια, Επίδομα αδείας
• Δώρο Πάσχα
• Δώρο Χριστουγέννων
• Νέοι πίνακες κωδικών πακέτων κάλυψης
• Οδηγίες για την συμπλήρωση και υποβολή της Α.Π.Δ. για τις εισφορές του ΙΚΑ
• Ημερομηνίες υποβολής Α.Π.Δ. για το 2005
• Ασφαλιστικές κλάσεις και αποτίμηση παροχών σε είδος για το 2004
• Όρια ημερησίων μισθών και τεκμαρτά ημερομίσθια για το 2004
• Ανώτατα όρια υπερωριακής απασχόλησης για το Α' εξάμηνο του 2004
Έντυπα Δηλώσεων
• Εισοδήματος
o Ε1 Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος (έτος 2005)
369

o Ε1Α Απλουστευμένη Δήλωση Εισοδηματικής Κατάστασης


o Ε2 Αναλυτική κατάσταση για μισθώματα ακινήτων (έτος 2005)
o Ε3 Μηχανογραφικό δελτίο οικονομικών στοιχείων επιχειρήσεων και επιτηδευματιών (έτος 2005)
o Ε5 Δήλωση φορολογίας εισοδήματος Ε.Π.Ε., Ο.Ε., Ε.Ε., ... (έτος 2005)
o Ε9 Δήλωση Στοιχείων Ακινήτων (έτος 2005)
o Φ01.019 Δήλωση απόδοσης παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος ...
o Φ01.024 Δήλωση απόδοσης παρακρατούμενου φόρου από εισοδήματα από τόκους
o Ε286 Δήλωση απόδοσης φόρου εισοδήματος τελών χαρτοσήμου και ...
o Ε178 Δήλωση απόδοσης παρακρατούμενου φόρου στα εισοδήματα από ...
o Ε511 Προσωρινή δήλωση απόδοσης φόρου και τελών χαρτοσήμου που ...
o Δήλωση φόρου υπεραξίας
• Κ.Β.Σ.
o Β1 Σημείωμα Κ.Β.Σ.(Θεώρηση, ακύρωση, απώλεια βιβλίων ...)
o Β2 Δήλωση έναρξης - μεταβολής - παύσης λειτουργίας Φ.Τ.Μ.
• Κεφαλαίου
o Δήλωση ειδικού φόρου 3% επί των ακινήτων των εταιρειών
• Φ.Π.Α.
o Φ1 Εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α.
o Φ2 Περιοδική δήλωση Φ.Π.Α. για υποκείμενους με Β ή Γ κατηγορίας βιβλία Κ.Β.Σ.
o Φ3 Περιοδική δήλωση Φ.Π.Α. για υποκείμενους με Α κατηγορίας βιβλία Κ.Β.Σ.
o Φ4 Ανακεφαλαιωτικός πίνακας ενδοκοινοτικών παραδόσεων
o Φ5 Ανακεφαλαιωτικός πίνακας ενδοκοινοτικών αποκτήσεων
o Φ.Π.Α.018Α Αίτηση επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. με ...
• Acrobat Reader
Ισοτιμίες €
• Δελτίο Ισοτιμιών Αναφοράς της E.K.T. την 31.12.2004
• Ισοτιμίες Εξωτερικών Συναλλαγών έναντι του Ευρώ
• Ισοτιμίες Φ.Π.Α.
Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες Υπουργείου Οικονομικών
• Αναζήτηση Κ.Α.Δ.
• Εκκαθάριση δηλώσεων
• Έλεγχος Α.Φ.Μ.
• Επαλήθευση αριθμού Φ.Π.Α. (Α.Φ.Μ.) ενδοκοινοτικών συναλλαγών (VIES)
• Ηλεκτρονική διακυβέρνηση
• Υποβολή Δήλωσης Εισοδήματος, Φ.Π.Α., Φ.Μ.Υ., Συγκεντρωτικών Καταστάσεων (TaxisNet)
• Yποβολή στατιστικών δηλώσεων Intrastat
Χρήσιμοι Δεσμοί
• Ασφαλιστικά Ταμεία
o Ι.Κ.Α.
o Ο.Α.Ε.Ε.
o Ο.Γ.Α.
o ΤΑΠ ΟΤΕ
o Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων
o Ταμείο Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών
o Ταμείο Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων έργων
• Γραφείο Ενημέρωσης ανέργων και επιχειρήσεων Δήμου Θεσσαλονίκης
• Επιμελητήρια
o Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας
o Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Θεσσαλονίκης
o Γεωτεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας
o Εμπορικό και βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών
o Εμπορικό και βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης
o Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας
o Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας
• Tράπεζες
370

o Τράπεζα Ελλάδος
o Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος
o Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος
o Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος
o Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος Α.Τ.Ε.
o Alpha bank
o Γενική Τράπεζα
o Εγνατία Τράπεζα
o Λαική Tράπεζα
o Τράπεζα Αττικής
o Τράπεζα Πειραιώς
o WINbank
o Τράπεζα Κύπρου
o Aspis bank
o Eurobank EFG Ergasias
o NovaBank
o Citibank International plc
o Ελληνική Τράπεζα
o Τράπεζα Probank A.E.
o Omega bank
o Εμπορική Τράπεζα Επενδύσεων Α.Ε.
o Πανελλήνια Τράπεζα
o HSBC BANK PLC
o Bayerische Hypo und Vereinsbank A.G.
o FBB First Business Bank S.A.
• Υπουργεία
o Yπουργείο Εθνικής Οικονομίας
o Yπουργείο Ανάπτυξης - Γενική Γραμματεία Καταναλωτή
o Yπουργείο Ανάπτυξης - Γενική Γραμματεία Εμπορίου
o Yπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
o Yπουργείο Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης
Ενημέρωση από τον οικονομικό τύπο
• Ημερησία
• Κέρδος
• Ναυτεμπορική
• ΧΡΗΜΑ Guarantee
• ΧΡΗΜΑ Week
• Express
Κόμβος υποβολής Φορολογικών Ερωτημάτων και Διαλόγου
• Προφιλ
• Θέματα Αναπτυξιακών νόμων
o Ενισχυόμενες δαπάνες άρθρου 3 του Ν. 2601/1998
• Θέματα Α.Ε.
o Σύγκριση χρονομίσθωσης με και χωρίς εξαγορά
o Χρονομίσθωση επιβατικών αυτοκινήτων
o Αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με εισφορά ακινήτου
• Θέματα Ε.Γ.Λ.Σ.
o Τρόπος τήρησης λογαριασμών υποκαταστήματος
o Αντιμετώπιση ενοικίασης επενδεδυμένου ακινήτου
o Λογιστικός χειρισμός για ιδιοπαραγώμενες Α΄ ύλες
o Συμμετοχή Α.Ε. σε αλλοδαπή εταιρία
o Λογιστικός χειρισμός εσόδων από συμβάσεις που αφορούν παραπάνω από μία χρήση
• Θέματα Ελέγχου
o Εξαίρεση από τις διατάξεις του Ν. 3259/2004
• Θέματα Κ.Β.Σ.
371

o Παραστατικά πώλησης και τοποθέτησης οικοδομικών υλικών σε ιδιώτη


o Τρόπος τιμολόγησης δωρεάν παρεχόμενων εμπορευμάτων
o Υποχρέωση παραλήπτη μη θεωρημένου (εκ παραδρομής) τιμολογίου
o Χαρτόσημο μισθωμάτων
o Αντιμετώπιση έκδοσης Α.Π.Υ. εκ παραδρομής
o Έκδοση παραστατικού σε περίπτωση πώλησης για λογαριασμό άλλης ομοειδούς Α.Ε.
o Καταχώρηση στο βιβλίο εσόδων - εξόδων τιμολογίων που εκδίδονται για λογαριασμό τρίτων
o Tρόπος τήρησης βιβλίου αποθήκης από τεχνική εταιρία για το 2004 όσον αφορά τα έργα σε εξέλιξη
• Θέματα Φορολογίας Εισοδήματος
o Δαπάνη αγοράς αεροπορικού εισιτηρίου
o Φόρος υπεραξίας σε μεταβίβαση Ι.Χ.
o Αμοιβή Εταίρου-Διαχειριστή ΕΠΕ που παρέχει και υπηρεσίες συμβούλου
o Τρόπος καταχώρησης αγοράς πρώτης κατοικίας
o Πως φορολογούνται τα πρατήρια υγρών καυσίμων (βενζίνη - πετρέλαιο) με εμπορία λιπαντικών & εκμετάλλευση
πλυντηρίου
o Ανέγερση κτιρίου με μίσθωση 30 ετών
o Καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές Προέδρου/Δ. Συμβούλου Α.Ε.
o Τρόπος μεταβίβασης μεριδίου αποχωρούντος εταίρου από Ο.Ε.
o Τρόπος υπολογισμού ιδιόχρησης επαγγελματικού χώρου
• Θέματα Φ.Π.Α.
o Επιστροφή Φ.Π.Α. σε ενδοκοινοτική απόκτηση
o Αντιμετώπιση εισαγωγής αγαθών από το Ισραήλ
o Απαλλαγή λογοθεραπευτή από το Φ.Π.Α. βάση του άρθρου 22 του Ν.2859/2000
o Εμπορία μεταχειρισμένων αυτοκινήτων
o Υπολογισμός Φ.Π.Α. στα πρατήρια υγρών καυσίμων
o Επιστροφή Φ.Π.Α. από αγορά επενδυτικών αγαθών
o Δραστηριότητες απαλλασόμενες από Φ.Π.Α.(ασφαλιστική αποζημίωση/Ο.Α.Ε.Δ.)
Φορολογικό Ημερολόγιο
Επενδυτικά και Αναπτυξιακά προγράμματα
Προϊόντα / Υπηρεσίες
Extra - Business Software
• Μισθοδοσία
o Standard Edition
o Advanced Edition
o Premium Edition
o Extra Modules
 Oικοδομικές και τεχνικές επιχειρήσεις
 Oικοδομικές και τεχνικές επιχειρήσεις και διαχείριση ελάχιστων ημερομισθίων των έργων
και φάσεων ανά εταιρία
o Ηλεκτρονική Παρουσίαση Εφαρμογής με ήχο και εικόνα
• Λογιστική Διαχείριση
• Γενική Λογιστική
• Έσοδα - Έξοδα
• Tax System
• Πίνακες Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας
• Praxis
• Περαίωση έως 2002
e-Εργαλεία Ηλεκτρονικής Εκμάθησης
• Ε.Γ.Λ.Σ.
Επιστημονική Ενημέρωση
• ΕΨΙΛΟΝ 7
o Ταυτότητα ΕΨΙΛΟΝ 7
o Τρέχον τεύχος
o Ηλεκτρονικό αρχείο
o Εκδήλωση ενδιαφέροντος
372

• On Line Τράπεζα
• Epsilon Network
Ηλεκτρονικές παρουσιάσεις με ήχο και εικόνα
• Extra Μισθοδοσία
• Κόμβος υποβολής Φορολογικών Ερωτημάτων και Διαλόγου
• Epsilon Network
• Ολοκληρωμένη Τράπεζα Φορολογικής και Εργατικής Ενημέρωσης
• Φορολογικό Ημερολόγιο
Epsilon Academy - εκπαίδευση
• Φιλοσοφία εκπαίδευσης
• Ανοιχτά Σεμινάρια
• Μακροχρόνια Προγράμματα
• Πληροφορική/ECDL
• Ενδοεπιχειρησιακή Εκπαίδευση
• Επίκαιρες Ημερίδες
Evresis
Online Βιβλιοπωλείο
Εκκαθάριση Φόρου

Εισαγωγή Α.Φ.Μ. :
Εκκαθάριση

επικοινωνία

epsilon daily news


ΠΟΛ. 1005/2005

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 14 Ιανουαρίου 2005


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. Πρωτ.:1003821/10037/Β0012
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦOPOΛOΓΙAΣ ΠΟΛ .: 1005
Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ (Δ12)
ΤΜΗΜΑΤΑ Β΄ - Α΄

ΘΕΜΑ:Εκπιπτόμενες δαπάνες από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων με βάση διοικητικές λύσεις και τη δικαστηριακή
νομολογία.

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

α) Τις διατάξεις του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος Σημ. Ε.Ο. Ε7 : Βλ. Κωδ. Ν. 2238/1994 άρθρο 31 .

β) Τις διατάξεις της παραγράφου 15 του άρθρου 9 του N. 3296/2004 (ΦΕΚ 253Α΄/14.12.2004).

γ) Ότι με την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ

1. Οι δαπάνες για τις οποίες έχει γίνει δεκτό με διοικητικές λύσεις και με τη δικαστηριακή νομολογία ότι εκπίπτουν από τα
ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών, έχουν, κατά κατηγορία δαπάνης, ως το συνημμένο
373

παράρτημα.

2. Κατά τους διενεργούμενους φορολογικούς ελέγχους η αναγνώριση της έκπτωσης των δαπανών που περιλαμβάνονται στο
παράρτημα αυτό από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών είναι δεσμευτική για τις
ελεγκτικές υπηρεσίες.

3. Η απόφαση αυτή, μαζί με το παράρτημά της, να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΚΠΙΠΤΟΜΕΝΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΑ ΕΣΟΔΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΓΕΝΙΚΑ ΕΞΟΔΑ

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΚΛΠ. ΑΜΟΙΒΕΣ ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ

ΑΞΙΑ Α΄ ΥΛΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΣΙΜΩΝ ΑΓΑΘΩΝ

ΑΠΟΣΒΕΣΕΙΣ ΠΑΓΙΩΝ

ΑΠΟΣΒΕΣΗ ΕΠΙΣΦΑΛΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΑ

ΔΑΠΑΝΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ

ΔΑΠΑΝΕΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΕΥΗΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ, ΚΛΠ.

ΔΑΠΑΝΕΣ ΠΡΟΣΘΗΚΩΝ-ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΝ – ΕΠΙΣΚΕΥΩΝ - ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ

ΔΑΠΑΝΕΣ ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ

ΠΟΣΟΣΤΑ ΕΚΠΤΩΣΗΣ ΔΑΠΑΝΩΝ ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ

ΔΑΠΑΝΕΣ ΑΓΟΡΑΣ ΑΓΑΘΩΝ, ΛΗΨΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ, ΚΛΠ. ΑΠΟ ΕΞΩΧΩΡΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΔΑΠΑΝΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΕΣΟΔΑ ΚΛΠ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

ΔΩΡΕΕΣ

ΕΞΟΔΑ Α΄ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ

ΜΙΣΘΟΙ (γενικά)

ΜΙΣΘΟΙ

ΜΙΣΘΟΙ, ΑΠΟΛΑΒΕΣ ΜΕΛΩΝ Δ.Σ. ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΩΝ Ε.Π.Ε.


374

ΜΙΣΘΩΜΑΤΑ ΣΕ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ LEASING

ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

ΤΟΚΟΙ

ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

ΦΟΡΟΙ – ΤΕΛΗ – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Επιστροφή
375

Εύρεση στην σελίδα

Προβολές κειμένου [12772]


Συναφείς διατάξεις με το ίδιο θέμα (Δεν υπάρχουν)

NOMOΣ 3522/2006 Μεταβολές στη φορολογία εισοδήματος, απλουστεύσεις στον Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων και άλλες διατάξεις.

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 276 22 Δεκεμβρίου 2006

NOMOΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 3522

Μεταβολές στη φορολογία εισοδήματος, απλουστεύσεις στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και άλλες
διατάξεις.
376

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ


ΕΣΟΔΩΝ ΚΑΙ Φ.Π.Α.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Αρθρο 1 Φορολογική κλίμακα - Μειώσεις φόρου

1. Η κλίμακα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του Αρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος,
όπως αυτός κυρώθηκε με το Ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:

Κλίμακα φορολογίας Εισοδήματος 2009

(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ


Φόρος
Κλιμάκιο Εισοδήματος Φορολ. Σύνολο
κλιμακίου
συντελεστής
% Εισοδήματος Φόρου
(ευρώ) (ευρώ)
(ευρώ) (ευρώ)
12.000 0 0 12.000 0
18.000 25 4.500 30.000 4.500
45.000 35 15.750 75.000 20.250
Ανω των 75.000 40

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ


377

Φορολ.
Φόρος
Κλιμάκιο Εισοδήματος συντελεστής Σύνολο
κλιμακίου
%
Εισοδήματος Φόρου
(ευρώ) (ευρώ)
(ευρώ) (ευρώ)
10.500 0 0 10.500 0
1.500 15 225 12.000 225
18.000 25 4.500 30.000 4.725
45.000 35 15.750 75.000 20.475
Ανω των 75.000 40

2. Η κλίμακα της παραγράφου 1 ισχύει από 1.1.2009 για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την
ημερομηνία αυτή και μετά.

3. Ειδικά, για τα εισοδήματα που αποκτώνται τα έτη 2007 και 2008 ισχύουν οι ακόλουθες κλίμακες:

Κλίμακα φορολογίας Εισοδήματος 2007


(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ
Φορολ.
Φόρος
Κλιμάκιο Εισοδήματος συντελεστής Σύνολο
κλιμακίου
%
Εισοδήματος Φόρου
(ευρώ) (ευρώ)
(ευρώ) (ευρώ)
12.000 0 0 12.000 0
18.000 29 5.220 30.000 5.220
45.000 39 17.550 75.000 22.770
Ανω των 75.000 40

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ


Φορολ.
Φόρος
Κλιμάκιο Εισοδήματος συντελεστής Σύνολο
κλιμακίου
%
Εισοδήματος Φόρου
(ευρώ) (ευρώ)
(ευρώ) (ευρώ)
10.500 0 0 10.500 0
378

1.500 15 225 12.000 225


18.000 29 5.220 30.000 5.445
45.000 39 17.550 75.000 22.995
Ανω των 75.000 40

----------------------------------------------------------------------------------------

Κλίμακα φορολογίας Εισοδήματος 2008


(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ
Φορολ.
Φόρος
Κλιμάκιο Εισοδήματος συντελεστής Σύνολο
κλιμακίου
%

Εισοδήματος Φόρου
(ευρώ) (ευρώ)
(ευρώ) (ευρώ)
12.000 0 0 12.000 0
18.000 27 4.860 30.000 4.860
45.000 37 16.650 75.000 21.510
Ανω των 75.000 40

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ


Φορολ.
Φόρος
Κλιμάκιο Εισοδήματος συντελεστής Σύνολο
κλιμακίου
%
Εισοδήματος Φόρου
(ευρώ) (ευρώ)
(ευρώ) (ευρώ)
10.500 0 0 10.500 0
1.500 15 225 12.000 225
18.000 27 4.860 30.000 5.085
45.000 37 16.650 75.000 21.735
Ανω των 75.000 40

4. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται και προστίθενται νέα
τρίτο και τέταρτο εδάφια, ως εξής:
379

"Η κλίμακα (α) εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες υπερβαίνει το
ποσοστό του πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού δηλούμενου εισοδήματος που φορολογείται με τις
γενικές διατάξεις. Κατ΄ εξαίρεση για τους συνταξιούχους που, εκτός από τη σύνταξή τους, δηλώνουν
εισόδημα και από ακίνητα και από γεωργικές επιχειρήσεις, δεν έχει εφαρμογή η προϋπόθεση του
προηγούμενου εδαφίου. Όταν ο συνταξιούχος δηλώνει εισόδημα και από άλλες πηγές, έχει εφαρμογή η
προϋπόθεση του δευτέρου εδαφίου."

5. Στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής:

"Στην περίπτωση συζύγων αρκεί ο ένας από αυτούς να έχει τις ανωτέρω προϋποθέσεις."

6. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως
εξής:

"Το ποσό της κάθε δαπάνης της περίπτωσης αυτής επί της οποίας υπολογίζεται η μείωση, δεν μπορεί να
υπερβεί ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του αφορολόγητου ποσού του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας (α)
που ισχύει για μισθωτό χωρίς τέκνα."

7. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

"Ο φόρος στις αμοιβές που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού από
την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία, υπολογίζεται με αναλογικό συντελεστή τρία τοις εκατό (3%) για
τους αξιωματικούς και ένα τοις εκατό (1%) για το κατώτερο πλήρωμα στις αμοιβές που αποκτώνται από το
ημερολογιακό έτος 2007 και επόμενα."

8. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 9 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
"Αν το συνολικό ποσό της οφειλής, η οποία προκύπτει με βάση την αρχική δήλωση του υπόχρεου, είναι
μέχρι το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για τον ίδιο και για τη σύζυγό του αθροιστικά
λαμβανόμενο, τούτο θα καταβληθεί μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του
μεθεπόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου."

9. Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 9 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται και στο τέλος της
παραγράφου αυτής προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
380

"Όταν η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, παρέχεται έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%)
στο συνολικό ποσό της οφειλής και μέχρι του ποσού των εκατόν δεκαοκτώ (118) ευρώ, ανεξάρτητα από
τον αριθμό των δόσεων."

Αρθρο 2

Εκπτώσεις δαπανών από το εισόδημα

1. Το ποσό των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2
του Αρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. αυξάνεται σε δύο χιλιάδες τετρακόσια (2.400) ευρώ.

2. Η περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

"ζ. Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της δαπάνης για:

αα) Την αλλαγή εγκατάστασης κεντρικού κλιματισμού χρήσης καυσίμου από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο ή
για νέα εγκατάσταση φυσικού αερίου.

ββ) Την αντικατάσταση του λέβητα πετρελαίου για την εγκατάσταση τηλεθέρμανσης ή για νέα εγκατάσταση
τηλεθέρμανσης.

γγ) Την αγορά ηλιακών συλλεκτών και για την εγκατάσταση κεντρικού κλιματισμού με χρήση ηλιακής
ενέργειας.

δδ) Την αγορά αποκεντρωμένων συστημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που βασίζονται σε
Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (φωτοβολταϊκά, μικρές ανεμογεννήτριες) και συμπαραγωγής ηλεκτρισμού
και ψύξης -θέρμανσης με χρήση φυσικού αερίου ή ανανεώσιμων πηγών.

εε) Τη θερμομόνωση σε υφιστάμενα κτίρια.

Το ποσό της δαπάνης της περίπτωσης αυτής που αφαιρείται δεν μπορεί να υπερβεί τα επτακόσια (700)
ευρώ."
381

3. Το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως
εξής:

"Με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις η έκπτωση αυτή παρέχεται και επί αγοράς μεριδίων μετοχικών και
μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού που είναι συνδεδεμένα με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής, καθώς
και αυτά που είναι συνδεδεμένα με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής μέσω εσωτερικού μεταβλητού
κεφαλαίου."

Αρθρο 3

Φορολογία ακινήτων

1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 21 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

"α) Από βιομηχανοστάσια που ιδιοχρησιμοποιούνται, μαζί με τα παραρτήματά τους και τα εξαρτήματα,
καθώς και με τις αποθήκες και τα οικόπεδα που είναι συνεχόμενα με αυτά και χρησιμοποιούνται για την
αποθήκευση πρώτων υλών και για την πρώτη εναπόθεση των βιοτεχνικών και βιομηχανικών προϊόντων.

Ως βιομηχανοστάσια θεωρούνται τα οικοδομήματα που έχουν ειδικά ανεγερθεί για τη λειτουργία βιοτεχνίας
και βιομηχανίας, στα οποία έχουν μόνιμα προσαρμοστεί μηχανικές εγκαταστάσεις, καθώς και τα
οικοδομήματα επεξεργασίας και συντήρησης καπνών σε φύλλα ή άλλων εξαγώγιμων γεωργικών
προϊόντων."

2. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 23 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

"α) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για αποσβέσεις σε οικοδομές οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κατοικίες,
οικοτροφεία, σχολεία, φροντιστήρια, αίθουσες κινηματογράφων ή θεάτρων, ξενοδοχεία, νοσοκομεία ή
κλινικές και ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) για οικοδομές οι οποίες χρησιμοποιούνται για άλλες χρήσεις.

Επίσης, εκπίπτει ποσοστό μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) για ασφάλιστρα κατά του κινδύνου πυρκαγιάς ή
άλλων κινδύνων, για έξοδα επισκευής και συντήρησης, για δικαστικές δαπάνες, καθώς και για αμοιβή
δικηγόρου για δίκες σε διαφορές απόδοσης μισθίου ή καθορισμού μισθώματος για όλες γενικά τις
οικοδομές.
382

Όταν πρόκειται για εισόδημα που προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου
1 του Αρθρου 21, όλα τα παραπάνω ποσοστά περιορίζονται σε τρία τοις εκατό (3%) συνολικώς.

Αν οι δαπάνες που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια αφορούν κοινόχρηστους χώρους του ακινήτου,
επιμερίζονται αναλόγως στους συνιδιοκτήτες του.

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την αναγνώριση του δικαιώματος
διενέργειας των εκπτώσεων, των δαπανών που ορίζονται στην περίπτωση αυτή, καθώς και κάθε άλλη
λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή αυτού του Αρθρου."

3. Η παράγραφος 21 του Αρθρου 5 του Ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α΄) καταργείται.

4. Το τέλος χαρτοσήμου, που επιβάλλεται στα μισθώματα από εκμίσθωση κατοικιών γενικά που αποκτώνται
από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007 περιορίζεται στο ενάμισι τοις εκατό (1,50%) και από 1ης Ιανουαρίου 2008
και μετά καταργείται.

Αρθρο 4

Φορολογία επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών

1. Τα ποσά του φόρου που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του Αρθρου 10 του Ν. 2579/1998
(ΦΕΚ 31 Α΄) επιβάλλονται για μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2008.

2. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως
εξής:

"Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται για τις χρήσεις 2005, 2006, 2007 και 2008 και ισχύουν
ανάλογα και για τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης επιβατικών λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ.."

3. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο ως
εξής:

"Τα ποσά καθαρού εισοδήματος της περίπτωσης αυτής μειώνονται για τις χρήσεις 2007 και 2008 κατά ποσό
383

χιλίων (1.000) ευρώ προκειμένου για μη εργαζόμενους συνταξιούχους ιδιοκτήτες επιβατικών αυτοκινήτων
δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) και επιβατικών λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ.."

4. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του Αρθρου 31 του Ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α΄) εξακολουθούν να
ισχύουν και για τις χρήσεις 2007 και 2008.

5. Τα ποσά φόρου του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 33 του Ν.
2238/1994, όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 8 του Αρθρου 3 του Ν. 3296/2004, εφαρμόζονται
και για τις διαχειριστικές χρήσεις 2007 και 2008.

6. Η παράγραφος 10 του Αρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

"10. Οι διατάξεις αυτού του Αρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και για τους υπόχρεους που αναφέρονται στην
παράγραφο 4 του Αρθρου 2 αυτού του νόμου, οι οποίοι δεν τηρούν βιβλία ή τηρούν βιβλία δεύτερης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων."

7. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής:

"Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για τα ποσά των επιχορηγήσεων που καταβάλλονται
στους νέους ελεύθερους επαγγελματίες."

8. Η πρώτη περίοδος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του Αρθρου 64 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως
εξής:

"Οι υπόχρεοι της παραγράφου 4 του Αρθρου 2 υποβάλλουν δήλωση φόρου εισοδήματος στον Προϊστάμενο
της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ως εξής:".

9. Στην περίπτωση β΄ του Αρθρου 12 του Π.Δ. 299/2003 (ΦΕΚ 255 Α΄) προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

"Η απόσβεση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του λογισμικού (SOFTWARE) μπορεί να γίνεται και
εφάπαξ κατά τη χρήση εντός της οποίας τίθενται σε λειτουργία."

10. Για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών των επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από την κατηγορία
βιβλίων του Κ.Β.Σ. που τηρούν, αφαιρείται από τα καθαρά κέρδη τους, τα οποία προσδιορίζονται σύμφωνα
384

με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ποσό χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, για κάθε
άτομο που απασχολούν με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω.

11. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του Αρθρου 64 του Κ.Φ.Ε. καταργείται.

12. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 110 του Κ.Φ.Ε. καταργείται.

Αρθρο 5

Απαλλαγές και αυτοτελής φορολογία ορισμένων εισοδημάτων

1. Η οριζόμενη από την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. επιφάνεια εκατό (100)
τετραγωνικών μέτρων αυξάνεται σε διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα.

2. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τόκους
που προκύπτουν από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

3. Στην παράγραφο 5 του Αρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέα περίπτωση ιβ΄ ως εξής:

"ιβ) Τα επιδόματα που καταβάλλονται στους δικαιούχους σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 6 του
Αρθρου 63 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄)."

4. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 7 του Κ.Φ.Ε. και πριν από την περίπτωση γ΄,
διαγράφεται η λέξη "και" και προστίθεται περίπτωση δ΄ ως εξής:

"και δ) το εξωιδρυματικό επίδομα της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. και τα
προνοϊακά επιδόματα που χορηγούνται σε άτομα με διάφορες αναπηρίες."

5. Στην παράγραφο 4 του Αρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση ζ΄ ως εξής:

"ζ) Το ποσό του ειδικού επιδόματος μουσικού οργάνου που χορηγείται στους μουσικούς της Κρατικής
Ορχήστρας Αθηνών, Θεσσαλονίκης και της Ορχήστρας Λυρικής Σκηνής για την κάλυψη της δαπάνης
αγοράς, συντήρησης και επισκευής του μουσικού οργάνου ιδιοκτησίας τους για την εκτέλεση μουσικών
έργων."
385

6. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 13 του Αρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

"Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται σε αθλητές εθνικών ομάδων, ως επιβράβευση αυτών από το
Δημόσιο, λόγω επίτευξης διεθνών στόχων ατομικώς ή ομαδικώς, καθώς και τα χρηματικά ποσά των πάσης
φύσεως χορηγιών που καταβάλλονται στους ανωτέρω αθλητές, φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή
φόρου είκοσι τοις εκατό (20%)."

Η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής ορίζεται από 1.1.2006, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την
ημερομηνία αυτή και μετά, καθώς και για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών.

7. Στην παράγραφο 1 του Αρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται τελευταίο εδάφιο, ως εξής:

"Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται στα φυσικά πρόσωπα και στους υπόχρεους της
παραγράφου 4 του Αρθρου 2 του Κ.Φ.Ε. για τα ποσά του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ της
παραγράφου αυτής."

8. Η παράγραφος 4 του Αρθρου 57 του Κ.Φ.Ε. καταργείται.

9. Ο συντελεστής του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 7 του Αρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. και για τα επιδόματα
του εδαφίου αυτού μειώνεται από δεκαπέντε τοις εκατό (15%) σε πέντε τοις εκατό (5%) και μετά τη λέξη
"φορολόγηση" του τελευταίου εδαφίου της ίδιας παραγράφου προστίθενται οι λέξεις "με συντελεστή
δεκαπέντε τοις εκατό (15%)".

10. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

"α) Σε περιπτώσεις πτώχευσης ή σχολάζουσας κληρονομίας ή επιδικίας ή μεσεγγύησης, κατά περίπτωση, ο


σύνδικος πτώχευσης ή ο κηδεμόνας ή ο προσωρινός διαχειριστής ή ο μεσεγγυούχος."

11. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 3 του Αρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

Αρθρο 6
386

Αυτοτελής φορολογία τόκων καταθέσεων και ομολόγων

1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του Αρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής:

"Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και στους τόκους από καταθέσεις στην αλλοδαπή ή από
ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται σε αυτή, καθώς και στα εισοδήματα από κάθε μορφής τίτλους που
εκδίδονται από θυγατρικές εταιρίες ημεδαπών τραπεζικών ιδρυμάτων στο εξωτερικό και δύνανται να
συμπεριληφθούν στην κατηγορία των εποπτικών κεφαλαίων για την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους
επάρκειας, σύμφωνα με τις εκάστοτε πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, όταν όλα τα πιο πάνω
εισοδήματα αποκτώνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, κατοίκους Ελλάδος."

2. Στο τέλος της παραγράφου 3 του Αρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση γ΄ ως εξής:

" γ) τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν ή είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα και έχουν καταστεί "φορείς
πληρωμής" με βάση την περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 4 του Ν. 3312/2005 (ΦΕΚ 35 Α΄)
υποχρεούνται για τα εισοδήματα που αναφέρονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 και
εισπράττονται από αυτά για λογαριασμό κατοίκων Ελλάδος σε παρακράτηση του φόρου κατά την καταβολή
των τόκων ή στην πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου. Ο φόρος υπολογίζεται επί του συνόλου των
τόκων που εισπράττουν τα πιστωτικά ιδρύματα για λογαριασμό κατοίκων Ελλάδας είτε το προϊόν της
είσπραξης εισάγεται στην Ελλάδα είτε επανεπενδύεται ή παραμένει στο εξωτερικό.

Για την απόδοση του παρακρατούμενου φόρου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2 του Αρθρου
60."

3. Στο τέλος της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 8 του Αρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής:

"Δεν εκπίπτεται ο φόρος που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή, εφόσον ο δικαιούχος του εισοδήματος έχει
φορολογηθεί σύμφωνα με το Αρθρο 12 με εξάντληση της φορολογικής του υποχρέωσης."

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1,2 και 3 του Αρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για εισοδήματα που
αποκτώνται από 1ης Ιανουαρίου 2007. Ειδικά για τα ως άνω εισοδήματα, ως προς τα οποία εκκρεμούν
υποθέσεις ενώπιον των φορολογικών αρχών κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος στην εφημερίδα της
Κυβερνήσεως εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων με την προβλεπόμενη από την
παράγραφο 4 του Αρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. παρακράτηση φόρου εισοδήματος είκοσι τοις εκατό (20%).
387

5. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του Αρθρου 26 του Ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄) προστίθεται
δεύτερο εδάφιο που έχει ως εξής:

"Για τους τόκους που προκύπτουν από τις ομολογίες αυτές δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων
11 και 12 του Αρθρου 12 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος."

6. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για τόκους που προκύπτουν από
ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά.

7. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 8 του Αρθρου 26 του Ν. 2789/2000 καταργούνται.

Η κατάργηση αυτή ισχύει και για τα ομολογιακά δάνεια που εκδόθηκαν πριν τη δημοσίευση του παρόντος
για τους τόκους των ομολογιών αυτών που αποκτώνται από τους δικαιούχους από 1.1.2007 και μετά.

Αρθρο 7

Φορολογία εσόδων από συναλλαγές επί παραγώγων Χρηματιστηρίου

1. Ο τίτλος του Αρθρου 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

"Αρθρο 38 Εισόδημα από διάθεση και αποτίμηση χρεογράφων και παραγώγων χρηματοοικονομικών
προϊόντων".

2. Στο Αρθρο 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθενται παράγραφοι 5 και 6, που έχουν ως
εξής:

"5. Τα κεφαλαιακά κέρδη που αποκτούν ατομικές επιχειρήσεις και υπόχρεοι που αναφέρονται στην
παράγραφο 4 του Αρθρου 2 και οι οποίοι τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων από συναλλαγές σε παράγωγα προϊόντα των υποπεριπτώσεων γγ΄ έως ζζ΄ της περίπτωσης α΄
της παραγράφου 1 του Αρθρου 2 του Ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄) και της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1
του Αρθρου 54 του Ν. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α΄) που διαπραγματεύονται στην αγορά παραγώγων του
Χρηματιστηρίου Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο παραγώγων ή σε άλλη οργανωμένη αγορά,
απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος. Η απαλλαγή παρέχεται με την προϋπόθεση ότι τα κέρδη
388

εμφανίζονται σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού με προορισμό το συμψηφισμό ζημιών που τυχόν θα


προκύψουν στο μέλλον από την ίδια αιτία. Σε περίπτωση διανομής ή διάλυσης της επιχείρησης, τα κέρδη
αυτά φορολογούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

6. Τα κεφαλαιακά κέρδη που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και τα οποία αποκτώνται από
φυσικά πρόσωπα ή ατομικές επιχειρήσεις και υπόχρεους της παραγράφου 4 του Αρθρου 2, εκτός της
περίπτωσης που προβλέπεται στην ίδια παράγραφο, απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος."

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 έχουν εφαρμογή για κέρδη που προκύπτουν από τις διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

4. Οι διατάξεις του Αρθρου 32 του Ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α΄) καταργούνται ως προς τη φορολογία
εισοδήματος.

Αρθρο 8

Δαπάνες επιχειρήσεων

1. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης μ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.
αντικαθίστανται ως εξής:

"Τα ανωτέρω ισχύουν με την προϋπόθεση ότι το ξενοδοχείο ευρίσκεται εντός του νομού, στη χωρική
αρμοδιότητα του οποίου είναι εγκατεστημένη η έδρα ή υποκατάστημα της επιχείρησης που επιβαρύνεται με
τα πιο πάνω έξοδα."

2. Στην περίπτωση θ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., μετά το δεύτερο εδάφιο προστίθεται
νέο εδάφιο, που έχει ως εξής:

"Οι ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών υπολογίζουν την πρόβλεψη επί
της αξίας της προμήθειας που αναγράφεται στα πινακίδια, τα οποία εκδίδουν προς επιτηδευματίες ή ιδιώτες,
και με την προϋπόθεση ότι σε αυτά αναγράφονται τα στοιχεία, που ορίζονται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ.."

3. Οι παράγραφοι 17,18 και 19 του Αρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αναριθμούνται σε 19, 20, 21 αντίστοιχα και
προστίθενται νέες παράγραφοι 17 και 18, οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
389

"17. Αμοιβές σε χρήμα ή σε είδος δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, όταν η
παροχή ή η λήψη αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα ακόμα και αν η καταβολή αυτών πραγματοποιείται στο
εξωτερικό.

18. Οι ποινικές ρήτρες, τα πρόστιμα και οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται για οποιονδήποτε λόγο σε
βάρος επιχείρησης δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά της."

