Professional Documents
Culture Documents
ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
gr Διαδικτυακό Περιοδικό
EΛΕΥΘΕΡΗ ΕΡΕΥΝΑ www.freeinquiry.gr Διαδικτυακό Περιοδικό
ΚΩΣΤΑΣ ΘΑΝΑΣΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Τμήματος Γεωπονίας
Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Η ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ
ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝ
2005
Αἰσθάνομαι βαθειὰ χαρά, ποὺ ἐκδίδω τὸ παρὸν πόνημα τοῦ διακεκριμένου γεωπόνου
κ. Κ.Κ. Θανασουλόπουλου, ὁμότιμου καθηγητῆ τοῦ Τμήματος Γεωπονίας τοῦ Ἀριστοτελεί-
ου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Καὶ τοῦτο, διότι οἱ δύο βασικοὶ ἄξονες, τοὺς ὁποίους
ἀκολούθησα, στὴν προσπάθειά μου νὰ δημιουργήσω κάτι στὴ ζωή μου, συμπίπτουν μὲ τὸ
διπλὸ ἀντικείμενο τῆς ἔρευνας τοῦ συγγραφέως τῆς παρούσης ἐργασίας: Ἡ ἀναζήτησή
μου, πρῶτον, τῆς (συχνὰ ἀγνοούμενης ἢ καὶ ἐσκεμμένα ἀποκρυπτόμενης) ἀλήθειας γιὰ τὸ
Ἀπώτατο Ἑλληνικὸ Παρελθόν, ἕνας ἐκ τῶν τομέων τοῦ ὁποίου εἶναι οἱ πανάρχαιες γεωρ-
γικὲς δραστηριότητες τῶν Ἑλλήνων, καί, δεύτερον, ἡ μακρόχρονη δραστηριοποίησή μου
στὸν γεωργικὸ τομέα, καὶ συγκεκριμένα στὴν οἰκολογικὴ ἀμπελουργία (καὶ κατ’ ἐπέκτασιν
στὴν οἰνοποιία), ὡς προσωπικὴ προσπάθεια ἀναβιώσεως, ἀλλὰ καὶ βιώσεως ὑποκειμε-
νικῆς, μιᾶς ἀπασχολήσεως, στὴν ὁποία ἐπιδίδονταν οἱ πρόγονοί μας σὲ εὐρεῖα ἔκταση
καὶ σὲ ἐποχὲς ποὺ χάνονται στὸν ἀχανῆ ὁρίζοντα τῆς Παναρχαιότητας. Καὶ χρησιμοποιῶ
τὶς λέξεις ἀναβίωση καὶ βίωση, διότι πράγματι ὁδηγὸς τῶν γεωργικῶν μου δραστηρι-
οτήτων ἦταν πάντοτε ἡ μελέτη καὶ ἱστορικὴ γνώση τῶν παλαιῶν τρόπων καλλιέργειας
τῆς ἀμπέλου ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῶν ἀρχαίων μεθόδων ἐπεξεργασίας τῶν μεγίστης σημασίας
ἀμπελουργικῶν προϊόντων ἀφ’ ἑτέρου· ὡς ἀπόδειξη τῆς μεγίστης σημασίας ποὺ εἶχαν
ἀμφότερα στὴ ζωὴ τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνα ἀρκεῖ, ὑποθέτω, τὸ γεγονὸς ὅτι προστάτης τῆς
ἀμπέλου καὶ τοῦ οἴνου εἶχε ὁρισθῆ ἕνας ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων καὶ περισσότερο λατρευο-
μένων ἀνὰ τὸ Πανελλήνιο Ἑλλήνων θεῶν, ὁ ∆ιόνυσος.
Ἡ μικρὴ σὲ ἔκταση ἀλλὰ μὲ λαμπρὴ μέθοδο ἐξαντλοῦσα τὰ ὑπάρχοντα γιὰ τὴν ἐξε-
ταζόμενη περίοδο ἱστορικὰ δεδομένα ἐργασία τοῦ κ. Κ. Κ. Θανασουλόπουλου προσφέ-
ρει, ἐκτὸς τῆς συμβολῆς της στὴν ἱστορία ἑνὸς τομέως ποὺ ἐλάχιστα ἢ καθόλου ἔχει
ἀπασχολήσει τοὺς εἰδικοὺς (ἱστορικούς), καὶ πληθώρα στοιχείων καὶ πληροφοριῶν, τῶν
ὁποίων ἡ πρακτικὴ ἀξία εἶναι ἄφθαρτη καὶ σήμερα. Πράγματι στὴν ἐποχή μας, ὁπότε ἡ
μόνη καὶ αἰώνια ἀστείρευτη πηγὴ τῶν ἀγαθῶν διατροφῆς, ἡ Φύση, πάσχει δεινῶς ἀπὸ
τὴν ἀσύνετη κακοποίησή της ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, σὲ βαθμὸ ποὺ ἡ ἀλλοίωση τῆς ποιότη-
τας τῆς γεωργικῆς παραγωγῆς νὰ ἰσοδυναμῇ πιὰ μὲ μέγα κίνδυνο γιὰ τὴν ὑγεία τῆς
ἀνθρωπότητας, ἡ ὑπόμνηση τῶν παλαιῶν τρόπων καλλιέργειας τῶν εἰδῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα
ἐξαρτᾶται ἡ ἐπιβίωσή μας, σὲ ἐποχὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν βίαζε τὴ φύση καὶ τὴ γῆ, γιὰ
νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν πλεονεξία του, ἀλλὰ διατηροῦσε «ἔντιμες» σχέσεις μαζί της, δηλαδὴ
τὴν καλλι-εργοῦσε βιολογικὰ χωρὶς νὰ τὴν κακο-ποιῇ χημικά, στὴ σημερινὴ ἐποχή, λέω,
πολλὰ θὰ ἔπρεπε νὰ ξαναθυμηθοῦμε γενικῶς ἀπὸ τὸ παρελθὸν (καὶ εἰδικώτερα ἐδῶ
ἀπὸ τὸ «γεωργικό μας παρελθόν»), γιὰ νὰ μᾶς χρησιμεύσουν ὡς παραδείγματα πρὸς
μίμησιν γιὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον –ὅπως ἄλλωστε θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς χρησιμεύσουν
καὶ πολλὰ ἄλλα, ποὺ ἴσχυαν στὸ παρελθὸν στὴν ὑγιῆ τους μορφή, καὶ σήμερα ἐπιβιώ-
νουν ὡς νοσηρά, ἐκφυλισμένα καὶ ἄρα ἐπικίνδυνα (θεσμοί, ἀξίες, τρόποι ἀντιλήψεως
τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου κ.λπ., κ.λπ.).
Ὁ «∆αυλός» ἐκδίδει τὴν ἔρευνα αὐτὴ τοῦ καθηγητῆ Θανασουλόπουλου, μὲ τὴ βεβαιότη-
τα ὅτι πρόκειται γιὰ σημαντικὴ προσφορὰ καὶ στὴν ἀρχαιογνωσία εἰδικῶς ἀλλὰ καὶ στὴν
ἀναζήτηση γενικώτερα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, μπροστὰ στὶς ἐπικίνδυνες συνέπειες
ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὶς ἐκτροπὲς ποὺ ὁ ἴδιος ἔχει ἐπιφέρει στὶς σχέσεις του μὲ τὴν παμ-
μήτειρα γῆ μας, μὲ σκοπὸ νὰ ἀντιληφθῇ καὶ νὰ ἀποτρέψῃ τὰ δυσμενῆ ἀποτελέσματα τῆς
ἐκ μέρους του λήθης τοῦ «ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν».
∆ημήτρης Ι. Λάμπρου
Ἐκδότης Περιοδικοῦ «∆αυλός»
Στὶς σημερινὲς κοινωνικὲς δομές, ὅπου κάθε πνευματικὴ ἀνάπτυξη τείνει νὰ ἰσοπεδω-
θῇ κάτω ἀπὸ μία τεχνογνωσία ποὺ ἀναπτύσσεται μὲ ἰλιγγιώδεις ρυθμούς, ἡ πολιτιστικὴ
ἀνάπτυξη, αὐτὴ ποὺ κρατάει δεμένους τοὺς ἱστοὺς μιᾶς κοινωνίας, τείνει νὰ ἀποκτήσῃ
χαρακτηριστικὰ σὲ πλανητικὸ ἐπίπεδο. Εἶναι ἐπιβεβλημένο λοιπὸν σὲ κάθε λαὸ νὰ προ-
σπαθήσῃ νὰ βρῇ κάποιο τρόπο, γιὰ νὰ προσεγγίσῃ τὶς ρίζες του, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν
ἐχέγγυο προόδου καὶ συνοχῆς τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας του. Γιατὶ βαθιὰ μέσα στὴν
κληρονομικὴ ἁλυσίδα τοῦ καθενὸς ὑπάρχει γραμμένο τὸ παρελθὸν τῆς γενιᾶς του,
ποὺ δύσκολα μπορεῖ νὰ τὸ ἀπαρνηθῇ. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ποὺ θεωρούμεθα
διεθνῶς ὡς φορεῖς μιᾶς βαρειᾶς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, ἀσχέτως ἂν πολλὲς φο-
ρὲς γιὰ ἄλλους λόγους αὐτὸ ἀποκρύπτεται, ἡ ὑποχρέωση νὰ γνωρίζουμε τὸ παρελθόν
μας εἶναι πιὸ ἐπιτακτικὴ ἴσως ἀπὸ ὅ,τι σὲ ἄλλους λαούς. Εἶναι λοιπὸν ὑποχρέωσή μας
νὰ μελετᾶμε τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, πού, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, φθάνει καὶ σὲ
ἀρχαιότερα χρονικὰ σημεῖα καὶ δὲν ἀφήνει πλέον ἀμφιβολίες γιὰ τὸν καθοριστικὸ
γονιμοποιὸ ρόλο τοῦ Ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ στὴν ἀνάπτυξη τῆς σύγχρονης
κοινωνίας, στὸ ∆υτικὸ τοὐλάχιστον κόσμο. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἴσως λόγῳ τῆς σημερινῆς
ἐλλειμματικῆς μας παιδείας, δὲν τὸ συνειδητοποιοῦμε τόσο ὅσο ἀρκετοὶ μορφωμένοι
ἄλλων χωρῶν. Ἑπομένως φαίνεται ὅτι ἔφτασε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὥστε καὶ ἐμεῖς
νὰ ἀρχίσουμε νὰ ψάχνουμε τὸ παρελθόν μας καὶ νὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ αὐτὸ τὴ σοφία τῶν
ἀνθρώπων ἐκείνων, ποὺ πρωτοπόροι στὸ πνεῦμα καὶ τὶς ἐπιστῆμες μᾶς ἄφησαν πνευμα-
τικὲς ὑποθῆκες διαχρονικῶς ὑψηλῆς ποιότητας.
