Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 14

Χ Ο Ρ Η Γ Ο Σ

SPiTEtC
ΓΕΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Α.Ε.

Μπέρχολχ Μπρεχτ
Μ Π Ε Ρ Τ Ο Λ Τ Μ Π Ρ Ε Χ Τ (1898-1956). Γεννήθηκε στο
Αου-γκσμπουργκπνΒ Γερμανίαε, σπούδασε ιατρική
και φιλοσοφία και αναδείχθηκε σύντομα στον
μεγαλύτερο γερμανό δραματουργό. Ξεκινώνταε
από πειρα-ματισμούβ στο πλαίσιο του
εξπρεσιονιστικού θεάτρου, σύντομα συνδέει το έργο
του με τη μουσική παράσταση και T O U S ποικίλουε
εκφραστικούΒ τρό-πουε του μεσοπολεμικού
«καμπαρέ». Παράλληλα με την ανανέωση του
θεάτρου προσχωρεί στο εργατικό κίνημα, υιοθετεί
τη μαρξιστική θεωρία και συγκροτεί την αντίληψή
του για το «λαϊκό έργο». Το 1933, με την άνοδο του
Χίτλερ στην εΕουσία, εγκαταλείπει τη Γερμανία. Το
1941 εγκαθίσταται στο Χό-λιγουντ. Διώκεται από
xis ΗΠΑ μετά τον πόλεμο cos «ύποπτοβ
αντιαμερικανικών ενεργειών» και ιδρύει στο
Ανατολικό Βερολίνο το Μπερλίνερ Ανσάμπλ.
Η χαζή γυναίκα
Copyright για ιην ελληνική γλώσσα Βκδόσειε
Kanoios είχε μια γυναίκα που ήταν σαν τη θάλασσα. Η θάλασσα αλλάζει με κάθε
Κασιανιώτη ΛΕ, Αθήνα 1997
φύσημα του ανέμου, αλλά ούτε μεγαλώνει ούτε μικραίνει ούτε αλλάζει χρώμα ή γεύση.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ ΑΕ Και δε μαλακώνει ούτε σκληραίνει. Οταν σταματήσει να φυσάει ο άνεμο5, Εα-
Ζαλόγγου 11. Αθήνα 106 78 ναημερεύει και δεν έχει γίνει διαφορετική. Κι ο avxpas έπρεπε να πάει ταΕίδι. Οταν ήταν
ιηλ. 010 3301.208,010 3301.237, φαί. 010 να Ξεκινήσει, έδωσε στη γυναίκα ό,τι είχε και δεν είχε, το σπίτι του και το εργαστήρι του
3842.431 και τον κήπο γύρω απ' το σπίτι του και όσα χρήματα είχε κερδί σει. «Ολ' αυτά είναι δικά
μου κι ανήκουν και σ' εσένα. Να τα προσέ£εΐ8 καλά». Τότε αυτή κρεμάστηκε απ' το
www. kastaniotis. com
λαιμό του κι έκλαψε και του είπε: «Πώε θα τα βγάλω πέρα; Αφού είμαι χαζή». Αλλ'
ISBN 960-03-1921-9
amos την κοίταΕε καλά και είπε: «Αν μ' αγαπά5, θα τα καταφέρει». Και στη συνέχεια
την αποχαιρέτησε.
Τώρα που η γυναίκα έμεινε πίσω μοναχή, άρχισε να φοβάται πολύ για όλα όσα βρέ -
θηκαν \ies στ' αδύνατα χέρια ms: κατατρομοκρατήθηκε. Γι' αυτό και στράφηκε στον
αδερφό ms, έναν παλιάνθρωπο - κι auros τη γέλασε. Ετσι, η περιουσία xns όλο και
λιγόστευε. Οταν το πήρε είδηση, την έπιασε μαύρη απελπισία και αποφάσισε να
σταματήσει να τρώει, για να μη λιγοστέψει κι άλλο. Και xis vuxres έμενε άγρυπνη. Ετσι
αρρώστησε.
Και κειτόταν τώρα στο δωμάτιο 'ins και δεν μπορούσε πια να φροντίζει το σπίτι. Κι
To βιβλίο αυτό χορηγήθηκε ευγενώς αϊ ιό ιη
Γενική Εταιρεία Κατασκευών ΑΕ αυτό άρχισε να ρημάζει, κι ο αδερφόβ ms βρήκε ευκαιρία και πούλησε τον κήπο και το
εργαστήρι xtopis να το πει στη γυναίκα. Η γυναίκα έμενε Ξαπλωμένη πάνω στα
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: P. GAUCHER ICOVIVIOM ARTISTS)

ΓΕΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Α.Ε ΒΗ Q


ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ ο ΤΥΦΛΌΣ

OTixpAos
μαξιλάρια xns xcopis να λέει κουβέντα και σκεφτόταν: Αν δε λέω κουβέντα, δεν υπάρ-
χει περίπτωση να πω καμιά χαζομάρα, κι αν δεν τρώω, η περιουσία θα σταματήσει να
λιγοστεύει. Evas απλ05 άνθρωπο5 έζησε χριάνχα χρόνια καλά, xcopis υπερβολέε, και μεχά χυ-
Κι έτσι ήρθαν τα πράγματα, που μια μέρα το σπίτι έπρεπε να βγει σε πλειστηριασμό. φλώθηκε. Δεν μπορούσε πια να ντύνεται μόνο5 του και δυσκολευόταν στο πλύσιμο.
Ηρθαν γΓ αυτό πολλοί άνθρωποι απ' όλα τα γύρω μέρη, γιατί ήταν όμορφο σπίτι. Και η Ηρθαν έτσι τα πράγματα που ο 00vaxos θα 'ταν απελευθέρωση, κι όχι μόνο για τον ίδιο.
γυναίκα κειτόταν στο δωμάτιο ms κι άκουγε T O U S avOpconous και το σφυρί που Κι όμω5 τον πρώτο καιρό υπέφερε με μια ορισμένη ηρεμία. Αυτό κράτησε περίπου όσο
έπεφτε. Κι οι άνθρωποι γελούσαν κι έλεγαν: «Η βροχή περνάει μέσ' απ' τη στέγη κι οι καιρό μπορούσε ακόμα να βλέπει xis νύχτε5 όνειρα. Μετά όμωε τα πράγματα
τοίχοι είν' έτοιμοι να πέσουν». Και τότε αισθάνθηκε μεγάλη αδυναμία κι αποκοιμήθηκε. χειροτέρεψαν.
Οταν Εύπνησε πάλι, κειτόταν σ' ένα Εύλινο δωμάτιο πάνω σ' ένα σκληρό κρεβάτι. Δεν Είχε δυο αδέρφια που τον πήραν να ζήσει μαζί T O U S και τον φρόντιζαν. Τη μέρα
υπήρχε παρά ένα όλο κι όλο παραθυράκι κι αυτό σε μεγάλο ύψοβ, κι ο κρύθ5 αέραβ πήγαιναν στη δουλειά - και τότε ο τυφλ05 έμενε μονάχοε σπίτι. Για οκτώ ή και
διαπερνούσε τα πάντα. Και μπήκε μέσα μια γριά και ms ρίχτηκε κακιασμένα και Tns περισσόχερεβ ώρεβ καθημερινά. Οκτώ ολόκληρε5 ώρε5 καθόταν ο 0vxpas, που τριάντα
είπε ότι το σπίτι ms πουλήθηκε, αλλά τα χρέη ms δεν καλύφθηκαν ακόμα όλα κι ότι θα ολόκληρα χρόνια είχε το cpcos του xcopis να το συνειδητοποιεί, με5 στο σκοτάδι πάνω
Tns έδινε ένα κομμάτι ψωμί από λύπηση, αν και ο άντραε Tns ήταν auras που άΕιζε
στο κρεβάτι του ή τριγύριζε με5 στο δωμάτιο. Στην αρχή τον επισκέπτονταν μερικοί που
λύπηση. Γιατί τώρα πια δεν του 'χε απομείνει τίποτα. MoXis τ' άκουσε αυτά η γυναίκα, προηγουμένου έπαιζαν μαζί χαρτιά - για μικροποσά. Μιλούσαν για την πολιτική, για
τα 'χασε και το μυαλό xns πειράχτηκε λιγάκι και σηκώθηκε απ' το κρεβάτι. Κι απ' αυτή γυναίκεε, για το μέλλον. Ο 0vxpas που καθόταν μπροσχά xous δεν είχε χίποχε απ' αυτά
τη μέρα άρχισε να δουλεύει στο σπίτι και στα χωράφια. Και τριγυρνούσε με χα χρία, ούχε και δουλειά. Οι άνθρωποι χου διηγήθηκαν ό,χι ήΕεραν και δεν Εανάρθαν
παλιόρουχα και δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα και βέβαια ούτε κέρδιζε τίποτα, γιατί δεν ποχέ. Κάποιοι πεθαίνουν γρηγορότερα an' T O U S άλλουε.
απαιτούσε. Και κάποτε άκουσε ότι ο άντραε Tns γύρισε. Την έπιασε μεγάλθ5 φόβοε. Τουλάχιστον οκτώ ώρεβ τη μέρα, αν ήταν τυχερόβ, έκοβε βόλχεβ ο τυφλόε με5 στο
Μπήκε τρέχονταε σχο σπίχι και χχένισε χα μαλλιά xns κι έψαΕε να βρει μια καθαρή δωμάτιο. Μετά από τρειε μέρεε δε σκόνταφτε πια καθόλου. Για να περνάει η ώρα
πουκαμίσα, αλλά δεν υπήρχε καμία. Κι έβαλε χα χέρια πάνω στα στήθη Tns για να τα ευχάριστα σκεφτόταν όλα όσα είχε ζήσει. Διασκέδαζε με τη θύμηση ακόμα και του
κρύψει κι ήταν εντελώε μαραμένα. Και Ξεχύθηκε έΕω από ένα πίσω πορτάκι τρέχοντα Εύλου που είχε φάει παιδί an' T O U S γονιούε του, για να γίνει καλόε άν-θρωποε. Ολ'
στα τυφλά. αυτά κράτησαν κάποιο συγκεκριμένο χρόνο. Μετά όμω3 άρχισαν να του φαίνονται οι
Αφού, λοιπόν, έτρεχε κάμποση ώρα, έκανε τη σκέψη ότι ήταν ο άντραε ms. Είχαν οκτώ ώρεε ατέλειωτεε. Ηταν τριάντα χρονών και μερικών μηνών. Αν είναι κανείβ
ενώσει τη ζωή T O U S και τώρα αυτή τον εγκατέλειψε. Κι αμέσωε έκανε σχροφή κι τυχερόε, μπορεί να πατήσει τα εβδομήντα. Μπορούσε, λοιπόν, να ελπίζει γι' άλλα
έτρεΕε πίσω, xcopis να σκέφχεχαι πια χο σπίχι και χο εργασχήρι και χην πουκαμίσα. τριάντα χρόνια. Τ' αδέρφια του του αποκάλυψαν ότι είχε αρχίσει να δείχνει πιο xovxpos.
Και χον είδε από μακριά κι έτρεΕε καχαπάνω χου και κρεμάσχηκε σχο λαιμό χου. Ο Αυτό ήταν συνέπεια Tns εύκοληβ ζωήε που έκανε. Αν συνεχιζόταν, θα μπορούσε με
0vxpas όμωβ στεκόταν καχαμεοή8 σχο δρόμο κι οι άνθρωποι χον κορόιδευαν απ' χα τον καιρό να γίνει τόσο xovxpos, που δε θα χώραγε να περάσει απ' την πόρτα. Και τότε
καχώφλια χων σπιχιών xous. Κι ήχαν πολύ θυμωμένοε. Είχε όμωε χη γυναίκα κρε- θα 'πρεπε να κομματιάσουν το πτώμα του, αν δεν ήθελαν να κάνουν ζημιά στην πόρτα.
μασμένη πάνω χου, κι αυχή δεν απομάκρυνε πόντο το κεφάλι απ' το λαιμό του ούτε τα Με χέχοιεβ σκέψεΐ5 διασκέδαζε πολύ καιρό. Το απόγευμα έλεγε σχ' αδέρφια χου ncos
χέρια Tns από το σβέρκο του. Και την ένιωθε να τρέμει και νόμιζε ncos είναι από το είχε πάει σχο βα-ριεχέ. Κι αυχοί γελούσαν.
φόβο Tns, επειδή τα 'χασε όλα. Αλλά τελικά σήκωσε το πρόσωπο Tns και τον κοίχαΕε Ηχαν καλόκαρδοι και χον αγαπούσαν, oncos αγαπιούνχαι μεχαΕύ xous οι άνχρεε,
και είδε όχι δεν ήχαν απ' χο φόβο xns αλλά απ' χη χαρά xns. Χαιρόχαν χόσο πολύ, που επειδή ήχαν γενναίοε 0v0pconos. Δεν xous ήχαν εύκολο να χον φρονχίζουν, αλλά αυχό
έχρεμε. Τόχε Εαναβρήκε rancos χον εαυχό χου και χρέκλισε κι auxos και χην αγκάλιασε δεν xous απασχολούσε ποχέ. Σχην αρχή χον έπαιρναν πόχε πόχε μαζί xous σχο θέαχρο
κι αισθάνθηκε ένχονα χο πόσο είχε αδυναχίσει oxous ώμου5 και χη φίλησε σχο σχόμα. κι αυχό χον διασκέδαζε. Αλλά σχη συνέχεια χον έκανε να λυπη-

ΓΕΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Α.Ε. Q


BHMAgaiili!)
ΗΤΚ ΒΗ

ΡΓΕΚ ΓΕΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Α.Ε.


