Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 435

Αξιον Εστί-Οδυσσεας Ελύτης

Παρασκευή, 2 Νοεμβρίου 2007 6:22 πμ

 ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ  (1959)


Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου
και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι
ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'
 
Η ΓΕΝΕΣΙΣ
 
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη
                που τα χείλη ακόμη στον πηλό
                δοκιμάζουν τα πράγματα του
κόσμου
    Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί

    Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η


θάλασσα
    γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες
    κάτω απ' τις χαρουπιές και τους
μεγάλους όρθιους φοίνικες
            Εκεί μόνος αντίκρισα
            τον κόσμο
            κλαίγοντας γοερά
Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και
Κήρυκα
                   Είδα τότε θυμάμαι
          τις τρεις Μαύρες Γυναίκες
    να σηκώνουν τα χέρια κατά την
Ανατολή
    Χρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος
που άφηναν
    λίγο λίγο σβήνοντας
            δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων
        Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα
μου
        πολυάχτιδος όλος που καλούσε Και
αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς
αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο
άκοπος απ' τον ουρανό
            Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε
            πάνω απ' το λίκνο μου
ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
τη φωνή πήρε των δέντρων, των
κυμάτων:
            «Εντολή σου» είπε «αυτός ο
κόσμος
            και γραμμένος μες στα σπλάχνα
σου είναι
            Διάβασε και προσπάθησε
            και πολέμησε» είπε
«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί
αλγηδόνα κι ευφροσύνη.
        Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη
        και ψηλά πάνω από τα μπεντένια
ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας
        οι Εφτά Μπαλτάδες
            καταπώς η Καταιγίδα
            στο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζει

            απαρχής πάλι ένα πουλί


καθαρό παλιννοστούσε το αίμα
και τα τέρατα έπαιρναν την όψη
ανθρώπου
                                                    Τόσο εύλογο το
Ακατανόητο
Ύστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας
μου έφτασαν
τ' αγόρια με τα φουσκωμένα μάγουλα
και τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια
Γοργόνες
            και άλλοι γέροντες γνώριμοι
παλαιοί
            οστρακόδερμοι γενειοφόροι
        Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και
αυτό πάλι στα τέσσερα
        και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν
και ξαπόστειλαν στο Βορρά
        Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και
αγέρωχος ο μέγας Κούλες
Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε
ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη

                            ΑΥΤΟΣ ο πρώτος


ύμνος.

ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ αλήθεια που ήμουνα Ο


πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο
Αχειροποίητος
            με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές

            γραμμές
        ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με
οξύτητα
        και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες
απαλές
            μία μέσα στην άλλη
στεριές μεγάλες που ένιωσα
να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση
            Τόσο ήταν αλήθεια
            που πιστά μ' ακολούθησε το
χώμα
        έγινε σε μεριές κρυφές πιο κόκκινο
        και άλλου με πολλές μικρές
πευκοβελόνες
        Ύστερα πιο νωχελικά
            οι λόφοι οι κατωφέρειες
άλλοτε και το χέρι αργό σε ανάπαυση
            τα λαγκάδια οι κάμποι
        κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και
γυμνοί
δυνατές πολύ παρορμήσεις
        Μια στιγμή που εστάθηκε να
στοχαστεί
            κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό:
            ο Όλυμπος, ο Ταΰγετος
            «Κάτι που να σου σταθεί βοηθός
            και αφού πεθάνεις» είπε
        Και στις πέτρες μέσα τράβηξε
κλωστές
        κι απ' τα σπλάχνα της γης ανέβασε
σχιστόλιθο
        ένα γύρο σ' όλη την πλαγιά τα
πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια
        Εκεί μόνος απίθωσε
            κρήνες λευκές μαρμάρινες
            μύλους ανέμων
            τρούλους ρόδινους μικρούς
            και ψηλούς διάτρητους
περιστεριώνες
Αρετή με τις τέσσερις ορθές γωνίες
Κι επειδή συλλογίστηκεν
ωραία που είναι στην αγκαλιά ο ένας του
άλλου
        γέμισαν έρωτα οι μεγάλες γούρνες
        αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και
αγελάδες
        σαν να μην ήτανε στον κόσμο
πειρασμός κανένας
και να μην είχαν γίνει ακόμη τα μαχαίρια
«Η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις»
είπε
        και στροφή γύρω του κάνοντας μ'
ανοιχτές παλάμες έσπειρε
            φλόμους κρόκους καμπανούλες
            όλων των ειδών της γης τ'
αστέρια
        τρυπημένα στο ένα φύλλο τους για
σημείο καταγωγής
            και υπεροχή και δύναμη    
 
ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
 
 
 
            ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακούσω αγέρα η
μουσική
            που κινούσα σε ξάγναντο να βγω
(μιαν απέραντη κόκκινη άμμο ανέβαινα
με τη φτέρνα μου σβήνοντας την Ιστορία)
        πάλευα τα σεντόνια Ήταν αυτό που
γύρευα
        και αθώο και ριγηλό σαν αμπελώνας

        και βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη


όψη τ' ουρανού
Κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλο
        Τότε είπε και γεννήθηκεν η
θάλασσα
        Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους
μικρούς κατ' εικόνα
και ομοίωσή μου:
            Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
            και γαλήνιοι αμφορείς
            και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο
θέρος» είπε
«Και πολλά τα λιόδεντρα
        που να κρησάρουν στα χέρια τους
το φως
        κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο
σου
και πολλά τα τζιτζίκια
        που να μην τα νιώθεις
        όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο
χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
        για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις
τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
        χωρίς κοπάδι
        για να το κάνεις φίλο σου
        και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ'
όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
        για να μην έχεις που ν' απλώσεις
ρίζα
        και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
        για να διαβάζεις μόνος σου την
απεραντοσύνη»
 
 
            ΑΥΤΟΣ
            ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
 
 
 
«ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΥΤΟΝ ανάγκη να
τον βλέπεις και να τον λαβαίνεις»
        είπε: «Κοίταξε!» Και τα μάτια μου
έριξαν τη σπορά
        γρηγορότερα τρέχοντας κι από
βροχή
        τα χιλιάδες απάτητα στρέμματα
Σπίθες ρίζα μες στο σκότος πιάνοντας
και νερών άξαφνων πίδακες
            Η σιγή που εκχέρσωνα για ν'
αποθέσω
            γόνους φθόγγων και χρησμών
φύτρα χρυσά
Το ξινάρι ακόμη μες στα χέρια μου
        τα μεγάλα είδα κοντόποδα φυτά,
γυρίζοντας το πρόσωπο
        άλλα υλακώντας άλλα βγάζοντας τη
γλώσσα:
            Να το σπαράγγι να ο ριθιός
            να το σγουρό περσέμολο
            το τζεντζεφύλλι και το πελαργόνι

            ο στύφνος και το μάραθο


Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την
ταυτότητά μου ν' αρθρώσω
«Εύγε» μου είπε «και ανάγνωση
γνωρίζεις
και πολλά μέλλει να μάθεις
αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις
Και μια μέρα θα 'ρθει βοηθούς ν'
αποκτήσεις
            Θυμήσου:
            τον αγχέμαχο Ζέφυρο
            το ερεβοκτόνο ρόδι
            τα φλεγόμενα ωκύποδα φιλιά»
Και ο λόγος του χάθηκε σαν ευωδιά
Η ώρα εννιά χτύπησε πέρδικα τη βαθιά
καρδιά της ευφωνίας
            αλληλέγγυα στάθηκαν τα σπίτια
            και μικρά και τετράγωνα
            με καμάρα λευκή και λουλακί
πορτόφυλλο
        Κάτω απ' την κληματαριά
        ώρες εκεί ρέμβασα
        με μικρά μικρά τιτιβίσματα
        κοασμούς, τρυσμούς, το μακρινό
κουκούρισμα:
            Να το πιπίνι να το λελέκι
            να το γυφτοπούλι
            ο νυχτοπάτης και η νερόκοτα
        ήταν και ο μπόμπιρας εκεί
        και το αλογάκι που λεν της
Παναγίας
Η στεριά με τα σκέλη μου γυμνά στον ήλιο
        και πάλι δύο οι θάλασσες
        και η τρίτη ανάμεσα -λεμονιές
κιτριές μανταρινιές-
        και ο άλλος μαΐστρος με τ' απάνω
του αψηλό μπογάζι
        αλλοιώνοντας τ' οζόνιο τ' ουρανού
            Χαμηλά στων φύλλων τον
πυθμένα
            η τριβίδα η λεία
            τ' αυτάκια των ανθών
            κι ο θαλλός ο αδημονώντας και
είναι
 
 
        ΑΥΤΟΣ
        ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
 
 
 
 
ΥΣΤΕΡΑ και τον φλοίσβο ενόησα και τον
μακρύ ατελείωτο
ψίθυρο των δέντρων
        Είδα πάνω στο μόλο αραδιασμένα τα
κόκκινα σταμνιά
        και πιο σιμά στο ξύλινο
παραθυρόφυλλο
        κει που κοιμόμουνα με το 'να πλάι
            λάλησε πιο δυνατά ο βοριάς
            Και είδα
Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν
το βότσαλο
με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών
και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις
ωμοπλάτες
            να φυσούν όρθιες μέσα στην
Κοχύλα
            και άλλες γράφοντας με κιμωλία
            λόγια παράξενα, αινιγματικά:
        ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ
        ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ
            μικρές φωνές πουλιών και
υακίνθων
            ή άλλα λόγια του Ιουλίου
Σημαίνοντας οι έντεκα
        πέντε οργιές του βάθους
        πέρκες γοβιοί σπάροι
        με πελώρια σβάραχνα και κοντές
πρυμναίες ουρές
            Ανεβαίνοντας έβρισκα σπόγγους
            και σταυρούς θαλάσσης
            και λιγνές αμίλητες ανεμώνες
        και πιο ψηλά στα χείλη του νερού
        πεταλίδες τριανταφυλλιές
            και μισάνοιχτες πίνες και
αρμυρήθρες
«Ακριβά λόγια» μου είπε «όρκοι παλαιοί
που έσωσε ο Καιρός και η σίγουρη ακοή
των μακρινών ανέμων»
            Και σιμά στο ξύλινο
παραθυρόφυλλο
            κει που κοιμόμουνα με το 'να
πλάι
            δυνατά στο στήθος μου έσφιξα το
μαξιλάρι
            και τα μάτια μου δάκρυα γιομάτα
Ήμουν στον έκτο μήνα των ερώτων
και στα σπλάχνα μου σάλευε σπόρος
ακριβός
 
 
            ΑΥΤΟΣ
            ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
 
 
 
«ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημιά και
θα της δώσεις
το δικό σου νόημα» είπε
        «Πριν από την καρδιά σου θα 'ναι
αυτή
        και μετά πάλι αυτή θ' ακολουθήσει
            Τούτο μόνο να ξέρεις:
            Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή
            καθαρό στον αιώνα θα
διαρκέσει»
Και ψηλά πολύ πάνω απ' τα κύματα
έστησε τα χωριά των βράχων
            Εκεί σκόνη έφτανε ο αφρός
            άπλερη γίδα είδα να γλείφει τις
ρωγμές
με το μάτι λοξό και το λίγο κορμί σκληρό
σαν χαλαζίας
Έζησα τις ακρίδες και τη δίψα
και τα τραχιά στις αρμοσιές τους δάχτυλα

χρόνους τακτούς όσους η Γνώση ορίζει


        Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία
τ' απύθμενα
        με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας
        νύχτες και νύχτες
το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη
ένταση
του μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα
Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση
        Να σταλθεί βοήθεια τότε κρίθηκε η
στιγμή
        και ο κλήρος έπεσε στις βροχές
            κελαρύσανε όλη μέρα ρυάκια
            έτρεξα σαν τρελός
στις πλαγιές έσχισα σχίνο και πολύ μύρτο
μες στη φούχτα μου έδωσα
να δαγκάσουνε οι πνοές
        «Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή
        στις πλαγιές το ίδιο και στα
σπλάχνα σου»
        Και τα χέρια του άπλωσε όπως
κάνει
γέροντας γνωστικός Θεός για να πλάσει
μαζί πηλό και ουρανοσύνη
Λίγο μόλις πυράχτωσε τις κορφές
        αλλ' αδάγκωτο πράσινο στις
ρεματιές το χόρτο κάρφωσε
            μέντα λεβάντα λουίζα
            και μικρές πατημασιές αρνιών
ή αλλού πάλι από τα ύψη πέφτοντας
οι ψιλές κλωστές το ασήμι, δροσερά
μαλλιά κοπέλας που είδα
και που επόθησα
            Υπαρκτή γυναίκα
            «Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή»
    και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα
    φιλιά δόντια με δόντια· ύστερα ένας
μες στον άλλο
            Τρικύμισα
            όπως κάβος πάτησα βαθιά
            που αέρα πήρανε οι σπηλιές
Ηχώ με το λευκό σαντάλι πέρασε μια
στιγμή
γοργά κάτω από τα νερά η ζαργάνα
        και ψηλά το λόφο έχοντας πόδι Και
τον ήλιο κεφάλι κερασφόρο
        ν'ανεβαίνει  Αβάδιστος είδα  Ο
Μέγας Κριός
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς
αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο
άκοπος απ' τον ουρανό
            ψιθύρισε όταν ρώτησα:
- Τι το καλό; Τι το κακό;
-Ένα σημείο Ένα σημείο
        και σ' αυτό πάνω ισορροπείς και
υπάρχεις
        κι απ' αυτό πιο πέρα ταραχή και
σκότος
        κι απ' αυτό πιο πίσω βρυγμός των
αγγέλων
-Ένα σημείο Ένα σημείο
        και σ' αυτό μπορείς απέραντα να
προχωρήσεις
        ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει
πια
Κι ο Ζυγός που, ανοίγοντας τα χέρια μου,
έμοιαζε
να ζυγιάζει το φως και το ένστικτο ήτανε
 
 
            ΑΥΤΟΣ
            ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
 
 
 
        ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν
όπως οι μέρες
        με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο
ρολόι του κήπου
                                  Δείχτης ήμουν
εγώ
Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη
ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος
        Έδειχνα την ανάγκη που μου
ερχόταν άρμη
        καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών
        Μακρινές αστεροπές της Ίριδας -
            «Όλα τούτα καιρός της
αθωότητας
            ο καιρός του σκύμνου και του
ροδαμού
            ο πολύ πριν την Ανάγκη» μου
είπε
        Και τον κίνδυνο έσπρωξε με το 'να
δάχτυλο
        Στην κορφή του κάβου φόρεσε
μελανό φρύδι
        Από μέρος άγνωστο φώσφορο έχυσε
            «Για να βλέπεις» είπε «από μέσα

            στο κορμί σου


            φλέβες κάλιο, μαγγάνιο
            και τ' αποτιτανωμένα
            παλαιά κατάλοιπα του έρωτα»
Και πολύ τότε σφίχθηκε η καρδιά μου
ήταν το πρώτο τρίξιμο του ξύλου μέσα
μου
        μιας νυχτός που εσίμωνε ίσως
        η φωνή του γκιόνη
            κάποιου που είχε σκοτωθεί
            το αίμα γυρίζοντας πάνω στον
κόσμο
        Είδα πέρα, μακριά, στην άκρια της
ψυχής μου
            μυστικά να διαβαίνουνε
φάροι ψηλοί ξωμάχοι Στους γκρεμούς
τραβερσωμένα κάστρα
Τ' άστρο της τραμουντάνας Την αγία
Μαρίνα με τα δαιμονικά
        Και πολύ πιο βαθιά πίσω απ' τα
κύματα
        στο Νησί με τους κόλπους των
ελαιώνων
        Μια στιγμή μου εφάνηκε θωρούσα
Εκείνον
        που το αίμα του έδωσε να σαρκωθώ

        τον τραχύ του Αγίου δρόμο ν'


ανεβαίνει
            μια φοράν ακόμη
            Μια φοράν ακόμη
        στα νερά της Γέρας ν' ακουμπά τα
δάχτυλα
        και τα πέντε ν' ανάβουνε χωριά
            ο Παπάδος ο Πλακάδος ο
Παλαιόκηπος
            ο Σκόπελος και ο Μεσαγρός
        εξουσία και κλήρος της γενιάς μου.
«Αλλά τώρα» είπε «η άλλη σου όψη
ανάγκη ν' ανεβεί στο φως»
        και πολύ πριν με το νου μου βάλω
        ή σημάδι φωτιάς ή σχήμα τάφου
            Κατά κει που δεν έσωνε κανείς
να δει
            με τα χέρια εμπρός του
            σκύβοντας
            τα μεγάλα ετοίμασε Κενά στη γη
            και στο σώμα του ανθρώπου:
το κενό του Θανάτου για το Βρέφος το
Ερχόμενο
το κενό του Φονικού για τη Δικαία Κρίση
το κενό της Θυσίας για την Ίση
Ανταπόδοση
το κενό της Ψυχής για την Ευθύνη του
Άλλου
            Και η Νύχτα πανσές
            παλιάς
            πριονισμένης από νοσταλγία
Σελήνης
με του έρημου μύλου τα χαλάσματα και
την άκακη ευωδιά τής κόπρου
            πήρε μέρος μέσα μου
Διαστάσεις άλλαξε στα πρόσωπα· μοίρασε
αλλιώς τα βάρη
Το σκληρό μου σώμα ήταν η άγκυρα
κατεβασμένη
μέσα στους ανθρώπους
        όπου ήχος άλλος κανείς
            μόνο γδούποι γόοι και κοπετοί
            και ρωγμές επάνω στην
ανάστροφη όψη
Ποιας φυλής ανύπαρχτης ο γόνος να
'μουν
        τότε μόνο ενόησα
            που η σκέψη του Άλλου
            διαγώνια σαν ακμή γυαλιού
            και Ορθόν ως πέρα με χάραζε
        Είδα μέσα στα σπίτια καθαρά σαν να
μην ήταν τοίχοι
        με το λύχνο στο χέρι να περνούν
γερόντισσες
        τα χαράκια στο μέτωπο και στο
ταβάνι
και άλλοι νέοι με το μουστάκι που έζωναν
άρματα στη μέση τους
            αμίλητοι
            δύο δάχτυλα πάνω στη λαβή
            εδώ κι αιώνες.
«Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι
και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα
και δε γίνεται μ' Αυτούς χωρίς, Εσύ
Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι
            και ανάγκη πάσα να τους
αντικρίσεις
η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να
'ναι
            και να μείνει αυτή.
        Επειδή πολλοί φορούν το μελανό
πουκάμισο
        και άλλοι μιλούν τη γλώσσα των
χοιρογρυλλίων
        και είναι οι Ωμοφάγοι και οι
Άξεστοι του Νερού
        οι Σιτόφοβοι και οι Πελιδνοί και οι
Νεοκόνδορες
        ορμαθός και αριθμός των άκρων
του σταυρού
            της Τετρακτίδος.
Αν αλήθεια κρατήσεις και τους
αντικρίσεις» είπε
«η ζωή σου θ' αποκτήσει αιχμή και θα
οδηγήσεις» είπε
            «Ο καθείς και τα όπλα του» είπε
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς
αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο
άκοπος απ' τον ουρανό
            Πέρασε μέσα μου Έγινε
            αυτός που είμαι
Η ώρα τρεις της νύχτας
        λάλησε μακριά πάνω απ' τα
παραπήγματα
            ο πρώτος πετεινός
Είδα για μια στιγμή τους Όρθιους Κίονες
τη Μετόπη με Ζώα Δυνατά
        και Ανθρώπους φέρνοντας
Θεογνωσία
Πήρε όψη ο Ήλιος  Ο Αρχάγγελος  ο αεί
δεξιά μου
 
 
            ΑΥΤΟΣ εγώ λοιπόν
            και ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
 
 

                  

ΤΑ ΠΑΘΗ
                                                   Α'
        Ιδού εγώ λοιπόν
ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα
νησιά του Αιγαίου·
        ο εραστής του σκιρτήματος των
ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς·
        ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.
Ιδού εγώ καταντικρύ
        του μελανού φορέματος των
αποφασισμένων
και της άδειας των ετών, που τα τέκνα
της άμβλωσε,
        γαστέρας το άγγρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή
προσβάλλει τα βουνά.
        Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να
σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
        Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη
δεν άκουσα
        παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
        Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ' ανοίξω
        Στα Στενά φρουρούς τους
ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ' απολύσω που η
λαχτάρα μου άγιασε!
        Λύνει αέρας τα στοιχεία και
βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η
Μοίρα!
 

                                                   Β'

        Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική·


το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του
Όμηρου.
        Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις
αμμουδιές του Όμηρου.
Εκεί σπάροι και πέρκες
        ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
        όσα είδα στα σπλάχνα μου ν'
ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
        με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα
ρίγη.
        Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με
τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Εκεί ρόδια, κυδώνια
        θεοί μελαχρινοί, θείοι κι
εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια
κιούπια·
        και πνοές από τη ρεματιά
ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
        σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
        ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα
πρώτα Δόξα Σοι.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα
πρώτα πρώτα Δόξα Σοι!
        Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
        τις πάλες ευλογώντας και τα
καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ'
αμπελομάντιλα
        κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
        με τα πρώτα σμπάρα των
Ελλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του
Ύμνου.
        Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με
τα πρώτα λόγια του Ύμνου!

