Professional Documents
Culture Documents
5
5
5
…………………………………………………………………………………………………………
1
Βλ. Γιαλούρης Ν., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ – ΑΡΧΑΙΑ ΓΛΥΠΤΑ, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994, σ.237
2
Βλ. Εγχειρίδιο του ΕΑΠ, σ.156
Εικ. 8 και 8α (σ.157).Τμήμα της ζωφόρου με Γιγαντομαχία από το θησαυρό των Σιφνίων στους
Δελφούς. Δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών=
3
Βλ. Γιαλούρης Ν., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ – ΑΡΧΑΙΑ ΓΛΥΠΤΑ, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994, σ.233
4
Βλ. Εγχειρίδιο του ΕΑΠ, σ.156-157
Εικ.9, Κροίσος ή Κούρος της Αναβύσσου, 530 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Αθηνών(σ.158)=
5
Βλ. Εγχειρίδιο του ΕΑΠ, σ.158 (σχόλια εικόνας)
6
Βλ. Εγχειρίδιο του ΕΑΠ, σ.205
7
Βλ. Γιαλούρης Ν., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ – ΑΡΧΑΙΑ ΓΛΥΠΤΑ, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994, σ.228
Εικ.10, Η Κόρη, ενεπίγραφο έργου του Ευθύδικου, ο οποίος την αφιέρωσε στην Αθηνά της
Ακρόπολης, 490-480 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Ακρόπολης Αθηνών. (σ.159)=
Από άποψη τεχνοτροπίας παρουσιάζει στοιχεία από τα ύστερα αρχαϊκά χρόνια και από τα πρώιμα
κλασικά. Η Κόρη αυτή δεν έχει πλέον το χαρακτηριστικό χαμόγελο, φορά ως κόσμημα, κυματιστή
ταινία στα πλούσια μαλλιά της και παραδοσιακό ιωνικό χιτώνα και λοξό ιμάτιο.8
Σύμφωνα με την επιγραφή στη βάση, ο Ευθύδικος, γιος του Θαλίαρχου, αφιέρωσε την Κόρη στην
Αθηνά. Στη βάση διασώζονται και τα πόδια της μορφής από το κατώτερο τμήμα των μηρών της.
Στην Κόρη αυτή συγκεντρώνονται στοιχεία υστεροαρχαϊκά και αυστηρορυθμικά. Φοράει ακόμα
τον ιωνικό χιτώνα, που σε λίγο θα αντικατασταθεί από το δωρικό πέπλο και το κοντό ιμάτιο που
περνά λοξά από το στήθος. Οι πτυχές, λιτές, ξέβαθες, κατακόρυφες, διαγώνιες ή κυματιστές,
καλύπτουν το σώμα, χωρίς όμως να αποκρύπτουν την πλαστικότητα και τη δροσιά του. Η Κόρη δεν
φοράει κοσμήματα, μόνο μια πλατιά ταινία στη μακριά κόμη, που είναι κυματιστή πάνω από το
μέτωπο και στους κροτάφους και χωρίζεται σε πλοκάμους εμπρός. Τα δύο της χέρια είναι
λυγισμένα. Ελαφρά το αριστερό προς τα κάτω ανέσυρε το ένδυμα, σε ορθή γωνία το άλλο προς τα
εμπρός, ένθετο, κρατούσε κάποια προσφορά. Η προβολή του αριστερού σκέλους και το τράβηγμα
του ενδύματος είναι υπολείμματα εξωτερικά μιας φάσης που πέρασε (εδώ δεν εικονίζεται το
θραύσμα με το κατώτερο τμήμα του σώματος). Αυτό βεβαιώνει και η έκφραση του προσώπου, η
σχεδόν δύσθυμη και κατηφής με τις άκρες των χειλιών στραμμένες προς τα κάτω. Γι αυτό και η
επωνυμία της Κόρης η «Κατσούφα». Η Κόρη του Ευθυδίκου προεξαγγέλλει και τη στροφή προς τα
ένδον και τη βαθιά περίσκεψη που θα ολοκληρωθεί στα επόμενα χρόνια (κλασικά).9
…………………………………………………………………………………………………………
2.ΚΛΑΣΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (480-323 π.Χ) – ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
8
Βλ. Εγχειρίδιο του ΕΑΠ, σ. 159
9
