Professional Documents
Culture Documents
Η αντίληψη της Ιστορίας από τον Χριστιανισμό και το εφάπαξ γεγονός του Χριστού
Η αντίληψη της Ιστορίας από τον Χριστιανισμό και το εφάπαξ γεγονός του Χριστού
Η αντίληψη της Ιστορίας από τον Χριστιανισμό και το εφάπαξ γεγονός του Χριστού
Επόπτης Καθηγήτρια
Δρ Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου
ΠΑΤΡΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1
Εισαγωγή.......................................................................................................
ανωτερότητα
Συμπέρασμα...................................................................................................
Βραχυγραφίες................................................................................................
Βιβλιογραφία............................................................................Βιβλιογραφία
2
Εισαγωγή
«’Εν ἀρχὴ ἐποίησεν Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (Γεν., 1:1) και
την ιστορία. Ο Μέγας Βασίλειος υποστηρίζει στην Εξαήμερο του πως
«Συμφυής ἄρα τῷ κόσμῳ καὶ τοῖς ἐν αὐτῶ ζώοις τὲ καὶ φυτοῖς τοῦ
χρόνου διέξοδος. ὑπέστη, ἐπειγομένη ἀεὶ καὶ παραρρέουσα καὶ οὐδαμοῦ
παυομένη τοῦ δρόμου" (ΡG 29,13Β). Ο κόσμος δημιουργήθηκε μαζί με τον
χρόνο (συμφυώς). Ο χρόνος σηματοδοτεί και την έναρξη της ιστορίας,
δηλαδή τα γεγονότα εν χρόνω. Η βιβλική άποψη έρχεται σε αντίθεση με
τον ιερό Αυγουστίνο που την έθετε ως προϊόν της πτώσης των
πρωτοπλάστων (Γιαγκάζογλου, 2008: 40). Η ιστορία για τον ιουδαϊσμό
[και τον χριστιανισμό] έχει μία αρχή και εξελίσσεται ευθύγραμμα προς
την πλήρωση μίας προσδοκίας ή τέλους (γραμμική αντίληψη).
Το ιστορικό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης επικεντρώνεται στην
εξέλιξη των γεγονότων στον χρόνο και στην πορεία του ανθρώπινου
γένους σε σχέση με το θέλημα του Θεού. Ο Θεός ενεργεί μέσα στην
ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης μέσω διαφόρων ενεργειών και των
προφητών του με αποκορύφωμα τον ερχομό του μεσσία Χριστού
(Meinhold, 1969). Η ιστορία χαρακτηρίζεται από ιστορικά γεγονότα
θετικής και αρνητικής ανταπόκρισης στις ενέργειες και στην κλήση του
Θεού προς στον λαό του Ισραήλ. Οι εορτές του Ισραήλ (και των
Χριστιανών) εορτάζουν συγκεκριμένες ενέργειες του Θεού στην κτίση και
στην ιστορία. Αυτό μας δείχνει ότι υπάρχει μία αντίληψη της ιστορίας ως
ένα σύνολο ή μία αλληλουχία γεγονότων θείας επέμβασης και
ανθρώπινης ανταπόκρισης. Ο εορτασμός του εβραϊκού Πάσχα δεν
συμβολίζει μόνο την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο «αλλά αποκτά
ένα ριζικά νέο νόημα, καθώς η ανοιξιάτικη γιορτή της σελήνης
υποτάσσεται μέσα στον ιστορικό χρόνο, ο οποίος δηλώνει την ενέργεια
του Θεού και τη θέληση του για τη σωτηρία του λαού του»
(Γιαγκάζογλου, 2008: 34).
4
Η αρχή της ιστορικής συνείδησης δημιουργείται την ίδια στιγμή με
την εκ του μή όντος δημιουργία του κόσμου εξαιτίας της ελεύθερης
θέλησης του άκτιστου και προσωπικού Θεού. Συνεπώς, αυτή η ελευθερία
που χαρακτηρίζει την αρχή της ιστορίας, υπάρχει και στο «κατεικόνα»
πλάσμα του και έχει οντολογική προτεραιότητα στον άνθρωπο Η ιστορία
εξελίσσεται σύμφωνα με τις επιλογές του ανθρώπου απέναντι στον Θεό
χωρίς κάποια μοιρολατρική ή φυσιοκρατική υποδούλωση. Το καλύτερο
ιστορικό παράδειγμα για τον Γιαγκάζογλου (2008: 34) είναι η Διαθήκη
του Σινά (Έξ., 20:25). Ο περιούσιος λαός έρχεται αντιμέτωπος με τον
Θεό. Εκεί ο Θεός εκλέγει τον λαό του ελεύθερα χωρίς καμία δέσμευση σε
κάποια αναγκαιότητα. Παρομοίως, ο λαός εκλέγει άλλοτε να ακολουθήσει
τις επιταγές της Διαθήκης ή να μην υπακούσει.
