Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 82

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
442 π.Χ.

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

ΙΣΜΗΝΗ

ΧΟΡΟΣ

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

ΑΙΜΟΝΑΣ

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

ΕΥΡΥ∆ΙΚΗ

ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ

Μετά το θάνατο του Οιδίποδα, οι γιοί του Ετεοκλής και


Πολυνείκης αποφάσισαν να κρατήσουν αυτοί την εξουσία
βασιλεύοντας ένα χρόνο ο ένας και ένα ο άλλος. Τον πρώτο
χρόνο βασίλεψε ο Ετεοκλής αλλά όταν ήρθε η ώρα να
παραδώσει την εξουσία στον αδελφό του, δεν το έκανε και ο
Πολυνείκης τότε πήγε στο Άργος, πήρε τους Αργείους
συµµάχους του και επιτέθηκε εναντίον της Θήβας. Σε
µονοµαχία αλληλοσκοτώθηκαν τα δυο αδέλφια και τότε την
εξουσία πήρε ο αδελφός της Ιοκάστης και γαµπρός του
Οιδίποδα, ο Κρέοντας. Αυτός διέταξε να θάψουν µε τιµές
τον υπερασπιστή της Θήβας, τον Ετεοκλή, αλλά να αφήσουν
άταφο, τον Πολυνίκη. Η αδελφή τους Αντιγόνη όµως, θεωρεί
ότι αυτή η διαταγή είναι ενάντια στους θείους νόµους και
αποφασίζει να την παραβεί και να τον θάψει µόνη της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ισµήνη αγαπηµένη µου, αδερφή µου, ξέρεις τι µας φυλάει


ακόµα ο ∆ίας απ' την κακή µοίρα του Οιδίποδα; Γιατί δεν
έµεινε καµιά απ' τις συµφορές, πίκρα, κατάρα, ατιµία ή
ντροπή, που να µη έχουµε δοκιµάσει, εσύ κι εγώ.

Και τώρα τι 'ναι πάλι τούτη η διαταγή, που κυκλοφόρησε σε


όλη η Θήβα ο στρατηγός; Άκουσες κάτι σχετικά µε αυτή; Ή
δεν το πήρες είδηση πως ετοιµάζουν στους αγαπηµένους µας
κακό µεγάλο, που ούτε σ' εχθρούς δεν ταιριάζει;

ΙΣΜΗΝΗ

Εγώ για φίλους Αντιγόνη δεν άκουσα καµιά κουβέντα, ούτε


γλυκειά ούτε πικρή αφ' ότου χάσαµε τα δυό µας αδέρφια που
σκοτώθηκαν σε διπλό φονικό µε το ίδιο τους το χέρι. Από
τότε που ο στρατός των Αργείων έφυγε τη νύχτα νικηµένος,
άλλο δεν ξέρω να έγινε είτε για παρηγοριά µας είτε για να
µας δώσει κι άλλη πίκρα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ήµουνα σίγουρη, γι' αυτό σε φώναξα έξω απ' τις πύλες, για
να τ' ακούσεις µόνη σου.

ΙΣΜΗΝΗ

Τι τρέχει; Φαίνεσαι να 'σαι αλαφιασµένη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆εν έχει αποφασίσει ο Κρέοντας να θάψει µε τιµές τον έναν


αδερφό µας και τον άλλον να τον αφήσει άταφο για να τον
ατιµώσει; Θάβει σύµφωνα µε το νόµο τον Ετεοκλή όπως
ταιριάζει, λένε, σ' ένδοξους νεκρούς. Όµως για το άτυχο
κορµί του Πολυνείκη, έβγαλε µια διαταγή µέσα στην
πολιτεία, κανείς να µην τολµήσει, ούτε να θάψει ούτε και
να το µοιρολογήσει ακόµα. Αλλά να τ' αφήσουν άκλαυτο και
άταφο για να χορτάσουν λαίµαργα την πείνα τους µε τις
σάρκες του τ'αρπαχτικά όρνεα. Αυτά, λένε πως ο καλός µας
ο Κρέοντας έχει διατάξει για σένα και για µένα. Πιο πολύ
λέω για µένα και βγαίνει τώρα να τ' ανακοινώσει σ' όσους
δεν το ξέρουν. Κι αν παραβεί κανείς αυτή τη διαταγή η
ποινή θα είναι να πεθάνει µε λιθοβολισµό, µπροστά σε
όλους τους κατοίκους της πόλης. Αυτά είχα να σου πω. Τώρα
θα δείξεις αν είσαι από άξια γενιά ή θα τη ντροπιάσεις.

ΙΣΜΗΝΗ

Καηµένη αδελφή µου, αφού τα πράγµατα είναι έτσι, τι θα


µπορούσα εγώ να κάνω ή να µην κάνω;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Σκέψου, αν µπορείς να µοιραστείς µαζί µου αυτό που


πρόκειται να κάνω.

ΙΣΜΗΝΗ

Τι έχεις στο νου σου; Τι µπορεί να σηµαίνουν τα λόγια


σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θα µε βοηθήσεις να λυτρώσω τον νεκρό;

ΙΣΜΗΝΗ

Όχι! Μην πεις πως θα τον θάψεις στα κρυφά όταν αυτό
απαγορεύεται!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εγώ τον αδερφό µου, κι όχι δικό σου αδελφό, άµα δε


θέλεις, δε θα φερθώ προδοτικά.

ΙΣΜΗΝΗ

Έστω κι αν το 'χει απαγορέψει ο Κρέοντας, δύστυχη;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆εν έχει το δικαίωµα να µε χωρίσει απ' τους δικούς µου.

ΙΣΜΗΝΗ

Αχ, σκέψου, αγαπηµένη µου αδελφή, πως χάθηκ' ο πατέρας


µας, µέσα στο µίσος και στην περιφρόνηση, όταν µαθεύτηκαν
όλες οι ντροπές κι έβγαλε µόνος του τα µάτια του! Έπειτα
η γυναίκα του και µάνα του, δύο ονόµατα σε ένα πρόσωπο,
κρεµάστηκε και έδωσε τέλος στις συµφορές της. Τρίτο κακό,
τα δυο τ' αδέρφια µας µαζί, την ίδια ώρα σκοτώθηκαν
χτυπηµένα, µε µιας, από το χέρι ο ένας τ' αλλουνού.

Τώρα κι εµείς, αν παρακούσουµε το νόµο, τις διαταγές και


απειλές του τυράννου, σκέψου τι καταστροφή µας περιµένει.
Πρέπει να νιώσεις πως είµαστε γυναίκες και δεν µπορούµε
µ' άντρες να τα βάλουµε. Κι αφού µας κυβερνούνε
δυνατότεροι, αυτά πρέπει να υπακούµε και χειρότερα.

Εγώ λοιπόν ζητάω συγνώµη απ' τους νεκρούς και θα υπακούσω


σε κείνους που κυβερνούν. Το παραπάνω είναι παραφροσύνη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆ε θα σε παρακαλέσω κι ούτε δέχοµαι, και να το θέλεις,


τώρα δεν το θέλω εγώ. Εσύ κάνε όπως νοµίζεις, εγώ θα τον
θάψω. Και θα το κάνω έστω κι αν είναι να πεθάνω. Θα
κείτοµαι εκεί αγαπηµένη µε αυτόν που έχω αγαπήσει,
κάνοντας άγιο κρίµα. Σ' αυτούς θέλω ν' αρέσω πιο πολύ,
στους κάτω κι όχι σ' αυτούς που ζουν ακόµα. Γιατί για
πάντα θα 'µαι κει. Συ αν το θες περιφρονείς τα όσια και
τα ιερά.

ΙΣΜΗΝΗ

∆εν τα περιφρονώ, µα δεν τολµάω κιόλας να τα βάλω µ'


ολόκληρη την πόλη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
∆ικαιολογίες: Εγώ πηγαίνω τώρα να θάψω τον αγαπηµένο µου
αδερφό.

ΙΣΜΗΝΗ

Πόσο πολύ φοβάµαι για σένα, αδελφή µου!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μη νοιάζεσαι. Κοίτα να είσαι εσύ καλά.

ΙΣΜΗΝΗ

Τουλάχιστον να το κρατήσεις µυστικό, και εγώ δεν


πρόκειται να µιλήσω σε κανέναν γι' αυτό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Να το πεις! Πιο πολύ θα σε µισήσω για τη σιωπή σου, αν


δεν το φανερώσεις σ' όλο τον κόσµο.

ΙΣΜΗΝΗ

Έχεις ζεστή καρδιά γι' αυτά που φέρνουν σύγκρυο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ξέρω ότι αυτά θ' αρέσουνε σ' αυτούς που αγαπώ!

ΙΣΜΗΝΗ

Ναι, αν τα κατορθώσεις. Αλλά θα προσπαθήσεις τ'


ακατόρθωτα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μόνο αν δεν έχω πια δύναµη θα σταµατήσω.

ΙΣΜΗΝΗ

Ποτέ δεν πρέπει τ' άπιαστα να κυνηγάς.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αν συνεχίσεις να µιλάς έτσι θα σε µισήσω κι εγώ αλλά κι ο


νεκρός, όταν θα πας κοντά του. Άσε µε. Όσο για την
αποκοτιά µου είναι δικό µου πρόβληµα. Όµως τουλάχιστον θα
ξέρω πως δε θα πάω ντροπιασµένη.

ΙΣΜΗΝΗ

Αν το νοµίζεις σωστό καν' το. Αλλά να ξέρεις, κάνεις


τρέλα, όσο και να τον αγαπάς.

(Φεύγει η Αντιγόνη. Η Ισµήνη επιστρέφει στο παλάτι. Ο


χορός που αποτελείται από πρεσβύτερους Θηβαίους µπαίνει)

ΧΟΡΟΣ

Ήλιε, πιο πολύ από ποτέ, το πιο λαµπρό σου φως φάνηκε
τώρα στη Θήβα την εφτάπυλη. Κι η αχτίνα σου, µάτι της
χρυσής µέρας ανέτειλε πάνω στα νερά της ∆ίρκης! Τον
αργίτικο, το σιδερόφραχτο στρατό τον τύφλωσε κι έφυγε από
την πόλη µας µε βιάση, πάνω σα γρήγορα άλογά του. Τέτοιο
στρατό κουβάλησ' εναντίον της πατρίδας του ο Πολυνείκης,
από φιλονικεία ξεσηκωµένος. Και σαν αϊτός χίµηξε πάνω στη
χώρα µας, στριγγλίζοντας πίσω απ' τις άσπρες σαν το χιόνι
αστραφτερές ασπίδες, µε όλο το στρατό του που φορούσε στα
κράνη τα λοφία.

Πριν καλά καλά παραταχτεί γύρω στο κάστρο και σηµαδέψει


την εφτάπυλη είσοδο µε λόγχες φονικές, αναγκάστηκε να
φύγει, προτού ακόµα προφτάσει να γευτεί το αίµα µας και
να πυρπολήσει τους πύργους που στεφανώνουν τα τείχη της
πόλης. Τόσο δυνατός ήταν ο αχός της µάχης που γινόταν
πίσω του, αυτό δεν µπόρεσε να το νικήσει, και νικήθηκε
από τον εχθρικό του δράκο. Γιατί ο ∆ίας τη φαντασµένη
γλώσσα τη σιχαίνεται και όταν τον είδε να χιµάει σαν
ορµητικός χείµαρρος, µέσα στην κλαγγή των αρµάτων του µε
τόση περηφάνεια, πέταξε τον πυρωµένο κεραυνό του και τον
έκαψε, πάνω στην ώρα που ετοιµάζονταν πάνω στις επάλξεις
µας να κραυγάσει για την νίκη του.

Τρικλίζει και πέφτει καταγής µε γδούπο φοβερό, αυτό που


διψασµένος για αίµα, φυσοµανούσε σαν κακοµανιασµένη
θύελλα. Και δρασκελούσε πότε εδώ και πότε εκεί και τους
πετσόκοβε ορµητικός, ο µέγας Άρης. Κι όλοι τους, κι οι
επτά οι λοχαγοί, παραταγµένοι στις πύλες τις επτά
µπροστά, ίσοι προς ίσους αφιέρωσαν τα όπλα τους τ'
αστραφτερά σαν προσφορά στο βωµό του ∆ία που γύρισε τη
µάχη. Όλοι εκτός απ' τα δυο τα θλιβερά παιδιά, που αν και
είχαν τον ίδιο πατέρα και την ίδια µάνα έµπηξαν τα
κοντάρια ο ένας τ' αλλουνού και πήραν κι οι δύο απ' τον
θάνατο, ίσο µερίδιο. Τώρα όµως που µας ήρθε η πολυπόθητη
µεγάλη Νίκη, χάρισµα για την τη Θήβα µε τα αµέτρητα
άρµατα, ας τον ξεχάσουµε τούτον τον πόλεµο και πάµε στους
ναούς, µε το Βάκχο µας αρχηγό, να στήσουµε ολονύχτιους
χορούς, να ξεσηκώσουµε όλη τη Θήβα.

Μα να, κι ο νέος βασιλιάς µε των θεών τις ευλογίες, ο


γιος του Μενοικέα ο Κρέοντας έρχεται καταδώ και µοιάζει
σοβαρός. Σαν τι να σχεδιάζει και µας κάλεσε, όλη τη
γερουσία, σ' έκτακτη συνεδρίαση;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Άνδρες, αφού οι θεοί ταράξανε την πόλη, θέλησαν και πάλι


να ορθοποδήσει. Απ' όλους κάλεσα πρώτους εσάς εδώ. Ξέρω
πως δείξατε σεβασµό στο θρόνο απ' τον καιρό που
κυβερνούσε ο Λάιος. Και σαν ο Οιδίπους ξανάστησε την
πόλη, µα κι όταν χάθηκε, για τα παιδιά του εσείς δείξατε
φρονιµάδα και τα υποστήρίξατε. Τώρα λοιπόν που αυτά µε
ίδια µοίρα χάθηκαν, ένας τον άλλον χτυπώντας εχθρικά, µ'
ανόσιο χέρι σκοτωµένα και τα δυο, κρατώ τον θρόνο και την
εξουσία εγώ αφού είµαι συγγενή µε τους χαµένους.

Είναι αδύνατον να µάθεις τα φρονήµατα, τη σκέψη, την ψυχή


του κάθε ανθρώπου, προτού πάρει στα χέρια του εξουσία.
Για µένα, αυτός που κυβερνάει την πόλη και δεν αποφασίζει
το καλύτερο γι' αυτήν, ήταν και θα είναι ο χειρότερος. Κι
όποιος πιο πάνω απ' την πατρίδα του βάζει το φίλο, εγώ
τον λέω τιποτένιο. Ορκίζοµαι στον ∆ϊα, που όλα τα βλέπει
να µη σωπάσω βλέποντας την κατάρα αντί για τη σωτηρία
µας, να σιµώνει. Εχθρός της χώρας, δε θα γίνει φίλος µου
ποτέ. Γιατί, αν η πατρίδα µας αρµενίζει καλά και µας θα
σώζει και φίλους θα αποκτάµε. Λοιπόν εγώ µε τέτοιους
νόµους θα την προστατέψω. Και τώρα ακούστε τι έχω
διακηρύξει µεσ' στην πόλη για τα παιδιά του Οιδίποδα:

Ο Ετεοκλής που ήταν άριστος στο κοντάρι και χάθηκε


µαχόµενος για την πατρίδα, να ταφεί µε όλες τις τιµές που
του πρέπουν, όσες ταιριάζουν στους ηρωικούς νεκρούς. Τον
αδερφό του όµως, µιλάω για τον Πολυνείκη που εξόριστος
γυρίζει στην πατρίδα για να την κάψει κι αυτήν και τα
ιερά της και θέλησε να πιεί αδερφικό αίµα και τους δικούς
του να τους σύρει στη σκλαβιά, αυτόν, βγήκε στην πόλη
διαταγή, κανείς να µην τον θάψει ή να νεκροστολίσει ούτε
να µοιρολογήσει, αλλά άθαφτο να τον αφήσουνε, να τον
κατασπαράξουν τα σκυλιά και τα όρνεα.

Αυτή είναι η απόφασή µου. Γιατί εγώ ποτέ δεν βάζω ίσα το
καλό και το άδικο. Αλλά όποιος µε την πόλη αυτή είναι
φίλος, θα τον τιµώ ίδια και όταν ζει και νεκρό.

ΧΟΡΟΣ

Κάνε ό,τι σ' αρέσει στην πόλη, Κρέοντα, γιε του Μενοικέα
και για τους δύστροπους και τους νοµοταγείς, σε
εµπιστευόµαστε να πάρεις όποια απόφαση θέλεις και για
τους πεθαµένους και για τους ζωντανούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κι αυτά που ακούσατε θέλω να εφαρµοστούν.

ΧΟΡΟΣ

∆εν τ' αναθέτεις σε κάποιο κατώτερο;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Έστειλα κιόλας φρουρούς να φυλάξουν τον νεκρό.


ΧΟΡΟΣ

Λοιπόν. Έχεις κάποια άλλη προσταγή;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Να µη βοηθήσετε κανέναν παραβάτη.

ΧΟΡΟΣ

Ποιον θα βρεις τόσο ανόητο να θέλει να πεθάνει;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Έτσι θα τιµωρηθεί. Αλλά πολλές φορές η ελπίδα για το


κέρδος σκότωσε πολλούς.

(Μπαίνει ένας φύλακας)

ΦΥΛΑΚΑΣ

Βασιλιά, δε λέω πως έρχοµαι τρέχοντας µε φτερά στα πόδια


και χωρίς ανάσα, γιατί µε έτρωγε η έγνοια και
κοντοστεκόµουνα και πολλές φορές σκεφτόµουν να κάνω
στροφή και να γυρίσω πίσω. Τη µια έλεγε το µυαλό µου: Πας
να την πάθεις κακοµοίρη; Στάσου εδώ! Και την άλλη : Τι
στέκεις βλάκα; Τράβα. Κι αν το προφτάσει στον Κρέοντα
άλλος; Εσύ πως θα γλυτώσεις; Τέτοια στριφογυρίζοντας µέσ'
στο µυαλό κι αργούσα κάνοντας µεγάλη την κοντινή
απόσταση. Τέλος µε νίκησε η απόφαση να 'ρθω να στ'
αναφέρω κι ας µην ξέρω τίποτα. Και σου 'ρχοµαι
γαντζωµένος στην ελπίδα πως δε θα πάθω τίποτα άλλο εκτός
απ' όσα γράφει η µοίρα µου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μα τι συµβαίνει κι έχεις τέτοια ταραχή;


ΦΥΛΑΚΑΣ

Θέλω για µένα πρώτα να σου µιλήσω. ∆εν το 'καµα κι ούτ'


είδα εγώ ποιος το 'καµε και δεν είναι σωστό να τιµωρηθώ
εγώ γι' αυτό που έγινε!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι τρέχει και µιλάς τόσο µπερδεµένα; Φαίνεται σαν να


θέλεις να κρύψεις κάτι σπουδαίο.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Τη φοβερή είδηση δεν τη λες εύκολα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πες γρήγορα ό,τι έχεις να πεις και φύγε.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Στο λέω: Να, κάποιος, δεν είναι πολύ ώρα, έθαψε το νεκρό,
κι αφού τον ράντισε και έριξε πάνω του ψιλή σκόνη, πάει,
χάθηκε.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι; Ποιος άντρας µπόρεσε να το τολµήσει;

ΦΥΛΑΚΑΣ

∆εν ξέρω! ∆εν είχε χτυπήµατα απ' αξίνα, ούτε και κάπου
κοντά σωριασµένο χώµα, η γη ήταν ανέπαφη κι ούτε από
άµαξα υπήρχαν αυλακιές. Αυτός που το 'κανε εξαφανίστηκε.
Όταν µας το έδειξε ο φύλακας της βάρδιας µας φάνηκε
ολονών σαν παράξενο θαύµα! Ούτε ο νεκρός φαινόταν, ούτε
και τάφος υπήρχε, αλλά µε ψιλή σκόνη ξόρκισαν το κρίµα.
Κι ούτε σηµάδι από σκυλιά ή αγρίµι φαινόταν, να πεις πως
ήρθαν και έφαγαν το πτώµα.

Άρχισαν τότε βρισιές και τσακωµοί, ακόµα και στα χέρια


πιαστήκαν οι φύλακες

και κανείς δεν έµπαινε στη µέση να τους χωρίσει. Ο


καθένας έριχνε φταίξιµο στον άλλο, και µόνο τον εαυτό του
έλεγε αθώο. Πάσχιζε να ξεφύγει. Και πυρωµένα σίδερα θα
πιάναµε και στη φωτιά θα πέφταµε, κι όρκους πολλούς θα
λέγαµε πως ούτε εµείς το κάναµε, ούτε και ξέρουµε ποιος
το σκέφτηκε για να το κάνει. Μόλις καταλάβαµε ότι δεν
έβγαινε από πουθενά άκρη, λέει κάτι κάποιος και σκύβουµε
κεφάλι από φόβο συµφωνώντας όλοι. ∆ε γινότανε κι αλλιώς.
Πρότεινε αυτός να σου το πούµε κι να µην το κρύψουµε.
Νίκησε ο λόγος του και ο κλήρος έπεσε σε µένα τον µαύρο
να σου φέρω αυτό το καλό µήνυµα…

Κι ήρθα κακοδεχούµενος, το ξέρω. Ουδείς γαρ στέργει


άγγελον κακών επών.

ΧΟΡΟΣ

Βασιλιά, όσο το συλλογιέµαι, λέω µπας κι έβαλ' ο θεός το


χέρι του σ' αυτά.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πάψε, προτού ξεσπάσει η οργή που βρίσκεται µέσα µου κι


αποδειχτείς και γέρος κι άµυαλος µαζί. Γιατί δεν
υποφέρεσαι µ' αυτά που λες ότι δηλαδή νοιάζονται οι θεοί
για τούτο το νεκρό. Λες να τον έθαβαν σαν ευεργέτη τους
επειδή ήρθε να κάψει τους ναούς τους, τ' αφιερώµατά τους
ακόµα και τη γη τους, και ν' αναποδογυρίσει όλους τους
νόµους; Λες να τιµάνε τους κακούργους οι θεοί; Αυτό δε
γίνεται Ξέρω από καιρό κάποιους που ψιθυρίζουν εναντίον
µου κρυφά κουνώντας το κεφάλι τους, χωρίς να λογαριάζουν
νόµους κι άρχοντες. Κάποιοι απ' αυτούς, λοιπόν, ξέρω
καλά, βάλανε πληρωµένους να το κάνουν. Γιατί το χρήµα,
είναι ο χειρότερος θεσµός µέσα στους ανθρώπους. Γκρεµίζει
πολιτείες, οι άντρες ξεπορτίζουν απ' τα σπίτια τους,
στρέφει το µυαλό τ' ανθρώπου στο κακό, τον σπρώχνει στην
απάτη ή στο έγκληµα και έτσι χάνεται κάθε ντροπή και
σεβασµός και πλανεύονται οι τίµιες συνειδήσεις. Μα οι
πουληµένοι που 'καναν αυτό το πράγµα έφτασε η ώρα να
πληρώσουν ακριβά. Αν δεν µου βρείτε τον δράστη αυτόν της
ταφής και δεν τον φέρετε αµέσως µπροστά µου δεν πρόκειται
να πάτε στον Άδη, πριν τα οµολογήσετε όλα ζωντανοί πάνω
στην κρεµάλα. Να µάθετε ν' αρπάζετε άλλη φορά. ∆εν
µπορείς να κερδίζεις από παντού. Γιατί οι περισσότεροι
απ' αυτούς που βγάζουν βρώµικα λεφτά βγαίνουν χαµένοι στο
τέλος.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Έχω την άδειά σου να µιλήσω ή να φύγω;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆εν το καταλαβαίνεις ότι µ' ενοχλείς;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Που σ' ενοχλώ, στ' αυτιά σου ή στο µυαλό σου;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μπα! Γιατί θέλεις να βρεις που βρίσκεται η ενόχλησή µου;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Αυτός που έφταιξε σε στενοχωρεί στο µυαλό, εγώ στα αυτιά.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Βλέπω ότι γεννήθηκες φλύαρος.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Μπορεί. Αυτή την ταφή πάντως δεν την έκανα εγώ.


ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εσύ την έκανες. Και κάτι ακόµα χειρότερο. Πούλησες την


ζωή σου για τα χρήµατα.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Αδικία! ∆εν µπορεί να είναι το ίδιο πράµα και τα ψέµατα


κι η αλήθεια.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Άσε αυτό το αστείο παιχνίδι µε τη δικαιοσύνη και την


αδικία. Αν δε µου βρεις τους δράστες, θα δεις και θα
µάθεις γρήγορα τι σηµαίνει να κυνηγάς βρώµικο κέρδος.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Μακάρι να βρεθεί αυτός ο πονηρός. Όµως αν δεν πιαστεί, δε


θα µε ξαναδείς εµέναν να 'ρχοµαι πάλι µπροστά σου. Γιατί
εγώ δεν είχα καµιά ελπίδα να γλιτώσω και γι' αυτό τώρα
χρωστάω στους θεούς µεγάλη χάρη.