Βλ. Γιαλούρης Ν., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ – ΑΡΧΑΙΑ ΓΛΥΠΤΑ, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994, σ.238-239
ΠΡΩΙΜΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ – ΑΥΣΤΗΡΟΣ ΡΥΘΜΟΣ (480-450 π.Χ)
Εικ.14, Μετόπη Ηρακλή, Αθηνάς και Στυμφαλίδων Ορνίθων, Από το ναό του Δία στην
Ολυμπία. 470- 450 π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας (σ.168)
Ο ναός του Δία στην Ολυμπία εκφράζει, κατά το Μ.Ανδρόνικο, το πιο ώριμο στάδιο της «αυστηρής
αρμονίας». Οι Ηλείοι και ο αρχιτέκτονας Λίβων έπρεπε να προσδώσουν στο ναό δύο νοήματα:
α)ότι είναι το κέντρο της Ελλάδας και β) ότι είναι το κέντρο του ελληνικού κόσμου, μητροπόλεων
και αποικιών. Ο γλυπτός διάκοσμος συνδύαζε επικά και λυρικά την προβολή της ταυτότητας της
περιοχής (αετώματα με αρματοδρομία Πέλοπα – Οινόμαου, μετόπες με τους άθλους του Ηρακλή)
και εκείνη της Ελλάδας (αετώματα με Κενταυρομαχίες και κυρίαρχους Δία και Απόλλωνα). Η
αγωνιστικότητα και ο ηρωισμός στην εξοχότερη μορφή τους κατατροπώνουν τα τέρατα της βίας
και της αταξίας, για να επιβάλλουν το πνευματικό ιδεώδες της υπεροχής, με πρότυπα το Δία, τον
Απόλλωνα, την Αθηνά και τον Ηρακλή.
Η παράσταση σε αυτό το ανάγλυφο συμπυκνώνει την αρμονική σχέση του Ηρακλή με τη θεά,
προέκταση της αγαθής σχέσης των Ελλήνων με τους θεούς τους, συνεργάτες στους ηρωικού
αγώνες εναντίον του κακού.10
Η Αθηνά, χωρίς τα όπλα της, ξυπόλητη, με νεανική χάρη κάθεται σε βράχο, στρέφοντας προς τον
Ηρακλή που την πλησιάζει για να της παραδώσει τις Στυμφαλίδες όρνιθες. Είναι σαν να δέχεται όχι
τον καρπό του μόχθου του ευνοούμενού της ήρωα, αλλά λουλούδια από τον αγαπημένο της. ΜΕ
την ειδυλλιακή αυτή εικόνα, το παλιό ηρωικό στοιχείο του μύθου έχει παραμεριστεί. Η λυρική
διάθεση έχει αντικαταστήσει την επική.11
10
Βλ. Εγχειρίδιο του ΕΑΠ., σ. 168 (και τα σχόλια στην εικόνα)
11
Βλ. Γιαλούρης Ν., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ – ΑΡΧΑΙΑ ΓΛΥΠΤΑ, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994, σ.250
Εικ.15, Η Σκεπτόμενη Αθηνά, Αναθηματικό μαρμάρινο ανάγλυφο από την Ακρόπολη 470-460
π.Χ, Αρχαιολογικό Μουσείο Ακροπόλεως Αθηνών. (σ.170)=
12
Βλ. Εγχειρίδιο του ΕΑΠ., σ. 206
13
Βλ. Γιαλούρης Ν., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ – ΑΡΧΑΙΑ ΓΛΥΠΤΑ, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994, σ.241
ΩΡΙΜΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (450-425 π.Χ)
Εικ.16, Ο διαδούμενος του Πολύκλειτου, Ελληνιστικό μαρμάρινο αντίγραφο του 100 π.Χ που
ανακαλύφθηκε τη Δήλο. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών (σ.175).=
16
Βλ. Γιαλούρης Ν., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ – ΑΡΧΑΙΑ ΓΛΥΠΤΑ, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994, σ.266
Εικ.19, Περσέας ή Πάρης, λεγόμενος «Έφηβος των Αντικυθήρων», χάλκινο έργο του 340-330
π.Χ, πιθανόν του Ευφράνορος της σχολής του Άργους, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών
(σ.186). =
(σχόλια εικόνας) Τα χαρακτηριστικά του περίφημου έργου προαναγγέλλουν τον Κανόνα του
Λυσίππου.