Οἱ πηγὲς τῶν ἀρχαίων συγγραφέων ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ ἔπειτα ἀποτέλεσαν καὶ ἀποτε-
λοῦν τοὺς ὁδηγοὺς κάθε ἐρευνητικῆς προσπάθειας τοὐλάχιστον στοὺς τομεῖς τῶν φιλο-
σοφικῶν, λογοτεχνικῶν καὶ κοινωνικῶν σπουδῶν. Ἀντιθέτως στὸ πνεῦμα τοῦ σύγχρονου
καταιγισμοῦ τῆς πληροφορίας καὶ τῶν τεχνικῶν μέσων ἡ ἀναζήτηση γνώσης ἀπὸ τὶς
ἀρχαῖες πηγὲς γιὰ τὰ τεχνικὰ ζητήματα εἶναι ἀπὸ ἐλάχιστη ὡς ἀνύπαρκτη. Στὴ γεωργικὴ
ἐπιστήμη γίνονται ἀναφορὲς μόνο στὴν ἀρχαία γνώση, χωρὶς νὰ δίδεται ἰδιαίτερη ἔμφα-
ση σὲ γνώσεις, ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα θὰ μποροῦσαν νὰ ἀξιοποιηθοῦν, ἰδιαιτέρως τώρα
μὲ τὴν ἔμφαση ποὺ δίνεται στὴν παραγωγὴ καὶ διακίνηση τῶν γεωργικῶν προϊόντων ποὺ
ἀναφέρονται ὡς οἰκολογικά. Οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, ποὺ ἔχουν χρησιμοποιηθῆ γιὰ
ὁποιαδήποτε ἀναφορά, εἶναι συνήθως ὁ Ἡσίοδος, ὁ Θεόφραστος, ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ὁ
Ξενοφῶν. Ἀντιθέτως οἱ Ὁμηρικὲς πηγὲς δὲν ἔχουν χρησιμοποιηθῆ. Ἡ ἀναδίφηση αὐτῶν
τῶν ἀποσπασμάτων ἀπὸ τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη, ἰδιαίτερα στοὺς τεχνικοὺς πάσης φύσεως, με-
ρικὲς φορὲς εἶναι συγκλονιστική, γιατί ἀνακαλύπτονται γνώσεις ἐντυπωσιακὲς γιὰ τὴν
ἐποχή τους καὶ πρακτικές, ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα εἶναι σὲ πλήρη ἐφαρμογή.
Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία ἔδωσε τὸ ἔναυσμα, γιὰ νὰ γίνῃ μία προσπάθεια νὰ συλλεγοῦν ὅλα
ὅσα ἀναφέρονται στὴ γεωργία ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ νὰ ταξινομηθοῦν σύμφωνα μὲ τὶς
σύγχρονες ἀντιλήψεις στὸν γεωργικὸ τομέα. Ἡ προσπάθεια δὲν ἦταν τόσο ἁπλῆ οὔτε
εὔκολη, γιατί οἱ ἀναφορὲς εἶναι πολλές, οἱ περισσότερες μὲ τὴ μορφὴ παρομοιώσεων,
καὶ ἐνίοτε ἀρκετὰ συγκαλυμμένες ἀπὸ ἄλλα γεγονότα, ὥστε νὰ γίνεται πολὺ δύσκολη ἡ
ἀνίχνευσή τους. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἔγινε κατορθωτὸ νὰ συλλεγῇ ἕνα σημαντικὸ μέρος πλη-
ροφοριῶν, ποὺ παρουσιάζονται στὸ παρὸν κείμενο καὶ σχολιάζονται σὲ σύγκριση κυρίως
μὲ τὸ σήμερα ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ μὲ χρόνους παλαιότερους τοῦ χρόνου τῶν Ὁμηρικῶν.
Κώστας Θανασουλόπουλος
Εἶναι πλέον διεθνῶς παραδεκτό, πλὴν ἴσως ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ὅτι ἡ ἀνάπτυξη
τοῦ πολιτισμοῦ σὲ μία κοινωνία εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα ἀλλαγῶν σὲ ὑποσυστήματα τῆς
δομῆς τῆς κοινωνίας, τῶν ὁποίων ἡ ἐπίδραση σὲ ἄλλα ὑποσυστήματα ἔχει ὡς ἀποτέλε-
σμα τὴ δημιουργία νέων ὑποσυστημάτων, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ νέες πιὸ δυναμικὲς μορφὲς
ἀνάπτυξης. Μιὰ τέτοια σημαντικὴ καὶ πρωτοποριακὴ ἀλλαγὴ ἦταν ἡ μετάβαση τοῦ ἀν-
θρώπου ἀπὸ τὴν κυνηγετικὴ καὶ τροφοσυλλεκτικὴ περίοδο στὴ μόνιμη ἐγκατάσταση σὲ
μικροὺς οἰκισμοὺς καὶ τὴν ἀνάπτυξη μιᾶς πρωτόγονης γεωργίας βασισμένης στὰ σιτηρά,
μὲ συμπλήρωμα γιὰ τὴ διατροφὴ προϊόντα καλλιέργειας ψυχανθῶν καὶ τὴν ἐξημέρω-
ση καὶ διατροφὴ ἀγροτικῶν ζῴων. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἄγγλο ἀρχαιολόγο Renfrew (1972)
αὐτὸ συνέβη σὲ κάποια περίοδο περὶ τὸ 6000 π.Χ., καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισε ἡ μεγαλειώδης
πορεία στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, ποὺ ὡδήγησε στὴν ἀνάπτυξη τοῦ Μινωικοῦ-Μυκηναϊκοῦ
πολιτισμοῦ, ποὺ μὲ τὴ σειρά του συνετέλεσε στὴν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Κλασι-
κῆς Ἑλλάδας. Ἀνεξαρτήτως τῶν διαφωνιῶν ποὺ ὑπάρχουν μεταξὺ τῶν ἀρχαιολόγων
καὶ τῶν γλωσσολόγων τῆς διεθνοῦς καὶ τῆς ἑλληνικῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητας γιὰ
τὴν προέλευση τῶν Ἑλλήνων, γιὰ τὴ γλῶσσα τὴν ἑλληνικὴ καὶ διάφορα ἄλλα, ποὺ
πολλὲς φορὲς προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἐθνολογικὴ προέλευση τοῦ κάθε ἐρευνητοῦ καὶ τὰ
πιστεύω του, μερικὲς φορὲς κατευθυνόμενα καὶ χρηματοδοτούμενα ἀπὸ συμφέροντα
πολιτικῆς καὶ πολιτιστικῆς κυριαρχίας, εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο ὅτι ὁ πολιτισμὸς
αὐτὸς θεωρεῖται ὡς ἕνας μεγάλος πρώιμος πολιτισμὸς τοῦ κόσμου, ὅπως ἀναφέρεται
καὶ ἀπὸ τὸν Renfrew:
«Ὁ τόπος γέννησης τοῦ Μινωικοῦ πολιτισμοῦ ἦταν ἡ Αἰγαιακὴ νῆσος τῆς Κρήτης.
Στὴν Κρήτη ἀκόμη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τρίτης χιλιετίας π.Χ., καὶ ἑπομένως πρὶν
ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ τῶν παλατιῶν, τὰ εὑρήματα εἶναι ἀμέσως ἀναγνω-
ρίσιμα ὡς Μινωικά. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναμφίβολα ἀνῆκαν σὲ ἕνα μοναδικὸ ἀρχαιο-
λογικὸ πολιτισμό, μολονότι ὑπάρχουν τοπικὲς παραλλαγὲς σὲ διάφορους τύπους.»
Ἡ ἀνάπτυξη τῆς οἰκονομίας, ποὺ ἐκπορευόταν ἀπὸ μία κεντρικὴ διοίκηση, πρῶτα
στὴν Κρήτη καὶ στὴ συνέχεια στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα, μὲ τὴν ταυτόχρονη ἀνάπτυξη
τῆς γραφῆς, ὅπως αὐτὴ ἔχει μέχρι σήμερα βρεθῆ στὶς πήλινες πινακίδες τῶν κρητικῶν
ἀνακτόρων καὶ τῆς Πύλου, τῆς Τίρυνθας καὶ τῶν Θηβῶν στὴν ἠπειρωτικὴ χώρα, ποὺ
κατὰ τὸν Chadwick (1992) εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα, ποὺ γεννήθηκε στὴν Ἑλλάδα,
δείχνουν τὴν μεγαλειώδη πορεία ἑνὸς πολιτισμοῦ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων καὶ τὴν
ἐκρηκτικὴ ἀνάπτυξή του, πού, κατὰ τὴν ταπεινὴ γνώμη ἑνὸς γεωπόνου, ὀφείλει τὴ γέ-
νεσή του στὴν ἀνάπτυξη τῆς γεωργίας καὶ στὴν ὕπαρξη τῆς ἀγροτικῆς κοινωνίας. Ἡ
ἀφθονία τῆς τροφῆς καὶ ἡ δυνατότητα ἀποθήκευσής της ἔδωσαν στὸν ἄνθρωπο τὸν
ἐλεύθερο χρόνο ποὺ ἦταν ἀναγκαῖος γιὰ νὰ σκεφθῇ, νὰ ἀναπτύξῃ τὸ πνεῦμα του καὶ
κατὰ συνέπεια τὸν πολιτισμό του.