5
ελεύθερη υπακοή στην επιταγή του Θεού αντλούσε νόημα από την
προσδοκία του ερχομού του μεσσία με σκοπό τη νέα κτίση. Έτσι η έννοια
της ιστορίας αποκτούσε συσχετισμό με μία στιγμή σωτηρίας. Το νόημα
και οι προσδοκίες της Παλαιάς Διαθήκης ολοκληρώνονται στο πρόσωπο
και έργο του Χριστού διότι ο Χριστός προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση,
και νικά τον θάνατο με το μήνυμα ότι αυτή η ιστορική πράξη μπορεί να
επαναληφθεί από τους ανθρώπους (Meinhold, 1969).
Ο Μαρκίων θεωρούσε ότι ο Θεός που ενεργούσε στην Παλαιά
Διαθήκη και ο Θεός στην Καινή Διαθήκη ήταν διαφορετικοί. Ο Άγιος
Ιγνάτιος Αντιοχείας υποστηρίζει την ιστορική σχέση Παλαιάς και Καινής
Διαθήκης με το σχήμα «προφητεία» και «πλήρωσις». Η αντίληψη του
Μαρκίωνα σπάει την γραμμική αντίληψη της ιστορίας αφού αρνούμαστε
την ιστορική σχέση Ιουδαϊσμού και Χριστιανισμού. Για τον Άγιο Ιγνάτιο
της Αντιοχείας, ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης και ο Θεός του Ιησού
Χριστού είναι ο ίδιος Θεός (Meinhold, 1969). Περαιτέρω, θεωρεί πως ο
Ιουδαϊσμός έχει νόημα μόνο μέσω του Χριστιανισμού καθώς είναι
προεικόνισμα αυτού: «Η αληθής κατανόησις της Παλαιάς Διαθήκης
δύναται να είναι μόνον η χριστιανική και ουχί η ιουδαϊκή, ήτοι η
πνευματική και ουχί η ιστορικοφιλολογική. Οι θεσμοί της ιουδαϊκής
θρησκείας πρέπει να αξιολογηθούν μόνον ως σκιά, τύπος και
προεικόνισμα της χριστιανικής σωτηριολογίας […] αποκαλύπτει τούτο το
καινόν νόημα της Παλαιάς Διαθήκης, ήτις αποβλέπει εις την επερχομένην
τελείωσιν» (Meinhold, 1969:http://www.apostoliki-
diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?cat=
patr&contents=contents.asp&main=katixisi&file=Dialogoi/page19.htm)
6
αποκτά νέο συνοδοιπόρο, την εσχατολογία. Για αυτό τον λόγο ο Παύλος
δίνει στην υπόσταση της Εκκλησίας τον όρο «ελπιζομένων υπόστασις»
(Εβρ. 11,1⋅ Γιαγκάζογλου, 2008: 35). Το τέλος θα έρθει με την δευτέρα
παρουσία του Χριστού και την Βασιλεία του. Σε αυτή την προσδοκόμενη
αιώνια στιγμή «χρόνος οὐκέτι ἔσται» (Αποκ. 10,6). Το μέλλον της
ιστορίας είναι συνυφασμένο με την εσχατολογία. Η Εκκλησία δρα μέσα
στην ιστορία με αυτόν τον τρόπο ώστε η ιστορία και ο χρόνος αποκτούν
μία μεταφυσική καθώς και υπερβατική σημασία κατά τον Φλορόφσκι
(2000: σελ. 65-69⋅ Γιαγκάζογλου, 2008: 35). Κεντρικό σημείο της
ιστορικής πορείας στο τέλος είναι το «εφάπαξ» γεγονός του Χριστού.
