Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 143

√ÚıÔÁÚ·ÊÈÎfi - ÂÚÌËÓ¢ÙÈÎfi ÏÂÍÈÎfi

¢ã, ∂ã, ™Ùã ¢ËÌÔÙÈÎÔ‡

∆Ô ÏÂÍÈÎfi Ì·˜
™Y°°PAºEI™ °ÂÒÚÁÈÔ˜ ¢. ∫·„¿Ï˘, ∫·ıËÁËÙ‹˜ ÙÔ˘ ¶·ÓÂÈÛÙËÌ›Ô˘ πˆ·ÓÓ›ÓˆÓ
∞ı·Ó¿ÛÈÔ˜ ¶·Û¯¿Ï˘, ™¯ÔÏÈÎfi˜ Û‡Ì‚Ô˘ÏÔ˜
™Ù¤Ê·ÓÔ˜ ∆ÛÈ¿ÏÔ˜, ∂Î·È‰Â˘ÙÈÎfi˜
¢ËÌ‹ÙÚÈÔ˜ °Ô˘Ï‹˜, ∂Î·È‰Â˘ÙÈÎfi˜

KPITE™-A•IO§O°HTE™ µ·ÛÈÏÈ΋ ∆ÔηÙÏ›‰Ô˘, √ÌfiÙÈÌË ∫·ıËÁ‹ÙÚÈ· ÙÔ˘ ∞ÚÈÛÙÔÙÂÏ›Ԣ


¶·ÓÂÈÛÙËÌ›Ô˘ £ÂÛÛ·ÏÔӛ΢
∫ˆÓÛÙ·ÓÙ›ÓÔ˜ ¡¿ÙÛ˘, ™¯ÔÏÈÎfi˜ Û‡Ì‚Ô˘ÏÔ˜
∂˘ÛÙ·ı›· ÃÚÈÛÙÔÔ‡ÏÔ˘, ∂Î·È‰Â˘ÙÈÎfi˜

EIKONO°PAºH™H ª·Ú›· ƒ¿ÙË, ™ÎÈÙÛÔÁÚ¿ÊÔ˜-∂ÈÎÔÓÔÁÚ¿ÊÔ˜

ºI§O§O°IKH E¶IME§EIA ∞ÏÂÍ¿Ó‰Ú· ª¿ÛÈÔ˘, ºÈÏfiÏÔÁÔ˜

À¶∂À£À¡√π ∆√À ª∞£∏ª∞∆√™ ¶¤ÙÚÔ˜ ªÂÚÂÚ‹˜, ™‡Ì‚Ô˘ÏÔ˜ ÙÔ˘ ¶. π.


∫∞∆∞ ∆∏ ™À°°ƒ∞º∏ ÃÚ‹ÛÙÔ˜ ¶··Ú›˙Ô˜, ™‡Ì‚Ô˘ÏÔ˜ ÙÔ˘ ¶. π.

À¶∂À£À¡∏ ∆√À À¶√∂ƒ°√À ¶ËÓÂÏfiË ¶··˚ˆ¿ÓÓÔ˘, ºÈÏfiÏÔÁÔ˜

∂•øºÀ§§√ ∞ÓÙÒÓÈÔ˜ ∫¤ÏÏ˘, ∂ÈηÛÙÈÎfi˜ ηÏÏÈÙ¤¯Ó˘

¶POEKTY¶øTIKE™ EP°A™IE™ ACCESS °Ú·ÊÈΤ˜ T¤¯Ó˜ A.E.

°ã ∫.¶.™. / ∂¶∂∞∂∫ ππ / ∂Ó¤ÚÁÂÈ· 2.2.1 / ∫·ÙËÁÔÚ›· ¶Ú¿ÍÂˆÓ 2.2.1.·:


«∞Ó·ÌfiÚʈÛË ÙˆÓ ÚÔÁÚ·ÌÌ¿ÙˆÓ ÛÔ˘‰ÒÓ Î·È Û˘ÁÁÚ·Ê‹ Ó¤ˆÓ ÂÎ·È‰Â˘ÙÈÎÒÓ ·Î¤ÙˆÓ»

¶∞π¢∞°ø°π∫√ π¡™∆π∆√À∆√
ªÈ¯¿Ï˘ ∞Á. ¶··‰fiÔ˘ÏÔ˜
√ÌfiÙÈÌÔ˜ ∫·ıËÁËÙ‹˜ ÙÔ˘ ∞.¶.£.
¶Úfi‰ÚÔ˜ ÙÔ˘ ¶·È‰·ÁˆÁÈÎÔ‡ πÓÛÙÈÙÔ‡ÙÔ˘

¶Ú¿ÍË Ì ٛÙÏÔ: «™˘ÁÁÚ·Ê‹ Ó¤ˆÓ ‚È‚Ï›ˆÓ Î·È ·Ú·ÁˆÁ‹


˘ÔÛÙËÚÈÎÙÈÎÔ‡ ÂÎ·È‰Â˘ÙÈÎÔ‡ ˘ÏÈÎÔ‡ Ì ‚¿ÛË
ÙÔ ¢∂¶¶™ Î·È Ù· ∞¶™ ÁÈ· ÙÔ ¢ËÌÔÙÈÎfi Î·È ÙÔ NËÈ·ÁˆÁ›Ի

∂ÈÛÙËÌÔÓÈÎfi˜ À‡ı˘ÓÔ˜ ŒÚÁÔ˘


°ÂÒÚÁÈÔ˜ ∆‡·˜
MfiÓÈÌÔ˜ ¶¿Ú‰ÚÔ˜ ÙÔ˘ ¶·È‰·ÁˆÁÈÎÔ‡ πÓÛÙÈÙÔ‡ÙÔ˘

∞Ó·ÏËÚˆÙ‹˜ ∂ÈÛÙËÌÔÓÈÎfi˜ À‡ı˘ÓÔ˜ ŒÚÁÔ˘


°ÂÒÚÁÈÔ˜ √ÈÎÔÓfiÌÔ˘
MfiÓÈÌÔ˜ ¶¿Ú‰ÚÔ˜ ÙÔ˘ ¶·È‰·ÁˆÁÈÎÔ‡ πÓÛÙÈÙÔ‡ÙÔ˘

ŒÚÁÔ Û˘Á¯ÚËÌ·ÙÔ‰ÔÙÔ‡ÌÂÓÔ 75% ·fi ÙÔ ∂˘Úˆ·˚Îfi ∫ÔÈÓˆÓÈÎfi ∆·ÌÂ›Ô Î·È 25% ·fi ÂıÓÈÎÔ‡˜ fiÚÔ˘˜.
À¶√Àƒ°∂π√ ∂£¡π∫∏™ ¶∞π¢∂π∞™ ∫∞𠣃∏™∫∂Àª∞∆ø¡
¶∞π¢∞°ø°π∫√ π¡™∆π∆√À∆√

°ÂÒÚÁÈÔ˜ ¢. ∫·„¿Ï˘
∞ı·Ó¿ÛÈÔ˜ ¶·Û¯¿Ï˘
™Ù¤Ê·ÓÔ˜ ∆ÛÈ¿ÏÔ˜
¢ËÌ‹ÙÚÈÔ˜ °Ô˘Ï‹˜

√ÚıÔÁÚ·ÊÈÎfi - ÂÚÌËÓ¢ÙÈÎfi ÏÂÍÈÎfi


¢ã, ∂ã, ™Ùã ¢ËÌÔÙÈÎÔ‡

∆Ô ÏÂÍÈÎfi Ì·˜

OP°ANI™MO™ EK¢O™Eø™ ¢I¢AKTIKøN BIB§IøN


A£HNA
ªÂ ·fiÊ·ÛË Ù˘ ∂ÏÏËÓÈ΋˜ ∫˘‚¤ÚÓËÛ˘ Ù· ‰È‰·ÎÙÈο ‚È‚Ï›· ÙÔ˘
¢ËÌÔÙÈÎÔ‡, ÙÔ˘ °˘ÌÓ·Û›Ô˘ Î·È ÙÔ˘ §˘Î›Ԣ Ù˘ÒÓÔÓÙ·È ·fi ÙÔÓ
√ÚÁ·ÓÈÛÌfi ∂ΉfiÛˆ˜ ¢È‰·ÎÙÈÎÒÓ µÈ‚Ï›ˆÓ Î·È ‰È·Ó¤ÌÔÓÙ·È ‰ˆÚÂ-
¿Ó ÛÙ· ¢ËÌfiÛÈ· ™¯ÔÏ›·. ∆· ‚È‚Ï›· ÌÔÚ› Ó· ‰È·Ù›ıÂÓÙ·È ÚÔ˜
ÒÏËÛË, fiÙ·Ó Ê¤ÚÔ˘Ó ‚È‚ÏÈfiÛËÌÔ ÚÔ˜ ·fi‰ÂÈÍË Ù˘ ÁÓËÛÈfiÙË-
Ù¿˜ ÙÔ˘˜. ∫¿ı ·ÓÙ›Ù˘Ô Ô˘ ‰È·Ù›ıÂÙ·È ÚÔ˜ ÒÏËÛË Î·È ‰Â ʤÚÂÈ
‚È‚ÏÈfiÛËÌÔ, ıˆÚÂ›Ù·È ÎÏ„›Ù˘Ô Î·È Ô ·Ú·‚¿Ù˘ ‰ÈÒÎÂÙ·È Û‡Ì-
ʈӷ Ì ÙȘ ‰È·Ù¿ÍÂȘ ÙÔ˘ ¿ÚıÚÔ˘ 7, ÙÔ˘ ¡fiÌÔ˘ 1129 Ù˘ 15/21
ª·ÚÙ›Ô˘ 1946 (ºEK 1946, 108, Aã).

BIB§IO™HMO

∞·ÁÔÚ‡ÂÙ·È Ë ·Ó··Ú·ÁˆÁ‹ ÔÔÈÔ˘‰‹ÔÙ ÙÌ‹Ì·ÙÔ˜ ·˘ÙÔ‡ ÙÔ˘ ‚È‚Ï›Ô˘, Ô˘


ηχÙÂÙ·È ·fi ‰ÈηÈÒÌ·Ù· (copyright), ‹ Ë ¯Ú‹ÛË ÙÔ˘ Û ÔÔÈ·‰‹ÔÙ ÌÔÚÊ‹,
¯ˆÚ›˜ ÙË ÁÚ·Ù‹ ¿‰ÂÈ· ÙÔ˘ ¶·È‰·ÁˆÁÈÎÔ‡ πÓÛÙÈÙÔ‡ÙÔ˘.
Περιεχόμ εν α

1. Πώς θα χρησιµοποιήσουµε το Λεξικό µας 6

2. Συντοµογραφίες, Ειδικά Σύµβολα, Αρκτικόλεξα 9

3. Το Λεξικό µας Α - Ω 11

4. Η προφορά των φθόγγων 252

5. H σηµασία των λέξεων (Oµώνυµα ή Οµόηχα, Παρώνυµα,


Συνώνυµα και Αντίθετα, Ταυτόσηµα) 254

6. Ο τονισµός των λέξεων 257

7. Η γραφή των αριθµητικών 259

8. Πίνακες κλιτικών παραδειγµάτων 262

9. Το λεξιλόγιο των Hλεκτρονικών Υπολογιστών 278

10. Γεγονότα - Σταθµοί της Ελληνικής Ιστορίας 282


1.
το Λεξικό μας
θ α χρησιμοποιή σουμ
ε

Αγαπητά µας παιδιά!


Το Λεξικό που έχετε στα χέρια σας δε µοιάζει τόσο µε τα Λεξικά για
µεγάλους, που ίσως γνωρίζετε µέχρι σήµερα. Σκοπός του είναι να γίνει
ο αχώριστος σύντροφος στις καθηµερινές σας περιπλανήσεις µέσα στον
πλούσιο κόσµο της ελληνικής µας γλώσσας. Θα σας διευκολύνει στις
αναζητήσεις σας σχετικά µε τη γλώσσα και τη γνωριµία σας µε πολλές
πλευρές της. Θα πληροφορηθείτε, δηλαδή, τι σηµαίνει η κάθε λέξη, πώς
γράφεται, ποιες άλλες λέξεις έχουν περίπου την ίδια σηµασία και πολλά
άλλα.
Εµείς, θέλοντας να σας βοηθήσουµε να χρησιµοποιείτε σωστά και
εύκολα το Λεξικό που ετοιµάσαµε, επιλέξαµε έναν ιδιαίτερο τρόπο για
να σας το παρουσιάσουµε:
Χωρίσαµε το Λεξικό µας σε τρεις στήλες:

κοιτάζω 1. (μτβ.) στρέφω το Συνών.: παρατηρώ (1)


(Ρήμα, Ρ3) βλέμμα σε κάποιον ή Σύνθ.: αγριοκοιτάζω, κρυ-
(ενεστ. κοι-τά-ζω, κάτι: ►Κοιτούσε από το φοκοιτάζω, γλυκοκοιτάζω
αόρ. κοίταξα, παθ. παράθυρό του μακριά τη Οικογ. Λέξ.: κοίταγμα
αόρ. κοιτάχτηκα, θάλασσα. Φράσεις: ►Κοιτάζω με
παθ. μτχ. κοιταγμέ- μισό μάτι (= περιφρονώ
2. (μτβ.) φροντίζω,
νος) κάποιον) ►Κοιτάζω στα
νοιάζομαι για κάποιον
[αρχ. κοιτάζω < μάτια (= είμαι απόλυτα
κοίτη (= κρεβάτι)] ή για κάτι: ►Κοίταξε τους
ειλικρινής) ►Για κοίτα να
γονείς του στα γεράματα.
δεις! (= για φαντάσου!)
3. (μτβ.) εξετάζω κάτι
με ιδιαίτερη προσοχή,
ελέγχω: ►Κοιτάζω τη
μηχανή του αυτοκινήτου
πριν από κάθε ταξίδι.

6
Η αριστερή στήλη περιλαµβάνει την ίδια τη λέξη µε την ορθογραφία
της (κοιτάζω), το είδος της λέξης (Ρήµα), ενώ ο κωδικός Ρ3 παραπέµπει
στον τρόπο µε τον οποίο κλίνεται το ρήµα στο τέλος του Λεξικού.
Όταν δεν υπάρχει αντίστοιχος κωδικός, θα βρίσκουµε περισσότερες
πληροφορίες για την κλίση της λέξης στη σχολική Γραµµατική.
Ακολουθεί ο τρόπος που χωρίζουµε τη λέξη σε συλλαβές (κοι-τά-ζω),
οι βασικοί χρόνοι του ρήµατος (ενεστ. κοι-τά-ζω, αόρ. κοίταξα, παθ. αόρ.
κοιτάxτηκα, παθ. µτχ. κοιταγµένος), καθώς και η βασική ετυµολογία
της λέξης, δηλ. η ηλικία και η προέλευσή της [αρχ. κοιτάζω < κοίτη
(= κρεβάτι)]. Στη στήλη αυτή θα συναντήσουµε συχνά και κάποιες
γραµµατικές ή ορθογραφικές υποδείξεις.
Η µεσαία στήλη µάς πληροφορεί για τις σηµασίες της λέξης:
1. (μτβ.) στρέφω το βλέμμα σε κάποιον ή κάτι
2. (μτβ.) φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι
3. (μτβ.) εξετάζω κάτι με ιδιαίτερη προσοχή, ελέγχω
Για κάθε σηµασία δίνουµε ένα παράδειγµα, που περιλαµβάνει τη
συγκεκριµένη λέξη, για να δείξουµε τον τρόπο που τη χρησιµοποιούµε
στο λόγο. Το µπλε χρώµα στο παράδειγµα δείχνει τον τρόπο που
συντάσσεται η λέξη, όταν αυτή είναι ρήµα (Κοιτούσε από το παράθυρό
του µακριά τη θάλασσα).
Η δεξιά στήλη περιλαµβάνει τα Aντίθετα, αν υπάρχουν, και
τα Συνώνυµα (παρατηρώ (1)). Ο αριθµός (1) δείχνει ότι η λέξη πριν
από αυτόν (παρατηρώ) είναι συνώνυµη µε την πρώτη σηµασία του
λήµµατος (1. στρέφω το βλέμμα σε κάποιον ή κάτι). Ακολουθούν,
επίσης, οι Οικογένειες Λέξεων (κοίταγµα), τα Σύνθετα (αγριοκοιτάζω,
κρυφοκοιτάζω, γλυκοκοιτάζω) και οι Φράσεις. Εδώ θα συναντήσουµε
στερεότυπες φράσεις και ιδιωτισµούς, που χρησιµοποιούνται πάντα
µε τον ίδιο τρόπο κι έχουν αποκτήσει ξεχωριστή σηµασία ( ►Κοιτάζω
µε µισό µάτι (= περιφρονώ κάποιον). Έτσι εµπλουτίζουµε περισσότερο
τις γνώσεις µας για κάθε λέξη, µαθαίνοντας ιδιαίτερες σηµασίες και
έννοιες, που αυτή έχει αποκτήσει στο µεγάλο ταξίδι της.
Πολύ συχνά, κυρίως όταν η λέξη που εξετάζουµε είναι ουσιαστικό,
θα βρούµε και τα Προσδιοριστικά. Πρόκειται για λέξεις, που συνήθως
«συνοδεύουν» το λήµµα, όπως, για παράδειγµα, στο ουσιαστικό λιµάνι
τα προσδιοριστικά είναι φυσικό, απάνεµο, εµπορικό, διεθνές.
Όταν η λέξη που εξετάζουµε είναι επίθετο, θα βρούµε αντίστοιχα τα
Προσδιοριζόµενα.
7
λιμάνι (το) 1. φυσική ή τεχνητή Συνών.: σκάλα (1)
(Ουσιαστικό, Ο36) διαμόρφωση παραλίας ή Σύνθ.: λιμεναρχείο, λιμενο-
(λι-μά-νι, γεν. -ού, όχθης ποταμού ή λίμνης φύλακας, μικρολίμανο
πληθ. -α) για την προστασία και Οικογ. Λέξ.: λιμενικός,
[µτγν. λιµένιον, λιμενίσκος
το αγκυροβόλημα των
υποκορ. του αρχ. Προσδιορ.: φυσικό, απάνε-
πλοίων: ►Το καράβι έδε- μο, εμπορικό, διεθνές (1)
λιµDν]
σε στο λιμάνι λόγω της
θαλασσοταραχής.
2. (μτφ.) τόπος ή άνθρω-
πος στον οποίο αναζητεί
κανείς ασφάλεια, κατα-
φύγιο: ►Βρήκε στους
συγγενείς του ένα λιμάνι
γαλήνης και ηρεμίας.

Οι χαρακτηρισµοί έµψυχα και άψυχα που βρίσκουµε στα επίθετα


δείχνουν αν το επίθετο «συνοδεύει» έµψυχα ή άψυχα ουσιαστικά ή και
τα δύο.
Η βοήθεια, όµως, που προσφέρει το Λεξικό µας δε σταµατά µόνο
εδώ. Σε ξεχωριστές ενότητες δίνονται πληροφορίες για τα παρακάτω:
• Πώς προφέρουµε τους φθόγγους της γλώσσας µας.
• Τι είναι οµώνυµα, παρώνυµα, συνώνυµα, ταυτόσηµα.
• Πώς και πότε τονίζουµε τις λέξεις στην ελληνική γλώσσα.
• Πώς γράφουµε τα αριθµητικά (ένα, δύο, δεκαπέντε κ.λπ.).
Ακολουθούν:
• Πίνακες µε κλιτικά παραδείγµατα ονοµάτων και ρηµάτων.
• Ένα µικρό λεξιλόγιο µε την ορολογία που συναντούµε στους
Η/Υ (Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές).
• Ένας πίνακας µε τα σπουδαιότερα πολιτικά και πολιτιστικά
γεγονότα της ελληνικής ιστορίας, που περιλαµβάνει, επίσης,
χρονολογίες - σταθµούς για την τεχνολογική πρόοδο στην
Ελλάδα.

8
2. Συντομογραφίες
ά. άρθρο µεσν. µεσαιωνικός, -ή, -ό
αγγλ. αγγλικά µεταφρ. δάν. µεταφραστικό δάνειο
άκλ. άκλιτος, -η, -ο µτβ. µεταβατικό
αµτβ. αµετάβατο µτγν. µεταγενέστερο
ανατοµ. ανατοµία µτφ. µεταφορά
ανισοσύλλ. ανισοσύλλαβος, -η, -ο µτχ. µετοχή
Αντίθ. Αντίθετα Οικογ. Λέξ. Οικογένεια Λέξεων
αντων. αντωνυµία ορ. οριστική
αόρ. αόριστος ουδ. ουδέτερο
αριθµτ. αριθµητικό ουσ. ουσιαστικό
αρσ. αρσενικό παθ. παθητική φωνή
αρχ. αρχαίος, -α, -ο παραθ. παραθετικά
αρχαιόκλ. αρχαιόκλιτος, -η, -ο Παροιµ. παροιµία
βιολ. βιολογία πληθ. πληθυντικός
βλ. βλέπε πολιτ. πολιτική
γαλλ. γαλλικά πρκ. παρακείµενος
γεν. γενική πρόθ. πρόθεση
γεωγρ. γεωγραφία Προσδιορ. Προσδιοριστικά
γεωµ. γεωµετρία Προσδιοριζ. Προσδιοριζόµενα
γλωσσ. γλωσσολογία προστ. προστακτική
γραµµ. γραµµατική πρότ. πρόταση
ελνστ. ελληνιστικό πρτ. παρατατικός
ενεργ. ενεργητική φωνή ρ. ρήµα
ενεστ. ενεστώτας σελ. σελίδα
εξακολ. εξακολουθητικός σηµ. σηµείωση
επίθ. επίθετο στερ. στερητικό
επίρρ. επίρρηµα σύνδ. σύνδεσµος
ετυµ. ετυµολογία συνεκδ. συνεκδοχικά
θηλ. θηλυκό Σύνθ. Σύνθετα
ιατρ. ιατρική συνοπτ. συνοπτικός
ισοσύλλ. ισοσύλλαβος Συνών. Συνώνυµα
ιταλ. ιταλικά τυπογρ. τυπογραφία
κεφ. κεφαλαίο υπερσ. υπερσυντέλικος
λ. λέξη υποκορ. υποκοριστικό
λατιν. λατινικά υποτ. υποτακτική
λόγ. λόγιος φυσ. φυσική
µαθηµ. µαθηµατικά φων. φωνήεν
µέλλ. µέλλοντας χηµ. χηµεία

Ειδικά Σύμβολα
► περικλείουν την ετυµολογία µιας λέξης
► δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται αριστερά
προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται δεξιά
► χρησιµοποιείται για επανάληψη της
προηγούµενης λέξης ή φράσης
9
Α.Ε. = Ανώνυµη Εταιρεία
Α.Π.Θ. = Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης
Β. = Βορράς, Βόρεια
ΒΑ. = Βορειοανατολικός
Γ.Γ.Α. = Γενική Γραµµατεία Αθλητισµού
Γ.Ε.Α. = Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας
Γ.Ε.Εθ.Α. = Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άµυνας
Γ.Ε.Ν. = Γενικό Επιτελείο Ναυτικού
Γ.Ε.Σ. = Γενικό Επιτελείο Στρατού
Γ.Σ.Ε.Ε. = Γενική Συνοµοσπονδία Εργατών Ελλάδας
Δ.Ε.Η. = Δηµόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισµού
Δ.Ε.Θ. = Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης
Aρκτικόλεξα

Δ.Ο.Ε. = 1. Διεθνής Ολυµπιακή Επιτροπή


2. Διδασκαλική Οµοσπονδία Ελλάδας
Δ.Ο.Υ. = Δηµόσια Οικονοµική Υπηρεσία
Ε.Ε. = Ευρωπαϊκή Ένωση
Ε.Ε.Σ. = Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός
ΕΛ.ΑΣ. = Ελληνική Αστυνοµία
ΕΛ.ΤΑ. = Ελληνικά Ταχυδροµεία
Ε.Μ.Υ. = Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία
Ε.Ο.Κ. = Ευρωπαϊκή Οικονοµική Κοινότητα
Ε.Ο.Τ. = Εθνικός Οργανισµός Τουρισµού
Ε.Ρ.Τ. = Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση
Ε.Σ.Υ. = Εθνικό Σύστηµα Υγείας
Ε.ΥΔ.Α.Π. = Εταιρεία Ύδρευσης Αποχέτευσης Πρωτεύουσας
Η.Π.Α. = Ηνωµένες Πολιτείες Αµερικής
Ι.Κ.Α. = Ίδρυµα Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Κ.Τ.Ε.Λ. = Κοινό Ταµείο Εισπράξεων Λεωφορείων
Κ.Τ.Ε.Ο. = Κέντρο Τεχνικού Ελέγχου Οχηµάτων
Ο.Α. = Ολυµπιακή Αεροπορία
Ο.Α.Ε.Δ. = Οργανισµός Απασχολήσεως Εργατικού
Δυναµικού
Ο.Α.Σ.Α. = Οργανισµός Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών
Ο.Α.Σ.Θ. = Οργανισµός Αστικών Συγκοινωνιών Θεσ/νίκης
Ο.Γ.Α. = Οργανισµός Γεωργικών Ασφαλίσεων
Ο.Η.Ε. = Οργανισµός Ηνωµένων Εθνών
Ο.Σ.Ε. = Οργανισµός Σιδηροδρόµων Ελλάδας
Ο.Τ.Ε. = Οργανισµός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας
ΠΡΟ-ΠΟ = Προγνωστικά Ποδοσφαίρου
Ρ.Ι.Κ. = Ραδιοφωνικό Ίδρυµα Κύπρου
Τ.Ε.Ι. = Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα
ΥΠ. ΕΞ. = Υπουργείο Εξωτερικών
Φ.Π.Α. = Φόρος Προστιθέµενης Αξίας
Ω.Ρ.Λ. = Ωτορινολαρυγγολόγος

10
άβουλος, -η, -ο αυτός που δεν έχει δική Συνών.: διστακτικός
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα) του θέληση, αποφασιστι- Οικογ. Λέξ.: άβουλα (ε-
(ά-βου-λος) κότητα και πρωτοβουλία: πίρρ.)
[αρχ. Rβουλος < S Προσδιοριζ.: χαρακτήρας,
►Στις δύσκολες στιγμές είναι
στερ. + βουλD (= πλάσμα, πλήθος
συνήθως άβουλος, δεν παίρνει
γνώµη, σκέψη)]
αποφάσεις.
αγανακτώ και 1. (αμτβ.) θυμώνω, οργίζο- Συνών: δυσφορώ, εξοργί-
αγαναχτώ μαι: ►Οι επιβάτες αγανάκτη- ζομαι, δυσανασχετώ (1)
(Ρήμα, Ρ6) σαν από τη μεγάλη καθυστέ- Οικογ. Λέξ.: αγανάκτηση
(ενεστ. α-γα-να-κτώ, ρηση του αεροπλάνου.
αόρ. αγανάκτησα, 2. (μτβ.) εκνευρίζω, εξορ-
παθ. μτχ. αγανακτι-
γίζω: ►Μας αγανάκτησε με
σμένος)
[αρχ. SγανακτU] την αδικαιολόγητη επιμονή
του.

αγγελία (η) γραπτή ή προφορική εί- Συνών.: γνωστοποίηση,


(Ουσιαστικό, Ο19) δηση, μήνυμα, πληροφο- ανακοίνωση
(αγ-γε-λί-α) Σύνθ.: αγγελιοφόρος, εξαγ-
ρία: ►Διάβασα με χαρά την
[λόγ. < αρχ. Sγγελία γελία, παραγγελία, προα-
αγγελία του γάμου σου. ναγγελία, εισαγγελία
< Rγγελος]
Οικογ. Λέξ: άγγελος, άγ-
γελμα, αγγελτήριο
Προσδιορ.: έκτακτη, επίση-
μη, μικρή, χαρμόσυνη

αγέλη (η) 1. κοπάδια από ζώα, που Συνών: μπουλούκι, μάζα


(Ουσιαστικό, Ο25) ζουν ή βόσκουν μαζί: ►Το (2)
(α-γέ-λη) χειμώνα οι αγέλες των λύκων
[λόγ. < αρχ. Sγέλη < βρίσκουν πιο δύσκολα την
Rγω (= οδηγώ)] τροφή τους.

11
αγενής
2. (μτφ.) πλήθος ανθρώ-
πων που παρασύρεται
εύκολα: ►Μερικές φορές το
πλήθος συμπεριφέρεται σαν
αγέλη.

αγενής, -ής, -ές αυτός που δεν έχει τρό- Αντίθ.: ευγενικός
(Επίθετο, Ε9, έμψυχα) πους καλής συμπεριφο- Συνών: αδιάκριτος, αναι-
(α-γε-νής, γεν. -ούς ράς: ►Επειδή είναι αγενής, δής
και -ή, -ούς και -ή, δεν κάνει εύκολα φίλους. Οικογ. Λέξ.: αγενώς
-ούς και -ή, πληθ. (επίρρ.), αγένεια
-είς, -είς, -ή)
[αρχ. SγενDς < S
στερ. + γένος]

αγνοώ 1. (μτβ.) δεν ξέρω, δε γνω- Αντίθ: γνωρίζω, είμαι ενή-


(Ρήμα, Ρ6) ρίζω: ►Αγνοεί την ιστο- μερος (1)
(ενεστ. α-γνο-ώ, αόρ. ρία του τόπου του. ►Αγνοώ Οικογ. Λέξ.: άγνοια
αγνόησα, παθ. αόρ. ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του Φράσεις: ►Αγνοείται η
αγνοήθηκα, παθ. μτχ. διπλανού διαμερίσματος. τύχη του (= δεν υπάρχουν
αγνοημένος) γι’ αυτόν πληροφορίες)
►Αγνοούν ότι κατάγονται
[αρχ. SγνοU < S
στερ. + γιγνώσκω] από την ίδια περιοχή.
2. (μτβ.) αδιαφορώ, δε
δίνω σημασία, περιφρο-
νώ κάποιον ή κάτι: ►Μας
είδε χτες στην πλατεία, αλλά
μας αγνόησε εντελώς.
άγνωστος, -η, -ο αυτός που δεν τον ξέρου- Αντίθ.: γνωστός
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα με, που δεν τον έχουμε Συνών.: ανεξακρίβωτος,
και άψυχα) ξαναδεί: ►Ρωτούσε πληρο- ανεπιβεβαίωτος
(ά-γνω-στος) φορίες για κάποιον άνθρωπο, Προσδιοριζ.: περιβάλλον,
[αρχ. Rγνωστος < α αίτια (τα), παράγοντας,
που ήταν άγνωστος στο χωριό
στερ. + γνωστVς] πτυχή, προέλευση, πηγή
μας.
Φράσεις: ►Wγνωστοι αX
βουλαY τοZ \ψίστου (=
όταν κάτι εξαρτάται από
απροσδιόριστους παράγο-
ντες) ►Άγνωστο κείμενο (=
αδίδακτο κείμενο)
αγορά (η) 1. η απόκτηση αγαθών με Αντίθ.: πώληση (1)
(Ουσιαστικό, Ο18) χρήματα: ►Η αγορά των Συνών.: προμήθεια (1), πα-
(α-γο-ρά) επίπλων του σπιτιού μας έγι- ζάρι (2)
[αρχ. Sγορ^ < νε με δόσεις. Σύνθ.: λαχαναγορά, ψαρα-
Sγείρω (= συνα- γορά, κτηματαγορά, αγο-
θροίζω)] ρανομία, αγοραπωλησία
12
αγωγή
2. καθορισμένος χώρος Οικογ. Λέξ.: αγοράζω,
και τόπος στον οποίο γί- αγοραστής, αγοραστός,
νονται αγοραπωλησίες: αγορεύω, αγόρευση
►Όλη η οικογένεια επισκέ- Προσδιορ.: φτηνή, ακριβή,
χρηματιστηριακή (1, 2), λα-
φτηκε τη λαϊκή αγορά της
χειοφόρος (1), λαϊκή (2)
πόλης.
Φράσεις: ► Μαύρη αγορά
(= για παράνομη πώληση)

αγορεύω (αμτβ.) μιλώ σε δημόσια Σύνθ.: απαγορεύω, αναγο-


(Ρήμα, Ρ2) συγκέντρωση, βγάζω λό- ρεύω, υπαγορεύω
(ενεστ. α-γο-ρεύ-ω, Οικογ. Λέξ.: αγορά, αγο-
γο: ► Ο δικηγόρος αγόρευε
αόρ. αγόρευσα) ρητής, αγόρευση
για δύο ολόκληρες ώρες στην
[λόγ. < αρχ. Sγο-
αίθουσα του δικαστηρίου.
ρεύω < Sγορ^]

αγροίκος, -α, -ο αυτός που συμπεριφέ- Συνών.: τραχύς


(Επίθετο, Ε3, έμψυχα) ρεται με άσχημο τρόπο,
(αγ-ροί-κος) ο άξεστος, ο ακαλλιέρ-
[αρχ. Sγρο`κος < γητος: ►Είναι αγροίκος και
SγρVς + οaκος] προσβάλλει συνεχώς τους άλ-
λους.

αγρός (ο) χωράφι, καλλιεργήσιμη Συνών.: κτήμα


(Ουσιαστικό, Ο13) γη: ►Στη Θεσσαλία καλλιερ- Σύνθ.: αγροφύλακας,
(α-γρός) γούν απέραντους αγρούς με αγρόκτημα, αγροτεμάχιο,
[αρχ. SγρVς] σιτηρά. αγρανάπαυση (= σκόπιμη
διακοπή της καλλιέργειας
ενός αγρού)
Οικογ. Λέξ.: αγρότης,
αγροτιά, αγροτικός
άγχος (το) αγωνία, ανησυχία, ανα- Οικογ. Λέξ.: αγχώνω, αγ-
(Ουσιαστικό, Ο37) σφάλεια: ►Είχα πολύ μεγά- χώδης, αγχωτικός
(άγ-χος, γεν. -ους, λο άγχος για τα αποτελέσματα Προσδιορ.: ψυχοφθόρο,
πληθ. -η) των ιατρικών εξετάσεων. καθημερινό, έντονο
[λόγ. Rγχος < Rγχω
(= πνίγω)]

αγωγή (η) 1. η καθοδήγηση των μι- Συνών.: διαπαιδαγώγηση,


(Ουσιαστικό, Ο24) κροτέρων από τους με- παιδεία (1)
(α-γω-γή) γαλυτέρους, η ανατροφή, Σύνθ.: καταγωγή, παραγω-
[λόγ. < αρχ. SγωγD η εκπαίδευση: ►Η αγωγή γή, αναγωγή, προαγωγή,
< Rγω (= οδηγώ)] διαγωγή, συναγωγή, προ-
και η μόρφωση των νέων απο-
σαγωγή
τελούν υποχρέωση κάθε πολι-
τείας.
13
αγωγός
2. προσφυγή σε δικα- Προσδιορ.: κοινωνική, κυ-
στήρια για δικαιώματα κλοφοριακή, ηθική, θρη-
που έχουν παραβιαστεί: σκευτική, ειδική, αισθητι-
►Κατέθεσε αγωγή στο δικα- κή, σεξουαλική (1)
στήριο για τα ενοίκια που του
χρωστούσαν.
αγωγός (ο) 1. σωλήνας ή αυλάκι μέσα Σύνθ.: πετρελαιαγωγός,
(Ουσιαστικό, Ο13) από τον οποίο μεταφέρε- υδαταγωγός
(α-γω-γός) ται ή διοχετεύεται κάτι: Προσδιορ.: εναέριος, υπό-
[λόγ. < αρχ. SγωγVς ►Το φυσικό αέριο μεταφέρε- γειος (1), καλός, κακός, ηλε-
< Rγω (= οδηγώ)] ται με αγωγό. κτρικός (2)
2. (φυσ.) υλικό που έχει ή
δεν έχει τη δυνατότητα να
μεταφέρει θερμική ή ηλε-
κτρική ενέργεια: ►Το ξύλο
είναι κακός αγωγός της θερ-
μότητας και του ηλεκτρισμού.
άδεια (η) 1. η συγκατάθεση που Προσδιορ.: αναρρωτική,
(Ουσιαστικό, Ο20) δίνεται σε κάποιον να κά- κανονική, εκπαιδευτική
(ά-δει-α) νει κάτι: ►Για να πάω στη (3), προφορική, εικοσιτε-
[αρχ. Rδεια < SδεDς διήμερη εκδρομή της τάξης τράωρη (1, 3)
< S στερ. + δέος (= μου, παίρνω πρώτα άδεια από
φόβος)] τους γονείς μου.
2. έγγραφο που δίνει το
δικαίωμα σε κάποιον να
κάνει κάτι: ►Έβγαλε άδεια
για την ανέγερση πρώτης κα-
τοικίας.
3. το δικαίωμα που έχει
κάποιος να απουσιάσει
από την εργασία του για
ένα χρονικό διάστημα:
►Κράτησε την άδειά του για
τις καλοκαιρινές διακοπές.
αδέξιος, -α, -ο αυτός που δεν έχει την Αντίθ.: επιδέξιος, επιτήδει-
(Επίθετο, Ε4, έμψυχα ικανότητα να κάνει κάτι ος
και άψυχα) σωστά, προσεκτικά και Προσδιοριζ.: οδηγός, τε-
(α-δέ-ξι-ος) επιτυχημένα: ►Ο οδηγός χνίτης, χειρισμοί (οι), ενέρ-
[λόγ. < ελνστ. S- φάνηκε αδέξιος, χάνοντας γεια
δέξιος < S στερ. + τον έλεγχο του αυτοκινήτου Οικογ. Λέξ.: αδέξια (επίρρ.),
δεξιVς (= ικανός)] σε μια απότομη στροφή του αδεξιότητα
δρόμου.
14
αδιάσειστος

αδημονώ (μτβ.) περιμένω με αγω- Συνών.: ανησυχώ, λαχτα-


(Ρήμα, Ρ6) νία και ανησυχία, ανυπο- ρώ
(ενεστ. α-δη-μο-νώ, μονώ: ►Αδημονούσε να ξα- Οικογ. Λέξ.: αδημονία
πρτ. αδημονούσα, ναδεί και να φιλήσει το χώμα
μτχ. ενεργ. ενεστ. αδη-
της πατρίδας, ύστερα από τρι-
μονώντας)
[αρχ. SδηµονU < άντα χρόνια που βρισκόταν
Sδήµων (= ανήσυ- στην ξενιτιά.
χος)]

αδιάβλητος, αυτός που δεν μπορεί Αντίθ.: διαβλητός


να κατηγορηθεί για έλλει- Συνών.: άμεμπτος, άψογος
-η -ο
Προσδιοριζ.: διαδικασίες
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα ψη τιμιότητας και αμε-
ροληψίας : ► Πρόκειται για (οι), διαγωνισμός, χαρα-
και άψυχα)
(α-διά-βλη-τος) έναν έντιμο και αδιάβλητο κτήρας, εκλογές (οι)
[λόγ. < αρχ. Sδιά- δικαστή.
βλητος < S στερ. +
διαβλητVς < διαβάλ-
λω (= συκοφαντώ)]

αδιάκοπος, -η, που συμβαίνει συνέχεια, Οικογ. Λέξ.: αδιάκοπα


-ο ασταμάτητος: ►Για να επι- (επίρρ.)
(Επίθετο, Ε2, άψυχα) τύχεις το σκοπό σου, πρέπει Προσδιοριζ.: αγώνας, προ-
(α-διά-κο-πος) να καταβάλεις αδιάκοπες προ- σπάθεια, επιμονή, βροχή
[λόγ. < ελνστ. Sδιά- σπάθειες.
κοπος < S στερ. +
διακόπτω]

αδιαλλαξία (η) η απροθυμία για οποια- Αντίθ.: διαλλακτικότητα,


(Ουσιαστικό, Ο19) δήποτε συνεννόηση και μετριοπάθεια
(α-διαλ-λα-ξί-α, γεν. συμβιβασμό: ►Στις συνο- Συνών.: ισχυρογνωμοσύνη
-ας, πληθ. – ) μιλίες των δύο πλευρών κυ- Οικογ. Λέξ.: αδιάλλακτος,
[λόγ. Sδιαλλαξία < αδιάλλακτα (επίρρ.)
ριάρχησαν η αδιαλλαξία και η
S στερ. + διαλλάσ- Προσδιορ.: ανεξήγητη,
άρνηση.
σοµαι (= συµφιλιώ- προκλητική
νοµαι)]

αδιάσειστος, ακλόνητος, ατράνταχτος: Συνών.: ακράδαντος


-η, -ο ►Ο κατηγορούμενος υπο- Οικογ. Λέξ.: αδιάσειστα
(Επίθετο, Ε2, άψυχα) στήριξε την αθωότητά του με (επίρρ.)
(α-διά-σει-στος) Προσδιοριζ.: απόδειξη,
αδιάσειστα επιχειρήματα.
[λόγ. < ελνστ. τεκμήριο, μαρτυρία, στοι-
Sδιάσειστος < S χείο
στερ. + διασείω (=
κλονίζω)]

15
αδίστακτος

αδίστακτος και αυτός που δεν έχει εν- Αντίθ.: διστακτικός


Οικογ. Λέξ.: αδίστακτα
αδίσταχτος, -η, -ο δοιασμούς και ηθικούς (επίρρ.)
φραγμούς: ►Είναι αδίστα-
(Επίθετο, Ε2, έμ-ψυχα)
κτος μπροστά στην ικανοποί- Προσδιοριζ.: δολοφόνος,
(α-δί-στα-κτος)
απατεώνας, εκμεταλλευτής
[λόγ. < ελνστ. Sδί- ηση των προσωπικών φιλοδο-
στακτος < S στερ. + ξιών του.
διστάζω]

αδράνεια (η) 1. έλλειψη δραστηριοποί- Αντίθ.: δράση, δραστηριό-


(Ουσιαστικό, Ο20) ησης, απραξία, νωθρότη- τητα, ενεργητικότητα (1)
(α-δρά-νει-α, γεν. τα: ►Η αδράνεια της άμυνας Συνών.: ακινησία, στασι-
-ας, πληθ. - ) μότητα (1)
οδήγησε στην ήττα της ομά-
[αρχ. Sδράνεια < Οικογ. Λέξ.: αδρανώ,
δας ποδοσφαίρου. αδρανής, αδρανώς (επίρρ.),
S στερ. + δρανDς <
2. (φυσ.) η ιδιότητα των αδρανοποίηση
δραίνω < δρU]
υλικών σωμάτων να δια- Προσδιορ.: εγκληματική,
τηρούν την κατάσταση ανεξήγητη, ασυγχώρητη,
κίνησης ή ηρεμίας στην αδικαιολόγητη, πλήρης,
οποία βρίσκονται: ►Το απόλυτη, χαρακτηριστική
λεωφορείο συνέχισε για (1)
λίγα μέτρα την κίνησή του
λόγω της αδράνειας, παρά το
φρενάρισμα του οδηγού.

αειθαλής, -ής, 1. που έχει φύλλα χειμώ- Αντίθ: φυλλοβόλος (1)


-ές να και καλοκαίρι: ►Η ελιά Συνών.: θαλερός, σφριγη-
(Επίθετο, Ε9, έμψυχα είναι αειθαλές δέντρο. λός, ακατάβλητος (2)
και άψυχα) Προσδιοριζ.: φυτό, θάμνος,
2. (μτφ.) αυτός που έχει
(α-ει-θα-λής, γεν. δέντρο (1)
ζωντάνια, ο ακμαίος:
-ούς, -ούς, -ούς, πληθ. ►Παρά την προχωρημένη
-είς, -είς, -ή)
ηλικία του παρέμεινε αειθα-
[λόγ. SειθαλDς < SεY
(= πάντα) + θάλλω λής και αγέραστος.
(= ανθίζω, ακµά-
ζω)]

αέρας και αγέ- 1. το μείγμα των αερίων Σύνθ.: αερολιμένας, αερο-


που περιβάλλει τη γη: ►Ο συνοδός, αεράμυνα, αερο-
ρας (ο) πειρατεία, αεροφωτογρα-
(Ουσιαστικό, Ο1) ατμοσφαιρικός αέρας περιέχει
φία
(α-έ-ρας, γεν. -α, κυρίως άζωτο και οξυγόνο.
Οικογ. Λέξ.: αέρινος, αερά-
πληθ. -ηδες) 2. ο άνεμος: ►Σηκώθηκε τος, αέριος, αερίζω, αεράκι
[µεσν. Sέρας < αρχ. δυνατός αέρας και ξερίζωσε τα
Προσδιορ.: θαλασσινός,
SDρ ] δέντρα. δροσερός, παγερός, μολυ-
σμένος, πεπιεσμένος (1, 2)
16
αίγλη
3. (μτφ.) άνεση, ικανότη- Φράσεις: ►Λόγια του
τα, ευχέρεια: ► Ανέβηκε αέρα (= για λόγια που δεν
στην έδρα με τον αέρα ενός αν- έχουν αξία) ►Του πήρε τον
θρώπου που ξέρει πολύ καλά αέρα (= τον κάνει ό,τι θέ-
τη δουλειά του. λει) ►Πιάνει πουλιά στον
αέρα (= είναι πανέξυπνος)
►Πήραν τα μυαλά του
αέρα (= αποθρασύνθηκε)

αήττητος, -η, -ο αυτός που δε νικήθηκε Αντίθ.: ηττημένος, νικημέ-


(Επίθετο, Ε2, έμψυχα ή δεν μπορεί να νικηθεί νος
και άψυχα) από κάποιον: ►Ο αθλητής Συνών.: ακαταμάχητος,
(α-ήτ-τη-τος) ανίκητος
της πυγμαχίας εμφανίστηκε
[λόγ. < αρχ. Sήτ- Οικογ. Λέξ.: αήττητα
αήττητος στο αγώνισμά του. (επίρρ.)
τητος < S στερ. +
bττUµαι (= νικιέ- Προσδιοριζ.: ομάδα, αθλη-
µαι)] τής, στρατός, στόλος

άθλος (ο) σπουδαίο κατόρθωμα, Σύνθ.: αθλοπαιδιά, αθλο-


(Ουσιαστικό, Ο14) κοπιαστική προσπάθεια, θέτης (= αυτός που ορίζει
(ά-θλος, γεν. -ου, αγώνας: ►Η επίδοση του το βραβείο), πένταθλο, δέ-
πληθ. -οι) αθλητή της σφαίρας αποτελεί καθλο
[λόγ. < αρχ. cθλος] Οικογ. Λέξ.: αθλούμαι,
πραγματικό άθλο. ►Οι δώ-
άθλημα, αθλητής, αθλητι-
δεκα άθλοι του Ηρακλή είναι κός, άθληση
γνωστοί από τη μυθολογία. Προσδιορ.: οικονομικός,
επιστημονικός

αθώος, -α, -ο 1. αυτός που θεωρείται ή Αντίθ.: ένοχος (1)


Συνών: απονήρευτος, άκα-
(Επίθετο, Ε3, έμψυχα αποδεικνύεται ότι τελι-
κά δεν έκανε αυτό για το κος (2), αβλαβής (3)
και άψυχα)
Οικογ. Λέξ.: αθώα (επίρρ.),
(α-θώ-ος) οποίο κατηγορείται: ►Οι
αθωώνω, αθώωση, αθωότη-
[αρχ. SθUος] κατηγορούμενοι κρίθηκαν τα, αθωωτικός
αθώοι από το δικαστήριο.
2. αυτός που δεν έχει πο-
νηριά, ο αγνός: ►Ήταν ένα
αθώο παιδί, γι’ αυτό παρασύρ-
θηκε από τις κακές παρέες.
3. ακίνδυνος: ►Το κάπνι-
σμα ποτέ δεν είναι αθώο, γιατί
βλάπτει σοβαρά την υγεία.
αίγλη (η) φήμη, δόξα, λάμψη: ►Η Συνών.: γόητρο, ακτινοβο-
(Ουσιαστικό, Ο25) παρουσία πολλών επισήμων λία, μεγαλοπρέπεια
(αί-γλη, γεν. -ης, έδωσε ξεχωριστή αίγλη στην Οικογ. Λέξ.: Αγλαΐα
πληθ. - ) εκδήλωση. Προσδιορ.: αιώνια, ξεχω-
[λόγ. < αρχ. αdγλη] ριστή, εξαιρετική
17
αίμα

αίμα (το) 1. το κόκκινο ζωτικό Συνών: σόι, καταγωγή (2)


(Ουσιαστικό, Ο39) υγρό που κυκλοφορεί στα Σύνθ.: αιματοχυσία, αι-
(αί-μα, γεν. -ατος, αγγεία του σώματος των μορραγία, αιματοκρίτης,
πληθ. -ατα, γεν. αιμοδότης, αναιμία
ανθρώπων και των ζώων:
-άτων) Οικογ. Λέξ.: αιμάτω-
►Κόπηκε στο χέρι του και
[αρχ. αeµα] μα, αιματηρός, αιματηρά
έτρεξε πολύ αίμα. (επίρρ.)
2. η συγγένεια: ►Ο Κώστας Προσδιορ.: παγωμένο (1)
και εγώ είμαστε από το ίδιο Φράσεις: ►Μου κόπηκε
αίμα. το αίμα (= τρομοκρατή-
θηκα) ►Θα πάρω το αίμα
μου πίσω (= θα εκδικηθώ)
►Μου ανέβηκε το αίμα στο
κεφάλι (= εκνευρίστηκα)
►Έφτυσα αίμα (= κουρά-
στηκα πολύ)
Παροιμ.: ►Το αίμα νερό δε
γίνεται, κι αν γίνεται δεν
πίνεται

αίνιγμα (το) 1. φράση σκόπιμα ασα- Συνών: μυστήριο, γρίφος


(Ουσιαστικό, Ο40) φής, με νόημα που δεν (2)
(αί-νιγ-μα, γεν. κατανοείται και πρέπει Οικογ. Λέξ.: αινιγματικά
-ατος, πληθ. -ατα, (επίρρ.), αινιγματικός, αι-
κανείς να το μαντέψει:
γεν. -άτων) νιγματώδης
►Το αίνιγμα «Ψηλός ψηλός
[λόγ. < αρχ. αdνιγµα Προσδιορ.: διφορούμενο
καλόγερος και κόκαλα δεν (1), ανεξήγητο, ακατανόη-
< αfνίσσοµαι (= µι-
λώ αινιγµατικά)] έχει» είναι γνωστό σε πολ- το (1, 2)
λούς.
2. καθετί που είναι δυ-
σκολοερμήνευτο, αβέβαιο
και μυστηριώδες: ►Η εξα-
φάνιση αυτού του ανθρώπου
εξακολουθεί να παραμένει ένα
αίνιγμα.

αίρεση (η) θρησκευτική διδασκαλία Σύνθ.: προαίρεση, καθαί-


(Ουσιαστικό, Ο28) που διαφοροποιείται από ρεση, εξαίρεση, διαίρεση,
(αί-ρε-ση, γεν. -ης, το καθιερωμένο και επί- αφαίρεση
-έσεως, πληθ. -έσεις) Προσδιορ.: καταδικαστέα
σημο δόγμα: ►Κατά και-
[αρχ. αgρεσις <
ρούς εμφανίστηκαν διάφορες
αXροZµαι (= εκλέγω,
αιρέσεις, που απασχόλησαν τη
προτιµώ)]
χριστιανική εκκλησία.

18
ακούσιος
αισθάνομαι 1. (μτβ.) αντιλαμβάνομαι Συνών.: διαισθάνομαι (3)
(Ρήμα, Ρ1) με τις αισθήσεις μου, νιώ- Οικογ. Λέξ.: αίσθημα, αι-
(ενεστ. αι-σθά-νο- σθηματίας, αισθηματικός,
θω: ►Αισθάνθηκα έντονα το
μαι, παθ. αόρ. αισθάν- αισθητός, αισθητήριο, αι-
κρύο περπατώντας στο χιόνι. σθητικός, αισθητική
θηκα, μτχ. παθ. ενεστ.
αισθανόμενος) 2. (μτβ.) καταλαβαίνω την Φράσεις.: ►Αισθάνομαι
[αρχ. αfσθάνοµαι] κατάσταση κάποιου, συ- στο πετσί μου (= νιώθω
ναισθάνομαι: ►Αισθάνεται έντονα)
τις συνέπειες των πράξεών
του.
3. (μτβ.) έχω προαίσθημα
για κάτι: ►Αισθάνομαι ότι
όλα θα πάνε καλά.

αίτηση (η) γραπτή κυρίως αναφορά Σύνθ.: απαίτηση, παραίτη-


(Ουσιαστικό, Ο28) σε δημόσια ή άλλη υπηρε- ση
(αί-τη-ση, γεν. -ης, σία με την οποία ζητούμε Προσδιορ.: ενυπόγραφη,
-ήσεως, πληθ. -ήσεις, κάτι: ►Υπέβαλε αίτηση στο πρωτοκολλημένη
γεν. -ήσεων) Δήμο, για να του χορηγήσουν
[αρχ. αdτησις < αfτU
πιστοποιητικό γεννήσεως.
(= ζητώ)]

αιφνιδιάζω (μτβ.) κάνω ή λέω κάτι Συνών: εκπλήσσω


(Ρήμα, Ρ4) που ξαφνιάζει τους άλ- Οικογ. Λέξ.: αιφνίδιος,
(ενεστ. αι-φνι-δι-ά- λους, κάτι που δεν το πε- αιφνιδιασμός, αιφνιδιαστι-
ζω, αόρ. αιφνιδίασα, κός, αιφνιδιαστικά (επίρρ.)
ριμένουν: ►Ο ομιλητής με
παθ. αόρ. αιφνιδιά-
αυτά που είπε αιφνιδίασε το
στηκα, παθ. μτχ. αιφ-
νιδιασμένος) ακροατήριό του.
[µεσν. αfφνιδιάζω]

αιώνας (ο) 1. χρονικό διάστημα εκα- Συνών: εκατονταετία


(Ουσιαστικό, Ο1) τό χρόνων: ►Τα ελαιόδε- Σύνθ.: αιωνόβιος, μεσαίω-
(αι-ώ-νας) ντρα ζουν περισσότερο από νας
[λόγ. < αρχ. αfhν] Οικογ. Λέξ.: αιώνιος, αιώ-
έναν αιώνα. νια (επίρρ.), αιωνιότητα
2. μεγάλο χρονικό διά- Προσδιορ.: χρυσός, ένδο-
στημα: ►Είχαμε έναν αιώνα ξος, λαμπρός, κλασικός
να συναντηθούμε.

