Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 12

1

Αντιρρθςίασ τθσ πραγματικότθτασ. Αυτόν τον τίτλο


κα ζδινα ςτον εαυτό μου. Δεν δζχομαι ότι μου
πλαςάρουν. Γι αυτό και το ςαμποτάρω μ’ όποιο τρόπο
μου κατζβει ςτο κεφάλι. Ζχω ςταματιςει να νοιάηομαι
για το μεςθμεριανό μου γεφμα. Ζχω προ πολλοφ πάψει
να κουβαλάω νεαρζσ εφκολεσ φοιτιτριεσ ςτθ
γκαρςονιζρα που χω ςπίτι. Σθν τθλεόραςθ τθν πζταξα
μια μζρα απ το μπαλκόνι. Λίγο ακόμθ και κα κατζλθγε
ςτο κεφάλι ενόσ περαςτικοφ παπποφλθ. Μόνο τουσ
τοίχουσ μου φροντίηω, κάκε τόςο να κολλάω μια νζα
φωτογραφία μου απ’ τισ εφθμερίδεσ. ΢χεδόν κάκε
βράδυ ςχεδιάηω προςεκτικά τον επόμενο ςτόχο.
Κάποια άλλα βράδια τα βγάηω ςτα ςτενάχωρα
κρατθτιρια παρζα με αλλοδαποφσ και χριςτεσ
ναρκωτικϊν, περιμζνοντασ να μου κάνουν τθν τυπικι
ανάκριςθ ρουτίνασ και να με πετάξουν ζξω, με
διαφορετικοφσ πάντα όρουσ αςφαλείασ. Ζτςι ζφτιαξα
τθ ηωι μου, ζτςι μου αρζςει. Σϊρα εςφ, απζναντι απ’
τθν οκόνθ κα κεσ να μάκεισ κι άλλα όμωσ. Και ςϊνει
και καλά εγϊ πρζπει να ςτα πω. Με πζτυχεσ ςε βραδιά
με όρεξθ, οπότε κα το κάνω. Μόνο μθ βιαςτείσ να με
κρίνεισ ε! Οφτε ψυχανϊμαλοσ είμαι, οφτε χαμζνο
κορμί. Μ’ ζχουνε εξετάςει διάφοροι γιατροί και με
2
βρικανε οκ. Και ςτθ Μζνςα είμαι μ’ ανεβαςμζνο
δείκτθ ευφυΐασ. Απλά λιγάκι διαφορετικόσ από ςζνα.
Λίγο μόνο ε! Ασ ποφμε ς’ εμζνα δεν αρζςει να βαράω
προςοχι ςε κανζνα ςτραβά ξυπνθμζνο αφεντικό.
Επίςθσ δε γουςτάρω να μου το παίηουν ιςτορία οι
ταξιτηιδεσ και οι μετρ. Οφτε ςτριμϊχνομαι ςε ουρζσ
ςτθν τράπεηα. Σο πάλεψα πολφ να ξεφφγω απ’ αυτά,
πίςτεψε με, και ςε καταλαβαίνω που δεν το τολμάσ κι
εςφ. Πάντα ο δρόμοσ ο πατθμζνοσ είναι πιο αςφαλισ.
Κι ασ μθν ζχει κζα πουκενά. Κι ασ είναι ςτρωμζνοσ με
κοφτερά χαλίκια. Ξζρεισ, κα ματϊςεισ, αλλά δεν κα
βγάλει ςε γκρεμό. Εγϊ πάλι, περπατάω ςε μονοπάτι
απάτθτο, γεμάτο ομορφιζσ, αλλά κάπου πιο πζρα
γκρεμόσ με περιμζνει, το ξζρω και δε με χαλάει. Δεν
ιμουν πάντα ζτςι, κάποτε κι εγϊ ςαν εςζνα ιμουν.
Μςωσ ςε βοθκιςει να με καταλάβεισ μια μικρι ιςτορία.
Μια μικρι μζρα από τθ μικροφτςικθ ηωι μου. Μια
μικροςκοπικι ϊρα από τισ πολλζσ αιϊνιεσ δικζσ ςου.
Κλείςε το Facebook και άκου με λοιπόν.

