Professional Documents
Culture Documents
Το λεξιχο μας 1-142
Το λεξιχο μας 1-142
∆Ô ÏÂÍÈÎfi Ì·˜
™Y°°PAºEI™ °ÂÒÚÁÈÔ˜ ¢. ∫·„¿Ï˘, ∫·ıËÁËÙ‹˜ ÙÔ˘ ¶·ÓÂÈÛÙËÌ›Ô˘ πˆ·ÓÓ›ÓˆÓ
∞ı·Ó¿ÛÈÔ˜ ¶·Û¯¿Ï˘, ™¯ÔÏÈÎfi˜ Û‡Ì‚Ô˘ÏÔ˜
™Ù¤Ê·ÓÔ˜ ∆ÛÈ¿ÏÔ˜, ∂Î·È‰Â˘ÙÈÎfi˜
¢ËÌ‹ÙÚÈÔ˜ °Ô˘Ï‹˜, ∂Î·È‰Â˘ÙÈÎfi˜
¶∞π¢∞°ø°π∫√ π¡™∆π∆√À∆√
ªÈ¯¿Ï˘ ∞Á. ¶··‰fiÔ˘ÏÔ˜
√ÌfiÙÈÌÔ˜ ∫·ıËÁËÙ‹˜ ÙÔ˘ ∞.¶.£.
¶Úfi‰ÚÔ˜ ÙÔ˘ ¶·È‰·ÁˆÁÈÎÔ‡ πÓÛÙÈÙÔ‡ÙÔ˘
ŒÚÁÔ Û˘Á¯ÚËÌ·ÙÔ‰ÔÙÔ‡ÌÂÓÔ 75% ·fi ÙÔ ∂˘Úˆ·˚Îfi ∫ÔÈÓˆÓÈÎfi ∆·ÌÂ›Ô Î·È 25% ·fi ÂıÓÈÎÔ‡˜ fiÚÔ˘˜.
À¶√Àƒ°∂π√ ∂£¡π∫∏™ ¶∞π¢∂π∞™ ∫∞𠣃∏™∫∂Àª∞∆ø¡
¶∞π¢∞°ø°π∫√ π¡™∆π∆√À∆√
°ÂÒÚÁÈÔ˜ ¢. ∫·„¿Ï˘
∞ı·Ó¿ÛÈÔ˜ ¶·Û¯¿Ï˘
™Ù¤Ê·ÓÔ˜ ∆ÛÈ¿ÏÔ˜
¢ËÌ‹ÙÚÈÔ˜ °Ô˘Ï‹˜
∆Ô ÏÂÍÈÎfi Ì·˜
BIB§IO™HMO
3. Το Λεξικό µας Α - Ω 11
6
Η αριστερή στήλη περιλαµβάνει την ίδια τη λέξη µε την ορθογραφία
της (κοιτάζω), το είδος της λέξης (Ρήµα), ενώ ο κωδικός Ρ3 παραπέµπει
στον τρόπο µε τον οποίο κλίνεται το ρήµα στο τέλος του Λεξικού.
Όταν δεν υπάρχει αντίστοιχος κωδικός, θα βρίσκουµε περισσότερες
πληροφορίες για την κλίση της λέξης στη σχολική Γραµµατική.
Ακολουθεί ο τρόπος που χωρίζουµε τη λέξη σε συλλαβές (κοι-τά-ζω),
οι βασικοί χρόνοι του ρήµατος (ενεστ. κοι-τά-ζω, αόρ. κοίταξα, παθ. αόρ.
κοιτάxτηκα, παθ. µτχ. κοιταγµένος), καθώς και η βασική ετυµολογία
της λέξης, δηλ. η ηλικία και η προέλευσή της [αρχ. κοιτάζω < κοίτη
(= κρεβάτι)]. Στη στήλη αυτή θα συναντήσουµε συχνά και κάποιες
γραµµατικές ή ορθογραφικές υποδείξεις.
Η µεσαία στήλη µάς πληροφορεί για τις σηµασίες της λέξης:
1. (μτβ.) στρέφω το βλέμμα σε κάποιον ή κάτι
2. (μτβ.) φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι
3. (μτβ.) εξετάζω κάτι με ιδιαίτερη προσοχή, ελέγχω
Για κάθε σηµασία δίνουµε ένα παράδειγµα, που περιλαµβάνει τη
συγκεκριµένη λέξη, για να δείξουµε τον τρόπο που τη χρησιµοποιούµε
στο λόγο. Το µπλε χρώµα στο παράδειγµα δείχνει τον τρόπο που
συντάσσεται η λέξη, όταν αυτή είναι ρήµα (Κοιτούσε από το παράθυρό
του µακριά τη θάλασσα).
Η δεξιά στήλη περιλαµβάνει τα Aντίθετα, αν υπάρχουν, και
τα Συνώνυµα (παρατηρώ (1)). Ο αριθµός (1) δείχνει ότι η λέξη πριν
από αυτόν (παρατηρώ) είναι συνώνυµη µε την πρώτη σηµασία του
λήµµατος (1. στρέφω το βλέμμα σε κάποιον ή κάτι). Ακολουθούν,
επίσης, οι Οικογένειες Λέξεων (κοίταγµα), τα Σύνθετα (αγριοκοιτάζω,
κρυφοκοιτάζω, γλυκοκοιτάζω) και οι Φράσεις. Εδώ θα συναντήσουµε
στερεότυπες φράσεις και ιδιωτισµούς, που χρησιµοποιούνται πάντα
µε τον ίδιο τρόπο κι έχουν αποκτήσει ξεχωριστή σηµασία ( ►Κοιτάζω
µε µισό µάτι (= περιφρονώ κάποιον). Έτσι εµπλουτίζουµε περισσότερο
τις γνώσεις µας για κάθε λέξη, µαθαίνοντας ιδιαίτερες σηµασίες και
έννοιες, που αυτή έχει αποκτήσει στο µεγάλο ταξίδι της.
Πολύ συχνά, κυρίως όταν η λέξη που εξετάζουµε είναι ουσιαστικό,
θα βρούµε και τα Προσδιοριστικά. Πρόκειται για λέξεις, που συνήθως
«συνοδεύουν» το λήµµα, όπως, για παράδειγµα, στο ουσιαστικό λιµάνι
τα προσδιοριστικά είναι φυσικό, απάνεµο, εµπορικό, διεθνές.
Όταν η λέξη που εξετάζουµε είναι επίθετο, θα βρούµε αντίστοιχα τα
Προσδιοριζόµενα.
7
λιμάνι (το) 1. φυσική ή τεχνητή Συνών.: σκάλα (1)
(Ουσιαστικό, Ο36) διαμόρφωση παραλίας ή Σύνθ.: λιμεναρχείο, λιμενο-
(λι-μά-νι, γεν. -ού, όχθης ποταμού ή λίμνης φύλακας, μικρολίμανο
πληθ. -α) για την προστασία και Οικογ. Λέξ.: λιμενικός,
[µτγν. λιµένιον, λιμενίσκος
το αγκυροβόλημα των
υποκορ. του αρχ. Προσδιορ.: φυσικό, απάνε-
πλοίων: ►Το καράβι έδε- μο, εμπορικό, διεθνές (1)
λιµDν]
σε στο λιμάνι λόγω της
θαλασσοταραχής.
