Professional Documents
Culture Documents
Πάνος Τότσικας: Mια μέρα του 2041 στο Ελληνικό
Πάνος Τότσικας: Mια μέρα του 2041 στο Ελληνικό
Πρόλογος
Στις αρχές του περασμένου Δεκέμβρη, είχα γράψει ένα πολιτικό κείμενο, με τίτλο «Πρόταση
για νέες παραγωγικές δραστηριότητες στον αστικό χώρο», το οποίο δημοσιοποίησα λίγο
αργότερα, ύστερα από μια σύντομη κινηματική διαβούλευση και το κατέθεσα στο Δήμο
Ελληνικού στις 20 Δεκεμβρίου. Σήμερα, επανέρχομαι με ένα «παραμύθι για μεγάλα παιδιά».
Πήραμε το Τραμ 1 από την πλατεία Συντάγματος, περάσαμε από το Ζάππειο και τις
στήλες του Ολυμπίου Διός. Φτάσαμε στην στάση «Νέος Κόσμος». «Παππού, γιατί τον
λένε Νέο Κόσμο» με ρώτησε η Λεμονιά, που είχε γίνει κιόλας τριών χρονών. Σκέφτηκα
λιγάκι και της απάντησα: «Νομίζω πως τον βάφτισαν έτσι, μετά τον πόλεμο του
1940, πάνε εκατό χρόνια τώρα, για να ξεχαστούν όσα είχαν γίνει σ’ αυτή τη περιοχή
και να δείξουν ότι γεννιόταν ένας καινούργιος κόσμος…». «Και τι είχε γίνει σ’ αυτή
τη περιοχή», πετάχτηκε ο Παναγιώτης, που κόντευε τα οκτώ. Δεν του απάντησα,
αλλά αυτός δεν το έβαλε κάτω: «Σε ρωτάω παππού, τι είχε γίνει εδώ;».
Το τραμ ήταν γεμάτο κόσμο, άκουγαν όλοι τη συζήτηση, δεν ήθελα να εξηγήσω στον
Παναγιώτη αυτό που ζητούσε. «Πρέπει να βρω κάτι να σου δείξω, θα σου εξηγήσω
αργότερα, του είπα», κι άρχισα δήθεν να ψάχνω την τσάντα μου. Ο Παναγιώτης,
επέμενε, εγώ σιωπούσα. Οπότε, ένας άλλος παππούς που καθότανε δίπλα, παρενέβη
και μου ζήτησε να του επιτρέψω να εξηγήσει αυτός στον Παναγιώτη. Του
χαμογέλασα, κι αυτός το εξέλαβε ότι συμφώνησα. «Ο θεός βοηθός, σκέφτηκα»….
«Εδώ γινήκανε μάχες», είπε ο άλλος παππούς στον Παναγιώτη. «Το πατρικό μας σπίτι
ήταν στο Δουργούτι, στις παλιές πολυκατοικίες που περάσαμε. Ο πατέρας μου
πολέμησε ενάντια στους Γερμανούς, και μετά ενάντια στους Άγγλους. Σκοτώθηκε
πολύς κόσμος εδώ. Μάλλον για να ξεχαστούν τα εγκλήματα, ονόμασαν την περιοχή
Νέο Κόσμο».
Ο Παναγιώτης έμεινε άφωνος. Δεν περίμενε, να ακούσει κάτι τέτοιο, όπως και οι
περισσότεροι απ΄ τους επιβάτες του τραμ, που άκουγαν θέλοντας και μη. Μια όρθια
κυρία σχολίασε: «Κοίτα τι μαθαίνει κανείς» και κάποιος άλλος μουρμούρισε: «Αρκετά
με την προπαγάνδα σας, πρωϊ - πρωϊ…».
