Professional Documents
Culture Documents
Τάκης Σινόπουλος, Φίλιππος
Τάκης Σινόπουλος, Φίλιππος
Φίλιππος
1. Ο ποιητής και το έργο του:
Ο Τάκης Σινόπουλος (Αγουλινίτσα Πύργου Ηλείας, 1917 – Πύργος, 1981), ποιητής της
πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, μεταφραστής και βιβλιοκριτικός. Γιος φιλόλογου γυμνασιάρχη,
άρχισε από πολύ νωρίς να ασχολείται με την ποίηση και το 1934 δημοσίευσε το ποίημα
«Προδοσία» και το διήγημα «Η εκδίκηση του ταπεινού» στην εφημερίδα «Νέα Ημέρα» του
Πύργου. Τον ίδιο χρόνο ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Τελειόφοιτος κατά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου,
επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε για ένα μικρό διάστημα στο Λουτράκι, ως Λοχίας του
Υγειονομικού. Τον Ιανουάριο του 1945 επιστρατεύτηκε ως ανθυπίατρος και έμεινε ως το 1949,
δηλαδή σ΄ όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου, αρχίζοντας, μάλιστα, και από τις φρικώδεις
προαναγγελίες του, ο Σινόπουλος υπηρέτησε, υποχρεωτικά, στον κυβερνητικό στρατό και
μάλιστα ως αξιωματικός – γιατρός.
Για έναν άνθρωπο, που υπηρετεί στον άλφα στρατό, σε περίοδο εμφύλιου πολέμου, χωρίς να
είναι άνθρωπος του άλφα στρατού, αυτό σημαίνει έναν εφιάλτη. Όλα εκείνα τα χρόνια στον
ποιητή, φαίνεται συσσωρεύονταν εφιάλτες: από αυτούς τρέφεται ολόκληρη η ποίησή του,
ποίηση κατά βάση εφιαλτική. Βέβαια, εάν είχε το δικαίωμα και την ελευθερία της εκλογής
στην περίοδο 1945 – 1949, δεν είναι καθόλου σίγουρο αν θα πήγαινε με την άλλη μεριά. Ίσως
πήγαινε σπίτι του, όχι για να βολευτεί, αλλά για να μη ζήσει τους εφιάλτες που έζησε, όταν,
ενώ ήταν από τη μια μεριά – και μάλιστα από τη μεριά της υπεροπλίας, που σκότωνε
περισσότερο –, ψυχικά ένιωθε να μετατίθεται στη μέση, στο μεταίχμιο1, σε ίση απόσταση από
τους δύο εμπολέμους: βλέποντας, ζώντας και το σπαραγμό των άλλων. και μην μπορώντας –
μην τολμώντας, σε μια χώρα δύσκολη και σκοτεινή, σπαρμένη με φόβο – να βοηθήσει. Κάπως
έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε πολλά ποιήματα του «Μεταίχμιου Β΄» (1957), βιβλίου το οποίο
περιέλαβε ποιήματα της περιόδου 1949 – 1955, όταν άρχισε, δηλαδή, να λειτουργεί η
εφιαλτική μνήμη του ποιητή (βλ. «Ο καιόμενος», «Έξοδος», «Φίλιππος»).
Ο Σινόπουλος εμφανίστηκε με συγκεντρωμένη εργασία του αρκετά καθυστερημένα. Μόλις
το 1951 δημοσιεύεται η πρώτη συλλογή ποιημάτων του, με το χαρακτηριστικό τίτλο
«Μεταίχμιο».
Το ποιητικό έργο του Σινόπουλου μπορεί να διακριθεί σε δύο ουσιαστικά περιόδους, όχι
τόσο από την άποψη των θεμάτων τα οποία εξακολουθούν να είναι ομοειδή, αν και με
διαφορετικά προσωπεία, σε όλη τη διαδρομή της ποίησής του, όσο από την άποψη της
καθαυτό ποιητικής του τέχνης, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο διαπλάθει μορφικά το βίωμά
του. Η πρώτη περίοδος (υπαρξιακή ποίηση) του έργου του καλύπτει το διάστημα 1940 – 1965.
Η δεύτερη (κοινωνική ποίηση) από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 ως το θάνατό του.
Στην πρώτη περίοδο ανακυκλώνονται οι εμπειρίες και οι μνήμες από την Κατοχή και τον
Εμφύλιο, αλλά με έναν τρόπο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ποιητής ενδιαφέρεται για τη
δημιουργία ενός ποιητικού (μυθικού σύμπαντος), ακολουθώντας μάλιστα εδώ τη γραμμή
άλλων ποιητών που θεωρούνται δάσκαλοί του, όπως ο Σεφέρης, ο ΄Ελιοτ και ο Πάουντ.