ΧΟΡΟΣ

Πολλά είναι τα παράδοξα µα τίποτα πιο θαυµαστό απ' τον


άνθρωπο. Πέρα απ' τον αφρισµένο ωκεανό περνάει µε το
νοτιά, ξσκίζοντας τα φουσκωµένα κύµατα, και τη Γη την
υπέρτατη θεά, την άφθαρτη κι ακάµατη οργώνει µε το αλέτρι
το δεµένο στα άλογα, προσπαθώντας να την κάνει να
βλαστήσει χρόνο µε το χρόνο. Κυνηγάει και πιάνει τα
ελαφρόµυαλα πουλιά, στήνει παγίδες σε θεριά κι αγρίµια
της στεριάς και δίχτυα για το θησαυρό της θάλασσας. Κι
εξουσιάζει ο τετραπέρατος βουνά και κάµπους, περνάει το
χαλινάρι στο άλογο τ' ατίθασο, και το ζυγό στο βουνίσιο,
στο δυνατό ταύρο. Έµαθε να µιλάει µε εµπνευσµένη σκέψη,
δηµιούργησε κοινωνία και νόµους και βρήκε τρόπο να
φυλάγεται απ' τους πάγους και το κρύο και της βροχής τις
µπόρες. Όλα τα καταφέρνει, έξω από ένα: Να ιδεί το
µέλλον. Μόνο απ' το θάνατο δε θα γλιτώσει κι ας βρήκε
γιατρικό σ' αγιάτρευτες αρρώστιες. Όµως κι αν έχει
καταφέρει µε τη σοφία και την τέχνη του τ' ανέλπιστα,
βαδίζει πότε στο κακό και πότε πάλι στο καλό. Άξιος
πολίτης όποιος κρατάει τους νόµους της πατρίδας του και
σέβεται τον όρκο στους θεούς. Ανάξιος, αυτός που
αποτολµάει το κακό. Αυτόν, ούτε στο σπίτι µου τον βάζω
ούτε ποτέ µου θα τον συγχωρήσω.

Μυστήριο πράµα αυτό που βλέπω. Ή γελιέµαι; Χωρίς


αµφιβολία, αυτή είναι. Η Αντιγόνη. Κακόµοιρο παιδί, του
δύσµοιρου Οιδίποδα, τι τρέχει; Μην πεις πως σε συνέλαβαν
να κάνεις τέτοια τρέλα! Παράκουσες τη διαταγή του
βασιλιά;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Ορίστε! Τούτη είναι που έκαµε αυτό το έργο. Την πιάσαµε


πριν λίγο να σκάβει για να τον θάψει. Μα που είναι ο
Κρέοντας;

ΧΟΡΟΣ

Να, συµπτωµατικά βγαίνει απ' το παλάτι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι συµβαίνει; Ποια είναι η σύµπτωση που µελετάς;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Βασιλιά µου, δεν πρέπει ποτέ να δεσµεύεται κανείς µε


όρκο. Η δεύτερη γνώµη ξεγελάει την πρώτη. Κι εγώ τ'
ορκίστηκα να µην ξαναπατήσω εδώ το πόδι µου, ύστερ' απ'
τις φοβέρες και τις προσβολές που µου πέταξες. Και εκεί
που δεν το περιµένεις, ξαφνικά µέσα στη µαυρίλα
ξεπροβάλλει διπλή χαρά. Κι ήρθα µε την κοπέλα αυτή που
έπιασα την ώρα που στόλιζε τον τάφο. Κι ας είχα πάρει
όρκο να µην έρθω. ∆ε ρίξαµε κλήρο. Μόνος µου την έπιασα,
χωρίς κανέναν άλλο. Και τώρα βασιλιά µου ανάλαβέ την εσύ,
κρίνε και εξέτασε. Μιας και εγώ γλίτωσα φεύγω
ξαλαφρωµένος, µε το δίκιο µου.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κι αυτή που φέρνεις, πότε και που την έπιασες;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Την ώρα που έθαβε το πτώµα. Τώρα τα ξέρεις όλα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Καταλαβαίνεις τι µου λες; Μιλάς σοβαρά;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Την είδα να θάβει το νεκρό που έχεις απαγορεύσει να


ταφεί. Είναι αυτό σαφές;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πως εµφανίστηκε και τη συνέλαβες; Πως έγινε;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Έτσι ακριβώς έγινε. Σαν φτάσαµε εκεί, µετά από τις


τροµερές φοβέρες σου, σκουπίσαµε τη σκόνη που σκέπαζε το
νεκρό, κι αφού καθαρίσαµε καλά το πτώµα καθόµαστε ψηλά
στα βράχια κάπως αποµακρυσµένοι για να µη µας φτάνει η
µυρωδιά του. Κι ο καθένας από µας ήταν πολύ προσεκτικός
πια και παρότρυνε και τον διπλανό του όποτε τον έβλεπε να
αδιαφορεί.

Περνούσε η ώρα ώσπου έφτασε ο ήλιος στη µέση τ' ουρανού


και µας έκαιγε. Ξαφνικά, σηκώθηκ' ένας σίφουνας, σαν
θεϊκό κακό και σάρωσε τον κάµπο, και άρχισε να γδέρνει
όλες τις φυλλωσιές των δέντρων και σηκωνόταν σαν σύννεφο
ψηλά µέχρι τον ουρανό. Κλείσαµε τα µάτια µας λουφάζαµε.
Ύστερ' από ώρα ξεθυµαίνει το κακό, και βλέπουµε την κόρη
να κλαίει πικρά και να οδύρεται, σαν πουλί που βρίσκει
άδεια τη φωλιά του. Έτσι έκανε κι αυτή εδώ, µόλις είδε
γυµνό το σώµα του νεκρού, βγάζει ουρλιαχτό και µε βαρειές
κατάρες καταριόταν εκείνους που το είχαν κάνει. Μετά πήρε
µέσα στις χούφτες της ψιλή σκόνη και µε ένα χάλκινο βάζο
ράντισε τρεις φορές τον πεθαµένο αδερφό της.

Εµείς τότε, µόλις την είδαµε, ορµήξαµε και την πιάσαµε.


∆εν ταράχτηκε καθόλου. Και δεν αρνιόταν καµιά απ' τις
κατηγορίες.

Στενοχωριόµουν και χαιρόµουνα µαζί. Από τη µια χαιρόµουνα


που γλίτωσα εγώ, αλλά στενοχωριόµουν που έπρεπε να την
φέρω αυτήν σε σένα. Όµως σαν το καλοσκεφτείς αυτά δε
µετράνε αν είναι να γλιτώσεις το κεφάλι σου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εσύ, που σκύβεις το κεφάλι σου κάτω, το παραδέχεσαι, ή


αρνιέσαι ότι το 'κανες;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆εν τ' αρνιέµαι. Οµολογώ πως το έκανα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εσύ φύλακα, µπορείς να φύγεις, να πας όπου θες. Είσ'


ελεύθερος πια, δε σε κατηγορώ.

Σύντοµα, λοιπόν, µε λίγα λόγια, πες µου: Το ήξερες πως


αυτό το είχα απαγορέψει;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Το 'ξερα φυσικά. Και ποιος δεν το 'ξερε.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και τόλµησες να το κάνεις κι ας το είχα απαγορεύσει εγώ;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ο ∆ίας όµως δε µου τ' απαγόρεψε, ούτε η ∆ικαιοσύνη του


Κάτω Κόσµου όρισε τέτοιους νόµους για τους ανθρώπους. Κι
ούτε πιστεύω ότι οι διαταγές ενός θνητού να είναι πιο
πάνω από τους άγραφους και αλάθευτους αιώνιους νόµους του
ουρανού. Γιατί όχι µονάχα σήµερα ή χτες αλλά από πάντα
υπάρχουν, δεν ξέρουµ' από πότε. Απ' τους θεούς εγώ δε θα
τιµωρηθώ γιατί φοβήθηκα έναν θνητό.

Το ότι θα πεθάνω το ήξερα πολύ καλά, (πως µπορούσε να


γίνει άλλωστε αλλιώς) πριν απ' τις προσταγές σου. Κι αφού
είναι να πεθάνω, θα 'χω κέρδος να πάω µια ώρα
γρηγορότερα. Για όποιον ζει µε τα δικά µου βάσανα όπως
εγώ, καλύτερος είναι ο θάνατος. Μια τέτοια τύχη δε µου
κακοφαίνεται. Αλλ' άµα το νεκρό, αυτόν που µας γέννησε η
ίδια µάνα, τον παράταγα άθαφτο, θα πονούσα. Για τ' άλλα
δε λυπάµαι πια. Κι αν µ' ό,τι κάνω, εσύ µε παίρνεις για
τρελή κατά κάποιον τρόπο την τρέλα τη χρωστάω σ' έναν
τρελό.

ΧΟΡΟΣ

Παθιασµένο σαν τον πατέρα τούτο το παιδί. ∆εν το βάζει


κάτω µπρος στον κίνδυνο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μα ξέρε πως τα πείσµατα τα πιο σκληρά λυγίζουν, ακόµα ως


κι αυτό τ' ατσάλι

που είναι ψηµένο στη φωτιά µπορείς να το δεις να ραγίζει


και να κόβεται στα δύο. Ξέρω πως και τα πιο άγρια άλογα
µ' ένα µικρό χαλινάρι µπορείς να τα δαµάσεις. Ποτέ δε
µπορεί να σηκώνει κεφάλι εκείνος που είναι δούλος σε
άλλους. Και το ήξερε καλά πως µε περιφρονεί όταν τις
διαταγές µου πήρε αψήφιστα και τώρα µας καυχιέται µ' άλλη
προσβολή και µας κοροϊδεύει κιόλας για την πράξη της. ∆εν
είµαι εγώ λοιπόν ο άντρας, αλλά αυτή θα είναι, αν την
αφήσω να πατάει τους νόµους δίχως τιµωρία. Μα είτε είναι
παιδί της αδερφής µου ή και δικό µου που προστατεύει ο
∆ίας, δε θα γλιτώσουν αυτή κι η αδερφή της απ' το θάνατο.
Κι εκείνην το ίδιο την κατηγορώ, πως πήρε µέρος στην
ταφή. Φωνάξτε την εδώ. Την είδα µέσα πριν λίγο να
δέρνεται και να χτυπιέται σαν τρελή. Γιατί η ταραχή
προδίνει όλους αυτούς που στήνουνε συνωµοσίες στα κρυφά.
Και εγώ µισώ όποιον πιαστεί να εγκληµατεί και µετά
πασχίζει να οµορφύνει το έγκληµά του.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θες τίποτ' άλλο, εκτός απ' το να µε σκοτώσεις;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τίποτ' άλλο, πράγµατι. Αν έχω αυτό, τα έχω όλα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τι κάθεσαι λοιπόν; Όπως τα δικά σου λόγια δε µου αρέσουν,


ούτε και θα µ' αρέσουν, έτσι και σένα τα δικά µου σ'
ενοχλούν. ∆όξα δεν περίµενα λαµπρότερη απ' το να θάψω τον
αγαπηµένο µου. Το ίδιο θα'λεγαν και όλοι τούτοι εδώ αν
δεν τους βούλωνε το στόµα ο φόβος. Μα η τυραννία γι' αυτό
το λόγο επικρατεί, γιατί µπορεί να λέει και να κάνει ό,τι
θελήσει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μόνο εσύ, ανάµεσα σ' όλους αυτούς, έχεις αυτή την άποψη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κι αυτοί την έχουν, µα κρύβονται µπροστά σου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και συ δεν ντρέπεσαι να σκέφτεσαι διαφορετικά απ' όλους;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆εν είναι ντροπή να τιµάω τον αδερφό µου.


ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆εν ήταν αίµα σου κι ο άλλος ο νεκρός;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αίµα µου, από την ίδια µάνα και τον ίδιο πατέρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆εν τον ντροπιάζεις, αφού τιµάς τον άλλον;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆εν θα πει ο πεθαµένος κάτι τέτοιο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ναι, αν τον τιµάς εξ ίσου µε τον ασεβή!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αδελφός µου χάθηκε όχι δούλος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αυτός ήρθε για να καταστρέψει τη χώρα µας, ενώ ο άλλος


σκοτώθηκε στη µάχη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ωστόσο, ο Άδης θέλει τους ίδιους νόµους για όλους.


ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Όχι όµως ο καλός ίσα µε τον κακό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ποιος ξέρει αν αυτό φαίνεται κακό στον κάτω κόσµο;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και πεθαµένο τον εχθρό µου δεν τον συγχωρώ.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆ε γεννήθηκα για να µισώ, αλλά για ν' αγαπώ.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πήγαινε τώρα στη χώρα των νεκρών κι εκεί αγάπα τους αν


θέλεις να τους αγαπάς. Εγώ όσο ζω, γυναίκα δε θα µε
διατάξει.

ΧΟΡΟΣ

Μα να, η νεαρή Ισµήνη έρχεται βιαστικά, χύνοντας δάκρυα


για την µοίρα της αδερφής της, ένα σύννεφο πανω από τα
φρύδια της σκοτεινιάζει το ξαναµµένο πρόσωπο βρέχοντας τ'
όµορφο µάγουλό της.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και συ που στο σπίτι τρύπωνες σαν οχιά, που µου ρούφαγες
το αίµα και δεν καταλάβαινα πως τρέφω δυο κατάρες για το
θρόνο µου, έλα και πες µου, ήσουν µαζί στον τάφο ή τώρα
θα ορκιστείς πως τάχα δεν το ξέρεις;
ΙΣΜΗΝΗ

Αν το 'κανε αυτή κι εγώ. Οµολογώ πως πήρα κι εγώ µέρος κι


έχω φταίξιµο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όχι, το δίκιο δεν το επιτρέπει αυτό. Ούτε θέλησες, ούτε


κι εγώ σε πήρα µαζί µου.

ΙΣΜΗΝΗ

Όµως δεν ντρέποµαι σ' αυτές τις συµφορές να 'ρθω µαζί σου
κι ας πάθουµε τα ίδια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κάτω στον Άδη ξέρουνε ποιος το 'κανε. ∆εν αγαπώ όσους


αγαπούν µε λόγια.

ΙΣΜΗΝΗ

Μη µ' εµποδίζεις, µαζί σου να πεθάνω. Και µαζί να


τιµήσουµε το νεκρό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μη θέλεις να φορτωθείς όσα δεν άγγιξες. Μη µου πεθαίνεις.


Φτάνει που πεθαίνω εγώ.

ΙΣΜΗΝΗ

Και πως θα ζήσω άµα εσύ λείψεις;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τον Κρέοντα ρώτα. Αυτός σε νοιάζει µόνο.

ΙΣΜΗΝΗ

Και τι κερδίζεις, να µε πικραίνεις έτσι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ο µορφασµός µου είναι από πόνο, όχι γέλιο.

ΙΣΜΗΝΗ

Τι άλλο µπορώ να κάνω εγώ για σένα;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Να σωθείς. ∆ε µε πειράζει που γλιτώνεις.

ΙΣΜΗΝΗ

Η έρµη, και να στερηθώ τη µοίρα σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εσύ διάλεξες να ζεις, εγώ διάλεξα να πεθάνω.

ΙΣΜΗΝΗ

Όµως, ό,τι µου 'ρχόταν στο µυαλό δε στο έκρυψα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Καλά έκανες. Κι εγώ έκανα ό,τι πίστευα σωστό.


ΙΣΜΗΝΗ

Να µοιραστούµε κι οι δυο το φταίξιµο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κρατήσου, εσύ ζεις. Εµένα η ψυχή είναι δοσµένη στους


νεκρούς από καιρό, γι' αυτό και τους υπηρετώ.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πάει, τρελαθήκανε κι οι δυο, µόλις τώρα η µία, ενώ η άλλη


από τη γέννησή της.

ΙΣΜΗΝΗ

Το χάνεις το µυαλό σου, βασιλιά, όταν βρεθείς µέσα σε


τόσα βάσανα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Συ το έχασες, όταν διάλεξες τους κακούργους.

ΙΣΜΗΝΗ

Και πως θα ζούσα µόνη µου χωρίς αυτήν;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αυτή είναι ξεγραµµένη, µην τη µελετάς.

ΙΣΜΗΝΗ

Θέλεις να σκοτώσεις τη µνηστή του γιού σου;


ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Υπάρχουν πολλά χωράφια γι' αυτόν να οργώσει.

ΙΣΜΗΝΗ

Ποιο ταιριαστό απ' αυτούς τους δυο, κανένα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆ε θέλω για το γιό µου τέτοια κακιά γυναίκα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αίµονα, καλέ µου, ο γονιός σου σε κακολογεί!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πολύ µε σκότισες και εσύ και ο γάµος σου.

ΧΟΡΟΣ

Ευτυχισµένος είναι αυτός που δε γεύτηκε τα βάσανα. Γιατί


σαν τρανταχτεί από θεό ένα σπιτικό, η συµφορά περνά από
τη µια γενιά στην άλλη όπως ορµάει το µαύρο πέλαγος και
ξεσηκώνει από το σκοτεινό τον πάτο µαύρη άµµο και δυνατοί
θρακικοί άνεµοι φέρνουν µεγάλα κύµατα, έτσι και στα
σπίτια των Λαβδακιδών, χρόνια τώρα, συµφορές σωριάζονται
πάνω στα πάθη, και δεν µπορεί ν' απαλλάξει η µια γενιά
την άλλη, αλλά τους ο θεός τους ρίχνει κάτω πάντα και δε
µπορούν να γλιτώσουν. Τώρα πάνω που άρχισε να φαίνεται
µια χαραµάδα φως, το στερνό βλαστάρι απ' τις ρίζες του
Οιδίποδα το θέρισαν ξανά ασυλλόγιστα λόγια και σκοτεινά
µυαλά, µε το φονικό λεπίδι των θεών του κάτω κόσµου.

Κανείς τη δύναµή σου ∆ία δε θα µπορέσει να την ξεπεράσει,


ούτε κι αυτός ο Ύπνος που όλα τα παραλύει, ούτε και να σε
φθείρει µπορεί ο αγέραστος καιρός. Μα αιώνια παντοδύναµος
θα κυβερνάς µέσα στην αστραφτερή δόξα του Ολύµπου. Στο
µέλλον, στο παρόν, στο παρελθόν, ένας νόµος υπάρχει: ∆ε
γίνεται κανένας άνθρωπος να κρατηθεί έξω απ' τη συµφορά
για πάντα. Γιατί η ελπίδα πλανεύει. Άλλους τους στέλνει
στο σωστό δρόµο, κι άλλους τους τρέφει µε λαχτάρες
κούφιες. Γλιστράει µέσα σ' αυτόν που δεν ξέρει και σέρνει
το βήµα του στη φωτιά.

Έχει ειπωθεί ένας λόγος σοφός: Αν θέλει ένας θεός στη


συµφορά να σπρώξει κάποιον, σκοτίζει το µυαλό του και το
κακό το παίρνει για καλό. Όµως ελάχιστα το ευχαριστιέται.

Αλλά να, το µοναχοπαίδι σου, ο Αίµονας. Άραγε ν' άκουσε


για το χαµό της Αντιγόνης κι έρχεται αγανακτισµένος, και
πονεµένος για τη χαµένη ελπίδα του γάµου του;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Γρήγορα θα το µάθουµε, πολύ καλύτερα από µάντεις.

Παιδί µου, άκουσες την απόφασή µου για τη µνηστή σου και
ήρθες θυµωµένος; Ή µ' ό,τι και να κάνω, θα 'µαστε φίλοι;

ΑΙΜΟΝΑΣ

∆ικός σου είµαι πατέρα. Και τις σωστές σου συµβουλές εγώ
πάντα θ' ακολουθήσω. Κανένα γάµο δε θα βάλω πιο πάνω από
σένα, αν µε καθοδηγείς καλά.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Με τέτοια αισθήµατα, παιδί µου στην καρδιά ν' ακολουθείς


τη γνώµη του πατέρα σου, κάθε γονιός θέλει να 'χει τέτοια
παιδιά που και να πειθαρχούν µέσα στο σπίτι του, τον
εχθρό του πάντα να τον πολεµούν και να τιµούν το φίλο
του, σαν τον πατέρα. Ενώ αυτός που γεννάει άχρηστα
παιδιά, φυτεύει για τον ίδιο πολλά βάσανα και στους
εχθρούς δίνει αφορµές για να γελάνε µαζί του. Γι' αυτό,
παιδί µου ποτέ µην ξελογιαστείς απ' τη λαχτάρα µιας
γυναίκας. Να ξέρεις, θα πικραίνεσαι µέσα στο σπίτι σου αν
βάλεις παντρευτείς δολερή νύφη. Χειρότερη πληγή απ' τον
κακό φίλο ακόµα, µεγαλύτερη δεν υπάρχει. Φτύσε την κι
άστηνε λοιπόν να πάει να παντρευτεί στον Άδη µε νεκρούς.
Γιατί µέσα στην πόλη αυτή µονάχα απ' όλους πιάστηκε να
παρανοµεί. Και δε θα βγω ψεύτης εγώ µπροστά στο λαό. Θα
τη σκοτώσω. Ας πάει να λιβανίζει το ∆ία. Αν θρέψω
αντάρτες µέσ' στο σπίτι µου, σκέψου πόσοι θα ξεπεταχτούν
απ' έξω. Όποιος µε τους δικούς του φέρνεται καλά, θα
φερθεί µετά και στην πόλη σωστά και δίκαια. Αν κάποιος
που πατάει τους νόµους, νοµίζει πως θα υπερνικήσει αυτούς
που κυβερνούν, µην περιµένεις να πάρει και τιµές για τα
καµώµατά του. Μα να υπακούµε πρέπει σ' όποιον ψήφισ' ο
λαός και για µικρά και δίκια και για τ' ανάποδα ακόµα.
Πιστεύω πως αυτός που κυβερνά καλά µπορεί να θέλει να
κυβερνηθεί καλά. Κι αν πρέπει αυτός να πάει να πολεµήσει,
θα µείνει εκεί σύντροφος πιστός κι ανδρείος. ∆εν υπάρχει
κατάρα µεγαλύτερη από την αναρχία. Γκρεµίζει πόλεις,
αναστατώνει σπίτια και σπέρνει φόβο µες στη µάχη και την
ήττα στους δικούς µας. Ενώ η πειθαρχία, σώζει το στρατό.
Πρέπει να υπερασπιζόµαστε το νόµο, την τάξη, κι όχι ό,τι
θέλει µια γυναίκα. Καλύτερ' από άντρα, αν είναι να πέσω
παρά να πούνε πως µ' έριξε γυναίκα.

ΧΟΡΟΣ

Εγώ, αν στέκοµαι καλά στα πόδια µου, νοµίζω πως όσα


είπες, είναι σωστά.

ΑΙΜΟΝΑΣ

Πατέρα, οι θεοί µας δώσαν το µυαλό, ό,τι καλύτερο αγαθό


στον κόσµο. Κι εγώ δε θα 'λεγα πως δεν τα λες σωστά, ούτε
θα το 'θελα, ούτε και το µπορώ. Αλλά µπορεί να υπάρχουν
κι άλλες γνώµες. Εσύ από τη θέση σου, δε µπορείς να
ξέρεις τι λένε, τι κάνουν ή τι κατηγορούν, γιατί φοβάται
ο καθένας να σου πει τις γνώµες που δε θα σ' άρεσε ν'
ακούσεις. Μα εγώ µπορώ ν' ακούσω τι ψιθυρίζεται στην
πόλη. Μοιρολογάνε το κορίτσι, το πιο δύστυχο απ' όλες τις
γυναίκες, που λιώνει γιατί τόλµησε να κάνει µια άγια
πράξη: "Εκείνη που τον αδερφό της έθαψε και δεν τον άφησε
παρατηµένο εκεί τροφή για τα άγρια τα σκυλιά και τα
όρνια, δεν της αξίζανε οι πιο µεγάλες τιµές;" Τέτοια
κυκλοφορούν µουρµουριστά παντού.

Πατέρα, το να είσαι ευτυχισµένος, είναι για µένα, το πιο


πολύτιµο πράγµα στον κόσµο. Τι άλλο θέλει ο γιός παρά τη
δόξα του πατέρα κι ο πατέρας τη δόξα του παιδιού του; Μην
έχεις την ιδέα, πως το δικό σου είναι µόνο το σωστό και
τίποτ' άλλο. Γιατί όσοι νοµίζουν πως µονάχ' αυτοί έχουνε
γλώσσα και ψυχή και κανένας άλλος άµα τους ξεψαχνίσεις
τους βρίσκεις κούφιους.
Και δεν είναι ντροπή ακόµα κι αν κάποιος είναι σοφός,
όταν µαθαίνει κάτι καινούργιο να αλλάζει τη γνώµη του.
Γιατί όσα απ' τα δέντρα στην ορµή του χείµαρρου λυγίζουν
τα κορµιά τους, δεν τσακίζονται. Όµως όσα αντιστέκονται,
ξερριζώνονται. Έτσι και το καράβι µέσα στους ανέµους. Άµα
δεν λασκάρεις τα πανιά, τουµπάρει, κι αναγκάζεσαι να
σταµατήσεις το ταξίδι σου νικηµένος από τα κύµατα. Σκέψου
λοιπόν και δώσε τόπο στην οργή Κι άµα µετράει η γνώµη του
νεώτερου, πιστεύω πως είν' ωραίο κανένας να γεννηθεί
σοφός και σ' όλα γνωστικός. Μ' αφού δε γίνεται, πότε πότε
είναι καλό ν' ακούµε κι εκεινούς που λένε το σωστό.

