Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 4

Η E.

coli O157 ως βιολογικός κίνδυνος

Η εντεροαιμορραγική Ε. coli (EHEC) περιλαμβάνει στελέχη που αναφέρονται


ως “Verotoxin producing Ε. coli (VTEC)”, με πιο επικίνδυνο ορότυπο τον
0157:Η7. Για την Ε. coli 0157:Η7, η δεξαμενή στη φύση είναι τα βοοειδή, και
η μετάδοση από τα ζώα στον άνθρωπο γίνεται συνήθως μέσω των
μολυσμένων τροφίμων. Η μετάδοση του ορότυπου Ο157:Η7 και από τα
πουλερικά, τα χοιρινά και τα αιγοπρόβατα είναι επίσης εφικτή, με αποτέλεσμα
να θεωρείται πλέον ως ανθρωποζωονόσος. Το CDC έχει υπολογίσει ότι 85%
των μολύνσεων Ε. coli O157:H7 είναι τροφικής προέλευσης. Τα φρούτα και τα
λαχανικά μπορούν να μολυνθούν από την άμεση χρήση των ακατέργαστων
ζωικών λιπασμάτων (κοπριά), σκόνη από τα στάβλους και μολυσμένο νερό. Η
μολυσματική δόση είναι πολύ χαμηλή. Σε ορισμένες επιδημίες, το EHEC
ανιχνεύθηκε στα τρόφιμα σε επίπεδο 2 κύτταρων ανά 25 γραμμάρια
τροφίμων. Η μόλυνση από την E. coli O157: H7 προκαλεί συχνά συμπτώματα
όπως έμετοι, σοβαρή αιματηρή διάρροια και έντονες κοιλιακές κράμπες. Τα
συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως 3 έως 4 ημέρες μετά από την
κατανάλωση των μολυσμένων τροφίμων. Μερικές φορές η μόλυνση από E.
coli O157: H7 προκαλεί μη αιματηρή διάρροια ή υποχωρεί χωρίς την έκδηλη
συμπτωματολογία. Συνήθως, μικρή πυρετική κίνηση είναι παρούσα και η
ασθένεια υποχωρεί σε 5-10 ημέρες ανάλογα με την ανοσιακή κατάσταση του
ατόμου που έχει μολυνθεί.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως σε παιδιά κάτω των 5 ετών και σε
ηλικιωμένους, η λοίμωξη μπορεί επίσης να προκαλέσει μια επιπλοκή που
ονομάζεται αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο, το οποίο χαρακτηρίζεται από
καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων και νεφρική κάμψη. Περίπου το 2-7%
των λοιμώξεων από E. coli O157: H7 οδηγούν σε αυτή την επιπλοκή, γεγονός
που αποδίδει στην μόλυνση αυτή ιδιαίτερη σοβαρότητα ως βιολογικός
κίνδυνος. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο,
αποτελεί την κύρια αιτία οξείας νεφρικής ανεπάρκειας στα παιδιά, και οι
περισσότερες περιπτώσεις αιμολυτικού ουραιμικού συνδρόμου προκαλούνται
από την E. coli O157: H7.
Μερικά άτομα μπορούν να αναπτύξουν σοβαρότερα συμπτώματα, και σε
αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται θεραπευτική αντιμετώπιση. Η λοίμωξη που
προκαλείται από τον ορότυπο O157: H7 των EHEC (εντεροαιμορραγική
E.coli), μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο κυρίως σε ότι αφορά τα μικρά παιδιά
και τους ηλικιωμένους, και συνδέεται με σοβαρές κλινικές εκδηλώσεις, όπως η
αιμορραγική κολίτιδα (HC), το αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο (HUS), και η
θρομβωτική θρομβοπενική πορφύρα.
Ο παθογόνος παράγοντας που συμβάλλει στην εκδήλωση της αιμορραγικής
κολίτιδας και του ουραιμικού αιμολυτικού συνδρόμου βρέθηκε ότι είναι η
τοξίνη Stx (verocytotoxin / Shiga-like toxin). Όλα τα στελέχη EHEC παράγουν
τοξίνες Shiga (το όνομά του από τον Ιάπωνα μικροβιολόγος Kiyoshi Shiga), η
οποία, σε αντιστοιχία με την τοξίνη Shiga που παράγεται από Shigella
dysenteriae τύπου 1, καταστρέφει τα κύτταρα Vero (νεφρικά κύτταρα
αφρικανικών πράσινων πιθήκων).
Η παθογένεια καθορίζεται από τα ζώντα κύτταρα που επιζούν στο όξινο
περιβάλλον του στομάχου και στη συνέχεια προσκολλώνται στο τοίχωμα του
εντέρου παράγοντας μεγάλες ποσότητες μιας ή περισσοτέρων Shiga τοξινών.
Η τοξίνη Stx είναι υπεύθυνη για την εντερική και τη νεφρική ιστική βλάβη. Η
συμμετοχή της Stx στην παθοφυσιολογία της διάρροιας και της