Η μορφή στηρίζεται στο αριστερό πόδι, ενώ με το δεξί λυγισμένο προς τα πίσω, ακροπατάει στο
έδαφος. Στο δεξιό υψωμένο χέρι φαίνεται ότι κρατούσε κάποιο αντικείμενο, πιθανόν σφαιρικό, ενώ
με το αριστερό χαλαρό προς τα κάτω, κάποιο μακρόστενο, όπως δείχνει η θέση των δακτύλων
(δόρυ?). Στο έργο αυτό είναι εμφανή τα χαρακτηριστικά των Αργείων εργαστηρίων, αίσθηση
συμμετρίας, ανάδειξη της εσωτερικής οργάνωσης του σώματος, εμμονή στην αντιθετική διάταξη
των μελών (contrapposto). Στο σύνολό του, ωστόσο, το άγαλμα είναι πιο λυγερό από τα αρχαιότερα
αργεία, με τα σκέλη μακρύτερα και το κεφάλι μικρότερο σε σχέση με το πελώριο σώμα,
χαρακτηριστικά που προαναγγέλλουν τις λυσίππειες αναλογίες του τελευταίου τετάρτου του 4ου
αιώνα. Αν και ο έφηβος εικονίζεται στην εκτέλεση κάποιου έργου, το αθλητικό του παράστημα
διαπερνάει η νωχέλεια και στα ένθετα μάτια του πλανάται ο ρεμβασμός.17
17
Βλ. Γιαλούρης Ν., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ – ΑΡΧΑΙΑ ΓΛΥΠΤΑ, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994, σ.262
Εικ.20, Κεφαλή του Μ. Αλεξάνδρου, από εικονιστικό ανδριάντα. Το δημιούργησε ο Λύσιππος
το 330 π.Χ. Το παρόν ανήκει σε ελληνιστικό αντίγραφο. Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας,
(σ.187)
(σχόλια εικόνας)Η ακμή της νεότητας, η φυσικότητα, αλλά και το βλέμμα προς τα πάνω
υποδηλώνουν την προμελετημένη επιδίωξη του Λυσίππου να δημιουργήσει το μνημείο ενός
ημίθεου.
Είναι από τα πλησιέστερα στο λυσίππειο πρωτότυπο αντίγραφα. Χωρίς αμφιβολία, ο Λύσιππος
αλλά και οι άλλοι καλλιτέχνες στη μακεδονική αυλή αποκρυστάλλωσαν την εικόνα του Μεγάλου
Αλεξάνδρου σε συνεργασία με τον ίδιο το μονάρχη. Του Αλεξάνδρου πιθανόν επιθυμία ήταν να
απεικονίζεται, αντίθετα προς τον πατέρα του, χωρίς γενειάδα και μουστάκι, με τη μορφή νεαρού
ημίθεου, ως άλλος Αχιλλέας ή ως νεανικός Διόνυσος, που κατακτά τελικά τον κόσμο και γίνεται ο
μόνος κυρίαρχός του. Ωστόσο, αν και αγένειος στις παραστάσεις του έχει πυκνή κόμη που καλύπτει
τον αυχένα και ανασηκώνεται πάνω από το μέσον του μετώπου. Το είδος ακριβώς αυτό της
κόμμωσης, που προσδίδει στον Αλέξανδρο το «θυμοειδές και λεοντώδες», η κλίση του κεφαλιού
του προς τα αριστερά, τα βαθιά στις κόγχες τους μάτια με στραμμένο το βλέμμα προς τον ουρανό,
είναι χαρακτηριστικά που αναγνωρίζονται σε όλα σχεδόν τα αντίγραφα των εικονιστικών κεφαλών
του μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά.18
18
Βλ. Γιαλούρης Ν., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ – ΑΡΧΑΙΑ ΓΛΥΠΤΑ, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994, σ.264
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (323-31 π,Χ) – ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Εικ.21, Προσωπογραφία από χαλκό πιθανότατα του Βίωνα του Βορυσθενίτου, γνωστή ως
«Φιλοσόφου των Αντικυθήρων», 240-220 π.Χ, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών
(σ.196)=
Ο καλλιτέχνης φαίνεται ότι προσπάθησε να αποδώσει ψυχολογικά την προσωπικότητα του Βίωνα,
διάσημου για τις σκωπτικές και σατυρικές Διατριβές του. Ως προς την έκφραση του προσώπου θα
ήταν χρήσιμη η σύγκριση με τον Κροίσο, τον Κούρο της Αναβύσσου των αρχαϊκών χρόνων και το
Διαδούμενο του Πολύκλειτου της ώριμης κλασικότητας, για να αντιληφθούμε τις κατακτήσεις της
προσωπογραφίας.