2. (μτφ.) τόπος ή άνθρω-
πος στον οποίο αναζητεί
κανείς ασφάλεια, κατα-
φύγιο: ►Βρήκε στους
συγγενείς του ένα λιμάνι
γαλήνης και ηρεμίας.
8
2. Συντομογραφίες
ά. άρθρο µεσν. µεσαιωνικός, -ή, -ό
αγγλ. αγγλικά µεταφρ. δάν. µεταφραστικό δάνειο
άκλ. άκλιτος, -η, -ο µτβ. µεταβατικό
αµτβ. αµετάβατο µτγν. µεταγενέστερο
ανατοµ. ανατοµία µτφ. µεταφορά
ανισοσύλλ. ανισοσύλλαβος, -η, -ο µτχ. µετοχή
Αντίθ. Αντίθετα Οικογ. Λέξ. Οικογένεια Λέξεων
αντων. αντωνυµία ορ. οριστική
αόρ. αόριστος ουδ. ουδέτερο
αριθµτ. αριθµητικό ουσ. ουσιαστικό
αρσ. αρσενικό παθ. παθητική φωνή
αρχ. αρχαίος, -α, -ο παραθ. παραθετικά
αρχαιόκλ. αρχαιόκλιτος, -η, -ο Παροιµ. παροιµία
βιολ. βιολογία πληθ. πληθυντικός
βλ. βλέπε πολιτ. πολιτική
γαλλ. γαλλικά πρκ. παρακείµενος
γεν. γενική πρόθ. πρόθεση
γεωγρ. γεωγραφία Προσδιορ. Προσδιοριστικά
γεωµ. γεωµετρία Προσδιοριζ. Προσδιοριζόµενα
γλωσσ. γλωσσολογία προστ. προστακτική
γραµµ. γραµµατική πρότ. πρόταση
ελνστ. ελληνιστικό πρτ. παρατατικός
ενεργ. ενεργητική φωνή ρ. ρήµα
ενεστ. ενεστώτας σελ. σελίδα
εξακολ. εξακολουθητικός σηµ. σηµείωση
επίθ. επίθετο στερ. στερητικό
επίρρ. επίρρηµα σύνδ. σύνδεσµος
ετυµ. ετυµολογία συνεκδ. συνεκδοχικά
θηλ. θηλυκό Σύνθ. Σύνθετα
ιατρ. ιατρική συνοπτ. συνοπτικός
ισοσύλλ. ισοσύλλαβος Συνών. Συνώνυµα
ιταλ. ιταλικά τυπογρ. τυπογραφία
κεφ. κεφαλαίο υπερσ. υπερσυντέλικος
λ. λέξη υποκορ. υποκοριστικό
λατιν. λατινικά υποτ. υποτακτική
λόγ. λόγιος φυσ. φυσική
µαθηµ. µαθηµατικά φων. φωνήεν
µέλλ. µέλλοντας χηµ. χηµεία
Ειδικά Σύμβολα
► περικλείουν την ετυµολογία µιας λέξης
► δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται αριστερά
προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται δεξιά
► χρησιµοποιείται για επανάληψη της
προηγούµενης λέξης ή φράσης
9
Α.Ε. = Ανώνυµη Εταιρεία
Α.Π.Θ. = Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης
Β. = Βορράς, Βόρεια
ΒΑ. = Βορειοανατολικός
Γ.Γ.Α. = Γενική Γραµµατεία Αθλητισµού
Γ.Ε.Α. = Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας
Γ.Ε.Εθ.Α. = Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άµυνας
Γ.Ε.Ν. = Γενικό Επιτελείο Ναυτικού
Γ.Ε.Σ. = Γενικό Επιτελείο Στρατού
Γ.Σ.Ε.Ε. = Γενική Συνοµοσπονδία Εργατών Ελλάδας
Δ.Ε.Η. = Δηµόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισµού
Δ.Ε.Θ. = Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης
Aρκτικόλεξα
10
άβουλος, -η, -ο αυτός που δεν έχει δική Συνών.: διστακτικός
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα) του θέληση, αποφασιστι- Οικογ. Λέξ.: άβουλα (ε-
(ά-βου-λος) κότητα και πρωτοβουλία: πίρρ.)
[αρχ. Rβουλος < S Προσδιοριζ.: χαρακτήρας,
►Στις δύσκολες στιγμές είναι
στερ. + βουλD (= πλάσμα, πλήθος
συνήθως άβουλος, δεν παίρνει
γνώµη, σκέψη)]
αποφάσεις.
αγανακτώ και 1. (αμτβ.) θυμώνω, οργίζο- Συνών: δυσφορώ, εξοργί-
αγαναχτώ μαι: ►Οι επιβάτες αγανάκτη- ζομαι, δυσανασχετώ (1)
(Ρήμα, Ρ6) σαν από τη μεγάλη καθυστέ- Οικογ. Λέξ.: αγανάκτηση
(ενεστ. α-γα-να-κτώ, ρηση του αεροπλάνου.
αόρ. αγανάκτησα, 2. (μτβ.) εκνευρίζω, εξορ-
παθ. μτχ. αγανακτι-
γίζω: ►Μας αγανάκτησε με
σμένος)
[αρχ. SγανακτU] την αδικαιολόγητη επιμονή
του.
11
αγενής
2. (μτφ.) πλήθος ανθρώ-
πων που παρασύρεται
εύκολα: ►Μερικές φορές το
πλήθος συμπεριφέρεται σαν
αγέλη.
αγενής, -ής, -ές αυτός που δεν έχει τρό- Αντίθ.: ευγενικός
(Επίθετο, Ε9, έμψυχα) πους καλής συμπεριφο- Συνών: αδιάκριτος, αναι-
(α-γε-νής, γεν. -ούς ράς: ►Επειδή είναι αγενής, δής
και -ή, -ούς και -ή, δεν κάνει εύκολα φίλους. Οικογ. Λέξ.: αγενώς
-ούς και -ή, πληθ. (επίρρ.), αγένεια
-είς, -είς, -ή)
[αρχ. SγενDς < S
στερ. + γένος]
15
αδίστακτος
18
ακούσιος
αισθάνομαι 1. (μτβ.) αντιλαμβάνομαι Συνών.: διαισθάνομαι (3)
(Ρήμα, Ρ1) με τις αισθήσεις μου, νιώ- Οικογ. Λέξ.: αίσθημα, αι-
(ενεστ. αι-σθά-νο- σθηματίας, αισθηματικός,
θω: ►Αισθάνθηκα έντονα το
μαι, παθ. αόρ. αισθάν- αισθητός, αισθητήριο, αι-
κρύο περπατώντας στο χιόνι. σθητικός, αισθητική
θηκα, μτχ. παθ. ενεστ.