ΧΟΡΟΣ

Άκουσε, βασιλιά, αν λέει κάτι σωστό. Και συ. Γιατί καλά


µιλήσατε κι οι δυό.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Φτάσαµε σ' αυτή την ηλικία για να µας µάθει γράµµατα ένα
παιδί;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Τίποτα το άδικο Κι αν είµαι νέος, εσύ τα έργα να κοιτάς,


όχι την ηλικία.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Είναι έργο για σένα να τιµάς κακούργους;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Εγώ κακούργους ποτέ δε θα τιµούσα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μήπως δεν πιάστηκε σε τέτοιο κρίµα αυτή;


ΑΙΜΟΝΑΣ

Σ' όλη τη Θήβα δε λένε κάτι τέτοιο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Η πόλη θα µας πει τι θα διατάζουµε;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Βλέπεις πως τώρα µίλησες σαν παιδάκι;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μαζί µε άλλον θα κυβερνάω τη χώρα;

ΑΙΜΟΝΑΣ

∆εν υπάρχει χώρα που να 'ναι µόνο ενός.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆εν είναι η πόλη εκείνου που κυβερνάει;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Καλά θα κυβερνούσες κάποια έρηµη χώρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τούτος µε τη γυναίκα συµµαχεί λοιπόν.


ΑΙΜΟΝΑΣ

Αν είσαι γυναίκα. Γιατί για σένα νοιάζοµαι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ντροπή σου που κρίνεις τον πατέρα σου;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Ούτε το δίκαιο κάνεις ούτε το σωστό.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Είναι λάθος που τιµάω τις αρχές µου;

ΑΙΜΟΝΑΣ

∆εν τις τιµάς, αν ατιµάζεις τους θεούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Βρωµόπαιδο! Που υποχωρείς σε µια γυναίκα!

ΑΙΜΟΝΑΣ

∆ε θα µε δεις να τρέχω πίσω απ' τη ντροπή!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κάθε κουβέντα που θα πεις, είναι γι' αυτήν.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Και για σένα και για µένα και για τους θεούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Σκλάβε του θηλυκού, τι λες;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Εσύ όλο θες να λες και δεν ακούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ακούς εσύ; Ζωντανή δε θα την παντρευτείς.

ΑΙΜΟΝΑΣ

Άκου και συ: Αν πεθάνει αυτή θα καταστραφεί κι άλλος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Έχεις το θράσος και να µε φοβερίζεις;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Πως µπορώ να φοβερίσω ανόητο;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Με πόνο και κλάµα θα βάλεις µυαλό, άµυαλε!

ΑΙΜΟΝΑΣ

Αν δεν σ' είχα πατέρα, θα σ' έλεγα τρελλό!


ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αλήθεια; Να ξέρεις, µα τον ίδιο τον Όλυµπο, δε θα χαρείς


πολύ έτσι που βρίζεις.

Εµπρός! Φέρτε 'δω το βδέλυγµα. Βάλτε την στο πλευρό του,


να πεθάνει µπροστά στα µάτια του γαµπρού.

ΑΙΜΟΝΑΣ

Όχι! Αυτό να µην το φανταστείς ποτέ. Ούτε µπροστά µου θα


πεθάνει αυτή και συ ποτέ δε θα µε ξαναδείς στα µάτια σου.
Και πήγαινε µε τους φίλους σου που µπορούν να σε
υποφέρουν.

ΧΟΡΟΣ

Έφυγ' ο νέος εξοργισµένος, βασιλιά. Πόνεσε το καηµένο το


παιδί πολύ.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ας κάνει ό,τι νοµίζε, αν είν' άντρας. Αυτές τις δυό, δεν


θα τις σώσει απ' το χαµό.

ΧΟΡΟΣ

Μα σκέφτεσαι αλήθεια να τις σκοτώσεις και τις δυό;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Καλά λες, όχι αυτή που είναι αµέτοχη.

ΧΟΡΟΣ

Και πως σκοπεύεις να σκοτώσεις την άλλη;


ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Στην ερηµιά! Θα την πάω έξω απ' την πόλη και θα τη θάψω
ζωντανή σε µια βαθιά σπηλιά. Θα της πετάξω κι ένα
ξεροκόµµατο, ίσα ίσα να µη µαγαριστεί η πόλη. Κι εκεί, ας
κάνει µόνη της προσευχές στον Άδη της, που µόνο αυτόν
πιστεύει κι ίσως να τη σώσει. Αλλιώς θα µάθει τουλάχιστον
ότι είναι µάταιος κόπος να σέβεται κανείς µονάχα τους
νεκρούς.

ΧΟΡΟΣ

Έρωτα, ανίκητε σε κάθε µάχη, εσύ που κεντάς όποιον κι αν


σηµαδέψεις µε τα βέλη σου. Έρωτα συ, που ξαγρυπνάς στα
τρυφερά τα µάγουλα των κοριτσιών που δρασκελάς πάνω απ'
τις θάλασσες και χώνεσαι στους κήπους των σπιτιών, κανείς
δεν γλιτώνει από σένα, ούτε θεός, ούτε κοινός θνητός, µα
όποιον τον αγγίξεις, τον τρελαίνεις. Εσύ, τον άνθρωπο το
φρόνιµο τον σπρώχνεις στ' άδικο και στο χαµό, εσύ άναψες
φιλονικία ανάµεσα σε γιό και σε πατέρα και τους τάραξες.
Νικάει ο πόθος κι η λαχτάρα για την ωραία νύφη, σε πείσµα
όλων των µεγάλων νόµων, που αµέριµνη η θεά Αφροδίτη τους
εµπαίζει.

Τώρα κιόλας κι εγώ παρανοµώ µε το να µη µπορώ τα δάκρυά


µου να κρατήσω βλέποντας τη δύστυχη την Αντιγόνη να τη
σέρνουνε στον τάφο που µέσα του µια µέρα όλοι θα µπούµε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Συµπολίτες, κοιτάξτε µε, περπατάω το στερνό µου δρόµο,


βλέπω το φως του ήλιου για τελευταία φορά, και πια ποτέ
ξανά. Στο κοιµητήρι του µε σέρνει ο Άδης, ζωντανή, για
του Αχέροντα την όχθη. Νυφιάτικο τραγούδι δε µ' αξίωσε
ούτ' επιτάφιους ύµνους έψαλλε, αλλά παντρεύοµαι το
σκοτεινό ποτάµι.

ΧΟΡΟΣ

Όµως µε περηφάνεια και µε δόξα πας στο σκοτεινό βασίλειο


των νεκρών, δίχως να σε χτυπήσει αρρώστεια και να σ'
αγγίξει ξίφος κοφτερό. Το διάλεξες. Μόνη, απ' όλους τους
θνητούς να κατεβείς στον Άδη ζωντανή.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Άκουσα πόσο φριχτά χάθηκε η ξένη απ' τη Φρυγία, κόρη του


Ταντάλου, στην κορυφή του Σίπυλου Βράχινος βρόχος φύτρωσε
και κισσός τριγύρω της την έπνιξε. Τη λιώνουν οι βροχές.
Κι όπως το λέει ο κόσµος, ούτε τα χιόνια λείπουνε. Βρέχει
κατ' απ' τα φρύδια και µουσκεύεται ο λαιµό της. Έτσι και
µένα κάποιο πνεύµα µε ναρκώνει.

ΧΟΡΟΣ

Ήταν όµως θεά, κόρη θεού και µεις άνθρωποι, είµαστε από
θνητή γενιά. Μεγάλο πράγµα να γίνει γνωστό πως µια
γυναίκα µοιράστηκε την τύχη θεάς στην ζωή της και µετά το
θάνατό της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Με κοροϊδεύουν! Γιατί για το θεό προτού να φύγω µε


περιγελάς µπροστά µου! Πόλη µου και της πόλης άρχοντες,
πηγές της ∆ίρκης κι άλσος της Θήβας της πολυάρµατης εσείς
τουλάχιστον σταθείτε µάρτυρες πως άκλαυτη από δικούς µου,
µε τι νόµο, µε χώνουν σε ταφοσπηλιά, φυλακή ανήκουστη.
Έρηµη. Ζωντανή, είµαι νεκρή γι' αυτούς που ζουν και
πεθαµένη, χώρια από τους νεκρούς.

ΧΟΡΟΣ

Το παρατέντωσες, παιδί µου το σκοινί και σκόνταψες στα


σκαλοπάτια τα ψηλά της ∆ίκης. Θα ξεπληρώνεις κάποιο
πατρικό αµάρτηµα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Άγγιξες την πιο βαθειά πληγή µου, την κακιά τριπλή µοίρα
του πατέρα που 'ναι για µένα η πιο σκληρή στους
ξακουστούς τους Λαβδακίδες. Κρεβάτι µητρικό κι άνοµα
ζευγαρώµατα µε το παιδί σου, µάνα, µε τον πατέρα µου τον
κακογέννητο, µε γεννήσατε και µένα να παιδεύοµαι,
καταραµένη κι άγαµη έρχοµαι να σας συναντήσω.

∆ύσµοιρε αδερφέ µου, για να σε θάψω και να σε


νεκροστολίσω, και πεθαµένος, µε σκοτώνεις.

ΧΟΡΟΣ

Καλό είναι να 'χει σεβασµό κανείς, όµως σε κείνον που


κρατάει την εξουσία δεν πρέπει ν' αντιστέκεται. Και συ
έκανες του κεφαλιού σου και πληρώνεις.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Άκλαυτη, χωρίς φίλους, χωρίς τραγούδι νυφικό βαδίζω το


στερνό µου δρόµο. Είν' άδικο να µην ξαναντικρύσω το φως
του ήλιου η δύστυχη. Για τον καηµό µου κανείς δεν κλαίει,
κανένας φίλος δε στενάζει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αν γλίτωνε µε θρήνους και µε κλάµατα δε θα πέθαινε ποτέ


ένας καταδικασµένος σε θάνατο. Πάρτε την αµέσως από εδώ!
Κι όπως σας διέταξα: Χτίστε την µεσ' σε βαθύ λάκκο κι
άστε την, µονάχη κι έρµη, είτε για να πεθάνει, είτε να
ζήσει σ' αυτό το σπιτικό της. Έτσι, χωρίς να βάψουµε τα
χέρια µας αυτή θα φύγει απ' τον απάνω κόσµο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τάφε, χτισµένο κάτω απ' τη γη για πάντα σπίτι και κρεβάτι


µου, έρχοµαι τώρα να βρω τους νεκρούς µου, που η
Περσεφόνη τους φιλοξενεί όλους µαζί κει κάτω.Και τώρα,
τελευταία, πριν της ώρας µου έρχοµαι κι εγώ, χειρότερ'
απ' τους άλλους. Και τρέφω ελπίδα, γλυκιέ πατέρα µου κι
εσένα αγαπηµένη µάνα να σας βρω, όπως και σένα µυριάκριβε
αδερφέ µου. Γιατί όλους εσάς σαν µου χαθήκατε εγώ σας
έλουσα, σας νεκροστόλισα σας ράντισα και τώρα Πολυνίκη
µου για ν' αλαφρώσω το κορµί σου τι τραβάω.
Μα οι φρόνιµοι θα πουν πως έκανα καλά. Και µε την εξουσία
δε θα τα 'βαζα αν ήταν να 'χω τα παιδιά µου εγώ νεκρά ή
κι αν ακόµα πέθαινε ο άντρας µου.

Λοιπόν, γιατί τα λέω τώρα όλ' αυτά; Ο άντρας µου αν


χανόταν θα 'παιρν' άλλον κι αν τα παιδιά µου, θα 'κανα
απ' άλλον άντρα, µ' αφού δε ζούνε µάνα και πατέρας πια δε
γίνεται να κάνω άλλον αδερφό. Μ' αυτό το νόµο σ' έβαλ'
αδερφέ µου από του Κρέοντα το νόµο πιο ψηλά κι ας λέει
πως εγκληµάτησα παράτολµα. Με σέρνει τώρα µε δεµένα χέρια
αυτός, παρθένα ανύπαντρη, ατραγούδητη, χωρίς ν' αξιωθώ
παιδί στην αγκαλιά, παρατηµένη έρηµη από φίλους στη
φυλακή των πεθαµένων ζωντανή. Ενώ ποιο νόµο των θεών έχω
πατήσει, και πώς να βασιστώ η έρµη στους θεούς; Ποιον να
φωνάξω για βοήθεια; Και που; Αφού ατιµάστηκ' άτιµα για να
τιµήσω. Αν οι θεοί τα κρίνουνε αυτά σωστά, τότε να το
παραδεχτώ πως έφταιξα. Μα αν άλλοι έχουν το κρίµα, ας µην
πάθουν πιο πολλά απ' όσα µου κάνουν άδικα.

ΧΟΡΟΣ

Ακόµα στην ίδια πάντα τρικυµία παραδέρνει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τούτοι εδώ οι φρουροί, πικρά θα κλάψουν που καθυστερούν.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αλίµονο, τούτος ο λόγος µε πάει ξυστά στο θάνατο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μην έχεις πια καµιά ελπίδα να γλιτώσεις. Είπα κι έγινε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πατρίδα των γονιών µου, Θήβα, θεοί πανάρχαιοι της γενιάς


µου, πάει, τέλειωσε, µε παίρνουν! Κοιτάτε µε της Θήβας
άρχοντες τη µόνη στερνή βασιλοπούλα, εµένα, τι παθαίνω κι
από ποιους, για να τιµήσω την ευσέβεια.

ΧΟΡΟΣ

Το 'παθε κι η ∆ανάη, να στερηθεί το φως σαν κλείστηκε σε


σιδερένια φυλακή σαν νεκροθάλαµο, δεµένη µ' αλυσίδες, µε
σπέρµα της χρυσής βροχής του ∆ία στην κοιλιά της, κι ας
ήταν από ένδοξη γενιά, παιδί µου. Μα είν' η δύναµη της
µοίρας φοβερή και ούτε πλούτος, πόλεµος και κάστρα ούτε
καράβια θαλασσοδαρµένα της ξεφεύγουν. Αλυσοδέθηκε κι ο
γιός του ∆ρύαντα, ο αψύχολος, ο βασιλιάς των Ηδωνών της
Θράκης, ο αλαζόνας. Τον έχτισ' ο ∆ιόνυσος σε πέτρινο
πηγάδι να ξεθυµάνει η µανιασµένη λύσσα του. Και το
µετάνοιωσε πικρά που µεσ' στην τρέλα του χλεύαζε και
περιγελούσε το θεό, όταν εµπόδιζε απ' τη βακχεία τις
µαινάδες σβήνοντας τους δαυλούς κι ερέθιζε τις µούσες.
Στη µαύρη µε τα δυό τα σκέλη θάλασσα, στο θρακικό
Σαλµηδησσό του Βόσπορου, τον αφιλόξενο, ο Άρης ο
προστάτης είδε τις άδειες κόγχες των τέκνων του Φινέα,
µάτια τυφλά που τα ξερρίζωσε το λυσσασµένο χέρι της
µητριάς τους της κακιάς, σαν έµπηγε τα νύχια της και τις
σαΐτες τ' αργαλειού στις κόρες. Λυώνανε τα καηµένα τα
παιδιά και κλαίγανε τη µάνα, γιατί τα γέννησε. Κι ήταν η
µάνα τους εγγόνι του Ερεχθέα που 'χε πατέρα της το
φτερωτό Βοριά που τη µεγάλωσε µεσ' στις ανεµοθύελλες, και
δρασκελούσε πάνω απ' τους γκρεµούς, πάνω στους πάγους σαν
άτι φτερωτό. Κόρη θεών ήταν, µα τη γκρεµίσανε κι αυτήν,
µοίρες αθάνατες, παιδί µου.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Θηβαίοι, άρχοντες, έρχοµαι οδηγούµενος από τον βοηθό µου,


γιατί αυτόν τον δρόµο µπορεί να τον βλέπει µονάχα ένας
από τους δυό µας.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Γέροντα Τειρεσία, τι σε φέρνει εδώ;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
∆ώσε στο µάντη προσοχή και θα το µάθεις.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εγώ πάντα σεβάστηκα τη γνώµη σου.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Γι' αυτό κυβέρναγες καλά την πόλη ως τώρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Έχω νιώσει και αναγνωρίσει το πόσο µε βοήθησες.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Άκου λοιπόν ότι τώρα περπατάς σε ξυραφιού κόψη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι σηµαίνει αυτό; Γιατί µε κάνεις κι ανατριχιάζω.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Θα µάθεις, όταν ακούσεις τις προειδοποιήσεις της µαντείας


µου.

Όπως καθόµουν λοιπόν στο µέρος που κάνω τις


οιωνοσκοπήσεις, εκεί που µαζεύονται από πολύ παλιά τα
πουλιά, τα άκουσα να βγάζουν πολύ παράξενες κρωξιές,
τροµερές, λυσσασµένες, και δεν µπορούσα να καταλάβω τι
µπορεί να ήθελαν να πουν. Τσιµπούσαν το άλλο και
πετσοκόβονταν, µε τα φτερά τους σηκώνοντας κρότο φριχτό
και µε τα νύχια ξέσκιζαν τις σάρκες τους.

Τρόµαξα τότε πολύ κι άρχισα τις θυσίες πάνω στις φλόγες


του βωµού. Αλλά όταν έβαλα τα κοµµάτια από το κρέας
επάνω, έσβησε η φωτιά κι ο τόπος γέµισε καπνούς και
λιώνανε τα ξύγκια απ' τη µεριά κι έσταζαν στις στάχτες
και κάπνιζαν και σφύριζαν και σκάζανε µε κρότο οι χολές
και πεταγόντουσαν. Τα γυµνωµένα τα µέρη τους δεν
ψήνονταν! Αυτά, τα µάθαινα από αυτό εδώ το παιδί, ότι όλα
ήταν σηµάδια ανώφελης θυσίας. Τούτος εµένα οδηγεί κι
άλλους εγώ. Για όλ' αυτά φταίει η δική σου διαταγή. Γιατί
οι βωµοί γέµισαν µε τα κοµµάτια από τις σάπιες σάρκες του
νεκρού παιδιού που τις ξέρασαν τα σκυλιά και τα όρνια.
Τώρα φαίνεται ότι οι θεοί δεν καταδέχονται από µας ούτε
θυσίες, ούτε κνίσσα απ' τις σάρκες, και τα πουλιά δεν
κελαηδούν σηµαδιακά γιατί µολύνθηκαν µε ανθρώπινη σάρκα.
Βάλτα καλά στο νου σου αυτά παιδί µου. Σαν άνθρωποι όλοι
µας κάνουµε λάθη. ∆ε θα πεις κάποιον κουτό κι
αναποφάσιστο όποιον µπορεί να διορθώσει το κακό και πάψει
να επιµένει στην απόφασή του. Το πείσµα και η αυθάδεια
πληρώνονται. Μα σύνελθε. Μην πολεµάς ένα νεκρό. Τι κέρδος
έχεις να τον ξανασκοτώσεις; Το λέω για το καλό σου. Το να
µαθαίνεις απ' αυτόν που θέλει το καλό σου, είναι κέρδος
για σένα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Γέρο, µε βάλατε όλοι στο σηµάδι και µου ρίχνετε. Κι ούτε


η δική σου µαντική τέχνη δε µ' αφήνει. Ξέρω καλά τη φάρα
σας από παλιά, όταν την πλήρωσα ακριβά. Πλουτείστε µε το
ασήµι των Σάρδεων και µε όσο Ινδικό χρυσάφι θέλετε, όµως
αυτόν εσείς δε θα τον θάψετε, ακόµα κι αν αρπάξουνε τις
σάρκες του οι αετοί του ∆ία και τις πανε ψηλά στο θρόνο
του. Ούτε κι αυτό θα το φοβηθώ. Και δεν τον θάβω. Κανείς
δε θα µπορέσει, το ξέρω καλά, να µαγαρίσει τους θεούς.
Ξεπέφτουν, γέρο-Τειρεσία, όλοι αυτοί, κι οι πονηρότεροι,
όταν στολίζουνε τα αίσχη τους µ' ωραία λόγια, για κέρδος.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Αλίµονο, να ξέρει, καταλαβαίνει άραγε τι τον περιµένει;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι 'ναι πάλι, τι µουρµουρίζεις φωναχτά;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Πόσο καλό πράγµα είναι η φρονιµάδα;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τόσο, όσο κακό είναι η αφροσύνη.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Μάθε λοιπόν: Έχεις µολυνθεί µε αυτή την αρρώστια.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆εν θα απαντήσω, γιατί δε θα 'θελα εγώ να βρίζω έναν


µάντη.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Όταν λες πως ψέµατα µαντεύω, βρίζεις.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Γιατί 'ναι φιλοχρήµατη όλη η φάρα σας.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Και η φάρα των τυράννων αγαπάει το κέρδος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Το ξέρεις πως µιλάς µπροστά σε βασιλιά;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Το ξέρω, γιατί χάρη σε µένα έσωσες την Θήβα.


ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Είσαι σοφός µάντης, αλλά σου αρέσουν οι πονηριές.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Μη µ' αναγκάζεις να σου πως όλα τα φοβερά µυστικά που τα


κρύβω βαθιά µέσα στην ψυχή µου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εµπρός, πες τα! Φτάνει να µην τα λες για κέρδος.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Τα λέω µονάχα για το δικό σου κέρδος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Όµως να ξέρεις, δεν πρόκειται να την αλλάξεις τη γνώµη


µου.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Κι εσύ να ξέρεις, ότι δε θα κάνει ο ήλιος ακόµα πολλούς


κύκλους, και εσύ θα πληρώσεις το κρίµα αυτό µ' ένα νεκρό
απ' τα σπλάχνα σου. Γιατί έστειλες µια ψυχή απ' τους
ζωντανούς στους κάτω, αφού την έχτισες σε τάφο, κι απ'
τους θεούς τους κάτω στέρησες νεκρό και τον κρατάς
αστόλιστο και άταφο, ενώ δεν τον εξουσιάζεις, ούτε συ
ούτ' οι θεοί µας, µα εσύ τους αναγκάζεις. Επειδή οι
Ερινύες του κάτω κόσµου παραµονεύουν για να σε κυνηγήσουν
και να σε κάνουν να δοκιµάσεις τις ίδιες συµφορές. Και
πες µου τότε πως είµαι πληρωµένος. ∆ε θα περάσουν ώρες
και θ' ακουστούνε µοιρολόγια αντρών και γυναικών στο
σπίτι σου. Τις κοινωνίες τις ταράζει η έχθρα και το
µίσος, όταν αφήνουν τα σκυλιά, τα όρνια και τ' αγρίµια να
µαγαρίζουν τους νεκρούς και να µολύνουνε την πόλη.
Με πίκρανες και πάνω στο θυµό µου εγώ, έριξα ίσα στην
καρδιά σου σαϊτιές που δε θα τις ξεφύγεις, ό,τι κι αν
κάνεις. Πάµε, παιδί µου, τώρα για το σπίτι µας κι ας πάει
αυτός να ξεθυµάνει σε νεώτερους ώσπου να µάθει να κρατάει
τη γλώσσα του και ν' ακονίσει το µυαλό του πιο καλά.

ΧΟΡΟΣ

Μαύρες µαντείες είπ' ο γέρος, βασιλιά. Απ' όταν ήταν


µαύρα τ' άσπρα µου µαλλιά, ξέρω καλά πως δεν προφήτεψε
ποτέ ψέµατα για την πόλη αυτός ο µάντης.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κι εγώ το ξέρω και ταράζεται το µυαλό µου. Γιατί και να


υποχωρήσω τώρα θα είναι φοβερό, αλλά µ' αν επιµείνω, θα
µε χτυπήσει συµφορά.

ΧΟΡΟΣ

Να το καλοσκεφτείς, γιε του Μενοικέα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι λες να κάνω, πες µου και θα σ' ακούσω.

ΧΟΡΟΣ

Να πας να βγάλεις απ' τη σπηλιά την κοπέλα και ύστερα


άνοιξε τάφο για το νεκρό.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Το βρίσκεις λοιπόν σωστό να υποχωρήσω;

ΧΟΡΟΣ
Και µάλιστα αµέσως, βασιλιά. Και τους αστόχαστους τους
προλαβαίνει η τιµωρία των θεών.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αλίµονο, µε κρύα καρδιά το κάνω. Μα πρέπει να υπακούσω


στην ανάγκη.

ΧΟΡΟΣ

Μη βάλεις άλλους, πρέπει να πας µονάχος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πηγαίνω αµέσως. Ελάτε, ελάτε δούλοι, όλοι σας, πάρτε


αξίνες και τρέξτε γρήγορα σ' αυτό το µέρος. Και µιας κι
άλλαξα γνώµη, εγώ ο ίδιος που την έδεσα θα την
ελευθερώσω. Φοβάµαι πως είναι καλύτερα να ζεις, κρατώντας
τις συνήθειες τις παλιές του τόπου.