19
Βλ. Γιαλούρης Ν., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ – ΑΡΧΑΙΑ ΓΛΥΠΤΑ, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994, σ.280
Εικ.23, Σύμπλεγμα Αφροδίτης – Πάνα – Έρωτα, χρονολογείται στα 100 π.Χ και βρέθηκε στη
Δήλο, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, (σ.198)=
Η θεά του έρωτα, γυμνή και πανέμορφη, σε έντονη αντίθεση προς τον αποκρουστικό στην όψη
τραγόμορφο Πάνα, έχει σηκώσει το σανδάλι της και τον απειλεί, με μια εύθυμη διάθεση ωστόσο.
Ένας μικρός έρωτας πετάει γελαστός πάνω από τον ώμο της θεάς και αρπάζει τον Πάνα από το
κέρατο. Το θέμα καθρεπτίζει την τάση της ελληνιστικής εποχής προς τα ανάλαφρα και
παιχνιδιάρικα θέματα.21
20
Βλ. Εγχειρίδιο του ΕΑΠ, σ. 207
21
Βλ. Γιαλούρης Ν., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ – ΑΡΧΑΙΑ ΓΛΥΠΤΑ, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994, σ.276
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 – Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Εικ.8, Μαρμάρινο άγαλμα που παριστάνει γυναικεία μορφή από τη Δήλο. (3)
Το αρχαιότερο άγαλμα μνημειακής γλυπτικής στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την αναθηματική
επιγραφή, χαραγμένη κατά μήκος της αριστερής πλευράς του, αποτελούσε αφιέρωμα της
Νικάνδρας αό τη Νάξο στην «ιοχέαιρα» θεά, δηλαδή στη θεά που ρίχνει μακριά τα βέλη. Εικονίζει
πιθανότατα την Άρτεμη. Η θεά όρθια, αλύγιστη, σε αυστηρή μετωπικότητα, σχεδόν σανιδόμορφη –
σε πλάγια όδη δεν έχει καθόλου βάθος - , διατηρεί τα γνωρίσματα των παλαιών ξοάνων με τα
σκέλη ενωμένα και τα χέρια τεντωμένα κατά μήκος των πλευρών. Στα άκρα χέρια, σφιγμένα εδώ
σε πυγμή, υπάρχει οπή, πιθανόν για την υποδοχή τόμου και βέλους αντίστοιχα. Φοράει ζωστό
μακρύ πέπλο που βραχύνεται τοξωτά εμπρός, αφήνοντας ακάλυπτο τμήμα των άκρων ποδιών. Το
πρόσωπο τριγωνικό, πλαισιώνεται δεξιά και αριστερά από ομάδα πλοκάμων σε ομοίου σχήματος
αλλά αντίστροφη διάταξη, με την κορυφή δηλαδή του τριγώνου επάνω. Τα τρία τρίγωνα δένονται
σε οργανική σύνθεση, χαρακτηριστική της δαιδαλικής τεχνοτροπίας.
Από το βιβλίο (Το πιθανότερο είναι ότι το άγαλμα παριστάνει την ίδια τη θεά Άρτεμη. Διακρίνονται
δύο οπές στα χέρια της μορφής όπου πρέπει να ήταν αρχικά προσαρμοσμένα ένα τόξο και βέλος,
χαρακτηριστικά όπλα της Άρτεμης στην ελληνική μυθολογία. Αό την επιγραφή που φέρει
σκαλισμένη στον αριστερό μηρό της η μορφή, μαθαίνουμε ότι το ανέθεσε ως προσφορά στη θεά
Άρτεμη η Νικάνδρη, κόρη του Δεινοδίου από τη Νάξο, αδελφή του Δεινομένη και σύζυγος του
Φράξου. Η Νάξος έπαιζε κατά την περίοδο αυτή ηγετικό ρόλο στην περιοχή των Κυθκλάδων και
φαίνεται ότι και το μεγάλο ιερό της Δήλου βρισκόταν υπό Ναξιακό έλεγχο.