ακούσιος, -α, -ο αυτός που γίνεται χω- Αντίθ.: εκούσιος, θελημέ-


(Επίθετο, Ε4, έμψυχα ρίς τη θέληση κάποιου: νος, εσκεμμένος
και άψυχα) Συνών.: αθέλητος
►Υπήρξε ακούσιος μάρτυρας
(α-κού-σι-ος) Οικογ. Λέξ.: ακούσια
της συνομιλίας τους. (επίρρ.)
[λόγ. < αρχ. Sκού-
σιος < S στερ. + Προσδιοριζ.: ενέργεια,
iκούσιος] συμμετοχή, κίνηση
19
ακράδαντος
ακράδαντος, που παραμένει σταθερός, Αντίθ.: αμφίβολος
που δεν κλονίζεται: ►Οι Συνών.: ακλόνητος, ατρά-
-η, -ο
αποδείξεις για την αθωότητά νταχτος, αδιάσειστος
(Επίθετο, Ε2, άψυχα)
του είναι ακράδαντες. Οικογ. Λέξ.: κραδασμός,
(α-κρά-δα-ντος)
[λόγ. < ελνστ. Sκρά- ακράδαντα (επίρρ.)
δαντος < S στερ. + Προσδιοριζ.: πίστη
κραδαίνω (= σείω)]

ακριβός, -ή, -ό 1. που έχει υψηλή τιμή, Αντίθ.: φτηνός, οικονομι-


(Επίθετο, Ε1, έμψυχα που κοστίζει πολύ: ►Αγό- κός (1)
και άψυχα) ρασε ένα ακριβό αυτοκίνητο. Συνών.: λατρευτός, φίλτα-
(α-κρι-βός) 2. (μτφ.) πολυαγαπημέ- τος (2)
Προσοχή! Σύνθ.: πανάκριβος
νος, προσφιλής: ►Ακριβή
►ακριβά (επίρρ.) ( = Οικογ. Λέξ.: ακριβά (επίρρ.),
μου Ελένη! ακρίβεια, ακριβαίνω
πάρα πολύ)
►ακριβώς (επίρρ.) Παροιμ.: Ακριβός στα πί-
(= με ακρίβεια ) τουρα και φτηνός στ’ αλεύ-
[µεσν. SκριβVς < ρι
αρχ. SκριβDς]

ακρόαση (η) 1. το να ακούει κανείς με Οικογ. Λέξ.: ακροώμαι,


(Ουσιαστικό, Ο28) προσοχή: ►Η ακρόαση της ακροατής, ακροαστικά
(α-κρό-α-ση, γεν. ραδιοφωνικής εκπομπής είχε Προσδιορ.: δημόσια (1, 2),
-ης, -άσεως, πληθ. μεγάλη επιτυχία. επίσημη (2)
-άσεις, γεν. -άσεων) Φράσεις:►Ούτε φωνή ούτε
2. το να γίνεται κανείς δε-
[αρχ. Sκρόασις < ακρόαση (= για κάποιον
κτός από επίσημα πρόσω- που δεν έδωσε σημεία
SκροUµαι]
πα, για να εκθέσει σ’ αυτά ζωής)
τα αιτήματά του: ►Ο
υπουργός δέχτηκε σε ακρόαση
τους εκπροσώπους των εργα-
ζομένων.
3. (ιατρ.) η εξέταση αρρώ-
στου με το αυτί ή το ακου-
στικό: ►Από την ακρόαση
του αρρώστου φάνηκε ότι
αυτός ήταν καλά στην υγεία
του.

ακτίνα, αχτίνα 1. η φωτεινή γραμμή που Συνών.: ημιδιάμετρος (2)


εκπέμπεται από τον ήλιο Σύνθ.: ακτινολόγος, ακτι-
και αχτίδα (η)
ή άλλο λαμπερό σώμα: νογράφηση
(Ουσιαστικό, Ο21)
►Οι ακτίνες του ήλιου έμπαι-
Οικογ. Λέξ.: ακτινωτός,
(α-κτί-να)
ακτινίδιο
[λόγ. < ελνστ. Sκτ`- ναν στο δωμάτιο από το ανοι-
Προσδιορ.: εκτυφλωτική,
να < αρχ. SκτYς] χτό παράθυρο. πολύχρωμη, υπέρυθρες (οι)
(1)
20
αλλοδαπός
2. (μαθημ.) το ευθύγραμμο
τμήμα που ενώνει το κέ-
ντρο του κύκλου με την
περιφέρεια: ►Η ακτίνα του
κύκλου είναι το μισό της δια-
μέτρου.

αλαζονεία (η) η υπέρμετρη περηφάνια Αντίθ.: μετριοφροσύνη, τα-


(Ουσιαστικό, Ο19) και περιφρόνηση προς πεινοφροσύνη, σεμνότητα
(α-λα-ζο-νεί-α γεν. τους άλλους: ►Η συμπε- Συνών.: υπεροψία, κομπα-
-ας, πληθ. – ) ριφορά του χαρακτηρίζεται σμός, έπαρση
[λόγ. < αρχ. Sλαζο- Προσδιορ.: παθολογική,
συνήθως από αλαζονεία και
νεία < Sλαζονεύο- αφάνταστη, υπερβολική
εγωισμό.
µαι]

αλήθεια (η) 1. καθετί που συμφωνεί Αντίθ.: ψέμα, ψεύδος, ψευ-


(Ουσιαστικό, Ο19) με ό,τι πραγματικά συμ- τιά (1)
(α-λή-θει-α, γεν. -ας, βαίνει ή υπάρχει: ►Η αλή- Συνών.: πραγματικότητα
πληθ. -ες, γεν. - ) θεια είναι ότι εφέτος είχαμε (1), γεγονός (2), πραγματι-
[αρχ. Sλήθεια < κά (3)
βαρύ χειμώνα.
SληθDς < S στερ. Σύνθ.: αναλήθεια, φιλαλή-
2. κάτι που είναι αποδε- θεια
+ λjθος (= λησµο-
δειγμένο και δε δέχεται Οικογ. Λέξ.: αληθής, αλη-
νιά)]
αμφισβήτηση: ►Ορισμένες θινός, αληθεύω
επιστημονικές αλήθειες είναι Προσδιορ.: αναμφισβήτη-
γνωστές από τα αρχαία χρό- τη, απόλυτη, επιστημονι-
νια. κή (1, 2)
3. (ως επίρρ.) πράγματι:
►Είναι, στ’ αλήθεια, ένας
εξαίρετος επιστήμονας.

αλληλεγγύη (η) αμοιβαία αλληλοβοήθεια Συνών.: συμπαράσταση,


(Ουσιαστικό, Ο25) ανάμεσα σε δύο ή περισ- αλληλοϋποστήριξη
(αλ-λη-λεγ-γύ-η, γεν. σότερα άτομα: ►Οι μαθη- Προσδιορ.: κοινωνική,
-ης, πληθ. – ) τές συγκέντρωσαν τρόφιμα, επαγγελματική
[µτγν. Sλληλεγγύη] δείχνοντας την αλληλεγγύη
τους στα παιδιά της Αφρικής.

αλλοδαπός, -ή, αυτός που κατάγεται από Αντίθ.: ημεδαπός


-ό ξένη χώρα: ►Στην Ελλάδα Προσδιοριζ.: εργάτης, του-
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα ζουν τα τελευταία χρόνια πολ- ρίστας, φοιτητής
και άψυχα) λοί αλλοδαποί. Φράσεις: ►Ζει στην αλλο-
(αλ-λο-δα-πός) δαπή (= ζει στο εξωτερικό)
[λόγ. < αρχ. Sλλο-
δαπVς]
21
αλλοίωση

αλλοίωση (η) 1. αλλαγή ή μεταβολή Συνών.: μετατροπή (1), πα-


(Ουσιαστικό, Ο28) προς το χειρότερο: ►Η αλ- ραχάραξη, πλαστογράφη-
(αλ-λοί-ω-ση, γεν. λοίωση που εμφανίζει η εικό- ση (2), σάπισμα (3)
-ης, πληθ. -ώσεις, γεν. να της τηλεόρασης οφείλεται
-ώσεων)
σε βλάβη του πομπού.
[λόγ. < αρχ. Sλ-
λοίωσις < SλλοιU < 2. νόθευση, παραποίηση:
Sλλο`ος] ►Η αλλοίωση του εγγράφου
δε γίνεται πάντοτε εύκολα
αντιληπτή.
3. αποσύνθεση, σήψη: ►Η
αλλοίωση στα κρέατα του ψυ-
γείου ήταν προχωρημένη.
αλτρουισμός (ο) αγάπη και φροντίδα προς Συνών.: φιλαλληλία
(Ουσιαστικό, Ο13) τους άλλους, χωρίς να Οικογ. Λέξ.: αλτρουιστής,
(αλ-τρου-ι-σμός, γεν. υπάρχει προσωπικό όφε- αλτρουιστικός, αλτρουιστι-
-ού, πληθ. – ) λος: ►Δείχνει πάντοτε αισθή- κά (επίρρ.)
[µτγν. αλτρουισµός Προσδιορ.: έμφυτος, φυσι-
ματα φιλίας και αλτρουισμού
< γαλλ. altruisme < κός
προς όλους τους συμπατριώ-
λατ. alter (= άλλος)]
τες του.

άλωση (η) 1. η κατάληψη οχυρωμέ- Συνών.: κατάκτηση, κυρί-


(Ουσιαστικό, Ο28) νης θέσης, ιδίως πόλης, ευση, εκπόρθηση
(ά-λω-ση, γεν. -ης, με βίαια μέσα: ►Η άλωση
-ώσεως, πληθ. -ώσεις, του κάστρου έγινε ύστερα από
γεν. -ώσεων) πολύμηνη πολιορκία.
[λόγ. < αρχ. pλωσις
2. (κεφ.) η κατάληψη της
< qλίσκοµαι (= κυρι-
Κωνσταντινούπολης από
εύοµαι)]
τους Τούρκους: ►Η Άλω-
ση της Πόλης έγινε το 1453.
αμάθεια (η) η έλλειψη γνώσεων: ►Η Αντίθ.: γνώση, πολυμά-
(Ουσιαστικό, Ο20) αμάθειά του τον οδήγησε σε θεια
(α-μά-θει-α, γεν. λανθασμένες επιλογές. Συνών.: άγνοια, αγραμμα-
-ας, πληθ. – ) τοσύνη
[αρχ. Sµαθία <
SµαθDς]
αμελώ (μτβ.) δε φροντίζω να Αντίθ.: φροντίζω, νοιάζο-
(Ρήμα, Ρ6) κάνω κάτι, παραμελώ, μαι, μεριμνώ
(ενεστ. α-με-λώ, αόρ. αδιαφορώ: ►Τον τελευταίο Συνών.: παραβλέπω
αμέλησα, παθ. αόρ. Σύνθ.: παραμελώ
καιρό αμελεί τις υποχρεώσεις
αμελήθηκα, παθ. μτχ. Οικογ. Λέξ.: αμελής, αμε-
του. ►Μην αμελήσεις να μου λώς (επίρρ.), αμέλεια, αμε-
αμελημένος)
[αρχ. SµελU < στείλεις το βιβλίο που σου ζή- λητέος
SµελDς] τησα.
22
αμφιβάλλω

άμιλλα (η) ο συναγωνισμός ανάμεσα Σύνθ.: εφάμιλλος, απαρά-


(Ουσιαστικό, Ο20) σε πρόσωπα για διάκρι- μιλλος
(ά-μιλ-λα, γεν. -ας, ση και υπεροχή, χωρίς Προσδιορ.: ευγενής, διαρ-
πληθ. – ) ανταγωνισμό και αντιπα- κής
[λόγ. < αρχ. pµιλ- λότητα: ►Η ευγενής άμιλλα
λα]
μεταξύ των μαθητών οδηγεί
σε καλύτερες επιδόσεις.

αμοιβή (η) 1. τα χρήματα που παίρνει Συνών.: μισθός, πληρωμή


(Ουσιαστικό, Ο24) κάποιος για τη δουλειά (1), επιβράβευση, ανταμοι-
(α-μοι-βή) που κάνει: ►Η αμοιβή ενός βή (2)
Προσοχή! αμείβω υπαλλήλου εξαρτάται και από Σύνθ.: ανταμοιβή
αλλά αμοιβή! Οικογ. Λέξ.: αμείβω, αμοι-
τα χρόνια υπηρεσίας του.
[αρχ. SµοιβD < βαίος, αμοιβαία (επίρρ.),
2. βραβείο, έπαινος ή διά- αμοιβαιότητα
Sµείβω]
κριση που δίνεται σε κά- Προσδιορ.: γενναία, νόμι-
ποιον: ►Το χειροκρότημα μη (1), ηθική, συμβολική
του κοινού είναι η μεγαλύ- (2), υλική (1, 2)
τερη αμοιβή για κάθε καλλι-
τέχνη.

άμυνα (η) 1. απόκρουση επίθεσης ή Αντίθ.: επίθεση, έφοδος (1)


(Ουσιαστικό, Ο20) άλλου κινδύνου: ► Η ηρω- Συνών.: αντίσταση, υπερά-
(ά- μυ-να, γεν. -ας, ική άμυνα των στρατιωτών σπιση, προάσπιση (1)
-ύνης, πληθ. – ) εμπόδισε την εισβολή των Σύνθ.: αεράμυνα, αυτοά-
[αρχ. Rµυνα < S- μυνα
εχθρών στη χώρα.
µύνω (= υπερασπί- Οικογ. Λέξ.: αμύνομαι, α-
2. όλα τα μέσα που χρη- μυντικός, αμυντικά (επίρρ.)
ζω)]
σιμοποιούνται, για να Προσδιορ.: αντιαεροπο-
αντιμετωπιστεί ένας κίν- ρική, εθνική, σθεναρή (1),
δυνος: ►Τα εμβόλια είναι η νόμιμη, παθητική (1, 2)
καλύτερη άμυνα κατά διαφό-
ρων ασθενειών.

αμφιβάλλω (αμτβ., μτβ.) δεν είμαι βέ- Συνών.: διστάζω, αμφιτα-


(Ρήμα) βαιος για κάτι, έχω επι- λαντεύομαι
(ενεστ. αμ-φι-βάλ-λω, φυλάξεις: ►Αμφιβάλλω για Οικογ. Λέξ.: αμφίβολος,
αόρ. αμφέβαλα) την ειλικρίνειά σου. ►Αμ- αμφιβολία
[αρχ. Sµφιβάλλω < φιβάλλω aν θα βρεθεί αγορα-
SµφY + βάλλω (= ρί-
στής για το αυτοκίνητό σου.
χνω γύρω)]
►Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η
προσφορά του στην επιστήμη
υπήρξε μεγάλη.

23
αμφισβητώ

αμφισβητώ (μτβ.) φέρνω αντιρρήσεις, Αντίθ.: παραδέχομαι, απο-


(Ρήμα, Ρ6) δε δέχομαι κάτι ως αλη- δέχομαι
(ενεστ. αμ-φι-σβη- θινό ή ορθό: ►Ποτέ δεν αμ- Συνών.: αμφιβάλλω
τώ, αόρ. αμφισβήτη- Οικογ. Λέξ.: αμφισβήτηση,
φισβήτησα την εξυπνάδα και
σα, παθ. αόρ. αμφι- αμφισβητήσιμος, αμφισβη-
την ωριμότητά σου. ►Μερικοί τίας
σβητήθηκα, παθ. μτχ.
αμφισβητημένος) αμφισβήτησαν ότι η ομάδα
[αρχ. SµφισβητU] μας νίκησε δίκαια.

αναβολή (η) η μετάθεση μιας πράξης Οικογ. Λέξ.: αναβάλλω,


(Ουσιαστικό, Ο24) για το μέλλον: ►Ο διαιτη- αναβλητικός, αναβλητικό-
(α-να-βο-λή) τής αποφάσισε την αναβολή τητα
[αρχ. SναβολD < Προσδιορ.: απαράδεκτη,
του αγώνα εξαιτίας των κα-
Sναβάλλω] δικαιολογημένη, μεγάλη,
κών καιρικών συνθηκών. μικρή, τελευταία

αναγκάζω (μτβ.) υποχρεώνω κά- Συνών.: εξαναγκάζω, πιέ-


(Ρήμα, Ρ4) ποιον να κάνει κάτι που ζω, καταπιέζω
(α-να-γκά-ζω, αόρ. δε θέλει, επιβάλλω κάτι Σύνθ.: εξαναγκάζω, κατα-
ανάγκασα, παθ. αόρ. με τη βία: ►Η φτώχεια ναγκάζω
αναγκάστηκα, παθ. Οικογ. Λέξ.: ανάγκη, ανα-
ανάγκασε πολλούς να φύ-
μτχ. αναγκασμένος) γκαίος, αναγκαιότητα,
γουν από τα χωριά και να αναγκασμός, αναγκαστι-
[αρχ. Sναγκάζω <
Sνάγκη] μεταναστεύσουν στις πόλεις. κός, αναγκαστικά (επίρρ.)
►Ανάγκασε τον αντίπαλο να
παραδοθεί.

αναγνωρίζω 1. (μτβ.) θυμάμαι κάποιον Συνών.: αποδέχομαι (2),


(Ρήμα, Ρ4) ή κάτι που γνώρισα στο εκτιμώ, επιβραβεύω (3)
(α-να-γνω-ρί-ζω, παρελθόν: ►Άλλαξες τόσο Οικογ. Λέξ.: αναγνώριση,
αόρ. αναγνώρισα, αναγνωριστικός, αναγνω-
πολύ που με δυσκολία σε ανα-
παθ. αόρ. αναγνωρί- γνώρισα. ριστικά (επίρρ.), αναγνωρί-
στηκα, παθ. μτχ. ανα- σιμος
2. (μτβ.) παραδέχομαι Φράσεις: ► Δε σε αναγνω-
γνωρισμένος)
[λόγ. < αρχ. Sνα- κάτι ως αληθινό και έγκυ- ρίζω! (= για να δείξουμε
γνωρίζω] ρο, ομολογώ: ►Αναγνώρισε έκπληξη ή δυσαρέσκεια σε
αμέσως ότι είχε κάνει λάθος. κάποιον)
►Χωρίς δισταγμό αναγνώρι-
σε ποιο ήταν το σωστό.
3. (μτβ.) δείχνω την εκτί-
μησή μου προς κάποιον ή
κάτι: ►Η πολιτεία αναγνώ-
ρισε την προσφορά του στην
πατρίδα.
24
ανακαίνιση

ανάδοχος (ο, η) 1. αυτός που αναλαμβάνει Συνών.: εργολάβος, κατα-


(Ουσιαστικό, Ο16) την ευθύνη να εκτελέσει σκευαστής (1)
(α-νά-δο-χος) ένα έργο: ►Ανάδοχος του Προσδιορ.: αρχικός, κύρι-
[µτγν. Sνάδοχος < αεροδρομίου είναι μία ξένη ος, αξιόπιστος (1), υποψή-
αρχ. Sναδέχοµαι] φιος (1, 2)
εταιρεία.
2. αυτός που δίνει το όνο-
μα στο μωρό, ο νονός: ►Ο
ιερέας ρώτησε τον ανάδοχο για
το όνομα του μωρού.

αναδρομή (η) επιστροφή στα περα- Συνών.: επαναφορά


(Ουσιαστικό, Ο24) σμένα, στα προηγούμε- Οικογ. Λέξ.: αναδρομικός,
(α-να-δρο-μή) να: ►Το βιβλίο για τους αναδρομικά (επίρρ.), ανα-
[µτγν. SναδροµD < Ολυμπιακούς Αγώνες της δρομικότητα
Sν^ + δροµD] Προσδιορ.: ευχάριστη,
Αθήνας του 2004 περιέχει μια
ιστορική, σύντομη, νο-
σύντομη αναδρομή στις προη-
σταλγική
γούμενες Ολυμπιάδες.

αναζήτηση (η) επίμονη προσπάθεια για Συνών.: διερεύνηση


(Ουσιαστικό, Ο28) να βρεθεί κάποιος ή κάτι, Οικογ. Λέξ.: αναζητώ
(α-να-ζή-τη-ση, γεν. έρευνα: ►Η αναζήτηση στέ- Προσδιορ.: άμεση, επίμο-
-ης, -ήσεως, πληθ. νη, επίπονη, επιστημονική,
γης απασχολεί κάθε χρόνο
-ήσεις) συστηματική, πνευματικές
χιλιάδες φοιτητές. (οι), καλλιτεχνικές (οι)
[λόγ. < αρχ. Sναζή-
τησις < SναζητU]

αναίδεια (η) έλλειψη ντροπής ή δια- Αντίθ.: σεμνότητα


(Ουσιαστικό, Ο20) κριτικότητας, θρασύτητα: Συνών.: αδιαντροπιά, αυ-
(α-ναί-δει-α, γεν. ►Η αναίδειά του ξεπέρασε
θάδεια
-ας, πληθ. - ) Οικογ. Λέξ.: αναιδής, αναι-
κάθε όριο.
[λόγ. < αρχ. Sναί- δώς (επίρρ.)
δεια < SναιδDς < Προσδιορ.: πρωτοφανής,
Sν στερ. + αfδhς (= απίστευτη, αχαρακτήριστη,
ντροπή)] μεγάλη

ανακαίνιση (η) δίνω καινούργια μορφή Συνών.: ανανέωση, ανα-


(Ουσιαστικό, Ο28) σ’ ένα παλιό κτίριο ή χώρο μόρφωση
(α-να-καί-νι-ση, γεν. μέσα από διάφορες επι- Οικογ. Λέξ.: ανακαινίζω,
-ης, -ίσεως, πληθ. σκευές, βελτιώσεις, επιδι- ανακαινιστής, ανακαινι-
–ίσεις, γεν. -ίσεων) στικός
ορθώσεις: ►Οδηγηθήκαμε Προσδιορ.: γενική, μερι-
[µτγν. Sνακαίνισις
σε πλήρη ανακαίνιση του σπι- κή, ολική, τέλεια
< Sνακαινίζω < Sν^
+ καινVς (= καινούρ- τιού μας.
γιος)]

25
ανακαλύπτω

ανακαλύπτω 1. (μτβ.) βρίσκω πρώτος Αντίθ.: κρύβω, σκεπάζω


(Ρήμα, Ρ2) και κάνω γνωστό κάτι (2)
(α-να-κα-λύ-πτω, που ήταν άγνωστο ως Οικογ. Λέξ.: ανακάλυψη
αόρ. ανακάλυψα, τώρα: ►Ο Χριστόφορος
παθ. αόρ. ανακαλύ-
Κολόμβος ανακάλυψε την
φθηκα)
[λόγ. < αρχ. Sνακα-
Αμερική το 1492.
λύπτω < Sν^ + κα- 2. (μτβ.) φανερώνω, απο-
λύπτω] καλύπτω: ►Η αστυνομία
ανακάλυψε ποιος έκλεψε το
αυτοκίνητο. ►Ανακάλυψε ότι
τελικά ήταν άλλος ο ένοχος
της κλοπής.

ανακαλώ 1. (μτβ.) καλώ κάποιον να Συνών.: επαναφέρω (1),


(Ρήμα, Ρ6) επιστρέψει: ►Η κυβέρνηση απoσύρω, αναιρώ (2)
(α-να-κα-λώ, αόρ. ανακάλεσε τον πρεσβευτή για Οικογ. Λέξ.: ανάκληση
ανακάλεσα, παθ. αόρ. διαβουλεύσεις. Φράσεις: ►Ανακαλώ στην
ανακλήθηκα, παθ. τάξη (= επαναφέρω στην
2. (μτβ.) ακυρώνω, καταρ-
μτχ. ανακλημένος) τάξη) ►Ανακαλώ στη μνή-
[αρχ. SνακαλU < γώ, παίρνω κάτι πίσω: μη (= ξαναθυμάμαι)
Sν^ + καλU] ►Ο κατηγορούμενος ανα-
κάλεσε την πρώτη κατάθεσή
του.

ανακοίνωση (η) 1. γνωστοποίηση μιας εί- Συνών. δημοσίευση (1)


(Ουσιαστικό, Ο28) δησης, αναγγελία: ►Η ανα- Οικογ. Λέξ.: ανακοινώνω,
(α-να-κοί-νω-ση, γεν. κοίνωση των αποτελεσμάτων ανακοινώσιμος, ανακοινω-
-ης, -ώσεως, πληθ. θέν (το)
των βουλευτικών εκλογών θα
-ώσεις) Προσδιορ.: αποκαλυπτική,
αρχίσει αργά το βράδυ. αυστηρή, επίσημη, λακω-
[αρχ. Sνακοίνωσις <
SνακοινU] 2. παρουσίαση πορισμά- νική, έκτακτη, επείγουσα
των επιστημονικής έρευ- (1), γραπτή, προφορική (1,
νας: ►Στο τελευταίο ιατρικό 2)
συνέδριο έγιναν σημαντικές
επιστημονικές ανακοινώσεις
για το διαβήτη.

ανακούφιση (η) ελάφρυνση ή απαλλαγή Συνών.: ξαλάφρωμα


(Ουσιαστικό, Ο28) από σωματικό πόνο ή Οικογ. Λέξ.: ανακουφίζω,
(α-να-κού-φι-ση, γεν. ψυχικό βάρος: ►Ένιωσε ανακουφιστικός
-ης, πληθ. - ) Προσδιορ.: βαθιά, μεγάλη,
μεγάλη ανακούφιση από τα
[αρχ. Sνακούφισις προσωρινή, πραγματική,
καλά αποτελέσματα των ιατρι- ψυχική
< Sν^ + κουφίζω
< κοZφος (= ελα- κών εξετάσεων.
φρός)]
26
αναμφισβήτητος

ανάκριση (η) λεπτομερειακή εξέταση, Σύνθ.: προανάκριση


(Ουσιαστικό, Ο28) για να εξακριβωθεί η αλή- Οικογ. Λέξ.: ανακρίνω,
(α-νά-κρι-ση, γεν. θεια: ►Ο δράστης ομολόγησε ανακριτής, ανακρίτρια,
-ης, -ίσεως, πληθ. ανακριτικός
τη ληστεία που διέπραξε ύστε-
-ίσεις) Προσδιορ.: συστηματική,
ρα από πολύωρη ανάκριση. νόμιμη, παράνομη, πολύω-
[αρχ. Sνάκρισις <
Sνακρίνω] ρη, εξονυχιστική

ανακύκλωση (η) επεξεργασία άχρηστου Οικογ. Λέξ.: ανακυκλώνω,


(Ουσιαστικό, Ο28) υλικού ώστε να γίνει δυ- ανακυκλώσιμος
(α-να-κύ-κλω-ση, νατή η επαναχρησιμοποί-
γεν. -ης, -ώσεως, ησή του: ►Η ανακύκλωση
πληθ. -ώσεις)
[µτγν. Sνακύκλω-
του χαρτιού βοηθάει σημα-
σις] ντικά στην προστασία του δά-
σους.
αναλφαβητι- το να μην ξέρει κάποιος Οικογ. Λέξ.: αναλφάβη-
να διαβάζει και να γρά- τος
σμός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13) φει: ►Ο αναλφαβητισμός Προσδιορ.: λειτουργικός
( α - ν α λ - φ α - β η - τ ι - είναι ένα από τα βασικά προ-
σμός, γεν. -ού, πληθ. βλήματα των χωρών της
–) Αφρικής.
[µτγν. Sναλφαβη-
τισµVς < αντιδάν.
γαλλ. analphabé-
tisme]

αναμονή (η) το να περιμένει κανείς Οικογ. Λέξ.: αναμένω


(Ουσιαστικό, Ο24) κάποιον ή κάτι: ►Η ανα- Προσδιορ.: ανώφελη,
(α-να-μο-νή, γεν. μονή στη στάση του λεωφο- εκνευριστική, κουραστική,
-ής, πληθ. – ) πολύωρη
ρείου ήταν ολιγόλεπτη.
[µτγν. SναµονD < Φράσεις: ►Λίστα αναμο-
αρχ. Sναµένω] νής (= κατάλογος ατόμων
για μια θέση σε αεροπορική
πτήση)

αναμφισβήτη- αυτός για τον οποίο δεν Αντίθ.: αμφισβητούμενος,


τος -η, -ο υπάρχει αντίρρηση ή αμφίβολος
Συνών.: αδιαφιλονίκητος,
(Επίθετο, Ε2, έμψυ- αμφιβολία, ο βέβαιος:
αναμφίβολος, αναντίρρη-
χα και άψυχα) ►Είναι ένας επιστήμονας με
τος
(α-ναμ-φι-σβή-τη- αναμφισβήτητο κύρος.
Οικογ. Λέξ.: αναμφισβήτη-
τος)
τα (επίρρ.)
[αρχ. Sναµφισβή-
Προσδιοριζ.: αξία, γεγο-
τητος < Sν στερ. +
SµφισβητU] νός

27
ανάπαυση

ανάπαυση (η) 1. διακοπή από σωματι- Αντίθ.: προσοχή (2)


(Ουσιαστικό, Ο28) κή ή πνευματική εργασία, Συνών.: ανάπαυλα
(α-νά-παυ-ση, γεν. ξεκούραση: ►Μου χρειά- Σύνθ.: αγρανάπαυση, ημι-
-ης, -αύσεως, πληθ. ζεται ανάπαυση για μερικές ανάπαυση
-) Οικογ. Λέξ.: αναπαύομαι,
ημέρες. αναπαυτικός, αναπαυτικά
[αρχ. Sνάπαυσις <
2. παράγγελμα στη γυ- (επίρρ.)
Sναπαύω]
μναστική για προσωρινή Προσδιορ.: αιώνια, απα-
χαλάρωση: ►Ανάπαυση! ραίτητη, μεσημεριανή (1)

ανάρρωση (η) η διαδικασία αποκατά- Οικογ. Λέξ.: αναρρώνω,


(Ουσιαστικό, Ο28) στασης της υγείας ενός αναρρωτικός, αναρρωτή-
(α-νάρ-ρω-ση, γεν. αρρώστου: ►Η καλή ψυχο- ριο
-ης, -ώσεως, πληθ. Προσδιορ.: ταχεία, γρήγο-
λογία βοήθησε στη γρήγορη
-ώσεις, γεν. -ώσεων) ρη, δύσκολη
ανάρρωσή του.
[µτγν. Sνάρρωσις <
Sνα{|ώνυµι]

ανασκαφή (η) προσεκτικό σκάψιμο στη Οικογ. Λέξ.: ανασκάπτω,


(Ουσιαστικό, Ο24) γη, με σκοπό την ανεύ- ανασκαφικός
(α-να-σκα-φή, ρεση και μελέτη αρχαί- Προσδιορ.: αρχαιολογική,
γεν. -ής, πληθ. -ές) αποκαλυπτική, συστημα-
ων αντικειμένων: ►Οι
[µτγν. SνασκαφD < τική, πολύχρονη, επίπονη
συστηματικές ανασκαφές στη
αρχ. Sνασκάπτω]
Βεργίνα οδήγησαν στον τάφο
του Φιλίππου.
ανάσταση (η) 1. επαναφορά ενός νεκρού Σύνθ.: νεκρανάσταση
(Ουσιαστικό, Ο28) στη ζωή: ►Το Σάββατο, πριν Οικογ. Λέξ.: ανασταίνω,
(α-νά-στα-ση, γεν. από τη Μεγάλη Εβδομάδα, αναστάσιμος
-ης, -άσεως, πληθ. Προσδιορ.: αληθινή, μέλ-
γιορτάζουμε την ανάσταση
-άσεις, γεν. -άσεων) λουσα (1)
του Λαζάρου.
[αρχ. Sνάστασις < Φράσεις: ►Ανάστα ο
2. η γιορτή της Ανάστα- Κύριος (= για μεγάλη ανα-
Sνίστηµι (= σηκώ-
νω)] σης του Χριστού, το στάτωση και φασαρία)
Πάσχα: ►Η Ανάσταση του
Κυρίου είναι το μεγαλύτερο
γεγονός της χριστιανοσύνης.

ανατρέπω 1. (μτβ.) ρίχνω κάποιον Συνών.: αναστρέφω (1),


(Ρήμα, Ρ2) ή κάτι από τη θέση του, αναιρώ, ακυρώνω (2)
(ενεστ. α-να-τρέ-πω, αναποδογυρίζω, γκρεμί- Οικογ. Λέξ.: ανατροπή,
αόρ. ανέτρεψα, παθ. ζω: ►Τα κύματα ήταν τόσο ανατρεπτικός, ανατρέψι-
αόρ. ανατράπηκα) μος
μεγάλα που ανέτρεψαν τις
[αρχ. Sνατρέπω]
βάρκες των ψαράδων.
2. (μτβ.) αποδεικνύω ότι
κάτι είναι λάθος ή ψέμα:

28
ανέκφραστος
►Όταν γνωριστήκαμε καλύ-
τερα με τον τροχονόμο, μας
είπε διάφορα αστεία και έτσι
ανέτρεψε την εικόνα που είχα-
με ότι ήταν πάντα σοβαρός και
αμίλητος.
ανατροφή (η) 1. φροντίδα για τη σωμα- Συνών.: μεγάλωμα (1),
(Ουσιαστικό, Ο24) τική και την πνευματική διάπλαση (2)
(α-να-τρο-φή, γεν. ανάπτυξη ενός ανηλίκου: Οικογ. Λέξ.: ανατρέφω
-ής, πληθ. – ) ►Διέθεσαν πολύ χρόνο για
Προσδιορ.: καλή, κακή,
[λόγ. < ελνστ. S- φιλελεύθερη, κοινωνική,
την ανατροφή του παιδιού
νατροφD < αρχ. S- οικογενειακή (1, 2)
τους.
νατρέφω]
2. η κατάλληλη διαπαι-
δαγώγηση: ►Είναι ένας
άνθρωπος με πολύ καλή ανα-
τροφή.
άναυδος, -η, -ο αυτός που έχασε προσω- Συνών.: άφωνος, άλαλος
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα) ρινά τη φωνή του από
(ά-ναυ-δος) έκπληξη, θαυμασμό, συ-
[αρχ. Rναυδος < γκίνηση ή φόβο: ►Το πλή-
Sν στερ. + α}δD (=
θος παρακολουθούσε άναυδο
φωνή)]
την επιχείρηση διάσωσης των
τραυματιών.
ανδρεία και παλικαριά, γενναιότητα: Αντίθ.: ανανδρία, δειλία,
αντρεία (η) ►Στον πόλεμο του 1940 οι λιποψυχία
(Ουσιαστικό, Ο19) Έλληνες ξεχώρισαν για την Συνών.: γενναιοψυχία
(αν-δρεί-α, γεν. αντρεία που έδειξαν. Οικογ. Λέξ.: ανδρείος,
-ας, πληθ. – ) αντρειωμένος, αντρειοσύ-
[αρχ. Sνδρεία < νη
Sνδρε`ος < SνDρ]
ανεκτικός -ή, -ό αυτός που δείχνει ανοχή Συνών.: διαλλακτικός, επι-
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα) και υπομονή: ►Ο διαιτη- εικής
(α-νε-κτι-κός) τής του αγώνα ήταν ανεκτικός Οικογ. Λέξ.: ανέχομαι,
[µτγν. SνεκτικVς < στο σκληρό παιχνίδι των πο- ανοχή, ανεκτός, ανεκτικό-
Sνέχοµαι] τητα
δοσφαιριστών.
ανέκφραστος, 1. αυτός που δεν εκφρά- Συνών.: ανείπωτος (1)
ζει, που δεν εκδηλώνει Οικογ. Λέξ.: ανέκφραστα
-η, -ο
(επίρρ.)
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα κανένα συναίσθημα: ►Ο
και άψυχα) κατηγορούμενος παρακολου- Προσδιοριζ.: βλέμμα, πρό-
(α-νέκ-φρα-στος) σωπο (1)
θούσε ανέκφραστος τις κατα-
[µτγν. Sνέκφρα- θέσεις των μαρτύρων.
29
άνεργος
στος < Sν στερ. + 2. αυτός που δεν μπορεί
~κφράζω < ~κ + να εκφραστεί με λόγια:
φράζω (= λέγω)] ►Η συγκίνηση που ένιωσε
για την επιτυχία του παιδιού
της ήταν ανέκφραστη.
άνεργος , -η, -ο αυτός που δεν έχει ή δε Αντίθ.: εργαζόμενος
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα) βρίσκει δουλειά: ►Οι Οικογ. Λέξ.: ανεργία
(ά-νερ-γος) άνεργοι πτυχιούχοι αυξά- Προσδιοριζ.: νέος, οικογε-
[ αρχ. Rνεργος < Sν νειάρχης, γυναίκα
νονται ανησυχητικά.
στερ. + ργον]

ανέφικτος, -η, -ο που δεν μπορεί να πραγ- Αντίθ.: εφικτός, κατορθω-


(Επίθετο, Ε2, άψυχα) ματοποιηθεί: ►Η κατάκτη- τός
(α-νέ-φι-κτος) ση της σελήνης έμοιαζε με Συνών.: ακατόρθωτος,
[µτγν. Sνέφικτος < ανέφικτο επίτευγμα πριν από απραγματοποίητος
Sν στερ. + ~φικτVς]
λίγες δεκαετίες.

ανέχεια (η) έλλειψη των απαραίτη- Συνών.: φτώχεια, ένδεια


(Ουσιαστικό, Ο20) των αγαθών για να ζήσει Προσδιορ.: γενική, απόλυ-
(α-νέ-χει-α, γεν. κάποιος, η φτώχεια: τη, μεγάλη
-ας, πληθ. – ) ►Έζησε μια ζωή μέσα στη
[λόγ. Sνέχεια < Sν στέρηση και την ανέχεια.
στερ. + χω]

ανησυχία (η) 1. έλλειψη ηρεμίας, ανα- Αντίθ.: ησυχία, ηρεμία, γα-


(Ουσιαστικό, Ο20) στάτωση, ψυχική ταρα- λήνη (1)
(α-νη-συ-χί-α) χή, αγωνία: ►Τα λόγια του Συνών.: αναταραχή (1),
[µεσν. Sνησυχία προκάλεσαν ζωηρή ανησυχία ενδιαφέροντα (2)
< Sνήσυχος < Sν Προσδιορ.: απερίγραπτη,
στο πλήθος.
στερ. + συχος] ανεξήγητη (1), καλλιτεχνι-
2. (συνήθ. στον πληθ.)
κή, πνευματική (2)
έφεση για έρευνα, αναζή-
τηση: ►Έχει καλλιτεχνικές
ανησυχίες.

άνθος (το) το μέρος του φυτού στο Συνών.: ανθός


(Ουσιαστικό, Ο37) οποίο παράγεται ο καρ- Σύνθ.: ανθοπώλης, ανθο-
(άν-θος, γεν. -ους, πός, το λουλούδι: ►Τα φορώ, ανθοστόλιστος, αν-
πληθ. -η, γεν. -έων) άνθη της λεμονιάς μυρίζουν θόσπαρτος
[λόγ. < αρχ. Rνθος] Προσδιορ.: ευωδιαστό, μυ-
όμορφα.
ρωδάτο, εξωτικό
Φράσεις: ►Στο άνθος της
ηλικίας (= στη νεότητά
του)

30
ανταμοιβή

ανιστόρητος, 1. αυτός που δεν ξέρει Οικογ. Λέξ.: ανιστορώ,


ιστορία: ►Είναι τόσο ανι- ανιστόρητα (επίρρ.)
-η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα στόρητος, που δεν ξέρει πότε
και άψυχα) έγινε η ελληνική επανάστα-
(α-νι-στό-ρη-τος) ση.
[µτγν. Sνιστόρητος 2. που δεν μπορεί να εξι-
< Sν στερ. + XστορU στορηθεί: ►Είναι ανιστόρη-
(= διηγούµαι)]
τα τα βάσανα που πέρασε.

ανοικοδόμηση 1. το χτίσιμο από την Αντίθ.: κατεδάφιση, γκρέ-


(η) αρχή: ►Η ανοικοδόμηση μισμα (1)
(Ουσιαστικό, Ο28) της εκκλησίας ύστερα από το Συνών.: ανακατασκευή,
(ά-νοι-κο-δό-μη- αναστήλωση (1), αποκατά-
σεισμό ήταν αναγκαία.
ση, γεν. -ης, -ήσεως, σταση (2)
2. (μτφ.) ανόρθωση, ανα-
πληθ. -ήσεις, γεν. –ή- Οικογ. Λέξ.: ανοικοδομώ,
συγκρότηση: ►Μετά το Β’ ανοικοδομητικός
σεων)
[αρχ. Sνοικοδόµη- Παγκόσμιο πόλεμο, οι κυ-
σις < SνοικοδοµU < βερνήσεις φρόντισαν για την
Sν^ + οfκοδοµU] ανοικοδόμηση των χωρών
τους.

ανόρθωση (η) η επαναφορά σε προ- Σύνθ.: επανόρθωση, παλι-


(Ουσιαστικό, Ο28) ηγούμενη καλή κατά- νόρθωση
(α-νόρ-θω-ση, γεν. σταση, αναστήλωση: ►
-ης, -ώσεως, πληθ. Πραγματοποιήθηκε η ανόρ-
-ώσεις, γεν. -ώσεων) θωση του ερειπωμένου ναού.
[µτγν. Sνόρθωσις
< SνορθU < Sν^ +
‚ρθU]

ανοσία (η) η ικανότητα του οργανι- Σύνθ.: ανοσοποιώ, ανοσο-


(Ουσιαστικό, Ο20) σμού να αντιμετωπίζει ποιητικός
(α-νο-σί-α γεν. -ας, τα μικρόβια: ►Τα εμβόλια
πληθ. – ) εξασφαλίζουν ανοσία από διά-
[µτγν. Sνοσία < S φορες αρρώστιες.
στερ. + νόσος]

ανταμοιβή (η) ό,τι προσφέρεται ή γί- Συνών.: επιβράβευση


(Ουσιαστικό, Ο24) νεται για ανταπόδοση ή Προσδιορ.: τιμητική, ανά-
(α-ντα-μοι-βή) πληρωμή: ►Η επιτυχία του λογη, νόμιμη, γενναία
[λόγ. < ελνστ. S- στο Πανεπιστήμιο ήταν η κα-
νταµοιβD < Sντα- λύτερη ανταμοιβή των κόπων
µείβω]
του.
31
αντανάκλαση

αντανάκλαση 1. το φαινόμενο κατά το Συνών.: ανάκλαση


(η) οποίο επιστρέφουν το Οικογ. Λέξ.: αντανακλα-
(Ουσιαστικό, Ο28) φως και ο ήχος, όταν πέ- στικός, αντανακλαστικά
(α-ντα-νά-κλα-ση, (επίρρ.)
φτουν πάνω σε μια επι-
γεν. -ης, -άσεως, φάνεια: ►Η αντανάκλαση
πληθ. -άσεις, γεν. του φωτός είναι φαινόμενο
-άσεων)
που εξετάζει η Φυσική.
[µτγν. Sντανάκλα-
σις < SντανακλU] 2. (μτφ.) αντίκτυπος, έμ-
μεση ενέργεια: ►Η επιτυ-
χία της ομάδας μας είχε αντα-
νάκλαση σε όλη την τοπική
κοινωνία.
ανταπόκριση 1. θετική αντίδραση σε Συνών.: ρεπορτάζ (2)
(η) κάποιο κάλεσμα: ►Οι εκ- Οικογ. Λέξ.: ανταποκρίνο-
(Ουσιαστικό, Ο28) κλήσεις των «Γιατρών χω- μαι, ανταποκριτής
(α-ντα-πό-κρι-ση, Προσδιορ.: τηλεφωνική,
ρίς σύνορα» βρήκαν μεγάλη
γεν. -ης, -ίσεως, πληθ. αμερόληπτη, εμπιστευτική
ανταπόκριση. (2)
-ίσεις, γεν. -ίσεων)
2. ειδήσεις που στέλνει
[µτγν. Sνταπόκρι-
σις < Sνταποκρίνο- απεσταλμένος δημοσιο-
µαι] γράφος: ►Στην εφημερίδα
υπήρχε μια ανταπόκριση από
το Πεκίνο.

αντέχω 1. (μτβ.) έχω δύναμη: Συνών.: υπομένω (2)


(Ρήμα) ►Αντέχει να αντιμετωπίσει Οικογ. Λέξ.: αντοχή, ανθε-
(ενεστ. α-ντέ-χω, αόρ. κτικός, ανθεκτικότητα
το βαρύ χειμώνα.
άντεξα, μτχ. ενεργ.
2. (μτβ.) αντιμετωπίζω με
ενεστ. αντέχοντας)
[αρχ. Sντέχω < SντY υπομονή: ►Αντέχει τις ιδιο-
+ χω] τροπίες του γείτονά του.
3. (μτβ.) αντιστέκομαι σε
κάτι: ►Τα φράγμα δεν άντε-
ξε την πίεση του νερού και κα-
τέρρευσε.

αντήχηση (η) η επανάληψη ενός ήχου Συνών.: αντίλαλος, ηχώ


(Ουσιαστικό, Ο28) από την αντανάκλαση σε Οικογ. Λέξ.: αντηχώ, αντη-
(α-ντή-χη-ση, γεν. κάποια επιφάνεια: ►Η χητικά (επίρρ.)
-ης, -ήσεως, πληθ. αντήχηση της φωνής του
-ήσεις, γεν. -ήσεων ) ακούστηκε δυνατά στην άδεια
[µτγν. Sντήχησις <
αίθουσα.
SντηχU]
32
αντιπαθώ

αντίδραση (η) 1. ενέργεια που γίνεται, Οικογ. Λέξ.: αντιδραστή-


(Ουσιαστικό, Ο28) για να εξουδετερωθεί κά- ρας, αντιδραστήριο, αντι-
(α-ντί-δρα-ση, γεν. ποια άλλη: ►Η αντίδραση δραστικός, αντιδραστικό-
-ης, -άσεως, πληθ. τητα
του οργανισμού στα διάφορα
-άσεις, γεν. -άσεων)
μικρόβια είναι συνεχής.
[µτγν. Sντίδρασις
< SντιδρU < SντY +
2. (φυσ.) η ίση και αντίθε-
δρU] τη δύναμη που αναπτύσ-
σει ένα σώμα, όταν δέ-
χεται την επίδραση μιας
άλλης δύναμης: ►Η κίνη-
ση των πυραύλων γίνεται με
αντίδραση, δηλ. με εκτίναξη
αερίων προς την αντίθετη κα-
τεύθυνση.
3. (χημ.) φαινόμενο που
προκαλείται από την επί-
δραση μιας ουσίας πάνω
σε άλλη: ►Η ένωση οξυγό-
νου και υδρογόνου προκαλεί
αντίδραση από την οποία δη-
μιουργείται το νερό.

αντίθεση (η) 1. η διαφορά που προκύ- Συνών.: αντιπαράθεση (1),


(Ουσιαστικό, Ο28) πτει από την τοποθέτηση ασυμφωνία (2)
(α-ντί-θε-ση, γεν. ενός πράγματος απέναντι Προσδιορ.: απόλυτη, χα-
-ης, -έσεως, πληθ. ρακτηριστική, πολιτική,
στο άλλο: ►Υπάρχει έντονη
-έσεις, γεν. -έσεων) κοινωνική (2)
αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτά τα
[αρχ. Sντίθεσις <
Sντιτίθηµι < SντY +
δύο χρώματα.
τίθηµι] 2. διαφωνία: ►Υπάρχει με-
γάλη αντίθεση ανάμεσα στις
δύο απόψεις που διατυπώθη-
καν.

αντιπαθώ (μτβ.) αισθάνομαι απέ- Αντίθ.: συμπαθώ


(Ρήμα, Ρ6) χθεια για κάποιον ή για Συνών.: απεχθάνομαι, απο-
(ενεστ. α-ντι-πα-θώ, κάτι: ►Αντιπαθώ εκείνους στρέφομαι
αόρ. αντιπάθησα) Οικογ. Λέξ.: αντιπαθής,
που λένε ψέματα.
[µτγν. SντιπαθU < αντιπάθεια, αντιπαθητικός,
SντY + παθε`ν < πά- αντιπαθητικά (επίρρ.)
σχω]

33
αντίστροφος

αντίστροφος, που έχει αντίθετη διεύ- Συνών.: αντίθετος, ανάπο-


-η, -ο θυνση ή φορά από την κα- δος, αντεστραμμένος
(Επίθετο, Ε2, άψυχα) νονική ή την προηγούμε- Προσδιοριζ.: μέτρηση, κί-
(α-ντί-στρο-φος) νηση, κλάσματα (τα)
νη: ►Το πλοίο υποχρεώθηκε
Φράσεις: ►Αντίστροφη μέ-
[αρχ. Sντίστροφος να ακολουθήσει αντίστροφη
< Sντιστρέφω < τρηση (= η μέτρηση προς τα
πορεία και να επιστρέψει στο
SντY + στρέφω] πίσω) ►Αντίστροφοι αριθ-
λιμάνι. μοί (= οι αριθμοί που έχουν
γινόμενο τη μονάδα)

αντωνυμία (η) κλιτή λέξη που τη χρησι-


(Ουσιαστικό, Ο19) μοποιούμε στη θέση ονό-
(α-ντω-νυ-μί-α, γεν. ματος, ουσιαστικού ή επι-
-ας, πληθ. -ες, γεν. θέτου: ►Τις δεικτικές αντω-
-ιών) νυμίες τις χρησιμοποιούμε,
[µτγν. Sντωνυµία
όταν δείχνουμε κάτι.
< SντY + ƒνυµα (=
όνοµα)]

ανύπαρκτος, που δεν υφίσταται, ο φα- Αντίθ.: υπαρκτός, πραγμα-


νταστικός: ►Αναζητούσε τικός
-η, -ο
το φίλο του σε μια ανύπαρκτη Συνών.: ανυπόστατος
(Επίθετο, Ε2, άψυχα)
Οικογ. Λέξ.: ανύπαρκτα
(α-νύ-παρ-κτος) οδό.
(επίρρ.), ανυπαρξία
[µτγν. Sνύπαρκτος
< Sν στερ. + „παρ-
κτVς < „πάρχω]

άνωση (η) (φυσ.) η ώθηση που δέχε-


(Ουσιαστικό, Ο28) ται προς τα επάνω κάθε
(ά-νω-ση, γεν. -ης, σώμα που βυθίζεται σε
-ώσεως, πληθ. – ) υγρό ή αέριο: ►Ο νόμος της
[λόγ. Rνωσις < Rνω
άνωσης των σωμάτων ανακα-
+ …θU]
λύφθηκε από τον Αρχιμήδη.

αξία (η) 1. ο υπολογισμός σε χρή- Συνών.: κόστος (1), ιδα-


(Ουσιαστικό, Ο19) ματα ενός πράγματος, η νικά (3)
(α-ξί-α) τιμή : ►Η αξία της ακίνητης Σύνθ.: υπεραξία
Οικογ. Λέξ.: αξίζω, άξιος,
[αρχ. Sξία < Rξιος] περιουσίας του ανέρχεται σε
άξια (επίρρ.), αξιοσύνη, αξί-
πολλά εκατομμύρια. ωση
2. η χρησιμότητα, η σπου- Προσδιορ.: αγοραστική,
δαιότητα ενός ατόμου ή ονομαστική (1), ανυπο-
ενός αντικειμένου: ►Το λόγιστη, υλική (1, 2), επι-
έργο του έχει μεγάλη καλλιτε- στημονική, καλλιτεχνική,
χνική αξία. ιστορική, πνευματική (2, 3),
ανεκτίμητη (1, 2, 3)
34
αόριστος
3. (πληθ.) για κάτι που
αναγνωρίζεται ως αλη-
θινό, ωραίο και καλό και
το οποίο προσπαθούμε να
πετύχουμε στη ζωή μας:
► Η ελευθερία και η δικαιο-
σύνη είναι σταθερές κοινωνι-
κές αξίες.

αξιοπιστία (η) το να εμπνέει κάποιος Αντίθ.: αναξιοπιστία


(Ουσιαστικό, Ο19) εμπιστοσύνη: ►Η αξιοπι- Σύνθ.: αναξιοπιστία
(α-ξι-ο-πι-στί-α, γεν. στία του μάρτυρα ήταν δύσκο- Οικογ. Λέξ.: αξιόπιστος,
-ας, πληθ. – ) λο να αμφισβητηθεί. αξιόπιστα (επίρρ.)
[λόγ. < ελνστ. Sξιο-
πιστία < Sξιόπιστος
< Rξιος + πίστις]

αξιοπρέπεια (η) ο σεβασμός, η ευγένεια Αντίθ.: μικροπρέπεια


(Ουσιαστικό, Ο20) στους τρόπους, η σοβαρό- Συνών.: ευπρέπεια, κοσμι-
(α-ξι-ο-πρέ-πει-α, τητα: ►Συμπεριφέρθηκε με ότητα
γεν. -ας, πληθ. – ) αξιοπρέπεια, παρά την προ-
[µεσν. Sξιοπρέπεια σβολή που του έγινε.
< SξιοπρεπDς]

αξίωση (η) απαίτηση που πηγάζει Σύνθ.: απαξίωση


(Ουσιαστικό, Ο28) από κάποιο δικαίωμα: Προσδιορ.: υπερβολική,
(α-ξί-ω-ση, γεν. -ης, ►Επειδή είμαι καθημερινός αδικαιολόγητη, παράλογη,
-ώσεως, πληθ. αβάσιμη
πελάτης σου, έχω την αξίωση
-ώσεις, γεν. -ώσεων) Φράσεις: ►Έργο αξιώσεων
να με προσέχεις περισσότερο.
[αρχ. Sξίωσις < (= αξιόλογο)
SξιU]

άοκνος, -η, -ο ακούραστος: ►Οι μαθητές Αντίθ.: οκνηρός, νωθρός


(Επίθετο, Ε2, έμψυχα κατέβαλαν άοκνες προσπάθει- Συνών.: ακαταπόνητος
και άψυχα) ες για την επιτυχία της σχολι- Οικογ. Λέξ.: άοκνα (επίρρ.)
(ά-οκ-νος) Προσδιοριζ.: προσπάθεια
κής γιορτής.
[αρχ. Rοκνος < S
στερ. + ƒκνος (= δι-
σταγµός, φόβος)]

αόριστος, -η, -ο 1. που δεν είναι συγκε- Συνών.: ακαθόριστος,


(Επίθετο, Ε2, άψυχα) κριμένος, καθορισμένος, απροσδιόριστος, ασαφής
(α-ό-ρι-στος) ο ασαφής, ο αβέβαιος: (1)
[λόγ. < αρχ. Sόρι- Σύνθ: αοριστολογώ, αορι-
►Έδωσε αόριστες υποσχέσεις
στος < S στερ. + στολογία
για το χρόνο ολοκλήρωσης
†ρίζω]
του έργου.
35
απαγγέλλω
2. ιστορικός χρόνος του Αντίθ.: καθορισμένος
ρήματος, που φανερώνει Οικογ. Λέξ.: αόριστα
ότι κάτι έγινε στο παρελ- (επίρρ.), αοριστία
Προσδιοριζ.: υποσχέσεις
θόν με συντομία: ►Ο αό-
(οι) (1)
ριστος του ρήματος διαβάζω
είναι «διάβασα».