Σὲ αὐτὸ τὸ Μινωικό-Μυκηναϊκὸ πολιτιστικὸ πλαίσιο τοποθετοῦνται καὶ τὰ γεγονότα
ποὺ περιγράφει ὁ Ὅμηρος. Ἔχουν περάσει περισσότεροι ἀπὸ τριάντα δύο αἰῶνες, καὶ
σύμφωνα μὲ κάποιους συγγραφεῖς πολλοὶ περισσότεροι, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ συνέβησαν
τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφονται στὰ Ὁμηρικὰ ἔπη, καὶ παρ’ ὅλο τὸ τόσο μακρὺ χρονικὸ
διάστημα δὲν ἔχουν χάσει τὴ γοητεία τους καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους. Σήμερα, περισσότερο
ἴσως ἀπό ποτε, ἀσχολοῦνται μὲ τὰ τότε συμβάντα πολλοὶ ἐρευνητὲς καὶ προσπαθοῦν νὰ
ἐκμαιεύσουν ἀπὸ τὶς περιγραφὲς τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερη εἰκόνα γιὰ τὴν ἐποχὴ
ἐκείνη. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φιλολόγους, ἀρχαιολόγους, γλωσσολόγους καὶ ἄλλους συναφεῖς
ἐπιστήμονες ἔχουν ἀσχοληθῆ καὶ ἐπιστήμονες διαφόρων κλάδων, ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς
ὁποίους ἐπιχειρεῖ νὰ παρουσιάσῃ τοὺς ρυθμοὺς καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς
11
12
Ἡ Ὁμηρικὴ ἐποχὴ σύμφωνα μὲ τὴν κρατοῦσα ἄποψη περιλαμβάνει μία πολὺ μικρὴ
περίοδο τοῦ τέλους τῆς Μυκηναϊκῆς περιόδου, καὶ ἀκόμη δὲν εἶναι γνωστὸ μὲ βεβαιό-
τητα πῶς ἔφτασαν αὐτὰ τὰ ἔπη διὰ μέσου τῶν «σκοτεινῶν αἰώνων» στὴν ἐποχὴ ποὺ
σύμφωνα μὲ τοὺς ὁμηριστὲς γράφτηκαν γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, ἂν ὑπῆρξε
ποτὲ αὐτὸ τὸ πρόσωπο. Ἀντίθετα ὑπάρχουν ἄλλοι μελετητὲς (∆ούκας 1993, 1996), ποὺ
ὑποστηρίζουν ὅτι τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη γράφτηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῶν γεγονότων καὶ
δὲν βασίζονται στὴν προφορικὴ παράδοση πεντακοσίων περίπου χρόνων, μέχρι νὰ γρα-
φτοῦν γιὰ πρώτη φορά. Εἶναι γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ δεύτερη ἐκδοχὴ παραθέτει σημαντικὰ
ἐπιχειρήματα, καὶ ἰδιαιτέρως τὸ γεγονὸς ὅτι μερικὲς περιγραφὲς εἶναι τόσο ζωντανές,
ὥστε μόνον ἕνας αὐτόπτης μάρτυς θὰ μποροῦσε νὰ τὶς κάνῃ. Ἡ ἔλλειψη ἐπίσης ἄλλων
μαρτυριῶν πλὴν τῆς ἐπικῆς αὐτῆς ποίησης σὲ πολλὲς περιπτώσεις καθιστᾷ ἐπισφαλῆ
τὴν ἀναγνώριση τῶν γεγονότων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἂς μὴ λησμονῆται ὅτι πρὶν ἀπὸ τὶς
ἀνακαλύψεις τοῦ Σλήμαν ἡ Ὁμηρικὴ ποίηση θεωρεῖτο καθαρὰ μυθολογικὴ καὶ δίχως
κάποια πραγματικὴ ἀπεικόνιση. Ἀσφαλῶς σήμερα οἱ ἀντιλήψεις μας ἔχουν ἀλλάξει
πλήρως, καὶ ὅσα περιγράφονται στὰ ἔπη ἀντιμετωπίζονται πάντοτε μὲ σκεπτικισμὸ καὶ
ἰδιαίτερη προσοχή, γιατί μπορεῖ νὰ κρύβουν ἀλήθειες καὶ γεγονότα, ποὺ δὲν μποροῦμε
νὰ ὑποπτευθοῦμε.
Η Emily Vermeule (1972) γράφει στὸ βιβλίο της ὅτι:
«Ἡ προφορικὴ παράδοση, ποὺ ἔφτασε σὲ μᾶς μέσῳ τοῦ Ὁμήρου, μερικὰ πα-
ραλλαγμένη διατηρεῖ τὴ Μυκηναϊκὴ διάλεκτο, τὸ λεξιλόγιο, ὀνόματα προσώπων,
γεωγραφικὰ ὀνόματα, γενεαλογίες, λίγες στρατιωτικὲς ὄψεις, λίγη λατρεία. Αὐτὸ
εἶναι ἐντελῶς φυσιολογικό. ∆ὲν ὑπῆρξε διακοπὴ ἀνάμεσα στὸ Μυκηναϊκὸ καὶ τὸν
Ὁμηρικὸ κόσμο, μόνο μεταβολή.»
Παράλληλα τὸν Ἰούλιο τοῦ 1952 σὲ μιὰ συνέντευξη στὸ BBC ὁ Μichael Ventris, αὐτὸς
ποὺ πράγματι τάραξε τὰ λιμνάζοντα νερὰ τῶν γλωσσολόγων μὲ τὴν ἀποκρυπτογράφη-
ση τῆς Γραμμικῆς Β, δήλωνε:
«Στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων ἑβδομάδων κατέληξα στὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ πι-
νακίδες τῆς Κνωσοῦ καὶ τῆς Πύλου εἶναι ἀναμφίβολα γραμμένες στὰ Ἑλληνικά,
Ἑλληνικὰ δύσκολα καὶ ἀρχαΐζοντα, κατὰ πεντακόσια χρόνια παλαιότερα ἀπὸ τὸν
Ὅμηρο καὶ γραμμένα μὲ τρόπο ἀρκετὰ συντομογραφημένο, ἐν πάσῃ ὅμως περιπτώ-
σει Ἑλληνικά.»
∆ηλαδὴ πεντακόσια χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ ὁπωσδήποτε ἑκατὸ μὲ διακόσα
χρόνια πρὶν ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφονται στὰ ἔπη οἱ ἄνθρωποι ἐπικοινωνοῦσαν
μὲ γραφή. Ἄλλωστε αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ στὴν Ἰλιάδα, (Ζ 167):
«...πέμπε δέ μιν Λυκίηνδε, πόρεν δ’ ὅ γε σήματα λυγρά, γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ
θυμοφθόρα πολλά...» [...τὸν ἔστειλε ὅμως στὴ Λυκία καὶ τοῦ ἔδωσε ἄσκημα σημάδια,
ποὺ τὰ ἔγραψε σὲ πινακίδα ποὺ δίπλωνε...]
Ἑπομένως εἶναι εὔλογο τὸ ἐρώτημα, γιατί νὰ ἐπιμένουμε στὴν προφορικὴ παράδοση
τῶν ἐπῶν καὶ ὄχι στὴν ὑπόθεση ὅτι γράφτηκαν ἀπὸ τότε σὲ ὑλικὸ ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸν
νὰ διατηρηθῇ, καὶ γι’ αὐτὸ χάθηκαν. Ὁπότε ἡ θέση τῶν Treuil et al. (1996), ὅτι τὰ δύο
ἔπη παρουσιάζουν μία «ψευδοϊστορία» τῆς Μυκηναϊκῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ ὡστόσο ἔχουν
οὐσιαστικὲς μαρτυρίες σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορία τῶν ἀντιλήψεων στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὴν
πρώτη χιλιετία, εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ εἶναι ἀληθινὴ μόνο κατὰ τὸ δεύτερο σκέλος της.
Μὲ τὶς σκέψεις αὐτές λοιπόν προβάλλει τὸ ἐρώτημα, ἂν τὰ ὅσα ἀναφέρονται στὸν Ὅμη-
ρο γιὰ τὰ θέματα τῆς γεωργικῆς ἀνάπτυξης τῆς ἐποχῆς τῶν ἐπῶν ἀπηχοῦν τὴν ἐποχὴ
13
14
15
Πρὶν ὅμως προσπαθήσῃ κανεὶς νὰ κάνῃ μία ἔστω στοιχειώδη ἀναπαράσταση τῆς
γεωργικῆς ἀνάπτυξης μέσα ἀπὸ τὰ Ὁμηρικὰ κείμενα, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ δοθῇ μία εἰκό-
να τῆς χλωρίδας ποὺ ὑπῆρχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ἰδίως αὐτῆς ποὺ χρησίμευε γιὰ τὴν
περαιτέρω ἐξέλιξη τῆς γεωργίας. Ἡ χλωρίδα αὐτὴ φαίνεται στὸν Πίνακα 1, τοῦ ὁποίου
οἱ τρεῖς πρῶτες στῆλες εἶναι ἀκριβὲς ἀντίγραφο ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Vermeule (1972, σελ.