BH φ
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

θεί η αποκάλυψη Tns ετοιμόρροπα φύσηε των λέΕεων. Κι ήταν θέλημα Θεού να μην του και τα λέρωσε. Οταν τ' αδέρφια του κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι όλα αυτά τα
καταλαβαίνει τίποτε από μουσική. έκανε επίτηδεε, αισθάνθηκαν στην αρχή μεγάλη συμπόνια και μετά τον παρακάλεσαν
Μετά από κάμποσο καιρό θυμήθηκαν τ' αδέρφια του ncos είχε να βγει έΣω πολ-λέε να μην κάνει τέτοια πράγματα: αρκετή ήταν η δυστυχία T O U S . T O U S άκουσε ήρεμα,
βδομάδε5. Τον πήραν μια φορά μαζί T O U S , Κ Ι αυτόε αισθάνθηκε εΕασθενη-μένο5. με σκυμμένο το κεφάλι, και φύλαγε τη φράση στην καρδιά του.
Μια άλλη φορά τον οδηγούσε ένα παιδί, που τον παράτησε για να παίΕει. Προσπάθησαν, επίσηε, να τον κάνουν να δουλέψει. Δεν κατάφεραν τίποτα. Οι κινήσειε
Κατατρομοκρατήθηκε - και μόνο αργά τη νύχτα τον οδήγησαν πίσω σπίτι του. Γέ - του ήταν σκόπιμα τόσο αδέΕιεε, που κατέστρεφε τα υλικά. Εβλεπαν πια ncos μέρα με τη
λασαν τότε τ' αδέρφια του, που όλη μέρα ήταν καταταραγμένοι, και είπαν: «Με γυ- μέρα γινόταν χειρότεροε, δεν μπορούσαν όμωε να κάνουν τίποτα γι' αυτό.
ναίκα ήσουνα σίγουρα, ε;» Και: «Τα βλέπει; Δεν καταφέρνουμε να σε Ξεφορτω θούμε». Κι έτσι ο τυφλόε περιπλανιόταν μέσα στα σκοτάδια και δε σκεφτόταν παρά ncos θα
Αυτό το είπαν για αστείο, όνταε χαρούμενοι που τον Εαναβρήκαν. Κείνη τη νύχτα και καταφέρει να κάνει τα βάσανά του μεγαλύτερα για να τ' αντέχει καλύτερα. Γιατί του
για πολλή ώρα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Οι δυο αυτέε φρά- OE\S έκαναν κατοχή στο φαινόταν ncos τα μεγάλα βάσανα τα υποφέρει κανείε πιο εύκολα από τα μικρά.
μυαλό του, που είχε καταντήσει τόσο αφιλόξενο σε οποιεσδήποτε ευχάριστεε σκέψειε, Auras, που ήταν πάντα πολύ καθαρόε, τόσο ώστε να τον φέρνει όσο ζούσε η μητέρα
όσο κι ένα σπίτι xcopis παράθυρα απέναντι σε χα-ρούμενουε ενοικιαστέε, και του σαν παράδειγμα στ' αδέρφια του, άρχισε να κατουριέται πάνω του. Αυτό στάθηκε
θρονιάστηκαν για τα καλά. Δεν είχε δει τα πρόσωπά T O U S και τα λόγια T O U S είχαν αφορμή, ώστε τ' αδέρφια του ν' αποφασίσουν να ζητήσουν πλη-ροφορίεε για το πώε
κακία. Αφού σκέφτηκε ώρα πολλή xcopis να καταλήγει σε συμπέρασμα, έκανε πέρα θα μπορούσαν να τον βάλουν σε κάποιο ίδρυμα. Αυτή τη συζήτηση την άκουσε από το
αυτέε T I S σκέψεΐ5 σαν μασημένεε σταφυλόφλουδεε στο βρόμικο πάτωμα, που εύκολα διπλανό δωμάτιο. Κι όταν σκέφτηκε το ίδρυμα, του φάνηκε ολόκληρη η προηγούμενη
μπορεί να γλιστρήσει πάνω T O U S το πόδι. Κάποια φορά του είπε έναε από τουε ζωή του όμορφη και φωτεινή: τόσο πολύ μισούσε αυτή την προοπτική. Εκεί μέσα είναι
αδερφούε του ενώ τρώγανε: «Μη σπρώχνει το φαΐ σου με το χέρι. Καλύτερα να πολλοί άνθρωποι σαν κι εμένα, σκεφτόταν, που τα 'χουν βρει με τη δυστυχία τουε, που
χρησιμοποιείε δυο κουτάλια». Αφησε κάτω το πιρούνι βαθιά σοκαρισμένοε κι είδε στον υποφέρουν στωικά. Εκεί θα μπούμε στον πειρασμό να συγχωρέσουμε και το Θεό. Δεν
αέρα παιδιά να τρώνε. Τον καθησύχασαν πάλι αμέσωε. Μετά από λίγο καιρό όμωε, μπαίνω εκεί μέσα. Οταν τ' αδέρφια του έφυγαν, έμεινε αρκετή ώρα ακόμα βυθισμένοε
αυτόε ο αδερφόε κανόνισε να τρώει στο εργοστάσιο. Αυτό έγινε επειδή ο δρόμοε που σε σκέψειε. Και πέντε λεπτά πριν απ' την ώρα που τουε περίμενε να γυρίσουν, άνοιΕε τη
έκανε ήταν πολύε. Ο τυφλόε, που στο μεταΕύ έβγαινε μόνοε του περίπατο οκτώ ώρεε στρόφιγγα του γκαζιού. Την έκλεισε πάλι όταν είδε ότι αργούν. Αλλά την ΕανάνοιΕε
τη μέρα, δεν είχε καταλήγει ακόμα σε συμπέρασμα σε σχέση μ' αυτέε T I S σκέψειε, όταν όταν τουε άκουσε στη σκάλα και Εάπλωσε στο κρεβάτι του. Τον βρήκαν εκεί και
ο άλ-λοε του αδερφόε έτυχε να τον ρωτήσει αν δυσκολευόταν πολύ στο πλύσιμο. Από πανικοβλήθηκαν. Ολόκληρο το απόγευμα έκαναν προσπάθειεε να του Ξαναζω-
κείνη τη μέρα ο τυφλόε απέκτησε μια απέχθεια απέναντι στο νερό, σαν να 'ταν ντανέψουν το ενδιαφέρον για τη ζωή, συναντώνταε την πεισματική του αντίσταση.
λυσσασμένοε σκύλοε. Γιατί τώρα του φαινόταν ότι παρατράβηξε η υπομονή του και Ηταν μια an' T I S ομορφότερεε μέρεε τηε ζωήε του. Ομωε τώρα επισπεύστηκε η
δεν υπήρχε λόγοε ν' απολαμβάνουν τη ζωή τουε τ' αδέρφια του, όταν auras έσβηνε μεε διαδικασία για να μπει στο ίδρυμα για τυφλούε. Την παραμονή τηε καθορισμένηε
στη μιζέρια και τη μοναξιά. ημέραε ο τυφλόε βρισκόταν μόνοε του στο σπίτι κι έβαλε φωτιά. Τ' αδέρφια του
Αφησε τα γένια του να μεγαλώσουν και δεν μπορούσε πια ν' αναγνωρίσει τον εαυτό γύρισαν απροσδόκητα νωρίε κι έσβησαν την πυρκαγιά. Πάνω εκεί δεν μπόρεσε έναε
του. Τα ρούχα του τα πλένανε τ' αδέρφια του, αλλά από δω και πέρα οι λεκέ-δεε απ' το απ' τουε αδερφούε του να συγκρατήσει την οργή του κι άρχισε να ουρλιάζει στον
φαγητό που έχυνε πάνω του γίνονταν όλο και χειρότεροι. Την ίδια περίοδο απέκτησε τυφλό. Του καταμέτρησε όλα τα βάσανα που είχαν αναγκαστεί να υποφέρουν εΕαιτίαε
την ανεΕήγητη συνήθεια να Ξαπλώνει πάνω στο πάτωμα σαν ζώο. Ηταν τόσο του, χωρίε να παραλείψει ούτε μία ατιμία του, χωρίε να προσπεράσει ούτε μια φροντίδα
βρόμικοε, που τ' αδέρφια του δεν μπορούσαν πια να τον πάρουν οπουδήποτε μαζί τουε. Και μάλιστα τα φούσκωνε κιόλαε απαριθμώνταε τα. Ο τυφλόε τον άκουσε
T O U S . Ετσι αναγκαζόταν τώρα να περνάει μόνο8 του T I S Κυριακέβ και να βγαίνει προσεκτικά κι υπομονε
περίπατο. Κάτι τέτοιεε Κυριακέε του συμβαίνανε διάφορα ατυχήματα. Μια φορά έπεσε
κρατώνταε τη λεκάνη με τ' απόνερα που χύθηκαν πάνω στο κρεβάτι του αδερφού του
κι έκανε πολύ καιρό να στεγνώσει. Μια άλλη φορά έβαλε τα παντελόνια του αδερφού
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ ο ΤΥΦΛΌΣ