4. Για την έκπτωση των δαπανών των περιπτώσεων ι΄ και ιη΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 31 του
Κ.Φ.Ε. που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2005 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2008, δεν
απαιτείται προέγκριση από την επιτροπή η οποία προβλέπεται από την περίπτωση ι΄. Ο έλεγχος των
δαπανών αυτών, χωρίς προηγούμενη προέγκριση, ανήκει στην αρμοδιότητα των ειδικών επιτροπών, που
συστάθηκαν στα Διαπεριφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Δ.Ε.Κ.) και στα Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα
(Π.Ε.Κ.) με την υπ΄ αριθμ. 1028199/10456/Β0012/ΠΟΛ.1051/21.3.2005 (ΦΕΚ 392 Β΄) απόφαση του
Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, κατ΄ εξουσιοδότηση των διατάξεων της περίπτωσης γ΄ της
παραγράφου 4 του Αρθρου 66 του Ν. 2238/1994.

5. Προσφυγές οι οποίες έχουν ασκηθεί μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος, σχετικά με την
εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων ι΄ και ιη΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 31 του Ν.
2238/1994, θεωρούνται ως μη ασκηθείσες και δεν εξετάζονται.

Αρθρο 9

Λοιπές διατάξεις

1. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως ακολούθως:

"Παράλειψη του υπόχρεου να επιδώσει μέχρι το τέλος του οικείου οικονομικού έτους δήλωση, στην οποία
αναγράφεται η ζημία που προέκυψε στο ίδιο οικονομικό έτος, του στερεί το δικαίωμα συμψηφισμού, που
ορίζεται από την παράγραφο 3 του Αρθρου 4."

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον
των φορολογικών αρχών και των διοικητικών δικαστηρίων.
390

3. Στην παράγραφο 11 του Αρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

"Ειδικά για το ποσό της ζημίας νομικού προσώπου της παραγράφου 1 του Αρθρου 101, που αποσβέσθηκε
με ειδική προς τούτο μείωση του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου αυτού, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις
της παραγράφου 3 του Αρθρου 4."

4. Στην παράγραφο 3 του Αρθρου 28 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση ι΄, που έχει ως εξής:

"ι) η ωφέλεια επιχείρησης, που προκύπτει από την παραίτηση πιστώτριας επιχείρησης από την είσπραξη
χρέους, η οποία λαμβάνει χώρα μέσα στα πλαίσια της επαγγελματικής τους συνεργασίας. Στην περίπτωση
αυτή δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί φορολογίας δωρεών."

5. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του Αρθρου 9 του Ν. 2992/2002 (ΦΕΚ 54 Α΄) καταργούνται για
μετασχηματισμούς επιχειρήσεων, που πραγματοποιούνται από τη δημοσίευση του παρόντος στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και για τους μετασχηματισμούς των οποίων έχει ήδη αρχίσει η
διαδικασία πραγματοποίησής τους και θα ολοκληρωθεί μετά τον ως άνω χρόνο δημοσίευσης του παρόντος.

Η διάταξη της παραγράφου 5 του Aρθρου 9 του ν.3522/2006 (ΦΕΚ 276 Α΄) δεν ισχύει για
μετασχηματισμούς που πραγματοποιήθηκαν με βάση ισολογισμό μετασχηματισμού προηγούμενο
της ημερομηνίας δημοσίευσης του ως άνω νόμου.[νόμος 3634/2008 άρθρο 34 παρ. 4]

6. Για σκοπούς εφαρμογής της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 1 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ
137 Α΄), ως κλάδος ή τμήμα επιχείρησης λογίζεται και το σύνολο ή τμήμα του λογαριασμού συμμετοχών
εισφέρουσας επιχείρησης, ο οποίος εξ ολοκλήρου απαρτίζεται από συμμετοχές σε επιχειρήσεις που είτε
διενεργούν αυτοχρηματοδοτούμενα ή συγχρηματοδοτούμενα δημόσια έργα της παραγράφου 4 του Αρθρου
9 του Ν. 2052/1992 (ΦΕΚ 94 Α΄), της περίπτωσης δ΄ του Αρθρου 3 του Π.Δ. 334/2000 (ΦΕΚ 279 Α΄) και
της παραγράφου 1 του Αρθρου 2 του Π.Δ. 166/1996 (ΦΕΚ 125 Α΄), είτε ως αντικείμενο έχουν τις
συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα του Αρθρου 2 Ν. 3389/2005 (ΦΕΚ 232 Α΄).

7. Οι περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 25 του Αρθρου 59 του Ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄)
αντικαθίστανται ως ακολούθως:

"β) Στα εισοδήματα από τόκους ή μερίσματα που αποκτούν δικαιούχοι ελληνικών πιστοποιητικών, κάτοικοι
Ελλάδος, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 29% από 1.1.2006 και με 25% από 1.1.2007 και
391

μετά. Η παρακράτηση ενεργείται από τον εκδότη στο ποσό των μερισμάτων ή τόκων που διανέμει η
αλλοδαπή εταιρεία μετά την αναγωγή του σε μικτό ποσό με την προσθήκη του φόρου που παρακρατήθηκε
στην αλλοδαπή. Από τον αναλογούντα φόρο εκπίπτει ο πιο πάνω φόρος που παρακρατήθηκε στην
αλλοδαπή.

γ) Ο εκδότης των ελληνικών πιστοποιητικών αποδίδει τον οφειλόμενο σύμφωνα με τα πιο πάνω φόρο στην
αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ. εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του επόμενου από την είσπραξη
μήνα των μερισμάτων ή τόκων από την αλλοδαπή. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η
φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα πιο πάνω εισοδήματα."

8. Οι διατάξεις του Αρθρου 15 του Ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α΄) καταργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2006
και μετά.

9. Στο τέλος της παραγράφου 2 του Αρθρου 27 του Ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α΄) προστίθεται εδάφιο, που
έχει ως εξής:

"Ο φόρος της παρούσας παραγράφου δεν επιβάλλεται όταν οι πωλήσεις πραγματοποιούνται σε αλλοδαπό
χρηματιστήριο με το οποίο το Χρηματιστήριο Αθηνών έχει δημιουργήσει κοινό ηλεκτρονικό σύστημα
διαπραγμάτευσης και με την προϋπόθεση ότι για τις πωλήσεις αυτές προβλέπεται η καταβολή ανάλογου
φόρου στην αλλοδαπή."

Αρθρο 10

Μεταβίβαση μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο

1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

"Φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) η πραγματική αξία πώλησης μετοχών
ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, οι οποίες μεταβιβάζονται από
φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά.

Για τον προσδιορισμό της πραγματικής αξίας των μετοχών για την επιβολή του φόρου πέντε τοις εκατό
(5%) λαμβάνεται υπόψη και η κατώτατη πραγματική αξία των μετοχών που μεταβιβάζονται, η οποία
εξευρίσκεται ως ακολούθως:
392

α) Τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας, που εμφανίζονται στον τελευταίο πριν από τη μεταβίβαση επίσημο
ισολογισμό και όπως αυτά διαμορφώνονται μετά από αύξηση ή μείωση που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι και
την προηγούμενη ημέρα της μεταβίβασης, προσαυξάνονται με την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων των
πέντε (5) τελευταίων διαχειριστικών περιόδων πριν από τη μεταβίβαση. Στο αποτέλεσμα που προκύπτει
προστίθεται και η υφιστάμενη διαφορά μεταξύ της αξίας των ακινήτων της εταιρείας, όπως αυτή
προσδιορίζεται κατά το χρόνο της μεταβίβασης στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και της
εμφανιζόμενης στα βιβλία αξίας κτήσης αυτών, αν η δεύτερη είναι μικρότερη της πρώτης. Το ποσό που
προκύπτει σύμφωνα με τα πιο πάνω, διαιρούμενο δια του αριθμού των υφιστάμενων κατά το χρόνο
μεταβίβασης μετοχών, αντιπροσωπεύει την ελάχιστη πραγματική αξία της κάθε μετοχής, η οποία
λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της αξίας των μετοχών που μεταβιβάζονται.

β) Ως απόδοση ιδίων κεφαλαίων λαμβάνεται ο λόγος του μέσου όρου των ολικών αποτελεσμάτων
εκμετάλλευσης (προ φόρων) των πέντε (5) τελευταίων, πριν από τη μεταβίβαση, ισολογισμών και του
μέσου όρου των ιδίων κεφαλαίων της ίδιας χρονικής περιόδου. Σε περίπτωση που νόμιμα έχουν καταρτισθεί
λιγότεροι από πέντε (5) ισολογισμοί, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία των ισολογισμών αυτών. Αν το
άθροισμα των ολικών αποτελεσμάτων είναι αρνητικό, δεν λαμβάνεται υπόψη καμία απόδοση.

γ) Όταν η εταιρεία της οποίας μεταβιβάζονται οι μετοχές έχει προέλθει από μετατροπή ή συγχώνευση
άλλων ανωνύμων εταιρειών ή άλλων μορφών επιχειρήσεων και η μεταβίβαση λαμβάνει χώρα πριν από τη
σύνταξη τριών ισολογισμών, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία της προηγούμενης περίπτωσης, που
προκύπτουν και από τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων που έχουν μετασχηματισθεί, εφόσον τηρούσαν
βιβλία Γ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ώστε να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία τριών
ισολογισμών συνολικά.

δ) Σε περίπτωση που από το συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό συμφωνητικό προκύπτει ως πραγματική


αξία μεταβίβασης μετοχών μεγαλύτερη αυτής που προκύπτει, σύμφωνα με τις διατάξεις των
υποπεριπτώσεων α΄ έως γ΄ της παρούσας παραγράφου, λαμβάνεται υπόψη η συμφωνηθείσα.

Η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται και για μεταβιβάσεις μετοχών
αλλοδαπών ανωνύμων εταιρειών μη εισηγμένων σε διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό από
ημεδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτή, ο φόρος επιβάλλεται επί της συμφωνηθείσας
αξίας πώλησης των μετοχών."
393

2.Στο τέλος της παραγράφου 2 του Αρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο
εδάφιο ως εξής:

"Όταν δικαιούχοι των εισοδημάτων της παραγράφου αυτής είναι πρόσωπα που αναφέρονται στην
παράγραφο 1 του Αρθρου 101, με την καταβολή του πιο πάνω φόρου δεν εξαντλείται η φορολογική
υποχρέωση των δικαιούχων, αλλά τα κέρδη από τις συναλλαγές αυτές φορολογούνται με τις γενικές
διατάξεις."

3. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται
ως εξής:

"α) Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12, 13
παράγραφοι 1 και 2, 55, 111 και 114 του παρόντος, στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο."

Αρθρο 11

Μεταβίβαση μεριδίων εταιρειών περιορισμένης ευθύνης

Μετά το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 13 του
Κ.Φ.Ε. προστίθενται δεκατέσσερα νέα εδάφια, τα οποία έχουν ως εξής:

"Για τον υπολογισμό της ωφέλειας, που προκύπτει από τη μεταβίβαση μεριδίων ημεδαπής εταιρείας
περιορισμένης ευθύνης, αφαιρείται το κόστος απόκτησής της από την κατώτατη πραγματική αξία που έχουν
κατά το χρόνο μεταβίβασης.

Για τον προσδιορισμό της κατώτατης πραγματικής αξίας των μεριδίων που μεταβιβάζονται, ως κατώτατη
πραγματική αξία ολόκληρης της εταιρίας λαμβάνεται το άθροισμα: i) των ιδίων κεφαλαίων της, που
εμφανίζονται στον τελευταίο πριν από τη μεταβίβαση επίσημο ισολογισμό, ii) της άυλης αξίας της, ίϋ) της
αξίας των ακινήτων της εταιρείας κατά το μέρος που η αξία του καθενός από αυτά, όπως αυτή
προσδιορίζεται κατά το χρόνο μεταβίβασης στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, υπερβαίνει την αξία
κτήσης του και iv) των αυξήσεων των ιδίων κεφαλαίων που έχουν μεσολαβήσει από το χρόνο σύνταξης του
τελευταίου επίσημου ισολογισμού μέχρι το χρόνο μεταβίβασης των μεριδίων ή των μειώσεων των ιδίων
κεφαλαίων που έχουν γίνει στο ίδιο χρονικό διάστημα.
394

Ειδικότερα, για τον προσδιορισμό της άυλης αξίας, αφαιρούνται οι τόκοι των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας,
οι οποίοι υπολογίζονται με βάση το μέσο όρο του επιτοκίου των εντόκων γραμματίων του Ελληνικού
Δημοσίου ετήσιας διάρκειας, που εκδόθηκαν το Δεκέμβριο του έτους που προηγείται της μεταβίβασης, από
το μέσο όρο των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης των πέντε (5) τελευταίων, πριν από τη
μεταβίβαση, ισολογισμών και το ποσό που προκύπτει (R) αναπροσαρμόζεται αρχικά με την εφαρμογή της
σταθερής ληξιπρόθεσμης ράντας:

α = Rx 1-υn

και στη συνέχεια το αποτέλεσμα που προκύπτει προσαυξάνεται με τους ακόλουθους ποσοστιαίους
συντελεστές, ανάλογα με τα έτη λειτουργίας της επιχείρησης:

Έτη λειτουργίας Συντελεστές

Πάνω από 3 μέχρι 5 10%

Πάνω από 5 μέχρι 10 20%

Πάνω από 10 μέχρι 15 30%

Πάνω από 15 40%

Για την εφαρμογή της πιο πάνω ράντας:

- α = το ποσό που προκύπτει μετά την αναπροσαρμογή και αποτελεί την άυλη αξία της επιχείρησης,

- R = το ποσό που αναπροσαρμόζεται και αναφέρεται στο υπερκέρδος της επιχείρησης,

- n = το πενταετές μελλοντικό χρονικό διάστημα για το οποίο προσδοκάται υπερκέρδος,

-υ n =1 / (1+i)n
395

η παρούσα αξία του κεφαλαίου, η αξία του οποίου μετά από το πιο πάνω μελλοντικό διάστημα (n) είναι ένα
λεπτό του ευρώ,

- i = το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου ετήσιας διάρκειας.

Σε περίπτωση που νόμιμα έχουν καταρτιστεί λιγότεροι των πέντε (5) ισολογισμών, λαμβάνονται υπόψη τα
πιο πάνω στοιχεία των εν λόγω ισολογισμών.

Όταν η εταιρεία της οποίας μεταβιβάζονται τα μερίδια έχει προέλθει από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων
επιχειρήσεων και έχει καταρτίσει λιγότερους από τρεις (3) ισολογισμούς, πριν από τη μεταβίβαση των
μεριδίων της, τότε για την εξεύρεση του μέσου όρου των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης,
λαμβάνονται υπόψη τα ολικά αποτελέσματα εκμετάλλευσης και τα ίδια κεφάλαια όσων ισολογισμών αυτής
υπάρχουν, καθώς και τα αποτελέσματα και τα ίδια κεφάλαια όσων από τους τελευταίους ισολογισμούς των
επιχειρήσεων που έχουν μετασχηματισθεί και τηρούσαν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων απαιτούνται, ώστε στο επίπεδο της επιχείρησης να συγκεντρωθούν τρεις (3) ισολογισμοί.

Προκειμένου για μεταβιβάσεις μεριδίων από επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων, ως κόστος απόκτησης των μεταβιβαζόμενων μεριδίων λαμβάνεται αυτό που έχει
καταχωρηθεί στα βιβλία τους, ανεξάρτητα από το χρόνο απόκτησής τους.

Για τα φυσικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις με βιβλία Α΄ ή Β΄ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, που μεταβιβάζουν μερίδια, ως κόστος απόκτησης λαμβάνεται η ελάχιστη αξία μεταβίβασης των
μεριδίων, η οποία έχει υπολογισθεί κατά την απόκτησή τους, με βάση τις διατάξεις του παρόντος ή της
1030366/10307/ Β0012/ΠΟΛ.1053/1.4.2003 Α.Υ.Ο. (ΦΕΚ 477 Β΄), η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση
της παρ. 5 του Αρθρου 3 του N. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α΄) ή της 1119720/1980/ Α0012/ ΠΟΛ.1259/1999
Α.Υ.Ο. (ΦΕΚ 2227 Β΄), η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση της παρ. 11 του Αρθρου 3 του N. 2753/1999
(ΦΕΚ 249 Α΄) ανάλογα με το χρόνο απόκτησής τους, κατά περίπτωση.

Αν τα μεταβιβαζόμενα μερίδια ή μέρος αυτών έχουν αποκτηθεί πριν από το χρόνο έναρξης ισχύος της
προγενέστερης από τις πιο πάνω αποφάσεις, ως αξία κτήσης λαμβάνεται αυτή που οριστικοποιήθηκε με
οποιονδήποτε τρόπο κατά την εφαρμογή των διατάξεων φορολογίας εισοδήματος ή κληρονομιών, δωρεών,
γονικών παροχών ή σε περίπτωση μη οριστικοποίησης, η δηλωθείσα αξία. Όταν τα μεταβιβαζόμενα μερίδια
έχουν αποκτηθεί κατά την ίδρυση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ως κόστος απόκτησης των μεριδίων
αυτών λαμβάνεται η αξία τους, όπως αυτή αναφέρεται στο καταστατικό της εταιρείας. Εάν μέχρι το χρόνο
396

μεταβίβασης των μεριδίων έχει λάβει χώρα τυχόν αύξηση ή μείωση του κεφαλαίου, ως κόστος απόκτησης
λαμβάνεται ο μέσος όρος του κεφαλαίου των πέντε (5) προηγούμενων χρήσεων πριν από τη μεταβίβαση
και σε περίπτωση κατά την οποία έχουν παρέλθει λιγότερες από τις πέντε (5) χρήσεις, ως κόστος
απόκτησης λαμβάνεται ο μέσος όρος του κεφαλαίου αυτών των χρήσεων.

Αν από το συμβολαιογραφικό έγγραφο ή το ιδιωτικό συμφωνητικό προκύπτει αξία μεταβίβασης μεγαλύτερη


της ελάχιστης αξίας που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραπάνω παραγράφους, ως αξία πώλησης
λαμβάνεται η συμφωνηθείσα.

Η διάταξη της περίπτωσης α΄ της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται και για μεταβιβάσεις μεριδίων
αλλοδαπών εταιρειών περιορισμένης ευθύνης από ημεδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Για τον υπολογισμό
της ωφέλειας, που προκύπτει από τη μεταβίβαση μεριδίων αλλοδαπής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης,
αφαιρείται το κόστος απόκτησής τους από τη συμφωνηθείσα αξία πώλησης των μεριδίων."

Αρθρο 12

Φορολογία τεχνικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που ασχολούνται με την ανέγερση και
πώληση οικοδομών

1. Το Αρθρο 34 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως ακολούθως:

"Αρθρο 34 Εισόδημα τεχνικών επιχειρήσεων

1. Ως ακαθάριστο έσοδο των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών
λαμβάνεται η αξία των αυτοτελών οικοδομών, διαμερισμάτων πολυκατοικιών, καταστημάτων, γραφείων
αποθηκών και λοιπών χώρων, όπως αυτή αναγράφεται στο συμβόλαιο μεταβίβασης και η οποία δεν μπορεί
να είναι μικρότερη από αυτή που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας μεταβίβασης
ακινήτων και της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 19 του Κώδικα Φ.Π.Α. (N. 2859/2000,
ΦΕΚ 248 Α΄) όπως αναμορφώνεται μετά τον έλεγχο της ειδικής δήλωσης Φ.Π.Α. για τη μεταβίβαση
ακινήτου σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας κάθε φορά Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και
Οικονομικών για τον έλεγχο της δήλωσης αυτής.

Αν όμως η αξία που προκύπτει από άλλα επίσημα ή ανεπίσημα στοιχεία είναι μεγαλύτερη από την αξία που
αναφέρεται παραπάνω, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται η μεγαλύτερη αυτή αξία.
397

Χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους
αυτού, θεωρείται η ημέρα σύνταξης του οριστικού συμβολαίου. Στην περίπτωση όμως που έχει συνταχθεί
συμβολαιογραφικό προσύμφωνο και το οριστικό συμβόλαιο δεν έχει συνταχθεί μέσα σε διάστημα δύο (2)
ετών από την ημέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, ως χρόνος απόκτησης του
ακαθάριστου εσόδου θεωρείται η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται δύο (2) έτη από την ημέρα
σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου. Ειδικά, όταν το προσύμφωνο υπογράφεται με τον όρο
της αυτοσύμβασης, που προβλέπεται από το Αρθρο 235 του Αστικού Κώδικα και εφόσον καταβάλλεται
ολόκληρο το τίμημα και παραδίδεται η νομή του ακινήτου, χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου
θεωρείται η ημέρα υπογραφής του προσύμφωνου αυτού.

Ως πωλήσεις θεωρούνται και αυτές που έγιναν απευθείας από τον οικοπεδούχο για λογαριασμό του
εργολήπτη.

Η αντικειμενική ή η πραγματική αξία, κατά περίπτωση, των αυτοτελών οικοδομών, διαμερισμάτων,


καταστημάτων, γραφείων, αποθηκών και λοιπών χώρων που περιέρχονται κατά το χρόνο της διάλυσης στα
μέλη των υπόχρεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του Αρθρου 2, θεωρείται ως ακαθάριστο έσοδο
των υπόχρεων αυτών κατά το χρόνο της διάλυσής τους. Το καθαρό κέρδος που προκύπτει με βάση τα
έσοδα αυτά φορολογείται στο όνομα των υπόχρεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του Αρθρου 2, με
το συντελεστή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του Αρθρου 10 κατά το έτος που διαλύεται η εταιρία,
κοινωνία ή κοινοπραξία.

2. Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών
εξευρίσκονται με τη χρήση συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στα ακαθάριστα έσοδά τους.

Όταν δεν επιδεικνύονται στον έλεγχο ή δεν τηρούνται βιβλία και στοιχεία ή τηρούνται βιβλία κατώτερης
κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή τηρούνται ανεπαρκή ή ανακριβή βιβλία, εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης
γ΄

της παραγράφου 2 του Αρθρου 30 και ο συντελεστής καθαρού κέρδους του πρώτου εδαφίου διπλασιάζεται.
Επίσης, σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού των καθαρών κερδών, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις
των τριών τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 2 του Αρθρου 32.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την ανέγερση
398

κτιριακών εγκαταστάσεων με λυόμενα ή προκατασκευασμένα στοιχεία.

3. Προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων καθαρών κερδών ατομικών επιχειρήσεων και
προσώπων της παραγράφου 4 του Αρθρου 2 στα οποία δεν συμμετέχει νομικό πρόσωπο της παραγράφου 1
του Αρθρου 101 και τηρούν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., όταν τα καθαρά κέρδη τα οποία προκύπτουν
από την εφαρμογή των διατάξεων του Αρθρου 31 είναι μεγαλύτερα των τεκμαρτών, που προκύπτουν
σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2, ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) της διαφοράς
προστίθεται στα τεκμαρτά καθαρά κέρδη και το απομένον υπόλοιπο αυτής μεταφέρεται και εμφανίζεται στο
λογαριασμό "Αφορολόγητα κέρδη οικοδομικών επιχειρήσεων". Κατά τη διανομή ή κεφαλαιοποίηση του
αποθεματικού αυτού εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 4 του Αρθρου 106. Ειδικά, για
ατομική επιχείρηση, το αφορολόγητο αποθεματικό που αναλαμβάνεται ή κεφαλαιοποιείται προστίθεται στα
λοιπά εισοδήματα του φυσικού προσώπου του οικείου οικονομικού έτους και φορολογείται σύμφωνα με τις
διατάξεις του Αρθρου 9. Τυχόν επιπλέον κέρδη που προσδιορίζονται από το φορολογικό έλεγχο
προστίθενται στα δηλωθέντα κέρδη και φορολογούνται στο σύνολό τους με τους ισχύοντες συντελεστές
φορολογίας φυσικών ή νομικών προσώπων.

Όταν κατά τις διαχειριστικές περιόδους μέσα στις οποίες κτώνται έσοδα από την πώληση ανεγειρόμενων
οικοδομών, δεν έχει ολοκληρωθεί η ανέγερση της οικοδομής, ο προσδιορισμός των φορολογητέων
καθαρών κερδών των χρήσεων αυτών ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 και στη
συνέχεια, για τον προσδιορισμό των φορολογητέων καθαρών κερδών της χρήσης εντός της οποίας
ολοκληρώνεται η ανέγερση της οικοδομής, εφαρμόζονται οι διατάξεις των τριών πρώτων εδαφίων της
παραγράφου αυτής. Από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος της τελευταίας δήλωσης, εκπίπτει ο φόρος
που έχει καταβληθεί με βάση τις προηγούμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και ο οποίος προκύπτει
από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2.

4. Τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, των εργολάβων και υπεργολάβων που ασχολούνται με την
εργοληπτική κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων, γενικώς, καθώς και των επιχειρήσεων που
ασχολούνται με την εκτέλεση μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, εξευρίσκονται ως εξής:

α) Για τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εργολαβική κατασκευή τεχνικών έργων ή την εκτέλεση
μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων του Δημοσίου, δήμων και κοινοτήτων, δημόσιων
επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, καθώς και των νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου, γενικώς, ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται τα εργολαβικά ανταλλάγματα
που πιστοποιούνται με τους οικείους λογαριασμούς κατά τη διάρκεια της χρήσης, τα οποία μειώνονται με τα
399

ποσά των εγγυήσεων καλής εκτέλεσης που αντιστοιχούν σε αυτά και τα οποία θεωρούνται έσοδα της
χρήσης μέσα στην οποία αποδίδονται.

β) Για επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εργολαβική κατασκευή ιδιωτικών τεχνικών έργων ή οικοδομών
ή την εκτέλεση μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων σε ιδιώτες, ως ακαθάριστο έσοδο
λαμβάνεται η αξία του έργου που εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης.

γ) Για την εκτέλεση έργου χωρίς τη χρησιμοποίηση ίδιων υλικών, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται η αξία
του έργου που έχει εκτελεστεί κατά τη διάρκεια της χρήσης χωρίς να υπολογιστεί η αξία των υλικών.

5. Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, προσδιορίζονται
σύμφωνα με τις διατάξεις του Αρθρου 31, εφόσον τηρούνται επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία
δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ.. Σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού των καθαρών
κερδών ισχύουν οι πιο κάτω συντελεστές καθαρού κέρδους, οι οποίοι εφαρμόζονται στα αντίστοιχα, κατά
περίπτωση, ακαθάριστα έσοδα:

α) Για τα δημόσια τεχνικά έργα των περιπτώσεων α΄ και γ΄ της προηγούμενης παραγράφου, δέκα τοις
εκατό (10%) στα ακαθάριστα έσοδα που ορίζονται στην παράγραφο αυτή.

β) Για τα ιδιωτικά τεχνικά έργα της περίπτωσης β΄ της προηγούμενης παραγράφου, δώδεκα τοις εκατό
(12%) στα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Αρθρου 30.

γ) Για τα ιδιωτικά έργα της περίπτωσης γ΄ της προηγούμενης παραγράφου, είκοσι πέντε τοις εκατό (25%)
στα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Αρθρου 30.

Σε περίπτωση μη επίδειξης στον έλεγχο ή μη τήρησης βιβλίων και στοιχείων ή τήρησης βιβλίων κατώτερης
κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή ανακρίβειας των τηρούμενων βιβλίων, οι πιο πάνω συντελεστές καθαρού κέρδους
διπλασιάζονται, ενώ σε περίπτωση ανεπάρκειας των βιβλίων προσαυξάνονται κατά ποσοστό σαράντα τοις
εκατό (40%).

Επίσης, όταν τα βιβλία κρίνονται ανεπαρκή ή ανακριβή, εφαρμόζονται οι διατάξεις των τριών τελευταίων
εδαφίων της παραγράφου 2 του Αρθρου 32."

2. Οι διατάξεις των παραγράφων 1,2 και 3 του Αρθρου 34 του Κ.Φ.Ε. εφαρμόζονται για ακίνητα των
400

οποίων η άδεια κατασκευής εκδίδεται από 1ης Ιανουαρίου 2007 και μετά και των παραγράφων 4 και 5 για
δημόσια ή ιδιωτικά τεχνικά έργα που αναλαμβάνονται από την ίδια ημερομηνία και μετά.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του Αρθρου 34, καθώς και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του
Αρθρου 30 του Κ.Φ.Ε., εφαρμόζονται και για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του Αρθρου 101 και
της παραγράφου 4 του Αρθρου 2 στα οποία συμμετέχει ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα της
παραγράφου 1 του Αρθρου 101, όταν δεν τηρούνται βιβλία του Κ.Β.Σ. ή τηρούνται βιβλία κατώτερης της
Γ΄ κατηγορίας ή τηρούνται ανεπαρκή ή ανακριβή βιβλία, καθώς και στην περίπτωση που δεν επιδεικνύονται
στο φορολογικό έλεγχο βιβλία και στοιχεία του Κ.Β.Σ.. Επίσης, σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού
των καθαρών κερδών, εφαρμόζονται οι διατάξεις των τριών τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 2 του
Αρθρου 32.

4. Tο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 12 του Αρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

"12. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του Αρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τον προσδιορισμό των
καθαρών κερδών των νομικών προσώπων της παραγράφου 1 του Αρθρου 101, τα οποία ασχολούνται με
την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών ή την εκτέλεση δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων, καθώς και
των προσώπων της παραγράφου 4 του Αρθρου 2 στα οποία συμμετέχει ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα
της παραγράφου 1 του Αρθρου 101."

5. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1
του Αρθρου 101 και της παραγράφου 4 του Αρθρου 2 στα οποία συμμετέχει ένα ή περισσότερα νομικά
πρόσωπα της παραγράφου 1 του Αρθρου 101, για οικοδομές των οποίων η άδεια κατασκευής εκδίδεται από
1ης Ιανουαρίου 2007 και μετά, καθώς και για δημόσια ή ιδιωτικά τεχνικά έργα που αναλαμβάνονται από
την ίδια ημερομηνία και μετά.

6. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 12 του Αρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

"Από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος της δήλωσης αυτής εκπίπτει ο φόρος που έχει καταβληθεί με
βάση τις προηγούμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και ο οποίος προκύπτει από την εφαρμογή των
διατάξεων της παραγράφου 2 του Αρθρου 34."

7. Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του Αρθρου 7 του N. 2940/2001 (ΦΕΚ 180 Α΄) καταργούνται.
401

Αρθρο 13

Διατάξεις φορολογικής διαδικασίας

1. Η παράγραφος 2 του Αρθρου 68 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

"2. Φύλλο ελέγχου και αν ακόμη έγινε οριστικό δεν αποκλείει την έκδοση και κοινοποίηση
συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου, αν: α) από συμπληρωματικά στοιχεία, που περιήλθαν σε γνώση του
προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, εξακριβώνεται ότι το εισόδημα του φορολογουμένου
υπερβαίνει αυτό που έχει περιληφθεί στο προηγούμενο φύλλο ελέγχου, β) η δήλωση που υποβλήθηκε ή τα
έντυπα ή οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ανακριβή ή γ) περιέλθουν σε γνώση του
προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στοιχεία βάσει της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής από
φορολογικές ή τελωνειακές αρχές άλλων Κρατών - Μελών της Ε.Ε. ή τρίτων χωρών που αποδεικνύονται
ανακριβείς οι συναλλαγές, έστω και αν αυτά ζητήθηκαν πριν από την έκδοση του οριστικού φύλλου
ελέγχου. Στις πιο πάνω περιπτώσεις το νέο φύλλο ελέγχου εκδίδεται για το άθροισμα του εισοδήματος που
προκύπτει από το προηγούμενο φύλλο ελέγχου, καθώς και αυτού που εξακριβώθηκε με βάση τα πιο πάνω
στοιχεία. Αν εκδοθεί το πιο πάνω φύλλο ελέγχου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Αρθρου 70."

2. Στην παράγραφο 3 του Αρθρου 66 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται νέα εδάφια ως εξής:

"Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί επίσης να καθορίζεται κατά ειδικό τρόπο
η αρμοδιότητα ελέγχου καθώς και έκδοσης των οικείων φύλλων ελέγχου και λοιπών καταλογιστικών
πράξεων και όλης γενικά της διαδικασίας επιβολής και βεβαίωσης του φόρου, επί ανέλεγκτων δηλώσεων
ελεγκτικής αρμοδιότητας των Δ.Ο.Υ., στις περιπτώσεις που για τον έλεγχο των δηλώσεων αυτών είναι
αρμόδιες για οποιονδήποτε λόγο περισσότερες από μια Δ.Ο.Υ.. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου της
παραγράφου αυτής ισχύουν ανάλογα και για τις λοιπές φορολογίες, ανεξάρτητα αν για τον έλεγχο των
οικείων δηλώσεων και την επιβολή του φόρου είναι αρμόδιες μία ή περισσότερες Δ.Ο.Υ.. Τα οριζόμενα στα
προηγούμενα εδάφια ισχύουν ανάλογα και ως προς τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.)."

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 10 του Αρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αυτές
προστέθηκαν με την παράγραφο 6 του Αρθρου 9 του N. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α΄), καθώς και οι διατάξεις
της παραγράφου 17 του Αρθρου 19 του N. 3091/2002, καταργούνται.
402

4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του Αρθρου 70 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται και προστίθεται μετά από
αυτό νέο εδάφιο ως εξής:

"Ειδικώς, όταν στο φύλλο ελέγχου περιλαμβάνονται και εισοδήματα που προέρχονται από γεωργικές ή
εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος ή μόνο τέτοια εισοδήματα, που
προέρχονται όμως αποκλειστικά από άσκηση επιχειρήσεων, που τηρούν βιβλία και στοιχεία της τρίτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων: α) υποχρεωτικά λόγω ύψους ακαθάριστων εσόδων ή β)
υποχρεωτικά λόγω νομικής μορφής ή προαιρετικά, εφόσον στις περιπτώσεις αυτές το ύψος των
ακαθάριστων εσόδων υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) των ακαθάριστων εσόδων που απαιτούνται
για την υποχρεωτική τήρηση βιβλίων και στοιχείων της τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, τότε η διοικητική επίλυση της διαφοράς γίνεται από επιτροπή που αποτελείται από τον αρμόδιο
επιθεωρητή, τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους, από
εκπρόσωπο του Εμπορικού και Βιομηχανικού ή Οικονομικού Επιμελητηρίου ή του εμπορικού ή
επαγγελματικού συλλόγου της περιοχής, στην οποία εδρεύει η αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία.

Εξαιρετικά, στις περιπτώσεις που η διοικητική επίλυση της διαφοράς διενεργείται από τα Περιφερειακά
Ελεγκτικά Κέντρα (Π.Ε.Κ.) ή τα Διαπεριφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Δ.Ε.Κ.), στην επιτροπή συμμετέχει αντί
του προϊσταμένου αυτών, ένας πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως πρόεδρος αυτής. Στην
ως άνω επιτροπή συμμετέχει ως εισηγητής ο Επόπτης ελέγχου της εξεταζόμενης υπόθεσης."

5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του Αρθρου 70 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

"Η συζήτηση της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και η υπογραφή της σχετικής πράξης
μπορεί να γίνει και από ειδικό πληρεξούσιο του υποχρέου, εφόσον κατατεθεί στον αρμόδιο προϊστάμενο της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή του ελεγκτικού κέντρου πληρεξούσιο έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό με
θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής από την κατά νόμο αρμόδια αρχή."

6. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 84 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

"β) Σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του Αρθρου 68, ανεξάρτητα
από το εάν έχει εκδοθεί και κοινοποιηθεί ή όχι, αρχικό φύλλο ελέγχου."

7. Το Αρθρο 13 του N. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:


403

"Δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών, κατά τα
οριζόμενα στο επόμενο Αρθρο, δεν ελέγχονται ως προς τα δηλούμενα εισοδήματα και ποσά Φ.Π.Α. από την
άσκηση της εκμετάλλευσης της επιχείρησης ή του ελευθέριου επαγγέλματος, με εξαίρεση τις δηλώσεις που
εμπίπτουν στο δείγμα της παραγράφου 7 του Αρθρου 17 και θεωρούνται περαιωθείσες ως ειλικρινείς για τα
εισοδήματα και τα ποσά αυτά, εφόσον δηλώνονται ακαθάριστα έσοδα και καθαρά κέρδη, καθώς και τυχόν
διαφορές εκροών στο Φ.Π.Α., κατά τα οριζόμενα στο Αρθρο 15."

8. Στην παράγραφο 7 του Αρθρου 17 του N. 3296/2004 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

"Επίσης με απόφαση του ίδιου Υπουργού καθορίζεται ο τρόπος επιλογής δείγματος δηλώσεων φορολογίας
εισοδήματος που υποβάλλονται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17, οι οποίες ελέγχονται ως
προς τα δηλούμενα εισοδήματα."

9. Οι διατάξεις των παραγράφων 8 και 9 έχουν εφαρμογή για δηλούμενα εισοδήματα οικονομικού έτους
2007 και μετά.

Αρθρο 14

Καταβολή φόρου πλοίων

1. Οι παράγραφοι 1,2 και 3 του Αρθρου 16 του N. 27/1975 (ΦΕΚ 77 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:

"1. Ο φόρος και η εισφορά, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 6,8 και 10 του παρόντος
νόμου, καταβάλλεται σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ή σε λίρες Αγγλίας, κατόπιν επιλογής
του υπόχρεου με βάση την επίσημη ισοτιμία μεταξύ των νομισμάτων αυτών, τα οποία μετατρέπονται σε
ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία κατά τον προβλεπόμενο χρόνο υποβολής της δήλωσης.

2. Η καταβολή του φόρου και της εισφοράς γίνεται σε ευρώ τα οποία προέρχονται αποδεδειγμένα από
εισαγωγή ναυτιλιακού συναλλάγματος σε δολάρια ή λίρες Αγγλίας στο όνομα του υπόχρεου ή του πράκτορα
ή διαχειριστή ή αντιπροσώπου του πλοίου στην Ελλάδα με βάση την εκάστοτε επίσημη ισοτιμία του
δολαρίου κατά τον προβλεπόμενο χρόνο υποβολής της δήλωσης.