αισθανόμενος) 2. (μτβ.) καταλαβαίνω την Φράσεις.: ►Αισθάνομαι
[αρχ. αfσθάνοµαι] κατάσταση κάποιου, συ- στο πετσί μου (= νιώθω
ναισθάνομαι: ►Αισθάνεται έντονα)
τις συνέπειες των πράξεών
του.
3. (μτβ.) έχω προαίσθημα
για κάτι: ►Αισθάνομαι ότι
όλα θα πάνε καλά.
23
αμφισβητώ
25
ανακαλύπτω
27
ανάπαυση
28
ανέκφραστος
►Όταν γνωριστήκαμε καλύ-
τερα με τον τροχονόμο, μας
είπε διάφορα αστεία και έτσι
ανέτρεψε την εικόνα που είχα-
με ότι ήταν πάντα σοβαρός και
αμίλητος.
ανατροφή (η) 1. φροντίδα για τη σωμα- Συνών.: μεγάλωμα (1),
(Ουσιαστικό, Ο24) τική και την πνευματική διάπλαση (2)
(α-να-τρο-φή, γεν. ανάπτυξη ενός ανηλίκου: Οικογ. Λέξ.: ανατρέφω
-ής, πληθ. – ) ►Διέθεσαν πολύ χρόνο για
Προσδιορ.: καλή, κακή,
[λόγ. < ελνστ. S- φιλελεύθερη, κοινωνική,
την ανατροφή του παιδιού
νατροφD < αρχ. S- οικογενειακή (1, 2)
τους.
νατρέφω]
2. η κατάλληλη διαπαι-
δαγώγηση: ►Είναι ένας
άνθρωπος με πολύ καλή ανα-
τροφή.
άναυδος, -η, -ο αυτός που έχασε προσω- Συνών.: άφωνος, άλαλος
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα) ρινά τη φωνή του από
(ά-ναυ-δος) έκπληξη, θαυμασμό, συ-
[αρχ. Rναυδος < γκίνηση ή φόβο: ►Το πλή-
Sν στερ. + α}δD (=
θος παρακολουθούσε άναυδο
φωνή)]
την επιχείρηση διάσωσης των
τραυματιών.
ανδρεία και παλικαριά, γενναιότητα: Αντίθ.: ανανδρία, δειλία,
αντρεία (η) ►Στον πόλεμο του 1940 οι λιποψυχία
(Ουσιαστικό, Ο19) Έλληνες ξεχώρισαν για την Συνών.: γενναιοψυχία
(αν-δρεί-α, γεν. αντρεία που έδειξαν. Οικογ. Λέξ.: ανδρείος,
-ας, πληθ. – ) αντρειωμένος, αντρειοσύ-
[αρχ. Sνδρεία < νη
Sνδρε`ος < SνDρ]
ανεκτικός -ή, -ό αυτός που δείχνει ανοχή Συνών.: διαλλακτικός, επι-
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα) και υπομονή: ►Ο διαιτη- εικής
(α-νε-κτι-κός) τής του αγώνα ήταν ανεκτικός Οικογ. Λέξ.: ανέχομαι,
[µτγν. SνεκτικVς < στο σκληρό παιχνίδι των πο- ανοχή, ανεκτός, ανεκτικό-
Sνέχοµαι] τητα
δοσφαιριστών.
ανέκφραστος, 1. αυτός που δεν εκφρά- Συνών.: ανείπωτος (1)
ζει, που δεν εκδηλώνει Οικογ. Λέξ.: ανέκφραστα
-η, -ο
(επίρρ.)
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα κανένα συναίσθημα: ►Ο
και άψυχα) κατηγορούμενος παρακολου- Προσδιοριζ.: βλέμμα, πρό-
(α-νέκ-φρα-στος) σωπο (1)
θούσε ανέκφραστος τις κατα-
[µτγν. Sνέκφρα- θέσεις των μαρτύρων.
29
άνεργος
στος < Sν στερ. + 2. αυτός που δεν μπορεί
~κφράζω < ~κ + να εκφραστεί με λόγια:
φράζω (= λέγω)] ►Η συγκίνηση που ένιωσε
για την επιτυχία του παιδιού
της ήταν ανέκφραστη.
άνεργος , -η, -ο αυτός που δεν έχει ή δε Αντίθ.: εργαζόμενος
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα) βρίσκει δουλειά: ►Οι Οικογ. Λέξ.: ανεργία
(ά-νερ-γος) άνεργοι πτυχιούχοι αυξά- Προσδιοριζ.: νέος, οικογε-
[ αρχ. Rνεργος < Sν νειάρχης, γυναίκα
νονται ανησυχητικά.
στερ. + ργον]
30
ανταμοιβή
33
αντίστροφος
45
άτομο
48
βαδίζω 1. (αμτβ.) πηγαίνω με τα Συνών.: βηματίζω (1),
(Ρήμα, Ρ4) πόδια, περπατώ: ►Οι δυο οδεύω (2)
(ενεστ. βα-δί-ζω, αόρ. φίλοι βάδιζαν για πολλή ώρα Σύνθ.: συμβαδίζω
βάδισα) σιωπηλοί. Οικογ. Λέξ.: βάδισμα, βα-
[λόγ. < αρχ. βαδίζω 2. (αμτβ.) (μτφ.) κατευ- διστής, βάδην (το)
< βάδην < βαίνω] θύνομαι: ►Βαδίζει σταθερά
προς την επιτυχία.
βαθμός (ο) 1. μέτρο που δείχνει την Συνών.: μέτρο (1), βαθμίδα,
(Ουσιαστικό, Ο13) επίδοση ή την ικανότη- θέση, αξίωμα (2)
(βαθ-μός) τα κάποιου: ►Τελείωσε το Σύνθ.: βαθμολογώ, βαθμο-
[λόγ. < αρχ. βαθ- Λύκειο με πολύ καλούς βαθ- λογία, βαθμολόγιο, βαθ-
µVς (= σκαλοπάτι) μούς. μολογητής, βαθμολόγηση,
< βαίνω] 2. η σειρά που κατέχει βαθμοθηρία, βαθμοφόρος,
κάποιος σε μια ιεραρχία: ισόβαθμος, χαμηλόβαθ-
►Αποστρατεύτηκε με το βαθ- μος, υψηλόβαθμος
μό του συνταγματάρχη. Οικογ. Λέξ.: βαθμίδα, βαθ-
3. συγγενική σχέση: ►Πα- μιαίος, βαθμιαία (επίρρ.)
Προσδιορ.: θετικός (1, 5),
τέρας και γιος είναι μεταξύ
κατώτατος, ανώτερος, χα-
τους συγγενείς πρώτου βαθ-
μηλός (1, 2, 4)
μού.