                                                                        

                     
          α' 
 
Στον πηλό   μου
το στόμα * ακόμη και
Ρόδινο σε
νεογνό * ονόμαζε
  Κι από τότε στικτή
σου πλάθε * πρώτη
Τη γραμμή δροσιά
των χειλιών βαθιά
* στα
Την χαράματα
άρθρωση σου και τον
'δινε * καπνό
Την αέρινη της
άσφαλτη * κόμης
  και το
Κι απ' την λάμδα το
ίδια εκείνη * έψιλον
Άγνωστη περπατηξ
φυλακή * ιά
Στον αιθέρα  
ερίζοντας *  στιγμή
Πως για μέσα μου
σένα τα ανοίγοντ
αίματα * ας
Στους φαιά κι
αιώνες το άσπρα
πάλεμα * πουλιά
  Η σαγήνη ανέβηκαν
για σένα και κι ένιωσα
* για σένα
  τα
Στα πνευστά δάκρυα
των δέντρων το φριχτό
* και το
Δόρατα και υπέροχο
σπαθιά * η
Μυστικά ομορφιά
προστάγματα  
* και
Με την κρούοντα
έκλαμψη ς ο
πράσινων * πυρρίχιο
Και πάνω ς
απ' την να λες
άβυσσο * άκουσα
ΤΟΥ Εσύ
ΣΠΑΘΙΟΥ και
ΣΟΥ ΤΗΝ παρθενο
ΚΟΨΗ * βίωτα
αστέρων
λόγια
αιωρούμε
νη
γνώρισα
ΤΗΝ
ΤΡΟΜΕΡ
Η! 
 
 

                            

                    

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
 
                              Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ
ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο
των Φώτων, λάβαμε τη
διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα
μέρη όπου δεν έχει κα-
θημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να
πιάσουμε τις γραμμές που
κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από
Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που
εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα,
συνέχεια, κι είχαν μείνει
σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
        Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις
πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω
που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά
τριξίματα της γης, και δειλά
συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον
αχό της μακρινής καμπά-
νας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να
γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που
ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των
κανονιών, στο ξερό και στο γρή-
γορο των πολυβόλων.
        Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε
ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον
άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας
το ποδάρι από τη λάσπη,
όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το
γόνατο. Επειδή το πιο συχνά
ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες
στην ψυχή μας. Και τις λίγες
φορές όπου κάναμε στάση να
ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε
κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι,
φέγγοντας μ' ένα μικρό δα-
δί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή
φορές πάλι, αν ήταν βολε-
το, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και
ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολ-
λές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε
ανέβει η ψείρα ως το λαι-
μό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση
ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε
ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα,
σημάδι ότι κινούσαμε, και
πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να
κερδίσουμε δρόμο, πριχού
ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ'
αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν
κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το
'χε συνήθειο του, στην ίδια
πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
        Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές,
γέρναμε το κεφάλι από το μέ-
ρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα.
Και τα πουλιά μας θύμω-
ναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια
τους - ίσως και που
ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης
λογής εμείς χωριάτες,
μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα
χέρια μας, που ξορκισμένα
να 'ναι.
        Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις
πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει
σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του
προσώπου μας. Κι απάνω που
συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα
παλιά σημάδια, και δειλά συλ-
λαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο
από τον ύπνο μάγουλο, να
που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι
αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη
πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια
φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι
ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις
γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών
καιρών κι άλλοι πολλά πα-
λιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια
γένια. Καπεταναίοι αγέλα-
στοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες
θεριά, λοχίες του '97 ή του '12,
μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο
σειώντας το πελέκι, απελά-
τες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω
τους ακόμη Βουργάρων και
Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους
αμέτρητους αγκομαχών-
τας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα
φαράγγια, δίχως να λογαριά-
ζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν
βαρούν απανωτές αναποδιές
τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα,
συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος
του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή
Μοίρα - έτσι κι εμείς επρο-
χωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε
Κατάρα, όπως θα λέγαμε
Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας
το ποδάρι από τη λάσπη,
όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το
γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά,
ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες
στην ψυχή μας.
        Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη
όπου δεν έχει καθημερινές
και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς,
μήτε φτωχούς και πλού-
σιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο
βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα
πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα,
τόσο που καθαρά στο τέλος να
διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των
κανονιών, το ξερό και το γρήγο-
ρο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί,
ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώ-
ρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να'
ρχονται οι αργές οι συνοδείες
με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε
χάμου τα φορεία οι νοσοκό-
μοι, με τον κόκκινο σταυρό στο
περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις
παλάμες, και το μάτι τους άγριο για
τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν
ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν
το κεφάλι, αρχινώντας
ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως
εμείς το μόνο που προσέχα-
με ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα
σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυ-
τές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το
θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου»,
«οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια,
ένα πνιχτό μουσούνισμα,
ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε,
είναι αυτός ο ρόγχος του θα-
νάτου.
        Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους
κι αιχμαλώτους, μόλις πια-
σμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά
γιουρούσια που κάναν τα περί-
πολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι
οι τσέπες τους γιομάτες
κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν
είχαμε, ότι κομμένα τα γιο-
φύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας,
κι εκείνα ανήμπορα μέσα
στο χιόνι και στη γλιστράδα της
λασπουριάς.
        Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε
μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν
μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα
κόκκινες, λαμπερές φωτο-
βολίδες.

                                                        

 
   β'

  Νέος πολύ των εκατό


και γνώρισα * χρονώ
Όχι του φωνές
δάσους μία στα στέρνα
στιγμή * ο πεύκινος
Μόνο του τριγμός
σκύλου που στα βουνά
αλυχτά * τ'
Των ανδροβάδιστ
χαμηλών α
σπιτιών και κείνων
καπνοί * που
Η ψυχορραγού
ανομολόγητη ν 
ματιά * του κόσμου
  του άλλου η
Όχι που ταραχή
αργούν στον  
άνεμο * των
Πέφτει η πελαργών
γαλήνη σαν μικρές
βροχή * κρωξιές
Μόνο του και
ζώου που γρούζουν τα
σπαρταρά * κηπευτικά
Της τα πνιχτά κι
Παναγίας ασυλλάβιστα
δύο φορές * ο μαύρος
Στην πεδιάδα γύρος των
της ταφής * ματιών 
  και στην
Μόνο της ποδιά των
θύρας γυναικών
χτύπημα *  
Μήτε σημάδι κι όταν
καν χεριού * ανοίξεις πια
Χρόνους κανείς
πολλούς κι στη λίγη
αν καρτερώ * πάχνη των
Στων μαλλιών
αδερφών τη γαληνεμό
μοιρασιά * δεν έλαβα
  Η μου δόθη ο
πετροκόλλητ κλήρος ο
η σαγή * λειψός
και το
ζακόνι των
φιδιών.
Γ'
        Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ
σ' εμένα
τον ολοένα ερημούμενο από τις
φυλές των Ηπείρων
        και απ' αυτές πάλι αλαζονικά,
ολοένα, δοξαζόμενο!
Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράς
        και τον Στάχυ ο Νότος
τη φορά του ανέμου εξαγοράζοντας
        και των δέντρων τον κάματο
δύο και τρεις φορές
ανόσια εξαργυρώνοντας.
        Άλλο εγώ
πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα του
ήλιου δεν εγνώρισα
        και πάρεξ
τη σταγόνα του νερού στ' άκοπα
γένια μου δεν ένιωσα
        μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο
τραχύτερο της πέτρας
αιώνες κι αιώνες.
        Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια
της αυριανής ημέρας
όπως ο στρατιώτης επάνω στο
τουφέκι του.
        Και τα ελέη της νύχτας
ερεύνησα
όπως ο ασκητής το Θεό του.
        Από τον ιδρώτα μου έδεσαν
διαμάντι
και στα κρυφά μού αντικαταστήσανε
        την παρθένα του βλέμματος.
Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη
βρήκανε, λέει, μικρή
        και την πατήσανε χάμου σαν
έντομο.
Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και
στην πέτρα μέσα την κλείσανε
        και στερνά την πέτρα μου
αφήσανε
τρομερή ζωγραφιά μου.
        Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με
σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την
πέτρα μου.
        Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός
τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου:
 
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ
ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ'
ΑΓΑΛΜΑΤΑ! 
 
 
Δ'
 
        Τις ημέρες μου άθροισα και δε
σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το
χέρι
        στη βοή των γκρεμών και στων
άστρων τον κυκεώνα μου!
Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την
Ισχύ
        το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας

και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και


τη θλίψη
        στη φθαρμένη την όψη
αρμόζοντας.
Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν
άρμοσα
        τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου
έριξα
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
        την Ισχύ και τη Γνώση.
Τις ήμερες μου άθροισα κι έμεινα
μόνος.
        Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να
κατοικήσει
το σπίτι με τις γλάστρες και τη
λευκή μνηστή.
        Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα
μού άναψαν
γινάτι γι' άλλες, πιο λευκές Ελένες!
        Γι' άλλη, πιο μυστικήν αντρεία
λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο
αόρατος, κάλπασα
        στους αγρούς τις βροχές να
γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των
νεκρών μου των άθαφτων!
        Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος
να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια
του άλλου.
        Άλλου μάτια δεν είδα, δεν
αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που
αγκάλιαζα
        παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη
που άντεχα.
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε
βρήκα
        και τα όπλα ζώστηκα και μόνος
βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων
άστρων τον κυκεώνα μου!

                                                             

 γ΄
 
Μόνος τη θλίψη
κυβέρνησα μου
* τον
Μόνος εγκαταλειμ
αποίκησα * μένο Μάιο
Μόνος τις
εκόλπωσα ευωδιές
* με τις
Επάνω αλκυονίδες
στον αγρό * βαυκάλισα
Τάισα τα τους
λουλούδια λόφους
κίτρινο * με
Επυροβόλη κόκκινο!
σα την βαθύτερη
ερημιά * από την
Είπα: δε θα κραυγή
'ναι η τιμιότερο
μαχαιριά * απ' το
Και είπα: δε αίμα!
θα 'ναι το το χέρι
Άδικο * των λιμών
Το χέρι το χέρι
των των δικών
σεισμών * ερήμαξαν
Το χέρι αφάνισαν
των και τρεις
έχτρων * φορές
Μου, στον
εφρένιασαν κάμπο
εχάλασαν * μόνος
Μία και δύο σαν κάστρο
* μόνος
Προδόθηκα τ' άντεξα
κι απόμεινα μόνος!

Πάρθηκα το θάνατο
και μες στον
πατήθηκα * Καιρό με
Το μήνυμα δόντια
που πέτρινα
σήκωνα * για το
  μακρύ
Μόνος πιγγας μες
απέλπισα * στους
Μόνος αιθέρες!
εδάγκωσα *   το ατσάλι
Μόνος κι η ατιμία
εκίνησα * και τ'
Ταξίδι σαν άρματα
της σάλ * του κρύου
Ήταν στη νερού θα
δύναμή μου παραβγώ
η Νέμεση * τον νου
Να μου θα
προχωρήσ χτυπήσω!
ω με τον στο πείσμα
κορνιαχτό των λιμών
* στο πείσμα
Είπα: με των δικών
μόνο το ψυχώθηκα
σπαθί * κραταιώθη
Και είπα: με κα
μόνο το και τρεις
Άσπιλο * φορές
Στο πείσμα στη μνήμη
των μόνος
σεισμών * την άλω
Στο πείσμα μόνος
των το 'δρεψα
εχτρών * μόνος!
Μου,
ανάντισα
κρατήθηκα
*
Μία και δύο
*
Θεμελίωσα
τα σπίτια
μου *
Πήρα και
στεφανώθη
κα *
Το στάρι
που
ευαγγέλισα
*
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
 
 ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ
Τις ημέρες εκείνες έφτασαν επιτέλους
υστέρα από τρεις σωστές
εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας
ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για
τις πολιτείες που διάβηκαν, Δέλβινο,
Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και
ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά
κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια
ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι δεν
ήταν συνηθισμένοι και τους
ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το
μαύρο γένι στη φαγωμένη
την όψη μας.
        Και συνέβηκε τότες ένας απ'
αυτούς να 'χει μαζί του κάτι παλιές
εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι
απορημένοι, μόλο που το 'χαμε κιό-
λας ακουστά, πως επανηγύριζαν στην
πρωτεύουσα και πως ο κόσμος
εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους
φαντάρους που γυρίζανε με
άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και
της Άρτας. Και σημαίνανε
όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα
θέατρα λέγανε τραγούδια και
παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να
χειροκροτά ο κοσμάκης.
        Βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσό μας,
επειδή κι η ψυχή μας είχε μή-
νες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει, και,
χωρίς να το λέμε, πολύ λο-
γαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια
στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο
Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις
είδησες του κόσμου, ανοίγοντας
τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους. Και οι
άλλοι εμείς δε λέγαμε τίπο-
τε, μονάχα με τα μάτια τού δείχναμε κάτι
σαν ευγνωμοσύνη.
        Τότε ο Λευτέρης, που τύλιγε
παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σαν να
'χε πάρει απάνω του την ανημπόρια
ολάκερης της Οικουμένης, γύρι-
σε και «Λοχία» είπε «τι βαρυγκομάς;
Αυτοί που 'ναι ταγμένοι για τη
ρέγγα και το χαλβά, σ' αυτά πάντοτε θα
ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι
στα δεφτέρια τους που δεν έχουνε
τελειωμό, και οι άλλοι στα κρεβά-
τια τους τα μαλακά που τα στρώνουν μα
δεν τα ορίζουν. Αλλά κάτεχε
ότι μονάχα κείνος που παλεύει το
σκοτάδι μέσα του θα 'χει μεθαύριο
μερτικό δικό του στον ήλιο». Και ο Ζώης:
«Τι λοιπόν, θαρρείς ότι
δεν έχω κι εγώ γυναίκα και χωράφια και
βάσανα της καρδιάς, που κά-
θομαι και φυλάγω δωνά στις εξορίες;»
Του αποκρίθηκε ο Λευτέρης:
«Αυτά που δεν αγαπά κανείς, αυτά, λοχία
μου, να φοβάται, τι τα 'χει
από τα πριν χαμένα, κι ας τα σφίγγει όσο
θέλει απάνω του. Αλλά τα
πράγματα της καρδιάς τρόπος δεν είναι
να χαθούν, έννοια σου, και
γι' αυτά οι εξορίες δουλεύουν. Αργά -
γρήγορα κείνοι που είναι ναν
τα 'βρουν, θαν τα 'βρουν». Πάλι ρώτησε
ο λοχίας ο Ζώης: «Και ποιος
λες τάχα του λόγου σου ότι θαν τα
'βρει;» Τότε ο Λευτέρης, αργά, δεί-
χνοντας με το δάχτυλο: «Εσύ κι εγώ κι
ό,τι άλλο δείξει, αδερφέ μου,
η ώρα ετούτη που μας ακούει».
        Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η
σκοτεινή σφυριγματιά της οβί-
δας που έφτανε. Και πέσαμε όλοι καταγής
μπρούμυτα, πάνω στις σκάρ-
πες, ότι γνωρίζαμε απόξω πια τα σημάδια
του Αόρατου, και με τ' αυτί
μας ορίζαμε από πριν το μέρος όπου θα
'σμιγε η φωτιά το χώμα ν' ανοί-
ξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η
φωτιά κανέναν. Κάτι μουλάρια
μονάχα σηκώθηκαν στα πισινά τους
ποδάρια και άλλα ταράχτηκαν και
σκόρπισαν. Και μέσα στην κάπνα που
κατακάθιζε θωρούσες να τρέ-
χουνε πίσω τους χειρονομώντας οι
άνθρωποι που τα 'χανε φέρει με κό-
πους ίσαμε κει. Και τα πρόσωπα τους
χλωμά, και ξεφόρτωναν τη ρέγ-
γα και το χαλβά κοιτάζοντας να
ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να
φύγουνε, ότι δεν ήτανε μαθημένοι και
τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα
βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη
την όψη μας.
 
                                                             
 
 δ'

Ένα το κι η
χελιδόνι Άνοιξη
* ακριβή
Για να θέλει
γυρίσει δουλειά
ο ήλιος πολλή
* να 'ναι
Θέλει στους
νεκροί Τροχούς
χιλιάδες να
* δίνουν
Θέλει κι το αίμα
οι τους.
ζωντανο  
ί * μ'
  έχτισες
Θε μου μέσα στα
Πρωτομ βουνά
άστορα μ'
* έκλεισες
Θε μου μες στη
Πρωτομ θάλασσα!
άστορα  
* το σώμα
  του
Πάρθηκ Μαγιού
εν από μνήμα
Μάγους του
* πελάγου
Το' το
χουνε 'χουνε
θάψει σ' κλειστό
ένα * δι κι όλη
Σ' ένα η
βαθύ Άβυσσο.
πηγάδι *  
Μύρισε μέσα
το στις
σκότα * πασχαλι
  ές και
Θε μου Συ
Πρωτομ μύρισες
άστορα την
*
Θε μου
Πρωτομ
άστορα
*
  Ανάστασ
Σάλεψε η!
σαν το  
σπέρμα σε μήτρα
* σκοτεινή
Το έντομο
φοβερό μες στη
της γη
μνήμης δάγκωσε
* το φως
Κι όπως κι όλο το
δαγκών πέλαγος.
ει  
αράχνη μ'
* έζωσες
Έλαμψα τις
ν οι ακρογιαλ
γιαλοί * ιές
  στα
Θε μου βουνά με
Πρωτομ θεμέλιω
άστορα σες! 
*
Θε μου
Πρωτομ
άστορα
*

                                

                                  

                                                    Ε'
        Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον
ώμο τους
        και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
        Μνήμη του λαού μου σε λένε
Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
        κι απ' τα πόδια τις μέρες
κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των
ταπεινωμένων.
        Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την
άβυσσο;
Ποιες, ποιών, πόσων οι στρατιές;
        Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει
κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο
και σε λένε Άθω.
        Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον
άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας
μιλάς
        Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την
άκρη σύρεις
        πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το
βρέφος της Άνοιξης!
        Τιμωρείς το χέρι μου και στα
σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να
φτάσεις τη λάμψη.
        Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα
χιονόδοξα. 
        Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι
στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
        και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί
στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
        άκαυτη βάτος!
                                                    ς'

        Ο ποιητής των νεφών και των


κυμάτων κοιμάται μέσα μου!
Στη θηλή της θύελλας τα σκοτεινά
του χείλη
        και η ψυχή του πάντοτε με της
θαλάσσης το λάχτισμα
πάνω στα πόδια του όρους!
        Ξεριζώνει δρυς και δριμύς
κατεβαίνει ο θρηίκιος.
Μικρά καράβια στου κάβου το γύρισμα
        ξάφνου μπατάρουν και χάνονται.
Και πάλι προβαίνουν ψηλά μες στα
νέφη
        απ' την άλλη μεριά του βυθού.
Στις άγκυρες έχουν κολλήσει τα φύκια
        στα γένια θλιμμένων αγίων.
Ωραίες αχτίδες γύρω στην όψη
        την άλω του πόντου δονούν.
Νηστικοί κατά κει τ' άδεια μάτια
γυρίζουν οί γέροντες
        Κι οι γυναίκες τη μαύρη σκιά
τους επάνω
στον άχραντο ασβέστη φορούν.
        Μαζί τους εγώ, το χέρι κινώ
Ποιητής των νεφών και των κυμάτων!
        Στον σεμνό τενεκέ με το χρώμα
βουτώ
τα πινέλα μαζί τους και βάφω:
        Τα καινούρια σκαριά
τα χρυσά και τα μαύρα εικονίσματα!
        Βοηθός και σκέπη μας αϊ-
Κανάρη!
Βοηθός και σκέπη μας αϊ-Μιαούλη!
        Βοηθός και σκέπη μας άγια-
Μαντώ!
 

                                                     Ζ'


        Ήρθαν
ντυμένοι «φίλοι»
        αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
        Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με
τη φτέρνα τους.
Έφεραν
        τον Σοφό, τον Οικιστή και τον
Γεωμέτρη
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών
        την πάσα Υποταγή και Δύναμη
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
        Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη
σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το
χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι·
        ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να
φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμέλιωσαν
        στις κορφές, στις κοιλάδες, στα
πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
        ξύλα και άλλα πλεούμενα
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα
καλά και συμφέροντα
        στο παμπάλαιο μέτρο
εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη
σκέψη τους.
        Ούτε καν ένα χνάρι Θεού στην
ψυχή τους σημάδι δεν άφησε·
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά
τους δεν είπε να πάρει.
        Έφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»
        αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
        Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε

παρά μόνο σίδερο και φωτιά.


        Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν
δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
        Μόνον όπλα και σίδερο και
φωτιά.
 

                                                     Η'

       
Ήρθαν
με τα χρυσά σιρίτια
        τα πετεινά του Βορρά και της
Ανατολής τα θηρία!
Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας
        και στερνά στο συκώτι μου
επάνω ερίζοντας
έφυγαν.
        «Γι' αυτούς» είπαν «ο καπνός
της θυσίας
και για μας της φήμης ο καπνός
        αμήν.»
Και την ηχώ σταλμένη από τα
περασμένα
        όλοι ακούσαμε και γνωρίσαμε.
Την ηχώ γνωρίσαμε και ξανά
        με στεγνή φωνή τραγουδήσαμε:
Για μας, για μας το ματωμένο σίδερο
        κι η τριπλά εργασμένη προδοσία.
Για μας η αυγή στο χάλκωμα
        και τα δόντια τα σφιγμένα ως την
ώρα την ύστερη
ο δόλος και τ' αόρατο γάγγαμο.
        Για μας το σύρσιμο στη γης
ο κρυφός όρκος μες στα σκοτεινά
        των ματιών η απονιά
κι η ποτέ καμιά, καμιά ποτέ
Ανταπόδοση.
        Αδελφοί μας εγέλασαν!
«Γι' αυτούς» είπαν «ο καπνός της
θυσίας
        και για μας της φήμης ο καπνός
αμήν.»
        Αλλά συ μες στο χέρι μας το
λύχνο του άστρου
με το λόγο σου άναψες, του αθώου
στόμα
        θύρα της Παράδεισος!
Την ισχύ του καπνού στο μέλλον
βλέπουμε
        της πνοής σου παίγνιο
και το κράτος και τη βασιλεία του!

