Download as odt, pdf, or txt
Download as odt, pdf, or txt
You are on page 1of 30

ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΗΣ

Η αγγειοπλαστική είναι μια από τις αρχαιότερες τέχνες που


αναπτύχθηκαν στη χώρα μας και ιδιαίτερα στην Κρήτη, το
επάγγελμα δε του αγγειοπλάστη ασκούνταν κυρίως σε
περιοχές, όπου υπήρχε το κατάλληλο χώμα αγγειοπλαστικής
και όπου υπήρχε τεχνική αγγειοπλαστική παράδοση. Τέτοιες
περιοχές ήταν ορισμένα χωριά της επαρχίας Ιεραπέτρας και
Πεδιάδας και προ πάντων στο χωριό Θραψανό Πεδιάδας
Ηρακλείου, όπου όλοι οι κάτοικοι άντρες, γυναίκες και παιδιά
ασχολούνταν με την αγγειοπλαστική από πάρα πολύ παλιά
χρόνια. Ιδιαίτερα τα Κρητικά πιθάρια είναι γνωστά από τους
Μινωικούς χρόνους η τεχνική των οποίων μεταβιβάζεται από
τους γονείς στα παιδιά που παίζοντας από μικρά μαθαίνουν να
πλάθουν και να σχεδιάζουν πιθάρια και κάθε άλλου είδους
αγγεία ώστε να εξελίσσονται σε θαυμαστούς δεξιοτέχνες της
επεξεργασίας του πηλού.

Οι αγγειοπλάστες κατασκεύαζαν όλα εκείνα τα πήλινα


χρηστικά αντικείμενα για την κάλυψη των αναγκών των
κατοίκων της υπαίθρου και των πόλεων που απαιτούσε η
οικιακή χρήση. Ενδεικτικά, μερικά από τα αντικείμενα αυτά
ήταν τα πήλινα πιάτα, τα ταψιά, τα τσικάλια, η στάμνα, το
σταμνί, το λαΐνι, ο κουνενός, το κουτούτο, ο μαστραπάς, το
κιούπι, η λεκανίδα, το μίστατο, το λαδικό, τα πιθάρια
(λαδοπίθαρο, κρασσοπίθαρο, πιθάρι σιτηρών, καρπών, ψωμιού,
μελοπίθαρο κ.α.)

Τα αντικείμενα αυτά χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες


εστίασης, για την αποθήκευση προϊόντων όπως του κρασιού
της τσικουδιάς, του λαδιού, του μελιού, του νερού, της
γλίνας, του ντοματοπελτέ, των οσπρίων αλλά και για την
ικανοποίηση άλλων αναγκών των νοικοκυριών

Ως πρώτη ύλη οι αγγειοπλάστες χρησιμοποιούν το «χώμα»


δηλαδή όλα τα είδη των αργίλων μεμονωμένα ή σε μείγμα γιά
τη δημιουργία των ειδών της Κεραμικής και Αγγειοπλαστικής
τέχνης. Τα είδη των υλικών που χρησιμοποιούνται σήμερα με
βασικές ιδιότητες την ελαστικότητα και την υδραυλική τους
ιδιότητα, είναι η λεπίδα με γκρι-μπλε ή βαθύ καφεκόκκινο
χρώμα, το κόκκινο χώμα που είναι κόκκινος άργιλος με
λεπτούς κόκκους και που απορροφά εύκολα και ομοιόμορφα τό
νερό, το πιθαρόχωμα που χρησιμοποιείται μόνο στο Θραψανό
και έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα, και τέλος τον άργιλο που
ονομάζουν στην Κρήτη Κουμουλιά που έχει συνήθως κιτρινωπό
χρώμα και θεωρείται καλής ποιότητας.

Μετά την εξόρυξη του καταλλήλου χώματος ακολουθούν οι


επόμενες εργασίες:
Το σπάσιμο των βώλων, το κοσκίνισμα, η υγροποίηση και η
επεξεργασία του πηλού ο οποίος με την εμπειρία του
αγγειοπλάστη και την συμβολή των χεριών και των ματιών
του μετατρέπεται με την ίδια σχεδόν μέθοδο από την
αρχαιότητα μέχρι σήμερα, σε όμορφα και χρήσιμα
αντικείμενα.

Απαραίτητα εργαλεία για την κατασκευή των πιθαριών και


των λοιπών σκευών είναι ο τροχός, το σφουγγάρι, και το
χτένι. Ο παραδοσιακός ποδοκίνητος τροχός και το τροχί όπου
κατασκευάζονται τα πιθάρια, αποτελούνται από ξύλο. Ο
τροχός αποτελείται από το αρδάχτι, το πλιθί, το σκαμνί, τη
κεφαλαριά, το διαζύλι, και το κολοσάνιδο. Το αρδάχτι είναι ο
άξονας περιστροφής του τροχού, ενώ το πλιθί μια επίπεδη
πέτρα στρωμένη στο έδαφος, στο κέντρο της οποίας
δημιουργείται μια εσοχή όπου περιστρέφεται το ένα άκρο του
αρδαχτιού. Το σκαμνί είναι ένας ξύλινος δίσκος που
περιστρέφει ο αγγειοπλάστης με το πόδι του δίνοντας έτσι
την κίνηση σ' όλον τον τροχό, ενώ κεφαλαρά είναι ο δίσκος
τον τροχού πάνω στον οποίο κατασκευάζονται τα αγγεία. Το
διαζύλι, τέλος είναι μια σανίδα μέσα από την οποία περνά και
στηρίζεται κάθετα το αρδάχτι, ενώ το κολοσάνιδο χρησιμεύει
για να κάθεται ο δημιουργός αγγειοπλάστης την ώρα της
εργασίας του.

ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ

Ο αγωγιάτης ή κυρατζής πραγματοποιούσε μεταφορές


διαφόρων εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), από ένα τόπο
σε άλλο, διακινούσε ταξιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε
ασθενείς, καθώς και κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση
υπηρεσίας. Το επάγγελμα αυτό εξασκούνταν στις χερσαίες
μεταφορές. Η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των
προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς
μέχρι τη δεκαετία του '30 και έως ότου γενικευτεί η χρήση
του κάρου και του φορτηγού αυτοκινήτου.

Για τις υπηρεσίες του ο αγωγιάτης έπαιρνε μια πληρωμή, που


λεγόταν αγώϊ. Το αγώϊ κανονιζόταν με συμφωνία άλλοτε κατά
διαδρομή (στραθιά) και άλλοτε κατά μονάδα βάρους του
εμπορεύματος που μεταφερόταν. Η αμοιβή του αγωγιάτη
ήταν σχετικά καλή για κείνα τα χρόνια, όμως η δουλειά ήταν
δύσκολη και εξαντλητική.

Το επάγγελμα αυτό πρόσφερε πολύ καλές υπηρεσίες στην


παραγωγή και στην κατανάλωση των γεωργικών προϊόντων,
ενώ συγχρόνως εξασφάλιζε ένα πρόσθετο εισόδημα στον
αγωγιάτη, που κατά κανόνα ήταν αγρότης.

ΓΑΝΩΤΗΣ Ή ΓΑΝΩΤΖΗΣ Ή ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ

Γανωτής ή γανωτζής ή γανωματής είναι ο τεχνίτης που


επικαλύπτει τα χάλκινα σκεύη με κασσίτερο και το επάγγελμα
αυτό ανήκει σ’ αυτά που απαιτούν χειρωνακτική εργασία. Το
επάγγελμα του γανωτή είναι από τα πιο παλιά που υπάρχουν.
Λένε ότι καθιερώθηκε στην εποχή του Βυζαντίου και ήταν
χρήσιμη η δουλειά τους, γιατί έσωζαν τους ανθρώπους από το
θάνατο που προκαλούσαν τα αγάνωτα χάλκινα σκεύη. Τα
παλιά χρόνια, τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι
άνθρωποι για τις καθημερινές τους δουλειές και ιδιαίτερα στη
μαγειρική ήταν χάλκινα [μπακιρένια]. Αυτά με τον καιρό και
με τη μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και γινόταν επικίνδυνα για
δηλητηριάσεις. Έπρεπε λοιπόν να γανωθούν, να περαστεί
δηλαδή η επιφάνειά τους για προστασία με ένα ειδικό
μέταλλο, το καλάι (κασσίτερος). Ο γανωματής αφού καθάριζε
καλά τα σκεύη, άλειφε το εσωτερικό τους με σπίρτο
(υδροχλωρικό οξύ ) και το έτριβε με τριμμένο κεραμίδι ή
άμμο. Ύστερα ζέσταινε καλά το χάλκινο σκεύος στη και
έριχνε μέσα το χλωριούχο αμμώνιο για να στρώσει καλύτερα
το καλάι. Στη συνέχεια, το σκούπιζε καλά και μετά άπλωνε το
λιωμένο καλάι στην επιφάνεια του σκεύους με τη βοήθεια ενός
χοντρού βαμβακερού υφάσματος. Στο τέλος το σκούπιζε με
καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.

Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του γανωτή τείνει να


εξαφανιστεί αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα
και δεν χρειάζονται γάνωμα (επικασσιτέρωση).
ΚΑΛΑΘΟΠΟΙΟΣ

Η καλαθοπλεκτική ως απλή τέχνη είναι ένας από τους


παλαιότερους κλάδους της χειροτεχνίας.

Το επάγγελμα του καλαθοποιού ήταν διαδεδομένο σε χωριά


και σε περιφέρειες όπου οι πρώτες ύλες για τις ανάγκες της
παραγωγής ήταν άφθονες. Τα υλικά αυτά τα έπαιρναν από τις
λυγαριές τις μυρθιές τις σφάκες και τα καλάμια

Από τις μυρθιές και από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί έβγαζαν


τις μακρές βίτσες, που αποτελούσαν ένα από τα βασικά υλικά
της δουλειάς τους. Με τις βίτσες αυτές, εκτός που έπλεκαν,
σχίζοντας τες στα δυο, εξασφάλιζαν και το πλέξιμο των
καλαθιών και των άλλων κοφινιών. Με τις βίτσες πλέκονταν ο
πάτος των καλαθιών και κοφινιών, από τον οποίο
ξεπετιούνταν προς τα πάνω κατά διαστήματα οι λυγερένιες
βίτσες σαν σκελετός, πάνω στον οποίο πλέκονταν με λουρίδες
από σχισμένα καλάμια τα καλαμένια καλάθια και κοφίνια. Οι
ίδιες βίτσες συνδέονταν στην κορφή του καλαμένιου καλαθιού
ή κοφινιού με άλλες παρόμοιες και σχημάτιζαν ένα κύλινδρο
που στεφάνωνε το στόμιο του καλαθιού ή κοφινιού. Με τις
ίδιες λιγαρένιες βίτσες περιτύλιγαν μια χοντρότερη, που τις
δυο αιχμηρές άκρες της έμπηχναν κάθετα στο πλεγμένο
καλάθι σχηματίζοντας καμάρα πάνω από τη μπούκα (στόμιο)
του μικρού ή μεγάλου καλαθιού, για να πιάνεται ή να
κρεμάται. Στα κοφίνια πλέκονταν κατά τον ίδιο τρόπο
αντικρυστά πάνω στα χοντρά χείλια του κοφινιού δυο
μικρότερες καμαρίτσες, τα αυθιά, απ όπου πιάνονταν το
κοφίνι κατά τη μετατόπιση του και την κοντινή μεταφορά,
γιατί οε μακρύτερες μεταφορές τα κοφίνια κουβαλούνταν
στον ώμο.