343, Πίν. 1) μὲ μικρὲς προσθῆκες ἀπὸ ἄλλους ἐρευνητές, ποὺ σημειώνονται στὸν Πίνα-
κα καὶ ἡ τέταρτη στήλη εἶναι αὐτὴ ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἐνδελεχῆ κατὰ τὸ δυνατὸν
ἐξέταση τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν ἀπὸ τὸ γράφοντα. Στὴν πρώτη στήλη ἀναφέρονται τὰ
φυτά, ἡ ὕπαρξη τῶν ὁποίων προέκυψε ἀπὸ τὶς ἀρχαιολογικὲς παρατηρήσεις εἴτε ἀπὸ
ἀπ’ εὐθείας ἀνίχνευση σπόρων στὶς ἀνασκαφὲς ἢ ἀπὸ τὶς ζωγραφικὲς εἰκόνες σὲ ἀγγεῖα,
σὲ τοίχους κ.τ.λ. (στῆλες 1 καὶ 2 στὸ βιβλίο τῆς Vermeule), στὴ δεύτερη στήλη ἀναφέ-
ρονται τὰ φυτὰ ποὺ βρέθηκαν στὶς πινακίδες τῆς Γραμμικῆς Β καὶ στὴν τρίτη τὰ φυτὰ
τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν, ὅπως τὰ καταγράφει ἡ Vermeule. Τέλος ἡ πατρότητα τῆς σύνταξης
τῆς τέταρτης στήλης ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω. Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸν Πίνακα στὴν
πρώτη στήλη ἀναφέρονται 39 γένη φυτῶν, σὲ μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν περισσό-
τερα εἴδη ἢ ποικιλίες, στὴ δεύτερη 28 γένη, στὴν τρίτη 43 καὶ στὴν τέταρτη 52. Εἶναι
χαρακτηριστικὸ ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ σύγκριση τῶν στηλῶν 2 καὶ 3, ἄλλα ἦταν
τὰ ἐνδιαφέροντα φυτὰ στὴν ἐποχὴ τῶν Ἀνακτόρων καὶ ἄλλα στὴν Ὁμηρικὴ ἐποχή, καὶ
αὐτὸ φαίνεται νὰ εἶναι συνέπεια τοῦ ὅτι στὴν Ἀνακτορικὴ περίοδο ἔγραφαν ὅ,τι ἦταν
δυνατὸν νὰ ἀποθηκευθῇ (Sharpaki, 1990), καὶ κατὰ συνέπεια αὐτὸ βρέθηκε στὶς πινακί-
δες. Τέλος στὸ Ὁμηρικὸ λεξικὸ τοῦ Κοφινιώτη (1986) ἀναφέρονται 56 γένη, μεταξὺ τῶν
ὁποίων μερικὰ εἴτε σημειώνονται μὲ διπλὸ ὄνομα εἴτε δὲν ἀποτελοῦν κανονικὰ φυτὰ
τοῦ φυτικοῦ βασιλείου ὅπως τὸ φῦκος.
Ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῶν διαφόρων ἀναφερόμενων φυτῶν προκύπτουν ὡρισμένα συμπε-
ράσματα στὶς διάφορες ὁμάδες τῶν φυτῶν ἀπὸ τὰ Ὁμηρικὰ κείμενα:
Σιτηρά : Ἀναφέρονται τέσσερα γένη σιτηρῶν: σῖτος, κριθή, ζεία καὶ ὄλυρα, ἐνῷ
στὴν περίοδο τοῦ Χαλκοῦ ἔχουν ἀναφερθῆ ἡ σίκαλη καὶ τὸ κεχρί.
Ὁ σῖτος δὲν ἀναφέρεται κατὰ εἴδη ἢ ποικιλίες, ὅμως τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχαιολο-
γικὴ ἔρευνα ἔχουν διαπιστωθῆ τέσσερα διαφορετικὰ εἴδη σίτου δὲν ἀφήνει ἀμφιβολία
ὅτι καὶ στὴν Ὁμηρικὴ περίοδο θὰ ὑπῆρχαν τοὐλάχιστον τὰ ἴδια τέσσερα εἴδη, ἂν ὄχι
καὶ περισσότερα. Ὁ σῖτος ἀναφέρεται 5 φορὲς στὴν Ὀδύσσεια καὶ 2 φορὲς στὴν Ἰλιά-
δα, σύμφωνα μὲ τὶς παραπομπὲς ποὺ ὑπάρχουν δίπλα σὲ κάθε ἀναφερόμενο φυτὸ στὴ
στήλη 4. Στὴν Ὀδύσσεια, στὸ η 104 π.χ. ἀναφέρεται ὅτι:
«...κατὰ δῶμα γυναῖκες, αἳ μὲν ἀλετρεύουσι μύλῃσ’ ἔπι μήλοπα καρπόν...»
καὶ στὸ Κ 569 τῆς Ἰλιάδας ἀναφέρονται οἱ ἵπποι τοῦ ∆ιομήδη
«...μελιηδέα πυρὸν ἔδοντες...» [...τρώγοντας γλυκὸ στάρι].
Στὴν ἀπάντηση τοῦ Τηλέμαχου πρὸς τὸν Μενέλαο (δ 602-604) ἀναφέρεται ὅτι:
«...σὺ γὰρ πεδίοιο ἀνάσσεις εὐρέος, ᾧ ἔνι μὲν λωτὸς πολύς, ἐν δὲ κύπειρον πυροί
τε καὶ ζεῖαι΄τε ἠδ’ εὐρυφυὲς κρὶ λευκόν...» [...σὺ βασιλεύεις σὲ πλατειὲς πεδιάδες,
ὅπου φυτρώνει ἄφθονο τριφύλλι καὶ κύπερη καὶ τὸ στάρι καὶ οἱ ζεῖες καὶ τὸ ψηλὸ
λευκὸ κριθάρι...»].
Ἡ κριθὴ μὲ τὰ ὀνόματα κρὶ καὶ οὐλὰς ἀναφέρεται πέντε φορές, τέσσερις στὴν Ὀδύσ-
σεια καὶ μία στὴν Ἰλιάδα. Καὶ χρησίμευε γιὰ τροφὴ κυρίως τῶν ἀλόγων, ὅπως στὸ Ε
196:
16
17
18
20
Ἡ γεωργικὴ πρακτικὴ στὴν Ὁμηρικὴ ἐποχὴ δὲν φαίνεται ὅτι διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὴν
πρακτικὴ ποὺ ἀσκεῖτο στὶς προηγούμενες ἐποχὲς τῆς προϊστορίας. Ἡ χαρακτηριστικὴ
Μεσογειακὴ καλλιέργεια διατηρεῖτο ἀκόμη, καὶ ἡ μόνη διαφοροποίηση, ποὺ φαίνεται
ἀπὸ τὰ κείμενα, εἶναι ἡ σημαντικὴ παρουσία δένδρων, ὀπωροφόρων ἢ δασικῶν. Ἀπὸ
τὰ ἀρχαιολογικὰ καὶ ἀρχαιοβοτανικὰ εὑρήματα σύμφωνα μὲ τὸν Halstead (1990), ποὺ
ἀναφέρονται στὴν πρώιμη Χαλκολιθικὴ ἐποχή, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συναχθοῦν σαφῆ
συμπεράσματα ἂν ἡ καλλιέργεια τῶν ὀπωροφόρων στὴ περίοδο αὐτὴ ἦταν διαδεδομέ-
νη καὶ διάσπαρτη σὲ ὁλόκληρο τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο ἢ περιωριζόταν σὲ μικρὲς οἰκιακὲς
καλλιέργειες.
Ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια (η 113-132), στὴν περιγραφὴ τοῦ κτήματος τοῦ Ἀλκίνοου στὸ νη-
σὶ τῶν Φαιάκων, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ὀδυσσέα, ὅταν ἀκόμη δὲν εἶχε φανερωθῆ
μετὰ τὴν ἄφιξή του στὴν Ἰθάκη πρὸς τὸν πατέρα του Λαέρτη (ω 222-250) καὶ ἀπὸ τὴν
περιγραφὴ τῆς ἀσπίδας τοῦ Ἀχιλλέα στὴν Ἰλιάδα (Σ 542-573) συνάγεται ἀβίαστα τὸ
συμπέρασμα ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῶν δημητριακῶν, ποὺ προφανῶς γινόταν
στὶς μεγάλες ἐκτάσεις ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τῶν οἰκισμῶν, δίπλα στὰ σπίτια ὑπῆρχαν με-
γαλύτερα ἢ μικρότερα περιβόλια μὲ διάφορα δένδρα καὶ ἀμπέλια σὲ ἀρκετὰ σημαντι-
κὴ ἔκταση. Ἀσφαλῶς τὸ μέγεθος τῆς καλλιεργούμενης ἔκτασης θὰ πρέπει νὰ ἦταν καὶ
συνάρτηση τῆς κοινωνικῆς θέσης τοῦ ἰδιοκτήτη, ἀνεξάρτητα ἂν αὐτὸς ἦταν ὁ ἡγέτης
τῆς περιοχῆς ἢ ὁ πιὸ φτωχὸς πολίτης. Ἡ ἄσκηση τῆς γεωργίας ἦταν ἀπὸ τὰ βασικὰ καθή-
κοντα ὅλων, ἀσχέτως ἂν εἶχαν καὶ ἄλλο παρεπόμενο ἐπάγγελμα, βιοτέχνη, διοικητικοῦ
ὑπαλλήλου, ναυτικοῦ, στρατιώτη κ.τ.λ. Τὰ τρία κείμενα σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση,
ποὺ ἀκολουθοῦν, εἶναι χαρακτηριστικά. Τὸ πρῶτο εἶναι αὐτὸ ποὺ περιγράφει τὸ κτῆμα
τοῦ Ἀλκίνοου:
«Ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴ καὶ κοντὰ στὶς πόρτες ὑπάρχει μεγάλος δενδρόφυτος κῆπος
τεσσάρων “γυῶν”1 καὶ γύρω τὸν φράζει ἀπὸ παντοῦ ἕνας φράκτης. Ἐκεῖ ἦταν φυτε-
μένα ψηλὰ δένδρα γεμάτα γλυκύτατους καρπούς, ἀχλαδιές, ροδιές, μηλιές, γλυκὲς
συκιὲς καὶ ἐλιὲς μὲ τὸν ἀνθό τους, τῶν ὁποίων ὁ καρπὸς ποτὲ δὲ λείπει καὶ ὑπάρχει
ὅλο τὸ χρόνο, χειμῶνα καὶ καλοκαῖρι. Καὶ πάντα ἡ πνοὴ τοῦ Ζέφυρου ἄλλα γεννᾷ
καὶ ἄλλα ὡριμάζει. Τὸ φρέσκο ἀχλάδι διαδέχεται τὸ μαραμένο, τὸ μῆλο ἐπίσης τὸ
μῆλο, τὸ σταφύλι ἄλλο σταφύλι, τὸ σῦκο ἄλλο σῦκο. Ἐπὶ πλέον ἦταν φυτεμένο καὶ
πολύκαρπο ἀμπέλι. Ἄλλα σταφύλια ξεραίνονται στὸ λιακωτὸ κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο σὲ
στρωμένο ἔδαφος κι ἄλλα πάλι τὰ τρυγοῦν καὶ τὰ πατοῦν. Πιὸ πέρα τὰ σταφύλια
εἶναι ἀκόμα ἄγουρα, ἐκεῖ μόλις βγάζουν ἀνθὸ καὶ ἄλλων ὁ καρπὸς βρίσκεται στὸ
γυάλισμα. Ἐκεῖ, στὸν κῆπο, καλλιεργοῦνταν νεόφυτες καλὰ διευθετημένες πρασιὲς
(λαχανικά) πράσινες ὅλο τὸ χρόνο.»