Δραστηριότητα 5 = Η Νικάνδρη εμφανίζεται να αναθέτει η ίδια (δηλαδή όχι μέσω του άντρα της ή
της οικογένειάς της) το άγαλμα στο ιερό. Προέρχεται, επομένως από ευκατάστατη, αριστοκρατική
οικογένεια. Καθώς φαίνεται να έχει σχέση με το ιερό, έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για ιέρεια. Η
διαφορά κλίμακας μπορεί να είναι ενδεικτική της διαφοράς λειτουργίας. Είναι επίσης σημαντικό να
τονίσουμε ότι το έργο της εικ.67 (βιβλίο Αλευρά) προέρχεται (μάλλον) από την Κρήτη, όπου η
απουσία μαρμάρου εμποαδίζει την ανάπτυξη της μεγάλης πλαστικής. Οι Κυκλάδες, όμως, είναι
πλούσιες σε μάρμαρο. Η σημασία των δύο έργων έγκειται στο ότι απεικονίζουν γυναίκες και ότι,
τουλάχιστον το ένα, έχει ανατεθεί από γυναίκα.
…………………………………………………………………………………………………………
Εικ. 9, Ο Κούρος του Σουνίου, μαρμάρινο γλυπτό (4)
Ο νέος άντρας, υπερφυσικού μεγέθους, στιβαρός, με πλατείς ώμους και στενή μέση, στέκεται
προβάλλοντας όπως οι περισσότεροι Κούροι το αριστερό σκέλος. Τα χέρια του, κατά μήκος των
πλευρών, είναι σφιγμένα σε πυγμή. Οι ανατομικές λεπτομέρειες, κυρίως οι μύες του στομάχου, της
πλάτης κλπ, είναι υποτυπώδεις, σχεδόν γραμμικές, υποταγμένες στο περίγραμμα της μορφής, το
οποίο αποτελεί και το κύριο ενδιαφέρον της αρχαϊκής πλαστικής, Ωστόσο, η μορφή δεν είανι
λιγότερο ζωντανή. Οι παρειές και η κροταφική χώρα είναι πλατιές, το πηγούνι δυνατό. Η κόμη,
απόλυτα σχηματοποιημένη, πέφτει πίσω κατακόρυφα σε πλοκάμους διαμορφωμένους με αβαθείς,
εγκάρσιες αυλακώσεις και οξείες ακμές. Τη συγκρατεί ταινία, που γίνεται διπλή στο μέτωπο,
περικλείοντας σειρά από σπειροειδείς βοστρύχους, ενώ πίσω δένεται σε «ηράκλειο κόμβο» και
κρέμεται αλύγιστα, με τα ελεύθερα άκρα της διχαλωτά στην απόληξή τους. τα μάτια, μεγάλα, είναι
ολάνοιχτα και διαπεραστικά, τα αυτιά είναι σχηματοποιημένα. Ο Κούρος εικονίζεται, είναι φανερό,
όχι στην εφήμερη και περιπτωσιακή του κατάσταση, αλλά στην ιδανική. Έχει λαξευτεί μαζί με την
πλίνθο του από το ίδιο μεγάλο κομμάτι μαρμάρου. Άξια προσοχής είναι η λοξή προς τα αριστερά
τοποθέτησή του πάνω στη βάση του, προφανώς για να βρίσκεται σε αντιστοιχία με άλλον Κούρο
πλάι του, κάποιον από τους πολλούς που ήταν στημένοι στο Ιερό του Ποσειδώνος, έχουν βρεθεί
άλλος ένας σε καλή σχετικά κατάσταση, μέλη άλλων δεκαέξι, καθώς και τέσσερις βάσεις. Όλοι, της
ίδιας περίπου εποχής, ήταν ιδρυμένοι ΝΑ του ναού και κατά μήκος του δρόμου που οδηγούσε σε
αυτόν. Αν κρίνουμε από τη σημαντική διάβρωση του Κούρου πρέπει να είχε μείνει στη θέση του
στο ύπαιθρο για εκατό και πλέον χρόνια, πιθανόν οι Κούροι καταστράφηκαν από τους Πέρσες κατά
την εισβολή τους στην Αττική και καταχώσθηκαν ύστερα όπως τα αρχαϊκά γλυπτά στην
Ακρόπολη.