Στην επόμενη στάση του τραμ, ξαναχτύπησε η Λεμονιά: «Παππού, γιατί την λένε Νέα
Σμύρνη», ρώτησε, και όσοι άκουγαν γύρω μας ξέσπασαν στα γέλια. «Τώρα θα της
εξηγήσουν για την Μικρασιατική καταστροφή», σχολίασε πικρόχολα, κάποιος…«
Αρκετά ζαλίσαμε τον κόσμο, θα σου πω όταν φτάσουμε στο Πάρκο του Ελληνικού»,
της απάντησα, κι εκείνη δεν επέμενε. «Κι εμένα θα μου εξηγήσεις γιατί το λένε
Ελληνικό», πετάχτηκε ο Παναγιώτης… «Μην ξεχάσεις να του πεις για την πρώην
Αμερικάνικη βάση την Τρόϊκα και το Μνημόνιο», φώναξε δυνατά κάποιος από την
άλλη άκρη του βαγονιού, και ολόκληρο το τραμ ξέσπασε σε γέλια και
χειροκροτήματα...
Φτάσαμε στο Ελληνικό. Το τραμ πέρασε την συμβολική πύλη του Πάρκου, όπου μια
ταμπέλλα πληροφορούσε: «Αυτό το Πάρκο οφείλει την δημιουργία του στους αγώνες
των πολιτών που ξεκίνησαν το έτος 2011». Προχωρήσαμε και στην μέση περίπου του
Πάρκου κατεβήκαμε σχεδόν όλοι από το τραμ.
Η Λεμονιά κι ο Παναγιώτης μου ζητούσαν παγωτό. Κάπου εκεί κοντά, υπήρχε ένα
αυτοδιαχειριζόμενο ζαχαροπλαστείο – καφενείο – εστιατόριο, χωμένο μέσα στην
βαθειά σκιά των μεγάλων δένδρων. Καθήσαμε σε ένα τραπεζάκι και περιμέναμε να
έρθει κάποιος να παραγγείλουμε. Ένας νέος από το διπλανό τραπέζι μας είδε που
περιμέναμε, μας πληροφόρησε ότι το κατάστημα είναι αυτοξυπηρετούμενο και μας
ρώτησε αν έχουμε το «ΕΛ». «Δηλαδή»; τον ρώτησα. « Το τοπικό χρήμα, μου
απάντησε. Εδώ και ένα μήνα, τίποτα δεν μπορείς να κάνεις χωρίς αυτό. Πηγαίνετε
στη θυρίδα απέναντι να αλλάξετε».
Πήρα την Λεμονιά και τον Παναγιώτη, πήγαμε στη θυρίδα και αγοράσαμε κάτι
πανέμορφα χρωματιστά χαρτάκια που έγραφαν επάνω: «Πάρκο Ελληνικού –ΕΛ -
Κουπόνι ανταλλαγής υπηρεσιών». Μετά πήγαμε στο ζαχαροπλαστείο, πήραμε τα
παγωτά, τα πληρώσαμε με ΕΛ, και πήγαμε στο τραπεζάκι και τα φάγαμε. Τα παιδιά
ήταν ενθουσιασμένα. Κοιτούσαν και ξανακοιτούσαν τα ΕΛ και δεν τα χόρταιναν τα
μάτια τους. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Άντε να τους τα
εξηγήσεις όλα...Πώς να καταλάβουν ότι μπορεί να φτιάχνει κάποιος ή κάποια γλυκά,
κουλούρια, πίτες κλπ και να πληρώνεται για τον κόπο και τα έξοδα που έκανε σε ΕΛ.
Και μετά να πηγαίνει στο αυτοδιαχειριζόμενο εστιατόριο, να τρώει μακαρόνια,
μουσακά ή πίτσα και να πληρώνει σε ΕΛ αυτούς που τα έφτιαξαν.
Κάποια κοπέλα από δίπλα που άκουγε, μας εξήγησε: γνώρισα κάποια κυρία πριν λίγο
καιρό εδώ που ήθελε να μάθει κιθάρα. Της είπα ότι έχω σπουδάσει μουσική και ότι
μπορώ να της κάνω εγώ μαθήματα 10 ώρες την εβδομάδα. Εκείνη μου είπε ότι έχει
σπουδάσει γαλλική φιλολογία και ότι μπορεί να μου κάνει μόνο 5 ώρες την εβδομάδα
γαλλικά. Συμφωνήσαμε, ανταλλάσουμε τις γνώσεις μας και «πληρώνουμε» η μία την
άλλη ανάλογα. Με τα ΕΛ που μου έδωσε η κυρία αυτή, θα πληρώσω εδώ σήμερα τον
καφέ που πήρα.