Τὸ δεύτερο εἶναι ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ὀδυσσέα πρὸς τὸν πατέρα του:
«Γέροντα, δὲν εἶσαι ἀμάθητος νὰ περιποιῆσαι τὸν κῆπο σου, ἀλλὰ ἡ φροντίδα σου
τὸν κρατάει καλά, καὶ τίποτα οὔτε φυτὸ οὔτε συκιὰ οὔτε κλῆμα ἀλλὰ οὔτε ἐλιὰ οὔτε
ἀχλαδιὰ οὔτε πρασιὰ (λαχανικά) δὲν εἶναι ἀπεριποίητη στὸν κῆπο.»
Τέλος τὸ τρίτο εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τῆς ἀσπίδας:
«Ἔβαζε ἀπάνω ἀκόμη ἕνα καινούργιο μαλακὸ παχὺ χωράφι τρεῖς φορὲς ὠργωμέ-
νο μὲ πολλοὺς ζευγᾶδες μέσα, ποὺ γυρνῶντας τὰ ζευγάρια τους προχωροῦσαν πέρα
1. Μέτρο ἐπιφανείας· πιθανὸν ἕνας γύης = ἕνα στρέμμα, ἀλλὰ δὲν ἔχει ταυτοποιηθῆ.
21
23
2. Ὑποπερκάζουσιν: Ἀποδίδεται μὲ τὸν τεχνικὸ ὄρο «γυάλισμα», ποὺ διεθνῶς σηματοδοτεῖ τὴν
ἔναρξη τῆς ὡρίμασης, ὅταν δηλαδὴ ἡ ρᾶγα ἀρχίζῃ νὰ ἀλλάζῃ χρῶμα.
25
27
28
29
Τὸ φυσικὸ περιβάλλον στὸν ἑλληνικὸ χῶρο θεωρεῖται ὅτι δὲν ἔχει ὑποστῆ σημαντικὲς
μεταβολὲς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ τέλους τῶν παγετώνων. Τοῦτο εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ βαθ-
μιαία ἀνάπτυξη καὶ προσαρμογὴ ὡρισμένων φυτικῶν εἰδῶν στὸ χῶρο αὐτό, μεταξὺ τῶν
ὁποίων ἡ ἐλιά, ἡ ἄμπελος τοὐλάχιστον γιὰ τὸ χῶρο τῆς σημερινῆς Β. Ἑλλάδας, ὁ σῖτος
καὶ ἡ συκιά. Ἦταν ἑπόμενο λοιπόν, οἱ πρῶτοι γεωργοὶ νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ ὅ,τι ὑπῆρχε
γύρω τους καὶ νὰ τὸ ἀναπτύξουν κατὰ τὸ δυνατὸν περισσότερο. Γιὰ τὸ πῶς ξεκίνησε
ἡ γεωργία στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ὑπάρχουν πολλὲς ἀπόψεις, ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες πολ-
λὲς φορές, καὶ εἶναι ἐνίοτε ἀποτέλεσμα τῆς ἐξειδίκευσης τοῦ κάθε ἀρχαιολόγου καὶ τοῦ
χώρου ποὺ ἔχει ἐργασθῆ. Σήμερα ἀρκετοὶ ἐπιστήμονες, εἰδικοὶ τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου,
θεωροῦν ὅτι τὸ ἀρχικὸ ξεκίνημα δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ποὺ ἦλθε ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ (Μεσο-
ποταμία κυρίως) οὔτε ὅτι μετακινούμενοι πληθυσμοὶ τὸ μετέφεραν μὲ τὶς μεταναστεύσεις
τους. Θεωρεῖται ὡς μιὰ ἐξέλιξη αὐτογενὴς στὸν ἴδιο τὸ χῶρο ποὺ ἀναπτύχθηκε βαθμιαῖα
καὶ ὄχι μὲ τρόπο ἀπότομο καὶ ξαφνικό. Ὁ Renfrew (1972) θεωρεῖ ὅτι:
«Τὸ γεωργικὸ σύστημα ἑπομένως τροποποιήθηκε κατὰ πολλοὺς σημαντικοὺς
τρόπους κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἑπόμενων τριῶν χιλιετιῶν. Μιὰ λεπτομερὴς ἐξέταση
ὑποδηλώνει ὅτι οἱ ἀλλαγὲς ποὺ συνέβησαν δὲν ἦταν οὔτε αἰφνίδιες, οὔτε ἔγιναν ἐπὶ
σκοπῷ (deliberate foresight), ἀλλὰ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς συνεχοῦς προσαρμογῆς
στὸ περιβάλλον.»
Εἶναι λοιπὸν ἑπόμενο ὅτι αὐτὴ ἡ προσαρμογὴ ὡδήγησε στὴν ἀνάπτυξη τοῦ Μεσογεια-
κοῦ περιβάλλοντος, μέσα στὸ ὁποῖο ἀναπτύχθηκε καὶ ἡ γεωργία, ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ
ξεκίνησε μέχρι σήμερα. Ἄρα καὶ ἡ γεωργία ποὺ ἀναφέρεται στὰ Ὁμηρικὰ ἔπη δὲν δια-
φέρει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κανόνα, καὶ εἶναι πασιφανὲς ὅτι δὲν διαφέρει καὶ ἀπὸ τὴν γεωργία
τῆς ἐποχῆς της. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ περιβάλλον τῆς γεωργικῆς ἀνάπτυξης δημιουργήθηκαν
καὶ οἱ κατάλληλες συνθῆκες γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν φυτῶν, κάτι ποὺ βεβαίως δὲν ξέφυγε
ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῶν γεωργῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Οἱ συνθῆκες λοιπὸν τῆς ἀνάπτυξης τῶν καλλιεργειῶν, ποὺ ἀναφέρονται στὰ ἔπη, δεί-
χνουν τὴ γνώση ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει οἱ γεωργοὶ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν καλλιεργειῶν
τους, καὶ φυσικὰ ἡ πεῖρα τους τοὺς δίδαξε τοὺς τρόπους, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὰ καλύτερα
ἀποτελέσματα στὴν παραγωγή. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀγάπη γιὰ τὴ γῆ, ποὺ ἔνιωθαν
οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἡ γνώση τους ὅτι ἡ ζωή τους εἶναι ἄμεσα συνδεδε-
μένη μὲ τὴ γῆ. Στὴν Ὀδύσσεια καὶ σὲ τρεῖς περιπτώσεις ἀναφέρεται ἡ γῆ σιτοδότρα,
σιτοφόρος καὶ τροφοδότρα. Στὸ π 395 περιγράφεται ὁ ἀρχηγὸς τῶν μνηστήρων,
«...ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὸ σιτοφόρο καὶ πράσινο ∆ουλίχιο...»,
στὸ μ 191 οἱ Σειρῆνες, ὅταν τὸ καράβι τοῦ Ὀδυσσέα πέρναγε ἀπὸ κοντά τους, προ-
σπαθοῦσαν νὰ τὸν δελεάσουν μὲ λόγια ποὺ ἐξυμνοῦσαν τὴ γῆ:
«...γνωρίζουμε ἀκόμα ὅσα θὰ συμβοῦν πάνω στὴ γῆ τὴν τροφοδότρα...»
καὶ τέλος στὸν στίχο 353, ὅταν ὁ Ὀδυσσέας ἔφτασε στὴν Ἰθάκη, παρουσιάζεται νὰ
δείχνῃ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴ γῆ τῶν πατέρων του:
«...Εὐχαριστήθηκε ὁ πολυβασανισμένος θεϊκὸς Ὀδυσσέας νιώθοντας χαρὰ γιὰ τὴν
πατρίδα του καὶ φίλησε τὴ σιτοδότρα γῆ...»,
ὅπως ἀκόμα καὶ σήμερα γίνεται, ὅταν οἱ ξενιτεμένοι γυρίζουν πίσω στὸν τόπο τους.
