Professional Documents
Culture Documents
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ
Αθανασία Συκιώτου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σκοποί:
Μέθοδοι έρευνας:
Η ανακριτική χρησιμοποιεί μεθόδους κοινές με όλους τους
επιστημονικούς κλάδους. Οι πιο συχνές μέθοδοι είναι:
• Πειράματα (για ίχνη, πειστήρια, alcotest)
• Μετρήσεις (υποδεκάμετρο και μετροταινία για τόπο εγκλήματος,
τροχαία, κλπ) και μαθηματικά που καθιερώθηκαν ως μέθοδος
ανακριτικής έρευνας, αφού σ’αυτά στηρίζεται και η στατιστική
• Μελέτη + ανάλυση ατομικών περιπτώσεων (case study) που
οδηγεί στο αξίωμα κανένα έγκλημα χωρίς ίχνη (keine Tat ohne
Spur)
• Μελέτη δικαστικών πλανών (οδηγούν σε χρήσιμα συμπεράσματα,
όπως Dreyfus, Boussinière: λανθασμένες γραφολογικές
πραγματογνωμοσύνες- Beck: εσφαλμένη αναγνώριση του υπόπτου
από τους μάρτυρες)
• Βιογραφίες αστυνομικών + μελέτες οργάνωσης/λειτουργίας
αστυνομιών.
• Στατιστική (κατάταξη εγκλημάτων στο αρχείο modus operandi,
συχνότητα του κάθε τύπου δακτυλικών αποτυπωμάτων σε
συγκεκριμένο πληθυσμό)
Διαμόρφωση, Ονομασία
Η ονομασία Kriminalistik οφείλεται στον Gross. Από τον Γιώτη
αποδόθηκε με τον όρο Ανακριτική. Η διόγκωση των επιστημονικών
γνώσεων στα θέματα της ανακριτικής και ο αυξανόμενος ρόλος
του εργαστηρίου στην ανάκριση του εγκλήματος είχαν ως συνέπεια
η πρακτική της άσκηση να περιέλθει σχεδόν αποκλειστικά στα
χέρια ερευνητών με ιδιότητα αστυνομικών οργάνων. Δόθηκαν
ονομασίες που τόνιζαν το στοιχείο αυτό (police science, police
technique). Ορολογική σύγχυση που βάζει σε τάξη ο Franssen που
διατηρεί τον όρο και θεωρεί ως ουσιώδεις κλάδους της : α) την
τεχνική αστυνομία (υπάγονται η τεχνική και η τακτική της
ανακριτικής έρευνας) και β) η επιστημονική αστυνομία (police
scientifique) (επεξεργασία στοιχείων που συγκεντρώνει η τεχνική
αστυνομία. Ο Γαρδίκας υιοθετεί τον όρο Αστυνομική (: Β’ τόμος
Εγκληματολογίας).
Στη διαμόρφωση της Ανακριτικής σε αυτοτελή επιστημονικό κλάδο
βοήθησε σημαντικά η ίδρυση και οργάνωση ειδικών Ινστιτούτων
Ανακριτικής.
Δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης θεωρητική κατάρτιση ούτε σωστή
πρακτική άσκηση χωρίς ικανοποιητική γνώση της θεωρητικής
εγκληματολογίας. Το γεγονός ότι αντικείμενο της ανακριτικής
είναι η εξακρίβωση της ταυτότητας του εγκληματία (που σε μεγάλο
βαθμό εξαρτάται από την αξιολόγηση των κινήτρων, γνώση της
αντίδρασής του σε εξωτερικά ερεθίσματα που οδηγεί στο έγκλημα,
τη σωστή εκτίμηση του τρόπου δράσης), καθιστά αναγκαία τη
γνώση της Εγκληματολογικής Ψυχολογίας.
Απαραίτητη η γνώση και άλλων κλάδων όπως δικαστική ιατρική,
μηχανική, γραφολογία, παλαμοδακτυλοσκοπία.
Ne bis in idem
Πέρα από τη διάταξη αυτή δεν υπάρχει ούτε στο Σύνταγμα αλλά
ούτε και στον ΚΠοινΔικ ρητή αναφορά στο τεκμήριο της
αθωότητας. Πρόκειται για θεμελιώδη εγγύηση που ανάγεται σε
δικαίωμα (στο άρθ.6 παρ.2 της ΕΣΔΑ και στο Άρθ.48 παρ.1 ΧΘΔ δεν
γίνεται λόγος για δικαίωμα, όπως αντίθετα στο άρθ.11 Παγκ. Διακ.