                                                             

ε'

Με το λύχνο του στους ουρανούς


άστρου * εβγήκα
Στο αγιάζι των στη μόνη ακτή του
λειμώνων * κόσμου

Που να βρω την ψυχή το τετράφυλλο


μου * δάκρυ!

Λυπημένες μυρσίνες * ασημωμένες ύπνο


Μου ράντισαν την όψη Φυσώ και μόνος πάω
*
το τετράφυλλο
Που να βρω την ψυχή δάκρυ!
μου *
και των κοιτώνων
  Οδηγέ των ακτινών * Μάγε
Αγύρτη που γνωρίζεις το μέλλον μίλησέ
* μου

Που να βρω την ψυχή το τετράφυλλο


μου * δάκρυ!

Τα κορίτσια μου για τους αιώνες


πένθος * έχουν
Τ' αγόρια μου κρατούν και δεν
τουφέκια * κατέχουν

Που να βρω την ψυχή το τετράφυλλο


μου * δάκρυ!
Εκατόγχειρες νύχτες * μες στο στερέωμα
Τα σπλάχνα μου όλο
αναδεύουν * Αυτός ο πόνος καίει

Που να βρω την ψυχή το τετράφυλλο


μου * δάκρυ!

Με το λύχνο του στους ουρανούς


άστρου * γυρίζω
Στο αγιάζι των στη μόνη ακτή του
λειμώνων * κόσμου
Που να βρω την ψυχή το τετράφυλλο
μου * δάκρυ!

                

ΑΝΑΓΝΩΣΜ
Α ΤΡΙΤΟ
Η ΜΕΓΑΛΗ
ΕΞΟΔΟΣ
Τις ημέρες
εκείνες έκαναν
σύναξη
μυστική τα
παιδιά και
λάβανε την
απόφαση,
επειδή τα
κακά μαντάτα
πλήθαιναν
στην
πρωτεύουσα,
να
βγουν έξω σε
δρόμους και σε
πλατείες, με
το μόνο
πράγμα που
τους
είχε
απομείνει: μια
παλάμη τόπο
κάτω από τ'
ανοιχτό
πουκάμισο, με
τις μαύρες
τρίχες και το
σταυρουδάκι
του ήλιου.
Όπου είχε
κράτος
κι εξουσία η
Άνοιξη.
              Και
επειδή σίμωνε
η μέρα που το
Γένος είχε
συνήθειο να
γιορτά-
ζει τον άλλο
Σηκωμό, τη
μέρα πάλι
εκείνη ορίσανε
για την Έξοδο.

Και νωρίς
εβγήκανε
καταμπροστά
στον ήλιο, με
πάνου ως
κάτου
απλωμένη την
αφοβιά σαν
σημαία, οι νέοι
με τα
πρησμένα
πόδια που
τους έλεγαν
αλήτες. Και
ακολουθούσαν
ε άντρες
πολλοί, και
γυναί-
κες, και
λαβωμένοι με
τον επίδεσμο
και τα
δεκανίκια.
Όπου έβλεπες

άξαφνα στην
όψη τους
τόσες
χαρακιές, που
'λεγες είχανε
περάσει
μέρες πολλές
μέσα σε λίγην
ώρα.
              Τέτοιας
λογής
αποκοτιές,
ωστόσο,
μαθαίνοντες οι
Άλλοι, σφό-
δρα
ταράχθηκαν.
Και φορές
τρεις με το
μάτι
αναμετρώντας
το έχει
τους, λάβανε
την απόφαση
να βγουν έξω
σε δρόμους και
σε πλατείες,
με το μόνο
πράγμα που
τους είχε
απομείνει: μία
πήχη φωτιά
κάτω
απ' τα σίδερα,
με τις μαύρες
κάννες και τα
δόντια του
ήλιου. Όπου
μήτε κλώνος
μήτε ανθός,
δάκρυο ποτέ
δεν έβγαλαν.
Και
χτυπούσανε
όπου να 'ναι,
σφαλώντας τα
βλέφαρα με
απόγνωση. Και
η Άνοιξη
ολοένα τους
κυρίευε. Σαν
να μην ήτανε
άλλος δρόμος
πάνω σ'
ολάκε-
ρη τη γη για να
περάσει η
Άνοιξη παρά
μονάχα αυτός,
και να τον εί-
χαν πάρει
αμίλητοι,
κοιτάζοντας
πολύ μακριά,
πέρ' απ' την
άκρη της
απελπισίας, τη
Γαλήνη που
έμελλαν να
γίνουν, οι νέοι
με τα πρησμέ-
να πόδια που
τους έλεγαν
αλήτες, και οι
άντρες, και οι
γυναίκες, και
οι λαβωμένοι
με τον
επίδεσμο και
τα δεκανίκια.
              Και
περάσανε
μέρες πολλές
μέσα σε λίγην
ώρα. Και
θερίσανε
πλήθος τα
θηρία, και
άλλους
εμάζωξαν. Και
την άλλη μέρα
εστήσα-
νε στον τοίχο
τριάντα.

                                           

         
ς'
 
Τη κα
ςι
Δικ μυ
αιο ρσ
σύν ίνη
ης συ
ήλι δο
ε ξα
νοη στι
τέ κή
*
λη
μη σμ
πα ον
ρακ άτ
αλ ε
ώ
τη
σας χ
μη ώρ
* α
μο
Αε υ!
τόμ  
ορφ στ
αα
έχε ηφ
ι τα αί
ψηλ στ
ά εια
βου κλ
νά ήμ
* ατ
α
και σει
τα ρά
σπί
τια στ
πιο ου
λευ γλ
κά αυ
* κο
ύ
Τη
το
ς
γει
Ασί
τό
ας
νε
αν
μα!
αγγ  
ίζει τη
απ ς
ό Ευ
τη ρώ
μια πη

λίγ
στο
ο
ν
αν
αιθ
ακ
έρα ου
στέ μπ
κει ά
να κα
* ι
στ
Και η
δεν θά
είν λα
αι σσ
μήτ α
ε μό
ξέν νη
ου τη
λογ ς!
ισμ  
ός κα

δι
μόν κο
ο ύ
πέν τη
θος ς
αχ μή
παν τε
τού αγ
* άπ
η
Τα
μι
πικ
α
ρά
κα
μου
ι
χέρ
το
ια
φ
με
ως
τον
αν
Κερ
ελ
αυν
έη
ό*
το!
 
του
τα
ς γυ
παλ ρί
ιού ζω
ς πί
φίλ σω
ους απ
καλ '
ώ * το
ν
Μα Κα
'χο ιρ
υν ό
όλα με
τα φο
αίμ βέ
ατα ρε
ξαν ς
τιμ κα
εθε ι
ί * μ'
αί
και
μα
στο
τα!
ν  
ένα κι
ν ο οι
άλλ φο
ος βέ
μπ ρε
αί * ς
αχ
Τη
λα
ς
το
Δικ
μη
αιο
θε
σύν
ί
ης
νο
ήλι
υν
ε
εν
νοη
αν
τέ
* τίο
  μη ν
πα οι
ρακ άν
αλ εμ
ώ οι!
σας  
μη κα

μυ
ρσ
ίνη
συ
δο
ξα
στι
κή
λη
σμ
ον
άτ
ε
τη
χ
ώρ
α
μο
υ!
Θ΄
       
Αυτός
είναι
ο
πάντοτε
αφανής
δικός
μας
Ιούδας!
       
Θύρες
επτά τον
καλύπτο
υνε
και
στρατιές
επτά
παχύνον
ται στη
διακονία
του.
       
Μηχανέ
ς αέρος
τον
απάγουν
ε
και
βαρύν
από
γούνα
και
ταρταρο
ύγα
       
στα
Ηλύσια
μέσα και
στους
Λευκούς
Οίκους
τον
αποθέτο
υνε.
Και
γλώσσα
καμιά
δεν
έχει,
επειδή
όλες
δικές
του -
       
Και
γυναίκα
καμιά,
επειδή
όλες
δικές
του -
ο
Παντοδ
ύναμος!
       
Θαυμάζ
ουν οι
αφελείς
και σιμά
στη
λάμψη
του
κρυστάλ
λου
χαμογελ
ούν οι
μαυροφο
ρεμένοι
       
και
σκιρτούν
των
άντρων
του
Λυκαβητ
τού
οι
ημίγυμνε
ς
τίγρισσε
ς!
       
Αλλά
πόρος
κανείς
για να
περάσει
ο ήλιος
τη φήμη
του στο
μέλλον
Και
ημέρα
Κρίσεως
καμιά,
επειδή
       
εμείς
αδελφοί,
εμείς η
μέρα της
Κρίσεως

και δικό
μας το
χέρι που
θ'
αποθεω
θεί -
       
καταπρό
σωπο
ρίχνοντα
ς τα
αργύρια!
 
Ι΄
       
Καταπρό
σωπό
μου
εχλεύασ
αν οι
νέοι
Αλεξανδ
ρείς:
ιδέστε,
είπαν, ο
αφελής
περιηγη
τής του
αιώνος!
       
Ο
αναίσθη
τος
που
όταν
όλοι
εμείς
θρηνούμ
ε αυτός
αγαλλιά
       
και όταν
όλοι
πάλι
αγαλλιού
με
αυτός
αναίτια
σκυθρω
πάζει.
       
Στις
κραυγές
μας
μπροστά
προσπερ
νά και
αδιαφορ
εί
και τα σ'
εμάς
αόρατα
       
με τ'
αυτί
στην
πέτρα
σοβαρός
και
μόνος
προσέχε
ι.
       
Ο χωρίς
φίλον
κανένα
μήτε
οπαδό
       
που
εμπιστε
ύεται
μόνον το
σώμα
του
και το
μέγα
μυστήριο
στ'
αγκαθόφ
υλλα
μέσα του
ήλιου
αναζητεί
       
αυτός
είναι
ο
απόβλητ
ος από
τις
αγορές
του
αιώνος!
       
Επειδή
νου δεν
έχει
κι από
ξένα
δάκρυα
κέρδος
δε
βγάνει
       
και στο
θάμνο
που
καίει την
αγωνία
μας
μοναχά
καταδέχ
εται να
ουρεί.
       
Ο
αντίχρισ
τος και
ανάλγητ
ος
δαιμονισ
τής του
αιώνος!
Που
όταν
όλοι
εμείς
πενθούμ
ε
       
αυτός
ηλιοφορ
εί.
Και όταν
όλοι
σαρκάζο
υμε
       
ιδεοφορ
εί.
Και όταν
ειρήνη
αγγέλλο
υμε
       
μαχαιρο
φορεί.
Καταπρό
σωπό
μου οι
νέοι
Αλεξανδ
ρείς
εχλεύασ
αν!
 

ζ
΄

Αο
υ
τί
όδ
ςι
ο
ας
υ
τκ
όό
ςσ
μ
οο
ς
κ
όε
σί
μν
οα
ςι
τ

Τς
ω
ντ
ύ
ήρ
λβ
ιη
ως
ν
κ
κα
αι
ι
τ
το
ου
υ
α
κπ
οό
νδ
ιε
οι
ρπ
τν
οο
ύυ
ο
*
Οα
σ
υη
φμ
αω
ντ
τή
ής
ς
τ
τω
ων
ν
β
αρ
σύ
τω
εν
ρσ
ιτ
σο
μ
ώέ
νβ
γ

Σ
ττ
ηω
ν
χ
άο
σν
ηε
ί
τρ
οω
υν
α
θυ
υτ
μό
ης
τ
ιο
κ
οκ
ύό
σ

Αο
υς
τ
όε
ςί
ν
οα
ι
ί
κ
δ
α
ι
ι
ο
ςμ
ά
κ
τ
ό
α
σ
ι
μ
ο
ο
ςγ
έ
*
λ
Κ
ι
ύ
ο
μ
βμ
αα
λκ
ορ
ι
κ
ν
ύ
ό
μ
!
β 
αο
λ
οί
δ

 
Αο
υς
τ
όκ
ςό
σ
αμ
υο
τς
ό
ςε
ί
ον
α
κι
όο
σ
μβ
οι
ςά
ζ
*ο
Ον
τ
σ
α
κ
ς
υ
λτ
ει
ύς
ο
νκ
τρ
αή
ςν
ε
τς
ηο
ν
κ
ηά
δτ
οω
ν
ήα
π
*'
Ο
τ
πο
άυ
νς
ω
Τ
αυ
πφ

ν
τε
ος
υο
ς
δ
Κα
ασ
τύ
ας
κ,
λ
υο
σ
μπ
ου
ύρ
ςρ
ό

Οτ
ι
γς
α
μμ
ψέ
όρ
ςε

ομ
ε
κ
υτ
φη
ό
ςφ
ό

Τμ
ιι
ςγ
γ
να
ύσ
χτ
το
ευ
ςς

μα
ερ
τ
τ
ε
η
μ
ώ
σ
ν
ύ
ε
ρ
ς
ι
γ
τ
γ
ω
α
ν
*
α
Σ
γ
τ
ρ
α
ώ
ν
σ
κα
ύυ
ρτ
αό
ς
τ
ωο
ν
μ
πα
οκ
λρ
ιυ
τκ
εέ
ιφ
ώα
νλ
ο

Αο
υ
τα
όκ
ςο
ύ
οσ
ι
π
ο
λ
ς
α
κ
τ
α
υ
ι
κ
έο
φ
αΣ
λο
ολ
ςο
μ

Ον
.
ε 
κο
ο
ύί
σδ
ιι
οο
ςς


Οό
σ
υμ
ιο
ός
ς
ε
Αί
γν
γα
ει
ίτ
θω
ν
*
 τ
Αύ
υψ
τε
όω
ςν

ακ
υα
τι
ό
ςτ
η
ος

κν
όέ
σφ
μω
οσ
ςη
ς
*ο
Τ
ητ
ςο
λ
άμ
μη
πτ
ωί
τα
ης
ς
τ
κω
αν
ι
θ
τό
ολ
υω
ν
ο
κ
ρ
ι
γ
αό
σσ
μο
ο
ύπ
ο

Ο
φ
ετ
υά
ρν
έε
τι
η
ςη

τΧ
ωτ
νί
σ
ζι
ως
δα
ιυ
ατ
κό
ώς
ν
ο
*
Σκ
τό
ησ
νμ
ο
άς
κ
ρε
ηί
ν
τα
ηι
ςκ
α
ει
κ
λμ
εά
ιτ
πα
τι
ιο
κ
ήν
ςέ
φ
*ο
Ας
υ
τμ
όα
ςκ
ρ
οι
ν
ί
ό
δ
!
ι
ο
ς

κ
ό
σ
μ
ο
ς

*
Β
ο
ύ
κ
ι
ν
ο

β
ο
ύ
κ
ι
ν
ο
*
ΑΝΑ
ΓΝΩ
ΣΜΑ
ΤΕΤ
ΑΡΤ
Ο

ΤΟ
ΟΙΚ
ΟΠΕ
ΔΟ
ΜΕ
ΤΊΣ
ΤΣΟ
ΥΚΝΙ
ΔΕΣ

 
Μιαν
από
τις
ανήλι
αγες
μέρες
εκείν
ου
του
χειμ
ώνα,
ένα
πρωί
Σαββ
ά-
του,
σωρό
ς
αυτοκ
ίνητα
και
μοτοσ
ικλέτ
ες
εζώσ
ανε
τον
μικρό
συνοι
-
κισμό
του
Λευτ
έρη,
με τα
τρύπι
α
τενεκ
εδένι
α
παρά
θυρα
και τ'
αυλά-

κια
των
οχετ
ών
στο
δρόμο
. Και
φωνέ
ς
άγριε
ς
βγάνο
ντας,
εκατε
βήκα-
νε
άνθρ
ωποι
με
χυμέ
νη
την
όψη
στο
μολύ
βι και
τα
μαλλι
ά
ολόισ
α,
ίδιο
άχερ
ο.
Προσ
τάζο
ντας
να
συνα
χτού
ν οι
άντρε
ς
όλοι
στο
οικόπ
ε-
δο με
τις
τσου
κνίδε
ς. Και
ήταν
αρμα
τωμέ
νοι
από
πάνο
υ ως
κάτο
υ, με
τις
μπού
κες
χαμη
λά
στρα
μμένε
ς
κατά
το
μπου
λούκι
. Και
μεγάλ
ος
φόβο
ς
έπιαν
ε τα
παιδι
ά,
επειδ
ή
τύχαι
νε,
σχεδ
όν
όλα,
να
κατέ
χουν
ε
κάποι
ο
μυστι
κό
στην
τσέπ
ηή
στην
ψυχή
τους.
Αλλά
τρόπ
ος
άλλο
ς
δεν
ήτανε
, και
χρέο
ς την
ανάγ
κη
κάνο
ντας,
λάβα
νε
θέση
στη
γραμ-

μή,
και οι
άνθρ
ωποι
με το
μολύ
βι
στην
όψη,
το
άχερ
ο στα
μαλλι
ά και
τα
κοντ
ά
μαύρ
α
ποδή
ματα
ξετυλ
ίξανε
γύρω
τους
το
συρμ
ατόπ
λεγμα
.
Και
κόψα
νε
στα
δύο
τα
σύγνε
φα,
όσο
που
το
χιονό
νερο
άρχισ
ε να
πέφτ
ει,
και
τα
σαγό
νια
με
κόπο
κρατ
ούσα
νε τα
δόντι
α στη
θέση
τους,

μήπω
ς
τους
φύγο
υν ή
σπάσ
ουνε.
       

Τότε,
από
τ'
άλλο
μέρο
ς
φάνη
κε
αργά
βαδίζ
οντα
ς να
'ρχετ
αι
Αυ-
τός
με το
Σβησ
μένο
Πρόσ
ωπο,
που
σήκω
νε το
δάχτ
υλο
κι οι
ώρες

ανατ
ρίχια
ζαν
στο
μεγάλ
ο
ρολόι
των
αγγέλ
ων.
Και
σε
οποίο
ν
λάχαι
-
νε να
σταθ
εί
μπρο
στά,
ευθύ
ς οι
άλλοι
τον
αρπά
ζανε
από
τα
μαλλι
ά
και
τον
εσού
ρνανε
χάμο
υ
πατώ
ντας
τον.
Ώσπ
ου
έφτα
σε
κάπο
τε η
στιγμ
ή να
σταθ
εί και
μπρο
στά
στον
Λευτ
έρη.
Αλλά
κείνο
ς δε
σάλε-

ψε.
Σήκ
ωσε
μόνο
αργά
τα
μάτια
του
και
τα
πήγε
μεμιά
ς
τόσο
μακρι
ά
-
μακρι
ά
μέσα
στο
μέλλο
ν του
- που
ο
άλλο
ς
ένιω
σε το
σκού
ντημ
α
κι
έγειρ
ε
πίσω
με
κίντυ
νο να
πέσει
. Και
σκυλι
άζον
τας,
έκαν
ε ν'
ανα-
σηκώ
σει
το
μαύρ
ο του
πανί,
ναν
του
φτύσ
ει
κατά
μουτ
ρα.
Μα
πάλι
ο
Λευτ
έρης
δε
σάλε
ψε.
       

Πάν
ω σ'
εκείν
η τη
στιγμ
ή, ο
Μεγά
λος
Ξένο
ς,
αυτό
ς που
ακολ
ου-
θούσ
ε με
τα
τρία
σιρίτι
α στο
γιακά
,
στηρί
ζοντ
ας
στη
μέση
τα
χέρια

του,
κάγχ
ασε:
ορίστ
ε,
είπε,
ορίστ
ε οι
άνθρ
ωποι
που
θέλο
υνε,
λέει,
ν'
αλλά
ξουν
ε την
πορεί
α του
κόσμ
ου!
Και
μη
γνωρ
ίζοντ
ας
ότι
έλεγε

την
αλήθ
εια ο
δυστ
υχής,
κατα
πρόσ
ωπο
τρεις
φορέ
ς του
κατά
φερε
το
μαστί
γιο.
Αλλά
τρίτη
φορά
ο
Λευτ
έρης
δε
σάλε
ψε.
Τότε,
τυφλ
ός
από
τη
λίγη
πέρα
ση
που
'χε η
δύνα
μη
στα
χέρια
του,
ο
άλλο
ς, μη
γνωρ
ίζοντ
ας τι
πράτ
τει,
τράβ
ηξε
το
περίσ
τροφ
ο και
του
το
βρόν
τηξε
σύρρι
ζα
στο
δεξί
του
αυτί.
       