Με τον τρόπο αυτό και με τα ίδια υλικά ο καλαθοποιός με τη


βοήθεια του κοφτερού μαχαιριού του επεξεργαζόταν τις
βίτσες της λυγαριάς και της μυρθιάς, έσκιζε τα καλάμια σε
στενές λουρίδες και πλέκοντας κατασκεύαζε όλα τα μεγέθη
των καλαμένιων καλαθιών με πάτο-σκελετό-χείλια και
καμαρωτό χέρι από λυγαριά ή μυρθιά και τα διάφορα είδη και
μεγέθη των καλαμένιων κοφινιών πάλι με πάτο, σκελετό,
χείλια και αυτιά λυγαρένια, που χρησιμοποιούνταν σε
διάφορες οικιακές και αγροτικές χρήσεις. Τα πετροκόφινα
κατασκευάζονταν ολόκληρα από λυγαριά ή μυρσίνη και απ
αυτά χρησιμοποιούνταν και για τη μπουγάδα του νοικοκυριού,
τα μπουγαδοκόφινα. Με λεπτές βίτσες λυγαριάς ή μυρσίνης ο
καλαθοποιός έπλεκε και τα τουπιά του τυριού και της
μυζήθρας. Έπλεκε ακόμη με σκέτες καλαμένιες λουρίδες
καλάθια και τουπιά μυζήθρας κυλινδρικά, σχεδόν βγαρτά (ίσα
στο άνοιγμα) και μάλλον λίγο ανοικτότερα στην κορφή. Στην
απασχόληση του καλαθοποιού υπαγόταν και η κατασκευή της
κόφας με το ιδιότυπο κυλινδρικό σχήμα από τη μέση και πάνω
και με το πεπλατυσμένο και ελαφρά τριγωνικό στο κάτω
μέρος με τον κυρτό πάτο. Και το πλέξιμο της κόφας
στηριζόταν σε όρθιο σκελετό με λουρίδες από σχίσματα
σφάκας ή λυγαριάς. Τα χείλια της κόφας δεν γινόταν από
πλεγμένο ξύλινο κύλινδρο, όπως στα καλάθια και τα κοφίνια,
αλλά σχηματίζονταν με τη διαδοχική χρησιμοποίηση των
σχισμάτων του πλεξίματος, που γυρίζονταν καμαρωτά στη
μέση και που οι αιχμηρές άκρες τους σπρώχνονταν μέσα στον
πλεγμένο κορμό της κόφας. Αυτά τα καμαρωτά γυρίσματα,
που δεν εξείχαν από το πλεκτό σύνολο της κόφας, εφάπτονταν
διαδοχικά το ένα με ιό άλλο κι έτσι σχηματίζονταν τα χείλια
της κόφας. Οι κόφες χρησιμοποιούνταν σε διάφορες οικιακές
χρήσεις, κυρίως όμως χρησιμοποιούνταν στον τρυγητό, για τη
μεταφορά των κρασοστάφυλων από το αμπέλι στο πατητήρι.

ΚΑΡΕΚΛΑΣ

Στα παλιότερα χρόνια οι περισσότεροι άνθρωποι


χρησιμοποιούσαν για καθίσματα σκαμνιά από ξύλο και σκέτα
κουτσούρια για τα μικρά παιδιά. Οι καρέκλες ήταν
σπανιότερες και τις χρησιμοποιούσαν οι πλουσιότεροι
«νοικοκύρηδες». Έτσι, με το επάγγελμα αυτό δεν
ασχολούνταν πολλοί άνθρωποι.

Οι καρέκλες γίνονταν από άγριο ξύλο συνήθως πλάτανο και


ήσαν διαφόρων ειδών. Άλλες με κάθισμα και πίσω πλάτη
άλλες χωρίς πλάτη και άλλες, που το ένα από τα μπροστινά
πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδέονταν με το πισινό πόδι με
πλάγιο ξύλινο μπράτσο, που χρησίμευε για ακουμπιστήρι του
καθήμενου (ραχατηλίδικες). Εκτός από τις καρέκλες για
μεγάλους ο καρεκλάς έφτιαχνε και τα καθέγλια (ειδικά
καρεκλάκια) για τα μωρά. Τα καθέγλια αυτά είχανε πισινό
κουμπηστήρι και τα δυο μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένα
και συνδεμένα με τα πισινά με πλάγια μπράτσα. Σε κατάλληλο
ύψος τα μπροστινά πόδια είχαν τρύπες, απ’ όπου περνούσε
ειδική περόνα, κατασκευαζόταν δε στο σύνολό της με τέτοιο
τρόπο που να προστατεύει το μωρό από τα πεσίματα. Το
κάθισμα του καθεγλιού είχε στη μέση μια ευρύχωρη
στρογγυλή τρύπα, που χρησίμευε για την αφόδευση του
μωρού.

Στα ξύλινα μέρη ο καρεκλάς χρησιμοποιούσε άγρια ξύλα, ενώ


τις ψάθες του καθίσματος έπλεκε με λεπτά σκοινιά βουρλιάς ή
αφράτου των ποταμών. Τα εργαλεία του καρεκλά ήσαν ο
σάρακας, το πριόνι, το σκεπάρνι, ο ξυλοφάς, το σκαρπέλο και
τα αρίδια.

ΜΥΛΩΝΑΣ

Μυλωνάδες λέγονταν στα παλιά χρόνια αυτοί που


εκμεταλλεύονταν τους μύλους και άλεθαν τα σιτηρά, για να
παράγουν αλεύρι, με το οποίο παρασκεύαζε το ψωμί της η
οικογένεια.

Οι αλευρόμυλοι διακρίνονταν σε κείνους που κινούνταν με


νερό τους νερόμυλους, και σε κείνους που κινούνταν με τον
αέρα, που λέγονταν ανεμόμυλοι. Οι περισσότεροι νερόμυλοι
λειτουργούσαν το χειμώνα και ελάχιστοι το καλοκαίρι και σε
τόπους όπου υπήρχαν τρεχάμενα νερά. Η λειτουργία ενός
νερόμυλου απαιτούσε εγκαταστάσεις, που εξασφάλιζαν τη
μεταφορά και την αποθήκευση του νερού, για την κίνηση του
μύλου και μηχανισμούς έξω και μέσα στο κτίσμα του μύλου, με
τους οποίους γίνονταν η εκμετάλλευση της υδατόπτωσης του
νερού και η μετάδοση της κίνησης στη μυλόπετρα για το
άλεσμα των καρπών.

Οι ανεμόμυλοι κινούνταν με τη βοήθεια του ανέμου και γι’


αυτό οι περισσότεροι λειτουργούσαν μόνο τους καλοκαιρινούς
μήνες, που οι άνεμοι ήταν ήπιοι. Οι ανεμόμυλοι χτίζονταν τις
πιο πολλές φορές ομαδικά στα λεγόμενα μυλοτόπια. Τα
μυλοτόπια ήταν συνήθως τόποι με στρωτούς ανέμους όπως οι
πλαγιές λόφων. Οι ανεμόμυλοι διακρίνονταν σε μονόκαιρους
και σε στρογγυλούς. Οι μονόκαιροι ήταν προσανατολισμένοι
αποκλειστικά προς βορρά και βορειοδυτικά, γιατί από την
κατεύθυνση αυτή πνέουν συνήθως οι άνεμοι στην Κρήτη. Οι
στρογγυλοί μύλοι μπορούσαν να κινούνται με όλους τους
ανέμους, αφού μπορούσαν να περιστραφούν και να
προσανατολιστούν κάθε φορά στην κατεύθυνση απ’ όπου
έπνεε ο άνεμος. Το βασικό εξάρτημα του ανεμόμυλου, με το
οποίο εξασφαλίζονταν η κίνηση του με την επενέργεια του
ανέμου, ήταν η φτερωτή, που βρισκόταν μπροστά και έξω από
το κτίσμα του μύλου. Και στις δυο περιπτώσεις ο βασικός
κορμός του μύλου ήταν η πέτρα. Δυο πέτρινοι δίσκοι
κινούνταν αντίθετα και τρίβοντας τον καρπό τον μετέτρεπαν
σε αλεύρι. Η κίνησή τους γινόταν μέσα από ένα σύστημα
αξόνων από τη ρόδα του νερόμυλου ή του ανεμόμυλου στους
πέτρινους δίσκους.

Η δουλειά του μυλωνά ήταν μοναχική, σκληρή, επίπονη αλλά


προσοδοφόρα. Συνήθως δεν πληρωνόταν με χρήματα, αλλά με
αλεύρι, ανάλογα με τη ποσότητα που άλεθε. (αλεστικά).

ΝΤΕΝΕΚΕΤΖΗΣ

Ντενεκετζής ήταν ο κατασκευαστής διαφόρων ντενεκεδένιων


(λαμαρινένιων) σκευών για οικιακή, αγροτική, κτηνοτροφική
και βιομηχανική χρήση. Το επάγγελμα αυτό εξασκούνταν
κυρίως στις πολιτείες και στα κεφαλοχώρια, απ’ όπου
εξυπηρετούνταν οι κάτοικοι των γύρω χωριών.