Φράσεις: ►Ως ένα βαθμό
4. μονάδα μέτρησης για
(= μέχρις ενός σημείου)
διάφορα μεγέθη: ►Η θερ-
μοκρασία έφτασε στους είκοσι
βαθμούς Κελσίου.
5. (γραμμ.) οι τρεις μορ-
φές των επιθέτων και των
επιρρημάτων (παραθετι-
κά): ►Εκτός από το θετικό
έχουμε το συγκριτικό και τον
υπερθετικό βαθμό ενός επιθέ-
του.
49
βάρος
50
βοριάς
[λόγ. βελτιώνω <
αρχ. βελτιU < βελ-
τίων (= καλύτε-
ρος)]
βρόμικος, -η, -ο 1. αυτός που δεν είναι κα- Αντίθ.: καθαρός (1, 2), τίμι-
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα θαρός, ο λερωμένος: ►Τα ος (2)
και άψυχα) ρούχα του ήταν βρόμικα από Συνών.: ακάθαρτος (1),
(βρό-μι-κος) ανέντιμος, φαύλος (2)
το παιχνίδι στα χώματα.
[< βρόµα < αρχ. Οικογ. Λέξ.: βρομιά, βρο-
2. (μτφ.) ανήθικος, ανέντι- μερός, βρομίζω
βροµU (= θορυβώ)]
μος, αισχρός: ►Δεν μπορείς Προσδιοριζ: βρομιά, βρο-
να πεις ότι είναι ένας βρόμι- μερός, βρομίζω
κος άνθρωπος, αλλά μερικές Φράσεις: ►Βρόμικο χρή-
φορές σε απογοητεύει με αυτά μα (= που προέρχεται από
που κάνει. παράνομες δραστηριότη-
τες)
52
γαλαξίας (ο) φωτεινή ζώνη στον ουρα-
(Ουσιαστικό, Ο2) νό που αποτελείται από
(γα-λα-ξί-ας) εκατομμύρια αστέρια: ►Ο
[λόγ. < ελνστ. γα- γαλαξίας της Ανδρομέδας βρί-
λαξίας] σκεται στο βόρειο ημισφαίριο.
γαλήνη (η) 1. ηρεμία, ησυχία στη Αντίθ.: τρικυμία, φουρτού-
(Ουσιαστικό) φύση και κυρίως στη θά- να (1), ταραχή, αναστάτω-
(γα-λή-νη, γεν. -ης, λασσα: ►Όταν επικρατούσε ση (2)
πληθ. - ) Συνών.: νηνεμία, μπουνά-
γαλήνη στη θάλασσα, οι ψα-
[λόγ. < αρχ. γαλή- τσα (1), πραότητα (2)
ράδες έβγαιναν για ψάρεμα. Οικογ. Λέξ.: γαληνεύω, γα-
νη]
2. (μτφ.) η ψυχική ηρεμία: λήνιος, γαλήνεμα
►Κοντά στην οικογένεια βρή- Προσδιορ.: νυχτερινή (1),
κε τη γαλήνη που ζητούσε. ολύμπια, ουράνια (1, 2),
στωική, φαινομενική, θεία
(2)
γεγονός (το) κάτι που έχει συμβεί και Συνών.: συμβάν, περιστα-
(Ουσιαστικοπ. Μτχ.) δεν μπορεί να αμφισβη- τικό, πραγματικότητα
(γε-γο-νός, γεν. τηθεί: ►Η επανάσταση του Οικογ. Λέξ.: γίνομαι
-ότος, πληθ. -ότα) Προσδιορ.: βαρυσήμαντο,
1821 είναι ένα σημαντικό
[λόγ. < αρχ. γεγο- δραματικό, αξιομνημόνευ-
ιστορικό γεγονός. το, συγκινητικό
νVς < γίγνοµαι]
55
γωνία
56
δανείζω (μτβ.) δίνω χρήματα ή Οικογ. Λέξ.: δάνειο, δανει-
(Ρήμα, Ρ4) άλλα πράγματα με τη συμ- κός, δανεισμός, δανειστής,
(ενεστ. δα-νεί-ζω, φωνία να μου επιστρα- δανειστικός
αόρ. δάνεισα, παθ. φούν: ►Δάνεισε το βιβλίο
αόρ. δανείστηκα,
παθ. μτχ. δανεισμέ-
της Ιστορίας στο συμμαθητή
νος) του.
[αρχ. δανείζω <
δάνειον < δάνος (=
δώρο)]
57
δήλωση
3. (μτβ.) ανέχομαι την Οικογ. Λέξ.: δέκτης, δε-
άδικη συμπεριφορά κά- κτός, δεκτικός, δεκτικότη-
ποιου: ►Δε δέχομαι να μου τα, δεξαμενή, δεξίωση, δε-
μιλάς με τέτοιον τρόπο. ξιότητα, δοχείο
4. (μτβ.) υποδέχομαι, φι-
λοξενώ, επιτρέπω την εί-
σοδο: ►Δέχτηκε με ευγένεια
όλους τους καλεσμένους του.
61
δόξα
62
έθιμο (το) κάθε συνήθεια που επι- Συνών.: παράδοση
(Ουσιαστικό, Ο34) κράτησε και παραδίδεται Σύνθ.: εθιμοτυπία, εθιμοτυ-
(έ-θι-μο, γεν. -ίμου, από γενιά σε γενιά: ►Το πικός, εθιμοτυπικά (επίρρ.)
πληθ. -α) ψήσιμο του αρνιού στη σού- Οικογ. Λέξ.: εθιμικός
[λόγ. < αρχ. θος (= Προσδιορ.: αρχαίο, πα-
βλα είναι ένα ελληνικό παρα-
συνήθεια)] τροπαράδοτο, τοπικό, θρη-
δοσιακό πασχαλινό έθιμο. σκευτικό, λατρευτικό
64
έκταση
κάστρα με επάλξεις.
2. (μτφ.) για κάθε θέση απ’
όπου κάποιος αγωνίζε-
ται: ►Βρίσκεται πάντα στις
επάλξεις του αγώνα για δικαι-
οσύνη και ισότητα.
72
έρευνα
2. βαθμίδα πνευματικής
ή κοινωνικής κατάστα-
σης: ►Το επίπεδο της τάξης
στα Μαθηματικά είναι πολύ
υψηλό.
επισημαίνω 1. (μτβ.) δίνω έμφαση σε Συνών.: υπογραμμίζω, το-
(Ρήμα) κάτι που θεωρώ σημαντι- νίζω (1), διακρίνω (2)
(ενεστ. ε-πι-ση-μαί- κό: ►Ο γεωπόνος επισήμανε Οικογ. Λέξ.: επισήμανση
νω, αόρ. επισήμανα, τους κινδύνους από την ανε-
παθ. αόρ. επισημάν- ξέλεγκτη χρήση των φυτο-
θηκα, παθ. μτχ. επι-
φαρμάκων.
σημασμένος)
[αρχ. ~πισηµαίνω < 2. (μτβ.) (μτφ.) εντοπίζω
~πY + σηµαίνω] κάποιον ή κάτι, διαπι-
στώνω: ►Επισημαίνω τα
λάθη που έγιναν στις ασκή-
σεις των Μαθηματικών.