Οἱ παραγωγοὶ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς γνώριζαν ἄριστα τὴν ἐπίδραση τοῦ ἐδαφικοῦ παρά-
γοντα στὴν ἀνάπτυξη τῶν καλλιεργειῶν καὶ φυσικὰ προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιτύχουν τὸ
ἄριστο, καλλιεργῶντας πάντοτε τὰ καλύτερα καὶ πιὸ γόνιμα χωράφια, τὰ ὁποῖα ἤξεραν
νὰ τὰ διακρίνουν ἀπὸ τὰ πιὸ ἄγονα καὶ μὴ ἀποδοτικά. Ὅταν οἱ Φαίακες ἑτοίμαζαν τὸ
30
31
32
Στὸν τομέα αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ περιμένῃ κανεὶς σημαντικὰ ἐπιτεύγματα, δεδο-
μένης τῆς μεγάλης δυσκολίας γιὰ τὴ μελέτη τους. Ἐξ ἄλλου στὸν τομέα τῆς φυσιολογίας
τῶν φυτῶν τὰ σημαντικώτερα καὶ πλέον ἐντυπωσιακὰ ἀποτελέσματα εἶναι προϊόντα
της ἔρευνας τῶν τελευταίων πενήντα χρόνων, ὅταν τὰ τεχνικὰ μέσα, ἰδίως τῆς μοριακῆς
βιολογίας, βοήθησαν στὴν ἀνίχνευση τῶν μυστικῶν τῶν κυττάρων. Ἀπὸ τὰ Ὁμηρικὰ κεί-
μενα τὸ μόνο σημεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ὅτι ἀνάγεται στὴ φυσιολογία τῶν φυτῶν
εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἰλιάδα (Α 234-237), στὸν ὅρκο τοῦ Ἀχιλλέα πρὸς τὸν
Ἀγαμέμνονα, ὅταν μεταξύ τους εἶχαν τὴ μεγάλη ἀντιδικία:
«Μὰ τόδε σκῆπτρον, τό μέν οὔ ποτε φύλλα καὶ ὄζους φύσει, ἐπεί δη πρῶτα το-
μὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν οὐδ’ ἀναθηλήσει· περὶ γάρ ρά ἐ χαλκὸς ἔλεψε φύλλα τε καὶ
φλοιόν... [Μὰ τὸ ραβδὶ αὐτό, ποὺ δὲν θὰ βγάλῃ ποτὲ πιὰ φύλλα καὶ κλαδιά, μιὰ καὶ
τὸ ἔκοψαν στὰ βουνά, καὶ οὔτε θὰ ξαναβλαστήσῃ, γιατί τοῦ ἔξυσε τὸ μαχαίρι γύρω
γύρω τὰ φύλλα καὶ τὴ φλούδα.]»
Ἦταν δηλαδὴ ἀπολύτως γνωστό, ὅτι, ἂν καταστραφῇ ὁ φλοιὸς στὰ κλαδιὰ τῶν ξυ-
λωδῶν ἰδιαιτέρως φυτῶν, αὐτὰ καταστρέφονταν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ξαναβλαστή-
σουν.
Στὸν τομέα τῆς φυτοπαθολογίας, μὲ τὴν εὐρεῖα της ἔννοια, οἱ γνώσεις, θὰ μποροῦσε
νὰ πῇ κανείς, ἦταν καλύτερες. Οἱ ἀσθένειες τῶν φυτῶν ὑπῆρχαν ἀπὸ τὴ μακρινὴ ἀρχαιό-
τητα. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς μάλιστα πρέπει νὰ ὑπῆρχαν, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ κάποιο φυτικὸ
εἶδος ἐξελίχθηκε στὴν τελική του μορφὴ καὶ νὰ συνεπιβίωσαν μὲ αὐτὸ μέχρι τὶς μέρες
μας. Ὅμως ἦταν ἀδύνατον στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νὰ ἀναγνωρίσουν τὰ
αἴτια τῶν ἀσθενειῶν, ἀφοῦ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ παρατηρήσουν τὰ ἀόρατα μὲ γυμνὸ
μάτι προκαλοῦντα αἴτια, μύκητες, βακτήρια ἢ καὶ ἰούς. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀκόμη
καὶ ὁ Renfrew (1973) ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:
«Ἡ φαινομενικὴ μείωση (decline) τοῦ σχετικοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς καλλιέργειας
τῶν σιτηρῶν στοὺς Σιταγροὺς (∆ράμας) μπορεῖ πιθανῶς νὰ ὀφείλεται σὲ μερικὴ
ἐξάντληση τοῦ ἐδάφους.»
Ἀσφαλῶς ἡ διαπίστωση αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινή, ἀλλὰ ἐξ ἴσου πραγματικὴ
μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ κάποια αἰτία παρουσίας κάποιας ἀσθένειας καὶ ἰδιαιτέρως τῶν
σκωριάσεων τῶν σιτηρῶν, ποὺ εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ἀναπτύχθηκαν μαζὶ μὲ τὸν ξενιστή
τους. Ἄλλωστε ἡ ἐποχὴ ἀκμῆς τῶν Σιταγρῶν ἦταν περὶ τὸ 3500 π.Χ., καὶ ἂν δεχθοῦμε
ὅτι τότε ὑπῆρχε μία σημαντικὴ πολιτιστικὴ ἀνάπτυξη, τότε μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρφικὴ ποί-
ηση καὶ ἰδιαιτέρως τὰ «Λιθικά» ἀνιχνεύεται μία περιγραφὴ τῆς σκωρίασης τοῦ σίτου
ποὺ δὲν ἔχει νὰ ζηλέψῃ τίποτε ἀπὸ τὶς σημερινὲς περιγραφὲς τῶν φυτοπαθολογικῶν
βιβλίων (Πασσᾶς, 1984):
«...καὶ αἰθερίην ἐρυσίβην, ἥ τε κατ' οὐρανόθεν πταμένη ποτὶ καρπὸν ἐρυθρὴ ἀμφὶ
πέρι στάχεσι περισμύχουσα κάθηται [καὶ τὴν εὑρισκόμενη στὸν αἰθέρα ἐρυσίβη ποὺ
πετάει ἀπὸ τὸν οὐρανό, μὲ τὸ κόκκινό της χρῶμα κάτω πρὸς τὰ στάχυα κάθεται γύρω
τους καὶ τὰ καταστρέφει.]»
Ἄν λοιπὸν ἡ Ὀρφικὴ ποίηση ποὺ σήμερα γνωρίζουμε χάρη στὸν ἀστρονόμο Κ. Χα-
σάπη (1967) εἶναι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τότε οἱ καλλιεργητὲς ποὺ ζοῦσαν μισὴ μὲ μία
χιλιετία πρὶν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῶν Ὁμηρικῶν γνώριζαν πολὺ καλὰ τὴ σκωρίαση.
Ἡ σκωρίαση ὑπῆρχε σίγουρα σύμφωνα μὲ τὴν σημερινὴ φυτοπαθολογικὴ γνώση, ἔστω
καὶ ἂν ἡ Ὀρφικὴ ποίηση δὲν ἀναγνωρίζεται ὡς αὐθεντικὴ τῆς ἐποχῆς ἀπὸ πολλοὺς ἀρ-
33
5. Σμίνθος = ὁ ἀρουραῖος.
34
Γεωργικὴ ἀνάπτυξη ὅμως σὲ ἕνα τόπο δὲν μποροῦσε νὰ γίνῃ οὔτε καὶ νὰ ἐξετασθῇ
μόνο ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς φυτικῆς παραγωγῆς. Τὸ φυτικὸ κεφάλαιο ἦταν ἄρρηκτα συν-
δεδεμένο μὲ τὸ ζωικὸ καὶ μαζὶ τὰ δύο δημιούργησαν στὸ χρόνο τὸ ἀρχαῖο πολιτιστικὸ
θαῦμα. Στὰ δύο ἔπη ἀναφέρονται πολλὰ εἴδη ζῴων, πουλιῶν, ἐντόμων καὶ θαλασσίων
ὀργανισμῶν. Μετρήθηκαν 52 διαφορετικὰ εἴδη σὲ περισσότερες ἀπὸ 150 ἀναφορὲς στὶς
24 ραψῳδίες (Πίν. 2). Οἱ περισσότερες ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀναφορὲς εἶναι παρομοιώσεις τῶν
διαφόρων ἡρῴων τοῦ πολέμου πρὸς διάφορα, κυρίως ἄγρια, ζῷα, ἀλλὰ καὶ ἀναφορὲς
οἰκόσιτων ζῴων, ἰδίως στὴν Ὀδύσσεια, ποὺ ἀναφέρονται στὶς δραστηριότητες τῶν ἀν-
θρώπων γιὰ τὶς γεωργικὲς ἐργασίες καὶ τὴ διατροφή τους.
Μὲ τὴ σκέψη αὐτὴ ἔγινε προσπάθεια νὰ ἐξεταστῇ καὶ μέσα ἀπὸ τὰ Ὁμηρικὰ κείμενα,
πῶς ἦταν ἀναπτυγμένο τὸ ζωικὸ κεφάλαιο ἐκείνη τὴν ἐποχή. Τὸ ἀποτέλεσμα δὲν μπορεῖ
νὰ θεωρηθῇ ἀπολύτως ἱκανοποιητικό, γιατί δὲν ὑπάρχουν λεπτομερεῖς περιγραφὲς γιὰ
τὶς συνθῆκες ἐργασίας καὶ τὸν τρόπο διαχείρισης τοῦ ζωικοῦ κεφαλαίου. Ἐν τούτοις
ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ἀναφορῶν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαχθοῦν μερικὰ συμπεράσματα γιὰ τὶς
γνώσεις τῶν ἀνθρώπων τῆς Χαλκοκρατίας στὰ ζῷα καὶ τὴν περιποίησή τους, ἀλλὰ καὶ
τὶς χρήσεις τῶν ζωικῶν προϊόντων, πλὴν τῆς χρησιμοποίησής τους γιὰ τὴ διατροφή.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς πιὸ πάνω χρήσεις τὰ ζῷα χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὶς θυσίες πρὸς
τοὺς θεούς. Γιὰ τὴ θυσία πρόσφεραν, ὅπως τοὐλάχιστον φαίνεται στὰ κείμενα, τὰ κα-
λύτερα κομμάτια τοῦ ζῴου καὶ τὰ ὑπόλοιπα καταναλώνονταν ἀπὸ τοὺς πιστούς. Θυσί-
αζαν διάφορα ζῷα, κυρίως βοοειδῆ καὶ πρόβατα, διαφορετικῆς ἡλικίας, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ
κείμενα δὲν φαίνεται ἂν ὑπῆρχε ἱεράρχηση ἀνάλογα μὲ τὸ κῦρος αὐτοῦ ποὺ πρὸς τιμήν
του γινόταν ἡ θυσία ἢ ἂν ἡ ἡλικία τοῦ ζῴου ἔπαιζε κάποιο ρόλο. Στὰ παρακάτω ὀκτὼ
ἀποσπάσματα τῆς Ἰλιάδας φαίνεται ἡ μεγάλη σημασία ποὺ ἀποδιδόταν στὴ θυσία στὴ
θεότητα γιὰ εὐχαριστία, γιὰ κάτι μελλοντικὸ καὶ λίγο πρὶν ἀρχίσῃ κάποια σχετικὴ μ’
αὐτὸ δραστηριότητα, ἰδίως ἂν αὐτὴ ἐνεῖχε κινδύνους, ἢ ἐπρόκειτο γιὰ εὐχαριστία γιὰ
κάτι ποὺ ἤδη ἔγινε.