Πρόκειται για μια ποίηση περιγραφική στο βαθμό που ευαγγελίζεται πράγματα, πρόσωπα,
ιδέες, με έντονο στοχαστικό βάρος. Και επιπλέον, επιμένοντας ιδιαίτερα στην υπόδειξη και
υπόμνηση καταστάσεων που αποτελούν βασικές συνιστώσες της ανθρώπινης παρουσίας στο
σύγχρονο κόσμο. Τέτοιες καταστάσεις είναι η φθορά, ως έννοια και αίσθηση, και η
συναισθηματική απονέκρωση. Εσωτερικευμένες οι συνθήκες αυτές, που είναι
αλληλένδετες τόσο με την προσωπική δοκιμασία του ποιητή μέσα στον κόσμο όσο και με την
αντίληψη που έχει, γενικά, για το νόημα της ιστορίας σε σχέση με το άτομο, μετατρέπονται σε
«κανόνες» που ισχύουν διαχρονικά και για τους πάντες. Μέσα στο ποιητικό σύμπαν του
Σινόπουλου εμφανίζονται άτομα που έζησαν κάποτε και τώρα ζουν μέσα από τη
μνήμη του ποιητή.2 Όμως, η παρουσία τους είναι περισσότερο συμβολική ή αλληγορική
μιας γενικής τάσης που έχει ο Σινόπουλος να στοχάζεται για γενικά θέματα. Κανείς δεν μπορεί
να ξεφύγει από το αδιέξοδο της προσωπικής του ζωής, γιατί όλος ο πολιτισμός και, ακόμη πιο
πέρα, η ίδια η λογική της ιστορίας δείχνουν αδυναμία να ξεχωρίζουν το ουσιώδες ανάμεσα σε
μια σειρά γεγονότων ασύνδετων μεταξύ τους και, συνεπώς, παράλογων.
1
Η εμμονή του στο χαρακτηριστικό τίτλο «Μεταίχμιο» φανερώνει την πορεία του ποιητή και γενικότερα της
μεταπολεμικής ποίησης και της νεότερης ιστορίας μας, μέσα από μεταιχμιακές καταστάσεις τραγικές, που άγγιξαν τα
ακραία όρια της ύπαρξης του ποιητή και του τόπου μας.
2
Η μνήμη έχει για το Σινόπουλο την ίδια σημασία που έχει για τον Όμηρο η μνημοσύνη. Η απώλεια της μνημοσύνης
εκεί είναι συμφορά. Ο Οδυσσέας δεν θρηνεί για τη μεταμόρφωση των συντρόφων του από την Κίρκη, αλλά για την
απώλεια της μνημοσύνης. Γι΄ αυτό και το «στοχάζομαι» του α΄ στίχου δίνει βιτσιά τ΄ αλόγου της μνήμης και εκείνη
τρέχει στο παρελθόν όπου είναι συσσωρευμένες εμπειρίες και βιώματα οδυνηρά. Για το Σινόπουλο, το έχει πει και ο
ίδιος, δεν υπάρχει παρόν παρά μόνο παρελθόν και μέλλον. Το παρόν γίνεται πολύ γρήγορα παρελθόν.
Ο Τάκης Σινόπουλος είναι βαθιά πολιτικοποιημένος ποιητής, που αρνήθηκε όμως ως το
τέλος της ζωής του την κομματική ένταξη. Είχε συνείδηση ότι δεν είναι απλώς κάτοικος
αυτής της χώρας αλλά πολίτης, ενεργό άτομο, που έχει ξεπεράσει με τη θέλησή του το «εγώ»,
για να πλησιάσει το «εμείς». Η ποίησή του είναι κατάθεση, μαρτυρία ενός επιζώντος για
την εποχή του.
Θρηνώ κι υπάρχω μάρτυρας
………………………………..
Εγώ μονάχος ο επιζών
ο μάρτυρας εγώ
τη νύχτα τούτη μαρτυρώ
που κατεβαίνει
(Επιζών)
2. Γραμματολογικά σχόλια:
Το ποίημα «Φίλιππος» περιλαμβάνεται στην συλλογή του Τάκη Σινόπουλου «Μεταίχμιο Β΄»
που κυκλοφόρησε στα 1957 από τις εκδόσεις Δίφρος. Τα δεκαεπτά ποιήματα της συλλογής,
που γράφτηκαν ανάμεσα στα 1949 και 1955, προεκτείνουν την εφιαλτική ατμόσφαιρα του
«Μεταίχμιου». Αρκετά ποιήματα αυτής της συλλογής γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν στα
χρόνια του εμφύλιου πολέμου, όταν ο ποιητής υπηρετούσε ως στρατιωτικός γιατρός σε
φλεγόμενες πολεμικές ζώνες πρώτης γραμμής, όπως εκείνες της Θεσσαλίας και της
Μακεδονίας. Τα ποιήματα του «Μεταίχμιου Β΄» εκφράζουν, λοιπόν, βιώματα και εμπειρίες του
εμφύλιου πολέμου και της ατμόσφαιρας που επακολούθησε μετά το τέλος του. Ποίηση δηλαδή
από μια πλευρά πολιτική, αφού οι πολιτικές περιπέτειες της χώρας ενέπνευσαν τον ποιητή.
Μια ποίηση, όμως, που δεν έχει μια καθορισμένη στράτευση και δεν καταφεύγει στην απλή
χρονογραφία. Έτσι ο «Φίλιππος» έχει ιστορική αφετηρία, αλλά μεταπλάθεται σε καθολικότερο
επίπεδο, αφού μέσα από το ποίημα μεταφέρεται η εφιαλτική ατμόσφαιρα μιας εποχής. Το
γεγονός στο Σινόπουλο λειτουργεί δραματικά κι όχι ιστορικά.
Το ποίημα είναι αφηγηματικό με έντονο το δραματικό στοιχείο, που υπηρετείται με τη
χρησιμοποίηση της τεχνικής του θεάτρου. Υποβάλλεται μια ειδική ατμόσφαιρα, που μόνο με
θεατρικά στοιχεία αναδεικνύεται. Ο θεατροφανής ποιητικός λόγος της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς, χωρίς να αποτελεί εμφανή και πρωταρχική επιλογή, τρέφει υποδόρια το
έργο της. Γενικά, η ποίηση του Σινόπουλου είναι αφηγηματική. Ο ίδιος χαρακτήρισε τον
εαυτό του «αφηγηματικό ποιητή».