ΧΟΡΟΣ

Βάκχε, καµάρι της Κάδµειας νύφης, παιδί του ∆ία µε τους


βροντερούς κεραυνούς, ευλογητή της δοξασµένης Ιταλίας,
των κάµπων, βασιλιά, της Ελευσίνας στην αγκαλιά της
∆ήµητρας, Βάκχε, που υµνείσαι στην µητρόπολη των Βακχών,
τη Θήβα, στις µουσκεµένες όχθες του Ισµηνού, στο χώµα το
σπαρµένο µε τα δόντια δράκου. Εσένα καλωσόρισε ο
αστραφτερός καπνός, που ξεπηδάει από τις δυό κορφές του
βουνού, όπου λικνίζονται στη σειρά οι Κωρύκιες νύφες, οι
συνοδοί σου, και µετά ξεδιψάνε πιο κάτω, στης Κασταλίας
την πηγή. Και σε ξεπροβοδάν οι καταπράσινες πλαγιές της
Νύσας, µε τους κισσούς και µε τα καρπερά τ' αµπέλια,
πηδάς πάνω απ' τους πράσινους γιαλούς, καθώς το όνοµά σου
υψώνεται µε δύναµη µεγαλύτερη από τη θνητή δύναµη των
ανθρώπων όταν επισκέπτεσαι τους δρόµους της Θήβας. Πόλη
καµιά δεν αγαπάς πιο πολύ από τη Θήβα, κι εσύ όπως και τη
χτυπηµένη από τον κεραυνό µητέρα σου. Τώρα που µόλυνε την
πόλη η συµφορά, κατέβα απ' τις κορφές του Παρνασσού,
ροβόλα πάνω απ' τις πλαγιές να σαρώσεις την αρρώστια.
Εσύ, πρωτοχορευτή, ανάµεσα στα λαµπυρίζοντα αστέρια, που
σπιθοβολάνε, πρωτοτραγουδιστή στα ξεφαντώµατα της νύχτας,
του ∆ία το κρυφό καµάρι, φανερώσου, βασιλιά, παρέα µε τη
συντροφιά σου, τις βακχίδες, που αναστατώνουν µε χορούς
τη νύχτα για να λατρέψουν το θεό τους, Βάκχε, Ίακχε.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Γείτονες του Κάδµου και του Αµφίονα, δε θα επαινέσω ή θα


κατηγορήσω κανέναν άνθρωπο, όσο είναι ζωντανός. Αν έχεις
τύχη, στέκεσαι στα πόδια σου, άµα δεν έχεις, πέφτεις και
πας χαµένος. Κανένας µάντης δεν ξέρει το γραφτό σου. Για
µένα, ο Κρέοντας ήταν ζηλευτός, γλίτωσε την πατρίδα απ'
τους εχθρούς της, πήρε στα χέρια τις εξουσίες όλες,
βασίλευε κι έκανε και καλά παιδιά. Τώρα, σωριάστηκαν τα
πάντα. Για µένα, άµα πετάξει απ' το κορµί σου η χαρά δεν
είσαι ζωντανός, µα ζωντανός νεκρός. Τι να το κάνεις να
'χεις τα πλούτη όλου του κόσµου και να περνάς βασιλικά,
αν δεν µπορείς να τα χαρείς! ∆ε δίνω ούτε τον ίσκιο του
καπνού για να τα πάρω, αντί για τη χαρά.

ΧΟΡΟΣ

Τι άλλη συµφορά φέρνεις στο βασιλιά;

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Πεθάνανε! Και φταινε οι ζωντανοί γι' αυτό.

ΧΟΡΟΣ

Ποιος σκότωσε; Ποιος είναι ο σκοτωµένος; Λέγε.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Χάθηκε ο Αίµονας! Σφάχτηκε µε το χέρι...

ΧΟΡΟΣ

Ποιο χέρι, του πατέρα ή το δικό του;


ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Το δικό του! Για του γονιού του το φονικό.

ΧΟΡΟΣ

Αχ, µάντη! Βγήκε αλήθεια ο λόγος σου!

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Έτσι είν' αυτά. Και τώρα τι θα κάνουµε;

ΧΟΡΟΣ

Να, βλέπω τη δύστυχη την Ευρυδίκη, τη γυναίκα του


Κρέοντα. Λες ν' άκουσε για το παιδί της, ή έρχεται στην
τύχη;

ΕΥΡΥ∆ΙΚΗ

Ε! σείς πολίτες, άκουσα τα λόγια σας σαν έβγαινα πριν


λίγο από την πόλη να πάω να κάνω στην Παλλάδα προσευχή.
Καθώς σήκωνα το µάνταλο της πόρτας χτυπάει τ' αυτιά µου η
συµφορά του σπιτιού µου και χάνοµαι στης σκλάβας µου την
αγκαλιά. Όποιο κι αν είναι το κακό πες το ξανά. ∆εν είµ'
αµάθητη ν' ακούω συµφορές.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ήµουν παρών, καλή κυρά µου, και θα πω σου όλα όσα είδα.
∆ε θα κρύψω τίποτα. Τι να στα λέω µασηµένα, κι ύστερα να
'βγω ψεύτης; Καλύτερα η αλήθεια. Πήγα σαν ίσκιος πίσω από
τον άντρα σου, στο ξάγναντο που 'ταν πεσµένος ο νεκρός ο
Πολυνείκης, κοµµατιασµένος απ' τα σκυλιά. Κι αφού
παρακαλέσαµε τον Πλούτωνα και τη θεά την Περσεφόνη, να
πάψουν την οργή τους, λούσαµε εκείνον µε αγιασµό, κάψαµε
τ' αποµεινάρια µε ελιόκλαδα, τα σκεπάσαµε µε χώµα κι
ύστερα τρέξαµε στη σπηλιά που είχαµε βάλει την κοπέλα για
να πεθάνει. Εκεί ακούγονταν φωνές και µοιρολόγια απ' τον
αστόλιστο τον τάφο κι έρχεται κάποιος τρεχάτος και το
λέει στον Κρέοντα. Κι όπως πλησιάζει µε βαριά βήµατα
αυτός, ακούει µια δυνατή κραυγή και βόγκους κι ο ίδιος
µετά βάζει τις φωνές κι αρχίζει να µοιρολογά: Καλά το
προµαντεύω ο µαύρος: Σέρνοµαι στον πιο πικρό απ' τους
δρόµους της ζωής µου. Παίρνει τ' αυτί µου του παιδιού µου
τη φωνή; Γρήγορα τρέξτε δούλοι, σύρτε το βράχο απ' το
στόµιο της σπηλιάς, µπείτε µέσα και δείτε αν είναι η
κραυγή αυτή που ακούω του Αίµονα, ή µήπως ξεγελιέµαι απ'
τους θεούς.

Κι όπως µας διάταξε ο δύστυχος, κάναµε: Γλιστράµε µεσα


στον τάφο και τι βλέπουµε! Εκείνη, να 'ναι κρεµασµένη απ'
το λαιµό, µε βρόγχο που 'χε πλέξει από το πέπλο της, και
κείνον, να την έχει αγκαλιασµένη απ' τη µέση, να κλαίει
και να δέρνεται για της αγαπηµένης νύφης το χαµό, και ν'
αναθεµατίζει τον πατέρα του.

Τον βλέπει ο Κρέοντας και σπάραξε. Πάει κοντά, φωνάζει,


ικετεύει. Ταλαίπωρε τι πας να κάνεις, τι έχεις στο µυαλό
σου; Ποια συµφορά σε χτύπησε; Παιδί µου, βγες, γονατιστός
σε παρακαλώ. Το παιδί τον κοιτάζει τότε µε άγρια λύσσα,

χωρίς µιλιά γυρνά και τον φτύνει καταπρόσωπο, µετά


τραβάει το δίκοπο σπαθί και του χιµάει. Πρόλαβε κι όρµησ'
έξω ο πατέρας του. Και θυµωµένος που ξαστόχησε ο
δύστυχος, τεντώνει πίσω το κορµί του και µπήγει πέρα ως
πέρα το ξίφος στα πλευρά του. Μ' άνευρο µπράτσο αγκάλιασε
τη νύφη και η βαριά του ανάσα µύριζε αίµα στο µαρµαρένιο
µάγουλο του κοριτσιού.

Τώρα, νεκρός στην αγκαλιά της κρεµασµένης, κάνει στον Άδη


τις γαµήλιες χαρές, δίνοντας έτσι µάθηµα στον άνθρωπο, τι
µαύρες συµφορές φέρνει η άδικη κρίση.

ΧΟΡΟΣ

Τι λες για τούτο που έγινε τώρα; Έφυγε πάλι βιαστική η


γυναίκα αυτή, δίχως να πει µια κουβέντα!

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Κι εγώ απορώ. Παρηγοριέµαι µόνο µε τη σκέψη ότι µήπως δεν


καταδέχεται να θρηνήσει µπροστά σε κόσµο για τη συµφορά
του γιού της γι' αυτό µπήκε µέσα να κλάψει µε τις δούλες.
Σα φρόνιµη γυναίκα, έχε υπερηφάνεια.
ΧΟΡΟΣ

∆εν ξέρω. Νοµίζω πως κι η βαριά σιωπή, κι η φασαρία,


είναι κακό σηµάδι.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Τώρα µπαίνω µέσα να παραφυλάξω σαν τι να κρύβει στη βαριά


της την καρδιά.

Γιατί καλά το λες, πως η βουβή σιωπή µπορεί να κρύβει το


χειρότερο κακό.

ΧΟΡΟΣ

Μα να που φτάνει ο βασιλιάς ο ίδιος και απόδειξη κρατάει


στην αγκαλιά, το ίδιο κρίµα το δικό του. Σ' αυτόν πρέπει
να το πω κι όχι σε άλλον.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αχ! Κρίµατα ασυλλόγιστου µυαλού και ξεροκεφαλιά που


οδήγησες στο θάνατο, βλέπετε τους σκοτωµένους και τους
φονιάδες απ' το ίδιο αίµα; Ανάθεµα την κακοκεφαλιά µου
πέθανες παιδί µου πάνω στον ανθό σου, έφυγες και πας
χαµένος από δικό µου φταίξιµο, όχι δικό σου.

ΧΟΡΟΣ

Αλίµονο, πόσο αργά είδες το δίκιο!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Στερνή µου γνώση! Όχι, δε µπορεί, κάποιος θεός µε χτύπησε


αλύπητα, σκότισε το µυαλό µου, έδιωξε απ' την ψυχή µου τη
χαρά, µε πέταξε σε µαύρους δρόµους. Αχ! Πόνοι αβάσταχτοι!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

∆ε φτάνει αφέντη, η συµφορά σου, αυτή που κρατάς στα


χέρια. Έχεις να δεις, χειρότερες ακόµα µεσ' στο σπίτι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Είναι κακό χειρότερο απ' αυτό;

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Πέθανε η µάνα τούτου του παιδιού, η γυναίκα σου,


αυτοκτόνησε η δύστυχη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Λιµάνι του Άδη σκοτεινό, πως µε ξεκάνεις; Γιατί µ'


αποτελειώνεις, άνθρωπε. Τι µουρµουρίζεις; Τον σκοτωµένο,
τι µε χτυπάς απανωτά; Τι είπες παιδί, τι µου είπες πάλι
για φονικό; Για ποια γυναίκα µου µιλάς;

ΧΟΡΟΣ

Μονάχος θα το δεις, δε µένει κρυφό.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆ύο συµφορές απανωτές, ο κακοµοίρης! Πως θα τριτώσει το


κακό, ποιος ξέρει

τι µε περιµένει. Ακόµα καίει στα χέρια το παιδί κι άλλο


νεκρό αντικρύζω. Καηµένη µάνα, άµοιρο παιδί!

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Με κοφτερό µαχαίρι µπρος απ' το βωµό, έσβησ' ο κόσµος


γύρω από τα µάτια της. Έκλαψε τα παιδιά της. Το Μεγαρέα,
που πήγε δοξασµένος, κι ύστερα τούτον, και έλεγε για τον
παιδοκτόνο, φριχτές κατάρες.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αχ! Αχ! Ο φόβος µε παγώνει. Γιατί κάποιος δεν τρυπάει και


µένα µε δίκοπο σπαθί; Άθλιος, ο πανάθλιος εγώ, εγώ,
κυλίστηκα σε µαύρο βούρκο.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ένοχο για των δυο παιδιών της το χαµό σε καταριόταν την


ώρα που χανόταν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Για πες µου, µε ποιο τρόπο έδωσε τέλος;

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Με σπαραγµό σαν άκουσε το θάνατο του γιού, τρύπησ' η ίδια


το συκώτι της.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κανένας άλλος, µόνο εγώ θα φορτωθώ το κρίµα αυτό. Γιατί


εγώ σε σκότωσα εγώ, αλήθεια. Πάρτε µε δούλοι, γρήγορα,
διώξτε µε από δω, σύρτε µε µακριά… Τώρα εγώ πια τίποτα
δεν είµαι.

ΧΟΡΟΣ

Λύτρωση θες. Μα ο τωρινός ο πόνος είν' αλαφρότερος απ'


άλλους που θα 'ρθούν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ας έρθει, να 'ρθει. Είναι για µένα πιο καλός ο θάνατος,
να βάλει τέλος στη στερνή µου µέρα, ας έρθει, ας φανεί,
ποτέ στα µάτια µου µην ξαναδώ το φως.

ΧΟΡΟΣ

Κι αυτό θα γίνει. Για τούτο λοιπόν ας νοιαστούµε εµείς.


Τ' άλλα θα τα φροντίσουν αυτοί που πρέπει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μα εγώ µιλάω, για κείνο που παρακαλώ να µου συµβεί.

ΧΟΡΟΣ

Να µην παρακαλάς για τίποτα. Γιατί κανείς θνητός δε θα


γλιτώσει απ' το γραφτό του.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πάρτε µε, διώξτε µε τον άχρηστο από δω, που δίχως να θέλω
σε σκότωσα παιδί µου, κι αυτήν εδώ. ∆εν ξέρω ποιον να
πρωτοκοιτάξω, που να κρατηθώ το κάθε τι γλιστράει µεσ'
απ' τα χέρια µου και τριγυρίζει ένας δυνατός πόνος στο
κεφάλι µου.

ΧΟΡΟΣ

Την ευτυχία την κρατάει η φρονιµάδα, ποτέ δεν πρέπει ν'


ασεβούµε στους θεούς. Του φαντασµένου η ξιπασιά
πληρώνεται ακριβά, µέχρι να βάλει στα γεράµατα µυαλό.

ΤΕΛΟΣ

Αρχαίο Κείµενο
Σοφοκλέους Ἀντιγόνη

(ed. Sir Richard Jebb, Cambridge. 1891)