Και
πολύ
τρομ
άξαν
ε τα
παιδι
ά, και
οι
άνθρ
ωποι
με το
μολύ
βι
στην
όψη
και
το
άχερ
ο στα
μαλλι
ά και
τα
κοντ
ά
μαύρ
α
ποδή
ματα
κέ-
ρωσα
ν.
Επει
δή
πήγα
νε κι
ήρθα
νε
γύρω
τα
χαμό
σπιτα
, και
σε
πολλ
ές
μεριέ
ς το
πισσό
χαρτ
ο
έπεσ
ε και
φανή
κανε
μακρι
ά,
πίσω
απ'
τον
ήλιο,
οι
γυναί
κες
να
κλαίν
ε
γονατ
ιστές
,
πάνω
σ'
ένα
έρμο
οικόπ
εδο,
γεμάτ
ο
τσου
κνίδε
ς και
μαύρ
α
πηχτ
ά
αίματ
α.
Ενώ
σήμαι
νε
δώδε
κα
ακριβ
ώς
το
μεγάλ
ο
ρολόι
των
αγγέλ
ων.

 
  η΄
Γ 
ύδ
ρι ά
σκ
αρ
τυ
αα
μ γι
άο
τι μ
α. ά

α
κατ
ά το
παρ
αθύ
ρι
Κ 
αι κ
κα
οι τ
τα
ώ χι
νο
τ νι
ασ
ςμ
έέ
ξν
ωα
*
τα
δέν
τρα
των
κοιλ
άδω
ν
Α 
δω
ες
λ κι
φα
οί υ
μτ
οά
υ, μι
εί α
πμ
αέ

α
κι
αυτ
ά
θα
τ'
ατιμ
άσο
υν
Π 
ρμ
οε
σς
ωσ
πι τ
δο
ον
φά
όλ
ρλ
οι ο

αι
ώ
ν
α
τις
θηλι
ές
ετοι
μάζ
ουν
 
Δ 
άκ
γ αι
κδ
ωε
σν
αέ
τσ
ητ
μα
έξ
ρε
αο
*  ύ
τ
ε
στα
γόν
α
πρά
σινο
αίμα
Φ 
ώ κι
νη
αφ
ξω
αν
σή
τι μ
ςο
πυ
ύπ
λή
ερ
ςε
*
τη
θλίψ
η
των
φονι
άδω
ν
Μ 
εφ
ςά
σν
τη
ηκ
ςε
γο
ηπ
ςυ
τρ
οή
κν
έα
νς
τ
ρ
ο
*
που
όλο
σκο
τειν
ιάζε
ι
Κι   γ
η ίν
αη
χκ
τί ε,
δ ιδ
αέ
τσ
οτ
υε
ή
λι
ο
υ
*
ο
μίτο
ς
του
Θαν
άτο
υ!
 
Ω 
πμ
ικ ε
ρτ
έο
ςμ
γα
υύ
νρ
αί ο
κρ
εο
ςύ
*  χ
ο
παρ
θέν
ες
και
μητ
έρε
ς
Π 
ο δί
υν
σι α
μτ
άε
σν
τα
ηπ
β ιο
ρύ
ύν
σε
η
*
στ'
αηδ
όνια
των
αγγ
έλω
ν
Έ 
λκ
α αι
χσ
ε'
νε
ασ
δά
ώς
σο
ει Χ

ρ
ο
ς
τη
φού
χτα
του
γεμ
άτη
Μ τ
έ ις
σ' κ
αρ
πα

τγ
αέ
πς
ητ
γρ
άα
δι β
αά
*  τ
ε
αδικ
οσκ
οτω
μέν
ων
 
Τ 
όη
σφ
οω
δ τι
εά
νμ
αε
γτ
γί ο
ζά
οχ
υ τι
ν
*
που
πέν
εται
ο
λαό
ς
μου
Τ 
οσ
υτ
Θα
εψ
οη
ύλ
τά
οκ
σα
τ μι
άό
ρι νι

το
φόρ
τωσ
αν
και
πάει
Μ 
επ
ςο
σ λι
ττ
η εί
να
έμ
ρέ
μν
η ει
κι
ά
δ
ει
α
*
το
χέρι
που
μον
άχα
Μ 
εσ
μτ
πο
ου
γι ς
άμ
θε
αγ
γά
ρλ
άο
ψυ
ει ς

οί
χ
ο
υ
ς
ΨΩ
ΜΙ
ΚΙ
ΕΛΕ
ΥΘ
ΕΡΙ
Α
 
Φ 
ύσ
σβ
ηή
ξσ
εα
νν
ηε
ντ
ύα
χσ
τπ
α ίτ
*ια
κι
είνα
ι
αργ
ά
στη
ν
ψυχ
ή
μου
Δ 
εό
νπ
αο
κυ
ο κι
ύα
ει ν
κχ
ατ
νυ
έπ
νή
ασ
ςω
*
η
μνή
μη
με
σκο
τών
ει
Α 
δμ
εα
λύ
φρ
οί ε
μς
οώ
υ, ρ
λε
ές
ει φ

ά
ν
ο
υ
ν
ο
καιρ
ός
θα
δείξ
ει
Τ 
ω οι
νχ
αα
νρ
θέ
ρς
ώ μι
πά
ων
ν ει
έ
χ
ο
υ
ν
*
τα
σπλ
άχν
α
των
τερ
άτω
ν
 
Γ 
ύδ
ρι ά
σκ
αρ
τυ
αα
μ γι
άο
τι μ
αά

α
κατ
ά το
παρ
αθύ
ρι
Φ 
ώ κι
νη
αφ
ξω
αν
σή
τι μ
ςο
πυ
ύπ
λή
ερ
ςε
*
τη
θλίψ
η
των
φονι
άδω
ν
Μ 
εφ
ςά
σν
τη
ηκ
ςε
γο
ηπ
ςυ
τρ
οή
κν
έα
νς
τ
ρ
ο
*
που
όλο
σκο
τειν
ιάζε
ι
Κι   γ
η ίν
αη
χκ
τί ε,
δ ιδ
αέ
τσ
οτ
υε
ή
λι
ο
υ
*
ο
μίτο
ς
του
Θαν
άτο
υ!
ΙΑ'
 
       
Όπου,
φωνάζ
ω, και
να
βρίσκε
στε,
αδελφο
ί
όπου
και να
πατεί
το
πόδι
σας
       
ανοίξε
τε μια
βρύση
τη δική
σας
βρύση
του
Μαυρο
γένη.
       
Καλό
το
νερό
και
πέτριν
ο το
χέρι
του
μεσημε
ριού
       
που
κρατεί
τον
ήλιο
στην
ανοιχτ
ή
παλάμ
η του.
Δροσε
ρός ο
κρουνό
ς θ'
αγαλλι
άσω.
       
Η
λαλιά
που
δεν
ξέρει
από
ψέμα
μεγαλό
φωνα
το νου
μου ν'
απαγγε
ίλει
       
ευανάγ
νωστα
να
γίνουν
τα
σωθικ
ά μου.
Δεν
μπορώ
       
η
αγχόνη
τα
δέντρα
μου
εξουθέ
νωσε
και τα
μάτια
μαυρίζ
ουν.
       
Δεν
αντέχ
ω
και τα
σταυρο
δρόμια
που
ήξερα
έγιναν
αδιέξο
δα.
       
Σελδζ
ούκοι
ροπαλ
οφόροι
καραδο
κούν.
Χαγάν
οι
ορνεοκ
έφαλοι
βυσσοδ
ομούν.
       
Σκυλο
κοίτες
και
νεκρόσ
ιτοι κι
ερεβομ
ανείς
       
κοπρο
κρατού
ν το
μέλλον
.
Όπου
και να
σας
βρίσκε
ι το
κακό,
αδελφο
ί
       
όπου
και να
θολών
ει ο
νους
σας
μνημον
εύετε
Διονύσ
ιο
Σολωμ
ό
       
και
μνημον
εύετε
Αλέξα
νδρο
Παπαδ
ιαμάντ
η.
Η
λαλιά
που
δεν
ξέρει
από
ψέμα
       
θ'
αναπα
ύσει το
πρόσω
πο του
μαρτυρ
ίου
με το
λίγο
βάμμα
του
γλαυκο
ύ στα
χείλη.
       
Καλό
το
νερό
και
πέτριν
ο το
χέρι
του
μεσημε
ριού
       
που
κρατεί
τον
ήλιο
στην
ανοιχτ
ή
παλάμ
η του.
Όπου
και να
πατεί
το
πόδι
σας,
φωνάζ
ω
       
ανοίξε
τε,
αδελφο
ί
μια
βρύση
ανοίξε
τε
       
τη δική
σας
βρύση
του
Μαυρο
γένη!
 
ΙΒ'
 
       
Και
στα
βαθιά
μεσάνυ
χτα,
στους
ορυζώ
νες
του
ύπνου
άπνοια
που με
τυρανν
ά και
κακό
κουνού
πι της
Σελήν
ης!
       
Τα
σεντόν
ια
παλεύ
ω και
τα
μάτια
πηχτά
στο
σκοτάδ
ι
μάταια
δοκιμά
ζω:
       
Άνεμοι
γέροντ
ες
γενειο
φόροι
των
παλαιώ
ν μου
θαλασσ
ών
φρουρ
οί και
κλειδο
κράτορ
ες
       
εσείς
που
κατέχε
τε το
μυστικ
ό
σύρετέ
μου
στα
μάτια
ένα
δελφίνι
       
Στα
μάτια
ένα
δελφίνι
σύρετέ
μου
να 'ναι
ταχύ,
κι
ελληνι
κό, και
να 'ναι
η ώρα
έντεκα
!
       
Να
περνά
και να
σβήνει
την
πλάκα
του
βωμού
και ν'
αλλάζε
ι το
νόημα
του
μαρτυρ
ίου
       
Οι
αφροί
του
λευκοί
ν'
αναπη
δούν
επάνω
τον
Ιέρακα
και τον
Ιερέα
να
πνίξου
ν!
       
Να
περνά
και να
λύνει
το
σχήμα
του
Σταυρ
ού
και στα
δέντρα
το
ξύλο
να
επιστρ
έφει
       
Ο
βαθύς
τριγμό
ς να
μου
θυμίζει
ακόμη
ότι
αυτός
που
είμαι,
υπάρχ
ω!
       
Η ουρά
του η
πλατιά
να μου
αυλακ
ώνει
από
δρόμο
ανεχάρ
αγο τη
μνήμη
       
Και
στον
ήλιο
πάλι
να με
αφήνει

σαν
αρχαίο
χαλίκι
των
Κυκλάδ
ων!
       
Τα
σεντόν
ια
παλεύ
ω και
τα
χέρια
τυφλά
στο
σκοτάδ
ι
μάταια
δοκιμά
ζω:
       
Άνεμοι
γέροντ
ες
γενειο
φόροι
των
παλαιώ
ν μου
θαλασσ
ών
φρουρ
οί και
κλειδο
κράτορ
ες
       
εσείς
που
κατέχε
τε το
μυστικ
ό
στην
καρδιά
την
Τρίαιν
α
χτυπή
σετέ
μου
       
και
σταυρ
ώσετέ
μου
την με
το
δελφίνι

Το
σημείο
που
είμαι
αλήθει
αο
ίδιος
       
με την
πρώτη
νεότητ
α ν'
ανεβώ
στο
γλαυκό
τ'
ουρανο
ύ - κι
εκεί να
εξουσι
άσω!
 
ΙΓ'
 
       
Ανομίε
ς
εμίανα
ν τα
χέρια
μου,
πώς να
τ'
ανοίξω
;
Κουστ
ωδίες
γεμίσα
νε τα
μάτια
μου,
πού να
κοιτάξ
ω;
       
Γιοι
των
ανθρώ
πων, τι
να πω;

Τα
φριχτά
σηκών
ει η
γης κι
η ψυχή
τα
φριχτό
τερα!
       
Εύγε
πρώτη
νεότης
μου και
αδάμασ
το
χείλι
που το
βότσαλ
ο
δίδαξε
ς της
τρικυμί
ας
       
και
στις
μπόρες
μέσα,
της
βροντή
ς
αντιμίλ
ησες
Εύγε
πρώτη
νεότης
μου!
       
Τόσο
χώμα
στις
ρίζες
μου
έριξες,
που κι
η
σκέψη
μου
χλόισε!

Τόσο
φως
μες
στο
αίμα,
που κι
η
αγάπη
μου
πήρε
       
το
κράτος
και το
νόημα
τ'
ουρανο
ύ.
Καθαρ
ός
είμαι
απ'
άκρη
σ'
άκρη
       
και στα
χέρια
του
Θανάτ
ου
άχρηστ
ο
σκεύος

και στα
νύχια
των
αγροίκ
ων,
λεία
κακή.
       
Γιοι
των
ανθρώ
πων,
να
φοβού
μαι τι;
Πάρετ
έ μου
τα
σπλάχ
να,
τραγού
δησα!
       
Πάρετ
έ μου
τη
θάλασσ
α με
τους
άσπρο
υς
βοριάδ
ες
το
πλατύ
το
παράθ
υρο
γεμάτο
λεμονι
ές
       
τα
πολλά
κελαηδ
ίσματα,
και το
κορίτσι
το ένα
που
και
μόνον
αν
άγγιξα
η χαρά
του
μού
άρκεσε
       
πάρετέ
μου,
τραγού
δησα!
Πάρετ
έ μου
τα
όνειρα,
πώς να
διαβάσ
ετε;
       
Πάρετ
έ μου
τη
σκέψη,
πού να
την
πείτε;
Καθαρ
ός
είμαι
απ'
άκρη
σ'
άκρη.
       
Με το
στόμα
φιλώντ
ας
εχάρηκ
α το
παρθέ
νο
κορμί.
Με το
στόμα
φυσών
τας
χρωμά
τισα τη
δορά
του
πελάγο
υς.
       
Τις
ιδέες
μου
όλες
ενησιώ
τισα.
Στη
συνείδ
ηση
μου
έσταξα
λεμόνι.
 
ΙΔ'
 
       
Ναοί
στο
σχήμα
τ'
ουρανο
ύ
και
κορίτσι
α
ωραία
       
με το
σταφύλ
ι στα
δόντια
που
μας
πρέπα
τε!
Πουλι
ά το
βάρος
της
καρδιά
ς μας
ψηλά
μηδενί
ζοντας
       
και
πολύ
γαλάζι
ο που
αγαπή
σαμε!
Φύγανε
φύγανε
       
ο
Ιούλιο
ς με το
φωτειν
ό
πουκά
μισο
και ο
Αύγου
στος ο
πέτριν
ος με
τα
μικρά
του
ανώμα
λα
σκαλιά.
       
Φύγανε

και στα
μάτια
μέσα
των
βυθών
ανερμή
νευτος
έμεινε
ο
αστερί
ας
       
και στα
βάθη
μέσα
των
ματιών
ανεπίδ
οτο
έμεινε
το
ηλιοβα
σίλεμα!

Και
των
ανθρώ
πων η
φρόνησ
η
έκλεισ
ε τα
σύνορα
.
       
Τείχισ
ε τις
πλευρέ
ς του
κόσμου

και
από το
μέρος
τ'
ουρανο
ύ
σήκωσ
ε τις
εννέα
επάλξε
ις
       
και
στην
πλάκα
επάνω
του
βωμού
σφαγία
σε το
σώμα
τους
φρουρ
ούς
πολλού
ς
έστησε
στις
εξόδου
ς.
       
Και
των
ανθρώ
πων η
φρόνησ
η
έκλεισ
ε τα
σύνορα
.
Ναοί
στο
σχήμα
τ'
ουρανο
ύ
       
και
κορίτσι
α
ωραία
με το
σταφύλ
ι στα
δόντια
που
μας
πρέπα
τε!
       
Πουλι
ά το
βάρος
της
καρδία
ς μας
ψηλά
μηδενί
ζοντας

και
πολύ
γαλάζι
ο που
αγαπή
σαμε!
       
Φύγανε
φύγανε

ο
Μαΐστρ
ος με
το
μυτερό
του
σάνταλ
ο
       
και ο
Γραίγο
ςο
ασυλλό
γιστος
με τα
λοξά
του
κόκκιν
α
πανιά.
Φύγανε
       
και
βαθιά
κάτω
απ' το
χώμα
συννέφ
ιασε
ανεβάζ
οντας
χαλίκι
μαύρο
       
και
βροντέ
ς, η
οργή
των
νεκρώ
ν
και
αργά
στον
άνεμο
τρίζον
τας
       
εγυρίσ
ανε
πάλι
με το
στήθος
μπροστ
ά
φοβερ
ά, των
βράχω
ν τ'
αγάλμα
τα!
  θ 
'
Τις νεφέλες Ταξιδεύουν
*
αφήνοντας των βράχων
πίσω τους   τ' αγάλματα
Με το στήθος Στους
μπροστά σαν *άνεμους
μέσα τα
ν' μέλλοντα
 
αμπώχνουνε 
Μην οι γύπες μυρωδιά και
τα πάρουν κι *χιμήξουν!
αυτά
    
 
Η καμπάνα Των χωριών
*
σημαίνοντας τα κοπάδια
θάνατο   κατέβηκαν
Στις πλαγιές Και φωνή
που *τους
αγναντεύουν ανέμους
το πέλαγο   ετάραξεν
Αχ η πείνα την ψυχή
μας έχει, *σκοτεινιάσει!
παιδιά
    
 
Στων Εθνών Με το στάρι
*
τα κρυμμένα ετοιμάζουνε
εργοστάσια   μέταλλα
Το θεριό που Και το στόμα
*
δε θέλουνε του να
θρέφουνε   γιγαντώνεται
Ώσπου πια να και τα
μη μείνει *κόκαλα
κανείς τρίξουν!
    
 
Αλλά πριν Λες και
στην κοιλάδα *στενών ο
που Άδης
σείστηκε   εβόησε
Των σπιτιών Και το θαύμα
*
οι σκεπές τ' ανέλπιστο
ξεκαρφώθηκα φάνηκαν
 
ν
Οι γυναίκες ν' στων
ακούν *βρεφών τους
σιωπηλά το κλάμα!
    
 
Η ζωή που το Σαν τον ήλιο
*
θάνατο γυμνή
γεύτηκε   ξαναγύρισε
Και μην Η ζωή που
έχοντας αχ *τα πάντα
άλλο
τίποτε   σπατάλησε
Στα παπαρούνα
χαλάσματα *που λάμπει!
κάρφωσε μια
    
 
Αν ποτέ το Τη φωνή του
*
γεράκι προβάτου
ξανάδινε   που σπάραξε
Με τ' αυτί στο Των νεκρών
*
χορτάρι την οργή
θ' ακούγαμε πως
 
γυμνάζεται
Το σκοτάδι ν' κι απ' την
αρπάξει *άλλη να
μεμιάς δείξει!
ΑΝΑΓΝ
ΩΣΜΑ
ΠΕΜΠΤ
Ο
Η ΑΥΛΗ
ΤΩΝ
ΠΡΟΒΑΤ
ΩΝ
Είπεν ο
λαός μου:
το δίκαιο
που μου
δίδαξαν
έπραξα
και ιδού
αιώνες
απόκαμα
ν'
απαντέχω
γυμνός
έξω από
την
κλειστή
θύρα της
αυλής
των
προβάτων
. Γνώριζε
τη φωνή
μου το
ποίμνιο
και στην
κάθε σφυ-

ριγματιά
μου
αναπηδού
σε και
βέλαζε.
Άλλοι
όμως, και
πολλές
φο-
ρές οι
ίδιοι αυτοί
που
παινεύανε
την
καρτερία
μου, από
δέντρα
και
μάντρες
πηδώντας
,
επατούσα
νε πρώτοι
το πόδι
αυτοί μες
στη μέση
της αυλής
των
προβάτων
. Και ιδού
πάντα
γυμνός
εγώ και
χωρίς
ποί-
μνιο
κανένα,
στέναξεν
ο λαός
μου. Και
στα
δόντια
του
γυάλισεν
η
αρχαία
πείνα, και
η ψυχή
του έτριξε
πάνω
στην
πίκρα της,
καθώς
που
τρίζει
επάνω
στο χαλίκι
το άρβυλο
του
απελπισμέ
νου.
       
Τότες
αυτοί που
κατέχουν
ε τα
πολλά, ν'
ακούσουν
ε τέτοιο
τρίξι-
μο,
τρόμαξαν.
Επειδή το
κάθε
σημάδι
καταλεπτ
ώς
γνωρίζουν
ε και,
συχνά,
μίλια
μακριά
διαβάζουν
ε στο
συμφέρον
τους.
Παρευθύ
ς λοι-
πόν τα
πέδιλα
τ'απατηλά
ποδέθηκα
ν. Και
μισοί
πιάνοντας
τους άλ-
λους
μισούς,
από το
'να και τ'
άλλο
μέρος
τραβούσα
νε, τέτοια
λόγια
λέγοντας:
άξια και
καλά τα
έργα σας,
και ορίστε
αυτή που
βλέπετε η

θύρα η
κλειστή
της αυλής
των
προβάτων
.
Ασηκώστε
το χέρι
και μα-
ζί σας
εμείς, και
φροντίδα
δική μας η
φωτιά και
το σίδερο.
Σπιτικά
μη
φοβάστε,
φαμελιές
μη
λυπάστε,
και ποτέ
σε γιου ή
πατέρα ή
μικρού
αδερφού
τη φωνή,
πίσω μην
κάνετε.
Ειδέ τύχει
κανείς
από σας
κι ή
φοβηθεί
κι ή
λυπηθεί
κι ή κάνει
πίσω, να
ξέρει:
επάνω
του το
κρίμα
και κατά
της δικής
του
κεφαλής η
φωτιά
που
φέραμε
και το
σίδερο.
       