Γράφει για τα ποιήματα της συλλογής ο Κίμων Φράιερ: Πρόσωπα και χώρος μεταβάλλονται
σε βίαια και διαφανή σύμβολα και, για πρώτη φορά, στην ποίησή του ο Σινόπουλος κοιτάζει
τον πόλεμο με σαφή πολιτική αντίληψη. Το κάψιμο, η φωτιά, η πυρκαγιά είναι από τις κύριες
εικόνες του αυτού του βιβλίου. Το τοπίο του Σινόπουλου είναι τώρα πιο απογυμνωμένο, πιο
φαγωμένο, σημαδεμένο από τον πόλεμο και την καταστροφή. Έχει γίνει τώρα ένας τόπος του
φόβου, του τρόμου, του εφιάλτη, του συρματοπλέγματος, των πολυβόλων, των πασσάλων,
των προβολέων, των καρφιών, των λάκκων, των ξερόνησων…». Ο τόνος όλων αυτών των
ποιημάτων είναι πυρετικός, ασθματικός. Στη φριχτή ερημιά του τοπίου, ανάμεσα στους
βασανισμένους ανθρώπους, περιφέρεται ο ποιητής. Δεν ξέρει ποιος είναι ανάμεσα σε
εικονολάτρες και εικονοκλάστες. Κρίση ταυτότητας.
Πριν από λίγο περπατούσε. Και δεν ήξερα.
Ποιος είμαι εγώ να ξέρω; χύμηξαν, με χτύπησαν.
(Ιάκωβος)
Οι στίχοι αυτοί δίνουν και το στίγμα των ποιητών της μεταπολεμικής περιόδου, που
αγωνίζονται με την οργή τους και την περηφάνια τους για να κρατήσουν και να κρατηθούν.
Να αποκτήσουν την ταυτότητά τους, θρυμματισμένοι ανάμεσα στις μυλόπετρες της νεότερης
οδυνηρής ιστορίας.
Αυτή είναι και η ατμόσφαιρα του ποιήματος «Φίλιππος», πρόσωπο που το συναντάμε
γενικότερα στην ποίηση του Σινόπουλου. Ο «Φίλιππος» είναι ο αγαπημένος σύντροφος της
Σινοπουλικής Οδύσσειας. Μ΄ αυτό το νεκρό φίλο δεν ξόφλησε ποτέ ο ποιητής παρά τα συνεχή
μνημόσυνά του. Τον μνημονεύει από την πρώτη κιόλας συλλογή «Μεταίχμιο» αφιερώνοντάς
του το ποίημα «Εκείνος ο Φίλιππος». Τον επισκέφτηκε τότε «μ΄ εκείνη την τρύπα στο λαιμό
που τον έκανε / να μοιάζει με λείψανο». Δεν είχε «μήτε σάρκα μήτε οστά». Πέρασε μετά στο
«Μεταίχμιο Β΄», στα «Άσματα», στο «Νεκρόδειπνο» και στο «Χρονικό».
3
Η Λάρισα αναφέρεται και σ΄ άλλα ποιήματα του Σινόπουλου. «Είναι η πυρπολημένη κοιλάδα», «η απανθρακωμένη
Λάρισα» των «Ασμάτων IV, V.
4
βλ. τους στίχους 8, 9 , 10, 14 και 16, που αποδίδουν τη συμφορά.
5
Άλλωστε, το ποίημα κλείνει με μια χρονολογία ταυτόσημη με το θάνατο. Η χρονολογία αυτή είναι και ένα όριο
(Terminus post quem) για τη χρονολόγηση του ποιήματος, που χάρις στο ήθος της ποιητικής γλώσσας του Σινόπουλου
σημαίνει πέρα από το συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
4. Τα πρόσωπα:
Τα δύο ονομαστικά αναφερόμενα πρόσωπα του ποιητικού μύθου είναι ο Φίλιππος, με το
οποίο ανοίγει το ποίημα (στ. 1) και το δεύτερο είναι η Πανδώρα, με το οποίο και κλείνει το
ποίημα. Η εμφάνιση, βέβαια, του Φίλιππου στο στ. 1 λειτουργεί ως οξύμωρο, εφόσον η μορφή
του οριοθετείται με την απουσία της. Τα δύο αυτά πρόσωπα, καθώς κρατούν τις άκρες του
ποιήματος, την αρχή και το τέλος, δεν είναι μόνο διαφορετικά κατά το φύλο, θα φανεί ότι
λειτουργούν και αντιθετικά – αντιστικτικά στην όλη τους στάση και κοσμοθεωρία: το ένα
είναι η άρση ή καλύτερα η αντίθεση προς το άλλο. Με μια όμως ουσιαστική διαφορά: ο
Φίλιππος είναι το κυρίαρχο πρόσωπο που η παρουσία του απλώνεται στους 21 πρώτους
στίχους του ποιήματος, ενώ η Πανδώρα εισβάλλει ξαφνικά στον ποιητικό μύθο μόνο στους
πέντε τελευταίους στίχους. Ανάμεσα στα δύο αυτά πρόσωπα κινείται ο ποιητής – αφηγητής
και «κυλάει» το αφηγημένο υλικό, χτίζεται δηλαδή και αρθρώνεται η ποιητική αφήγηση ως
ένας εσωτερικός κυρίως στοχασμός και ως ανάκληση εικόνων από σκόρπιες μνήμες του
ίδιου του ποιητή.