τικά με καταβεβλημένο πρόσωπο. Μετά προσπάθησε όσο μπορούσε να τον πα- χλομό, υγιέε πρόσωπο και χοντρέε καστανέε κο-τσίδεε πιασμένεε κότσο στο πίσω
ρηγορήσει ο άλλοε αδελφόε, που τον συμπονούσε ακόμα. Εκατσε πλάι του ολόκληρη τη μέροε του κεφαλιού τηε. Αυτό του άρεσε και την πήρε από πίσω για λίγο. Στη συνέχεια
νύχτα κρατώνταε τον στην αγκαλιά του. Μα ο τυφλόε αδερφόε δεν έβγαλε κουβέντα. τηε μίλησε και τη ρώτησε αν του επέτρεπε να τη συνοδέψει. Επειδή την κοίταζε με
Την άλλη μέρα τ' αδέρφια έπρεπε να φύγουν για τη δουλειά - και το 'καναν με βαριά μεγάλη θρασύτητα κι ήταν ένα ψη-λόσωμο, Εερακιανό και μελαχρινό ρεμάλι, στην
καρδιά. Και το απόγευμα που γύρισαν για να τον οδηγήσουν στο ίδρυμα, ο τυφλόε είχε αρχή φοβήθηκε και δεν του απάντησε, αλλά τον έκανε να βαδίζει πιο γρήγορα για να
φύγει. την προλαβαίνει. Δεν τηε είπε τίποτ' άλλο κι έτσι Εανακέρδισε σταδιακά την αταραΕία
Οταν κατά το σούρουπο ο τυφλόε άκουσε το ρολόι τηε πόληε να χτυπά, κατέβη κε τιε τηε. Τελικά τον Ξεφορτώθηκε: έστριψε απότομα πλάγια πάνω στα τακούνια τηε και
σκάλεε. Για πού; Για το θάνατο. Ψηλαφώνταε τράβηΕε με κόπο το δρόμο του μέσα απ' χώθηκε σ' ένα κατάστημα νεωτερισμών, μόνο και μόνο για να φύγει μετά από λίγο από
τα σοκάκια. Επεσε, κάποιοι τον κορόιδεψαν, σκόνταφτε, τον έβρισαν. Τελικά βγήκε έΕω την πίσω πόρτα. Δεν έβλεπε πια τον Γκερ, γιατί ο τελευταίοε στεκόταν πίσω από έναν
τοίχο που εΕείχε.
απ' την πόλη.
Στη συνέχεια την ακολούθησε ατάραχοε από μακριά ωε το σπίτι τηε. Μετά απ' αυτό
Ηταν μια πολύ κρύα χειμωνιάτικη μέρα. Ο τυφλόε χαιρόταν ακόμα πιο πολύ που
πήγε για φαγητό σ' ένα κάπωε σκοτεινού χαρακτήρα κέντρο διασκέδασηε, όπου
πάγωνε. Από το σπίτι του είχε φύγει κυνηγημένοε. Ολοι είχαν στραφεί εναντίον του. Το
καταβρόχθισε μια μισοψημένη μοσχαρίσια μπριζόλα και στη συνέχεια τρία αβγά. Μετά
ίδιο του έκανε. Χρησιμοποιούσε τον παγωμένο ουρανό για την καταστροφή του.
το φαγητό κατέβασε ένα ποτηράκι σναπε, έκανε ανασκαφέε ανάμεσα στα μαυρισμένα
Ο Θεόε δε θ' απολάμβανε συγχώρεση.
του δόντια με μια οδοντογλυφίδα και με το ίδιο εργαλείο καθάρισε τα νύχια του.
Δεν μπορούσε να το αποδεχτεί. Τον είχαν αδικήσει. Τυφλώθηκε, αναίτια τυφλόε, και
Πλήρωσε αφήνονταε πέντε τοιε εκατό φιλοδώρημα κι έφυγε απ' το κέντρο. Αφού
μετά φτάσανε να τον κυνηγήσουν έΕω απ' το σπίτι του, στον πάγο και στο χιονιά. Κι
χτύπησε το καμπανάκι στην κατοικία τηε κυρίαε Μαρί Πφαφ, πέρασε μπροστά από μια
αυτό το έκαναν τα ίδια τ' αδέρφια του, που είχαν το προνόμιο να βλέπουν. Ο τυφλόε
όμορφη υπηρετριούλα στο σκοτεινό διάδρομο και απαίτησε να μιλήσει στην κυρία
διέσχισε ένα λιβάδι ώσπου έφτασε σ' ένα ρυάκι. Μπήκε μέσα. Σκέφτηκε: Τώρα θα
Πφαφ. Εκείνη βγήκε έΕω έκπληκτη, τον αναγνώρισε αμέσωε, είπε στην υπηρέτριά τηε
πεθάνω. Τώρα θα με παρασύρει ωε το ποτάμι. Ο Ιώβ δεν ήταν τυφλόε. Ποτέ δεν
που στεκόταν στην πόρτα «Δε βρίσκομαι δω για τον κύριο!» κι επέστρεψε στην
υπέφερε οποιοσδήποτε άλλοε περισσότερο. Μετά κολύμπησε προε τα κάτω.