Και το
λόγο τους
πριν
αποσώσου
ν είχε
πάρει ν'
αλλάζει ο
καιρός,
μακριά
στο
μαυράδι
των
νεφών και
σιμά στο
κοπάδι
των
ανθρώπω
ν.
Σαν να
πέρασε
αγέρας
χαμηλά
βογκώντα
ς και ν'
απόριξε
άδεια τα
κορμιά,
δίχως μια
στάλα
θύμηση.
Το κεφάλι
μπλάβο
και άλαλο
αψη-
λά
στραμμένο
, μα το
χέρι
βαθιά
μέσα στην
τσέπη,
γραπωμέν
ο από
κομμάτι
σίδερο,
της
φωτιάς ή
απ' τ'
άλλα,
πόχουν τη
μύτη
σουγλερή
και την
κόψη
αθέρα.
Και
βαδίζανε
καταπάνο
υ στον
έναν ο
άλλος, μη
γνωρίζοντ
ας ο ένας
τον άλλο.
Και
σημάδευε
κατά
πατέρα ο
γιος και
κατ'
αδερφού
μικρού ο
μεγάλος.
Που
πολλά
σπιτικά
πομείνανε
στη
μέση, και
πολλές
γυναίκες
απανωτά
δυο και
τρεις
φορές
μαυροφορ
έ-
σανε. Και
που αν
έκανες να
βγεις
λιγάκι
παραόξω,
τίποτε.
Μόνο
αγέ-
ρας
βουίζοντα
ς μέσα
στα
μεσοδόκια
, και στα
λίγα
καμένα
λιθάρια
μεριές
μεριές οι
καπνοί
βοσκώντα
ς τα
κουφάρια
των
σκοτωμέν
ων.
       
Μήνες
τριάντα
τρεις και
πλέον
βάστηξε
το Κακό.
Που τη
θύρα
χτυπούσα
νε
ν'ανοίξου
νε της
αυλής των
προβάτων
. Και
φωνή
προβά-
του δεν
ακούστηκ
ε,
παρεχτός
επάνω
στο
μαχαίρι.
Και φωνή
θύρας
ούτε,
παρεχτός
την ώρα
που
'γερνε
μες στις
φλόγες
τις
υστέρες
να
καεί.
Επειδή
αυτός ο
λαός μου
η θύρα
και αυτός
ο λαός
μου η
αυλή
και το
ποίμνιο
των
προβάτων
.
                    ι'
 

Της με
αγάπης πορφ
αίματα * ύρωσ
αν
Και με
χαρές σκιάσ
ανίδωτε ανε
ς*
  Οξειδ νοτιά
ώθηκα
μες στη
*
* των
ανθρ
ώπω
ν
Μακρινή Ρόδο
Μητέρα μου
* Αμάρ
αντο

Στ' με
ανοιχτά καρτέ
του ρεσαν
πέλαγου
*
Με   και
μπομπά μου
ρδες ρίξαν
τρικάτα ε
ρτες *
Αμαρτία κι
μου να εγώ
'χα *
* μιαν
αγάπ
η
Μακρινή Ρόδο
Μητέρα μου
* Αμάρ
αντο
 
Τον μισαν
Ιούλιο οίξαν
κάποτε ε
*
Τα μες
μεγάλα στα
μάτια σπλά
της * χνα
μου
Την στιγμ
παρθέν ή
α ζωή
μια *
* να
φωτί
σουν
Μακρινή Ρόδο
Μητέρα μου
* Αμάρ
αντο
 
Κι από κατα
τότε πάνω
γύρισαν μου
*
Των ξεφω
αιώνων νίζον
όργητες τας
*
«Ο που να
σ' είδε, ζει
στο αίμα
*
* και
στην
πέτρ
α»
Μακρινή Ρόδο
Μητέρα μου
* Αμάρ
αντο
 
Της ομοι
πατρίδα ώθηκ
ς μου α
πάλι *
Μες και
στις μεγάλ
πέτρες ωσα
άνθισα
*
Των με
φονιάδω φως
ν το
αίμα *
* ξεπλ
ηρών
ω
Μακρινή Ρόδο
Μητέρα μου
* Αμάρ
αντο.
ΙΕ'
 
              Θεέ μου
συ με θέλησες και
να, σ'το
ανταποδίδω
Τη συγγνώμη δεν
έδωσα
              την ικεσία
δεν έστερξα
την ερημιά την
άντεξα σαν το
χαλίκι.
              Τι, τι, τι
άλλο μου
μέλλεται;
Τα κοπάδια των
άστρων οδηγώ
στην αγκάλη σου
              κι η Αυγή,
πριν προλάβω
στα δίχτυα της τα
'χει μακριά
παρασύρει
              που συ τη
θέλησες!
Λόφους με
κάστρα και
πελάγη με
καρποφόρα
              στεριώνω
στον άνεμο
κι η καμπάνα τα
πίνει, αργά, του
δειλινού
              που συ τη
θέλησες!
Υψώνω χόρτα σαν
να φωνάζω μ' όλα
τα φρένα μου
              και να τα
πάλι που
καταπέφτουν
από το κάμα του
Ιουλίου
              που συ το
θέλησες!
Τι λοιπόν, τι
άλλο, τι νέο μου
μέλλεται;
              Ιδού που
εσύ μιλείς κι εγώ
αληθεύω.
Σφεντονάω την
πέτρα και βρίσκει
επάνω μου.
              Ορυχεία
βαθαίνω και τους
ουρανούς
εργάζομαι.
Τα πουλιά
κυνηγώ και στο
βάρος τους
χάνομαι.
              Θεέ μου
συ με θέλησες και
να, στο
ανταποδίδω.
Τα στοιχεία που
είσαι
              ημέρες και
νύχτες
ήλιοι κι αστέρες,
θύελλες και
γαλήνη
              ανατρέπω
στην τάξη κι
εναντίον τα βάζω
του δικού μου
θανάτου
              που συ τον
θέλησες!
 
Ις΄
 
              Ενωρίς
εξύπνησα τις
ηδονές
ενωρίς τη λεύκα
μου άναψα
              με το χέρι
μπροστά στη
θάλασσα
προχώρησα
εκεί μόνος την
έστησα:
              Φύσηξες
και με κύκλωσαν
οι τρικυμίες
ένα ένα μου
πήρες τα πουλιά 
-
              Θεέ μου
με φώναζες και
πως να φύγω;
Κοίταξα μες στο
μέλλον τους
μήνες και τα
χρόνια
              που ξανά
θα γυρίσουνε
χωρίς εμένα
και δαγκώθηκα
τόσο βαθιά
              που αργά
το αίμα μου
ένιωσα ν'
αναβλύζει ψηλά
και να στάζει απ'
το μέλλον μου.
              Έσκαψα
μες στο χώμα την
ώρα που ήμουν ο
ένοχος
και τρέμοντας
εσήκωσα το θύμα
στα χέρια μου
              και του
μίλησα τόσο
απαλά
που αργά τα μάτια
του άνοιξαν και
σταλάξανε τη
δροσιά
              στο χώμα
που ήμουν ο
ένοχος.
Έριξα το σκοτάδι
στο κρεβάτι του
έρωτα
              με του
κόσμου τα
πράγματα στο νου
μου γυμνά
και το σπέρμα μου
τίναξα τόσο
μακριά
              που αργά
οι γυναίκες
γύρισαν μες στον
ήλιο και πόνεσαν
και γεννήσανε
πάλι τα ορατά.
              Θεέ μου
με φώναζες και
πως να φύγω;
Ενωρίς εξύπνησα
τις ηδονές
              ενωρίς τη
λεύκα μου άναψα
με το χέρι
μπροστά στη
θάλασσα
προχώρησα
              εκεί μόνος
την έστησα:
Φύσηξες και
λαχτάρισαν τα
σωθικά μου
              ένα ένα
μού γύρισαν τα
πουλιά!
ια'
 
Θα των
καρώ θαλερ
Μοναχ ών
ός * πραγμά
των
Σεμνά την
θα τάξη
υπηρετ των
ώ * πουλιώ
ν
Στον από τις
όρθρο νύχτες
της θα
Συκιάς 'ρχομα

Κατάδρ να
οσος * φέρω
στην
ποδιά
μου
Το το
κυανό * ρόδινο
το μωβ
Και τις ν'
γενναίε ανάβω
ς του
νερού *
Σταγόν ο
ες * γενναιό
τερος.
 
Εικονίσ 'χω τ'
ματα άχραντ
θα * α
κορίτσι
α
Ντυμέν γους
α στου μόνο το
πελά * λινό
Θα ρει της
δέομαι μυρτιά
να πά * ς το
ένστικτ
ο
Η και
αγνότη τους
μου * μυώνες
θηρίου
Το το
ποταπό δύστρο
* πο το
αχνό
Στα να
σφριγη πνίξω
λά μου
σωθικά
*
Για ο
πάντα σφριγη
* λότερο
ς.
 
Θα πολλώ
περάσο ν
υν ανομημ
καιροί άτων
*
Του των
κέρδου τύψεων
ς της του
τιμής * δαρμού
Λυσσώ ο
ντας Βουκεφ
θα άλας
χιμάει του
* αίματο
ς
Τις λαχτάρ
άσπρες ες να
μου * λαχτίσ
ει
Την τον
αντρειά ερωτά
* το φως
Και τις να
κραταιέ χλι-
ς
όσφραί
νοντάς
*
Μιντρί ο
σει * κραται
ότερος.
 
Αλλά των
τότε υψωμέ
στις εξ νων
* κρίνων
Που η νει
κρίση ρήγμα
μου θα του
κά * Καιρού
Η θ'
ενδέκα αναδυθ
τη εί απ'
εντολή τα
* μάτια
μου
Ή θα ο
'ναι κόσμος
αυτός * ή δε θα
'ναι
Οη
Τοκετό Θέωσι
ς * ς το
Αεί
Που με μου θα
τα 'χω
δίκαια
της
ψυχής
*
Κηρύξε ο
ι * δικαιότ
ερος.
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΕΚΤΟ
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ
Χρόνους πολλούς
μετά την Αμαρτία
που την είπανε
Αρετή μέσα
στις εκκλησίες και
την ευλόγησαν.
Λείψανα παλιών
άστρων και γω-
νιές αραχνιασμένες
τ' ουρανού
σαρώνοντας η
καταιγίδα που θα
γεν-
νήσει ο νους του
ανθρώπου. Και των
αρχαίων
Κυβερνητών τα
έργα
πληρώνοντας η
Χτίσις, θα φρίξει.
Ταραχή θα πέσει
στον Άδη, και
το σανίδωμα θα
υποχωρήσει από
την πίεση τη
μεγάλη του ήλιου.
Που πρώτα θα
κρατήσει τις
αχτίδες του, σημάδι
ότι καιρός να
λάβου-
νε τα όνειρα
εκδίκηση. Και μετά
θα μιλήσει, να πει:
εξόριστε Ποιη-
τή, στον αιώνα σου,
λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τα έθνη,
άλλοτες αλαζονικά,
παραδομένα στη
σφήκα και
στο ξινόχορτο.
-Βλέπω τα πελέκια
στον αέρα
σκίζοντας
προτομές
Αυτοκρατόρων
και Στρατηγών.
-Βλέπω τους
εμπόρους να
εισπράττουν
σκύβοντας το
κέρδος των
δικών τους
πτωμάτων.
-Βλέπω την
αλληλουχία των
κρυφών νοημάτων.
 
Χρόνους πολλούς
μετά την Αμαρτία
που την είπανε
Αρετή μέσα
στις εκκλησίες και
την ευλόγησαν.
Αλλά πριν, ιδού, θα
γίνουν οι
ωραίοι που
ναρκισσεύτηκαν
στις τριόδους
Φίλιπποι και
Ροβέρτοι.
Θα φορέσουν
ανάποδα το
δαχτυλίδι τους, και
με καρφί θα
χτενίσουνε
το μαλλί τους, και
με νεκροκεφαλές
θα στολίσουνε το
στήθος τους,
για να δελεάσουν
τα γύναια. Και τα
γύναια θα
καταπλαγούν και
θα
στέρξουν. Για να
έβγει αληθινός ο
λόγος, ότι σιμά η
μέρα όπου το
κάλλος θα
παραδοθεί στις
μύγες της Αγοράς.
Και θα αγαναχτήσει
το
κορμί της πόρνης
μην έχοντας άλλο
τι να ζηλέψει. Και
θα γίνει κα-
τήγορος η πόρνη
σοφών και
μεγιστάνων, το
σπέρμα που
υπηρέτησε
πιστά, σε μαρτυρία
φέρνοντας. Και θα
τινάξει πάνουθέ
της την κατά-
ρα, κατά την
Ανατολή το χέρι
τεντώνοντας και
φωνάζοντας:
εξόρι-
στε Ποιητή, στον
αιώνα σου, λέγε, τι
βλέπεις;
-Βλέπω τα
χρώματα του
Υμηττού στη βάση
την ιερή του Νέου
Α-
στικού μας Κώδικα.
-Βλέπω τη μικρή
Μυρτώ, την πόρνη
από τη Σίκινο,
στημένη πέτρι-
νο άγαλμα στην
πλατεία της
Αγοράς με τις
Κρήνες και τα ορθά
Λεοντάρια.
-Βλέπω τους
έφηβους και βλέπω
τα κορίτσια στην
ετήσια Κλήρω-
ση των Ζευγαριών.
-Βλέπω ψηλά, μες
στους αιθέρες, το
Ερεχθείο των
Πουλιών.
 
Λείψανα παλιών
άστρων και γωνιές
αραχνιασμένες τ'
ουρανού σαρώ-
νοντας η καταιγίδα
που θα γεννήσει ο
νους του
ανθρώπου. Αλλά
πριν,
ιδού, θα περάσουν
γενεές το αλέτρι
τους πάνω στη
στέρφα γης. Και
κρυφά θα
μετρήσουν την
ανθρώπινη
πραμάτεια τους οι
Κυβερνήτες,
κηρύσσοντας
πολέμους. Όπου θα
χορτασθούνε ο
Χωροφύλακας και ο

Στρατοδίκης.
Αφήνοντας το
χρυσάφι στους
αφανείς, να
εισπράξουν
αυτοί τον μιστό της
ύβρης και του
μαρτυρίου. Και
μεγάλα πλοία θ'
ανε-
βάσουν σημαίες,
εμβατήρια θα
πάρουν τους
δρόμους, οι
εξώστες να ρά-
νουν με άνθη τον
Νικητή. Που θα ζει
στην οσμή των
πτωμάτων. Και του
λάκκου σιμά του το
στόμα, το σκοτάδι
θ' ανοίγει στα
μέτρα του, κρά-
ζοντας: εξόριστε
Ποιητή, στον αιώνα
σου, λέγε, τι
βλέπεις;
-Βλέπω τους
Στρατοδίκες να
καίνε σαν κεριά,
στο μεγάλο τραπέζι

της Αναστάσεως.
-Βλέπω τους
Χωροφυλάκους να
προσφέρουν το
αίμα τους, θυσία
στην καθαρότητα
των ουρανών.
-Βλέπω τη διαρκή
επανάσταση φυτών
και λουλουδιών.
-Βλέπω τις
κανονιοφόρους του
Έρωτα
.
Και των αρχαίων
Κυβερνητών τα
έργα πληρώνοντας
η Χτίσις, θα φρί-
ξει. Ταραχή θα
πέσει στον Άδη, και
το σανίδωμα θα
υποχωρήσει από
την πίεση τη
μεγάλη του ήλιου.
Αλλά πριν, ιδού, θα
στενάξουν οι
νέοι, και το αίμα
τους αναίτια θα
γεράσει.
Κουρεμένοι
κατάδικοι θα
χτυπήσουν την
καραβάνα τους
πάνω στα κάγκελα.
Και θα αδειάσουν
όλα τα εργοστάσια,
και μετά πάλι με
την επίταξη θα
γεμίσουν, για να
βγάλουνε όνειρα
συντηρημένα σε
κουτιά μυριάδες,
και χιλιάδων λο-
γιών εμφιαλωμένη
φύση. Και θα
'ρθουνε χρόνια
χλωμά και αδύναμα

μέσα στη γάζα. Και


θα 'χει καθένας τα
λίγα γραμμάρια της
ευτυχίας.
Και θα 'ναι τα
πράγματα μέσα του
κιόλας ωραία
ερείπια. Τότε, μην
έχοντας άλλη
εξορία, που να
θρηνήσει ο
Ποιητής, την υγεία
της κα-
ταιγίδας από τ'
ανοιχτά στήθη του
αδειάζοντας, θα
γυρίσει για να στα-
θεί στα ωραία μέσα
ερείπια. Και τον
πρώτο λόγο του ο
στερνός των
ανθρώπων θα πει,
ν' αψηλώσουν τα
χόρτα, η γυναίκα
στο πλάι του σαν
αχτίδα του ήλιου να
βγει. Και πάλι θα
λατρέψει τη
γυναίκα και θα την
πλαγιάσει πάνου
στα χόρτα καθώς
που ετάχθη. Και θα
λάβουνε τα
όνειρα εκδίκηση,
και θα σπείρουνε
γενεές στους
αιώνες των
αιώνων!
ιβ'
 

Ανοί κι
γω αναγα
το λλιάζ
στόμ ει το
α μου πέλαγ
* ος
Και στις
παίρ σκοτε
νει ινές
τα του
λόγια σπηλι
μου * ές
Και τα
στις ψιθυρ
φώκι ίζει
ες
τις
μικρέ
ς*
Τις των
νύχτ ανθρ
ες ώπων
που τα
κλαιν βάσα
* να.
 
Χαρά και
ζω κοκκι
τις νίζου
φλέβ ν τα
ες όνειρ
μου * α
Και στις
τσέρ γειτο
κουλ νιές
α των
γίνον παιδι
ται * ών
Και λες
σεντ που
όνια αγρυ
στις πνού
κόπε νε
*
Κρυφ των
ά για ερώτ
ν' ων τα
ακού θαύμ
ν * ατα
 
Ζαλί και
ζει κατεβ
τ' αίνω
αγιόκ στον
λημα κήπο
* μου
Και των
θάβ μυστι
ω τα κών
πτώμ μου
ατα * νεκρ
ών
Και των
τον προδ
λώρο ομέν
το ων
χρυσ
ό*
Αστέ βω
ρων να
τους πέσο
κό * υν
στην
άβυσ
σο.
 
Σκου   και
ριάζο τιμωρ
υν ώ τον
τα. αιώνα
σίδερ τους
α*
Εγώ τις
που μυριά
δοκίμ δες
ασα * αιχμέ
ς
Κι σσους
από το
γιούλ καινο
ια ύριο
και
ναρκί
*
Μαχ ζω
αίρι που
έτοιμ αρμόζ
α * ει
στους
Ήρω
ες.
 
Γυμν και
ώθω ξαπο
τα λυούν
στήθ ται οι
η μου άνεμο

Κι και
ερείπ χαλα
ια σμένε
σαρώ ς
νουν ψυχέ
ε*ς
Κι τής
απ' καθα
τα ρίζου
νέφη ν
τα
πυκν
ά*
Τη τα
γη, Λιβάδ
να ια τα
φάνο Πάντ
υν *  ερπν
α!
 
ΙΖ'
 
              Σε χώρα
μακρινή και
αναμάρτητη τώρα
πορεύομαι.
Τώρα μ'
ακολουθούν
ανάλαφρα πλάσματα
              με τους
ιριδισμούς του
πόλου στα μαλλιά
και το πράο στο
δέρμα χρυσάφισμα.
              Μες στα
χόρτα προβαίνω, με
το γόνατο πλώρη
κι η ανάσα μου
διώχνει απ' την όψη
της γης
              τις στερνές
τολύπες του ύπνου.
Και τα δέντρα
βαδίζουν στο πλάι
μου, εναντίον του
ανέμου.
              Μεγάλα
μυστήρια βλέπω και
παράδοξα:
Κρήνη την κρύπτη
της Ελένης.
              Τρίαινα με
δελφίνι το σημάδι
του Σταυρού.
Πύλη λευκή το
ανόσιο
συρματόπλεγμα.
              Όθε με δόξα
θα περάσω.
Τα λόγια που με
πρόδωσαν και τα
ραπίσματα έχοντας
              γίνει μυρτιές
και φοινικόκλαρα:
Ωσαννά
σημαίνοντας ο
ερχόμενος!
              Ηδονή
καρπού βλέπω τη
στέρηση.
Ελαιώνες λοξούς με
γαλάζιο ανάμεσα
στα δάχτυλα
              τους
χρόνους της οργής
πίσω απ' τα σίδερα.
Και γιαλόν
απέραντο, από
μαγγανεία ωραίων
ματιών βρεμένο
              τον βυθό της
Μαρίνας.
Όπου αγνός θα
περπατήσω.
              Τα δάκρυα
που με πρόδωσαν
και οι ταπεινώσεις
έχοντας
γίνει πνοές και
ανέσπερα πουλιά:
              Ωσαννά
σημαίνοντας ο
ερχόμενος!
Σε χώρα μακρινή
και αναμάρτητη
τώρα πορεύομαι.
 