Δικ. Ανθρ. Και 14 παρ.2 του ΔΣΑΠΔ- για τους ανηλίκους το τεκμήριο
κατοχυρώνεται από το άρθ.40 Σύμβασης για τα Δικαιώματα του
Παιδιού). Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) ήταν το μόνο
συνταγματικό κείμενο που κατοχύρωσε ρητά υπέρ του
κατηγορουμένου (άρ.15) παρόμοιο τεκμήριο (αντίθετα από
συνταγματικά κείμενα άλλων χωρών. Διεθνώς μόνο 70 περίπου
χώρες περιλαμβάνουν το τεκμήριο ως δικαίωμα στο Σύνταγμά
τους).
Κατά Αλεξιάδη: δικαίωμα και όχι γενική αρχή του δικαίου (κίνδυνος
παραβίασης χωρίς συνέπειες - μόνο κατ’εξαίρεση).
Αποτελούν 3 ενότητες:
-Απαγόρευση βασανιστηρίων:
Η απαγόρευση χρήσης βασανιστηρίων εντάσσεται στις
αποδεικτικές απαγορεύσεις και μάλιστα αποτελεί μία απόλυτα
απαγόρευση λόγω της σαφούς καθιέρωσης της τόσο σε εθνικό όσο
και σε διεθνές επίπεδο. Με τον όρο «βασανιστήρια» δηλώνεται η
επιβολή σωματικού ή και ψυχικού πόνου με πράξη ή
παράλειψη των αρχών αποσκοπώντας στην απόσπαση
ομολογίας, κατάθεσης ή πληροφοριών ή απλά στον
εξευτελισμό του θύματος. Ως πόνος θεωρείται κάθε έντονο ή
δυσάρεστο συναίσθημα και διακρίνεται σε ψυχικό ή σωματικό. Ο
σωματικός πόνος σε αντίθεση με τον ψυχικό αποτελεί πάντοτε
βασανιστήριο. Για τον ψυχικό απαιτούνται δύο επιπρόσθετα
στοιχεία: η επιδίωξη υποταγής της θέλησης ή ο εξευτελισμός του
βασανιζομένου.
Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι υπάρχει προσβολή του τεκμηρίου γιατί με
τη χρήση βασανιστηρίων το βασανιζόμενο άτομο δεν
αντιμετωπίζεται ως άνθρωπος, πολλώ δε μάλλον ως αθώος. Η
νομολογία του ΕΔΔΑ στο ζήτημα των βασανισμών είναι ιδιαίτερα
πλούσια παρόλο που δεν το συνδέει πάντοτε με τη δίκαιη δίκη ή με
το τεκμήριο της αθωότητας, αλλά απευθείας κάνει λόγο για
παραβίαση του άρθ. 3 της ΕΣΔΑ. Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός
καταδικών από πλευράς ΕΔΔΑ αφορούν την Τουρκία και τη
μεταχείριση που επιφυλάσσουν τα διωκτικά της όργανα στους
Τούρκους πολίτες κουρδικής καταγωγής. Έτσι, στην απόφαση
Aydin κατά Τουρκίας (22-09-97) το ΕΔΔΑ καταρχήν επανέλαβε
τη θέση του ότι το άρθ. 3 της Σύμβασης αποτελεί μία από τις
θεμελιώδεις αρχές μια δημοκρατικής κοινωνίας και ως τέτοια
απαγορεύει κατά τρόπο απόλυτο τα βασανιστήρια και κάθε
απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία ακόμη
και σε περίπτωση επιτακτικού κινδύνου για τη ζωή ή το
έθνος ή οποιασδήποτε υπόνοιας για συμμετοχή προσώπου
σε τρομοκρατικές ή άλλες εγκληματικές δραστηριότητες.
Προκειμένου μάλιστα, το ΕΔΔΑ να διαφοροποιήσει την έννοια των
βασανιστηρίων από αυτής της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής
συμπεριφοράς, τονίζει ότι ο όρος βασανιστήριο αναφέρεται μόνο
στις περιπτώσεις εσκεμμένης απάνθρωπης μεταχείρισης που
προκαλούν σοβαρό και βασανιστικό πόνο. Εν προκειμένω, το
Δικαστήριο έκρινε ότι το μαστίγωμα της προσφεύγουσας από
κρατικό όργανο συνιστούσε βασανιστήριο καθώς αποτελεί έναν
αποτροπιαστικό τρόπο κακομεταχείρησης που δίνει την ευκαιρία
στον βασανιστή να εκμεταλλευτεί την αδυναμία αντίστασης και
την ευπάθεια του θύματος και αφήνει στο θύμα βαθιά ψυχολογικά
τραύματα.