εχθρός (ο) 1. αυτός που μισεί κά- Αντίθ.: φίλος (1), σύμμαχος
(Ουσιαστικό, Ο13) ποιον και θέλει το κακό (2)
(εχ-θρός) του: ►Ούτε και στον εχθρό Συνών.: αντίπαλος, αντα-
γωνιστής (1), πολέμιος (2)
[αρχ. ~χθρVς] μου δε θα ήθελα να συμβεί Σύνθ.: εχθροπραξία
κάτι τέτοιο. Οικογ. Λέξ.: εχθρεύομαι,
2. αντίπαλος στον πόλεμο: εχθρικός, εχθρικά (επίρρ.),
►Ο εχθρός έκανε αιφνιδιαστι- εχθρότητα
κή επίθεση. Προσδιορ.: ανίκητος (2),
θανάσιμος, προαιώνιος,
ύπουλος (1, 2)
76
ζενίθ (το) 1. το νοητό σημείο του Αντίθ.: ναδίρ (1, 2)
(Ουσιαστικό, άκλ.) ουρανού που βρίσκεται Συνών.: αποκορύφωμα (2)
(ζε-νίθ) πάνω από το κεφάλι του
[λόγ. < γαλλ. ze- παρατηρητή: ►Ο ήλιος
nith] βρίσκεται στο ζενίθ της δια-
δρομής του.
2. (μτφ.) το ανώτατο ση-
μείο μιας εξέλιξης, το
μεσουράνημα: ►Τον 5ο
π.Χ.αιώνα ο πολιτισμός της
Αθήνας βρέθηκε στο ζενίθ
της ακμής του
ζεστός -ή, -ό 1. αυτός που έχει υψηλή Αντίθ.: κρύος, δροσερός,
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα θερμοκρασία: ►Το καλο- παγωμένος (1), ψυχρός (2)
και άψυχα) καίρι είναι η πιο ζεστή εποχή Συνών.: θερμός (1, 2)
(ζε-στός) του έτους. Προσδιοριζ.: άνθρωπος,
[ελνστ. ζεστVς < ατμόσφαιρα (2)
2. (μτφ.) αυτός που δημι-
αρχ. ζέω (= βρά- Φράσεις: ►Ζεστό χρήμα
ουργεί φιλική και εγκάρ-
ζω)] (= το χρήμα που παίρνει
δια ατμόσφαιρα: ►Είναι κανείς αμέσως και χωρίς
ένας ζεστός άνθρωπος, που σε κρατήσεις) ►Παίρνω κάτι
κάνει να νιώθεις ευχάριστα. στα ζεστά (= ασχολούμαι
με μεγάλη όρεξη)
79
ηγούμαι (μτβ.) είμαι επικεφαλής, Αντίθ.: έπομαι, ακολουθώ
(Ρήμα, Ρ7) διευθύνω, διοικώ: ►Ο Συνών: προηγούμαι, προ-
(ενεστ. η-γού-μαι, σημαιοφόρος ηγείται του πορεύομαι
αόρ. ηγήθηκα) Σύνθ.: προηγούμαι, αφη-
τμήματος που παρελαύνει.
[αρχ. bγοZµαι] γούμαι, εξηγούμαι
►Ηγείται ενός μικρού κόμμα-
Οικογ. Λέξ.: ηγούμενος,
τος στη Βουλή. ηγεμόνας, ηγεμονικός, ηγε-
σία, ηγέτης
80
ήρεμος
ήπειρος (η) καθεμία από τις έξι με- Συνών: στεριά, ξηρά
(Ουσιαστικό, Ο29) γάλες γεωγραφικές περι- Σύνθ.: ηπειρογένεση
(ή-πει-ρος, γεν. φέρειες της γης: ►Η Ασία Οικογ. Λέξ.: ηπειρωτικός
-είρου, πληθ. -οι) είναι η μεγαλύτερη ήπειρος Προσδιορ.: αφρικανική,
[αρχ. πειρος (= ευρωπαϊκή, ασιατική, απέ-
της γης.
ξηρά γη)] ραντη, αχανής
Προσοχή! Φράσεις: ►Μαύρη ήπει-
►ήπειρος (= έκτα- ρος (= η Αφρική) ►Γηραιά
ση γης) ήπειρος (= η Ευρώπη)
►Ήπειρος (= περιο-
χή της ΒΔ. Ελλάδας)
83
θάμνος (ο) πολυετές φυτό χωρίς Σύνθ.: θαμνόφυτος
(Ουσιαστικό, Ο14) κορμό, με μικρό ύψος και Οικογ. Λέξ.: θαμνώδης
(θά-μνος) κλαδιά που φυτρώνουν Προσδιορ.: καλλωπιστικός
[αρχ. θάµνος < χαμηλά στη βάση του: ►Η
επίρρ. θαµ^ (= συ- τριανταφυλλιά και η λυγαριά
χνά)]
είναι θάμνοι.
θυμάμαι και θυ- 1. (μτβ.) διατηρώ στη Αντίθ.: ξεχνώ, λησμονώ (1,
μνήμη μου: ►Θυμάμαι πολύ 2)
μούμαι Συνών.: ενθυμούμαι (2)
(Ρήμα, Ρ8) καλά τα λόγια που μου είπες
πριν από λίγες ημέρες. Σύνθ.: αναθυμούμαι, ξανα-
(ενεστ. θυ-μά-μαι,
θυμούμαι
αόρ. θυμήθηκα) 2. (μτβ.) επαναφέρω στη
Οικογ. Λέξ.: θύμηση, θυ-
[µεσν. θυµοZµαι < μνήμη μου: ►Θυμάμαι με μητικό
αρχ. ~νθυµοZµαι] νοσταλγία τα παιδικά μου
χρόνια. ►Θυμάμαι ότι αυτός
ήταν ο καλύτερος μαθητής
της τάξης μας.
89
ιδανικός -ή, -ό 1. ο καλύτερος που θα Αντίθ.: υπαρκτός, πραγμα-
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα μπορούσε να βρεθεί: ►Η τικός (2)
και άψυχα) σημερινή ημέρα είναι ιδανική Συνών: ιδεώδης, υποδειγ-
(ι-δα-νι-κός) ματικός (1, 2)
για εκδρομή.
[µτγν. fδανικVς < Οικογ. Λέξ.: ιδανικό (το),
2. που υπάρχει μόνο ως (εξ)ιδανικεύω, ιδανικά
fδανVς < ρU]
ιδέα, ο ιδεατός, άψογος, (επίρρ.)