Το «εφάπαξ» είναι το λυτρωτικό γεγονός του Μεσσία Χριστού μέσα
στην ιστορία. Αυτό το γεγονός συμπεριλαμβάνει την πρόσληψη, την
σάρκωση, την ανάσταση, την ανάληψη αλλά και την όλη παρουσία του
από την δημιουργία μέχρι την δευτέρα παρουσία του. Η πορεία της
ιστορίας λυγίζει στο ιστορικό σημείο της Θεανθρώπινης εμφάνισης. Με
την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης ο Χριστός δημιουργεί την έναρξη
του Θεανθρώπινου πολιτισμού άρα και την αρχή της Θεανδρικής
ιστορίας. Η «Ιστορία του Θεού» συναντά την ιστορία του ανθρώπου:
«Ιστορία της Θείας Οικονομίας» (Γιαγκάζογλου, 2008: 31). Ο σκοπός
αυτού του Θεανδρικού πολιτισμού «είναι να μεταμόρφωσει όχι μόνον τον
άνθρωπον και την ανθρωπότητα, αλλά δι᾽αυτών και όλην την κτίσιν»
(Πόποβιτς: http://www.impantokratoros.gr/5C7C346C.el.aspx). Αυτός ο
πολιτισμός προγεύεται την Βασιλεία με προοπτική και προσδοκία αιώνιας
ζωής μέσω της άσκησης των ευαγγελικών αρετών και συμμετοχής στα
μυστήρια της Εκκλησίας μέσα στην ανθρώπινη ιστορία.
O Απόστολος Παύλος ανακοινώνει την απελευθέρωση του ανθρώπου
από τον θάνατο: «εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι
ἀποθνήσκει, θάνατος
αὐτοὺ οὐκέτι κυριεύει. ὁ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἀμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, δὲ
ζῆ, ζῆ τῷ Θεῷ. οὔτω καὶ ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτοὺς νεκροὺς μὲν εἶναι τῇ
ἀμαρτίᾳ, ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ., 6:
9-11).
Ο Χριστός προσφέροντας τον ίδιο του τον εαυτό προσφέρει στον
άνθρωπο την αιώνια ζωή. Και «τούτο εποίησε εφάπαξ» (Εβρ., 7,: 27)
7
καθώς «διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσήλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ ἅγια, αἰωνίαν
λύτρωσιν εὑράμενος» (Εβρ., 9:9) με αποτέλεσμα «ἐν θελήματι
ἡγιασμένοι ἐσμὲν διὰ τῆς προσφορᾶς τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
ἐφάπαξ» (Εβρ., 10: 10). Η παρουσία του στα άγια των αγίων είναι η
εκπλήρωση της υπόσχεσης του προς τους αποστόλους του: «Καὶ ἱδοὺ ἐγὼ
μεθ᾽ ὑμῶν εἰμί πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»
(Ματθ., 28: 20). Δηλαδή μας χάρισε το μόνιμο δώρο της παρουσίας του
(Gillet, 1988: 11) μέσω της Θείας Ευχαριστίας στην οποία γίνεται η
ένωση με τον καθήμενο εκ δεξιών του Πατρός.
Συνεπώς το «εφάπαξ» γεγονός του Χριστού υφίσταται το κεντρικό
γεγονός της ιστορίας της σωτηρίας. Από την μεσσιανική προσδοκία
μεταβαίνουμε στην εσχατολογική προσδοκία της Βασιλείας και του
τέλους της Ιστορίας καθώς το κεντρικό ιστορικό γεγονός μας παραδίδει
κάποιο μελλοντικό τέλος της ιστορίας. Ο Cullmann παραλληλίζει το
κεντρικό γεγονός του Χριστού με μία κόκκινη διαχωριστική γραμμή ενός
θερμομέτρου: «Ἕνα ἀποφασιστικὸ γεγονὸς θεωρεῖται ὡς τὸ κεντρικὸ
σημεῖο ὅλης τῆς χρονικῆς γραμμῆς. […] Ἄς φαντασθοῦμε τὴν κόκκινη
διαχωριστικὴ γραμμὴ ἐνὸς ὑποθετικοῦ θερμόμετρου, ποὺ ἔχει
ἀπεριόριστο μῆκος. Μπορεῖ κανεὶς νὰ φτάσει τὴν κόκκινη αυτὴ γραμμή,
ἀλλὰ τὸ ἵδιο τὸ θερμόμετρο προεκτείνεται πολὺ πιὸ πάνω ἀπὸ αὐτὴ τη
γραμμὴ. Ἡ κόκκινη γραμμὴ εἰσάγει μιὰ διμερὴ διαίρεση. Αὐτὴ δὲν
καταργεῖ τὸ προαναφερθέν τριμερὲς σχήμα: πρὶν ἀπὶ τὴν Δημιουργία,
Δημιουργία, νέα δημιουργία⋅ ἀλλὰ προσεπιτίθεται πάνω σ᾽ἐκείνο τὸ
σχῆμα» (1997:77) και κέντρο σε αυτήν την πορεία είναι ο Χριστός.Τα
γεγονότα της ιστορίας από την αρχή, το κέντρο και ως το τέλος
αποκτούν νόημα μόνο μέσω του προσώπου και το έργο του Χριστού: «Ἐγὼ
εἰμὶ τὸ Α καὶ τὸ Ω» (Αποκ., 1:8).