Ενα κάθαρμα
τραπεζαρία όπου το μισοφαγωμέ-νο τηε βραδινό άχνιζε πάνω στο τραπέζι. «Ποιοε είναι
ο κύριοε;» είπε ο Γκερ. Η υπηρετριούλα στηρίχτηκε τρέμονταε πάνω στον παραστάτη
τηε πόρταε. Απ' το μυαλό τηε πέρασε αστραπιαία το τελευταίο σεΕουαλικό έγκλημα
Καθώε ο Μάρτιν Γκερ έπαιρνε τον αέρα του ένα μεσημέρι κάτω από τον καλό ήλιο του που είχε διαβάσει στην εφημερίδα, που είχε διαπραχθεί με ανήκουστη σκληρότητα.
Σεπτέμβρη σ' ένα δρόμο τηε μόδαε, πρόσεΕε τη χήρα Μαρί Πφαφ που περπατούσε, Τελικά είπε: «Ο κύριοε δεν είναι δω... Η κυρία Πφαφ είναι χήρα».
δείχνονταε τα δυνατά τηε πόδια πλάι στιε βιτρίνεε, ντυμένη με μια φωτεινή μουσελίνα. Τιε τελευταίεε λέΕειε τήε τιε απέσπασαν, παρά τη θέλησή τηε, τα μαύρα μάτια του
Ηταν ψηλόσωμη και δυνατή, είχε ευλογηθεί με γεμάτα στήθη και ολοφάνερα απαλά εισβολέα. Τιε πέταΕε βορά στα δόντια του, μήπωε και λυπηθεί και την αφήσει να ζήσει
πισινά, που το ύφασμα που κολλούσε πάνω τουε τα τόνιζε αποτελεσματικά. Είχε ένα λόγω τηε τιμιότητάε τηε. Αυτόε πήγε στην πόρτα, την άνοιΕε και μπή-

ΡΓΕΚ ΓΕΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Α.Ε. b h Q

ΡΓΕΚ ΓΕΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Α.Ε.