εντεροκολίτιδας έχει επιβεβαιωθεί και αποδειχθεί σε ζωικά μοντέλα. Έχει
προταθεί ότι η επιλεκτική θανάτωση των απορροφητικών λαχνών στις άκρες
του εντερικού επιθηλίου από την Stx αποτελεί τον πιθανότερο μηχανισμό
επαγωγής της παραγωγής της ρευστής εντερικής έκκρισης. Αν και η Stx είχε
εμπλακεί στο μηχανισμό πρόκλησης νεφρικής βλάβης στα ενδοθηλιακά
κυττάρων στο HUS, αρκετές μελέτες επιβεβαιώνουν τη συμμετοχή των
κυτοκινών στη διαδικασία αυτή. Κλινικές μελέτες έδειξαν αυξημένα επίπεδα
της IL-6 στον ορό και στα ούρα σε δείγματα ασθενών με HUS και τα επίπεδα
της IL-6 συσχετίζονται με τη βαρύτητα και την έκβαση της νόσου.
Η E. coli O157: Η7, όπως και τα EPEC στελέχη, περιέχει τη λεγόμενη «θέση
εξάλειψης των εντεροκυττάρων» (locus of enterocyte effacement - LEE),
χρωμοσωμική νησίδα παθογονικότητας που είναι υπεύθυνη για την έκφραση
του «φαινοτύπου επισύναψης και εξάλειψης» (attaching and effacing
phenotype). Τα γονίδια που κωδικοποιούν την ιντιμίνη (intimin), οι
εκκρινόμενες πρωτεΐνες EspΑ και EspB, και το εκκριτικό μονοπάτι τύπου ΙΙΙ,
στοιχεία που συμμετέχουν στο μηχανισμό αυτό για την προσκόλληση και τον
εποικισμό των εντεροκυττάρων, βρίσκονται όλα στην LEE περιοχή.
Η μεγαλύτερη λοιμογόνος δύναμη της EHEC και του στελέχους E. coli O157:
Η7 παρέχεται από τη δράση της Stx κυτταροτοξίνης, που είναι ο παράγοντας
που οδηγεί στο θάνατο τους ασθενείς με λοίμωξη από στελέχη EHEC. Η Stx
ανήκει σε μια οικογένεια κυτταροτοξινών που περιέχει δύο υποομάδες που
καλούνται Stx1 και Stx2. Ενώ η Stx1 είναι μια εξαιρετικά συντηρημένη τοξίνη,
η Stx2 ακολουθία δείχνει μια ποικιλομορφία με αποτέλεσμα να υπάρχουν
παραλλαγές γνωστές ως Stx2c, Stx2v, Stx2hb και Stx2e. Ένα EHEC
στέλεχος μπορεί να εκφράζει μόνο την Stx1, μόνο την Stx2 ή και τις δύο ή
ακόμα και κάποιες από τις πολλαπλές μορφές Stx2.
Ένας άλλος παράγοντας που σχετίζονται με την τοξικότητα του EHEC
στελεχών είναι το πλασμίδιο 60 MDa, το οποίο περιέχει γονίδια που
κωδικοποιούν μια αιμολυσίνη που ονομάζεται εντεροαιμολυσίνη
(enterohemolysin). Αυτά τα γονίδια έχουν μια ομοιότητα κατά 60% με το hlyA
γονίδιο που κωδικοποιεί την αιμολυσίνη που εκφράζουν τα ουροπαθογόνα
στελέχη E. coli. Ωστόσο, ο ρόλος της εντεροαιμολυσίνης στην παθογένεια των
EHEC δεν έχει προσδιοριστεί.
Η ιντιμίνη (Intimin), μια OMP (outer membrane protein) 94-97 kDa που
κωδικοποιείται από το γονίδιο eae, αναγνωρίζεται ως ο μοναδικός
παράγοντας προσκόλλησης των EHEC στελεχών. Άλλοι παράγοντες που
συμβάλλουν στην παθογένεια των EHEC, όπως το πλασμίδιο pO157,
διάφορα συστήματα μεταφοράς σιδήρου και η O157 LPS, έχουν επίσης
προταθεί, αλλά ο ρόλος τους στην παθοφυσιολογία της νόσου είναι
άγνωστος.
Η E. coli O157: H7 είναι, σε σύγκριση με τα περισσότερα άλλα τροφικά
παθογόνα, ανθεκτική στο όξινο περιβάλλον. Η ανθεκτικότητα στα οξέα
οφείλεται στα λεγόμενα ανθεκτικά στα οξέα (acid resistant - AR) συστήματα 1,
2 και 3. Η αντοχή στα οξέα έχει σημαντικό ρόλο στην προστασία των
κυττάρων της E. coli όχι μόνο από τα όξινα περιβάλλοντα που απαντώνται
στους οργανισμούς που προσβάλλουν αλλά και από το όξινο στρες που
συνδέεται με τα διάφορα στάδια της επεξεργασίας των τροφίμων.
Είναι προφανές ότι όλο αυτό το συνονθύλευμα παραγόντων, που σχετίζονται
με την επιδημιολογία, τη γενετική, την αντίσταση στη δράση των αντιβιοτικών
(ανάπτυξη ανθεκτικών στελεχών) και την παθογόνο δράση του στελέχους
O157: Η7 των EHEC, συμβάλλει στο να θεωρείται το στέλεχος αυτό ως ένας
μικροοργανισμός αυξημένης βιολογικής επικινδυνότητας.

You might also like