Περπατϊ ςε μια οδό τθσ ΢αλονίκθσ, με μουςικι ςτ’


αυτιά και ςταράκια ςτα πόδια. Μονότονοι διαβάτεσ με
3
προςπερνοφν κι αφθρθμζνοι άλλοι ζρχονται κατά
πάνω μου. Παρά τρίχα πάντα όλουσ τουσ αποφεφγω.
Βιτρίνεσ γεμάτεσ αμαρτωλζσ κοφκλεσ που τιμωρικθκαν
με αιϊνια ακινθςία. Άλλεσ φοράνε κόκκινα, άλλεσ
μαφρα, άλλεσ είναι γυμνζσ κι ανιμπορεσ να κρυφτοφνε
απ’ τθ βιτρίνα. Βγαίνω ςτθ οδό Σςιμιςκι. Ανεβάηω τθν
ζνταςθ ςτ ακουςτικά, κι εμποδίηω τουσ ιχουσ τθσ
πόλθσ να κουρντίςουν το μυαλό μου. Σα μαγαηιά
κλείνουν ζνα ζνα. Εκποίθςθ γράφουν με μεγάλα
κίτρινα γράμματα ς’ όλεσ τισ γωνιζσ ενόσ τηαμιοφ που
ςε χωρίηει απ’ τθ ςτολι που κα ς’ αλλάξει.
Καλοχτενιςμζνοι πιτςιρικάδεσ χαηεφουν ρουχαλάκια
και φαντάηονται τι όμορφοι που κα ναι. Μζςα ςε
πουκάμιςο με όνομα, ταμπζλα, γκλαμουριά. Σι εφκολα
αλλάηει το ποιοσ είςαι… Προςτάτεσ του πολίτθ
καραδοκοφνε κάκε τετράγωνο με φραπεδιά ςτο χζρι.
Μα κανείσ δεν τουσ φοβάται πια. Ζνασ από μασ κι
αυτοί. Πιο κάτω μια διαδιλωςθ. Εκατό νοματαίοι όλοι
κι όλοι κάνουν μπάχαλο τθν πόλθ. Ηθτάνε τθν
απαγόρευςθ του καπνίςματοσ ςτα δθμόςια ουρθτιρια.
Προςπερνϊ αδιάφορα και μπαίνω ςτθν πολυκατοικία
όπου ςτεγάηεται το φροντιςτιριο που κα με κάνει
πολίτθ με μόνιμο μιςκό, μόνιμθ δουλειά, γόνιμθ
4
γκόμενα και άγονθ ηωι. ΢α να μθν ζφτανε που
ξεςτραβωνόμουν να διαβάςω τα ςκονάκια ςτθ ςχολι,
άντε πάλι κι άλλεσ εξετάςεισ. Και ςθμειϊςεισ. Και
χαρτοφρα. Και βλοςυρζσ επιτθριτριεσ με ταγιεράκι και
κοκάλινα γυαλιά. Και αποκάλυψθ ςκανδάλου ςτισ
εξετάςεισ. Και κανείσ να μθ δίνει ςθμαςία ςτισ
καταγγελίεσ. Και να μαι ςτο ταμείο ανεργίασ. Ζνα
ταμείο που αντί για χριματα ςου δίνει μια πορτοκαλί
καρτοφλα. Σθ δείχνω ςτον ειςπράκτορα ςτο αςτικό,
δεν πιάνει. Σθ δίνω ςτο μπάρμαν ςτο κλαμπάκι, δε
φτουράει. Σθ φοράω ςτο πζτο, ςαν πάω να
παρακολουκιςω ζνα ςυνζδριο, ζξω με πετάνε. Σθν
κολλάω ςτα μοφτρα του κλθτιρα που με κυνθγάει για
το δάνειο και βρίςκει τθ κζςθ τθσ, αυτι που τθσ
αρμόηει. Μαηεφω τα μπογαλάκια μου, τθν κάνω απ’
τθν πόλθ. ΢τα χζρια δυο βαλίτςεσ και μζςα τουσ τα
βαςικά. Περίπου όλα μου τα υπάρχοντα να λζμε. Κι
από τότε αλλάξαν όλα. Αυτό το καλοφπι που ς’ ζμακαν
να ηεισ και να διδάςκεισ, αυτό εγϊ το πζταξα από πάνω
μου, ςτ’ αφινω χάριςμα ςου. Δε ςου πα κάτι
πρωτότυπο, κάτι βγαλμζνο από ταινία, οφτε ποίθμα
ςκζφτθκα να ςου φτιάξω τθ βραδιά ςου. Αν αυτό
γουςτάρεισ από μζνα, τηάμπα με διαβάηεισ. Κ’
5
αναρωτιζςαι λογικά, τι ςτο διάολο ζκανε μετά αυτόσ
και μασ το παίηει τϊρα ιςτορία; Κα ςτο πω κι αυτό και
κα ηθλζψεισ. Γιατί δεν είναι για όλουσ, κζλει αρχίδια.
Και τρζλα κι ελευκερία. Απάτθτεσ κορφζσ κζλει να
ψάχνεισ… Κλείςε και το youtube και δεσ ότι ςου λζω.