[1] Στην υπόθεση αυτή οι προσφεύγοντες Κουρδικής καταγωγής παραπονέθηκαν ότι έγινε αλλαγή του
κατηγορητηρίου στην τελευταία συνεδρίαση της δίκης και δεν μπόρεσαν να προετοιμάσουν εγκαίρως
την υπεράσπισή τους. Αρχικά είχαν κατηγορηθεί για αποσχιστική δραστηριότητα και προσβολή του
πολιτεύματος, ενώ την ημέρα που θα έβγαινε η απόφαση προστέθηκε και συμμετοχή σε παράνομη
ένοπλη οργάνωση. Το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθ.6 παρ.3 β της ΕΣΔΑ.
[2] Allan κατά Ην. Βασιλείου (05-02-03), http://cmiskp.echr.coe.int
[3] Μαμιδάκης κατά Ελλάδος (11-01-07), ΠοινΔικ 2007, σελ. 855, με παρατηρήσεις Σ. Τρεκλή
[4] Διαμαντίδης κατά Ελλάδος (19-02-05), ΕΕυρΔ 2006, σελ. 572.
[5] Minelli κατά της Ελβετίας (25-03-83), Daktaras κατά της Λιθουανίας (17-01-01), Υ.Β. κ.λ.π. κατά
της Τουρκίας (28-10-2004), http://cmiskp.echr.coe.int
[6] Μπέκος και Κουτρόπουλος κατά Ελλάδος (13-12-05), www.nsk.gr
[7] Εννοεί «μαγνητοσκόπηση».
[8] Nerattini κατά Ελλάδος (18-12-08), www.nsk.gr
[9] Englert κατά Γερμανίας (25-08-87), ΕΕΕυρΔ 1990, σ. 445
[10] Το ΕΔΔΑ βέβαια αναφερεται στο βάρος απόδειξης που φέρει ο Εισαγγελέας επηρεασμένο όμως
από άλλες έννομες τάξεις και όχι την ελληνική (Βλ. Βarberà, Μessegué and Jabardo v. Spain (06-12-
88), http://cmiskp.echr.coe.int).
[11] ΑΠ (Συμβ) 1018/2000, ΠΧ ΝΑ/2001, σελ. 248 με παρατηρήσεις Θ. Σαμίου και ΠοινΔικ 2000
σελ. 1204 με παρατηρήσεις Δ. Ζημιανίτη. Την ίδια άποψη περί μη αναγκαιότητας του ειδικότερου
καθορισμού της έλλειψης αιτιολογίας διατύπωσε ο ΑΠ και στην 87/2001, ΠοινΛογ 2001, σελ. 112
[12] Η διατύπωση του άρθρου σχετικά με τον κίνδυνο τέλεσης νέων εγκλημάτων πριν την τελευταία
νομοθετική μεταβολή (που αφορούσε όλα τα κακουργήματα) είχε ως εξής: «ή κρίνεται αιτιολογημένα
ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από ειδικά μνημονευόμενα περιστατικά της
προηγούμενης ζωής του ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία
κατηγορείται, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα».
[13] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3811/2009, όπου τονίζονται – πλην της αρχής της αναγκαιότητας
– και οι ακόλουθες τρεις αρχές, υπό το φως των οποίων έγιναν οι τροποποιήσεις του άρθρου 282 ΚΠΔ:
α) η αρχή της απαγόρευσης του υπέρμετρου, β) η αρχή της αναγκαίας αναλογίας και γ) η αρχή του
προσήκοντος βαθμού υπονοιών ή ισχύος των ενδείξεων.
[14] Μαγγαφίνης κατά Ελλάδας (22-04-10), Στεφάνου κατά Ελλάδας (22-04-2010), Σαραντίδης κατά
Ελλάδας (22-04-2010), Τρίτσης κατά Ελλάδας (10-06-2010), Φίλης ΙΙ κατά Ελλάδας (27-06-97),
Παπαγεωργίου κατά Ελλάδας (22-10-97), Πασχαλίδης κλπ κατά Ελλάδας (19-03-97), Σταμουλακάτος
ΙΙ κατά Ελλάδας (26-11-97), Κοσμόπολις Α.Ε. κατά Ελλάδας (29-03-01), Portington κατά Ελλάδας
(23-09-98), Ζαρμακούπης και Σακελλαρόπουλος κατά Ελλάδας (19-10-00), Αρβελάκης κατά Ελλάδας
(12-04-01), Οικονομίτσιος κατά Ελλάδας (19-10-00), Καραγιάννης κατά Ελλάδας (16-01-03), κ.ά.