Ἀντιγόνη
ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσµήνης κάρα,
ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ὅ τι Ζεὺς τῶν ἀπ᾽ Οἰδίπου κακῶν
ὁποῖον οὐχὶ νῷν ἔτι ζώσαιν τελεῖ;
οὐδὲν γὰρ οὔτ᾽ ἀλγεινὸν οὔτ᾽ ἄτης ἄτερ
οὔτ᾽ αἰσχρὸν οὔτ᾽ ἄτιµόν ἐσθ᾽, ὁποῖον οὐ 5
τῶν σῶν τε κἀµῶν οὐκ ὄπωπ᾽ ἐγὼ κακῶν.
καὶ νῦν τί τοῦτ᾽ αὖ φασι πανδήµῳ πόλει
κήρυγµα θεῖναι τὸν στρατηγὸν ἀρτίως;
ἔχεις τι κεἰσήκουσας; ἤ σε λανθάνει
πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχθρῶν κακά; 10
Ἰσµήνη
ἐµοὶ µὲν οὐδεὶς µῦθος, Ἀντιγόνη φίλων
οὔθ᾽ ἡδὺς οὔτ᾽ ἀλγεινὸς ἵκετ᾽ ἐξ ὅτου
δυοῖν ἀδελφοῖν ἐστερήθηµεν δύο,
µιᾷ θανόντοιν ἡµέρᾳ διπλῇ χερί·
ἐπεὶ δὲ φροῦδός ἐστιν Ἀργείων στρατὸς 15
ἐν νυκτὶ τῇ νῦν, οὐδὲν οἶδ᾽ ὑπέρτερον,
οὔτ᾽ εὐτυχοῦσα µᾶλλον οὔτ᾽ ἀτωµένη.
Ἀντιγόνη
ᾔδη καλῶς, καί σ᾽ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν
τοῦδ᾽ οὕνεκ᾽ ἐξέπεµπον, ὡς µόνη κλύοις.
Ἰσµήνη
τί δ᾽ ἔστι; δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ᾽ ἔπος. 20
Ἀντιγόνη
οὐ γὰρ τάφου νῷν τὼ κασιγνήτω Κρέων
τὸν µὲν προτίσας, τὸν δ᾽ ἀτιµάσας ἔχει;
Ἐτεοκλέα µέν, ὡς λέγουσι, σὺν δίκης
χρήσει δικαίᾳ καὶ νόµου κατὰ χθονὸς
ἔκρυψε τοῖς ἔνερθεν ἔντιµον νεκροῖς· 25
τὸν δ᾽ ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν
ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ µὴ
τάφῳ καλύψαι µηδὲ κωκῦσαί τινα,
ἐᾶν δ᾽ ἄκλαυτον, ἄταφον, οἰωνοῖς γλυκὺν
θησαυρὸν εἰσορῶσι πρὸς χάριν βορᾶς. 30
τοιαῦτά φασι τὸν ἀγαθὸν Κρέοντα σοὶ
κἀµοί, λέγω γὰρ κἀµέ, κηρύξαντ᾽ ἔχειν,
καὶ δεῦρο νεῖσθαι ταῦτα τοῖσι µὴ εἰδόσιν
σαφῆ προκηρύξοντα, καὶ τὸ πρᾶγµ᾽ ἄγειν
οὐχ ὡς παρ᾽ οὐδέν, ἀλλ᾽ ὃς ἂν τούτων τι δρᾷ, 35
φόνον προκεῖσθαι δηµόλευστον ἐν πόλει.
οὕτως ἔχει σοι ταῦτα, καὶ δείξεις τάχα
εἴτ᾽ εὐγενὴς πέφυκας εἴτ᾽ ἐσθλῶν κακή.
Ἰσµήνη
τί δ᾽, ὦ ταλαῖφρον, εἰ τάδ᾽ ἐν τούτοις, ἐγὼ
λύουσ᾽ ἂν ἢ ᾽φάπτουσα προσθείµην πλέον; 40
Ἀντιγόνη
εἰ ξυµπονήσεις καὶ ξυνεργάσει σκόπει.
Ἰσµήνη
ποῖόν τι κινδύνευµα; ποῦ γνώµης ποτ᾽ εἰ;
Ἀντιγόνη
εἰ τὸν νεκρὸν ξὺν τῇδε κουφιεῖς χερί.
Ἰσµήνη
ἢ γὰρ νοεῖς θάπτειν σφ᾽, ἀπόρρητον πόλει;
Ἀντιγόνη
τὸν γοῦν ἐµὸν καὶ τὸν σόν ἢν σὺ µὴ θέλῃς 45
ἀδελφόν· οὐ γὰρ δὴ προδοῦσ᾽ ἁλώσοµαι.
Ἰσµήνη
ὦ σχετλία, Κρέοντος ἀντειρηκότος;
Ἀντιγόνη
ἀλλ᾽ οὐδὲν αὐτῷ τῶν ἐµῶν µ᾽ εἴργειν µέτα.
Ἰσµήνη
οἴµοι. φρόνησον, ὦ κασιγνήτη, πατὴρ
ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ᾽ ἀπώλετο, 50
πρὸς αὐτοφώρων ἀµπλακηµάτων διπλᾶς
ὄψεις ἀράξας αὐτὸς αὐτουργῷ χερί.
ἔπειτα µήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος,
πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον·
τρίτον δ᾽ ἀδελφὼ δύο µίαν καθ᾽ ἡµέραν 55
αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω µόρον
κοινὸν κατειργάσαντ᾽ ἐπαλλήλοιν χεροῖν.
νῦν δ᾽ αὖ µόνα δὴ νὼ λελειµµένα σκόπει
ὅσῳ κάκιστ᾽ ὀλούµεθ᾽, εἰ νόµου βίᾳ
ψῆφον τυράννων ἢ κράτη παρέξιµεν. 60
ἀλλ᾽ ἐννοεῖν χρὴ τοῦτο µὲν γυναῖχ᾽ ὅτι
ἔφυµεν, ὡς πρὸς ἄνδρας οὐ µαχουµένα.
ἔπειτα δ᾽ οὕνεκ᾽ ἀρχόµεσθ᾽ ἐκ κρεισσόνων,
καὶ ταῦτ᾽ ἀκούειν κἄτι τῶνδ᾽ ἀλγίονα.
ἐγὼ µὲν οὖν αἰτοῦσα τοὺς ὑπὸ χθονὸς 65
ξύγγνοιαν ἴσχειν, ὡς βιάζοµαι τάδε,
τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι πείσοµαι· τὸ γὰρ
περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα.
Ἀντιγόνη
οὔτ᾽ ἂν κελεύσαιµ᾽ οὔτ᾽ ἄν, εἰ θέλοις ἔτι
πράσσειν, ἐµοῦ γ᾽ ἂν ἡδέως δρῴης µέτα. 70
ἀλλ᾽ ἴσθ᾽ ὁποῖά σοι δοκεῖ, κεῖνον δ᾽ ἐγὼ
θάψω· καλόν µοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν.
φίλη µετ᾽ αὐτοῦ κείσοµαι, φίλου µέτα,
ὅσια πανουργήσασ᾽. ἐπεὶ πλείων χρόνος
ὃν δεῖ µ᾽ ἀρέσκειν τοῖς κάτω τῶν ἐνθάδε. 75
ἐκεῖ γὰρ αἰεὶ κείσοµαι· σοὶ δ᾽, εἰ δοκεῖ,
τὰ τῶν θεῶν ἔντιµ᾽ ἀτιµάσασ᾽ ἔχε.
Ἰσµήνη
ἐγὼ µὲν οὐκ ἄτιµα ποιοῦµαι, τὸ δὲ
βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν ἀµήχανος.
Ἀντιγόνη
σὺ µὲν τάδ᾽ ἂν προὔχοι᾽· ἐγὼ δὲ δὴ τάφον 80
χώσουσ᾽ ἀδελφῷ φιλτάτῳ πορεύσοµαι.
Ἰσµήνη
οἴµοι ταλαίνης, ὡς ὑπερδέδοικά σου.
Ἀντιγόνη
µὴ ᾽µοῦ προτάρβει· τὸν σὸν ἐξόρθου πότµον.
Ἰσµήνη
ἀλλ᾽ οὖν προµηνύσῃς γε τοῦτο µηδενὶ
τοὔργον, κρυφῇ δὲ κεῦθε, σὺν δ᾽ αὔτως ἐγώ. 85
Ἀντιγόνη
οἴµοι, καταύδα· πολλὸν ἐχθίων ἔσει
σιγῶσ᾽, ἐὰν µὴ πᾶσι κηρύξῃς τάδε.
Ἰσµήνη
θερµὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις.
Ἀντιγόνη
ἀλλ᾽ οἶδ᾽ ἀρέσκουσ᾽ οἷς µάλισθ᾽ ἁδεῖν µε χρή.
Ἰσµήνη
εἰ καὶ δυνήσει γ᾽· ἀλλ᾽ ἀµηχάνων ἐρᾷς. 90
Ἀντιγόνη
οὐκοῦν, ὅταν δὴ µὴ σθένω, πεπαύσοµαι.
Ἰσµήνη
ἀρχὴν δὲ θηρᾶν οὐ πρέπει τἀµήχανα.
Ἀντιγόνη
εἰ ταῦτα λέξεις, ἐχθαρεῖ µὲν ἐξ ἐµοῦ,
ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσει δίκῃ.
ἀλλ᾽ ἔα µε καὶ τὴν ἐξ ἐµοῦ δυσβουλίαν 95
παθεῖν τὸ δεινὸν τοῦτο· πείσοµαι γὰρ οὐ
τοσοῦτον οὐδὲν ὥστε µὴ οὐ καλῶς θανεῖν.
Ἰσµήνη
ἀλλ᾽ εἰ δοκεῖ σοι, στεῖχε· τοῦτο δ᾽ ἴσθ᾽ ὅτι
ἄνους µὲν ἔρχει, τοῖς φίλοις δ᾽ ὀρθῶς φίλη.
Χορός
ἀκτὶς ἀελίου, τὸ κάλλιστον ἑπταπύλῳ φανὲν 100
Θήβᾳ τῶν προτέρων φάος,
ἐφάνθης ποτ᾽, ὦ χρυσέας
ἁµέρας βλέφαρον,
∆ιρκαίων ὑπὲρ ῥεέθρων µολοῦσα, 105
τὸν λεύκασπιν Ἀργόθεν ἐκβάντα φῶτα πανσαγίᾳ
φυγάδα πρόδροµον ὀξυτέρῳ κινήσασα χαλινῷ·
ὃς ἐφ᾽ ἡµετέρᾳ γᾷ Πολυνείκους 110
ἀρθεὶς νεικέων ἐξ ἀµφιλόγων
ὀξέα κλάζων
ἀετὸς εἰς γᾶν ὣς ὑπερέπτα,
λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός,
πολλῶν µεθ᾽ ὅπλων 115
ξύν θ᾽ ἱπποκόµοις κορύθεσσιν.
ξύν θ᾽ ἱπποκόµοις κορύθεσσιν.
στὰς δ᾽ ὑπὲρ µελάθρων φονώσαισιν ἀµφιχανὼν κύκλῳ
λόγχαις ἑπτάπυλον στόµα
ἔβα, πρίν ποθ᾽ ἁµετέρων
αἱµάτων γένυσιν πλησθῆναί τε καὶ στεφάνωµα πύργων 120
πευκάενθ᾽ Ἥφαιστον ἑλεῖν. τοῖος ἀµφὶ νῶτ᾽ ἐτάθη
πάταγος Ἄρεος, ἀντιπάλῳ δυσχείρωµα δράκοντος. 125
Ζεὺς γὰρ µεγάλης γλώσσης κόµπους
ὑπερεχθαίρει, καὶ σφας ἐσιδὼν
πολλῷ ῥεύµατι προσνισσοµένους
χρυσοῦ καναχῆς ὑπεροπλίαις, 130
παλτῷ ῥιπτεῖ πυρὶ βαλβίδων
ἐπ᾽ ἄκρων ἤδη
νίκην ὁρµῶντ᾽ ἀλαλάξαι.
ἀντιτύπᾳ δ᾽ ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθεὶς
πυρφόρος, ὃς τότε µαινοµένᾳ ξὺν ὁρµᾷ 135
βακχεύων ἐπέπνει
ῥιπαῖς ἐχθίστων ἀνέµων.
εἶχε δ᾽ ἄλλᾳ τὰ µέν,
ἄλλα δ᾽ ἐπ᾽ ἄλλοις ἐπενώµα στυφελίζων µέγας Ἄρης
δεξιόσειρος. 140
ἑπτὰ λοχαγοὶ γὰρ ἐφ᾽ ἑπτὰ πύλαις
ταχθέντες ἴσοι πρὸς ἴσους ἔλιπον
Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τέλη,
πλὴν τοῖν στυγεροῖν, ὣ πατρὸς ἑνὸς
µητρός τε µιᾶς φύντε καθ᾽ αὑτοῖν 145
δικρατεῖς λόγχας στήσαντ᾽ ἔχετον
κοινοῦ θανάτου µέρος ἄµφω.
ἀλλὰ γὰρ ἁ µεγαλώνυµος ἦλθε Νίκα
τᾷ πολυαρµάτῳ ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ,
ἐκ µὲν δὴ πολέµων 150
τῶν νῦν θέσθαι λησµοσύναν,
θεῶν δὲ ναοὺς χοροῖς
παννυχίοις πάντας ἐπέλθωµεν, ὁ Θήβας δ᾽ ἐλελίχθων
Βάκχιος ἄρχοι.
ἀλλ᾽ ὅδε γὰρ δὴ βασιλεὺς χώρας, 155
Κρέων ὁ Μενοικέως [ἄρχων] νεοχµὸς
νεαραῖσι θεῶν ἐπὶ συντυχίαις
χωρεῖ, τίνα δὴ µῆτιν ἐρέσσων,
ὅτι σύγκλητον τήνδε γερόντων 160
προὔθετο λέσχην,
κοινῷ κηρύγµατι πέµψας; 161b
Κρέων
ἄνδρες, τὰ µὲν δὴ πόλεος ἀσφαλῶς θεοὶ
πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν.
ὑµᾶς δ᾽ ἐγὼ ποµποῖσιν ἐκ πάντων δίχα
ἔστειλ᾽ ἱκέσθαι τοῦτο µὲν τὰ Λαΐου 165
σέβοντας εἰδὼς εὖ θρόνων ἀεὶ κράτη,
τοῦτ᾽ αὖθις, ἡνίκ᾽ Οἰδίπους ὤρθου πόλιν,
κἀπεὶ διώλετ᾽, ἀµφὶ τοὺς κείνων ἔτι
παῖδας µένοντας ἐµπέδοις φρονήµασιν.
ὅτ᾽ οὖν ἐκεῖνοι πρὸς διπλῆς µοίρας µίαν 170
καθ᾽ ἡµέραν ὤλοντο παίσαντές τε καὶ
πληγέντες αὐτόχειρι σὺν µιάσµατι,
ἐγὼ κράτη δὴ πάντα καὶ θρόνους ἔχω
γένους κατ᾽ ἀγχιστεῖα τῶν ὀλωλότων.
ἀµήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκµαθεῖν 175
ψυχήν τε καὶ φρόνηµα καὶ γνώµην, πρὶν ἂν
ἀρχαῖς τε καὶ νόµοισιν ἐντριβὴς φανῇ.
ἐµοὶ γὰρ ὅστις πᾶσαν εὐθύνων πόλιν
µὴ τῶν ἀρίστων ἅπτεται βουλευµάτων
ἀλλ᾽ ἐκ φόβου του γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει 180
κάκιστος εἶναι νῦν τε καὶ πάλαι δοκεῖ·
καὶ µεῖζον ὅστις ἀντὶ τῆς αὑτοῦ πάτρας
φίλον νοµίζει, τοῦτον οὐδαµοῦ λέγω.
ἐγὼ γάρ, ἴστω Ζεὺς ὁ πάνθ᾽ ὁρῶν ἀεί,
οὔτ᾽ ἂν σιωπήσαιµι τὴν ἄτην ὁρῶν 185
στείχουσαν ἀστοῖς ἀντὶ τῆς σωτηρίας,
οὔτ᾽ ἂν φίλον ποτ᾽ ἄνδρα δυσµενῆ χθονὸς
θείµην ἐµαυτῷ, τοῦτο γιγνώσκων ὅτι
ἥδ᾽ ἐστὶν ἡ σῴζουσα καὶ ταύτης ἔπι
πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους ποιούµεθα. 190
τοιοῖσδ᾽ ἐγὼ νόµοισι τήνδ᾽ αὔξω πόλιν,
καὶ νῦν ἀδελφὰ τῶνδε κηρύξας ἔχω
ἀστοῖσι παίδων τῶν ἀπ᾽ Οἰδίπου πέρι·
Ἐτεοκλέα µέν, ὃς πόλεως ὑπερµαχῶν
ὄλωλε τῆσδε, πάντ᾽ ἀριστεύσας δόρει, 195
τάφῳ τε κρύψαι καὶ τὰ πάντ᾽ ἀφαγνίσαι
ἃ τοῖς ἀρίστοις ἔρχεται κάτω νεκροῖς.
τὸν δ᾽ αὖ ξύναιµον τοῦδε, Πολυνείκη λέγω,
ὃς γῆν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς
φυγὰς κατελθὼν ἠθέλησε µὲν πυρὶ 200
πρῆσαι κατ᾽ ἄκρας, ἠθέλησε δ᾽ αἵµατος
κοινοῦ πάσασθαι, τοὺς δὲ δουλώσας ἄγειν,
τοῦτον πόλει τῇδ᾽ ἐκκεκήρυκται τάφῳ
µήτε κτερίζειν µήτε κωκῦσαί τινα,
ἐᾶν δ᾽ ἄθαπτον καὶ πρὸς οἰωνῶν δέµας 205
καὶ πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέν τ᾽ ἰδεῖν.
τοιόνδ᾽ ἐµὸν φρόνηµα, κοὔποτ᾽ ἔκ γ᾽ ἐµοῦ
τιµὴν προέξουσ᾽ οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων·
ἀλλ᾽ ὅστις εὔνους τῇδε τῇ πόλει, θανὼν
καὶ ζῶν ὁµοίως ἐξ ἐµοῦ τιµήσεται. 210
Χορός
σοὶ ταῦτ᾽ ἀρέσκει, παῖ Μενοικέως Κρέον,
τὸν τῇδε δύσνουν κἀς τὸν εὐµενῆ πόλει·
νόµῳ δὲ χρῆσθαι παντί που πάρεστί σοι
καὶ τῶν θανόντων χὠπόσοι ζῶµεν πέρι.
Κρέων
ὡς ἂν σκοποὶ νῦν εἴτε τῶν εἰρηµένων. 215
Χορός
νεωτέρῳ τῳ τοῦτο βαστάζειν πρόθες.
Κρέων
ἀλλ᾽ εἴσ᾽ ἑτοῖµοι τοῦ νεκροῦ γ᾽ ἐπίσκοποι.
Χορός
τί δῆτ᾽ ἂν ἄλλο τοῦτ᾽ ἐπεντέλλοις ἔτι;
Κρέων
τὸ µὴ ᾽πιχωρεῖν τοῖς ἀπιστοῦσιν τάδε.
Χορός
οὔκ ἔστιν οὕτω µῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ. 220
Κρέων
καὶ µὴν ὁ µισθός γ᾽, οὗτος· ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων
ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν.
Φύλαξ
ἄναξ, ἐρῶ µὲν οὐχ ὅπως τάχους ὕπο
δύσπνους ἱκάνω κοῦφον ἐξάρας πόδα.
πολλὰς γὰρ ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις, 225
ὁδοῖς κυκλῶν ἐµαυτὸν εἰς ἀναστροφήν·
ψυχὴ γὰρ ηὔδα πολλά µοι µυθουµένη·
τάλας, τί χωρεῖς οἷ µολὼν δώσεις δίκην;
τλήµων, µενεῖς αὖ; κεἰ τάδ᾽ εἴσεται Κρέων
ἄλλου παρ᾽ ἀνδρός; πῶς σὺ δῆτ᾽ οὐκ ἀλγύνει; 230
τοιαῦθ᾽ ἑλίσσων ἤνυτον σχολῇ βραδύς.
χοὔτως ὁδὸς βραχεῖα γίγνεται µακρά.
τέλος γε µέντοι δεῦρ᾽ ἐνίκησεν µολεῖν
σοί. κεἰ τὸ µηδὲν ἐξερῶ, φράσω δ᾽ ὅµως·
τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχοµαι δεδραγµένος, 235
τὸ µὴ παθεῖν ἂν ἄλλο πλὴν τὸ µόρσιµον.
Κρέων
τί δ᾽ ἐστὶν ἀνθ᾽ οὗ τήνδ᾽ ἔχεις ἀθυµίαν;
Φύλαξ
φράσαι θέλω σοι πρῶτα τἀµαυτοῦ· τὸ γὰρ
πρᾶγµ᾽ οὔτ᾽ ἔδρασ᾽ οὔτ᾽ εἶδον ὅστις ἦν ὁ δρῶν,
οὐδ᾽ ἂν δικαίως ἐς κακὸν πέσοιµί τι. 240
Κρέων
εὖ γε στοχάζει κἀποφάργνυσαι κύκλῳ
τὸ πρᾶγµα· δηλοῖς δ᾽ ὥς τι σηµανῶν νέον.
Φύλαξ
τὰ δεινὰ γάρ τοι προστίθησ᾽ ὄκνον πολύν.
Κρέων
οὔκουν ἐρεῖς ποτ᾽, εἶτ᾽ ἀπαλλαχθεὶς ἄπει;
Φύλαξ
καὶ δὴ λέγω σοι. τὸν νεκρόν τις ἀρτίως 245
θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν
κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή·
Κρέων
τί φής; τίς ἀνδρῶν ἦν ὁ τολµήσας τάδε;
Φύλαξ
οὐκ οἶδ᾽· ἐκεῖ γὰρ οὔτε του γενῇδος ἦν
πλῆγµ᾽, οὐ δικέλλης ἐκβολή. στύφλος δὲ γῆ 250
καὶ χέρσος, ἀρρὼξ οὐδ᾽ ἐπηµαξευµένη
τροχοῖσιν, ἀλλ᾽ ἄσηµος οὑργάτης τις ἦν.
ὅπως δ᾽ ὁ πρῶτος ἡµὶν ἡµεροσκόπος
δείκνυσι, πᾶσι θαῦµα δυσχερὲς παρῆν.
ὁ µὲν γὰρ ἠφάνιστο, τυµβήρης µὲν οὔ, 255
λεπτὴ δ᾽, ἄγος φεύγοντος ὥς, ἐπῆν κόνις
σηµεῖα δ᾽ οὔτε θηρὸς οὔτε του κυνῶν
ἐλθόντος, οὐ σπάσαντος ἐξεφαίνετο.
λόγοι δ᾽ ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί,
φύλαξ ἐλέγχων φύλακα, κἂν ἐγίγνετο 260
πληγὴ τελευτῶς᾽, οὐδ᾽ ὁ κωλύσων παρῆν.
εἷς γάρ τις ἦν ἕκαστος οὑξειργασµένος,
κοὐδεὶς ἐναργής, ἀλλ᾽ ἔφευγε µὴ εἰδέναι.
ἦµεν δ᾽ ἑτοῖµοι καὶ µύδρους αἴρειν χεροῖν
καὶ πῦρ διέρπειν καὶ θεοὺς ὁρκωµοτεῖν, 265
τὸ µήτε δρᾶσαι µήτε τῳ ξυνειδέναι
τὸ πρᾶγµα βουλεύσαντι µηδ᾽ εἰργασµένῳ.
τέλος δ᾽ ὅτ᾽ οὐδὲν ἦν ἐρευνῶσιν πλέον,
λέγει τις εἷς, ὃ πάντας ἐς πέδον κάρα
νεῦσαι φόβῳ προὔτρεψεν· οὐ γὰρ εἴχοµεν 270
οὔτ᾽ ἀντιφωνεῖν οὔθ᾽ ὅπως δρῶντες καλῶς
πράξαιµεν. ἦν δ᾽ ὁ µῦθος ὡς ἀνοιστέον
σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ κρυπτέον.
καὶ ταῦτ᾽ ἐνίκα, κἀµὲ τὸν δυσδαίµονα
πάλος καθαιρεῖ τοῦτο τἀγαθὸν λαβεῖν. 275
πάρειµι δ᾽ ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ᾽ ὅτι·
στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν.
Χορός
ἄναξ, ἐµοί τοί, µή τι καὶ θεήλατον
τοὔργον τόδ᾽, ἡ ξύννοια βουλεύει πάλαι
Κρέων
παῦσαι, πρὶν ὀργῆς καὶ ᾽µὲ µεστῶσαι λέγων, 280
µὴ ᾽φευρεθῇς ἄνους τε καὶ γέρων ἅµα.
λέγεις γὰρ οὐκ ἀνεκτὰ δαίµονας λέγων
πρόνοιαν ἴσχειν τοῦδε τοῦ νεκροῦ πέρι.
πότερον ὑπερτιµῶντες ὡς εὐεργέτην
ἔκρυπτον αὐτόν, ὅστις ἀµφικίονας 285
ναοὺς πυρώσων ἦλθε κἀναθήµατα
καὶ γῆν ἐκείνων καὶ νόµους διασκεδῶν;
ἢ τοὺς κακοὺς τιµῶντας εἰσορᾷς θεούς;
οὔκ ἔστιν. ἀλλὰ ταῦτα καὶ πάλαι πόλεως
ἄνδρες µόλις φέροντες ἐρρόθουν ἐµοί, 290
κρυφῇ κάρα σείοντες, οὐδ᾽ ὑπὸ ζυγῷ
λόφον δικαίως εἶχον, ὡς στέργειν ἐµέ.
ἐκ τῶνδε τούτους ἐξεπίσταµαι καλῶς
παρηγµένους µισθοῖσιν εἰργάσθαι τάδε.
οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος 295
κακὸν νόµισµ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις
πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόµων·
τόδ᾽ ἐκδιδάσκει καὶ παραλλάσσει φρένας
χρηστὰς πρὸς αἰσχρὰ πράγµατ᾽ ἵστασθαι βροτῶν·
πανουργίας δ᾽ ἔδειξεν ἀνθρώποις ἔχειν 300
καὶ παντὸς ἔργου δυσσέβειαν εἰδέναι.
ὅσοι δὲ µισθαρνοῦντες ἤνυσαν τάδε,
χρόνῳ ποτ᾽ ἐξέπραξαν ὡς δοῦναι δίκην.
ἀλλ᾽ εἴπερ ἴσχει Ζεὺς ἔτ᾽ ἐξ ἐµοῦ σέβας,
εὖ τοῦτ᾽ ἐπίστασ᾽, ὅρκιος δέ σοι λέγω· 305
εἰ µὴ τὸν αὐτόχειρα τοῦδε τοῦ τάφου
εὑρόντες ἐκφανεῖτ᾽ ἐς ὀφθαλµοὺς ἐµούς,
οὐχ ὑµὶν Ἅιδης µοῦνος ἀρκέσει, πρὶν ἂν
ζῶντες κρεµαστοὶ τήνδε δηλώσηθ᾽ ὕβριν,
ἵν᾽ εἰδότες τὸ κέρδος ἔνθεν οἰστέον 310
τὸ λοιπὸν ἁρπάζητε, καὶ µάθηθ᾽ ὅτι
οὐκ ἐξ ἅπαντος δεῖ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν.
ἐκ τῶν γὰρ αἰσχρῶν ληµµάτων τοὺς πλείονας
ἀτωµένους ἴδοις ἂν ἢ σεσωσµένους.
Φύλαξ
εἰπεῖν τι δώσεις ἢ στραφεὶς οὕτως ἴω; 315
Κρέων
οὐκ οἶσθα καὶ νῦν ὡς ἀνιαρῶς λέγεις;
Φύλαξ
ἐν τοῖσιν ὠσὶν ἢ ᾽πὶ τῇ ψυχῇ δάκνει;
Κρέων
τί δὲ ῥυθµίζεις τὴν ἐµὴν λύπην ὅπου;
Φύλαξ