Στὴν ἐκστρατεία κατὰ τῆς Τροίας, σὲ κάποια δύσκολη στιγμὴ τοῦ πολέμου, μετὰ ἀπὸ
μία ὁμιλία τοῦ Ἀγαμέμνονα καθένας ἀπὸ τοὺς πολεμιστὲς θυσίαζε ὅπου ἤθελε ὅπως καὶ
ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ, ὅπως φαίνεται στὸ Β 403:
«...Στὸν παντοδύναμο γιὸ τοῦ Κρόνου θυσίασε ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ Ἀγαμέμνο-
νας βόδι παχὺ πεντάχρονο...»
ἢ ἡ Ἑκάβη στὸ Ζ 93:
«...νὰ τὸ βάλῃ στὰ γόνατα τῆς Ἀθηνᾶς ποὺ ἔχει ὡραῖα μαλλιά, καὶ νὰ τῆς τάξῃ
πὼς θὰ θυσιάσῃ στὸ ναὸ δώδεκα βόδια μονοχρονίτικα, ποὺ δὲν μπῆκαν ἀκόμη στὸ
ζυγό...»
καὶ ἡ Τρωαδίτισα ἱέρεια Θεανὼ στὸ ναὸ τῆς Ἀθηνᾶς, γιὰ νὰ σώσῃ τὴν πόλη ἀπὸ τοὺς
Ἀχαιοὺς (Ζ 308):
«Σεβαστὴ Ἀθηνᾶ προστάτισσα τοῦ κάστρου μας, θεὰ ξεχωριστή, σπάσε τὸ κον-
τάρι τοῦ ∆ιομήδη καὶ δῶσε ὁ ἴδιος νὰ πέσῃ μπρούμυτα μπροστὰ στὶς σκαιὲς πύλες,
γιὰ νὰ σφάξουμε τὴν ἴδια ἐκείνη στιγμὴ δώδεκα βόδια στὸ ναό σου τοῦ ἑνὸς χρόνου,
ποὺ δὲν μπῆκαν ἀκόμη στὸ ζυγό.»
ἢ ὁ ∆ιομήδης στὴν Ἀθηνᾶ ἐπίσης, στὸ Κ 292, ἔτσι ποὺ καὶ ἡ θεὰ νὰ βρεθῇ σὲ δύσκολη
θέση, ποιόν νὰ βοηθήσῃ:
«...ἔτσι τώρα καὶ μένα πρόθυμη βοήθησε καὶ φύλαγε, κι ἐγὼ θὰ σοῦ θυσιάσω μία
δαμάλα ἑνὸς χρόνου μὲ πλατὺ μέτωπο, ἀδάμαστη, ποὺ ἀκόμα ἄνθρωπος δὲν τὴν
35
37
* Οἱ τρεῖς πρῶτες στῆλες τοῦ ἀνωτέρω πίνακα εἶναι προσαρμοσμένο ἀντίγραφο τοῦ Πίνακα 1 ἀπὸ
τὸ βιβλίο τῆς E. Vermeule, ἡ τέταρτη στήλη εἶναι ἐπεξεργασία τοῦ γράφοντος.
1. Ἀναφέρονται ἐπίσης ἐπώνυμοι ἵπποι: Ἠοῦς ψ 246, Ἀχιλλέως Π 149, Τ 407, Ἕκτορος Λ 185,
Θ 185, Ἀγαμέμνονος Ψ 295, Μενελάου Ψ 295, Ἀδρήστου Ψ 246, Ἀγχίσου καὶ Αἰνείου Ε 265,
∆ιομήδους Ψ 377, Φαρητιάδου Β 763.
Στὴν Ἰλιάδα (Σ 524) περιγράφεται ἡ ἐνέδρα ποὺ εἶχαν στήσει οἱ Ἀχαιοί, γιὰ νὰ ἁρ-
πάξουν τὰ πρόβατα καὶ ὁ τρόπος ποὺ ἐμφανίσθηκε τὸ κοπάδι, ποὺ τὸ ἀκολουθοῦσαν
βοσκοὶ ποὺ ἔπαιζαν φλογέρα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ σήμερα:
«...πότε θὰ ἰδοῦν τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόδια μὲ τὰ γυριστὰ κέρατα. Ἐκεῖνα γρήγορα
πρόβαλαν καὶ τὰ ἀκολουθοῦσαν δύο βοσκοί, ποὺ ἔπαιζαν φλογέρα χαρούμενα...»
Ἐξετάζοντας τὶς ἀναφορὲς γιὰ τὸ ζωικὸ κεφάλαιο διαπιστώνουμε ὅτι τὸ μεγαλύτερο
μέρος καταλάμβανε ἡ ἐκτροφὴ προβάτων σὲ ἐκτατικὸ χαρακτῆρα. Ἡ προβατοτροφία
38
41
Στὴ σημερινὴ ἀγροτικὴ κοινωνία ἕνα ἀπὸ τὰ σοβαρὰ θέματα ποὺ προκύπτουν μὲ ση-
μαντικὲς ἀντιδικίες, ποὺ ἐνίοτε φθάνουν σὲ ἀκραῖες καταστάσεις, εἶναι ἡ ὁριοθέτηση
τῆς ἰδιοκτησίας τῶν χωραφιῶν. Εἶναι τόσο ἔντονο τὸ φαινόμενο στὶς μέρες μας, ὥστε οἱ
αἴθουσες τῶν δικαστηρίων τῶν ἀγροτικῶν περιοχῶν νὰ εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ ἀντιδίκους
τέτοιων ὑποθέσεων. Φαίνεται ὅμως ὅτι τὸ φαινόμενο αὐτὸ δὲν εἶναι καινούργιο, ἀφοῦ
ἀπὸ τὴν πανάρχαιη ἐκείνη ἐποχὴ τὰ σαφῆ σύνορα τῶν χωραφιῶν ἦταν βασικὴ προϋπό-
θεση εἰρηνικῆς συνύπαρξης τῶν ἀνθρώπων. Τὸ γεγονὸς τῆς ὕπαρξης συνόρων φαίνεται
ἀπὸ τοὺς στίχους τῆς ραψῳδίας Φ 403-406, ὅπου ἱστορεῖται ἡ διαμάχη τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς
μὲ τὸ θεὸ Ἄρη:
«...Ἐκείνη, κάνοντας πίσω, πῆρε μὲ τὸ παχύ της χέρι μία πέτρα, ποὺ βρισκόταν
στὴν πεδιάδα, μαύρη, τραχειὰ καὶ μεγάλη, ποὺ οἱ προγενέστεροι ἄνθρωποι τὴν εἶχαν
βάλει νὰ εἶναι σύνορο τοῦ χωραφιοῦ...»
Ἡ εἰκόνα εἶναι ἀκριβῶς ὅπως καὶ σήμερα, ὁπότε στὰ ὅρια τῶν χωραφιῶν ὑπάρχουν
εἴτε μεγάλες πέτρες εἴτε καλαμιῶνες ἢ τέλος πάντων ὁτιδήποτε θὰ μποροῦσε νὰ σημα-
τοδοτήσῃ τὸ ὅριο κατοχῆς τῆς γῆς ἀπὸ τὸν κάθε ἰδιοκτήτη.
Σὲ ἄλλους στίχους, τῆς Ἰλιάδας καὶ πάλι (Μ 420), παρομοιάζεται ἡ ἀντιπαράθεση
τῶν Ἀργείων μὲ τοὺς Λυκίους στὸ τεῖχος, τοὺς μὲν ἔξω τοὺς δὲ μέσα ἀπὸ αὐτό, μὲ δύο
ἀγρότες ποὺ μαλώνουν γιὰ τὸ σύνορο:
«...Ἀλλά, ὅπως δύο ἄνθρωποι μαλώνουν γιὰ τὸ σύνορο, βαστῶντας καθένας καὶ
ἀπὸ ἕνα μέτρο στὰ χέρια, στὴ γραμμὴ ποὺ χωρίζει τὰ δύο χωράφια καὶ πάνω στὸ
λίγο τόπο μαλώνουν καθένας γιὰ τὸ δίκιο του...»
Κι ἐδῶ ἡ εἰκόνα γιὰ ὅσους ἔχουν ἔστω καὶ λίγη ἐμπειρία ἀπὸ τὴν ἀγροτικὴ ζωή εἶναι
τόσο ἀληθινὴ καὶ ζωντανή, ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ περαιτέρω σχολιασμό.