Ανοίγω τθ μπαλκονόπορτα τθσ φρεςκοβαμμζνθσ


νοικιαςμζνθσ γκαρςονιζρασ ςτθν Ακινα. Απζναντι μου
θ φάτςα ενόσ πολιτικοφ που με δείχνει με το δάχτυλο
αυςτθρά και λζει εςφ αποφαςίηεισ. ΢α δάςκαλοσ ς’
ανιμπορο μακθτοφδι μοφ κουνάει το δείκτθ του
χεριοφ του και πίςω του υποκζτω πωσ ζχει μια βζργα
από καουτςοφκ κρυμμζνθ, ςε περίπτωςθ που δεν
αποφαςίςω αυτό που γουςτάρει. Κοιτάηω δεξιά και το
κζαμα είναι κάπωσ καλφτερο. Μια λαδωμζνθ γκόμενα
ποηάρει με τα πόδια ανοιχτά κι ζνα κόκκινο πανί
κρφβει αυτά που φαντάηεται ο πιτςιρικάσ κρυμμζνοσ
πίςω απ’ τθν κουρτίνα. Κρατάει ζνα μπουκαλάκι
άρωμα κι θ ευωδία του φτάνει ωσ τα ρουκοφνια μου,
παρ’ ότι φυςάει αεράκι. Μα μετά από λίγο με
μπουχτίηει. Κάκε πρωί τα ίδια. Θ απλωμζνθ ξανκιά να
με μπουκϊνει με το μεκυςτικό τθσ πατςουλί κι ο
6
μεςιλικασ δαςκαλάκοσ με τθ βζργα να μου κυμίηει τα
μακθτικά μου χρόνια. Ζνα βράδυ, λοιπόν, δεν το
άντεξα άλλο. Πιδθξα από ταράτςα ςε ςκεπι και πάλι
ςε ταράτςα, κι ζφταςα ςτθν ενοχλθτικι μου κζα. Από
κοντά φάνταηαν ακόμθ μεγαλφτερεσ. Ο πολιτικάντθσ
με τθ γαλάηια γραβάτα ζμοιαηε τρομακτικόσ κεόσ πάνω
απ’ το κεφάλι μου. Μα ζγινα ιερόςυλοσ. Ψζκαςα πάνω
του και με μικρζσ ςταγόνεσ χρϊμα ζπλαςα τθ δικι μου
τθ κεά. Μια μπάρμπι χαμογελαςτι και προκλθτικι και
γφρω απ’ το καλοφτιαγμζνο τθσ κεφάλι ζνα
φωτοςτζφανο. Μια Παναγία ςφγχρονθ, κι ζνα μωρό
ςτθν αγκαλιά τθσ. Μόνο που το μωρό ιταν μθχανι,
γρανάηια και καλϊδια κρζμονταν αντί για ομφάλιο
λϊρο. Κι ζνα ςφνκθμα ψζκαςα πιο κάτω. Αγοράςτε τθ
δικι ςασ μθχανι, κα νιϊςετε κι εςείσ κεοί. Σϊρα
ζφτιαξαν κάπωσ τα πράγματα. ΢ειρά είχε θ θμίγυμνθ
καλλονι με τθν οςμι – μαγνιτθ ςτα λεπτά τθσ χζρια.
Σθν κοίταξα από χαμθλά και πραγματικά άναψα. Αχ να
λειπε αυτό το κόκκινο ξεςκονόπανο που τθσ ζκρυψε τα
κάλλθ. Ικελε καλι δουλειά. ΢ε μία ωρίτςα, λοιπόν, θ
ξανκοφλα ςτεκόταν ολόγυμνθ ςτο πόςτερ τθσ και
πρόςφερε ςτον πιτςιρικά μια ανεπανάλθπτθ εμπειρία,
τζτοια που πάνω ςτα ηόρια του ζςκιςε τθν κουρτίνα
7
τθσ μαμάσ. Γφριςα ςπίτι κουραςμζνοσ και
χρωματιςμζνοσ. Μπικα ςτο μπάνιο και εξαφάνιςα τα
ίχνθ του εγκλιματοσ από πάνω μου. Κι απ’ το
παράκυρο μου πια θ κζα ιρκε ςτα δικά μου τα μζτρα.
Σο πιρα απόφαςθ τθ μζρα εκείνθ. Πριν μου πάρουνε
τα μζτρα για τθν κάςα, κα φζρω τθ ηωι μου εκεί που
μου ταιριάηει, ςτα μζτρα του γοφςτου μου. Και το
μυαλό μου άρχιςε να ψάχνει αφορμζσ, τα μάτια μου
αναηθτοφςανε αςυνείδθτα αυτό που τουσ τθν ςπάει. Κι
ζγινα ζτςι αντιρρθςίασ τθσ πραγματικότθτασ. Ψάχνω ς’
όλα το ςτραβό και το ιςιάηω όπωσ το ηφγι του μυαλοφ
μου κζλει. Κι θ αλικεια είναι πωσ άλλαξα πολλά απ’
τον κόςμο μου. Απ αυτόν που τυχαίνει να ναι και δικόσ
ςου, αλλά αυτό δεν ζχει ςθμαςία. Γιατί εςφ δεν
προλαβαίνεισ να προςζξεισ τθ λεπτομζρεια, δε ςου
φτάνει ο χρόνοσ. Αυτά που ςε χαλάνε, τ’ αφινεισ όπωσ
είναι. Δε γαμιζται, λεσ, και προχωράσ πιο κάτω.
Άναψεσ τςιγάρο, κεσ παρζα ε; ΢βιςτο και ςκζψου
αυτά που λζω.