Μια και μιλάμε για τα πρόσωπα που κινούνται στον ποιητικό μύθο, επισημαίνουμε τη σκιώδη
«παρουσία» δύο ακόμη προσώπων: του θλιβερού γκαρσονιού στο έρημο καφενείο της Λάρισας6
και του χτικιάρη άντρα της Πανδώρας, που απλώς υπηρετούν τις σκηνοθετικές ανάγκες του
ποιητικού τοπίου.
Τέλος, «πρόσωπο» του ποιητικού μύθου αποτελεί και το «εμείς», το πλήθος, μια ανθρώπινη
κοινότητα, που μας δίνεται άμεσα από το στίχο «πολλά του τάξαμε από…».
5. Ο ποιητικός μύθος:
Μεσάνυχτα στη Λάρισα. Ίσως αρχές της δεκαετίας του ΄50. Σ΄ ένα έρημο καφενείο, ένα
θλιβερό συναχωμένο γκαρσόνι. Εκεί βρίσκεται ο ποιητής, βουλιάζοντας στην απέραντη
μοναξιά του. Μνήμες κλωθογυρίζουν στο μυαλό του. Έμμονη σκέψη που τον καθηλώνει: «Δε θα
ξανάρθει ο Φίλιππος». Η φράση αυτή: επιβεβαίωση θανάτου. Ο θάνατος και η μνήμη των
αφανών: αυτό είναι η ποίηση του Σινόπουλου. Κάθε ποίημά του είναι «συναξάρι νεκρών» που
συνδαυλίζουνε την αρχική φωτιά.7 Ο Φίλιππος, νεκρός πια, επίμονο αγκάθι στη σκέψη του
ποιητή. Ποιος ήταν ο Φίλιππος; Ο άνθρωπος με τα πεισματικά οράματα. «Ανέβηκε τα λαμπερά
βουνά», πήρε δηλαδή μοναχικός το δρόμο του, να σηκώσει ασυμβίβαστος αυτά που
οραματιζόταν.
Ύστερα ο ποιητής φεύγει από το έρημο καφενείο. Περπατάει στην κούφια Λάρισα.
Σιγοσφυρίζει στους έρημους δρόμους. Τι είναι αυτό το σφύριγμα; Η αντήχηση της μοναξιάς
μέσα στην κούφια, την άδεια, την κενή, τη βουλιαγμένη πόλη; Μήπως είναι μικρό ελεγείο στον
οριστικά χαμένο φίλο; Και ξαφνικά, περπατώντας στην έρημη πόλη, ο νους του ποιητή
«γλιστράει» προς τη μνήμη της Πανδώρας. Αυτή μιλούσε μόνο «περί σώματος».
6. Ερμηνευτικά σχόλια:
Α΄ ποιητική περιοχή (στ. 1 – 10)
I. Ο δραματικά επαναλαμβανόμενος στίχος
Το ποίημα ξεκινά με ένα στίχο δραματικής απολυτότητας. Αυτός ο στίχος (αρνητικός
τύπος οριστικής μέλλοντα – οριστική και αμετάκλητη απουσία) είναι ένα επαναλαμβανόμενο
φραστικό μοτίβο, («λάιτ μοτίφ») με το οποίο ο Σινόπουλος μοιάζει να «πυροβολεί» τους
αναγνώστες, μιλώντας για το τετελεσμένο. Η αρνητική αυτή λεκτική φόρμα με την αυστηρή
εμφαντική επανάληψη έχει στόχο την αδρανοποίηση της λογικής και την ελευθερία του
συνειρμού, με αποτέλεσμα να ανακληθούν από τη μνήμη του έντονες εικόνες από τη φρίκη
του πολέμου. Σ΄ αυτό το στίχο κωδικοποιείται η άρνηση της ζωής.
Παράλληλα, λειτουργεί και ως ένας αρθρωτικός αρμός που συνέχει και συγκρατεί τη
ρευστή ροή της ποιητικής ύλης (λειτουργικός ρόλος). Η αναδίπλωση αυτού του ρυθμού
βοηθάει στην κλιμάκωση των θεμάτων, τη δομική άρθρωση του ποιήματος. Εισάγει στις τρεις
ενότητες, αν και το ποίημα είναι συμπαγές εξωτερικά και εσωτερικά με την αλληλοδιείσδυση
όλων των επιπέδων του, του τόπου και του χρόνου.
6
Η φάτσα του συναχωμένου γκαρσονιού: μια σκηνική λεπτομέρεια που ίσως να υποδηλώνει εμμέσως το πόσο άδειος
είναι ο ποιητής, όταν σε ανάλογες στιγμές, όπου έρχεται ένας άφατος πόνος (ο χαμός του φίλου), ο άνθρωπος έχει
την τάση να παρατηρεί, αφηρημένα, λεπτομέρειες που άλλοτε δεν πρόσεχε.