Σήμερα ἕνα ἐξαιρετικὰ σοβαρὸ θέμα, ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ γεωργικὲς ὑπηρεσίες
τοῦ τόπου μας, ἰδίως τῶν περιοχῶν ἐκείνων ὅπως εἶναι τῆς Β. Ἑλλάδος, ὅπου ὑπάρχει
ἀκόμη διαθέσιμη γῆ, εἶναι ἐκεῖνο τοῦ ἐποικισμοῦ. Εἶναι ἕνα θέμα ποὺ ἀπασχολεῖ σοβαρὸ
ἀριθμὸ ὑπαλλήλων ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ περασμένου αἰῶνα, ἀλλὰ καὶ ποὺ ἀπασχόλησε
τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς γένεσής της, ἐδῶ καὶ 180 χρόνια. Φαίνεται
ὅμως ὅτι τὸ θέμα δὲν εἶναι οὔτε καινούργιο οὔτε πρωτότυπο. Ἀπὸ τὴν Ὁμηρικὴ ἐποχή,
καὶ προφανῶς καὶ πολὺ νωρίτερα, ἀπασχόλησε τοὺς ἀνθρώπους ἡ διανομὴ τῆς γῆς γιὰ
τὴν ἀνάπτυξη τῶν καλλιεργειῶν τους. Ἀπὸ τὴ Γραμμικὴ Β φαίνεται ὅτι τὸ ἴδιο θέμα
ἀπασχολοῦσε καὶ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καὶ προχωροῦσαν σὲ διανομὴ
τῆς νέας γῆς ποὺ ἀποκτοῦσαν μὲ διάφορους τρόπους, συνήθως μὲ ἐπεκτατικὸ πόλεμο
(Vermeule, 1972, σελ. 265-274). Ἡ ἴδια κατάσταση προφανῶς, καὶ γιατί ὄχι, ἐπικρατοῦσε
καὶ κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους, ἀφοῦ ἀναφέρονται δύο χαρακτηριστικὲς περιπτώ-
σεις, ἡ μία μὲ ἀντικείμενο τὴν διανομὴ γῆς καὶ ἡ ἄλλη τὴν παροχὴ γῆς. Στὴν Ἰλιάδα (Ι
578-582) ἡ Βουλὴ τῶν Αἰτωλῶν ὑποσχόταν στὸ θυμωμένο Μελέαγρο καλὰ χωράφια,
γιὰ νὰ ἐπανέλθῃ καὶ νὰ ὑπερασπιστῇ τὴν πόλη τους:
«...ὅπου εἶναι ὁ πιὸ παχὺς κάμπος τῆς ὄμορφης Καλυδώνας, ἐκεῖ τοῦ ἔλεγαν νὰ δι-
αλέξῃ ἕνα κτῆμα ἐκτάσεως πενήντα γυῶν, τὸ μισὸ μὲ ἀμπέλι, τὸ ἄλλο νὰ τὸ χωρίσῃ
ἀπὸ τὸ γυμνὸ τόπο καὶ νὰ τὸ κάνῃ χωράφι.»
Στὴν Ὀδύσσεια (ζ 8-10) περιγράφεται, πῶς ὁ λαὸς τῶν Φαιάκων, ξεσηκωμένος ἀπὸ
τὸν ἀρχηγό τους Ναυσίθοο, μετακόμισε στὴ Σχερία (σημερινὴ Κέρκυρα) καὶ ποιές ἐνέρ-
γειες ἔκανε αὐτὸς ὅταν φτάσανε:
«...κι ἔβαλε τεῖχος γύρω ἀπ’ τὴν πόλη καὶ ἔχτισε σπίτια καὶ ἀνέγειρε ναοὺς τῶν
42
43
46
1. Γεννάδιος, Π.Γ., 1914, «Λεξικὸν Φυτολογικόν», ἔκδ. Μ. Γκιούρδα 1959, Ἀθῆναι, τόμ. 2.
2. Chadwick, J. 1992, «Γραμμικὴ Β καὶ Συγγενικὲς Γραφές», μτφρ. Ν. Κονόμη. ἔκδ. Παπαδήμα,
σελ. 78.
3. Dickinson, O.T.P.K., 1999, «Ἡ προέλευση τοῦ Μυκηναϊκοῦ πολιτισμοῦ», ἔκδ. Μ. Καρδαμίτσα,
σελ. 283.
4. ∆ούκας, Κ., 1993, «Τὸ μεγάλο μυστικὸ τοῦ Ὁμήρου», ἔκδ. ∆ωδώνη, τόμ. 2.
5. ∆ούκας, Κ., 1996, «Ἀρχαῖες μαρτυρίες γιὰ τὸν Ὅμηρο καὶ τὴ γλῶσσα», ἔκδ. Ἐλεύθερη Σκέψις,
σελ. 181.
6. Halstead, P., 1990, «Agricultural in the bronze age Aegean», Ed. Wells, B. «Agricultural in ancient
Greece», Procc. 7th Inter. Symp. Sweedish Inst. of Athens, p. 105-117.
7. Ἡσίοδος, «Ἔργα καὶ ἡμέραι», (μτφρ. Λεκατσᾶς, Π. 1941), ἔκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος.
8. Θεοχάρης, ∆.Ρ., 1967, «Ἡ αὐγὴ τῆς Θεσσαλικῆς προϊστορίας», ἔκδ. Φιλάρχαιος Ἑταιρεία Βόλου,
Βόλος, σελ. 187.
9. Θεοχάρης, ∆.Ρ., 1977, «Νεολιθικὸς Πολιτισμός», ἔκδ. Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τράπεζας, Ἀθή-
να, σελ. 193.
10. Καββάδα, ∆.Σ., 1938, «Ἡ χλωρὶς τῆς Ἑλλάδος», ἔκδ. Θεοδωρίδου, Θεσσαλονίκη, Τόμ. Α.
11. Καββαδία, Γ.Β., 1991, «Σαρακατσάνοι, μιὰ ἑλληνικὴ ποιμενικὴ κοινωνία», ἔκδ. Μπρατζιώτη, Ἀθήνα
σελ. 431.
12. Κουτρουβέλης, Κ.Β., 1999, «Ἡ ἀναχρονολόγηση τῆς Προϊστορίας κυρίως μὲ βάση τῖς ἀστρονομικὲς
πληροφορίες ἀρχαίων συγγραφέων», ἔκδ. «∆αυλός», σελ. 319.
13. Κοφινιώτη, Ε.Κ., 1886, «Λεξικὸν Ὁμηρικόν», ἔκδ. ∆ημιουργία, Ἀθήνα, 1992, σελ. 415.
14. Λέτσα, Ἁλ., 1957, «Μυθολογία τῆς Γεωργίας», τόμ. 3, σελ. 574.
15. Μάτσας, Ν., 1968, «Στέγη ἀπὸ οὐρανό: Σαρακατσάνικο ὁδοιπορικό», ἔκδ. ∆ωδώνη, σελ. 110.
16. Μιρώ, Α., 1995, «Ἡ καθημερινὴ ζωὴ στὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου», μτφρ. Παναγιώτου, Κ., ἔκδ. Παπα-
δήμα, σελ. 269.
17. Hooker, J.T., 1994, «Εἰσαγωγὴ στὴ Γραμμικὴ Β», μτφρ. Μαραβέλιας, Χ. Ε., ἔκδ. Μορφωτικὸ Ἵδρυμα
Ἐθνικῆς Τράπεζας, Ἀθήνα, σελ. 320.
18. Ὅμηρος, «Ἰλιάδα», μτφρ. Ο. Κομνηνοῦ-Κακριδῆ, ἐπιμέλ. Ε. Παπανοῦτσος, ἔκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος.
19. Ὅμηρος, «Ὀδύσσεια», μτφρ. Π. Γιαννακόπουλος, ἐπιμέλ. Β. Μανδηλαρᾶς, ἔκδ. Ο. Χατζόπουλος,
Κάκτος.
20. Πασσᾶς, I. ∆., 1984, «Τὰ Ὀρφικά», ἔκδ. Ἐγκυκλοπαιδείας «Ἡλίου», σελ. 447.
21. Renfrew, C., 1972, «The emergence of civilization: The Cyclades and the Aegean in the third Millenium
B.C. Studies in prehistory», Ed. Coles J.M., p. 595.
22. Renfrew, C., 1973, «Trade and craft specialisation», Ed. Theocharis, D. «Neolithic Greece», Cultural
Foundation of National Bank of Greece, p.179-191.
23. Renfrew, J.Μ., 1973, «Agriculture», Ed. Theocharis, D., «Neolithic Greece», Cultural Foundation of
National Bank of Greece, p.147-164.
24. Ruiperez, M.S. καὶ Melena, J.L., 1996, «Οἱ Mυκηναῖοι Ἕλληνες», ἔκδ. Μ. Καρδαμίτσα, σελ. 285.
25. Treuil, R., Darcque, P., Poyrsat, J. Cl. et Touchais, G., 1996, «Οἱ πολιτισμοὶ τοῦ Αἰγαίου», ἔκδ. Μ.
Καρδαμίτσα, σελ. 657.
26. Sarpaki, A., 1990, «Paleothnobotanical approach. Aegean», ed. Wells, B. «Agriculture in ancient
Greece», Procc. 7th Inter. Symp. Sweedish Inst. of Athens, p. 61-76.
27. Thanassoulopoulos, C.C., 1997, «Plant protection from pro-Homeric period to the classical Greek
civilization», Procc. 1st World Congress «Ancient Greece and Modern World», Aug. 1997, Ancient
Olympia, Greece p. 319-328.
28. Θανασουλόπουλος, Κ.Κ., 2002, «Ἡ ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν καὶ ἡ γεωργικὴ σκέψη καὶ πρακτική: ἀπὸ
τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα στὸ σήμερα», 2ο Παγκόσμιο Συνέδριο «H ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ ὁ σύγχρονος
κόσμος», Ἀρχαία Ὀλυμπία, Ἰούλιος 2002, Πρακτικά, 2003, σελ. 74-85.
29. Thomson, G., 1949, «Ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ κοινωνία, τὸ Προϊστορικὸ Αἰγαῖο», β΄ ἔκδ. μτφρ. Βιστάκη
Γ., 1954, Ἐκδοτικὸ Ἰνστιτοῦτο Ἀθηνῶν, σελ. 555.
30. Vermeule, E., 1972, «Ἑλλάς, ἐποχὴ τοῦ Χαλκοῦ», μτφρ. Ξένος, Θ. ἔκδ. Μ. Καρδαμίτσα, σελ. 437.
31. Χασάπης, K.Σ., 1967, «Ὕμνοι τοῦ Ὀρφέως», ∆ιδακτορικὴ ∆ιατριβή, Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, σελ.
41-128. Σέ: Πασσᾶς, I. ∆., 1984, «Τὰ Ὀρφικά», ἔκδ. Ἐγκυκλοπαιδείας «Ἡλίου».
32. Χουρμουζιάδης, Γ.Χ., 1993, «Τὸ νεολιθικὸ ∆ιμήνι», ἔκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, σελ. 192.
47
48