τέλειος: ►Πολλοί συγγρα- Προσδιοριζ: τόπος, κόσμος
φείς ύμνησαν την ιδανική (1, 2)
ομορφιά. Φράσεις: ►Τα ιδανικά (= ο
3. (ουδ. ιδανικό) σπουδαί- υψηλός πνευματικός ή ηθι-
ος σκοπός για τον οποίο κός στόχος)
αγωνίζεται ένας άνθρω-
πος ή ένα σύνολο ανθρώ-
πων: ►Για να πραγματοποιη-
θεί το ιδανικό της δημοκρατίας
είναι απαραίτητος ο διάλογος.
94
καθαρός, -ή, -ό 1. απαλλαγμένος από βρο- Αντίθ.: ακάθαρτος, βρόμι-
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα μιές, αλέρωτος: ►Όλοι πρέ- κος, λερωμένος (1)
και άψυχα) πει να διατηρούμε τις ακτές Συνών.: καθάριος (1),
(κα-θα-ρός) καθαρές. αγνός (2, 4), ανέφελος (3),
αναμάρτητος (4)
[αρχ. καθαρVς] 2. ανόθευτος, που δεν πε-
Σύνθ.: ξεκάθαρος, πεντα-
ριέχει ξένες ουσίες: ►Το κάθαρος, ολοκάθαρος, κα-
δαχτυλίδι που φορά είναι από θαρόαιμος
καθαρό χρυσάφι. Οικογ. Λέξ.: καθαρά
3. αίθριος, ασυννέφια- (επίρρ.), καθαρίζω, κάθαρ-
στος: ►Σήμερα ο ουρανός ση, καθαρότητα, καθαριό-
είναι καθαρός. τητα
4. αυτός που δεν κάνει ή Φράσεις: ►Καθαρά χέρια
δε σκέφτεται κακό: ►Είναι (= δεν ευθύνομαι για ανέ-
ένας αγνός άνθρωπος με κα- ντιμη πράξη)
θαρή ψυχή. Παροιμ.: ►Καθαρός ουρα-
νός αστραπές δε φοβάται
98
κατάθεση
100
κατεβαίνω
κατασκευάζω 1. (μτβ.) φτιάχνω κάτι με Συνών.: κάνω, παρασκευ-
(Ρήμα, Ρ4) υλικά και τεχνικά μέσα: άζω (1), μηχανεύομαι, πλά-
(ενεστ. κα-τα-σκευ- ►Οι μηχανικοί κατασκευά- θω (2)
ά-ζω, αόρ. κατα- ζουν διάφορα δημόσια έργα. Σύνθ.: προκατασκευάζω
σκεύασα, παθ. αόρ. Οικογ. Λέξ.: κατασκευα-
2. (μτβ.) (μτφ.) δημιουρ-
κατασκευάστηκα, στής, κατασκευαστικός, κα-
γώ κάτι στο μυαλό μου, τασκεύασμα
παθ. μτχ. κατασκευ-
ασμένος) επινοώ: ►Κατασκεύασε μια
[αρχ. κατασκευά- κατηγορία, για να τον ενοχο-
ζω] ποιήσει.
κενός -ή, -ό 1. που δεν περιέχει τίπο- Αντίθ.: γεμάτος, πλήρης (1)
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα τα: ►Οι αίθουσες του σχο- Συνών: άδειος, αδειανός
και άψυχα) λείου είναι κενές από μαθητές (1)
(κε-νός) την ώρα του διαλείμματος. Σύνθ.: κενοτάφιο, κενολο-
[αρχ. κενVς] γία
2. (μτφ.) που δεν μπορεί
Οικογ. Λέξ.: κενότητα
να εκπληρωθεί, μάταιος:
Φράσεις: ►Η πρότασή του
Όσα μας είπε αποδείχτηκαν έπεσε στο κενό (= δεν έγινε
κενές υποσχέσεις. αποδεκτή)
104
κλαίω
109
κόσμος
κρατάω και 1. (μτβ.) έχω κάτι στο χέρι Σύνθ.: συγκρατώ, παρα-
μου, βαστώ: ►Κρατούσε στο κρατώ, επικρατώ
κρατώ Οικογ. Λέξ.: κράτημα, κρά-
(Ρήμα, Ρ5) χέρι του ένα βιβλίο.
2. (αμτβ.) προβάλλω αντί- τηση, κρατητήριο
(ενεστ. κρατώ, αόρ.
σταση, αντέχω: ►Το
Φράσεις: ►Κρατώ το λόγο
κράτησα, παθ. αόρ.
μου (= τηρώ την υπόσχεσή
κρατήθηκα, παθ. Κάστρο του Μεσολογγίου
μου)
μτχ. κρατημένος) κράτησε στην πολιορκία από
110
κρίση
[αρχ. κρατU < κρά- το Δεκέμβρη του 1825 μέχρι ►Τον κρατώ στα χέρια μου
τος] τον Απρίλη του 1826. (= μπορώ να τον εκβιάσω)
3. (μτβ.) κλείνω εισιτήριο Παροιμ.: ►Όπου ακούς
ή θέση: ►Κράτησα δύο θέ- πολλά κεράσια, κράτα και
σεις, για να παρακολουθήσω μικρό καλάθι
τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
4. (αμτβ.) διαρκώ: ►Η ομι-
λία κράτησε τριάντα λεπτά.
κράτος (το) 1. η ανώτατη πολιτική Συνών.: χώρα, πολιτεία,
(Ουσιαστικό, Ο37) εξουσία που ασκείται σε επικράτεια (1), εξουσία,
(κρά-τος, γεν. -ους, ένα σύνολο ανθρώπων αρχή (2)
πληθ. -η) μόνιμα εγκατεστημένων Οικογ. Λέξ.: κρατώ, κρατι-
[αρχ. κράτος (= σε μια χώρα που έχει τα κός, κρατίδιο, κραταιός
δύναµη, πολιτική δικά της σύνορα: ►Κάθε Προσδιορ.: ανεξάρτητο,
εξουσία)] κράτος οφείλει να προστατεύει αυτόνομο, κυρίαρχο, ομό-
τους πολίτες του. σπονδο, πανίσχυρο (1, 2)
2. το σύστημα διακυ- Φράσεις: ►Κατά κράτος
βέρνησης μιας χώρας, ο (= ολοκληρωτικά) ►Υπό το
τρόπος που ασκείται η κράτος (= υπό τον απόλυτο
κρατική εξουσία: ►Το πο- έλεγχο)
λίτευμα του ελληνικού κρά-
τους είναι Προεδρευομένη
Κοινοβουλευτική Δημοκρα-
τία.
κρίση (η) 1. η ικανότητα του ανθρώ- Συνών: ετυμηγορία (3), δο-
(Ουσιαστικό, Ο27) που να σκέφτεται λογικά κιμασία (4)
(κρί-ση, γεν. -ης, και να καταλήγει σε ορθά Σύνθ.: έγκριση, σύγκριση,
-εως, πληθ. -εις) συμπεράσματα: ►Δεν πρέ- πρόκριση, ανάκριση, διά-
[αρχ. κρίσις < κρί- πει κάποιος να βασίζεσαι μόνο κριση, ανταπόκριση, υπο-
νω] στις κρίσεις των άλλων. κρισία, λογοκρισία
2. η άποψη που εκφράζει Οικογ. Λέξ.: κρίνω, κρι-
κάποιος για πρόσωπα, τής, κριτικός, κριτική, κρι-
πράγματα ή καταστάσεις: τικάρω, κριτήριο, κρίσιμος,
►Είναι πολύ αυστηρός στις
κρισιμότητα
Προσδιορ.: εσφαλμένη,
κρίσεις που κάνει για τους
επιπόλαιη, βιαστική, πολι-
υπαλλήλους του.