ὁ δρῶν σ᾽ ἀνιᾷ τὰς φρένας, τὰ δ᾽ ὦτ᾽ ἐγώ.
Κρέων
οἴµ᾽ ὡς λάληµα δῆλον ἐκπεφυκὸς εἶ. 320
Φύλαξ
οὔκουν τό γ᾽ ἔργον τοῦτο ποιήσας ποτέ.
Κρέων
καὶ ταῦτ᾽ ἐπ᾽ ἀργύρῳ γε τὴν ψυχὴν προδούς.
Φύλαξ
φεῦ·
ἦ δεινὸν ᾧ δοκῇ γε καὶ ψευδῆ δοκεῖν.
Κρέων
κόµψευέ νυν τὴν δόξαν· εἰ δὲ ταῦτα µὴ
φανεῖτέ µοι τοὺς δρῶντας, ἐξερεῖθ᾽ ὅτι 325
τὰ δειλὰ κέρδη πηµονὰς ἐργάζεται.
Φύλαξ
ἀλλ᾽ εὑρεθείη µὲν µάλιστ᾽· ἐὰν δέ τοι
ληφθῇ τε καὶ µή, τοῦτο γὰρ τύχη κρινεῖ,
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως ὄψει σὺ δεῦρ᾽ ἐλθόντα µε·
καὶ νῦν γὰρ ἐκτὸς ἐλπίδος γνώµης τ᾽ ἐµῆς 330
σωθεὶς ὀφείλω τοῖς θεοῖς πολλὴν χάριν.
Χορός
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει.
τοῦτο καὶ πολιοῦ πέραν πόντου χειµερίῳ νότῳ 335
χωρεῖ, περιβρυχίοισιν
περῶν ὑπ᾽ οἴδµασιν.
θεῶν τε τὰν ὑπερτάταν, Γᾶν
ἄφθιτον, ἀκαµάταν, ἀποτρύεται
ἰλλοµένων ἀρότρων ἔτος εἰς ἔτος
ἱππείῳ γένει πολεύων. 340
κουφονόων τε φῦλον ὀρνίθων ἀµφιβαλὼν ἄγει
καὶ θηρῶν ἀγρίων ἔθνη πόντου τ᾽ εἰναλίαν φύσιν 345
σπείραισι δικτυοκλώστοις,
περιφραδὴς ἀνήρ·
κρατεῖ δὲ µηχαναῖς ἀγραύλου
θηρὸς ὀρεσσιβάτα, λασιαύχενά θ᾽ 350
ἵππον ὀχµάζεται ἀµφὶ λόφον ζυγῶν
οὔρειόν τ᾽ ἀκµῆτα ταῦρον.
καὶ φθέγµα καὶ ἀνεµόεν φρόνηµα καὶ ἀστυνόµους 355
ὀργὰς ἐδιδάξατο καὶ δυσαύλων
πάγων ὑπαίθρεια καὶ δύσοµβρα φεύγειν βέλη
παντοπόρος· ἄπορος ἐπ᾽ οὐδὲν ἔρχεται
τὸ µέλλον· Ἅιδα µόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται· 360
νόσων δ᾽ ἀµηχάνων φυγὰς ξυµπέφρασται.
σοφόν τι τὸ µηχανόεν τέχνας ὑπὲρ ἐλπίδ᾽ ἔχων 365
τοτὲ µὲν κακόν, ἄλλοτ᾽ ἐπ᾽ ἐσθλὸν ἕρπει,
νόµους γεραίρων χθονὸς θεῶν τ᾽ ἔνορκον δίκαν,
ὑψίπολις· ἄπολις ὅτῳ τὸ µὴ καλὸν 370
ξύνεστι τόλµας χάριν. µήτ᾽ ἐµοὶ παρέστιος
γένοιτο µήτ᾽ ἴσον φρονῶν ὃς τάδ᾽ ἔρδει. 375
ἐς δαιµόνιον τέρας ἀµφινοῶ
τόδε· πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω
τήνδ᾽ οὐκ εἶναι παῖδ᾽ Ἀντιγόνην.
ὦ δύστηνος
καὶ δυστήνου πατρὸς Οἰδιπόδα, 380
τί ποτ᾽; οὐ δή που σέ γ᾽ ἀπιστοῦσαν
τοῖς βασιλείοισιν ἄγουσι νόµοις
καὶ ἐν ἀφροσύνῃ καθελόντες;
Φύλαξ
ἥδ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνη τοὔργον ἡ ᾽ξειργασµένη·
τήνδ᾽ εἵλοµεν θάπτουσαν. ἀλλὰ ποῦ Κρέων; 385
Χορός
ὅδ᾽ ἐκ δόµων ἄψορρος εἰς δέον περᾷ.
Κρέων
τί δ᾽ ἔστι; ποίᾳ ξύµµετρος προὔβην τύχῃ;
Φύλαξ
ἄναξ, βροτοῖσιν οὐδέν ἔστ᾽ ἀπώµοτον.
ψεύδει γὰρ ἡ ᾽πίνοια τὴν γνώµην· ἐπεὶ
σχολῇ ποθ᾽ ἥξειν δεῦρ᾽ ἂν ἐξηύχουν ἐγὼ 390
ταῖς σαῖς ἀπειλαῖς αἷς ἐχειµάσθην τότε
ἀλλ᾽ ἡ γὰρ ἐκτὸς καὶ παρ᾽ ἐλπίδας χαρὰ
ἔοικεν ἄλλῃ µῆκος οὐδὲν ἡδονῇ,
ἥκω, δι᾽ ὅρκων καίπερ ὢν ἀπώµοτος,
κόρην ἄγων τήνδ᾽, ἣ καθῃρέθη τάφον 395
κοσµοῦσα. κλῆρος ἐνθάδ᾽ οὐκ ἐπάλλετο,
ἀλλ᾽ ἔστ᾽ ἐµὸν θοὔρµαιον, οὐκ ἄλλου, τόδε.
καὶ νῦν, ἄναξ, τήνδ᾽ αὐτός, ὡς θέλεις, λαβὼν
καὶ κρῖνε κἀξέλεγχ᾽· ἐγὼ δ᾽ ἐλεύθερος
δίκαιός εἰµι τῶνδ᾽ ἀπηλλάχθαι κακῶν. 400
Κρέων
ἄγεις δὲ τήνδε τῷ τρόπῳ πόθεν λαβών;
Φύλαξ
αὕτη τὸν ἄνδρ᾽ ἔθαπτε· πάντ᾽ ἐπίστασαι.
Κρέων
ἦ καὶ ξυνίης καὶ λέγεις ὀρθῶς ἃ φῄς;
Φύλαξ
ταύτην γ᾽ ἰδὼν θάπτουσαν ὃν σὺ τὸν νεκρὸν
ἀπεῖπας. ἆρ᾽ ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγω; 405
Κρέων
καὶ πῶς ὁρᾶται κἀπίληπτος ᾑρέθη;
Φύλαξ
τοιοῦτον ἦν τὸ πρᾶγµ᾽. ὅπως γὰρ ἥκοµεν,
πρὸς σοῦ τὰ δείν᾽ ἐκεῖν᾽ ἐπηπειληµένοι,
πᾶσαν κόνιν σήραντες, ἣ κατεῖχε τὸν
νέκυν, µυδῶν τε σῶµα γυµνώσαντες εὖ, 410
καθήµεθ᾽ ἄκρων ἐκ πάγων ὑπήνεµοι,
ὀσµὴν ἀπ᾽ αὐτοῦ µὴ βάλοι πεφευγότες,
ἐγερτὶ κινῶν ἄνδρ᾽ ἀνὴρ ἐπιρρόθοις
κακοῖσιν, εἴ τις τοῦδ᾽ ἀκηδήσοι πόνου.
χρόνον τάδ᾽ ἦν τοσοῦτον, ἔστ᾽ ἐν αἰθέρι 415
µέσῳ κατέστη λαµπρὸς ἡλίου κύκλος
καὶ καῦµ᾽ ἔθαλπε· καὶ τότ᾽ ἐξαίφνης χθονὸς
τυφὼς ἀείρας σκηπτόν οὐράνιον ἄχος,
πίµπλησι πεδίον, πᾶσαν αἰκίζων φόβην
ὕλης πεδιάδος, ἐν δ᾽ ἐµεστώθη µέγας 420
αἰθήρ· µύσαντες δ᾽ εἴχοµεν θείαν νόσον.
καὶ τοῦδ᾽ ἀπαλλαγέντος ἐν χρόνῳ µακρῷ,
ἡ παῖς ὁρᾶται, κἀνακωκύει πικρᾶς
ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον, ἐς ὅταν κενῆς
εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν βλέψῃ λέχος. 425
οὕτω δὲ χαὔτη, ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν,
γόοισιν ἐξῴµωξεν, ἐκ δ᾽ ἀρὰς κακὰς
ἠρᾶτο τοῖσι τοὔργον ἐξειργασµένοις.
καὶ χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν,
ἔκ τ᾽ εὐκροτήτου χαλκέας ἄρδην πρόχου 430
χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει.
χἠµεῖς ἰδόντες ἱέµεσθα, σὺν δέ νιν
θηρώµεθ᾽ εὐθὺς οὐδὲν ἐκπεπληγµένην,
καὶ τάς τε πρόσθεν τάς τε νῦν ἠλέγχοµεν
πράξεις· ἄπαρνος δ᾽ οὐδενὸς καθίστατο, 435
ἅµ᾽ ἡδέως ἔµοιγε κἀλγεινῶς ἅµα.
τὸ µὲν γὰρ αὐτὸν ἐκ κακῶν πεφευγέναι
ἥδιστον, ἐς κακὸν δὲ τοὺς φίλους ἄγειν
ἀλγεινόν· ἀλλὰ πάντα ταῦθ᾽ ἥσσω λαβεῖν
ἐµοὶ πέφυκε τῆς ἐµῆς σωτηρίας. 440
Κρέων
σὲ δή, σὲ τὴν νεύουσαν εἰς πέδον κάρα,
φὴς ἢ καταρνεῖ µὴ δεδρακέναι τάδε·
Ἀντιγόνη
καὶ φηµὶ δρᾶσαι κοὐκ ἀπαρνοῦµαι τὸ µή.
Κρέων
σὺ µὲν κοµίζοις ἂν σεαυτὸν ᾖ θέλεις
ἔξω βαρείας αἰτίας ἐλεύθερον· 445
σὺ δ᾽ εἰπέ µοι µὴ µῆκος, ἀλλὰ συντόµως,
ᾔδησθα κηρυχθέντα µὴ πράσσειν τάδε;
Ἀντιγόνη
ᾔδη· τί δ᾽ οὐκ ἔµελλον; ἐµφανῆ γὰρ ἦν.
Κρέων
καὶ δῆτ᾽ ἐτόλµας τούσδ᾽ ὑπερβαίνειν νόµους;
Ἀντιγόνη
οὐ γάρ τί µοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε, 450
οὐδ᾽ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν ∆ίκη
τοιούσδ᾽ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόµους.
οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόµην τὰ σὰ
κηρύγµαθ᾽, ὥστ᾽ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν
νόµιµα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ᾽ ὑπερδραµεῖν. 455
οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ᾽ ἀεί ποτε
ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ᾽φάνη.
τούτων ἐγὼ οὐκ ἔµελλον, ἀνδρὸς οὐδενὸς
φρόνηµα δείσασ᾽, ἐν θεοῖσι τὴν δίκην
δώσειν· θανουµένη γὰρ ἐξῄδη, τί δ᾽ οὔ; 460
κεἰ µὴ σὺ προὐκήρυξας. εἰ δὲ τοῦ χρόνου
πρόσθεν θανοῦµαι, κέρδος αὔτ᾽ ἐγὼ λέγω.
ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ἐς ἐγὼ κακοῖς
ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει;
οὕτως ἔµοιγε τοῦδε τοῦ µόρου τυχεῖν 465
παρ᾽ οὐδὲν ἄλγος· ἀλλ᾽ ἄν, εἰ τὸν ἐξ ἐµῆς
µητρὸς θανόντ᾽ ἄθαπτον ἠνσχόµην νέκυν,
κείνοις ἂν ἤλγουν· τοῖσδε δ᾽ οὐκ ἀλγύνοµαι.
σοὶ δ᾽ εἰ δοκῶ νῦν µῶρα δρῶσα τυγχάνειν,
σχεδόν τι µώρῳ µωρίαν ὀφλισκάνω. 470
Χορός
δηλοῖ τὸ γέννηµ᾽ ὠµὸν ἐξ ὠµοῦ πατρὸς
τῆς παιδός. εἴκειν δ᾽ οὐκ ἐπίσταται κακοῖς.
Κρέων
ἀλλ᾽ ἴσθι τοι τὰ σκλήρ᾽ ἄγαν φρονήµατα
πίπτειν µάλιστα, καὶ τὸν ἐγκρατέστατον
σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ 475
θραυσθέντα καὶ ῥαγέντα πλεῖστ᾽ ἂν εἰσίδοις·
σµικρῷ χαλινῷ δ᾽ οἶδα τοὺς θυµουµένους
ἵππους καταρτυθέντας· οὐ γὰρ ἐκπέλει
φρονεῖν µέγ᾽ ὅστις δοῦλός ἐστι τῶν πέλας.
αὕτη δ᾽ ὑβρίζειν µὲν τότ᾽ ἐξηπίστατο, 480
νόµους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειµένους·
ὕβρις δ᾽, ἐπεὶ δέδρακεν, ἥδε δευτέρα,
τούτοις ἐπαυχεῖν καὶ δεδρακυῖαν γελᾶν.
ἦ νῦν ἐγὼ µὲν οὐκ ἀνήρ, αὕτη δ᾽ ἀνήρ,
εἰ ταῦτ᾽ ἀνατὶ τῇδε κείσεται κράτη. 485
ἀλλ᾽ εἴτ᾽ ἀδελφῆς εἴθ᾽ ὁµαιµονεστέρα
τοῦ παντὸς ἡµῖν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῖ,
αὐτή τε χἠ ξύναιµος οὐκ ἀλύξετον
µόρου κακίστου· καὶ γὰρ οὖν κείνην ἴσον
ἐπαιτιῶµαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου. 490
καί νιν καλεῖτ᾽· ἔσω γὰρ εἶδον ἀρτίως
λυσσῶσαν αὐτὴν οὐδ᾽ ἐπήβολον φρενῶν.
φιλεῖ δ᾽ ὁ θυµὸς πρόσθεν, ᾑρῆσθαι κλοπεὺς
τῶν µηδὲν ὀρθῶς ἐν σκότῳ τεχνωµένων·
µισῶ γε µέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις 495
ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ.
Ἀντιγόνη
θέλεις τι µεῖζον ἢ κατακτεῖναί µ᾽ ἑλών;
Κρέων
ἐγὼ µὲν οὐδέν· τοῦτ᾽ ἔχων ἅπαντ᾽ ἔχω.
Ἀντιγόνη
τί δῆτα µέλλεις; ὡς ἐµοὶ τῶν σῶν λόγων
ἀρεστὸν οὐδὲν µηδ᾽ ἀρεσθείη ποτέ· 500
οὕτω δὲ καὶ σοὶ τἄµ᾽ ἀφανδάνοντ᾽ ἔφυ.
καίτοι πόθεν κλέος γ᾽ ἂν εὐκλεέστερον
κατέσχον ἢ τὸν αὐτάδελφον ἐν τάφῳ
τιθεῖσα; τούτοις τοῦτο πᾶσιν ἁνδάνειν
λέγοιτ᾽ ἄν, εἰ µὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος. 505
ἀλλ᾽ ἡ τυραννὶς πολλά τ᾽ ἄλλ᾽ εὐδαιµονεῖ
κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ᾽ ἃ βούλεται.
Κρέων
σὺ τοῦτο µούνη τῶνδε Καδµείων ὁρᾷς.
Ἀντιγόνη
ὁρῶσι χοὖτοι, σοὶ δ᾽ ὑπίλλουσιν στόµα.
Κρέων
σὺ δ᾽ οὐκ ἐπαιδεῖ, τῶνδε χωρὶς εἰ φρονεῖς; 510
Ἀντιγόνη
οὐδὲν γὰρ αἰσχρὸν τοὺς ὁµοσπλάγχνους σέβειν.
Κρέων
οὔκουν ὅµαιµος χὠ καταντίον θανών;
Ἀντιγόνη
ὅµαιµος ἐκ µιᾶς τε καὶ ταὐτοῦ πατρός.
Κρέων
πῶς δῆτ᾽ ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιµᾷς χάριν;
Ἀντιγόνη
οὐ µαρτυρήσει ταῦθ᾽ ὁ κατθανὼν νέκυς. 515
Κρέων
εἴ τοί σφε τιµᾷς ἐξ ἴσου τῷ δυσσεβεῖ.
Ἀντιγόνη
οὐ γάρ τι δοῦλος, ἀλλ᾽ ἀδελφὸς ὤλετο.
Κρέων
πορθῶν δὲ τήνδε γῆν· ὁ δ᾽ ἀντιστὰς ὕπερ.
Ἀντιγόνη
ὁµῶς ὅ γ᾽ Ἅιδης τοὺς νόµους τούτους ποθεῖ.
Κρέων
ἀλλ᾽ οὐχ ὁ χρηστὸς τῷ κακῷ λαχεῖν ἴσος. 520
Ἀντιγόνη
τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε;
Κρέων
οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος.
Ἀντιγόνη
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συµφιλεῖν ἔφυν.
Κρέων
κάτω νυν ἐλθοῦσ᾽, εἰ φιλητέον, φίλει
κείνους· ἐµοῦ δὲ ζῶντος οὐκ ἄρξει γυνή. 525
Χορός
καὶ µὴν πρὸ πυλῶν ἥδ᾽ Ἰσµήνη,
φιλάδελφα κάτω δάκρυ᾽ εἰβοµένη·
νεφέλη δ᾽ ὀφρύων ὕπερ αἱµατόεν
ῥέθος αἰσχύνει,
τέγγουσ᾽ εὐῶπα παρειάν. 530
Κρέων
σὺ δ᾽, ἣ κατ᾽ οἴκους ὡς ἔχιδν᾽ ὑφειµένη
λήθουσά µ᾽ ἐξέπινες, οὐδ᾽ ἐµάνθανον
τρέφων δύ᾽ ἄτα κἀπαναστάσεις θρόνων,
φέρ᾽, εἰπὲ δή µοι, καὶ σὺ τοῦδε τοῦ τάφου
φήσεις µετασχεῖν, ἢ ᾽ξοµεῖ τὸ µὴ εἰδέναι; 535
Ἰσµήνη
δέδρακα τοὔργον, εἴπερ ἥδ᾽ ὁµορροθεῖ
καὶ ξυµµετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας.
Ἀντιγόνη
ἀλλ᾽ οὐκ ἐάσει τοῦτό γ᾽ ἡ δίκη σ᾽, ἐπεὶ
οὔτ᾽ ἠθέλησας οὔτ᾽ ἐγὼ ᾽κοινωσάµην.
Ἰσµήνη
ἀλλ᾽ ἐν κακοῖς τοῖς σοῖσιν οὐκ αἰσχύνοµαι 540
ξύµπλουν ἐµαυτὴν τοῦ πάθους ποιουµένη.
Ἀντιγόνη
ὧν τοὔργον, Ἅιδης χοἰ κάτω ξυνίστορες·
λόγοις δ᾽ ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην.
Ἰσµήνη
µήτοι, κασιγνήτη, µ᾽ ἀτιµάσῃς τὸ µὴ οὐ
θανεῖν τε σὺν σοὶ τὸν θανόντα θ᾽ ἁγνίσαι. 545
Ἀντιγόνη
µή µοι θάνῃς σὺ κοινὰ µηδ᾽ ἃ µὴ ᾽θιγες
ποιοῦ σεαυτῆς. ἀρκέσω θνῄσκουσ᾽ ἐγώ.
Ἰσµήνη
καὶ τίς βίος µοι σοῦ λελειµµένῃ φίλος;
Ἀντιγόνη
Κρέοντ᾽ ἐρώτα· τοῦδε γὰρ σὺ κηδεµών.
Ἰσµήνη
τί ταῦτ᾽ ἀνιᾷς µ᾽, οὐδὲν ὠφελουµένη; 550
Ἀντιγόνη
ἀλγοῦσα µὲν δῆτ᾽ εἰ γελῶ γ᾽ ἐν σοὶ γελῶ.
Ἰσµήνη
τί δῆτ᾽ ἂν ἀλλὰ νῦν σ᾽ ἔτ᾽ ὠφελοῖµ᾽ ἐγώ;
Ἀντιγόνη
σῶσον σεαυτήν· οὐ φθονῶ σ᾽ ὑπεκφυγεῖν.
Ἰσµήνη
οἴµοι τάλαινα, κἀµπλάκω τοῦ σοῦ µόρου;
Ἀντιγόνη
σὺ µὲν γὰρ εἵλου ζῆν, ἐγὼ δὲ κατθανεῖν. 555
Ἰσµήνη
ἀλλ᾽ οὐκ ἐπ᾽ ἀρρήτοις γε τοῖς ἐµοῖς λόγοις.
Ἀντιγόνη
καλῶς σὺ µὲν τοῖς, τοῖς δ᾽ ἐγὼ ᾽δόκουν φρονεῖν.
Ἰσµήνη
καὶ µὴν ἴση νῷν ἐστιν ἡ ᾽ξαµαρτία.
Ἀντιγόνη
θάρσει· σὺ µὲν ζῇς, ἡ δ᾽ ἐµὴ ψυχὴ πάλαι
τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν. 560
Κρέων
τὼ παῖδε φηµὶ τώδε τὴν µὲν ἀρτίως
ἄνουν πεφάνθαι, τὴν δ᾽ ἀφ᾽ οὗ τὰ πρῶτ᾽ ἔφυ.
Ἰσµήνη
οὐ γάρ ποτ᾽, ὦναξ, οὐδ᾽ ὃς ἂν βλάστῃ µένει
νοῦς τοῖς κακῶς πράσσουσιν, ἀλλ᾽ ἐξίσταται.
Κρέων
σοὶ γοῦν, ὅθ᾽ εἵλου σὺν κακοῖς πράσσειν κακά. 565
Ἰσµήνη
τί γὰρ µόνῃ µοι τῆσδ᾽ ἄτερ βιώσιµον;
Κρέων
ἀλλ᾽ ἥδε µέντοι µὴ λέγ᾽· οὐ γὰρ ἔστ᾽ ἔτι.
Ἰσµήνη
ἀλλὰ κτενεῖς νυµφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου;
Κρέων
ἀρώσιµοι γὰρ χἀτέρων εἰσὶν γύαι.
Ἰσµήνη
οὐχ ὥς γ᾽ ἐκείνῳ τῇδέ τ᾽ ἦν ἡρµοσµένα. 570
Κρέων
κακὰς ἐγὼ γυναῖκας υἱέσι στυγῶ.
Ἀντιγόνη
ὦ φίλταθ᾽ Αἷµον, ὥς σ᾽ ἀτιµάζει πατήρ.
Κρέων
ἄγαν γε λυπεῖς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος.
Χορός
ἦ γὰρ στερήσεις τῆσδε τὸν σαυτοῦ γόνον;
Κρέων
Ἅιδης ὁ παύσων τούσδε τοὺς γάµους ἔφυ. 575
Χορός
δεδογµέν᾽, ὡς ἔοικε, τήνδε κατθανεῖν.
Κρέων
καὶ σοί γε κἀµοί. µὴ τριβὰς ἔτ᾽, ἀλλά νιν
κοµίζετ᾽ εἴσω, δµῶες· ἐκ δὲ τοῦδε χρὴ
γυναῖκας εἶναι τάσδε µηδ᾽ ἀνειµένας.
φεύγουσι γάρ τοι χοἰ θρασεῖς, ὅταν πέλας 580
ἤδη τὸν, Ἅιδην εἰσορῶσι τοῦ βίου.
Χορός
εὐδαίµονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών.
οἷς γὰρ ἂν σεισθῇ θεόθεν δόµος, ἄτας
οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ πλῆθος ἕρπον· 585
ὅµοιον ὥστε ποντίαις οἶδµα δυσπνόοις ὅταν
Θρῄσσαισιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράµῃ πνοαῖς,
κυλίνδει βυσσόθεν κελαινὰν θῖνα καὶ 590
δυσάνεµοι, στόνῳ βρέµουσι δ᾽ ἀντιπλῆγες ἀκταί.
ἀρχαῖα τὰ Λαβδακιδᾶν οἴκων ὁρῶµαι
πήµατα φθιτῶν ἐπὶ πήµασι πίπτοντ᾽, 595
οὐδ᾽ ἀπαλλάσσει γενεὰν γένος, ἀλλ᾽ ἐρείπει
θεῶν τις, οὐδ᾽ ἔχει λύσιν. νῦν γὰρ ἐσχάτας ὕπερ
ῥίζας ὃ τέτατο φάος ἐν Οἰδίπου δόµοις, 600
κατ᾽ αὖ νιν φοινία θεῶν τῶν νερτέρων
ἀµᾷ κόνις λόγου τ᾽ ἄνοια καὶ φρενῶν ἐρινύς.
τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑπερβασία κατάσχοι; 605
τὰν οὔθ᾽ ὕπνος αἱρεῖ ποθ᾽ ὁ πάντ᾽ ἀγρεύων,
οὔτε θεῶν ἄκµατοι µῆνες, ἀγήρῳ δὲ χρόνῳ
δυνάστας κατέχεις Ὀλύµπου µαρµαρόεσσαν αἴγλαν. 610
τό τ᾽ ἔπειτα καὶ τὸ µέλλον
καὶ τὸ πρὶν ἐπαρκέσει
νόµος ὅδ᾽, οὐδὲν ἕρπει
θνατῶν βιότῳ πάµπολύ γ᾽ ἐκτὸς ἄτας.
ἁ γὰρ δὴ πολύπλαγκτος ἐλπὶς πολλοῖς µὲν ὄνασις ἀνδρῶν, 615
πολλοῖς δ᾽ ἀπάτα κουφονόων ἐρώτων·
εἰδότι δ᾽ οὐδὲν ἕρπει, πρὶν πυρὶ θερµῷ πόδα τις
προσαύσῃ. σοφίᾳ γὰρ ἔκ του κλεινὸν ἔπος πέφανται. 620
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ᾽ ἐσθλὸν
τῷδ᾽ ἔµµεν ὅτῳ φρένας
θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν·
πράσσει δ᾽ ὀλίγιστον χρόνον ἐκτὸς ἄτας. 625
ὅδε µὴν Αἵµων, παίδων τῶν σῶν
νέατον γέννηµ᾽· ἆρ᾽ ἀχνύµενος
τάλιδος ἥκει µόρον Ἀντιγόνης,
ἀπάτης λεχέων ὑπεραλγῶν; 630
Κρέων
τάχ᾽ εἰσόµεσθα µάντεων ὑπέρτερον.
ὦ παῖ, τελείαν ψῆφον ἆρα µὴ κλύων
τῆς µελλονύµφου πατρὶ λυσσαίνων πάρει;
ἢ σοὶ µὲν ἡµεῖς πανταχῇ, δρῶντες φίλοι;
Αἵµων
πάτερ, σός εἰµι, καὶ σύ µοι γνώµας ἔχων 635
χρηστὰς ἀπορθοῖς, αἷς ἔγωγ᾽ ἐφέψοµαι.
ἐµοὶ γὰρ οὐδεὶς ἀξιώσεται γάµος
µείζων φέρεσθαι σοῦ καλῶς ἡγουµένου.
Κρέων
οὕτω γάρ, ὦ παῖ, χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν,
γνώµης πατρῴας πάντ᾽ ὄπισθεν ἑστάναι. 640
τούτου γὰρ οὕνεκ᾽ ἄνδρες εὔχονται γονὰς
κατηκόους φύσαντες ἐν δόµοις ἔχειν,
ὡς καὶ τὸν ἐχθρὸν ἀνταµύνωνται κακοῖς
καὶ τὸν φίλον τιµῶσιν ἐξ ἴσου πατρί.
ὅστις δ᾽ ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα, 645