3. Κατ΄ εξαίρεση πλοία της Α΄ Κατηγορίας που εκτελούν κατά κύριο λόγο πλόες μεταξύ ελληνικών λιμένων
404

και εισπράττουν το ναύλο μόνο σε ευρώ καταβάλλουν το φόρο και την εισφορά σε ευρώ με βάση την
εκάστοτε επίσημη ισοτιμία του δολαρίου, κατά τον προβλεπόμενο χρόνο υποβολής της δήλωσης."

4. Οι διατάξεις του Αρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για τις δηλώσεις φορολογίας πλοίων που θα
υποβληθούν το έτος 2007 και μετά.

5. Βεβαιωμένες οφειλές μέχρι 31.12.2006 φόρων των άρθρων 6, 8 και 10 του N. 27/1975 σε δολάρια
Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ή σε λίρες Αγγλίας μετατρέπονται σε ευρώ με την ισοτιμία της 2.1.2007.

Αρθρο 15

Φορολογία αμοιβαίων κεφαλαίων και εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακίου

1. Η παράγραφος 2 του Αρθρου 33 του N. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

"2. Τα εισοδήματα από κινητές αξίες που αποκτούν τα αμοιβαία κεφάλαια από την ημεδαπή ή αλλοδαπή
απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος και δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου. Ειδικά για τους
τόκους ομολογιακών δανείων, η απαλλαγή ισχύει με την προϋπόθεση ότι οι τίτλοι από τους οποίους
προκύπτουν οι τόκοι αυτοί έχουν αποκτηθεί τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από το χρόνο που έχει
ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδίων. Σε αντίθετη περίπτωση, ενεργείται παρακράτηση φόρου,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, που κυρώθηκε με
το N. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄) και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του
αμοιβαίου κεφαλαίου και των μεριδιούχων για τα εισοδήματα αυτά."

2. Η παράγραφος 3 του Αρθρου 33 του N. 3283/2004 αντικαθίσταται ως εξής:

"3. Η ΑΕΔΑΚ υποχρεούται σε καταβολή φόρου, του οποίου ο συντελεστής ορίζεται σε δέκα τοις εκατό
(10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου
Αναφοράς), προσαυξανόμενου ως ακολούθως, αναλόγως της κατηγορίας κάθε αμοιβαίου κεφαλαίου βάσει
της υπ΄ αριθ. 1/317/11.11.2004 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
(ΦΕΚ 1746 Β726.11.2004), όπως εκάστοτε ισχύει:

α) για αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων άνευ προσαυξήσεως,


405

β) για ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια, κατά είκοσι πέντε εκατοστά της μονάδας (0,25),

γ) για μικτά αμοιβαία κεφάλαια, κατά πέντε δέκατα της μονάδας (0,5),

δ) για μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια και για κάθε άλλο τύπο αμοιβαίων πλην των αναφερόμενων πιο πάνω
περιπτώσεων, κατά μία (1) μονάδα.

Ο φόρος υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου,
λογίζεται καθημερινά και αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο
δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό του. Η
καταβολή του φόρου γίνεται στο όνομα και για λογαριασμό του αμοιβαίου κεφαλαίου.

Σε περίπτωση αμοιβαίου κεφαλαίου το οποίο επενδύει το ενεργητικό του σε μερίδια άλλων αμοιβαίων
κεφαλαίων (Αρθρο 23 του ν. 3283/2004), ο οφειλόμενος φόρος υπολογίζεται ανάλογα με την κατηγορία
στην οποία κατατάσσεται το αμοιβαίο αυτό κεφάλαιο με βάση την ανωτέρω απόφαση του Διοικητικού
Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο φόρος ο οποίος αναλογεί επί των επί μέρους αμοιβαίων
κεφαλαίων και έχει καταβληθεί εκπίπτεται μέχρι του ποσού του οφειλόμενου φόρου από το αμοιβαίο
κεφάλαιο του παρόντος εδαφίου.

Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς ή της κατάταξης του αμοιβαίου κεφαλαίου, η
προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής
μήνα.

Με την καταβολή του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αμοιβαίου κεφαλαίου και των
μεριδιούχων του. Οι διατάξεις των άρθρων 113 και 116 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται
ανάλογα και για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου."

3. Η παράγραφος 2 του Αρθρου 39 του N. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

"2. Τα εισοδήματα από κινητές αξίες, που αποκτούν οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου από την
ημεδαπή ή αλλοδαπή, απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος και δεν υπόκεινται σε παρακράτηση
φόρου. Ειδικά για τους τόκους ομολογιακών δανείων, η απαλλαγή ισχύει με την προϋπόθεση ότι οι τίτλοι
από τους οποίους προκύπτουν οι τόκοι αυτοί έχουν αποκτηθεί τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από το
χρόνο που έχει ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδίων. Σε αντίθετη περίπτωση, ενεργείται
406

παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του Κώδικα Φορολογίας
Εισοδήματος και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας επενδύσεων
χαρτοφυλακίου για τα εισοδήματα αυτά."

4. Η παράγραφος 3 του Αρθρου 39 του N. 3371/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

"3. Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου υποχρεούνται σε καταβολή φόρου, ο συντελεστής του οποίου
ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς), προσαυξανόμένου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα και
υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου των επενδύσεών τους, πλέον διαθεσίμων σε τρέχουσες τιμές.

Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου
ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα.

Ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των
μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό. Με την καταβολή του φόρου
αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας και των μετόχων. Οι διατάξεις των άρθρων 113
και 116 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται αναλόγως και για το φόρο που οφείλεται με
βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου."

5. Η παράγραφος 6 του Αρθρου 16α του N. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με την
παράγραφο 8 του Αρθρου 6 του N. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α΄), καταργείται για εισοδήματα που κτώνται από
την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

6. Η παράγραφος 2 του Αρθρου 20 του N. 2778/1999 (ΦΕΚ 295 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

"2. Η φορολόγηση των κερδών του αμοιβαίου κεφαλαίου ακινήτων γίνεται, σύμφωνα με το Αρθρο 33
παράγραφοι 2 και 3 του N. 3283/2004, όπως ισχύει. Ο συντελεστής ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί
του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς),
προσαυξανόμενου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα.

Ο φόρος υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου,
λογίζεται καθημερινά και αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο
δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό του. Η
407

καταβολή του φόρου γίνεται στο όνομα και για λογαριασμό του αμοιβαίου κεφαλαίου.

Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει
από την πρώτη ημέρα του επομένου της μεταβολής μήνα.

Με την καταβολή του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αμοιβαίου κεφαλαίου και των
μεριδιούχων του."

7. Η παράγραφος 2 του Αρθρου 31 του N. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:

"2. Οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος για τα
εισοδήματα από κινητές αξίες γενικά του εσωτερικού ή του εξωτερικού, που αποκτούν μη υποκείμενα σε
παρακράτηση φόρου. Ειδικά για τους τόκους ομολογιακών δανείων, η απαλλαγή ισχύει με την προϋπόθεση
ότι οι τίτλοι από τους οποίους προκύπτουν οι τόκοι αυτοί έχουν αποκτηθεί τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες
πριν από το χρόνο που έχει ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδίων. Σε αντίθετη περίπτωση,
ενεργείται παρακράτηση φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του Κώδικα Φορολογίας
Εισοδήματος και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας επενδύσεων
σε ακίνητη περιουσία για τα εισοδήματα αυτά."

8. Η παράγραφος 3 του Αρθρου 31 του N. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:

"3. Οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία υποχρεούνται σε καταβολή φόρου ο συντελεστής του
οποίου ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς) προσαυξανομένου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα
και υπολογίζεται επί του μέσου όρου των επενδύσεών τους, πλέον των διαθεσίμων, σε τρέχουσες τιμές,
όπως απεικονίζονται στους εξαμηνιαίους πίνακες επενδύσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 1 του
Αρθρου 25 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς, η προκύπτουσα νέα
βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα. Ο φόρος
αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα που
ακολουθεί το χρονικό διάστημα που αφορούν οι εξαμηνιαίοι πίνακες επενδύσεων. Με την καταβολή του
φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας και των μετόχων της. Οι διατάξεις των
άρθρων 113 και 116 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται ανάλογα και για το φόρο που
οφείλεται με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, όπως ισχύουν κάθε φορά."
408

9. Οι παράγραφοι 4 και 6 του Αρθρου 114 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργούνται και η
παράγραφος 5 του ίδιου Αρθρου αναριθμείται σε 4 και αντικαθίσταται ως εξής:

"4. Με την καταβολή του οριζόμενου στην παράγραφο 3 του Αρθρου 39 του N. 3371/2005 φόρου, τα
διανεμόμενα μερίσματα στους μετόχους της εταιρίας επενδύσεων χαρτοφυλακίου απαλλάσσονται από το
φόρο εισοδήματος."

10. Η παράγραφος 7 του Αρθρου 114 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αναριθμείται σε 5.

11. Οι διατάξεις του Αρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για εισοδήματα που κτώνται από την 1η Ιανουαρίου
2007 και μετά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Αρθρο 16

Θέματα Φορολογίας Κεφαλαίου

1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 25 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών,
Γονικών Παροχών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το N. 2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α΄),
αντικαθίσταται ως ακολούθως:

"α) Η κτήση πλοίων, μετοχών ή μεριδίων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών πλοιοκτητριών πλοίων ολικής
χωρητικότητας άνω των χιλίων πεντακοσίων (1.500) κόρων."

2. Στην ενότητα Γ΄ του Αρθρου 43 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών και
Κερδών από Λαχεία προστίθεται περίπτωση στ΄ που έχει ως ακολούθως:

"στ) χρηματικά ποσά μέχρι ογδόντα χιλιάδες (80.000) ευρώ συνολικά ανά δικαιούχο, που καταβάλλονται,
εφάπαξ ή περιοδικά, σε σύζυγο και ανήλικα τέκνα στρατιωτικού που απεβίωσε κατά την εκτέλεση
διατεταγμένης υπηρεσίας συνεπαγομένης επαυξημένο κίνδυνο και προδήλως και αναμφισβήτητα λόγω
αυτής."

3. Οι δωρεές σε χρήμα στις οποίες προβαίνουν οι επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης
409

παραγράφου και μέχρι του ποσού που αναφέρεται σε αυτές εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα,
προκειμένου για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών, που υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, με την
προϋπόθεση ότι κατατίθενται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε λογαριασμό που τηρείται σε
τράπεζα που λειτουργεί στην Ελλάδα.

4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 2 και 3 ισχύουν για ποσά που καταβάλλονται από την 1η
Ιανουαρίου 2006 και μετά.

5. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 2 του N. 3427/2005 (ΦΕΚ 312 Α΄) αντικαθίσταται ως
εξής:

"α. οι περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 2 του A.N. 1521/1950 (ΦΕΚ 245 Α΄),".

Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από 27 Δεκεμβρίου 2005.

6. Στο Αρθρο 8 του N. 3427/2005 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

"Αν κατά τον έλεγχο η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης είναι μικρότερη από αυτή
που προκύπτει με βάση τις κατά δήλωση του υπόχρεου τιμές κτήσης και πώλησης, η δηλωθείσα αξία
θεωρείται ειλικρινής."

Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από 27 Δεκεμβρίου 2005.

7. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 11 του N. 3427/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

"Οι περιπτώσεις διανομής, ανταλλαγής ή συνένωσης ακινήτων, τα οποία αποκτήθηκαν στο σύνολό τους
μετά την 1.1.2006, υπόκεινται σε τέλος συναλλαγής."

8. Η περίπτωση ι΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 7 του A.N.1521/1950 καταργείται και οι περιπτώσεις ια΄,
ιβ΄ και ιγ΄ αναριθμούνται σε ι΄, ια΄ και ιβ΄ αντίστοιχα.

9. Στην περίπτωση ια΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 7 του A.N. 1521/1950 διαγράφεται η φράση "ή
αντικλήτων".
410

10. Στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 3 του α.ν. 1521/1950, όπως
ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 3 του Αρθρου 21 του N. 3427/2005, και στο πρώτο
εδάφιο του Αρθρου 22 του N. 3427/2005 διαγράφεται η φράση "η χρήση".

11. Στην παράγραφο 2 του Αρθρου 50 του N. 542/1977 (ΦΕΚ 41 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

"Τα ανωτέρω ισχύουν και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα εισφερόμενα ακίνητα δεν
ιδιοχρησιμοποιούνται από τη συγχωνευόμενη εταιρεία κατά το χρόνο της συγχώνευσης. Οι διατάξεις της
παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών και
των διοικητικών δικαστηρίων."

12. Η προθεσμία που ορίζεται από το Αρθρο 22 του N. 3427/2005 παρατείνεται από τη λήξη της μέχρι και
30 Νοεμβρίου 2007.

13. Στην περίπτωση ζ΄ του Αρθρου 23 του N. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α΄) αντικαθίσταται η λέξη "μηνιαίες" με
τη λέξη "διμηνιαίες". Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2006.

14. Στην παράγραφο 15 του Αρθρου 1 του N. 1078/1980 (ΦΕΚ 238 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

"Κατ΄ εξαίρεση οι στεγαστικές ανάγκες του αγοραστή με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον εξήντα επτά τοις
εκατό (67%) αυξάνονται σε ενενήντα (90) τ.μ.."

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Αρθρο 17

Διευκολύνσεις ληξιπρόθεσμων χρεών

1. Το Αρθρο 18 του Ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

"Αρθρο 18 Περιορισμοί

1. Προϋπόθεση για την εξέταση αιτήματος χορήγησης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής αποτελεί η
πληρωμή παραβόλου υπέρ του Δημοσίου που ανέρχεται σε ποσοστό πέντε τοις χιλίοις (5%ο) επί της
411

υπαγόμενης σε διευκόλυνση βασικής οφειλής , το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των εννιακοσίων
(900) ευρώ.

Δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου όταν η αίτηση αφορά:

α) στη διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αρθρου 82 του Ν.Δ. 356/1974
(ΦΕΚ 90 Α΄) (Κ.Ε.Δ.Ε.),

β) στην απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις της
παραγράφου 4 του Αρθρου 6 του Ν.Δ. 356/1974,

γ) στην επανεξέταση αιτήματος διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση
γ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 14, με εξαίρεση

την οφειλή για την οποία χορηγείται διευκόλυνση για πρώτη φορά.

2. H διευκόλυνση τμηματικής καταβολής χορηγείται για τη ληξιπρόθεσμη βασική οφειλή. Αν όμως στην ίδια
οφειλή, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης διευκόλυνσης, υπάρχουν και μη ληξιπρόθεσμες δόσεις,
τότε περιλαμβάνεται υποχρεωτικά και το ποσό αυτών στην απόφαση της διευκόλυνσης, με εξαίρεση τις
οφειλές από φόρους κληρονομιών - δωρεών - γονικών παροχών. Στις δόσεις που προκύπτουν από το
άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων του προηγούμενου Αρθρου προστίθεται ο αριθμός
των δόσεων που δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες. Αν υφίστανται δύο ή περισσότερες οφειλές με μη
ληξιπρόθεσμες δόσεις, προστίθεται ο αριθμός των δόσεων της οφειλής με τις περισσότερες μη
ληξιπρόθεσμες δόσεις, ο συνολικός όμως αριθμός των δόσεων της διευκόλυνσης δεν μπορεί να υπερβαίνει
τις σαράντα οκτώ (48).

3. Στον ίδιο υπόχρεο και για την ίδια οφειλή επιτρέπεται χορήγηση μέχρι τριών διευκολύνσεων τμηματικής
καταβολής. Η δεύτερη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της πρώτης, με βάση τα
κριτήρια και τους συντελεστές βαρύτητας αυτών, καθώς και με τα οριζόμενα στην προηγούμενη
παράγραφο. Η Τρίτη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της δεύτερης, όμως ο αριθμός
των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον εναπομείναντα αριθμό των δόσεων της δεύτερης διευκόλυνσης
που απωλέστηκε, η δε πρώτη δόση αυτής θα είναι ίση με ποσοστό τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) της
οφειλής για την οποία χορηγείται η τρίτη διευκόλυνση. Επίσης σε κάθε περίπτωση που χορηγείται
διευκόλυνση για αναστολή μέτρου είσπραξης ή χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας, μπορεί να τίθεται
412

αυξημένο ποσό πρώτης δόσης.

4. Επιτρέπεται επανεξέταση άπαξ από την αρμόδια Επιτροπή του Αρθρου 15 κατά τη διάρκεια της πρώτης ή
δεύτερης διευκόλυνσης για αύξηση του αριθμού των δόσεων, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ΄ της
παραγράφου 2 του Αρθρου 14 του παρόντος.

5. Τα ευεργετήματα που ορίζονται στην παράγραφο 3 του Αρθρου 13 παρέχονται μόνο στην πρώτη
διευκόλυνση εφόσον ο υπόχρεος συμμορφώνεται πλήρως, ήτοι καταβάλλει κανονικά όλες τις μηνιαίες
δόσεις αυτής. Για την απόκτηση των ευεργετημάτων του Αρθρου 19 πρέπει να καταβληθεί τουλάχιστον η
πρώτη δόση της διευκόλυνσης, καθώς και το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών που δεν υπάγονται σε
διευκόλυνση.

6. O οφειλέτης χάνει το ευεργέτημα της διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, εφόσον δεν πληρώσει τρεις
συνεχείς μηνιαίες δόσεις αυτής.

2. Το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 15 του Ν. 2648/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

"Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, ορίζονται τα μέλη της Επιτροπής με τους αναπληρωτές τους, μέχρι τέσσερις εισηγητές με
τους αναπληρωτές τους, χωρίς δικαίωμα ψήφου, από τους προϊσταμένους τμημάτων ή υπαλλήλους ΠΕ
κατηγορίας της Διεύθυνσης Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, καθώς και ο γραμματέας αυτής με τον
αναπληρωτή του."

3. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 14 του Ν. 2648/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

"γ) Οφειλετών που ζητούν την επανεξέταση του αιτήματός τους για αύξηση του αριθμού των δόσεων της
διευκόλυνσης που τους χορηγήθηκε από το αρμόδιο όργανο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη
του τρίτου εδαφίου του Αρθρου 17 του παρόντος νόμου. Το αίτημα για την επανεξέταση πρέπει να
υποβληθεί το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την τελευταία εμπρόθεσμη πληρωμή της δόσης της
προηγούμενης διευκόλυνσης και περιλαμβάνει το υπόλοιπο ποσό αυτής, καθώς και τις οφειλές που
κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά το χρονικό διάστημα από τη χορήγησή της μέχρι την ημέρα υποβολής της
αίτησης επανεξέτασης."

4. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 82 του Ν.Δ. 356/1974
413

καταργείται.

5. Στην παράγραφο 1 του Αρθρου 82 του Ν.Δ. 356/1974 προστίθεται περίπτωση δ΄ που έχει ως
ακολούθως:

"δ) από οφειλέτες φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που παρουσιάζουν μερική φοροδοτική ικανότητα. Στην
περίπτωση αυτή μπορεί να περιοριστούν ολικά ή μερικά οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που
επιβαρύνουν την οφειλή."

Αρθρο 18

Βεβαίωση - Είσπραξη και Επιστροφή Εσόδων

1. Η κατά τις κείμενες διατάξεις βεβαίωση τίτλων είσπραξης φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου δεν
πραγματοποιείται όταν το προς βεβαίωση ποσό είναι μικρότερο των τριάντα (30) ευρώ, εκτός αν από ειδική
διάταξη ορίζεται διαφορετικά.

2. Η κατά τις κείμενες διατάξεις επιστροφή φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου δεν πραγματοποιείται
όταν το προς επιστροφή ποσό είναι μικρότερο των πέντε (5) ευρώ, εκτός αν από ειδική διάταξη ορίζεται
διαφορετικά.

3. H παράγραφος 5 του Αρθρου 39 του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

"5. Αμελείται η λήψη των προβλεπόμενων, από τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Ν.Δ. 356/1974)
αναγκαστικών μέτρων είσπραξης σε βάρος οφειλετών, εκτός του μέτρου της κατάσχεσης απαιτήσεων εις
χείρας τρίτων, εφόσον οι συνολικές βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές τους σε δημόσια οικονομική
υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) υπέρ του Δημοσίου ή νομικών προσώπων ή τρίτων δεν υπερβαίνουν τα τριακόσια (300)
ευρώ, εκτός των οφειλών από πρόστιμα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και οφειλών υπέρ Οργανισμών
Τοπικής Αυτοδιοίκησης."

Αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, που έχουν επιβληθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων
αυτών σε βάρος οφειλετών, για οφειλές μικρότερες του ανωτέρω ποσού, αίρονται μετά από αίτηση του
οφειλέτη, εφόσον εξοφληθούν τα έξοδα διοικητικής εκτέλεσης.
414

4. Στο τέλος του Αρθρου 31 του Ν.Δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

"Δεν επιτρέπεται η κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται
περιοδικώς, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο των εξακοσίων (600) ευρώ, στις περιπτώσεις
δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση επί του ενός τετάρτου (1/4) αυτών, το
εναπομένον όμως ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των εξακοσίων (600) ευρώ."

Κατασχέσεις, που έχουν επιβληθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών σε βάρος
οφειλετών που υπάγονται στην ανωτέρω περίπτωση, αίρονται μετά από αίτηση του οφειλέτη.

5. Οι μέχρι την 31.12.2005 βεβαιωμένες ανείσπρακτες οφειλές στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες
(Δ.Ο.Υ.) υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων ή τρίτων, διαγράφονται, εφόσον το συνολικό ποσό της
βασικής οφειλής ανά οφειλέτη, κατά την ημερομηνία ισχύος του παρόντος, δεν υπερβαίνει τα τριάντα (30)
ευρώ. Η διαγραφή γίνεται οίκοθεν με πράξεις του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κατά τις διατάξεις του Π.Δ.
16/1989 (ΦΕΚ 6 Α΄).

6. Στις διατάξεις της παραγράφου 4 του Αρθρου 12 του Ν. 3052/2002 (ΦΕΚ 221 Α΄), πως τροποποιήθηκαν
με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του Αρθρου 17 του Ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149 Α΄) και με τις διατάξεις του
Αρθρου 9 του Ν. 3470/2006 (ΦΕΚ 132 Α΄), υπάγονται και οι οφειλές, οι οποίες είχαν καταστεί
ληξιπρόθεσμες στις Τράπεζες μέχρι 31.12.2005, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους στις αρμόδιες
Δ.Ο.Υ.. Τα ευεργετήματα των ανωτέρω διατάξεων παρέχονται για μεν τις οφειλές που έχουν ήδη βεβαιωθεί
στις Δ.Ο.Υ., εφόσον εξοφληθούν εντός τριμήνου από την ισχύ της διάταξης αυτής, για δε τις οφειλές της
ίδιας κατηγορίας που βεβαιώνονται μετά την ισχύ της διάταξης εφόσον εξοφληθούν εντός τριμήνου από τη
βεβαίωσή τους στις Δ.Ο.Υ..

Αρθρο 19

Ρυθμίσεις χρεών πτωχών οφειλετών

Μετά το Αρθρο 62 του Ν.Δ. 356/1974 "Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων" προστίθεται Αρθρο 62
Α΄, που έχει ως εξής:

"Αρθρο 62 Α Ρύθμιση χρεών πτωχών οφειλετών του Δημοσίου


415

1. Τα πτωχευτικά χρέη των πτωχών οφειλετών του Δημοσίου που είναι βεβαιωμένα στις Δημόσιες
Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και στα Τελωνεία μπορεί να ρυθμίζονται, ύστερα από αίτηση του υπόχρεου,
με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής του Αρθρου
9 του Ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α΄), στην οποία προστίθενται, ως μέλος ένας Πάρεδρος του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους και δύο εισηγητές, εφόσον το συνολικό βασικό χρέος δεν υπερβαίνει το ποσό των
εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ. Αν το συνολικό βασικό χρέος υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό, το αίτημα
εξετάζεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.

2. Ως βασικό χρέος θεωρείται το σύνολο των βεβαιωμένων χρεών, έστω και αν αυτά δεν έχουν καταστεί
ληξιπρόθεσμα, όπως το ύψος τους έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ρύθμισης, μετά
και από τυχόν πληρωμή ή νόμιμη διαγραφή, χωρίς τις κατά το Αρθρο 6 του παρόντος, προσαυξήσεις
εκπρόθεσμης καταβολής.

3. Η ρύθμιση μπορεί να αφορά είτε στην απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη από την καταβολή μέρους ή όλων
των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, των φορολογικών προσαυξήσεων και προστίμων με εφάπαξ
καταβολή του υπολοίπου, είτε στην καταβολή του βασικού χρέους και των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης
καταβολής, σε συνεχείς μηνιαίες δόσεις, είτε σε συνδυασμό και των δύο περιπτώσεων. Ο αριθμός των
μηνιαίων δόσεων δεν μπορεί να υπερβεί τις ενενήντα (90). Από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για
τη ρύθμιση, οι δόσεις δεν επιβαρύνονται με επιπλέον προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, εκτός εάν
καθυστερήσει η καταβολή τους. Η πρώτη δόση είναι καταβλητέα μέσα σε δύο (2) μήνες από την
ημερομηνία αποδοχής της ρύθμισης από τον οφειλέτη και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα
καθενός από τους επόμενους μήνες.

4. Η ρύθμιση τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της μη εμπρόθεσμης πληρωμής τριών (3) συνεχών μηνιαίων
δόσεων. Σε περίπτωση πλήρους συμμόρφωσης του οφειλέτη προς τους όρους της ρύθμισης, το ποσό των
προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, των φορολογικών προσαυξήσεων και προστίμων που
απαλλάχθηκε με τη ρύθμιση ο οφειλέτης, διαγράφεται από τα οικεία βιβλία της Δημόσιας Οικονομικής
Υπηρεσίας ή του Τελωνείου, κατά περίπτωση, εκτός εάν υπάρχουν συνυπόχρεα για την καταβολή του
πρόσωπα, οπότε αναζητούνται από αυτά. Σε περίπτωση πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, η ρύθμιση
ανατρέπεται αυτοδίκαια, χωρίς δήλωση του Δημοσίου, με συνέπεια να καθίσταται αμέσως απαιτητό το
υπόλοιπο χρέος με το σύνολο των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής με τις οποίες επιβαρύνεται από
τη βεβαίωσή του μέχρι την εξόφλησή του.
416

5. Η αποδοχή της ρύθμισης από τον πτωχό οφειλέτη γίνεται με ρητή, ανεπιφύλακτη και χωρίς όρους
δήλωσή του που καταχωρίζεται στο σώμα της απόφασης για τη ρύθμιση και υπογράφεται από αυτόν
παρουσία του προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή του Τελωνείου μέσα σε ένα
(1) μήνα από την πρόσκλησή του. Η αποδοχή της ρύθμισης αποτελεί αναγνώριση της ύπαρξης και του
ύψους του παλαιού χρέους (βασικού και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής).

6. Από την ημέρα υποβολής της αίτησης ρύθμισης αναστέλλεται η παραγραφή των χρεών για όσο χρονικό
διάστημα διαρκεί η ρύθμιση, η δε παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από το
χρόνο ανατροπής της ρύθμισης ή της έκδοσης απορριπτικής απόφασης επί της αίτησης ή της έγγραφης
άρνησης αποδοχής της ρύθμισης ή της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας για την αποδοχή αυτής, κατά
περίπτωση.

7. Για τη ρύθμιση απαιτείται να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) να έχει κηρυχθεί και να βρίσκεται σε
κατάσταση πτώχευσης κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης ο οφειλέτης ή ο αιτών που ευθύνεται για την
πληρωμή χρεών άλλου, φυσικού ή νομικού προσώπου, έστω και αν το τελευταίο δεν έχει κηρυχθεί σε
κατάσταση πτώχευσης, β) τα χρέη να είναι προς το Δημόσιο ή και προς τρίτους μόνον εφόσον έχουν
συμβεβαιωθεί με τα χρέη προς το Δημόσιο, γ) τα χρέη να είναι πτωχευτικά, δ) ο αιτών να μην έχει
καταδικασθεί, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πτώχευσης, για το αδίκημα της δόλιας χρεωκοπίας, ούτε να
έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη ή να εκκρεμεί ποινική δίκη για το αδίκημα αυτό.

8. Η Επιτροπή γνωμοδοτεί για την αποδοχή ή μη της αίτησης ρύθμισης του πτωχού οφειλέτη μετά από
συνεκτίμηση στοιχείων, που αφορούν στην προσωπική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και από τα
οποία αποδεικνύεται η οικονομική αδυναμία άμεσης ή και εφάπαξ πληρωμής του συνόλου ή μέρους των
χρεών του και στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται το επισφαλές ή μη της είσπραξης των απαιτήσεων του
Δημοσίου. Στο πλαίσιο αυτό συνεκτιμώνται ιδίως: α) η ύπαρξη κινητής ή ακίνητης περιουσίας του πτωχού,
η αξία και τα τυχόν βάρη αυτής, β) η εν γένει οικονομική και επαγγελματική κατάσταση, η ηλικία, η
κατάσταση της υγείας του πτωχού και των μελών της οικογένειάς του, γ) οι προς τρίτους υποχρεώσεις του
(υποχρέωση διατροφής, χρέη προς ασφαλιστικά ταμεία και ιδιώτες), δ) το ύψος και το είδος των χρεών
(βασικού και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής), ε) το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία της
πτώχευσης, η ύπαρξη ή μη πτωχευτικής περιουσίας και η αξία αυτής, η αναγγελία ή μη άλλων πιστωτών, τα
προνόμια και το ύψος των απαιτήσεων αυτών.

9. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, καθορίζονται διαδικαστικές λεπτομέρειες εφαρμογής των ανωτέρω."
417

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΟ ΦΟΡΟ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Αρθρο 20

Τροποποίηση διατάξεων επιβολής Φ.Π.Α. σε νεόδμητα ακίνητα

Οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α., ο οποίος κυρώθηκε με το Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), τροποποιούνται,
αντικαθίστανται και συμπληρώνονται ως εξής:

1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

"α) η μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας, η σύσταση ή η παραίτηση από το δικαίωμα προσωπικής ή
πραγματικής δουλείας, η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κύριων,
βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου καθώς και η μεταβίβαση
του δικαιώματος άσκησης της επικαρπίας των ακινήτων της παραγράφου 1."

2. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

"γ) η ιδιοκατοίκηση, η παράδοση σε μη φορολογητέα δραστηριότητα του ιδίου υποκειμένου, η μίσθωση, η


δωρεάν παραχώρηση της χρήσης ή η χρησιμοποίηση για οποιονδήποτε σκοπό ξένο προς την επιχείρηση,
των ακινήτων που προβλέπουν οι διατάξεις του Αρθρου 6,".

3. Η παράγραφος 3 του Αρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής:

"3. Ειδικά για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περίπτωση α΄ του Αρθρου
6 και της παραγράφου 2 περίπτωση γ΄ του Αρθρου 7, η φορολογική υποχρέωση γεννάται και ο φόρος
καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο:

α) υπογραφής του οριστικού συμβολαίου,

β) σύνταξης της έκθεσης κατακύρωσης στην περίπτωση εκούσιου ή αναγκαστικού πλειστηριασμού και μέχρι
τη σύνταξη της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης,
418

γ) μεταγραφής στις λοιπές περιπτώσεις που δεν απαιτείται η κατάρτιση συμβολαιογραφικού εγγράφου,

δ) πραγματοποίησης των πράξεων που προβλέπουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του
Αρθρου 7,

ε) υπογραφής προσυμφώνου, με τον όρο της αυτοσύμβασης που προβλέπει το Αρθρο 235 του Αστικού
Κώδικα εφόσον καταβλήθηκε ολόκληρο το τίμημα και παραδόθηκε η νομή του ακινήτου."

4. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 19 αντικαθίσταται ως εξής:

"δ) για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περίπτωση α΄ του Αρθρου 6, ως
φορολογητέα αξία λαμβάνεται το τίμημα που έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο
υποκείμενος από τον αγοραστή, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, προσαυξημένο με οποιαδήποτε παροχή που
συνδέεται με τις πράξεις αυτές.

Για τις παραδόσεις ακινήτων στον κύριο του οικοπέδου που αναθέτει σε εργολάβο την ανέγερση οικοδομής
με το σύστημα της αντιπαροχής, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται η αξία των κτισμάτων που παραδίδονται
σε αυτόν, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αξία του ιδανικού μεριδίου του οικοπέδου που αντιστοιχεί σε αυτά.
Η αξία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την αξία των ποσοστών του οικοπέδου που μεταβιβάζονται
από τον κύριο του οικοπέδου στον εργολάβο κατασκευαστή ή στον από αυτόν υποδεικνυόμενο τρίτο.

Σε περίπτωση διαχωρισμού της επικαρπίας από την κυριότητα, η αξία της επικαρπίας προσδιορίζεται σε
ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του Αρθρου 15 του
Κώδικα κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία που κυρώθηκε με τον
Ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α΄) όπως ισχύει."

5. Η περίπτωση λα΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 22 αντικαθίσταται ως εξής:

"λα) α) η παράδοση ακινήτων, εκτός από:

- την παράδοση που προβλέπουν οι διατάξεις του Αρθρου 6,

- τις παραδόσεις που προβλέπουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 7,
419

β) η παράδοση ακινήτων σε δικαιούχους απαλλαγής από το φόρο μεταβίβασης κατά την απόκτηση πρώτης
κατοικίας, καθώς και η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κύριων,
βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου που συνίσταται υπέρ των
ανωτέρω ακινήτων. Η απαλλαγή αυτή από το Φ.Π.Α. κρίνεται οριστικά κατά το χρόνο της παράδοσης του
ακινήτου.

6. Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 32 αντικαθίσταται ως εξής:

"ε) κυρωμένο αντίγραφο της έκτακτης περιοδικής δήλωσης ή της ειδικής δήλωσης της περίπτωσης γ΄ της
παραγράφου 4 του Αρθρου 36, όπου προβλέπεται η καταβολή φόρου με τις δηλώσεις αυτές, από τις οποίες
αποδεικνύεται η καταβολή του φόρου."

7. Οι υποπεριπτώσεις i και ii της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 36 αντικαθίστανται και
προστίθεται νέα υποπερίπτωση iii ως εξής:

"i) Ειδική δήλωση Φ.Π.Α., όταν ενεργεί πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 1 και της
περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 6. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται κατά το χρόνο γένεσης της
φορολογικής υποχρέωσης σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του Αρθρου 16. Με την υποβολή
της δήλωσης αυτής, καταβάλλεται εφάπαξ ο αναλογών στην παράδοση του ακινήτου φόρος, αφού
συμψηφισθεί ο φόρος εισροών κατά το ποσοστό που βαρύνει τη μεταβιβαζόμενη ιδιοκτησία, όπως έχει
διαμορφωθεί μέχρι τη χρονική στιγμή γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.

Η ίδια δήλωση υποβάλλεται και για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της
παραγράφου 2 του Αρθρου 7, χωρίς την καταβολή του φόρου, ο οποίος καταβάλλεται με την περιοδική
δήλωση Φ.Π.Α. της οικείας φορολογικής περιόδου.

ii) Ειδικά έντυπα απεικόνισης του συνολικού κόστους της οικοδομής και κατανομής αυτού στις επί μέρους
ιδιοκτησίες, προϋπολογιστικά και απολογιστικά.

iii) Γνωστοποίηση για τη χρησιμοποίηση ακινήτου, το οποίο κατασκευάστηκε ως εμπορεύσιμο στοιχείο


επιχείρησης, ως παγίου σε φορολογητέα δραστηριότητα, καθώς και για ακίνητο το οποίο απαλλοτριώθηκε.
Η γνωστοποίηση αυτή υποβάλλεται ταυτόχρονα με την περιοδική δήλωση της φορολογικής περιόδου κατά
την οποία άρχισε η χρησιμοποίηση ή πραγματοποιήθηκε η απαλλοτρίωση."
420

8. Η παράγραφος 3 του Αρθρου 37 αντικαθίσταται ως εξής:

"3. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται: α) να μη συντάσσουν έγγραφα για πράξεις που προβλέπουν οι


διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περίπτωση α΄ του Αρθρου 6, πλην της περίπτωσης αναγκαστικής
απαλλοτρίωσης, ή για πράξεις για τις οποίες ο φόρος καταβάλλεται με έκτακτη δήλωση, εφόσον δεν
παραδίδεται σε αυτούς θεωρημένο αντίγραφο της ειδικής δήλωσης που προβλέπει η διάταξη της
περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 36 και του σχετικού ή σχετικών διπλοτύπων καταβολής του
φόρου ή της έκτακτης δήλωσης, κατά περίπτωση,

β) να αναγράφουν στα πιο πάνω έγγραφα τον αύξοντα αριθμό της ειδικής δήλωσης που προβλέπει η
διάταξη της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 36 και του σχετικού ή σχετικών διπλοτύπων
καταβολής του φόρου ή της έκτακτης δήλωσης, κατά περίπτωση."

9. Οι παράγραφοι 4 και 5 του Αρθρου 37 αναριθμούνται σε 5 και 6 και προστίθεται νέα παράγραφος 4 ως
εξής:

"4. Ο υποθηκοφύλακας ή ο προϊστάμενος του κτηματολογικού γραφείου είναι υποχρεωμένος να αρνηθεί τη


μεταγραφή σύμβασης ή δικαστικής απόφασης ή οποιασδήποτε άλλης πράξης που αφορά πράξεις επί
ακινήτων που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περίπτωση α΄ του Αρθρου 6, πλην της
αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αν δεν προσκομίζεται σε αυτόν αντίγραφο της ειδικής δήλωσης της
περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 36."

10. Στο Αρθρο 38 η παράγραφος 10 αναριθμείται σε 11 και προστίθεται νέα παράγραφος 10 ως εξής:

"10. Η ειδική δήλωση της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 36 ανακαλείται στις περιπτώσεις
ματαίωσης του συμβολαίου, ύστερα από αίτηση του υποκειμένου η οποία υποβάλλεται με την ίδια αίτηση
για ακύρωση της πράξης προσδιορισμού του φόρου σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του
Αρθρου 56."