Τα κυριότερα σκεύη, που κατασκεύαζε ο ντενεκετζής, ήταν οι


κουβάδες του νερού, οι αλουσουδιάστρες (λάντζες), τα
τσιγκάκια, οι σταυροί και τα σκαφάκια για τον τρύγο, τα
χωνιά, οι λύχνοι, τα κάρτα, τα φανάρια, τα ποτιστήρια, τα
δοχεία μεταφοράς νερού και γάλατος, τα μαγκάλια, οι
απυριάστρες (θειφιστήρες), οι κουτσουνάρες κ.α. Για την
κατασκευή αυτών των σκευών ο ντενεκετζής μετρούσε και
σημάδευε με το μέτρο και το κουμπάσο (διαβήτη) πάνω στο
ντενεκεδένιο φύλλο το κομμάτι που χρειαζόταν για το σκεύος,
το έκοβε με ειδικό ψαλίδι και το έφερνε πάνω στο αμόνι, όπου
το επεξεργάζονταν με ξύλινο σφυρί. Για τις κολλήσεις ο
ντενεκετζής χρησιμοποιούσε καλάϊ.

Εκτός από τα παραπάνω είδη, ο ντενεκετζής κατασκεύαζε τα


κόσκινα, τις βολίστρες και τις κνισάρες χοντρές και ψιλές. Για
να κατασκευάσει αυτά τα σκεύη έπαιρνε έτοιμους ξύλινους
γύρους, τους κοσκινόγυρους, τους οποίους εφάρμοζε και
στερέωνε στο ένα τους άνοιγμα το ντενεκεδένιο πάτο. Τον
πάτο αυτό τρυπούσε κατόπιν με κατάλληλους ζουμπάδες σε
συμμετρικούς κύκλους μέχρι να γεμίσει ολόκληρη η επιφάνεια
του πάτου. Στις βολίστρες οι τρύπες αυτές ήσαν μεγαλύτερες
και στρογγυλές, ενώ στα κόσκινα ήσαν και μικρότερες και δύο
ειδών, που εναλλάσσονταν στους εσωτερικούς κύκλους πότε
με τις μικρές στρογγυλές τρύπες και πότε με τις μακρουλές.
Στις κνισάρες χρησιμοποιούσαν για πάτους τα κνισαρόπανα,
που στις χοντρές κνισάρες χρησιμοποιούνταν πολύ ψιλότρυπα
μεταλλικά υφάσματα, ενώ στις ψιλές κνισάρες ο πάτος
γινόταν με λεπτό μεταξωτό ύφασμα, που για επαύξηση της
αντοχής του έμπαιναν εξωτερικά και στενές ισχυρότερες
λουρίδες, που σχημάτιζαν σταυρό στην εξωτερική επιφάνεια
του πάτου της κνισάρας.

ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ - ΑΛΜΠΑΝΤΗΣ

Αλμπάντης ή πεταλωτής ήταν ο τεχνίτης που καλίκωνε


(πετάλωνε) τα μπεγίρια (άλογα) τα μουλάρια και τους
γαϊδάρους.

Το επάγγελμα εξασκούνταν κυρίως στα κεφαλοχώρια, όπου οι


ιδιοκτήτες έφερναν από τα γύρω χωριά τα ζώα τους για
πετάλωμα. Το καλίκωμα (πετάλωμα), που έκανε ο αλμπάντης
ήτανε δυο ειδών: το καινούριο πετάλωμα και το καγιάρι.

Το καινούριο πετάλωμα γινόταν όταν τα πέταλα του ζώου


είχαν φαγωθεί με τη χρήση. Στην περίπτωση αυτή ο
αλμπάντης έδενε με το χαλιναρόσκοινο το ζώο σε ειδική
δέστρα και έπαιρνε με τη σειρά το ένα μετά το άλλο τα πόδια
του ζώου και αφού προσάρμοζε το καθένα πάνω στο γόνατο
του με μια κυκλική δερμάτινη λουρίδα, αφαιρούσε με τη
ντανάλια το φθαρμένο πέταλο. Κατόπιν έκοβε με το ειδικό
δράπανο-νυχοκόφτη το νύχι, του ζώου, που είχε αναπτυχθεί κι
ύστερα εφάρμοζε στο κομμένο νύχι το καινούριο πέταλο και
το κάρφωνε με τα ειδικά πεταλόκαρφα, με το χοντρό κεφάλι,
με τέτοιο τρόπο, ώστε η αιχμή του καρφιού να βγαίνει από το
πλάι μέσα του νυχιού χωρίς να πειράξει την από μέσα ζωντανή
σάρκα του ποδιού του ζώου. Μετά το κάρφωμα του καινούριου
πετάλου τοποθετούνταν το πόδι του ζώου πάνω στο ξύλινο
στρογγυλό κουτσούρι και κόβονταν σύρριζα οι εξέχουσες
αιχμές των πεταλόκαρφων. Ύστερα με ειδική ράσπα έξυνε το
νύχι στο κάτω μέρος μέχρις ότου νύχι και πέταλο έρθουν στην
ίδια επιφάνεια.

Τα καινούρια πέταλα, που χρησιμοποιούνταν στα μουλάρια και


στα μικρόσωμα άλογα, ήσαν ολόγεμα, γιατί στα μεγαλόσωμα
άλογα χρησιμοποιούνταν πέταλα, που κάλυβαν μόνο γύρω -
γύρω το άκρο του πέλματος με κενό το μέσο και με δυο
κάθετες εξοχές στα άκρα, για να προφυλάσσουν το άλογο από
το γλύστριμα.

Το καγιάρι είναι όμοιο με το καινούριο πετάλωμα με μόνη τη


διαφορά ότι στο καγιάρι χρησιμοποιούνταν τα ίδια πέταλα,
που φορούσε το ζώο, επειδή δεν παρουσίαζαν μεγάλη φθορά.

ΣΩΜΑΡΑΣ

Σωμαρά ήταν ο τεχνίτης που κατασκεύαζε σωμάρια για τα


χοντρά και λιανά ζώα που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες για τις
μεταφορές τους (μουλάρια, άλογα και γαϊδάρους). Τα
σωμάρια, ανάλογα με το ζώο και τον ιδιοκτήτη τους
μπορούσαν να είναι από πολύ φτωχά στην κατασκευή και
διακόσμησή τους, μέχρι πολύ ακριβά και φανταχτερά. Το
σωμάρι αποτελούνταν από τρία μέρη δηλ. από τον ξύλινο
σκελετό, από το εσωτερικό γέμισμα και από τα δερμάτινα
εξαρτήματα.

Η κατασκευή του ξύλινου σκελετού ήταν η κύρια τέχνη του


σωμαρά, που απαιτούσε μεγάλη επιδεξιότητα, γιατί όλα τα
κομμάτια, που τον αποτελούσαν, πελεκούνταν από τον ίδιο με
το κοφτερό σκεπάρνι και απαιτούνταν λεπτή δουλειά ώστε να
μην διακρίνονται τα σκαψίματα στα ξύλα του σκελετού. Τον
ξύλινο σκελετό του σωμαριού αποτελούσαν τα δυο πισινά και
τα δυο μπροστινά μεριά, τα οποία συνέδεαν τρεις σπάθες από
την κάθε μεριά.

Το εσωτερικό γέμισμα ήταν ένα είδος στρώματος με


εξωτερική επικάλυψη από ένα πολύ λεπτό δέρμα, το μεχίνι και
από εσωτερική από ένα πίλημα λευκό μάλλινο, το στρασούρι,
με ενδιάμεσο γέμισμα από το χόρτο αφράτο. Το στρώμα αυτό
ραβόταν από το σωμαρά με τη σωμαροβελόνα, διπλόνονταν
και έμπαινε μέσα στον ξύλινο σκελετό.

Η προσαρμογή και η στερέωση του σωμαριού πάνω στη ράχη


του ζώου πραγματοποιείται με τα δερμάτινα εξαρτήματα, τα
λεγόμενα μπιστοκαπλόδετα. Από τα μπιστοκαπλόδετα τα δυο
είναι στερεωμένα στο πίσω μέρος του σωμαριού. Απ αυτά το
ένα ο καπλοδέτης, μια πλατειά δερμάτινη λουρίδα, περιβάλλει
τα μεριά του ζώου, το άλλο η μπισθιά, είδος καπλοδέτη, αλλά
στρογγυλεμένου στη μέση, μπαίνει κατά το σωμάρωμα κάτω
από την ουρά του ζώου.

Στο μπροστινό μέρος του σωμαριού μπαίνει η μπροστελίνα,


που αποτελείται από δυο δερμάτινες λουρίδες, τη μικρή και τη
μεγάλη, που είναι στερεωμένες από τη μια και από την άλλη
πλευρά του σωμαριού. Η μπροστελίνα περνά από το στήθος
του ζώου και σφίγγεται μέχρι να τεντώσουν τα πισινά
μπιστοκαπλόδετα. Για καλύτερο και ασφαλέστερο σωμάρωμα
υπάρχει ακόμη η γίγλα, μια μακρά δερμάτινη λουρίδα που
κατά το σαμάρωμα περνά λίγο πιο μπροστά από την κοιλιά
του ζώου. Από τις πλαγιαστές σπάθες του σωμαριού
κρέμονται σε κυκλικά αναδιπλωμένες δερμάτινες λουρίδες οι
σκάλες (αναβολείς) του σωμαριού, όπου πατεί τα πόδια του ο
αναβάτης για να καβαλικέψει το ζώο.

Το σωμάρι χρησιμοποιήθηκε για να γίνονται οι μεταφορές σε


ανθρώπους και πράματα με τα ζώα, που έπρεπε προηγουμένως
ν άναι μερωμένα (πειθαρχικά-υπάκουα). Το όργανο για το
πρώτο μέρωμα των φορτηγών ζώων και κυρίως των χοντρών,
μπεγιργιών (αλόγων) και μουλαριών, ήταν το χαλινάρι, γιατί
το ζωντανό πρώτα συνήθιζε το χαλινάρι κι ύστερα το σωμάρι.
Το χαλινάρι αποτελούνταν από τρία μέρη, δηλ. το σιδερένιο
τμήμα, τα δερμάτινα εξαρτήματα και το χαλιναρόσκοινο.
Ανάλογη με την διακόσμηση του σωμαριού ήταν και η
διακόσμηση του χαλιναριού με φούντες, σχέδια, τρύπες κλπ.

ΤΖΑΓΚΑΡΗΣ

Σήμερα ο τζαγκάρης, είναι ο τεχνίτης που κατά κύριο λόγο


επιδιορθώνει τα παπούτσια μας. Παλιότερα όμως, ο
τζαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή μετά από
παραγγελία. Η κατασκευή ήταν χειροποίητη και τα παπούτσια
ήταν πάντα ραφτά και καρφωτά και δερμάτινα πάνω – κάτω.