τί τόνδ᾽ ἂν εἴποις ἄλλο πλὴν αὑτῷ πόνους
φῦσαι, πολὺν δὲ τοῖσιν ἐχθροῖσιν γέλων;
µή νύν ποτ᾽, ὦ παῖ, τὰς φρένας ὑφ᾽ ἡδονῆς
γυναικὸς οὕνεκ᾽ ἐκβάλῃς, εἰδὼς ὅτι
ψυχρὸν παραγκάλισµα τοῦτο γίγνεται, 650
γυνὴ κακὴ ξύνευνος ἐν δόµοις. τί γὰρ
γένοιτ᾽ ἂν ἕλκος µεῖζον ἢ φίλος κακός;
ἀλλὰ πτύσας ὡσεί τε δυσµενῆ µέθες
τὴν παῖδ᾽ ἐν Αἴδου τήνδε νυµφεύειν τινί.
ἐπεὶ γὰρ αὐτὴν εἷλον ἐµφανῶς ἐγὼ 655
πόλεως ἀπιστήσασαν ἐκ πάσης µόνην,
ψευδῆ γ᾽ ἐµαυτὸν οὐ καταστήσω πόλει,
ἀλλὰ κτενῶ. πρὸς ταῦτ᾽ ἐφυµνείτω ∆ία
ξύναιµον. εἰ γὰρ δὴ τά γ᾽ ἐγγενῆ φύσει
ἄκοσµα θρέψω, κάρτα τοὺς ἔξω γένους 660
ἐν τοῖς γὰρ οἰκείοισιν ὅστις ἔστ᾽ ἀνὴρ
χρηστός, φανεῖται κἀν πόλει δίκαιος ὤν.
ὅστις δ᾽ ὑπερβὰς ἢ νόµους βιάζεται
ἢ τοὐπιτάσσειν τοῖς κρατύνουσιν νοεῖ,
οὐκ ἔστ᾽ ἐπαίνου τοῦτον ἐξ ἐµοῦ τυχεῖν. 665
ἀλλ᾽ ὃν πόλις στήσειε τοῦδε χρὴ κλύειν
καὶ σµικρὰ καὶ δίκαια καὶ τἀναντία.
καὶ τοῦτον ἂν τὸν ἄνδρα θαρσοίην ἐγὼ
καλῶς µὲν ἄρχειν, εὖ δ᾽ ἂν ἄρχεσθαι θέλειν,
δορός τ᾽ ἂν ἐν χειµῶνι προστεταγµένον 670
µένειν δίκαιον κἀγαθὸν παραστάτην.
ἀναρχίας δὲ µεῖζον οὐκ ἔστιν κακόν.
αὕτη πόλεις ὄλλυσιν, ἥδ᾽ ἀναστάτους
οἴκους τίθησιν, ἥδε συµµάχου δορὸς
τροπὰς καταρρήγνυσι· τῶν δ᾽ ὀρθουµένων 675
σῴζει τὰ πολλὰ σώµαθ᾽ ἡ πειθαρχία.
οὕτως ἀµυντέ᾽ ἐστὶ τοῖς κοσµουµένοις,
κοὔτοι γυναικὸς οὐδαµῶς ἡσσητέα.
κρεῖσσον γάρ, εἴπερ δεῖ, πρὸς ἀνδρὸς ἐκπεσεῖν,
κοὐκ ἂν γυναικῶν ἥσσονες καλοίµεθ᾽ ἄν. 680
Χορός
ἡµῖν µέν, εἰ µὴ τῷ χρόνῳ κεκλέµµεθα,
λέγειν φρονούντως ὧν λέγεις δοκεῖς πέρι.
Αἵµων
πάτερ, θεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας,
πάντων ὅσ᾽ ἐστὶ κτηµάτων ὑπέρτατον.
ἐγὼ δ᾽ ὅπως σὺ µὴ λέγεις ὀρθῶς τάδε, 685
οὔτ᾽ ἂν δυναίµην µήτ᾽ ἐπισταίµην λέγειν.
γένοιτο µεντἂν χἀτέρῳ καλῶς ἔχον.
σοῦ δ᾽ οὖν πέφυκα πάντα προσκοπεῖν ὅσα
λέγει τις ἢ πράσσει τις ἢ ψέγειν ἔχει.
τὸ γὰρ σὸν ὄµµα δεινὸν, ἀνδρὶ δηµότῃ 690
λόγοις τοιούτοις, οἷς σὺ µὴ τέρψει κλύων·
ἐµοὶ δ᾽ ἀκούειν ἔσθ᾽ ὑπὸ σκότου τάδε,
τὴν παῖδα ταύτην οἷ᾽, ὀδύρεται πόλις,
πασῶν γυναικῶν ὡς ἀναξιωτάτη
κάκιστ᾽ ἀπ᾽ ἔργων εὐκλεεστάτων φθίνει. 695
ἥτις τὸν αὑτῆς αὐτάδελφον ἐν φοναῖς
πεπτῶτ᾽ ἄθαπτον µήθ᾽ ὑπ᾽ ὠµηστῶν κυνῶν
εἴασ᾽ ὀλέσθαι µήθ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν τινος.
οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιµῆς λαχεῖν;
τοιάδ᾽ ἐρεµνὴ σῖγ᾽ ἐπέρχεται φάτις. 700
ἐµοὶ δὲ σοῦ πράσσοντος εὐτυχῶς, πάτερ,
οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆµα τιµιώτερον,
τί γὰρ πατρὸς θάλλοντος εὐκλείας τέκνοις
ἄγαλµα µεῖζον, ἢ τί πρὸς παίδων πατρί;
µή νυν ἓν ἦθος µοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει, 705
ὡς φὴς σύ, κοὐδὲν ἄλλο, τοῦτ᾽ ὀρθῶς ἔχειν.
ὅστις γὰρ αὐτὸς ἢ φρονεῖν µόνος δοκεῖ,
ἢ γλῶσσαν, ἣν οὐκ ἄλλος, ἢ ψυχὴν ἔχειν,
οὗτοι διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί.
ἀλλ᾽ ἄνδρα, κεἴ τις ᾖ σοφός, τὸ µανθάνειν 710
πόλλ᾽, αἰσχρὸν οὐδὲν καὶ τὸ µὴ τείνειν ἄγαν.
ὁρᾷς παρὰ ῥείθροισι χειµάρροις ὅσα
δένδρων ὑπείκει, κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται,
τὰ δ᾽ ἀντιτείνοντ᾽ αὐτόπρεµν᾽ ἀπόλλυται.
αὕτως δὲ ναὸς ὅστις ἐγκρατῆ πόδα 715
τείνας ὑπείκει µηδέν, ὑπτίοις κάτω
στρέψας τὸ λοιπὸν σέλµασιν ναυτίλλεται.
ἀλλ᾽ εἶκε καὶ θυµῷ µετάστασιν δίδου.
γνώµη γὰρ εἴ τις κἀπ᾽ ἐµοῦ νεωτέρου
πρόσεστι, φήµ᾽ ἔγωγε πρεσβεύειν πολὺ 720
φῦναι τὸν ἄνδρα πάντ᾽ ἐπιστήµης πλέων·
εἰ δ᾽ οὖν, φιλεῖ γὰρ τοῦτο µὴ ταύτῃ ῥέπειν,
καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ µανθάνειν.
Χορός
ἄναξ, σέ τ᾽ εἰκός, εἴ τι καίριον λέγει,
µαθεῖν, σέ τ᾽ αὖ τοῦδ᾽· εὖ γὰρ εἴρηται διπλῇ. 725
Κρέων
οἱ τηλικοίδε καὶ διδαξόµεσθα δὴ
φρονεῖν ὑπ᾽ ἀνδρὸς τηλικοῦδε τὴν φύσιν;
Αἵµων
µηδὲν τὸ µὴ δίκαιον· εἰ δ᾽ ἐγὼ νέος,
οὐ τὸν χρόνον χρὴ µᾶλλον ἢ τἄργα σκοπεῖν.
Κρέων
ἔργον γάρ ἐστι τοὺς ἀκοσµοῦντας σέβειν; 730
Αἵµων
οὐδ᾽ ἂν κελεύσαιµ᾽, εὐσεβεῖν εἰς τοὺς κακούς.
Κρέων
οὐχ ἥδε γὰρ τοιᾷδ᾽ ἐπείληπται νόσῳ;
Αἵµων
οὔ φησι Θήβης τῆσδ᾽ ὁµόπτολις λεώς.
Κρέων
πόλις γὰρ ἡµῖν ἁµὲ χρὴ τάσσειν ἐρεῖ;
Αἵµων
ὁρᾷς τόδ᾽ ὡς εἴρηκας ὡς ἄγαν νέος; 735
Κρέων
ἄλλῳ γὰρ ἢ ᾽µοὶ χρή µε τῆσδ᾽ ἄρχειν χθονός;
Αἵµων
πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός.
Κρέων
οὐ τοῦ κρατοῦντος ἡ πόλις νοµίζεται;
Αἵµων
καλῶς γ᾽ ἐρήµης ἂν σὺ γῆς ἄρχοις µόνος.
Κρέων
ὅδ᾽, ὡς ἔοικε, τῇ γυναικὶ συµµαχεῖ. 740
Αἵµων
εἴπερ γυνὴ σύ. σοῦ γὰρ οὖν προκήδοµαι.
Κρέων
ὦ παγκάκιστε, διὰ δίκης ἰὼν πατρί;
Αἵµων
οὐ γὰρ δίκαιά σ᾽ ἐξαµαρτάνονθ᾽ ὁρῶ.
Κρέων
ἁµαρτάνω γὰρ τὰς ἐµὰς ἀρχὰς σέβων;
Αἵµων
οὐ γὰρ σέβεις τιµάς γε τὰς θεῶν πατῶν. 745
Κρέων
ὦ µιαρὸν ἦθος καὶ γυναικὸς ὕστερον.
Αἵµων
οὔ τἂν ἕλοις ἥσσω γε τῶν αἰσχρῶν ἐµέ.
Κρέων
ὁ γοῦν λόγος σοι πᾶς ὑπὲρ κείνης ὅδε.
Αἵµων
καὶ σοῦ γε κἀµοῦ, καὶ θεῶν τῶν νερτέρων.
Κρέων
ταύτην ποτ᾽ οὐκ ἔσθ᾽ ὡς ἔτι ζῶσαν γαµεῖς. 750
Αἵµων
ἣ δ᾽ οὖν θανεῖται καὶ θανοῦσ᾽ ὀλεῖ τινα.
Κρέων
ἦ κἀπαπειλῶν ὧδ᾽ ἐπεξέρχει θρασύς;
Αἵµων
τίς δ᾽ ἔστ᾽ ἀπειλὴ πρὸς κενὰς γνώµας λέγειν;
Κρέων
κλαίων φρενώσεις, ὢν φρενῶν αὐτὸς κενός.
Αἵµων
εἰ µὴ πατὴρ ἦσθ᾽, εἶπον ἄν σ᾽ οὐκ εὖ φρονεῖν. 755
Κρέων
γυναικὸς ὢν δούλευµα µὴ κώτιλλέ µε.
Αἵµων
βούλει λέγειν τι καὶ λέγων µηδὲν κλύειν;
Κρέων
ἄληθες; ἀλλ᾽ οὐ τόνδ᾽ Ὄλυµπον, ἴσθ᾽ ὅτι,
χαίρων ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐµέ.
ἄγαγε τὸ µῖσος ὡς κατ᾽ ὄµµατ᾽ αὐτίκα 760
παρόντι θνῄσκῃ πλησία τῷ νυµφίῳ.
Αἵµων
οὐ δῆτ᾽ ἔµοιγε, τοῦτο µὴ δόξῃς ποτέ,
οὔθ᾽ ἥδ᾽ ὀλεῖται πλησία, σύ τ᾽ οὐδαµὰ
τοὐµὸν προσόψει κρᾶτ᾽ ἐν ὀφθαλµοῖς ὁρῶν,
ὡς τοῖς θέλουσι τῶν φίλων µαίνῃ συνών. 765
Χορός
ἁνήρ, ἄναξ, βέβηκεν ἐξ ὀργῆς ταχύς·
νοῦς δ᾽ ἐστὶ τηλικοῦτος ἀλγήσας βαρύς.
Κρέων
δράτω· φρονείτω µεῖζον ἢ κατ᾽ ἄνδρ᾽ ἰών·
τὼ δ᾽ οὖν κόρα τώδ᾽ οὐκ ἀπαλλάξει µόρου.
Χορός
ἄµφω γὰρ αὐτὼ καὶ κατακτεῖναι νοεῖς; 770
Κρέων
οὐ τήν γε µὴ θιγοῦσαν· εὖ γὰρ οὖν λέγεις.
Χορός
µόρῳ δὲ ποίῳ καί σφε βουλεύει κτανεῖν;
Κρέων
ἄγων ἔρηµος ἔνθ᾽ ἂν ᾖ βροτῶν στίβος
κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι,
φορβῆς τοσοῦτον ὡς ἄγος µόνον προθείς, 775
ὅπως µίασµα πᾶσ᾽ ὑπεκφύγῃ πόλις.
κἀκεῖ τὸν Ἅιδην, ὃν µόνον σέβει θεῶν,
αἰτουµένη που τεύξεται τὸ µὴ θανεῖν,
ἢ γνώσεται γοῦν ἀλλὰ τηνικαῦθ᾽ ὅτι
πόνος περισσός ἐστι τἀν Ἅιδου σέβειν. 780
Χορός
Ἔρως ἀνίκατε µάχαν, Ἔρως, ὃς ἐν κτήµασι πίπτεις,
ὃς ἐν µαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις,
φοιτᾷς δ᾽ ὑπερπόντιος ἔν τ᾽ ἀγρονόµοις αὐλαῖς· 785
καί σ᾽ οὔτ᾽ ἀθανάτων φύξιµος οὐδεὶς
οὔθ᾽ ἁµερίων σέ γ᾽ ἀνθρώπων. ὁ δ᾽ ἔχων µέµηνεν. 790
σὺ καὶ δικαίων ἀδίκους φρένας παρασπᾷς ἐπὶ λώβᾳ,
σὺ καὶ τόδε νεῖκος ἀνδρῶν ξύναιµον ἔχεις ταράξας·
νικᾷ δ᾽ ἐναργὴς βλεφάρων ἵµερος εὐλέκτρου 795
νύµφας, τῶν µεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς
θεσµῶν. ἄµαχος γὰρ ἐµπαίζει θεὸς, Ἀφροδίτα. 800
νῦν δ᾽ ἤδη ᾽γὼ καὐτὸς θεσµῶν
ἔξω φέροµαι τάδ᾽ ὁρῶν ἴσχειν δ᾽
οὐκέτι πηγὰς δύναµαι δάκρυ
τὸν παγκοίτην ὅθ᾽ ὁρῶ θάλαµον
τήνδ᾽ Ἀντιγόνην ἀνύτουσαν. 805
Ἀντιγόνη
ὁρᾶτ᾽ ἔµ᾽, ὦ γᾶς πατρίας πολῖται, τὰν νεάταν ὁδὸν
στείχουσαν, νέατον δὲ φέγγος λεύσσουσαν ἀελίου,
κοὔποτ᾽ αὖθις. ἀλλά µ᾽ ὁ παγκοίτας Ἅιδας ζῶσαν ἄγει 810
τὰν Ἀχέροντος
ἀκτάν, οὔθ᾽ ὑµεναίων ἔγκληρον, οὔτ᾽ ἐπινύµφειός
πώ µέ τις ὕµνος ὕµνησεν, ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυµφεύσω. 815
Χορός
οὐκοῦν κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσ᾽
ἐς τόδ᾽ ἀπέρχει κεῦθος νεκύων,
οὔτε φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις
οὔτε ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσ᾽, 820
ἀλλ᾽ αὐτόνοµος ζῶσα µόνη δὴ
θνητῶν Ἅιδην καταβήσει.
Ἀντιγόνη
ἤκουσα δὴ λυγρότατον ὀλέσθαι τὰν Φρυγίαν ξέναν
Ταντάλου Σιπύλῳ πρὸς ἄκρῳ, τὰν κισσὸς ὡς ἀτενὴς 825
πετραία βλάστα δάµασεν, καί νιν ὄµβροι τακοµέναν,
ὡς φάτις ἀνδρῶν,
χιών τ᾽ οὐδαµὰ λείπει, τέγγει δ᾽ ὑπ᾽ ὀφρύσι παγκλαύτοις 830
δειράδας· µε δαίµων ὁµοιοτάταν κατευνάζει.
Χορός
ἀλλὰ θεός τοι καὶ θεογεννής,
ἡµεῖς δὲ βροτοὶ καὶ θνητογενεῖς. 835
καίτοι φθιµένῃ µέγα κἀκοῦσαι
τοῖς ἰσοθέοις σύγκληρα λαχεῖν.
ζῶσαν καὶ ἔπειτα θανοῦσαν.
Ἀντιγόνη
οἴµοι γελῶµαι. τί µε, πρὸς θεῶν πατρῴων.
οὐκ οἰχοµέναν ὑβρίζεις, ἀλλ᾽ ἐπίφαντον; 840
ὦ πόλις, ὦ πόλεως πολυκτήµονες ἄνδρες·
ἰὼ ∆ιρκαῖαι κρῆναι
Θήβας τ᾽ εὐαρµάτου ἄλσος, ἔµπας ξυµµάρτυρας ὔµµ᾽ ἐπικτῶµαι, 845
οἵα φίλων ἄκλαυτος, οἵοις νόµοις
πρὸς ἕργµα τυµβόχωστον ἔρχοµαι τάφου ποταινίου·
ἰὼ δύστανος, βροτοῖς οὔτε νεκροῖς κυροῦσα 850
µέτοικος οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν.
Χορός
προβᾶσ᾽ ἐπ᾽ ἔσχατον θράσους
ὑψηλὸν ἐς ∆ίκας βάθρον
προσέπεσες, ὦ τέκνον, πολύ· 855
πατρῷον δ᾽ ἐκτίνεις τιν᾽ ἆθλον.
Ἀντιγόνη
ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐµοὶ µερίµνας,
πατρὸς τριπόλιστον οἶκτον τού τε πρόπαντος
ἁµετέρου πότµου κλεινοῖς Λαβδακίδαισιν. 860
ἰὼ µατρῷαι λέκτρων
ἆται κοιµήµατά τ᾽ αὐτογέννητ᾽ ἐµῷ πατρὶ δυσµόρου µατρός, 865
οἵων ἐγώ ποθ᾽ ἁ ταλαίφρων ἔφυν·
πρὸς οὓς ἀραῖος ἄγαµος ἅδ᾽ ἐγὼ µέτοικος ἔρχοµαι.
ἰὼ δυσπότµων κασίγνητε γάµων κυρήσας, 870
θανὼν ἔτ᾽ οὖσαν κατήναρές µε.
Χορός
σέβειν µὲν εὐσέβειά τις,
κράτος δ᾽ ὅτῳ κράτος µέλει
παραβατὸν οὐδαµᾷ πέλει·
σὲ δ᾽ αὐτόγνωτος ὤλεσ᾽ ὀργά. 875
Ἀντιγόνη
ἄκλαυτος, ἄφιλος, ἀνυµέναιος ταλαίφρων ἄγοµαι
τὰν πυµάταν ὁδόν. οὐκέτι µοι τόδε
λαµπάδος ἱερὸν ὄµµα
θέµις ὁρᾶν ταλαίνᾳ. 880
τὸν δ᾽ ἐµὸν πότµον ἀδάκρυτον
οὐδεὶς φίλων στενάζει.
Κρέων
ἆρ᾽ ἴστ᾽, ἀοιδὰς καὶ γόους πρὸ τοῦ θανεῖν
ὡς οὐδ᾽ ἂν εἷς παύσαιτ᾽ ἄν, εἰ χρείη λέγειν;
οὐκ ἄξεθ᾽ ὡς τάχιστα; καὶ κατηρεφεῖ 885
τύµβῳ περιπτύξαντες, ὡς εἴρηκ᾽ ἐγώ,
ἄφετε µόνην ἔρηµον, εἴτε χρῇ θανεῖν
εἴτ᾽ ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυµβεύειν στέγῃ·
ἡµεῖς γὰρ ἁγνοὶ τοὐπὶ τήνδε τὴν κόρην
µετοικίας δ᾽ οὖν τῆς ἄνω στερήσεται. 890
Ἀντιγόνη
ὦ τύµβος, ὦ νυµφεῖον, ὦ κατασκαφὴς
οἴκησις ἀείφρουρος, οἷ πορεύοµαι
πρὸς τοὺς ἐµαυτῆς, ὧν ἀριθµὸν ἐν νεκροῖς
πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ᾽ ὀλωλότων·
ὧν λοισθία ᾽γὼ καὶ κάκιστα δὴ µακρῷ 895
κάτειµι, πρίν µοι µοῖραν ἐξήκειν βίου.
ἐλθοῦσα µέντοι κάρτ᾽ ἐν ἐλπίσιν τρέφω
φίλη µὲν ἥξειν πατρί, προσφιλὴς δὲ σοί,
µῆτερ, φίλη δὲ σοί, κασίγνητον κάρα·
ἐπεὶ θανόντας αὐτόχειρ ὑµᾶς ἐγὼ 900
ἔλουσα κἀκόσµησα κἀπιτυµβίους
χοὰς ἔδωκα. νῦν δέ Πολύνεικες, τὸ σὸν
δέµας περιστέλλουσα τοιάδ᾽ ἄρνυµαι.
καίτοι σ᾽ ἐγὼ ᾽τίµησα τοῖς φρονοῦσιν εὖ.
οὐ γάρ ποτ᾽ οὔτ᾽ ἄν, εἰ τέκνων µήτηρ ἔφυν, 905
οὔτ᾽ εἰ πόσις µοι κατθανὼν ἐτήκετο,
βίᾳ πολιτῶν τόνδ᾽ ἂν ᾐρόµην πόνον.
τίνος νόµου δὴ ταῦτα πρὸς χάριν λέγω;
πόσις µὲν ἄν µοι κατθανόντος ἄλλος ἦν,
καὶ παῖς ἀπ᾽ ἄλλου φωτός, εἰ τοῦδ᾽ ἤµπλακον, 910
µητρὸς δ᾽ ἐν Ἅιδου καὶ πατρὸς κεκευθότοιν
οὐκ ἔστ᾽ ἀδελφὸς ὅστις ἂν βλάστοι ποτέ.
τοιῷδε µέντοι σ᾽ ἐκπροτιµήσασ᾽ ἐγὼ
νόµῳ Κρέοντι ταῦτ᾽ ἔδοξ᾽ ἁµαρτάνειν
καὶ δεινὰ τολµᾶν, ὦ κασίγνητον κάρα. 915
καὶ νῦν ἄγει µε διὰ χερῶν οὕτω λαβὼν
ἄλεκτρον, ἀνυµέναιον, οὔτε του γάµου
µέρος λαχοῦσαν οὔτε παιδείου τροφῆς,
ἀλλ᾽ ὧδ᾽ ἔρηµος πρὸς φίλων ἡ δύσµορος
ζῶσ᾽ εἰς θανόντων ἔρχοµαι κατασκαφάς. 920
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιµόνων δίκην;
τί χρή µε τὴν δύστηνον ἐς θεοὺς ἔτι
βλέπειν; τίν᾽ αὐδᾶν ξυµµάχων; ἐπεί γε δὴ
τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ᾽, ἐκτησάµην.
ἀλλ᾽ εἰ µὲν οὖν τάδ᾽ ἐστὶν ἐν θεοῖς καλά, 925
παθόντες ἂν ξυγγνοῖµεν ἡµαρτηκότες·
εἰ δ᾽ οἵδ᾽ ἁµαρτάνουσι, µὴ πλείω κακὰ
πάθοιεν ἢ καὶ δρῶσιν ἐκδίκως ἐµέ.
Χορός
ἔτι τῶν αὐτῶν ἀνέµων αὑταὶ
ψυχῆς ῥιπαὶ τήνδε γ᾽ ἔχουσιν. 930
Κρέων
τοιγὰρ τούτων τοῖσιν ἄγουσιν
κλαύµαθ᾽ ὑπάρξει βραδυτῆτος ὕπερ.
Ἀντιγόνη
οἴµοι, θανάτου τοῦτ᾽ ἐγγυτάτω
τοὔπος ἀφῖκται.
Χορός
θαρσεῖν οὐδὲν παραµυθοῦµαι 935
µὴ οὐ τάδε ταύτῃ κατακυροῦσθαι.
Ἀντιγόνη
ὦ γῆς Θήβης ἄστυ πατρῷον
καὶ θεοὶ προγενεῖς,
ἄγοµαι δὴ κοὐκέτι µέλλω.
λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι 940
τὴν βασιλειδᾶν µούνην λοιπήν,
οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω,
τὴν εὐσεβίαν σεβίσασα.
Χορός
ἔτλα καὶ ∆ανάας οὐράνιον φῶς
ἀλλάξαι δέµας ἐν χαλκοδέτοις αὐλαῖς· 945
κρυπτοµένα δ᾽ ἐν τυµβήρει θαλάµῳ κατεζεύχθη·
καίτοι καὶ γενεᾷ τίµιος, ὦ παῖ παῖ,
καὶ Ζηνὸς ταµιεύεσκε γονὰς χρυσορύτους. 950
ἀλλ᾽ ἁ µοιριδία τις δύνασις δεινά·
οὔτ᾽ ἄν νιν ὄλβος οὔτ᾽ Ἄρης, οὐ πύργος, οὐχ ἁλίκτυποι
κελαιναὶ νᾶες ἐκφύγοιεν.
ζεύχθη δ᾽ ὀξύχολος παῖς ὁ ∆ρύαντος, 955
Ἠδωνῶν βασιλεύς, κερτοµίοις ὀργαῖς
ἐκ ∆ιονύσου πετρώδει κατάφαρκτος ἐν δεσµῷ.
οὕτω τᾶς µανίας δεινὸν ἀποστάζει
ἀνθηρόν τε µένος. κεῖνος ἐπέγνω µανίαις 960
ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτοµίοις γλώσσαις.
παύεσκε µὲν γὰρ ἐνθέους γυναῖκας εὔιόν τε πῦρ,
φιλαύλους τ᾽ ἠρέθιζε Μούσας. 965
παρὰ δὲ κυανεᾶν πελάγει διδύµας ἁλὸς
ἀκταὶ Βοσπόριαι ἥδ᾽ ὁ Θρῃκῶν ἄξενος
Σαλµυδησσός, ἵν᾽ ἀγχίπτολις Ἄρης 970
δισσοῖσι Φινείδαις
εἶδεν ἀρατὸν ἕλκος
τυφλωθὲν ἐξ ἀγρίας δάµαρτος
ἀλαὸν ἀλαστόροισιν ὀµµάτων κύκλοις
ἀραχθέντων, ὑφ᾽ αἱµατηραῖς 975
χείρεσσι καὶ κερκίδων ἀκµαῖσιν.
κατὰ δὲ τακόµενοι µέλεοι µελέαν πάθαν
κλαῖον, µατρὸς ἔχοντες ἀνύµφευτον γονάν· 980
ἁ δὲ σπέρµα µὲν ἀρχαιογόνων
ἄντασ᾽ Ἐρεχθειδᾶν,
τηλεπόροις δ᾽ ἐν ἄντροις
τράφη θυέλλαισιν ἐν πατρῴαις
Βορεὰς ἅµιππος ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου 985
θεῶν παῖς. ἀλλὰ κἀπ᾽ ἐκείνᾳ
Μοῖραι µακραίωνες ἔσχον, ὦ παῖ.
Τειρεσίας
Θήβης ἄνακτες, ἥκοµεν κοινὴν ὁδὸν
δύ᾽ ἐξ ἑνὸς βλέποντε· τοῖς τυφλοῖσι γὰρ
αὕτη κέλευθος ἐκ προηγητοῦ πέλει. 990
Κρέων
τί δ᾽ ἔστιν, ὦ γεραιὲ Τειρεσία, νέον;
Τειρεσίας
ἐγὼ διδάξω, καὶ σὺ τῷ µάντει πιθοῦ.
Κρέων
οὔκουν πάρος γε σῆς ἀπεστάτουν φρενός.
Τειρεσίας
τοιγὰρ δι᾽ ὀρθῆς τήνδ᾽ ἐναυκλήρεις πόλιν.
Κρέων
ἔχω πεπονθὼς µαρτυρεῖν ὀνήσιµα. 995
Τειρεσίας
φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης.
Κρέων
τί δ᾽ ἔστιν; ὡς ἐγὼ τὸ σὸν φρίσσω στόµα.
Τειρεσίας
γνώσει, τέχνης σηµεῖα τῆς ἐµῆς κλύων.
εἰς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον
ἵζων, ἵν᾽ ἦν µοι παντὸς οἰωνοῦ λιµήν, 1000
ἀγνῶτ᾽ ἀκούω φθόγγον ὀρνίθων, κακῷ
κλάζοντας οἴστρῳ καὶ βεβαρβαρωµένῳ.
καὶ σπῶντας ἐν χηλαῖσιν ἀλλήλους φοναῖς