---------------------------
3) Αστυνομία:
• Τμήμα Αρχείων
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
1. Ανάγκη διεθνούς συνεργασία και προσπάθειες για
πραγματοποίησή της
Κύριοι φορείς της διεθνούς συνεργασίας στο χώρο της δίωξης και
ανάκρισης των εγκλημάτων παραμένουν οι διεθνείς αστυνομίες:
INTERPOL και στο χώρο της ΕΕ η Europol και Eurojust.
Χαρακτηριστικά:
Άλλα χαρακτηριστικά:
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000 η συνεργασία για την
καταπολέμηση σοβαρών μορφών διεθνούς εγκληματικότητας
γινόταν με ακόλουθες συμβάσεις:
- Ευρωπαϊκή Σύμβαση Αμοιβαίας Δικαστικής Συνδρομής του ΣτΕ,
1959
- Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν, 1990
- Σύμβαση για Έκδοση μεταξύ των κρατών μελών ΕΕ, Δουβλίνο,
1996 (Ν.2718/1999)
- Σύμβαση για την Απλουστευμένη Διαδικασία Έκδοσης μεταξύ
των κρατών μελών ΕΕ, Βρυξέλλες 1995 (Ν. 2787/2000)
- Σύμβαση για την Αμοιβαία Δικαστική Συνδρομή επί Ποινικών
υποθέσεων μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου, 2000.
Ωστόσο στη Διάσκεψη κορυφής του Τάμπερε, Φινλανδία, 15-
16/10/1999, διαπιστώθηκε η ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης
δικαστικής συνεργασίας για την καταπολέμηση του διεθνούς
οργανωμένου εγκλήματος, γι’αυτό αποφασίστηκε η ίδρυση μιας
Μονάδας Ευρωπαϊκής Δικαστικής Συνεργασίας (Eurojust) που θα
λειτουργεί παράλληλα με την Europol.
Η Eurojust (με έδρα τη Χάγη) συγκροτήθηκε με την απόφαση του
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2002/187/ΔΕΥ της 28.2.2002
(ΕΕ L 63/1 της 6.3.2002) από εθνικούς εκπροσώπους δικαστές,
εισαγγελείς, αξιωματικούς της αστυνομίας (βλ. Ν. 3663/2008 -
ΦΕΚ 99/Α'/28.5.2008) με στόχο την πάταξη όλων των μορφών
εγκληματικότητας που εμπίπτουν στο πεδίο της Europol, αλλά και:
- εγκλήματα στον τομέα της πληροφορικής
- απάτη και δωροδοκία + άλλα οικονομικά εγκλήματα κατά των
συμφερόντων της ΕΕ
- ξέπλυμα προϊόντων εγκλήματος
- εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος
- συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση που αναπτύσσει εγκλημ.
δραστηριότητα σε έδαφος άλλου κράτους μέλους
- και συναφή με τα παραπάνω
- σε άλλες πέραν των αναφερομένων μπορεί να συνδράμει
συμπληρωματικά σε ανακριτικές πράξεις κατόπιν αιτήσεως.
-Σύμβαση ΟΗΕ για τα ναρκωτικά (Βιέννη 1988, Ν.1990/1991) που αναφέρεται στις
ακόλουθες μορφές διεθνούς συνεργασίας:
Α. Αμοιβαία δικαστική συνδρομή με αντικείμενο λήψη αποδεικτικών
στοιχείων, καταθέσεων, κλπ.
ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
1. Ενδείξεις
2. Ομολογία
3. Πραγματογνωμοσύνη
4. Αυτοψία
5. Μάρτυρες
6. Εγγραφα
και οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο που έχει τα
χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν ή οποιαδήποτε διαδικασία
παρ’όλο που ενδέχεται να μην απαριθμούνται στο άρθ.178ΚΠΔ πχ.,
η έρευνα (δεδομένου ότι συντάσσεται έκθεση που έχει αποδεικτική
δύναμη). Κατά το άρθ.179ΚΠΔ στην ποινική δίκη επιτρέπεται κάθε
είδος αποδεικτικού μέσου (αρκεί να είναι βέβαια νόμιμο). Ωστόσο
ο ΚΠΔ δεν αφιερώνει ανάπτυξη παρά σε τρία μόνο από τα έξι
αποδεικτικά μέσα που απαριθμεί (αντίστοιχα κεφάλαια για τους
μάρτυρες, πραγματογνωμοσύνη και αυτοψία, ενώ δεν αναφέρει
ούτε λέξη για τα άλλα τρία, ούτε και κανόνες για παραδοχή
αποδεικτικών μέσων ως νομίμων. Ωστόσο υπάρχουν
αποδεικτικές απαγορεύσεις:
1. ανάστημα
2. ύψος κορμού
8. διάμετροι κρανίου
Πλεονεκτήματα Μειονεκτήματα
1. Αντικατέστησε τη βάρβαρη
μέθοδο του 1. Προϋποθέτει πλήρη
στιγματισμού σωματική ανάπτυξη του
2. Υπήρξε η 1η εφαρμογή καθαρά ατόμου=> όχι σε ανηλίκους
4.Δακτυλοσκοπική μέθοδος
Στηρίζεται στις:
1. Αμετάβλητες:
2. Αναλλοίωτες:
3. Ανόμοιες:
• Ανθρώπινο δέρμα
- γενέσεις γραμμών
- δακτυλιοειδείς διχασμοί γραμμών
- διχαλώσεις γραμμών
- εμβόλιμα σημεία
5. Modus operandi
- Συλλογή ενδείξεων
- απόλυτη ηρεμία
- ιδιαίτερη προσοχή και μέθοδος για κάθε έρευνα
- μη μετακίνηση των αντικειμένων προ της λήψης φωτογραφιών +
λεπτομερούς περιγραφής σε έκθεση
- μέτρα προστασίας ανευρισκομένων ιχνών + μη δημιουργία νέων
- απομόνωση χώρου για διασφάλισή του
Στάδιο δίκης Κατά την ανάκριση (για Σε όλα (και στην κύρια διαδικασία)
συλλογή ενδείξεων, κατά
νόηση modus operandi,
επιτήρηση του τόπου για
πιθανή σύλληψη δράστη ή μη
καταστροφή ιχνών)
ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ
Διακρίνονται σε:
- ύπαρξη κινήτρου
3) Για την ηλικία του (με την ηλικία μειώνεται το μήκος βήματος)
1.3. Τρίχες
1.4. Το αίμα
Ερωτήματα:
- Αν επώνυμο: είναι γνήσιο ή πλαστό
Οι παράγοντες διακρίνονται σε :
- κατεύθυνση: κατευθυντήριο
ελεύθερη, καλλιγραφική
Μέθοδοι:
- Γραμμικός παραλληλισμός.
3. Στην πλαστογραφία:
- όργανα ή εργαλεία
- όπλα
2. Τα πυροβόλα όπλα
- διαμέτρημα κάνης,
- ύπαρξη ραβδώσεων στη κάνη + αριθμός τους
- ταχυβολία
- Μακρύκαννα, βραχύκαννα
Για τα πειστήρια:
- όργανα ή εργαλεία
- όπλα
2. Τα πυροβόλα όπλα
- διαμέτρημα κάνης,
- ταχυβολία
- Μακρύκαννα, βραχύκαννα
Για τα πειστήρια:
ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Αποτελεί αποδεικτικό μέσο μεταξύ των αναφερομένων στο άρθ.178
εδ.γ’ ΚΠΔ. Γεγονότα και καταστάσεις που μπορούν να αποδειχθούν
με πραγματογνωμοσύνη δεν μπορούν να αποδειχθούν με κανένα
άλλο αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα: γεγονότα και καταστάσεις που
μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες, μπορούν ν’αποδειχθούν και
με άλλα μέσα => η πραγματογνωμοσύνη είναι μοναδικό
αποδεικτικό μέσο.
1. Ουσιαστικές προϋποθέσεις:
2. Δικονομικές προϋποθέσεις:
Οι μάρτυρες διακρίνονται σε :
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Διεθνείς τάσεις
Ελληνικό δίκαιο:
Ο ΚΠΔ δεν δίνει καν ορισμό της ομολογίας (το σχέδιο ΚΠΔ του 1934
έδιδε κάποιο ορισμό). ΤΟ 177 παρ.2 ΚΠΔ επιτρέπει την λήψη
αποδεικτικού μέσου και με αξιόποινες πράξεις όταν πρόκειται για
κακούργημα για το οποίο απειλείται ισόβια κάθειρξη (με την
προϋπόθεση έκδοσης ειδικά αιτιολογημένης απόφασης του
δικαστηρίου).
Ομολογία = περισσότερο μέσο υπεράσπισης και όχι αποδεικτικό
μέσο παρ’όλο που αναφέρεται στο 178ΚΠΔ. Δεν είναι αναγκαία για
την πρόοδο της δίκης (άλλωστε οι περισσότεροι κατηγορούμενοι
αρνούνται ενοχή) + γεννά αμφιβολίες για τον τρόπο απόσπασης.