Το τζαγκαράδικο αποτελούνταν από τον πάγκο εργασίας και


από τις καρέκλες που κάθιζαν ο τζαγκάρης, οι καλφάδες και
τα τσιράκια. Πάνω ή κοντά στον πάγκο ήταν τα εργαλεία και
τα υλικά που χρησιμοποιούσε ο τζαγκάρης, δηλαδή, τα
σουβλιά οι τζαγκαροβελόνες, οι φαλτσέτες, τα σφυριά, οι
κατσαμπρόκοι, οι σπάγγοι και τα καλαπόδια. Οι τζαγκάρηδες
χρησιμοποιούσαν επίσης πεταλάκια και ειδικά καρφιά που
τοποθετούσαν κάτω από τη σόλα για να κρατήσουν
περισσότερο τα παπούτσια. Κοντά στον πάγκο υπήρχε το
μαστέλο γεμάτο νερό, όπου έβαζαν τα πετσιά και τις χοντρές
βακέτες να απαλύνουν (μαλακώσουν). Δίπλα στο μαστέλο
ήταν μία τάβλα (σανίδα) την οποία έπαιρνε στα γόνατα του ο
τζαγκάρης και κοπάνιζε τα μαλακωμένα δέρματα. Πάνω στην
τάβλα κόβονταν επίσης τα δέρματα, που χρησιμοποιούνταν
για όλα τα είδη καλίκωσης με το ειδικό τζαγκαρομάχαιρο, που
είχε σχήμα μικρού γιαταγανιού με τη διαφορά ότι η κόψη ήταν
από την εξωτερική μεριά.

Στην Κρήτη οι τζαγκάρηδες έδειχναν τη δεξιοτεχνία τους


στην κατασκευή των στιβανιών αφού ήταν η κύρια καλίκωση
των κατοίκων του νησιού. Μερακλίδικα στιβάνια μπορούσε
κανείς να παραγγείλει σε τζαγκάρηδες των χωριών ή σε
μικρές οικοτεχνίες τα λεγόμενα παραγγελίστικα. Τα έτοιμα
στιβάνια τα λεγόμενα ζημοπουλίτικα, που έβγαιναν στις
περισσότερο οργανωμένες βιοτεχνίες κυρίως στις πολιτείες,
γίνονταν με φτηνά υλικά και με όχι πολύ μεγάλη τεχνική
επιμέλεια όσο τα παραγγελίστικα και γι’ αυτό τα
περιφρονούσαν οι μερακλήδες πελάτες.

Σήμερα το επάγγελμα του παραδοσιακού τζαγκάρη είναι ένα


από αυτά που χάνονται. Όσοι υπάρχουν ασχολούνται μόνο με
επιδιορθώσεις, εκτός ορισμένων που φτιάχνουν και στιβάνια
μετά από παραγγελία του πελάτη.

ΤΖΑΜΠΑΖΗΣ

Τζαμπάζης λεγόταν ο έμπορος ζωντανών μεγάλων ζώων


κυρίως μουλαριών, αλόγων, γαϊδάρων αλλά και βοδινών. Τα
ζώα αυτά τα αγόραζαν και ή τα μεταπουλούσαν ή τα
αντάλλασσαν με άλλα καλύτερα ή υποδεέστερα με καταβολή
διαφοράς σε χρήμα, με τελική κατάληξη τη μεταπώληση όταν
εύρισκαν συμφέρουσα τιμή.

Το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών πράξεων


πραγματοποιούνταν στις ζωοπανηγύρεις και στα παζάρια
όπου ο τζαμπάζης οδηγούσε τα αγορασμένα ή τραμπαρισμένα
(ανταλαγέντα) ζώα για τελική πώληση ή νέα τράμπα
(ανταλλαγή).

Εκτός από τις αγοραπωλησίες και τις τράμπες οι τζαμπάζηδες


έκαναν και την επιχείρηση των ξεχαρτζιστών. Κατά την
επιχείρηση αυτή ο τζαμπάζης αγόραζε ένα χοντρό ζώο,
συνήθως μια νέα αγελάδα, την οποία, ούτε μεταπουλούσε ούτε
την αντάλλασε, αλλά την παράδιδε σε κάποιο φτωχό άνθρωπο
έναντι ενός προσυμφωνημένου ποσού, το οποίο όμως δεν
καταβαλλόταν, υπό τον όρο όπως μελλοντικά διανεμηθούν εξ
ίσου τα κέρδη από τα γεννήματα και η αγελάδα, αφού πρώτα
ξεπεστεί υπέρ του τζαμπάζη η προσυμφωνηθείσα αξία της
αγελάδας.

Το επάγγελμα του τζαμπάζη συνήθως ήταν πάρεργο,


συμβάλλοντας στην συμπλήρωση του αγροτικού εισοδήματος,
ενώ παράλληλα ήταν χρήσιμο για τους απλούς χωρικούς που
ήθελαν να αγοράσουν ή να πουλήσουν το ζώο τους, αφού δεν
ήταν εύκολο και συμφέρον να τρέχουν στα παζάρια για το
σκοπό αυτό.

ΥΦΑΝΤΙΚΗ

Από τα αρχαία χρόνια οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν τον


αργαλειό για να κατασκευάσουν αντικείμενα καθημερινής
χρήσης.

Οι πρώτοι αργαλειοί ήταν όρθιοι και αργότερα έγιναν


οριζόντιοι. Από παραστάσεις σε ελληνικά αγγεία μαθαίνουμε
πως χρησιμοποιούνταν στην Ελλάδα από το 600 π.Χ. Στην
πατρίδα μας, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα και αρχές του
20ου, όλα τα μάλλινα και βαμβακερά είδη του σπιτιού
γίνονταν στον ακόμα και σήμερα μπορεί να βρει κανείς τα
περίφημα Κρητικά υφαντά μοναδικά δείγματα λαϊκής τέχνης
με τους υπέροχους χρωματισμούς και τα πρωτότυπα σχέδια.

υφασμένα στον αργαλειό. Υπήρχαν πολλές υφάντρες που


δούλευαν επαγγελματικά στα σπίτια τους που ήταν στημένος
ο αργαλειός και δεχόταν παραγγελίες.

Στην Κρήτη σε κάθε χωριάτικο σπίτι ο αργαλειός κατείχε


ξεχωριστή θέση. Τα Κρητικά υφαντά διακρίνονται για τη
σφιχτή ύφανση, την αρμονία των χρωμάτων και την
καλαίσθητη διακόσμησή τους. Οι γυναίκες της Κρήτης είναι
γνωστές για την ιδιαίτερη δεξιοτεχνία τους στη κατασκευή
υφαντών. Στον αργαλειό έφτιαχναν τα ρούχα, τα καθημερινά
είδη του σπιτιού και την προίκα των κοριτσιών, όπως
πατανίες, πετσέτες, χιράμια, χαλιά, ποδιές βούργιες,
τραπεζομάντιλα κ.α. Ολόκληρες οικογένειες απασχολούνται
συχνά με την υφαντουργία, από την εκτροφή των προβάτων
ως την τελική ύφανση του μαλλιού. Οι χρησιμοποιούμενες
πρώτες ύλες ήταν βαμβάκι, μαλλί, λινάρι, μετάξι, ανάλογα με
το είδος και τη χρήση του υφαντού. Τις πρώτες αυτές ύλες οι
γυναίκες της Κρήτης τις κατεργάζονταν μόνες τους. Επίσης
μόνες έβαφαν τα νήματα, χρησιμοποιώντας φυτικές βαφές,
όπως ρίζες φυτών, φύλλα, λουλούδια, καρπούς, φλοιούς
δέντρων κ.ά. Το χρώμα που επικρατούσε ήταν το κόκκινο ενώ
τα πλουμιά και τα ξόμπλια ήταν πολύχρωμα.

Η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία έβαλε στο περιθώριο την


παραδοσιακή υφαντική. Σήμερα το επάγγελμα της υφάντρας
και η τέχνη του αργαλειού έχουν αντικατασταθεί από
σύγχρονες μηχανές. Απέμειναν μόνο λίγες υφάντρες που
δουλεύουν ακόμη στον παραδοσιακό αργαλειό και έτσι ακόμα
και σήμερα μπορεί να βρει κανείς τα περίφημα Κρητικά
υφαντά, μοναδικά δείγματα λαϊκής τέχνης με τα πρωτότυπα
σχέδια και τους υπέροχους χρωματισμούς.

Ο χαρκιάς, ο καρβουνιάρης, ο ασβεστάς, ο γυρολόγος, ο μυλωνάς, ο σαμαράς, ο γανωτής, ο


δραγάτης, ο καραγωγέας, ο πεταλωτής, ο τσαμπάζης, η διάστρα, η μεταξού και τόσοι άλλοι,
παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
Να μάθουν γι αυτούς που δούλευαν την πέτρα, το ξύλο, το χώμα, το σίδερο, το μαλλί του
προβάτου, το δέρμα και άλλα, σε δύσκολες εποχές, πάντα με τα χέρια τους, με πρωτόγονα
εργαλεία σε πιο πρωτόγονα εργαστήρια για να φτιάξουν όμως πράγματα μερακλήδικα, έργα
τέχνης που άντεχαν και αντέχουν στο χρόνο, όχι μιας χρήσεως, «ζουμοπουλήτικα». Που έφτιαχναν
πράγματα για να καλυτερέψουν και να ομορφύνουν τη ζωή τους και τη ζωή των χωριανών τους.
Δεν κάνει στεγνή περιγραφή των επαγγελμάτων ο Α.Δ. Εκτός από τα υλικά τους, τα εργαλεία
τους, τους χώρους δουλειάς και τα παραγόμενα προϊόντα ή τις προσφερόμενες υπηρεσίες,
περιγράφει και ανθρώπινους χαρακτήρες της εποχής, παραθέτει μικρές αληθινές ιστορίες
επαγγελματιών, σχετικές παροιμίες, μαντινάδες και αινίγματα σχετικά με κάθε επάγγελμα. Ακόμη,
πληθώρα φωτογραφιών, που ζωντανεύουν τις μνήμες εμάς των ηλικιωμένων και κατατοπίζουν
όσους δεν τα έζησαν.
Συνιστώ ανεπιφύλακτα το παραπάνω βιβλίο στους φίλους του forum για τους ίδιους, αλλά και για
τα παιδιά τους, τώρα ή αργότερα, τα οποία ζουν ή θα ζήσουν μόνο με τα βιομηχανοποιημένα
προϊόντα μια χρήσεως, και δε θα ξέρουν ούτε ποιος, ούτε πού, ούτε πώς, ούτε με τι τα έφτιασε.