11. Στο Αρθρο 56 προστίθεται νέα παράγραφος 2 ως εξής:

"2. Ειδικά, πράξη προσδιορισμού του φόρου που εκδόθηκε σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της
παραγράφου 2 του Αρθρου 48 επί ειδικής δήλωσης της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 36
είτε κατ΄ αυτής ασκήθηκε προσφυγή είτε επετεύχθη διοικητική επίλυση της διαφοράς είτε περαιώθηκε ως
421

ειλικρινής, δύναται να ακυρωθεί για έναν από τους παρακάτω λόγους:

α) σε περίπτωση ματαίωσης συμβολαίου,

β) σε περίπτωση διόρθωσης στοιχείων εκ παραδρομής δηλωθέντων λανθασμένα στην ειδική δήλωση, πλην
του φόρου των εισροών, πριν την υπογραφή του συμβολαίου.

Για την ακύρωση αποφασίζει ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ., ύστερα από αίτηση του υποκειμένου, εφόσον
προσκομίζεται το πρωτότυπο της ειδικής δήλωσης και βεβαιώνεται από τον συμβολαιογράφο επί του
σώματος αυτής ότι δεν έγινε η μεταβίβαση."

12. Η ισχύς των διατάξεων του Αρθρου αυτού αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 2006.

Αρθρο 21

Τροποποίηση των διατάξεων σχετικά με τις παραδόσεις των ανακυκλώσιμων απορριμμάτων

1. Οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. ο οποίος κυρώθηκε με τον Ν. 2859/2000 τροποποιούνται και
συμπληρώνονται ως εξής:

Προστίθεται νέα υποπερίπτωση εε΄ στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 35 ως εξής:

"εε) Παράδοση αγαθών που πραγματοποιείται κατά την έννοια των διατάξεων του Αρθρου 39α".

2. Το Αρθρο 39α, που προστέθηκε με την παράγραφο 16 του Αρθρου 19 του Ν. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α΄),
τροποποιείται ως εξής:

"1. Οι υποκείμενοι στο φόρο που πραγματοποιούν σε άλλους υποκείμενους παραδόσεις ανακυκλώσιμων
απορριμμάτων, όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 2 του Αρθρου αυτού, θεωρείται ότι διενεργούν
πράξεις απαλλασσόμενες με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους και κατά συνέπεια δεν
επιβαρύνουν με Φ.Π.Α. το φορολογικό στοιχείο που εκδίδουν. Υποχρεούνται όμως να αναγράφουν στο
στοιχείο αυτό την ένδειξη "Αρθρο 39α, υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο αγοραστής των
αγαθών".
422

2. Ως παραδόσεις ανακυκλώσιμων απορριμμάτων, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου,
θεωρούνται οι κατωτέρω παραδόσεις εφόσον προορίζονται για ανακύκλωση:

α) παραδόσεις απορριμμάτων σιδηρούχων και μη σιδηρούχων μετάλλων, αποκομμάτων και άλλων


χρησιμοποιημένων υλικών,

β) παραδόσεις ημικατεργασμένων προϊόντων από σιδηρούχα και μη σιδηρούχα μέταλλα,

γ) παραδόσεις υπολειμμάτων και λοιπών ανακυκλώσιμων υλικών αποτελούμενων από σιδηρούχα και μη
σιδηρούχα μέταλλα, κράματα, σκουριές, φολίδες ή τέφρα και βιομηχανικών υπολειμμάτων που περιέχουν
μέταλλα ή κράματα μετάλλων,

δ) παραδόσεις ξεσμάτων και αποκομμάτων, απορριμμάτων και χρησιμοποιούμενων ανακυκλώσιμων υλικών


αποτελούμενων από υαλοθραύσματα, γυαλί, χαρτί, χαρτόνι, ράκη, οστά, δέρμα φυσικό ή τεχνητό,
διφθέρες, ακατέργαστα δέρματα και δορές, τένοντες και νεύρα,

σπάγκους, σχοινιά και παλαμάρια, καλώδια, καουτσούκ και πλαστικές ύλες,

ε) παραδόσεις αποκομμάτων και απορριμμάτων που προκύπτουν από την επεξεργασία πρώτων υλών,

στ) παραδόσεις των υλικών που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ μετά από καθαρισμό,
στίλβωση, διαλογή, κοπή, τεμαχισμό και συμπίεση."

3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν για πράξεις που διενεργούνται από 1ης
Ιανουαρίου 2007.

4. Οι διατάξεις του Αρθρου 42 του Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α΄) έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις
επιχειρήσεις που προμηθεύτηκαν ανακυκλώσιμα απορρίμματα μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με φορολογικά στοιχεία που εκδόθηκαν μέχρι την ημερομηνία αυτή από τους
φερόμενους στα στοιχεία αυτά προμηθευτές των ανακυκλώσιμων απορριμμάτων, εφόσον μέσα σε
αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, εάν μέχρι τότε έχουν κοινοποιηθεί πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α., προστίμου Φ.Π.Α., Κ.Β.Σ.
ή εντός εξήντα (60) ημερών από της κοινοποιήσεως των παραπάνω πράξεων, καταβληθεί από τους λήπτες
των παραπάνω φορολογικών στοιχείων ο αναφερόμενος σε αυτά φόρος προστιθέμενης αξίας.
423

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και στις υποθέσεις που αναφέρονται στην
παράγραφο 2 του ως άνω Αρθρου 42, εφόσον, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από
τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καταβληθεί από τους λήπτες των
φορολογικών στοιχείων ο αναφερόμενος σε αυτά φόρος προστιθέμενης αξίας.

Αρθρο 22

Μείωση συντελεστή Φ.Π.Α. που εφαρμόζεται στα αγαθά τα οποία προορίζονται για χρήση από
άτομα με αναπηρία

Οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίστανται ως εξής:

Στις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ - ΑΓΑΘΑ- του Παραρτήματος ΙΙΙ (ΑΓΑΘΑ και ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ
ΣΕ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ Φ.Π.Α. 9%) του Ν. 2859/2000:

Α. Τροποποιούνται οι παράγραφοι 47, 48 και 49 ως εξής:

"47. Αμαξάκια τύπου πολυθρόνας και άλλα οχήματα για αναπήρους, έστω και με κινητήρα ή άλλο
μηχανισμό προώθησης, ανταλλακτικά αναπηρικού αμαξιδίου και ερεσίνωτο (Δ.Κ. 8713 και ΕΧ 8714).

48. Αντισυλληπτικές συσκευές που ονομάζονται "ενδομήτρια αντισυλληπτικά", αυτολιπεαιόμενοι καθετήρες,


καθετήρες κεντρικοί για αιμοκάθαρση, καθετήρες σίτισης, καθετήρες περιτοναϊκής, καθετήρες κύστεως
υπερειδικές, σύριγγες σίτισης, πιεσόμετρα ομιλούντα, βελόνες (για τις πένες ινσουλίνης), βελόνες τεχνητού
νεφρού (Δ.Κ. ΕΧ 9018).

49. Είδη και συσκευές ορθοπεδικής, στα οποία περιλαμβάνονται και οι ιατροχειρουργικές ζώνες και
επίδεσμοι και οι πατερίτσες. Νάρθηκες, υποστηρίγματα και άλλα είδη και συσκευές για κατάγματα. Είδη και
συσκευές προσθέσεως. Συσκευές για τη διευκόλυνση της ακοής στους κουφούς και άλλες συσκευές που
κρατιούνται με το χέρι, φέρονται από τα πρόσωπα ή εισάγονται στον ανθρώπινο οργανισμό, με σκοπό την
αναπλήρωση μιας έλλειψης ή τη θεραπεία μιας αναπηρίας. Συσκευές έκχυσης ινσουλίνης. Εξαιρούνται τα
μέρη και εξαρτήματα των παραπάνω αγαθών (Δ.Κ. ΕΧ 9021)."

Β. Προστίθενται δύο νέες διατάξεις στο τέλος του ως άνω Παραρτήματος ΙΙΙ, ως εξής:
424

"56. Ανυψωτικό τουαλέτας (Δ.Κ. ΕΧ 3922), μπανιέρες για ανάπηρους (Δ.Κ. ΕΧ 3922, 6910, 7324),
στηθόδεσμος μαστεκτομής - μαγιώ μαστεκτομής (Δ.Κ. ΕΧ 6212, 6112, 6211), προγράμματα για
ηλεκτρονικούς υπολογιστές (jaws, supernova, hall, φωναισθησίας, file reader) (Δ.Κ. ΕΧ 8524), εκτυπωτές
Braille (Δ.Κ. ΕΧ 8471), ρολόγια χειρός (Braille) (Δ.Κ. ΕΧ 9102), πινακίδες γραφής (Braille), μέτρα
(BRAILLE) (Δ.Κ. ΕΧ 9017), μπαστούνια (λευκά και ηλεκτρονικά) (Δ.Κ. ΕΧ 6602), κασετόφωνα με 4 TRACKS
(Braille) (Δ.Κ. ΕΧ 8519 και ΕΧ 8520), ταινίες μέτρησης σακχάρου (Δ.Κ. ΕΧ 3822), τα οποία προορίζονται
για την εξυπηρέτηση ατόμων με ειδικές ανάγκες.

57. Καθίσματα μπάνιου, αντλία αποσιδήρωσης για μεσογειακή αναιμία, σύστημα τραχειοστομίας - τρα-
χειοσωλήνες - φίλτρα, περπατούρα, τρίποδο, σύστημα φωτεινής ειδοποίησης, δέκτης φωτεινών σημάτων,
Braille display, scanner, Braille note taker, προγράμματα κινητών τηλεφώνων σε ελληνική και ξένη έκδοση
(mobile speak, speaking phone), πλαίσια γραφής για άτομα με μειωμένη όραση (Braille), κάλτσες Α.Γ. ή
Κ.Γ., κάλτσες κολοβώματος, φίλτρα αιμοκάθαρσης, αιμοδιήθησης, αιμοδιαδιήθησης και πλασμαφαίρεσης,
γραμμές αιμοκάθαρσης, αιμοδιήθησης, αιμοδιαδιήθησης και πλασμαφαίρεσης, σάκοι περισυλλογής υγρού
προετοιμασίας φίλτρων, Y-connectors, σετ φλεβοκέντησης κατά την αιμοκάθαρση, φύσιγγες
διττανθρακικών, συνδετικό από τιτάνιο, γραμμή σύνδεσης και αποχέτευσης, σάκοι αποχέτευσης, κασέτες
σύνδεσης, Clamp (λαβίδες), βαλίτσα περιτοναϊκής κάθαρσης (SMART PD CASE), αναλώσιμο υλικό για
κολοστομίες, τα οποία προορίζονται για την εξυπηρέτηση ατόμων με ειδικές ανάγκες."

Αρθρο 23

Μείωση συντελεστή Φ.Π.Α. σε ορισμένες υπηρεσίες

1. Οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίστανται και συμπληρώνονται ως εξής:

Στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β΄ - ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ - του Παραρτήματος ΙΙΙ (ΑΓΑΘΑ και ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΟΥ
ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΕ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ Φ.Π.Α. 9%) του N. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), όπως ισχύει, προστίθενται νέες
παράγραφοι 16 και 17, ως εξής:

"16. Επισκευής ποδηλάτων, υποδημάτων και δερματίνων ειδών.

17. Ανακαίνιση και επισκευή παλαιών ιδιωτικών κατοικιών, εξαιρουμένων των υλικών των οποίων η αξία
υπερβαίνει το ποσό που προβλέπεται από την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 3 του Κώδικα
425

Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992 ΦΕΚ 84 Α΄)."

2. Οι διατάξεις του Αρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2007.

Αρθρο 24

Παροχή δικαιώματος επιλογής υπαγωγής το Φ.Π.Α. των εμπορικών κέντρων

1. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 8 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:

"δ) η μίσθωση βιομηχανοστασίων και χρηματοθυρίδων. Επίσης, η μίσθωση, αυτοτελώς ή στα πλαίσια
μικτών συμβάσεων, χώρων που πραγματοποιείται από επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται εμπορικά κέντρα
εφόσον ο υποκείμενος το επιθυμεί και υποβάλλει για αυτό αίτηση επιλογής φορολόγησης,".

2. Στο Αρθρο 8 του Κώδικα Φ.Π.Α. προστίθεται νέα παράγραφος 5 ως εξής:

"5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται η έννοια του εμπορικού κέντρου,
καθώς και οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και οι λεπτομέρειες άσκησης της επιλογής της περίπτωσης δ΄ της
παραγράφου 2, καθώς και οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής των διατάξεων του Αρθρου αυτού."

3. Η περίπτωση κστ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 22 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:

"κστ) οι μισθώσεις ακινήτων, εκτός αυτών της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 8".

4. Στην παράγραφο 2 του Αρθρου 33 του Κώδικα Φ.Π.Α. προστίθενται εδάφια ως εξής:

"Για τα εμπορικά κέντρα, για τα οποία πραγματοποιείται επιλογή φορολόγησης, σύμφωνα με την περίπτωση
δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 8, η έκπτωση του φόρου που ενεργήθηκε υπόκειται σε δεκαετή
διακανονισμό με αφετηρία το έτος χρησιμοποίησής τους. Ο διακανονισμός ενεργείται κάθε έτος για το ένα
δέκατο (1/10) του φόρου που επιβάρυνε το αγαθό, ανάλογα με τις μεταβολές του δικαιώματος έκπτωσης.
Για τα εμπορικά κέντρα, για τα οποία στις 31.12.2006 δεν έχει παρέλθει η πενταετής περίοδος
διακανονισμού, το εναπομένον προς διακανονισμό ποσό του φόρου διακανονίζεται με βάση συνολική
περίοδο δέκα (10) ετών."
426

5. Οι διατάξεις του Αρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2007.

Αρθρο 25

Λοιπές διατάξεις Φ.Π.Α.

1. Στις διατάξεις του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:

α. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 19 αντικαθίσταται ως εξής:

"Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, δύναται ο υποκείμενος στο φόρο να μην αναγράφει φόρο για
την αξία της συσκευασίας τόσο κατά την παράδοση όσο και κατά την επιστροφή αυτής. Οφείλεται, όμως, ο
φόρος στην αξία της συσκευασίας όταν αυτή δεν επιστρέφεται."

β. Η περίπτωση στ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 30 καταργείται.

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2006.

3. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 30 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:

"β) αγοράς, εισαγωγής ή ενδοκοινοτικής απόκτησης οινοπνευματωδών ή αλκοολούχων ποτών, εφόσον


αυτά προορίζονται για την πραγματοποίηση μη φορολογητέων πράξεων."

Αρθρο 26

Τέλη χαρτοσήμου εργολαβικών συμβάσεων

Εργολαβικά προσύμφωνα για ανέγερση οικοδομών με το σύστημα της αντιπαροχής που καταρτίζονται μετά
την 1η Ιανουαρίου 2006 και η άδεια οικοδομής είχε εκδοθεί μέχρι 31.12.2005 υπόκεινται σε τέλος
χαρτοσήμου τρία επί τοις εκατό (3%) εφαρμοζομένων αναλογικά των διατάξεων της παρ.9 του Αρθρου 15ε
του προεδρικού διατάγματος της 28.7.1931 (ΦΕΚ 239 Α΄) "Περί κώδικος των νόμων περί τελών
χαρτοσήμου".

Για εργολαβικά προσύμφωνα που έχουν καταρτιστεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, τα
427

αναλογούντα τέλη χαρτοσήμου δεν αναζητούνται από τους συμβολαιογράφους που τα κατάρτισαν, αλλά
από τους κατασκευαστές - εργολάβους, οι οποίοι οφείλουν να τα αποδώσουν στην αρμόδια Δημόσια
Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) χωρίς την επιβολή προσαυξήσεων, εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση
του νόμου αυτού.

Επιστρέφονται τα καταβληθέντα τέλη χαρτοσήμου και η εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α., για εργολαβικά προσύμφωνα
ανέγερσης οικοδομών με το σύστημα της αντιπαροχής που καταρτίστηκαν μέχρι 31.12.2005 και η άδεια
οικοδομής εκδόθηκε μετά την 1.1.2006 και η παράδοση των κτισμάτων υπάγεται σε Φ.Π.Α.. Για την
επιστροφή απαιτείται υποβολή αίτησης του δικαιούχου εντός τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από τη
δημοσίευση του παρόντος νόμου.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Οι διατάξεις του Π.Δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α΄) τροποποιούνται, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται ως
ακολούθως:

Αρθρο 27

Γενικές διατάξεις

1. Το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

"Επιτηδευματίας για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος λογίζεται και κάθε αλλοδαπό νομικό
πρόσωπο οποιασδήποτε μορφής που δεν έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα, εφόσον αναγείρει ακίνητο εντός
της ελληνικής επικράτειας ή πραγματοποιεί σε τέτοιο ακίνητο προσθήκες ή επεκτάσεις."

2. Στην παράγραφο 1 του Αρθρου 2 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

"Δεν θεωρούνται επιτηδευματίες:

α) ο αγρότης και η αγροτική εκμετάλλευση που ορίζονται από τα άρθρα 41 και 42 του Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ
428

248 Α΄), εφόσον δεν έχουν ενταχθεί για τη δραστηριότητά τους αυτή στο κανονικό καθεστώς του νόμου
αυτού,

β) το φυσικό πρόσωπο πλην του ελεύθερου επαγγελματία που παρέχει υπηρεσίες περιστασιακά σε
επιτηδευματία ή σε πρόσωπο της παραγράφου 3 του Αρθρου αυτού και το σύνολο των ετήσιων αμοιβών
του δεν υπερβαίνει το όριο της παραγράφου 5 του Αρθρου αυτού για αυτούς που παρέχουν υπηρεσίες,
εφόσον δεν είναι επιτηδευματίας από άλλη αιτία,

γ) ο συγγραφέας δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, ο συνταξιούχος για την πρώτη μετά τη συνταξιοδότησή
του έκδοση βιβλίου και ο εισηγητής επιμορφωτικών

σεμιναρίων δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ή συνταξιούχος, εφόσον τα πρόσωπα αυτά δεν είναι
επιτηδευματίες από άλλη αιτία,

δ) το φυσικό πρόσωπο που σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Αρθρου 3 του Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄)
δεν θεωρείται ότι ασκεί δραστηριότητα υπαγόμενη στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, με την προϋπόθεση ότι
δεν έχει την ιδιότητα του επιτηδευματία από άλλη αιτία και παρέχει υπηρεσίες προς τα πρόσωπα της
παραγράφου 3 του Αρθρου αυτού,

ε) το φυσικό πρόσωπο που συνδέεται με σχέση μίσθωσης έργου με φορέα εκτέλεσης ερευνητικού έργου το
οποίο χρηματοδοτείται ή επιχορηγείται γενικώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον δεν είναι
επιτηδευματίας από άλλη αιτία, το ποσό αυτών των αμοιβών του δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του ορίου που
ορίζεται από την παράγραφο 5 του Αρθρου αυτού για αυτούς που παρέχουν υπηρεσίες και οι υπηρεσίες που
παρέχει αφορούν αποκλειστικά το ερευνητικό έργο που χρηματοδοτείται ή επιχορηγείται από την
Ευρωπαϊκή Ένωση."

3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

"Τις υποχρεώσεις της προηγούμενης παραγράφου έχει και η κοινοπραξία επιτηδευματιών, που θεωρείται
επιτηδευματίας για την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα αυτού, εφόσον έχει ορισμένη επαγγελματική
διεύθυνση, αποβλέπει στη διενέργεια συγκεκριμένης πράξης, αποδεικνύεται με έγγραφη συμφωνία, που
κατατίθεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) πριν από την έναρξη των εργασιών της,
και τα μέλη της είναι, διαζευκτικά ή αθροιστικά: α) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που το καθένα ασκεί δική του
επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα, β) ομόρρυθμο μέλος διαφορετικής ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης
429

εταιρίας, γ) αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί επιχείρηση εκτός της ελληνικής επικράτειας, με
την προϋπόθεση ότι έχει λάβει αριθμό φορολογικού μητρώου στην Ελλάδα πριν τη συμμετοχή του στην
κοινοπραξία και αυτή εκπροσωπείται από ημεδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο."

4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του Αρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

"Το Δημόσιο, το ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή επιτροπή ή ένωση προσώπων μη κερδοσκοπικού
χαρακτήρα, το αλλοδαπό νομικό πρόσωπο που δεν έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα και αποκτά κυριότητα ή
άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου στην ημεδαπή, οι ξένες αποστολές και οι διεθνείς οργανισμοί
υποχρεούνται μόνο στη λήψη, έκδοση, υποβολή και διαφύλαξη των στοιχείων που ορίζονται ρητά από τον
Κώδικα αυτόν."

5. Η παράγραφος 4 του Αρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

"4. Οι αγρότες και οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις που ορίζονται από τα άρθρα 41 και 42 του Ν. 2859/2000
(ΦΕΚ 248 Α΄), εφόσον δεν έχουν ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς του νόμου αυτού, υποχρεούνται να
εκδίδουν μόνο δελτίο αποστολής στις περιπτώσεις που ρητά ορίζεται από τον Κώδικα αυτόν."

6. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του Αρθρου 2 τα όρια των εννέα χιλιάδων (9.000) ευρώ και των
τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ αντικαθίστανται σε δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ και πέντε χιλιάδες
(5.000) ευρώ αντίστοιχα.

7. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 5 του Αρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

"Ειδικά και ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων απαλλάσσεται από την τήρηση βιβλίων, με
την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του Αρθρου 4 του παρόντος Κώδικα, ο πράκτορας
κρατικών λαχείων και παιγνίων (ΠΡΟ-ΠΟ, ΛΟΤΤΟ και συναφή), ο εφημεριδοπώλης, ο υποπράκτορας
εφημερίδων και περιοδικών και ο πλανόδιος λαχειοπώλης, μόνο για τις δραστηριότητες αυτές. Τα πρόσωπα
αυτά, εάν διατηρούν και άλλο κλάδο πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, για την υποχρέωση τήρησης
βιβλίων για τον κλάδο αυτόν κρίνονται αυτοτελώς."

8. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 5 του Αρθρου 2 καταργείται.

9. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 3 αντικαθίσταται ως εξής:


430

"δ) ως παροχή υπηρεσιών και: αα) η διάθεση ηλεκτρομαγνητικών ή άλλων μέσων στα οποία
ενσωματώνεται το δικαίωμα λήψης υπηρεσιών, ββ) η παροχή λογισμικού και η ενημέρωσή του, γγ) η
επεξεργασία αγαθών τρίτων με τη χρησιμοποίηση ή μη ίδιων υλικών, των οποίων το κόστος σε κάθε
περίπτωση δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο (1/3) της συνολικής αμοιβής, δδ) η περίπτωση κατά την οποία
χρησιμοποιούνται υλικά, των οποίων το κόστος σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο (1/3) της
συνολικής αμοιβής, με την προϋπόθεση ότι από τη χρησιμοποίηση των υλικών αυτών δεν παράγεται νέο
είδος αγαθού."

Αρθρο 28

Βιβλία επιτηδευματιών

1. Η παράγραφος 1 του Αρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:

"1. Ο επιτηδευματίας εντάσσεται σε κατηγορία βιβλίων όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 6 του
Αρθρου αυτού ή απαλλάσσεται από την τήρηση βιβλίων όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του Αρθρου 2 του
Κώδικα αυτού από την έναρξη κάθε διαχειριστικής του περιόδου."

2. Τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου 2 του Αρθρου 4 αντικαθίστανται ως εξής:

"Στην τρίτη κατηγορία:

α) Οι ημεδαπές και αλλοδαπές ανώνυμες και περιορισμένης ευθύνης εταιρίες.

β) Τα πρόσωπα των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 101 του Κώδικα
Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 2238/1994 - ΦΕΚ 151 Α΄) που ασχολούνται με την ανέγερση και πώληση
οικοδομών ή την κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων, καθώς και οι κοινοπραξίες που έχουν
το ίδιο αντικείμενο εργασιών, εφόσον σε αυτές συμμετέχει τουλάχιστον ένα από τα πρόσωπα της παρούσας
περίπτωσης ή ημεδαπή ανώνυμη ή περιωρισμένης ευθύνης εταιρεία.

γ) Οι ομόρρυθμες και οι ετερόρρυθμες εταιρείες, οι κοινωνίες αστικού δικαίου και οι αστικές εταιρίες που
ασχολούνται με την ανέγερση και πώληση οικοδομών για όλες τις δραστηριότητές τους, εφόσον σε αυτές
συμμετέχει τουλάχιστον ένα από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του Αρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας
431

Εισοδήματος.

δ) Οι κοινοπραξίες στις οποίες εισφέρεται η κατασκευή τμήματος ή ολόκληρου δημόσιου ή ιδιωτικού

τεχνικού έργου από τις κοινοπραξίες της περίπτωσης β΄."

3. Οι περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 4 αντικαθίστανται ως εξής:

"α) Ο εκμεταλλευτής πλοίου δεύτερης κατηγορίας του Αρθρου 3 του Ν. 27/1975, καθώς και ο
επιτηδευματίας του οποίου τα καθαρά κέρδη προσδιορίζονται με ειδικό τρόπο σύμφωνα με τις διατάξεις περί
φορολογίας εισοδήματος, με εξαίρεση τον επιτηδευματία που ασχολείται με την κατασκευή δημόσιων ή
ιδιωτικών τεχνικών έργων.

β) Ο πράκτορας εφημερίδων και περιοδικών, καθώς και ο πρατηριούχος χονδρικής πώλησης


καπνοβιομηχανικών προϊόντων."

4. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:

"β) ο πωλητής οπωρολαχανικών, νωπών αλιευμάτων και λοιπών αγροτικών προϊόντων αποκλειστικά στις
κινητές λαϊκές αγορές ή πλανοδίως,".

5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του Αρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:

"Στην κατηγορία που αντιστοιχεί στα ετήσια ακαθάριστα έσοδά τους, όχι όμως σε κατηγορία κατώτερη της
δεύτερης, οι λοιποί επιτηδευματίες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για τους οποίους δεν προβλέπεται ένταξη με
βάση τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του Αρθρου αυτού, οι νέοι επιτηδευματίες κατά την έναρξη
των εργασιών τους, για τους οποίους δεν προβλέπεται ειδική ένταξη, καθώς και οι αστικές επαγγελματικές
εταιρείες δικηγόρων που προεδρικού διατάγματος 518/1989 (ΦΕΚ 220 Α΄)."

6. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του Αρθρου 4 τα όρια τήρησης βιβλίων αντικαθίστανται και
προστίθενται στην παράγραφο αυτή δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο ως εξής:

"Κατηγορίες βιβλίων όρια ακαθάριστων εσόδων


432

Πρώτη μέχρι και 150.000 ευρώ

Δεύτερη μέχρι και 1.500.000 ευρώ

Τρίτη άνω των 1.500.000 ευρώ"

"Ειδικά οι ομόρρυθμες και οι ετερόρρυθμες εταιρείες, οι κοινωνίες αστικού δικαίου, οι αστικές εταιρείες και
οι κοινοπραξίες, οι οποίες ασχολούνται με την ανέγερση και πώληση οικοδομών και στις οποίες δεν
συμμετέχει πρόσωπο της παραγράφου 1 του Αρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, καθώς και
οι επιτηδευματίες φυσικά πρόσωπα που ασχολούνται με το ίδιο αντικείμενο εργασιών για τις διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από 1.1.2008 και μετά εντάσσονται στην τρίτη κατηγορία βιβλίων για τη
δραστηριότητα αυτή, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα της προηγούμενης κάθε φορά διαχειριστικής
περιόδου υπερβαίνουν τα πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ. Όποιος από τους επιτηδευματίες αυτούς
ασχολείται και με την κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων, για την ένταξη σε κατηγορία
βιβλίων ο κλάδος αυτός κρίνεται αυτοτελώς με βάση τα όρια του πρώτου εδαφίου της παρούσας
παραγράφου. Στην περίπτωση που έχει παράλληλα και άλλο κλάδο πώλησης αγαθών ή παροχής
υπηρεσιών, τηρεί για όλες τις δραστηριότητές του τα βιβλία της κατηγορίας που αντιστοιχεί στο σύνολο των
ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του, με βάση τα όρια του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου."

7. Στο τέλος της παραγράφου 7 του Αρθρου 4 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

"Για την υποχρέωση σύνταξης απογραφής από τον επιτηδευματία της δεύτερης κατηγορίας κατά την πρώτη
διαχειριστική του περίοδο τα ακαθάριστα έσοδα αυτής δεν ανάγονται σε ετήσια."

8. Η παράγραφος 4 του Αρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:

"4. Τα ποσά των εξόδων μέχρι εκατόν πενήντα (150) ευρώ έκαστο και ο Φ.Π.Α. που αντιστοιχεί σε αυτά
μπορεί να καταχωρούνται καθημερινά στις στήλες που αφορούν συγκεντρωτικά με ένα ποσό, με αναγραφή
και του πλήθους των αντίστοιχων δικαιολογητικών."

9. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του Αρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

"γ) Η αξία αγοράς και πώλησης των πάγιων στοιχείων, ο Φ.Π.Α. που αναλογεί σε αυτές, καθώς και οι
αποσβέσεις τους, όταν εξάγεται λογιστικό αποτέλεσμα."
433

10. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του Αρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

"Μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού
έτους στο βιβλίο εσόδων - εξόδων καταχωρείται ανάλυση των ακαθάριστων εσόδων από πωλήσεις αγαθών
και παροχή υπηρεσιών, με διάκριση λιανικών - χονδρικών πωλήσεων, καθώς και των εξόδων για αμοιβές
προσωπικού και τρίτων, για ενοίκια, για τόκους και για λοιπά έξοδα."

11. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 2 του Αρθρου 7 αντικαθίστανται ως εξής:

"Διατάξεις που επιβάλλουν την τήρηση κλαδικών λογιστικών σχεδίων κατισχύουν των διατάξεων των
προηγούμενων εδαφίων."

12. Ο τίτλος και οι διατάξεις του Αρθρου 8 αντικαθίστανται ως εξής:

"Αρθρο 8 Βιβλίο αποθήκης, παραγωγής - κοστολογίου, τεχνικών προδιαγραφών

1. Ο επιτηδευματίας που πωλεί αγαθά για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων ή για ίδιο
λογαριασμό και για λογαριασμό τρίτων, εφόσον κατά τις δύο προηγούμενες διαχειριστικές περιόδους τα
ετήσια ακαθάριστα έσοδά του υπερέβησαν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ ή το ποσό
των έξι εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (6.500.000) ευρώ προκειμένου για επιτηδευματία που πωλεί
τα αγαθά του εκτός της χώρας κατά ποσοστό άνω του ογδόντα τοις εκατό (80%), τηρεί βιβλίο αποθήκης.
Στο βιβλίο αποθήκης καταχωρούνται για κάθε αγαθό οι αγορές και οι πωλήσεις κατά είδος, ποσότητα και
αξία και η ποσοτική διακίνηση κατά είδος και ποσότητα κατά την εισαγωγή και εξαγωγή. Τα αγαθά των
τρίτων παρακολουθούνται ξεχωριστά τουλάχιστον κατά είδος και ποσότητα.

2. Ο επιτηδευματίας που ενεργεί επεξεργασία για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων ή για ίδιο
λογαριασμό και για λογαριασμό τρίτων, εφόσον κατά τις δύο προηγούμενες διαχειριστικές περιόδους τα
ετήσια ακαθάριστα έσοδά του υπερέβησαν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ ή το ποσό
των έξι εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (6.500.000) ευρώ προκειμένου για επιτηδευματία που πωλεί
τα προϊόντα του εκτός της χώρας ή ενεργεί επεξεργασία για λογαριασμό κατοίκου άλλης χώρας κατά
ποσοστό άνω του ογδόντα τοις εκατό (80%) του συνόλου των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του κλάδου
επεξεργασίας, τηρεί βιβλίο αποθήκης πρώτων υλών, βοηθητικών υλών, υλικών συσκευασίας, έτοιμων
προϊόντων και υποπροϊόντων. Στο βιβλίο αποθήκης καταχωρούνται, για κάθε αγαθό, οι αγορές και
434

πωλήσεις κατ΄ είδος, ποσότητα και αξία και η εντός και εκτός της επιχείρησης ποσοτική διακίνηση κατ΄
είδος και ποσότητα. Όταν ο επιτηδευματίας ενεργεί επεξεργασία για λογαριασμό τρίτων, στο βιβλίο
αποθήκης παρακολουθούνται μόνο οι πρώτες ύλες, οι βοηθητικές ύλες, τα υλικά συσκευασίας και τα έτοιμα
προϊόντα των τρίτων ξεχωριστά τουλάχιστον κατ΄ είδος και ποσότητα.

Η αξία κτήσης των πρώτων υλών, των βοηθητικών υλών και των υλικών συσκευασίας που διατέθηκαν για
την επεξεργασία, καθώς και το κόστος των έτοιμων προϊόντων και υποπροϊόντων που παράχθηκαν,
αναγράφεται στο βιβλίο αποθήκης στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου και μέχρι την προθεσμία σύνταξης
του ισολογισμού.

Βοηθητικές ύλες και υλικά συσκευασίας των οποίων η συνολική αξία δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό
(5%) του συνολικού κόστους των προϊόντων με βάση τα στοιχεία της προηγούμενης χρήσης μπορεί να
παρακολουθούνται στο βιβλίο αποθήκης συνολικά μόνο κατ΄ αξία σε αντίστοιχο λογαριασμό. Σε περίπτωση
υπέρβασης του ορίου αυτού παρακολουθούνται συνολικά κατ΄ αξία, μέχρι εξάντλησης του ανωτέρω
ποσοστού, οι βοηθητικές ύλες και τα υλικά συσκευασίας που έχουν κατά σειρά τη μικρότερη κατ΄ είδος
συμμετοχή στο κόστος παραγωγής των προϊόντων.

Ο παραπάνω επιτηδευματίας ο υπόχρεος σε τήρηση βιβλίου αποθήκης εκδίδει δελτίο εσωτερικής διακίνησης
για την εντός της ημέρας εξαγωγή από την αποθήκη προς την παραγωγική διαδικασία πρώτων υλών,
βοηθητικών υλών και υλικών συσκευασίας ιδίων ή τρίτων ή την επαναφορά τους στην αποθήκη, καθώς και
για τα εντός της ημέρας παραχθέντα έτοιμα προϊόντα που εισάγονται στην αποθήκη ετοίμων. Στο δελτίο
εσωτερικής διακίνησης αναγράφεται το είδος και η ποσότητα των αγαθών που διακινούνται, καθώς και ο
χώρος προέλευσης και προορισμού των αγαθών.

3. Προκειμένου για επιτηδευματία που έχει παράλληλα με τον κλάδο εμπορίου και ξεχωριστό κλάδο
επεξεργασίας, η υποχρέωση τήρησης του βιβλίου αποθήκης κρίνεται αυτοτελώς για κάθε κλάδο.

4. Ο επιτηδευματίας που υποχρεώνεται σε τήρηση βιβλίου αποθήκης τηρεί αυτό σε δύο συνεχείς
διαχειριστικές περιόδους και σταματά την τήρησή του από την επόμενη διαχειριστική περίοδο εκείνης που
για δεύτερη συνεχή διαχειριστική περίοδο δεν υπερέβη το εκάστοτε ισχύον όριο. Υποχρέωση τήρησης του
βιβλίου αποθήκης δημιουργείται εκ νέου από την επόμενη διαχειριστική περίοδο εκείνης που για δεύτερη
συνεχή διαχειριστική περίοδο τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα υπερέβησαν το εκάστοτε ισχύον όριο.

Για την τήρηση ή την παύση της τήρησης του βιβλίου αποθήκης στην περίπτωση αύξησης των οριζόμενων
435

ορίων, λαμβάνονται υπόψη τα νέα όρια και για τις δύο προηγούμενες χρήσεις που λήγουν μέχρι το χρόνο
έναρξης ισχύος των νέων ορίων.

5. Στο βιβλίο αποθήκης που τηρείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 2 αναγράφεται
και η χρονολογία εισαγωγής ή εξαγωγής κατά περίπτωση με μνεία του οικείου δικαιολογητικού εγγραφής. Η
ενημέρωση της εξαγωγής μπορεί να γίνεται με μία συγκεντρωτική εγγραφή σε ημερήσια βάση ανά είδος και
σειρά στοιχείων που εκδίδονται, με την προϋπόθεση ότι, όταν ζητηθεί από τον έλεγχο και στο χρόνο που
ορίζεται από αυτόν, είναι δυνατή η εκτύπωση ή η σύνταξη κατάστασης με την αναλυτική κίνηση ανά
παραστατικό όλων ή μερικών ειδών.

Σε ιδιαίτερες μερίδες του βιβλίου αποθήκης της έδρας παρακολουθούνται:

α) η κίνηση κάθε υποκαταστήματος με εξαρτημένη λογιστική κατ΄ είδος, ποσότητα και αξία κατά την
εισαγωγή και εξαγωγή, β) η κίνηση κάθε αποθηκευτικού χώρου κατ΄ είδος και ποσότητα κατά την
εισαγωγή και εξαγωγή, γ) τα αγαθά που βρίσκονται σε τρίτους για οποιονδήποτε σκοπό κατ΄ είδος,
ποσότητα και ανά τρίτο επιτηδευματία.

Όταν στο υποκατάστημα τηρείται βιβλίο αποθήκης κατ΄ είδος, ποσότητα και αξία ή στον αποθηκευτικό
χώρο κατ΄ είδος και ποσότητα, η μερίδα του υποκαταστήματος ή του αποθηκευτικού χώρου που τηρείται
στην έδρα μπορεί να ενημερώνεται με τη συνολική μηνιαία κίνηση του υποκαταστήματος ή του
αποθηκευτικού χώρου εντός του επόμενου μήνα.