τική, δίκαιη (1), αθωωτική
3. η απόφαση δικαστηρί-
(3), πετρελαϊκή, νομισματι-
ου: ►Η κρίση του δικαστη- κή, οικονομική, τουριστική
ρίου για τον κατηγορούμενο (4)
ήταν αθωωτική.
4. προβληματική κατά-
σταση με δυσκολίες και
κινδύνους: ►Η αύξηση της
τιμής του πετρελαίου προκα-
λεί οικονομική κρίση.
111
κρύβω
κρύβω 1. (μτβ.) βάζω κάποιον ή Αντίθ.: εμφανίζω, αποκα-
(Ρήμα, Ρ2) κάτι σε τέτοιο μέρος ώστε λύπτω, φανερώνω (1, 2)
(ενεστ. κρύ-βω, αόρ. να μην το(ν) βλέπουν ή να Συνών: αποκρύπτω (1,
έκρυψα, παθ. αόρ. 2), καλύπτω, σκεπάζω (1),
μην το(ν) βρίσκουν οι άλ- αποσιωπώ (2)
κρύφτηκα, παθ. μτχ.
λοι: ►Έκρυψε τα χρυσαφικά Σύνθ.: αποκρύπτω, υπο-
κρυμμένος)
[αρχ. κρύπτω]
της στο συρτάρι. κρύπτω, αποκρύβω
2. (μτβ.) φυλάω κάτι σαν Οικογ. Λέξ.: κρυφός, κρυ-
μυστικό: ►Κρύβει τα χρόνια φά (επίρρ.), κρύψιμο, κρυ-
του από τους άλλους. ψώνας, κρύπτη, κρυφτό,
κρυφτούλι
3. (μτβ.) (μτφ.) δε φανερώ-
Φράσεις: ►Κρύβεται πίσω
νω τις προθέσεις και τα απ’ το δάχτυλό του (= προ-
συναισθήματά μου στους σπαθεί να αποκρύψει κάτι
άλλους: ►Κρύβει τα πραγμα- που είναι φανερό) ►Κρύβω
τικά του αισθήματα, που έχει τα χαρτιά μου (= δε φανε-
για τους φίλους του. ρώνω τις προθέσεις μου)
115
λακωνικός, -ή, 1. που σχετίζεται με τη Αντίθ.: πολυλογάς, φλύα-
-ό Λακωνία και τους Λά- ρος (2)
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα κωνες: ►Εξακολουθεί να τη- Συνών.: λιτός, επιγραμμα-
και άψυχα) τικός, συνοπτικός (2)
ρεί πιστά τα λακωνικά έθιμα,
(λα-κω-νι-κός) Οικογ. Λέξ.: Λακωνία, λα-
παρόλο που ζει στην Αθήνα. κωνίζω, λακωνισμός, λα-
[αρχ. λακωνικVς < 2. ολιγόλογος, σύντομος:
Λάκων] κωνικότητα
►Ο λόγος του είναι συνήθως
λακωνικός και ουσιαστικός.
119
λογοτεχνία
Παροιμ.: ►Μεγάλη μπου-
κιά φάε, μεγάλο λόγο μην
πεις
120
λύρα
λύρα (η) αρχαίο αλλά και σύγχρο- Οικογ. Λέξ.: λυράρης, λυ-
(Ουσιαστικό, Ο19) νο έγχορδο μουσικό όργα- ριτζής, λυρικός, λυρισμός
(λύ-ρα) νο: ►Η λύρα είναι το παρα- Προσδιορ.: κρητική, ποντι-
[αρχ. λύρα] δοσιακό μουσικό όργανο της ακή
Προσοχή! Κρήτης και του Πόντου.
►η λύρα (= το μου-
σικό όργανο) ►η
λίρα (= το νόμισμα)
121
μαγνήτης (ο) 1. είδος ορυκτού σιδήρου Σύνθ.: μαγνητόφωνο, ηλε-
(Ουσιαστικό, Ο5) που έχει την ιδιότητα να κτρομαγνήτης
(μα-γνή-της) έλκει μέταλλα: ►Μάζεψε Οικογ. Λέξ.: μαγνητίζω,
[µεσν. < αρχ. επίθ. τις καρφίτσες με ένα μαγνή- μαγνητικός, μαγνητισμός
µαγνjτις (λίθος)] Προσδιορ.: ορυκτός, φυσι-
τη.
κός, τεχνητός, ισχυρός (1)
2. (μτφ.) καθετί που τρα-
βάει την προσοχή και γο-
ητεύει: ►Οι ταινίες κινούμε-
νων σχεδίων είναι μαγνήτης
για τα παιδιά.
μακρύς, -ιά, -ύ 1. που έχει μεγάλο μήκος: Αντίθ.: κοντός (1), σύντο-
(Επίθετο, Ε6, άψυχα) ►Φοράει πάντα μια μακριά μος (2)
(μα-κρύς, γεν. -ιού, φούστα. Συνών.: παρατεταμένος,
-ιάς, -ιού, πληθ. -ιοί, 2. που έχει μεγάλη διάρ- μακρόχρονος (2)
-ιές, -ιά) Σύνθ.: μακρόστενος, μα-
κεια: ►Οι μακριές χειμω-
[µεσν. < αρχ. µα- κροπρόθεσμος, ξέμακρος
νιάτικες νύχτες δεν περνού- Οικογ. Λέξ.: μακραίνω,
κρVς]
σαν ποτέ εύκολα. μακριά (επίρρ.)
123
μάρτυρας
μέγεθος (το) η έκταση και ο όγκος ενός Οικογ. Λέξ.: μεγεθύνω, με-
(Ουσιαστικό, Ο38) πράγματος: ►Τακτοποίησε γέθυνση, μεγεθυντικός
(μέ-γε-θος, γεν. τα βιβλία του κατά μέγεθος. Προσδιορ.: οικονομικό,
-έθους, πληθ. -έθη) ποιοτικό
[αρχ. µέγεθος < µέ-
γας]
125
μεθώ
126
μετανιώνω
3. (γραμμ.) (μέρη του λό- Προσδιορ.: αναπόσπαστο
γου) καθεμιά από τις (1), γνώριμο (1, 2), κλιτό
κατηγορίες στις οποίες (γραμμ.) (3), ερημικό (2),
χωρίζονται οι λέξεις: ►Τα κατάλληλο, ιδανικό (1, 2)
μέρη του λόγου είναι άρθρο, Φράσεις: ►Παίρνω το μέ-
ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυ- ρος κάποιου (= τον υποστη-
ρίζω) ►Τι μέρος του λόγου
μία, ρήμα, πρόθεση, σύνδε-
είναι; (= τι άνθρωπος εί-
σμος και επιφώνημα.