απαγγέλλω και (μτβ.) εκφωνώ με τέχνη Οικογ. Λέξ.: απαγγελία,


–λνω πεζό κείμενο ή ποίημα: απαγγελτικός
(Ρήμα) ►Οι μαθητές απάγγειλαν Φράσεις: ►Απαγγέλλω
(ενεστ. α-παγ-γέλ- κατηγορία (= διατυπώνω
ποιήματα στη σχολική γιορτή
λω, αόρ. απάγγειλα, κατηγορία)
για την 25η Μαρτίου.
απήγγειλα, παθ. αόρ.
απαγγέλθηκα)
[αρχ. Sπαγγέλλω
< SπV + Sγγέλλω <
Rγγελος]

απάθεια (η) αναισθησία, αδιαφορία: Οικογ. Λέξ.: απαθής


(Ουσιαστικό, Ο20) ►Ήταν εντυπωσιακή η απά-
(α-πά-θει-α, γεν. θειά του μπροστά στο δράμα
-ας, πληθ. – ) που ζούσε ο γείτονάς του.
[αρχ. Sπάθεια <
SπαθDς < S στερ. +
πάθος]
απαισιοδοξία το να τα βλέπει κανείς όλα Αντίθ.: αισιοδοξία
(η) από την άσχημη πλευρά, Συνών: πεσιμισμός
(Ουσιαστικό, Ο19) χωρίς ελπίδα: ►Υπάρχει Οικογ. Λέξ.: απαισιοδοξώ,
(α-παι-σι-ο-δο-ξί-α, απαισιόδοξος
μεγάλη απαισιοδοξία για το
γεν. -ας, πληθ. - ) Προσδιορ.: αδικαιολόγητη,
αποτέλεσμα του ποδοσφαιρι-
[λόγ. Sπαισιοδοξία ανεξήγητη, μεγάλη
κού αγώνα της Κυριακής.
< SπV στερ. +
αfσιόδοξος < µε-
ταφρ. δάν. γαλλ.
pessimiste]

απαιτώ (μτβ.) ζητώ επίμονα κάτι, Οικογ. Λέξ.: απαίτηση,


(Ρήμα, Ρ6) αξιώνω να μου δώσουν απαιτητικός
(ενεστ. α-παι-τώ, αόρ. αυτό που μου ανήκει:
απαίτησα, παθ. αόρ. ►Οι εργαζόμενοι απαιτούν
απαιτήθηκα, παθ.
να ενισχυθούν τα εισοδήματά
μτχ. ενεστ. απαιτού-
μενος) τους. ►Το κράτος απαιτεί την
[λόγ. < αρχ. SπαιτU εφαρμογή των νόμων.
< SπV + αfτU]
36
άπειρος

απαλλάσσω 1. (μτβ.) απομακρύνω Συνών.: απελευθερώνω (1)


(Ρήμα, Ρ3) κάτι δυσάρεστο από κά- Οικογ. Λέξ.: απαλλαγή,
(ενεστ. α-παλ-λάσ- ποιον: ►Η συστηματική απαλλακτικός
σω, αόρ. απάλλαξα, μελέτη τον απάλλαξε από το
παθ. αόρ. απαλλά-
άγχος των εξετάσεων.
χτηκα, παθ. μτχ.
απαλλαγμένος) 2. (μτβ.) αθωώνω: ►Το δι-
[λόγ. < αρχ. Sπαλ- καστήριο τον απάλλαξε από
λάσσω < SπV + τις κατηγορίες.
Sλλάσσω]

απασχόληση (η) 1. δραστηριότητα με ορι- Σύνθ.: υποαπασχόληση


(Ουσιαστικό, Ο28) σμένο θέμα και σκοπό: Οικογ. Λέξ.: απασχολώ
(α-πα-σχό-λη-ση, ►Οι κατασκηνώσεις είναι μια Προσδιορ.: ευχάριστη,
γεν. -ης, -ήσεως, μόνιμη, προσωρινή (1, 2),
ευχάριστη καλοκαιρινή απα-
πληθ. -ήσεις) πλήρης (2)
σχόληση.
[µτγν. Sπασχόλη-
σις < µεταφρ. δάν.
1. η εργασία, το επάγγελ-
αγγλ. employment] μα: ►Μετά τις σπουδές έρχε-
ται το πρόβλημα της απασχό-
λησης.

απείθεια (η) η άρνηση υπακοής σε κα- Συνών.: απειθαρχία, ανυ-


(Ουσιαστικό, Ο20) νόνες ή εντολές: ►Η απεί- πακοή
(α-πεί-θει-α, γεν. θεια σε απόφαση δικαστηρίου Οικογ. Λέξ.: απειθής
-ας, πληθ. – ) Προσδιορ.: αξιόποινη,
τιμωρείται από το νόμο με
[λόγ. < αρχ. Sπεί- πρωτοφανής
πρόστιμο ή φυλάκιση.
θεια < SπειθDς < α
στερ. + πείθω]

απεικόνιση (η) πιστή περιγραφή ενός Συνών.: αναπαράσταση


(Ουσιαστικό, Ο28) γεγονότος ή ενός πράγ- Οικογ. Λέξ.: απεικονίζω
(α-πει-κό-νι-ση, γεν. ματος: ►Το διήγημά του εί- Προσδιορ.: πραγματική,
-ης, -ίσεως, πληθ. πιστή, συνολική
ναι μια πιστή απεικόνιση της
-ίσεις )
αγροτική ζωής.
[µεσν. Sπεικόνισις
< SπV + εfκονίζω]

άπειρος, -η, -ο 1. απέραντος, ατέλειωτος: Αντίθ.: πεπερασμένος (1),


►Του χρωστάω άπειρη ευ- μετρήσιμος (2)
(Επίθετο, Ε2, έμψυ-
γνωμοσύνη. Συνών.: απεριόριστος (1),
χα και άψυχα)
αναρίθμητος, αμέτρητος,
(ά-πει-ρος) 2. αυτός που είναι πολύ
ανυπολόγιστος (2)
[αρχ. Rπειρος < S μεγάλος και δεν μπορεί Σύνθ.: απειροελάχιστος,
στερ. + πέρας (= να μετρηθεί: ►Μαζεύτηκε
τέλος)] απειράριθμος
άπειρο πλήθος, για να ακού- Οικογ. Λέξ.: άπειρα (επίρρ.),
σει την ομιλία του. απείρως (επίρρ.)
37
απελευθερώνω
3. αυτός που δεν έχει πεί- Αντίθ.: έμπειρος, πεπειρα-
ρα: ► Είναι ακόμα άπειρος μένος (3)
στη δουλειά του και γι’ αυτό Συνών.: αμάθητος (3)
χρειάζεται τη βοήθειά σας. Σύνθ.: απειροπόλεμος (3)
Οικογ. Λέξ.: άπειρα (επίρρ.),
απειρία (3)

απελευθερώνω 1. (μτβ.) δίνω σε κάποιον Αντίθ.: σκλαβώνω, υπο-


(Ρήμα, Ρ1) την ελευθερία του, ξε- δουλώνω, φυλακίζω (1)
(ενεστ. α-πε-λευ-θε- σκλαβώνω: ► Το 1912 ο Οικογ. Λέξ.: απελευθέ-
ρώ-νω, αόρ. απελευ- ελληνικός στρατός απελευθέ- ρωση, απελευθερωτής, απε-
θέρωσα, παθ. αόρ. λευθερωτικός
ρωσε τη Θεσσαλονίκη.
απελευθερώθηκα, Φράσεις: ►Απελευθέρωση
παθ. μτχ. απελευθε- 2. (μτβ.) (μτφ.) γλιτώνω των τιμών (= ο πωλητής βά-
ρωμένος) κάποιον από κάτι κακό: ζει όποια τιμή θέλει)
[λόγ. Sπελευθερώ- ►Προσπαθούσε να απελευθε-
νω < απελευθερU < ρωθεί από το φόβο των εξετά-
SπV + ~λεύθερος] σεων.

απεργία (η) οργανωμένη αποχή εργα- Σύνθ.: απεργοσπάστης


(Ουσιαστικό, Ο19) ζομένων από τη δουλειά Οικογ. Λέξ.: απεργώ, απερ-
(α-περ-γί-α, γεν. τους, για να διαμαρτυρη- γός, απεργιακός
-ας, πληθ. -ες, γεν. θούν ή να ζητήσουν την Προσδιορ.: γενική, παρά-
-ών) νομη, εικοσιτετράωρη, λευ-
ικανοποίηση αιτημάτων:
[µτγν. Sπεργία < κή, πανελλαδική, πανεργα-
►Οι εργαζόμενοι κατέβηκαν
SπεργVς < SπV + τική, προειδοποιητική
ργον] σε απεργία με κύριο αίτημα να
μη γίνουν απολύσεις.

απιστία (η) το να μην πιστεύει κανείς Αντίθ.: πίστη


(Ουσιαστικό, Ο19) σε κάποιον ή σε κάτι: Οικογ. Λέξ.: άπιστος, απι-
(α-πι-στί-α) ►Η απιστία του Θωμά στώ, άπιστα (επίρρ.)
[λόγ. < αρχ. Sπιστία στην Ανάσταση του Κυρίου Προσδιορ.: ασυγχώρητη,
< S στερ. + πίστη] συζυγική, εμπορική
αναφέρεται στα Ευαγγέλια.
Φράσεις: ►Απιστία υπαλ-
λήλου (= αδίκημα υπαλλή-
λου που με πρόθεση ζημιώ-
νει το δημόσιο)

άπληστος -η, -ο αυτός που ζητάει πα- Αντίθ.: ολιγαρκής


(Επίθετο, Ε2, έμψυχα) ραπάνω απ’ όσα έχει ή Συνών.: ακόρεστος
(ά-πλη-στος) χρειάζεται, ο πλεονέκτης: Οικογ. Λέξ.: άπληστα (επίρ-
[αρχ. Rπληστος] ►Είναι ένας άπληστος άνθρω-
ρ.), απληστία
Προσδιοριζ.: άνθρωπος
πος, που ενδιαφέρεται μόνο
για τα υλικά πλούτη.
38
αποδημητικός
άπνοια (η) η απουσία ανέμου: Συνών.: νηνεμία, γαλήνη,
(Ουσιαστικό, Ο20) ►Επικρατούσε τόσο μεγάλη μπουνάτσα
(ά-πνοι-α, γεν. -ας, άπνοια, που δεν κουνιόταν
πληθ. - ) ούτε φύλλο.
[µτγν. Rπνοια <
Rπνους]

απόβαση (η) έξοδος στρατιωτικών δυ- Οικογ. Λέξ.: αποβιβάζο-


(Ουσιαστικό, Ο28) νάμεων από τα πλοία στην μαι, αποβίβαση, αποβατι-
(α-πό-βα-ση, γεν. ξηρά με σκοπό την κατά- κός
-ης, -άσεως, πληθ. Προσδιορ.: γρήγορη, ει-
ληψη μιας περιοχής: ►Η
-άσεις) κονική, επικίνδυνη, εχθρι-
απόβαση των Συμμάχων στη κή, μαζική, συμμαχική
[λόγ. < αρχ. Sπόβα-
Νορμανδία έγινε το 1944.
σις < Sποβαίνω]

απογοητεύω (μτβ.) κάνω κάποιον να Συνών.: αποκαρδιώνω


(Ρήμα, Ρ2) χάσει την ελπίδα, απο- Οικογ. Λέξ.: απογοήτευση,
(ενεστ. α-πο-γο-η- θαρρύνω, απελπίζω: ►Με απογοητευτικός, απογοη-
τεύ-ω αόρ. απογοή- τευτικά (επίρρ.)
απογοήτευσε η εξέλιξη της
τευσα, παθ. αόρ. απο- υπόθεσης.
γοητεύτηκα, παθ.
μτχ. απογοητευμέ-
νος)
[λόγ. Sπογοητεύω
< γαλλ. desen-
schanter]

απόδειξη (η) 1. κάθε στοιχείο που Συνών.: πειστήριο (1), απο-


(Ουσιαστικό, Ο28) βεβαιώνει ότι κάτι είναι δεικτικό στοιχείο (2)
(α-πό-δει-ξη, γεν. αληθινό ή υπαρκτό: ►Δε Οικογ. Λέξ.: αποδεικνύω,
-ης, -είξεως, πληθ. αποδεικτικός
βρέθηκαν αποδείξεις για την
-είξεις, γεν. -είξεων) Προσδιορ.: αδιάσειστη,
ενοχή του. ισχυρή, μοναδική, ουσια-
[αρχ. Sπόδειξις <
2. γραπτή βεβαίωση που στική, πειστική (1), ενυπό-
Sποδείκνυµι]
πιστοποιεί παραλαβή ή γραφη, εξοφλητική (2)
παράδοση πραγμάτων,
χρημάτων κ.λπ.: ► Πλή-
ρωσα το λογαριασμό του νερού
και κράτησα την απόδειξη.

αποδημητικός, αυτός που ταξιδεύει σε Συνών: διαβατάρικος, τα-


-ή, -ό άλλους τόπους: ►Τα χελι- ξιδιάρικος
(Επίθετο, Ε1, έμψυ- δόνια είναι αποδημητικά που- Οικογ. Λέξ.: απόδημος,
χα) (α-πο-δη-μη-τι- αποδημώ, αποδημία, απο-
λιά που πηγαίνουν σε θερμές
κός) δήμηση
χώρες, για να περάσουν το Προσδιοριζ.: πουλί, πτηνό
[λόγ. < αρχ. Sπο-
χειμώνα.
δηµητικVς < Sποδη-
µU]
39
αποκάλυψη

αποκάλυψη (η) η φανέρωση και η γνω- Αντίθ.: απόκρυψη


(Ουσιαστικό, Ο28) στοποίηση άγνωστων ή Συνών.: φανέρωμα
(α-πο-κά-λυ-ψη, γεν. κρυφών στοιχείων: ► Οι Οικογ. Λέξ.: αποκαλύπτω,
-ης, -ύψεως, πληθ. αποκαλυπτικός, αποκα-
μάρτυρες έκαναν συγκλονι-
-ύψεις) λυπτικά (επίρρ.), αποκαλυ-
στικές αποκαλύψεις κατά τη πτήριος
[λόγ. < ελνστ.
Sποκάλυψις < Sπο-
διάρκεια της δίκης. Προσδιορ.: εντυπωσιακή,
καλύπτω] σπουδαία, συγκλονιστική

αποκτώ και (μτβ.) κάνω κάτι δικό Οικογ. Λέξ.: απόκτηση,


μου, κερδίζω: ►Με τη με- απόκτημα
αποχτώ,
(Ρήμα, Ρ5) λέτη αποκτάς συνεχώς νέες
(ενεστ. α-πο-κτώ, αόρ. γνώσεις.
απέκτησα – απόκτη-
σα, παθ. αόρ. απο-
κτήθηκα, παθ. μτχ.
αποκτημένος)
[µεσν. SποκτU <
SπV + κτU (= κατέ-
χω)]

απολύμανση (η) καθαρισμός με ειδικά Οικογ. Λέξ.: απολυμαίνω,


(Ουσιαστικό, Ο28) φάρμακα για την εξό- απολυμαντής, απολυμα-
(α-πο-λύ-μαν-ση, ντωση μικροβίων: ►Στην ντικός
γεν. -ης, -άνσεως, Προσδιορ.: γενική, προλη-
αρχή της σχολικής χρονιάς
πληθ. -άνσεις) πτική, τακτική
έγινε απολύμανση των αιθου-
[λόγ. Sπολύµανσις
< Sπολυµαίνοµαι <
σών του σχολείου.
µεταφρ. δάν. γαλλ.
désinfection]

απομνημόνευ- το να μαθαίνει κανείς Συνών.: αποστήθιση, πα-


κάτι απέξω: ►Έχει μεγάλη παγαλία
ση (η)
ικανότητα στην απομνημό- Οικογ. Λέξ.: απομνημο-
(Ουσιαστικό, Ο28)
νεύω, απομνημονεύματα
(α-πο-μνη-μό-νευ- νευση αριθμών και χρονολο-
(τα)
ση, γεν. -ης, -εύ- γιών.
σεως, πληθ. –εύσεις,
γεν. -εύσεων)
[αρχ. Sποµνηµό-
νευσις]

απόρρητος, που δεν πρέπει να κοι- Συνών: κρυφός, απόκρυ-


-η, -ο νοποιηθεί, που πρέπει φος
να κρατηθεί μυστικός: Προσδιοριζ: έγγραφο, επι-
(Επίθετο, Ε2, άψυχα) στολή, διαταγή
(α-πόρ-ρη-τος) ►Το έγγραφο που έστειλε ο
υπουργός ήταν απόρρητο και
40
αποτέλεσμα
[λόγ. < αρχ. Sπό{- γι’ αυτό δεν έμαθε κανείς το Φράσεις: ►Ο εξ απορρή-
|ητος < SπV στερ. + περιεχόμενό του. των (= ο μυστικοσύμβου-
|ητVς < λέγω] λος) ►Τραπεζικό απόρρητο
(= η υποχρέωση των τραπε-
ζών να κρατούν μυστικά τα
στοιχεία των πελατών)

απορρίπτω 1. (μτβ.) δε δέχομαι, απο- Οικογ. Λέξ.: απόρριψη,


(Ρήμα) δοκιμάζω: ►Ο διευθυντής απορριπτικός, απορριπτέ-
(ενεστ. α-πορ-ρί-πτω, του σχολείου απέρριψε το ος, απορρίμματα (τα)
αόρ. απέρριψα, παθ. αίτημα των μαθητών για εκ-
αόρ. απορρίφθηκα)
δρομή.
[αρχ. Sπο{|ίπτω <
SπV + |ίπτω] 2. (μτβ.) δεν κρίνω κά-
ποιον άξιο για εισαγωγή,
προαγωγή, απόλυση κ.λπ.:
►Ο καθηγητής απέρριψε τους
αδιάβαστους μαθητές.

αποσύνθεση (η) 1. (χημ.) αλλοίωση οργα- Συνών.: αποδιοργάνωση,


(Ουσιαστικό, Ο28) νικής ουσίας που συνο- διάλυση (2)
(α-πο-σύν-θε-ση, δεύεται από σήψη: ►Τα Οικογ. Λέξ.: αποσυνθέτω
γεν. -ης, -έσεως, Προσδιορ.: αργή, βαθμι-
ψάρια βρέθηκαν ξεχασμένα
πληθ. -έσεις) αία, σταδιακή, προχωρημέ-
σ’ ένα κιβώτιο σε κατάσταση νη (1, 2), χημική (1), κοινω-
[λόγ. Sποσύνθεσις
< SπV + σύνθεσις]
αποσύνθεσης. νική (2)
2. (μτφ.) παράλυση της
πειθαρχίας σ’ ένα οργα-
νωμένο σύνολο: ►Ύστερα
από το πρώτο τέρμα που δέ-
χτηκε η ποδοσφαιρική ομάδα
μας, άρχισε η σταδιακή απο-
σύνθεσή της.

αποτέλεσμα (το) 1. η κατάληξη μιας πρά- Συνών.: έκβαση (1)


(Ουσιαστικό, Ο40) ξης ή ενός γεγονότος: ►Οι Οικογ. Λέξ.: αποτελώ, απο-
(α-πο-τέ-λε-σμα, προσπάθειες που κατέβαλαν οι τελεσματικός, αποτελεσμα-
γεν. -ατος, πληθ. τικά (επίρρ.), αποτελεσματι-
κάτοικοι του χωριού οδήγη-
-ατα) κότητα
σαν τελικά σε θετικά αποτελέ- Προσδιορ.: αντίθετο, βέ-
[λόγ. < αρχ. Sποτέ-
λεσµα < SποτελU
σματα. βαιο (1, 2), αναμενόμενο,
(= ολοκληρώνω)] 2. η τελική κρίση και από- θετικό, ποθούμενο (1, 2)
φαση σε μια διαδικασία
εξέτασης: ► Ανακοινώθηκαν
τα αποτελέσματα των εξετάσε-
ων για το Πανεπιστήμιο.
41
απρόσιτος

απρόσιτος, -η, -ο αυτός που δεν μπορεί να Αντίθ.: προσιτός, προσπε-


(Επίθετο, Ε2, έμψυχα τον πλησιάσει κάποιος: λάσιμος
και άψυχα) ►Η κορυφή του Ολύμπου Συνών.: απλησίαστος, α-
(α-πρό-σι-τος) προσπέλαστος, δυσπρόσι-
είναι απρόσιτη για τους πολ-
[µτγν. Sπρόσιτος < τος
λούς. Προσδιοριζ.: κορυφή, τι-
S στερ. + προσιτVς]
μές (οι)

απτόητος, -η, -ο αυτός που δε φοβάται και Συνών.: άφοβος, ατρόμη-


(Επίθετο, Ε2, έμψυχα) δεν υποχωρεί μπροστά τος
(α-πτό-η-τος) στα εμπόδια: ►Συνέχισε Οικογ. Λέξ.: απτόητα
[λόγ. < ελνστ. απτόητος τον αγώνα για μια (επίρρ.)
Sπτόητος < S στερ.
καλύτερη ζωή.
+ πτοU (= αποθαρ-
ρύνω)]

αρετή (η) 1. ηθική ανωτερότητα, Συνών.: ηθικότητα (1)


(Ουσιαστικό, Ο24) σεβασμός στους ηθικούς Σύνθ.: πανάρετος
(α-ρε-τή) κανόνες: ►Σε ολόκληρη τη Προσδιορ.: σπουδαία, σπά-
νια, πολεμική, πολιτική (1,
[αρχ. SρετD] ζωή του τον διέκριναν η αρε-
2), κοινωνική, χριστιανική
τή και η ευγένεια.
(1)
2. το προτέρημα, το προ-
σόν: ►Η πιο σημαντική αρε-
τή του είναι η ειλικρίνειά του.

άρθρο (το) 1. (γραμμ.) το κλιτό μέρος Σύνθ.: αρθρογράφος, αρ-


(Ουσιαστικό, Ο32) του λόγου που μπαίνει θρογραφώ, αρθρογραφία,
(άρ-θρο) μπροστά από τα ονόματα: έναρθρος, άναρθρος
Οικογ. Λέξ.: αρθρώνω, άρ-
[αρχ. Rρθρον] ►Η γλώσσα μας έχει το ορι-
θρωση
στικό και το αόριστο άρθρο. Προσδιορ.: ενυπόγραφο,
2. δημοσίευμα στο οποίο ανώνυμο, συκοφαντικό,
αναπτύσσεται κάποιο πρωτοσέλιδο
θέμα: ►Το κύριο άρθρο της
εφημερίδας αναφέρεται στην
εκπαίδευση.
3. κάθε διάταξη νόμου ή
καταστατικού: ►Υπάρχουν
ειδικά άρθρα του νόμου που
αναφέρονται στη μετανάστευ-
ση.
42
αρχή

αρμόδιος, -α, -ο αυτός που είναι υπεύθυ- Συνών: ειδικός


(Επίθετο, Ε4, έμψυχα) νος για ένα θέμα, ο κα- Σύνθ.: αναρμόδιος
(αρ-μό-δι-ος) τάλληλος: ►Στην εφορία Οικογ. Λέξ.: αρμόδια - αρ-
[λόγ. < αρχ. qρµό- μοδίως (επίρρ.), αρμοδιότη-
εξυπηρετηθήκαμε αμέσως από
διος < qρµόζω] τα
τον αρμόδιο υπάλληλο. Προσδιοριζ.: υπάλληλος,
άνθρωπος, δικαστήριο,
υπηρεσία

αρμονία (η) 1. σωστή αναλογία, ταί- Αντίθ.: ασυμμετρία (1),


(Ουσιαστικό, Ο19) ριασμα : ►Τα σπίτια του δυσαρμονία (1, 2)
(αρ-μο-νί-α) χωριού βρίσκονταν σε πλήρη Συνών.: συμμετρία (1),
[αρχ. qρµονία < συμφωνία (2)
αρμονία με το φυσικό τοπίο. Σύνθ.: δυσαρμονία
pρµων] 2. (μτφ.) ομόνοια, σύ- Οικογ. Λέξ.: αρμονικός,
μπνοια: ►Στις αποφάσεις αρμονικά (επίρρ.)
που έπαιρναν επικρατούσαν Προσδιορ.: θαυμαστή, μου-
αρμονία και ομοφωνία. σική (1), κοινωνική, πλήρης
(1, 2)

άρτιος, -α, -ο 1. πλήρης, ακέραιος: ►Οι Αντίθ.: ελλιπής, λειψός (1),


(Επίθετο, Ε4, έμψυχα μαθητές οργάνωσαν μία άρτια περιττός, μονός (2)
και άψυχα) Συνών.: τέλειος (1)
εκδήλωση για το περιβάλλον.
(άρ-τι-ος) Σύνθ.: αρτιμελής, αρτιμέ-
2. ζυγός αριθμός, πολλα- λεια
[αρχ. Rρτιος < Rρτι]
πλάσιο του δύο: ►Το δέκα Οικογ. Λέξ.: αρτιότητα
είναι άρτιος αριθμός. Προσδιοριζ.: αριθμός (2),
υποψηφιότητα, εμφάνιση,
προετοιμασία (1)

αρχή (η) 1. το πρώτο χρονικό ή Αντίθ.: τέλος, τέρμα (1)


(Ουσιαστικό, Ο24) τοπικό σημείο, απ’ όπου Συνών.: αφετηρία (1)
(αρ-χή) ξεκινάει κάποιος ή κάτι: Σύνθ.: απαρχή, αρχηγέτης,
[αρχ. SρχD (= έναρ- αρχαιρεσία
►Μένουμε στην αρχή της
ξη) < Rρχω] Οικογ. Λέξ.: αρχίζω, αρχι-
οδού Καβάφη. κός, αρχικά (επίρρ.), αρχά-
2. (πληθ.) οι ιδέες και ριος, αρχείο, άρχοντας
απόψεις ενός ατόμου για Προσδιορ.: αιώνια (2), επι-
τη ζωή, οι αξίες του: ► Ο στημονική (3), αρμόδια,
Σωκράτης προτίμησε να πε- αστυνομική, δημοτική, δι-
καστική, δημόσια (4)
θάνει παρά να προδώσει τις
Φράσεις: ►Η αρχή είναι
αρχές του.
το ήμισυ του παντός (= το
3. θεμελιώδης, βασικός πρώτο βήμα έχει μεγάλη
κανόνας ή νόμος μιας συ- σημασία) ►Οι διωκτικές
γκεκριμένης επιστήμης: αρχές (= η αστυνομία)
► Η αρχή των συγκοινωνού- Παροιμ.: ►Κάθε αρχή και
ντων δοχείων διδάσκεται στη δύσκολη
43
αρωγή
Φυσική.
4. η κρατική εξουσία και
οι εκπρόσωποί της: ►Στην
εκδήλωση παρέστησαν οι πο-
λιτικές αρχές της πόλης.
αρωγή (η) βοήθεια, συνδρομή: ►Η Οικογ. Λέξ.: αρωγός
(Ουσιαστικό, Ο24) αρωγή του κράτους προς τους Προσδιορ.: αμοιβαία, διε-
(α-ρω-γή) σεισμοπαθείς ήταν σημαντι- θνής, κρατική, φιλική
[λόγ. < αρχ. SρωγD
κή.
< Sρήγω (= βοηθώ,
συντρέχω)]

ασθένεια (η) η αρρώστια, η νόσος: ► Η Συνών.: πάθηση


(Ουσιαστικό, Ο20) ανεμοβλογιά είναι μεταδοτική Προσδιορ.: ανίατη, βαριά,
(α-σθέ-νει-α, γεν. ασθένεια. άγνωστη
-ας, πληθ. -ες, γεν. Φράσεις: ►Διπλωματική
-ειών) ασθένεια (= ανύπαρκτη
[αρχ. Sσθένεια < ασθένεια που χρησιμοποι-
SσθενDς < S στερ. + είται ως πρόφαση)
σθένος (= δύναµη)]

άσκηση (η) 1. το να γυμνάζει κάποιος Συνών.: εκγύμναση, προ-


(Ουσιαστικό, Ο28) το σώμα ή το πνεύμα: ► πόνηση (1), εξάσκηση (1,
(ά-σκη-ση, γεν.-ης, Το σκάκι αποτελεί σπουδαία 2)
-ήσεως πληθ. -ήσεις, Σύνθ.: εξάσκηση, προάσκη-
πνευματική άσκηση. ση
γεν. -ήσεων)
2. πρακτική εφαρμογή σε Οικογ. Λέξ.: ασκώ, ασκη-
[λόγ. < αρχ. Rσκη-
σις < SσκU]
κάτι που διδάχτηκε θεω- τής, ασκητεύω, ασκητικός,
ρητικά: ►Σήμερα κάναμε ασκητισμός
δύο ασκήσεις ορθογραφίας. Προσδιορ.: στρατιωτική,
σωματική (1), γραμματική,
πνευματική (2), εξαντλη-
τική (1, 2)
Φράσεις: ►Άσκηση εκλο-
γικού δικαιώματος (= το
δικαίωμα να ψηφίζει κά-
ποιος) ►Άσκηση ποινικής
δίωξης (= δικαστικές ενέρ-
γειες εναντίον κάποιου που
έχει διαπράξει αδίκημα)

αστέρι (το) 1. κάθε ουράνιο σώμα Συνών.: διασημότητα,


(Ουσιαστικό, Ο36) εκτός από τη σελήνη που πρωταγωνιστής (2)
(α-στέ-ρι, γεν. -ιού, φέγγει τη νύχτα: ►Τα αστέ- Σύνθ.: αστεροειδής, αστε-
πληθ. -ια) ροσκοπείο
ρια τρεμοσβήνουν στον ουρα-
νό.
44
άσωτος
[µεσν. < µτγν. S- 2. (μτφ.) άνθρωπος με Οικογ. Λέξ.: αστερίας,
στέριον, υποκορ. εξαιρετικές ικανότητες αστερίσκος, αστερισμός
του αρχ. SστDρ] και επιτυχημένη επαγ- Προσδιορ.: φωτεινό (1), λα-
μπρό (1, 2), διάσημο (2)
γελματική ζωή: ►Είναι ένα
Φράσεις: ►Αστέρι της Αυ-
μεγάλο αστέρι του κινηματο-
γής (= Αυγερινός) ►Έχει
γράφου. αστέρι (= όλα του πηγαί-
νουν καλά)

αστραπή (η) (φυσ.) έντονη και στιγ- Οικογ. Λέξ.: αστράφτω,


(Ουσιαστικό, Ο24) μιαία λάμψη, που παρά- αστραπιαίος, αστραπιαία
(α-στρα-πή) γεται από ηλεκτρική εκ- (επίρρ.)
[αρχ. SστραπD < Φράσεις: ►Σαν αστραπή
κένωση ανάμεσα σε δύο
SστεροπD < SστDρ (= πολύ γρήγορα)
σύννεφα ή ανάμεσα σ’
+ ‚πD (= τρύπα)] Παροιμ.: ►Καθαρός ουρα-
ένα σύννεφο και το έδα- νός αστραπές δε φοβάται
φος: ►Έβρεχε πολύ δυνατά
και οι αστραπές έσχιζαν συνέ-
χεια τον ουρανό.

ασύλληπτος, 1. αυτός που δεν έχει ή Συνών.: άπιαστος (1), ακα-


δεν μπορεί να πιαστεί: τάληπτος, ακατανόητος (2)
-η, -ο
►Ο δράστης παραμένει ασύλ-
Οικογ. Λέξ.: ασύλληπτα
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα
(επίρρ.)
και άψυχα) ληπτος παρά τις προσπάθειες Προσδιοριζ.: ιδέα, εικόνα
(α-σύλ-λη-πτος) της αστυνομίας. (2)
[µτγν. Sσύλληπτος 2. (μτφ.) που δεν μπορεί
< S στερ. + συλλαµ-
να τον καταλάβει κά-
βάνω]
ποιος, επειδή ξεπερνάει
τα συνηθισμένα όρια: ►Η
απόσταση ανάμεσα στους γα-
λαξίες του σύμπαντος είναι
ασύλληπτη για τους πολλούς
ανθρώπους.
άσωτος, -η, -ο αυτός που ξοδεύει τα Αντίθ.: εγκρατής
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα υπάρχοντά του ασυλ- Συνών.: αχαλίνωτος
και άψυχα) λόγιστα και κάνει άτακτη Οικογ. Λέξ.: άσωτα (επίρρ.),
(ά-σω-τος) ασωτία
ζωή: ►Ζει μια άσωτη ζωή, Προσδιοριζ.: ζωή, υιός
[αρχ. Rσωτος < S
στερ. + σώζω]
σπαταλώντας την περιουσία Φράσεις: ►Άσωτος υιός
του. (= το ευαγγελικό πρόσωπο
που ξόδεψε τα υπάρχοντά
του)

45
άτομο

άτομο (το) 1. κάθε άνθρωπος χωρι- Αντίθ.: ομάδα, σύνολο (1)


(Ουσιαστικό, Ο34) στά: ►Στον κινηματογράφο Συνών: πρόσωπο (1), στοι-
(ά-το-μο, γεν. -όμου, υπάρχουν θέσεις για πενήντα χείο, μόριο (2)
πληθ. -α) Οικογ. Λέξ.: ατομικός, ατο-
άτομα. μικά (επίρρ.), ατομικότητα,
[αρχ. Rτοµον < S
2. (φυσ.) το μικρότερο σω- ατομισμός, ατομιστής
στερ. + τόµος < τέ-
µνω (= κόβω)]
ματίδιο της ύλης, το οποίο Προσδιορ.: διακεκριμένο,
μπορεί να συμμετέχει στο συμπαθητικό, φανταστικό,
σχηματισμό πολυπλοκό- κοινωνικό (1)
τερων χημικών ουσιών:
►Το νερό είναι η χημική ένω-
ση δύο ατόμων υδρογόνου και
ενός ατόμου οξυγόνου.
άτρωτος, -η, -ο αυτός που δεν τραυματί- Αντίθ.: τρωτός
(Επίθετο, Ε2, έμψυ- στηκε ή δεν είναι δυνατόν Οικογ. Λέξ.: άτρωτα
χα ) να τραυματιστεί: ►Ο (επίρρ.)
(ά-τρω-τος) Αχιλλέας ήταν άτρωτος από
[αρχ. Rτρωτος < S
στερ. + τρωτVς <
τα βέλη των εχθρών.
τιτρώσκω (= πλη-
γώνω)]

αυγό (το) αυτό που γεννούν τα που- Σύνθ.: αυγοθήκη, αυγολέ-


(Ουσιαστικό, Ο31) λιά, τα ψάρια και τα ερ- μονο, αυγοτάραχο
(αυ-γό) πετά και αποτελείται από Φράσεις: ►Χάνω τα αυγά
[αρχ. …Vν (= αυγό)] και τα καλάθια (= χάνω τα
τον κρόκο, το ασπράδι
πάντα) ►Αυγά σου καθα-
και το τσόφλι: ►Το Πάσχα ρίζουν; (= για κάποιον που
βάφουμε κόκκινα αυγά. γελάει χωρίς λόγο) ►Το
αυγό του Κολόμβου (=
για κάτι που ενώ φαίνεται
δύσκολο έχει απλή λύση)
►Ακόμα δε βγήκε απ’ τ’
αυγό (= για ανήλικο άτο-
μο που κάνει πως τα ξέρει
όλα)
Παροιμ.: ►Αυγό κι αν πά-
ρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε
βρίσκεις μέσα

αυτί (το) το αισθητήριο όργανο της Φράσεις: ►Γελούν και


(Ουσιαστικό, Ο35) ακοής και της ισορροπί- τ’ αυτιά του (= είναι χα-
(αυ-τί) ας: ►Μέσα στην ησυχία της ρούμενος ►Και οι τοίχοι
[αρχ. οŒς] έχουν αυτιά (= προειδοποί-
νύχτας τα αυτιά μου έπιαναν
ηση για να μιλάει κάποιος
όλους τους ήχους της εξοχής. χαμηλόφωνα)
46
αφομοίωση
►Δεν πιστεύω στ’ αυτιά
μου (= για κάτι ξαφνικό και
αναπάντεχο) ►Κατέβασε τ’
αυτιά (= ντράπηκε)
Παροιμ.: ►Άκουγε με τ’
αυτιά σου και βλέπε με τα
μάτια σου

αυτοθυσία (η) η θυσία του εαυτού μας ή Οικογ. Λέξ.: αυτοθυσιάζο-


(Ουσιαστικό, Ο19) του συμφέροντός μας για μαι
(αυ-το-θυ-σί-α, γεν. χάρη κάποιου άλλου: ►Η
-ας, πληθ. -ες, γεν. αυτοθυσία των αγωνιστών του
-ών)
Πολυτεχνείου για την ελευθε-
[λόγ. α}τοθυσία
< α}τVς + θυσία < ρία είναι αξιοθαύμαστη.
θύω (= θυσιάζω)]
αφαίρεση (η) 1. το να παίρνει κανείς Αντίθ.: πρόσθεση, άθροιση
(Ουσιαστικό, Ο28) ένα μέρος από ένα σύνο- (2)
(α-φαί-ρε-ση, γεν. λο: ►Η αφαίρεση κάποιων Συνών.: βγάλσιμο (1), δια-
-ης, -έσεως, πληθ. φορά (2)
κεφαλαίων από την εξεταστέα
-έσεις, γεν. -έσεων) Σύνθ.: προσθαφαίρεση
ύλη γίνεται συνήθως στο τέ- Οικογ. Λέξ.: αφαιρώ, αφαι-
[λόγ. < αρχ. Sφαί-
ρεσις < SπV + αXρU λος της σχολικής χρονιάς. ρέτης, αφαιρετέος, αφαιρε-
(= κυριεύω)] 2. (μαθημ.) πράξη της αριθ- τικός
μητικής, με την οποία Προσδιορ.: νόμιμη, παρά-
βρίσκουμε τη διαφορά νομη, παράλογη, αδικαιο-
ανάμεσα σε δύο αριθμούς, λόγητη, βίαιη (1)
δύο ποσά κ.λπ.: ►Δεν έκα-
νε σωστά την αφαίρεση και γι’
αυτό βρήκε λανθασμένο απο-
τέλεσμα.
3. (γραμμ.) το γραμματικό
φαινόμενο κατά το οποίο
χάνεται το αρχικό φωνή-
εν της επόμενης λέξης,
όταν η προηγούμενη λέξη
τελειώνει σε φωνήεν:
►Μου έδωσε – μου ‘δωσε.
αφομοίωση (η) 1. (βιολ.) η λειτουργία Συνών.: πέψη, χώνεμα (1)
(Ουσιαστικό, Ο28) κατά την οποία ένας ζω- Οικογ. Λέξ.: αφομοιώνω,
(α-φο-μοί-ω-ση, γεν. ντανός οργανισμός μετα- αφομοιωτικός, αφομοιώσι-
-ης, -ώσεως, πληθ. μος
σχηματίζει σε δικά του Προσδιορ.: βαθμιαία, γρή-
-ώσεις)
συστατικά τις θρεπτικές γορη, τέλεια, μερική (1, 2)
[λόγ. < ελνστ. S-
φοµοίωσις < Sφο- ουσίες που προσλαμβά-
µοιU] νει: ►Η αφομοίωση των
47
αφορμή
τροφών από τον οργανισμό
γίνεται με τη διαδικασία της
πέψης.
2. (μτφ.) πλήρης κατανό-
ηση μιας γνώσης: ►Η επα-
νάληψη του μαθήματος διευ-
κολύνει την αφομοίωσή του.

αφορμή (η) πρόφαση, δικαιολογία, Συνών.: πρόσχημα


(Ουσιαστικό, Ο24) λόγος: ►Έψαχνε αφορμή, Προσδιορ.: ασήμαντη,
(α-φορ-μή) για να αλλάξει επάγγελμα. πραγματική, σοβαρή
[αρχ. SφορµD <
SφορµU]

48
βαδίζω 1. (αμτβ.) πηγαίνω με τα Συνών.: βηματίζω (1),
(Ρήμα, Ρ4) πόδια, περπατώ: ►Οι δυο οδεύω (2)
(ενεστ. βα-δί-ζω, αόρ. φίλοι βάδιζαν για πολλή ώρα Σύνθ.: συμβαδίζω
βάδισα) σιωπηλοί. Οικογ. Λέξ.: βάδισμα, βα-
[λόγ. < αρχ. βαδίζω 2. (αμτβ.) (μτφ.) κατευ- διστής, βάδην (το)
< βάδην < βαίνω] θύνομαι: ►Βαδίζει σταθερά
προς την επιτυχία.

βαθμός (ο) 1. μέτρο που δείχνει την Συνών.: μέτρο (1), βαθμίδα,
(Ουσιαστικό, Ο13) επίδοση ή την ικανότη- θέση, αξίωμα (2)
(βαθ-μός) τα κάποιου: ►Τελείωσε το Σύνθ.: βαθμολογώ, βαθμο-
[λόγ. < αρχ. βαθ- Λύκειο με πολύ καλούς βαθ- λογία, βαθμολόγιο, βαθ-
µVς (= σκαλοπάτι) μούς. μολογητής, βαθμολόγηση,
< βαίνω] 2. η σειρά που κατέχει βαθμοθηρία, βαθμοφόρος,
κάποιος σε μια ιεραρχία: ισόβαθμος, χαμηλόβαθ-
►Αποστρατεύτηκε με το βαθ- μος, υψηλόβαθμος
μό του συνταγματάρχη. Οικογ. Λέξ.: βαθμίδα, βαθ-
3. συγγενική σχέση: ►Πα- μιαίος, βαθμιαία (επίρρ.)
Προσδιορ.: θετικός (1, 5),
τέρας και γιος είναι μεταξύ
κατώτατος, ανώτερος, χα-
τους συγγενείς πρώτου βαθ-
μηλός (1, 2, 4)
μού.
Φράσεις: ►Ως ένα βαθμό
4. μονάδα μέτρησης για
(= μέχρις ενός σημείου)
διάφορα μεγέθη: ►Η θερ-
μοκρασία έφτασε στους είκοσι
βαθμούς Κελσίου.
5. (γραμμ.) οι τρεις μορ-
φές των επιθέτων και των
επιρρημάτων (παραθετι-
κά): ►Εκτός από το θετικό
έχουμε το συγκριτικό και τον
υπερθετικό βαθμό ενός επιθέ-
του.
49
βάρος

βάρος (το) 1. (φυσ.) η φυσική ιδιό- Σύνθ.: βαρόμετρο, απόβα-


(Ουσιαστικό, Ο37) τητα που έχουν όλα τα ρο, αντίβαρο, ισόβαρος
(βά-ρος, γεν. -ους, σώματα να πέφτουν από Οικογ. Λέξ.: βαραίνω,
πληθ. -η) βαρίδι, βαρύτητα, βαριά
πάνω προς τα κάτω, όταν
[λόγ. < αρχ. βάρος] (επίρρ.)
αφήνονται ελεύθερα ή να Προσδιορ.: αβάσταχτο,
πιέζουν άλλα που βρίσκο- ασήκωτο, καθαρό, μεικτό
νται κάτω απ’ αυτά: ► (2)
Από το βάρος του χιονιού κα- Φράσεις: ►Πήρα βάρος
τέρρευσε η στέγη του σπιτιού (= πάχυνα) ►Άρση βαρών
μας. (= το άθλημα στο οποίο οι
2. ο αριθμός που μας δεί- αθλητές σηκώνουν βάρη)
χνει πόσο ζυγίζει ένα ►Ρίχνω το βάρος σε κάτι (=
σώμα: ►Το βάρος του μωρού αποδίδω σημασία)
είναι τρία κιλά.
3. (μτφ.) κύρος, επιρροή:
► Τα λόγια του έχουν πάντα
ιδιαίτερο βάρος.

βάση (η) 1. θεμέλιο, βάθρο: ►Η πο- Αντίθ.: κορυφή (2)


(Ουσιαστικό, Ο27) λυκατοικία που μένουμε έχει Συνών.: υποστήριγμα,
(βά-ση, γεν. -ης, γερές βάσεις. υπόβαθρο, υποδομή (1)
-εως, πληθ. -εις) Σύνθ.: ανάβαση, κατάβα-
2. το κάτω μέρος ενός σώ-
[λόγ. < αρχ. βάσις ση, διάβαση, παράβαση,
ματος ή σχήματος: ►Η έκβαση, απόβαση, υπέρβα-
(= στήριγµα) < βαί-
νω]
βάση του τριγώνου είναι δέκα ση, πρόσβαση, σύμβαση
εκατοστά. Οικογ. Λέξ.: βασίζομαι,
βασικός, βασικά (επίρρ.),
βάσιμος
Προσδιορ.: γερή, στέρεα
(1, 2)
Φράσεις: ►Δίνω βάση (=
προσέχω, εμπιστεύομαι)
►Έπιασε τη βάση (= ο μι-
κρότερος βαθμός επιτυχί-
ας) ►Βάση δεδομένων (=
οργανωμένη συλλογή πλη-
ροφοριών)

βελτιώνω (μτβ.) κάνω κάτι καλύτε- Αντίθ.: χειροτερεύω, επι-


(Ρήμα, Ρ1) ρο απ’ ό,τι είναι, καλυτε- δεινώνω
(ενεστ. βελ-τι-ώ-νω, ρεύω: ►Οι μαθητές βελτίω- Συνών: αναβαθμίζω
αόρ. βελτίωσα, παθ. Οικογ. Λέξ.: βελτίωση, βελ-
σαν τη βαθμολογία τους.
αόρ. βελτιώθηκα, τιώσιμος, βελτιωτικός
παθ. μτχ. βελτιωμέ-
νος)

50
βοριάς
[λόγ. βελτιώνω <
αρχ. βελτιU < βελ-
τίων (= καλύτε-
ρος)]

βήμα (το) 1. η μετακίνηση του ενός Συνών.: βηματισμός, βάδι-


(Ουσιαστικό, Ο39) ποδιού σε σχέση με το σμα, περπατησιά (2), δρα-
(βή-μα, γεν. -ατος, άλλο στο περπάτημα ή το σκελιά (3), έδρα (4)
πληθ. -ατα, γεν. Σύνθ.: βηματοδότης
χορό: ►Έκανε τρία βήματα
-άτων) Οικογ. Λέξ.: βηματίζω, βη-
μπροστά. ματισμός
[αρχ. βjµα < βαίνω
(= προχωρώ)] 2. ο ιδιαίτερος τρόπος που Προσδιορ.: μετέωρο, δι-
περπατάει κάποιος: ►Τον στακτικό, αποφασιστικό
γνωρίζω από το βαρύ του (1), γοργό, ρυθμικό (1, 2)
βήμα. Φράσεις: ►Ακολουθώ κα-
3. η μικρή απόσταση: ►Το τά βήμα (= μιμούμαι πιστά)
σχολείο απέχει μόνο δυο βή- ►Βήμα-βήμα (= σιγά-σιγά)
►Το πρώτο βήμα (= η πρώ-
ματα από το σπίτι του.
4. το βάθρο απ’ όπου εκ- τη προσπάθεια)
φωνούνται ομιλίες: ►Ο
ομιλητής ανέβηκε στο βήμα,
για να εκφωνήσει τον πανη-
γυρικό της ημέρας.

βίος (ο) η ζωή, η διάρκεια της Σύνθ.: βιολογία, βιομηχα-


(Ουσιαστικό, Ο14) ζωής, η βιογραφία: ►Ο νία, βιοπάλη, βιοτέχνης,
(βί-ος, γεν. -ου, βίος του υπήρξε πολυτάραχος. έμβιος, υδρόβιος
πληθ. -οι) Οικογ. Λέξ.: βιώνω, βίωμα,
►Ο βίος πολλών συγγραφέ-
Προσοχή! βιώσιμος
ων είναι ευρύτερα γνωστός.
►βίος (ο) = η ζωή Φράσεις: ►Δια βίου (= σε
►βιος (το) = η ολόκληρη τη ζωή) ►Βίος
περιουσία και πολιτεία (= για κάποιον
[λόγ. < αρχ. βίος] που έχει μια ταλαιπωρημέ-
νη ή περιπετειώδη ζωή)

βοριάς (ο) κρύος άνεμος που φυσά- Αντίθ: νοτιάς


(Ουσιαστικό, Ο4) ει από το βορρά προς το Συνών: τραμουντάνα
(βο-ριάς, γεν. -ιά νότο: ►Τα πλοία έμειναν Οικογ. Λέξ.: βορράς, βορι-
πληθ. -ιάδες) νός
δεμένα στο λιμάνι, επειδή φυ-
Προσοχή! Προσδιορ.: κρύος, παγω-
σούσαν δυνατοί βοριάδες. μένος, άγριος, τρελός
►βοριάς (ο) = ο
άνεμος
►βορράς (ο) = το
αντίστοιχο σημείο
του ορίζοντα
[µεσν. βορι^ς <
αρχ. βορέας]
51
βουλευτής

βουλευτής (ο) εκλεγμένος αντιπρόσω- Συνών: κοινοβουλευτικός,


(Ουσιαστικό, Ο6) πος του λαού στη Βουλή: μέλος του κοινοβουλίου
(βου-λευ-τής, γεν. ►Είναι εκλεγμένος βουλευ- Σύνθ: ευρωβουλευτής
-ή, πληθ. -ές) Οικογ. Λέξ.: βουλή, βου-
τής για δεύτερη θητεία στο
[αρχ. βουλευτDς < λευτικός
ελληνικό Κοινοβούλιο.
βουλεύω < βουλD]

βράδυ (το) το χρονικό διάστημα από Συνών.: βραδιά


(Ουσιαστικό, Ο36) τη δύση του ηλίου μέχρι Σύνθ.: βραδυπορώ, βραδυ-
(βρά-δυ, γεν. -ιού, τα μεσάνυχτα και κατ’ πορία, βραδυκίνητος
πληθ. -ια, γεν. -ιών) Οικογ. Λέξ.: βραδιά, βρα-
επέκταση το διάστημα της
[µεσν. βράδυ < αρχ. διάζω, βραδινός
νύχτας: ►Κάθε βράδυ πηγαί- Προσδιορ.: αξέχαστο, φθι-
βραδύ, ουδ. του
ναμε περίπατο στη λίμνη. νοπωρινό, φεγγαρόλουστο
επιθ. βραδς]

βρίσκω 1. (μτβ.) ανακαλύπτω Αντίθ.: χάνω (1)


(Ρήμα) κάποιον ή κάτι που ανα- Σύνθ.: ξαναβρίσκω
(ενεστ. βρί-σκω, αόρ. ζητώ: ►Βρήκε το φάρμα- Οικογ. Λέξ.: εύρεση
βρήκα, παθ. αόρ. βρέ- Φράσεις: ►Απ’ το Θεό να
κο μιας σπάνιας αρρώστιας.
θηκα) το ‘βρεις (= ως ευχή ή κατά-
►Βρήκα πού είναι στο χάρτη
[µεσν. βρίσκω < ρα) ►Βρήκε τον μπελά του
η Λήμνος. (= για μεγάλο πρόβλημα)
αρχ. ε„ρίσκω]
2. (μτβ.) συναντώ, αντα- ►Βρήκε το μάστορά του /
μώνω: ►Βρήκα τους φίλους το δάσκαλό του (= κάποιον
μου και πήγαμε βόλτα. πιο ικανό απ’ αυτόν) ►Τα
3. (μτβ.) νομίζω, θεωρώ: βρήκαν (= συμφώνησαν)
►Βρίσκω ότι τα λόγια σου εί- ►Βρίσκω άκρη (= λύνω ένα
πρόβλημα)
ναι σωστά.
4. (μτβ.) κατέχω κάτι από
κληρονομιά: ►Βρήκε με-
γάλη περιουσία από τους γο-
νείς του.