8
τοῖς οὐρανοῖς […] Διὰ τῆς ἐν ἀγάπῃ ἑνώσεως μετὰ τῆς Θείας
Ὑποστάσεως τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καθιστάμεθα ἐν τῇ πληρότητι τῆς
«κατ᾽εἰκόνα καὶ καθ᾽ὁμοίωσιν» Αὐτοῦ τελείωσεως ἡμῶν, υἱοθετούμεθα
ὑπό τοῦ Οὐρανίου Πατρὸς εἰς ἀτελευτήτους αἰῶνας» (Σαχάρωφ, 1996:
355). H υιοθεσία από τον Ουράνιο Πατέρα έχει “συνέπεια” την Ουράνια
Βασιλεία. Αυτή η Βασιλεία είναι η ουσία της Εκκλησίας και βιώνεται
διαχρονικά στα μυστήρια της με αποκορύφωμα την Θεία Ευχαριστία
(Σαχάρωφ, 2010: 229, 236). Επομένως, ο Χριστιανός κινείται μεταξύ της
δημιουργίας και της δευτέρας παρουσίας με κέντρο την πρώτη παρουσία
του Χριστού η οποία βιώνεται διαχρονικά στην Θεία Ευχαριστία. Στη Θεία
Ευχαριστία δίνεται η πρόγευση της Βασιλείας η οποία θα ολοκληρωθεί
στην δευτέρα παρουσία.
Ποιά η σχέση όμως αυτής της εκκλησιαστικής πραγματικότητας με
την ιστορία; Για τον χριστιανό, ο χρόνος και η ιστορία έχουν σημασία
μεταφυσική ως προς την ανταπόκριση προς την θεία κλήση του ανθρώπου
στο θέλημα του Θεού «Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς
ἄσοφοι, ἀλλ' ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί
εἰσι. Διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ
Κυρίου» (Εφ., 5:15-17). Η Εκκλησία όπως και ο Χριστός δρουν μέσα στην
ιστορία. Πιο συγκεγκριμένα, «Ἡ ἱστορικὴ σάρκα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ὡς
βάση καὶ πηγὴ της την σάρκωση τοῦ Κυρίου» (Ζηζιούλας, 2003: 37). Κατὰ
τόν ίδιο συγγραφέα η Εκκλησία ακολουθώντας τον Χριστό, παρόλο που
δρουν στην ιστορία δεν ταυτίζονται με αυτή. Η ζωή του και η ζωή της
είναι ξένη προς τον κόσμο αλλά όχι έξω από τον κόσμο. Οι Χριστιανοί
εφαρμόζουν έναν ιδιότυπο εσχατολογικό αναρχισμό (Δεσπότης, 2009: 10)
μακριά από κάθε είδους κοσμικής συμπεριφοράς αδημονώντας την αιώνια
πατρίδα. Αυτή η πραγματικότητα αντικατοπτρίζεται στην προς
Διόγνητον επιστολή κάποιου ανωνύμου: «[…]Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας͵
ἀλλ΄ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται͵ καὶ πανθ΄ ὑπομένουσιν
ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν͵ καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη. […]Ἐπὶ
γῆς διατρίβουσιν͵ ἀλλ΄ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. […] Οἰκεῖ μὲν ἐν τῷ