ΙΗ'
 
              Σε χώρα
μακρινή και
αρυτίδωτη τώρα
πορεύομαι.
Τώρα μ'
ακολουθούν
κορίτσια κυανά
              κι αλογάκια
πέτρινα
με τον τροχίσκο του
ήλιου στο πλατύ
μέτωπο.
              Γενεές
μυρτιάς μ'
αναγνωρίζουν
από τότε που
έτρεμα στο τέμπλο
του νερού
              άγιος, άγιος,
φωνάζοντας.
Ο νικήσαντος τον
Άδη και τον Έρωτα
σώσαντας
              αυτός ο
Πρίγκιπας των
Κρίνων είναι.
Κι από κείνες πάλι
τις πνοές της
Κρήτης
              μια στιγμή
ζωγραφιζόμουν.
Για να λάβει ο
κρόκος από τους
αιθέρες δίκαιο.
              Στον
ασβέστη τώρα τους
αληθινούς μου
Νόμους
κλείνω κι
εμπιστεύομαι.
              Μακάριοι,
λέγω, οι δυνατοί
που
αποκρυπτογραφούνε
το Άσπιλο.
Γι' αυτών τα δόντια
η ρώγα που μεθά
              στων
ηφαιστείων το
στήθος και στο
κλήμα των
παρθένων.
Ιδού ας
ακολουθήσουνε τα
βήματα μου!
              Σε χώρα
μακρινή και
αρυτίδωτη τώρα
πορεύομαι.
Τώρα το χέρι του
Θανάτου
              αυτό χαρίζει
τη Ζωή
και ο ύπνος δεν
υπάρχει.
              Χτυπά η
καμπάνα του
μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες
τις πυρρές
χαράζονται τα
γράμματα:
              ΝΥΝ και
ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ
ΕΣΤΙ.
Αιέν αιέν και νυν
και νυν τα πουλιά
κελαηδούν
              ΑΞΙΟΝ
ΕΣΤΙ το τίμημα.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
                       
Τ
Ο

Δ
Ο
Ξ
Α
Σ
Τ
Ι
Κ
Ο
Ν
 
 
 
 
 
 
 
Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο
φ
ω
ς

κ
α
ι

π
ρ
ώ
τ
η

χ
α
ρ
α
γ
μ
έ
ν
η

σ
τ
η
ν

π
έ
τ
ρ
α

ε
υ
χ
ή
τ
ο
υ

α
ν
θ
ρ
ώ
π
ο
υ
 
 
 
 
 
 
 

α
λ
κ
ή

μ
ε
ς

σ
τ
ο

ζ
ώ
ο

π
ο
υ
ο
δ
η
γ
ε
ί

τ
ο
ν

ή
λ
ι
ο

τ
ο

φ
υ
τ
ό

π
ο
υ

κ
ε
λ
ά
η
δ
η
σ
ε

κ
α
ι
β
γ
ή
κ
ε

μ
έ
ρ
α
 
 
 
 
 
 
 
 

σ
τ
ε
ρ
ι
ά

π
ο
υ

β
ο
υ
τ
ά

κ
α
ι
υ
ψ
ώ
ν
ε
ι

α
υ
χ
έ
ν
α

έ
ν
α

λ
ί
θ
ι
ν
ο

ά
λ
ο
γ
ο

π
ο
υ

ι
π
π
ε
ύ
ε
ι

π
ό
ν
τ
ο
ς
 
 
 
 
 
 
 

ο
ι

μ
ι
κ
ρ
έ
ς

κ
υ
α
ν
έ
ς

φ
ω
ν
έ
ς
μ
υ
ρ
ι
ά
δ
ε
ς

μ
ε
γ
ά
λ
η

λ
ε
υ
κ
ή

κ
ε
φ
α
λ
ή

Π
ο
σ
ε
ι
δ
ώ
ν
ο
ς
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο

χ
έ
ρ
ι

τ
η
ς

Γ
ο
ρ
γ
ό
ν
α
ς

π
ο
υ

κ
ρ
α
τ
ά

τ
ο

τ
ρ
ι
κ
ά
τ
α
ρ
τ
ο

σ
α
ν

ν
α

τ
ο

σ
ώ
ζ
ε
ι
 
 
 
 
 
 
 

σ
α
ν

ν
α

τ
ο

κ
ά
ν
ε
ι

τ
ά
μ
α

σ
τ
ο
υ
ς

α
ν
έ
μ
ο
υ
ς

σ
α
ν
ν
α

λ
έ
ε
ι

ν
α

τ
'

α
φ
ή
σ
ε
ι

κ
α
ι

π
ά
λ
ι

ό
χ
ι
 
 
 
 
 
 
 
 
Ο

μ
ι
κ
ρ
ό
ς

ε
ρ
ω
δ
ι
ό
ς

τ
η
ς

ε
κ
κ
λ
η
σ
ί
α
ς

ε
ν
ν
ι
ά

τ
ο
π
ρ
ω
ί

σ
α
ν

π
ε
ρ
γ
α
μ
ό
ν
τ
ο
 
 
 
 
 
 
 

έ
ν
α

β
ό
τ
σ
α
λ
ο

ά
π
ε
φ
θ
ο

μ
έ
σ
α

σ
τ
ο

β
ά
θ
ο
ς

τ
'

ο
υ
ρ
α
ν
ο
ύ

τ
ο
υ

γ
λ
α
υ
κ
ο
ύ
φ
υ
τ
ε
ί
ε
ς

κ
α
ι

σ
τ
έ
γ
ε
ς
 
 
 
 
 
 
 
 

Ο
Ι

Σ
Η
Μ
Α
Ν
Τ
Ο
Ρ
Ε
Σ

Α
Ν
Ε
Μ
Ο
Ι

π
ο
υ

ι
ε
ρ
ο
υ
ρ
γ
ο
ύ
ν
ε

π
ο
υ

σ
η
κ
ώ
ν
ο
υ
ν

τ
ο

π
έ
λ
α
γ
ο
ς

σ
α
ν

Θ
ε
ο
τ
ό
κ
ο
 
 
 
 
 
 
 

π
ο
υ

φ
υ
σ
ο
ύ
ν

κ
α
ι

α
ν
ά
β
ο
υ
ν
ε

τ
α

π
ο
ρ
τ
ο
κ
ά
λ
ι
α

π
ο
υ

σ
φ
υ
ρ
ί
ζ
ο
υ
ν

σ
τ
α

ό
ρ
η
κ
ι

έ
ρ
χ
ο
ν
τ
α
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

Ο
ι

α
γ
έ
ν
ε
ι
ο
ι

δ
ό
κ
ι
μ
ο
ι

τ
η
ς

τ
ρ
ι
κ
υ
μ
ί
α
ς

ο
ι

δ
ρ
ο
μ
ε
ί
ς

π
ο
υ

δ
ι
ά
ν
υ
σ
α
ν

τ
α

ο
υ
ρ
ά
ν
ι
α

μ
ί
λ
ι
α
 
 
 
 
 
 
 

ο
ι

Ε
ρ
μ
ή
δ
ε
ς

μ
ε

τ
ο

μ
υ
τ
ε
ρ
ό

σ
κ
ι
ά
δ
ι

κ
α
ι

τ
ο
υ

μ
α
ύ
ρ
ο
υ

κ
α
π
ν
ο
ύ

τ
ο

κ
η
ρ
ύ
κ
ε
ι
ο
 
 
 
 
 
 
 

Μ
α
ΐ
σ
τ
ρ
ο
ς
,

Λ
ε
β
ά
ν
τ
ε
ς
,

Γ
α
ρ
μ
π
ή
ς
ο

Π
ο
υ
ν
έ
ν
τ
ε
ς
,

Γ
ρ
α
ί
γ
ο
ς
,

Σ
ι
ρ
ό
κ
ο
ς

 
 
 
 
 
 
 

Τ
ρ
α
μ
ο
υ
ν
τ
ά
ν
α
,

Ό
σ
τ
ρ
ι
α
 
 
 
 
 
 
 

Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο

ξ
ύ
λ
ι
ν
ο

τ
ρ
α
π
έ
ζ
ι

τ
ο

κ
ρ
α
σ
ί

τ
ο

ξ
α
ν
θ
ό

μ
ε
τ
η
ν

κ
η
λ
ί
δ
α

τ
ο
υ

ή
λ
ι
ο
υ
 
 
 
 
 
 
 

τ
ο
υ

ν
ε
ρ
ο
ύ

τ
α

π
α
ι
χ
ν
ί
δ
ι
α

σ
τ
ο

τ
α
β
ά
ν
ι

σ
τ
η

γ
ω
ν
ι
ά

τ
ο

φ
υ
λ
λ
ό
δ
ε
ν
τ
ρ
ο

π
ο
υ

ε
φ
η
μ
ε
ρ
ε
ύ
ε
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

Ο
ι

λ
ι
θ
ι
έ
ς

κ
α
ι

τ
α

κ
ύ
μ
α
τ
α

χ
έ
ρ
ι

μ
ε

χ
έ
ρ
ι

μ
ι
α

π
α
τ
ο
ύ
σ
α

π
ο
υ

σ
ύ
ν
α
ξ
ε

σ
ο
φ
ί
α

σ
τ
η
ν

ά
μ
μ
ο
 
 
 
 
 
 
 

έ
ν
α
ς

τ
ζ
ί
τ
ζ
ι
κ
α
ς

π
ο
υ

έ
π
ε
ι
σ
ε

χ
ι
λ
ι
ά
δ
ε
ς

ά
λ
λ
ο
υ
ς

σ
υ
ν
ε
ί
δ
η
σ
η

π
ά
μ
φ
ω
τ
η

σ
α
ν

κ
α
λ
ο
κ
α
ί
ρ
ι
 
 
 
 
 
 
 
Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο

κ
ά
μ
α

π
ο
υ

κ
λ
ω
σ
ά
ε
ι

σ
τ
ο

γ
ι
ο
φ
ύ
ρ
ι

α
π
ό

κ
ά
τ
ω

τ
α

ω
ρ
α
ί
α

κ
ο
τ
ρ
ό
ν
ι
α
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

σ
κ
α
τ
ά

τ
ω
ν

π
α
ι
δ
ι
ώ
ν

μ
ε
τ
η
ν

π
ρ
ά
σ
ι
ν
η

μ
ύ
γ
α

έ
ν
α

π
έ
λ
α
γ
ο
ς

β
ρ
ά
ζ
ο
ν
τ
α
ς

κ
α
ι

δ
ί
χ
ω
ς

τ
έ
λ
ο
ς
 
 
 
 
 
 
 
 

Ο
ι

δ
ε
κ
ά
ξ
ι

ν
ο
μ
ά
τ
ο
ι

π
ο
υ

τ
ρ
α
β
ο
ύ
ν

τ
η
ν

τ
ρ
ά
τ
α

α
κ
ά
θ
ι
σ
τ
ο
ς

γ
λ
ά
ρ
ο
ς

α
ρ
γ
ο
π
λ
ε
ύ
σ
τ
η
ς
 
 
 
 
 
 
 

ο
ι

φ
ω
ν
έ
ς

ο
ι

α
δ
έ
σ
π
ο
τ
ε
ς

τ
η
ς

ε
ρ
η
μ
ί
α
ς

ε
ν
ό
ς

ί
σ
κ
ι
ο
υ

τ
ο

π
έ
ρ
α
σ
μ
α

μ
έ
σ
α

σ
τ
ο
ν

τ
ο
ί
χ
ο
 
 
 
 
 
 
 
 
Τ
Α

Ν
Η
Σ
Ι
Α

μ
ε

τ
ο

μ
ί
ν
ι
ο

κ
α
ι

μ
ε
τ
ο

φ
ο
ύ
μ
ο

τ
α

ν
η
σ
ι
ά

μ
ε

τ
ο

σ
π
ό
ν
δ
υ
λ
ο

κ
ά
π
ο
ι
α
ν
ο
υ

Δ
ί
α
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

ν
η
σ
ι
ά

μ
ε

τ
ο
υ
ς

έ
ρ
η
μ
ο
υ
ς

τ
α
ρ
σ
α
ν
ά
δ
ε
ς

τ
α

ν
η
σ
ι
ά

μ
ε

τ
α

π
ό
σ
ι
μ
α

γ
α
λ
ά
ζ
ι
α

η
φ
α
ί
σ
τ
ε
ι
α
 
 
 
 
 
 
 
 

Σ
τ
ο

μ
ε
λ
τ
έ
μ
ι

τ
α

ο
ρ
τ
σ
ά
ρ
ο
ν
τ
α
ς

μ
ε

κ
ό
ν
τ
ρ
α
-
φ
λ
ό
κ
ο

Σ
τ
ο
ν

γ
α
ρ
μ
π
ή

τ
'

α
ρ
μ
ε
ν
ί
ζ
ο
ν
τ
α
ς

π
ό
ν
τ
ζ
α

λ
α
μ
π
ά
ν
τ
α
 
 
 
 
 
 
 

έ
ω
ς

ό
λ
ο

τ
ο

μ
ά
κ
ρ
ο
ς

τ
ο
υ
ς

τ
'

α
φ
ρ
ι
σ
μ
έ
ν
α

μ
ε

λ
ι
τ
ρ
ί
δ
ι
α

μ
α
β
ι
ά

κ
α
ι

μ
ε

η
λ
ι
ο
τ
ρ
ό
π
ι
α
 
 
 
 
 
 
 

Σ
ί
φ
ν
ο
ς
,

Α
μ
ο
ρ
γ
ό
ς
,

Α
λ
ό
ν
ν
η
σ
ο
ς

Θ
ά
σ
ο
ς
,

Ι
θ
ά
κ
η
,

Σ
α
ν
τ
ο
ρ
ί
ν
η

 
 
 
 
 
 
 

Κ
ω
ς
,

Ί
ο
ς
,

Σ
ί
κ
ι
ν
ο
ς
 
 
 
 
 
 
 
Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

σ
τ
ο

π
έ
τ
ρ
ι
ν
ο

π
ε
ζ
ο
ύ
λ
ι

α
ν
τ
ι
κ
ρ
ύ

τ
ο
υ

π
ε
λ
ά
γ
ο
υ
ς

Μ
υ
ρ
τ
ώ

ν
α

σ
τ
έ
κ
ε
ι
 
 
 
 
 
 
 

σ
α
ν

ω
ρ
α
ί
ο

ο
κ
τ
ώ

σ
α
ν

κ
α
ν
ά
τ
ι

μ
ε

τ
η
ν

ψ
ά
θ
α

τ
ο
υ

ή
λ
ι
ο
υ

σ
τ
ο

έ
ν
α

χ
έ
ρ
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
ο

π
ο
ρ
ώ
δ
ε
ς

κ
α
ι

ά
σ
π
ρ
ο
μ
ε
σ
η
μ
έ
ρ
ι

έ
ν
α

π
ο
ύ
π
ο
υ
λ
ο

ύ
π
ν
ο
υ

π
ο
υ

α
ν
ε
β
α
ί
ν
ε
ι
 
 
 
 
 
 
 

τ
ο

σ
β
η
σ
μ
έ
ν
ο

χ
ρ
υ
σ
ά
φ
ι

μ
ε
ς

σ
τ
ο
υ
ς

π
υ
λ
ώ
ν
ε
ς

κ
α
ι

τ
ο

κ
ό
κ
κ
ι
ν
ο

ά
λ
ο
γ
ο

π
ο
υ

δ
ρ
α
π
ε
τ
ε
ύ
ε
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
ο
υ

κ
ο
ρ
μ
ο
ύ

τ
ο
υ

α
ρ
χ
α
ί
ο
υ

τ
ο
υ

δ
έ
ν
τ
ρ
ο
υ
η

Ή
ρ
α

δ
α
φ
ν
ώ
ν
α
ς

α
π
έ
ρ
α
ν
τ
ο
ς

φ
ω
τ
ο
φ
ά
γ
ο
ς
 
 
 
 
 
 
 

έ
ν
α

σ
π
ί
τ
ι

σ
α
ν

ά
γ
κ
υ
ρ
α

κ
ά
τ
ω

σ
τ
ο

β
ά
θ
ο
ς
η

Κ
υ
ρ
α
-
Π
η
ν
ε
λ
ό
π
η

μ
ε

τ
η
ν

η
λ
α
κ
ά
τ
η
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
η
ς

α
ν
τ
ί
π
ε
ρ
α

ό
χ
θ
η
ς

τ
ω
ν

π
ο
υ
λ
ι
ώ
ν

β
ό
σ
π
ο
ρ
ο
ς

έ
ν
α

κ
ί
τ
ρ
ο

α
π
'

ό
π
ο
υ

ο
υ
ρ
α
ν
ό
ς

ε
χ
ύ
θ
η
κ
ε
 
 
 
 
 
 
 
η

γ
λ
α
υ
κ
ή

α
κ
ο
ή

μ
ι
σ
ή

κ
ά
τ
ω

α
π
'

τ
ο

π
έ
λ
α
γ
ο
ς

μ
α
κ
ρ
ο
σ
ύ
σ
κ
ι
ο
ι

ψ
ί
θ
υ
ρ
ο
ι

ν
υ
μ
φ
ώ
ν

κ
α
ι

σ
φ
έ
ν
τ
α
μ
ω
ν
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

ε
ο
ρ
τ
ά
ζ
ο
ν
τ
α
ς

τ
η

μ
ν
ή
μ
η

τ
ω
ν
α
γ
ί
ω
ν

Κ
η
ρ
ύ
κ
ο
υ

κ
α
ι

Ι
ο
υ
λ
ί
τ
η
ς
 
 
 
 
 
 
 

έ
ν
α

θ
α
ύ
μ
α

ν
α

κ
α
ί
ε
ι

σ
τ
ο
υ
ς

ο
υ
ρ
α
ν
ο
ύ
ς

τ
'

α
λ
ώ
ν
ι
α

ι
ε
ρ
ε
ί
ς

κ
α
ι

π
ο
υ
λ
ι
ά

ν
α

τ
ρ
α
γ
ο
υ
δ
ο
ύ
ν

τ
ο

χ
α
ί
ρ
ε
:
 
 
 
 
 
 
 
 
Χ
Α
Ι
Ρ
Ε

Κ
α
ι
ο
μ
έ
ν
η

κ
α
ι

χ
α
ί
ρ
ε

Χ
λ
ω
ρ
ή

Χ
α
ί
ρ
ε

Α
μ
ε
τ
α
μ
έ
λ
η
τ
η

μ
ε

τ
ο

π
ρ
ω
ρ
α
ί
ο

σ
π
α
θ
ί
 
 
 
 
 
 
 
 

Χ
α
ί
ρ
ε

π
ο
υ

π
α
τ
ε
ί
ς

κ
α
ι

τ
α

σ
η
μ
ά
δ
ι
α

σ
β
ή
ν
ο
ν
τ
α
ι

Χ
α
ί
ρ
ε

π
ο
υ

ξ
υ
π
ν
ά
ς

κ
α
ι

τ
α

θ
α
ύ
μ
α
τ
α

γ
ί
ν
ο
ν
τ
α
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

Χ
α
ί
ρ
ε

τ
ο
υ

Π
α
ρ
α
δ
ε
ί
σ
ο
υ

τ
ω
ν

β
υ
θ
ώ
ν

Α
γ
ρ
ί
α

Χ
α
ί
ρ
ε

τ
η
ς

ε
ρ
η
μ
ι
ά
ς

τ
ω
ν

ν
η
σ
ι
ώ
ν

Α
γ
ί
α
 
 
 
 
 
 
 
 

Χ
α
ί
ρ
ε

Ο
ν
ε
ι
ρ
ο
τ
ό
κ
ο
ς

χ
α
ί
ρ
ε

Π
ε
λ
α
γ
ι
ν
ή

Χ
α
ί
ρ
ε

Α
γ
κ
υ
ρ
ο
φ
ό
ρ
ο
ς

κ
α
ι

Π
ε
ν
τ
α
σ
τ
έ
ρ
ι
ν
η
 
 
 
 
 
 
 
 

Χ
α
ί
ρ
ε

μ
ε

τ
α

λ
υ
τ
ά

μ
α
λ
λ
ι
ά

χ
ρ
υ
σ
ί
ζ
ο
ν
τ
α
ς

τ
ο
ν

ά
ν
ε
μ
ο

Χ
α
ί
ρ
ε

μ
ε

τ
η
ν

ω
ρ
α
ί
α

λ
α
λ
ι
ά

δ
α
μ
ά
ζ
ο
ν
τ
α
ς

τ
ο
ν

δ
α
ί
μ
ο
ν
α
 
 
 
 
 
 
 
 

Χ
α
ί
ρ
ε

π
ο
υ

κ
α
τ
α
ρ
τ
ί
ζ
ε
ι
ς

τ
α

Μ
η
ν
α
ί
α

τ
ω
ν

Κ
ή
π
ω
ν

Χ
α
ί
ρ
ε
π
ο
υ

α
ρ
μ
ό
ζ
ε
ι
ς

τ
η

ζ
ώ
ν
η

τ
ο
υ

Ο
φ
ι
ο
ύ
χ
ο
υ
 
 
 
 
 
 
 
 
Χ
α
ί
ρ
ε

α
κ
ρ
ι
β
ο
σ
π
ά
θ
ι
σ
τ
η

κ
α
ι

σ
ε
μ
ν
ή

Χ
α
ί
ρ
ε

η
π
ρ
ο
φ
η
τ
ι
κ
ι
ά

κ
α
ι

δ
α
ι
δ
α
λ
ι
κ
ή
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο

χ
ώ
μ
α

π
ο
υ

α
ν
ε
β
ά
ζ
ε
ι

μ
ι
α
ν

ο
σ
μ
ή

κ
ε
ρ
α
υ
ν
ο
ύ
σ
α
ν

α
π
ό

θ
ε
ι
ά
φ
ι
 
 
 
 
 
 
 

τ
ο
υ

β
ο
υ
ν
ο
ύ

π
υ
θ
μ
έ
ν
α
ς

ό
π
ο
υ

θ
ά
λ
λ
ο
υ
ν

ο
ι

ν
ε
κ
ρ
ο
ί

ά
ν
θ
η

τ
η
ς

α
ύ
ρ
ι
ο
ν
 
 
 
 
 
 
 
 