Όλα ξεκίνησαν το 2011 από μια πρωτοβουλία λίγων ανθρώπων, σε μια μικρή έκταση
δυόμιση στρεμμάτων στην πρώην Αμερικάνική Βάση, που τους την είχε παραχωρήσει
ο τότε Δήμαρχος Ελληνικού –Αργυρούπολης Χρήστος Κορτζίδης. Έστησαν τότε τον
πρώτο αυτοδιαχειριζόμενο αγρό και στην συνέχεια επεκτάθηκαν και σε άλλες
εκτάσεις. Ήταν τότε που ήθελαν να πουλήσουν οι κυβερνώντες τον χώρο του πρώην
αεροδρομίου Ελληνικού και της παραλίας του Αγίου Κοσμά σε ιδιώτες για να τον
χτίσουν και να καλύψουν ένα πολύ μικρό μέρος από τα τεράστια δημόσια χρέη που
είχαν δημιουργήσει οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Τελικά
όμως δεν τα κατάφεραν και ολόκληρος ο χώρος αυτός παρέμεινε αδόμητος και
δημόσιος, άρχισε να φυτεύεται, και σήμερα είναι αυτό το θαυμάσιο, ανεπανάληπτο
Μητροπολιτικό Πάρκο που το χαίρονται οι κάτοικοι όλης της Αθήνας.
Κάπου εκεί υπήρχε και ένα αυτοδιαχειριζόμενο ψιλικατζίδικο, όπου μπορούσε κάποιος
να αγοράσει μερικά είδη πρώτης ανάγκης που είχε ξεχάσει να φέρει απ΄ το σπίτι του.
Η Λεμονιά και ο Παναγιώτης είχαν διψάσει και ήθελαν να πιούν μια πορτοκαλάδα. Δεν
τους χάλασα το χατίρι, και πήρα κι εγώ ένα μπουκαλάκι νερό, πληρώνοντας, φυσικά,
με ΕΛ.
Κάπου εδώ αναγκάστηκα να διακόψω τις αναμνήσεις και τους συλλογισμούς μου.
Μόλις φτάσαμε στο πρώτο κτίριο των καλλιτεχνών, και ήταν σα να βρεθήκαμε σε
έναν άλλο κόσμο: Θαυμάσια διαμορφωμένοι χώροι, πολύχρωμα σχέδια παντού,
πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, υφάσματα σταμπωτά, χειροτεχνήματα φτιαγμένα με
πολλή φαντασία και μεράκι, αντικείμενα που έβλεπες για πρώτη φορά. Τα παιδιά κάθε
τόσο φώναζαν το ένα το άλλο να έρθουν να δουν κάτι που ανακάλυψαν ή με
τράβαγαν από το χέρι να μου το δείξουν. Πανέμορφα, υπέροχα πραγματάκια που
έφτιαχναν μπροστά μας οι καλλιτέχνες στα εργαστήριά τους, μπορούσαμε να τα
αγγίξουμε, και ακόμη να τα αγοράσουμε στο εκθετήριο –πωλητήριο, του κτιρίου,
μόνο φυσικά με ΕΛ. Είπα στον Παναγιώτη και την Λεμονιά να διαλέξουν κάτι φτηνό. Ο
Παναγιώτης διάλεξε ένα ξύλινο καραβάκι, κι η Λεμονιά, ένα υφασμάτινο άλογο.
Είχε φτάσει πια μεσημέρι, ήταν ώρα να γυρίσουμε σπίτι. Ο γιός μου και η νύφη μου θα
μας περίμεναν για φαγητό. Περπατήσαμε ξανά μέσα στο Πάρκο με τα ψηλά δέντρα
μέχρι τη στάση του τραμ, περνώντας από τις αθλητικές εγκαταστάσεις που πρωτο-
λειτούργησαν για τις ανάγκες των «περίφημων» Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, οι
οποίοι, όσα κέρδη απέφεραν σε λίγους, τόσα χρέη και τόκους συσσώρευσαν στους
πολλούς.
«Την επόμενη φορά θα στο πω, μαζί με τα όσα δεν προλάβαμε σήμερα να δούμε», του
απάντησα.