7
«Χιλιάδες οι νεκροί Ελπήνορες, άγνωστοι και φίλοι, όρμησαν στη μνήμη του, την κατοίκησαν και ζητούν να μη
λησμονηθούν. Προσδοκούν την ανάστασή τους μέσα στη μνήμη του. Η μνήμη του πονεί, όπου και να την αγγίξεις…
Πολλές δεκάδες ονόματα μνημονεύονται μέσα στην ποίησή του, ιδιαίτερα στο Νεκρόδειπνο και στο Χρονικό, κάποια,
όπως και ο Φίλιππος, διατρέχουν ολόκληρο το ποιητικό σώμα. Όλα μαζί αποτελούν τη μυθολογία του Σινόπουλου. Η
ομηρική Νέκυια ξαναζεί και δηλώνεται με το ποίημα «Ελπήνωρ», που είναι το πρώτο ποίημα της πρώτης του
συλλογής. Η μελέτη της ποίησής του προϋποθέτει τη μελέτη της Οδύσσειας και ειδικότερα της ραψωδίας (Λ)» (Κ. Ε.
Προκόβας).
Αυτή η τυραννική επανάληψη δραματοποιεί το ποίημα και προκαλεί το εσωτερικό κενό
στον ποιητή. Τριπλή επιβεβαίωση και αισθηματοποίηση του θανάτου αυτή η
επαναλαμβανόμενη επωδός, επιβεβαιώνει κατηγορηματικά την απουσία του Φίλιππου, που
έγινε για τον ποιητή μνήμη τυραννική και πολύτιμη. Ο Φίλιππος, ο φίλος του ποιητή, είναι
οριστικά και αμετάκλητα χαμένος. Αυτός ο θάνατος τυραννάει απόψε τον ποιητή, τον
διαποτίζει ολόκληρο με μια θλίψη.
Στο ποίημα αυτό ο Σινόπουλος χρησιμοποιεί τη μέθοδο και την τεχνική της σύνθεσης
ενός μουσικού έργου. Σε πολλές μουσικές συνθέσεις ακούμε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο.
Το μοτίβο – κλειδί «Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος» κρατά, επομένως, το μουσικό ρυθμό σ΄
ολόκληρο το ποίημα. Μουσική τυμπάνων για ένα ρέκβιεμ.
Τα τύμπανα… εκεί απάνω στην ερημιά, που είναι
η ρημαγμένη Ελλάδα, μπορείς να τ΄ ακούσεις…
Με τη μέθοδο αυτή ο ποιητής, στα πιο καίρια σημεία του ποιήματος θέλει να το φορτίσει
συγκινησιακά με κύριο στόχο:
τη συμμετοχή στο γεγονός του θανάτου του Φίλιππου,
το συνδυασμό αυτής της συμμετοχής στα διαδραματιζόμενα την περίοδο εκείνη
στην Ελλάδα.
V. Οι χρωματικές αποχρώσεις
Η χρήση των μαύρων χρωματικών αποχρώσεων παρασκευάζει το θάνατο του Φίλιππου, που
μεταφορικά εκφράζεται στο 10ο στίχο. Επαναλαμβάνεται το ρήμα του 9ου («μαύρισε») και
αλλάζει τώρα το υποκείμενο. Έτσι, στο «μαύρισε η γη» αντιπαρατίθεται το «μαύρισε το
μυαλό». Ο ηρωικός θάνατος του Φίλιππου αποδίδεται με τις ενδεικτικές χρωματικές
αποχρώσεις (μαύρο – κόκκινο) και το μακρύ ποτάμι αίματος. Αυτό είναι και το τέλος του
Φίλιππου.
IV. Το ξαφνικό «γλίστρημα» της μνήμης απ΄ το Φίλιππο στην Πανδώρα (στ. 24 – 29)
«Και τότε»: οι δυο λέξεις στο τέλος του 24ου στίχου μοιάζουν σαν να κρέμονται στο κενό.
Ανοίγουν ένα χάσμα ανάμεσα σ΄ όσα ακούστηκαν και σ΄ όσα θ΄ ακουστούν. Φαινομενικά
τουλάχιστον χάσμα μη λογικό που ξαφνιάζει. Στη διάρκεια του μοναχικού περιπάτου, όπως
συμβαίνει σε τέτοιες καταστάσεις, ήρθαν στη μνήμη του αφηγητή αναμνήσεις, θραύσματα
ερωτικής ζωής. Σε κάποια διαλείμματα πολεμικών συγκρούσεων ή και άλλων στιγμών
έντασης, αναδύονται στη μνήμη τέτοιες ερωτικές εμπειρίες. Έχουμε μια αιφνιδιαστική
μετατόπιση μέσα στο χώρο, που γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες της κινηματογραφικής
γλώσσας. Προαναγγέλλεται παράλληλα αλλαγή σκηνικού και πρωταγωνιστή. Ο χώρος
διευρύνεται «ως τη Μακεδονία βαθιά». Η κυρία Πανδώρα, αντίθετα, βρίσκεται σ΄ έναν
ημίκλειστο χώρο, έτσι ώστε να καταγράφονται με λεπτομέρεια οι αισθησιακές κινήσεις της,
το αργό σάλεμα του κορμιού της σε μια ώρα ερωτικής πρόκλησης.