χ
ω
ρ
ί
ς

δ
ι
σ
τ
α
γ
μ
ο
ύ
ς

έ
ν
σ
τ
ι
κ
τ
ο
ς

ν
ό
μ
ο
ς
ο

σ
φ
υ
γ
μ
ό
ς

τ
α
χ
ύ
ς

π
α
ί
κ
τ
η
ς

τ
ο
υ

β
ί
ο
υ
 
 
 
 
 
 
 
ο

α
ι
μ
ά
τ
ι
ν
ο
ς

θ
ρ
ό
μ
β
ο
ς

σ
ω
σ
ί
α
ς

τ
ο
υ

ή
λ
ι
ο
υ

κ
ι
ο

κ
ι
σ
σ
ό
ς

ά
λ
τ
η
ς

τ
ω
ν

χ
ε
ι
μ
ώ
ν
ω
ν
 
 
 
 
 
 
 
 
Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο

ρ
ό
π
τ
ρ
ο

σ
κ
α
ρ
α
β
α
ί
ο
ς

τ
ο

π
α
ρ
ά
τ
ο
λ
μ
ο

δ
ό
ν
τ
ι

μ
ε
ς

σ
τ
ο

ψ
ύ
χ
ο
ς

τ
ο
υ

ή
λ
ι
ο
υ
 
 
 
 
 
 
 

Α
π
ρ
ί
λ
η
ς

π
ο
υ

έ
ν
ι
ω
σ
ε

ν
'

α
λ
λ
ά
ζ
ε
ι

φ
ύ
λ
ο

τ
η
ς

π
η
γ
ή
ς

τ
ο

μ
π
ο
υ
μ
π
ο
ύ
κ
ι

ό
τ
ι

π
ο
υ

α
ν
ο
ί
γ
ε
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
ο
χ
ε
ι
ρ
ά
μ
α
ξ
ο

γ
έ
ρ
ν
ο
ν
τ
α
ς

μ
ε

τ
ο

'
ν
α

π
λ
ά
ι

μ
ι
α

χ
ρ
υ
σ
ό
μ
υ
γ
α

π
ο
υ

ά
ν
α
ψ
ε

φ
ω
τ
ι
ά

σ
τ
ο

μ
έ
λ
λ
ο
ν
 
 
 
 
 
 
 
τ
ο
υ

ν
ε
ρ
ο
ύ

α
ό
ρ
α
τ
η

α
ο
ρ
τ
ή

π
ο
υ

π
ά
λ
λ
ε
ι

κ
α
ι

γ
ι
'

α
υ
τ
ό

ζ
ω
ν
τ
α
ν
ή

κ
ρ
α
τ
ά

γ
α
ρ
δ
έ
ν
ι
α
 
 
 
 
 
 
 
 

τ
α
λ
ο
υ
λ
ο
ύ
δ
ι
α

τ
α

ο
ι
κ
ό
σ
ι
τ
α

τ
η
ς

Ν
ο
σ
τ
α
λ
γ
ί
α
ς

τ
α

λ
ο
υ
λ
ο
ύ
δ
ι
α

τ
α

ν
ή
π
ι
α

τ
η
ς

β
ρ
ο
χ
ή
ς

π
ο
υ

τ
ρ
έ
μ
ο
υ
ν
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

μ
ι
κ
ρ
ά

κ
α
ι

τ
ε
τ
ρ
ά
π
ο
δ
α

σ
τ
ο

μ
ο
ν
ο
π
ά
τ
ι
τ
'

α
ψ
η
λ
ά

σ
τ
ο
υ
ς

ή
λ
ι
ο
υ
ς

κ
α
ι

τ
α

ρ
ε
μ
β
ο
κ
ί
ν
η
τ
α
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
α

σ
ε
μ
ν
ά

μ
ε

τ
η
ν

κ
ό
κ
κ
ι
ν
η

α
ρ
ρ
ε
β
ώ
ν
α
τ
α

κ
ο
μ
π
ά
ζ
ο
ν
τ
α
ς

έ
φ
ι
π
π
α

μ
ε
ς

σ
τ
ο
υ
ς

λ
ε
ι
μ
ώ
ν
ε
ς
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

σ
ε

κ
α
θ
α
ρ
ό

ο
υ
ρ
α
ν
ό

ε
ρ
γ
α
σ
μ
έ
ν
α

τ
α

σ
τ
ο
χ
α
σ
τ
ι
κ
ά

κ
α
ι

τ
α

χ
ι
μ
α
ι
ρ
ο
π
ο
ί
κ
ι
λ
τ
α
 
 
 
 
 
 
 

Τ
ο
Κ
ρ
ί
ν
ο
,

τ
ο

Τ
ρ
ι
α
ν
τ
ά
φ
υ
λ
λ
ο
,

τ
ο

Γ
ι
α
σ
ε
μ
ί

Μ
ε
ν
ε
ξ
έ
ς
,

Π
α
σ
χ
α
λ
ι
ά
,

Υ
ά
κ
ι
ν
θ
ο
ς
 
 
 
 
 
 
 

τ
ο

Γ
ι
ο
ύ
λ
ι
,

τ
ο

Ζ
α
μ
π
ά
κ
ι
,

τ
ο

Α
σ
τ
ρ
ο
λ
ο
ύ
λ
ο
υ
δ
ο
 
 
 
 
 
 
 

Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο

σ
ύ
ν
ν
ε
φ
ο

σ
τ
η

χ
λ
ό
η

σ
τ
ο
ν

β
ρ
ε
μ
έ
ν
ο
α
σ
τ
ρ
ά
γ
α
λ
ο

τ
ο

φ
ρ
τ

τ
η
ς

σ
α
ύ
ρ
α
ς
 
 
 
 
 
 
 

τ
ο

β
α
θ
ύ
τ
η
ς

Μ
ν
η
σ
α
ρ
έ
τ
η
ς

β
λ
έ
μ
μ
α

π
ο
υ

δ
ε
ν

ε
ί
ν
α
ι

α
ρ
ν
ι
ο
ύ

κ
α
ι

ά
φ
ε
σ
η

δ
ί
ν
ε
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
η
ς

κ
α
μ
π
ά
ν
α
ς

ά
ν
ε
μ
ο
ς

χ
ρ
υ
σ
ε
γ
έ
ρ
τ
η
ς

ι
π
π
έ
α
ς

π
ο
υ

π
ά
ε
ι

ν
'

α
ν
α
λ
η
φ
τ
ε
ί

σ
τ
η

δ
ύ
σ
η
 
 
 
 
 
 
 

κ
α
ι

ά
λ
λ
ο
ς

ι
π
π
έ
α
ς

ν
ο
η
τ
ό
ς

π
ο
υ

π
ά
ε
ι

τ
η
ς

φ
θ
ο
ρ
ά
ς

τ
ο
ν

κ
α
ι
ρ
ό

ν
'

α
ν
α
σ
κ
ο
λ
ο
π
ί
σ
ε
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

Μ
ι
α
ς

ν
υ
χ
τ
ό
ς

Ι
ο
υ
ν
ί
ο
υ

ν
η
ν
ε
μ
ί
α

γ
ι
α
σ
ε
μ
ι
ά

κ
α
ι

φ
ο
υ
σ
τ
ά
ν
ι
α

σ
τ
ο

π
ε
ρ
ι
β
ό
λ
ι
 
 
 
 
 
 
 

τ
ο

ζ
ω
ά
κ
ι

τ
ω
ν

ά
σ
τ
ρ
ω
ν

π
ο
υ

α
ν
ε
β
α
ί
ν
ε
ι

τ
η
ς

χ
α
ρ
ά
ς

σ
τ
ι
γ
μ
ή

λ
ί
γ
ο

π
ρ
ι
ν

κ
λ
ά
ψ
ε
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

Έ
ν
α
ς

κ
ό
μ
π
ο
ς

ψ
υ
χ
ή
ς

κ
ι

ο
ύ
τ
ε

π
ι
α

λ
έ
ξ
η
σ
α
ν

π
α
ρ
ά
θ
υ
ρ
ο

ά
δ
ε
ι
ο

Α
ρ
ε
τ
ο
ύ
σ
α
 
 
 
 
 
 
 

κ
α
ι
ο

έ
ρ
ω
τ
α
ς

έ
λ
θ
ο
ν
τ
'

ε
ξ

ο
ρ
ά
ν
ω

π
ο
ρ
φ
υ
ρ
ί
α
ν

π
ε
ρ
θ
έ
μ
ε
ν
ο
ν

χ
λ
ά
μ
υ
ν
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
Α

Κ
Ο
Ρ
Ι
Τ
Σ
Ι
Α
 

π
ό
α

τ
η
ς

ο
υ
τ
ο
π
ί
α
ς

τ
α

κ
ο
ρ
ί
τ
σ
ι
α

ο
ι

π
α
ρ
α
π
λ
α
ν
η
μ
έ
ν
ε
ς
Π
λ
ε
ι
ά
δ
ε
ς
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

κ
ο
ρ
ί
τ
σ
ι
α

τ
'

Α
γ
γ
ε
ί
α

τ
ω
ν
Μ
υ
σ
τ
η
ρ
ί
ω
ν

τ
α

γ
ε
μ
ά
τ
α

ω
ς

π
ά
ν
ω

κ
α
ι

τ
'

α
π
ύ
θ
μ
ε
ν
α
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
α

σ
τ
υ
φ
ά

σ
τ
ο

σ
κ
ο
τ
ά
δ
ι

κ
α
ι

ό
μ
ω
ς

θ
α
ύ
μ
α

τ
α

γ
ρ
α
μ
μ
έ
ν
α

σ
τ
ο

φ
ω
ς

κ
α
ι

ό
μ
ω
ς

μ
α
υ
ρ
ί
λ
α
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

σ
τ
ρ
α
μ
μ
έ
ν
α

ε
π
ά
ν
ω

τ
ο
υ
ς

ό
π
ω
ς

ο
ι

φ
ά
ρ
ο
ι

τ
α

η
λ
ι
ο
β
ό
ρ
α

κ
α
ι

τ
α

σ
ε
λ
η
ν
ο
β
ά
μ
ο
ν
α
 
 
 
 
 
 
 
Η

Έ
ρ
σ
η
,

Μ
υ
ρ
τ
ώ
,

Μ
α
ρ
ί
ν
α

Ε
λ
έ
ν
η
,

Ρ
ω
ξ
ά
ν
η
,

Φ
ω
τ
ε
ι
ν
ή
 
 
 
 
 
 
 

Ά
ν
ν
α
,

Α
λ
ε
ξ
ά
ν
δ
ρ
α
,
η

Κ
ύ
ν
θ
ι
α
 
 
 
 
 
 
 

Τ
ω
ν

ψ
ι
θ
ύ
ρ
ω
ν

ε
π
ώ
α
σ
η

μ
ε
ς

σ
τ
α

κ
ο
χ
ύ
λ
ι
α

μ
ι
α

χ
α
μ
έ
ν
η

σ
α
ν

ό
ν
ε
ι
ρ
ο
:

Α
ρ
ι
γ
ν
ώ
τ
α
 
 
 
 
 
 
 

έ
ν
α

φ
ω
ς

μ
α
κ
ρ
ι
ν
ό

π
ο
υ

λ
έ
ε
ι
:

κ
ο
ι
μ
ή
σ
ο
υ

σ
α
σ
τ
ι
σ
μ
έ
ν
α

φ
ι
λ
ι
ά

σ
α
ν

π
λ
ή
θ
ο
ς

δ
έ
ν
τ
ρ
α
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
ο

λ
ι
γ
ά
κ
ι

π
ο
υ
κ
ά
μ
ι
σ
ο

π
ο
υ

τ
ρ
ώ
ε
ι

α
έ
ρ
α
ς

τ
ο

χ
ν
ο
υ
δ
ά
κ
ι

τ
ο

χ
λ
ό
ι
ν
ο

π
ά
ν
ω

σ
τ
η
ν

κ
ν
ή
μ
η
 
 
 
 
 
 
 

τ
ο
υ

α
ι
δ
ο
ί
ο
υ

τ
ο

μ
ε
ν
ε
ξ
ε
δ
έ
ν
ι
ο

α
λ
ά
τ
ι

κ
α
ι

τ
ο

κ
ρ
ύ
ο

ν
ε
ρ
ό

τ
η
ς

Π
α
ν
σ
ε
λ
ή
ν
ο
υ
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο

μ
α
κ
ρ
ι
ν
ό

τ
ρ
α
γ
ο
ύ
δ
ι

μ
υ
χ
ό
ς

τ
η
ς

Ε
λ
έ
ν
η
ς

μ
ε

τ
ο

κ
υ
μ
α
τ
ά
κ
ι
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

φ
ρ
α
γ
κ
ό
σ
υ
κ
α

φ
έ
γ
γ
ο
ν
τ
α
ς

μ
ε
ς

σ
τ
η

μ
α
σ
χ
ά
λ
η

ε
ρ
ε
ι
π
ι
ώ
ν
ε
ς

τ
ο
υ

μ
έ
λ
λ
ο
ν
τ
ο
ς

κ
α
ι

τ
η
ς

α
ρ
ά
χ
ν
η
ς
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
α

ν
υ
χ
τ
έ
ρ
ι
α

τ
'

α
τ
έ
λ
ε
ι
ω
τ
α

μ
έ
σ
α

σ
τ
α

σ
π
λ
ά
χ
ν
α

τ
ο

ρ
ο
λ
ό
ι

τ
ο

ά
υ
π
ν
ο

π
ο
υ

δ
ε

φ
ε
λ
ά
ε
ι
 
 
 
 
 
 
 

έ
ν
α

μ
α
ύ
ρ
ο

κ
ρ
ε
β
ά
τ
ι

π
ο
υ

ό
λ
ο

π
λ
έ
ε
ι

σ
τ
α

τ
ρ
α
χ
ι
ά

τ
α

π
α
ρ
ά
λ
ι
α

τ
ο
υ

Γ
α
λ
α
ξ
ί
α
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
Α

Κ
Α
Ρ
Α
Β
Ι
Α

τ
α

ό
ρ
θ
ι
α

μ
ε

τ
ο

μ
α
ύ
ρ
ο

π
ό
δ
ι

τ
α

κ
α
ρ
ά
β
ι
α

ο
ι

α
ί
γ
ε
ς

τ
ω
ν

Υ
π
ε
ρ
β
ο
ρ
ε
ί
ω
ν
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

κ
α
ρ
ά
β
ι
α

ο
ι

π
ε
σ
σ
ο
ί

τ
ο
υ

Π
ο
λ
ι
κ
ο
ύ

κ
α
ι

τ
ο
υ

Ύ
π
ν
ο
υ

τ
α

κ
α
ρ
ά
β
ι
α

ο
ι

Ν
ι
κ
ο
θ
ό
ε
ς
κ
ι

ο
ι

Ε
ύ
α
δ
ν
ε
ς
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
α

γ
ε
μ
ά
τ
α

β
ο
ρ
ι
ά
δ
ε
ς

κ
α
ι

φ
ο
υ
ν
τ
ο
ύ
κ
ι

τ
ο
υ

Ό
ρ
ο
υ
ς

τ
α

μ
υ
ρ
ί
ζ
ο
ν
τ
α
ς

μ
ο
ύ
ρ
γ
α

κ
α
ι

χ
α
ρ
ο
ύ
π
ι

α
ρ
χ
α
ί
ο
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

γ
ρ
α
μ
μ
έ
ν
α

σ
τ
η

μ
ά
σ
κ
α

τ
ο
υ
ς

κ
α
θ
ώ
ς

ο
ι

Α
γ
ί
ο
ι

τ
α

τ
η
ν

ί
δ
ι
α

σ
τ
ι
γ
μ
ή

λ
ο
ξ
ά

κ
α
ι

α
κ
ί
ν
η
τ
α
 
 
 
 
 
 
 

Α
γ
γ
έ
λ
ι
κ
α
,
ο

Π
ο
λ
ι
κ
ό
ς
,

ο
ι

Τ
ρ
ε
ι
ς

Ι
ε
ρ
ά
ρ
χ
α
ι

Α
τ
ρ
ό
μ
η
τ
ο
ς
,
η

Α
λ
κ
υ
ώ
ν
,

Ν
α
υ
κ
ρ
α
τ
ο
ύ
σ
α
 
 
 
 
 
 
 

τ
ο

Μ
α
ρ
ά
κ
ι
,
τ
ο

Έ
χ
ε
ι

Θ
ε
ό
ς
,

Ε
υ
α
γ
γ
ε
λ
ί
σ
τ
ρ
ι
α
 
 
 
 
 
 
 

Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο

κ
ύ
μ
α

π
ο
υ

α
γ
ρ
ι
ε
ύ
ε
ι

κ
α
ι

σ
η
κ
ώ
ν
ε
τ
α
ι

π
έ
ν
τ
ε

ο
ρ
γ
ι
έ
ς

ε
π
ά
ν
ω
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

χ
υ
μ
έ
ν
α

μ
α
λ
λ
ι
ά

σ
τ
ο

ό
ρ
ν
ε
ο

π
ο
υ

γ
υ
ρ
ί
ζ
ε
ι

κ
α
ι

χ
τ
υ
π
ι
έ
τ
α
ι

σ
τ
α

τ
ζ
ά
μ
ι
α

μ
ε

τ
η
ν

κ
α
τ
α
ι
γ
ί
δ
α
 
 
 
 
 
 
 
 

Μ
α
ρ
ί
ν
α

κ
α
θ
ώ
ς

π
ρ
ο
τ
ο
ύ

ν
α

υ
π
ά
ρ
ξ
ε
ι

μ
ε

τ
ο
υ

σ
κ
ύ
λ
ο
υ

τ
ο
κ
α
ύ
κ
α
λ
ο

κ
α
ι

τ
α

δ
α
ι
μ
ό
ν
ι
α
 
 
 
 
 
 
 

Μ
α
ρ
ί
ν
α

τ
ο

κ
έ
ρ
α
ς

τ
η
ς

Σ
ε
λ
ή
ν
η
ς

Μ
α
ρ
ί
ν
α

χ
α
λ
α
σ
μ
ό
ς

τ
ο
υ

κ
ό
σ
μ
ο
υ
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
α

μ
ο
υ
ρ
ά
γ
ι
α

ξ
ε
σ
κ
έ
π
α
σ
τ
α

σ
τ
η

σ
ο
ρ
ο
κ
ά
δ
α

π
α
π
ά
ς

τ
ω
ν

ν
ε
φ
ώ
ν

π
ο
υ

α
λ
λ
ά
ζ
ε
ι

γ
ν
ώ
μ
η
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

κ
α
η
μ
έ
ν
α

τ
α

σ
π
ί
τ
ι
α

π
ο
υ

τ
ο

έ
ν
α

σ
τ
ο

ά
λ
λ
ο

α
κ
ο
υ
μ
π
ο
ύ
ν
ε

γ
λ
υ
κ
ά

κ
α
ι

α
π
ο
κ
ο
ι
μ
ι
ο
ύ
ν
τ
α
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
η
ς

μ
ι
κ
ρ
ή
ς

β
ρ
ο
χ
ή
ς

τ
ο

λ
υ
π
η
μ
έ
ν
ο

π
ρ
ό
σ
ω
π
ο

π
α
ρ
θ
έ
ν
α

ε
λ
ι
ά

τ
ο

λ
ό
φ
ο

α
ν
η
φ
ο
ρ
ί
ζ
ο
ν
τ
α
ς
 
 
 
 
 
 
 

ο
ύ
τ
ε

μ
ι
α

φ
ω
ν
ή

σ
τ
α

κ
ο
υ
ρ
α
σ
μ
έ
ν
α
σ
ύ
ν
ν
ε
φ
α

τ
η
ς

π
ο
λ
ί
χ
ν
η
ς

τ
ο

σ
α
λ
ι
γ
κ
α
ρ
ά
κ
ι

π
ο
υ

έ
σ
π
α
σ
ε
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

π
ι
κ
ρ
ό
ς

κ
α
ι

μ
ό
ν
ο
ς

α
π
ό

π
ρ
ι
ν

χ
α
μ
έ
ν
ο
ς

ε
σ
ύ

ν
α

'
σ
α
ι
 
 
 
 
 
 
 

Π
ο
ι
η
τ
ή
ς

π
ο
υ

δ
ο
υ
λ
ε
ύ
ε
ι

τ
ο

μ
α
χ
α
ί
ρ
ι

σ
τ
ο

α
ν
ε
ξ
ί
τ
η
λ
ο

τ
ρ
ί
τ
ο

τ
ο
υ

χ
έ
ρ
ι
:
 
 
 
 
 
 
 
 