6. Στο υποκατάστημα από τα βιβλία του οποίου εξάγεται αυτοτελές λογιστικό αποτέλεσμα τηρείται ίδιο
βιβλίο αποθήκης σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων. Στο
υποκατάστημα από τα βιβλία του οποίου δεν εξάγεται αυτοτελές λογιστικό αποτέλεσμα και το οποίο
βρίσκεται σε άλλο νομό ή νησί από την έδρα ή σε απόσταση μεγαλύτερη των πενήντα (50) χιλιομέτρων από
αυτή τηρείται βιβλίο αποθήκης κατ΄ είδος και ποσότητα με δυνατότητα τήρησής του και κατ΄ αξία.

Τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο ισχύουν ανάλογα και για τους αποθηκευτικούς χώρους.

Αν το υποκατάστημα ή ο αποθηκευτικός χώρος βρίσκεται στον ίδιο νομό και νησί με την έδρα ή σε
απόσταση μικρότερη των πενήντα (50) χιλιομέτρων από αυτή, δεν υπάρχει υποχρέωση τήρησης βιβλίου
αποθήκης στις εγκαταστάσεις αυτές.
436

Όταν στην έδρα δεν ενεργείται αποθήκευση ή διακίνηση αγαθών ή δεν ενεργούνται αγορές ή πωλήσεις και
υπάρχει ένα υποκατάστημα, το βιβλίο αποθήκης μπορεί να τηρείται μόνο στο υποκατάστημα.

Όταν οι εγκαταστάσεις του επιτηδευματία στεγάζονται στον ίδιο ή σε συνεχόμενο κτιριακό χώρο, μπορεί να
τηρείται για κάθε αγαθό μία ενιαία μερίδα για όλες τις εγκαταστάσεις στο βιβλίο αποθήκης που τηρείται σε
μία από αυτές.

Όταν επαγγελματικές εγκαταστάσεις του επιτηδευματία απαλλάσσονται από την έκδοση δελτίων αποστολής,
σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 11 του Κώδικα αυτού, μπορεί
να τηρείται για όλες τις απαλλασσόμενες εγκαταστάσεις από την έκδοση δελτίων αποστολής μία ενιαία
μερίδα για κάθε αγαθό στο βιβλίο αποθήκης που τηρείται σε μία από αυτές.

7. Αντί του τρόπου τήρησης του βιβλίου αποθήκης που ορίζεται από τις διατάξεις των προηγούμενων
παραγράφων μπορεί να τηρείται:

Α) Στην έδρα ή στο υποκατάστημα με αυτοτελή λογιστική μερίδα "Κεντρικής Αποθήκης" για όλες τις
εγκαταστάσεις, στην οποία καταχωρούνται για κάθε αγαθό: α) κατά ποσότητα και αξία οι αγορές και οι
πωλήσεις, β) η ποσότητα των πρώτων υλών, βοηθητικών υλών και υλικών συσκευασίας που διατέθηκαν για
επεξεργασία και γ) η ποσότητα των έτοιμων προϊόντων και υποπροϊόντων που παράχθηκαν.

Η αξία κτήσης των πρώτων υλών, των βοηθητικών υλών και των υλικών συσκευασίας που διατέθηκαν στην
παραγωγή, καθώς και το κόστος των έτοιμων προϊόντων που παράχθηκαν τίθεται στο τέλος της χρήσης με
την κοστολόγηση.

Β) Στην έδρα και σε κάθε υποκατάστημα ή αποθηκευτικό χώρο βιβλίο αποθήκης σε ιδιαίτερες μερίδες κατ΄
είδος και ποσότητα κατά την εισαγωγή και εξαγωγή. Όταν το υποκατάστημα ή ο αποθηκευτικός χώρος
βρίσκονται στον ίδιο νομό με την έδρα ή σε απόσταση μικρότερη των πενήντα (50) χιλιομέτρων από αυτή,
όχι όμως σε άλλο νησί, η κίνηση αυτών κατ΄ είδος και ποσότητα μπορεί να παρακολουθείται σε ιδιαίτερες
μερίδες του βιβλίου αποθήκης της έδρας.

Γ) Στην έδρα μία μερίδα ανά τρίτο, κατ΄ είδος και ποσότητα, για τα αγαθά που βρίσκονται σε τρίτους για
οποιονδήποτε σκοπό.

8. Ο επιτηδευματίας που είναι υπόχρεος στην τήρηση βιβλίου αποθήκης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην
437

παράγραφο 2 του Αρθρου αυτού, τηρεί για τα ίδια προϊόντα στην έδρα του ή στο υποκατάστημα που εξάγει
αυτοτελές αποτέλεσμα:

Α) Βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών με ιδιαίτερη μερίδα κατ΄ είδος προϊόντος, στην οποία αναγράφονται:

α) Εντός δέκα ημερών από την ολοκλήρωση της πρώτης παραγωγής κάθε προϊόντος οι τεχνικές
προδιαγραφές αυτού. Οι τεχνικές προδιαγραφές περιλαμβάνουν πλην των άλλων τεχνικών δεδομένων τη
για κάθε μονάδα παραγόμενου έτοιμου προϊόντος απαιτούμενη ποσότητα πρώτων υλών, καθώς και
βοηθητικών υλών και υλικών συσκευασίας, όταν γι΄ αυτά τηρείται βιβλίο αποθήκης, καθώς και την
προϋπολογιζόμενη φύρα παραγωγής. Για τα εξατομικευμένα αγαθά που κατασκευάζονται κατόπιν
παραγγελίας του πελάτη αντί της αναγραφής τεχνικών προδιαγραφών καταχωρείται πριν από την έναρξη
της παραγωγής στο βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών ή στο βιβλίο αποθήκης πλήρης περιγραφή των
προϊόντων που παραγγέλλονται.

β) Μέχρι το κλείσιμο του ισολογισμού οι κανόνες του καταμερισμού του εργοστασιακού κόστους, οι οποίοι
ακολουθούνται πάγια.

Β) Βιβλίο παραγωγής κοστολογίου με ιδιαίτερη μερίδα κατ΄ είδος, στο οποίο:

α) Συγκεντρώνονται το βραδύτερο εντός της προθεσμίας σύνταξης του ισολογισμού οι εντός της
διαχειριστικής περιόδου που έληξε ποσότητες πρώτων υλών που αναλώθηκαν για την παραγωγή έτοιμου
προϊόντος, καθώς και των βοηθητικών υλών και των υλικών συσκευασίας, όταν γι΄ αυτά τηρείται βιβλίο
αποθήκης, σε μερίδες κατ΄ είδος, καθώς και οι ποσότητες έτοιμου προϊόντος που παρήχθησαν μέσα στην
ίδια διαχειριστική περίοδο.

β) Προσδιορίζεται για το έτοιμο προϊόν το βραδύτερο εντός της προθεσμίας σύνταξης του ισολογισμού το
εργοστασιακό κόστος με βάση τους καταχωρημένους στο βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών κανόνες.

Το βιβλίο παραγωγής - κοστολογίου δεν τηρείται, όταν τα δεδομένα του προκύπτουν από τους
λογαριασμούς της ομάδας 9 του Ε.Γ.Λ.Σ. (Π.Δ. 1123/1980).

9. Δεν υποχρεούται:

Α) Στην τήρηση βιβλίου αποθήκης:


438

α) ο εκμεταλλευτής ελαιοτριβείου,

β) ο πρατηριούχος χονδρικής πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων,

γ) ο πωλητής βενζίνης και πετρελαίου για λογαριασμό τρίτου,

δ) ο εκμεταλλευτής πρατηρίου υγραερίου αυτοκινήτων,

ε) ο εκμεταλλευτής πρατηρίου υγρών καυσίμων και λιπαντικών αυτοκινήτων,

στ) ο εκμεταλλευτής εστιατορίου ή ζαχαροπλαστείου,

ζ) ο εκμεταλλευτής ξενοδοχείου ή ξενώνα ή κάμπινγκ,

η) ο πωλητής νωπών οπωρολαχανικών και ιχθύων,

θ) ο πωλητής νωπών αγροτικών προϊόντων, πλην νωπών οπωρολαχανικών και ιχθύων, εκτός της χώρας
κατά ποσοστό τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των συνολικών ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του,

ι) ο παραγωγός κινηματογραφικών και τηλεοπτικών ταινιών,

ια) ο πράκτορας εφημερίδων και περιοδικών,

ιβ) ο εκμεταλλευτής κλινικής,

ιγ) ο επιτηδευματίας που ασχολείται με την κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων ή την
ανέγερση και πώληση οικοδομών,

ιδ) ο επιτηδευματίας που λειτουργεί μετά από έγκριση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και
Δημόσιων Έργων ως "Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης", που προβλέπεται από την παράγραφο 19 του
Αρθρου 2 του Ν. 2939/2001 (ΦΕΚ 179 Α΄),

ιε) ο πωλητής ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και αερίων γενικά που διατίθενται με συνεχή ροή.
439

Στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής, προκειμένου για επιτηδευματία που έχει παράλληλα και άλλη
δραστηριότητα, για την υποχρέωση τήρησης βιβλίου αποθήκης η άλλη δραστηριότητα κρίνεται αυτοτελώς.

Β) Στην τήρηση του βιβλίου αποθήκης κατά την εξαγωγή ο εκμεταλλευτής καταστήματος Σούπερ - Μάρκετ
που ασχολείται με την κατά κύριο λόγο λιανική πώληση με το σύστημα της "αυτοεξυπηρέτησης" ειδών
διατροφής, κρέατος, απορρυπαντικών, ποτών, ειδών οικιακής χρήσης και άλλων ειδών.

Γ) Στην τήρηση βιβλίου τεχνικών προδιαγραφών:

α) ο εκμεταλλευτής λατομείου, μεταλλείου, ορυχείου για τα πρωτογενή υλικά που εξορύσσονται,

β) ο παραγωγός αγροτικών προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής."

13. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:

"Κατ΄ εξαίρεση των όσων ορίζονται στα προηγούμενα εδάφια δεν θεωρούνται υποκαταστήματα οι
προσωρινοί εκθεσιακοί χώροι, καθώς και οι λοιπές πρόσκαιρες εγκαταστάσεις που λειτουργούν για χρονικό
διάστημα μέχρι τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες."

14. Η παράγραφος 2 του Αρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:

"2. Ο επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας τηρεί και στο υποκατάστημά του
ιδιαίτερο βιβλίο αγορών ή εσόδων - εξόδων."

15. Στην παράγραφο 3 του Αρθρου 9 προστίθεται όγδοο εδάφιο ως εξής:

"Όταν τα βιβλία της έδρας και του υποκαταστήματος τηρούνται μηχανογραφικά, το ημερολόγιο ταμειακών
και συμψηφιστικών πράξεων ή το μηνιαίο φύλλο ανάλυσης ελέγχου ή το ημερήσιο φύλλο συναλλαγών
τηρούνται απλότυπα και τα δεδομένα τους αποστέλλονται στην έδρα με οποιονδήποτε τρόπο για την
ενημέρωση των βιβλίων της."

16. Η παράγραφος 4 του Αρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:


440

"4. Δεν υπάρχει υποχρέωση τήρησης των βιβλίων υποκαταστήματος στις εξής περιπτώσεις:

α) Στο υποκατάστημα που στεγάζεται σε συνεχόμενο ή στον ίδιο κτιριακό χώρο με την έδρα ή με άλλο
υποκατάστημα.

β) Στις οποιεσδήποτε πρόσκαιρες εγκαταστάσεις. Τα στοιχεία των συναλλαγών των εγκαταστάσεων της
περίπτωσης αυτής καταχωρούνται στα βιβλία της έδρας ή του υποκαταστήματος στο οποίο ανήκουν το
αργότερο μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα από την έκδοση ή τη λήψη τους, κατά
περίπτωση.

γ) Στο υποκατάστημα που βρίσκεται στον ίδιο νομό και νησί με την έδρα ή σε απόσταση μικρότερη των
πενήντα (50) χιλιομέτρων από αυτή. Τα στοιχεία των συναλλαγών των εγκαταστάσεων της περίπτωσης
αυτής καταχωρούνται στα βιβλία της έδρας και ειδικά οι αγορές και οι πωλήσεις κάθε υποκαταστήματος
παρακολουθούνται χωριστά από τα αντίστοιχα δεδομένα της έδρας ή άλλου υποκαταστήματος. Επί τήρησης
βιβλίων Γ κατηγορίας παρακολουθείται χωριστά και το ταμείο κάθε υποκαταστήματος.

Το υποκατάστημα της πιο πάνω περίπτωσης α΄ απαλλάσσεται μετά από γνωστοποίηση στον αρμόδιο
προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. και από την τήρηση ιδιαίτερου πρόσθετου βιβλίου της παραγράφου 5 του Αρθρου 10
του παρόντος Κώδικα, εφόσον τα δεδομένα του καταχωρούνται στο πρόσθετο βιβλίο που τηρείται στην
έδρα ή σε άλλο υποκατάστημα του ίδιου ή συνεχόμενου κτιριακού χώρου.

Το υποκατάστημα της πιο πάνω περίπτωσης β΄ απαλλάσσεται και από την τήρηση ιδιαίτερου βιβλίου
αποθήκης, καθώς και από τη σύνταξη καταστάσεων ποσοτικής καταχώρισης των αποθεμάτων, εφόσον τα
δεδομένα του βιβλίου ή των καταστάσεων αυτών καταχωρούνται διακεκριμένα στα αντίστοιχα βιβλία ή
καταστάσεις της έδρας."

17. Στην παράγραφο 5 του Αρθρου 9 η φράση "Με αίτηση του επιτηδευματία και έγκριση του
προϊσταμένου" του πρώτου εδαφίου και η φράση "Οι ανωτέρω εγκρίσεις" του τρίτου εδαφίου
αντικαθίσταται αντίστοιχα με τις φράσεις "Με γνωστοποίηση του επιτηδευματία στον προϊστάμενο" και "Οι
ανωτέρω γνωστοποιήσεις".

18. Η παράγραφος 6 του Αρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:

"6. Με αίτηση του επιτηδευματία και έγκριση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της
441

έδρας μπορεί να επιτραπεί ή μη τήρηση ή η κατά διάφορο τρόπο τήρηση όλων ή μερικών βιβλίων του
υποκαταστήματος και του αποθηκευτικού χώρου, με εξαίρεση το βιβλίο αποθήκης. Η έγκριση αυτή
κοινοποιείται και στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στον οποίο υπάγεται το
υποκατάστημα ή ο αποθηκευτικός χώρος."

19. Η παράγραφος 1 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

"1. Ο επιτηδευματίας επί ποσοτικής παραλαβής σε επαγγελματική του εγκατάσταση χωρίς στοιχείο
διακίνησης εμπορεύσιμων ή πάγιων αγαθών από οποιονδήποτε τρίτο για αγορά, πώληση, απλή
διαμεσολάβηση προς πώληση, αποθήκευση, φύλαξη, χρήση, καθώς και για επεξεργασία στην περίπτωση
που ο αποστολέας είναι επιτηδευματίας ή αγρότης του ειδικού καθεστώτος, τηρεί στην επαγγελματική
εγκατάσταση στην οποία διενεργείται η παραλαβή, βιβλίο ποσοτικής παραλαβής ή διπλότυπο δελτίο
ποσοτικής παραλαβής για κάθε παραλαβή.

Στο βιβλίο ή δελτίο καταχωρούνται με την παραλαβή των αγαθών η χρονολογία της παραλαβής, το
ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία, το επάγγελμα και η διεύθυνση του αποστολέα, το είδος και η ποσότητα των
αγαθών που παραλαμβάνονται, καθώς και ο σκοπός της παραλαβής.

Όταν κατά την παραλαβή των αγαθών εκδίδεται άμεσα τιμολόγιο αγοράς ή δελτίο εισαγωγής της
υποπερίπτωσης ηα΄ της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 10 του Κώδικα αυτού, δεν τηρείται
βιβλίο ή δελτίο ποσοτικής παραλαβής."

20. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

"Έξοδα πρώτης εγκατάστασης, αγορές και λοιπές συναλλαγές που πραγματοποιούνται από τον ιδρυτή πριν
τη σύσταση νομικού προσώπου ή υποκαταστήματος αλλοδαπού προσώπου ή κοινοπραξίας ή την έναρξη
λειτουργίας ατομικής επιχείρησης και οποιασδήποτε επιχείρησης γενικά, δύναται να καταχωρούνται είτε στα
βιβλία των προσώπων αυτών μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα από τη σύστασή
τους ή την υποβολή της δήλωσης έναρξης εργασιών κατά περίπτωση είτε σε βιβλία που θεωρούνται στο
όνομα του ιδρυτή από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της κατοικίας ή της έδρας αυτού με μνεία της υπό
σύσταση επιχείρησης."

21. Η υποπερίπτωση γβ΄ της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:
442

"γβ) Βιβλίο μεριδολογίου για τους συνεργαζόμενους γιατρούς που παρέχουν ειδική περίθαλψη σε ασθενείς
και αμείβονται από αυτούς.

Το βιβλίο τηρείται σε μερίδες για κάθε γιατρό με αναγραφή της διεύθυνσής του, του Α.Φ.Μ. και της
αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και όταν παρέχονται υπηρεσίες κατ΄ εντολή και για λογαριασμό τρίτου, στο βιβλίο
αναγράφεται ακόμη το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία και ο Α.Φ.Μ. του τρίτου. Σε κάθε μερίδα καταχωρεί
το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του ασθενή που δέχεται την ειδική ιατρική περίθαλψη, τη χρονολογία
παροχής της περίθαλψης και την κατηγορία της θέσης νοσηλείας του ασθενή. Επί ειδικής ιατρικής
περίθαλψης του ασθενή από περισσότερους γιατρούς τα δεδομένα αυτά καταχωρούνται στις μερίδες όλων
των γιατρών.

Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και από τα νοσοκομεία ανεξάρτητα από τη νομική μορφή με την οποία
λειτουργούν και την τυχόν απαλλαγή τους από το φόρο εισοδήματος ή το φόρο προστιθέμενης αξίας."

22. Η περίπτωση στ΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

"στ) ο εκπαιδευτής οδηγών αυτοκινήτων, μοτοποδηλάτων και μοτοσικλετών τηρεί για κάθε εκπαιδευτικό
αυτοκίνητο ή μοτοποδήλατο ή μοτοσικλέτα βιβλίο εκπαιδευόμενων οδηγών, στο οποίο καταχωρεί το
ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του εκπαιδευομένου, το ποσό της αμοιβής που συμφωνείται, τη
χρονολογία και την ώρα έναρξης και λήξης κάθε μαθήματος. Ανάλογη υποχρέωση έχει και για την
παράστασή του κατά την εξέταση των υποψήφιων οδηγών. Το βιβλίο τηρείται στο αυτοκίνητο ή στο
μοτοποδήλατο ή στη μοτοσικλέτα κατά τη διάρκεια του μαθήματος ή της εξέτασης."

23. Η περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

"ζ) ο επισκευαστής ηλεκτρικών ή ηλεκτρονικών συσκευών, επίπλων, μηχανών και μηχανημάτων, όταν
παραλαμβάνει στην επαγγελματική του εγκατάσταση αγαθά για επισκευή που δεν συνοδεύονται με στοιχείο
διακίνησης που προβλέπεται από τον Κώδικα αυτόν τηρεί βιβλίο ή δελτίο επισκευής αγαθών, στο οποίο
καταχωρούνται με την παραλαβή των αγαθών η χρονολογία της παραλαβής, το ονοματεπώνυμο ή η
επωνυμία, το επάγγελμα και η διεύθυνση του αποστολέα, το είδος και η ποσότητα των αγαθών που
παραλαμβάνονται,".

24. Η περίπτωση ι΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:


443

"ι) Ο επιτηδευματίας που διατηρεί συνεργείο επισκευής και συντήρησης αυτοκινήτων, μοτοσικλετών,
μοτοποδηλάτων, γεωργικών και λοιπών αυτοκινούμενων μηχανημάτων τηρεί βιβλίο εισερχομένων, στο
οποίο καταχωρεί για κάθε όχημα τη χρονολογία εισόδου και εξόδου, το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία και
τη διεύθυνση του κατόχου, καθώς και τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος και εφόσον δεν υπάρχει
τέτοιος αριθμός, το είδος του οχήματος. Κατ΄ εξαίρεση, ο εκμεταλλευτής πλυντηρίου αυτοκινήτων,
μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων δεν αναγράφει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου.

Η καταχώρηση στο βιβλίο εισερχομένων γίνεται όταν το όχημα εισέλθει και σταθμεύσει στον κύριο χώρο
του συνεργείου και αποχωρήσει ο οδηγός του ή αρχίσει η εργασία επισκευής.

Στην περίπτωση επισκευής για την οποία δεν λαμβάνεται αμοιβή, αναγράφεται, σε ειδική στήλη του βιβλίου
αυτού, η ένδειξη "δωρεάν" και υπογράφει παραπλεύρως ο πελάτης.

Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής δεν εφαρμόζονται για τα πλυντήρια που λειτουργούν με το σύστημα της
αυτοεξυπηρέτησης, εφόσον τα στοιχεία αξίας εκδίδονται αυτόματα κατά τη συναλλαγή μέσω κατάλληλης
διασύνδεσης φορολογικού μηχανισμού εγκεκριμένου μοντέλου του Ν. 1809/1988 (ΦΕΚ 222 Α΄)."

25. Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ιδ΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

"Ειδικά ο φυσιοθεραπευτής, καθώς και τα πρόσωπα των περιπτώσεων δ΄ και ια΄ που έχουν συμβληθεί με
το Δημόσιο ή με ασφαλιστικά ταμεία (Ι.Κ.Α., Τ.Ε.Β.Ε. κ.λπ.) και δεν λαμβάνουν ιδιαίτερη αμοιβή κατά
επίσκεψη από τους πελάτες ή ασθενείς ασφαλισμένους του Δημοσίου η των ταμείων αυτών, μπορεί να μην
καταχωρούν τα στοιχεία των πελατών αυτών ή των ασθενών στο βιβλίο πελατών ή επίσκεψης ασθενών."
26. Η περίπτωση ιε΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

"ιε) Ο επιτηδευματίας που διατηρεί επιχείρηση πώλησης μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, μοτοσικλετών,


μοτοποδηλάτων, τροχόσπιτων, σκαφών αναψυχής, γεωργικών και λοιπών αυτοκινούμενων μηχανημάτων,
για λογαριασμό του ή για λογαριασμό τρίτου, τηρεί βιβλίο μεταχειρισμένων αγαθών, στο οποίο καταχωρεί
για κάθε αγαθό που αγοράζει ή παραλαμβάνει από τρίτο για πώληση τη χρονολογία εισόδου και εξόδου, το
ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία και τη διεύθυνση του κατόχου και τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος
και εφόσον δεν υπάρχει τέτοιος αριθμός, το είδος του οχήματος."

Αρθρο 29
444

Στοιχεία επιτηδευματιών

1. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 11 προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:

"Κατ΄ εξαίρεση δεν απαιτείται η έκδοση δελτίου αποστολής για τις διακινήσεις ανταλλακτικών παγίων από
τον επιτηδευματία μεταξύ των εγκαταστάσεών του, εφόσον δεν αποτελούν γι΄ αυτόν αντικείμενο εμπορίας
και προορίζονται αποκλειστικά για την αποκατάσταση βλαβών στις εγκαταστάσεις του και οι διακινήσεις
αυτές διενεργούνται με μεταφορικά μέσα ιδιωτικής χρήσης κυριότητάς του ή μισθωμένα δημόσιας χρήσης."

2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 11 αντικαθίσταται ως εξής:

"Τα πρόσωπα της παραγράφου 4 του Αρθρου 2 εκδίδουν δελτία αποστολής, εφόσον διακινούν
οπωρολαχανικά, νωπά αλιεύματα, άνθη και φυτά για πώληση απευθείας ή μέσω τρίτων, για επεξεργασία ή
συσκευασία, ανεξάρτητα από το χρησιμοποιούμενο μεταφορικό μέσο."

3. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του Αρθρου 11 αντικαθίσταται ως εξής:

"Με την επιστροφή στην επιχείρηση αναγράφεται στο πρωτότυπο του συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής η
ποσότητα των αγαθών που επιστρέφονται ή εκδίδεται συγκεντρωτικό δελτίο επιστροφής, στο οποίο
αναγράφονται το είδος και η ποσότητα των επιστρεφόμενων αγαθών, καθώς και ο αύξων αριθμός του
συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής."

4. Οι παράγραφοι 4 και 6 του Αρθρου 11 καταργούνται για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την
ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και μετά και η περίπτωση ζ΄ της
παραγράφου 5 του Αρθρου 11 αντικαθίσταται ως εξής:

"ζ) Επί αποστολής αγαθών εκτός της χώρας με σκοπό την αποθήκευση και εν συνεχεία την πώληση,
αναγράφεται και η αξία των αγαθών που αποστέλλονται."

5. Στην παράγραφο 5 του Αρθρου 11 προστίθενται νέα εδάφια ως εξής:

"Το δελτίο αποστολής, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής από τον τόπο έναρξης της διακίνησης μέχρι τον
τόπο παράδοσης ή προορισμού, συνοδεύει τα διακινούμενα αγαθά και επιδεικνύεται άμεσα στο φορολογικό
έλεγχο.
445

Η επικαιρότητα του δελτίου αποστολής, εξαρτάται από την απόσταση, τον τρόπο της μεταφοράς, το είδος

των χρησιμοποιούμενων μεταφορικών μέσων και τις ειδικότερες συνθήκες της μεταφοράς.

Το βάρος της απόδειξης της χρονικής διάρκειας των δελτίων αποστολής φέρει ο υπόχρεος σε έκδοσή τους,
ο οποίος μπορεί να αναγράφει στα δελτία αποστολής, γεγονότα ή καταστάσεις, που δικαιολογούν τη
χρονική διάρκεια αυτών."

6. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 12 αντικαθίσταται ως εξής:

"Με βάση τα δεδομένα της κατάστασης αυτής εκδίδεται το τιμολόγιο την τελευταία ημέρα του μήνα εκείνου
που αφορά, στο οποίο δεν απαιτείται αναλυτική περιγραφή, εφόσον η πιο πάνω κατάσταση συντάσσεται σε
δύο αντίτυπα, ένα των οποίων επισυνάπτεται στο τιμολόγιο."

7. Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 7 του Αρθρου 12 αντικαθίστανται ως εξής:

"Την τελευταία ημέρα κάθε μήνα εκδίδεται εκκαθάριση κατά εντολέα, στην οποία αναγράφονται τα πλήρη
στοιχεία του εντολέα, η συνολική αξία των πωλήσεων ή της αμοιβής κατά συντελεστή Φ.Π.Α., το ποσό του
Φ.Π.Α., η προμήθεια που αναλογεί, ο Φ.Π.Α. της προμήθειας, καθώς και οι δαπάνες που
πραγματοποιήθηκαν για λογαριασμό του εντολέα. Η εκκαθάριση με το ένα αντίτυπο της κατάστασης και τα
δικαιολογητικά των δαπανών, που εκδόθηκαν στο όνομα του εντολέα και αναγράφονται αναλυτικά στην
κατάσταση, αποστέλλονται στον εντολέα μέχρι τη δεκάτη πέμπτη (15η) ημέρα του μήνα της εκκαθάρισης
και προκειμένου για τον τελευταίο μήνα της διαχειριστικής περιόδου μέχρι την εικοστή (20ή) ημέρα του
επόμενου μήνα."

8. Στο τέλος της παραγράφου 7 του Αρθρου 12 προστίθενται εδάφια ως εξής:

"Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται ανάλογα και επί παροχής υπηρεσιών για
λογαριασμό τρίτου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να καθορίζονται οι
κατηγορίες των υπηρεσιών ή και των επιτηδευματιών που θα εμπίπτουν στην ανωτέρω ρύθμιση, σε
ολόκληρη τη χώρα ή σε τμήματα αυτής, ο χρόνος, ο τρόπος έκδοσης, το είδος και το περιεχόμενο των
στοιχείων, η θεώρηση αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία και λεπτομέρεια εφαρμογής της ρύθμισης αυτής."
446

9. Η παράγραφος 12 του Αρθρου 12 αντικαθίσταται ως εξής:

"12. Στο τιμολόγιο που εκδίδει ο αντιπρόσωπος οίκου εξωτερικού, εκτός από τα στοιχεία του, τα στοιχεία
του αντισυμβαλλόμενου οίκου εξωτερικού και τα στοιχεία της συναλλαγής, όπως αυτά αναφέρονται στις
παραγράφους 9,10 και 11 του Αρθρου αυτού αναγράφει και τα στοιχεία της τράπεζας που διαμεσολαβεί για
την καταβολή της προμήθειας ή πιστώνει το λογαριασμό του και τον αριθμό του τιμολογίου ή της
παραγγελίας, στα οποία αναφέρεται η προμήθεια. Επίσης, εκδίδει τιμολόγιο με το ίδιο περιεχόμενο και στις
περιπτώσεις που παίρνει προμήθεια και από τον παραγγελέα ή μόνο από αυτόν."

10. Στην παράγραφο 15 του Αρθρου 12 μετά το πρώτο εδάφιο προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

"Ειδικά για τις οριστικές πωλήσεις συγγραμμάτων των οποίων η τιμή ορίζεται με απόφαση της αρμόδιας
Επιτροπής του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων το τιμολόγιο εκδίδεται εντός μηνός από την
ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της σχετικής απόφασης και πάντως μέχρι το
τέλος της διαχειριστικής περιόδου μέσα στην οποία δημοσιεύεται αυτή."

11. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 16 του Αρθρου 12 αντικαθίσταται ως εξής:

"γ) Στις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών, καθώς και στις πωλήσεις μη εμπορεύσιμων αγαθών για τον
αγοραστή επιτηδευματία του Αρθρου 2 του Κώδικα αυτού ή τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του ίδιου
Αρθρου, αξίας κάθε συναλλαγής μέχρι πενήντα (50) ευρώ, εφόσον εκδίδεται απόδειξη παροχής υπηρεσιών
ή απόδειξη λιανικής πώλησης, κατά περίπτωση, υπό την προϋπόθεση της αποδοχής του στοιχείου αυτού
από τον αντισυμβαλλόμενο."

12. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 17 του Αρθρου 12 αντικαθίσταται ως εξής:

"Όλα τα φορολογικά στοιχεία του παρόντος Αρθρου που εκδίδονται στο τέλος κάθε μήνα, επιτρέπεται να
εκδίδονται μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα με ημερομηνία έκδοσης την τελευταία
ημέρα του προηγούμενου μήνα, με εξαίρεση τα τιμολόγια που εκδίδονται στο χρόνο που προβλέπεται από
τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 14, τα οποία επιτρέπεται να εκδίδονται εντός του
επόμενου δεκαπενθημέρου από τον προβλεπόμενο αυτόν χρόνο και με ημερομηνία έκδοσης αυτή της
συμπλήρωσης ενός μήνα από την παράδοση ή την αποστολή των αγαθών στον αγοραστή."

13. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του Αρθρου 13 αντικαθίσταται ως εξής:


447

"Κατ΄ εξαίρεση, όταν για τη διακίνηση έχει εκδοθεί δελτίο αποστολής, η απόδειξη μπορεί να εκδίδεται το
αργότερο μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα με ημερομηνία έκδοσης την τελευταία
ημέρα του μήνα αποστολής και πάντως όχι πέραν της διαχειριστικής περιόδου."

14. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 15 αντικαθίσταται ως εξής:

"Ο επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία οποιασδήποτε κατηγορίας και τα πρόσωπα της παραγράφου 3 του
Αρθρου 2 του Κώδικα αυτού για κάθε δαπάνη που αφορά την άσκηση της επιχείρησής του ή την εκτέλεση
του σκοπού τους, αντίστοιχα, για την οποία ο δικαιούχος δεν υποχρεούται στην έκδοση στοιχείου του
Κώδικα αυτού, εκδίδει διπλότυπη απόδειξη δαπάνης."

15. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του Αρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής:

"5. Ο μεταφορέας με βάση τα έγγραφα των προηγούμενων παραγράφων 3 και 4, εκδίδει κατά την
παραλαβή των προς μεταφορά αγαθών και το αργότερο πριν την εκκίνηση του μεταφορικού μέσου, για
κάθε μεταφορά, φορτωτική κατά φορτωτή και παραλήπτη σε τέσσερα (4) αντίτυπα."

16. Η παράγραφος 6 του Αρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής:

"6. Το μεταφορικό γραφείο ή ο διαμεταφορέας, με βάση τα έγγραφα των παραγράφων 3 και 4 του Αρθρου
αυτού, εκδίδει για κάθε μεταφορά, φορτωτική κατά αποστολέα και παραλήπτη σε τέσσερα (4) αντίτυπα. Το
πρώτο αντίτυπο προορίζεται για το μεταφορικό γραφείο ή τον διαμεταφορέα, το δεύτερο παραδίδεται στον
αποστολέα, το τρίτο έχει την ένδειξη "Αποδεικτικό

Δαπάνης" και παραδίδεται σε αυτόν που καταβάλλει τα κόμιστρα και το τέταρτο παραμένει ως στέλεχος.

Όταν η φόρτωση των αγαθών γίνεται από τις εγκαταστάσεις του μεταφορικού γραφείου ή του
διαμεταφορέα, η φορτωτική εκδίδεται με την παραλαβή των προς μεταφορά αγαθών και το αργότερο πριν
την εκκίνηση του μεταφορικού μέσου και το πρώτο αντίτυπο αυτής συνοδεύει τα αγαθά και επιστρέφεται
στο μεταφορικό γραφείο ή στον διαμεταφορέα.

Όταν η μεταφορά ενεργείται κατ΄ εντολή του μεταφορικού γραφείου ή του διαμεταφορέα απευθείας από
τον αποστολέα στον παραλήπτη, η φορτωτική του μεταφορικού γραφείου ή του διαμεταφορέα εκδίδεται
448

μέχρι το τέλος της επόμενης ημέρας από την ολοκλήρωση της μεταφοράς και με ημερομηνία έκδοσης αυτή
της προηγούμενης ημέρας.

Στην περίπτωση αυτή το πρώτο αντίτυπο της φορτωτικής μπορεί να παραμένει στο μεταφορικό γραφείο ή
στον διαμεταφορέα εφόσον φυλάσσεται για όσο χρόνο ορίζεται από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού και
επιδεικνύεται όταν ζητηθεί από τον έλεγχο.

Για τη μεταφορά των αγαθών το μεταφορικό γραφείο ή ο διαμεταφορέας, όταν η φόρτωση γίνεται από τις
εγκαταστάσεις του, εκδίδει διπλότυπη κατάσταση αποστολής αγαθών, στην οποία αναγράφει το είδος και
τους αριθμούς των δεμάτων, το είδος και την ποσότητα των μεταφερόμενων αγαθών και τον τόπο του
προορισμού τους. Το ένα αντίτυπο της κατάστασης αυτής παραδίδεται στον μεταφορέα για την έκδοση της
συγκεντρωτικής φορτωτικής. Εφόσον στην κατάσταση επισυνάπτεται αντίγραφο των τετραπλότυπων
φορτωτικών που εκδόθηκαν, αναγράφεται μόνον ο αριθμός κάθε φορτωτικής, το συνολικό βάρος των
αγαθών που μεταφέρονται και ο συνολικός αριθμός των δεμάτων."

17. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 7 του Αρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής:

"β) όταν η μεταφορά ενεργείται απευθείας από τον αποστολέα στον παραλήπτη, κατ΄ εντολή μεταφορικού
γραφείου, διαμεταφορέα ή άλλου τρίτου, στη φορτωτική αναγράφονται και τα πλήρη στοιχεία του
εντολέα".

18. Η πρώτη περίοδος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του Αρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής:

"10. Ο μεταφορέας, το μεταφορικό γραφείο ή ο διαμεταφορέας εκδίδει διορθωτικό σημείωμα μεταφοράς σε


τρία αντίτυπα:".

19. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:

"α) Τα πρόσωπα αυτά να είναι υποκείμενα στο φόρο στη χώρα εγκατάστασής τους. Ειδικά, όταν τα
πρόσωπα αυτά είναι εγκατεστημένα σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία
συνδρομή ανάλογης εμβέλειας με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 1402/1983 (ΦΕΚ167 Α΄), του
Ν. 1914/1990 (ΦΕΚ 178 Α΄) και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου
2003 (Επίσημη Εφημερίδα L 264/15.10.2003 σελ. 001-011) θα πρέπει να αποδεικνύεται η άσκηση
δραστηριότητας από τα πρόσωπα αυτά στη χώρα εγκατάστασής τους από επίσημο έγγραφο της οικείας
449

φορολογικής αρχής."

20. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:

"Να έχει καταρτισθεί έγγραφη συμφωνία μεταξύ τους, η οποία να έχει κατατεθεί πριν την έκδοση του
πρώτου τιμολογίου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του επιτηδευματία για λογαριασμό του οποίου ο πελάτης ή ο τρίτος
εκδίδει τιμολόγια."

21. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:

"Τα ανωτέρω ισχύουν αναλόγως και στην περίπτωση έκδοσης τιμολογίων από τον πελάτη ή τον τρίτο που
είναι εγκατεστημένος σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή με την
προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 1402/1983, του Ν. 1914/1990 και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ.
1798/2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003."

22. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:

"δ) Όταν ο υπόχρεος στο Φ.Π.Α. είναι φορολογικός αντιπρόσωπος κατά την έννοια του Αρθρου 35 του
Κώδικα Φ.Π.Α., τα πλήρη στοιχεία του προσώπου αυτού, καθώς και ο Α.Φ.Μ. του."

23. Η παράγραφος 4 του Αρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:

"4. Η φορολογική αρχή δικαιούται να ζητά για λόγους ελέγχου, μετάφραση των τιμολογίων που
εκφράζονται σε ξένη γλώσσα, εφόσον αυτά αφορούν συναλλαγές στο εσωτερικό της χώρας ή λαμβάνονται
από τα πρόσωπα του Αρθρου 2 του Κώδικα αυτού, τα οποία προσκομίζονται μεταφρασμένα εντός ευλόγου
προθεσμίας, η οποία τίθεται από τη φορολογική αρχή.