Η Πανδώρα είναι το «παρά προσδοκίαν συμβαίνον» στο ποίημα. Αυτό που δεν το περιμένεις,
το απρόσμενο και το ξαφνικό. Το λογικά ανεξήγητο αλλά το ποιητικά εύστοχο. Το πέρασμα
της μνήμης απ΄ το Φίλιππο στην Πανδώρα γίνεται σχεδόν αλματικά. Δικαιολογείται, όμως, ως
ένας ψυχολογικός συνειρμός των αντιθέτων. Αναφύεται ξαφνικά μέσα στο ποίημα το πρόσωπο
της Πανδώρας ως μια άλλη προσωπική μνήμη του ποιητή. Η Πανδώρα είναι το αντίζυγο, ο
αντίποδας, το αρνητικό του Φίλιππου. Στη μυθολογία η Πανδώρα είναι σύζυγος του
Επιμηθέα, είναι η πηγή κάθε συμφοράς, και εδώ ίσως να υπαινίσσεται και το καταστροφικό
τέλος του εμφύλιου πολέμου. Μιλάει μόνο «περί σώματος». Αυτός ο λόγιος τύπος δηλώνει
περιπαικτικά τη σοβαρότητα του θέματος που την απασχολεί αποκλειστικά (μόνο). Τίποτα δεν
τη διδάσκει ο χώρος, ο χρόνος, τα γεγονότα (στ. 28, 29), ενώ δεν προσθέτει κανένα όραμα
στην αποψιλωμένη σκέψη πολλών σαν αυτήν. Η Πανδώρα μέσα στον κλειστό δικό της χώρο
γράφει το ημερολόγιο του κορμιού της, απαλλαγμένη από τις δεσμευτικές συμβάσεις
(χηρευάμενη), με απροστάτευτες τις αισθήσεις της, δε νιώθει την ανάγκη κάποιας ιδέας που
να την πάει πέρα απ΄ αυτές. Μια ζωή χωρίς δράση, αποτελματωμένη, βυθισμένη στην
ασημαντότητα και τη μικρότητα, που εκφράζει την αντίθετη πλευρά του ήρωα. Τα ευτελή
όνειρα, η χυδαία αναζήτηση της αισθητικής απόλαυσης, ο αντιηρωικός θάνατος του χτικιάρη
συζύγου αποκαλύπτουν το άλλο άκρο της διαμέτρου.
Τι να αντιπροσωπεύει, τελικά, η Πανδώρα; Να είναι άραγε το πρόσωπο που κυριαρχείται
μόνο από την ευτέλεια ενός γυμνού ερωτισμού; Να προβάλλεται από τον ποιητή με μιαν
απόχρωση ειρωνείας ή και αυτοειρωνείας για τις προσωπικές ή ιδιωτικές περιπέτειες; Να
είναι αυτό το «γλίστρημα» της μνήμης προς την Πανδώρα μια ψυχολογικά αναγκαία ανάπαυλα
του ποιητή, μια φευγαλέα λύτρωσή του από τις τυραννικές και εφιαλτικές του μνήμες; Ή,
μήπως, και η Πανδώρα συμβολίζει την άλλη δύναμη, τη δύναμη του έρωτα, που πέρα απ΄ τα
οράματα του Φίλιππου, συντηρεί και ανανεώνει τη ζωή;13 Τα ερωτήματα σκόπιμα μένουν
αναπάντητα, για να αποτελέσουν, το καθένα χωριστά, δυνατές ή ενδεχόμενες ερμηνευτικές
εκδοχές.
13
Ο Κ. Ε. Προκόβας, σε μια προσέγγιση του ποιήματος (περ. «Νεοελληνική Παιδεία», τεύχ. 5, σ. 94) πιστεύει πως το
επεισόδιο της Πανδώρας, με το ερωτικό και αισθησιακό στοιχείο δεν αντιδιαστέλλεται από τη μορφή του Φίλιππου
και το πολεμικό κλίμα που υπάρχει ως εδώ. Δεν είναι ο αντίποδας που στέκει ειρωνικά μπροστά στις επιλογές του
Φίλιππου. Είναι μαζί με το Φίλιππο οι αντιφατικότητες που συνιστούν τη ζωή και συνδέονται με το θάνατο, που είναι
το θεμελιακό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η συνειρμική σύνδεση των τελευταίων εικόνων του Σινόπουλου στο «Φίλιππο» αφήνει τη
θλιβερή αίσθηση μιας ποίησης πικρής, στυφής, απαισιόδοξης, γεμάτης ερωτήματα παρά
απαντήσεις.
Β΄ αντίθεση:
«μαύρισε η γη», «κακός χειμώνας», «μαύρισε το μυαλό», «μεσάνυχτα», «νύχτα σαρωμένη»,
«οι σκοτεινές μέρες», «ερειπωμένα πρόσωπα»
vs
«το πλατύ φεγγάρι»
Επιχειρώντας την ομαδοποίηση των πρώτων όρων, έχουμε, από τη μια, μαύρο – σκοτάδι και
από την άλλη φως. Στην παραδοσιακή αντίληψη το σκοτάδι συμβολίζει το θάνατο, ενώ το
φως συμβολίζει τη ζωή. Σύμφωνα με την αρχή της περισσότητας αποκαλύπτεται ότι ο
ποιητής δίνει προτεραιότητα στο θάνατο.
Γ΄ αντίθεση: «Πανδώρα»
vs
«Φίλιππος»
Η Πανδώρα είναι ο αντίποδας του Φίλιππου, εκπροσωπεί τον ερωτισμό, βρίσκεται σε αντίθεση
με τους οραματισμούς και το ρωμαλέο πνεύμα του Φίλιππου.
Δ΄ αντίθεση: στ. 8 – 16
vs
«λαμπερά βουνά» (στ. 7)
Στη θέση του διεξόδου που θα έφερνε η εκπλήρωση του οράματος της Αντίστασης, τώρα ήρθε
το αδιέξοδο, δηλαδή η εποχή μετά την Κατοχή.