Ο
Τ
Ι

Α
Υ
Τ
Ο
Σ

Θ
ά
ν
α
τ
ο
ς

κ
α
ι

α
υ
τ
ό
ς

Ζ
ω
ή

Α
υ
τ
ό
ς

τ
ο

Α
π
ρ
ό
β
λ
ε
π
τ
ο

κ
α
ι

α
υ
τ
ό
ς

ο
ι

Θ
ε
σ
μ
ο
ί
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
υ
τ
ό
ς

ε
υ
θ
ε
ί
α

τ
ο
υ

φ
υ
τ
ο
ύ

τ
ο

σ
ώ
μ
α

τ
έ
μ
ν
ο
ν
τ
α
ς

Α
υ
τ
ό
ς

ε
σ
τ
ί
α
τ
ο
υ

φ
α
κ
ο
ύ

τ
ο

π
ν
ε
ύ
μ
α

κ
α
ί
γ
ο
ν
τ
α
ς
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
υ
τ
ό
ς

δ
ί
ψ
α

μ
ε
τ
ά

τ
η
ν

κ
ρ
ή
ν
η

Α
υ
τ
ό
ς

π
ό
λ
ε
μ
ο
ς

μ
ε
τ
ά

τ
η
ν

ε
ι
ρ
ή
ν
η
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
υ
τ
ό
ς

θ
ε
ω
ρ
ό
ς
τ
ω
ν

κ
υ
μ
ά
τ
ω
ν

Ί
ω
ν

Α
υ
τ
ό
ς

Π
υ
γ
μ
α
λ
ί
ω
ν

π
υ
ρ
ό
ς
κ
α
ι

τ
ε
ρ
ά
τ
ω
ν
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
υ
τ
ό
ς

θ
ρ
υ
α
λ
λ
ί
δ
α

π
ο
υ
α
π
ό

τ
α

χ
ε
ί
λ
η

α
ν
ά
β
ε
ι

Α
υ
τ
ό
ς

α
ό
ρ
α
τ
η

σ
ή
ρ
α
γ
γ
α

π
ο
υ

υ
π
ε
ρ
κ
ε
ρ
ά

τ
ο
ν

Ά
δ
η
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
υ
τ
ό
ς

Λ
η
σ
τ
ή
ς

τ
η
ς

η
δ
ο
ν
ή
ς

π
ο
υ

δ
ε

σ
τ
α
υ
ρ
ώ
ν
ε
τ
α
ι

Α
υ
τ
ό
ς

Ό
φ
ι
ς

π
ο
υ

μ
ε

τ
ο
ν

Σ
τ
ά
χ
υ

ε
ν
ώ
ν
ε
τ
α
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
υ
τ
ό
ς

τ
ο

σ
κ
ό
τ
ο
ς

κ
α
ι

α
υ
τ
ό
ς

ό
μ
ο
ρ
φ
η

α
φ
ρ
ο
σ
ύ
ν
η

Α
υ
τ
ό
ς

τ
ω
ν

ό
μ
β
ρ
ω
ν

τ
ο
υ

φ
ω
τ
ό
ς

ε
α
ρ
ο
σ
ύ
ν
η
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο

γ
ύ
ρ
ι
σ
μ
α

τ
ο
υ

λ
ύ
κ
ο
υ

σ
τ
ο

ρ
ύ
γ
χ
ο
ς

τ
ο
υ

α
ν
θ
ρ
ώ
π
ο
υ

κ
α
ι

α
υ
τ
ό

σ
τ
ο
υ

α
γ
γ
έ
λ
ο
υ
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

ε
ν
ν
έ
α

σ
κ
α
λ
ι
ά

π
ο
υ

α
ν
έ
β
η
κ
ε

Π
λ
ω
τ
ί
ν
ο
ς
τ
ο

χ
ά
σ
μ
α

τ
ο
υ

σ
ε
ι
σ
μ
ο
ύ

π
ο
υ

ε
γ
ι
ό
μ
ι
σ
ε

ά
ν
θ
η
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
ο

λ
ι
γ
ά
κ
ι

π
ο
υ

α
γ
γ
ί
ζ
ο
ν
τ
α
ς

α
φ
ή
ν
ε
ι

γ
λ
ά
ρ
ο
ς

κ
α
ι

φ
ω
τ
ί
ζ
ε
ι

τ
α

β
ό
τ
σ
α
λ
α

σ
α
ν

α
θ
ω
ό
τ
η
ς
 
 
 
 
 
 
 

γ
ρ
α
μ
μ
ή

π
ο
υ

χ
α
ρ
ά
ζ
ε
τ
α
ι

μ
ε
ς

σ
τ
η
ν

ψ
υ
χ
ή

σ
ο
υ

κ
α
ι

τ
ο

π
έ
ν
θ
ο
ς

μ
η
ν
ά

τ
ο
υ

Π
α
ρ
α
δ
ε
ί
σ
ο
υ
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο

π
ρ
ι
ν

τ
η
ς

ο
π
τ
α
σ
ί
α
ς

α
χ
ε
ρ
ο
ύ
σ
ι
ο

σ
ά
λ
π
ι
σ
μ
α

κ
α
ι

π
ύ
ρ
ι
ν
η

ώ
χ
ρ
α
 
 
 
 
 
 
 

τ
ο

κ
α
ι
ο
ύ
μ
ε
ν
ο

π
ο
ί
η
μ
α

κ
α
ι

η
χ
ε
ί
ο

θ
α
ν
ά
τ
ο
υ

ο
ι

δ
ο
ρ
ύ
α
ι
χ
μ
ε
ς

λ
έ
ξ
ε
ι
ς

κ
α
ι

α
υ
τ
ο
κ
τ
ό
ν
ε
ς
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
ο

ε
ν
δ
ό
μ
υ
χ
ο

φ
ω
ς

π
ο
υ

α
σ
π
ρ
ο
γ
α
λ
ι
ά
ζ
ε
ι

κ
α
τ
'

ε
ι
κ
ό
ν
α

κ
α
ι

ο
μ
ο
ί
ω
σ
η

τ
ο
υ

α
π
ε
ί
ρ
ο
υ
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

χ
ω
ρ
ί
ς

ε
κ
μ
α
γ
ε
ί
ο

β
ο
υ
ν
ά

π
ο
υ

β
γ
ά
ζ
ο
υ
ν

α
π
α
ρ
ά
λ
λ
α
χ
τ
ε
ς

ό
ψ
ε
ι
ς

τ
ο
υ

α
ι
ω
ν
ί
ο
υ
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
Α

Β
Ο
Υ
Ν
Α

μ
ε

τ
η
ν

ο
ί
η
σ
η
τ
ω
ν

ε
ρ
ε
ι
π
ί
ω
ν

τ
α

β
ο
υ
ν
ά

τ
α

β
α
ρ
ύ
θ
υ
μ
α

τ
α

μ
α
σ
τ
ο
φ
ό
ρ
α
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

β
ο
υ
ν
ά

τ
α

σ
α
ν

ύ
φ
α
λ
α

μ
ι
α
ς

ο
π
τ
α
σ
ί
α
ς

τ
α

κ
λ
ε
ι
σ
μ
έ
ν
α

ο
λ
ο
ύ
θ
ε

κ
α
ι

τ
α

σ
α
ρ
α
ν
τ
ά
π
ο
ρ
α
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
α

γ
ε
μ
ά
τ
α

ψ
ι
λ
ό
β
ρ
ο
χ
ο

σ
α
ν

μ
ο
ν
α
σ
τ
ή
ρ
ι
α

τ
α

χ
ω
μ
έ
ν
α

σ
τ
ο

π
ο
ύ
σ
ι

τ
ω
ν

π
ρ
ο
β
ά
τ
ω
ν
 
 
 
 
 
 
 

τ
α

ή
ρ
ε
μ
α

π
η
γ
α
ί
ν
ο
ν
τ
α
ς

κ
α
θ
ώ
ς

β
ο
υ
κ
ό
λ
ο
ι
μ
ε

τ
ο

μ
α
ύ
ρ
ο

ζ
ι
μ
π
ο
ύ
ν
ι

κ
α
ι

μ
ε

τ
ο

π
α
ν
ω
μ
ά
ν
τ
ι
λ
ο
 
 
 
 
 
 
 

Π
ί
ν
δ
ο
ς
,

Ρ
ο
δ
ό
π
η
,

Π
α
ρ
ν
α
σ
σ
ό
ς

ο
Ό
λ
υ
μ
π
ο
ς
,

Τ
υ
μ
φ
ρ
η
σ
τ
ό
ς
,

Τ
α
ΰ
γ
ε
τ
ο
ς

 
 
 
 
 
 
 
η

Δ
ί
ρ
φ
υ
ς
,

Ά
θ
ω
ς
,

Α
ί
ν
ο
ς
 
 
 
 
 
 
 
Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο

δ
ι
ά
σ
ε
λ
ο

π
ο
υ

α
ν
ο
ί
γ
ε
ι

α
ι
ω
ν
ί
ο
υ

γ
α
λ
ά
ζ
ι
ο
υ
ο
δ
ό

σ
τ
α

ν
έ
φ
η
 
 
 
 
 
 
 

μ
ι
α

φ
ω
ν
ή

π
ο
υ

π
α
ρ
ά
π
ε
σ
ε
μ
ε
ς

σ
τ
η
ν

κ
ο
ι
λ
ά
δ
α

μ
ι
α

η
χ
ώ

π
ο
υ

σ
α
ν

β
ά
λ
σ
α
μ
ο

τ
η
ν

ή
π
ι
ε

μ
έ
ρ
α
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
ω
ν

β
ο
δ
ι
ώ
ν

π
ρ
ο
σ
π
ά
θ
ε
ι
α

π
ο
υ

σ
έ
ρ
ν
ο
υ
ν

τ
ο
υ
ς

β
α
ρ
ι
ο
ύ
ς

ε
λ
α
ι
ώ
ν
ε
ς

π
ρ
ο
ς

τ
η

δ
ύ
σ
η
 
 
 
 
 
 
 

κ
α
π
ν
ό
ς

α
τ
ά
ρ
α
χ
ο
ς

π
ο
υ

π
ά
ε
ι

τ
ω
ν

α
ν
θ
ρ
ώ
π
ω
ν

τ
α

έ
ρ
γ
α

ν
α

δ
ι
α
λ
ύ
σ
ε
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο

π
έ
ρ
α
σ
μ
α

τ
ο
υ

λ
ύ
χ
ν
ο
υ

τ
ο

γ
ε
μ
ά
τ
ο

χ
α
λ
ά
σ
μ
α
τ
α

κ
α
ι

μ
α
ύ
ρ
ο
υ
ς

ί
σ
κ
ι
ο
υ
ς
 
 
 
 
 
 
 

η
σ
ε
λ
ί
δ
α

π
ο
υ

γ
ρ
ά
φ
τ
η
κ
ε

κ
ά
τ
ω

α
π
'

τ
ο

χ
ώ
μ
α

τ
ο

τ
ρ
α
γ
ο
ύ
δ
ι

π
ο
υ

ε
ί
π
ε

Λ
υ
γ
ε
ρ
ή

σ
τ
ο
ν

Ά
δ
η
 
 
 
 
 
 
 
 
Τ
α

ξ
υ
λ
ό
γ
λ
υ
π
τ
α

τ
έ
ρ
α
τ
α

π
ά
ν
ω

σ
τ
ο

τ
έ
μ
π
λ
ο

ο
ι

α
ρ
χ
α
ί
ε
ς

ο
ι

λ
ε
ύ
κ
ε
ς

ο
ι

ι
χ
θ
υ
ο
φ
ό
ρ
ε
ς
 
 
 
 
 
 
 

ο
ι

ε
ρ
ά
σ
μ
ι
ε
ς

Κ
ό
ρ
ε
ς

μ
ε

τ
ο

π
έ
τ
ρ
ι
ν
ο

χ
έ
ρ
ι

λ
α
ι
μ
ό
ς
τ
η
ς

Ε
λ
έ
ν
η
ς

ω
σ
ά
ν

π
α
ρ
α
λ
ί
α
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
'
Α
Σ
Τ
Ε
Ρ
Ο
Ε
Ν
Τ
Α

δ
έ
ν
τ
ρ
α

μ
ε

τ
η
ν

ε
υ
δ
ο
κ
ί
α

π
α
ρ
α
σ
η
μ
α
ν
τ
ι
κ
ή
ε
ν
ό
ς

ά
λ
λ
ο
υ

κ
ό
σ
μ
ο
υ
 
 
 
 
 
 
 

π
α
λ
ι
ά

δ
ο
ξ
α
σ
ί
α

ό
τ
ι

π
ά
ν
τ
α

υ
π
ά
ρ
χ
ε
ι

τ
ο

π
ο
λ
ύ

σ
ι
μ
ά

κ
α
ι

ό
μ
ω
ς

α
ό
ρ
α
τ
ο
 
 
 
 
 
 
 
 

σ
κ
ι
ά

π
ο
υ

τ
α

γ
έ
ρ
ν
ε
ι

μ
ε

τ
ο

π
λ
ά
ι
σ
τ
ο

χ
ώ
μ
α

έ
ν
α

κ
ά
τ
ι

τ
ο
υ

κ
ί
τ
ρ
ι
ν
ο
υ

σ
τ
η

θ
ύ
μ
η
σ
η
τ
ο
υ
ς
 
 
 
 
 
 
 

α
ρ
χ
α
ί
α

τ
ο
υ
ς

ό
ρ
χ
η
σ
η

π
ά
ν
ω

α
π
'
τ
ο
υ
ς

τ
ά
φ
ο
υ
ς

σ
ο
φ
ί
α

τ
ο
υ
ς

α
δ
ι
α
τ
ί
μ
η
τ
η
 
 
 
 
 
 
 

Ε
λ
ι
ά
,

Ρ
ο
δ
ι
ά
,

Ρ
ο
δ
α
κ
ι
ν
ι
ά

τ
ο

Π
ε
ύ
κ
ο
,
η

Λ
ε
ύ
κ
α
,

Π
λ
ά
τ
α
ν
ο
ς

 
 
 
 
 
 
 

Δ
ρ
υ
ς
,

Ο
ξ
ι
ά
,

τ
ο

Κ
υ
π
α
ρ
ί
σ
σ
ι
 
 
 
 
 
 
 

Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι

τ
ο

α
ν
α
ί
τ
ι
ο

δ
ά
κ
ρ
υ

α
ν
α
τ
έ
λ
λ
ο
ν
τ
α
ς

α
ρ
γ
ά

σ
τ
α

ω
ρ
α
ί
α

μ
ά
τ
ι
α
 
 
 
 
 
 
 

τ
ω
ν

π
α
ι
δ
ι
ώ
ν

π
ο
υ

κ
ρ
α
τ
ι
ο
ύ
ν
τ
α
ι

χ
έ
ρ
ι
χ
έ
ρ
ι

τ
ω
ν

π
α
ι
δ
ι
ώ
ν

π
ο
υ

κ
ο
ι
τ
ά
ζ
ο
υ
ν
τ
α
ι

κ
α
ι

δ
ε
μ
ι
λ
ι
ο
ύ
ν
τ
α
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
ω
ν

ε
ρ
ώ
τ
ω
ν

τ
ο

τ
ρ
α
ύ
λ
ι
σ
μ
α
π
ά
ν
ω

σ
τ
α

β
ρ
ά
χ
ι
α

έ
ν
α
ς

φ
ά
ρ
ο
ς

π
ο
υ

ε
κ
τ
ό
ν
ω
σ
ε
ν
α
ι
ώ
ν
ω
ν

θ
λ
ί
ψ
η
 
 
 
 
 
 
 

τ
ο

τ
ρ
ι
ζ
ό
ν
ι

τ
ο

ε
π
ί
μ
ο
ν
ο
κ
α
θ
ώ
ς

τ
ύ
ψ
η

κ
α
ι

τ
ο

μ
ά
λ
λ
ι
ν
ο

έ
ρ
η
μ
ο

μ
έ
σ
α

σ
τ
'
α
γ
ι
ά
ζ
ι
 
 
 
 
 
 
 
 

σ
τ
υ
φ
ό
ς

μ
ε
ς

σ
τ
α

δ
ό
ν
τ
ι
α

ε
π
ί
ο
ρ
κ
ο
ς

δ
υ
ό
σ
μ
ο
ς

δ
ύ
ο

χ
ε
ί
λ
η

π
ο
υ

α
δ
ύ
ν
α
τ
ο

ν
α

σ
τ
έ
ρ
ξ
ο
υ
ν

κ
α
ι

ό
μ
ω
ς
 
 
 
 
 
 
 

τ
ο

«
α
ν
τ
ί
ο
»

σ
τ
α

τ
σ
ί
ν
ο
ρ
α

π
ο
υ

λ
ί
γ
ο

λ
ά
μ
π
ε
ι

κ
α
ι

μ
ε
τ
ά

γ
ι
α

π
ά
ν
τ
ο
τ
ε

θ
ο
λ
ό
ς

κ
ό
σ
μ
ο
ς
 
 
 
 
 
 
 
 

Τ
ο

α
ρ
γ
ό

κ
α
ι

β
α
ρ
ύ

τ
ω
ν

κ
α
τ
α
ι
γ
ί
δ
ω
ν

ό
ρ
γ
α
ν
ο

σ
τ
η
ν

κ
α
τ
α
σ
τ
ρ
α
μ
μ
έ
ν
η

τ
ο
υ

φ
ω
ν
ή

Η
ρ
ά
κ
λ
ε
ι
τ
ο
ς
 
 
 
 
 
 
 

τ
ω
ν

φ
ο
ν
ι
ά
δ
ω
ν

η
ά
λ
λ
η

π
λ
ε
υ
ρ
ά

α
θ
έ
α
τ
η

τ
ο

μ
ι
κ
ρ
ό

«
γ
ι
α
τ
ί
»

π
ο
υ
έ
μ
ε
ι
ν
ε

α
ν
α
π
ά
ν
τ
η
τ
ο
 
 
 
 
 
 
 
 

Α
Ξ
Ι
Ο
Ν

Ε
Σ
Τ
Ι
 

τ
ο

χ
έ
ρ
ι

π
ο
υ

ε
π
ι
σ
τ
ρ
έ
φ
ε
ι

α
π
ό

φ
ό
ν
ο

φ
ρ
ι
χ
τ
ό
ν

κ
α
ι

τ
ώ
ρ
α

ξ
έ
ρ
ε
ι
 
 
 
 
 
 
 

π
ο
ι
ο
ς

α
λ
ή
θ
ε
ι
α

κ
ό
σ
μ
ο
ς

π
ο
υ

υ
π
ε
ρ
έ
χ
ε
ι

π
ο
ι
ο

τ
ο

«
ν
υ
ν
»

κ
α
ι

π
ο
ι
ο

τ
ο

«
α
ι
έ
ν
»

τ
ο
υ

κ
ό
σ
μ
ο
υ
:
 
 
 
 
 
 
 
 
Ν
Υ
Ν

τ
ο

α
γ
ρ
ί
μ
ι

τ
η
ς

μ
υ
ρ
τ
ι
ά
ς

Ν
υ
ν

κ
ρ
α
υ
γ
ή

τ
ο
υ

Μ
ά
η

Α
Ι
Ε
Ν

ά
κ
ρ
α

σ
υ
ν
ε
ί
δ
η
σ
η

Α
ι
έ
ν

π
λ
η
σ
ι
φ
ά
η
 
 
 
 
 
 
 
 

Ν
υ
ν

ν
υ
ν

π
α
ρ
α
ί
σ
θ
η
σ
η

κ
α
ι

τ
ο
υ

ύ
π
ν
ο
υ

μ
ι
μ
ι
κ
ή

Α
ι
έ
ν

α
ι
έ
ν

ο
λ
ό
γ
ο
ς

κ
α
ι

Τ
ρ
ό
π
ι
ς

α
σ
τ
ρ
ι
κ
ή
 
 
 
 
 
 
 
 

Ν
υ
ν

τ
ω
ν

λ
ε
π
ι
δ
ο
π
τ
έ
ρ
ω
ν

τ
ο

ν
έ
φ
ο
ς

τ
ο

κ
ι
ν
ο
ύ
μ
ε
ν
ο

Α
ι
έ
ν

τ
ω
ν

μ
υ
σ
τ
η
ρ
ί
ω
ν

τ
ο

φ
ω
ς

τ
ο

π
ε
ρ
ι
ι
π
τ
ά
μ
ε
ν
ο
 
 
 
 
 
 
 
 

Ν
υ
ν

τ
ο

π
ε
ρ
ί
β
λ
η
μ
α

τ
η
ς

Γ
η
ς

κ
α
ι

Ε
ξ
ο
υ
σ
ί
α
Α
ι
έ
ν

β
ρ
ώ
σ
η

τ
η
ς

Ψ
υ
χ
ή
ς

κ
α
ι

π
ε
μ
π
τ
ο
υ
σ
ί
α
 
 
 
 
 
 
 
 

Ν
υ
ν

τ
η
ς

Σ
ε
λ
ή
ν
η
ς

τ
ο

μ
ε
λ
ά
γ
χ
ρ
ω
μ
α

τ
ο

α
ν
ί
α
τ
ο

Α
ι
έ
ν

τ
ο

χ
ρ
υ
σ
ο
κ
ύ
α
ν
ο

τ
ο
υ

Γ
α
λ
α
ξ
ί
α

σ
ε
λ
ά
γ
ι
σ
μ
α
 
 
 
 
 
 
 
 

Ν
υ
ν

τ
ω
ν

λ
α
ώ
ν

τ
ο

α
μ
ά
λ
γ
α
μ
α

κ
α
ι

ο
μ
α
ύ
ρ
ο
ς

Α
ρ
ι
θ
μ
ό
ς

Α
ι
έ
ν

τ
η
ς

Δ
ί
κ
η
ς

τ
ο

ά
γ
α
λ
μ
α

κ
α
ι

μ
έ
γ
α
ς

Ο
φ
θ
α
λ
μ
ό
ς
 
 
 
 
 
 
 
 

Ν
υ
ν

τ
α
π
ε
ί
ν
ω
σ
η

τ
ω
ν

Θ
ε
ώ
ν

Ν
υ
ν

σ
π
ο
δ
ό
ς

τ
ο
υ

Ά
ν
θ
ρ
ω
π
ο
υ

Ν
υ
ν

Ν
υ
ν

τ
ο

μ
η
δ
έ
ν
 
 
 
 
 
 
 
 

κ
α
ι

Α
ι
έ
ν

κ
ό
σ
μ
ο
ς

μ
ι
κ
ρ
ό
ς
,

Μ
έ
γ
α
ς
!

You might also like