Πριν λίγο καιρό, που λεσ, μοφ ςτειλε θ μάνα μου ζνα
καφάςι αυγά. ΢ιχαίνομαι το αςπράδι τουσ, πάντα με το
8
ηόρι κατάπινα μικρά νεκρά πουλάκια. Πριν προλάβουν
να κραυγάςουνε κο κο, τα κάνουμε μαμ μαμ. Κι ζτςι
αντί για το ςτομάχι μου τουσ ζχριςα άλλο προοριςμό.
Περίμενα με τισ ϊρεσ ζξω από γραφεία κομμάτων, ζξω
από ςυςκζψεισ ςυνδικαλιςτϊν αυτοεκλεγμζνων, ζξω
από κανάλια. Λάτρευα τθ μάπα τουσ να λοφηεται μ’
αςπράδια. Και ςτθ γραβάτα κρόκοσ. ΢αν κότεσ
αντιδροφςαν και γφρω τουσ κοκόροι με παίρνανε πιο
πζρα. Άξιηε τον κόπο πάντωσ, όλθ θ ιςτορία. Βγαίνανε
περιφανοι, καμαρωτοί, με τθ ςτολι τθ μεταξωτι, τθν
πουπουλζνια και μοιάηαν με κρετίνοι, τςαλακωμζνεσ
μάςκεσ μετά τθν τραγωδία. Δε χωράει το αναπάντεχο
ςτθ βζβαιθ ηωι τουσ και το αυγό τοφσ μφριηε
λαϊκοφρα. Μα μετά από καιρό με μάκανε οι μπράβοι
και δεν μποροφςα να ηυγϊςω. Μα δεν ζμεινα εκεί.
Άρχιςα να φτιάχνομαι προςφζροντασ ανιςυχεσ
βραδιζσ ςε τυπάκουσ ςαν εςζνα. Πριν ςυνεχίςεισ να
διαβάηεισ, τςζκαρε τθν πόρτα ςου αν είναι κλειδωμζνθ
κι αν τ’ αμάξι ςτο γκαράη κοιμάται. Που ξζρεισ, ίςωσ
τυχαίνει ςιμερα να ςαι εςφ ο ςτόχοσ τθσ νυκτόσ μου…

9
Φοράω, λοιπόν, μαφρο φαρδφ παντελόνι, που μου
επιτρζπει να κινοφμαι άνετα, γριγορα και αόρατα ςτθ
νφχτα. Καβαλάω το ακόρυβο ςκουτεράκι μου και
τριγυρνάω, γυρνάω τουσ δρόμουσ. Και ψάχνω κι άλλεσ
πλάκεσ, κι άλλεσ ακόρυβεσ μικρζσ επαναςτάςεισ.
Ψάχνω τθν άκρθ μιασ κλωςτισ που χάκθκε ςε κόμπο.
Συλίχτθκε και μ’ άλλεσ και ζγινε κουβάρι. Και τϊρα
μοιάηει ανεπίλυτοσ ο γρίφοσ, που είν’ αυτι θ άκρθ; Ροη
γραβάτεσ, παπιγιόν, κοςτοφμια τριγυρνάν κι αυτά. Και
τυλίγουν κι άλλο το κουβάρι. Μπλζχτθκαν ςτα πόδια
τουσ κλωςτζσ κι εμείσ κάπου δεμζνοι, παραςυρόμαςτε
ςτο ζλεοσ εκείνων. Κάκιςα πολλζσ φορζσ και
ςκζφτθκα, ποιοι είναι αυτοί οι εκείνοι; Από ποφ ιρκαν;
Είναι άνκρωποι; Βουλιάηουν ςτθ δερμάτινθ τουσ
πολυκρόνα και μοντάρουν το κακό μασ; Ι άκελα τουσ
μασ ςζρνουνε εκεί που όλουσ μασ ςείραν; Οφτε ς’
αυτό τθν άκρθ βρίςκω. Και καβαλάω το ςκουτεράκι και
τριγυρνάω ςε δρόμουσ. ΢αν ςιμερα, ςαν χκεσ, ςαν
μινεσ τϊρα…