βρόμικος, -η, -ο 1. αυτός που δεν είναι κα- Αντίθ.: καθαρός (1, 2), τίμι-
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα θαρός, ο λερωμένος: ►Τα ος (2)
και άψυχα) ρούχα του ήταν βρόμικα από Συνών.: ακάθαρτος (1),
(βρό-μι-κος) ανέντιμος, φαύλος (2)
το παιχνίδι στα χώματα.
[< βρόµα < αρχ. Οικογ. Λέξ.: βρομιά, βρο-
2. (μτφ.) ανήθικος, ανέντι- μερός, βρομίζω
βροµU (= θορυβώ)]
μος, αισχρός: ►Δεν μπορείς Προσδιοριζ: βρομιά, βρο-
να πεις ότι είναι ένας βρόμι- μερός, βρομίζω
κος άνθρωπος, αλλά μερικές Φράσεις: ►Βρόμικο χρή-
φορές σε απογοητεύει με αυτά μα (= που προέρχεται από
που κάνει. παράνομες δραστηριότη-
τες)
52
γαλαξίας (ο) φωτεινή ζώνη στον ουρα-
(Ουσιαστικό, Ο2) νό που αποτελείται από
(γα-λα-ξί-ας) εκατομμύρια αστέρια: ►Ο
[λόγ. < ελνστ. γα- γαλαξίας της Ανδρομέδας βρί-
λαξίας] σκεται στο βόρειο ημισφαίριο.
γαλήνη (η) 1. ηρεμία, ησυχία στη Αντίθ.: τρικυμία, φουρτού-
(Ουσιαστικό) φύση και κυρίως στη θά- να (1), ταραχή, αναστάτω-
(γα-λή-νη, γεν. -ης, λασσα: ►Όταν επικρατούσε ση (2)
πληθ. - ) Συνών.: νηνεμία, μπουνά-
γαλήνη στη θάλασσα, οι ψα-
[λόγ. < αρχ. γαλή- τσα (1), πραότητα (2)
ράδες έβγαιναν για ψάρεμα. Οικογ. Λέξ.: γαληνεύω, γα-
νη]
2. (μτφ.) η ψυχική ηρεμία: λήνιος, γαλήνεμα
►Κοντά στην οικογένεια βρή- Προσδιορ.: νυχτερινή (1),
κε τη γαλήνη που ζητούσε. ολύμπια, ουράνια (1, 2),
στωική, φαινομενική, θεία
(2)

γεγονός (το) κάτι που έχει συμβεί και Συνών.: συμβάν, περιστα-
(Ουσιαστικοπ. Μτχ.) δεν μπορεί να αμφισβη- τικό, πραγματικότητα
(γε-γο-νός, γεν. τηθεί: ►Η επανάσταση του Οικογ. Λέξ.: γίνομαι
-ότος, πληθ. -ότα) Προσδιορ.: βαρυσήμαντο,
1821 είναι ένα σημαντικό
[λόγ. < αρχ. γεγο- δραματικό, αξιομνημόνευ-
ιστορικό γεγονός. το, συγκινητικό
νVς < γίγνοµαι]

γελώ 1. (αμτβ.) ξεσπώ σε γέλια: Αντίθ.: κλαίω


(Ρήμα, Ρ5) ►Τους διηγήθηκε μια ιστορία Συνών.: ξεγελώ, παραπλα-
(ενεστ. γε-λώ, αόρ. και στο τέλος όλοι γέλασαν με νώ (2)
γέλασα, παθ. αόρ. γε- Σύνθ.: κρυφογελώ, χαμο-
την καρδιά τους.
λάστηκα, παθ. μτχ. γελώ
2. (μτβ.) (μτφ.) εξαπατώ, Οικογ. Λέξ.: γέλιο, γελα-
γελασμένος)
[αρχ. γελU] κοροϊδεύω: ►Τον γέλασε με στός, γελαστά (επίρρ.), γε-
την υπόσχεση που του έδωσε. λοίος, γελοιότητα
53
γεννώ
Φράσεις: ►Γελούν και τα
μουστάκια του / τα αυτιά
του (= είναι πολύ χαρού-
μενος) ►Θα γελάσει και το
παρδαλό κατσίκι (= για μια
αστεία υπόθεση) ►Θα σε
γελάσω! (= δεν είμαι βέβαι-
ος) ►Δεν είναι παίξε-γέ-
λασε (= χρειάζεται μεγάλη
προσοχή)

γεννώ 1. (μτβ.) κάνω παιδιά, (για Συνών.: τεκνοποιώ (1)


(Ρήμα, Ρ5) πουλιά, ψάρια και ερπετά) Σύνθ.: ξεγεννώ
(ενεστ. γεν-νώ, αόρ. κάνω αυγά: ►Η αγελάδα Οικογ. Λέξ.: γέννηση, γεν-
γέννησα, παθ. αόρ. νητικός, γεννήτρια, γέννη-
γέννησε ένα χαριτωμένο μο-
γεννήθηκα, παθ. μτχ. μα, γεννητούρια (τα)
σχαράκι. Φράσεις: ►Όπως τον γέν-
γεννημένος)
[αρχ. γεννU] 2. (μτφ.) δημιουργώ, επι- νησε η μάνα του (= γυ-
Προσοχή! νοώ: ►Το μυαλό του γεννού- μνός)
►γέννηση < γεννώ σε συνεχώς νέες ιδέες. Παροιμ.: ►Αλλού τα κακα-
►γένεση, γενετικός, 3. (ως μτχ. παρακ.) (αμτβ.) ρίσματα κι αλλού γεννούν
όπως η λέξη «γένος» είμαι από τη φύση μου, εκ οι κότες
γενετής: ►Ο Γιώργος είναι
γεννημένος ζωγράφος.

γεωργία (η) η συστηματική καλλιέρ- Οικογ. Λέξ.: γεωργός, γε-


(Ουσιαστικό, Ο19) γεια της γης για την πα- ωργικός
(γε-ωρ-γί-α, γεν. ραγωγή προϊόντων: ►Με
-ας, πληθ. - ) τη γεωργία ασχολείται ένα
[λόγ. < αρχ. γεωρ- μεγάλο τμήμα του ελληνικού
γία < γεωργVς < γj
πληθυσμού.
+ ργον]

γνωρίζω 1. (μτβ.) κάνω κάτι γνω- Αντίθ.: αγνοώ (3)


(Ρήμα, Ρ4) στό, φανερώνω: ►Σας Συνών.: πληροφορώ (1)
(ενεστ. γνω-ρί-ζω, γνωρίζουμε ότι πετύχατε στο Σύνθ.: αναγνωρίζω, παρα-
αόρ. γνώρισα, παθ. γνωρίζω
διαγωνισμό.
αόρ. γνωρίστηκα, Οικογ. Λέξ.: γνώριμος,
2. (μτβ.) αναγνωρίζω, δια- γνώριμα (επίρρ.), γνωριμία,
παθ. μτχ. αναγνωρι-
σμένος) κρίνω: ►Γνώρισα το γείτο- γνώρισμα
[αρχ. γνωρίζω] νά μου από τη δυνατή φωνή
του.
3. (μτβ.) ξέρω, κατέχω:
►Γνωρίζει άπταιστα τρεις ξέ-
νες γλώσσες.
54
γράφω

γράμμα (το) 1. το γραπτό σύμβολο για Συνών.: ψηφίο (1), φιλολο-


(Ουσιαστικό, Ο39) κάθε φθόγγο μιας γλώσ- γία (3)
(γράμ-μα, γεν. σας: ► Το ελληνικό αλφάβη- Σύνθ.: γραμματόσημο,
-ατος, πληθ. -ατα) γραμματοκιβώτιο, μονό-
το έχει είκοσι τέσσερα γράμ- γραμμα, σύγγραμμα, διά-
[αρχ. γράµµα <
ματα. γραμμα, περίγραμμα
γράφω]
2. γραπτό κείμενο που Οικογ. Λέξ.: γραμματικός,
απευθύνεται σε κάποιον, γραμματική, γραμματέας,
επιστολή: ►Έστειλε ένα γραμματεία, γραμμάτιο
γράμμα στο θείο του στη Προσδιορ.: καλογραμμένο,
ανοιχτό, αποχαιρετιστήριο,
Γερμανία. ανώνυμο (2)
3. (πληθ.) γνώσεις, σπου- Φράσεις: ►Ψιλά γράμμα-
δές, λογοτεχνία: ►Κατά τα (= για κάτι ασήμαντο)
την περίοδο της Αναγέννησης ►Δεν παίρνει τα γράμμα-
αναπτύχθηκαν σημαντικά τα τα (= υστερεί στο σχολείο)
►Παίζω το κεφάλι μου κο-
γράμματα και οι τέχνες.
ρόνα-γράμματα (= βάζω σε
κίνδυνο)

γράφω 1. (μτβ.) παρασταίνω με Συνών.: συγγράφω (4)


(Ρήμα, Ρ2) γράμματα τις σκέψεις και Σύνθ.: αντιγράφω, ανα-
(ενεστ. γρά-φω, αόρ. τα συναισθήματα: ►Γράφω γράφω, εικονογραφώ, δα-
έγραψα, παθ. αόρ. κτυλογραφώ
τις εντυπώσεις μου από τη Οικογ. Λέξ.: γραφή, γρα-
γράφτηκα, παθ. μτχ.
γραμμένος) σχολική εκδρομή. φέας, γραφείο, γραφίδα,
[αρχ. γράφω] 2. (μτβ.) στέλνω επιστολή, γράψιμο, γραπτός, γράμ-
αλληλογραφώ: ►Μου γρά- μα, γραμμή
φει δυο φορές την εβδομάδα. Φράσεις: ►Γράφει ιστορία
3. (μτβ.) γράφω κάποιον (= έχει μεγάλη επιτυχία)
►Είναι γραμμένο (= το τυ-
σε καταλόγους: ►Έγραψε χερό, το πεπρωμένο) ►Αν
το παιδί του στο σχολείο. με ξαναδείς, γράψε μου (=
4. (μτβ.) συντάσσω βιβλίο, δεν πρόκειται να ξανασυ-
άρθρο, μουσική: ►Γράφει ναντηθούμε)
λογοτεχνικά βιβλία.
5. (μτβ.) ορίζω κληρονό-
μο, κληροδοτώ: ►Έγραψε
στην κόρη του το σπίτι στο
χωριό.

55
γωνία

γωνία (η) 1. σχήμα της γεωμετρίας Σύνθ.: γωνιόμετρο, διαγώ-


(Ουσιαστικό, Ο19) που ορίζεται από δύο νιος, ακρογωνιαίος
(γω-νί-α) ημιευθείες ή επίπεδες επι- Οικογ. Λέξ.: γωνιακός, γω-
[αρχ. γωνία] νιαίος, γωνιώδης
φάνειες που έχουν κοινή Φράσεις.: ►Οπτική γωνία
κορυφή: ►Οι γωνίες ενός (= η θέση από την οποία
τριγώνου μπορεί να είναι ορ- βλέπει κανείς τα πράγμα-
θές, οξείες ή αμβλείες. τα) ►Βάζω κάποιον στη
2. σημείο συνάντησης δύο γωνία (= τον βάζω στο πε-
δρόμων, στροφή: ►Το σχο- ριθώριο)
λείο μας βρίσκεται στη γωνία
Κοραή και Σολωμού.

56
δανείζω (μτβ.) δίνω χρήματα ή Οικογ. Λέξ.: δάνειο, δανει-
(Ρήμα, Ρ4) άλλα πράγματα με τη συμ- κός, δανεισμός, δανειστής,
(ενεστ. δα-νεί-ζω, φωνία να μου επιστρα- δανειστικός
αόρ. δάνεισα, παθ. φούν: ►Δάνεισε το βιβλίο
αόρ. δανείστηκα,
παθ. μτχ. δανεισμέ-
της Ιστορίας στο συμμαθητή
νος) του.
[αρχ. δανείζω <
δάνειον < δάνος (=
δώρο)]

δέηση (η) προσευχή που απευθύνε- Συνών: ικεσία


(Ουσιαστικό, Ο28) ται στο Θεό με συγκεκρι- Οικογ. Λέξ.: δέομαι
(δέ-η-ση, γεν. -ης, μένη παράκληση: ►Στον Προσδιορ.: κατανυκτική,
-ήσεως, πληθ. -ήσεις, επιμνημόσυνη, εσπερινή
εορτασμό για την απελευθέ-
γεν. -ήσεων)
ρωση της πόλης έγινε επιμνη-
[αρχ. δέησις < δέω -
δέοµαι (= έχω ανά- μόσυνη δέηση και κατάθεση
γκη, χρειάζοµαι) στεφάνων στο μνημείο των
πεσόντων.

δέχομαι 1. (μτβ.) παίρνω κάτι Αντίθ.: αρνούμαι, απορρί-


(Ρήμα, Ρ3) που μου προσφέρουν: πτω (2)
(ενεστ. δέ-χο-μαι, ►Δέχτηκε με χαρά τα δώρα
Συνών.: παραλαμβάνω (1),
παθ. αόρ. δέχτηκα επιδοκιμάζω, εγκρίνω (2),
που του έκαναν. υπομένω (3)
παθ. μτχ. ενεστ. δε-
χόμενος)
2. (μτβ.) παραδέχομαι, Σύνθ.: αποδέχομαι, παρα-
[αρχ. δέχοµαι] αναγνωρίζω, συμφωνώ: δέχομαι, καταδέχομαι, δια-
►Δέχομαι ότι έχεις δίκιο για δέχομαι, καλοδέχομαι
το θέμα που συζητήσαμε.

57
δήλωση
3. (μτβ.) ανέχομαι την Οικογ. Λέξ.: δέκτης, δε-
άδικη συμπεριφορά κά- κτός, δεκτικός, δεκτικότη-
ποιου: ►Δε δέχομαι να μου τα, δεξαμενή, δεξίωση, δε-
μιλάς με τέτοιον τρόπο. ξιότητα, δοχείο
4. (μτβ.) υποδέχομαι, φι-
λοξενώ, επιτρέπω την εί-
σοδο: ►Δέχτηκε με ευγένεια
όλους τους καλεσμένους του.

δήλωση (η) 1. το να γίνεται κάτι γνω- Συνών.: γνωστοποίηση


(Ουσιαστικό, Ο28) στό, φανερό: ►Έκανε στο (1)
κοινό δηλώσεις στους δημοσι- Σύνθ.: εκδήλωση, διαδήλω-
(δή-λω-ση, γεν.
ογράφους για την οικονομική ση
-ης, -ώσεως, πληθ.
Οικογ. Λέξ.: δηλώνω, δη-
-ώσεις, γεν. -ώσε- κατάσταση της χώρας
λωμένος, δηλωτικός
ων) 2. επίσημη γραπτή ανα-
Προσδιορ.: φορολογική,
[αρχ. δήλωσις < κοίνωση προς τις αρμόδι- υπεύθυνη (2)
δηλU] ες αρχές: ►Κατέθεσε δήλω-
ση στην εφορία για τα εισοδή-
ματά του.

δημοκρατία (η) πολίτευμα σύμφωνα με το Αντίθ.: μοναρχία, ολιγαρ-


(Ουσιαστικό, Ο19) οποίο η εξουσία πηγάζει χία, απολυταρχία, τυραν-
(δη-μο-κρα-τί-α) από το λαό και ασκείται νία, δικτατορία, φασισμός
Οικογ. Λέξ.: δημοκράτης,
[λόγ. < αρχ. δηµο- με βάση τη βούληση της
δημοκρατικός, δημοκρατι-
κρατία < δjµος + πλειοψηφίας: ►Η αρχαία κότητα
κρατU (= εξουσιά- Αθήνα είναι ο τόπος που γεν-
ζω)] Φράσεις: ► Προεδρευομέ-
νήθηκε η δημοκρατία. νη Κοινοβουλευτική Δη-
μοκρατία (= ο Πρόεδρος
εκλέγεται από τους βουλευ-
τές και είναι ο ρυθμιστής
του πολιτεύματος) ►Άμεση
δημοκρατία (= οι αποφά-
σεις λαμβάνονται απευθεί-
ας από τους πολίτες, χωρίς
τη μεσολάβηση αντιπροσώ-
πων)

διαίρεση (η) 1. ο χωρισμός σε μέρη: ►Η Συνών: διαχωρισμός, δια-


(Ουσιαστικό, Ο28) διαίρεση της περιουσίας έγινε μελισμός (1)
(δι-αί-ρε-ση, γεν. σε όλα τα αδέρφια. Οικογ. Λέξ.: διαιρέτης, δι-
-ης, -έσεως, πληθ. 2. (μαθημ.) μία από τις τέσ- αιρετός, διαιρετέος, διαιρέ-
-έσεις, γεν. -έσεων) σιμος
σερις πράξεις της αριθμη-
[λόγ. < αρχ. διαίρε- Προσδιορ.: δεκαδική, τρια-
τικής, με την οποία χω-
σις < διαιρU] δική (2), φυσική (1)
ρίζουμε ένα ποσό σε ίσα Φράσεις: ►Ατελής διαί-
μέρη: ►Το αποτέλεσμα της ρεση (= αυτή που αφήνει
διαίρεσης ονομάζεται πηλίκο. υπόλοιπο)
58
διαμονή

διακήρυξη (η) 1. η επίσημη ανακοίνωση Συνών.: ανακοίνωση, κοι-


(Ουσιαστικό, Ο28) θέσεων, αρχών, αποφάσε- νοποίηση, γνωστοποίηση
(δια-κή-ρυ-ξη, γεν. ων: ►Η ιδρυτική διακήρυξη (1)
-ης, -ύξεως, πληθ. Προσδιορ.: προεκλογική
του νέου κόμματος παρουσι-
-ύξεις, γεν. -ύξεων) (1), πολιτική, ιδεολογική
άστηκε σε μεγάλη εκδήλωση (1, 2)
[µτγν. διακήρυξις <
στο λαό.
διακηρύττω]
2. διεθνής συμφωνία με-
ταξύ δύο κρατών: ►Υπο-
γράφτηκε διακήρυξη φιλίας
και συνεργασίας μεταξύ των
δύο χωρών.
διάλειμμα (το) προσωρινή διακοπή, παύ- Προσδιορ.: απαραίτητο,
(Ουσιαστικό, Ο40) ση : ►Οι εργάτες έκαναν διά- ευχάριστο, σύντομο, μου-
(διά-λειμ-μα, γεν. λειμμα για φαγητό. σικό
-είμματος πληθ. Φράσεις: ►Κατά διαλείμ-
-είμματα, γεν. ματα (= από καιρό σε και-
-άτων) ρό)
[αρχ. διάλειµµα <
διαλείπω]
διάλογος (ο) συζήτηση, συνομιλία ανά- Αντίθ.: μονόλογος (1)
(Ουσιαστικό, Ο16) μεσα σε δύο ή περισσότε- Συνών.: στιχομυθία
(διά-λο-γος, γεν. ρα πρόσωπα: ►Τα προβλή- Οικογ. Λέξ.: διαλογίζομαι,
-όγου πληθ. -οι) διαλογικός
ματα στο σχολείο λύνονται πιο
[λόγ. < αρχ. διάλο- Προσδιορ.: γόνιμος, ειλι-
εύκολα με διάλογο και συνεν- κρινής, εποικοδομητικός,
γος]
νόηση. έντονος
Φράσεις.: ►Διάλογος κω-
φών (= για έλλειψη πραγ-
ματικού διαλόγου, όπου ο
καθένας επιμένει στις από-
ψεις του)
διαμαρτύρομαι (αμτβ.) εκφράζω έντο- Συνών.: παραπονούμαι
(Ρήμα, Ρ3) να παράπονα ή αντίθεση
(ενεστ. δια-μαρ-τύ- για κάτι που είναι άδικο
ρο-μαι, παθ. αόρ. δια- ή παράνομο: ►Οι κάτοικοι
μαρτυρήθηκα)
διαμαρτυρήθηκαν για την
[αρχ. διαµαρτύρο-
µαι] υποβάθμιση του περιβάλλο-
ντος στην περιοχή τους.
διαμονή (η) ο τόπος στον οποίο ζει, Συνών.: κατοικία
(Ουσιαστικό, Ο24) μένει κάποιος: ►Ο τόπος Προσδιορ.: άγνωστη, μόνι-
(δια-μο-νή, γεν. διαμονής του κατά τους κα- μη, προσωρινή
-ής, πληθ. – ) λοκαιρινούς μήνες είναι η
Λέρος.
59
διάνοια

διάνοια (η) η δύναμη του νου, η σκέ- Συνών.: ευφυΐα, μεγαλο-


(Ουσιαστικό, Ο20) ψη, το πνεύμα: ►Είναι διά- φυΐα
(διά-νοι-α, γεν. νοια στα μαθηματικά. Προσδιορ.: λαμπρή, φωτι-
-ας, πληθ. – ) σμένη
[λόγ. < αρχ. διάνοια
< δι^ + νοZς]
διαπολιτισμι- αυτός που έχει σχέση με Προσδιοριζ.: εκπαίδευση
κός, -ή, -ό δύο ή περισσότερους πο-
(Επίθετο, Ε1, άψυχα) λιτισμούς: ►Στην Ελλάδα
(δια-πο-λι-τι-σμι- λειτουργούν ορισμένα διαπο-
κός) λιτισμικά σχολεία.
[µεταφρ. δάν. αγγλ.
intercultural]

διάσημος, αυτός που είναι πολύ Αντίθ.: άσημος


-η, -ο γνωστός, ονομαστός, ξα- Συνών.: πασίγνωστος, φη-
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα κουστός: ►Πρόσφατα επι- μισμένος
και άψυχα) σκέφτηκε την πόλη μας ένας Προσδιοριζ.: επιστήμονας,
(διά-ση-μος) πολιτικός, καλλιτέχνης
διάσημος καλλιτέχνης του
[λόγ. < αρχ. διάση- θεάτρου.
µος < δι^ + σjµα]
διαστολή (η) (φυσ.) η αύξηση των δια- Αντίθ.: συστολή
(Ουσιαστικό, Ο24) στάσεων ενός σώματος Συνών.: διόγκωση, μεγέ-
(δια-στο-λή) λόγω θερμότητας: ►Η με- θυνση
[αρχ. διαστολD < γάλη ζέστη προκαλεί διαστο- Σύνθ.: αντιδιαστολή
διαστέλλω] Προσδιορ.: φυσική, τεχνη-
λή στις μεταλλικές γραμμές
τή
του τρένου.

διαυγής, -ής, -ές 1. καθαρός, διάφανος: Αντίθ.: θολός (1)


(Επίθετο, Ε9, άψυχα) ►Το νερό της βρύσης του Συνών: διαφανής, λαγαρός
(δι-αυ-γής, γεν. χωριού μας είναι διαυγές και (1), ευκρινής (2)
-ούς, -ούς, -ούς, δροσερό. Οικογ. Λέξ.: διαύγεια
πληθ. -είς, -είς, -ή) Προσδιοριζ.: σκέψη, ατμό-
2. (μτφ.) σαφής, ακριβής:
[αρχ. διαυγDς < δι^ σφαιρα
►Οι σκέψεις του είναι διαυ-
+ α}γD]
γείς και συγκεκριμένες.

διεύθυνση (η) 1. ο τόπος στον οποίο μέ- Συνών.: τόπος διαμονής


(Ουσιαστικό, Ο28) νει ή εργάζεται κάποιος: (1), ηγεσία (2)
(δι-εύ-θυν-ση, γεν. ►Η διεύθυνσή μου είναι Θ. Σύνθ.: υποδιεύθυνση
-ης, -ύνσεως, πληθ. Σοφούλη 30, Κομοτηνή. Οικογ. Λέξ.: διευθύνω, δι-
-ύνσεις) ευθυντής, διευθυντικός, δι-
2. η διοίκηση μιας υπηρε-
[λόγ. διεύθυνσις ευθυντήριο
σίας: ►Η διεύθυνση της επι- Προσδιορ.: νέα, προσω-
< δι^ + ε}θύνω <
χείρησης βρίσκεται σε καλά ρινή (1, 2, 3), άγνωστη (1),
ε}θς]
χέρια. γενική, καλλιτεχνική (2)
60
διώρυγα

3. η κατεύθυνση προς την


οποία κινείται κάποιος ή
κάτι: ►Οι άνεμοι αύριο θα
πνέουν από βόρειες διευθύν-
σεις.

διήγηση (η) περιγραφή πραγματικών Συνών.: εξιστόρηση, αφή-


(Ουσιαστικό, Ο28) ή φανταστικών γεγονό- γηση
(δι-ή-γη-ση, γεν. των: ►Η προφορική διήγηση Οικογ. Λέξ: διήγημα
-ης, -ήσεως, πληθ. του περιστατικού ήταν συναρ- Προσδιορ.: παραστατική,
-ήσεις, γεν. -ήσεων) ζωντανή, φανταστική, ανι-
παστική.
[λόγ. < αρχ. διήγη- αρή
σις < διηγοZµαι]

διορθώνω 1. (μτβ.) επαναφέρω κάτι Συνών.: επιδιορθώνω (1),


(Ρήμα, Ρ1) στη σωστή θέση ή κα- συνετίζω (2)
(ενεστ. δι-ορ-θώ-νω, τάσταση, αποκαθιστώ: Σύνθ.: επιδιορθώνω
αόρ. διόρθωσα, παθ. ►Διόρθωσα τα λάθη που έκα-
Οικογ. Λέξ.: διόρθωση, δι-
αόρ. διορθώθηκα, όρθωμα, διορθωτής, διορ-
να στην ορθογραφία.
παθ. μτχ. διορθωμέ- θωτικός
2. (μτβ.) συμμορφώνω,
νος)
[λόγ. < αρχ. διορθU σωφρονίζω: ►Έννοια σου
< δι^ + ‚ρθU < και θα σε διορθώσω εγώ, αν το
‚ρθVς] ξανακάνεις!

διχόνοια (η) η διαφωνία ανάμεσα σε Αντίθ.: ομόνοια, σύμπνοια


(Ουσιαστικό, Ο20) άτομα ή ομάδες που οδη- Συνών: διένεξη
(δι-χό-νοι-α) γεί σε έχθρα: ►Υπάρχει Προσδιορ.: καταστρεπτική,
[λόγ. < αρχ. διχό- παλιά διχόνοια ανάμεσα σ’ αυ- αιώνια, οικογενειακή
νοια < δίχα (= χωρι- Παροιμ.: ►Η ομόνοια χτί-
τούς τους δύο.
στά) + νοZς] ζει σπίτι κι η διχόνοια το
γκρεμίζει

διώρυγα (η) μακρύ, βαθύ τεχνητό αυ- Φράσεις.: ►Διώρυγα απο-


(Ουσιαστικό, Ο22) λάκι με το οποίο συνδέο- ξηραντική (= για την αφαί-
(δι-ώ-ρυ-γα) ρεση νερού από ελώδη χω-
νται δύο θάλασσες, λίμνες ράφια)
[λόγ. < αρχ. διU-
ρυξ] ή ποτάμια: ►Η διάνοιξη της
διώρυγας της Κορίνθου έγινε
το 1893.

61
δόξα

δόξα (η) η μεγάλη φήμη, ο θαυμα- Συνών.: αίγλη, μεγαλεία


(Ουσιαστικό, Ο19) σμός που προκαλεί και (τα)
(δό-ξα, γεν. -ας, το όνομα που αποκτά Σύνθ.: δοξολογία, ένδοξος,
πληθ. -ες, γεν. - ) άδοξος, φιλόδοξος
κάποιος για τις ικανότη- Οικογ. Λέξ.: δοξάζω, δοξα-
[αρχ. δόξα < δοκU
τές του: ►Με τις λαμπρές σία, δοξαστικός
(= νοµίζω)] του επιτυχίες κέρδισε μεγάλη Προσδιορ.: αθάνατη, αιώ-
δόξα στο πανελλήνιο. νια, εφήμερη
Φράσεις: ►Στο απόγειο
της δόξας (= στο μέγιστο
σημείο)

δραχμή (η) το νόμισμα της Ελλάδας Σύνθ.: δραχμοποιώ, δεκά-


(Ουσιαστικό, Ο24) μέχρι το 2002: ►Το εισιτή- δραχμο, εικοσάδραχμο
(δραχ-μή) ριο για το θέατρο κόστιζε πα- Οικογ. Λέξ.: δραχμικός
[αρχ. δραχµD < λιότερα περίπου πέντε χιλιά-
δράττω (= παίρνω
δες δραχμές.
κάτι µε το χέρι)]

62
έθιμο (το) κάθε συνήθεια που επι- Συνών.: παράδοση
(Ουσιαστικό, Ο34) κράτησε και παραδίδεται Σύνθ.: εθιμοτυπία, εθιμοτυ-
(έ-θι-μο, γεν. -ίμου, από γενιά σε γενιά: ►Το πικός, εθιμοτυπικά (επίρρ.)
πληθ. -α) ψήσιμο του αρνιού στη σού- Οικογ. Λέξ.: εθιμικός
[λόγ. < αρχ. θος (= Προσδιορ.: αρχαίο, πα-
βλα είναι ένα ελληνικό παρα-
συνήθεια)] τροπαράδοτο, τοπικό, θρη-
δοσιακό πασχαλινό έθιμο. σκευτικό, λατρευτικό

έθνος (το) ομάδα ανθρώπων που Συνών.: φυλή, γένος


(Ουσιαστικό, Ο37) τους συνδέει κοινό ιστο- Σύνθ.: εθναπόστολος,
(έ-θνος, γεν. -ους, ρικό παρελθόν, κοινός εθνάρχης, εθνομάρτυρας,
πληθ. -η) πολιτισμός και συνήθως εθνόσημο, εθνεγερσία,
[λόγ. < αρχ. θνος εθνοσυνέλευση
κοινή γλώσσα και θρη-
(= οµάδα ανθρώ- Οικογ. Λέξ.: εθνικός, εθνι-
σκεία: ►Κάθε έθνος έχει τα κότητα, εθνικιστής, εθνικι-
πων)]
δικά του ήθη και έθιμα και τις σμός, εθνότητα
δικές του παραδόσεις. Προσδιορ.: ένδοξο, μαρτυ-
ρικό, δοξασμένο, φιλειρη-
νικό, αρχαίο

είδηση (η) 1. πληροφορία, μήνυμα, Συνών.: νέο (το), ανακοί-


(Ουσιαστικό, Ο28) αγγελία: ►Η είδηση για το νωση, ειδοποίηση, αναγγε-
(εί-δη-ση, γεν. -ης, ναυάγιο μαθεύτηκε σε ολό- λία (1, 2)
-ήσεως, πληθ. κληρη τη χώρα. Σύνθ.: ειδησεογραφία, συ-
-ήσεις, γεν. -ήσεων) νείδηση
2. (πληθ.) η μετάδοση των
[αρχ. εdδησις < οaδα Προσδιορ.: ανεξακρίβωτη,
κυριότερων γεγονότων αποκαλυπτική, ανακριβής,
(= γνωρίζω )]
της ημέρας από το ραδι- συνταρακτική, τραγική,
όφωνο ή την τηλεόραση: χαρμόσυνη, επίκαιρη (1, 2)
►Ακούσαμε για την αλλαγή
του καιρού στο βραδινό δελτίο
ειδήσεων της τηλεόρασης.
63
ειλικρίνεια

ειλικρίνεια (η) το να εκφράζεται κανείς Αντίθ.: ανειλικρίνεια, προ-


(Ουσιαστικό, Ο20) με αληθινό και γνήσιο σποίηση
(ει-λι-κρί-νει-α, γεν. τρόπο, χωρίς υποκρισία: Συνών.: ευθύτητα, ανυπο-
-ας, πληθ. - ) κρισία
►Θα σου μιλήσω με ειλικρί-
[αρχ. εfλικρίνεια < Σύνθ.: ανειλικρίνεια
νεια, όπως ταιριάζει σε πραγ- Οικογ. Λέξ.: ειλικρινής, ει-
εfλικρινDς]
ματικούς φίλους. λικρινά (επίρρ.)

ειρήνη (η) 1. κατάσταση ηρεμίας Αντίθ.: πόλεμος, εχθρο-


(Ουσιαστικό, Ο25) και καλών σχέσεων με- πραξίες (1)
(ει-ρή-νη, γεν. -ης, ταξύ ανθρώπων, λαών, Σύνθ.: ειρηνοποιός, ειρηνό-
πληθ. – ) φιλος, ειρηνοδικείο
κρατών κ.λπ., απουσία
[αρχ. εfρήνη] Οικογ. Λέξ.: ειρηνικός, ει-
ταραχών και πολεμικών ρηνικά (επίρρ.), ειρηνεύω,
συγκρούσεων: ►Η ειρήνη ειρήνευση, ειρηνευτής,
ανάμεσα στους λαούς είναι το ειρηνευτικός
πολυτιμότερο αγαθό. Προσδιορ.: παγκόσμια (1,
2. συνθήκη, συμφωνία 2), κοινωνική, εργασιακή
για τον τερματισμό εμπό- (1)
λεμης κατάστασης: ►Το
1945 υπογράφτηκε ειρήνη
ανάμεσα στις Η.Π.Α. και την
Ιαπωνία.

έκθεση (η) 1. δημόσια παρουσίαση Συνών.: αναφορά (2)


(Ουσιαστικό, Ο28) προϊόντων ή έργων τέ- Οικογ. Λέξ.: εκθέτω, εκ-
(έκ-θε-ση, γεν. -ης, χνης σε κάποιο χώρο: θέτης, έκθετος, εκθετήριο,
-έσεως, πληθ. έκθεμα
►Η Πινακοθήκη διοργάνωσε
-έσεις, -έσεων) Προσδιορ.: ανθοκομική,
μια μεγάλη έκθεση με έργα εμπορική, καλλιτεχνική,
[λόγ. < αρχ. κθεσις Ελλήνων ζωγράφων.
< ~κτίθηµι] τοπική, ζωγραφική (1),
2. λεπτομερής γραπτή πα- εμπιστευτική, υπηρεσιακή,
ρουσίαση ενός γεγονότος: αναλυτική, αστυνομική,
►Η Τροχαία κατέθεσε αναλυ- ιατροδικαστική (2), διεθνής
τική έκθεση για το αυτοκινη- (1, 2)
τικό δυστύχημα.
3. σχολικό μάθημα στο
οποίο οι μαθητές ανα-
πτύσσουν γραπτά κάποιο
θέμα: ►Από μικρός έγραφε
πολύ καλές εκθέσεις για το πε-
ριβάλλον.

64
έκταση

εκκλησία (η) 1. ο χριστιανικός ναός: Συνών.: χριστιανοσύνη (2)


(Ουσιαστικό, Ο19) ►Η εκκλησία της ενορίας Σύνθ.: ξωκλήσι, παρεκκλή-
(εκ-κλη-σί-α) κτίστηκε με δωρεές των κα- σι
[λόγ. < αρχ. ~κκλη- τοίκων. Οικογ. Λέξ.: εκκλησιάζο-
σία < εκκαλώ (= μαι, εκκλησιαστικός, εκ-
2. το σύνολο των χρι-
καλώ κάποιον κλησίασμα, εκκλησιασμός
στιανών: ►Η Ορθόδοξη Προσδιορ.: ορθόδοξη, κα-
έξω)]
Εκκλησία τιμά τη μνήμη του θολική, προτεσταντική, δυ-
Αγίου Δημητρίου στις 26 τική, ρωμαϊκή, βυζαντινή
Οκτωβρίου. (1, 2)
3. η συγκέντρωση των Φράσεις: ►Η Μεγάλη του
πολιτών στην αρχαία Χριστού Εκκλησία (= το
Ελλάδα: ►Για θέματα του Οικουμενικό Πατριαρχείο)
κράτους της αρχαίας Αθήνας
αποφάσιζε η εκκλησία του δή-
μου.

εκλογή (η) 1. το να αναδεικνύεται κά- Σύνθ.: εκλογοδικείο, εκλο-


(Ουσιαστικό, Ο24) ποιος σε ένα αξίωμα ή σε γολόγος
(ε-κλο-γή) μια θέση με ψηφοφορία: Οικογ. Λέξ.: εκλέγω, εκλεγ-
[αρχ. ~κλογD < ~- ►Η εκλογή του στον εκπολι-
μένος, εκλογικός, εκλόγι-
κλέγω] μος
τιστικό σύλλογο της περιοχής
Προσδιορ.: υποχρεωτική
του ήταν αναμενόμενη. (1, 2), (πληθ.) νόθες, παρά-
2. (πληθ.) η επίσημη ψη- νομες, επαναληπτικές, βου-
φοφορία για την ανάδει- λευτικές, δημοτικές (2)
ξη βουλευτών ή δημοτι-
κών και κοινοτικών αρ-
χών: ►Οι βουλευτικές εκλο-
γές διεξάγονται κάθε τέσσερα
χρόνια.

έκταση (η) 1. το εμβαδόν μιας επιφά- Αντίθ.: σύμπτυξη (4)


(Ουσιαστικό, Ο28) νειας: ►Οι πλημμύρες κα- Σύνθ.: επέκταση
(έ-κτα-ση, γεν. -ης, τέστρεψαν μεγάλες εκτάσεις Οικογ. Λέξ.: εκτείνω, εκτε-
-άσεως, πληθ. -άσεις) καλλιεργημένης γης. ταμένος
[λόγ. < αρχ. κτασις Προσδιορ.: μικρή, μεγάλη,
2. η χρονική διάρκεια:
< ~κτείνω] απέραντη, περιορισμένη,
►Η συζήτηση πήρε μεγάλη
ανυπολόγιστη (1, 2, 3), αχα-
έκταση. νής (1)
3. το μέγεθος, η σπουδαιό- Φράσεις: ►Το γεγονός
τητα: ►Η έκταση των ζημι- πήρε μεγάλη έκταση (= έγι-
ών ήταν πολύ μεγάλη. νε πολύ γνωστό)
4. το τέντωμα, το άπλω-
μα: ► Η έκταση των χεριών
είναι παράγγελμα της γυμνα-
στικής.
65
εκτιμώ
εκτιμώ 1. (μτβ.) αναγνωρίζω Συνών.: σέβομαι (1), κοστο-
(Ρήμα, Ρ5) την αξία κάποιου, τιμώ: λογώ, αποτιμώ (2)
(ενεστ. ε-κτι-μώ, αόρ. ►Εκτίμησαν τις επιστημονι- Σύνθ.: συνεκτιμώ, υπερε-
εκτίμησα, παθ. αόρ. κές του γνώσεις. κτιμώ
εκτιμήθηκα, παθ. Οικογ. Λέξ.: εκτίμηση,
2. (μτβ.) καθορίζω την
μτχ. εκτιμημένος) εκτιμητής
τιμη, υπολογίζω την αξία
[αρχ. ~κτιµU]
ενός πράγματος ή μιας
πράξης,: ►Εκτιμώ ότι η αξία
του οικοπέδου είναι μικρότερη.
ελάττωμα (το) 1. (για πρόσωπα) σωματι- Αντίθ.: προτέρημα, χάρι-
(Ουσιαστικό, Ο40) κή ατέλεια ή πρόβλημα σμα (1)
(ε-λάτ-τω-μα, γεν. στο χαρακτήρα και τη συ- Συνών.: ψεγάδι (1)
-ώματος, πληθ. μπεριφορά, μειονέκτημα: Οικογ. Λέξ.: ελαττώνω,
-ώματα) ελάττωση, ελαττωματικός,
►Το βασικό ελάττωμα που
[λόγ. < αρχ. ~λάτ- ελαττωματικότητα
τον χαρακτηρίζει είναι η ασυ- Προσδιορ.: αδιόρθωτο,
τωµα < ~λαττU <
νέπειά του. σοβαρό, σημαντικό (1, 2)
~λάσσων]
2. (για πράγματα) αυτά
που δεν είναι σωστά κα-
τασκευασμένα ή δε λει-
τουργούν καλά: ►Η τηλε-
όρασή μου έχει το ελάττωμα
να μη δείχνει πάντα έγχρωμη
εικόνα.
ελευθερία (η) 1. έλλειψη καταναγκα- Αντίθ.: ανελευθερία (2)
(Ουσιαστικό, Ο19) σμού, το δικαίωμα να Σύνθ.: ανελευθερία
(ε-λευ-θε-ρί-α) ενεργεί κάποιος σύμφω- Οικογ. Λέξ.: ελεύθερος,
[αρχ. ~λευθερία < να με τη θέλησή του μέσα ελεύθερα (επίρρ.), ελευθε-
ρώνω, ελευθέρωση, ελευθε-
~λεύθερος] στα νόμιμα πλαίσια: ►Η
ρωτής
ελευθερία της γνώμης είναι Προσδιορ.: αντρειωμένη,
δικαίωμα κάθε πολίτη. χιλιάκριβη, εθνική, πολι-
2. (για κράτη) ανεξαρτη- τική, θρησκευτική (2), πλή-
σία, κυριαρχία, αυτοτέ- ρης (1, 2)
λεια: ►Οι Έλληνες υπερα-
σπίστηκαν πάντοτε με σθένος
την ελευθερία τους.

έλλειψη (η) το να μην υπάρχει κάτι Αντίθ.: επάρκεια


(Ουσιαστικό, Ο28) αναγκαίο ή αυτό να μην Συνών.: ανεπάρκεια
(έλ-λει-ψη, γεν. είναι αρκετό: ►Το σπίτι Οικογ. Λέξ.: ελλιπής, ελλει-
-ης, -είψεως, πληθ. μας έχει ακόμη πολλές ελλεί- πτικός, έλλειμμα
-είψεις)
[λόγ. < αρχ. λλει- ψεις.
ψις < ~λλείπω < ~ν
+ λείπω]
66
έννοια

εμβαδόν (το) 1. η επιφάνεια ενός χώ-


(Ουσιαστικό) ρου: ►Η πλατεία έχει μεγάλο
(εμ-βα-δόν, γεν. εμβαδόν.
-ού, πληθ. -ά) 2. ο αριθμός (σε τετρα-
[µτγν. ~µβαδVν < γωνικά μέτρα κ.λπ.) που
αρχ. ~µβαίνω < ~ν +
προκύπτει από τη μέτρη-
βαίνω]
ση μιας επιφάνειας: ►Το
συνολικό εμβαδόν της οικο-
δομής είναι πεντακόσια τετρα-
γωνικά μέτρα.
εμπιστοσύνη (η) 1. το να πιστεύει κανείς Αντίθ.: δυσπιστία, αμφι-
(Ουσιαστικό, Ο25) στην αξία, την ικανότη- σβήτηση (1)
(ε-μπι-στο-σύ-νη, τα, την τιμιότητα και την Συνών.: αξιοπιστία, πίστη
γεν. -ης, πληθ. - ) εχεμύθεια κάποιου: ►Έχω (1, 2)
[µεσν. ~µπιστοσύνη Οικογ. Λέξ.: έμπιστος,
απόλυτη εμπιστοσύνη στους
< µπιστος < ~ν + εμπιστεύομαι, εμπιστευτι-
φίλους μου. κός
πίστη]
2. (πολιτ.) το να εκφράζει Προσδιορ.: αμοιβαία, απε-
το κοινοβούλιο με ψη- ριόριστη, τυφλή (1)
φοφορία την υποστήριξη
προς την κυβέρνηση: ►Η
κυβέρνηση πήρε ψήφο εμπι-
στοσύνης από το κοινοβού-
λιο.

ενδιαφέρον (το) η ξεχωριστή φροντίδα Αντίθ.: αδιαφορία (1)


(Ουσιαστικό, Ο45) κάποιου για κάποιον ή Συνών: μέριμνα (1)
(εν-δι-α-φέ-ρον, γεν. για κάτι: ►Η πολιτεία δεί- Οικογ. Λέξ.: ενδιαφέρω,
-οντος πληθ. -οντα, χνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ενδιαφερόμενος, ενδιαφέ-
γεν. -όντων) ρων, -ουσα, -ον
την τρίτη ηλικία.
[λόγ. ~νδιαφέρον < Φράσεις: ►Είναι σε ενδια-
2. αυτό που κινεί ιδιαίτε-
γαλλ. interet] φέρουσα κατάσταση (= εί-
ρα την προσοχή: ►Το τε- ναι έγκυος)
λευταίο βιβλίο του προκάλεσε
μεγάλο ενδιαφέρον.

έννοια και έν- Α. σημασία, ερμηνεία, Α.


νοια, έγνοια (η) νόημα: ►Ο Νίκος κατανό- Συνών.: περιεχόμενο
ησε τις βασικές έννοιες που Οικογ. Λέξ.: εννοώ
(Ουσιαστικό, Ο20)
διδάχτηκε στο μάθημα της Προσδιορ.: αλληγορική,
(Α. έν-νοι-α)
αφηρημένη, μεταφορική,
(Β. έν-νοια) Φυσικής.
κυριολεκτική
[αρχ. ννοια < ~ν + Β. 1. ανησυχία: ►Τα λόγια Β.
νοZς] του μ’ έβαλαν σε μεγάλη έν- Συνών.: περισυλλογή (1),
[µεσν. ννοια <
νοια. μέριμνα (2)
αρχ. ννοια]
2. φροντίδα, ενδιαφέρον:
67
έντομο
►Η γιαγιά έχει την έγνοια Οικογ. Λέξ.: νοιάζομαι, με
του μικρού μου αδερφού, όταν νοιάζει
λείπουν οι γονείς μας. Προσδιορ.: καθημερινή,
3. (με τις προσωπικές μοναδική, οικογενειακή,
βασανιστική (1, 2)
αντωνυμίες σου, σας, του,
τους) α. καθησυχαστικά:
►Έννοια σου, θα το τακτοποι-
ήσω εγώ το θέμα.
β. απειλητικά: ►Έννοια
του, και θα του δείξω εγώ.

έντομο (το) μικρό σε μέγεθος ζώο, συ- Συνών: ζουζούνι, ζωύφιο


(Ουσιαστικό, Ο34) νήθως φτερωτό, που το Σύνθ: εντομοκτόνο, εντο-
(έ-ντο-μο) σώμα του διαιρείται σε μολόγος
[αρχ. ντοµον < τρία μέρη και έχει τρία Προσδιορ.: επικίνδυνο, μι-
~ντοµD < ~ν + τοµD ζευγάρια πόδια: ►Οι πε- κροσκοπικό, ωφέλιμο
< ~ν + τέµνω]
ταλούδες και οι μέλισσες είναι
πολύ γνωστά έντομα.
εντύπωση (η) 1. ό,τι μας συγκινεί βαθιά Συνών.: ιδέα (2)
(Ουσιαστικό, Ο28) και μένει χαραγμένο στη Οικογ. Λέξ.: εντυπωσιάζω,
(ε-ντύ-πω-ση, γεν. μνήμη μας: ►Το ταξίδι στα εντυπωσιακός, εντυπωσια-
-ης, -ώσεως, πληθ. νησιά του Αιγαίου προκάλεσε σμός
-ώσεις) Προσδιορ.: ευχάριστη, οδυ-
σε όλους ζωηρή εντύπωση.
[µτγν. ~ντύπωσις < νηρή, άριστη (1, 2)
2. η γνώμη που σχηματί-
~ντυπU]
ζουμε για κάποιον ή για
κάτι: ►Μας έδωσε την εντύ-
πωση ότι έλεγε την αλήθεια.
εξετάζω 1. (μτβ.) παρατηρώ κάτι με Συνών.: διερευνώ (1)
(Ρήμα, Ρ4) προσοχή, για να το γνω- Σύνθ.: επανεξετάζω, καλο-
(ενεστ. ε-ξε-τά-ζω, ρίσω ή να το καταλάβω εξετάζω
αόρ. εξέτασα, παθ. καλύτερα: ►Ο αρχαιολόγος Οικογ. Λέξ.: εξέταση, εξε-
αόρ. εξετάστηκα, παθ. ταστής, εξεταστέος, εξετα-
εξέτασε με προσοχή το άγαλμα
μτχ. εξετασμένος) στικός, εξεταστικά (τα)
που βρέθηκε στην ανασκαφή.
[αρχ. ~ξετάζω < ~κ
2. (μτβ.) κάνω ερωτήσεις
+ ~τάζω (= ελέγχω
λεπτοµερώς)] σε κατηγορούμενο ή μάρ-
τυρα, ανακρίνω: ►Ο ανα-
κριτής εξέτασε το μάρτυρα για
πολλή ώρα.
3. (μτβ.) ελέγχω τις γνώ-
σεις και τις ικανότητες
κάποιου: ►Ο καθηγητής
εξέτασε προφορικά τους φοι-
τητές του.
68
έπαλξη

έξοδος (η) 1. μετακίνηση από μέσα Αντίθ.: είσοδος (1)


(Ουσιαστικό, Ο28) προς τα έξω: ►Η έξοδος Σύνθ.: διέξοδος, αδιέξοδος
(έ-ξο-δος, γεν. των φιλάθλων από το γήπεδο Οικογ. Λέξ.: έξοδο (το)
-όδου, πληθ. -οι) έγινε με απόλυτη τάξη. Προσδιορ.: αιφνιδιαστική,
[αρχ. ξοδος < ~κ + αναγκαστική, ομαδική (1,
2. απομάκρυνση από μια
†δVς] 2, 3), μυστική (1, 3)
υπηρεσία: ►Η έξοδος από
Φράσεις: ►Η έξοδος του
την υπηρεσία είναι δυνατόν Μεσολογγίου (= η εξόρ-
να γίνει και λόγω ορίου ηλι- μηση των πολιορκημένων
κίας. του Μεσολογγίου στις 10
3. η μαζική αναχώρηση Απριλίου 1826)
από έναν τόπο ή χώρο
για λόγους αναψυχής:
►Η έξοδος των κατοίκων της
πρωτεύουσας για το εορταστι-
κό τριήμερο ήταν μεγάλη.
εξοφλώ (μτβ.) πληρώνω χρέος: Συνών.: αποπληρώνω, ξε-
(Ρήμα, Ρ6) ►Εξόφλησε το χρέος του με πληρώνω
(ενεστ. ε-ξο-φλώ, αόρ. δόσεις μέσα σε τρία χρόνια. Οικογ. Λέξ.: εξόφληση,
εξόφλησα, παθ. αόρ. εξοφλητικός
εξοφλήθηκα, παθ.
μτχ. εξοφλημένος)
[µεσν. ~ξοφλU < εκ
+ ‚φλU (= ‚φείλω)]

εξπρές (το) 1. γρήγορο μεταφορικό


(Ουσιαστικό, - ) μέσο, συνήθως τρένο, που
(εξ-πρές) κάνει ελάχιστες ή καθό-
[λόγ. < γαλλ. ex- λου στάσεις: ►Ταξιδέψαμε
press] με την εξπρές αμαξοστοιχία
Αθηνών-Θεσσαλονίκης.
2. αποστολή ταχυδρομι-
κών επιστολών η δεμάτων
με τρόπο ταχύτερο από το
συνηθισμένο: ►Έστειλε
ένα γράμμα εξπρές στην
κόρη του που σπουδάζει στην
Αλεξανδρούπολη.

έπαλξη (η) 1. το πάνω μέρος των


(Ουσιαστικό, Ο28) τειχών ενός φρουρίου ή
(έ-παλ-ξη, γεν. -ης, πύργου, απ’ όπου μάχο-
-άλξεως, πληθ. νταν προστατευμένοι οι
-άλξεις) πολεμιστές: ►Πολλές πό-
[αρχ. παλξις]
λεις περιβάλλονται από παλιά
69
επανάσταση

κάστρα με επάλξεις.
2. (μτφ.) για κάθε θέση απ’
όπου κάποιος αγωνίζε-
ται: ►Βρίσκεται πάντα στις
επάλξεις του αγώνα για δικαι-
οσύνη και ισότητα.

επανάσταση (η) 1. ομαδική εξέγερση για Συνών.: εξέγερση, στάση,


(Ουσιαστικό, Ο28) τη βίαιη ανατροπή πολι- κίνημα (1)
(ε-πα-νά-στα-ση, τικού ή κοινωνικού καθε- Σύνθ.: αντεπανάσταση
γεν. -ης, -άσεως, Οικογ. Λέξ.: επαναστατώ,
στώτος μιας χώρας ή για επαναστάτης, επαναστατι-
πληθ. -άσεις)
[αρχ. ~πανάστασις
την απελευθέρωση από κά (επίρρ.)
< ~πανίστηµι (= ξε- ξένο κατακτητή: ►Η ελ- Προσδιορ.: αιματηρή, ει-
σηκώνω)] ληνική επανάσταση του 1821 ρηνική, εργατική, ιστορική
υπήρξε μεγάλος σταθμός (1)
στην πορεία του έθνους.
2. απότομη αλλαγή των
δεδομένων στην επιστή-
μη, την τέχνη κ.λπ.: ►Η
επανάσταση στην τεχνολογία
χαρακτηρίζει την εποχή μας.

επαρχία (η) 1. διοικητική περιφέρεια Αντίθ.: πρωτεύουσα (2)


(Ουσιαστικό, Ο19) του κράτους που είναι μι- Συνών.: περιφέρεια, ύπαι-
(ε-παρ-χί-α) κρότερη από το νομό: ►Ο θρος (2)
[µτγν. ~παρχία < Οικογ. Λέξ.: έπαρχος,
Νομός Ιωαννίνων περιλαμ- επαρχείο, επαρχιακός,
παρχος]
βάνει τις επαρχίες Δωδώνης, επαρχιώτης
Κόνιτσας και Μετσόβου.
2. κάθε περιοχή της χώρας
εκτός από την πρωτεύου-
σα: ►Πήρε μετάθεση από την
πρωτεύουσα στην επαρχία.