BH φ
ΜΠΒΡΤΟΛΤ ΕΝΑ
ΜΠΡΕΧΤ ΚΑΘΑΡΜΑ

κε στην τραπεζαρία. Δεν κοντοστάθηκε καθόλου κάτι μέσα από ένα κουτάκι. Μέχρι να βγει η
στο κατώφλι, αλλά πήγε αμέσωε στο απέναντι υπηρέτρια απ' το δωμάτιο, είχε Ξαναποκτήσει
παράθυρο απ' όπου κρέμονταν οι λευκέε κουρτίνεε περίπου τον πλήρη έλεγχο τηε φω-νήε τηε. Σχεδόν
από μουσελίνα κι είπε: «Σαε αγαπώ. Τελειώστε όμωε τραγουδιστά, μ' ένα μείγμα αγανακτισμένηε
το φαγητό σαε με την ησυχία σαε. Εγώ έχω φάει». Η σοβαρότηταε και απερίφραστηε ειρωνείαε, ρώτησε τι
χήρα είχε Ξανακαθίσει, αφού είχε στήσει αυτί θέλει ο κύριοε. Ο Γκερ αναμετρούσε τη γεμάτη
προσεκτικά, με κομμένη την ανάσα και με το στήθοε κορμοστασιά τηε με τη διαπεραστική του ματιά:
τηε ν' ανεβοκατεβαίνει, στη σκηνή στο διάδρομο. «Εσάε» είπε. Η απάντησή τηε ακούστηκε λιγότερο
Ενιωθε τώρα να την κυριεύει μια μικρή αδυναμία. βέβαιη, αν κι αυτόε ήταν χωμένοε μέσα στην πέτσινη
Ακουσε το Γκερ να λέει: «Είσαστε χήρα, άρα άλλοι πολυθρόνα, κάπωε σκυφτόε, χαλαρωμένοε και
το 'χουνε μαζέψει το καϊμάκι. Αλλά κάτι θα 'χει μεί- ολοφάνερα ευχαριστημένοε: «Δε σαε καταλαβαίνω
νει ακόμα να μαζέψω κι εγώ». Η κυρία Πφαφ έγειρε καθόλου». Τότε αυτόε σηκώθηκε. Στάθηκε σκοτεινόε
μισοπεθαμένη στην πλάτη τηε καρέκλαε, μετά όμωε στο φόντο τηε κουρτίναε από μουσελίνα, φαρδύε,
κατάφερε να σηκωθεί αργά, αν και σαν ψηλόσωμοε και δυνατόε. Μετά κάθισε πάλι: αυτή
υπνωτισμένη, και προσπάθησε να φτάσει στην ήταν η απάντησή του. «Τι θέλετε στ' αλήθεια;» μουρ-
πόρτα. Ο Γκερ όμωε την πρόλαβε και πάτησε το μούρισε αυτή. «Τόσο κακή μνήμη έχετε; Αφήστε
κουδούνι πάνω στο τραπέζι. Εμφανίστηκε η κατά μέροε το ρεβόλβερ!» Το άφησε σιωπηλή πάνω
υπηρέτρια κι ο Γκερ είπε δυνατά, με σιδερένια φωνή: στο τραπέζι. «Καθίστε κάτω!» Υπάκουσε. «Ο χρόνοε
«Εγινε μια παρεΞήγηση. Η αΞιότιμη κυρία επιθυμεί μου είναι ελεύθεροε κι έχω γερά μπράτσα. Θα μένω
να μαζέψετε το τραπέζι και να πλύνετε τα πιάτα». εδώ κι εσείε θ' ασχολείστε με το νοικοκυριό».
Λέγονταε αυτά είχε συνέχεια καρφωμένα τα μάτια Καθόταν εντελώε συντριμμένη, χωρίε να τολμά να
του πάνω στη Μαρί Πφαφ - ένα ψηλό, μαυριδερό ψελλίσει τίποτ' άλλο από ένα: «Μα δε σαε Ξέρω
ρεμάλι με τετράγωνα χαρακτηριστικά, αλλά με καθόλου». «Πρώτ' απ' όλα θα πλυθώ», απάντησε,
απαλό, μυώδεε κορμί. Η κυρία Πφαφ έκανε «και μετά θα γνωριστούμε». Και μ' αυτά τα λόγια
προσπάθεια να συνέλθει, Ξαναβρήκε σχεδόν το συ- σηκώθηκε, πήγε προε το μέροε τηε και τη σήκωσε,
νηθισμένο τηε ύφοε και είπε καταφέρνονταε να αδράχνοντάε τη με τα δυνατά του χέρια. «Το
κυριαρχήσει υποφερτά στον εαυτό τηε: «Καθαρίστε τρεμούλια-σμά σαε δε με πειράζει, ίσα ίσα είναι καλό
το τραπέζι, Αννα!» Στράφηκε μετά προε τον σημάδι. Δεν είμαι ούτε βιαστήε ούτε δολοφόνοε ούτε
επισκέπτη τηε και του έδειΕε χωρίε να πει λέΕη μια απ' τουε αγύρτεε που υπόσχονται γάμουε. Είμαι
πολυθρόνα. Εκείνοε κάθισε αμέσωε, τράβηΕε όμωε εραστήε». Δεν τη φίλησε, αλλά την άφησε όπωε την
την πολυθρόνα έτσι ώστε το πρόσωπο του να κρατούσε μισοσηκωμένη να Εανασωρια-στεί στην
βρίσκεται στο σκοτάδι. Η υπηρέτρια καθάρισε καρέκλα τηε. Οταν δεν την είδε να κάνει καμιά
σιωπηλή το τραπέζι, ενώ η Μαρία Πφαφ πήγε στον προσπάθεια για να σηκωθεί, έπεσε πάνω στη
καθρέφτη και τακτοποίησε τα μαλλιά τηε. Πήρε και μισολιπόθυμη γυναίκα, τη μετέφερε σιωπηλά στη

φΒΗΝ . ΡΓΕΚ ΓΕΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Α.Ε. BH φ


σεζλόνγκ και σταύρωσε τα χέρια τηε ανοιχτά πάνω χρυσαφένια θαλπωρή και λιαζόταν δυνατόε και
απ' το κεφάλι τηε. Υστερα την άφησε ν' ανασαίνει κακόε. Πήρε τον καφέ του στο κρεβάτι και κείνη
βαριά. Χωρίε να πει λέΕη εκείνη, σηκώθηκε, πήγε κοίταζε τα γόνατα και τουε μηρούε του που
αριστερά στο λουτρό κι ετοίμασε την μπανιέρα. Τη διαγράφονταν κάτω απ' το λεπτό κάλυμμα και
μετέφερε στο μπάνιο και στο κρεβάτι που του έδειΕε πάθαινε ίλιγγο. Αλλά ήταν τεμπέληε και είχε χορ-
όλο πυρετό, χωρίε να Ξέρει ούτε τ' όνομά του. Στο τάσει. Αε δούλευε τώρα αυτή γι' αυτόν. Δεν την
μισοσκόταδο του χωρίε παράθυρα δωματίου έμαθε απασχολούσε πια ο απίθανοε τρόποε τηε γνωριμίαε
μέσα σε πόνο και σ' ευδαιμονία ν' αγαπά τα σκληρά τουε και δε σκεφτόταν σήμερα τι θα Ξημερώσει
του χέρια και του δόθηκε ψυχή τε και σώματι. Οταν αύριο. Αρχιζε μια καινούρια ζωή. Ο τύποε δεν
το άλλο πρωί άνοιΞε τα κάπωε πρησμένα τηε κουνιόταν βήμα απ' τα δωμάτιά τηε. Ξά-πλαρε τιε
βλέφαρα, αισθάνθηκε συγγένεια μ' αυτό το Ξένο αρίδεε του εδώ κι εκεί, καπνίζονταε ή παίζονταε με
κάθαρμα και τον αγάπησε παρά τα βρόμικά του τα χρυσόψαρα που λαμπύριζαν μόνο πολύ αχνά
εσώρουχα. Σηκώθηκε αθόρυβα, χωρίε να τον στο θαμπό φωε του δωματίου. Οσο για κείνη, έτρεχε
Ξυπνήσει. Σφύριζε σιγανά την ώρα που πλενόταν η ίδια να του αγοράσει πούρα, του σέρβιρε δυνατά
και την ώρα που χτένιζε τα μαλλιά τηε σκεφτόταν το ποτά, τον γέμιζε εφημερί-δεε. Η ζωή τηε είχε
νυχτερινό παράδεισο στον οποίο την είχε οδηγήσει. αποκτήσει νόημα: τη μέρα ήταν μητέρα και τη νύχτα
Αλλά μόλιε Ξύπνησε αυτόε, άρχισε η δουλειά. Δεν ερωμένη. Κι αυτόε ήΞερε τη δουλειά του. Ηταν
έχανε από το φωε τηε μέραε: ήταν πολύ δυνατόε κι ευτυχισμένοι. Δεν υπήρχε παρελθόν. Πήρε μισή
είχε μελαχρινή επιδερμίδα και αρκετά άλλα ακόμα. βδομάδα, τρειε μέρεε και τέσσεριε νύχτεε, μέχρι να
Δεν την άφησε να τραβήΞει τιε βαριέε, κίτρινεε νιώσει χορτα-σμένοε. Είχε απλώε να κάνει με το ότι
κουρτίνεε - το ψηλόσωμο, μαυριδερό κάθαρμα χρειαζόταν αλλαγή. Η οικοδέσποινα ήταν
αισθανόταν μια χαρά λουσμένοε στο χρυσαφί φωε. καλοφτιαγμένη, αλλ' αυτόε μπορούσε να κάνει μόνο
Τη νύχτα, όταν στροβιλιζόταν μαζί τηε στο κρεβάτι, με το ίδιο πιοτό και με τα ίδια πούρα - όχι όμωε και
ήταν σαν ένα απαλό, παχύ ψάρι μεε στη λιμνούλα με την ίδια γυναίκα. Κι έτσι άρχισε να διαβάζει εφη
του. Και τώρα ήταν Ξαπλωμένοε στα στεγνά, στη