σώματι ψυχή͵ οὐκ ἔστι δὲ ἐκ τοῦ σώματος· καὶ Χριστιανοὶ ἐν κόσμῳ
οἰκοῦσιν͵ οὐκ εἰσὶ δὲ ἐκ τοῦ κόσμου.[…] Ἀθάνατος ψυχὴ ἐν θνητῷ
σκηνώματι κατοικεῖ· καὶ Χριστιανοὶ παροικοῦσιν ἐν φθαρτοῖς͵ τὴν ἐν
9
οὐρανοῖς ἀφθαρσίαν προσδεχόμενοι»
H ζωή μέσα στην ιστορία δεν σημαίνει και υποδούλωση σε αυτή. Ο
Χριστός έζησε «ἐν τῷ κόσμῳ» παραμένοντας να μην είναι «ἐκ τοῦ
κόσμου». Την ίδια ἐντολή έδωσε καὶ στοὺς μαθητὲς του «ἐκ τοῦ κόσμου
οὔκ εἰσιν καθὼς ἐγὼ τοῦ κόσμου οὔκ εἰμι» (Ιωάν., 17:14). Στο
προηγούμενο ποίημα οι Χριστιανοί αναφέρονται ως ελπίζοντας και
περιμένοντας την «ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν» (Προς
Εβραίους, 13:14), δηλαδή, την αφθαρσία των ουρανών. Ο Cullmann
(1997: 40) εξηγεί χαρακτηριστικά: «Τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι
πρωταρχικὰ τὸ κεντρικὸ κεντρικὸ σημεῖο ἐνὸς εἰδικοῦ συμβάντος […]
μιὰς ἱστορίας ποὺ διαδραματίζεται στὴ διάρκεια τῆς χρονικῆς γραμμῆς.
[…] ἡ ἱστορία τοῦ Χριστοῦ […] αὐτὴ ἱστορία, γιὰ τοὺς χριστιανούς εἶναι
ἐπίσης τὸ σταθερὸ μέτρο τῆς γενικῆς, τῆς λεγομένης «κοσμικῆς»
ἱστορίας, ποὺ, ὅταν θεωρεῖται κάτω ἀπὸ αὐτὸ τὸ φῶς, παύει γι᾽αὐτοὺς νὰ
εἶναι κοσμικὴ».
Η Εκκλησία καλείται να υποδεικνύει ένα κενωτικό και σταυρωτικό
βίωμα χωρίς ανάπαυση στον κόσμο αυτό παρά μόνο επιθυμία για
υπέρβαση του. Αυτό διότι η τραγικότητα της Ιστορίας της Παλαιάς
Διαθήκης ήταν η ηγεμονία του θανάτου. Το εφάπαξ γεγονός του Χριστού
έδειξε ότι υπέρβαση του θανάτου σημαίνει καθολική αλλά και προσωπική
Ανάσταση και μεταμόρφωση της ιστορίας (Ζηζιούλας, 2003: 37-38). Ο
άνθρωπος «εν Χριστώ» βλέπει την προσωπική και την καθολική ιστορία
του μεταξύ τριών εποχών και δύο κεντρικών γεγονότων. Οι τρείς εποχές
είναι «προ της δημιουργίας», «της δημιουργίας» και «της νέας
δημιουργίας». Τα δύο κεντρικά γεγονότα στην ιστορία είναι η πρώτη
παρουσία και η δεύτερη παρουσία του Χριστού, δηλαδή το προσδοκόμενο
τέλος με επακόλουθο την αιώνια μακαριότητα.
10
έσχατα. Η Εκκλησία βιώνει την εσχατολογία της ιστορίας στη Θεία
Ευχαριστία. Στην Θεία ευχαριστία βιώνουμε την Εκκλησία ως αυτή που
θα είναι (Ζηζιούλας, 2003: 41-42). Επίσης, η βασιλεία βιώνεται σε κάθε
ανθρώπου ως πρόσωπο καθώς διαβάζουμε στον Ευαγγελιστή Λουκά
(17:20-21⋅ Πατρώνος, 2002: 139) ότι η βασιλεία «ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν».