επεισόδιο (το) 1. έντονο περιστατικό, Συνών.: καβγάς (2)


(Ουσιαστικό, Ο34) συμβάν: ►Ο ιστορικός κα- Οικογ. Λέξ.: επεισοδιακός,
(ε-πει-σό-δι-ο, γεν. τέγραψε πολλά σημαντικά επεισοδιακά (επίρρ.)
-ίου, πληθ. -α) Προσδιορ.: απρόοπτο, δι-
επεισόδια από την ελληνική πλωματικό, θερμό, πολιτι-
[αρχ. ~πεισόδιον <
~πY + εdσοδος]
επανάσταση. κό, οδυνηρό (1, 2), ιστορικό
2. απρόοπτη φιλονικία, (1)
λογομαχία: ►Είχαμε ένα
έντονο επεισόδιο στην αίθου-
σα του δικαστηρίου.
70
επίθεση
3. καθένα από τα αυτοτε-
λή ή συνεχιζόμενα μέρη
ενός έργου (λογοτεχνι-
κού, τηλεοπτικού κ.λπ.):
►Η τηλεοπτική σειρά που
παρακολουθούμε αποτελείται
από δέκα αυτοτελή επεισόδια.
επιβάλλω 1. (μτβ.) αναγκάζω κά- Συνών.: υποχρεώνω (1),
(Ρήμα) ποιον να δεχτεί κάτι συ- χρειάζεται, ενδείκνυται (2)
(ενεστ. ε-πι-βάλ-λω, νήθως δυσάρεστο: ►Στις Οικογ. Λέξ.: επιβολή
αόρ. επέβαλα, παθ. συζητήσεις που γίνονται επι-
αόρ. επιβλήθηκα,
παθ. μτχ. επιβεβλη-
βάλλει πάντοτε τη δική του
μένος) γνώμη.
[αρχ. ~πιβάλλω < 2. (αμτβ.) (απρόσ., μέσ.) εί-
~πY + βάλλω (= ρί- ναι αναγκαίο, πρέπει να
χνω, πέφτω επά- …: ►Μετά από ένα τόσο κο-
νω)] πιαστικό ταξίδι επιβάλλεται να
ξεκουραστούμε.
επιβραβεύω (αμτβ.) αναγνωρίζω την Συνών.: βραβεύω, ανταμεί-
(Ρήμα, Ρ2) αξία κάποιου και τον βω, επιδοκιμάζω
(ενεστ. ε-πι-βρα-βεύ- ανταμείβω με υλική ή ηθι- Οικογ. Λέξ.: επιβράβευση
ω, αόρ. επιβράβευσα, κή αμοιβή: ►Για το σπουδαίο
παθ. αόρ. επιβραβεύ-
τηκα, παθ. μτχ. επι-
λογοτεχνικό του έργο επιβρα-
βραβευμένος) βεύτηκε από την Εταιρεία
[µεσν. ~πιβρα- Ελλήνων Λογοτεχνών.
βεύω]

επιδρομή (η) ξαφνική επίθεση ή ει- Συνών.: επίθεση


(Ουσιαστικό, Ο24) σβολή σε ξένη χώρα: Οικογ. Λέξ.: επιδρομέας
(ε-πι-δρο-μή) Προσδιορ.: εχθρική, μαζι-
►Εναντίον της Βυζαντινής
[αρχ. ~πιδροµD < κή, αιφνίδια
αυτοκρατορίας έγιναν πολλές Φράσεις: ►Επιδρομή λύ-
~πY + δροµD < δρό-
επιδρομές από άλλους λαούς. κων, ακρίδας κ.λπ. (= ομα-
µος]
δική εμφάνιση και κατα-
στρεπτική δράση)

επίθεση (η) εχθρική κίνηση εναντίον Αντίθ.: άμυνα


(Ουσιαστικό, Ο28) κάποιου: ►Ο εχθρός πραγ- Συνών.: έφοδος, προσβολή,
(ε-πί-θε-ση, γεν. χτύπημα
ματοποίησε αεροπορική επί-
-ης, -έσεως, πληθ. Σύνθ.: αντεπίθεση
θεση εναντίον της γειτονικής Οικογ. Λέξ.: επιθετικός,
-έσεις)
χώρας. επιθετικότητα
[αρχ. ~πίθεσις <
~πιτίθηµι] Προσδιορ.: αιφνιδιαστική,
μετωπική, συκοφαντική
71
επιθυμώ

επιθυμώ 1. θέλω: ►Επιθυμώ να κάνω Συνών.: λαχταρώ, ποθώ


(Ρήμα, Ρ6) ένα μεγάλο ταξίδι. (1)
(ενεστ. ε-πι-θυ-μώ, 2. εύχομαι, νοσταλγώ: Οικογ. Λέξ.: επιθυμία, επι-
αόρ. επιθύμησα) θυμητός
►Το ίδιο επιθυμώ και για
[αρχ. ~πιθυµU < ~πY
εσάς. ►Είχαμε καιρό να σας
+ θυµVς]
δούμε και σας επιθυμήσαμε.
επικοινωνία (η) το να έρχεται κανείς σε Οικογ. Λέξ.: επικοινωνώ
(Ουσιαστικό, Ο19) επαφή με κάποιον άλλον, Προσδιορ.: δορυφορική,
(ε-πι-κοι-νω-νί-α) ανταλλάσσοντας μηνύμα- τηλεφωνική
[λόγ. < αρχ. ~πι- τα και πληροφορίες: ►Το
κοινωνία < ~πικοι-
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
νωνU]
συμβάλλει στην ταχύτερη
επικοινωνία.
επιμελής, -ής, εργατικός, μελετηρός, Αντίθ.: αμελής
-ές προκομμένος: ►Είναι πά- Συνών.: φιλομαθής, φιλό-
ντοτε υπεύθυνος και επιμελής πονος
(Επίθετο, Ε9, έμψυχα) Οικογ. Λέξ.: επιμελώς
(ε-πι-με-λής, γεν. μαθητής.
(επίρρ.), επιμέλεια, επιμε-
-ούς, -ούς, -ούς, λούμαι, επιμελητής, επιμε-
πληθ. -είς, -είς, -ή) λητήριο
[αρχ. ~πιµελDς < Προσδιοριζ.: μαθητής, φοι-
~πιµελοZµαι] τητής

επιμονή (η) 1. το να εξακολουθεί να Συνών.: εμμονή (1)


(Ουσιαστικό, Ο24) επιδιώκει και να υποστη- Οικογ. Λέξ.: επιμένω, επί-
(ε-πι-μο-νή, γεν. ρίζει κανείς κάτι, παρά μονος, επίμονα (επίρρ.)
-ής, πληθ. - ) Προσδιορ.: αδικαιολόγη-
τις δυσκολίες που αντιμε-
[αρχ. ~πιµονD < τη, έντονη
τωπίζει: ►Με την υπομονή
~πιµένω]
και την επιμονή μπορεί κά-
ποιος να επιτύχει πολλά.
2. το πείσμα: ►Είναι ενο-
χλητική η επιμονή του να γί-
νεται πάντοτε το δικό του.

επίπεδο (το) 1. (μαθημ.) κάθε επιφά- Προσδιορ.: βιοτικό, κοινω-


(Ουσιαστικό, Ο34) νεια στην οποία όλα τα νικό, πολιτιστικό, διανοη-
(ε-πί-πε-δο, γεν. σημεία, αν ενωθούν ανά τικό (1), παράλληλο (2)
-έδου, πληθ. -α) δύο, σχηματίζουν ευθείες Φράσεις: ►Κεκλιμένο επί-
[αρχ. ~πίπεδον, πεδο (= μηχανή που χρη-
γραμμές, που βρίσκονται
ουδ. επιθ. ~πίπεδος σιμεύει για την ανύψωση
πάνω στην επιφάνεια: βαρών)
< ~πY + πέδον (=
έδαφος)] ►Η ευθεία γραμμή εφαρμόζει
απόλυτα σε κάθε επίπεδο.

72
έρευνα
2. βαθμίδα πνευματικής
ή κοινωνικής κατάστα-
σης: ►Το επίπεδο της τάξης
στα Μαθηματικά είναι πολύ
υψηλό.
επισημαίνω 1. (μτβ.) δίνω έμφαση σε Συνών.: υπογραμμίζω, το-
(Ρήμα) κάτι που θεωρώ σημαντι- νίζω (1), διακρίνω (2)
(ενεστ. ε-πι-ση-μαί- κό: ►Ο γεωπόνος επισήμανε Οικογ. Λέξ.: επισήμανση
νω, αόρ. επισήμανα, τους κινδύνους από την ανε-
παθ. αόρ. επισημάν- ξέλεγκτη χρήση των φυτο-
θηκα, παθ. μτχ. επι-
φαρμάκων.
σημασμένος)
[αρχ. ~πισηµαίνω < 2. (μτβ.) (μτφ.) εντοπίζω
~πY + σηµαίνω] κάποιον ή κάτι, διαπι-
στώνω: ►Επισημαίνω τα
λάθη που έγιναν στις ασκή-
σεις των Μαθηματικών.

επιστήμη (η) 1. οι γνώσεις που έχουν Σύνθ.: επιστημολογία


(Ουσιαστικό, Ο25) ανακαλυφθεί με έρευνα Οικογ. Λέξ.: επιστήμονας,
(ε-πι-στή-μη, γεν. και μελέτη και είναι ορ- επιστημονικός, επιστημο-
-ης, πληθ. -ες) γανωμένες σε τομείς: ►Η σύνη
[αρχ. ~πιστήµη < Προσδιορ.: θεωρητική,
πρόοδος της επιστήμης είναι
~πίσταµαι] εφαρμοσμένη, πολιτική, οι-
καταπληκτική τα τελευταία κονομική (1, 2)
χρόνια.
2. κάθε τομέας γνώσεων:
►Η επιστήμη της Φυσικής
χρησιμοποιεί τη θεωρία και το
πείραμα.
επιχείρηση (η) 1. η ομαδική προσπάθεια Συνών.: απόπειρα (1)
(Ουσιαστικό, Ο28) για την πραγματοποίηση Σύνθ.: επιχειρηματολογία
(ε-πι-χεί-ρη-ση, γεν. ενός σκοπού: ►Στήθηκε Οικογ. Λέξ.: επιχειρώ, επι-
-ης, -ήσεως, πληθ. μεγάλη επιχείρηση, για να χείρημα, επιχειρηματίας,
-ήσεις, γεν. -ήσεων) επιχειρηματικός, επιχειρη-
βρεθούν οι αγνοούμενοι.
[αρχ. ~πιχείρησις < ματικότητα
2. οικονομική μονά- Προσδιορ.: επικίνδυνη (1),
~πιχειρU]
δα με σκοπό το κέρδος: δημόσια (1, 2), ιδιωτική,
►Άνοιξαν οικογενειακή επι- εμπορική, τουριστική (2)
χείρηση με έτοιμα ενδύματα.

έρευνα (η) η συστηματική προσπά- Συνών.: εξερεύνηση, εξέτα-


(Ουσιαστικό, Ο20) θεια που γίνεται με σκοπό ση, αναζήτηση
(έ-ρευ-να) να βρεθεί, να ανακαλυ- Οικογ. Λέξ.: ερευνώ, ερευ-
[αρχ. ρευνα < φθεί και να ερμηνευθεί νητής, ερευνητικός
~ρευνU] κάτι, αναζήτηση, ψάξιμο:
73
έρχομαι
►Οι αρχαιολογικές έρευνες Προσδιορ.: άκαρπη, δειγ-
έφεραν στο φως αμύθητους ματοληπτική, στατιστική,
θησαυρούς. εξονυχιστική, δημοσιογρα-
φική, επιστημονική

έρχομαι 1. (αμτβ.) φτάνω: ►Μόλις Αντίθ.: φεύγω (1, 2, 3)


(Ρήμα) ήρθε από το ταξίδι. Συνών.: επανέρχομαι (3),
(ενεστ. έρ-χο-μαι, πα- κατατάσσομαι (5)
2. (αμτβ.) πλησιάζω κά-
ρατ. ερχόμουν, αόρ. Σύνθ.: απέρχομαι, συνέρ-
ποιον ή κάπου: ►Η βρο-
ήρθα και ήλθα) χομαι, προσέρχομαι, διέρ-
χή έρχεται προς την περιοχή χομαι, περιέρχομαι, εισέρ-
[αρχ. ρχοµαι]
μας. χομαι, ανέρχομαι
3. (αμτβ.) επιστρέφω, γυ- Οικογ. Λέξ.: ερχομός
ρίζω πίσω: ►Έρχεται καθη- Φράσεις: ►Έρχομαι στα
μερινά στις τέσσερις το από- χέρια (= συμπλέκομαι)
γευμα από τη δουλειά του. ►Μου έρχεται γάντι (= μου
4. (αμτβ.) πηγαίνω κά- ταιριάζει απόλυτα)
που τακτικά, συχνάζω:
►Έρχεται πολύ συχνά στη
βιβλιοθήκη.
5. (αμτβ.) (μτφ.) καταλαμ-
βάνω ορισμένη θέση, σει-
ρά: ►Ήρθε πρώτος στο δια-
γωνισμό της Μαθηματικής
Εταιρείας.

εστία (η) 1. το σπίτι, ο τόπος δια- Συνών.: κατοικία (1), επί-


(Ουσιαστικό, Ο19) μονής: ►Όσο καιρό βρισκό- κεντρο, κοιτίδα (3)
(ε-στί-α) ταν στο εξωτερικό, αναπολού- Σύνθ.: παρέστιος (= που ζει
[αρχ. iστία (= βω- σε την πατρική εστία. στο ίδιο σπίτι)
µός, τζάκι)] Οικογ. Λέξ.: εστιάζω, εστι-
2. (φυσ.) το σημείο στο
ακός
οποίο συγκεντρώνονται Προσδιορ.: εθνική, εργατι-
οι ακτίνες φωτεινής δέ- κή (3), πατρική (1)
σμης που περνούν από Φράσεις: ►Υπέρ βωμών
φακό ή αντανακλώνται και εστιών (= για την προ-
από κοίλα ή κυρτά κάτο- άσπιση της εθνικής ανε-
πτρα: ►Προσπαθεί να ανάψει ξαρτησίας και ελευθερίας)
φωτιά με την εστία των ακτί- ►Εστία (= θεά των αρχαί-
νων του ήλιου. ων Ελλήνων και Ρωμαίων,
3. (μτφ.) το σημείο όπου προστάτιδα της οικίας και
της οικογένειας)
εκδηλώνεται κάτι και
αρχίζει να απλώνεται
παντού: ►Η αρχαία Αθήνα
ήταν η εστία του κλασικού πο-
λιτισμού.
74
εφεύρεση

εταιρεία (η) 1. οργανωμένη ομάδα Συνών.: σύνδεσμος, ένωση,


(Ουσιαστικό, Ο19) προσώπων με κοινούς και σύλλογος, σωματείο (1)
(ε-ται-ρεί-α) συγκεκριμένους στόχους: Οικογ. Λέξ.: εταίρος, εται-
[λόγ. < αρχ. iται- Η Αρχαιολογική Εταιρεία ρικός
ρεία (= αδελφότη- Προσδιορ.: μαθηματική,
ασχολείται με την προστασία
τα, πολιτική ένω- καρδιολογική (1), αεροπο-
και την ανάδειξη των αρχαι- ρική, ασφαλιστική, διαφη-
ση)]
οτήτων. μιστική, εμπορική, πολυε-
2. νόμιμα οργανωμένη θνική, ανώνυμη, ομόρρυθ-
οικονομική επιχείρηση: μη (2)
►Εργάζεται σε μια μεγάλη Φράσεις: ►Φιλική Εται-
πολυεθνική εταιρεία που κα- ρεία (= μυστική οργάνωση
τασκευάζει υπολογιστές. που προετοίμασε την επα-
νάσταση του 1821)

εύθυμος, -η, -ο 1. αυτός που έχει καλή Αντίθ.: δύσθυμος, σκυθρω-


(Επίθετο, Ε2, έμψυ- διάθεση, χαρούμενος: πός (1)
χα και άψυχα ) ►Αποτελούν μια εύθυμη και Συνών.: ευδιάθετος, χαρω-
(εύ-θυ-μος) ευχάριστη παρέα. πός, κεφάτος (1), φαιδρός
(2)
[αρχ. εθυµος < ε} 2. αστείος, κωμικός: ►Ο
Σύνθ.: ευθυμογράφημα
+ θυµVς (= καρδιά)] πρωταγωνιστής του θεατρι- Οικογ. Λέξ.: ευθυμώ, εύ-
κού έργου είχε έναν εύθυμο θυμα (επίρρ.), ευθυμία,
ρόλο. Ευθύμιος, Ευθυμία
Προσδιοριζ.: διάθεση, σκο-
πός (1), ιστορία, τραγούδι
(1, 2)

εύκρατος, -η, -ο (γεωγρ.) κλίμα που χα- Συνών.: ήπιος, μαλακός


(Επίθετο, Ε2, άψυχα) ρακτηρίζεται από θερμο- Οικογ. Λέξ.: ευκρασία (= η
(εύ-κρα-τος) κρασία που δεν είναι ούτε ηπιότητα του κλίματος)
[αρχ. εκρατος < πολύ ψυχρή ούτε πολύ Προσδιοριζ.: κλίμα
ε} + κράτος < κε- Φράσεις.: ►Εύκρατη ζώνη
θερμή: ►Η ελιά ευδοκιμεί σε
ράννυµι (= αναµει- (= η ζώνη που περιλαμβά-
εύκρατο κλίμα. νεται μεταξύ του πολικού
γνύω)]
και του τροπικού κύκλου)

εφεύρεση (η) 1. επινόηση ενός καινούρ- Συνών.: ευρεσιτεχνία (1)


(Ουσιαστικό, Ο28) γιου οργάνου ή μηχανή- Οικογ. Λέξ.: εφευρίσκω,
(ε-φεύ-ρε-ση, γεν. ματος, μιας νέας μεθόδου εφευρέτης, εφευρετικός
-ης, -έσεως, πληθ. κ.λπ.: ►Η εφεύρεση της τυ- Προσδιορ.: σημαντική,
-έσεις, γεν. -έσεων) χρήσιμη, πρωτότυπη (1)
πογραφίας άλλαξε τη ζωή του
[λόγ. < ελνστ.
ανθρώπου.
~φεύρεσις < ~φευ-
2. το ίδιο το νέο δημιούρ-
ρίσκω]
γημα: ►Το τηλέφωνο είναι
εφεύρεση του Γκράχαμ Μπελ.
75
εχθρός

εχθρός (ο) 1. αυτός που μισεί κά- Αντίθ.: φίλος (1), σύμμαχος
(Ουσιαστικό, Ο13) ποιον και θέλει το κακό (2)
(εχ-θρός) του: ►Ούτε και στον εχθρό Συνών.: αντίπαλος, αντα-
γωνιστής (1), πολέμιος (2)
[αρχ. ~χθρVς] μου δε θα ήθελα να συμβεί Σύνθ.: εχθροπραξία
κάτι τέτοιο. Οικογ. Λέξ.: εχθρεύομαι,
2. αντίπαλος στον πόλεμο: εχθρικός, εχθρικά (επίρρ.),
►Ο εχθρός έκανε αιφνιδιαστι- εχθρότητα
κή επίθεση. Προσδιορ.: ανίκητος (2),
θανάσιμος, προαιώνιος,
ύπουλος (1, 2)

76
ζενίθ (το) 1. το νοητό σημείο του Αντίθ.: ναδίρ (1, 2)
(Ουσιαστικό, άκλ.) ουρανού που βρίσκεται Συνών.: αποκορύφωμα (2)
(ζε-νίθ) πάνω από το κεφάλι του
[λόγ. < γαλλ. ze- παρατηρητή: ►Ο ήλιος
nith] βρίσκεται στο ζενίθ της δια-
δρομής του.
2. (μτφ.) το ανώτατο ση-
μείο μιας εξέλιξης, το
μεσουράνημα: ►Τον 5ο
π.Χ.αιώνα ο πολιτισμός της
Αθήνας βρέθηκε στο ζενίθ
της ακμής του
ζεστός -ή, -ό 1. αυτός που έχει υψηλή Αντίθ.: κρύος, δροσερός,
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα θερμοκρασία: ►Το καλο- παγωμένος (1), ψυχρός (2)
και άψυχα) καίρι είναι η πιο ζεστή εποχή Συνών.: θερμός (1, 2)
(ζε-στός) του έτους. Προσδιοριζ.: άνθρωπος,
[ελνστ. ζεστVς < ατμόσφαιρα (2)
2. (μτφ.) αυτός που δημι-
αρχ. ζέω (= βρά- Φράσεις: ►Ζεστό χρήμα
ουργεί φιλική και εγκάρ-
ζω)] (= το χρήμα που παίρνει
δια ατμόσφαιρα: ►Είναι κανείς αμέσως και χωρίς
ένας ζεστός άνθρωπος, που σε κρατήσεις) ►Παίρνω κάτι
κάνει να νιώθεις ευχάριστα. στα ζεστά (= ασχολούμαι
με μεγάλη όρεξη)

ζήλια (η) το δυσάρεστο συναίσθη- Συνών.: φθόνος, ζηλοτυ-


(Ουσιαστικό, Ο19) μα που νιώθει κάποιος πία, ζηλοφθονία
(ζή-λια, γεν. -ας, για κάτι που έχουν οι άλ- Σύνθ.: ζηλοφθονώ
πληθ. -ες, γεν. - ) Οικογ. Λέξ.: ζηλεύω, ζη-
λοι και στερείται ο ίδιος:
[µεσν. ζήλια < λευτός, ζηλευτά (επίρρ.), ζη-
►Τον τρώει συνέχεια η ζή-
ζηλU] λιάρης
λια για την προκοπή του γεί- Προσδιορ.: ακατανόητη,
τονά του. ανυπόφορη
77
ζημιώνω

ζημιώνω 1. (μτβ.) προκαλώ σε κά- Αντίθ.: κερδίζω


(Ρήμα, Ρ1) ποιον κυρίως οικονομική Συνών.: βλάπτω
(ενεστ. ζη-μι-ώ-νω, βλάβη: ►Τα υπερβολικά έξο- Σύνθ.: αποζημιώνω
αόρ. ζημίωσα, παθ. δα ζημίωσαν την επιχείρηση. Οικογ. Λέξ.: ζημιά
αόρ. ζημιώθηκα, παθ.
μτχ. ζημιωμένος)
[µεσν. ζηµιώνω <
αρχ. ζηµιU]

ζητώ 1. (μτβ.) ψάχνω να βρω Συνών.: αναζητώ (1)


(Ρήμα, Ρ5) κάτι, γυρεύω: ►Ζητούσε να Σύνθ.: αναζητώ, επιζητώ,
(ενεστ. ζη-τώ, αόρ. βρει τη διεύθυνση κατοικίας αποζητώ, συζητώ
ζήτησα, παθ. αόρ. ζη- που διέμενε ο φίλος του. Οικογ. Λέξ.: ζήτημα, ζήτη-
τήθηκα) ση, ζητιάνος
2. (μτβ.) απαιτώ, έχω την
[αρχ. ζητU] Φράσεις: ►Ζητώ το χέρι
αξίωση να πάρω κάτι από
(= ζητώ να παντρευτώ κά-
κάποιον: ►Ζητώ να μου δώ- ποια) ►Το ζητούμενο (= το
σεις αυτά που μου οφείλεις. αντικείμενο έρευνας)

ζυγίζω 1. (μτβ.) βρίσκω με τη ζυ- Συνών.: ζυγιάζω (1), κρίνω


(Ρήμα, Ρ4) γαριά το βάρος ενός αντι- (2), βαραίνω, επηρεάζω (3)
(ενεστ. ζυ-γί-ζω, αόρ. κειμένου: ►Περιμένω να Σύνθ.: καλοζυγίζω, ισοζυ-
ζύγισα, παθ. αόρ. ζυ- ζυγίσω τα μήλα που αγόρασα. γίζω
γίστηκα, παθ. μτχ. Οικογ. Λέξ.: ζύγιση, ζύγι-
2. (μτβ.) (μτφ.) εκτιμώ,
ζυγισμένος) σμα, ζυγιστικά (τα)
υπολογίζω την αξία κά-
[µεσν. ζυγίζω <
αρχ. ζυγVς] ποιου: ►Τον ζύγισα καλά και
κατάλαβα ότι είναι ένας πολύ
ικανός άνθρωπος.
3. (αμτβ.) είμαι υπολογίσι-
μος: ►Τα λόγια του ζύγισαν
πολύ στην τελική απόφαση.

ζωή (η) 1. το σύνολο των λειτουρ- Αντίθ.: θάνατος


(Ουσιαστικό, Ο24) γιών, όπως η αναπνοή, η Συνών.: βίος (2), ζωτικότη-
(ζω-ή) αναπαραγωγή, η θρέψη τα (3)
[αρχ. ζωD < ζU] κ.ά., που διαφοροποιούν Σύνθ.: ζωογόνος, ζωοδό-
της, μακροζωία
τα έμβια όντα (ανθρώ-
Οικογ. Λέξ.: ζωηρός, ζωη-
πους, ζώα, φυτά) από τα ράδα, ζωηρότητα, ζωηρεύω
άψυχα αντικείμενα: ►Η Προσδιορ.: ειρηνική, ελεύ-
αναπνοή δείχνει ότι ένας ορ- θερη, κοινωνική, κοσμική,
γανισμός βρίσκεται στη ζωή. νομαδική, οικογενειακή,
2. το χρονικό διάστημα πνευματική, πολιτική, σχο-
από τη γέννηση ως το θά- λική (4)
νατο ενός ζωντανού ορ-
γανισμού: ►Πέρασε όλη του
τη ζωή με πολλές στερήσεις.
78
ζωηρός

3. η ζωντάνια, η ενεργητι- ►Ζωή σε λόγου σας / σε


κότητα: ►Οι νέοι άνθρωποι σας (= συλλυπητήρια ευχή
είναι γεμάτοι ζωή και ανησυ- σε συγγενείς νεκρού) ►Ζωή
χίες. και κότα (= ξένοιαστη ζωή)
►Ζωή χαρισάμενη (= ευτυ-
4. ο τρόπος και οι συνθή-
χισμένη ζωή) ►Κάνω τη
κες που ζει κάποιος: ►Η ζωή κάποιου ποδήλατο /
καθιστική ζωή κάνει κακό πατίνι (= ταλαιπωρώ, βα-
στην υγεία. σανίζω)

ζωηρός -ή, -ό 1. (για πρόσωπα) αυτός Αντίθ.: ήσυχος, φρόνιμος,


(Επίθετο, Ε1, έμψυχα που έχει ζωντάνια, ο δρα- πειθαρχημένος (1)
και άψυχα) στήριος, ο ενεργητικός, ο Συνών.: απειθάρχητος,
(ζω-η-ρός) ανήσυχος: ►Πρόκειται για ανυπάκουος (1)
[µεσν. ζωηρVς < Σύνθ.: ζωηρόχρωμος
ένα ζωηρό και δραστήριο άτο-
ζωD] Οικογ. Λέξ.: ζωή, ζωηρότη-
μο. τα, ζωηράδα, ζωηρεύω
2. (μτφ.) (για πράγμα- Προσδιοριζ: παιδί (1), εν-
τα) έντονος: ►Φοράει μια διαφέρον, χρώμα (2)
μπλούζα με ζωηρά χρώματα.

79
ηγούμαι (μτβ.) είμαι επικεφαλής, Αντίθ.: έπομαι, ακολουθώ
(Ρήμα, Ρ7) διευθύνω, διοικώ: ►Ο Συνών: προηγούμαι, προ-
(ενεστ. η-γού-μαι, σημαιοφόρος ηγείται του πορεύομαι
αόρ. ηγήθηκα) Σύνθ.: προηγούμαι, αφη-
τμήματος που παρελαύνει.
[αρχ. bγοZµαι] γούμαι, εξηγούμαι
►Ηγείται ενός μικρού κόμμα-
Οικογ. Λέξ.: ηγούμενος,
τος στη Βουλή. ηγεμόνας, ηγεμονικός, ηγε-
σία, ηγέτης

ήθος (το) 1. ο τρόπος που ζει και Συνών: συνήθειες, έθιμα


(Ουσιαστικό, Ο37) συμπεριφέρεται ο άνθρω- (2)
(ή-θος, γεν. -ους, πος, ο ατομικός χαρακτή- Σύνθ.: ηθοποιός, ηθογρα-
πληθ. -η, γεν. -ών) φία, ηθολογία
ρας του: ►Είναι άτομο που
[αρχ. ‘θος (= χαρα- Οικογ. Λέξ.: ηθικός, ηθικά
ξεχωρίζει για την εργατικότη- (επίρρ.), ηθική, ηθικό (το),
κτήρας)]
τα και το ήθος του. ηθικότητα
2. (πληθ.) παραδοσιακοί Προσδιορ.: επιστημονικό,
κανόνες κοινωνικής συ- πολιτικό (1), βάρβαρα (τα),
μπεριφοράς: ►Πολλά από αυστηρά (τα), χαλαρά (τα)
τα ήθη και έθιμα του ελληνι- (2)
κού λαού έχουν τις ρίζες τους
στην αρχαία Ελλάδα.

ηλεκτρισμός (ο) (φυσ.) η μορφή ενέργειας Σύνθ.: εξηλεκτρισμός


(Ουσιαστικό, Ο13) που οφείλεται σε ροή ηλε- Οικογ. Λέξ.: ήλεκτρο,
(η-λεκ-τρι-σμός) κτρονίων και εκδηλώνε- ηλεκτρίζω, ηλεκτρικός,
ηλεκτρόδιο
[αρχ. ’λεκτρον] ται με φωτεινά, θερμικά,
Προσδιορ.: στατικός, ατμο-
μηχανικά ή μαγνητικά σφαιρικός, θετικός
φαινόμενα: ►Ο ηλεκτρι-
σμός συμβάλλει στη βιομηχα-
νική ανάπτυξη μιας περιοχής.

80
ήρεμος

ηλικία (η) 1. το χρονικό διάστημα Οικογ. Λέξ.: ηλικιώνομαι,


(Ουσιαστικό, Ο19) που πέρασε από τη στιγμή ηλικιωμένος
(η-λι-κί-α, γεν. που γεννήθηκε κάποιος Προσδιορ.: ώριμη, παιδι-
-ας, πληθ. -ες) ως τη στιγμή που γίνεται κή, εφηβική, νεανική, γερο-
[αρχ. bλικία < “λιξ ντική (2)
λόγος γι’ αυτόν: ►Η ηλι-
(= συνοµίληκος)] Φράσεις: ►Στο άνθος της
κία της κόρης του είναι δέκα
ηλικίας (= στην περίοδο της
ετών. νεότητας)
2. οι περίοδοι ή τα στάδια
της ζωής του ανθρώπου:
►Η σχολική ηλικία είναι μια
περίοδος της ζωής μας, που
θα μας μείνει αξέχαστη.
ήμερος -η, -ο 1. (για ζώα) που είναι εξη- Αντίθ.: άγριος (1, 2), ακαλ-
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα μερωμένα: ►Ο σκύλος και λιέργητος (3)
και άψυχα) η γάτα είναι ήμερα ζώα. Συνών: κατοικίδιος (1), ορ-
(ή-με-ρος) 2. (για φυτά) που καλλι- γωμένος (3)
[αρχ. µερος] Σύνθ.: ανήμερος
εργούνται από τον άν-
Προσοχή! Οικογ. Λέξ.: ημερώνω,
θρωπο: ►Καλλιεργεί ήμερα ημέρωμα
►ήμερος (= εξημε-
ρωμένος) μανιτάρια. Παροιμ.: ►Ήρθαν τ’ άγρια
►ήρεμος (= ήσυ- 3. (για τόπο) που έχει δε- να διώξουν τα ήμερα
χος) χτεί την επέμβαση του
ανθρώπου: ►Προσπάθησε
πολύ, για να κάνει αυτό τον
τόπο ήμερο.

ήπειρος (η) καθεμία από τις έξι με- Συνών: στεριά, ξηρά
(Ουσιαστικό, Ο29) γάλες γεωγραφικές περι- Σύνθ.: ηπειρογένεση
(ή-πει-ρος, γεν. φέρειες της γης: ►Η Ασία Οικογ. Λέξ.: ηπειρωτικός
-είρου, πληθ. -οι) είναι η μεγαλύτερη ήπειρος Προσδιορ.: αφρικανική,
[αρχ. ’πειρος (= ευρωπαϊκή, ασιατική, απέ-
της γης.
ξηρά γη)] ραντη, αχανής
Προσοχή! Φράσεις: ►Μαύρη ήπει-
►ήπειρος (= έκτα- ρος (= η Αφρική) ►Γηραιά
ση γης) ήπειρος (= η Ευρώπη)
►Ήπειρος (= περιο-
χή της ΒΔ. Ελλάδας)

ήρεμος -η, -ο ακίνητος, ατάραχος, γα- Αντίθ.: ταραγμένος


(Επίθετο, Ε2, έμψυχα λήνιος: ►Είναι γενικά ένας Συνών: ήσυχος, πράος, νη-
και άψυχα) φάλιος
ήρεμος άνθρωπος που σπάνια Οικογ. Λέξ.: ηρεμώ, ήρεμα
(ή-ρε-μος) νευριάζει. (επίρρ.), ηρεμία, ηρεμιστι-
[µτγν. ’ρεµος <
κός
αρχ. ”ρεµU] Προσδιοριζ.: θάλασσα,
πνεύμα, ύπνος, άνθρωπος,
χαρακτήρας
81
ήρωας

ήρωας (ο) 1. αυτός που ξεχωρίζει Συνών: πρωταγωνιστής


(Ουσιαστικό, Ο3) για το θάρρος και τις γεν- (3)
(ή-ρω-ας, γεν. -α, ναίες πράξεις του: ►Οι Οικογ. Λέξ.: ηρώο, ηρωίδα,
πληθ. -ες, γεν. -ώων) ηρωικός, ηρωικά (επίρρ.),
αγώνες των ηρώων του 1821
[αρχ. ρως] ηρωισμός
προκάλεσαν το θαυμασμό ολό- Προσδιορ.: εθνικός (1), α-
κληρης της Ευρώπης. θάνατος (1, 2), κλασικός (3),
2. μυθικό ή ιστορικό πρό- μυθικός, αρχαίος, ομηρικός
σωπο στην αρχαιότητα (2), αφανής (1, 3), κεντρικός
που ξεχώριζε για την αρε- (1, 2, 3)
τή και την ανδρεία του:
►Ο Ηρακλής ήταν ένας από
τους ήρωες της μυθολογίας.
3. το κεντρικό πρόσωπο
σε ένα λογοτεχνικό, θεα-
τρικό ή κινηματογραφικό
έργο: ►Ο Γιάννης Αγιάννης
είναι ο κεντρικός ήρωας στους
«Αθλίους» του Ουγκώ.
ησυχία (η) 1. έλλειψη θορύβου ή φα- Αντίθ.: φασαρία (1)
(Ουσιαστικό, Ο19) σαρίας: ►Όταν άρχιζε το Συνών: σιωπή, σιγή (1)
(η-συ-χί-α, γεν. μάθημα, στην τάξη επικρα- Σύνθ.: ανησυχία
-ας, πληθ. - ) Οικογ. Λέξ.: ήσυχος, ήσυ-
τούσε απόλυτη ησυχία.
[αρχ. bσυχία < συ- χα (επίρρ.), ησυχάζω, ησυ-
2. ηρεμία, γαλήνη: ►Στο χαστήριο
χος]
χωριό του βρήκε επιτέλους Προσδιορ.: απόλυτη, λίγη
την ησυχία που ζητούσε. (1, 2), παράξενη, περίεργη,
ύποπτη (1)
Φράσεις: ►Ώρες κοινής
ησυχίας (= ώρες κατά τις
οποίες απαγορεύεται ο θό-
ρυβος)

ήττα (η) απώλεια μάχης ή οποιου- Αντίθ.: νίκη


(Ουσιαστικό, Ο19) δήποτε αγώνα, αποτυχία: Συνών.: αποτυχία
(ήτ-τα, γεν. -ας, πληθ. ►Η ήττα της ομάδας επηρέα- Σύνθ.: ηττοπαθής, ηττοπά-
-ες, γεν. -ών] θεια
σε ψυχολογικά τους αθλητές.
[αρχ. “ττα] Οικογ. Λέξ.: ηττώμαι
Προσδιορ.: εκλογική, α-
προσδόκητη, οδυνηρή, τα-
πεινωτική, διπλωματική

ηφαίστειο (το) ρήγμα στο φλοιό της γης Σύνθ.: ηφαιστειολόγος,


(Ουσιαστικό, Ο34) απ’ όπου κατά καιρούς ηφαιστειολογία, ηφαιστει-
(η-φαί-στει-ο, γεν. βγαίνουν καπνοί και πυ- ογενής
-είου, πληθ. -α) Οικογ. Λέξ.: ηφαιστειακός
ρακτωμένα υλικά (λάβα):
82
ήχος
[αρχ. bφαίστειον < ►Η τελευταία έκρηξη του Προσδιορ.: ενεργό, ανε-
•φαιστος] ηφαιστείου της Σαντορίνης νεργό, σβησμένο
έγινε το 1950. Φράσεις: ►Καθόμαστε πά-
νω σ’ ένα ηφαίστειο (= για
επικίνδυνη και δύσκολη
κατάσταση) ►Έγινε ηφαί-
στειο (= νευρίασε πολύ)

ήχος (ο) 1. καθετί που αντιλαμβα- Σύνθ.: ηχογραφώ, ηχομό-


(Ουσιαστικό, Ο14) νόμαστε με την ακοή: ►Ο νωση, ηχορύπανση, υπέρη-
(ή-χος) ήχος της καμπάνας ήταν χαρ- χος
Οικογ. Λέξ.: ηχώ, ηχηρός,
[αρχ. ‘χος] μόσυνος.
ηχητικός
2. (φυσ.) ακουστικό αί- Προσδιορ.: ανεπαίσθητος,
σθημα που οφείλεται σε ρυθμικός, μελωδικός, με-
παλμικές δονήσεις σω- ταλλικός, εκκωφαντικός (=
ματιδίων του μέσου, π.χ. πολύ δυνατός) (1)
του αέρα, με το οποίο
μεταδίδεται: ►Η ταχύτητα
του ήχου είναι 340 μέτρα ανά
δευτερόλεπτο.

83
θάμνος (ο) πολυετές φυτό χωρίς Σύνθ.: θαμνόφυτος
(Ουσιαστικό, Ο14) κορμό, με μικρό ύψος και Οικογ. Λέξ.: θαμνώδης
(θά-μνος) κλαδιά που φυτρώνουν Προσδιορ.: καλλωπιστικός
[αρχ. θάµνος < χαμηλά στη βάση του: ►Η
επίρρ. θαµ^ (= συ- τριανταφυλλιά και η λυγαριά
χνά)]
είναι θάμνοι.

θάρρος (το) έλλειψη φόβου, τόλ- Αντίθ.: δειλία, φόβος, ατολ-


(Ουσιαστικό, Ο37) μη, αποφασιστικότητα: μία
(θάρ-ρος, γεν. -ους, ►Αντιμετωπίζει με θάρρος Συνών.: γενναιότητα, σθέ-
πληθ. - ) νος
και γενναιότητα τις δυσκολίες
[αρχ. θάρρος < θάρ- Οικογ. Λέξ.: θαρρώ, θαρ-
της ζωής. ρετός, θαρρετά (επίρρ.),
σος]
θαρραλέος
Προσδιορ.: μεγάλο, πατρι-
ωτικό

θαύμα (το) 1. καθετί που γίνεται ξε- Σύνθ.: θαυματοποιός


(Ουσιαστικό, Ο39) περνώντας τους φυσι- Οικογ. Λέξ.: θαυμάζω,
(θαύ-μα, γεν. -ατος, κούς νόμους και που δεν θαυμάσιος, θαυμασμός,
πληθ. -ατα] θαυμαστός, θαυμαστής,
έχει λογική ή επιστημο-
[αρχ. θαZµα] θαυμαστικό (το)
νική εξήγηση: ►Το θαύμα
Φράσεις: ►Ως εκ θαύμα-
της ανάστασης του Λαζάρου
τος (= απρόσμενα) ►Ω του
γιορτάζεται την παραμονή θαύματος! (= προς μεγάλη
των Βαΐων. έκπληξη)
2. καθετί που προκαλεί
θαυμασμό και κατάπλη-
ξη: ►Το αρχιτεκτονικό θαύμα
της Ακρόπολης συγκινεί ολό-
κληρη την ανθρωπότητα.
84
θέμα

θέα (η) 1. παρατήρηση, κοίταγμα: Συνών.: αντίκρισμα (1), θέ-


(Ουσιαστικό, Ο19) ►Στη θέα του Παρθενώνα αμα (2)
(θέ-α, γεν. -ας, πληθ. αισθάνθηκα εθνική υπερηφά- Σύνθ.: Αμφιθέα, Καλλιθέα,
-] Λευκοθέα, Δωροθέα,
νεια.
[αρχ. θέα] Τερψιθέα
2. αυτό που βλέπουμε κοι- Οικογ. Λέξ.: θέαμα, θεατής,
τάζοντας από ψηλά ή από θέαση
μακριά: ►Από το Σούνιο Προσδιορ.: πανοραμική,
έχει κανείς ωραία θέα. μαγευτική (1, 2)

θέατρο (το) 1. η τέχνη με την οποία Σύνθ.: αμφιθέατρο, θεα-


(Ουσιαστικό, Ο34) αναπαριστάνονται από τρόφιλος, θεατράνθρωπος,
(θέ-α-τρο ) ηθοποιούς πάνω στη σκη- θεατρολογία
Οικογ. Λέξ.: θεατρικός,
[λόγ. < αρχ. θέα- νή διάφορα γεγονότα:
τρον < θεUµαι < θεατρικότητα, θεατρίνος,
►Σπούδασε θέατρο και κλασι-
θέα] θεατρινισμός
κή φιλολογία. Προσδιορ.: αρχαίο, κλασι-
2. κλειστός ή ανοιχτός χώ- κό, μοντέρνο, κρατικό, δη-
ρος όπου παρουσιάζονται μοτικό, περιφερειακό (2)
θεατρικές παραστάσεις: Φράσεις: ►Θέατρο σκι-
►Παρακολουθήσαμε μια εξαι- ών (= ο Καραγκιόζης)
ρετική παράσταση στο αρχαίο ►Παίζω / κάνω θέατρο (=
θέατρο των Φιλίππων. προσποιούμαι, κοροϊδεύω)
►Γίνομαι θέατρο (= γελοι-
3. (μτφ.) τόπος όπου συμ-
οποιούμαι)
βαίνει κάποιο σπουδαίο
γεγονός: ►Η Μακεδονία
υπήρξε θέατρο πολεμικών
συγκρούσεων κατά τον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο.

θέμα (το) 1. ζήτημα, υπόθεση που Σύνθ.: θεματογραφία, θε-


(Ουσιαστικό, Ο39) μας απασχολεί: ►Το θέμα ματολογία, θεματοφύλα-
(θέ-μα, γεν. -ατος, που μας απασχόλησε ήταν η κας, ανάθεμα
πληθ. -ατα] Οικογ. Λέξ.: θεματικός
μόλυνση του περιβάλλοντος.
[µτγν. θέµα < αρχ. Προσδιορ.: άλυτο, επίκαι-
2. ερώτημα που δίνεται σε ρο (1, 2), ενεστωτικό (3),
τίθηµι]
εξετάσεις για απάντηση: επίμαχο, φιλοσοφικό (1)
►Το πρώτο θέμα των εξετάσε-
ων ήταν πολύ δύσκολο.
3. (γραμμ.) το αμετάβλη-
το τμήμα της λέξης που
δηλώνει και την κύρια
σημασία: ►Στη λέξη παιδεία
το θέμα είναι παιδ- και το επί-
θημα -εία.
85
θεραπεύω

θεραπεύω 1. (αμτβ.) (μέσ.) γιατρεύ- Σύνθ.: αποθεραπεύω


(Ρήμα, Ρ2) ομαι: ►Η αρρώστια του θε- Συνών.: επανορθώνω (2)
(ενεστ. θε-ρα-πεύ-ω, ραπεύεται σήμερα πιο εύκολα Οικογ. Λέξ.: θεραπεία, θε-
αόρ. θεράπευσα, παθ. ραπευτής, θεραπευτικός,
παρά στο παρελθόν.
αόρ. θεραπεύτηκα, θεραπευτήριο, θεραπεύσι-
2. (μτβ.) αποκαθιστώ μος
παθ. μτχ. θεραπευ-
μένος) μια ζημιά, βελτιώνω μια
[αρχ. θεραπεύω < κατάσταση: ►Η πολιτεία
θεράπων] προσπαθεί να θεραπεύσει τις
πληγές που άφησε πίσω του ο
σεισμός.
θερίζω 1. (μτβ.) κόβω στάχυα ή Συνών.: δρέπω (2), εξοντώ-
(Ρήμα, Ρ4) χόρτα: ►Τον Ιούνιο θερίζου- νω, αφανίζω (3)
(ενεστ. θε-ρί-ζω, αόρ. με τα σιτηρά. Οικογ. Λέξ.: θέρος, θερι-
θέρισα, παθ. αόρ. θε- σμός, θέρισμα, θεριστής,
2. (μτβ.) (μτφ.) απολαμβά-
ρίστηκα, παθ. μτχ. θεριστικός
νω τις συνέπειες της προ-
θερισμένος)
[αρχ. θερίζω < θέ- σπάθειας που κατέβαλα:
ρος (= καλοκαίρι)] ►Θερίζει τους καρπούς των
κόπων μιας ολόκληρης ζωής.
3. (μτβ.) (μτφ.) προκαλώ
αθρόους θανάτους, εξολο-
θρεύω: ►Θέρισε τον εχθρό
με τα πολυβόλα.
θερμός, -ή, -ό 1. που έχει υψηλή θερμο- Αντίθ.: κρύος, ψυχρός, πα-
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα κρασία: ►Τα χελιδόνια τα- γωμένος (1)
και άψυχα) ξιδεύουν κάθε φθινόπωρο για Συνών.: ζεστός (1, 2)
(θερ-μός) Σύνθ.: θερμοκρασία, θερ-
τις θερμές χώρες.
[αρχ. θερµVς] μοκήπιο, θερμοσίφωνας,
2. (μτφ.) έντονος, ζωηρός, θερμοστάτης, θερμοπληξία,
εγκάρδιος: ►Η συζήτηση ένθερμος
που έγινε ανάμεσά μας ήταν Οικογ. Λέξ.: θέρμη, θερμά
ιδιαίτερα θερμή. (επίρρ.), θερμαίνω, θερμότη-
τα, θερμαστής, θερμάστρα
Προσδιοριζ.: επεισόδιο,
υποδοχή, παράκληση, εν-
διαφέρον, ευχές (οι), συγ-
χαρητήρια (τα) (2), χώρες
(1)

θέση (η) 1. το μέρος όπου βρίσκε- Σύνθ.: έκθεση, σύνθεση,


(Ουσιαστικό, Ο27) ται ή τοποθετείται κάτι: ανάθεση, διάθεση, μετά-
(θέ-ση, γεν. -ης, ►Ξαναέβαλε τα βιβλία στη θεση, κατάθεση, αντίθεση,
-εως, πληθ. -εις) επίθεση
θέση που βρίσκονταν.
[αρχ. θέσις < τίθηµι Οικογ. Λέξ.: θέτω
2. το κάθισμα σε μετα-
(= θέτω)]
86
θήρα
φορικά μέσα, αίθουσες Προσδιορ.: προνομιακή (2,
κ.λπ.: ►Σηκώθηκε να προ- 4), πλεονεκτική (4), αριθμη-
σφέρει τη θέση του σ’ έναν μένη (2), επίκαιρη (3)
ηλικιωμένο. Φράσεις: ►Κρατάω τη
3. άποψη, γνώμη: ►Οι θέση μου (= φέρνομαι με
θέσεις του για τα ζητήματα αξιοπρέπεια) ►Είμαι σε
θέση να … (= μπορώ να …)
της παιδείας είναι γνωστές σε
►Παίρνω θέση σε κάτι (=
όλους. εκφράζω την άποψή μου)
4. κατάσταση στην οποία
βρίσκεται κάποιος:
►Έχασε τη δουλειά του και
τώρα βρίσκεται σε δύσκολη
θέση.

θεσμός (ο) 1. κοινωνικός ή πολιτικός Σύνθ.: θεσμοθετώ, θεσμοθέ-


(Ουσιαστικό, Ο13) οργανισμός, αναγνωρι- τηση, θεσμοφύλακας
(θε-σμός) σμένος με νόμο, για την Οικογ. Λέξ.: θέσμιος, θε-
[αρχ. θεσµVς < τί- εξυπηρέτηση του κοινω- σμικός
θηµι] νικού συνόλου: ►Ο θε- Προσδιορ.: αναγνωρισμέ-
νος, θεμελιώδης, φιλελεύθε-
σμός των δικαστηρίων έχει
ρος (1)
σκοπό την απονομή της δικαι-
οσύνης.
2. συνήθεια, τρόπος κοι-
νωνικής συμπεριφοράς
που τελικά καθιερώνεται,
επειδή ισχύει και επανα-
λαμβάνεται για μεγάλο
χρονικό διάστημα: ►Η
γιορτή για τη λήξη του σχο-
λικού έτους έχει γίνει θεσμός
στο σχολείο μας.
θηλυκός, -ή αυτός που ανήκει στο Αντίθ.: αρσενικός
(-ιά), -ό φύλο που γεννά απογό- Συνών.: θήλυς
(Επίθετο, Ε1, Ε5, νους: ►Η φοράδα είναι το Οικογ. Λέξ.: θηλυκότητα
έμψυχα) θηλυκό του αλόγου. Φράσεις: ►Θηλυκό μυαλό
(θη-λυ-κός) (= για άνθρωπο που γεν-
[λόγ. < ελνστ. < νάει πολλές ιδέες)
αρχ. θjλυς]

θήρα (η) κυνήγι: ►Στους Εθνικούς Συνών.: άγρα


(Ουσιαστικό, Ο19) Δρυμούς απαγορεύεται η Σύνθ.: βαθμοθήρας, ψηφο-
(θή-ρα, γεν. -ας, θήρα. θήρας
πληθ. - ] Οικογ. Λέξ.: θηρεύω, θή-
[αρχ. θDρ (= άγριο ραμα
ζώο)]
87
θηρίο

θηρίο (και θεριό) 1. άγριο σαρκοφάγο ζώο: Σύνθ.: θηριοδαμαστής, θη-


(το) ►Το λιοντάρι και η τίγρη εί- ριομαχία, μεγαθήριο, θηρι-
(Ουσιαστικό, Ο32, ναι θηρία της ζούγκλας. οτροφείο
Ο31) 2. μυθικό τέρας, στοιχειό: Οικογ. Λέξ.: θεριεύω, θέ-
(θη-ρί-ο) ριεμα, θηριώδης, θηριωδία
►Η Λερναία Ύδρα ήταν ένα
[αρχ. θηρίον < υπο- Προσδιορ.: τερατόμορφο,
μυθικό θηρίο που το σκότωσε θαλάσσιο (1, 2), μυθικό (2),
κορ. του θDρ]
ο Ηρακλής. μανιασμένο (3)
3. (μτφ.) άνθρωπος άσπλα-
χνος και σκληρόκαρδος:
►Μερικές φορές συμπεριφέ-
ρεται σαν πραγματικό θηρίο.
4. άνθρωπος υγιής, δυνα-
τός: ►Πριν από λίγο καιρό
ήταν άρρωστος, αλλά τώρα
είναι πάλι θηρίο.

θησαυρός (ο) 1. το σύνολο πολύτιμων Συνών.: πλούτος (2)


(Ουσιαστικό, Ο13) πραγμάτων που συγκε- Σύνθ.: θησαυροφυλάκιο
(θη-σαυ-ρός) ντρώνονται και φυλάσ- Οικογ. Λέξ.: θησαυρίζω,
[αρχ. θησαυρVς] σονται: ►Οι θησαυροί της θησαύρισμα
Προσδιορ.: αμύθητος, ανε-
Βεργίνας αποτελούν ανεκτί-
κτίμητος, κρυμμένος, πα-
μητο αρχαιολογικό πλούτο. ραμυθένιος, σπάνιος (1, 2,
2. καθετί που υπάρχει σε 3)
αφθονία: ►Είχε στην κατο- Φράσεις: ►Άνθρακες ο θη-
χή του έναν αμέτρητο θησαυ- σαυρός (= διαψεύστηκαν οι
ρό παλιών βιβλίων. ελπίδες)
3. οτιδήποτε θεωρείται ότι
έχει μεγάλη αξία, σπου-
δαιότητα: ►Η βιβλιοθήκη
του σχολείου μας είναι αληθι-
νός θησαυρός.

θνητός, -ή, -ό αυτός που από τη φύση Αντίθ.: αθάνατος


(Επίθετο, Ε1, έμψυχα) του είναι προορισμένος Οικογ. Λέξ.: θνήσκω, θνη-
(θνη-τός) να πεθάνει: ►Όλοι οι άν- σιμότητα
[αρχ. θνητVς < θνή- θρωποι είμαστε θνητοί. Φράσεις: ►Κοινός θνητός
σκω] (= αυτός που δεν ανήκει σε
προνομιούχα τάξη)

θρησκεία (η) 1. η πίστη σε θεϊκή δύ- Σύνθ.: θρησκειολογία, θρη-


(Ουσιαστικό, Ο19) ναμη και η λατρεία της: σκόληπτος
(θρη-σκεί-α) ►Πίστεψε στη διδασκαλία του Οικογ. Λέξ.: θρησκεύω,
θρήσκευμα, θρησκευτικός,
[ελνστ. θρησκεία Χριστού και ασπάστηκε την
< θρησκεύω < θρj- θρησκευτικότητα
Ορθόδοξη Χριστιανική θρη- Προσδιορ.: μονοθεϊστική,
σκος]
σκεία.
88
θυσία
2. (μτφ.) καθετί που θε- πολυθεϊστική, επίσημη, μυ-
ωρεί κάποιος ιερό: ►Η στηριακή (1)
ποδοσφαιρική ομάδα που
υποστηρίζει είναι γι’ αυτόν η
θρησκεία του.
θύελλα (η) 1. δυνατός άνεμος με βρο- Συνών.: καταιγίδα, ανεμο-
(Ουσιαστικό, Ο20) χή: ►Η χθεσινή θύελλα ξερί- στρόβιλος, σίφουνας, τυ-
(θύ-ελ-λα) ζωσε πολλά δέντρα. φώνας (1), σύγχυση (2)
[αρχ. θύελλα] 2. μεγάλη αναταραχή, Σύνθ.: ανεμοθύελλα, χιονο-
θύελλα
σφοδρή αντίδραση: ►Τα
Οικογ. Λέξ.: θυελλώδης
λόγια του ξεσήκωσαν θύελλα
Παροιμ.: ►Όποιος σπέρνει
αντιδράσεων. ανέμους, θερίζει θύελλες

θυμάμαι και θυ- 1. (μτβ.) διατηρώ στη Αντίθ.: ξεχνώ, λησμονώ (1,
μνήμη μου: ►Θυμάμαι πολύ 2)
μούμαι Συνών.: ενθυμούμαι (2)
(Ρήμα, Ρ8) καλά τα λόγια που μου είπες
πριν από λίγες ημέρες. Σύνθ.: αναθυμούμαι, ξανα-
(ενεστ. θυ-μά-μαι,
θυμούμαι
αόρ. θυμήθηκα) 2. (μτβ.) επαναφέρω στη
Οικογ. Λέξ.: θύμηση, θυ-
[µεσν. θυµοZµαι < μνήμη μου: ►Θυμάμαι με μητικό
αρχ. ~νθυµοZµαι] νοσταλγία τα παιδικά μου
χρόνια. ►Θυμάμαι ότι αυτός
ήταν ο καλύτερος μαθητής
της τάξης μας.

θυσία (η) 1. προσφορά σε θεότητα Σύνθ.: αυτοθυσία


(Ουσιαστικό, Ο19) με λατρευτικό χαρακτή- Οικογ. Λέξ.: θυσιάζω, θυσι-
(θυ-σί-α, γεν. -ας, ρα: ►Πολλοί αρχαίοι λαοί αστήριο
πληθ. -ες, γεν. -ιών) πρόσφεραν θυσίες στους θε- Προσδιορ.: αιματηρή (1,
[αρχ. θυσία < θύω 2), ανώφελη, ηρωική, οικο-
ούς.
(= θυσιάζω)] νομική (2)
2. (μτφ.) η στέρηση υλικών
Φράσεις: ►Πάσ– θυσί— (=
ή πνευματικών αγαθών
με κάθε τίμημα) ►Γίνομαι
για χάρη άλλου προσώ- θυσία (= κάνω ό,τι μπορώ)
που ή για κάποιο σκοπό:
►Έκανε πολλές θυσίες, για
να σπουδάσει τα παιδιά του.