φΒΗΝ . ΡΓΕΚ ΓΕΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Α.Ε. BH φ


ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ ΕΝΑ

μερίδα στο κρεβάτι κι ο παράδεισοε γκαστρώθηκε με τη μυρωδιά του καπνού. Οσο για κοίταζε. Βρέθηκε καθιστόε και πήρε είδηση ότι τον κοίταζε. Ενα μυώδεε, Ξερακιανό
κείνη, ο φόβοε κάτω απ' την ψυχρή ματιά του αντικατέστησε την αγάπη για το κάθαρμα με τετράγωνα χαρακτηριστικά: Η εΞουσία τόυ είχε τελειώσει. Ηταν ένα
μελαχρινό του στήθοε κι άρχισε να δουλεύει από φόβο, καθώε αυτόε γινόταν όλο και μεθύσι. Μπαε κι είχε πιει; Τώρα τα έβλεπε όλα: τα λερωμένα έπιπλα, το κρεβάτι, τη
πιο αδυσώπητοε. Το πρωί τηε τέταρτηε νύχταε κατά τιε πέντε η ώρα, πριν ακόμα ρημαγμένη ντουλάπα. Το κεφάλι τηε ήταν βαρύ, αλλά βρισκόταν στη θέση του. Είπε:
καλοΞημερώσει, την αγκάλιασε για τελευταία φορά. Το μεσημέρι έκανε άλλη μια φορά «Σηκωθείτε και κουμπώστε το πουκάμισο σαε!» Αυθόρμητα υπάκουσε. «Τι σ' έπιασε;»
μπάνιο και μετά το φαγητό γύρισε την πλάτη στα βασανισμένα τηε μάτια κι έφυγε απ' ρώτησε. «Τίποτα. Μπορείτε να φύγετε. Αν χρειάζεστε κάτι, χτυπήστε το κουδούνι για
το σπίτι. Τον περίμενε στο παράθυρο χωρίε να τολμάει να τραβήΞει τιε κουρτίνεε, από την υπηρέτρια!» Σηκώθηκε Εεδιπλώνονταε ολόκληρο το ύψοε του. Αλλά το δο:>μάτιο
φόβο μήπωε αυτόε μπει μέσα και βρει το φωε πολύ έντονο - τιε κράταγε μισό απόγευμα ήταν αρκετά μεγάλο, ώστε να του ταιριάζει. Είπε «Μείνετε δω!» με σιδερένια φωνή - κι
με το χέρι. Οσο γΓ αυτόν, τριγύριζε εδώ κι εκεί στην πόλη, έπινε σε διάφορα μπαρ (είχε εκείνη έφυγε. Επεσε στην πολυθρόνα γελώνταε, αλλ' αυτό δεν ήταν αρκετό για να
τσεπώσει μερικά χρήματα), άφηνε ηγεμονικά φιλοδωρήματα και λίγο μετά τιε έΕι το εΞολοθρέψει την επανάσταση. Εκείνη πήγε στην πόρτα και αμέσωε μετά βγήκε έΞω με
απόγευμα σταμάτησε ένα κορίτσι που είχε βγει έΕω από ένα μαγαζί. Ηταν ντροπαλή βήμα σταθερό. Εμεινε για λίγο καθισμένοε και κοίταΞε ένα γύρο τα έπιπλα. Υπήρχαν
και χλομή. Την πήρε αγκαζέ και πήγαν σε μια ταβέρνα τρίτηε κατηγορίαε, όπου έφαγαν μερικά ωραία κομμάτια. Μετά βγήκε έΞω. Γιατί μεε στο κεφάλι του είχε ανάψει ένα φωε.
για το βράδυ βασιλικά. Η αυτοπεποίθησή τηε μεγάλωσε. Εκείνοε δε μιλούσε σχεδόν Πήρε μαζί του ένα κουτί με πούρα, άρπαΞε το σκληρό καπέλο του απ' την κρεμάστρα
καθόλου, μόνο που εΕαιτίαε τηε αλλαγήε που επιζητούσε είχε υιοθετήσει έναν κι έφυγε απ' το σπίτι σφυρίζο-νταε με το κουτί κάτω απ' τη μασχάλη του, χωρίε να
κολακευτικό τόνο. Μετά έκαναν ένα δίωρο περίπατο στο πάρκο και κατά τη διάρκειά πάρει οτιδήποτε άλλο. Ετσι είχε έρθει. (Χωρίε το κουτί, αλλ' αυτό τώρα πια ήταν
του φίλησε το χλομό τηε μπράτσο, μια φορά μεε στιε σκοτεινέε φυλλωσιέε και την άλλη μισοάδειο.) Η χήρα Μαρί Πφαφ έκανε ένα μπάνιο. Πλήθηκε καλά, έκατσε για το
φορά στο άσπρο φωε τηε ασφάλτου. Οταν πήγε εννιά η ώρα, την πήρε μαζί του στο μεσημεριανό φαγητό στην τακτοποιημένη τραπεζαρία τηε, χτύπησε δυνατά το κουδού-
σπίτι. Η χήρα Πφαφ άνοιΕε η ίδια την πόρτα και μετά σκόνταψε προε τα πίσω, αλλά νι για την υπηρέτρια και, πριν φάει, έλεγΞε τουε λογαριασμούε του νοικοκυριού. Τότε
πολύ ελαφρά, σαν να 'ταν πάνω σ' ελατήρια. Εκείνοε οδήγησε το κορίτσι, με το χέρι χτύπησε το καμπανάκι - κι ο άντραε είχε γυρίσει πίσω. Σκόπευε να κάνει μια βίαιη
γύρω απ' το μπράτσο τηε, απ' το διάδρομο στο δωμάτιο. Πάνω κει κοίταΕε τη χήρα κι είσοδο, αλλά αυτή τη φορά δε βρισκόταν στην κατάλληλη διάθεση και μαζεύτηκε.
αυτή βγήκε έΕω. Στρογ-γυλοκάθισε μαζί με το κορίτσι στο τραπέζι κι έφερε με Σίγουρα μύρισε κάτι σάπιο στην ατμόσφαιρα. Ακουσε τη γυναίκα να λέει: «Δώστε του
χοροπηδηχτό βήμα κονιάκ και γλυκό κρασί, καθώε και μερικά γλυκά. Τρώγανε, αυτόε να φάει στην κουζίνα». Τότε, καθώε η υπηρέτρια τον οδηγούσε στην κουζίνα, σφύριΕε
κοίταζε καρφωτά τα γόνατά τηε και κείνη σιγά σιγά μέθαγε κι άρχισε να τραγουδά και σιγανά. Πεινούσε και κάτι είχε τραβήΕει την προσοχή του. Πίνονταε τον καφέ τηε, η
να γελά. Στο τέλοε κατέληΕε να στριγκλίζει. Την οδήγησε στον πέτσινο καναπέ για να γυναίκα ρώτησε αν «το κάθαρμα» είχε φύγει. Δεν ντρεπόταν καθόλου πια. Η υπηρέτρια
κοιμηθεί μέχρι να Εεμεθύσει. «Το κρεβάτι παραείναι πολυτέλεια για σένα», είπε και απάντησε καταφατικά κι η χήρα Πφαφ έφυγε. Πήγε σ' ένα καφέ όπου σύχναζαν κυρίεε
Εάπλωσε ο ίδιοε με τιε μπότεε στο κρεβάτι. Στο μεταΕύ η χήρα πέρασε τη νύχτα τηε στο με τιε οποίεε είχε φιλικέε σχέσειε. Μόλιε πλησίασε το τραπέζι τουε, έπεσε σιωπή. Δεν
λουτρό από ντροπή για το τι θα σκεφτεί η υπηρέτριά τηε. Καθώε το πρωινό έκανε την ήταν καθόλου άνετα - η συντροφιά τηε το 'χε μάθει, μπορούσαν να το μυρίσουν πάνω
εμφάνισή του γκρίζο και γαλακτερό μέσα απ' το χρωματιστό τζάμι, η σύγκρουση μεε τηε. Ηταν χαμένη. Δεν έμεινε πολύ, σηκώθηκε σύντομα να φύγει. Πήγε περίπατο.
στην ψυχή τηε άρχισε να πιέζει γι' αποφάσειε. Νίκησε. Σηκώθηκε και βγήκε στο Πρώτα πέρασε από μαγαζιά χωρίε ν' αγοράσει τίποτα, μετά από κήπουε και στη
διάδρομο. Πήρε το παλτό και το καπέλο τηε κι έφυγε απ' το σπίτι. Οταν κατά τιε δέκα η συνέχεια πήγε ακόμα μακρύτερα. Σκεφτόταν το ρεμάλι κι ένιωθε μια αδυναμία στα
ώρα επέστρεψε, η υπηρέτρια έλειπε κι ο άντραε ήταν Εαπλωμένοε στη σεζλόνγκ. Στο γόνατα. Τριγύρναγε έτσι από δω κι από κει ωε το απόγευμα.
δωμάτιο επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία, όπωε μετά από ένα όργιο. Δε βρισκόταν Ηταν Σεπτέμβρηε, χλιαρή ατμόσφαιρα, ψηλόε ουρανόε. Κατά τιε εννιά κάποιοε
στα κέφια του και την υποδέ χτηκε με προκλητική ειρωνεία. Κοιμήθηκε καλά; Δεν είχε
δει το φάντασμα πάνω στο δερμάτινο καναπέ; Ενα ζώο ήταν Ξαπλωμένο στον καναπέ
κι ένα στο κρεβάτι, έτσι; Το πιοτό ήταν ώριμο, αλλά η αγάπη του μόλιε άρχιζε. Ετσι κι
αλλιώε έπρεπε να βρεθεί αμέσωε πιοτό. Ελπιζε ότι είχε χρήματα πάνω τηε - αν όχι, δε
θα 'πρε-πε να τη σταματήσει τίποτ' απ' το να βρει. Στεκόταν στο τραπέζι και τον
BHMAgailKI φ
ΓΕΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Α.Ε
φβΗ
ΡΓΕΚ
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