Τα ποσά που αναφέρονται στα τιμολόγια είναι δυνατόν να εκφράζονται σε οποιοδήποτε νόμισμα, υπό την
προϋπόθεση ότι το ποσό του οφειλόμενου φόρου εκφράζεται στο εθνικό νόμισμα του κράτους - μέλους στο
οποίο πραγματοποιείται η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών με τη χρήση του μηχανισμού
μετατροπής που προβλέπεται στο Αρθρο 11 τίτλος Γ΄ παράγραφος 2 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ."

24. Η παράγραφος 10 του Αρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:


450

"10. Όταν η αποθήκευση δεν πραγματοποιείται με ηλεκτρονικά μέσα που να εξασφαλίζουν την πλήρη και
επιγραμμική (on line) πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα, ο επιτηδευματίας υποχρεούται να αποθηκεύει στο
εσωτερικό της χώρας τα τιμολόγια που εκδίδει ή λαμβάνει σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα αυτόν."

25. Η παράγραφος 11 του Αρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:

"11. Όταν η αποθήκευση γίνεται σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία
συνδρομή με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 1402/1983, του ν. 1914/1990 και τον Κανονισμό
(ΕΚ) αριθ. 1798/2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003 και σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης με
ηλεκτρονικά μέσα, τηλεκφόρτωσης και χρήσης που προβλέπεται στην παράγραφο 14, ο επιτηδευματίας
υποχρεούται να αποθηκεύει στο εσωτερικό της χώρας, τα τιμολόγια που εκδίδει ή λαμβάνει σύμφωνα με τα
οριζόμενα στον Κώδικα αυτόν."

26. Οι περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 18 του Αρθρου 18α αντικαθίστανται ως εξής:

"α) να επιβάλλονται στους επιτηδευματίες που πραγματοποιούν παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών
στο εσωτερικό της χώρας πρόσθετοι όροι έκδοσης των τιμολογίων από τους πελάτες τους ανεξαρτήτως του
τόπου εγκατάστασής τους, ή ειδικοί όροι στην περίπτωση που ο πελάτης ή ο τρίτος που εκδίδει τα τιμολόγια
είναι εγκατεστημένος σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή που
προβλέπεται από τις διατάξεις του ν. 1402/1983, του Ν. 1914/1990 και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ.
1798/2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003,

β) να προβλέπονται ειδικοί όροι για την ηλεκτρονική έκδοση τιμολογίων σχετικά με παραδόσεις αγαθών ή
παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας, από χώρα με την οποία δεν
υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή ανάλογης εμβέλειας με την προβλεπόμενη από τις
διατάξεις του Ν. 1402/1983, του Ν. 1914/1990 και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/ 2003 του Συμβουλίου
της 7ης Οκτωβρίου 2003,

γ) να επιβάλλονται και άλλοι ειδικοί όροι που να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την αποθήκευση των
τιμολογίων σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή ανάλογης
εμβέλειας με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 1402/1983, του Ν. 1914/1990 και τον Κανονισμό
(ΕΚ) αριθ. 1798/2003 και σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης με ηλεκτρονικά μέσα, τηλεκφόρτωσης και
χρήσης που προβλέπεται στην παράγραφο 14,".
451

Αρθρο 30

Ενημέρωση, θεώρηση, τόπος τήρησης βιβλίων και στοιχείων - Υποβολή καταστάσεων -


Μηχανογραφική τήρηση βιβλίων

1. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 17 καταργείται και η περίπτωση ε΄ της ίδιας
παραγράφου αναριθμείται σε περίπτωση δ΄.

2. Η παράγραφος 4 του Αρθρου 17 αντικαθίσταται ως εξής:

"4. Τα βιβλία του Κώδικα αυτού, πλην των πρόσθετων βιβλίων των παραγράφων 1 και 5 του Αρθρου 10 και
του βιβλίου τεχνικών προδιαγραφών, όταν δεν ενημερώνονται ή δεν εκτυπώνονται ή δεν εγγράφονται σε
ηλεκτρομαγνητικά μέσα κατά περίπτωση μέχρι το τέλος της επόμενης διαχειριστικής περιόδου, είναι ως να
μη τηρήθηκαν για τη χρήση που αφορούν."

3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του Αρθρου 17 αντικαθίσταται ως εξής:

"Εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι, ο προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. μπορεί με έγκρισή του να παρατείνει την
προθεσμία ενημέρωσης των βιβλίων που ορίζεται από τις παραγράφους 1, 2 περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ και 5
του Αρθρου αυτού μέχρι πενήντα (50) ημέρες και όχι πέραν από την προθεσμία υποβολής της δήλωσης
φορολογίας εισοδήματος ή το χρόνο κλεισίματος του ισολογισμού όταν τηρούνται βιβλία Γ΄ κατηγορίας. Με
σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου επιθεωρητή και με τις ίδιες προϋποθέσεις η ανωτέρω προθεσμία ενημέρωσης
των βιβλίων μπορεί να παραταθεί και πέραν των πενήντα ημερών."

4. Οι περιπτώσεις δ΄, ιγ΄ και ιη΄ της παραγράφου 10 του Αρθρου 17 αντικαθίστανται και προστίθεται νέα
περίπτωση κβ΄ ως εξής:

"δ) του βιβλίου επενδύσεων μέχρι την προθεσμία υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή
κλεισίματος του ισολογισμού όταν τηρούνται βιβλία Γ΄ κατηγορίας,"

"ιγ) του βιβλίου εισερχομένων, όταν το όχημα εισέλθει και σταθμεύσει στον κύριο χώρο του συνεργείου και
αποχωρήσει ο οδηγός του ή αρχίσει η εργασία επισκευής και με την έξοδο του οχήματος,"
452

"ιη) του βιβλίου μεταχειρισμένων αγαθών με την παραλαβή και παράδοση αυτών,"

"κβ) του βιβλίου επισκευής αγαθών με την παραλαβή των αγαθών.".

5. Στο τέλος της παραγράφου 2 του Αρθρου 18 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

"Κατ΄ εξαίρεση των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο, επιτρέπεται ο συμψηφισμός αμοιβαίων
ανταπαιτήσεων μεταξύ μητρικής εταιρείας και θυγατρικών εταιρειών."

6. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του Αρθρου 18 αντικαθίσταται ως εξής:

"Επιτρέπεται μετά από γνωστοποίηση στον αρμόδιο προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. η χρησιμοποίηση συγχρόνως
περισσότερων σειρών για κάθε είδος στοιχείου, καθώς και για τα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του
Αρθρου 10 του Κώδικα αυτού για τη διαρκή παροχή υπηρεσίας, με την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία φέρουν
διακριτικό σειράς και τα βιβλία θεωρούνται με την ένδειξη "Διαρκής παροχή υπηρεσίας"."

7. Η υποπερίπτωση α΄ της περίπτωσης Β΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 19 αντικαθίσταται ως εξής:

"α) το δελτίο αποστολής και το συγκεντρωτικό δελτίο επιστροφής,".

8. Στην παράγραφο 4 του Αρθρου 19 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:

"Επί συνένωσης βιβλίου με στοιχείο το βιβλίο μπορεί να τηρείται σε περισσότερα του ενός αντίτυπα."

9. Η παράγραφος 4 του Αρθρου 20 καταργείται και οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του Αρθρου αυτού
αναριθμούνται σε 4, 5 και 6 αντίστοιχα.

10. Η παράγραφος 6 του Αρθρου 20 που αναριθμήθηκε σε 5 αντικαθίσταται ως εξής:

"5. Δεν υποχρεούνται στην υποβολή των καταστάσεων της παραγράφου 1 του Αρθρου αυτού:

α) οι τράπεζες για τους τόκους καταθέσεων που χορηγούν, καθώς και για τους τόκους και τις προμήθειες
που χορηγούν σε άλλες τράπεζες ή επιτηδευματίες και πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του Αρθρου 2
του Κώδικα αυτού ή λαμβάνουν από τα παραπάνω πρόσωπα, με την εξαίρεση των προμηθειών που
453

λαμβάνουν από επιτηδευματίες ή πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του Αρθρου 2 του Κώδικα αυτού που
πωλούν αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες σε κατόχους - χρήστες πιστωτικών καρτών,

β) οι επιτηδευματίες και τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του Αρθρου 2 του Κώδικα αυτού για τους
τόκους καταθέσεων που λαμβάνουν από τράπεζες, για τους τόκους και τις προμήθειες που καταβάλλουν σε
τράπεζες ή λαμβάνουν από αυτές, καθώς και για τους μισθούς, τα ημερομίσθια και τις συντάξεις που
χορηγούν, με την εξαίρεση των προμηθειών που καταβάλλουν στις τράπεζες λόγω πώλησης αγαθών ή
παροχής υπηρεσιών σε κατόχους - χρήστες πιστωτικών καρτών,

γ) οι επιτηδευματίες και τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του Αρθρου 2 του Κώδικα αυτού για τις
πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών εκτός της χώρας, καθώς και για τις αγορές αγαθών ή υπηρεσιών από
επιχειρήσεις που δεν ασκούν δραστηριότητα εντός της χώρας."

11. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 21 αντικαθίσταται ως εξής:

"Τα βιβλία, τα στοιχεία και τα λοιπά δικαιολογητικά των εγγραφών τηρούνται στην έδρα του επιτηδευματία,
με εξαίρεση τα βιβλία, τα στοιχεία και τα λοιπά δικαιολογητικά των λοιπών εγκαταστάσεων τα οποία
τηρούνται σε αυτές."

12. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 21 αντικαθίσταται ως εξής:

"Μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος τα βιβλία, τα στοιχεία και
τα λοιπά δικαιολογητικά κάθε διαχειριστικής περιόδου μπορεί να φυλάσσονται σε διαφορετικό τόπο από
αυτόν που ορίζεται με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του Αρθρου αυτού, επιφυλασσομένων των
διατάξεων της παραγράφου 9 του Αρθρου 18α του παρόντος Κώδικα."

13. Η περίπτωση θ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 23 καταργείται.

14. Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 24 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:

"Παρέχεται η δυνατότητα εμφάνισης στο ισοζύγιο του

προηγούμενου εδαφίου τουλάχιστον των πρωτοβάθμιων λογαριασμών, με την προϋπόθεση ανάπτυξής του
σε λογαριασμούς της κατώτερης βαθμίδας, εφαρμοζομένων αναλόγως των τριών τελευταίων εδαφίων της
454

παραγράφου 7 του Αρθρου 24 του παρόντος."

15. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 24 αντικαθίσταται ως εξής:

"γ) Εκτυπώνει τα αναλυτικά καθολικά, το γενικό καθολικό και το μητρώο παγίων στο τέλος της
διαχειριστικής περιόδου και μέσα στην προθεσμία σύνταξης του ισολογισμού, με δυνατότητα μη εκτύπωσής
τους, εφόσον τα δεδομένα τους φυλάσσονται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα αποθήκευσης."

16. Στην παράγραφο 2 του Αρθρου 24 προστίθενται δύο νέα εδάφια ως εξής:

"Ο επιτηδευματίας εκτυπώνει το βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας
ενημέρωσής του και το βιβλίο παραγωγής κοστολογίου στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου και μέσα στην
προθεσμία σύνταξης του ισολογισμού, με δυνατότητα μη εκτύπωσής του, εφόσον τα δεδομένα του
φυλάσσονται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα αποθήκευσης.

Με την ίδια προϋπόθεση παρέχεται η δυνατότητα μη εκτύπωσης των δελτίων εσωτερικής διακίνησης της
παραγράφου 2 του Αρθρου 8 του Κώδικα αυτού."

17. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του Αρθρου 24 αντικαθίσταται ως εξής:

"Η κατά ποσότητα και αξία εκτύπωση των αποθεμάτων γίνεται μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 8 του
Αρθρου 17 του Κώδικα αυτού, με δυνατότητα μη εκτύπωσής τους, όταν αποθηκεύονται σε
ηλεκτρομαγνητικά μέσα."

18. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του Αρθρου 24 αντικαθίσταται ως εξής:

"Με την προϋπόθεση του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να εκτυπώνεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα
και το βιβλίο κίνησης οχημάτων."

19. Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 7 του Αρθρου 24 αντικαθίστανται ως εξής:

"Τα δεδομένα που είναι αποθηκευμένα σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2,
3, 4 και 6 του Αρθρου αυτού, καθώς και της παραγράφου 6 του Αρθρου 27 του ίδιου Κώδικα εκτυπώνονται
εντός τριών (3) ημερών, όταν ζητηθεί από το φορολογικό έλεγχο. Η ανωτέρω προθεσμία μπορεί να
455

παρατείνεται μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες, εφόσον η εκτύπωση των δεδομένων αυτών είναι εξαιρετικά
δυσχερής στην προβλεπόμενη προθεσμία. Η μη διαφύλαξη των ηλεκτρομαγνητικών μέσων ή η αδυναμία
αναπαραγωγής του περιεχομένου αυτών εξομοιώνεται με μη τήρηση των βιβλίων ή των καταστάσεων που
εμπεριέχονται σε αυτά."

20. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του Αρθρου 24 αντικαθίσταται ως εξής:

"Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του Αρθρου 17 του Κώδικα αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την
παράταση της προθεσμίας εκτύπωσης ή της εγγραφής σε θεωρημένο οπτικό δίσκο που ορίζεται από τις
παραγράφους 1 περιπτώσεις α΄ και β΄, 2 έως και 4 του Αρθρου αυτού."

21. Η παράγραφος 5 του Αρθρου 25 αντικαθίσταται ως εξής:

"5. Σε περίπτωση βλάβης μηχανήματος ή γενικά μη λειτουργίας του λογισμικού:

Α) Τα στοιχεία μπορεί να εκδίδονται από χειρόγραφα στελέχη ιδιαίτερης σειράς εντύπων ή τα δεδομένα
αυτών να αναγράφονται χειρόγραφα στα μηχανογραφικά έντυπα και η καταχώριση των δεδομένων στα
πρόσθετα ή ειδικά βιβλία γίνεται χειρόγραφα στα μηχανογραφικά έντυπα.

Β) Υποβάλλεται σχετική γνωστοποίηση στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. εντός της μεθεπόμενης εργάσιμης για
τη Δ.Ο.Υ. ημέρας και παρατείνεται για δέκα (10) ημέρες και όχι πέραν από την προθεσμία υποβολής της
δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή κλεισίματος του ισολογισμού επί τήρησης βιβλίων Γ κατηγορίας:

α) Η προθεσμία εκτύπωσης ή εγγραφής σε θεωρημένο οπτικό δίσκο, η οποία ορίζεται από τις παραγράφους
1 περιπτώσεις α΄ και β΄, 2 έως και 4 του Αρθρου 24 του Κώδικα αυτού, καθώς και η προθεσμία εκτύπωσης
των πρόσθετων και ειδικών βιβλίων που εκτυπώνονται ή εγγράφονται σε θεωρημένο οπτικό δίσκο μέχρι το
τέλος του επόμενου μήνα.

β) Η προθεσμία ενημέρωσης που ορίζεται από τις παραγράφους 1, 2 περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ και 5 του
Αρθρου 17 του Κώδικα αυτού. Όταν τα αίτια της μη ενημέρωσης συνεχίζονται και μετά από το χρόνο της
παράτασης αυτής, οι πρωτογενείς εγγραφές μέχρι την αποκατάσταση της βλάβης γίνονται χειρόγραφα σε
αθεώρητα έντυπα.

Μετά τη λειτουργική αποκατάσταση του συστήματος γίνεται αμέσως η μεταφορά των εγγραφών από τα
456

χειρόγραφα βιβλία στον Η/Υ, καθώς και η εκτύπωση των βιβλίων ή καταστάσεων, εφόσον παρήλθε η
προθεσμία εκτύπωσής τους."

Αρθρο 31

Διαδικασίες προσδιορισμού αποτελεσμάτων Κύρος βιβλίων

1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του Αρθρου 27 αντικαθίσταται ως εξής:

"Για τα λοιπά στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, τα οποία παρακολουθούνται με περιληπτικούς -
γενικούς λογαριασμούς, μπορεί να καταχωρούνται στο βιβλίο απογραφών τα υπόλοιπα μόνο των οικείων

λογαριασμών, εφόσον ανάλυση καθενός λογαριασμού καταχωρείται σε καταστάσεις ή ισοζύγια ή


αποθηκεύεται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα αποθήκευσης."

2. Η παράγραφος 7 του Αρθρου 27 αντικαθίσταται ως εξής:

"7. Στο βιβλίο απογραφών καταχωρούνται χωριστά κατά είδος και ποσότητα όλα τα περιουσιακά στοιχεία
κυριότητας άλλου επιτηδευματία που βρίσκονται κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου στις
εγκαταστάσεις του, εφόσον τα δεδομένα αυτά δεν προκύπτουν από το βιβλίο αποθήκης ή από άλλα
πρόσθετα βιβλία."

3. Το πέμπτο και το έκτο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 28 αντικαθίστανται ως εξής:

"Για τη βελτίωση της λειτουργικότητας της επιχείρησης ή για άλλους σπουδαίους λόγους επιτρέπεται, μετά
από έγκριση της Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων (Ε.Λ.Β.), η αλλαγή της μεθόδου προσδιορισμού της τιμής
κτήσης ή του ιστορικού κόστους παραγωγής."

4. Η περίπτωση α΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του Αρθρου 30 αντικαθίσταται ως εξής:

"α) δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει το βιβλίο παραγωγής

- κοστολογίου ή το βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών ή το βιβλίο ή δελτίο ποσοτικής παραλαβής που ορίζεται
από την παράγραφο 1 του Αρθρου 10 του Κώδικα αυτού,".
457

5. Οι περιπτώσεις β΄, ε΄ και η΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του Αρθρου 30 αντικαθίστανται και
προστίθεται μετά την περίπτωση η΄ νέα περίπτωση θ΄ ως εξής:

"β) δεν καταχωρεί στο βιβλίο απογραφών αποθέματα ή καταχωρεί αυτά ανακριβώς ως προς την ποσότητα,"

"ε) δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει ή δεν επιδεικνύει στον τακτικό φορολογικό έλεγχο τα πρόσθετα βιβλία της
παραγράφου 5 του Αρθρου 10 ή δεν καταχωρεί σε αυτά τις συναλλαγές ή καταχωρεί σε αυτά ανακριβώς τα
στοιχεία που προσδιορίζουν το ύψος της συναλλαγής,"

"η) εμφανίζει αθροιστικά λάθη στο βιβλίο εσόδων

- εξόδων, στη μηνιαία κατάσταση του βιβλίου εσόδων

- εξόδων, καθώς και στο βιβλίο απογραφών,"

"θ) δεν τηρεί κατά περίπτωση τα ημερολόγια ή το ισοζύγιο του γενικού - αναλυτικών καθολικών ή το βιβλίο
εσόδων - εξόδων ή τη μηνιαία κατάσταση του βιβλίου εσόδων - εξόδων ή δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει το
βιβλίο αποθήκης ή τις καταστάσεις της ποσοτικής καταχώρισης των αποθεμάτων ή το βιβλίο απογραφών
όταν δεν συντάσσονται τέτοιες καταστάσεις."

6. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 4 του Αρθρου 30 αντικαθίστανται ως εξής:

"Οι πράξεις ή οι παραλείψεις της παραγράφου αυτής, για να συνεπάγονται εξωλογιστικό προσδιορισμό των
αποτελεσμάτων, πρέπει να είναι μεγάλης έκτασης, ώστε να τα επηρεάζουν σημαντικά ή να καθιστούν
αντικειμενικά αδύνατο το λογιστικό έλεγχο των φορολογικών υποχρεώσεων, εφαρμοζομένων αναλόγως
των διατάξεων των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 3 του Αρθρου αυτού για τις πράξεις ή
παραλείψεις των περιπτώσεων στ΄ και θ΄ της παραγράφου αυτής.

Δεν λογίζονται ως ανεπάρκεια ή ως ανακρίβεια: α) η καταχώριση εσόδου ή εξόδου σε χρήση άλλη από
εκείνη που αφορά, β) οι πράξεις της περίπτωσης η΄ της παραγράφου αυτής, όταν από αυτές δεν μειώνεται
το φορολογικό αποτέλεσμα, γ) η αποτίμηση των αποθεμάτων με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ορίζεται
με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του Αρθρου 28 του παρόντος Κώδικα, με την προϋπόθεση ότι
είναι δυνατή στο χρόνο που θα ζητηθεί από το φορολογικό έλεγχο η σύνταξη κατάστασης αποτίμησης
458

αυτών με τον τρόπο που ορίζεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις."

7. Η παράγραφος 6 του Αρθρου 30 αντικαθίσταται ως εξής:

"6. Τα βιβλία και στοιχεία της πρώτης κατηγορίας κρίνονται ανακριβή όταν ο επιτηδευματίας δεν καταχωρεί
ή καταχωρεί ανακριβώς σε αυτά αγορές που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό
στοιχείο ή δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβή ή εικονικά ή πλαστά ως προς την ποσότητα ή την αξία ή ως προς
τον αντισυμβαλλόμενο φορολογικά στοιχεία διακίνησης και αξίας ή λαμβάνει ανακριβή ή εικονικά ως προς
την ποσότητα ή την αξία τέτοια στοιχεία, εμφανίζει αθροιστικά λάθη.

Οι διατάξεις των περιπτώσεων στ΄, ζ΄ και θ΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του παρόντος
Αρθρου, καθώς και των δύο τελευταίων εδαφίων της ίδιας παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για
τους τηρούντες βιβλίο αγορών."

8. Οι περιπτώσεις α΄ έως ε΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 7 του Αρθρου 30 αντικαθίστανται ως
εξής:

"α) Ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) και για αξία μικρότερη ή ίση των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για
ακαθάριστα έσοδα μέχρι και ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ.

β) Ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) και για αξία μικρότερη ή ίση των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ για
ακαθάριστα έσοδα άνω του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ."

9. Η περίπτωση δ΄ του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 7 του Αρθρου 30 αντικαθίσταται ως εξής:

"δ) Επί μη καταχώρισης ή ανακριβούς καταχώρισης στα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του Αρθρου 10
συναλλαγών για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα στοιχεία εσόδων εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα
στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ του εδαφίου αυτού."

Αρθρο 32

Ειδικές αρμοδιότητες

1. Οι περιπτώσεις ι΄, ιβ΄ και ιγ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 36 καταργούνται, η περίπτωση ια΄ της
459

ίδιας παραγράφου αναριθμείται σε ι΄ και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 αυτού του Αρθρου
αντικαθίσταται ως εξής:

"Για τις κατασχέσεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των πέντε τελευταίων
εδαφίων της επόμενης παραγράφου."

2. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 8 του Αρθρου 36 αντικαθίσταται ως εξής:

"β) δεν έχει υποβάλει στη δημόσια οικονομική υπηρεσία δηλώσεις απόδοσης οποιουδήποτε
παρακρατούμενου ή επιρριπτόμενου φόρου, τέλους, εισφοράς από οποιαδήποτε αιτία, καθώς και δηλώσεις
φόρου εισοδήματος."

3. Η παράγραφος 10 του Αρθρου 36 αντικαθίσταται

ως εξής:

"10. Τα δικαιώματα του αρμόδιου προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. που ορίζονται από τις διατάξεις των παραγράφων 1,
3,

6 και 7 του Αρθρου αυτού ενασκούνται παράλληλα και από τους Γενικούς Διευθυντές Φορολογίας,
Επιθεώρησης και Ελέγχων, καθώς και από τους προϊσταμένους της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.)."

4. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 37 αντικαθίσταται ως εξής:

"Για την απαλλαγή από την υποχρέωση τήρησης του βιβλίου αποθήκης, παραγωγής κοστολογίου και
τεχνικών προδιαγραφών ή τον περιορισμό των υποχρεώσεων αυτών ή την κατά διάφορο τρόπο τήρηση
αυτών, καθώς και τον καθορισμό του είδους ως ουσιώδους ποιοτικής διάκρισης των αγαθών για την
εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα αυτού."

5. Η παράγραφος 4 του Αρθρου 37 αντικαθίσταται ως εξής:

"4. Η αίτηση του επιτηδευματία υποβάλλεται: α) για την απαλλαγή ή την κατά διάφορο τρόπο τήρηση του
βιβλίου αποθήκης, παραγωγής κοστολογίου και τεχνικών προδιαγραφών πέντε (5) μήνες πριν την έναρξη
της διαχειριστικής περιόδου για την οποία ζητείται ρύθμιση ή απαλλαγή από τις υποχρεώσεις αυτές. Ειδικά
460

επί έναρξης νέας δραστηριότητας ή επί μετασχηματισμού επιχείρησης και άμεσης υποχρέωσης τήρησης
βιβλίου αποθήκης η αίτηση υποβάλλεται στο χρόνο της εμπρόθεσμης ενημέρωσης του βιβλίου αποθήκης,

β) για την αλλαγή της μεθόδου προσδιορισμού της τιμής κτήσης ή του ιστορικού κόστους παραγωγής πέντε
(5) μήνες πριν από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου."

6. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 7 του Αρθρου 37 αντικαθίσταται ως εξής:

"Ο Γραμματέας της Επιτροπής υποχρεούται όπως, τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση,
γνωστοποιήσει την ημερομηνία και την ώρα της συνεδρίασης στον επιτηδευματία που έχει υποβάλει σχετικό
αίτημα παράστασης."

7. Η υποπερίπτωση γγ΄ της περίπτωσης γ΄ του Αρθρου 38 αντικαθίσταται ως εξής:

"γγ) να ρυθμίζει διαφορετικά τον τρόπο, το χρόνο έκδοσης το περιεχόμενο και τον προορισμό των
εγγράφων μεταφοράς για τις αστικές, τις ειδικές και τις διεθνείς μεταφορές, τις ταχυμεταφορές, καθώς και
για τις μεταφορές με δημόσιας χρήσης μέσα ή με τρίκυκλα οχήματα δημόσιας χρήσης ή μικτής χρήσης
αυτοκίνητα ή τρίκυκλα ιδιωτικής χρήσης,".

8. Η υποπερίπτωση γε΄ της περίπτωσης γ΄ του Αρθρου 38 αντικαθίσταται ως εξής:

"γε) Να ορίζει διαφορετικά τα φορολογικά στοιχεία που υποβάλλονται, τον τρόπο και το χρόνο υποβολής
αυτών, καθώς και των δεδομένων των βιβλίων του Κώδικα αυτού, για όλους τους υπόχρεους ή για
κατηγορίες μόνο από αυτούς, σε ολόκληρη τη χώρα ή σε τμήματα μόνο αυτής,".

9. Η υποπερίπτωση γστ΄ της περίπτωσης γ΄ του Αρθρου 38 αντικαθίσταται ως εξής:

"γστ) να ορίζει για όλους τους επιτηδευματίες ή για κατηγορίες μόνο από αυτούς τον τρόπο και τα μέσα
τήρησης και έκδοσης όλων ή μερικών βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται με τις διατάξεις του Κώδικα
αυτού, καθώς και να ρυθμίζει διαφορετικά για όλους τους επιτηδευματίες ή για κατηγορίες μόνο από αυτούς
τον τρόπο θεώρησης και τήρησης των βιβλίων και στοιχείων, τον τρόπο και το χρόνο ενημέρωσης των
βιβλίων και έκδοσης των στοιχείων, τον τρόπο και τα μέσα διαφύλαξης όλων ή μερικών βιβλίων και
στοιχείων και οποιαδήποτε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια."
461

10. Στην περίπτωση γ΄ του Αρθρου 38 προστίθεται υποπερίπτωση γιδ΄ ως εξής:

"γιδ. να καθορίζει τις τεχνικές απαιτήσεις, τις διαδικασίες, το χρόνο, τον τρόπο, τα μέσα και κάθε άλλη
αναγκαία λεπτομέρεια για τη διασφάλιση της γνησιότητας και ακεραιότητας των διαφυλασσόμενων σε
ηλεκτρονική - ψηφιακή μορφή φορολογικών βιβλίων και στοιχείων, με τη χρήση ειδικών ασφαλών
φορολογικών διατάξεων σήμανσης του Ν. 1809/1988 (ΦΕΚ 222 Α΄)."

11. Οι περιπτώσεις στ΄ και ζ΄ του Αρθρου 38 αναριθμούνται σε περιπτώσεις ζ΄ και η΄ αντίστοιχα και
προστίθεται νέα περίπτωση στ΄ ως εξής:

"στ) Να ορίζει τις ενδείξεις του προορισμού των φορολογικών στοιχείων για όλους τους υπόχρεους ή για
κατηγορίες μόνο από αυτούς σε ολόκληρη τη χώρα ή τμήματα αυτής,".

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΟ Ν. 2523/1997

Αρθρο 33

Πρόστιμα Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων

Οι διατάξεις του Αρθρου 5 του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄) τροποποιούνται, αντικαθίστανται και
συμπληρώνονται κατά περίπτωση ως εξής:

1. Η περίπτωση ια΄ της παραγράφου 6 καταργείται και οι περιπτώσεις α΄, β΄, ε΄, στ΄, ζ΄, η΄ και ι΄ της
ίδιας παραγράφου αντικαθίστανται ως εξής:

"α) Σε μη τήρηση λογιστικών βιβλίων ή τήρηση βιβλίων κατώτερης κατηγορίας για τους επιτηδευματίες της
Γ΄ κατηγορίας ή σε μη τήρηση του ισοζυγίου λογαριασμών Γενικού - Αναλυτικών Καθολικών ή του βιβλίου
απογραφών, καθώς και σε μη σύνταξη ή εκπρόθεσμη σύνταξη του ισολογισμού σε δύο (2) για όλες ή
μερικές από τις παραπάνω παραλείψεις.

Σε περίπτωση επιβολής του προστίμου της περίπτωσης αυτής δεν επιβάλλεται ιδιαίτερο πρόστιμο για τη μη
τήρηση μητρώου πάγιων περιουσιακών στοιχείων.

β) Σε μη τήρηση πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 5 του Αρθρου 10 σε δύο (2) για κάθε βιβλίο."
462

"ε) Σε μη επίδειξη των βιβλίων και στοιχείων την πρώτη φορά μετά από προηγούμενη πρόσκληση σε δύο
(2) και για καθεμία από τις επόμενες δύο φορές σε πέντε (5).

στ) Σε περίπτωση μη καταχώρισης της ποσοτικής καταμέτρησης των αποθεμάτων στο βιβλίο απογραφών σε
τρία (3).

ζ) Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής στοιχείων της παραγράφου 1 του Αρθρου 20 μετά το τέλος του
έτους που έληξε η προθεσμία υποβολής τους, καθώς και στις περιπτώσεις παράλειψης καταχώρισης
αντισυμβαλλομένων ή ανακριβούς καταχώρισης της αξίας σε τρία (3), εφόσον οι ανωτέρω παραλείψεις και
ανακρίβειες αφορούν μεγέθη συνολικής αξίας πάνω από δεκατέσσερις χιλιάδες εξακόσια εβδομήντα τρία
(14.673) ευρώ ανά κατάσταση.

Ο ίδιος συντελεστής ισχύει και σε περίπτωση μη υποβολής στοιχείων, εκτός αν ο υπόχρεος μέχρι τη λήξη
της προθεσμίας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς ή

άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής κατά της απόφασης επιβολής προστίμου υποβάλλει εκπρόθεσμα τα
στοιχεία και προκύπτει ότι τα συνολικά μεγέθη ανά κατάσταση είναι μέχρι του ορίου του προηγούμενου
εδαφίου, οπότε εφαρμόζεται συντελεστής βαρύτητας ίσος με τη μονάδα.

Οι συντελεστές βαρύτητας του πρώτου και δεύτερου εδαφίου ισχύουν κατά περίπτωση και επί εκπρόθεσμης
υποβολής στοιχείων για τις πωλήσεις πετρελαίου θέρμανσης μετά τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας
υποβολής, καθώς και επί μη υποβολής στοιχείων, παραλείψεων ή ανακριβειών κατά τα ειδικότερα
οριζόμενα στα εδάφια αυτά.

Ο συντελεστής βαρύτητας των προηγούμενων εδαφίων ισχύει και σε περίπτωση μη υποβολής του ισοζυγίου
της παραγράφου 6 του Αρθρου 20 ή της εκπρόθεσμης υποβολής του, μετά την παρέλευση εξαμήνου από
την προθεσμία υποβολής.

η) Σε περίπτωση μη επίδειξης σε προληπτικό έλεγχο των πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 5 του
Αρθρου 10 σε πέντε (5)."

"ι) Σε μη τήρηση του βιβλίου κοστολογίου οικοδομών της Α.Υ.Ο.Ο.1024754/187/ΠΟΛ.1039/9.3.2006 (ΦΕΚ


311 Β΄) ή σε μη επίδειξη αυτού στο φορολογικό έλεγχο μετά από προηγούμενη πρόσκληση σε πέντε (5)
463

για κάθε οικοδομή."

2. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 8 αντικαθίσταται ως εξής:

"α) Η παράλειψη έκδοσης κάθε στοιχείου, που ορίζεται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ.. Ειδικά η μη έκδοση
στοιχείου παράδοσης κτισμάτων συνιστά αυτοτελή παράβαση ανεξάρτητα από το ύψος της αξίας αυτού. Ως
παράλειψη έκδοσης στοιχείου λογίζεται και η μη καταχώριση σερβιρισθέντων ειδών στα δελτία
παραγγελίας. Κατ΄ εξαίρεση η μη έκδοση δελτίων αποστολής από αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α.
θεωρείται γενική παράβαση, επιφυλασσομένων των διατάξεων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 10 του
Αρθρου αυτού. Επίσης, κατ΄ εξαίρεση η μη έκδοση στοιχείου διακίνησης θεωρείται γενική παράβαση,
εφόσον έχει εκδοθεί και καταχωρηθεί στα βιβλία στοιχείο αξίας για την ίδια συναλλαγή από τον υπόχρεο
στην έκδοση του στοιχείου διακίνησης."

3. Οι περιπτώσεις θ΄, ι΄ και ια΄ της παραγράφου 8 αντικαθίστανται ως εξής:

"θ) Η μη διαφύλαξη κάθε βιβλίου ή κατάστασης που υποκαθιστά βιβλίο ή ανά πενήντα (50) φύλλα
φορολογικών στοιχείων ή άλλων δικαιολογητικών εγγραφών για όσο χρόνο ορίζεται από τις διατάξεις του
Κ.Β.Σ., εκτός αν η μη διαφύλαξη οφείλεται αποδεδειγμένα σε ανώτερη βία.

ι) Η εκπρόθεσμη εκτύπωση ή εγγραφή σε οπτικό δίσκο κάθε βιβλίου ή κατάστασης που ορίζεται από τις
διατάξεις του Κ.Β.Σ..

ια) Η μη κάλυψη από τα προγράμματα λογισμικού των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις
του Αρθρου 23 του Κ.Β.Σ., ως και η μη τήρηση καθεμιάς από τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται από το
Αρθρο αυτό."

4. Στην παράγραφο 8 προστίθεται περίπτωση ιβ΄ ως εξής:

"ιβ) Η κάθε μη καταχώριση ή η ανακριβής καταχώριση στο βιβλίο κοστολογίου οικοδομών της Α.Υ.Ο.Ο.
1024754/187/ΠΟΛ.1039/9.3.2006 δαπάνης που προσδιορίζει το κόστος της κάθε "οικοδομής"."

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΟ Ν. 1809/1988

Αρθρο 34
464

Φορολογικοί ηλεκτρονικοί μηχανισμοί

Οι διατάξεις του Ν. 1809/1988 (ΦΕΚ 222 Α΄ ) τροποποιούνται, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται κατά
περίπτωση, ως εξής:

1. Η παράγραφος 1 του Αρθρου 1 αντικαθίσταται ως εξής:

"1. Οι επιτηδευματίες που πωλούν αγαθά λιανικώς ή κυρίως λιανικώς ή παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό και
τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, ΦΕΚ 84
Α΄) υποχρεούνται να χρησιμοποιούν φορολογικές ταμειακές μηχανές για την έκδοση των αποδείξεων
λιανικής πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών. Την υποχρέωση αυτή έχουν και οι κυρίως
χονδροπωλητές επιτηδευματίες, όταν οι λιανικές τους πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών διενεργούνται κατά
σύστημα και όχι περιστασιακά, ανεξάρτητα από το ποσοστό των πωλήσεων αυτών επί του συνόλου των
ετήσιων πωλήσεών τους. Με απόφαση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. της έδρας του επιτηδευματία του
προηγούμενου εδαφίου μπορεί να απαλλαγεί ο επιτηδευματίας αυτός από την υποχρέωση χρησιμοποίησης
φορολογικής ταμειακής μηχανής, για την έκδοση των αποδείξεων λιανικής πώλησης αγαθών ή παροχής
υπηρεσιών, εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι για την απαλλαγή αυτή. Οι ιδιότητες και τα τεχνικά
χαρακτηριστικά των φορολογικών ταμειακών μηχανών και τα στοιχεία που πρέπει να περιέχονται στις
εκδιδόμενες από αυτές αποδείξεις ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που
δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι επιτηδευματίες αυτοί, αντί να χρησιμοποιούν
φορολογικές ταμειακές μηχανές, μπορούν να εκδίδουν θεωρημένες διπλότυπες αποδείξεις λιανικής
πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών με τρόπο μηχανογραφικό, στις οποίες όμως πρέπει να
αναγράφονται τα στοιχεία των αποδείξεων των φορολογικών ταμειακών μηχανών. Κατ΄ εξαίρεση,
επιτρέπεται η έκδοση χειρόγραφων θεωρημένων διπλότυπων αποδείξεων λιανικής πώλησης αγαθών ή
παροχής υπηρεσιών, σε ειδικές μόνο περιπτώσεις, για συναλλαγές που πραγματοποιεί ο επιτηδευματίας
εκτός του κεντρικού καταστήματος ή του υποκαταστήματός του.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής του
Αρθρου 7 του νόμου αυτού, μπορεί να επιτρέπεται η χρησιμοποίηση ταμειακών συστημάτων δικτύου
ηλεκτρονικών υπολογιστών - ταμειακών μηχανών, αντί της χρησιμοποίησης εγκεκριμένων φορολογικών
ταμειακών μηχανών, για την έκδοση των αποδείξεων λιανικής πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών."

2. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 1 καταργείται.


465

3. Η παράγραφος 5 του Αρθρου 1 αντικαθίσταται ως εξής:

"5. Οι επιτηδευματίες του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, ΦΕΚ 84 Α΄), που εκδίδουν τα
στοιχεία

του Κώδικα αυτού με μηχανογραφικό τρόπο, μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή υποχρεούνται για τη
διασφάλιση των ηλεκτρονικών δεδομένων αυτών στη χρήση ειδικών ηλεκτρονικών ασφαλών διατάξεων
σήμανσης του νόμου αυτού. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται προαιρετικά και για τα
βιβλία του Κώδικα αυτού που τηρούνται με μηχανογραφικό τρόπο."

4. Η παράγραφος 6 του Αρθρου 1 αντικαθίσταται ως εξής:

"6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των
διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και οι ιδιότητες, τα τεχνικά χαρακτηριστικά των ειδικών
ηλεκτρονικών ασφαλών διατάξεων σήμανσης ή άλλου τρόπου διασφάλισης των ηλεκτρονικών δεδομένων
των βιβλίων και των στοιχείων, το περιεχόμενο αυτών, ο χρόνος, ο τρόπος τήρησης ή έκδοσης, διαφύλαξης
και αποθήκευσής τους, καθώς και τα βιβλία ή τα στοιχεία που εξαιρούνται."

5. Η παράγραφος 1 του Αρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

"1. Οι φορολογικοί μηχανισμοί και τα ταμειακά συστήματα του προηγούμενου Αρθρου, για να
χρησιμοποιηθούν στην τήρηση βιβλίων ή την έκδοση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 1
και 5 του Αρθρου αυτού από επιτηδευματίες που υπόκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού, πρέπει να είναι
εφοδιασμένα με άδεια καταλληλότητας. Την άδεια αυτή χορηγεί η Επιτροπή του Αρθρου 7 μετά από αίτηση
της ενδιαφερόμενης επιχείρησης και έχει ισχύ για τέσσερα (4) έτη από την ημερομηνία χορηγήσεώς της.
Προϋπόθεση για την εξέταση των υποβαλλόμενων από 1.6.2006 αιτήσεων αποτελεί η καταβολή παραβόλου
υπέρ του Δημοσίου το οποίο ανέρχεται σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για κάθε αίτηση. Για τη χορήγηση της
άδειας καταλληλότητας η Επιτροπή εκτιμά ιδίως: α) αν το δείγμα του φορολογικού μηχανισμού ή
συστήματος, το οποίο υποχρεούται να προσκομίσει ο ενδιαφερόμενος πριν από την εξέταση της αίτησής
του, ανταποκρίνεται στις ιδιότητες και τα τεχνικά χαρακτηριστικά που καθορίζονται με απόφαση του
Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, β) αν η επιχείρηση που αιτείται την άδεια καταλληλότητας διαθέτει
στην Ελλάδα άρτιο δίκτυο επισκευής και συντήρησης, το απαραίτητο επιστημονικό προσωπικό και
εξασφαλίζει τα αναγκαία αποθέματα ανταλλακτικών και εξαρτημάτων στην Ελλάδα, γ) αν η επιχείρηση που
αιτείται την άδεια καταλληλότητας είναι φερέγγυα και αν η οικονομική της συγκρότηση, εγγυάται την
466

ομαλή πορεία της, δ) αν είναι δυνατός ο έλεγχος και η παρακολούθηση από την Επιτροπή ότι οι
φορολογικοί μηχανισμοί ή τα συστήματα προ της διάθεσής τους στην αγορά συμφωνούν με το δείγμα. Η
Επιτροπή δικαιούται να εξετάσει και κάθε άλλο στοιχείο που είναι απαραίτητο για τη διαμόρφωση τελικής
γνώμης, καθώς και να επανεξετάζει, μετά τη χορήγηση της άδειας καταλληλότητας, αν εξακολουθούν να
τηρούνται, σε κάθε περίπτωση οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις πιο πάνω περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄.
Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση που αιτείται χορήγηση άδειας καταλληλότητας υποχρεούται να προσκομίσει
στην Επιτροπή κάθε στοιχείο που θα ζητηθεί από αυτήν."

6. Η παράγραφος 3 του Αρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

"3. Η επιχείρηση που λαμβάνει άδεια καταλληλότητας για συγκεκριμένο μοντέλο φορολογικής ταμειακής
μηχανής ή συστήματος, υποχρεούται να διαφυλάσσει το εγκεκριμένο δείγμα για δεκαπέντε (15)
τουλάχιστον έτη από τη λήξη του έτους που για τελευταία φορά διατέθηκε στην αγορά o συγκεκριμένος
τύπος και να το θέτει άμεσα στη διάθεση των φορολογικών αρχών και της Επιτροπής του Αρθρου 7. Το
δείγμα αυτό ασφαλίζεται και απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση σε αυτό. Με απόφαση του Υπουργού
Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος ασφάλισης και αποθήκευσης του δείγματος και κάθε
άλλη αναγκαία λεπτομέρεια."

7. Το Αρθρο 3 αντικαθίσταται ως εξής:

"Αρθρο 3

1. Οι επιχειρήσεις, που αιτούνται και λαμβάνουν άδεια καταλληλότητας ή τους ανατίθεται από την Επιτροπή
η τεχνική υποστήριξη φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών, για την εξασφάλιση της ομαλής
συντήρησης και έγκαιρης αποκατάστασης των βλαβών των μηχανών των χρηστών, πρέπει να διατηρούν
στην Ελλάδα επαρκή αποθέματα ανταλλακτικών και εξαρτημάτων, απαραίτητο εργαστηριακό εξοπλισμό και
άρτια οργανωμένο και καταρτισμένο δίκτυο από πιστοποιημένους, εξειδικευμένους και κατάλληλα
εκπαιδευμένους τεχνικούς. Για το σκοπό αυτόν, οι ανωτέρω επιχειρήσεις συντάσσουν και υποβάλουν στην
αρμόδια Διεύθυνση Κ.Β.Σ., περιοδικές καταστάσεις σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, των στοιχείων των
εξουσιοδοτημένων από αυτές τεχνικών, καθώς επίσης εκδίδουν και υποβάλουν προς θεώρηση στην ίδια
Διεύθυνση, ειδικές ταυτότητες πιστοποίησης των τεχνικών αυτών. Προϋπόθεση για την έγκυρη υποβολή
των καταστάσεων και τη θεώρηση των ταυτοτήτων που υποβάλλονται από 1.1.2007, αποτελεί η καταβολή
παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, το οποίο ανέρχεται σε είκοσι πέντε (25) ευρώ για κάθε τεχνικό που
εξουσιοδοτείται από την επιχείρηση η οποία κατέχει άδεια καταλληλότητας εγκεκριμένων μοντέλων ή
467

επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί η τεχνική υποστήριξη από την Επιτροπή.

2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του
Αρθρου αυτού. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τα απαιτούμενα ουσιαστικά και τυπικά
προσόντα των τεχνικών, καθώς και θέματα σχετικά με την εκπαίδευση των τεχνικών και των χρηστών
στους φορολογικούς ηλεκτρονικούς μηχανισμούς."

8. Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 4 αντικαθίστανται ως εξής:

"1. Ο πωλητής φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών και συστημάτων εκδίδει το δελτίο αποστολής ή το
τιμολόγιο - δελτίο αποστολής σε δύο επιπλέον αντίτυπα με την ένδειξη "για τη Δ.Ο.Υ. του αγοραστή", από
τα οποία το ένα υποχρεούται να παραδώσει στη Δ.Ο.Υ. αυτή μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την
ημερομηνία έκδοσής του, επισυνάπτοντας φωτοαντίγραφο του δελτίου ημερήσιας κίνησης "Ζ",
εγκατάστασης - έναρξης λειτουργίας του φορολογικού ηλεκτρονικού μηχανισμού. Το άλλο αντίτυπο
παραδίδεται στον αγοραστή, ο οποίος υποχρεούται να το παραδώσει στη Δ.Ο.Υ. της έδρας του μέσα σε
δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήψη του μαζί με τη δήλωση της παραγράφου 2."

9. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:

"2. Ο αγοραστής ή χρήστης ή κάτοχος υποχρεούται να υποβάλλει στη Δ.Ο.Υ. της έδρας που υπάγεται, μέσα
στην προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος Αρθρου, υπεύθυνη δήλωση του Αρθρου 8
του Ν. 1599/1986, στην οποία αναγράφονται ο τρόπος και η ημερομηνία απόκτησης, τα στοιχεία του
οικείου παραστατικού, καθώς και ο ακριβής τόπος (διεύθυνση της έδρας, υποκαταστήματος ή άλλου
χώρου), στον οποίο πρόκειται να εγκαταστήσει και να λειτουργήσει τη συγκεκριμένη μηχανή."

10. Στο Αρθρο 4 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:

"5. Σε κάθε περίπτωση απώλειας βιβλιαρίου συντήρησης και επισκευών, εκδίδεται νέο βιβλιάριο, το οποίο
θεωρείται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και στο οποίο αναγράφεται η ένδειξη "Σε αντικατάσταση"."

11. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 5 αντικαθίσταται και στο τέλος της παραγράφου 1
προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

"Επίσης οφείλει να μεριμνά για την ενημέρωση του βιβλιαρίου με ό,τι έχει σχέση με τη μηχανή, όπως
468

συγκεντρωτικά δεδομένα φορολογικής μνήμης, συντηρήσεις, επισκευές, καθώς και να καλεί αμέσως για
αποκατάσταση τυχόν βλάβης της μηχανής. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών
καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των υποχρεώσεων αυτών.

Το βιβλιάριο συντήρησης και επισκευών, το οποίο συνοδεύει πάντοτε το φορολογικό ηλεκτρονικό


μηχανισμό επιδεικνύεται άμεσα σε κάθε απαίτηση φορολογικών ελέγχων."

12. Η παράγραφος 2 του Αρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:

"2. Ο συντηρητής ή επισκευαστής υποχρεούται να καταχωρεί στο Βιβλιάριο Συντήρησης και Επισκευών του
φορολογικού μηχανισμού κάθε τεχνική διάγνωση, επέμβαση, επισκευή ή συντήρησή του, υπογράφοντας
και θέτοντας τη σφραγίδα του. Αν διαπιστώσει ότι ο μηχανισμός δεν διαθέτει πλέον τη δυνατότητα και τα
χαρακτηριστικά που εξασφαλίζουν την αξιοπιστία του, λόγω βλάβης ή άλλης αιτίας, υποχρεούται να
γνωστοποιήσει τούτο άμεσα και εγγράφως στην αρμόδια για τη φορολογία του χρήστη Δ.Ο.Υ., καθώς και
στην αρμόδια Διεύθυνση Κ.Β.Σ.."

13. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

"1. Η σφράγιση της κεφαλής της βίδας, που συνδέει το περίβλημα με τη βάση της μηχανής, με τον τρόπο
που αναφέρεται στις τεχνικές προδιαγραφές, γίνεται από την επιχείρηση που έχει λάβει την άδεια
καταλληλότητας σε χώρο εγκατάστασης της επιχείρησης, προ της διαθέσεώς τους στην αγορά και ελέγχεται
από εξουσιοδοτημένο φοροτεχνικό υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών."

14. Η παράγραφος 1 του Αρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

"1. Συνιστάται στη Διεύθυνση Βιβλίων και Στοιχείων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών
επταμελής Επιτροπή από υπαλλήλους της Διεύθυνσης αυτής και ειδικούς τεχνικούς του δημόσιου και
ιδιωτικού τομέα, για τον έλεγχο των ιδιοτήτων και των τεχνικών χαρακτηριστικών των φορολογικών
μηχανισμών και για τη χορήγηση άδειας καταλληλότητας για τη χρησιμοποίησή τους. Τα τρία μέλη της
Επιτροπής, με τους αναπληρωτές τους, διορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και τα
υπόλοιπα τέσσερα μέλη ειδικοί τεχνικοί, με τους αναπληρωτές τους, προτείνονται, ανά ένας, από τα πρώτα
τέσσερα σε δύναμη κόμματα της αντιπολίτευσης που εκπροσωπούνται στη Βουλή ή ανάλογα με τη δύναμη
κάθε κόμματος της αντιπολίτευσης, σε περίπτωση που εκπροσωπούνται στη Βουλή λιγότερα από τέσσερα
κόμματα. Σε περίπτωση που δεν προτείνονται τα πιο πάνω τέσσερα μέλη μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15)
469

ημερών από τη σχετική πρόσκληση, αυτά διορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζονται τα μέλη, σύμφωνα με τα πιο πάνω, η
διάρκεια της θητείας της Επιτροπής, η μηνιαία αποζημίωση των μελών της, η σχετική διαδικασία και κάθε
άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

Με απόφαση της πιο πάνω Επιτροπής, δύναται να παρευρίσκονται στις συνεδριάσεις αυτής, εκπρόσωποι
αναγνωρισμένων συλλογικών οργάνων που εκπροσωπούν επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια
καταλληλότητας εγκεκριμένων μοντέλων φορολογικών μηχανισμών ή επιχειρήσεις μεταπώλησης ή
εξουσιοδοτημένων τεχνικών.

Οι απορριπτικές αποφάσεις της Επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένες και κοινοποιούνται στον
ενδιαφερόμενο."

15. Η παράγραφος 4 του Αρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

"4. Η απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που προβλέπεται από τις διατάξεις της
παραγράφου 2 του Αρθρου 1, δεν μπορεί να εκδοθεί αν δεν έχει χορηγηθεί άδεια καταλληλότητας σε
τέσσερις τουλάχιστον επιχειρήσεις, με τη διαδικασία της παραγράφου 1 του Αρθρου 2."

16. Το τελευταίο εδάφιο του Αρθρου 8 καταργείται.

17. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του Αρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:

"Με τον ίδιο τρόπο αποσβέννυται και η δαπάνη για την αντικατάσταση μηχανικών αντλιών πετρελαίου
πρατηρίων υγρών καυσίμων με κατάλληλες ψηφιακές, όταν αυτό είναι αναγκαίο για τη σύνδεσή τους με
φορολογικό μηχανισμό."

18. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του Αρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:

"2. Οι επιτηδευματίες, οι οποίοι τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, στις περιπτώσεις που τα καθαρά τους κέρδη προσδιορίζονται εξωλογιστικώς, δικαιούνται να
εκπίπτουν από τα καθαρά τους κέρδη:".
470

19. Η παράγραφος 3 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

"3. Για όλες τις παραβάσεις εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) και συντελεστής βαρύτητας
με αριθμητική τιμή που ορίζεται ως εξής:

α) Για τις επιχειρήσεις που έχουν λάβει, από την αρμόδια Επιτροπή του Αρθρου 7, άδεια καταλληλότητας ή
έγκριση μόνο τεχνικής υποστήριξης σε οκτώ (8).

Κατ΄ εξαίρεση, για τις πιο κάτω παραβάσεις ο συντελεστής βαρύτητας καθορίζεται ως εξής:

α.1. Σε περίπτωση άρνησης ή παρακώλυσης ή μη διευκόλυνσης, με οποιονδήποτε τρόπο, του ελέγχου της

αξιοπιστίας των φορολογικών μηχανισμών και συστημάτων σε τριάντα (30).

α.2. Σε περίπτωση μη διαφύλαξης του δείγματος για τον προβλεπόμενο χρόνο σε εξήντα (60).

α.3. Σε περίπτωση υποβολής ανακριβών στοιχείων στην Επιτροπή του Αρθρου 7 για τη χορήγηση άδειας
καταλληλότητας σε σαράντα (40).

β) Για τις επιχειρήσεις μεταπώλησης, τεχνικής υποστήριξης, καθώς και για τους τεχνικούς οι οποίοι έχουν
εξουσιοδοτηθεί για την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής φορολογικών μηχανισμών και
συστημάτων σε τέσσερα (4).

γ) Για τους χρήστες ή κατόχους φορολογικών μηχανισμών και συστημάτων σε ένα (1).

γ.1. Η έκδοση στοιχείων από εγκεκριμένο και μη δηλωμένο φορολογικό μηχανισμό ή σύστημα λογίζεται ως
έκδοση αθεωρήτων. Για την επιβολή του αντικειμενικού προστίμου θεωρείται αυτοτελής παράβαση, για την
οποία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 8 περίπτωση β΄ και 9 του Αρθρου 5 του Ν.
2523/1997.

γ.2. Η έκδοση στοιχείων από μη εγκεκριμένο ή από εγκεκριμένο και παραβιασμένο ή παραποιημένο
φορολογικό μηχανισμό ή σύστημα λογίζεται ως μη έκδοση αυτών. Για την επιβολή του αντικειμενικού
προστίμου θεωρείται αυτοτελής παράβαση, για την οποία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των
παραγράφων 8 περίπτωση α΄ και 9 του Αρθρου 5 του Ν. 2523/1997, με την επιφύλαξη των διατάξεων της
471

παραγράφου 10 περίπτωση α΄ του ίδιου Αρθρου και νόμου.

γ.3. Η μη χρήση εγκεκριμένου και δηλωμένου ή η χρήση μη εγκεκριμένου ή μη δηλωμένου φορολογικού


μηχανισμού για τη διασφάλιση των ηλεκτρονικών δεδομένων των βιβλίων λογίζεται ως μη τήρησή τους. Το
ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο εγκεκριμένος και δηλωμένος φορολογικός μηχανισμός έχει
παραβιασθεί ή παραποιηθεί.

δ) Η μη δήλωση κάθε φορολογικού μηχανισμού ή συστήματος θεωρείται γενική παράβαση και επιβάλλεται
το πρόστιμο που ορίζεται με τις διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 5 του Ν.
2523/1997, κατά περίπτωση. Για κάθε εκπρόθεσμη δήλωση φορολογικού μηχανισμού ή συστήματος, μετά
την προθεσμία που ορίζεται με τις διατάξεις του Αρθρου 4 του νόμου αυτού, καταλογίζεται μία παράβαση
ανά εκπρόθεσμη δήλωση ανεξάρτητα του χρόνου υποβολής της και του πλήθους των φορολογικών
μηχανισμών ή συστημάτων που περιλαμβάνονται σε αυτή και επιβάλλεται το πρόστιμο που ορίζεται με τις
διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 5 του Ν. 2523/1997, κατά περίπτωση.

ε) Ειδικά στην περίπτωση παραβάσεων λόγω παραβίασης ή παραποίησης φορολογικών μηχανισμών και
συστημάτων, που έχουν άδεια καταλληλότητας από την αρμόδια Επιτροπή του Αρθρου 7 ή επέμβασης κατά
οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία του μηχανισμού ή διάθεσης ή χρησιμοποίησης παραβιασμένου ή
διαφοροποιημένου ή παραποιημένου τέτοιου μηχανισμού, εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 1
(ΒΑΣ.ΥΠ.1) και ο συντελεστής βαρύτητας ορίζεται ανά υπαίτιο ως εξής:

ε.1. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση που έχει λάβει, από την αρμόδια
Επιτροπή του Αρθρου 7, άδεια καταλληλότητας ή έγκριση μόνο τεχνικής υποστήριξης σε εκατό (100).

ε.2. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση μεταπώλησης ή τεχνικής υποστήριξης,
τεχνικοί της οποίας έχουν εξουσιοδοτηθεί από επιχείρηση που έχει λάβει άδεια καταλληλότητας για την
παροχή υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής φορολογικών μηχανισμών και συστημάτων σε εξήντα (60).

Ειδικά στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι υπαίτιος της παράβασης είναι φυσικό πρόσωπο -
εξουσιοδοτημένος τεχνικός, πέραν των ανωτέρω, απαγορεύεται να παρέχει υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης
σε εγκεκριμένα μοντέλα φορολογικών μηχανισμών.

ε.3. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι ο χρήστης ή κάτοχος του φορολογικού μηχανισμού ή
συστήματος ή άλλος τρίτος σε πενήντα (50).
472

στ) Στην περίπτωση απώλειας φορολογικού μηχανισμού ή συστήματος εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού
Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) και ο συντελεστής βαρύτητας ορίζεται ανά υπαίτιο ως εξής:

στ.1. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση που έχει λάβει, από την αρμόδια
Επιτροπή του Αρθρου 7, άδεια καταλληλότητας ή επιχείρηση μεταπώλησης ή τεχνικής υποστήριξης σε
είκοσι (20).

στ.2. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι ο χρήστης ή κάτοχος του φορολογικού μηχανισμού ή
συστήματος ή άλλος τρίτος σε πέντε (5).

ζ) Σε περίπτωση μη διαφύλαξης ή μη επίδειξης του Βιβλιαρίου Συντήρησης και Επισκευών εφαρμόζεται η


Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) και ο συντελεστής βαρύτητας ορίζεται σε δύο (2)."

20. Η παράγραφος 4 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

"4. Οι υπαίτιοι των παραβάσεων της περίπτωσης ε΄ της προηγούμενης παραγράφου τιμωρούνται με ποινή
φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εφαρμοζομένων αναλόγως των αντίστοιχων διατάξεων του ν.
2523/1997, που αναφέρονται στη χρήση πλαστών και εικονικών στοιχείων."

21. Η παράγραφος 5 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

"5. Αν υπαίτιος αδικήματος της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 3 είναι η επιχείρηση που έχει λάβει την
άδεια καταλληλότητας των φορολογικών μηχανισμών ή συστημάτων ή εξουσιοδοτημένος από αυτήν
μεταπωλητής ή τεχνικός αντιπρόσωπός της, ανεξάρτητα από τα διοικητικά πρόστιμα και τις ποινικές
κυρώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 3 υποπερίπτωση ε.1. και 4, μετά από απόφαση της
Επιτροπής του Αρθρου 7 μπορεί να ανακαλείται η άδεια καταλληλότητας ή και να απαγορεύεται η διάθεση
των μηχανισμών του συγκεκριμένου τύπου."

22. Η παράγραφος 6 του Αρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

"6. Στις ίδιες κυρώσεις και ποινές που προβλέπονται από τις παραγράφους 3 υποπερίπτωση ε.1. και 4
υπόκεινται και τα πρόσωπα, στα οποία ανατίθεται από την Επιτροπή η διενέργεια ελέγχων, σύμφωνα με τις
διατάξεις της παραγράφου 2 του Αρθρου 7, όταν βεβαιώνουν ανακριβώς για τα αποτελέσματα των ελέγχων
473

που διενήργησαν."

23. Το Αρθρο 11 αντικαθίσταται ως εξής:

"Αρθρο 11

Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται οι διατάξεις του Αρθρου πέμπτου του Ν.
625/1977 (ΦΕΚ 180 Α΄) και οι διατάξεις του Αρθρου 35 του Ν. 1694/1987 (ΦΕΚ 35 Α΄).

Η επιχείρηση που λαμβάνει άδεια καταλληλότητας από την αρμόδια Επιτροπή του Αρθρου 7 του νόμου
αυτού, για συγκεκριμένους τύπους φορολογικών μηχανισμών, μπορεί να είναι κάθε επιχείρηση κατασκευής,
συναρμολόγησης ή εισαγωγής, καθώς και οποιαδήποτε επιχείρηση ασκεί εμπορία τέτοιων μηχανισμών ή
συστημάτων.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από πρόταση της Επιτροπής του Αρθρου 7
του παρόντος νόμου, καθορίζεται η ημερομηνία λήξης της άδειας καταλληλότητας των εγκρίσεων παλαιών
μοντέλων, ο χρόνος ισχύος της οποίας έχει υπερβεί τα τέσσερα (4) έτη από την ημερομηνία χορήγησής
της."

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ ΛΟΙΠΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Αρθρο 35

Μεταβατικές διατάξεις

1. Οι διατάξεις των παραγράφων 5 έως και 8 του Αρθρου 31 του παρόντος νόμου, αν προβλέπουν
επιεικέστερη μεταχείριση, εφαρμόζονται και για τις υποθέσεις που μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου
δεν έχουν ελεγχθεί.

Ομοίως εφαρμόζονται και για υποθέσεις που έχουν ελεγχθεί και δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική
επίλυση της διαφοράς ή δεν έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης ένδικου βοηθήματος ή ένδικου μέσου ή
εκκρεμεί συζήτηση των υποθέσεων αυτών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της
Επικρατείας. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων αυτών οι ενδιαφερόμενοι μπορούν
με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εντός
474

ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος, να ζητήσουν τη διοικητική
επίλυση της διαφοράς, ακολουθουμένης της διαδικασίας του Ν.Δ. 4600/1966 (ΦΕΚ 242 Α΄). Στην
περίπτωση που δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς, οι υποθέσεις των δύο προηγούμενων
εδαφίων κρίνονται με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις.

2. Οι διατάξεις του Αρθρου 33 και της παραγράφου 19 του Αρθρου 34 του παρόντος νόμου, αν προβλέπουν
επιεικέστερη μεταχείριση, εφαρμόζονται και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η
Δεκεμβρίου 2006, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσής τους από τις φορολογικές αρχές, εφόσον δεν
έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις
επιβολής προστίμου.

Ομοίως, εφαρμόζονται και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006,
ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσής τους από τις φορολογικές αρχές, για τις οποίες έχουν εκδοθεί από
τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου και
μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006 δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή
εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του Σ.τ.Ε.. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον
των δικαστηρίων αυτών οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από
την 31η Δεκεμβρίου 2006, να ζητήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς με βάση τις διατάξεις του
προηγούμενου εδαφίου, ακολουθουμένης της διαδικασίας του Ν.Δ. 4600/1966 (ΦΕΚ 242 Α΄).

Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς, οι υποθέσεις των δύο προηγούμενων
εδαφίων κρίνονται με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο διάπραξης της παράβασης.

Αρθρο 36

1. Η πρώτη περίοδος του προτελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5 του Αρθρου 15Α του Ν. 3054/2002
(ΦΕΚ 230 Α΄), όπως προστέθηκε με το Ν. 3423/2005 (ΦΕΚ 304 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:

"Ειδικά για τα έτη 2005, 2006 και 2007, η κατανομή των ποσοτήτων αυτούσιων Βιοκαυσίμων και των
Άλλων Ανανεώσιμων Καυσίμων, που υπόκεινται στο ειδικό φορολογικό καθεστώς των διατάξεων της
παραγράφου 6 του Αρθρου 78 του Ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄), όπως αυτή προστέθηκε με το Αρθρο 34
του Ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α΄), καθορίζεται με απόφαση που εκδίδεται κατά το πρώτο εδάφιο της
παραγράφου 5 του παρόντος Αρθρου, χωρίς να απαιτείται η κατάρτιση του Προγράμματος που προβλέπεται
475

στην παράγραφο 4 αυτού."

2. Οι ποσότητες βιοντίζελ της περίπτωσης κστ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 73 του Ν. 2960/2001 (ΦΕΚ
265 Α΄), όπως ισχύει, που υπόκεινται στο ειδικό φορολογικό καθεστώς των διατάξεων του Αρθρου 78
παράγραφος 6 του ν. 2960/2001, οι οποίες κατανεμήθηκαν με τη Δ1/Β/ οικ.8392/20.4.2006 (ΦΕΚ 512 Β΄)
κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Αγροτικής Ανάπτυξης και
Τροφίμων και οι οποίες μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006 δεν έχουν τεθεί σε ανάλωση και βρίσκονται στις
φορολογικές αποθήκες των κατόχων Άδειας Διύλισης ή των κατόχων Άδειας Εμπορίας κατηγορίας Α΄,
αυτούσιες ή σε μίγμα με πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1
του Αρθρου 73 του Ν. 2960/2001, μπορούν να τεθούν σε ανάλωση μετά την 1η Ιανουαρίου 2007 επιπλέον
της ποσότητας των 114.000 χιλιολίτρων αυτούσιου βιοντίζελ προς κατανομή για το έτος 2007, υπό το
ειδικό φορολογικό καθεστώς των διατάξεων του Αρθρου 78 παράγραφος 6 του Ν. 2960/2001, όπως ισχύει.

Αρθρο 37

Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 3299/2004

1. Στο Αρθρο 1 του Ν. 3299/2004 (ΦΕΚ 261 Α΄) προστίθενται παράγραφοι 4 και 5 ως εξής:

"4. Το καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων του παρόντος νόμου είναι σύμφωνο με τον Κανονισμό (ΕΚ)
αριθμ. 1628/2006 της Επιτροπής της 24ης Οκτωβρίου 2006 για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της
Συνθήκης στις εθνικές επενδυτικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα.

5. Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών υποβάλλει προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Χάρτη
Περιφερειακών Ενισχύσεων.

Με απόφαση του ίδιου Υπουργού εξειδικεύονται ως εθνικό καθεστώς ο παραπάνω εγκεκριμένος Χάρτης,
καθώς και οι κατευθυντήριες Γραμμές και οι Κανονισμοί σχετικά με τις Κρατικές Ενισχύσεις περιφερειακού
Χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής."

2. Η παράγραφος 1 του Αρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

"Διαίρεση της Επικράτειας


476

1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, η Επικράτεια κατανέμεται σε τρεις περιοχές ως
εξής:

ΠΕΡΙΟΧΗ Α΄. Περιλαμβάνει τους Νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης πλην των Βιομηχανικών
Επιχειρηματικών Περιοχών (Β.Ε.ΠΕ.) και των νησιών των Νομών αυτών που εντάσσονται στην Περιοχή Β΄.

ΠΕΡΙΟΧΗ Β΄. Περιλαμβάνει τους Νομούς της Περιφέρειας Θεσσαλίας (Καρδίτσας, Λάρισας, Μαγνησίας,
Τρικάλων), τους Νομούς της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου (Κυκλάδων, Δωδεκανήσου), τους Νομούς της
Περιφέρειας Ιονίων Νήσων (Κέρκυρας, Λευκάδας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου), τους Νομούς της Περιφέρειας
Κρήτης (Ηρακλείου, Λασιθίου, Ρεθύμνου, Χανίων), τους Νομούς της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας
(Χαλκιδικής, Σερρών, Κιλκίς, Πέλλας, Ημαθίας, Πιερίας), τους Νομούς της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας
(Γρεβενών, Κοζάνης, Φλώρινας, Καστοριάς), καθώς και τους Νομούς της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος
(Φθιώτιδας, Φωκίδας, Εύβοιας, Βοιωτίας, Ευρυτανίας).

ΠΕΡΙΟΧΗ Γ΄. Περιλαμβάνει τους Νομούς της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (Καβάλας,
Δράμας, Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου), τους Νομούς της Περιφέρειας Ηπείρου (Άρτας, Πρέβεζας, Ιωαννίνων,
Θεσπρωτίας), τους Νομούς της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (Λέσβου, Χίου, Σάμου), τους Νομούς της
Περιφέρειας Πελοποννήσου (Λακωνίας, Μεσσηνίας, Κορινθίας, Αργολίδας, Αρκαδίας), καθώς και τους
Νομούς της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος (Αχαΐας, Αιτωλοακαρνανίας, Ηλείας)."

3. α. Η υποπερίπτωση (xi) της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 3 αντικαθίσταται ως


ακολούθως:

"xi) Επενδυτικά σχέδια υλοποίησης ολοκληρωμένου πολυετούς (2-5 ετών) επιχειρηματικού σχεδίου φορέων
(για τους οποίους έχει παρέλθει πενταετία από τη σύστασή τους) των μεγάλων και μεσαίων μεταποιητικών
και μεταλλευτικών επιχειρήσεων ελάχιστου συνολικού κόστους 3.000.000 ευρώ και επιχειρήσεων
ανάπτυξης λογισμικού ελάχιστου συνολικού κόστους 1.500.000 ευρώ και επενδυτικά σχέδια υλοποίησης
ολοκληρωμένου πολυετούς (2-5 ετών) επιχειρηματικού σχεδίου φορέων (για τους οποίους έχει παρέλθει
τριετία από τη σύστασή τους) των μικρών και πολύ μικρών μεταποιητικών και μεταλλευτικών επιχειρήσεων
ελάχιστου συνολικού κόστους 1.500.000 ευρώ και επιχειρήσεων ανάπτυξης λογισμικού ελάχιστου
συνολικού κόστους 1.500.000 ευρώ που περιλαμβάνουν τον τεχνολογικό, διοικητικό, οργανωτικό και
επιχειρησιακό εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη, καθώς και τις αναγκαίες ενέργειες κατάρτισης των
εργαζομένων, με έναν η περισσότερους από τους επόμενους στόχους:
477

- Ενίσχυση της ανταγωνιστικής τους θέσης στη διεθνή αγορά.

- Παραγωγή και προώθηση Επώνυμων Προϊόντων ή και Υπηρεσιών.

- Καθετοποίηση παραγωγής, ανάπτυξη ολοκληρωμένων συστημάτων προϊόντων, υπηρεσιών ή


συμπληρωματικών προϊόντων και υπηρεσιών.

- Παραγωγή προϊόντων ή και παροχή υπηρεσιών σημαντικά ή τελείως διαφοροποιημένων των υφιστάμενων
βασικών προϊόντων ή υπηρεσιών της επιχείρησης.

- Μεταφορά παραγωγικών - ερευνητικών δραστηριοτήτων από το εξωτερικό στην Ελληνική Επικράτεια.

Παραγωγή προϊόντων ή και παροχή υπηρεσιών από τη σύμπραξη μη ομοειδών επιχειρήσεων (κατά
προτίμηση από διαφορετικούς κλάδους) με στόχο την παραγωγή, σημαντικά ή τελείως διαφοροποιημένων
των υφιστάμενων, προϊόντων ή υπηρεσιών των επιχειρήσεων αυτών. - ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 5."

β. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 3 αριθμείται ως περίπτωση στ΄
και αντικαθίσταται ως εξής:

"στ. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου
Υπουργού, ορίζονται προδιαγραφές, όροι και προϋποθέσεις για την εξειδίκευση επενδυτικών σχεδίων των
περιπτώσεων α΄ έως ε΄."

γ. Στην παράγραφο 4 του Αρθρου 3 προστίθενται περιπτώσεις ε΄ και στ΄ ως εξής:

"ε. ενισχύσεις σε επενδυτικά σχέδια που πραγματοποιούνται με πρωτοβουλία και για λογαριασμό του
Δημοσίου από ιδιώτη βάσει σχετικής συμβάσεως εκτελέσεως έργου, παραχώρησης ή παροχής υπηρεσιών.

στ. ενισχύσεις σε φορείς επενδυτικών σχεδίων για τους οποίους εκκρεμεί εντολή ανάκτησης ενισχύσεων
κατόπιν προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής με την οποία οι ενισχύσεις κηρύσσονται παράνομες και
ασυμβίβαστες με την Κοινή Αγορά."

δ. Η υποπερίπτωση ii) της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 3 αντικαθίσταται ως εξής:
478

"ii. την αγορά πάγιων στοιχείων ενεργητικού που συνδέονται άμεσα με μία παραγωγική μονάδα και υπό την
προϋπόθεση ότι:

- η μονάδα αυτή έχει παύσει τη λειτουργία της,

- αποκτάται από ανεξάρτητο επενδυτή,

- η σχετική συναλλαγή πραγματοποιείται υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς,

- αφαιρούνται ενισχύσεις που έχουν ήδη χορηγηθεί πριν την αγορά."

ε. Στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 3 προστίθεται υποπερίπτωση (xxiv):

"xxiv. αγορά γηπέδων, έως 10% της ενισχυόμενης δαπάνης της επένδυσης, αποκλειστικά για μικρές
επιχειρήσεις".

στ. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 5 του Αρθρου 3, όπως αντικαταστάθηκε με το Αρθρο 25 του Ν.
3470/2006 (ΦΕΚ 132 Α΄), αντικαθίσταται η φράση "σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το οκτώ τοις εκατό
(8%) του κόστους του επενδυτικού σχεδίου" με τη φράση "σε ποσοστό που δεν θα υπερβαίνει το δέκα τοις
εκατό (10%) του κόστους του επενδυτικού σχεδίου".

ζ. Η περίπτωση θ΄ της παραγράφου 6 του Αρθρου 3 καταργείται.

η. Στο Αρθρο 3 προστίθεται παράγραφος 7 με το ακόλουθο περιεχόμενο:

"7. Περιεχόμενο Επενδυτικών Σχεδίων

Τα επενδυτικά σχέδια που περιλαμβάνονται στο Αρθρο αυτό, πλην αυτών που διέπονται από άλλον του υπ΄
αριθμ. 1628/2006 ειδικό Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα πρέπει να αφορούν:

- τη δημιουργία νέας μονάδας,

- την επέκταση υπάρχουσας μονάδας,


479

- τη διαφοροποίηση της παραγωγής μίας μονάδας προς νέα, πρόσθετα προϊόντα,

- τη θεμελιώδη αλλαγή στη συνολική παραγωγική διαδικασία υπάρχουσας μονάδας.

Επενδυτικά σχέδια δεν ενισχύονται εφόσον δεν ικανοποιούν μία τουλάχιστον από τις ως άνω
προϋποθέσεις."

4. Το Αρθρο 4 αντικαθίσταται ως εξής:

"Αρθρο 4 Παρεχόμενες Ενισχύσεις

1.α. Για τα επενδυτικά σχέδια της παραγράφου 1 του Αρθρου 3 παρέχονται κατά περιοχή και κατηγορία οι
ακόλουθες ενισχύσεις:

Για την εφαρμογή των διατάξεων του Αρθρου αυτού στην κατηγορία 1 περιλαμβάνονται οι κατηγορίες 3, 4
και 5 της κατάταξης των επενδυτικών σχεδίων του Αρθρου 3 παράγραφος 1 και στην κατηγορία 2
περιλαμβάνονται οι αντίστοιχες κατηγορίες 1 και 2.