Aγαπημένα, Όμορφα , ενδιαφέροντα …. χρήσιμα επαγγέλματα , μιας παρελθούσης εποχής ,


που με την πάροδο του καιρού , ατόνησαν και σιγά σιγά άρχισαν να …. εγκαταλείπονται ,
μέχρι που …. εξέλειπαν παντελώς ….
Πρεσβευτές μνήμης , κάποιες παλιές φωτογραφίες , που περισυνέλεξα από τις προσωπικές μου
…. συλλογές και από το …. αχανές Διαδίκτυο , απέμειναν για να μας τα θυμίζουν και να μας
κάνουν να νοσταλγούμε τις παλιές εκείνες εποχές , που η ζωή μας είχε …. “χρώμα” .

Ο ΓΥΡΟΛΟΓΟΣ – ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ
Ἦρθε ἀπ᾿ τὴ Πόλη νιὸς πραματευτὴς
μὲ διαλεχτὴ πραμάτεια,
μ᾿ ἀσημικὰ καὶ χρυσικὰ
καὶ μὲ γλυκὰ τὰ μαῦρα μάτια.

…Φώναζε ο φτωχός πραματευτής:


- Περάστε κόσμε! Πουλώ ένα δάκρυ πολύτιμο!
Περάστε κόσμε ένα γέλιο μονάκριβο πουλώ!
Ε… κόσμε… πουλώ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον…
Κανείς δεν αγόραζε. Όλοι προτιμούσαν άλλους πάγκους στο παζάρι. Περιουσίες ολόκληρες
ξόδευαν αγοράζοντας ψέμματα και αυταπάτες. Όλοι προσπέρασαν τον φτωχό πραματευτή
που έβγαλε τη αλήθεια στο σφυρί για να ζήσει. Τη νύχτα τα άφησε όλα πάνω στον πάγκο
του και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Ελεύθερος από λύπη, ελεύθερος από χαρά, από
παρελθόν, παρόν και μέλλον, έφτασε στο σπίτι του και πέθανε ήσυχος…
Τα χρόνια πέρασαν. Κάποτε στη θέση του πάγκου του, εκεί καταμεσής στο πολύβουο
παζάρι, φύτρωσε μια μηλιά που δεν ήταν κανενός. Μεγάλωσε κι έκανε μήλα. Οι
κουρασμένοι περαστικοί αφού αγόραζαν ψέμματα και αυταπάτες απ’ τους άλλους πάγκους
σταματούσαν μπροστά της. Κάτω απ’ τον ίσκιο της ξεκουράζονταν. Από τα μήλα της
χόρταιναν και ξεδιψούσαν. Κι έτσι άρχισαν στη ρίζα της να κλαιν και να γελούν. Να
αναθυμούνται τη ζωή τους. Να ζουν το παρόν τους. Πρώτη φορά να ονειρεύονται το μέλλον
τους. Κι ο φτωχός πραματευτής από ψηλά διασκέδαζε την άγνοιά τους που -τόσο ερήμην
τους-, τούς οδηγούσε στην αλήθεια…

Ο Γιάννης Δαμιανάκης από τους Αποστόλους


Από την Βασιλική

Οι πραματευτάδες που διαλαλούσανε κατά καιρούς την πραμάτεια τους στο χωριό ήταν
πολλοί και διάφοροι.
Όμως εκείνος που, με την διαχρονικότητα, την γραφική παρουσία και το πηγαίο του
χιούμορ, έχει μείνει χαραγμένος στη θύμηση σε πολές γενιές κατοίκων της περιοχής μας
δεν είναι άλλος απο τον κυρ-Γιάννη το Δαμιανό (Δαμιανάκη) απο τους Αποστόλους.Το
κουδούνι του ακόμα ηχεί στα αυτιά μας σαν να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα από τότε
που για τελευταία φορά πέρασε από το χωριό. Θα έλεγα ότι αποτελεί αναπόσπαστη
παρουσία στην αλυσίδα της πλούσιας λαϊκής παράδοσης του χωριού μας. Οι γυναίκες που
τους είχε και ιδιαίτερη αδυναμία καθώς αποτελούσαν την πελατεία του, ακόμα διηγούνται τα
χωρατά και τα πειράγματα που τους έλεγε ενώ οι ανέκδοτες ιστορίες που περνούν απο
στόμα σε στόμα φανερώνουν την αυθεντική λαϊκή του παρουσία αλλά και την ετοιμολογία
του.
Πριν ακόμα στρίψει από την γωνία και κάνει την εμφάνισή του στο σοκάκι, άκουγες το
κουδούνι αλλά και τις φωνές που έβαζε στα γαϊδουράκια που τα είχε φορτωμένα με ξύλινα
κασόνια γεμάτα πραμάτεια και τα καθοδηγούσε με τη βέργα του.
Κουβαρίστρες βελονάκια ψιλικά λογιώ, λογιώ…, λές και το τραγούδι ήταν γραμμένο στα
μέτρα του. Άραγε πόσα «προυκιά» να έχουνε κεντηθεί απο τις κλωστές και τα χάσικα
υφάσματα του κυρ-Γιάννη. Στους Ζωφόρους, ο κύρ – Γιάννης, ερχόταν δύο φορές την
εβδομάδα, Δευτέρα και Παρασκευή.
Έχοντας την τύχη να τον έχω νονό (με βάφτισε ο γιός του ο Γιώργης Δαμιανάκης που ζεί
σήμερα στην Δανία) τον έβλεπα συχνά .Σε κάθε πέρασμά του από την γειτονία μας η
μητέρα μου είχε πάντα έτοιμο τον καφέ και το κρύο νερό. Αυτή η δεκάλεπτη στάση του
έδινε δύναμη για την συνέχεια .Σε μεγάλη ηλικία πλέον, κάνωντας τον απολογισμό του,
μου έλεγε πως δεν μετάνιωσε ποτέ για το τόσο δύσκολο επάγγελμα που που ακολουθούσε
ακούραστα μέχρι το τέλος της ζωής του.

Πραματευτές - γυρολόγοι

Στο καμίνι
Ο ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΟΣ
Ο ασβέστης χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επίστρωμα στα σπίτια, στις αυλές, στα
καλντερίμια και στις κρήνες. Οι ασβεστοποιοί έφτιαχναν τον ασβέστη στα ασβεστοκάμινα
χρησιμοποιώντας ως καύσιμη ύλη τους πρίνους και τα κλαδιά της ελιάς, μετά την περίοδο
του κλαδέματος. Τα ασβεστοκάμινα τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι: άνοιγαν ένα μεγάλο λάκκο,
έχτιζαν τα τοιχώματά του με «λιγδόπετρες» και συνέχιζαν προς τα πάνω με μαρμαρόπετρες
και λάσπη. Τις μαρμαρόπετρες τις εξόρυσσαν από τα νταμάρια με τη βοήθεια λοστού ή
βαριοπούλας. Η καύση μετέτρεπε τις μαρμαρόπετρες σε ασβέστη. Η φωτιά στο
ασβεστοκάμινο ξεκινούσε τα ξημερώματα, ενώ η καύση έπρεπε να είναι συνεχής για ένα
εικοσιτετράωρο, ώστε να ασβεστοποιηθεί η πέτρα. Μετά την καύση χρειαζόταν ακόμα μία
μέρα για να κρυώσει το καμίνι. Στη συνέχεια τη διανομή του ασβέστη αναλάμβαναν οι
αγωγιάτες, που κουβαλούσαν τον ασβέστη μέσα σε τρίχινα τσουβάλια.. Σήμερα δεν
υπάρχουν πια ασβεστοποιοί, εφόσον ο ασβέστης παράγεται μαζικά από ειδικευμένες
βιομηχανίες

Αγωγιάτες
Ο ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ – ΚΥΡΑΤΖΗΣ
Οι «αγωγιάτες«, είναι επάγγελμα που συναντάμε προπολεμικά στα χωριά της Κρήτης. Λόγω
των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η
διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία
του 1930 και σε μερικές περιοχές μέχρι τη δεκαετία του 1950. Είναι οι «πρόδρομοι» των
ταξιτζήδων αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές
εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για
επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας, κυρίως δε
μετέφεραν δημητριακά (σιτάρι, καλαμπόκι) της Αγροτικής Τράπεζας από το Καρπενήσι στα
πρατήρια των απομακρυσμένων χωριών για τον ανεφοδιασμό των κατοίκων. Επίσης,
μετέφεραν και επισκέπτες της ορεινής περιοχής. Λόγω της ορεινής μορφολογίας της
περιοχής μας και των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των
ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα (και τα κάρα για τη Λαμία) ήταν ο
κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς. Κι αυτό μέχρι τη δεκαετία του ’30, που δεν υπήρχαν
μεταφορικά μέσα, ενώ η έλλειψη δρόμων εμπόδιζε τις μεγάλες μετακινήσεις. Η αμοιβή του
«αγωγιάτη» ήταν σχετικά καλή για κείνα τα χρόνια, όμως η δουλειά ήταν δύσκολη και
εξαντλητική.
Καρεκλάς επί το έργο
Ο ΚΑΡΕΚΛΑΣ
Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη
βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις
καρέκλες που ήταν δύο ειδών. Οι καθημερινής χρήσης με κάθισμα και πλάτη πίσω και του
σαλονιού (γιορτινές) που είχαν σκάλισμα στην πλάτη και στο πλέξιμο χρησιμοποιούνταν
μαζί με το αφράτο και πράσινο συνθετικό χόρτο που έδινε μεγαλύτερη ομορφιά στο
κάθισμα.

Μπροστά στον ανεμόμυλο


Ο ΜΥΛΩΝΑΣ
Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια
περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο –
άνοιξη), για την παρασκευή του σταρένιου ή κριθαρένιου αλευριού. Μετέφεραν τα
τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι
υπήρχαν σχεδόν σε όλα τα χωριά , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι,
δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και
ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι.Ο μύλος ήταν συνήθως και το σπίτι του μυλωνά.
Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός
μηχανισμός, όπου έπεφτε από το ζουριό (χτιστός τοίχος με αυλάκι που περνούσε το νερό
και έπεφτε κατακόρυφα στη άλλη άκρη) το νερό και τον περιέστρεφε.
Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην
άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο
κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το κριθάρι
συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς
κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι
έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα «σινίκι» (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων
σιτηρών .