Από το βιβλίο (ο επιβλητικός Κούρος του Σουνίου είναι ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα
και τα καλύτερα σωζόμενα της τέχνης των Κούρων. Ο γυμνός νέος μοιάζει να βαδίζει, με τα χέρια
σφιγμένα στους γοφούς και το βλέμμα προσηλωμένο εμπρός.
Εικ.16, Ηνίοχος
Όπως πληροφορεί η εγχάρακτη επιγραφή στη λίθινη βάση πρόκειται για αφιέρωμα του Πολυζάλου,
τυράννου της Γέλας, αδελφού του Γέλωνα και του Ιέρωνα, τυράννων των Συρακουσών, ύστερα
από τη νίκη του σε αρματοδρομία στους Πυθικούς αγώνες. Εκτός από τον Ηνίοχο που διατηρείται
σχεδόν ακέραιος, μόνο υπολείμματα σώθηκαν από τις άλλες μορφές και από το άρμα του
αφιερώματος. Ο Ηνίοχος εικονίζεται αμέσως μετά τη νίκη του, όρθιος στο δίφρο, τη στιγμή που το
πλήθος τον επευφημούσε. Τους σγουρούς βοστρύχους του περιζώνει η ταινία της νίκης
διακοσμημένη με ένθετο μαίανδρο από ασήμι. Τα μάτια του, ένθετα από σκουρόχρωμο λίθο και
γυαλί, ακτινοβολούν ενεργητικότητα και αυτοκυριαρχία. Φοράει το χιτώνα των ηνίοχων, ζωσμένο
με πλατύ ζωστήρα λίγο πάνω από την οσφύ και με δύο άλλες ταινίες που κατεβαίνουν από τους
ώμους, περνούν κάτω από τις μασχάλες και διασταυρώνονται πίσω στη ράχη, συγκρατώντας τον
ώστε να μην ανεμίζει κατά τη διάρκεια του αγώνα. Την αλύγιστη στερεότητα της κορμοστασιάς
του επιτείνουν οι κατακόρυφες πτυχώσεις του χιτώνα του από το ζωστήρα και κάτω, που του
δίνουν τη μορφή δωρικής κολόνας. Ωστόσο στο επάνω μέρος του κορμού οι πτυχώσεις είναι
κυματιστές, λοξές ή καμπύλες. Την αντίθεση αυτή στη διάθεση του ενδύματος ακολουθεί και η
αντίρροπη στάση του σώματος. Το κεφάλι και το στήθος στρέφουν ελαφρά προς τα δεξιά τους, το
υπόλοιπο σώματα είναι κατενώπιον. Με τις διαφοροποιήσεις αυτές, ο δημιουργός του εξαίρετου
αυτού έργου, ίσως ο Πυθαγόρας από το Ρήγιο, κατόρθωσε να συμφιλιώσει την κίνηση με τη
στιγμιαία ακινησία, τη συμμετρία με την ευρυθμία. Το θέμα αυτό των ισορροπιών στην περαιτέρω
ανάπτυξή του θα καταλήξει στις δημιουργίες του Μύρωνα (Δισκοβόλος και Σύνταγμα Αθηνάς και
Μαρσύα)
…………………………………………………………………………………………………………
Εικ.17, Ανατολική Ζωφόρος Παρθενώνα (125)
(ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΦΟΡΟ)Για πρώτη φορά ζωφόρος κοσμεί το σηκό ναού δωρικού ρυθμού.
Ακόμα πιο πρωτόφαντο είναι το θέμα της ζωφόρου, που περιέτρεχε ψηλά τους τοίχους του σηκού,
δεν είναι κα κατά τη συνήθεια, μυθικό, αλλά εμπνευσμένο από τη ζωή της Αθήνας, από τη λαμπρή
γιορτή των Μεγάλων Παναθηναίων που οργανώνονταν κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμή της θεάς
προστάτισσας της πόλης. Όμως δεν πρόκειται εδώ για ξεφάντωμα πανηγυρικού, αλλά για
ιερουργία, που καταξιώνει νέους και γέρους να βρεθούν στον ίδιο χώρο με τους θεού τους. οι
μακάριοι θεοί αθέατοι μαζί με τους τοπικούς ήρωες απολαμβάνουν την παρέλαση των ευσεβών
Αθηναίων.