Μα κάκε ςιμερα και πιο οργιςμζνο. Κάκε τϊρα το


βλζμμα μου αλλάηει. Κι αγνοεί χαρζσ, ξεχνά παρζεσ,
10
ςβινει ευχάριςτεσ οάςεισ και τάςςεται ςτο χρζοσ. ΢το
χρζοσ όλων, και του κακενόσ μασ. Βενηίνθ, μπουκάλι
και ςτουπί. Σθν κρίςθ να φζρουμε ς’ αυτοφσ, κρίςθ
ηωισ κι ολζκρου , κανάτου κι ευτυχίασ. Μπουκάλι και
ςτουπί, βενηίνθ και μπουρλότο. ΢ε ςπίτια και γραφεία,
γιϊτα χι και ςκάφθ. Πιςίνεσ να φουλάρουμε μ’ οξφ,
ςάουνεσ με ποντίκια. Να μπλοκάρουμε ειςόδουσ
τραπεηϊν, να κάνουμε τα κζατρα δικά μασ. Να
μεταδϊςουμε το δικό μασ ςιμα ςτθν τιβί, να
γκρεμίςουμε εκδοτιρια. Να..Να… Να… Φονιάδεσ των
ονείρων, όχι άλλεσ φάρςεσ. Φονιάδεσ των ονείρων,
ζχω πάψει να γελϊ. Και να κλάψω δε μπορϊ, δε μου
περίςςεψε ςταγόνα πια. Μα τάςςομαι ςτο χρζοσ.
Δίχωσ γζλιο, δίχωσ δάκρυ, με βλζμμα ςκοτεινό. Για το
γζλιο και το δάκρυ ρε γαμϊτο…

Ο Φαρςζρ κα βρίςκεται κοντά ςασ ςυχνά, με ιςτορίεσ βγαλμζνεσ


από τθν επικαιρότθτα. Σο παραπάνω κείμενο αποτελεί μια
ειςαγωγι, ζνα πειραματιςμό ζωσ ότου ο Φαρςζρ λάβει
«λογοτεχνικι» μορφι και ψθφιακι υπόςταςθ. Ευχαριςτϊ για το
χρόνο ςασ και για το όποιο ςχόλιο ςτο mail μου:
arxoxris@yahoo.com.

11
΢ΣΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΛΜΕΝΟ Ο ΦΑΡ΢ΕΡ ΚΑ
ΕΠΛ΢ΚΕΦΣΕΛ ΣΘΝ ΕΛΛΘΝΛΚΘ ΒΟΤΛΙ. ΚΑ
΢ΤΝΑΝΣΘ΢ΕΛ ΤΠΑΡΚΣΑ ΠΟΛΛΣΛΚΑ ΠΡΟ΢ΩΠΑ ΚΑΛ
ΚΑ ΢ΣΘ΢ΕΛ ΢Ε ΚΑΚΕΝΑ ΣΘ ΦΑΡ΢Α ΠΟΤ ΣΟΤ
ΑΝΑΛΟΓΕΛ.

ΜΛΑ ΦΑΡ΢Α

ΕΝΑ ΓΕΛΛΟ

ΕΝΑ ΔΑΚΡΤ

Α΢ ΓΛΝΟΤΝ ΟΛΑ ΚΩΜΩΔΛΑ

ΣΡΑΓΩΔΛΑ ΚΑΛ ΧΟΡΟ΢

ΓΛΑΣΛ ΕΣ΢Λ ΚΛ ΑΛΛΛΩ΢

ΜΛΑ Σ΢ΑΡΚΑ ΕΛΝΑΛ Θ ΗΩΘ

12

You might also like