Ο ΧΑΤΖΗΣ
Ο ιδιοκτήτης των παλιών υπαίθριων καταλυμάτων, των πανδοχείων (που ονομάζονταν
«χάνια«, από την περσική λέξη χαν = ξενώνας). Αντίστοιχοι δηλαδή, με τους σημερινούς
ξενοδόχους. Τα χάνια εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες, παρέχοντας στέγη στους ίδιους και
στα ζώα τους. Για πάρα πολλά χρόνια ήταν ο μοναδικός σταθμός και το κατάλυμα όλων των
κοινωνικών τάξεων, μέσα ή καθ’ οδόν έξω από τα χωριά μας. Οικονομικά εύποροι, αλλά και
πτωχοί, έμποροι, εμπορευόμενοι και «πραματευτάδες» – «γυρολόγοι», περιηγητές,
διαβάτες και μεταφορείς, ταχυδρόμοι και προσκυνητές, μαθητές και «συμπεθερικά», που
κινούνταν στην περιοχή, στάθμευαν σ’ αυτά. Εκεί κατέλυαν ακόμη και ομάδες εργατών και
μαστόρων (κτιστών, χαλκουργών – «καλαντζήδων», «ντενεκεντζήδων» – φαναρτζήδων
κλπ.), που κινούνταν από χωριό σε χωριό για να βρουν εργασία. Όλα είχαν αυλή όπου
άραζαν οι αραμπάδες, στάβλους για τα ζώα, και κυρίως δωμάτια για τη διανυκτέρευση των
ταξιδιωτών. Παράλληλα διέθεταν χώρους για τις συναθροίσεις και τις αγοραπωλησίες.
Χάνια υπήρχαν στο Καρπενήσι και στους δρόμους για τα χωριά. Τα χάνια στη δύσβατη
περιοχή μας ήταν πολλά και άφησαν πολλές ιστορίες πίσω τους.

Οι λούστροι περιμένουν πελάτες


Ο ΛΟΥΣΤΡΟΣ
Παλιότερα που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν
ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός
μ’ ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι
βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι και
περίμενε υπομονετικά. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί
πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η
«ιεροτελεστία» του βαψίματος…

Γανωτής επι το έργο


Ο ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ - ΓΑΝΩΤΗΣ
- Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το
στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα
πηρούνια κλπ. Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως σε στα
σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το
χρόνο
Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.), με τον καιρό
οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό
μέταλλο (καλάι – κασσίτερος). Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν τη
δουλειά τους επί τόπου, ενώ παλιότερα η πληρωμή τους ήταν σε είδος (αυγά, καλαμπόκι,
σιτάρι). Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με σπίρτο και το
τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα
πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει
καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο
καλάι σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα… Στο τέλος το
σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.

Ο ΤΕΛΑΛΗΣ
Ακούσατε …ακούσατε..
Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει «αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα», ο
δημόσιος κήρυκας. Οι ντελάληδες διαλαλούσαν στους κατοίκους των κωμοπόλεων και των
χωριών τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις
πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες . Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που
παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην
τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές
φωνάζοντας.
Ο ΡΑΣΟΠΑΤΗΤΗΣ
Ο ρασοπατητής με τις φτέρνες των ποδιών του και με τη βοήθεια νερού και πλούσιας
σαπουνάδας πατούσε μάλλινες πατητές (κλινοσκεπάσματα) και ένα άλλο μάλλινο υφαντό,
τη ράσα από όπου έκαναν τα ρασίδια για μικρούς και μεγάλους.
Εργαλεία του πεταλωτή
Ο ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ
Το παραδοσιακό επάγγελμα του πεταλωτή είναι από εκείνα που έχουν εκλείψει στις μέρες
μας. Αυτό ήταν αναμενόμενο μια και τα συμπαθητικά τετράποδα (άλογα ή γαϊδουράκια)
έχουν πάψει εδώ και χρόνια να αποτελούν μεταφορικό μέσο αφού αντικαταστάθηκαν από
τα δίτροχα και τετράτροχα οχήματα.
Η εργασία του πεταλωτή αφορούσε τη διαδικασία τοποθέτησης ή αντικατάστασης πετάλων
στις οπλές των αλόγων ώστε να μην φθείρονται τα πέλματα και πονούν τα ζώα. Τα άλογα
στην περιοχή μας χρησιμοποιούνταν όχι μόνο ως μεταφορικό μέσο ανθρώπων και
προϊόντων αλλά και σε γεωργικές εργασίες όπως το όργωμα και το αλώνισμα.
Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε
και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα
πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο
πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή
ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο.
- Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή
του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το
κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να
προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα
μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω – γύρω για να
μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου ή τουλάχιστον
στα δύο μπροστά. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους
χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
- Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες
που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν συνήθως και το το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε
μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ήταν και πρακτικοί κτηνίατροι ή
αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα)
Πετάλωμα ζώου
Διαδικασία πεταλώματος:

Πρώτα έδεναν το άλογο από το καπίστρι σ’ ένα χαλκά. Μετά σήκωναν το μπροστινό πόδι
του αλόγου προς τα πίσω σε σχήμα γάμα. Στη συνέχεια έπιαναν την οπλή του αλόγου. Με
την τανάλια έβγαζαν τα παλιά αλογόκαρφα και το παλιό πέταλο και ύστερα είτε έκοβαν τα
νύχια του ζώου με το σκεπάρνι ή τα καθάριζαν με τη φαλτσέτα. Υπήρχαν δύο ειδών πέταλα:
α) το ελληνικό που ήταν σαν πλάκα και κάλυπτε όλη την οπλή του αλόγου και β) το
γερμανικό πέταλο που χρησιμοποιούνταν πιο πολύ διότι αερίζονταν το νύχι του αλόγου στο
εσωτερικό μέρος και είχε μεγαλύτερο πάχος προστασίας από τα ελληνικά. Αφού λοιπόν
καθάριζαν την οπλή του αλόγου διάλεγαν πέταλο στο μέγεθος της και το τοποθετούσαν
πάνω στο πέλμα του αλόγου. Στη συνέχεια περνούσαν 6 καρφιά και άρχιζαν να τα
καρφώνουν. Τα αλογόκαρφα είχαν πολύ μεγάλο κεφάλι για να μην φθείρονται εύκολα με
την τριβή του ποδιού στο έδαφος. Πρόσεχαν καρφώνοντάς τα να μην τρυπήσουν το κρέας
του αλόγου και το τραυματίσουν. Έπειτα επειδή ήταν μεγάλα τα καρφιά και έβγαιναν έξω
από το νύχι τα έκοβαν με τη ράσπα (τανάλια) ή τα λιμάριζαν με τη λίμα. Τέλος έπαιρναν το
ξυλοφάι και έξυναν το νύχι προσαρμόζοντάς το στην περίμετρο του πετάλου.
Υπήρχε και ένας δεύτερος τρόπος πεταλώματος που χρησιμοποιούνταν πιο παλιά.
Ζέσταιναν το πέταλο και το προσάρμοζαν ζεστό στο νύχι του αλόγου. Αυτός ο τρόπος ήταν
πιο επώδυνος για το ζώο και χρησιμοποιούσαν τα γερμανικά πέταλα.
Το επάγγελμα του πεταλωτή δεν ήταν ιδιαίτερα επικερδές γι’ αυτό προσπαθούσαν να το
συνδυάσουν με κάποιο άλλο σχετικό όπως ήταν του σαγματοποιού ώστενασυμπληρώσουν
το εισόδημά τους.

Αγριφύλακας δεκαετία του 50


Ο ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
Το επάγγελμα του αγροφύλακα υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια, αν και τα τελευταία χρόνια
σταδιακά καταργείται. Τον τελευταίο χρόνο η νέα κυβέρνηση, δήλωσε ότι το Σώμα της
Αγροφυλακής θα επανασυσταθεί, γιατί κρίθηκε ότι η προσφορά του στην αγροτική
ασφάλεια είναι σημαντική. Το Σώμα της Αγροφυλακής ανήκει στο Υπουργείο Δημόσιας
Τάξης.
Σκοπός είναι η φύλαξη των αγρών, η πρόληψη, η δίωξη και τιμωρία κάθε αγροτικού
αδικήματος [αγροζημιώσεις, κλοπές, φθορές, παράνομη βοσκή ζώων, ζωοκτονίες κλπ].
Το Σώμα της Αγροφυλακής υπάρχει από το 1935 και προστατεύεται νομοθετικά από την
πολιτεία. Υπάρχουν ειδικοί νόμοι που ρυθμίζουν κατά κατηγορίες τα αγροτικά αδικήματα. Οι
αγροφύλακες έχουν δικαίωμα να οπλοφορούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Τα παλιότερα χρόνια, τα κατώτερα όργανα της Αγροφυλακής ήταν: α] οι αγροφύλακες, που
διορίζονταν από τους νομάρχες. β] οι υδρονομείς, που ρύθμιζαν τα νερά για το πότισμα των
χωραφιών και γ] οι αρχιφύλακες, που διορίζονταν από το Υπουργείο σε περιοχές που
υπήρχαν τουλάχιστον δέκα αγροφύλακες. Αυτοί έλεγχαν τη δουλειά των αγροφυλάκων.
Ανώτερα όργανα ήταν οι αγρονόμοι και υπαγρονόμοι.

Σαμάρι γαϊδάρου
Ο ΣΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΣ – ΣΑΜΑΡΟΠΟΙΟΣ
Με την επικράτηση των τρακτέρ και των αυτοκινήτων η εργασία των γεωργών έγινε πιο
εύκολη, αλλά το επάγγελμα του σαγματοποιού εξαφανίστηκε.