ναι;)
μεστός, -ή, -ό 1. που είναι γεμάτος και Αντίθ.: άγουρος, αγίνωτος
(Επίθετο, Ε1, άψυχα) πλήρης: ►Ο γραπτός λόγος (2)
(με-στός) που χρησιμοποιεί είναι με- Συνών.: μεστωμένος
[αρχ. µεστVς] στός και σαφής. Σύνθ.: κατάμεστος
Οικογ. Λέξ.: μεστώνω, μέ-
2. ώριμος, γινωμένος: ►Τα
στωμα, μεστότητα
σταφύλια είναι μεστά και ήδη Προσδιοριζ: στάχυα (τα)
έτοιμα για τρύγο.
μετακομίζω 1. (μτβ.) μεταφέρω την Συνών.: μετακινώ (1), με-
(Ρήμα, Ρ4) οικοσκευή μου από ένα τοικώ (2)
(ενεστ. με-τα-κο-μί- σπίτι σε κάποιο άλλο: Σύνθ.: διαμετακομίζω
ζω, αόρ. μετακόμι- ►Μετακομίσαμε τα έπιπλα
Οικογ. Λέξ.: μετακόμιση
σα) στο νέο διαμέρισμα που αγο-
[αρχ. µετακοµίζω]
ράσαμε.
2. (αμτβ.) αλλάζω κατοι-
κία: ►Θα μετακομίσουμε από
την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη.
μετανάστευση ατομική ή ομαδική μετα- Αντίθ.: επαναπατρισμός
(η) κίνηση από την πατρική Συνών.: αποδημία, ξενιτε-
(Ουσιαστικό, Ο28) γη σε άλλο τόπο της ίδιας μός
(με-τα-νά-στευ-ση, χώρας ή σε ξένη χώρα με Οικογ. Λέξ.: μετανάστης,
γεν. -ης, -εύσεως, μεταναστεύω, μεταναστευ-
σκοπό την εργασία: ►Η
πληθ. -εύσεις, γεν. τικός
μετανάστευση στη Γερμανία
-εύσεων)
κατά τη δεκαετία του ’60
[µεσν. µετανά-
στευσις < µετανα- άδειασε τα χωριά μας.
στεύω]
μετανιώνω 1. (αμτβ.) αλλάζω γνώμη Συνών.: μεταμελούμαι (2)
(Ρήμα, Ρ1) ή απόφαση: ►Τελικά μετά- Οικογ. Λέξ.: μετανοώ, με-
(ενεστ. με-τα-νιώ-νω, νιωσε και δε θα ταξιδέψει αύ- τάνοια, μετάνιωμα
αόρ. μετάνιωσα, παθ. ριο με το τρένο.
μτχ. μετανιωμένος) 2. (αμτβ.) λυπάμαι για
[µεσν. < αρχ. µετα- κάτι που έκανα ή παρέλει-
νοU] ψα να κάνω: ►Μετάνιωσε
για όσα είπε και μας ζήτησε
συγγνώμη.
127
μεταρρύθμιση
μυστήριο (το) 1. μία από τις επτά ιερές Οικογ. Λέξ.: μυστήριος,
(Ουσιαστικό, Ο34) τελετές των Χριστιανών, μυστηριώδης, μυστικός,
(μυ-στή-ρι-ο, γεν. με την οποία μεταδίδεται μυστικότητα
-ίου, πληθ. -α) η Θεία Χάρη: ►Τέλεσαν το Προσδιορ.: αδιευκρίνιστο,
[αρχ. µυστήριον < ανεξερεύνητο, αξεδιάλυτο
μυστήριο της βάπτισης του
µύστης < µύω] (1)
παιδιού τους σ’ ένα γραφικό
ξωκλήσι.
2. καθετί που είναι άγνω-
στο, ανεξήγητο ή ακατα-
νόητο: ►Η αστυνομία προ-
σπαθεί να λύσει το μυστήριο
της εξαφάνισης του παιδιού.
132
ναδίρ (το) 1. το σημείο στο οποίο η Αντ.: ζενίθ (1, 2)
(Ουσιαστικό, άκλ.) κατακόρυφη γραμμή που
(να-δίρ) περνάει από τον παρατη-
[λόγ. < γαλλ. nadir] ρητή, συναντά προς τα
κάτω τον ουράνιο θόλο:
►Το ναδίρ και το ζενίθ βρί-
σκονται σε αντίθετη κατεύ-
θυνση.
2. το κατώτερο σημείο
μιας εξέλιξης, σε αντίθεση
με το ζενίθ: ►Η επίδοσή του
βρέθηκε ξαφνικά από το ζενίθ
στο ναδίρ.
ναός (ο) το κτίριο, ο τόπος όπου Συνών.: εκκλησία, Οίκος
(Ουσιαστικό, Ο13) συγκεντρώνονται οι πι- Θεού
(να-ός) στοί μιας θρησκείας Σύνθ.: πρόναος
[αρχ. ναVς < ναίω και τελούν τη λατρεία Προσδιορ.: αφιερωμένος,
(= κατοικώ)] αναστηλωμένος, ενορια-
τους: ►Ο ναός του Αγίου
κός, πάνσεπτος, περίστυλος
Σπυρίδωνα βρίσκεται στο κέ- Φράσεις: ►Ναός της
ντρο της Κέρκυρας. Θέμιδος (= το δικαστήριο)
134
νόμος
νόημα (το) 1. σημασία, έννοια: ►Τα Οικογ. Λέξ.: νοώ, νους, νό-
(Ουσιαστικό, Ο40) παιδιά κατάλαβαν το νόημα ηση, νοημοσύνη, νοήμων,
(νό-η-μα, γεν. –ήμα- του ποιήματος. νοηματικός
τος, πληθ. –ήματα) 2. γνέψιμο, νεύμα: ►Τους Προσδιορ.: αινιγματικό,
[αρχ. νόηµα < νοU] αλληγορικό (1, 2), ασύλλη-
έκανε νόημα να φύγουν.
πτο (1)
138
ξαφνιάζω (μτβ.) προκαλώ σε κά- Οικογ. Λέξ.: ξάφνιασμα,
(Ρήμα, Ρ4) ποιον έκπληξη ή φόβο: ξαφνικός, ξαφνικά (επίρρ.)
(ενεστ. ξαφ-νιά-ζω, ►Μας ξάφνιασε η απόφασή
αόρ. ξάφνιασα, παθ. του να φύγει στο εξωτερικό.
αόρ. ξαφνιάστηκα,
παθ. μτχ. ξαφνιασμέ-
νος)
[µεσν. ξαφνίζω <
~ξαφνίζω < ξα-
φνα]
141
ξυπόλυτος
142