Ε΄ αντίθεση: «Μιλώντας μόνο περί σώματος» (στ. 27)
vs
«πέθανε» (στ. 28)
Δίπλα στην «κυρία Πανδώρα» το «πέθανε». Δίπλα, δίπλα, στον ίδιο στίχο ο έρωτας κι ο
θάνατος σμίγουν κι εδώ. Ο έρωτας κι θάνατος είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Ο ποιητικός χώρος ξεκινά πρώτα απ’ την ευρυχωρία του θεσσαλικού κάμπου
(«ακίνητη κοιλάδα», 2), περιορίζεται μετά στην ασάλευτη πόλη της Λάρισας,
συστέλλεται ακολούθως στον κλειστό χώρο έρημου καφενείου και, τέλος, ξαναβρίσκει
μια τελική διαστολή στους νυχτωμένους δρόμους της κούφιας Λάρισας (24). Οι επίμονες
παραδειγματικής υφής σημάνσεις του χώρου, που αθροιστικά παραπέμπουν στην έννοια
της στατικότητας, της φθοράς, της ακινησίας και της απουσίας ζωής σκηνογραφούν με
απόλυτη πληρότητα το προσφιλές πλαίσιο δράσης της ποίησης του Σινόπουλου: τοπίο
σκότους και ερημιάς, απ’ όπου πέρασε ισοπεδωτικά και διαβρωτικά ο πόλεμος, η κατοχή,
ο εμφύλιος, δηλ. ο θάνατος.
Ο ποιητικός χρόνος είναι επίσης με σαφήνεια προσδιορισμένος («Μεσάνυχτα στη
Λάρισα», 12). Ο χρόνος, όμως αυτός ανήκει στον ποιητή – αφηγητή. Είναι ο χρόνος των
στοχασμών του, το αφηγηματικό του «τώρα». Ωστόσο, τον ιστορικό χρόνο στον οποίο
υπόκειται το ποίημα εκφράζει κυρίως ο Φίλιππος, φίλος του ποιητή που εκτελέστηκε απ’
τους Γερμανούς το 1942. Επομένως, μέσα στο ποίημα διαπλέκονται δύο χρονικές
βαθμίδες: ο προσωπικός χρόνος του ποιητή και ο χρόνος του Φίλιππου, προς τον οποίο
διαφεύγουμε χάρη στην δραστηριοποίηση της μνήμης του ποιητή. Μια άλλη χρονική
διαφυγή του ποιητή, που λειτουργεί μ’ έναν τρόπο αλματικού ξαφνικού συνειρμού, είναι
εκείνη προς το πρόσωπο της Πανδώρας και του χτικιάρη άντρα της. Έτσι, υποδηλώνεται
μια σκέψη που λειτουργεί συγκεχυμένα, άτακτα και ρευστά, καθώς το υποκείμενό της με
βεβαιωμένη την αίσθηση της καταστροφής αφήνεται στην ανάδυση από το υποσυνείδητο
γεγονότων, θραυσμένων εικόνων, αποδιωγμένων επιθυμιών, αναμνήσεων από σχέσεις και
θανάτους.
2. α. Το ποίημα ξεκινά μ’ ένα στίχο δραματικής απολυτότητας. Αυτός ο στίχος είναι ένα
επαναλαμβανόμενο φραστικό μοτίβο, με το οποίο ο ποιητής – αφηγητής μιλά για το
τετελεσμένο, την αμετάκλητη απουσία. Η αρνητική αυτή λεκτική φόρμα με την αυστηρή
εμφαντική επανάληψη έχει στόχο την αδρανοποίηση της λογικής και την απελευθέρωση
του συνειρμού, με αποτέλεσμα να ανακληθούν από τη μνήμη του αφηγητή έντονες
εικόνες από τη φρίκη του πολέμου. Υπ’ αυτή την έννοια ο στίχος κωδικοποιεί την άρνηση
της ζωής και η τυραννική επανάληψή του δραματοποιεί το ποίημα και προκαλεί το
εσωτερικό κενό του ποιητή. Αν, παράλληλα, η αρνητική αυτή λεκτική φόρμα νοηθεί σαν
μεταγραφεί μιας ευχετικής πρότασης που αναιρείται (θα ήθελα να ερχόταν, αλλά δεν θα
ξανάρθει), δικαιολογεί ακόμη περισσότερο τη διάχυτη αίσθηση θλίψης στο ποίημα.
Η ανάβαση του Φιλίππου στα «λαμπερά βουνά» συνιστά ένα από τα εντονότερα
χαρακτηριστικά του ποιητικού του προσώπου. Κατ’ αρχάς η πράξη του αυτή
αντιδιαστέλλεται πλήρως στην ακινησία του εφιαλτικού και σκοτεινού τοπίου όπου
τοποθετείται η ποιητική δράση. Εραστής του φωτός και ένθερμος οραματιστής του
ιδανικού, του υψιπετούς, ο Φίλιππος αρνήθηκε την ευτέλεια του εαυτού του, το ξέφτισμα
και το θρυμμάτισμα της γνησιότητάς του. Δεν επέτρεπε στον εαυτό του σε καιρούς
κρίσιμους, τον εφησυχασμό, την πονηρή ουδετερότητα, το βολικό άλλοθι. Έτσι, η
παρουσία του μέσα στο ποίημα καθίσταται εξόχως συμβολική, καθώς ενσαρκώνει το
όραμα της ελευθερίας, της φυγής από τη ζοφερή πραγματικότητα.