Κύριο έργο του σαγματοποιού ήταν να φτιάχνει σαμάρια και να πεταλώνει τα ζώα.
Χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για την κατασκευή ενός σαμαριού. Τα υλικά που θα
χρησιμοποιούσε ο σαγματοποιός, έπρεπε να τα ετοιμάσει ο ίδιος, γιατί στο εμπόριο
μπορούσε να προμηθευτεί μόνο το σαμαροσκούτι και το βούτημα. Η διαδικασία που
ακολουθούσε ήταν:
1) Το κόψιμο των ξύλων.
Κατάλληλα ήταν τα ξύλα από: πλατάνι, μουριά, συκιά. Όταν θα κόβονταν τα ξύλα έπρεπε το
φεγγάρι να ήταν στη χάση του και εποχή, που δεν κυκλοφορούσαν πολλοί χυμοί στα
δέντρα, δηλαδή Φθινόπωρο, γιατί αλλιώς τα ξύλα σκουλήκιαζαν και καταστρέφονταν
γρήγορα. Έκοβαν ξύλα ίσια και διαμέτρου 40 εκατοστών για τα μπροστάρια, σε κομμάτια
μήκους 60 εκατοστών. Για τα πιστάρια διάλεγαν ξύλα με καμπύλη πάχους 30 εκατοστών και
για τις δόγες ίσια ξύλα διαμέτρου 15 εκατοστών και μήκους 70 εκατοστών. Αφού
ξεραίνονταν αρκετά ακολουθούσε το «σκίσιμο» κυρίως το χειμώνα, γιατί ήταν πολύ
επίπονη εργασία. Στο εργαστήριο του σαγματοποιού υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος, που
στη μία άκρη είχε μια μεγάλη μέγκενη. Στη μέγκενη στερέωναν το ξύλο όρθια για να το
σκίσουν. Το σκίσιμο γινόταν με πριόνι που το λέγανε καταρράκτη. Ο καταρράκτης είχε
σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου και στη μέση τη λεπίδα με μεγάλα δόντια.
Μπορούσαν να το δουλεύουν δύο άνθρωποι μαζί, ο ένας από τη μια μεριά και ο άλλος από
την άλλη. Η δυσκολότερη δουλειά ήταν το σκίσιμο των προσταριών γιατί ήταν χοντρά.
Χρειαζόταν πολλή δύναμη και τέχνη γιατί έπρεπε τα φύλλα του ξύλου να έχουν το ίδιο
πάχος. Ευκολότερο, ήταν το σκίσιμο των ξύλων για τις δόγες γιατί το ξύλο στο σημείο αυτό
ήταν πιο λεπτό. Αφού είχε προηγηθεί αυτή η προετοιμασία μπορούσε να ξεκινήσει το
φτιάξιμο του σαμαριού.

Σαμάρι
2) Κατασκευή

Πρώτη ενέργεια του σαγματοποιού ήταν να πάρει μέτρα στο ζώο. Με το έμπειρο μάτι του
υπολόγιζε το μέγεθος του σαμαριού. Ξεκινούσε από το φτιάξιμο του μπροσταριού. Για το
κάθε μέγεθος είχε ένα εργαλείο, από ξύλο ή χαρτόνι, που το χρησιμοποιούσε σαν πατρόν.
Έκοβε δύο φύλλα, τα οποία συνέδεε με ξύλινους πύρους, οι οποίοι αποτελούσαν αμβλεία
γωνία. Στο μπροστινό μέρος, εξωτερικά στερεωνόταν το μπροστάρι, με δύο τσέρκια και από
μέσα με ένα. Το τσέρκι ήταν μια μεταλλική ταινία που την τρυπούσαν και με πρόκες το
κάρφωναν στο μπροστάρι με αποτέλεσμα την συνδεσμολογία και ισχυροποίηση των δύο
κομματιών. Μετά ακολουθούσε το φτιάξιμο του πισταριού σε ανάλογο μέγεθος με το
μπροστάρι. Η κατασκευή του ήταν πιο δύσκολη γιατί η σύνδεση των δύο φύλλων έπρεπε
να γίνει θηλυκωτή. Με το χειροπρίονο χάρασσαν από τις δύο μεριές των φύλλων σε βάθος
1,5 εκατοστό και μετά με το σκεπάρνι αφαιρούσαν ότι είχε χαράξει το πριόνι και μετά
γινόταν η σύνδεση με πολλή προσοχή.
Δόγες χρησιμοποιούσαν δύο ζευγάρια ίσιες και ένα ζευγάρι με ελαφριά καμπύλη. Για να
πάρει αυτό το σχήμα ζέσταιναν τη δόγα στη φωτιά και τοποθετούσαν στη μέγκενη το ένα
άκρο και το άλλο άκρο με σχοινί το λύγιζαν για να πάρει το κατάλληλο σχήμα. Υπήρχε
όμως και ένα ειδικό ξύλινο εργαλείο, η μπίγκα, που χρησιμοποιούνταν για τον ίδιο λόγο.
Μετά άνοιγαν από τρεις επιμήκεις τρύπες σε κάθε φύλλο του μπροσταριού και του
πισταριού για να τοποθετηθούν οι δόγες.
Αφού στερεώνονταν άρχιζε το τρίψιμο με το ξυλοφάι, ύστερα με το γυαλί και τέλος με ψιλό
γυαλόχαρτο. Τις δόγες πολλές φορές τις είχαν πλανίσει για να είναι έτοιμες. Για να
τοποθετηθεί όμως το σαμάρι στην πλάτη των ζώων έπρεπε να φτιαχτεί και το στρώμα του
σαμαριού για να μην πληγώνονται τα ζώα. Το στρώμα φτιάχνονταν από σαμαροσκούτι
(χοντρό μάλλινο ύφασμα) και από πάνω με λινάτσα ή μουσαμά. Ενδιάμεσα βάζανε
βούτημα, ένα μαλακό καλαμοειδές γεμάτο ψύχα, που φύτρωνε στις άκρες των λιμνών.
Αφού τελειοποιούνταν το σαμάρι το χρησιμοποιούσαν και αφού το βούτημα συμπιεζόταν το
έφερναν στο σαγματοποιείο για το πέτσωμα. Έβαζε πάλι βούτημα και από πάνω το
κάλυπτε, κυρίως με δέρμα, για να προστατεύεται από τη βροχή. Το βούτημα το
προμηθεύονταν από την Καντήλα Αργολίδας, γιατί το χωριό Δίδυμα δεν είχε τέτοια
παραγωγή. Τα ξύλα όμως που χρησιμοποιούνταν προμηθεύονταν τόσο από τα δέντρα του
χωριού, όσο και από πλατάνια του χωριού Πελεή. Το κόστος ενός σαμαριού ήταν ανάλογο
με το μέγεθός του.

Η κ. Βασιλική στον αργαλειό


ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΗΣ ΥΦΑΝΤΡΑΣ – Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΑΡΓΑΛΕΙΟΥ

Ο αργαλειός ως οικιακό εργαλείο είναι αρχαιότατο και αναφέρεται από τον Όμηρο ως ιστός.
Η Πηνελόπη ύφαινε τη μέρα και ξεΰφαινε τη νύχτα για να ξεγελά με τον τρόπο αυτό τους
«μνηστήρες» ώστε να την περιμένουν ώσπου να τελειώσει το «διασίδι» της. Η θεά Αθηνά
στην αρχαιότητα προστάτευε την υφαντική τέχνη γι’ αυτό ονομαζόταν «Έργανη Αθηνά».
Πολλά από τα δημοτικά μας τραγούδια είναι αφιερωμένα στον αργαλειό και την ύφανση.
Στα παλιά χρόνια και στην περιοχή της Ερμιονίδας οι γυναίκες ασχολούνταν με το κέντημα
και την ύφανση.
Μάθαιναν τον αργαλειό από τις πιο ηλικιωμένες γυναίκες που σε διάφορα μέρη της
Ελλάδας ονομάζονταν «μαΐστρες». Δεν υπήρχε αργαλειός σε κάθε σπίτι ούτε την τέχνη της
υφαντικής την μάθαιναν όλες οι νοικοκυρές. Γι’ αυτό και όσες είχαν αργαλειό δεν
κατασκεύαζαν μόνο τα ρούχα του σπιτιού τους αλλά και εμπορεύονταν τα υφαντά τους αν
είχαν ανάγκη οικονομική.
Οι πιο οικονομικά ευκατάστατες υφάντρες ύφαιναν μόνο μεταξωτά υφάσματα για να πατούν
χωρίς να πονούν στο ποδαρικό του αργαλειού, φορώντας παντόφλες με ελεύθερη τη
φτέρνα. Τα χοντρά υφάσματα τα ύφαιναν οι πιο φτωχές γυναίκες και κοπέλες που ξεκόκιζαν
το βαμβάκι κι αυτές συνήθως τα πουλούσαν.
Ευρύτερα είναι γνωστά 4 βασικά είδη αργαλειού:
α) ο όρθιος ή αντρομιδίσιος αργαλειός, κατάλληλος για την ύφανση κιλιμιών χραμιών και
κάθε είδους χαλιών.
β) Ο καθιστός που αποτελεί και τον βασικότερο τύπο αργαλειού που είναι οριζόντιος.
γ) του λάκκου, ίδιος με τον καθιστό αλλά πιο απλός και πρόχειρος στην κατασκευή, πάντα
τοποθετημένος εκτός σπιτιού.
δ) Ο χαραρίσιος, που μοιάζει με τον όρθιο αλλά τοποθετείται υπό γωνία, στον οποίο
ύφαιναν λινάτσες (χαράρια).
Στην περιοχή μας κατασκευαζόταν και χρησιμοποιούνταν ο καθιστός τύπος αργαλειού.
Αποτελείται από 4 στύλους και ο σκελετός του έχει σχήμα κύβου. Πάνω στους στύλους
περιστρέφονται τα «άντι» (ξύλινοι άξονες στους οποίους τυλίγεται το ύφασμα). Το ένα
«άντι» βρίσκεται μπροστά στο στήθος της υφάντρας και το άλλο κάτω στα πόδια της. Στο
πρώτο είναι τυλιγμένα τα χοντρά νήματα (το στημόνι) που απλώνονται και τυλίγονται στο
δεύτερο «άντι» του ποδιού, αφού πρώτα περάσουν από τα «μυταριά» (από αρχαία λέξη
μύτος) και ακολουθεί η υφάντρα πατώντας τις δύο «πατήθρες» ή «ποδαρικά».
Ανάμεσα στις κλωστές η υφάντρα με τη «σαΐτα» που κρατούσε στο χέρι περνάει το ‘υφάδι»
στην «κρόκη» και ύστερα το πιέζει με το χτένι για να σφίξει. Έτσι συνδυάζοντας τις κινήσεις
των χεριών και των ποδιών της, κατορθώνει να φτάσει στη τελική φάση της ύφανσης.
Η δουλειά στον αργαλειό απαιτούσε μεγάλη δύναμη χεριών και συντονισμό κινήσεων μια
και η υφάντρα χρησιμοποιούσε παράλληλα χέρια και πόδια. Γι’ αυτό θεωρούταν πολύ
κουραστική δουλειά και επίπονη.