Αυτό είναι το έργο της Θείας Οικονομίας η οποία μας αποκαλύπτει στην
παρούσα ιστορική πραγματικότητα την Βασιλεία του Θεού. Ο σκοπός του
σωτηριολογικού έργου του σαρκωθέντος Λόγου και της παρουσίας του
Αγίου Πνεύματος είναι η σηματοδότηση της έλευσης της Βασιλείας του
Θεού, δηλαδή η σωτηριολογική και εσχατολογική τελείωση και
μεταμόρφωση του ανθρώπου (Πατρώνος, 2002: 140). Η πραγματικότητα
ισχύει όχι μόνο στην Εκκλησία ως Σώμα του Χριστού αλλά και στον κάθε
Χριστιανό ως πρόσωπο. Η οντολογία του καθενός μας στη βασιλεία δεν
καθορίζεται από το παρελθόν μας αλλά από αυτό που θα είμαστε στην
Βασιλεία, δηλαδή την εσχατολογική μας οντολογία. Ο Ζηζιούλας (2003:
43) δίνει και το εξής παράδειγμα: «ἄν κάποιος […] διέπραξε φόνο στὶς
ὀκτὼ τὸ πρωί σήμερα […]ἡ πράξη αὐτὴ εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲν
ἐξαλείφεται μὲ τίποτε καὶ αὐτὸς ποὺ τὸ διέπραξε εἶναι φονιὰς […]
Σύμφωνα ὅμως μὲ τὴν ἐσχατολογικὴ ὀντολογία, ὁποία καθορίζει τὸ εἶναι
μας ὄχι ἀπὸ τὸ παρελθὸν ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μέλλον, ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶναι
φονιὰς ἀλλὰ ἅγιος, ἄν τελικὰ μετανοήσει καὶ συγχωρεθεῖ». Επίσης, η
εσχατολογική αίσθηση της ιστορίας προδιαθέτει τον πιστό για καλύτερη
προετοιμασία για την προσδοκόμενη ολοκληρωτική φανέρωση της
βασιλείας. Ο Μάξιμος ο Ομολογητής υποστηρίζει πως η εσχατολογική
αίσθηση συμπεριλαμβάνει την αντίληψη ότι «τὸ πέρας τῆς παρούσης
ζωῆς, οὐ δίκαιον εἶμαι θάνατον ὀνομάζειν, ἀλλὰ θανάτου ἀπαλλαγήν, καὶ
φθορᾶς χωρισμόν καὶ δουλείας ἐλεύθερίαν, καὶ ταραχῆς καὶ πολέμων, καὶ
σκότους ὑποχώρησιν» (Μάξιμου Ομολογητού PG, 90:1380C). Χωρίς
εσχατολογική αίσθηση της ιστορίας ζούμε μόνο βιολογικά και
απολαμβάνουμε το βασίλειο της φύσης χωρίς καμία πνευματική
προσδοκία (Πατρώνος, 2002).
Επομένως, αφού το ιστορικό παρόν εξελίσσεται μαζί με την
μελλοντική προσδοκία λαμβάνει και την ταυτότητα του από το
προσδοκόμενο μέλλον. Έτσι «[…]το μέλλον της ιστορίας βρίσκεται στην
11
εσχατολογία. Αλλά και η εσχατολογική ταυτότητα της Εκκλησίας
παραπέμπει στην ιστορία και είναι αδιανόητη εκτός της ιστορίας»
(Γιαγκάζογλου, 2008: 35). Η εσχατολογική αντίληψη της ιστορίας στο
Σώμα της Εκκλησίας και του ανθρώπου ως πρόσωπο δίνει την
δυνατότητα αγιασμού και καθομοίωσης με τον εσχατολογικό Χριστό και
απελευθέρωσης από τα πάθη, δηλαδή η δημιουργία Του μεταμορφωμένη
και ανακαινισμένη «εν Χριστώ» (Γιαγκάζογλου, 2008: 41). Η πορεία του
νέου Ισραήλ δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την έσχατη τελείωση.
12
του Απoστόλου Παύλου (Προς Ρωμαίου, 8:11⋅ Προς Κορίνθιους Β, 5:1) έχει
θεμέλιο το ιστορικά εκπληρωμένο γεγονός της αναστάσεως του Χριστού.
Αυτή η ανάσταση δίνει και την δυνατότητα της ανάστασης των δικών
μας σωμάτων. Στο Σύμβολο της Πίστεως μας ομολογούμε την
εσχατολογική προσδοκία της ιστορίας του ανθρώπου:
«Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.[...]
Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ἀμήν»
13
αρχή και τέλος αλλά χωρίς να γνωρίζουμε πότε. Η σωτηρία εκφράζεται
και πραγματοποιείται στην ιστορία (ιστορία της σωτηρίας) και συνεπώς
η προσδοκόμενη Βασιλεία εμφανίζεται μέσα στην ιστορία διαχρονικά «νυν
καὶ ἀεὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Όμως η ολοκληρωτική
πραγματοποίηση της θα γίνει στο μέλλον. Η Βασιλεία του Θεού είναι μία
αναμφισβήτητη ιστορική πραγματικότητα που συμπεριλαμβάνει την
μελλοντική ολοκληρωτική φανέρωση της (Πατρώνος, 2002: 83-84).