β. Η θλίψη του ποιητή δεν πηγάζει μόνο απ’ το χαμό του Φίλιππου. Κύρια αιτία της
αποκαλύπτεται σταδιακά πως είναι η αφόρητη μοναξιά του, που αναπαριστάνεται
δραστικότερα στους στ. 22-24. Έχοντας προετοιμάσει τον αναγνώστη από νωρίς, ο
αφηγητής επιφυλάσσει για το εαυτό του τη θέση του ιδεολογικά και υπαρξιακά
μετεωριζόμενου προσώπου: ενέταξε τον εαυτό του στο «εμείς» των στ. 3 και 5, για να
αυτοπαρουσιαστεί λίγο αργότερα (στ. 6) ως ο αποκλειστικός δέκτης της ύστατης
προσπάθειας του Φίλιππου για επικοινωνία «Πού είναι το αληθινό σας πρόσωπο; μου
φώναξε». Έτσι, ο αφηγητής που ανήκει στο, αλλά και διακρίνεται από το αλλοτριωμένο
κοινωνικό σώμα και συγκλίνει περισσότερο προς το ιδεολογικό όραμα του Φιλίππου,
μοιάζει πραγματικά να αιωρείται στο «μεταίχμιο». Ανέστιος, ουσιαστικά, απομένει μόνος
στο στίχο 22, με προφανή τη βίωση της αδυναμίας – ενδεχομένως και της απροθυμίας
του – να παραστεί δραστικά στον κοινωνικό χώρο. Αυτή η βίωση της ολοκληρωτικής
μοναξιάς και της συναισθηματικής ερημιάς που έπεται μιας φάσης απώλειας συνιστά και
την πηγή της θλίψης του.
γ. Ο Φίλιππος είναι ο άνθρωπος που δεν θέλησε να ιδιωτεύσει στα μικρά και ασήμαντα
της ζωής, στα άνομα κέρδη («λάφυρα») και στις φτηνές ιδιωτικές απολαύσεις
(«σειρήνες»). Συλλαμβάνοντας με τους ευαίσθητους δέκτες του την ευτέλεια των
«επιχειρημάτων» και των σκοπιμοτήτων της εποχής του, αντιδρά στην αναλγησία των
πολλών με μια πράξη επαναστατική μεμονωμένη. Διατηρώντας την ευαισθησία και την
πίστη του, αναζητά έναν άλλο δρόμο συνάντησης με τον άλλο άνθρωπο, προκρίνοντας το
όραμα της μεγάλης απέραντης πατρίδας. Η πίστη του αυτή είναι που τροφοδοτεί την
οργή και την πίκρα των στ. 5-6. Όταν ο Φίλιππος γίνεται φθεγγόμενο πρόσωπο, τότε
καταγγέλλει την αλλοτρίωση όλων εκείνων που επέλεξαν το δρόμο του συμβιβασμού, την
ασφάλεια της ουδετερότητας, την ικανοποίηση μέσα στα ιδιωτικά αγαθά τους.
δ. Οι εικόνες του εφιαλτικού ιστορικού χρόνου του ποιήματος στους στ. 8-10 είναι
εξπρεσσιονιστικής έμπνευσης και «τεχνικής». Φτιαγμένη από καράβια η θάλασσα και η
στεριά χρωματισμένη με μαύρο και κόκκινο, ο θάνατος και το αίμα. Θα ακολουθήσουν οι
«σκοτεινές μέρες» της πολιτείας που χάνεται μέσα σε φωτιές και πυροβολισμούς, με
πυρακτωμένα δέντρα να πέφτουν πάνω στις στέγες της.
3. «Η χηρευάμενη κυρία Πανδώρα και ο χτικιάρης σύζυγός της» εισβάλλουν στο ποίημα
απρόσμενα, εκεί ακριβώς που αναμενόταν η λήξη της αφήγησης. Η είσοδός του συνιστά
μια «ανταρσία» - μόνιμο άλλωστε ζητούμενο της σινοπουλικής ποίησης -, μπορεί,
ωστόσο, να αποδοθεί στην απειθάρχητη συνειρμική λειτουργία της μνήμης. Κατά τη
διάρκεια του μοναχικού περιπάτου του αφηγητή αναμοχλεύονται αναμνήσεις και
ανασύρονται πρόσωπα με πιθανή συνάφεια στο χώρο και στο χρόνο της προηγούμενης
χρονικής αναδρομής των στ. 8-10.
Η κυρία Πανδώρα, που η ειρωνική χροιά του τίτλου της (κυρία, χηρευάμενη)
συμπληρώνεται και ενισχύεται με τη λόγια διατύπωση (μιλώντας περί σώματος),
προσλαμβάνει γνωρίσματα καρικατούρας. Μαζί με τον αντιηρωικά θανόντα σύζυγό της
συμπυκνώνουν συμβολικά τα γνωρίσματα μιας νέας, μετεμφυλιακής πραγματικότητας σε
βάρος οποιασδήποτε ιδεολογικής αντίστασης και ταυτόχρονα αποδυναμώνουν το νόημα
κάθε προγενέστερης θυσίας. Στοιχειώνοντας το τέλος του κειμενικού χώρου τον
καθιστούν τελείως αφιλόξενο για τον Φίλιππο, που «δεν θα ξανάρθει».