89
ιδανικός -ή, -ό 1. ο καλύτερος που θα Αντίθ.: υπαρκτός, πραγμα-
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα μπορούσε να βρεθεί: ►Η τικός (2)
και άψυχα) σημερινή ημέρα είναι ιδανική Συνών: ιδεώδης, υποδειγ-
(ι-δα-νι-κός) ματικός (1, 2)
για εκδρομή.
[µτγν. fδανικVς < Οικογ. Λέξ.: ιδανικό (το),
2. που υπάρχει μόνο ως (εξ)ιδανικεύω, ιδανικά
fδανVς < †ρU]
ιδέα, ο ιδεατός, άψογος, (επίρρ.)
τέλειος: ►Πολλοί συγγρα- Προσδιοριζ: τόπος, κόσμος
φείς ύμνησαν την ιδανική (1, 2)
ομορφιά. Φράσεις: ►Τα ιδανικά (= ο
3. (ουδ. ιδανικό) σπουδαί- υψηλός πνευματικός ή ηθι-
ος σκοπός για τον οποίο κός στόχος)
αγωνίζεται ένας άνθρω-
πος ή ένα σύνολο ανθρώ-
πων: ►Για να πραγματοποιη-
θεί το ιδανικό της δημοκρατίας
είναι απαραίτητος ο διάλογος.

ιδέα (η) 1. η παράσταση κάθε Σύνθ: ιδεολογία, ανίδεος


(Ουσιαστικό, Ο19) αντικειμένου που σχημα- Οικογ. Λέξ.: ιδεατός, ιδεώ-
(ι-δέ-α) τίζεται στο νου: ►Δεν έχω δης, ιδεαλιστής
Προσδιορ.: ριζοσπαστική,
[αρχ. fδέα < fδε`ν < ιδέα για το χρώμα που έχει η
†ρU (= βλέπω)] φιλελεύθερη, κυρίαρχη,
ζέβρα. κοινωνική, προοδευτική (1,
2. γνώμη, άποψη, κρίση: 2), υποκειμενική, πρωτότυ-
►Σχημάτισα καλή ιδέα για το πη (1, 2)
άτομό σου. Φράσεις: ►Έχει μεγάλη
3. ιδανικό: ►Η ιδέα της ιδέα για τον εαυτό του (=
ελευθερίας ξεσήκωσε τους θεωρεί ότι είναι σπουδαίος)
Έλληνες το 1821. ►Κατεβάζω ιδέες (= είμαι
επινοητικός)
90
ικανοποίηση

ιδιαίτερος, -η που ανήκει σε κάποιον, Οικογ. Λέξ.: ιδιαιτέρως (=


(-έρα), -ο εξαιρετικός, ξεχωριστός: χωριστά) (επίρρ.), ιδιαίτερα
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα ►Αυτός ο μαθητής διακρίνε- (= κυρίως) (επίρρ.), ιδιαιτε-
και άψυχα) ρότητα
ται για τις ιδιαίτερες ικανότη-
(ι-δι-αί-τε-ρος, γεν. Προσδιοριζ.: πατρίδα,
τές του. αδυναμία, προτίμηση
-ου, -ης (-έρας), -ου,
πληθ. -οι, -ες, -α) Φράσεις: ►Ιδιαίτερη πα-
[αρχ. fδιαίτερος < τρίδα (= τόπος καταγωγής)
dδιος] ►Ιδιαιτέρα γραμματέας (=
προσωπική γραμματέας)
►Τα ιδιαίτερα (= οι προ-
σωπικές υποθέσεις)

ίδρυμα (το) οργανισμός που έχει επι- Οικογ. Λέξ.: ιδρυματικός,


(Ουσιαστικό, Ο40) στημονικό ή φιλανθρωπι- ιδρυματισμός
(ί-δρυ-μα, γεν. κό σκοπό: ►Το Ελληνικό Προσδιορ.: δημόσιο, ιδι-
-ατος, πληθ. –ατα) ωτικό, φιλανθρωπικό, επι-
Ίδρυμα Πολιτισμού φροντίζει
[αρχ. gδρυµα < στημονικό, μορφωτικό, νο-
για τη διάδοση της ελληνικής σηλευτικό
Xδρύω]
γλώσσας σε ολόκληρο τον κό- Φράσεις: Ανώτατο Εκπαι-
σμο. δευτικό Ίδρυμα (Α.Ε.Ι.) (=
το Πανεπιστήμιο)

ικανός, -ή, -ό 1. αυτός που μπορεί να Αντίθ.: ανίκανος


(Επίθετο, Ε1, έμψυχα κάνει κάτι καλά, ο επι- Συνών: άξιος (1), ικανο-
και άψυχα) δέξιος: ►Είναι ικανός να ποιητικός (2)
(ι-κα-νός) Σύνθ.: ικανοποιώ, ικανο-
λύσει οποιαδήποτε άσκηση
[αρχ. XκανVς (= αρ- ποίηση, ανικανοποίητος
Φυσικής. Οικογ. Λέξ.: ικανότητα
κετός)]
2. αρκετός, επαρκής: ►Για Προσδιοριζ.: άνθρωπος,
να πραγματοποιηθεί η εκδρο- μαθητής (1), ποσότητα (2)
μή, πρέπει να συμπληρωθεί Φράσεις: ►Ικανός για όλα
ικανός αριθμός μαθητών. (= για αδίστακτο άνθρωπο)

ικανοποίηση 1. το συναίσθημα της έντο- Αντίθ.: απογοήτευση (1)


(η) νης ευχαρίστησης που Συνών: χαρά (1)
(Ουσιαστικό, Ο28) νιώθει κάποιος από μια Οικογ. Λέξ.: ικανοποιώ,
(ι-κα-νο-ποί-η-ση, ικανοποιητικός
επιτυχία ή από την πραγ-
γεν. -ης, -ήσεως, Προσδιορ.: ηθική, ψυχική
ματοποίηση μιας επιθυμί- (1, 2), επαγγελματική (2)
πληθ. -ήσεις) ας: ►Ο δάσκαλος διαπιστώνει
[λόγ. Xκανοποίησις
με μεγάλη ικανοποίηση την
< XκανοποιU]
πρόοδο των μαθητών του.
2. υλική ή ηθική αποκατά-
σταση ζημίας ή προσβο-
λής: ►Ζήτησε ικανοποίηση
για τη βλάβη που του προξέ-
νησαν στο αυτοκίνητο.
91
ικετεύω

ικετεύω (μτβ.) παρακαλώ θερμά, Συνών: θερμοπαρακαλώ,


(Ρήμα, Ρ2) ζητώ βοήθεια: ►Σας ικε- εκλιπαρώ
(ενεστ. ι-κε-τεύ-ω, τεύω να με βοηθήσετε να Οικογ. Λέξ.: ικεσία, ικέ-
αόρ. ικέτεψα) αντιμετωπίσω αυτή τη δύσκο- της, ικετευτικός, ικετευτικά
[αρχ. Xκετεύω < λη στιγμή που περνάω. (επίρρ.)
Xκέτης]

ιός (ο) 1. μικροοργανισμός που Οικογ. Λέξ.: ιογενής


(Ουσιαστικό, Ο13) αναπτύσσεται σε ζωντα-
(ι-ός) νά κύτταρα και προκαλεί
[αρχ. fVς (= δηλητή- λοιμώδη νοσήματα : ►Ο
ριο)] ιός της γρίπης είναι ιδιαίτερα
επικίνδυνος για τους ηλικιω-
μένους.
2. (μτφ.) μικρό πρόγραμ-
μα ή κώδικας που κατα-
στρέφει προγράμματα
ή μέρη του υπολογιστή:
►Έχασα όλα μου τα αρχεία
στον υπολογιστή εξαιτίας κά-
ποιου νέου ιού.
ίππος (ο) 1. το άλογο: ►Ο δούρειος Σύνθ.: ιππόδρομος, ιπποδύ-
(Ουσιαστικό, Ο14) ίππος ήταν το τέχνασμα που ναμη, ιπποκόμος, έφιππος
(ίπ-πος) επινόησε ο Οδυσσέας για την Οικογ. Λέξ.: ιππεύω, ιππι-
[αρχ. gππος (= το άλωση της Τροίας. κός, ιππασία, ιππότης, ιπ-
άλογο)] 2. μονάδα μέτρησης της πέας
Προσδιορ.: φορολογήσι-
δύναμης μιας μηχανής:
μος (2)
►Αγόρασα ένα αυτοκίνητο
που έχει κινητήρα εκατό ίπ-
πων.
ισορροπία (η) 1. (φυσ.) η κατάσταση Αντίθ.: ανισορροπία
(Ουσιαστικό, Ο19) ενός υλικού σώματος στο Σύνθ.: ανισορροπία
(ι-σορ-ρο-πί-α) οποίο ενεργούν δύο αντί- Οικογ. Λέξ.: ισορροπώ,
[αρχ. fσορροπία < θετες δυνάμεις, από τις ισόρροπος, ισορρόπηση,
fσόρροπος] οποίες η μία εξουδετερώ- ισορροπιστής, ισορροπη-
μένος
νει την άλλη: ►Ο ακροβά-
Φράσεις: ►Λεπτή ισορρο-
της περπατούσε σε τεντωμένο
πία (= αυτή που είναι εύκο-
σκοινί κρατώντας την ισορρο- λο να διαταραχτεί)
πία του.
2. (μτφ.) η ψυχική υγεία
και ηρεμία: ►Για να ξα-
ναβρείς την ισορροπία σου,
χρειάζεσαι οπωσδήποτε λίγες
ημέρες ξεκούρασης.
92
ιστορία
ίσος -η, -ο αυτός που είναι ίδιος στο Αντίθ.: άνισος
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα μέγεθος, τη δύναμη ή την Συνών: ισοδύναμος, ίδιος
και άψυχα) αξία με κάποιον άλλον: Σύνθ.: ισόβαθμος, ισόπα-
(ί-σος) λος, ισάξιος, ισόβιος, ισό-
►Το τετράγωνο έχει και τις πλευρος, ισόπεδος, ισόρ-
[αρχ. dσος] τέσσερις πλευρές του ίσες. ροπος, ισότιμος, ισοψηφία,
Προσοχή! ►Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι ισόγειος, ισημερινός
►ίσος (= ίδιος) Οικογ. Λέξ.: ίσα (επίρρ.),
απέναντι στο νόμο.
►ίσως (= μπορεί, ισότητα
πιθανόν) Προσδιοριζ.: δικαιώματα
►ίσιος (= ευθύς) (τα), ευκαιρίες (οι), μετα-
χείριση

ισότητα (η) 1. το να είναι δύο ή περισ- Αντίθ.: ανισότητα (1, 2)


(Ουσιαστικό, Ο22) σότερα μεγέθη ίσα μεταξύ Συνών: ισονομία, ισοδυνα-
(ι-σό-τη-τα, πληθ. - ) τους: ►Το σύμβολο της ισό- μία, ισοπολιτεία (2)
[λόγ. < αρχ. fσότης τητας είναι το = (ίσον). Προσδιορ.: κοινωνική, πο-
λιτική, οικονομική (2)
< dσος] 2. η ίση μεταχείριση, η έλ-
λειψη κάθε διαφοράς και
διάκρισης μεταξύ των
ανθρώπων: ►Η ισότητα
ανδρών και γυναικών κατοχυ-
ρώνεται από το Σύνταγμα της
χώρας μας.
ιστορία (η) 1. η γραπτή, κυρίως, αφή- Σύνθ.: ιστοριογραφία,
(Ουσιαστικό, Ο19) γηση σπουδαίων γεγονό- προϊστορία
(ι-στο-ρί-α) των που αναφέρεται σε Οικογ. Λέξ.: ιστορώ, ιστο-
[αρχ. Xστορία < g- πρόσωπα, λαούς και έθνη: ρικός, ιστορικό (το), ιστορι-
κά (επίρρ.), ιστορικότητα
στωρ (= γνώστης)] ►Γνωρίζει πολύ καλά την
Προσδιορ.: αρχαία, βυζα-
ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας. ντινή, ελληνική, μεσαιω-
2. η επιστήμη που ερευνά νική, νεότερη, παγκόσμια,
και ερμηνεύει τα ιστορι- ευρωπαϊκή, πολιτική, ρω-
κά γεγονότα του παρελθό- μαϊκή, σύγχρονη (1, 2, 3),
ντος: ►Οι πηγές της Ιστορίας διασκεδαστική, δραματική,
παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδι- συγκλονιστική, φανταστι-
αφέρον. κή (4)
3. το βιβλίο και το μάθη-
μα της Ιστορίας: ►Αγόρασε
ένα βιβλίο Ιστορίας της νεότε-
ρης Ελλάδας.
4. αφήγηση συμβάντων
πραγματικών ή φαντα-
στικών: ►Κάθε βράδυ έφερ-
νε στο νου του διάφορες ιστο-
ρίες από την παιδική ηλικία
του.
93
ισχυρός

ισχυρός -ή, -ό 1. ακλόνητος, ανθεκτικός: Αντίθ.: ανίσχυρος (1, 2, 3),


(Επίθετο, Ε1, έμψυχα ►Οι δυο ομάδες είχαν ισχυρές ασθενής (1, 2)
και άψυχα) άμυνες και γι’ αυτό ο αγώνας Συνών: δυνατός, ρωμαλέ-
(ι-σχυ-ρός) έληξε ισόπαλος. ος (1)
[αρχ. fσχυρVς < Σύνθ.: ισχυρογνώμονας,
2. σφοδρός, μεγάλος:
fσχς] ισχυροποιώ, ανίσχυρος,
►Στο Αιγαίο θα πνέουν ισχυ- πανίσχυρος
ροί άνεμοι. Οικογ. Λέξ.: ισχύς, ισχύω,
3. αυτός που έχει μεγάλη ισχυρά (επίρρ.), ισχυρίζο-
πολιτική δύναμη ή επιρ- μαι, ισχυρισμός
ροή, καθώς και τη δυνα- Προσδιοριζ: αντίπαλος,
τότητα να επιβάλλει τη οργανισμός, επιχείρημα
θέλησή του: ►Κέρδισε εύκο- (1), κράτος (3)
Φράσεις: ►Το δίκαιο του
λα τις εκλογές και σχημάτισε
ισχυροτέρου (= όταν ο δυ-
μια ισχυρή κυβέρνηση. νατός επιβάλλει τη θέλησή
του στους πιο αδυνάτους)

ίσως υπάρχει περίπτωση να …, Αντίθ.: σίγουρα, οπωσδή-


(Επίρρημα) είναι πιθανό να …: ►Ίσως ποτε
(ί-σως) θα έρθω αύριο να σε δω. Συνών: ενδεχομένως, μπο-
[αρχ. dσως] ρεί να …

ίχνος (το) 1. αποτύπωμα ποδιού αν- Συνών: πατημασιά,


(Ουσιαστικό, Ο37) θρώπου ή ζώου πάνω στο (α)χνάρι (1), υπόλειμμα,
(ί-χνος, γεν. -ους, έδαφος: ►Οι κυνηγοί εντό- απομεινάρι (2)
πληθ. -η) πισαν το θήραμα από τα ίχνη Σύνθ.: ιχνηλάτης, ιχνηλα-
τώ, ιχνηλασία, ιχνογραφώ,
[αρχ. dχνος] που άφησε στο χιόνι.
ιχνογραφία
2. οτιδήποτε απομένει Προσδιορ.: δυσδιάκριτο,
από κάτι που προηγήθη- πρόσφατο (1, 2)
κε: ►Οι ανασκαφές ανέδειξαν Φράσεις: ►Βαδίζω στα
τα ίχνη ενός αρχαίου πολιτι- ίχνη κάποιου (= ακολου-
σμού. θώ την ίδια πορεία, μτφ.
3. ελάχιστη ποσότητα: ►Η μιμούμαι) ►Χάνω τα ίχνη
ιατρική εξέταση έδειξε ίχνη κάποιου (= δεν ξέρω πού
βρίσκεται ή τι κάνει) ►Δεν
από σάκχαρο στο αίμα.
έχει ίχνος ντροπής (= είναι
αδιάντροπος)

94
καθαρός, -ή, -ό 1. απαλλαγμένος από βρο- Αντίθ.: ακάθαρτος, βρόμι-
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα μιές, αλέρωτος: ►Όλοι πρέ- κος, λερωμένος (1)
και άψυχα) πει να διατηρούμε τις ακτές Συνών.: καθάριος (1),
(κα-θα-ρός) καθαρές. αγνός (2, 4), ανέφελος (3),
αναμάρτητος (4)
[αρχ. καθαρVς] 2. ανόθευτος, που δεν πε-
Σύνθ.: ξεκάθαρος, πεντα-
ριέχει ξένες ουσίες: ►Το κάθαρος, ολοκάθαρος, κα-
δαχτυλίδι που φορά είναι από θαρόαιμος
καθαρό χρυσάφι. Οικογ. Λέξ.: καθαρά
3. αίθριος, ασυννέφια- (επίρρ.), καθαρίζω, κάθαρ-
στος: ►Σήμερα ο ουρανός ση, καθαρότητα, καθαριό-
είναι καθαρός. τητα
4. αυτός που δεν κάνει ή Φράσεις: ►Καθαρά χέρια
δε σκέφτεται κακό: ►Είναι (= δεν ευθύνομαι για ανέ-
ένας αγνός άνθρωπος με κα- ντιμη πράξη)
θαρή ψυχή. Παροιμ.: ►Καθαρός ουρα-
νός αστραπές δε φοβάται

καθεστώς (το) ο τρόπος με τον οποίο κυ- Οικογ. Λέξ.: καθεστωτικός


(Ουσιαστιακοπ. Μτχ.) βερνάται ένα κράτος ή εί- Προσδιορ.: κοινοβουλευτι-
(κα-θε-στώς, γεν. ναι οργανωμένη μια κοι- κό, αυταρχικό, συνταγμα-
-ώτος, πληθ. -ώτα] νωνία: ►Αυτή η χώρα έχει τικό, φεουδαρχικό, αστικό,
[µτγν. καθεστhς < φιλελεύθερο, σοσιαλιστικό
δημοκρατικό καθεστώς.
αρχ. καθίστηµι]

κάθετος, -η, -ο 1. που έχει διεύθυνση κα- Αντίθ.: οριζόντιος (1)


(Επίθετο, Ε2, άψυχα ) τακόρυφη προς την επι- Σύνθ.: καθετόμετρο
(κά-θε-τος) φάνεια της γης: ►Η εστία Οικογ. Λέξ.: κάθετα (επίρρ.),
[αρχ. κάθετος] του τερματοφύλακα έχει ένα καθέτως (επίρρ.)
οριζόντιο και δύο κάθετα δο-
κάρια.
95
καθήκον
2. (γεωμ.) η ευθεία που
τέμνει άλλη ευθεία ή επί-
πεδο κατακόρυφα, σχη-
ματίζοντας ορθή γωνία:
►Η οδός Καποδίστρια είναι
κάθετη στην οδό Δωδώνης.
καθήκον (το) 1. ό,τι επιβάλλεται να κά- Συνών.: επιταγή (1)
(Ουσιαστικό, Ο45) νουμε σύμφωνα με τον Σύνθ.: καθηκοντολογία
(κα-θή-κον, γεν. ηθικό νόμο, το χρέος: Προσδιορ.: ιερό (1), συ-
-οντος, πληθ. -α) ►Είναι γενικό καθήκον να
νταγματικό (2), συζυγικό,
[αρχ. καθjκον < αυτονόητο (1, 2)
βοηθάμε τα ηλικιωμένα άτομα.
καθήκω (= αρµό-
2. ό,τι επιβάλλεται από
ζω)]
τους νόμους του κράτους,
η υποχρέωση του πολίτη:
►Είναι καθήκον προς την
πατρίδα να υπηρετούμε στο
στρατό.
κάθομαι 1. (αμτβ.) βρίσκομαι πάνω Αντίθ.: στέκομαι
(Ρήμα) σε κάθισμα ή σε οποια- Συνών.: διαμένω (2)
(ενεστ. κά-θο-μαι, δήποτε άλλη θέση μπορώ Σύνθ.: στρογγυλοκάθομαι
αόρ. κάθισα και έκα- να στηριχτώ: ►Οι μαθητές Φράσεις: ►Κάθομαι σ’
τσα, παθ. μτχ. καθι- κάθισαν στις θέσεις τους και αναμμένα κάρβουνα (=
σμένος) ανησυχώ) ►Κάθομαι με
αμέσως άρχισε το μάθημα.
σταυρωμένα χέρια (= δεν
2. (αμτβ.) κατοικώ, μένω: κάνω τίποτα) ►Κάθομαι
►Κάθεται στην ίδια γειτονιά στ’ αυγά μου (= δεν ανακα-
εδώ και πολλά χρόνια. τεύομαι σε ξένες υποθέσεις)
3. (αμτβ.) δεν εργάζομαι, ►Μου κάθεται στο στομάχι
μένω αδρανής: ►Πήρε σύ- (= μου είναι αντιπαθής)
νταξη από τη δουλειά του και
τώρα κάθεται.
4. (αμτβ.) υπομένω, ανέ-
χομαι: ►Γιατί κάθεσαι και
τον ακούς, αφού σου μιλάει με
τόσο άσχημο τρόπο;
καθυστερώ 1. (μτβ.) κάνω κάποιον να Οικογ. Λέξ.: καθυστέρηση,
(Ρήμα, Ρ6) αργοπορήσει, να χάσει καθυστερημένα (επίρρ.)
(ενεστ. κα-θυ-στε-ρώ, χρόνο: ►Το χιόνι τον καθυ-
αόρ. καθυστέρησα, στέρησε να φτάσει γρήγορα
παθ. αόρ. καθυστερή- στη δουλειά του.
θηκα, παθ. μτχ. κα-
2. (μτβ.) δε δίνω έγκαιρα
θυστερημένος)
[αρχ. καθυστερU] τα οφειλόμενα: ►Μερικές
96
καλλιεργώ
φορές καθυστερεί να πληρώ-
σει τα κοινόχρηστα.

καιρός (ο) 1. μετεωρολογικές συν- Σύνθ.: καιροσκόπος, και-


(Ουσιαστικό, Ο13) θήκες που επικρατούν ροφυλακτώ, άκαιρος, πρό-
(και-ρός, γεν. -ού, σε δεδομένη στιγμή και σκαιρος, επίκαιρος
πληθ. -οί) σε συγκεκριμένη περιο- Οικογ. Λέξ.: καιρικός
[αρχ. καιρVς] Προσδιορ.: ανοιξιάτικος,
χή: ►Στη βορειοανατολική
απειλητικός, άστατος (1)
Ελλάδα ο καιρός είναι σήμε-
Φράσεις: ►Παντός καιρού
ρα αίθριος. (= κατάλληλος για όλες τις
2. κατάλληλη ευκαιρία: καιρικές συνθήκες) ►Του
►Τώρα είναι ο κατάλληλος καλού καιρού (= υπερβο-
καιρός, για να κάνουμε τις λικά) ►Απ’ τον καιρό του
καλοκαιρινές διακοπές μας. Νώε (= από πολύ παλιά)
3. χρονικό διάστημα: ►Μια φορά κι έναν καιρό
►Πέρασε πολύς καιρός από (= κάποτε) ►Έχει ο και-
τότε που τον είδα για τελευ- ρός γυρίσματα (= για να
δηλώσουμε απρόβλεπτες
ταία φορά.
μεταβολές που μπορεί να
4. διαθέσιμος χρόνος: συμβούν)
►Δεν έχω καθόλου καιρό, για
Παροιμ.: ►Κάθε πράγμα
να επισκεφτώ την ιδιαίτερη στον καιρό του κι ο κολιός
πατρίδα μου. τον Αύγουστο

καίω 1. (μτβ.) βάζω φωτιά σε Συνών.: καταναλώνω (2)


(Ρήμα) κάτι, καταστρέφω: ►Από Σύνθ.: κατακαίγω
(καί-ω, αόρ. έκαψα, απροσεξία έκαψαν το δάσος. Οικογ. Λέξ..: καύση, καυ-
παθ. αόρ. κάηκα, παθ. 2. (μτβ.) ξοδεύω ρεύμα, στήρας, καυστικός, καύ-
μτχ. καμένος) σωνας, καυτός, καυτερός,
βενζίνη, πετρέλαιο κ.λπ.:
[αρχ. καίω] κάψιμο
►Φέτος κάψαμε πολύ πετρέ-
Φράσεις: ►Δε μου καίγε-
λαιο. ται καρφί (= δε με ενδιαφέ-
3. (αμτβ.) (μτφ.) είμαι ρει καθόλου)
καυτός: ►Ο Αυγουστιάτικος
ήλιος έκαιγε.

καλλιεργώ 1. (μτβ.) δουλεύω τη γη, Οικογ. Λέξ.: καλλιέργεια,


(Ρήμα, Ρ6) για να την κάνω εύφορη καλλιεργητής, καλλιεργή-
(ενεστ. καλ-λι-ερ-γώ, ή για να αναπτυχθούν τα σιμος
αόρ. καλλιέργησα, φυτά: ►Οι γεωργοί καλλιερ- Φράσεις: ► Καλλιεργημέ-
παθ. αόρ. καλλιερ- γούν συστηματικά τα χωρά- νος (= μορφωμένος)
γήθηκα, παθ. μτχ.
φια τους.
καλλιεργημένος)
2. (μτβ.) (μτφ.) ασχολού-
[µτγν. καλλιεργU]
μαι με κάτι δείχνοντας
ιδιαίτερο ενδιαφέρον
97
καλύπτω
και επιμέλεια: ►Οι αρχαί-
οι Έλληνες καλλιέργησαν τα
γράμματα και τις τέχνες.

καλύπτω 1. (μτβ.) σκεπάζω κάτι Αντίθ.: αποκαλύπτω, ξεσκε-


(Ρήμα, Ρ2) με κάτι άλλο: ►Κάλυψε το πάζω, φανερώνω (1)
(ενεστ. κα-λύ-πτω, σώμα του μωρού με μια μάλ- Σύνθ.: ανακαλύπτω, συγκα-
αόρ. κάλυψα, παθ. λύπτω, επικαλύπτω, απο-
λινη κουβέρτα.
αόρ. καλύφθηκα, καλύπτω, υπερκαλύπτω
2. (μτβ.) συγκαλύπτω, Οικογ. Λέξ.: κάλυμμα, κά-
παθ. μτχ. καλυμμέ-
νος) αποκρύπτω κάτι: ►Δεν λυψη
[αρχ. καλύπτω] μπόρεσαν να καλύψουν τα
ίχνη που άφησαν στο έδαφος.
3. (μτβ.) (μτφ.) προστα-
τεύω, δικαιολογώ: ►Ο
διευθυντής κάλυψε τους
υπαλλήλους για το λάθος που
έγινε.
4. (μτβ.) διανύω μια από-
σταση: ►Το τρένο καλύ-
πτει τη διαδρομή Αθήνα-
Θεσσαλονίκη σε πέντε ώρες.

κάμπος (ο) πεδιάδα: ►Από το ύψωμα Σύνθ.: ξερόκαμπος, Αχλα-


(Ουσιαστικό, Ο14) έβλεπες να απλώνεται μπρο- δόκαμπος
(κά-μπος) στά σου ο καταπράσινος κά- Προσδιορ.: ανθόσπαρτος,
[µεσν. κάµπος < εύφορος, άγονος
μπος.
λατ. campus]

καρπός (ο) 1. το προϊόν ενός φυτού, Σύνθ.: καρποφόρος, καρπο-


(Ουσιαστικό, Ο13) το φρούτο: ►Από τον καρπό φορία, περικάρπιο, άκαρ-
(καρ-πός) της ελιάς παίρνουμε το λάδι. πος, πολυκαρπία
Οικογ. Λέξ.: καρπερός,
[αρχ. καρπVς] 2. (μτφ.) το προϊόν μιας
καρπίζω, κάρπισμα
ανθρώπινης δραστηριό- Προσδιορ.: άγουρος, θρε-
τητας: ►Απολαμβάνει τους πτικός, μεστωμένος, εδώδι-
καρπούς του μόχθου του. μος (= φαγώσιμος) (1)
3. (ανατομ.) το τμήμα του
χεριού ανάμεσα στην πα-
λάμη και το βραχίονα:
►Χτύπησε στον καρπό του
δεξιού χεριού του.

98
κατάθεση

κάστρο (το) πύργος που έχτιζαν οι Συνών.: οχυρό


(Ουσιαστικό, Ο32) άνθρωποι γύρω από τις Σύνθ.: καστρόπορτα
(κά-στρο) πόλεις, για να προστατευ- Οικογ. Λέξ.: καστρί
[µεσν. κάστρον < τούν από τους εχθρούς, Προσδιορ.: βυζαντινό, ξα-
λατ. castrum] κουστό, φημισμένο, στοι-
φρούριο: ►Το κάστρο του
χειωμένο
Μεσολογγίου ήταν φημισμέ-
νο κατά την Επανάσταση του
1821.

καταγωγή (η) 1. η αρχή του γένους κά- Συνών.: γενιά, γενεαλογία


(Ουσιαστικό, Ο24) ποιου, το σόι, η προέλευ- (1), εθνικότητα (2)
(κα-τα-γω-γή, γεν. ση, η ρίζα: ►Η καταγωγή Οικογ. Λέξ.: κατάγομαι
-ής, πληθ. - ) πολλών ευεργετών του ελλη- Προσδιορ.: λαϊκή, κοινή
[λόγ. < αρχ. κατα- (1)
νικού έθνους είναι από την
γωγD < κατάγοµαι) Φράσεις: ►Έλκω την κα-
Ήπειρο.
ταγωγή μου (= κατάγομαι)
2. ο τόπος απ’ όπου κατά-
γεται κάποιος ή η εθνικό-
τητα στην οποία ανήκει:
►Είναι ελληνικής καταγωγής
και ζει στην Αυστραλία.

καταδίωξη (η) το κυνηγητό κάποιου με Συνών: κατατρεγμός


(Ουσιαστικό, Ο28) σκοπό να τον συλλάβει ή Οικογ. Λέξ.: καταδιώκω,
(κα-τα-δί-ω-ξη, γεν. να του κάνει κακό: ►Οι καταδιωκτικός
-ης, πληθ. -ώξεις) αστυνομικοί ύστερα από κα- Προσδιορ.: αδιάκοπη,
[λόγ. < αρχ. καταδί- στρατιωτική
ταδίωξη συνέλαβαν τους λη-
ωξις < καταδιώκω]
στές.

κατάθεση (η) 1. τοποθέτηση στο έδαφος: Αντίθ.: ανάληψη (2)


(Ουσιαστικό, Ο28) ►Η κατάθεση στεφάνου έγινε Σύνθ.: συγκατάθεση
(κα-τά-θε-ση, γεν. στο ηρώο της πόλης. Οικογ. Λέξ.: καταθέτω, κα-
-ης, πληθ. -έσεις) 2. παράδοση χρημά- ταθέτης
[λόγ. < ελνστ. κα- Προσδιορ.: ένορκη, επιβα-
των στην Τράπεζα ή στο
τάθεσις < αρχ. κα- ρυντική (3), προθεσμιακή
Ταμιευτήριο για φύλαξη (2), δημόσια (1, 3)
τατίθηµι < κατ^ +
ή δανεισμό: ►Το σχολείο
τίθηµι]
έκανε κατάθεση ενός χρηματι-
κού ποσού στην Τράπεζα για
τα παιδιά της Αφρικής.
3. μαρτυρία κάποιου στο
δικαστήριο ή στον ανα-
κριτή: ►Η ψευδής κατάθεση
τιμωρείται από το νόμο.
99
κατακτώ

κατακτώ και κα- 1. (μτβ.) καταλαμβάνω Συνών.: υποτάσσω (1),


κάτι με πόλεμο, κυριεύω: αποκτώ (2)
ταχτώ
►Οι Πέρσες κατέκτησαν στην Οικογ. Λέξ.: κατάκτηση,
(Ρήμα, Ρ5)
αρχαιότητα πολλές γειτονικές κατακτητής, κατακτητικός
(ενεστ. κα-τα-κτώ,
αόρ. κατάκτησα, κα- επαρχίες.
τέκτησα, παθ. αόρ. 2. (μτβ.) πετυχαίνω κάτι
κατακτήθηκα, παθ. ύστερα από προσπάθεια
μτχ. κατακτημένος) ή με τις ικανότητές μου:
[αρχ. κατακτUµαι
►Οι Έλληνες αθλητές κα-
< κατά + κτUµαι (=
τέκτησαν αρκετά μετάλλια
αποκτώ, κατέχω)]
στους Ολυμπιακούς αγώνες.

καταλήγω 1. (αμτβ.) φτάνω στο τέ- Συνών.: εκβάλλω (1)


(Ρήμα) λος: ►Ο ποταμός καταλήγει Οικογ. Λέξ.: κατάληξη, κα-
(ενεστ. κα-τα-λή-γω, στη θάλασσα. ταληκτικός
αόρ. κατέληξα) 2. (μτβ.) (μτφ.) οδηγούμαι,
[αρχ. καταλήγω] φτάνω σε συμπέρασμα:
►Η συζήτηση κατέληξε σε
συμφωνία.
3. (μτβ.) καταντώ: ►Είχε
τόσα πολλά χρέη ώστε κατέ-
ληξε να χάσει το σπίτι του.

κατανάλωση (η) το να χρησιμοποιεί και να Αντίθ.: εξοικονόμηση


(Ουσιαστικό, Ο28) ξοδεύει κανείς κάτι, για Συνών.: ξόδεμα
(κα-τα-νά-λω-ση, να ικανοποιήσει τις βιο- Σύνθ.: υπερκατανάλωση
γεν. -ης, -ώσεως, τικές του ανάγκες: ►Αυτό Οικογ. Λέξ.: καταναλώνω,
πληθ. -ώσεις) καταναλωτής, καταναλώ-
το μήνα έκανε μεγαλύτερη κα-
[µτγν. κατανάλω- σιμος, καταναλωτικός
τανάλωση χρημάτων για την Προσδιορ.: εσωτερική, ευ-
σις < καταναλί-
αγορά τροφίμων από εκείνη ρεία
σκω]
που είχε υπολογίσει. Φράσεις: ►Φόρος κατανά-
λωσης (= φόρος που συμπε-
ριλαμβάνεται στην τιμή
πώλησης ενός προϊόντος)

καταπληκτικός, αυτός που προκαλεί με- Συνών.: εκπληκτικός, εντυ-


-ή, -ό γάλη εντύπωση και θαυ- πωσιακός
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα μασμό: ►Το σπίτι του έχει Οικογ. Λέξ.: κατάπληκτος,
και άψυχα) καταπληκτική θέα προς τη καταπληκτικά (επίρρ.), κα-
(κα-τα-πλη-κτι-κός) ταπλήσσω, κατάπληξη
μεριά της θάλασσας.
[µτγν. καταπλη- Προσδιοριζ.: χαρακτήρας,
κτικVς < κατα- ταλέντο, ομοιότητα, μουσι-
πλήσσω] κή, εμφάνιση

100
κατεβαίνω
κατασκευάζω 1. (μτβ.) φτιάχνω κάτι με Συνών.: κάνω, παρασκευ-
(Ρήμα, Ρ4) υλικά και τεχνικά μέσα: άζω (1), μηχανεύομαι, πλά-
(ενεστ. κα-τα-σκευ- ►Οι μηχανικοί κατασκευά- θω (2)
ά-ζω, αόρ. κατα- ζουν διάφορα δημόσια έργα. Σύνθ.: προκατασκευάζω
σκεύασα, παθ. αόρ. Οικογ. Λέξ.: κατασκευα-
2. (μτβ.) (μτφ.) δημιουρ-
κατασκευάστηκα, στής, κατασκευαστικός, κα-
γώ κάτι στο μυαλό μου, τασκεύασμα
παθ. μτχ. κατασκευ-
ασμένος) επινοώ: ►Κατασκεύασε μια
[αρχ. κατασκευά- κατηγορία, για να τον ενοχο-
ζω] ποιήσει.

κατάσταση (η) 1. το πώς βρίσκεται κά- Συνών.: λίστα (2)


(Ουσιαστικό, Ο28) ποιος ή κάτι σε μια ορι- Οικογ. Λέξ.: καταστατικό,
(κα-τά-στα-ση, γεν. σμένη στιγμή: ►Το σπίτι καταστατικός
-ης, -άσεως, πληθ. μου, αν και είναι αρκετά πα- Προσδιορ.: αφόρητη, κοι-
-άσεις) νωνική, οικονομική, δρα-
λιό, βρίσκεται σε καλή κατά-
[αρχ. κατάστασις < ματική, πρωτοφανής, χαώ-
σταση. δης, διεθνής, στερεή, υγρή
καθίστηµι < κατ^ +
2. κατάλογος ή πίνακας (1), οικογενειακή (1, 2)
gστηµι]
με ονόματα προσώπων ή Φράσεις: ►Παίρνω την
πραγμάτων: ►Παραδόθηκε κατάσταση στα χέρια μου
η κατάσταση με τα ονόματα (= αναλαμβάνω την ευθύνη
των μαθητών που θα πάρουν των εξελίξεων)
μέρος στην εκδρομή.
καταστρέφω 1. (μτβ.) προξενώ σε κά- Αντίθ.: σώζω, διασώζω, πε-
(Ρήμα, Ρ2) ποιον ή σε κάτι μεγάλη ρισώζω (1)
(ενεστ. κα-τα-στρέ- φθορά: ►Το χαλάζι κατέ- Συνών.: αφανίζω, εξολο-
φω, αόρ. κατέστρε- στρεψε τα σταφύλια. θρεύω, εξοντώνω (1), δια-
ψα, κατάστρεψα, φθείρω (2), χρεοκοπώ (3)
2. (μτβ.) (μτφ.) οδηγώ κά-
παθ. αόρ. καταστρά- Οικογ. Λέξ.: καταστροφή,
ποιον ή κάτι σε άσχημη καταστροφέας, καταστρο-
φηκα, παθ. μτχ. κα-
τεστραμμένος και κατάσταση, φθείρω ηθι- φικός, καταστρεπτικός
καταστραμμένος) κά: ►Τον κατέστρεψαν οι κα-
[αρχ. καταστρέφω] κές παρέες.
3. (αμτβ.) (παθ.) χάνω
την περιουσία μου:
►Στενοχωρήθηκα πολύ, όταν
έμαθα ότι καταστράφηκε οικο-
νομικά.
κατεβαίνω 1. (αμτβ.) μετακινούμαι Αντίθ.: ανεβαίνω (1, 2, 3),
(Ρήμα, Ρ2) από ψηλότερο σε χαμηλό- αυξάνομαι (2), επιβιβάζο-
(κα-τε-βαί-νω, αόρ. τερο μέρος: ►Οι βοσκοί κα- μαι (3)
κατέβηκα, παθ. μτχ. τεβαίνουν με τα κοπάδια τους Συνών.: κατέρχομαι (1),
κατεβασμένος) υποχωρώ (2)
κάθε φθινόπωρο από τα ορεινά
[µεσν. κατεβαίνω < Σύνθ.: ανεβοκατεβαίνω, ξα-
στα πεδινά. νακατεβαίνω
αρχ. καταβαίνω]
101
κατεύθυνση
2. (αμτβ.) μειώνομαι, ελατ- Οικογ. Λέξ.: κατάβαση,
τώνομαι: ►Το καλοκαίρι κα- κατεβατό (το), κατέβασμα,
τεβαίνει, συνήθως, η στάθμη ακατέβατα (επίρρ.)
του νερού της λίμνης. Φράσεις: ►Μου κατέβηκε
3. (αμτβ.) αποβιβάζομαι να … (= μου ήρθε ξαφνικά
μια ιδέα να …) ►Λέει ό,τι
από μεταφορικό μέσο:
του κατέβει (= ό,τι του έρθει
►Όλοι οι επιβάτες κατέβηκαν
στο μυαλό)
από το λεωφορείο στον κεντρι-
κό σταθμό της πόλης.

κατεύθυνση (η) 1. η πορεία προς την ο- Συνών.: φορά, ρότα (1)


(Ουσιαστικό, Ο28) ποία κινείται κάποιος ή Οικογ. Λέξ.: κατευθύνω,
(κα-τεύ-θυ-νση, γεν. κάτι: ►Το καράβι κινείται με κατευθυντήριος
-ης, -ύνσεως, πληθ. κατεύθυνση προς το νότο. Προσδιορ.: άγνωστη (1),
-ύνσεις) πολιτική, ιδεολογική, θεω-
2. (μτφ.) ο στόχος που
[αρχ. κατεύθυνσις ρητική, πρακτική, παιδα-
επιδιώκουμε, ο σκοπός: γωγική (2)
< κατευθύνω]
►Η ανθρωπότητα πρέπει να
κινείται πάντοτε προς την
κατεύθυνση της παγκόσμιας
ειρήνης.
κατηγορώ 1. (μτβ.) αποδίδω ενοχή Αντίθ.: υπερασπίζομαι, συ-
(Ρήμα, Ρ7) σε κάποιον για κάτι: ►Τον νηγορώ (1)
(ενεστ. κα-τη-γο-ρώ, κατηγόρησαν ότι δεν είπε την Συνών.: ενοχοποιώ, κα-
αόρ. κατηγόρησα, αλήθεια. ►Με κατηγόρησε ταγγέλλω (1), μηνύω, ασκώ
παθ. αόρ. κατηγορή- δίωξη (2)
στους συμμαθητές του.
θηκα, παθ. μτχ. κα- Οικογ. Λέξ.: κατήγορος,
2. (μτβ.) διώκω κάποιον κατηγορία, κατηγορούμε-
τηγορημένος)
δικαστικά για αξιόποινη νος, κατηγορητήριο
[αρχ. κατηγορU]
πράξη: ►Κατηγορείται για
κλοπή.
κατοικώ (αμτβ.) διαμένω σε κά- Συνών.: μένω, κάθομαι
(Ρήμα, Ρ7) ποιον τόπο: ►Κατοικώ Σύνθ.: συγκατοικώ
(ενεστ. κα-τοι-κώ, εδώ και πολλά χρόνια στην Οικογ. Λέξ.: κάτοικος, κα-
αόρ. κατοίκησα, παθ. Κέρκυρα. τοικία, κατοίκηση, κατοι-
αόρ. κατοικήθηκα, κήσιμος, κατοικίδιος
παθ. μτχ. κατοικημέ-
νος)
[αρχ. κατοικU <
κάτοικος < κατ^ +
οaκος]
κατόρθωμα (το) εξαιρετική επιτυχία, γεν- Συνών.: επίτευγμα, άθλος,
(Oυσιαστικό, Ο40) ναία πράξη: ►Τα δημοτικά ανδραγάθημα
(κα-τόρ-θω-μα, γεν. τραγούδια υμνούν τα κατορ- Οικογ. Λέξ.: κατορθώνω,
-ώματος, πληθ. θώματα των κλεφτών. κατορθωτός
102
κεραυνός
-ώματα) Προσδιορ.: μυθικό, ηρωι-
[αρχ. κατόρθωµα < κό, ένδοξο, απίστευτο
κατορθόω -U]

κειμήλιο (το) κάθε παλιό αντικείμενο Συνών: ενθύμιο


(Ουσιαστικό, Ο34) που θεωρείται πολύτιμο: Προσδιορ.: ιερό, γραπτό,
(κει-μή-λι-ο, γεν. ►Αυτό το βιβλίο είναι ένα ιστορικό, πολύτιμο, οικογε-
-ίου, πληθ. -α) οικογενειακό κειμήλιο. νειακό
[αρχ. κειµήλιον <
κε`µαι (= βρίσκο-
µαι)]

κενός -ή, -ό 1. που δεν περιέχει τίπο- Αντίθ.: γεμάτος, πλήρης (1)
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα τα: ►Οι αίθουσες του σχο- Συνών: άδειος, αδειανός
και άψυχα) λείου είναι κενές από μαθητές (1)
(κε-νός) την ώρα του διαλείμματος. Σύνθ.: κενοτάφιο, κενολο-
[αρχ. κενVς] γία
2. (μτφ.) που δεν μπορεί
Οικογ. Λέξ.: κενότητα
να εκπληρωθεί, μάταιος:
Φράσεις: ►Η πρότασή του
Όσα μας είπε αποδείχτηκαν έπεσε στο κενό (= δεν έγινε
κενές υποσχέσεις. αποδεκτή)

κέντρο (το) 1. το σημείο που βρίσκε- Αντίθ.: άκρο (1)


(Ουσιαστικό, Ο32) ται στη μέση ενός χώρου ή Συνών: μέσον (1)
(κέ-ντρο) ενός πράγματος: ►Έδωσαν Σύνθ.: απόκεντρος, κεντρο-
[αρχ. κέντρον (= ραντεβού στο κέντρο της πλα- μόλος, φυγόκεντρος, έκκε-
αιχµή, αγκάθι) < ντρος
τείας.
κεντU] Οικογ. Λέξ.: κεντρί, κε-
2. (μτφ.) το μέρος με τη ντρίζω, κεντρικός, κεντρά-
μεγαλύτερη κίνηση ή ρισμα, κεντρώος
δραστηριότητα: ►Η Πάτρα Προσδιορ.: αστικό, εκλογι-
είναι το βιομηχανικό κέντρο κό, νυχτερινό, εμπορικό,
της Πελοποννήσου. επιστημονικό, τηλεφωνικό,
3. (μαθημ.) το εσωτερικό τουριστικό (2)
σημείο που απέχει εξίσου Φράσεις: ►Εξεταστικό κέ-
απ’ όλα τα σημεία της πε- ντρο (= σχολείο ή άλλο κτί-
ριφέρειας ενός κύκλου ριο στο οποίο διεξάγονται
ή της επιφάνειας μιας εξετάσεις)
σφαίρας: ► Σημάδεψα με το
βελάκι το κέντρο του κύκλου,
αλλά δεν το πέτυχα.

κεραυνός (o) 1. ηλεκτρική εκκένω-


(Ουσιαστικό, Ο13) ση από τα σύννεφα που
(κε-ραυ-νός) φέρνουν θετικό ηλεκτρι-
[αρχ. κεραυνVς] σμό προς το έδαφος, στο
103
κερδίζω
οποίο υπάρχει αρνητικό Συνών: αστροπελέκι (1)
ηλεκτρικό φορτίο: ►Η Σύνθ.: αλεξικέραυνο, κε-
φωτιά στο δάσος προκλήθηκε ραυνοβόλος
από έναν κεραυνό. Φράσεις: ►Κεραυνός εν
αιθρία (= για κάτι ξαφνικό
2. (μτφ.) για κάτι δυσάρε-
ή εντυπωσιακό)
στο ή εντυπωσιακό που
συνέβη ξαφνικά: ►Η εί-
δηση του θανάτου του ποιητή
έπεσε σαν κεραυνός.

κερδίζω 1. (μτβ.) αποκτώ χρήματα Αντίθ.: χάνω


(Ρήμα, Ρ4) από εργασία ή από τύχη: Συνών: εισπράττω, ωφε-
(ενεστ. κερ-δί-ζω, ►Πόσα κερδίζεις το μήνα; λούμαι (1, 2)
αόρ. κέρδισα, παθ. ►Κέρδισε στο λαχείο τον Σύνθ.: κερδοφόρος, κερδο-
μτχ. κερδισμένος) φορία, κερδοσκόπος, κερ-
πρώτο αριθμό.
[µτγν. κερδίζω < δοσκοπία
2. (μτβ.) έχω όφελος από
αρχ. κερδαίνω] Οικογ. Λέξ.: κέρδος
κάτι: ►Κέρδισε δόξα και τι- Φράσεις: ►Κερδίζω έδα-
μές από την επιστήμη του. φος (= είμαι κοντά στο να
3. (μτβ.) αναδεικνύομαι επικρατήσω)
καλύτερος, νικώ: ►Κέρδισε
το πρώτο βραβείο στο φεστι-
βάλ κινηματογράφου.

κεφάλι (τo) 1. το πάνω μέρος του σώ- Σύνθ.: κεφαλόβρυσο, κεφα-


(Ουσιαστικό, Ο36) ματος των ανθρώπων ή λόσκαλο, κεφαλοτύρι, κε-
(κε-φά-λι) το μπροστινό μέρος των φαλοχώρι, σιδηροκέφαλος,
[µτγν. κεφάλιον < ζώων: ►Κούνησε το κεφάλι πονοκέφαλος
υποκορ. αρχ. κεφα- Οικογ. Λέξ.: κεφαλικός, κε-
του, συμφωνώντας με αυτά
λD] φαλιά, κεφάλαιο, κεφαλαί-
που άκουσε.
ος, κεφαλαιώδης
2. (μτφ.) ό,τι μοιάζει με Προσδιορ.: αγύριστο, τε-
κεφάλι, κυρίως στο σχή- τράγωνο (1)
μα: ►Αγόρασα πέντε κεφάλια Φράσεις: ►Χτυπάω το
σκόρδα. κεφάλι μου στον τοίχο (=
3. (μτφ.) άνθρωπος πολύ μετανιώνω) ►Δε σηκώνω
μορφωμένος: ►Θεωρείται κεφάλι (= εργάζομαι σκλη-
μεγάλο κεφάλι στην ιατρική ρά) ►Παίρνω κεφάλι (=
επιστήμη. αρχίζω να προηγούμαι)
►Περπατάω με το κεφάλι
ψηλά (= αισθάνομαι υπερή-
φανος για την τιμή και την
υπόληψή μου) ►Αγύριστο
κεφάλι (= αμετάπειστος)

104
κλαίω

κινδυνεύω 1. (αμτβ.) απειλούμαι: ►Το Σύνθ.: διακινδυνεύω, ριψο-


(Ρήμα, Ρ2) διαμέρισμα κινδύνεψε από κινδυνεύω
(ενεστ. κιν-δυ-νεύ-ω, Οικογ. Λέξ.: κίνδυνος
την πυρκαγιά.
αόρ. κινδύνεψα) 2. (μτβ.) αντιμετωπίζω το
[αρχ. κινδυνεύω] ενδεχόμενο να πάθω κάτι
δυσάρεστο: ►Εάν συνεχι-
στεί η ξηρασία, κινδυνεύουμε
να μείνουμε χωρίς νερό.
κίνηση (η) 1. (φυσ.) η μεταβολή της Αντίθ.: ακινησία, αδράνεια
(Ουσιαστικό, Ο28) θέσης ενός σώματος στο (1)
(κί-νη-ση, γεν. -ης, Συνών: μετατόπιση (1)
χώρο σε σχέση με ένα
Σύνθ.: κινησιοθεραπεία,
-ήσεως, πληθ. -ήσεις) σταθερό σημείο: ►Η κίνη- συγκίνηση, διακίνηση, εκ-
[αρχ. κίνησις < κι- ση της γης γύρω από τον ήλιο κίνηση, ακινησία
νU]
διαρκεί 365 ημέρες. Οικογ. Λέξ.: κινώ, κίνημα,
2. δραστηριότητα σε κά- κινητός, κινητήρας, κινητι-
κός, κίνητρο
ποιον τομέα: ► Η εμπορική
Προσδιορ.: αμφίδρομη,
κίνηση κατά τις ημέρες των ευθύγραμμη, αστραπιαία,
εορτών είναι μεγάλη. μηχανική, αντίστροφη (1),
3. η κυκλοφορία των πε- άστοχη, επιδέξια, ρυθμι-
ζών και των οχημάτων, κή, εμπορική, καλλιτεχνι-
κή, τουριστική, λογοτεχνι-
μετακίνηση: ►Κάθε πρωί
κή (2), κυκλοφοριακή (3)
υπάρχει μεγάλη κίνηση στους
δρόμους.
κινώ 1. (μτβ.) βάζω κάτι σε Σύνθ.: ξεκινώ, μετακινώ,
(Ρήμα, Ρ7) ενέργεια, το κάνω να λει- υποκινώ, συγκινώ, ανακι-
(ενεστ. κι-νώ, αόρ. νώ, διακινώ, παρακινώ
τουργήσει: ►Το νερό που
κίνησα, παθ. αόρ. Οικογ. Λέξ.: κίνηση, κίνη-
πέφτει από ψηλά κινεί τον μα, κινητήρας, κίνητρο, κι-
κινήθηκα, παθ. μτχ. τροχό του μύλου. νητικότητα
κινημένος)
2. (μτβ.) προξενώ ή προ-
[αρχ. κινU]
καλώ έντονο συναίσθημα:
►Τα λόγια του μου κίνησαν
την περιέργεια.
3. (αμτβ.) ξεκινώ, αναχω-
ρώ, φεύγω: ►Κίνησαν πρωί-
πρωί, για να επισκεφτούν τους
συγγενείς στο χωριό.
κλαίω 1. (αμτβ.) χύνω δάκρυα Αντίθ.: γελώ (1)
(Ρήμα) από πόνο, λύπη, φόβο ή Σύνθ.: σιγοκλαίω
(ενεστ. κλαί-ω, αόρ. Οικογ. Λέξ.: κλάμα, κλά-
χαρά: ►Έκλαιγε δυνατά για
έκλαψα, παθ. αόρ. ψα, κλάψιμο, κλαψιάρης
πολλή ώρα, επειδή τον πονού- Φράσεις: ►Θα κλάψεις πι-
κλάφτηκα, παθ. μτχ. σε το δόντι του. κρά (= θα το μετανιώσεις)
105
κλείνω
κλαμένος) 2. (μτβ.) (μέσ.) παραπονιέ- ►Θα κλάψουν μανούλες (=
[αρχ. κλαίω] μαι χωρίς σοβαρό λόγο: θα γίνει χαμός) ►Κλαίω τη
►Κλαίγεται συνέχεια ότι δεν μοίρα μου (= παραπονιέ-
του φτάνουν τα χρήματα. μαι)

κλείνω 1. (μτβ.) βάζω κάτι σε Αντίθ.: ανοίγω (1)


(Ρήμα, Ρ4) άνοιγμα, για να εμποδίσω Σύνθ.: ανοιγοκλείνω, ξανα-
(ενεστ. κλεί-νω, αόρ. την είσοδο και έξοδο, την κλείνω
έκλεισα, παθ. αόρ. επικοινωνία: ►Έκλεισε με Οικογ. Λέξ.: κλείσιμο, κλει-
κλείστηκα, παθ. μτχ. στός, κλειστά (επίρρ.)
δύναμη την πόρτα του σπιτιού
κλεισμένος) Φράσεις: ►Κλείνουν τα
του.
[µεσν. < αρχ. κλεί- μάτια μου (= νυστάζω)
2. (αμτβ.) τελειώνω κάτι
ω] ►Κλείνω τα αυτιά μου σε
Προσοχή! που είχα αρχίσει, ολοκλη- κάτι (= δε δίνω σημασία)
►κλείνω την πόρτα ρώνω: ►Η γιορτή έκλεισε με ►Κλείνω το στόμα μου (=
►κλίνω ένα ρήμα τον Εθνικό Ύμνο. δεν αποκαλύπτω μυστικά)
(βλ. ρ. κλίνω) 3. (αμτβ.) (μτφ.) διακόπτω
τη λειτουργία: ►Πολλά
σχολεία έκλεισαν λόγω της
κακοκαιρίας.
κλίμα (το) 1. οι μετεωρολογικές συν- Σύνθ.: κλιματολογικός, κλι-
(Ουσιαστικό, Ο39) θήκες που επικρατούν σ’ ματογραφία
(κλί-μα, γεν. -ατος, έναν τόπο: ► Οι χώρες της Οικογ. Λέξ.: κλιματικός,
πληθ. -ατα) κεντρικής Αφρικής έχουν κλιματίζω, κλιματισμός
[αρχ. κλ`µα < κλί- Προσδιορ.: ανθυγιεινό,
τροπικό κλίμα.
νω] δροσερό, ηπειρωτικό, ήπιο,
2. (μτφ.) το περιβάλλον, μεσογειακό, ξηρό, τροπικό,
η κατάσταση: ►Δεν υπάρ- υγρό, ψυχρό (1), πολιτικό,
χει το κατάλληλο κλίμα, για ευνοϊκό (2), ευχάριστο (1,
να γίνει συζήτηση αυτή την 2)
ώρα. Φράσεις: ►Δε με σηκώνει
το κλίμα (= μου είναι ανυ-
πόφορη μια κατάσταση)

κλίνω 1. (μτβ.) γέρνω κάτι πλά- Σύνθ.: παρεκκλίνω, συγκλί-


(Ρήμα, Ρ4) για ή προς τα κάτω: νω, αποκλίνω, υποκλίνο-
(ενεστ. κλί-νω, αόρ. ►Έκλινε το κεφάλι προς τα μαι
έκλινα, παθ. αόρ. κάτω κι άρχισε να προσεύχε- Οικογ. Λέξ.: κλίση, κλιτός,
κλίθηκα, παθ. μτχ. κλιτικός, κλίνη, κλινικός
ται.
(κε)κλιμένος) Φράσεις: ►Ęν χω ποZ
2. (αμτβ.) παίρνω κλίση,
[αρχ. κλίνω] τDν κεφαλDν κλ`ναι (= δεν
στρέφομαι πλάγια: ►Η έχω κανένα στήριγμα, συ-
ζυγαριά έκλινε προς τα δεξιά. μπαράσταση)
3. (μτβ.) (γραμμ.) σχη-
ματίζω με τη σειρά όλους
τους τύπους ενός κλιτού
μέρους του λόγου:
106
κοινός
►Κλίνε το ρήμα «λύνω» στον
ενεστώτα και τον παρατατικό.
4. (αμτβ.) (μτφ.) δείχνω
προτίμηση ή τάση προς
κάτι: ►Κλίνω περισσότερο
προς τη δεύτερη άποψη.