Παρέα στον αργαλειό


Η δημοτική ποίηση περιγράφοντας τις δυσκολίες αυτές χρησιμοποίησε τους εξής στίχους:

«Το κέντημα είναι γλέντημα και η ρόκα είναι σεργιάνι


μα ο αργαλειός είναι σκλαβιά, σκλαβιά πολύ μεγάλη».
Για τις νεαρές υφάντρες που δεν ήξεραν να υφαίνουν είχαν το εξής κοροϊδευτικό δίστιχο:
«Σαν δεν ήξερες να φάνεις
τα μασούρια τι τα βάνεις;»
Υπήρχαν όμως και στίχοι που υμνούσαν τον αργαλειό:
«Τιμή μεγάλη και τρανή πουν’ ο αργαλειός στο σπίτι
το κάθε δόντι του αργαλειού αξίζει μαργαρίτι».
«Μαλαματένιο τ’ αργαλειό
και φίλντισι το χτένι
και μια κοπέλα λυγερή
που τραγουδάει και φαίνει»
Λατερνατζής με λατέρνα
Ο ΛΑΤΕΡΝΑΤΖΗΣ

Η λατέρνα ήταν ένα μουσικό όργανο που στα παλιότερα χρόνια γνώρισε μεγάλη δόξα.
Για να παίξει η λατέρνα χρειάζονταν οπωσδήποτε δύο άτομα . Ο ένας την είχε στην πλάτη
του ή αργότερα που ειχε ρόδες την πέρναγε στο δρόμο, και ο άλλος τη γύριζε .Αυτά τα
άτομα λεγόντουσαν λατερνατζήδες.
Οι λατερνατζήδες γύριζαν πότε μόνοι τους ,όταν η λατέρνα ήταν στις δόξες της, πότε με
συνοδεία κάποιο ντέφι . Έπαιζαν διάφορα λαϊκά τραγούδια που ήταν και τα σουξέ της κάθε
εποχής .
Οι λατερνατζήδες πήγαιναν σε μαγαζιά , σε πάρκα ή στους δρόμους και πολλές φόρες
μαζεύονταν γύρω τους ο κόσμος και άκουγε τα τραγούδια που παίζανε. Όταν τελείωνε το
τραγούδι , περνούσε ένα άτομο που ήταν και ο βοηθός τους κρατώντας ανάποδα το
καπέλο του ή το ντέφι και του έριχναν μέσα οι άνθρωποι λεφτά .

Χαμάλης 1935
Ο ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ – ΧΑΜΑΛΗΣ

Ο αχθοφόρος έκανε παλιά τις μεταφορές των φορτίων, βαλιτσών από το σταθμούς
λεωφορείων ή τρένων και διάφορα πράγματααπό την αγορά μέχρι τα σπίτια. Έβαζε τα
πράγματα στην πλάτη του ή σε κάποιο καρότσι που τυχόν είχε και το έσερνε ο ίδιος.
Έπαιρνε το χαρτζιλίκι του και ξαναγύριζε στο πόστο του, για να κάνει κάποιο άλλο
δρομολόγιο.
Αργότερα οι πιο πολλοί από αυτούς απόκτησαν τρίκυκλο και εξακολούθησαν να κάνουν
αυτού του είδους τις μεταφορές , αλλά πιο ξεκούραστα.

Ο ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ
Όπως όλοι λίγο πολύ ξέρουμε τα πιο παλιά χρόνια , ειδικά στην επαρχία , δεν υπήρχαν
σπουδαγμένοι γιατροί , αλλά άνθρωποι απλοί που ξέρανε να γιατρέψουν διάφορες
αρρώστιες , με βότανα της ελληνικής υπαίθρου και έκαναν και διάφορα άλλα πρακτικά που
τα ήξεραν από πάππου προς πάππου. Φτιάνανε αλοιφές , ξέρανε τις δοσολογίες των
βοτάνων για την κάθε πάθηση και πολλά αλλά για διάφορες αρρώστιες . πολλοί έβγαζαν
λεφτά από αυτό που έκαναν .αλλά υπήρχαν και άλλη που δεν έπαιρναν λεφτά και
βοηθούσαν τον κόσμο να αντιμετωπίσει τις διαφορές αρρώστιες που υπήρχαν τότε.
Πρακτικός γιατρός , μπορούμε να πούμε , ότι ήταν και η μαμή ,που πήγαινε στα σπίτια και
βοηθούσε τις γυναίκες να τεκνοποιήσουν.

Κάρο μεταφέρει νερό


Ο ΚΑΡΟΤΣΕΡΗΣ

Οι συμπαθείς αυτοί επαγγελματίες, τα χρόνια εκείνα, προτού ακόμα εμφανισθεί το


αυτοκίνητο, προσέφεραν μεγάλη υπηρεσία στο κοινό. Για την ανέγερση των αρχοντικών και
των σπιτιών καθώς και των διαφόρων δημοσίων και ιδιωτικών έργων, τα απαραίτητα υλικά,
μεταφέρονταν με τα κάρα.
Η δουλειά του καροτσέρη ήταν πολύ σκληρή, διότι έπρεπε με ζέστη, κρύο, βροχή, ακόμα
και με χιόνι να κάνει τις διάφορες μεταφορές, που πολλές φορές ήταν και από μακρινές
αποστάσεις, όπως πέτρες από τα λατομεία και άμμο από τα ποτάμια.
Τα μονόκαρα ήταν και ανατρεπόμενα. Η ανακάλυψή τους στις αρχές του αιώνα θα
διευκολύνει πολύ στην εκφόρτωση των οικοδομικών υλικών, όπως και των
ανατρεπόμενων, μεταπολεμικά, αυτοκινήτων.
Στο άδειο κάρο, ο καροτσέρης του μονόκαρου καθόταν εσωτερικά και στην αριστερή γωνιά,
για να μπορεί, με το δεξί χέρι που κρατούσε τα γκέμια (ηνία) και το καμουτσίκι, να
κατευθύνει και να ελέγχει το άλογο. Ο καροτσέρης του διπλόκαρου καθόταν μπροστά και
στο μέσο της καρότσας, κρατώντας και με τα δύο χέρια τα γκέμια.
Ο ΚΑΛΑΘΟΠΟΙΟΣ

Σε περιοχές που αφθονούσαν οι λυγαριές, οι μυρτιές, οι σφάκες (πικροδάφνες) και τα


καλάμια, ευδοκίμησε και το επάγγελμα του καλαθοποιού. Από τις μυρτιές και κυρίως από τις
λυγαριές οι καλαθοποιοί αποσπούσαν μακριές βίτσες με το τσερτσέτο (ειδικό μαχαίρι) και
έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια καλάθια, κοφίνια,
πετροκόφινα, μπουγαδοκόφινα και άλλα ενώ μόνο με τις βίτσες έπλεκαν τουπιά για τυρί,
κόφες για τη μεταφορά των σταφυλιών κ.ά
Την άνοιξη και το φθινόπωρο οι καλαθάδες ή καλαθοποιοί, πήγαιναν στις όχθες των
ποταμιών ή στα ρυάκια από πηγές, εκεί έκοβαν τα ευλύγιστα κλαδιά της λυγαριάς, της
λυγιάς, βούρλα, καλάμια, σχοίνα, τα σφένταμνα, τις βέργες από φουντουκιές, μυρτιές και
βέργες από λυγιά μακρυές ή κοντές. Με την βοήθεια του κοφτερού μαχαιριού τις βέργες τίς
έσχιζαν στα δύο και τα καλάμια τα έσχιζαν σε μακριές λουρίδες. Την δουλειά αυτή την
έκαναν οι άνδρες. Οι γυναίκες φτιάχνανε τον σκελετό και εν συνεχεία πλέκανε τις σχισμένες
λουρίδες. Σιγά σιγά εμφανιζόταν το αποτέλεσμα τις εργασίας τους, είτε αυτό λεγόταν
πανέρι, καλάθι ή οτιδήποτε άλλη κατασκευή σε διάφορα μπόγια και σχήματα.

Ο ΦΕΤΣΑΣ
Το Σμάρι κατά τα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής κατοχής αλλά και στα επόμενα δύσκολα
χρόνια, ήταν από τα λίγα χωριά της Κρήτης που δεν αντιμετώπισε έντονα το φάσμα της
πείνας και της εξαθλίωσης.
Τούτο οφείλετο στο εμπορικό δαιμόνιο των Σμαριανών οι οποίοι μη αρκούμενοι στην
ανύπαρκτη τα χρόνια εκείνα γεωργική παραγωγή, με τις περιβόητες «στρατιές» (εμπορικές
εξορμήσεις) σ’ όλη την Κρήτη, με το εμπόριο του λαδιού και της φέτσας ( ονομαστοί οι
Σμαριανοί φετσολαδάδες) και την οικοτεχνικής μορφής σαπωνοποιία ( το πλέον σπάνιο,
δυσεύρετο και πανάκριβο είδος την περίοδο της κατοχής) εξασφάλιζαν στις οικογένειες
τους συνθήκες διαβίωσης τουλάχιστον ανεκτές και ανθρώπινες.
Εκείνη την εποχή τα μέσα μεταφοράς ήταν περιορισμένα για τους λίγους, έτσι οι πλανόδιοι
έμποροι, με τις πενιχρές οικονομικές δυνατότητες τα δουλεμένα κορμιά και τη δυνατή ψυχή,
μετέφεραν στη πλάτη τους – κρεμασμένα από τον ώμο – τα ασκιά με τις φέτσες ή και το
τσουβάλι με τις σταφίδες, στοιχισμένα το ένα πίσω από το άλλο, αυτό με το πιο εύθραυστο
περιεχόμενο πάντα από την έξω πλευρά. Αν παράλληλα έπρεπε να κουβαλούν και
διαφορετική ποιότητα λαδιού τότε κρατούσαν – ανά χείρας – και μια γκαζοντενέκα όπου
συνήθως βάζανε τα ποιο θολά λάδια. Η παρουσία τους στις γειτονιές που περιδιάβαιναν για
να συλλέξουν την πραμάτεια τους, γινόταν αισθητή από το τραγουδιστό τους «μότο»
«φετσόλαδα, τσιγαρόλαδα, κακο-σταφίδες…» με το οποίο καλούσαν τις νοικοκυρές να
βγάλουν στο κατώφλι του σπιτιού τους τα κατάλοιπα, μεταξύ άλλων, από το πρωτογενές
υλικό της μαγειρικής χρήσης.
Ζευγάδες

Θεριστές

Όργωμα με τα βόδια
Οι ζευγάδες
αναλάμβαναν το όργωμα, τη σπορά και τη συγκομιδή των χωραφιών. Οι ζευγάδες
όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια ή μουλάρια (τα ζευγάρια). Κάποιες
φορές, οι ίδιοι εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν κι έσπερναν και τα χωράφια
άλλων κατοίκων και αμείβονταν επιπλέον , επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη
«συρμαγιά» (δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα ο ζευγάς έχει εξαφανιστεί, αφού το
όποιο όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα .

0Share
κάτω από: ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ - ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

You might also like