Tns
μίλησε.
Ηταν
ένα5
νεαροί,
μάλλον
αδύνατο
ε και με
καλοσυν
άτα
μάτια.
Δεν ήταν
θρασύε.
Του
επέτρεψε
να την
πιάσει
αγκαζέ.
Κάνανε
ακόμα
μια ώρα
περί-
πατο
στο
πάρκο.
Σ' όλα
τα
παγκάκι
α
κάθοντα
ν
ερωτικά
ζευγάρι
α σε
περίεργα
συμπλέγ
ματα - οι
φυλλωσι
έε δεν
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

τουε
έκρυβαν
εντελώε.
Μιλούσ
αν
ελάχιστ
α.
Εκείνο5
ms είπε
για T I S
σπουδέε
γερμανικ
ήε
φιλολογί
αε που
έκανε. Τ'
αστέρια
λάμπανε
υγρά.
Πήγαν
σπίτι.
Σκεφτότ
αν: Δεν
μπορώ
να μείνω
μόνη τη
νύχτα.
Κάθε
αρχή και
δύσκολη
.
Σκεφτότ
αν
εκείνον.
Τα
γόνατά
τηε τον
σκέφτον
ταν. Ετσι
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

επέτρεψε
στο
νεαρό ν'
ανέβει
πάνω.
Αυτόε
δεν
αρνήθηκ
ε.
Πέρασα
ν το
διάδρομ
ο
πατώντ
αε στιε
μύτεε
των
ποδιών
τουε και
μπήκαν
στο δω-
μάτιο. Η
γυναίκα
απέφυγε
ν'
ανάψει
το cpcos.
Με5 στο
σκοτάδι
βρίσκοντ
αν πιο
κοντά.
Πήρε το
νεαρό
απ' το
μπράτσο
και τον
οδήγησε
σφιγμέν
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

η πάνω
του στο
χωρίε
παράθυ
ρα
δωματιά
κι.
ΤράβηΕε
την
κουρτίν
α κι
άφησε
μια
μικρή
αδύνατη
κραυγή:
μέσα κει
ήταν
Ξαπλωμ
ένο το
μαυριδε
ρό
κάθαρμ
α με την
υπηρέτρι
α. Ο
νεαρόε
οπισθοχ
ώρησε
ωε το
κέντρο
του
δωματίο
υ. Η
γυναίκα
σωριάστ
ηκε στα
γόνατα,
έχωσε
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

το
κεφάλι
στο
κρεβάτι
κι
αφέθηκε
να
κλάψει
με
λυγμούε.
Το κά-
θαρμα
κοιμότα
ν. ·

You might also like