κόβω 1. (μτβ.) κομματιάζω κάτι, Σύνθ.: αποκόπτω, διακό-


(Ρήμα, Ρ2) τεμαχίζω: ►Έκοψε το ψωμί πτω, ξεκόβω, περικόπτω,
(ενεστ. κό-βω, αόρ. σε μικρές φέτες. προκόβω
έκοψα, παθ. αόρ. κό- 2. (μτβ.) τραυματίζω, πλη- Οικογ. Λέξ.: κομματιάζω,
πηκα, παθ. μτχ. κομ- κόψη, κόψιμο, κοφτερός
γώνω κάποιον ή κάτι:
μένος) Φράσεις: ►Κόβει το μυα-
►Έκοψα το δάχτυλό μου με
[µεσν. < αρχ. κό- λό του (= είναι έξυπνος)
το μαχαίρι. ►Κόβω τα φτερά σε κά-
πτω]
3. (μτβ.) διακόπτω, σταμα- ποιον (= τον αποθαρρύνω)
τώ κάτι που υπάρχει μέ- ►Κόβω τα χέρια κάποιου
χρι σήμερα: ►Ακολούθησε (= τον εμποδίζω) ►Κόβει
τη γνώμη του γιατρού και το μάτι του (= βλέπει μα-
έκοψε το τσιγάρο. κριά και μτφ. είναι πανέ-
4. (μτβ.) απορρίπτω κά- ξυπνος) ►Κόβω δρόμο (=
ποιον σε εξετάσεις: ►Στις συντομεύω την απόσταση)
εξετάσεις των Μαθηματικών,
ο καθηγητής έκοψε πέντε μα-
θητές.

κοινός, -ή, -ό 1. αυτός που ανήκει σε Σύνθ.: κοινοβούλιο, κοινό-


(Επίθετο, Ε1, έμψυχα πολλούς ή χρησιμοποιεί- χρηστος, κοινωφελής, κοι-
και άψυχα) ται από πολλούς: ►Η αδερ- νοποίηση
(κοι-νός) φή μου και εγώ έχουμε κοινό Οικογ. Λέξ.: κοινώς (επίρρ.),
[αρχ. κοινVς] κοινά (επίρρ.), κοινότητα,
τραπεζικό λογαριασμό.
κοινωνία
2. αυτός που είναι απλός, Προσδιοριζ.: λογαριασμός,
χωρίς κάτι ξεχωριστό: μυστικό, θνητός (1), νους
►Αγόρασε ένα κοινό αυτοκί- (2), θέα, συμφέρον, προ-
νητο, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. σπάθεια, αντίληψη (3), τό-
3. αυτό που συμβαίνει να πος (1, 3)
χαρακτηρίζει ή να ενδι- Φράσεις: ►Κοινή Αγορά
αφέρει πολλά άτομα: ►Η (= Ευρωπαϊκή Ένωση)
σχολική γιορτή είναι το απο- ►Κοινός διαιρέτης (= αριθ-
τέλεσμα μιας κοινής προσπά- μός που διαιρεί ακριβώς
θειας. δύο άλλους) ►Τα κοινά (=
οι υποθέσεις της πολιτείας)
►Κοινή γνώμη (= η γνώμη
της κοινωνίας)
107
κοινωνία

κοινωνία (η) 1. οργανωμένο σύνολο αν- Σύνθ.: επικοινωνία, συγκοι-


(Ουσιαστικό, Ο19) θρώπων που συμβιώνουν νωνία, κοινωνιολογία
(κοι-νω-νί-α) σε ορισμένο τόπο και χρό- Οικογ. Λέξ.: κοινωνώ, κοι-
νωνός, κοινωνικός, κοινω-
[αρχ. κοινωνία < νο, σύμφωνα με κανόνες νικά (επίρρ.), κοινωνικότη-
κοινωνVς < κοινVς] και νόμους: ►Η οικογένεια τα
είναι και σήμερα το θεμέλιο Προσδιορ.: πρωτόγονη,
της ελληνικής κοινωνίας. σύγχρονη, πατριαρχική,
2. σύνολο ζώων που ανή- μητριαρχική, καταναλωτι-
κή, τοπική, πολυπολιτισμι-
κουν στο ίδιο είδος και
κή, ανοιχτή (1)
ζουν ομαδικά: ►Η κοινω- Φράσεις: ►Θεία / Αγία
νία των μελισσών αποτελείται Κοινωνία (= το μυστήριο
από τη βασίλισσα, τις εργάτρι- της Θείας Ευχαριστίας, η
ες και τους κηφήνες. Μετάληψη) ►Τοπική κοι-
νωνία (= δήμος ή κοινότη-
τα)

κοιτάζω 1. (μτβ.) στρέφω το βλέμ- Συνών.: παρατηρώ (1)


(Ρήμα, Ρ3) μα σε κάποιον ή σε κάτι, Σύνθ.: αγριοκοιτάζω, κρυ-
(ενεστ. κοι-τά-ζω, συγκεντρώνω: ►Κοίταξε φοκοιτάζω, γλυκοκοιτάζω
αόρ. κοίταξα, παθ. Οικογ. Λέξ.: κοίταγμα
από το παράθυρό του μακριά Φράσεις: ►Κοιτάζω με
αόρ. κοιτάχτηκα, τη θάλασσα.
παθ. μτχ. κοιταγμέ- μισό μάτι (= περιφρονώ
2. (μτβ.) φροντίζω, νοιά- κάποιον) ►Κοιτάζω στα
νος)
[αρχ. κοιτάζω < κοί- ζομαι για κάποιον ή κάτι: μάτια (= είμαι απόλυτα ει-
►Κοίταξε τους γονείς του στα λικρινής) ►Για κοίτα να
τη (= κρεβάτι)]
γεράματα. δεις! (= για φαντάσου!)
3. (μτβ.) εξετάζω κάτι με
ιδιαίτερη προσοχή, ελέγ-
χω: ►Κοιτάζω τη μηχανή
του αυτοκινήτου πριν από
κάθε ταξίδι.
κολλώ 1. (μτβ.) ενώνω με ειδική Αντίθ.: ξεκολλώ, αποκολλώ
(Ρήμα, Ρ5) ουσία δύο ή περισσότερα (1)
(ενεστ. κολ-λώ, αόρ. αντικείμενα, συνενώνω: Συνών: συγκολλώ (1), με-
κόλλησα, παθ. αόρ. ταδίδω (2), ενοχλώ (3)
►Κόλλησα τα κομμάτια του
κολλήθηκα, παθ. Σύνθ.: αποκολλώ, συγκολ-
βάζου που έσπασε. λώ, ξεκολλώ, προσκολλώ
μτχ. κολλημένος)
2. (μτβ.) μεταδίδω αρρώ- Οικογ. Λέξ.: κόλλημα, κόλ-
[αρχ. κολλU]
στια: ►Κόλλησε ιλαρά τους ληση, κολλητός, κολλητά
συμμαθητές της. (επίρρ.), κολλητήρι, κολλη-
3. (μτβ.) (μτφ.) γίνομαι τικός
Φράσεις: ►Στη βράση κολ-
ενοχλητικός σε κάποιον,
λάει το σίδερο (= όταν χρει-
για να πετύχω κάτι: ►Του άζεται γρήγορη απόφαση)
κολλάει συνεχώς να πάνε στο ►Τον κόλλησε στον τοίχο
γήπεδο. (= τον αποστόμωσε)
108
κοπάδι

κολύμπι (το) το να επιπλέει κανείς στο Συνών.: κολύμβηση, μπά-


(Ουσιαστικό, Ο36) νερό με κατάλληλες κινή- νιο
(κο-λύ-μπι, γεν. - , σεις των χεριών και των Οικογ. Λέξ.: κολυμπώ
πληθ. - ) ποδιών: ►Το κολύμπι γυ-
[µεσν. κολύµπι] μνάζει ολόκληρο το σώμα του
αθλητή.

κόμμα (το) 1. μερίδα πολιτών με τις Σύνθ.: κομματάρχης


(Ουσιαστικό, Ο39) ίδιες πολιτικές ιδέες, πο- Οικογ. Λέξ.: κομμάτι,
(κόμ-μα, γεν. -ατος, λιτική παράταξη: ►Στις κομματικός
πληθ. -ατα) βουλευτικές εκλογές συμμε- Προσδιορ.: αγροτικό, δη-
[αρχ. κόµµα < κό- μοκρατικό, συντηρητικό,
τέχουν, συνήθως, πολλά κόμ-
πτω] κυβερνητικό, αντιπολιτευ-
ματα. όμενο (1)
2. (γραμμ.) σημείο στί- Φράσεις: ► (μτφ.) Κάνω
ξης στο γραπτό λόγο με κόμμα (= στρέφομαι ενα-
το οποίο χωρίζουμε δύο ντίον κάποιου)
προτάσεις ή τα μέρη μιας
φράσης: ►Με κόμμα χωρί-
ζουμε και ασύνδετες λέξεις,
που ανήκουν στο ίδιο μέρος
του λόγου.

κοντά 1. σε μικρή απόσταση: Αντίθ.: μακριά (1), ακριβώς


(Επίρρημα) ►Το σπίτι μου είναι κοντά (2)
(κο-ντά) στη θάλασσα. Συνών.: πλησίον, σιμά, εγ-
[µεσν. επίρρ. του 2. περίπου: ►Ψάρεψε κοντά γύς (1), σχεδόν, πάνω κάτω,
µτγν. κοντVς] ίσαμε, κάπου (2)
δέκα κιλά σαργούς.
Σύνθ.: κοντοστέκομαι
3. επιπλέον, εκτός από: Οικογ. Λέξ.: κοντεύω, κο-
►Κοντά στα άλλα έχασα και ντινός
το πλοίο της γραμμής.

κοπάδι (το) 1. μεγάλος αριθμός ζώων Συνών.: αγέλη, ποίμνιο (1),


(Ουσιαστικό, Ο36) από το ίδιο είδος: ►Μεγάλα όχλος (2)
(κο-πά-δι, γεν. κοπάδια προβάτων βοσκούσαν Οικογ. Λέξ.: κοπαδιαστός,
-ού, πληθ. -α) στον απέραντο κάμπο. κοπαδιαστά (επίρρ.)
[µτγν. κοπάδιον Προσδιορ.: βουερό, ατίθα-
2. (μτφ.) πολύς κόσμος
υποκορ. του αρχ. σο (1, 2)
χωρίς τάξη, οργάνωση
κοπD (= τµήµα) <
και χωρίς αρχηγό: ►Ένα
αρχ. κόπτω]
κοπάδι παιδιών αναστάτωσε
τη γειτονιά με τις φωνές του.

109
κόσμος

κόσμος (ο) 1. ο πλανήτης Γη, η οικου- Συνών.: πλάση, υδρόγειος,


(Ουσιαστικό, Ο14) μένη, το σύμπαν: ►Θέλω κτίση (1), πολυκοσμία (2)
(κό-σμος, γεν. -ου, πολύ να κάνω το γύρο του Σύνθ.: κοσμογυρισμένος,
πληθ. -οι) κοσμοναύτης, κοσμοϊστο-
κόσμου.
[αρχ. κόσµος (= ρικός, κοσμογονία, κοσμο-
2. πλήθος ανθρώπων, αν- πλημμύρα
τάξη, κόσµηµα)] θρωπότητα, κοινωνία: Οικογ. Λέξ.: κοσμώ, κόσμι-
►Μαζεύτηκε πολύς κόσμος ος, κόσμια (επίρρ.), κοσμίως
στην πλατεία. (επίρρ.), κοσμικός
Προσδιορ.: αθέατος, ενά-
λιος (1), παραμυθένιος (2),
αφιλόξενος (1, 2)
Φράσεις: ►Έφαγα τον
κόσμο (= έψαξα παντού)
►Ζει στον κόσμο του (=
δεν ενδιαφέρεται για τί-
ποτα) ►Τρίτος κόσμος (=
οι αναπτυσσόμενες χώρες
της Ασίας, της Αφρικής και
της Ν. Αμερικής) ►Νέος
Κόσμος (= η Αμερική και η
Ωκεανία) ►Χάλασε τον κό-
σμο (= αναστάτωσε τα πά-
ντα) ►Δε χάλασε κι ο κό-
σμος (= δεν είναι και τόσο
σπουδαίο γεγονός)
Παροιμ.: ►Ο κόσμος το
‘χει τούμπανο κι εμείς κρυ-
φό καμάρι

κουνώ και κου- 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή Συνών.: μετατοπίζω (2)


κάτι να κινηθεί: ►Ο αέρας Σύνθ.: ταρακουνώ
νάω Οικογ. Λέξ.: κούνημα, κου-
(Ρήμα, Ρ5) κουνούσε με μανία τα κλαδιά
νιστός, κούνια
(ενεστ. κου-νώ, αόρ. των δέντρων.
κούνησα, παθ. αόρ. 2. (μτβ.) μεταφέρω κάτι
κουνήθηκα, παθ. από ένα σημείο σε κάποιο
μτχ. κουνημένος) άλλο, μετακινώ: ►Μην
[µεσν. κουνU < αρχ. κουνήσεις τα βιβλία από τη
κινU] θέση τους.

κρατάω και 1. (μτβ.) έχω κάτι στο χέρι Σύνθ.: συγκρατώ, παρα-
μου, βαστώ: ►Κρατούσε στο κρατώ, επικρατώ
κρατώ Οικογ. Λέξ.: κράτημα, κρά-
(Ρήμα, Ρ5) χέρι του ένα βιβλίο.
2. (αμτβ.) προβάλλω αντί- τηση, κρατητήριο
(ενεστ. κρατώ, αόρ.
σταση, αντέχω: ►Το
Φράσεις: ►Κρατώ το λόγο
κράτησα, παθ. αόρ.
μου (= τηρώ την υπόσχεσή
κρατήθηκα, παθ. Κάστρο του Μεσολογγίου
μου)
μτχ. κρατημένος) κράτησε στην πολιορκία από
110
κρίση
[αρχ. κρατU < κρά- το Δεκέμβρη του 1825 μέχρι ►Τον κρατώ στα χέρια μου
τος] τον Απρίλη του 1826. (= μπορώ να τον εκβιάσω)
3. (μτβ.) κλείνω εισιτήριο Παροιμ.: ►Όπου ακούς
ή θέση: ►Κράτησα δύο θέ- πολλά κεράσια, κράτα και
σεις, για να παρακολουθήσω μικρό καλάθι
τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
4. (αμτβ.) διαρκώ: ►Η ομι-
λία κράτησε τριάντα λεπτά.
κράτος (το) 1. η ανώτατη πολιτική Συνών.: χώρα, πολιτεία,
(Ουσιαστικό, Ο37) εξουσία που ασκείται σε επικράτεια (1), εξουσία,
(κρά-τος, γεν. -ους, ένα σύνολο ανθρώπων αρχή (2)
πληθ. -η) μόνιμα εγκατεστημένων Οικογ. Λέξ.: κρατώ, κρατι-
[αρχ. κράτος (= σε μια χώρα που έχει τα κός, κρατίδιο, κραταιός
δύναµη, πολιτική δικά της σύνορα: ►Κάθε Προσδιορ.: ανεξάρτητο,
εξουσία)] κράτος οφείλει να προστατεύει αυτόνομο, κυρίαρχο, ομό-
τους πολίτες του. σπονδο, πανίσχυρο (1, 2)
2. το σύστημα διακυ- Φράσεις: ►Κατά κράτος
βέρνησης μιας χώρας, ο (= ολοκληρωτικά) ►Υπό το
τρόπος που ασκείται η κράτος (= υπό τον απόλυτο
κρατική εξουσία: ►Το πο- έλεγχο)
λίτευμα του ελληνικού κρά-
τους είναι Προεδρευομένη
Κοινοβουλευτική Δημοκρα-
τία.
κρίση (η) 1. η ικανότητα του ανθρώ- Συνών: ετυμηγορία (3), δο-
(Ουσιαστικό, Ο27) που να σκέφτεται λογικά κιμασία (4)
(κρί-ση, γεν. -ης, και να καταλήγει σε ορθά Σύνθ.: έγκριση, σύγκριση,
-εως, πληθ. -εις) συμπεράσματα: ►Δεν πρέ- πρόκριση, ανάκριση, διά-
[αρχ. κρίσις < κρί- πει κάποιος να βασίζεσαι μόνο κριση, ανταπόκριση, υπο-
νω] στις κρίσεις των άλλων. κρισία, λογοκρισία
2. η άποψη που εκφράζει Οικογ. Λέξ.: κρίνω, κρι-
κάποιος για πρόσωπα, τής, κριτικός, κριτική, κρι-
πράγματα ή καταστάσεις: τικάρω, κριτήριο, κρίσιμος,
►Είναι πολύ αυστηρός στις
κρισιμότητα
Προσδιορ.: εσφαλμένη,
κρίσεις που κάνει για τους
επιπόλαιη, βιαστική, πολι-
υπαλλήλους του.
τική, δίκαιη (1), αθωωτική
3. η απόφαση δικαστηρί-
(3), πετρελαϊκή, νομισματι-
ου: ►Η κρίση του δικαστη- κή, οικονομική, τουριστική
ρίου για τον κατηγορούμενο (4)
ήταν αθωωτική.
4. προβληματική κατά-
σταση με δυσκολίες και
κινδύνους: ►Η αύξηση της
τιμής του πετρελαίου προκα-
λεί οικονομική κρίση.
111
κρύβω
κρύβω 1. (μτβ.) βάζω κάποιον ή Αντίθ.: εμφανίζω, αποκα-
(Ρήμα, Ρ2) κάτι σε τέτοιο μέρος ώστε λύπτω, φανερώνω (1, 2)
(ενεστ. κρύ-βω, αόρ. να μην το(ν) βλέπουν ή να Συνών: αποκρύπτω (1,
έκρυψα, παθ. αόρ. 2), καλύπτω, σκεπάζω (1),
μην το(ν) βρίσκουν οι άλ- αποσιωπώ (2)
κρύφτηκα, παθ. μτχ.
λοι: ►Έκρυψε τα χρυσαφικά Σύνθ.: αποκρύπτω, υπο-
κρυμμένος)
[αρχ. κρύπτω]
της στο συρτάρι. κρύπτω, αποκρύβω
2. (μτβ.) φυλάω κάτι σαν Οικογ. Λέξ.: κρυφός, κρυ-
μυστικό: ►Κρύβει τα χρόνια φά (επίρρ.), κρύψιμο, κρυ-
του από τους άλλους. ψώνας, κρύπτη, κρυφτό,
κρυφτούλι
3. (μτβ.) (μτφ.) δε φανερώ-
Φράσεις: ►Κρύβεται πίσω
νω τις προθέσεις και τα απ’ το δάχτυλό του (= προ-
συναισθήματά μου στους σπαθεί να αποκρύψει κάτι
άλλους: ►Κρύβει τα πραγμα- που είναι φανερό) ►Κρύβω
τικά του αισθήματα, που έχει τα χαρτιά μου (= δε φανε-
για τους φίλους του. ρώνω τις προθέσεις μου)

κτήμα (το) 1. οτιδήποτε αποτελεί Σύνθ.: αγρόκτημα, απόκτη-


(Ουσιαστικό, Ο39) ιδιοκτησία κάποιου: ►Οι μα, κτηματολόγιο, κτημα-
(κτή-μα, γεν. αρχαιολογικοί θησαυροί είναι ταγορά, κτηματομεσίτης
-ατος, πληθ. -ατα) Οικογ. Λέξ.: κτηματικός,
κτήμα ολόκληρου του ελληνι-
[αρχ. κτjµα < κτηματίας
κού λαού. Προσδιορ.: κρατικό, μο-
κτUµαι (= αποκτώ,
2. αγροτική έκταση που ναστηριακό, οικογενειακό,
κατέχω)]
ανήκει σε κάποιον: ►Κά- πατρικό (1, 2)
θε καλοκαίρι πηγαίνουμε στο
κτήμα του παππού.
3. (μτφ.) καθετί που μα-
θαίνει κανείς καλά και
για πάντα: ►Έκαναν κτήμα
τους το μάθημα της Ιστορίας.

κτίριο (το) κάθε οικοδόμημα: ►Η


(Ουσιαστικό, Ο34) Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακα-
(κτί-ρι-ο, γεν. -ίου, δημία είναι ένα παραδοσιακό
πληθ. -ια) κτίριο με μεγάλη ιστορία.
[λόγ. < µεσν. κτίρι-
ον]

κύκλος (ο) 1. (μαθημ.) κλειστή κα- Σύνθ.: κυκλοφορία, εγκύ-


(Ουσιαστικό, Ο14) μπύλη γραμμή της οποίας κλιος, δίκυκλο, τρίκυκλο
(κύ-κλος) κάθε σημείο απέχει εξί- Οικογ. Λέξ.: κυκλικός, κυ-
κλικά (επίρρ.), κυκλώνω,
[αρχ. κύκλος] σου από το κέντρο της:
κύκλωμα, κυκλώνας, κυ-
►Σε πολλές ασκήσεις των
κλάμινο, Κυκλάδες
Μαθηματικών βρίσκουμε το
εμβαδόν του κύκλου.
112
κυνήγι
2. η επίπεδη επιφάνεια Φράσεις: ►Φαύλος κύκλος
που περικλείεται μέσα (= όταν η επίλυση ενός προ-
στον κύκλο: ►Κάθονται με- βλήματος οδηγεί σε άλλο
σα σε κύκλους σχεδιασμένους πρόβλημα, δημιουργώντας
αδιέξοδο)
στο έδαφος.
3. (μτφ.) ομάδα ατόμων
που συνδέονται με κοινά
ενδιαφέροντα ή επιδιώ-
ξεις: ►Είναι πολύ γνωστός
στον κύκλο των δικηγόρων.

κύμα (το) 1. όγκος νερού θάλασσας, Σύνθ.: κυματοειδής, κυμα-


(Ουσιαστικό, Ο39) λίμνης ή ποταμού που τοθραύστης
(κύ-μα, γεν. -ατος, ανυψώνεται και πέφτει Οικογ. Λέξ.: κυματίζω, κυ-
πληθ. -ατα) διαδοχικά και που προ- μάτισμα, κυματισμός, κυ-
[αρχ. κZµα < κυU ματιστός, κυματικός, κυ-
καλείται κυρίως από τον
(= είµαι φουσκωµέ- μαίνομαι, κυματώδης
άνεμο: ►Ο άνεμος λυσσομα- Προσδιορ.: αγριεμένο,
νος)]
νούσε αδιάκοπα, σηκώνοντας απειλητικό, αφρισμένο,
πελώρια κύματα. παλιρροϊκό, πελώριο (1),
2. (φυσ.) παλμική κίνηση φοβερό (1, 3), ακουστικό,
που μεταδίδεται από μό- ηχητικό, μεσαία (τα), βρα-
ριο σε μόριο, μεταφέρο- χέα (τα) (2)
ντας ορισμένες μορφές Φράσεις: ►Περνώ από
ενέργειας: ►Το τηλεοπτικό σαράντα κύματα (= αντιμε-
σήμα μεταφέρεται με ηλε- τωπίζω πολλές δυσκολίες)
►Εκπέμπω στο ίδιο μήκος
κτρομαγνητικά κύματα.
κύματος (= έχω τις ίδιες
3. (μτφ.) φυσικό ή κοινω- απόψεις)
νικό φαινόμενο μεγάλης
έντασης, που εμφανίζε-
ται ξαφνικά: ►Αναμένεται
νέο κύμα καύσωνα την επό-
μενη εβδομάδα. ►Έφτασαν
στο νησί μας τα πρώτα κύματα
τουριστών.

κυνήγι (το) 1. το να αναζητεί κάποιος Συνών.: θήρα (1), άγρα,


(Ουσιαστικό, Ο36) ζώα ή πουλιά, για να τα λεία (2), κυνήγημα, κυνη-
(κυ-νή-γι, γεν. πιάσει ή να τα σκοτώσει: γητό (3)
-ού, πληθ. -α) Σύνθ.: κυνηγόσκυλο
►Το κυνήγι των πουλιών
[µτγν. κυνήγιον < Οικογ. Λέξ.: κυνηγώ, κυ-
επιτρέπεται σε συγκεκριμένη νηγός, κυνηγητό, κυνήγη-
αρχ. κυνηγVς]
περίοδο. μα, κυνηγετικός
2. το θήραμα: ►Το σημερινό Προσδιορ.: λαθραίο, ομα-
κυνήγι ήταν ένας λαγός και δικό (1), άφθονο, νόστιμο
δυο μπεκάτσες. (2)
113
κυρίαρχος
3. (μτφ.) το να επιδιώκει
κάποιος κάτι με επιμονή:
►Το κυνήγι μιας καλύτερης
ζωής οδηγεί πολλούς ανθρώ-
πους στη μετανάστευση.
κυρίαρχος, -η, -ο αυτός που έχει στα χέρια Σύνθ.: συγκυρίαρχος, επι-
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα του την εξουσία, απόλυ- κυρίαρχος
και άψυχα) τος, κύριος: ►Η Ελλάδα Οικογ. Λέξ.: κυριαρχώ, κυ-
(κυ-ρί-αρ-χος) ριαρχία, κυριαρχικός, κυ-
είναι ανεξάρτητο και κυρίαρχο
[µεσν. κυρίαρχος ριάρχηση
κράτος. Προσδιοριζ.: άποψη, ιδεο-
< κύριος + Rρχω (=
εξουσιάζω, κυβερ- λογία, λαός
νώ)]
κύριος, -α, -ο 1. ο σπουδαιότερος, ο ση- Συνών.: βασικός (1), άρχο-
(Επίθετο, Ε4, έμψυχα) μαντικότερος: ►Είναι ο ντας, αφέντης (2)
(κύ-ρι-ος) κύριος συνεργάτης μου στα Σύνθ.: κυριολεξία, κυριαρ-
[αρχ. κύριος < κZ- χία
οικονομικά ζητήματα.
ρος] Οικογ. Λέξ.: κύρια (επίρρ.),
2. αυτός που ελέγχει τα κυρίως (επίρρ.), κυριεύω,
πράγματα, κυρίαρχος, κυριότητα
κάτοχος: ►Σύμφωνα με τη Προσδιοριζ.: ομιλητής, άρ-
διαθήκη του πατέρα του είναι θρο, συμπέρασμα (1)
ο κύριος κληρονόμος. Φράσεις: ►Κύριος οaδε (=
3. αξιοπρεπής άνθρωπος: ο Θεός ξέρει)
►Συμπεριφέρεται τόσο καλά,
ώστε μπορώ να πω ότι είναι
κύριος με τα όλα του!
κωλυσιεργώ (αμτβ.) εμποδίζω σκό- Συνών.: παρακωλύω, κα-
(Ρήμα, Ρ6) πιμα και για προσωπι- θυστερώ, υπονομεύω
(ενεστ. κω-λυ-σι-ερ- κούς λόγους την εκτέ- Οικογ. Λέξ.: κωλυσιεργία
γώ, αόρ. κωλυσιέρ- λεση κάποιου έργου:
γησα)
►Κωλυσιεργούν και παρεμ-
[λόγ. < ελνστ. κω-
λυσιεργU < κω-
βάλλουν εμπόδια στη διάνοι-
λυσιεργVς < κω- ξη του δρόμου.
λύω (= εµποδίζω) +
ργον]
κωμωδία (η) 1. θεατρικό ή κινηματο- Αντίθ.: δράμα, τραγωδία
(Ουσιαστικό, Ο19) γραφικό έργο με ευχάρι- (1, 2)
(κω-μω-δί-α) στο και διασκεδαστικό Σύνθ.: κωμωδιογράφος,
[αρχ. κωµωδία < φαρσοκωμωδία, κωμειδύλ-
περιεχόμενο: ►Χθες παρα- λιο
κωµωδVς] κολουθήσαμε στο θέατρο μια Προσδιορ.: αρχαία, απο-
ξεκαρδιστική κωμωδία. λαυστική, έξυπνη, ηθογρα-
φική, σπαρταριστή (1, 2)
114
2. (αρχ.) το ένα από τα Φράσεις: ►Παίζω κωμω-
τρία είδη του αρχαίου δία (= υποκρίνομαι)
δράματος που είχε εύθυ-
μο και σατιρικό περιεχό-
μενο: ►Οι «Όρνιθες» είναι
μία από τις κωμωδίες του
Αριστοφάνη.
3. (μτφ.) πράξεις, γεγο-
νότα ή καταστάσεις που
προκαλούν το γέλιο:
►Πρέπει να σταματήσει αυτή
η κωμωδία, που παρακολου-
θούμε ανάμεσά σας τον τελευ-
ταίο καιρό.

115
λακωνικός, -ή, 1. που σχετίζεται με τη Αντίθ.: πολυλογάς, φλύα-
-ό Λακωνία και τους Λά- ρος (2)
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα κωνες: ►Εξακολουθεί να τη- Συνών.: λιτός, επιγραμμα-
και άψυχα) τικός, συνοπτικός (2)
ρεί πιστά τα λακωνικά έθιμα,
(λα-κω-νι-κός) Οικογ. Λέξ.: Λακωνία, λα-
παρόλο που ζει στην Αθήνα. κωνίζω, λακωνισμός, λα-
[αρχ. λακωνικVς < 2. ολιγόλογος, σύντομος:
Λάκων] κωνικότητα
►Ο λόγος του είναι συνήθως
λακωνικός και ουσιαστικός.

λαός (ο) 1. το σύνολο των πολιτών Συνών.: κάτοικοι, πληθυ-


(Ουσιαστικό, Ο13) ενός κράτους: ►Ο ελληνι- σμός, πολίτες (1, 2)
(λα-ός) κός λαός έχει μια πανάρχαια Σύνθ.: λαογραφία, λαοθά-
λασσα, λαοφιλής, λαοπρό-
[αρχ. λαVς] ιστορία.
βλητος, λαοκρατία, λαο-
2. το σύνολο των κατοί- πλάνος, λαομίσητος
κων μιας γεωγραφικής Οικογ. Λέξ.: λαϊκός, λαϊκό-
περιοχής, πόλης: ►Ο δή- τητα, λαϊκιστής, λαϊκισμός
μαρχος μίλησε στο λαό της Προσδιορ.: κυρίαρχος, έν-
πόλης του. δοξος, φιλήσυχος, προο-
δευτικός, περιούσιος (1, 2)

λατρεύω 1. (μτβ.) σέβομαι, τιμώ το Αντίθ.: μισώ, αντιπαθώ (2)


(Ρήμα, Ρ2) Θεό: ►Οι αρχαίοι Έλληνες Συνών.: υπεραγαπώ
(ενεστ. λα-τρεύ-ω, λάτρευαν τους δώδεκα θεούς Οικογ. Λέξ.: λάτρης, λα-
αόρ. λάτρεψα, παθ. τρεία, λατρευτός, λατρευ-
του Ολύμπου.
αόρ. λατρεύτηκα, τικός
2. (μτβ.) έχω μεγάλη αγά-
παθ. μτχ. λατρεμέ-
νος) πη για κάποιον ή για
[αρχ. λατρεύω < κάτι: ►Λατρεύει την κρητι-
λάτρις] κή κουζίνα.
116
λέω

λεία (η) 1. ό,τι αρπάζει κανείς απ’ Συνών.: λάφυρα (2)


(Ουσιαστικό, Ο19) τους εχθρούς σε καιρό πο- Προσδιορ.: πλούσια (1)
(λεί-α, γεν. -ας, πληθ. λέμου: ►Οι θησαυροί της Φράσεις: ►Εύκολη λεία (=
-) αυτός που μπορεί εύκολα
Πόλης έγιναν λεία στα χέρια
[αρχ. λεία] να νικηθεί)
των Σταυροφόρων.
2. τα θηράματα που γίνο-
νται τροφή σαρκοβόρων
ζώων: ►Τα ψάρια είναι η
αγαπημένη λεία της αρκού-
δας.
λέξη (η) 1. σύνολο φθόγγων που Σύνθ.: λεξιλόγιο, λεξιθηρία
(Ουσιαστικό, Ο27) εκφράζει μια έννοια: ►Το (= αναζήτηση και χρήση
(λέ-ξη, γεν. -ης, -εως, μήνυμα που έστειλε αποτελεί- σπάνιων λέξεων), λεξιπενία
πληθ. -εις) (= περιορισμένος αριθμός
ται από πέντε λέξεις.
[αρχ. λέξις < λέγω] λέξεων), λεξικογράφος (=
2. λόγος, κουβέντα: ►Του συντάκτης λεξικού), λεξικο-
είπε δυο λέξεις στο αυτί και λογία
ύστερα έφυγε. Οικογ. Λέξ.: λέγω, λεξικό
Προσδιορ.: κλιτή, άκλιτη,
δυσνόητη, άγνωστη, ποιη-
τική, αδόκιμη (1, 2)
Φράσεις: ►Λέξη προς λέξη
(= αναλυτικά) ►Λέξη κλει-
δί (= σημαντική λέξη) ►Επί
λέξει (= ακριβώς έτσι) ►Με
δυο λέξεις (= σύντομα)
►Κατά λέξη (= πιστά)

λέω και λέγω 1. (μτβ.) εκφράζομαι προ- Συνών: αφηγούμαι (2)


(Ρήμα) φορικά, μιλώ: ►Μου είπε Σύνθ.: επιλέγω, εκλέγω,
(ενεστ. λέ-ω, αόρ. κάτι, αλλά δεν τον άκουσα συλλέγω, προλέγω, διαλέ-
γω, αντιλέγω, ξαναλέγω
είπα, παθ. αόρ. ει- καλά.
Οικογ. Λέξ.: λέξη, λεξικό,
πώθηκα, λέχθηκα, 2. (μτβ.) διηγούμαι: ►Ο λόγος, λογικός, λόγιος, λο-
παθ. μτχ. ειπωμέ- παππούς μάς έλεγε αξέχαστες γίζομαι
νος) ιστορίες. Φράσεις: ►Τα λέω έξω
[αρχ. λέγω] 3. ονομάζω, αποκαλώ: απ’ τα δόντια / Λέω τα
►Πώς σε λένε; Με λένε Μα- σύκα σύκα και τη σκάφη
ρία. σκάφη (= μιλώ ξεκάθαρα,
4. (αμτβ.) (γ΄πρόσ. λένε χωρίς φόβο) ►Τα λεγόμε-
να (= τα λόγια, οι απόψεις
ή λέγεται) για κάτι που
κάποιου) ►Εγώ τα λέω κι
αναφέρεται ως φήμη, δι- εγώ τα ακούω (= όταν τα
αδίδεται: ►Λέγεται πως θα λόγια κάποιου δε βρίσκουν
είναι υποψήφιος Δήμαρχος. απήχηση) ►Το λέει η καρ-
διά του (= είναι τολμηρός,
117
λεωφορείο
5. (μτβ.) προτείνω, συμ- γενναίος) ►Αυτό να λέγε-
βουλεύω: ►Εγώ λέω να ται (= χωρίς αμφιβολία)
►Έχουμε και λέμε (= ας
πάμε μια βόλτα, για να ξεσκά-
υπολογίσουμε)
σουμε.
6. (μτβ.) εξηγώ, αναλύω:
►Θέλω να μου πεις πώς λύ-
νεται αυτό το πρόβλημα στα
μαθηματικά.

λεωφορείο (το) αυτοκίνητο με μεγάλο Σύνθ.: λεωφόρος, λεωφορει-


(Ουσιαστικό, Ο32) αριθμό θέσεων που μετα- ούχος, λεωφορειόδρoμος
(λε-ω-φο-ρεί-ο, γεν. φέρει επιβάτες: ►Οι μαθη- Οικογ. Λέξ.: λεωφόρος, λε-
-ου, πληθ. -α) ωφορειακός
τές επισκέφτηκαν το μουσείο Προσδιορ.: διαστημικό, υ-
[λόγ. λεωφόρος
με αστικό λεωφορείο. περαστικό, ηλεκτροκίνητο
< λεhς (= λαVς) +
φέρω]

λήψη (η) 1. το να παίρνει κανείς Σύνθ.: δοσοληψία


(Ουσιαστικό, Ο28) κάτι: ►Η λήψη μέτρων για Προσδιορ.: δορυφορική,
(λή-ψη, γεν. -ης, την προστασία του περιβάλλο- τηλεοπτική, φωτογραφική,
-εως, πληθ. -εις) παγκόσμια (2)
ντος είναι απαραίτητη.
[αρχ. λjψις < λαµ-
βάνω]
2. το να λαμβάνει μια κε-
ραία ραδιοφωνικό ή τη-
λεοπτικό σήμα και να το
στέλνει στη συσκευή που
λειτουργεί ως δέκτης:
►Δεν είχαμε καλή λήψη ει-
κόνας, επειδή επικρατούσαν
άσχημες καιρικές συνθήκες.
λιβάδι (το) έκταση γης που καλύπτε- Συνών.: βοσκοτόπι
(Ουσιαστικό, Ο36) ται από χλόη για τη βοσκή Σύνθ.: λιβαδότοπος
(λι-βά-δι, γεν. των ζώων, βοσκότοπος: Οικογ. Λέξ.: λιβαδίσιος
-ού, πληθ. -α) Προσδιορ.: καταπράσινο,
►Την Άνοιξη τα λιβάδια είναι
[µτγν. λιβάδιον (= ανθισμένο, φυσικό, τεχνη-
υγρός τόπος), υπο-
ανθισμένα. τό
κορ. του αρχ. λιβ^ς
(= πηγή)]

λιμάνι (το) 1. φυσική ή τεχνητή δια- Συνών.: σκάλα (1)


(Ουσιαστικό, Ο36) μόρφωση παραλίας ή Σύνθ.: λιμεναρχείο, λιμενο-
(λι-μά-νι, γεν. όχθης ποταμού ή λίμνης φύλακας, μικρολίμανο
-ού, πληθ. -α) Οικογ. Λέξ.: λιμενικός, λι-
για την προστασία και το μενίσκος
[µτγν. λιµένιον,
αγκυροβόλημα των πλοί-
υποκορ. του αρχ.
λιµDν] ων: ►Το καράβι έδεσε στο
118
λόγος
λιμάνι λόγω της θαλασσοτα- Προσδιορ.: φυσικό, απάνε-
ραχής. μο, εμπορικό, διεθνές (1)
2. (μτφ.) τόπος ή άνθρω-
πος στον οποίο αναζητεί
κανείς ασφάλεια, κατα-
φύγιο: ►Βρήκε στους συγγε-
νείς του ένα λιμάνι γαλήνης
και ηρεμίας.

λίπος (το) το πάχος, το ξίγκι: ►Το Οικογ. Λέξ.: λιπαίνω, λι-


(Ουσιαστικό, Ο37) κρέας από το γουρούνι είναι παρός, λιπαρότητα, λίπαν-
(λί-πος, γεν. -ους, κάτασπρο από το λίπος. ση, λιπαντικός, λίπωμα,
πληθ. -η) λιπώδης
[αρχ. λίπος] Προσδιορ.: ζωικό, φυτικό,
Προσοχή! μαγειρικό
τα λίπη – η λύπη
– αυτός λείπει

λιώνω 1. (μτβ.) μεταβάλλω ένα Συνών.: υγροποιώ, ρευστο-


(Ρήμα, Ρ1) στερεό σώμα σε υγρό με ποιώ, διαλύω (1)
(ενεστ. λιώ-νω, αόρ. τη βοήθεια θερμότητας ή Οικογ. Λέξ.: λιώμα, λιώσι-
έλιωσα, παθ. αόρ. μο
με τη διάλυση: ►Ο ήλιος
λιώθηκα, παθ. μτχ.
λιωμένος)
έλιωσε το χιόνι στα βουνά.
[αρχ. λειU (= κάνω 2. (αμτβ.) (μτφ.) κουράζο-
κάτι λείο) < λε`ος] μαι, διαλύομαι: ►Έλιωσε
από την κούραση της εβδομά-
δας.

λόγος (ο) 1. ομιλία, λαλιά: ►Ο λόγος Σύνθ.: λογοκρίνω, λογοτε-


(Ουσιαστικό, Ο14) διαφοροποιεί τον άνθρωπο χνία, λογομαχία, λογοφέρ-
(λό-γος, γεν. -ου, από τα ζώα. νω, λογοδοτώ, λογοπαί-
πληθ. -οι) γνιο πρόλογος, κατάλογος
2. γλώσσα: ►Χρησιμοποιεί Οικογ. Λέξ.: λόγιος, λογι-
[αρχ. λόγος < λέ-
γω]
στις ομιλίες του σωστό λόγο. κός, λογισμός
3. υπόσχεση, εγγύηση: Προσδιορ.: πανηγυρικός,
►Έδωσα το λόγο μου και θα εγκωμιαστικός, έντεχνος
τον τηρήσω. (1, 2)
4. αιτία: ►Για ποιο λόγο δε Φράσεις: ►Δε μου πέφτει
λόγος (= δεν ανακατεύο-
μου μιλάς;
μαι) ►Μασάω τα λόγια
μου (= κρύβω αυτό που
θέλω να πω)

119
λογοτεχνία
Παροιμ.: ►Μεγάλη μπου-
κιά φάε, μεγάλο λόγο μην
πεις

λογοτεχνία (η) 1. ο καλλιεργημένος γρα- Συνών: γραμματεία (2)


(Ουσιαστικό, Ο19) πτός λόγος που προσφέ- Σύνθ.: παραλογοτεχνία
(λο-γο-τε-χνί-α) ρει στον αναγνώστη αι- Οικογ. Λέξ.: λογοτέχνης,
[µεσν. λογοτεχνία] σθητική απόλαυση: ►Έχει λογοτεχνικός, λογοτέχνη-
μα
διαβάσει πολλά βιβλία λογοτε-
Προσδιορ.: κλασική, πα-
χνίας στη ζωή του. γκόσμια, ευρωπαϊκή, νεο-
2. όλα τα λογοτεχνικά ελληνική, αρχαία, παραδο-
έργα μιας εποχής, μιας σιακή, σύγχρονη, παιδική
χώρας ή ενός είδους: ►Ο (1, 2)
«Ερωτόκριτος» είναι ένα από
τα πρώτα σημαντικά έργα της
νεοελληνικής λογοτεχνίας.

λύνω 1. (μτβ.) ξεδένω: ►Έλυσε Αντίθ.: δένω (1)


(Ρήμα, Ρ1) τα κορδόνια των παπουτσιών Σύνθ.: αναλύω, καταλύω,
(λύ-νω, αόρ. έλυσα, του. διαλύω, παραλύω, επιλύω,
παθ. αόρ. λύθηκα, 2. (μτβ.) ελευθερώνω, απολύω, ξεδιαλύνω
παθ. μτχ. λυμένος) Οικογ. Λέξ.: λύση, λύσιμο,
απαλλάσσω κάποιον από
[αρχ. λύω] λύτης, λυτός, λύτρα (τα),
τα δεσμά: ►Έλυσε τα άλογα λυτρώνω
και τα άφησε να βοσκήσουν Φράσεις: ►Λύνω και
στο λιβάδι. δένω (= κάνω ό,τι θέλω)
3. (μτβ.) καταργώ, ακυρώ- ►Λύθηκα στα γέλια (= γέ-
νω: ►Έλυσαν τη συμφωνία λασα πολύ) ►Λύθηκαν τα
τους για την αγορά του αυτο- γόνατά μου (= παράλυσα
κινήτου. από το φόβο) ►Λύνω τη σι-
ωπή μου (= αποφασίζω να
μιλήσω)

λύπη (η) 1. έντονο συναίσθημα, Αντίθ.: χαρά


(Ουσιαστικό, Ο25) ψυχικός πόνος, θλίψη: Συνών: οδύνη (1), λύπηση
(λύ-πη) ►Αισθάνθηκε μεγάλη λύπη (2)
[αρχ. λύπη] για τον άδικο χαμό του φίλου Σύνθ.: περίλυπος
Οικογ. Λέξ.: λυπώ, λυπά-
του.
μαι, λυπηρός, λύπηση, λυ-
2. συμπόνια και οίκτος πητερός
για κάποιον: ►Νιώθει με- Προσδιορ.: αβάσταχτη,
γάλη λύπη για τους φτωχούς βαθιά, πραγματική (1, 2)
και τους αδικημένους.

120
λύρα

λύρα (η) αρχαίο αλλά και σύγχρο- Οικογ. Λέξ.: λυράρης, λυ-
(Ουσιαστικό, Ο19) νο έγχορδο μουσικό όργα- ριτζής, λυρικός, λυρισμός
(λύ-ρα) νο: ►Η λύρα είναι το παρα- Προσδιορ.: κρητική, ποντι-
[αρχ. λύρα] δοσιακό μουσικό όργανο της ακή
Προσοχή! Κρήτης και του Πόντου.
►η λύρα (= το μου-
σικό όργανο) ►η
λίρα (= το νόμισμα)

121
μαγνήτης (ο) 1. είδος ορυκτού σιδήρου Σύνθ.: μαγνητόφωνο, ηλε-
(Ουσιαστικό, Ο5) που έχει την ιδιότητα να κτρομαγνήτης
(μα-γνή-της) έλκει μέταλλα: ►Μάζεψε Οικογ. Λέξ.: μαγνητίζω,
[µεσν. < αρχ. επίθ. τις καρφίτσες με ένα μαγνή- μαγνητικός, μαγνητισμός
µαγνjτις (λίθος)] Προσδιορ.: ορυκτός, φυσι-
τη.
κός, τεχνητός, ισχυρός (1)
2. (μτφ.) καθετί που τρα-
βάει την προσοχή και γο-
ητεύει: ►Οι ταινίες κινούμε-
νων σχεδίων είναι μαγνήτης
για τα παιδιά.

μάζα (η) 1. (φυσ.) η ποσότητα της Οικογ. Λέξ.: μαζί, μαζικός,


(Ουσιαστικό, Ο19) ύλης που περιέχεται σ’ μαζικά (επίρρ.), μαζικότητα,
(μά-ζα, γεν. -ας, ένα σώμα: ►Πρόκειται για μαζεύω, μάζεμα, μάζωμα
πληθ. -ες, γεν. -ών) ένα σώμα με μάζα διακοσίων Προσδιορ.: άμορφη (1),
[αρχ. µάζα < µάσ- άβουλη, λαϊκή (2)
γραμμαρίων.
σω]
2. πλήθος κόσμου, λαός:
►Ο λόγος του συγκινεί τις
μάζες.

μάθηση (η) η σταδιακή απόκτηση Οικογ. Λέξ.: μαθαίνω, μά-


(Ουσιαστικό, Ο28) γνώσεων και η ανάπτυξη θημα, μαθητής
(μά-θη-ση, γεν. -ης, δεξιοτήτων με συστημα- Προσδιορ.: δημιουργική,
-ήσεως, πληθ. -ήσεις) τική μελέτη και άσκηση: γόνιμη, εποικοδομητική
[λόγ. < αρχ. µάθη- ►Η μάθηση συνεχίζεται σε
σις < µανθάνω]
ολόκληρη τη ζωή του ανθρώ-
που.
122
μαντεύω

μαίνομαι 1. (αμτβ.) είμαι γεμάτος Συνών: οργίζομαι (1)


(Ρήμα) οργή, κάνω σαν τρελός: Οικογ. Λέξ.: μανία
(ενεστ. μαί-νο-μαι, ►Μπήκε μαινόμενος στο
παρατ. μαινόμουν, γραφείο και άρχισε να φωνά-
παθ. μτχ. μαινόμε- ζει δυνατά.
νος) 2. (αμτβ.) (μτφ.) εκδηλώ-
[αρχ. µαίνοµαι] νομαι με μεγάλη ορμή και
ένταση: ►Η πυρκαγιά μαί-
νεται ανεξέλεγκτη στο δάσος
από το πρωί.

μακρύς, -ιά, -ύ 1. που έχει μεγάλο μήκος: Αντίθ.: κοντός (1), σύντο-
(Επίθετο, Ε6, άψυχα) ►Φοράει πάντα μια μακριά μος (2)
(μα-κρύς, γεν. -ιού, φούστα. Συνών.: παρατεταμένος,
-ιάς, -ιού, πληθ. -ιοί, 2. που έχει μεγάλη διάρ- μακρόχρονος (2)
-ιές, -ιά) Σύνθ.: μακρόστενος, μα-
κεια: ►Οι μακριές χειμω-
[µεσν. < αρχ. µα- κροπρόθεσμος, ξέμακρος
νιάτικες νύχτες δεν περνού- Οικογ. Λέξ.: μακραίνω,
κρVς]
σαν ποτέ εύκολα. μακριά (επίρρ.)

μανία (η) 1. ψυχική και πνευματι- Συνών.: παραφροσύνη,


(Ουσιαστικό, Ο19) κή διαταραχή: ►Πάσχει τρέλα (1)
(μα-νί-α, γεν. -ας, από μανία καταδίωξης. Σύνθ.: μεγαλομανία, μυθο-
πληθ. -ες, γεν. -ιών) 2. έντονο πάθος για κάτι: μανία, ξενομανία
[αρχ. µανία < µαί- Οικογ. Λέξ.: μανιάζω, μα-
►Έχει μεγάλη μανία με το
νοµαι] νιώδης, μανιακός
ψάρεμα. Προσδιορ.: αγοραστική,
3. μεγάλη οργή, βιαιότη- καταναλωτική, ασυγκρά-
τα: ►Ο εχθρός πολεμούσε με τητη (2)
φοβερή μανία. Φράσεις: ►Γίνομαι πυρ
4. πολύ μεγάλη ένταση, και μανία (= γίνομαι έξω
ορμή: ►Η βάρκα δεν άντεξε φρενών, θυμώνω πολύ)
στη μανία του αέρα.

μαντεύω 1. (μτβ.) προβλέπω όσα Συνών.: προφητεύω, χρη-


(Ρήμα, Ρ2) πρόκειται να συμβούν σμοδοτώ, προλέγω (1)
(ενεστ. μα-ντεύ-ω, στο μέλλον: ►Υποστηρίζει Οικογ. Λέξ.: μάντης, μα-
αόρ. μάντεψα) ότι μπορεί να μαντέψει το ντεία, μαντείο, μαντική,
[αρχ. µαντεύοµαι < μάντεμα
μέλλον.
µάντις]
2. (μτβ.) συμπεραίνω, πι-
θανολογώ: ►Μπορείτε να
μαντέψετε αυτό που ακολού-
θησε ύστερα από μια τέτοια
ομιλία.