Επιχορήγηση ή και επιδότηση χρηματοδοτικής μίσθωσης ή επιδότηση του κόστους της δημιουργούμενης
απασχόλησης:

Περιοχή Α΄ Κατηγορία 1 - 20%

Κατηγορία 2 - 15%

Περιοχή Β΄ Κατηγορία 1 - 30%

Κατηγορία 2 - 25%

Περιοχή Γ΄ Κατηγορία 1 - 40%

Κατηγορία 2 - 35%

Ή εναλλακτικά Φορολογική απαλλαγή


480

Περιοχή Α΄ Κατηγορία 1 - 60%

Κατηγορία 2 - 50%

Περιοχή Β΄ Κατηγορία 1 -100%

Κατηγορία 2 -100%

Περιοχή Γ΄ Κατηγορία 1 -100%

Κατηγορία 2 -100%

β. Οι παρεχόμενες ενισχύσεις της περίπτωσης α΄, αναγόμενες σε ακαθάριστο Ισοδύναμο Επιχορήγησης, δεν
επιτρέπεται να υπερβούν τα ποσοστά του εγκεκριμένου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Χάρτη Περιφερειακών
Ενισχύσεων.

γ. Στις μεσαίες επιχειρήσεις παρέχεται επιπλέον ποσοστό ενίσχυσης έως δέκα τοις εκατό (10%).

δ. Στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις παρέχεται επιπλέον ποσοστό ενίσχυσης έως είκοσι τοις εκατό
(20%).

2. α. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, καθορίζονται τα
επιπλέον ποσοστά ενίσχυσης των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ της προηγούμενης παραγράφου για τις πολύ
μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, σε Περιφέρειες, Νομούς ή τμήματα αυτών, ανά είδος επενδυτικού
σχεδίου, βάσει των κριτηρίων του κατά κεφαλή Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (Α.Ε.Π.), του ποσοστού
ανεργίας και της γεωγραφικής θέσης των αντίστοιχων περιοχών.

β. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να μετατάσσονται κατηγορίας τα


επενδυτικά σχέδια της παραγράφου 1 του Αρθρου 3.

3. Ενισχύσεις μεγάλων επενδυτικών σχεδίων

α. Για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού ως "Μεγάλο επενδυτικό σχέδιο" νοείται επένδυση της
481

παραγράφου 2 του Αρθρου 2 του παρόντος, με ενι-σχυόμενες δαπάνες άνω των πενήντα εκατομμυρίων
(50.000.000) ευρώ, υπολογιζόμενες με τις τιμές και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που ισχύουν κατά το
χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης.

β. Για τον υπολογισμό του συνολικού ποσού των ενισχυόμενων δαπανών θα λαμβάνεται υπόψη η
υλοποίηση για περίοδο τριών (3) ετών, σε μία εγκατάσταση, εκ μέρους μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων,
πάγιων περιουσιακών στοιχείων συνδυαζόμενων κατά αδιαίρετο από οικονομική άποψη τρόπο.

γ. Στα επενδυτικά σχέδια της παραγράφου αυτής δεν παρέχονται οι προσαυξήσεις των ποσοστών ενίσχυσης
που χορηγούνται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

δ. Για επενδυτικά σχέδια που υπερβαίνουν τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ το ανώτατο
χορηγούμενο ποσό ενίσχυσης προσδιορίζεται ως εξής:

i. για το τμήμα μέχρι πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ παρέχεται το 100% του κατά περίπτωση
ανώτατου ορίου περιφερειακής ενίσχυσης,

ii. για το τμήμα που υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ έως εκατό εκατομμύρια
(100.000.000) ευρώ παρέχεται το 50% του κατά περίπτωση ανώτατου ορίου περιφερειακής ενίσχυσης,

iii. για το τμήμα που υπερβαίνει τα εκατό εκατομμύρια (100.000.000) ευρώ παρέχεται το 34% του κατά
περίπτωση ανώτατου ορίου περιφερειακής ενίσχυσης.

4. Οι ανωτέρω ενισχύσεις δεν σωρεύονται με οποιαδήποτε άλλη κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του
Αρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης ή με οποιαδήποτε άλλη κοινοτική ή εθνική χρηματοδότηση, σε
σχέση με τις ίδιες επιλέξιμες δαπάνες, εάν η εν λόγω σώρευση θα είχε ως αποτέλεσμα η ένταση της
ενίσχυσης να υπερβεί την ένταση της ενίσχυσης που προβλέπει ο κανονισμός.

5. Για τα επενδυτικά σχέδια της υποπερίπτωσης (ix) της περίπτωσης δ΄ και των υποπεριπτώσεων (vi), (vii),
(viii), (ix), (x) και (xi) της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 3 παρέχεται η ενίσχυση της
επιχορήγησης ή της φορολογικής απαλλαγής.

6. Για τα επενδυτικά σχέδια των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 3, που
πραγματοποιούνται στην αλλοδαπή, παρέχεται μόνο η ενίσχυση της επιχορήγησης, το ποσοστό της οποίας
482

ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών σύμφωνα με την Κοινοτική Νομοθεσία."

5. α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του Αρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:

"Με την απόφαση πιστοποίησης της ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας, είναι δυνατόν,
μετά από αίτηση του επενδυτή, να αναμορφωθεί το ενισχυόμενο κόστος αυτής, το οποίο σε περίπτωση
αύξησης δεν δύναται να υπερβεί το πέντε τοις εκατό (5%) αυτού που έχει εγκριθεί."

β. Η παράγραφος 6 του Αρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:

"6.α. Η έναρξη της υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων γίνεται μετά τη δημοσίευση της απόφασης
υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος νόμου. Ως έναρξη νοείται είτε η έναρξη των κατασκευαστικών
εργασιών είτε η πρώτη βέβαιη ανάληψη δέσμευσης για παραγγελία εξοπλισμού, εκτός των προκαταρκτικών
μελετών σκοπιμότητας.

β. Έναρξη πραγματοποίησης του επενδυτικού σχεδίου πριν τη δημοσίευση της απόφασης υπαγωγής
δύναται να γίνει, με αποκλειστική ευθύνη του επενδυτή, μόνο εφόσον του χορηγηθεί επιβεβαίωση
επιλεξιμότητας σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του Αρθρου 7 του παρόντος νόμου.

γ. Η εφαρμογή του επενδυτικού σχεδίου χωρίς την πλήρωση των προϋποθέσεων των περιπτώσεων α΄ και
β΄ της παραγράφου αυτής επιφέρει απόρριψη του συνόλου του επενδυτικού σχεδίου."

γ. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 23 του Αρθρου 5 αντικαθίστανται η λέξη "εγκατάστασης" με την
λέξη "παραγωγής".

δ. Ο τίτλος της παραγράφου 24 του Αρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:

"24. Προϋποθέσεις, περιορισμοί και όροι για την εφαρμογή των ενισχύσεων σε επενδύσεις εξόρυξης και
θραύσης αδρανών υλικών και βιομηχανικών ορυκτών της υποπερίπτωσης (i) της περίπτωσης α΄ της
παραγράφου 1 του Αρθρου 3".

ε. Στην παράγραφο 26 του Αρθρου 5 προστίθεται περίπτωση στ΄ ως εξής:

"στ. Οι φορείς επενδύσεων που επιλέγουν την ενίσχυση της φορολογικής απαλλαγής υποχρεούνται, όπου
483

απαιτείται, να εφοδιαστούν, με ιδία πρωτοβουλία, με τις αναγκαίες γνωμοδοτήσεις, χαρακτηρισμούς ή


εγκρίσεις των επενδυτικών σχεδίων τους, από τις Ειδικές Επιτροπές ή άλλες αρμόδιες υπηρεσίες του
Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Επίσης υποχρεούνται στην υποβολή Δήλωσης
Φορολογικής Απαλλαγής (Δ.Φ.Α.)."

6. α. Στην παράγραφο 1 του Αρθρου 7 προστίθεται περίπτωση γ΄ ως εξής:

"γ. Οι ανωτέρω αιτήσεις υποβάλλονται και ηλεκτρονικά."

β. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του Αρθρου 7 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

"Με την υποβολή της αίτησης υπαγωγής και των απαιτούμενων δικαιολογητικών προς τις αρμόδιες προς
την εξέτασή της υπηρεσίες ή φορείς, ο φορέας της επένδυσης δύναται να ζητήσει τη χορήγηση
επιβεβαίωσης επιλεξιμότητας προκειμένου να προχωρήσει σε έναρξη υλοποίησης της επένδυσης. Εντός
προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών το αίτημά του αυτό εξετάζεται από την Υπηρεσία, η οποία
προβαίνει σε τυπικό έλεγχο του υποβληθέντος φακέλου και εφόσον αυτός περιέχει τα δικαιολογητικά των
παραγράφων 3 και 4 του παρόντος Αρθρου δίδεται έγγραφη επιβεβαίωση προς τον αιτούντα ότι το
επιχειρηματικό σχέδιο που υποβλήθηκε ικανοποιεί κατ΄ αρχήν τους όρους επιλεξιμότητας που τίθενται από
το νόμο. Η παραπάνω επιβεβαίωση δεν συνεπάγεται και την τελική υπαγωγή του επιχειρηματικού σχεδίου,
η οποία θα κριθεί μετά την αξιολόγηση αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων του
παρόντος Αρθρου. Μετά τη χορήγηση της επιβεβαίωσης επιλεξιμότητας δύναται να αρχίσει η
πραγματοποίηση επενδυτικών δαπανών με αποκλειστική ευθύνη του επενδυτή, δεδομένου ότι αυτή δεν
δεσμεύει την κρίση της Γνωμοδοτικής Επιτροπής ούτε την απόφαση της Διοίκησης σχετικά με την υπαγωγή
ή μη της επένδυσης στις διατάξεις του νόμου."

Το μετά την παραπάνω προσθήκη έβδομο εδάφιο της ίδιας παραγράφου αντικαθίσταται ως εξής:

"Κατά την εξέταση της αίτησης υπαγωγής οι υπηρεσίες ή οι φορείς δύνανται, εφόσον τούτο κρίνεται
αναγκαίο, να αποστέλλουν με απόδειξη στο φορέα της επένδυσης ή τον αντίκλητό του, έγγραφο με το
οποίο ζητείται η προσκόμιση τυχόν πρόσθετων στοιχείων και πληροφοριών, καθώς και η παροχή περαιτέρω
διευκρινήσεων, προς υποβοήθηση του έργου της αξιολόγησης της αίτησης υπαγωγής."

γ. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 13 του Αρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:


484

"α. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που εκδίδεται κάθε Ιανουάριο και με την
επιφύλαξη της επόμενης περίπτωσης και των παραγράφων 1 και 3 του Αρθρου 9, καθορίζεται το συνολικό
ποσό των επιχορηγήσεων, επιδοτήσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης και του κόστους της δημιουργούμενης
απασχόλησης, από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, που εγκρίνεται ετησίως και κατανέμεται μεταξύ των
αρμόδιων φορέων υπαγωγής της παραπάνω παραγράφου 11.

Με την ίδια απόφαση καθορίζεται και το συνολικό ποσό ενισχύσεων των επιχειρηματικών σχεδίων διάσωσης
και αναδιάρθρωσης του Αρθρου 9.

Επίσης, με την ίδια απόφαση είναι δυνατό να κατανέμεται το ως άνω ποσό, κατά τομέα δραστηριότητας και
ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων.

Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών είναι δυνατόν με όμοιες αποφάσεις να αναπροσαρμόζει κατά τη
διάρκεια του έτους το παραπάνω ποσό. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το συνολικό ποσό των
επιχορηγήσεων που εγκρίνεται ετησίως για κάθε κράτος προκειμένου για τις επενδύσεις της παραγράφου 3
του Αρθρου 3."

δ. Το δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης (i) της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 15 του Αρθρου 7
αντικαθίσταται ως εξής:

"Μέλη της Επιτροπής είναι ο Γενικός Γραμματέας Βιομηχανίας ως Πρόεδρος, ο Γενικός Γραμματέας
Επενδύσεων και Ανάπτυξης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ο προϊστάμενος της αρμόδιας
Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ο προϊστάμενος της
αρμόδιας Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, εκπρόσωπος του
Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, δύο εμπειρογνώμονες αναγνωρισμένου κύρους σε θέματα
βιομηχανικών επενδύσεων, ένας εκπρόσωπος του Σ.Ε.Β., ένας εκπρόσωπος της Γ.Σ.Ε.Ε. και ένας
εκπρόσωπος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών. Στις συνεδριάσεις της επιτροπής παρίσταται ως μέλος άνευ
ψήφου και Νομικός Σύμβουλος του Υπουργείου Ανάπτυξης ή Πάρεδρος του ίδιου Υπουργείου. Όταν η
Ειδική Γνωμοδοτική Επιτροπή εξετάζει επενδυτικά σχέδια που έχουν υποβληθεί στο Ε.Λ.Κ.Ε., στη σύνθεσή
της παρίσταται και εκπρόσωπος αυτού, ως μέλος άνευ ψήφου."

ε. Το δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης (ii) της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 15 του Αρθρου 7
αντικαθίσταται ως εξής:
485

"Μέλη της Επιτροπής είναι ο Γενικός Γραμματέας Βιομηχανίας ως Πρόεδρος, δύο προϊστάμενοι Γενικών

Διευθύνσεων ή αρμόδιων Διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, εκπρόσωπος του Υπουργείου
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, δύο εμπειρογνώμονες αναγνωρισμένου κύρους σε ζητήματα
βιομηχανικών επενδύσεων, ένας εκπρόσωπος του Σ.Ε.Β. και ένας της Γ.Σ.Ε.Ε.. Στις συνεδριάσεις της
επιτροπής παρίσταται ως μέλος άνευ ψήφου και Νομικός Σύμβουλος του Υπουργείου Ανάπτυξης ή
Πάρεδρος του ίδιου Υπουργείου. Όταν η Ειδική Γνωμοδοτική Επιτροπή εξετάζει επενδυτικά σχέδια που
έχουν υποβληθεί στο Ε.Λ.Κ.Ε., στη σύνθεσή της παρίσταται και εκπρόσωπος αυτού, ως μέλος άνευ ψήφου."

στ. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 15 του Αρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

"δ. Οι καθοριζόμενες πιο πάνω γνωμοδοτικές επιτροπές γνωμοδοτούν επίσης επί αιτημάτων ολοκλήρωσης
και πιστοποίησης έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας επενδύσεων, αιτημάτων παράτασης της προθεσμίας
ολοκλήρωσης για λόγους ανώτερης βίας, καθώς και για την ανάκληση αποφάσεων υπαγωγής και
επιστροφής ενισχύσεων που έχουν καταβληθεί και αφορούν σε επενδυτικά σχέδια, για την υπαγωγή των
οποίων γνωμοδότησαν κατά περίπτωση, ως και για θέματα επενδύσεων που έχουν υπαχθεί σε
προγενέστερους επενδυτικούς νόμους, εφόσον οι σχετικοί φάκελοι των επενδύσεων αυτών είναι της
αρμοδιότητας των κατά περίπτωση αντίστοιχων υπηρεσιών ή φορέων και τηρούνται σε αυτούς."

ζ. Η περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 15 του Αρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

"ζ. Δεν μπορούν να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις των παραπάνω γνωμοδοτικών επιτροπών τα μέλη,
σύμβουλοι ή φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στο εταιρικό ή μετοχικό κεφάλαιο ή στη διοίκηση
επιχειρήσεων ή έχουν καταρτίσει ή συμμετάσχει στην κατάρτιση επενδυτικών σχεδίων ή έχουν αξιολογήσει
ή ελέγξει αιτήσεις υπαγωγής, κατά την τελευταία πενταετία, που έχουν υπαχθεί στους νόμους 3299/2004
και 2601/1998 ή έχουν υποβάλει αίτηση για να υπαχθούν στις διατάξεις του παρόντος, εφόσον στις
συνεδριάσεις αυτές εξετάζονται θέματα των επιχειρήσεων αυτών ή θέματα άλλων επιχειρήσεων ίδιου ή
συναφούς αντικειμένου."

η. Η παράγραφος 21 του Αρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

"21. Σύστημα υποβολής, αξιολόγησης και παρακολούθησης

Για την υποστήριξη των διαδικασιών ηλεκτρονικής υποβολής των αιτημάτων των επενδυτών που αφορούν
486

τις ενισχύσεις επιχορήγησης ή/και επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης ή επιδότησης του κόστους της
δημιουργούμενης απασχόλησης και των δηλώσεων που αφορούν την ενίσχυση της φορολογικής
απαλλαγής, καθώς και των διαδικασιών αξιολόγησης, παρακολούθησης και ελέγχου των επενδύσεων,
προβλέπεται η λειτουργία πληροφοριακού συστήματος εγκατεστημένου στους κατά τόπους αρμόδιους
φορείς και υπηρεσίες.

Οι επενδυτές και οι αρμόδιοι φορείς και υπηρεσίες υποχρεούνται να καταχωρούν στο Πληροφοριακό
Σύστημα τις απαραίτητες πληροφορίες που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Με απόφαση
του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την οργάνωση, διαχείριση και
λειτουργία του Πληροφοριακού Συστήματος και προσδιορίζονται τα στοιχεία που καταχωρούνται, ο χρόνος
υποβολής τους, οι υποχρεώσεις των φορέων και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια."

7. α. Η υποπερίπτωση ίϋ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 8 αντικαθίσταται ως εξής:

"iii. Παρέχεται η δυνατότητα προκαταβολής που συνολικά δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% της
προβλεπόμενης στη σχετική απόφαση υπαγωγής της επένδυσης επιχορήγησης, με την προσκόμιση
ισόποσης εγγυητικής επιστολής προσαυξημένης κατά 10% από τράπεζα που είναι εγκατεστημένη και
λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα. Η ανωτέρω προκαταβολή αποτελεί μέρος της συνολικά καταβαλλόμενης
επιχορήγησης. Σε περίπτωση χορήγησης του συνόλου της προκαταβολής δεν εφαρμόζεται η ανωτέρω
υποπερίπτωση (i)."

β. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 7 του Αρθρου 8 αντικαθίστανται ως εξής:

"Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων, οι επιδοτήσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, οι επιχορηγήσεις του


μισθολογικού κόστους της απασχόλησης καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος και
καλύπτονται από τον προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων στον οποίο εγγράφεται η σχετική
προβλεπόμενη δαπάνη για κάθε οικονομικό έτος ή/και από κοινοτικά κονδύλια.

Στην περίπτωση της συγχρηματοδότησης επένδυσης ή της χρηματοδότησης αυτής αποκλειστικά από
κοινοτικά κονδύλια γνωστοποιείται αυτό στον φορέα της επένδυσης, ο οποίος οφείλει να τηρεί τις
οριζόμενες από την Κοινοτική Νομοθεσία διαδικαστικές προϋποθέσεις καταβολής της επιχορήγησης.

Οι παραπάνω ενισχύσεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος απαλλάσσονται από κάθε
φόρο, τέλος χαρτοσήμου ή δικαίωμα, καθώς και από κάθε άλλη επιβάρυνση σε όφελος του Δημοσίου ή
487

τρίτου."

8.α. Το εδάφιο β΄ της παραγράφου 3 του Αρθρου 9 διαγράφεται.

β. Στο ίδιο Αρθρο προστίθεται παράγραφος 4 με το εξής περιεχόμενο:

"4. Ίδρυση μικρών επιχειρήσεων

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, κατόπιν προηγούμενης
έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενισχύεται η δημιουργία πολύ μικρών ή μικρών επιχειρήσεων,
καθώς και η υλοποίηση δαπανών των επιχειρήσεων αυτών που έχουν ιδρυθεί κατά την τελευταία πενταετία.

Οι παρεχόμενες ενισχύσεις της παραγράφου αυτής δεν θα υπερβαίνουν το ποσό των δύο εκατομμυρίων
(2.000.000) ευρώ για κάθε πολύ μικρή ή μικρή επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στις περιφέρειες της
υποπερίπτωσης (i) της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου και του ενός εκατομμυρίου (1.000.000)
ευρώ στις περιφέρειες της υποπερίπτωσης (ii) της ίδιας περίπτωσης.

Το ετήσιο ποσό των χορηγούμενων ενισχύσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει το 33% των συνολικών ποσών
ενίσχυσης σε κάθε επιχείρηση.

Με την ίδια απόφαση ορίζονται:

α. Δαπάνες που μπορεί να αφορούν είτε

i. υπηρεσίες νομικές, διοικητικής υποστήριξης και παροχής συμβουλών που έχουν άμεση σχέση με τη
δημιουργία της επιχείρησης είτε και

ii. δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά τα πρώτα πέντε έτη μετά την ίδρυση της επιχείρησης και
αναφέρονται σε:

- τόκους εξωτερικής χρηματοδότησης και μερίσματα των χρησιμοποιούμενων ιδίων κεφαλαίων, με επιτόκιο
που δεν υπερβαίνει το επιτόκιο αναφοράς,

- έξοδα μίσθωσης εγκαταστάσεων/εξοπλισμού παραγωγής,


488

- δαπάνες για ενέργεια, ύδρευση και θέρμανση, οι φόροι (εκτός του Φ.Π.Α. και των εταιρικών φόρων) και
οι διοικητικές επιβαρύνσεις,

- αποσβέσεις, έξοδα χρηματοδοτικής μίσθωσης εγκαταστάσεων/εξοπλισμού παραγωγής, καθώς και έξοδα


μισθοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, υπό την
προϋπόθεση ότι για τις συναφείς επενδύσεις ή μέτρα δημιουργίας θέσεων εργασίας και πρόσληψης δεν
έχουν δοθεί άλλου είδους ενισχύσεις.

β. Τα ποσοστά ενίσχυσης που δεν δύναται να υπερβαίνουν:

i. στις περιφέρειες του Αρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α΄ της συνθήκης Ε.Ε. το 35% των ενισχυόμενων
δαπανών που πραγματοποιούνται κατά τα τρία πρώτα έτη μετά την ίδρυση της επιχείρησης και το 25%
κατά τα δύο επόμενα έτη,

ii. στις περιφέρειες του Αρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ΄ της συνθήκης Ε.Ε. το 25% των ενισχυόμενων
δαπανών που πραγματοποιούνται κατά τα τρία πρώτα έτη μετά την ίδρυση της επιχείρησης και το 15%
κατά τα δύο επόμενα έτη.

Τα παρεχόμενα ποσοστά της υποπερίπτωσης (i) είναι δυνατόν να προσαυξάνονται κατά 5%

- στις περιφέρειες που το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. είναι μικρότερο του 60% του μέσου όρου των 25 Κρατών -
Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

- στα μικρά νησιά με πληθυσμό μικρότερο των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων.

γ. Με την ίδια απόφαση δύναται να καθορίζονται περιοχές της Επικράτειας στις οποίες θα παρέχονται οι
ενισχύσεις της παραγράφου αυτής, τομείς στους οποίους θα δραστηριοποιούνται οι ενισχυόμενες
επιχειρήσεις, η διάρκεια του καθεστώτος, το είδος και τα ποσοστά των χορηγούμενων ενισχύσεων, το
σύνολο ή μέρος των οριζόμενων στην περίπτωση α΄ δαπανών, οι αναγκαίες παρεκκλίσεις από τις ρυθμίσεις
των λοιπών διατάξεων του παρόντος νόμου που αφορούν τη νομική μορφή των επιχειρήσεων, το ελάχιστο
κόστος ενισχυόμενου επενδυτικού σχεδίου, την ιδία συμμετοχή, τον τρόπο και τα κριτήρια αξιολόγησης, τη
διαδικασία παροχής των ενισχύσεων, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που θα συμβάλλει στην εφαρμογή
της μορφής αυτής χορήγησης κινήτρων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις."
489

9. α. Η υποπερίπτωση α΄ της περίπτωσης Β΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 10 καταργείται.

Στην περίπτωση Δ΄ της παραγράφου 2 προστίθεται εδάφιο:

"Κάθε αλλαγή της εταιρικής σύνθεσης του φορέα της επένδυσης οφείλει να γνωστοποιείται στην αρμόδια
υπηρεσία.

Εάν διαπιστωθεί κατά την ολοκλήρωση της επένδυσης ότι λόγω αλλαγής της εταιρικής σύνθεσης ο φορέας
του επενδυτικού σχεδίου έπαυσε να είναι μεσαία ή μικρή επιχείρηση, αφαιρείται από την ενίσχυση το
αντίστοιχο ποσοστό που όριζε η απόφαση υπαγωγής λόγω αυτής της ιδιότητας."

10. α. Η περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 12 αντικαθίσταται ως εξής:

"ζ. Μέχρι την έκδοση της προβλεπόμενης στην παράγραφο 18 του Αρθρου 5 κοινής υπουργικής απόφασης
για τον καθορισμό του είδους και της έκτασης των έργων ολοκληρωμένης μορφής εκσυγχρονισμού: α)
ξενοδοχειακής μονάδας ή: β) των τουριστικών οργανωμένων κατασκηνώσεων (campings), διατηρούνται σε
ισχύ και εφαρμόζονται για τον παρόντα νόμο αα) η κανονιστική απόφαση 43965/30.11.1994 που έχει
εκδοθεί κατ΄ εφαρμογή της περίπτωσης λβ΄ της παραγράφου 1 του Αρθρου 2 του K.N. 1892/1990 και
διατηρήθηκε σε ισχύ σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου
14 του N. 2601/1998, όπως ίσχυε και ββ) η υπ΄ αριθμ. 58692/5.8.1998 κανονιστική απόφαση που είχε
εκδοθεί σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της παραγράφου 20 του Αρθρου 6 του N. 2601/1998, αντιστοίχως.

Η παραπάνω απόφαση της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης αυτής έχει εφαρμογή και για τα επενδυτικά
σχέδια τουριστικών οργανωμένων κατασκηνώσεων (campings) που έχουν υποβληθεί έως την ημερομηνία
λήξης υποβολής των αιτήσεων στις διατάξεις του N. 3299/2004."

β. i. Στην περίπτωση στ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 12 αντί της αναφοράς στην παράγραφο 16 του
Αρθρου 6 του N. 2601/1998 νοείται αναφορά στην παράγραφο 18 του παραπάνω Αρθρου.

ii. Στις περιπτώσεις ιγ΄ και ιδ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 12, όπου γίνεται αναφορά στο Αρθρο 8 του
παρόντος νόμου νοείται αναφορά στο Αρθρο 7 του ίδιου νόμου.

iii. Στην περίπτωση κ΄ της παραγράφου 2 του Αρθρου 12 αντικαθίσταται η φράση "περίπτωση β΄ της
490

παραγράφου 1" με τη φράση "περίπτωση α΄ της παραγράφου 4".

11. Η ισχύς των διατάξεων του Αρθρου αυτού αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2007.

Αρθρο 38

1. Η προβλεπόμενη, από τις διατάξεις της παραγράφου 8 του Αρθρου 7 του N. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄),
αναπροσαρμογή των ποσών των μηνιαίων βασικών συντάξεων του Ο.Γ.Α. (N. 4169/1961) ορίζεται από 1ης
Ιανουαρίου 2007 σε πενήντα (50) ευρώ και από 1ης Ιανουαρίου 2008 σε πενήντα δύο ευρώ και είκοσι
πέντε λεπτά (52,25).

2. Ο Κλάδος Σύνταξης του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Α.Τ.Ε. εντάσσεται υποχρεωτικά
στον Κλάδο Σύνταξης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών
(Ι.Κ.Α.-ΕΤ.Α.Μ.) από 1.1.2007.

Τα ποσοστά των ασφαλιστικών εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου μειώνονται στα αντίστοιχα ισχύοντα
στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.ΑΜ, για μεν τους εργαζόμενους άμεσα από 1.1.2007, για δε τον εργοδότη σταδιακά και
ισόποσα μέσα σε χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, αρχής γενομένης από 1.1.2007.

Πέραν των παραπάνω τακτικών ασφαλιστικών εισφορών η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. θα καταβάλ-
λει στο Ι.Κ.Α.-ΕΤ.Α.Μ. ως έκτακτη εισφορά, στο πλαίσιο της διάταξης της παραγράφου 4 του Αρθρου 46
του N. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄) για δεκαπέντε (15) χρόνια το ποσό των είκοσι οκτώ εκατομμυρίων
(28.000.000) ευρώ, κάθε έτος, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της ένταξης. Η απόδοση του ποσού κάθε
έτους θα γίνεται εντός του μηνός Δεκεμβρίου κάθε έτους. Για τυχόν ελλείμματα πέραν των ανωτέρω,
εφαρμογή έχουν οι διατάξεις της παραγράφου 3 του Αρθρου 4 του N. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α΄).

Για τα λοιπά θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Αρθρου αυτού, εφαρμόζονται οι διατάξεις
των παραγράφων 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10 του Αρθρου 5 του N. 3029/2002.

Από 1.1.2007 οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρισης Μελών Προσωπικού
της Αγροτικής Τράπεζας (Ε.Λ.Ε.Μ.), που έχει συσταθεί στο Ταμείο Υγείας Προσωπικού της Αγροτικής
Τράπεζας της Ελλάδος, υπάγονται υποχρεωτικά στο Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων
(Ε.Τ.Α.Τ.). Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 6 του Αρθρου 62 του N.
3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α΄) και οι διατάξεις του Π.Δ. 209/2006 (ΦΕΚ 209 Α΄).
491

Η οικονομική επιβάρυνση του Ε.Τ.Α.Τ. και του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. από την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.
3371/2005 και του παρόντος Αρθρου καλύπτεται, πέραν των προβλεπόμενων από τις καταστατικές
διατάξεις του Ε.Λ.Ε.Μ. εισφορών εργαζομένου και εργοδότη, από την καταβολή από την Αγροτική Τράπεζα
της Ελλάδος Α.Ε. του ποσού των τριακοσίων ογδόντα εκατομμυρίων (380.000.000) ευρώ. Από το ποσό
αυτό τα διακόσια ογδόντα εκατομμύρια (280.000.000) ευρώ καταβάλλονται εντός του μηνός Ιανουαρίου
2007 και το υπόλοιπο ποσό, σαν έκτακτη εισφορά, των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) ευρώ
καταβάλλεται σε 10 ισόποσες ετήσιες δόσεις στην αρχή κάθε έτους.

Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του Αρθρου 8 του Καταστατικού του Ε.Λ.Ε.Μ.
εισφορά της ΑΤΕ μειώνεται σταδιακά και ισόποσα από 9% σε 7,5% εντός τριών (3) ετών, αρχής γενομένης
από 1.1.2007. Με τα παραπάνω ποσά των έκτακτων εισφορών και οικονομικών επιβαρύνσεων προς το
Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και Ε.Τ.Α.Τ.- Ε.Τ.Ε.Α.Μ. εξαντλείται η υποχρέωση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος
για κάλυψη επιπλέον εισφορών ή παροχών προς τα Ταμεία αυτά που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις.

Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθορίζεται κάθε θέμα που προκύπτει
από την εφαρμογή του παρόντος Αρθρου.

3. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος εφαρμόζεται στο σύνολο του προσωπικού του Ο.Τ.Ε. Α.Ε. ο
Εσωτερικός Κανονισμός Προσωπικού της COSMOTE Α.Ε., ως ισχύει σήμερα, με την εξαίρεση των άρθρων
11, 12,13, καταργούμενης κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας ή
επιχειρησιακής συλλογικής συμφωνίας, απόφασης της διοίκησης του Ο.Τ.Ε. ή εντεταλμένων οργάνων του
και πρακτικής, οποιουδήποτε χαρακτήρα ή νομικής δεσμευτικότητας, που αφορούν σε θέματα εσωτερικού
κανονισμού του προσωπικού του Ο.Τ.Ε. και αντίκεινται στις ρυθμίσεις του ως άνω Εσωτερικού Κανονισμού
Προσωπικού της COSMOTE, με την επιφύλαξη των διατάξεων των επόμενων εδαφίων.

Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Αρθρου: α) τα άρθρα 20 παράγραφοι
1 III IV, παρ. 2-10 και τα άρθρα 23-40 του καταργούμενου Γενικού Κανονισμού Προσωπικού Ο.Τ.Ε., που
αφορούν στον πειθαρχικό έλεγχο του προσωπικού, β) οι υφιστάμενες ρυθμίσεις και όροι των
επιχειρησιακών σ.σ.ε. που αφορούν στο μισθολογικό καθεστώς, εξαιρουμένων, για όσους πρόκειται να
προσληφθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, του χρονοεπιδόματος και όλων των λοιπών
επιδομάτων, γ) τα άρθρα 5, 7, 12, 13, 14, 16, 17,18, 42, 46, 47 του καταργούμενου Γενικού Κανονισμού
προσωπικού Ο.Τ.Ε., μόνο για το προσωπικό που μέχρι την 14η Ιουλίου 2005 υπηρετούσε στον Ο.Τ.Ε. Α.Ε.
ως Δόκιμο ή Μόνιμο.
492

Ο Εσωτερικός Κανονισμός Προσωπικού των προηγούμενων εδαφίων τροποποιείται περαιτέρω εν όλω ή εν


μέρει, με επιχειρησιακή σ.σ.ε. σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 5 και 6 του Ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α΄).

4. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του Αρθρου 26 του Ν. 2843/2000 (ΦΕΚ 219 Α΄)
και των παραγράφων 2 και 3 του Αρθρου 7 του Ν. 2257/1994 (ΦΕΚ 197 Α΄) καταργούνται.

5. Στους εργαζόμενους των εταιρειών ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ Α.Ε., ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ


ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Α.Ε. και ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΛΟΪΑ Α.Ε., που έχουν προσληφθεί με σύμβαση αορίστου χρόνου
μέχρι την 31.12.2005, κατά τη λύση της σύμβασης εργασίας τους λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων
πλήρους συνταξιοδότησης ή όταν αποχωρούν με τους όρους περί προαιρετικής αποχώρησης δυνάμει των
ισχυουσών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, εξακολουθεί να καταβάλλεται η αποζημίωση των νόμων
2112/1920 και 3198/1955 (ΦΕΚ 98 Α΄) ή τυχόν συμφωνηθείσα ανώτερη.

Αρθρο 39

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει:

α) των άρθρων 1 (παράγραφοι 4, 5), 2, 3 (παράγραφοι 1, 2 και 3 ), 4 (παράγραφοι 7, 9 και 10), 5


(παράγραφοι 3, 7, 8, 9 και 11), 10 (παράγραφοι 2 και 3) από 1ης Ιανουαρίου 2007 για τα εισοδήματα που
αποκτώνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται, κατά περίπτωση, από την ημερομηνία αυτή και μετά,

β) των άρθρων 1 (παράγραφοι 8 και 9), 4 (παράγραφοι 11 και 12) και 5 (παράγραφοι 1 και 5) από το
οικονομικό έτος 2007 για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος αυτού του οικονομικού έτους και των
επόμενων,

γ) του Αρθρου 5 (παράγραφος 4) από το οικονομικό έτος 2006 για τα εισοδήματα αυτού του οικονομικού
έτους και επόμενων,

δ) του Αρθρου 8 (παράγραφοι 1, 2 και 3) για δαπάνες που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις από
διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2006 και μετά,
493

ε) του Αρθρου 9 (παράγραφοι 3 και 4) από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου
2006 και μετά,

στ) των άρθρων 10 (παράγραφος 1) και 11 για εισοδήματα του οικονομικού έτους 2006 και μετά,

ζ) του Αρθρου 13 (παράγραφος 1) για τα φύλλα ελέγχου που εκδίδονται από τη δημοσίευση του παρόντος
και μετά και (παράγραφος 4) δύο (2) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά,

η) των άρθρων 17, 18 και 19 από την 1η Ιανουαρίου 2007,

θ) των άρθρων 27 (παράγραφοι 1, 2, 4, 5, 6, 7 και 8), 30

(παράγραφοι 9 και 10), 33 και της παραγράφου 19 του Αρθρου 34 από 1ης Ιανουαρίου 2007,

ι) του Αρθρου 27 (παράγραφος 9), του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 7 του Αρθρου 4 του Κ.Β.Σ., όπως
τίθενται με την παράγραφο 6 του Αρθρου 28 του παρόντος νόμου, του Αρθρου 28 (παράγραφοι 3, 4, 5, 9,
11 και 12), του Αρθρου 30 (παράγραφος 1), του Αρθρου 31 (παράγραφος 4) και της περίπτωσης θ΄ της
παραγράφου 4 του Αρθρου 30 του Κ.Β.Σ., όπως τίθενται με την παράγραφο 5 του Αρθρου 31 του
παρόντος, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνει διαχειριστικές
περιόδους που αρχίζουν από την ημερομηνία αυτή και μετά,

ια) των διατάξεων της περίπτωσης γ΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του Αρθρου 4 του Κ.Β.Σ.,
όπως τίθενται με την παράγραφο 2 του Αρθρου 28 του παρόντος νόμου, από τη δημοσίευσή του στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνουν επιτηδευματίες που κάνουν έναρξη εργασιών με αυτό
αποκλειστικά το αντικείμενο εργασιών από 1.1.2007 και μετά, καθώς και επιτηδευματίες που εκδίδουν άδεια
ανέγερσης οικοδομής από την ημερομηνία αυτή και μετά,

ιβ) των διατάξεων της παραγράφου 22 του Αρθρου 28 από 1.3.2007,

ιγ) των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν
ορίζεται διαφορετικά από αυτές.

ια) των διατάξεων της περίπτωσης γ΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του Αρθρου 4 του Κ.Β.Σ.,
όπως τίθενται με την παράγραφο 2 του Αρθρου 28 του παρόντος νόμου, από τη δημοσίευσή του στην
494

Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνουν επιτηδευματίες που κάνουν έναρξη εργασιών με αυτό
αποκλειστικά το αντικείμενο εργασιών από 1.1.2007 και μετά, καθώς και επιτηδευματίες που εκδίδουν άδεια
ανέγερσης οικοδομής από την ημερομηνία αυτή και μετά,

ιβ) των διατάξεων της παραγράφου 22 του Αρθρου 28 από 1.3.2007,

ιγ) των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν
ορίζεται διαφορετικά από αυτές.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως
νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 21 Δεκεμβρίου 2006

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 2006

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Α. ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ

You might also like