Τα έσχατα βιώνονται διαχρονικά στο παρόν. Ο Χριστός αναγγέλλει
ότι η Βασιλεία έφθασε «εἰ δὲ ἐν πνεύματι Θεοῦ ἐγὼ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια,
ἄρα ἔφθασεν ἐφ᾽ὑμᾶς βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ματ., 12:28⋅ Μαρκ., 9:1⋅
Πατρώνος, 2002: 132). Αλλά και ο Πρόδρομος του είχε ανακοινώσει ότι
«ἥγγικεν γὰρ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματ., 3:2). Ο Χριστός κυριαρχεί
και βασιλεύει σωτηριολογικά στο ιστορικό παρόν εσχατολογικώς. Η
εξουσία που έχει μέσα στην Εκκλησία θεραπεύει «πάσαν νόσον», δίνει
άφεση αμαρτιών και εκβάλλει τα πονηρά δαιμόνια και τα ακάθαρτα
πνεύματα από τη ζωή των ανθρώπων (Ματ., 12: 27⋅ Μαρκ., 1:34⋅
Πατρώνος, 2002: 138-139). Αυτό το εσχατολογικό βίωμα του ιστορικού
παρόντος το έχει προσλάβει η Εκκλησία με τα μυστήρια της και η
προσδοκία των αιωνίων καρπών έχει αντικατασταθεί από την εκπλήρωση
και φανέρωση με αποτέλεσμα η ανθρωπότητα να γεύεται αυτούς τους
καρπούς από το παρόν. Όταν ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την
Εκκλησία ως Σώμα του Χριστού βιώνει ως ιστορική και λειτουργική
πραγματικότητα την βασιλεία του Θεού (Πατρώνος, 2002).
Η εσχατολογική ερμηνεία της ιστορίας προσλαμβάνει το παρόν ως
την καλύτερη στιγμή ανταπόκρισης στην θεία κλήση για βίωση της
Βασιλείας. Ο εσχατολογικός «τρόπος ζωής» ελευθερώνει τον άνθρωπο
από τον θάνατο καθώς αποτελεί απλό φαινόμενο του παρόντος και όχι
του μέλλοντος. Ο παροντικός βίος ερμηνεύεται ως η οδός για την αιώνια
βασιλεία και πεδίο αναζήτησης των αιωνίων πραγμάτων και της
«μελλούσης πατρίδος τῆς βασιλεῖας τῶν οὐρανῶν» (Πατρώνος, 2002:
374). Παρομοίως, ο Ιερός Χρυσόστομος υποστηρίζει πως η αλληλουχία
του παρόντος και του μέλλοντος αρμονικά καταλήγει στην βασιλεία του
Θεού: «Μάθωμεν δὲ καὶ τὸν χρόνον, καθ᾽ὅν μέλλομεν ταῦτα
ἀπολαμβάνειν. Οὐ γὰρ ὁ παρόν ἐστιν, ἀλλ᾽ὁ μέλλων⋅ μᾶλλον δὲ παρόν
14
καὶ μέλλων. Ζητεῖτε γὰρ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ταῦτα πάντα
προστεθήσεται ὑμῖν⋅ τὸ δὲ ὁλόκληρον τότε» (PG 55: 61⋅ Πατρώνος, 2002:
375).
Βραχυγραφίες
15
Πρ. : Πράξεις
Ρωμ. : Προς Ρωμαίους
Κορ. : Προς Κορίνθιους
Εφ. : Προς Εφεσίους
Εβρ. : Προς Εβραίους
Αποκ. : Αποκάλυψις
Βιβλιογραφία
Αγόρας Κωνσταντίνος. 2002. “Περί Κόσμου, Ανθρώπου και Ιστορίας”. Στο
Αγόρας Κωνσταντίνος, Γιαγκάζογλου Σταύρος, Λουδοβίκος, Πρ. Νικόλαος
& Φωτίου, Σταύρος. Πίστη, Βίωμα της Ορθοδοξίας: Τόμος Α. ΕΑΠ: Πάτρα.
Guy Harold. 1948. The New Testament Doctrine of the Last Things. Oxford
University Press: New York.
17