ἔγνων· πτερῶν γὰρ ῥοῖβδος οὐκ ἄσηµος ἦν.
εὐθὺς δὲ δείσας ἐµπύρων ἐγευόµην 1005
βωµοῖσι παµφλέκτοισιν· ἐκ δὲ θυµάτων
Ἥφαιστος οὐκ ἔλαµπεν, ἀλλ᾽ ἐπὶ σποδῷ
µυδῶσα κηκὶς µηρίων ἐτήκετο
κἄτυφε κἀνέπτυε, καὶ µετάρσιοι
χολαὶ διεσπείροντο, καὶ καταρρυεῖς 1010
µηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιµελῆς.
τοιαῦτα παιδὸς τοῦδ᾽ ἐµάνθανον πάρα,
φθίνοντ᾽ ἀσήµων ὀργίων µαντεύµατα.
ἐµοὶ γὰρ οὗτος ἡγεµών, ἄλλοις δ᾽ ἐγώ.
καὶ ταῦτα τῆς σῆς ἐκ φρενὸς νοσεῖ πόλις. 1015
βωµοὶ γὰρ ἡµῖν ἐσχάραι τε παντελεῖς
πλήρεις ὑπ᾽ οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς
τοῦ δυσµόρου πεπτῶτος Οἰδίπου γόνου.
κᾆτ᾽ οὐ δέχονται θυστάδας λιτὰς ἔτι
θεοὶ παρ᾽ ἡµῶν οὐδὲ µηρίων φλόγα, 1020
οὐδ᾽ ὄρνις εὐσήµους ἀπορροιβδεῖ βοάς
ἀνδροφθόρου βεβρῶτες αἵµατος λίπος.
ταῦτ᾽ οὖν, τέκνον, φρόνησον. ἀνθρώποισι γὰρ
τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαµαρτάνειν·
ἐπεὶ δ᾽ ἁµάρτῃ, κεῖνος οὐκέτ᾽ ἔστ᾽ ἀνὴρ 1025
ἄβουλος οὐδ᾽ ἄνολβος, ὅστις ἐς κακὸν
πεσὼν ἀκῆται µηδ᾽ ἀκίνητος πέλῃ.
αὐθαδία τοι σκαιότητ᾽ ὀφλισκάνει.
ἀλλ᾽ εἶκε τῷ θανόντι µηδ᾽ ὀλωλότα
κέντει· τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ᾽ ἐπικτανεῖν; 1030
εὖ σοι φρονήσας εὖ λέγω. τὸ µανθάνειν δ᾽
ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι.
Κρέων
ὦ πρέσβυ, πάντες ὥστε τοξόται σκοποῦ
τοξεύετ᾽ ἀνδρὸς τοῦδε, κοὐδὲ µαντικῆς
ἄπρακτος ὑµῖν εἰµι· τῶν δ᾽ ὑπαὶ γένους 1035
ἐξηµπόληµαι κἀµπεφόρτισµαι πάλαι.
κερδαίνετ᾽, ἐµπολᾶτε τἀπὸ Σάρδεων
ἤλεκτρον, εἰ βούλεσθε, καὶ τὸν Ἰνδικὸν
χρυσόν· τάφῳ δ᾽ ἐκεῖνον οὐχὶ κρύψετε,
οὐδ᾽ εἰ θέλουσ᾽, οἱ Ζηνὸς αἰετοὶ βορὰν 1040
φέρειν νιν ἁρπάζοντες ἐς ∆ιὸς θρόνους,
οὐδ᾽ ὣς µίασµα τοῦτο µὴ τρέσας ἐγὼ
θάπτειν παρήσω κεῖνον· εὖ γὰρ οἶδ᾽ ὅτι
θεοὺς µιαίνειν οὔτις ἀνθρώπων σθένει.
πίπτουσι δ᾽, ὦ γεραιὲ Τειρεσία, βροτῶν 1045
χοἰ πολλὰ δεινοὶ πτώµατ᾽ αἴσχρ᾽, ὅταν λόγους
αἰσχροὺς καλῶς λέγωσι τοῦ κέρδους χάριν.
Τειρεσίας
φεῦ.
ἆρ᾽ οἶδεν ἀνθρώπων τις, ἆρα φράζεται,
Κρέων
τί χρῆµα; ποῖον τοῦτο πάγκοινον λέγεις;
Τειρεσίας
ὅσῳ κράτιστον κτηµάτων εὐβουλία; 1050
Κρέων
ὅσῳπερ, οἶµαι, µὴ φρονεῖν πλείστη βλάβη.
Τειρεσίας
ταύτης σὺ µέντοι τῆς νόσου πλήρης ἔφυς.
Κρέων
οὐ βούλοµαι τὸν µάντιν ἀντειπεῖν κακῶς.
Τειρεσίας
καὶ µὴν λέγεις, ψευδῆ µε θεσπίζειν λέγων.
Κρέων
τὸ µαντικὸν γὰρ πᾶν φιλάργυρον γένος. 1055
Τειρεσίας
τὸ δ᾽ ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ.
Κρέων
ἆρ᾽ οἶσθα ταγοὺς ὄντας ἃν λέγῃς λέγων;
Τειρεσίας
οἶδ᾽· ἐξ ἐµοῦ γὰρ τήνδ᾽ ἔχεις σώσας πόλιν.
Κρέων
σοφὸς σὺ µάντις, ἀλλὰ τἀδικεῖν φιλῶν.
Τειρεσίας
ὄρσεις µε τἀκίνητα διὰ φρενῶν φράσαι. 1060
Κρέων
κίνει, µόνον δὲ µὴ ᾽πὶ κέρδεσιν λέγων.
Τειρεσίας
οὕτω γὰρ ἤδη καὶ δοκῶ τὸ σὸν µέρος.
Κρέων
ὡς µὴ ᾽µπολήσων ἴσθι τὴν ἐµὴν φρένα.
Τειρεσίας
ἀλλ᾽ εὖ γέ τοι κάτισθι µὴ πολλοὺς ἔτι
τρόχους ἁµιλλητῆρας ἡλίου τελεῖν, 1065
ἐν οἷσι τῶν σῶν αὐτὸς ἐκ σπλάγχνων ἕνα
νέκυν νεκρῶν ἀµοιβὸν ἀντιδοὺς ἔσει,
ἀνθ᾽ ὧν ἔχεις µὲν τῶν ἄνω βαλὼν κάτω
ψυχήν τ᾽ ἀτίµως ἐν τάφῳ κατῴκισας,
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν 1070
ἄµοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν.
ὧν οὔτε σοὶ µέτεστιν οὔτε τοῖς ἄνω
θεοῖσιν, ἀλλ᾽ ἐκ σοῦ βιάζονται τάδε.
τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι
λοχῶσιν Ἅιδου καὶ θεῶν Ἐρινύες, 1075
ἐν τοῖσιν αὐτοῖς τοῖσδε ληφθῆναι κακοῖς.
καὶ ταῦτ᾽ ἄθρησον εἰ κατηργυρωµένος
λέγω· φανεῖ γὰρ οὐ µακροῦ χρόνου τριβὴ
ἀνδρῶν γυναικῶν σοῖς δόµοις κωκύµατα.
ἐχθραὶ δὲ πᾶσαι συνταράσσονται πόλεις, 1080
ὅσων σπαράγµατ᾽ ἢ κύνες καθήγνισαν
ἢ θῆρες ἤ τις πτηνὸς οἰωνός, φέρων
ἀνόσιον ὀσµὴν ἑστιοῦχον ἐς πόλιν.
τοιαῦτά σου, λυπεῖς γάρ, ὥστε τοξότης
ἀφῆκα θυµῷ, καρδίας τοξεύµατα 1085
βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ ὑπεκδραµεῖ.
ὦ παῖ, σὺ δ᾽ ἡµᾶς ἄπαγε πρὸς δόµους, ἵνα
τὸν θυµὸν οὗτος ἐς νεωτέρους ἀφῇ,
καὶ γνῷ τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχαιτέραν
τὸν νοῦν τ᾽ ἀµείνω τῶν φρενῶν ἢ νῦν φέρει. 1090
Χορός
ἁνήρ, ἄναξ, βέβηκε δεινὰ θεσπίσας·
ἐπιστάµεσθα δ᾽, ἐξ ὅτου λευκὴν ἐγὼ
τήνδ᾽ ἐκ µελαίνης ἀµφιβάλλοµαι τρίχα,
µή πώ ποτ᾽ αὐτὸν ψεῦδος ἐς πόλιν λακεῖν.
Κρέων
ἔγνωκα καὐτὸς καὶ ταράσσοµαι φρένας. 1095
τό τ᾽ εἰκαθεῖν γὰρ δεινόν, ἀντιστάντα δὲ
ἄτῃ πατάξαι θυµὸν ἐν δεινῷ πάρα.
Χορός
εὐβουλίας δεῖ, παῖ Μενοικέως, λαβεῖν.
Κρέων
τί δῆτα χρὴ δρᾶν; φράζε. πείσοµαι δ᾽ ἐγώ.
Χορός
ἐλθὼν κόρην µὲν ἐκ κατώρυχος στέγης 1100
ἄνες, κτίσον δὲ τῷ προκειµένῳ, τάφον.
Κρέων
καὶ ταῦτ᾽ ἐπαινεῖς καὶ δοκεῖς παρεικαθεῖν;
Χορός
ὅσον γ᾽, ἄναξ, τάχιστα· συντέµνουσι γὰρ
θεῶν ποδώκεις τοὺς κακόφρονας βλάβαι.
Κρέων
οἴµοι· µόλις µέν, καρδίας δ᾽ ἐξίσταµαι 1105
τὸ δρᾶν· ἀνάγκῃ δ᾽ οὐχὶ δυσµαχητέον.
Χορός
δρᾶ νυν τάδ᾽ ἐλθὼν µηδ᾽ ἐπ᾽ ἄλλοισιν τρέπε.
Κρέων
ὧδ᾽ ὡς ἔχω στείχοιµ᾽ ἄν· ἴτ᾽ ἴτ᾽ ὀπάονες,
οἵ τ᾽ ὄντες οἵ τ᾽ ἀπόντες, ἀξίνας χεροῖν
ὁρµᾶσθ᾽ ἑλόντες εἰς ἐπόψιον τόπον. 1110
ἐγὼ δ᾽, ἐπειδὴ δόξα τῇδ᾽ ἐπεστράφη,
αὐτός τ᾽ ἔδησα καὶ παρὼν ἐκλύσοµαι.
δέδοικα γὰρ µὴ τοὺς καθεστῶτας νόµους
ἄριστον ᾖ σῴζοντα τὸν βίον τελεῖν.
Χορός
πολυώνυµε, Καδµείας νύµφας ἄγαλµα 1115
καὶ ∆ιὸς βαρυβρεµέτα
γένος, κλυτὰν ὃς ἀµφέπεις
Ἰταλίαν, µέδεις δὲ
παγκοίνοις, Ἐλευσινίας
∆ῃοῦς ἐν κόλποις, Βακχεῦ Βακχᾶν 1120
ὁ µατρόπολιν Θήβαν
ναιετῶν παρ᾽ ὑγρῶν
Ἰσµηνοῦ ῥείθρων ἀγρίου τ᾽ ἐπὶ σπορᾷ δράκοντος 1125
σὲ δ᾽ ὑπὲρ διλόφου πέτρας στέροψ ὄπωπε
λιγνύς, ἔνθα Κωρύκιαι
στείχουσι νύµφαι Βακχίδες,
Κασταλίας τε νᾶµα. 1130
καί σε Νυσαίων ὀρέων
κισσήρεις ὄχθαι χλωρά τ᾽ ἀκτὰ
πολυστάφυλος πέµπει,
ἀµβρότων ἐπέων
εὐαζόντων Θηβαΐας ἐπισκοποῦντ᾽ ἀγυιάς· 1135
τὰν ἐκ πᾶσαι τιµᾷς ὑπερτάταν πόλεων
µατρὶ σὺν κεραυνίᾳ·
καὶ νῦν, ὡς βιαίας ἔχεται 1140
πάνδαµος πόλις ἐπὶ νόσου,
µολεῖν καθαρσίῳ ποδὶ Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτὺν
ἢ στονόεντα πορθµόν. 1145
ἰὼ πῦρ πνειόντων χοράγ᾽ ἄστρων, νυχίων
φθεγµάτων ἐπίσκοπε,
παῖ ∆ιὸς γένεθλον, προφάνηθ᾽
ὦναξ, σαῖς ἅµα περιπόλοις 1150
Θυίαισιν, αἵ σε µαινόµεναι πάννυχοι χορεύουσι
τὸν ταµίαν Ἴακχον.
Ἄγγελος
Κάδµου πάροικοι καὶ δόµων Ἀµφίονος, 1155
οὐκ ἔσθ᾽ ὁποῖον στάντ᾽ ἂν ἀνθρώπου βίον
οὔτ᾽ αἰνέσαιµ᾽ ἂν οὔτε µεµψαίµην ποτέ.
τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει
τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ᾽ ἀεί·
καὶ µάντις οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς. 1160
Κρέων γὰρ ἦν ζηλωτός, ὡς ἐµοί, ποτέ,
σώσας µὲν ἐχθρῶν τήνδε Καδµείαν χθόνα
λαβών τε χώρας παντελῆ µοναρχίαν
ηὔθυνε, θάλλων εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ·
καὶ νῦν ἀφεῖται πάντα. τὰς γὰρ ἡδονὰς 1165
ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθηµ᾽ ἐγὼ
ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔµψυχον ἡγοῦµαι νεκρόν.
πλούτει τε γὰρ κατ᾽ οἶκον, εἰ βούλει, µέγα
καὶ ζῆ τύραννον σχῆµ᾽ ἔχων· ἐὰν δ᾽ ἀπῇ
τούτων τὸ χαίρειν, τἄλλ᾽ ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς 1170
οὐκ ἂν πριαίµην ἀνδρὶ πρὸς τὴν ἡδονήν.
Χορός
τί δ᾽ αὖ τόδ᾽ ἄχθος βασιλέων ἥκεις φέρων;
Ἄγγελος
τεθνᾶσιν. οἱ δὲ ζῶντες αἴτιοι θανεῖν.
Χορός
καὶ τίς φονεύει; τίς δ᾽ ὁ κείµενος; λέγε.
Ἄγγελος
Αἵµων ὄλωλεν· αὐτόχειρ δ᾽ αἱµάσσεται. 1175
Χορός
πότερα πατρῴας ἢ πρὸς οἰκείας χερός;
Ἄγγελος
αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ, πατρὶ µηνίσας φόνου.
Χορός
ὦ µάντι, τοὔπος ὡς ἄρ᾽ ὀρθὸν ἤνυσας.
Ἄγγελος
ὡς ὧδ᾽ ἐχόντων τἄλλα βουλεύειν πάρα.
Χορός
καὶ µὴν ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁµοῦ 1180
δάµαρτα τὴν Κρέοντος. ἐκ δὲ δωµάτων
ἤτοι κλύουσα παιδὸς ἢ τύχῃ πάρα.
Εὐρυδίκη
ὦ πάντες ἀστοί, τῶν λόγων ἐπῃσθόµην
πρὸς ἔξοδον στείχουσα, Παλλάδος θεᾶς
ὅπως ἱκοίµην εὐγµάτων προσήγορος. 1185
καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ᾽ ἀνασπαστοῦ πύλης
χαλῶσα καί µε φθόγγος οἰκείου κακοῦ
βάλλει δι᾽ ὤτων· ὑπτία δὲ κλίνοµαι
δείσασα πρὸς δµωαῖσι κἀποπλήσσοµαι
ἀλλ᾽ ὅστις ἦν ὁ µῦθος αὖθις εἴπατε· 1190
κακῶν γὰρ οὐκ ἄπειρος οὖσ᾽ ἀκούσοµαι.
Ἄγγελος
ἐγώ, φίλη δέσποινα, καὶ παρὼν ἐρῶ
κοὐδὲν παρήσω τῆς ἀληθείας ἔπος.
τί γάρ σε µαλθάσσοιµ᾽ ἂν ὧν ἐς ὕστερον
ψεῦσται φανούµεθ᾽; ὀρθὸν ἁλήθει᾽ ἀεί. 1195
ἐγὼ δὲ σῷ ποδαγὸς ἑσπόµην πόσει
πεδίον ἐπ᾽ ἄκρον, ἔνθ᾽ ἔκειτο νηλεὲς
κυνοσπάρακτον σῶµα Πολυνείκους ἔτι·
καὶ τὸν µέν, αἰτήσαντες ἐνοδίαν θεὸν
Πλούτωνά τ᾽ ὀργὰς εὐµενεῖς κατασχεθεῖν 1200
λούσαντες ἁγνὸν λουτρόν, ἐν νεοσπάσιν
θαλλοῖς ὃ δὴ λέλειπτο συγκατῄθοµεν,
καὶ τύµβον ὀρθόκρανον οἰκείας χθονὸς
χώσαντες αὖθις πρὸς λιθόστρωτον κόρης
νυµφεῖον Ἅιδου κοῖλον εἰσεβαίνοµεν. 1205
φωνῆς δ᾽ ἄπωθεν ὀρθίων κωκυµάτων
κλύει τις ἀκτέριστον ἀµφὶ παστάδα,
καὶ δεσπότῃ Κρέοντι σηµαίνει µολών.
τῷ δ᾽ ἀθλίας ἄσηµα περιβαίνει βοῆς
ἕρποντι µᾶλλον ἆσσον, οἰµώξας δ᾽ ἔπος 1210
ἵησι δυσθρήνητον· ὦ τάλας ἐγώ,
ἆρ᾽ εἰµὶ µάντις; ἆρα δυστυχεστάτην
κέλευθον ἕρπω τῶν παρελθουσῶν ὁδῶν;
παιδός µε σαίνει φθόγγος. ἀλλὰ πρόσπολοι,
ἴτ᾽ ἆσσον ὠκεῖς καὶ παραστάντες τάφῳ 1215
ἀθρήσαθ᾽, ἁρµὸν χώµατος λιθοσπαδῆ
δύντες πρὸς αὐτὸ στόµιον, εἰ τὸν Αἵµονος
φθόγγον συνίηµ᾽ ἢ θεοῖσι κλέπτοµαι.
Ἄγγελος
τάδ᾽ ἐξ ἀθύµου δεσπότου κελευσµάτων
ἠθροῦµεν· ἐν δὲ λοισθίῳ τυµβεύµατι 1220
τὴν µὲν κρεµαστὴν αὐχένος κατείδοµεν,
βρόχῳ µιτώδει σινδόνος καθηµµένην,
τὸν δ᾽ ἀµφὶ µέσσῃ περιπετῆ προσκείµενον,
εὐνῆς ἀποιµώζοντα τῆς κάτω φθορὰν
καὶ πατρὸς ἔργα καὶ τὸ δύστηνον λέχος. 1225
ὁ δ᾽ ὡς ὁρᾷ σφε, στυγνὸν οἰµώξας ἔσω
χωρεῖ πρὸς αὐτὸν κἀνακωκύσας καλεῖ·
ὦ τλῆµον, οἷον ἔργον εἴργασαι· τίνα
νοῦν ἔσχες; ἐν τῷ συµφορᾶς διεφθάρης;
ἔξελθε, τέκνον, ἱκέσιός σε λίσσοµαι. 1230
τὸν δ᾽ ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας ὁ παῖς,
πτύσας προσώπῳ κοὐδὲν ἀντειπών, ξίφους
ἕλκει διπλοῦς κνώδοντας. ἐκ δ᾽ ὁρµωµένου
πατρὸς φυγαῖσιν ἤµπλακ᾽· εἶθ᾽ ὁ δύσµορος
αὑτῷ χολωθείς, ὥσπερ εἶχ᾽, ἐπενταθεὶς 1235
ἤρεισε πλευραῖς µέσσον ἔγχος, ἐς δ᾽ ὑγρὸν
ἀγκῶν᾽ ἔτ᾽ ἔµφρων παρθένῳ προσπτύσσεται.
καὶ φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει ῥοὴν
λευκῇ παρειᾷ φοινίου σταλάγµατος.
κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ, τὰ νυµφικὰ 1240
τέλη λαχὼν δείλαιος εἰν Ἅιδου δόµοις,
δείξας ἐν ἀνθρώποισι τὴν ἀβουλίαν
ὅσῳ µέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν.
Χορός
τί τοῦτ᾽ ἂν εἰκάσειας; ἡ γυνὴ πάλιν
φρούδη, πρὶν εἰπεῖν ἐσθλὸν ἢ κακὸν λόγον. 1245
Ἄγγελος
καὐτὸς τεθάµβηκ᾽· ἐλπίσιν δὲ βόσκοµαι
ἄχη τέκνου κλύουσαν ἐς πόλιν γόους
οὐκ ἀξιώσειν, ἀλλ᾽ ὑπὸ στέγης ἔσω
δµωαῖς προθήσειν πένθος οἰκεῖον στένειν.
γνώµης γὰρ οὐκ ἄπειρος, ὥσθ᾽ ἁµαρτάνειν. 1250
Χορός
οὐκ οἶδ᾽· ἐµοὶ δ᾽ οὖν ἥ τ᾽ ἄγαν σιγὴ βαρὺ
δοκεῖ προσεῖναι χἠ µάτην πολλὴ βοή.
Ἄγγελος
ἀλλ᾽ εἰσόµεσθα, µή τι καὶ κατάσχετον
κρυφῇ καλύπτει καρδίᾳ θυµουµένῃ,
δόµους παραστείχοντες· εὖ γὰρ οὖν λέγεις, 1255
καὶ τῆς ἄγαν γάρ ἐστί που σιγῆς βάρος.
Χορός
καὶ µὴν ὅδ᾽ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει
µνῆµ᾽ ἐπίσηµον διὰ χειρὸς ἔχων,
εἰ θέµις εἰπεῖν, οὐκ ἀλλοτρίαν
ἄτην, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἁµαρτών. 1260
Κρέων
ἰὼ
φρενῶν δυσφρόνων ἁµαρτήµατα
στερεὰ θανατόεντ᾽,
ὦ κτανόντας τε καὶ
θανόντας βλέποντες ἐµφυλίους.
ὤµοι ἐµῶν ἄνολβα βουλευµάτων. 1265
ἰὼ παῖ, νέος νέῳ ξὺν µόρῳ
αἰαῖ αἰαῖ,
ἔθανες, ἀπελύθης
ἐµαῖς οὐδὲ σαῖς δυσβουλίαις.
Χορός
οἴµ᾽ ὡς ἔοικας ὀψὲ τὴν δίκην ἰδεῖν. 1270
Κρέων
οἴµοι,
ἔχω µαθὼν δείλαιος· ἐν δ᾽ ἐµῷ κάρᾳ
θεὸς τότ᾽ ἄρα τότε µέγα βάρος µ᾽ ἔχων
ἔπαισεν, ἐν δ᾽ ἔσεισεν ἀγρίαις ὁδοῖς,
οἴµοι, λακπάτητον ἀντρέπων χαράν. 1275
φεῦ φεῦ, ὦ πόνοι βροτῶν δύσπονοι.
Ἐξάγγελος
ὦ δέσποθ᾽, ὡς ἔχων τε καὶ κεκτηµένος,
τὰ µὲν πρὸ χειρῶν τάδε φέρων, τὰ δ᾽ ἐν δόµοις
ἔοικας ἥκειν καὶ τάχ᾽ ὄψεσθαι κακά. 1280
Κρέων
τί δ᾽ ἔστιν αὖ κάκιον ἐκ κακῶν ἔτι;
Ἐξάγγελος
γυνὴ τέθνηκε, τοῦδε παµµήτωρ νεκροῦ,
δύστηνος, ἄρτι νεοτόµοισι πλήγµασιν.
Κρέων
ἰώ.
ἰὼ δυσκάθαρτος Ἅιδου λιµήν,
τί µ᾽ ἄρα τί µ᾽ ὀλέκεις; 1285
ὦ κακάγγελτά µοι
προπέµψας ἄχη, τίνα θροεῖς λόγον;
αἰαῖ, ὀλωλότ᾽ ἄνδρ᾽ ἐπεξειργάσω.
τί φής, παῖ; τίν᾽ αὖ λέγεις µοι νέον,
αἰαῖ αἰαῖ, 1290
σφάγιον ἐπ᾽ ὀλέθρῳ
γυναικεῖον ἀµφικεῖσθαι µόρον;
Χορός
ὁρᾶν πάρεστιν· οὐ γὰρ ἐν µυχοῖς ἔτι.
Κρέων
οἴµοι,
κακὸν τόδ᾽ ἄλλο δεύτερον βλέπω τάλας. 1295
τίς ἄρα, τίς µε πότµος ἔτι περιµένει;
ἔχω µὲν ἐν χείρεσσιν ἀρτίως τέκνον,
τάλας, τὸν δ᾽ ἔναντα προσβλέπω νεκρόν.
φεῦ φεῦ µᾶτερ ἀθλία, φεῦ τέκνον. 1300
Ἐξάγγελος
ἡ δ᾽ ὀξυθήκτῳ βωµία περὶ ξίφει
λύει κελαινὰ βλέφαρα, κωκύσασα µὲν
τοῦ πρὶν θανόντος Μεγαρέως κλεινὸν λάχος,
αὖθις δὲ τοῦδε, λοίσθιον δὲ σοὶ κακὰς
πράξεις ἐφυµνήσασα τῷ παιδοκτόνῳ. 1305
Κρέων
αἰαῖ αἰαῖ,
ἀνέπταν φόβῳ. τί µ᾽ οὐκ ἀνταίαν
ἔπαισέν τις ἀµφιθήκτῳ ξίφει;
δείλαιος ἐγώ, αἰαῖ, 1310
δειλαίᾳ δὲ συγκέκραµαι δύᾳ.
Ἐξάγγελος
ὡς αἰτίαν γε τῶνδε κἀκείνων ἔχων
πρὸς τῆς θανούσης τῆσδ᾽ ἐπεσκήπτου µόρων
Κρέων
ποίῳ δὲ κἀπελύσατ᾽ ἐν φοναῖς τρόπῳ;
Ἐξάγγελος
παίσας ὑφ᾽ ἧπαρ αὐτόχειρ αὑτήν, ὅπως 1315
παιδὸς τόδ᾽ ᾔσθετ᾽ ὀξυκώκυτον πάθος.
Κρέων
ὤµοι µοι, τάδ᾽ οὐκ ἐπ᾽ ἄλλον βροτῶν
ἐµᾶς ἁρµόσει ποτ᾽ ἐξ αἰτίας.
ἐγὼ γάρ σ᾽ ἐγὼ ἔκανον, ὢ µέλεος,
ἐγώ, φάµ᾽ ἔτυµον. ἰὼ πρόσπολοι, 1320
ἄγετέ µ᾽ ὅτι τάχιστ᾽, ἄγετέ µ᾽ ἐκποδών,
τὸν οὐκ ὄντα µᾶλλον ἢ µηδένα. 1325
Χορός
κέρδη παραινεῖς, εἴ τι κέρδος ἐν κακοῖς.
βράχιστα γὰρ κράτιστα τἀν ποσὶν κακά.
Κρέων
ἴτω ἴτω,
φανήτω µόρων ὁ κάλλιστ᾽ ἔχων
ἐµοὶ τερµίαν ἄγων ἁµέραν 1330
ὕπατος· ἴτω ἴτω,
ὅπως µηκέτ᾽ ἆµαρ ἄλλ᾽ εἰσίδω.
Χορός
µέλλοντα ταῦτα. τῶν προκειµένων τι χρὴ µέλειν
πράσσειν. µέλει γὰρ τῶνδ᾽ ὅτοισι χρὴ µέλειν 1335
Κρέων
ἀλλ᾽ ὧν ἐρῶ, τοιαῦτα συγκατηυξάµην.
Χορός
µή νυν προσεύχου µηδέν· ὡς πεπρωµένης
οὐκ ἔστι θνητοῖς συµφορᾶς ἀπαλλαγή.
Κρέων
ἄγοιτ᾽ ἂν µάταιον ἄνδρ᾽ ἐκποδών,
ὅς, ὦ παῖ, σέ τ᾽ οὐχ ἑκὼν κάκτανον 1340
σέ τ᾽ αὖ τάνδ᾽, ὤµοι µέλεος, οὐδ᾽ ἔχω
ὅπᾳ πρὸς πότερα κλιθῶ· πάντα γὰρ
λέχρια τἀν χεροῖν, τὰ δ᾽ ἐπὶ κρατί µοι 1345
πότµος δυσκόµιστος εἰσήλατο.
Χορός
πολλῷ τὸ φρονεῖν εὐδαιµονίας
πρῶτον ὑπάρχει. χρὴ δὲ τά γ᾽ εἰς θεοὺς
µηδὲν ἀσεπτεῖν. µεγάλοι δὲ λόγοι 1350
µεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων
ἀποτίσαντες
γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν.

You might also like