123
μάρτυρας

μάρτυρας (ο, η) 1. το πρόσωπο που είναι Σύνθ.: εθνομάρτυρας, πρω-


(Ουσιαστικό, Ο3) παρών σ’ ένα γεγονός: τομάρτυρας, ψευδομάρτυ-
(μάρ-τυ-ρας, γεν. ►Ήμουνα μάρτυρας σ’ ένα ρας
-α, -ος, πληθ. -ες) φοβερό ατύχημα. Οικογ. Λέξ.: μαρτυρώ,
[µεσν. < αρχ. µάρ- 2. αυτός που καταθέτει σε μαρτυρία, μαρτύριο, μαρ-
τυς] δικαστήριο για ορισμέ- τυρικός
νη υπόθεση: ►Ο μάρτυρας Προσδιορ.: αναξιόπιστος,
αυτήκοος, αυτόπτης (1, 2),
απάντησε στις ερωτήσεις των
ύποπτος (2)
δικαστών.
Φράσ.: ►Μάρτυς μου ο
3. όποιος βασανίστηκε ή Θεός (= για επιβεβαίωση
θανατώθηκε για τη θρη- της ειλικρίνειάς μου)
σκευτική του πίστη ή δει-
νοπάθησε για την ιδεολο-
γία του: ►Ο Άγιος Στέφανος
είναι ένας από τους μάρτυρες
της χριστιανικής θρησκείας.
μάταιος, -η, -ο που δε φέρνει αποτέλε- Συνών.: χαμένος, περιτ-
(Επίθετο, Ε2, άψυχα) σμα, άσκοπος, ανώφελος: τός
(μά-ται-ος) ►Οι προσπάθειες που έκανε Σύνθ.: ματαιόδοξος, μαται-
οπονία
[αρχ. µάταιος < ήταν όλες μάταιες. Οικογ. Λέξ.: μάταια (επίρρ.),
µάτην (= µάταιος
ματαίως (επίρρ.), ματαιώνω,
κόπος)]
ματαίωση, ματαιότητα
Προσδιοριζ.: αγώνας, θυ-
σία, αναζήτηση, λόγος, κό-
πος
Φράσεις: ►Επί ματαί™ (=
χωρίς σκοπό ή προοπτική)

μάτι (το) 1. το όργανο της όρασης, Συνών.: βασκανιά (2)


(Ουσιαστικό, Ο36) ο οφθαλμός: ►Έχει πράσι- Σύνθ.: γαλανομάτης, πονό-
(μά-τι, γεν. -ού, να μάτια. ματος, κατάματα, ανοιχτο-
μάτης
πληθ. -α) 2. μάτιασμα: ►Έβαλε φυλα- Οικογ. Λέξ.: ματάκι, ματιά,
[µεσν. µάτιν < αρχ. χτό, για να μην τον πιάνει το ματιάζω, μάτιασμα
‚µµάτιον] μάτι. Προσδιορ.: άγρυπνο (1)
3. (μτφ.) οι οφθαλμοί Φράσεις: ►Τα μάτια σου
των βλαστών στα φυτά: δεκατέσσερα (= να είσαι
►Αφήνει σε κάθε κλωνάρι και προσεκτικός) ►Δεν πι-
από ένα μάτι. στεύω στα μάτια μου (= για
έντονη έκπληξη)
μάχη (η) 1. ένοπλη σύγκρουση δύο Συνών.: συμπλοκή, σύρρα-
(Ουσιαστικό, Ο25) στρατών: ►Η μάχη του ξη (1), αγώνας (2)
(μά-χη, γεν. -ης, Μαραθώνα έγινε το 490 π.Χ. Σύνθ.: αερομαχία, γιγαντο-
πληθ. -ες, γεν. -ών) 2. έντονη προσπάθεια για μαχία, λογομαχία, ναυμα-
[αρχ. µάχη < µάχο- την επιτυχία ενός σκοπού: χία
µαι] ►Όλοι πρέπει να δώσουμε τη
Προσδιορ.: αμφίρροπη, έν-
δοξη, ιστορική, ομηρική (1)
μάχη για καλύτερη παιδεία.
124
μέθοδος
Οικογ. Λέξ.: μάχομαι, μα-
χητής, μάχιμος, μαχητικό-
τητα

μεγάλος, -η, -ο 1. αυτός που έχει μεγαλύ- Αντίθ.: μικρός (1, 2, 3)


(Επίθετο, Ε2, έμψυχα τερες διαστάσεις από τις Συνών.: υπέρμετρος (1),
και άψυχα) συνηθισμένες: ►Μένει σ’ γέρος (2), σημαντικός, αξι-
(με-γά-λος) ένα πολύ μεγάλο σπίτι. όλογος (3)
[µεσν. µεγάλος < Σύνθ.: μεγαλοπρεπής, με-
2. ενήλικος, ηλικιωμένος:
αρχ. µέγας] γαλόψυχος
►Πρέπει να σεβόμαστε τους
Οικογ. Λέξ.: μεγαλώνω,
μεγάλους. μεγάλωμα, μεγαλοσύνη,
3. ισχυρός, δυνατός, διά- μεγαλείο
σημος, σπουδαίος, ένδο- Προσδιοριζ.: απώλεια, δα-
ξος: ►Ο Φλέμιγκ υπήρξε πάνη, ενδιαφέρον, έκπληξη
μεγάλος επιστήμονας. (1)
Φράσεις: ►Μεγάλη Εβδο-
μάδα (= η Εβδομάδα των
Παθών του Χριστού)

μέγεθος (το) η έκταση και ο όγκος ενός Οικογ. Λέξ.: μεγεθύνω, με-
(Ουσιαστικό, Ο38) πράγματος: ►Τακτοποίησε γέθυνση, μεγεθυντικός
(μέ-γε-θος, γεν. τα βιβλία του κατά μέγεθος. Προσδιορ.: οικονομικό,
-έθους, πληθ. -έθη) ποιοτικό
[αρχ. µέγεθος < µέ-
γας]

μέθοδος (η) 1. έρευνα ή εξέταση ενός Συνών.: σύστημα, μεθοδο-


(Ουσιαστικό, Ο29) ζητήματος με βάση ορι- λογία (1), τρόπος, διαδικα-
(μέ-θο-δος, γεν. σμένους κανόνες: ►Στο σία (2)
-όδου, πληθ. -οι) μάθημα της Φυσικής χρησι- Σύνθ.: μεθοδολογία
[αρχ. µέθοδος < Οικογ. Λέξ.: μεθοδεύω, με-
μοποιούμε, κυρίως, την πει-
µετ^ + †δVς] θοδικός, μεθοδικότητα
ραματική μέθοδο. Προσδιορ.: αποδεικτική,
2. ο συστηματικός τρόπος επιστημονική (1), αναλυτι-
που ακολουθούμε, για να κή, συνθετική, εργαστηρι-
φτάσουμε σε ένα ορισμένο ακή, διπλωματική (2)
αποτέλεσμα: ►Ακολουθεί
πολύ καλή μέθοδο στο διάβα-
σμα που κάνει για τις εξετάσεις.
3. (μαθημ.) τρόπος λύσης
ορισμένων προβλημάτων:
►Το πρόβλημα αυτό λύνεται
εύκολα με τη μέθοδο αναγω-
γής στη μονάδα.

125
μεθώ

μεθώ 1. (αμτβ.) θολώνει το μυα- Συνών.: μεθοκοπώ (1)


(Ρήμα, Ρ5) λό μου από υπερβολική Οικογ. Λέξ.: μέθη, μέθυσος,
(ενεστ. με-θώ, αόρ. κατανάλωση οινοπνευμα- μεθύσι, μεθύστακας
μέθυσα, παθ. μτχ. τώδους ποτού: ►Μέθυσε Παροιμ.: ►Του μεθυσμέ-
μεθυσμένος) νου και τα φρόνιμα λόγια
και δεν μπορούσε να γυρίσει
[µεσν. < αρχ. µε- τα παίρνει ο άνεμος
στο σπίτι του.
θύω < µέθυ]
2. (μτβ.) (μτφ.) προκαλώ
έντονα συναισθήματα εν-
θουσιασμού και ευχαρί-
στησης: ►Η νίκη της ομάδας
μέθυσε τους φιλάθλους της.

μειονότητα (η) ομάδα πολιτών ενός κρά- Αντίθ.: πλειονότητα


(Ουσιαστικό, Ο22) τους που διαφέρει ως Οικογ. Λέξ.: μειονοτικός
(μει-ο-νό-τη-τα, γεν. προς την καταγωγή, τη Προσδιορ.: εθνική, γλωσ-
-ας, πληθ. -ες, γεν. γλώσσα ή τη θρησκεία σική, θρησκευτική, κοινω-
-ήτων) νική
από τον υπόλοιπο πληθυ-
[λόγ. µειονότητα <
σμό: ►Η ελληνική μειονότη-
µείων, µεταφρ. δάν.
τα της Αλβανίας έχει μία με-
γαλλ. minorité]
γάλη πολιτιστική παράδοση.

μελετώ 1. (μτβ.) προσπαθώ να Συνών.: προτίθεμαι (2)


(Ρήμα, Ρ5) μάθω κάτι με διάβασμα Σύνθ.: καλομελετώ
(ενεστ. με-λε-τώ, αόρ. ή με άσκηση: ►Μελετώ Οικογ. Λέξ.: μελέτη, μελε-
μελέτησα, παθ. αόρ. τα μαθήματά μου για πολλές τητής, μελετηρός
μελετήθηκα, παθ. Παροιμ.: ►Καλομελέτα κι
ώρες την ημέρα.
μτχ. μελετημένος) έρχεται
2. (μτβ.) σκοπεύω να κάνω
[αρχ. µελετU < µέ-
λει] κάτι: ►Τι μελετάς να σπου-
δάσεις;
3. (μτβ.) εξετάζω με κάθε
λεπτομέρεια, ερευνώ: ►Οι
μετεωρολόγοι μελετούν τα
καιρικά φαινόμενα.

μέρος (το) 1. το τμήμα από ένα σύ- Συνών: κομμάτι, υποδιαί-


(Oυσιαστικό, Ο37) νολο: ►Κάθε μήνα καταθέ- ρεση (1)
(μέ-ρος, γεν. -ους, τει ένα μέρος του μισθού του Σύνθ.: απόμερος, παράμε-
πληθ. -η) στην Τράπεζα. ρος, παράμερα (επίρρ.), με-
ροληπτώ
[αρχ. µέρος < µεί- 2. τόπος, περιοχή: ►Η ιδι-
ροµαι (= µοιράζω)] Οικογ. Λέξ.: μεριά, μερί-
αίτερη πατρίδα μου είναι το δα, μερίδιο, μέρισμα, μερι-
καταλληλότερο μέρος για ηρε- κός, μερτικό
μία και ξεκούραση.

126
μετανιώνω
3. (γραμμ.) (μέρη του λό- Προσδιορ.: αναπόσπαστο
γου) καθεμιά από τις (1), γνώριμο (1, 2), κλιτό
κατηγορίες στις οποίες (γραμμ.) (3), ερημικό (2),
χωρίζονται οι λέξεις: ►Τα κατάλληλο, ιδανικό (1, 2)
μέρη του λόγου είναι άρθρο, Φράσεις: ►Παίρνω το μέ-
ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυ- ρος κάποιου (= τον υποστη-
ρίζω) ►Τι μέρος του λόγου
μία, ρήμα, πρόθεση, σύνδε-
είναι; (= τι άνθρωπος εί-
σμος και επιφώνημα.
ναι;)
μεστός, -ή, -ό 1. που είναι γεμάτος και Αντίθ.: άγουρος, αγίνωτος
(Επίθετο, Ε1, άψυχα) πλήρης: ►Ο γραπτός λόγος (2)
(με-στός) που χρησιμοποιεί είναι με- Συνών.: μεστωμένος
[αρχ. µεστVς] στός και σαφής. Σύνθ.: κατάμεστος
Οικογ. Λέξ.: μεστώνω, μέ-
2. ώριμος, γινωμένος: ►Τα
στωμα, μεστότητα
σταφύλια είναι μεστά και ήδη Προσδιοριζ: στάχυα (τα)
έτοιμα για τρύγο.
μετακομίζω 1. (μτβ.) μεταφέρω την Συνών.: μετακινώ (1), με-
(Ρήμα, Ρ4) οικοσκευή μου από ένα τοικώ (2)
(ενεστ. με-τα-κο-μί- σπίτι σε κάποιο άλλο: Σύνθ.: διαμετακομίζω
ζω, αόρ. μετακόμι- ►Μετακομίσαμε τα έπιπλα
Οικογ. Λέξ.: μετακόμιση
σα) στο νέο διαμέρισμα που αγο-
[αρχ. µετακοµίζω]
ράσαμε.
2. (αμτβ.) αλλάζω κατοι-
κία: ►Θα μετακομίσουμε από
την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη.
μετανάστευση ατομική ή ομαδική μετα- Αντίθ.: επαναπατρισμός
(η) κίνηση από την πατρική Συνών.: αποδημία, ξενιτε-
(Ουσιαστικό, Ο28) γη σε άλλο τόπο της ίδιας μός
(με-τα-νά-στευ-ση, χώρας ή σε ξένη χώρα με Οικογ. Λέξ.: μετανάστης,
γεν. -ης, -εύσεως, μεταναστεύω, μεταναστευ-
σκοπό την εργασία: ►Η
πληθ. -εύσεις, γεν. τικός
μετανάστευση στη Γερμανία
-εύσεων)
κατά τη δεκαετία του ’60
[µεσν. µετανά-
στευσις < µετανα- άδειασε τα χωριά μας.
στεύω]
μετανιώνω 1. (αμτβ.) αλλάζω γνώμη Συνών.: μεταμελούμαι (2)
(Ρήμα, Ρ1) ή απόφαση: ►Τελικά μετά- Οικογ. Λέξ.: μετανοώ, με-
(ενεστ. με-τα-νιώ-νω, νιωσε και δε θα ταξιδέψει αύ- τάνοια, μετάνιωμα
αόρ. μετάνιωσα, παθ. ριο με το τρένο.
μτχ. μετανιωμένος) 2. (αμτβ.) λυπάμαι για
[µεσν. < αρχ. µετα- κάτι που έκανα ή παρέλει-
νοU] ψα να κάνω: ►Μετάνιωσε
για όσα είπε και μας ζήτησε
συγγνώμη.
127
μεταρρύθμιση

μεταρρύθμιση το σύνολο των αλλαγών Συνών.: μετασχηματισμός,


(η) και των βελτιώσεων σ’ τροποποίηση, αναμόρφω-
(Ουσιαστικό, Ο28) ένα κοινωνικό σύστημα, ση
(με-ταρ-ρύθ-μι-ση, σ’ ένα νόμο ή θεσμό με Οικογ. Λέξ.: μεταρρυθμί-
γεν. -ης, -ίσεως, πληθ. ζω, μεταρρυθμιστής, μεταρ-
στόχο την αλλαγή προς το
-ίσεις, γεν. -ίσεων) ρυθμιστικός
καλύτερο: ►Στο εκπαιδευτι- Προσδιορ.: γλωσσική, εκ-
[µεσν. µεταρρύθ-
κό μας σύστημα έχουν γίνει παιδευτική, θρησκευτική,
µισις < µεταρρυθ-
µίζω] αρκετές μεταρρυθμίσεις. κοινωνική, πολιτική, συ-
νταγματική, οικονομική

μεταφέρω 1. (μτβ.) φέρνω κάποιον Συνών.: κουβαλώ (1)


(Ρήμα, Ρ1) ή κάτι από έναν τόπο σε Φράσεις: ►Μετέφερα τα
(ενεστ. με-τα-φέ-ρω, άλλο, μετακομίζω: ►Όταν εκλογικά μου δικαιώματα
αόρ. μετέφερα, παθ. πηγαίνω στο σχολείο, μεταφέ- (= ψηφίζω σε άλλο μέρος)
αόρ. μεταφέρθηκα, ►Μετέφερε το μάθημα (=
ρω τα βιβλία μου στη σχολική
παθ. μτχ. μεταφερ- θα εξεταστεί το επόμενο
τσάντα. εξάμηνο ή έτος) ►Το έργο
μένος)
2. (μτβ.) μεταβιβάζω χρή- μεταφέρθηκε στην τηλεό-
[αρχ. µεταφέρω]
ματα ή ακίνητη περιου- ραση (= παίχτηκε)
σία: ►Μετέφερε τα χρήματα
σε άλλο λογαριασμό.
3. (μτβ.) (μτφ.) μεταφρά-
ζω: ►Ο Ι. Κακριδής μετέφερε
τον Όμηρο στη δημοτική.

μεταχειρίζομαι 1. (μτβ.) χρησιμοποιώ: ► Οικογ. Λέξ.: μεταχείριση,


(Ρήμα, Ρ4) Μεταχειρίζεται το ταξί πολύ μεταχειρισμένος
(ενεστ. με-τα-χει-ρί- συχνά.
ζο-μαι, παθ. αόρ. με- 2. (μτβ.) συμπεριφέρομαι:
ταχειρίστηκα, παθ. ►Έμαθε να μεταχειρίζεται
μτχ. μεταχειρισμέ-
τους άλλους με καλοσύνη και
νος)
[αρχ. µεταχειρίζο- ευπρέπεια.
µαι]

μετεωρολογία η επιστήμη που μελετά Οικογ. Λέξ.: μετεωρολό-


(η) τα ατμοσφαιρικά φαι- γος, μετεωρολογικός
(Ουσιαστικό, Ο21) νόμενα και αξιοποιεί τα
(με-τε-ω-ρο-λο-γί-α, επιστημονικά δεδομένα
γεν. -ας, πληθ. - ) στην πρόγνωση του και-
[λόγ. < γαλλ. me- ρού: ►Οι προβλέψεις της
teorologie < αρχ.
μετεωρολογίας είναι ιδιαίτερα
µετεωρολογία]
χρήσιμες για τους αγρότες.
128
μήνυμα

μετριοφροσύνη το να μην έχει κανείς με- Αντίθ.: έπαρση, αλαζονεία


(η) γάλη ιδέα για τον εαυτό Συνών.: σεμνότητα
(Ουσιαστικό, Ο25) του, το να μην καυχιέται Οικογ. Λέξ.: μετριόφρων
(με-τρι-ο-φρο-σύ- για τις ικανότητες ή τις
νη, γεν. -ης, πληθ. - ) επιτυχίες του: ►Από μετρι-
[µτγν. µετριοφρο-
οφροσύνη σπάνια αναφέρει τα
σύνη < µετριό-
φρων] βιβλία που έγραψε.

μετρό (το) υπόγειος ηλεκτρικός σι-


(Ουσιαστικό, άκλ.) δηρόδρομος σε μεγάλη
(με-τρό) πόλη: ►Το μετρό της Αθήνας
[λόγ. < γαλλ. metro έδωσε λύση σε μεγάλο βαθμό
< µητροπολιτικός] στο κυκλοφοριακό πρόβλημα
της πόλης.
μέτωπο (το) 1. το μέρος του προσώπου Συνών: κούτελο (1), πρόσο-
(Ουσιαστικό, Ο34) ανάμεσα στα μαλλιά και ψη (3)
(μέ-τω-πο, γεν. τα φρύδια: ►Τον ξεχώριζες Σύνθ.: αντιμέτωπος, πολυ-
-ώπου, πληθ. -α) από ένα μεγάλο σημάδι στο μέτωπος, διμέτωπος
[αρχ. µέτωπον] Οικογ. Λέξ.: μετωπιαίος,
μέτωπο.
μετωπικός
2. (μτφ.) η πρώτη γραμμή Προσδιορ.: αρυτίδωτο,
στρατιωτικών επιχειρή- ακηλίδωτο, ρυτιδωμένο (1),
σεων σε καιρό πολέμου: οχυρωμένο (2)
►Μετά από μεγάλες μάχες Φράσεις: ►Έχω καθαρό το
έσπασαν το μέτωπο του εχθρού μέτωπό μου (= έχω καθαρή
και κατέλαβαν την περιοχή. συνείδηση) ►Η κατάρρευ-
3. το μπροστινό μέρος ση του μετώπου (= η ήττα
ενός κτιρίου, ενός οικο- ενός στρατού) ►Ανοίγω
μέτωπο (= συγκρούομαι )
πέδου: ►Η πολυκατοικία που
μένουμε έχει μέτωπο προς την
κεντρική πλατεία.
μήνυμα (το) 1. είδηση, πληροφορία Συνών.: άγγελμα, μαντάτο
(Ουσιαστικό, Ο40) που μεταβιβάζεται προ- (1)
(μή-νυ-μα, γεν. φορικά ή γραπτά σε κά- Σύνθ.: προμήνυμα
-ύματος, πληθ. ποιον που βρίσκεται μα- Οικογ. Λέξ.: μηνώ, μηνύω,
–ύματα) μήνυση, μηνυτής, μηνυτή-
κριά: ►Ο Φειδιππίδης έφερε
[αρχ. µήνυµα < µη- ριος
στους Αθηναίους το μήνυμα Προσδιορ.: αντιπολεμικό,
νύω]
της νίκης. χαρμόσυνο (1, 2), εγκάρδιο,
2. το βαθύτερο νόημα που διαφημιστικό, επίσημο, πα-
μεταδίδει κάποιος με το νηγυρικό (1)
έργο του σε άλλους: ►Η
ταινία αυτή περιέχει αντιπο-
λεμικά μηνύματα.
129
μισθός
μισθός (ο) η χρηματική αμοιβή για Συνών.: αποδοχές, απολα-
(Ουσιαστικό, Ο13) εργασία ενός μηνός: ►Οι βές
(μι-σθός) Σύνθ.: άμισθος, μισθοδο-
εργαζόμενοι ζητούν αύξηση
σία, μισθολόγιο, μισθοφό-
[αρχ. µισθVς] μισθών και ημερομισθίων. ρος, ημερομίσθιο, υψηλό-
μισθος, ωρομίσθιος
Οικογ. Λέξ.: μισθώνω, μί-
σθωμα, μισθωτός, μισθω-
τήριο
Προσδιορ.: βασικός, μηνι-
αίος, συντάξιμος
μνήμη (η) 1. η ικανότητα του νου να Αντίθ.: αμνησία (1), λη-
(Ουσιαστικό, Ο25) συγκρατεί και να θυμάται σμονιά (2)
(μνή-μη, γεν. -ης, κάποιος ό,τι βλέπει και Συνών: μνημονικό, θυμη-
πληθ. -ες, γεν. - ) μαθαίνει: ►Θυμάται πολλές τικό (1)
[αρχ. µνήµη < µι- χρονολογίες, γιατί έχει γερή Οικογ. Λέξ.: μνημονεύω,
µνήσκω (= θυµί- μνήμη. μνημονικός
ζω)] 2. θύμηση, ανάμνηση: Προσδιορ.: αιώνια (2),
►Πρόσφερε στο γηροκομείο
καταπληκτική, αδύνατη,
εξασθενημένη, επιλεκτική
ένα χρηματικό ποσό στη μνή-
(1, 2)
μη του πατέρα του.
Φράσεις: ►Μνήμη ελέφα-
3. τμήμα του υπολογιστή ντα (= για πολύ καλή μνή-
στο οποίο αποθηκεύονται μη) ►Αιωνία του η μνήμη
πληροφορίες: ►Η προσω- (= για να θυμόμαστε και να
ρινή μνήμη του υπολογιστή τιμάμε κάποιο νεκρό)
ονομάζεται RAM.
μοιάζω 1. (μτβ.) έχω παρόμοια Σύνθ.: παρομοιάζω
(Ρήμα, Ρ4) χαρακτηριστικά με κά- Οικογ. Λέξ.: όμοιος, ομοι-
(ενεστ. μοιά-ζω, αόρ. ποιον: ►Μοιάζει πολύ στη ότητα
έμοιασα) μητέρα του.
[µεσν. µοιάζω < 2. (μτβ.) δίνω την εντύ-
µτγν. οµοιάζω < πωση, φαίνομαι: ►Ο πο-
αρχ. ›µοιος] δοσφαιρικός αγώνας που πα-
ρακολουθούμε μοιάζει να έχει
μεγάλο ενδιαφέρον.

μοιράζω 1. (μτβ.) χωρίζω κάτι σε Συνών.: διαμοιράζω, κατα-


(Ρήμα, Ρ4) κομμάτια, τεμαχίζω, δια- νέμω (1)
(ενεστ. μοι-ρά-ζω, νέμω: ►Μοίρασε την περιου- Σύνθ.: διαμοιράζω, ξανα-
αόρ. μοίρασα, παθ. σία του στα δυο παιδιά του. μοιράζω
αόρ. μοιράστηκα, 2. (μτβ.) (μτφ.) σκορπίζω: Οικογ. Λέξ.: μοιρασιά, μοί-
παθ. μτχ. μοιρασμέ- ►Ο υποψήφιος μοιράζει σε ρασμα
νος) όλους υποσχέσεις. Φράσεις: ►Δεν έχουμε να
[µεσν. µοιράζω < 3. (μτβ.) (μέσ.) παίρνω μοιράσουμε τίποτα (= δεν
αρχ. µοιρU] μερίδιο από τη μοιρασιά: υπάρχει λόγος να φιλονι-
►Τα παιδιά μοιράστηκαν τα
κούμε)
χρήματα από τα κάλαντα.
130
μυρίζω

μόλυνση (η) 1. η μετάδοση μικροβίων Οικογ. Λέξ.: μολύνω, μο-


(Ουσιαστικό, Ο28) που μπορούν να προκαλέ- λυσματικός, μολυσμένος
(μό-λυν-ση, γεν. σουν ασθένειες σε ζωντα-
-ης, -ύνσεως, πληθ. νούς οργανισμούς: ►Τα
-ύνσεις) σκουπίδια στους δρόμους απο-
[µτγν. µόλυνσις] τελούν εστίες μόλυνσης για
τους κατοίκους της περιοχής.
2. η ρύπανση του περι-
βάλλοντος από βλαβερές
ουσίες: ► Η μόλυνση της
ατμόσφαιρας οφείλεται και
στο μεγάλο αριθμό αυτοκινή-
των.
μορφώνω (μτβ.) βελτιώνω κάποιον Σύνθ.: επιμορφώνω, ανα-
(Ρήμα, Ρ1) πνευματικά και ηθικά με μορφώνω, διαμορφώνω,
(ενεστ. μορ-φώ-νω, νέες γνώσεις που παρέ- συμμορφώνω, μεταμορφώ-
αόρ. μόρφωσα, παθ. χονται συνήθως στο σχο- νω
αόρ. μορφώθηκα, λείο: ►Αγωνίστηκε με κάθε Οικογ. Λέξ.: μορφή, μόρ-
παθ. μτχ. μορφωμέ- φωση, μορφωτικός
τρόπο να μορφώσει τα παιδιά
νος)
του.
[µτγν. µορφU <
αρχ. µορφD]

μύθος (ο) 1. φανταστική διήγηση Συνών.: παραμύθι (1)


(Ουσιαστικό, Ο14) που αναφέρεται κυρίως Σύνθ.: μυθιστόρημα, μυθο-
(μύ-θος) σε θεούς και ήρωες και λογία, παραμύθι
[λόγ. < αρχ. µZθος] μεταδίδεται συνήθως Οικογ. Λέξ.: μυθικός, μύ-
προφορικά από γενιά θευμα, μυθώδης
Προσδιορ.: έμμετρος, αλ-
σε γενιά: ►Στα παιδιά αρέ-
ληγορικός, παροιμιώδης,
σουν ιδιαίτερα οι μύθοι του παιδαγωγικός, αισώπειος
Αισώπου. (1)
2. η υπόθεση κάθε καλλι-
τεχνικού και κυρίως λο-
γοτεχνικού έργου: ►Στο
θεατρικό έργο που παρακο-
λουθήσαμε μας εντυπωσίασε
ιδιαίτερα η εξέλιξη του μύθου,
που ήταν γεμάτη από εκπλή-
ξεις.
μυρίζω 1. (μτβ.) αντιλαμβάνομαι
(Ρήμα, Ρ4) με την όσφρηση μια μυ-
(ενεστ. μυ-ρί-ζω, αόρ. ρωδιά: ►Μύρισα στον κήπο
μύρισα, παθ. αόρ. μυ- το άρωμα των ρόδων.
ρίστηκα)
131
μυστήριο
[µεσν. µυρίζω < 2. (αμτβ.) (απρόσ.) υπάρχει Συνών.: οσφραίνομαι
αρχ. µZρον] μια ευχάριστη ή δυσάρε- οσμίζομαι (1), προαισθάνο-
στη μυρωδιά: ►Στ’ αλήθεια μαι, υποπτεύομαι (3)
μυρίζει πολύ ωραία. Οικογ. Λέξ.: μύρο
Φράσεις: ►Μυρίζει μπα-
3. (μτβ.) (μέσ.) υποψιάζο-
ρούτι (= φαίνεται ότι μπο-
μαι, έχω προαίσθημα για ρεί να ξεσπάσει φασαρία,
κάτι: ►Μυρίστηκα αμέσως καβγάς)
ότι κάτι μου κρύβεις. Παροιμ. : ►Ο Φλεβάρης κι
αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα
μυρίσει

μυστήριο (το) 1. μία από τις επτά ιερές Οικογ. Λέξ.: μυστήριος,
(Ουσιαστικό, Ο34) τελετές των Χριστιανών, μυστηριώδης, μυστικός,
(μυ-στή-ρι-ο, γεν. με την οποία μεταδίδεται μυστικότητα
-ίου, πληθ. -α) η Θεία Χάρη: ►Τέλεσαν το Προσδιορ.: αδιευκρίνιστο,
[αρχ. µυστήριον < ανεξερεύνητο, αξεδιάλυτο
μυστήριο της βάπτισης του
µύστης < µύω] (1)
παιδιού τους σ’ ένα γραφικό
ξωκλήσι.
2. καθετί που είναι άγνω-
στο, ανεξήγητο ή ακατα-
νόητο: ►Η αστυνομία προ-
σπαθεί να λύσει το μυστήριο
της εξαφάνισης του παιδιού.

132
ναδίρ (το) 1. το σημείο στο οποίο η Αντ.: ζενίθ (1, 2)
(Ουσιαστικό, άκλ.) κατακόρυφη γραμμή που
(να-δίρ) περνάει από τον παρατη-
[λόγ. < γαλλ. nadir] ρητή, συναντά προς τα
κάτω τον ουράνιο θόλο:
►Το ναδίρ και το ζενίθ βρί-
σκονται σε αντίθετη κατεύ-
θυνση.
2. το κατώτερο σημείο
μιας εξέλιξης, σε αντίθεση
με το ζενίθ: ►Η επίδοσή του
βρέθηκε ξαφνικά από το ζενίθ
στο ναδίρ.
ναός (ο) το κτίριο, ο τόπος όπου Συνών.: εκκλησία, Οίκος
(Ουσιαστικό, Ο13) συγκεντρώνονται οι πι- Θεού
(να-ός) στοί μιας θρησκείας Σύνθ.: πρόναος
[αρχ. ναVς < ναίω και τελούν τη λατρεία Προσδιορ.: αφιερωμένος,
(= κατοικώ)] αναστηλωμένος, ενορια-
τους: ►Ο ναός του Αγίου
κός, πάνσεπτος, περίστυλος
Σπυρίδωνα βρίσκεται στο κέ- Φράσεις: ►Ναός της
ντρο της Κέρκυρας. Θέμιδος (= το δικαστήριο)

ναύτης (ο) αυτός που εργάζεται σε Συνών: ναυτικός


(Ουσιαστικό, Ο5) πλοίο ή υπηρετεί τη θη- Σύνθ.: ναυτεργάτης, ναυτο-
(ναύ-της, γεν. -η, τεία του σ΄ αυτό χωρίς να δικείο, πεζοναύτης, αστρο-
πληθ. -ες, γεν. -ών) είναι βαθμοφόρος: ►Στο ναύτης, κοσμοναύτης
[αρχ. ναύτης < ναZς Οικογ. Λέξ.: ναυτικό, ναυ-
πλοίο υπηρετούν τη θητεία
(= πλοίο)] τικός, ναυτιλία, ναυτιλια-
τους δέκα ναύτες. κός
Προσδιορ.: γενναίος, δόκι-
μος, έφεδρος
133
νερό

νερό (το) 1. υγρό άχρωμο, άοσμο Συνών.: ύδωρ (1)


(Ουσιαστικό, Ο31) και άγευστο, που είναι Σύνθ.: νεροποντή, χιονό-
(νε-ρό) απαραίτητο για τη ζωή νερο
[µεσν. νερVν < Οικογ. Λέξ.: νερώνω, νε-
ανθρώπων, ζώων και φυ- ρουλάς
µτγν. νηρVν < αρχ.
νεαρVν]
τών: ►Το νερό της θάλασσας Προσδιορ.: αποσταγμένο,
είναι αρμυρό. γλυφό, γάργαρο (1)
2. το νερό της βροχής, η Φράσεις: ►Πίνω νερό στ’
βροχή: ►Σήμερα έριξε πολύ όνομά του (= τον εκτιμώ)
νερό. ►Βάζω το νερό στ’ αυλάκι
(= αρχίζει κάτι να λειτουρ-
γεί σωστά) ►Μια τρύπα
στο νερό (= τίποτε) ►Βάζω
νερό στο κρασί (= μετριά-
ζω)

νέφος (το) 1. σύννεφο: ►Τα νέφη συ- Συνών.: νεφέλη (1)


(Ουσιαστικό, Ο37) γκεντρώθηκαν στον ουρανό Σύνθ.: σύννεφο, νεφοσκε-
(νέ-φος, γεν. -ους, και έφεραν δυνατή βροχή. πής
πληθ. -η) 2. δηλητηριώδες σύννεφο Οικογ. Λέξ.: νεφελώδης,
[αρχ. νέφος] νεφέλωμα
από καπνούς και αέρια:
Προσδιορ.: ραδιενεργό,
►Το νέφος δημιουργεί πολλά
φωτοχημικό (2)
προβλήματα στους κατοίκους
των μεγάλων πόλεων.

νικώ 1. (μτβ.) κερδίζω τους Αντίθ.: ηττώμαι (1, 2), χάνω


(Ρήμα, Ρ5) αντιπάλους μου σε μάχη (1)
(ενεστ. νι-κώ, αόρ. ή αγώνα: ►Οι Έλληνες νί- Συνών: επικρατώ (1), επι-
νίκησα, παθ. αόρ. κησαν τους Πέρσες στη μάχη βάλλομαι (2)
νικήθηκα, παθ. μτχ. Σύνθ.: κατανικώ
του Μαραθώνα.
νικημένος) Οικογ. Λέξ.: νίκη, νικητής,
2. (μτβ.) (μτφ.) συγκρατώ, νικητήριος, Νίκη, Νικήτας
[αρχ. νικU]
ελέγχω: ► Νίκησε το πάθος Φράσεις: ►Νικώ κατά
του για το κάπνισμα. κράτος (= νικώ ολοκληρω-
τικά)

νιώθω 1. (αμτβ.) αισθάνομαι: Συνών.: κατανοώ (3)


(Ρήμα, Ρ4) ►Νιώθω πολύ καλά σήμερα.
(ενεστ. νιώ-θω, αόρ. 2. (μτβ.) συναισθάνομαι:
ένιωσα) ►Ένιωσα το λάθος μου και το
[µεσν. γνώθω < διόρθωσα.
αρχ. γιγνώσκω]
3. (μτβ.) καταλαβαίνω,
αντιλαμβάνομαι: ►Του μι-
λάς και δε νιώθει τι του λες.

134
νόμος

νόημα (το) 1. σημασία, έννοια: ►Τα Οικογ. Λέξ.: νοώ, νους, νό-
(Ουσιαστικό, Ο40) παιδιά κατάλαβαν το νόημα ηση, νοημοσύνη, νοήμων,
(νό-η-μα, γεν. –ήμα- του ποιήματος. νοηματικός
τος, πληθ. –ήματα) 2. γνέψιμο, νεύμα: ►Τους Προσδιορ.: αινιγματικό,
[αρχ. νόηµα < νοU] αλληγορικό (1, 2), ασύλλη-
έκανε νόημα να φύγουν.
πτο (1)

νοημοσύνη (η) η πνευματική ικανότητα Συνών: ευφυΐα


(Ουσιαστικό, Ο26) του να καταλαβαίνει κα- Οικογ. Λέξ.: νοήμων
(νο-η-μο-σύ-νη, γεν. νείς και να προσαρμόζε- Προσδιορ.: ανώτερη, συναι-
-ης, πληθ. - ) ται σε νέες καταστάσεις, σθηματική, χαμηλή, υψηλή
[< αρχ. νοήµων] Φράσεις: ►Δείκτης νοημο-
για να πετυχαίνει τους
σύνης (= βαθμός ευφυΐας)
στόχους του: ►Οι μεγάλοι
επιστήμονες διακρίνονται για
την υψηλή νοημοσύνη τους.

νοικιάζω 1. (μτβ.) δίνω ένα χρημα- Συνών: μισθώνω (1), εκμι-


(Ρήμα, Ρ4) τικό ποσό, για να χρησι- σθώνω (2)
(ενεστ. νοι-κιά-ζω, μοποιήσω ένα ακίνητο Οικογ. Λέξ.: ενοίκιο, νοί-
αόρ. νοίκιασα, παθ. ή κάποιο αντικείμενο: κιασμα, νοικάρης, ενοικια-
αόρ. νοικιάστηκα, ►Νοίκιασε για δική του χρή- στής, ενοικιαστήριο, ξενοί-
παθ. μτχ. νοικιασμέ- ση ένα μικρό διαμέρισμα στο κιαστος, ανοίκιαστος
νος) κέντρο της πόλης.
[µεσν. νοικιάζω < 2. (μτβ.) παίρνω ένα χρη-
ελνστ. ~νοικιάζω <
ματικό ποσό, για ν’ αφή-
αρχ. ~νοίκιον]
σω κάποιον να χρησι-
μοποιεί ένα χώρο ή ένα
ακίνητο: ►Νοικιάζω δυο
διαμερίσματα σε φοιτητές.

νόμος (ο) 1. γραπτός κανόνας δι- Συνών.: νομοθέτημα, θέ-


(Ουσιαστικό, Ο14) καίου που ρυθμίζει τις σπισμα (1), αρχή (2)
(νό-μος) σχέσεις των πολιτών με- Σύνθ.: νομοθέτης, νομο-
[αρχ. νόµος < νέµω ταξύ τους και με την πο- σχέδιο, νομομαθής, νομο-
(= µοιράζω)] λιτεία: ►Ο νόμος αυτός ανα- ταγής, άνομος, σύννομος,
Προσοχή! φέρεται στα δικαιώματα των παράνομος
νόµος = γραπτός Οικογ. Λέξ.: νόμιμα
παιδιών.
κανόνας δικαίου (επίρρ.), νόμιμος, νομιμότη-
2. κανόνας που ρυθμίζει
νοµός = διοικητικό τα, νομικός
την ανθρώπινη συμπερι- Προσδιορ.: άγραφος, θείος
διαµέρισµα κρά-
φορά: ►Η προστασία της (2) αντεργατικός, εκλογι-
τους
ζωής είναι γι’ αυτόν βασικός κός, φορολογικός (1)
νόμος και για το λόγο αυτό Φράσεις: ►Παίρνω το
προσφέρει τις υπηρεσίες του νόμο στα χέρια μου (= τι-
εθελοντικά σ’ ένα Κέντρο μωρώ κάποιον με το δικό
Περίθαλψης Άγριων Ζώων. μου τρόπο)
135
νομός

3. (μτφ.) οι αρχές, η αστυ-


νομία, τα δικαστήρια:
►Οι κλέφτες έπεσαν στην πα-
γίδα του νόμου.
4. (στην επιστήμη) κάθε θε-
μελιώδης αρχή που προ-
κύπτει ύστερα από παρα-
τήρηση και πείραμα και
περιγράφει τη λειτουργία
του κόσμου και των φυ-
σικών φαινομένων: ►Ο
νόμος της παγκόσμιας έλξης
είναι από τους βασικούς νό-
μους της Φυσικής.

νομός (ο) καθένα από τα τμήμα- Σύνθ.: νομάρχης, νομαρ-


(Ουσιαστικό, Ο13) τα στα οποία χωρίζεται χία
(νο-μός) διοικητικά ένα κράτος,
[νοµVς < αρχ. νέ- το οποίο διοικείται από
µω (= µοιράζω)] τον αιρετό νομάρχη: ►Η
Θεσσαλία αποτελείται από
τέσσερις νομούς.

νοσηρός -ή, -ό 1. που μπορεί να προκα- Αντίθ.: υγιεινός (1), υγιής


(Επίθετο, Ε1, έμψυχα λέσει κάποια αρρώστια: (2)
και άψυχα) ►Το νοσηρό κλίμα αυτής της Συνών: νοσογόνος, παθο-
(νο-ση-ρός) περιοχής οφείλεται στα πολλά γόνος (1)
[αρχ. νοσηρVς < νό- Οικογ. Λέξ.: νόσος, νόση-
έλη που υπάρχουν.
σος] μα, νοσηρότητα
2. αυτός που δεν είναι Προσδιοριζ.: κλίμα, τόπος,
υγιής, ο ασθενικός, ο φι- περιβάλλον (1)
λάσθενος: ►Εμφανίζει συ-
μπτώματα που δείχνουν τη
νοσηρή κατάσταση του οργα-
νισμού.

νόστιμος, -η, -ο 1. που έχει ευχάριστη γεύ- Αντίθ.: άγευστος, άνοστος


(Επίθετο, Ε2, έμψυχα ση, γευστικός: ► Μαγει- (1)
και άψυχα) ρεύει πάντα πολύ νόστιμα Συνών: εύγευστος (1)
(νό-στι-μος) φαγητά. Οικογ. Λέξ.: νόστιμα
[αρχ. νόστιµος < (επίρρ.), νοστιμιά, νοστιμά-
2. (μτφ.) που είναι ευχά-
νόστος (= επιστρο- δα, νοστιμίζω, νοστιμεύω,
ριστος ή χαριτωμένος: νοστιμούλης
φή στην πατρίδα)]
►Μας διηγήθηκε μια νόστι- Προσδιοριζ.: φαγητό (1),
μη ιστορία. ιστορία (2)
136
νύχτα

νότος (ο) 1. ένα από τα τέσσερα Αντίθ.: βορράς


(Ουσιαστικό, Ο14) σημεία του ορίζοντα: Συνών.: νοτιά (1), όστρια
(νό-τος, γεν. -ου, ►Ταξίδεψαν με το καράβι (2)
πληθ. - ) προς το νότο. Οικογ. Λέξ.: νότια (επίρρ.),
[αρχ. νότος] νοτιάς
2. ο άνεμος που πνέει από
το σημείο αυτό: ►Ο νότος
είναι πάντοτε πιο ζεστός από
το βοριά.
ντύνω 1. (μτβ.) φορώ σε κάποιον Αντίθ.: γδύνω, ξεντύνω (1),
(Ρήμα, Ρ1) ρούχα, βάζω κάλυμμα σε γδύνομαι, ξεντύνομαι (2)
(ενεστ. ντύ-νω, αόρ. κάτι: ►Η μητέρα έντυσε το Σύνθ.: ξεντύνω
έντυσα, παθ. αόρ. παιδί με τα καλά ρούχα του, Οικογ. Λέξ.: ένδυμα, ντύ-
ντύθηκα, παθ. μτχ. μα, ενδυμασία, ντύσιμο
για να πάει στην παρέλαση.
ντυμένος)
2. (αμτβ.) (μέσ.) φορώ ο
[µεσν. ντύνω < αρχ.
~νδύω] ίδιος ρούχα, ενδύματα:
►Ντύνεται πάντα πολύ προ-
σεγμένα.

νύξη (η) 1. επιφανειακή αναφορά Σύνθ.: κατάνυξη


(Ουσιαστικό, Ο27) σε κάτι χωρίς λεπτομέρει- Προσδιορ.: σαφής, προ-
(νύ-ξη, γεν. -ης, ες: ►Έκανε μια πρώτη νύξη σβλητική (2)
-εως, πληθ. -εις) στο διευθυντή του για αύξηση
[αρχ. νύξις < νύσσω του μισθού.
(= κεντώ, τρυπώ)]
2. υπαινιγμός, υπονοού-
μενο: ►Του έκανε συγκεκρι-
μένη νύξη σχετικά με το θέμα
που είχαν ξανασυζητήσει.

νύχτα (η) το χρονικό διάστημα Αντίθ.: ημέρα


(Ουσιαστικό, Ο19) από τη δύση ως την ανα- Σύνθ.: νυχτόβιος, νυχτοφύ-
(νύ-χτα) τολή του ηλίου: ►Στις 21 λακας, μερόνυχτο, μεσάνυ-
χτα
[αρχ. νZξ, νυκτVς] Ιουνίου έχουμε την πιο σύ-
Οικογ. Λέξ.: νυχτερινός,
ντομη νύχτα του χρόνου. νυχτερίδα, νυχτιάτικα
(επίρρ.), νυχτικό, νυχτώνω
Προσδιορ.: άγια, μαγευτι-
κή, μαύρη
Φράσεις: ►Η μέρα με τη
νύχτα (= για μεγάλη δια-
φορά) ►Μέρα νύχτα (=
συνεχώς) ►Όνειρο θερι-
νής νυκτός (= για κάτι το
απραγματοποίητο) ►Κάνω
τη νύχτα μέρα (= δουλεύω
ασταμάτητα)
137
νωπός

νωπός, -ή, -ό 1. φρέσκος: ►Μαγειρέψαμε Αντίθ.: συντηρημένος, κα-


(Επίθετο, Ε1, άψυχα) νωπά ψάρια. τεψυγμένος (1)
(νω-πός) 2. (μτφ.) πρόσφατος: Σύνθ.: νωπογραφία
[µεσν. νεωπVς] ►Είναι νωπά τα λόγια του στ’
Προσδιοριζ.: κρέας, φρού-
τα, λαχανικά (1), αναμνή-
αυτιά μου.
σεις (2)

138
ξαφνιάζω (μτβ.) προκαλώ σε κά- Οικογ. Λέξ.: ξάφνιασμα,
(Ρήμα, Ρ4) ποιον έκπληξη ή φόβο: ξαφνικός, ξαφνικά (επίρρ.)
(ενεστ. ξαφ-νιά-ζω, ►Μας ξάφνιασε η απόφασή
αόρ. ξάφνιασα, παθ. του να φύγει στο εξωτερικό.
αόρ. ξαφνιάστηκα,
παθ. μτχ. ξαφνιασμέ-
νος)
[µεσν. ξαφνίζω <
~ξαφνίζω < ξα-
φνα]

ξενιτιά (η) η ξένη χώρα, η διαμονή Συνών.: αλλοδαπή, ξένα


(Ουσιαστικό, Ο18) σε ξένο τόπο: ►Έζησε πολ- (τα), αποδημία
(ξε-νι-τιά, γεν. λά χρόνια στην ξενιτιά. Οικογ. Λέξ.: ξενιτεύομαι,
-άς, πληθ. - ) ξενιτεμός
[µεσν. ξενιτι^ <
ελνστ. ξενιτεία]

ξένος, -η, -ο 1. αυτός που κατάγεται Αντίθ.: ιθαγενής, ντόπιος,


(Επίθετο, Ε1, έμψυχα ή προέρχεται από άλλη (1)
και άψυχα) χώρα και μένει σε άλλη, ο Συνών.: αλλοεθνής (1),
(ξέ-νος) αλλοδαπός: ►Τα τελευταία μουσαφίρης, φιλοξενούμε-
[αρχ. ξένος] νος (2)
χρόνια εργάζονται πολλοί ξέ-
Σύνθ.: ξεναγός, ξενοδόχος,
νοι στην Ελλάδα. ξενόγλωσσος, ξενόφερτος,
2. αυτός που φιλοξενείται φιλόξενος
σε σπίτι άλλου: ►Σήμερα Οικογ. Λέξ.: ξενίζω, ξενι-
έχω ξένους στο σπίτι μου. κός, ξένιος, ξενώνας
3. αυτός που δεν έχει σχέ- Προσδιοριζ.: γλώσσα, αντι-
ση με κάποιον ή κάτι, προσωπεία, ταινία, παίκτης
άσχετος: ►Είναι ξένος προς (1)
την υπόθεση αυτή.
139
ξερός

ξερός, -ή, -ό 1. που δεν έχει νερό ή Αντίθ.: υγρός, βρεγμένος


(Επίθετο, Ε1, άψυχα) υγρασία, ο στεγνός: ►Το (1)
(ξε-ρός) φθινόπωρο τα ξερά φύλλα των Συνών: ξηρός (1, 2), άνυ-
[µεσν. ξερVς < αρχ. δέντρων σκεπάζουν τη γη. δρος (1)
ξηρVς] Σύνθ.: ξεροβόρι, ξεροκέφα-
2. που δεν έχει καθόλου
λος, ξεροκόμματο, ξερονή-
βλάστηση: ►Η Μάνη είναι σι, ξεροψήνω
ένας ξερός και ορεινός, αλλά Οικογ. Λέξ.: ξέρα (η), ξερά
όμορφος τόπος. (επίρρ.), ξεραΐλα, ξεραίνω
3. (μτφ.) για κάτι απότο- Φράσεις: ►Έμεινε ξερός (=
μο, σύντομο: ►Μας είπε άναυδος, άφωνος)
μια ξερή καλημέρα κι έφυγε Προσδιοριζ.: κλίμα, ψωμί
αμέσως. (1), πυροβολισμός (3)
Παροιμ.: ►Κοντά στα ξερά
καίγονται και τα χλωρά

ξέρω 1. (μτβ.) γνωρίζω, μου Αντίθ.: αγνοώ (1)


(Ρήμα) είναι κάτι γνωστό: ►Ο Σύνθ.: πολυξέρω
(ενεστ. ξέ-ρω, παρατ. Γιάννης ξέρει πολύ καλά το Φράσεις.: ►Ένας θεός ξέρει
ήξερα) μάθημα της Ιστορίας. ►Ξέρω (= για κάτι που δεν μπορεί
[µεσν. ξεύρω / να το ξέρει κανείς)
πού βρίσκεται η αλήθεια γι’
(”)ξεύρω < αρχ. Παροιμ.: ►Όσα ξέρει ο
αυτό το ζήτημα. νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο
~ξευρίσκω]
2. (μτβ.) μαθαίνω, πληρο- κόσμος όλος
φορούμαι: ►Ξέρεις ότι το
σχολείο μας θα πάει εκδρομή
στη Ρόδο;
ξεχνώ 1. (μτβ.) δε θυμάμαι, λη- Αντίθ.: θυμάμαι (1)
(Ρήμα, Ρ5) σμονώ: ►Ξέχασα τον αριθμό Οικογ. Λέξ.: ξεχασιάρης,
(ενεστ. ξε-χνώ, αόρ. του τηλεφώνου που μου έδω- αξέχαστος
ξέχασα, παθ. αόρ. ξε- σες.
χάστηκα, παθ. μτχ. 2. (αμτβ.) (μέσ.) δεν κατα-
ξεχασμένος)
λαβαίνω όσα συμβαίνουν
[µεσν. ξεχνU < ξε-
χάνω] γύρω μου, αφαιρούμαι:
►Ξεχάστηκα στην αγορά και
έχασα το λεωφορείο.
ξεχωρίζω 1. (μτβ.) βάζω κάτι χω- Συνών: διαχωρίζω (1, 2),
(Ρήμα, Ρ4) ριστά από τα άλλα: αναγνωρίζω (3), υπερτερώ
(ενεστ. ξε-χω-ρί-ζω, ►Ξεχώρισε τα σκούρα ρούχα (4)
αόρ. ξεχώρισα, παθ. και τα έβαλε στο πλυντήριο. Οικογ. Λέξ.: ξέχωρος, ξέ-
αόρ. ξεχωρίστηκα, χωρα (επίρρ.), ξεχώρισμα,
2. (μτβ.) προτιμώ, κάνω
παθ. μτχ. ξεχωρισμέ- ξεχωριστός, ξεχωριστά
διάκριση: ►Φέρεται δίκαια (επίρρ.)
νος)
[µεσν. < µτγν. ~κ- και δεν ξεχωρίζει κανένα από Φράσεις: ►Ξεχώρισε η
χωρίζω] τα παιδιά του. ήρα απ’ το σιτάρι ( = ξεχώ-
ρισε το καλό απ’ το κακό)
140
ξυπνώ

3. (μτβ.) διακρίνω, αντι-


λαμβάνομαι με την όραση
ή την ακοή: ►Τον ξεχώρι-
ζες αμέσως από το παράξενο
βάδισμά του.
4. (αμτβ.) διακρίνομαι,
διαφέρω: ►Στη δουλειά ξε-
χωρίζει για την εργατικότητά
του.

ξίδι (το) υγρό με ξινή γεύση που Συνών: όξος


(Ουσιαστικό, Ο36) παρασκευάζεται συνήθως Σύνθ.: λαδόξιδο
(ξί-δι, γεν. -ιού, πληθ. από κρασί: ►Βάζει πάντοτε Οικογ. Λέξ.: ξιδάτος
-ια) ξίδι στη σαλάτα. Προσδιορ.: ξεθυμασμένο
[µεσν. ‚ξίδιον < Φράσεις: ►Να πιει ξίδι! (=
υποκορ. του αρχ. να ξεθυμώσει)
ƒξος (= ξίδι)]

ξοδεύω 1. (μτβ.) δίνω ένα χρημα- Συνών: δαπανώ, πληρώνω


(Ρήμα, Ρ2) τικό ποσό, για να αγορά- (1), καταναλώνω (2)
(ενεστ. ξο-δεύ-ω, αόρ. σω κάτι: ►Ξόδεψε πολλά Σύνθ.: καταξοδεύομαι
ξόδεψα, παθ. αόρ. ξο- χρήματα, για να αγοράσει το Οικογ. Λέξ.: ξόδεμα, ξόδια-
δεύτηκα, παθ. μτχ. σμα, ξοδευτής
σπίτι του.
ξοδε(υ)μένος)
2. (μτβ.) χρησιμοποιώ ένα
[µεσν. < µτγν. ~ξο-
δεύω (= αναχωρώ, αγαθό, για να ικανοποιή-
φεύγω) < ξοδος] σω κάποια ανάγκη μου:
►Φέτος ξοδέψαμε πολύ πε-
τρέλαιο για θέρμανση.

ξυπνώ 1. (αμτβ.) σταματώ να κοι- Συνών: αφυπνίζω (2)


(Ρήμα, Ρ5) μάμαι: ►Ξύπνησα αργά κι Οικογ. Λέξ.: ξύπνημα, ξυ-
(ενεστ. ξυ-πνώ, αόρ. άργησα να πάω στο σχολείο. πνητός, ξυπνητήρι
ξύπνησα) 2. (μτβ.) διακόπτω τον
[µεσν. ξυπνU < ύπνο κάποιου: ►Θέλω
µτγν. ~ξυπνU < ~κ
να με ξυπνήσεις αύριο στις
+ „πνU]
οχτώ.
3. (αμτβ.) (μτφ.) αρχίζω
να καταλαβαίνω σωστά
όσα συμβαίνουν: ►Ξύπνα
και δες ότι αυτός ο άνθρωπος
δε σου λέει την αλήθεια!

141
ξυπόλυτος

ξυπόλυτος -η, -ο 1. αυτός που δε φοράει Συνών: ανυπόδητος (1)


(Επίθετο, Ε2, έμψυχα) παπούτσια ή και κάλτσες: Φράσεις: ►Πάω ξυπόλυτος
(ξυ-πό-λυ-τος) ►Στην παραλία περπατούσε στ’ αγκάθια (= κινδυνεύω,
[µέσν. < ξυπόλυ- συχνά ξυπόλυτος. επειδή δεν είμαι έτοιμος
τος < ~ξυπόλυτος < για κάτι)
2. (μτφ.) (για άνθρωπο)
~ξυπολύοµαι]
πολύ φτωχός: ►Ξεκίνησε
ξυπόλυτος και με την εργασία
του έγινε νοικοκύρης.

142

You might also like