Ποσειδών, Απόλλων και Άρτεμις παρακολουθούν την πομπή των Παναθηναίων μαζί με άλλους
θεούς που έχουν κατέβει από τον Όλυμπο για να τιμήσουν τη σεμνή ιεροπραξία. Κάθονται με
άνεση σε δίφρους, μόνο ο Δίας είναι ανακαθισμένος σε θρόνο, περιμένοντας την άφιξη του πέπλου
της θεάς. Στην ατμόσφαιρα αυτή ήρεμης προσμονής, εμπνευσμένης από σκηνές συνάθροισης στο
θέατρο ή το στάδιο, ο Απόλλων στρέφει πίσω του για να συνομιλήσει με τον Ποσειδώνα, ενώ η
Άρτεμις κοιτάζει εμπρός προς την Αφροδίτη. Το γοητευτικό αυτό στην απλότητά του τμήμα της
ζωφόρου είναι πιθανόν έργον του μαθητή του Φειδία, Αλκαμένη.
…………………………………………………………………………………………………………
Εικ.18, Στήλη Αμφαρέτης (142)
Όπως πληροφορεί το επίγραμμα στο επιστύλιο, ο θάνατος πήρε την Αμφαρέτη και μαζί το παιδί της
θυγατέρας της. Η στήλη, διακοσμημένη σε ναΐσκο με αρκετό βάθος, μοιάζει με την πύλη του Άδη,
από όπου η νεκρή, σε έκτυπο ανάγλυφο, αναπολεί νοσταλγικά την ομορφιά της ζωής, όταν
«ζωντανή έβλεπε το φως του ήλιου». Η Αμφαρέτη είναι νέα γυναίκα, με σώμα καλλίγραμμο που
διαφαίνεται κάτω από τις πτυχές του χιτώνα και έχει ωραίο κεφάλι καλυμμένο εν μέρει με ιμάτιο.
Στο αριστερό της χέρι βαστάει το εγγόνι της, που το έχει τυλίξει προστατευτικά με την άκρη του
ιματίου της, αντικρίζοντάς το με συγκρατημένη μελαγχολία, στο άλλο της χέρι κρατάει πουλί. Η
τοποθέτηση της έδρας, του δεξιού χεριού της μορφής και του αριστερού ποδιού της εμπρός από τις
παραστάδες, υποδηλώνουν την προσπάθεια δήλωσης του τρισδιάστατου χώρου.
(από το βιβλίο) Η στήλη της Αμφαρέτης από το Αθηναϊκό νεκροταφείου του Κεραμεικού, ανήκει
στην κατηγορία των επιτύμβιων στηλών. Η στήλη έχει το σχήμα ναΐσκου και φιλοξενεί μια
Αθηναία κυρία μεγαλοπρεπώς καθισμένη σε ξύλινο κάθισμα (τον κλισμόν) που κρατά ένα βρέφος.
Η επιτύμβια επιγραφή μας πληροφορεί πως το βρέφος είναι εγγόνι κι όχι παιδί της. Η στήλη δεν
αποτελούσε ειδική παραγγελία αλλά είχε κατασκευαστεί με το θέμα μητέρας – παιδιού, το οποίο
ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο στις στήλες εκείνης την εποχής.
Δραστηριότητα 14 = Τα έπιπλα, ο τρόπος που κάθεται η μορφή, η εσωτερική «μελαγχολική»
έκφραση, τα πλούσια ενδύματα είναι όλα στοιχεία που συναντάμε στον γλυπτό διάκοσμο του
Παρθενώνα.
…………………………………………………………………………………………………………
Εικ.23, χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς (166-167)
Η Αθηνά εικονίζεται κατά την παράδοση με τα γνωστά σύμβολά της, εκφράζει όμως τις νέες τάσεις
των υστεροκλασικών χρόνων. Στητή, με το δεξί πόδι να φέρει το βάρος του σώματος και λυγισμένο
προς τα πίσω το αριστερό. Φοράει ποδήρη πέπλο και κορινθιακό κράνος ανασηκωμένο, με γρύπα
δεξιά και αριστερά του λόφου και κουκουβάγια (γλαύκα) στις παραγναθίδες. Η αιγίδα της,
ταινιόσχημη, δεν καλύπτει το στήθος, αλλά περνά διαγώνια από αυτό, ενώ η κεφαλή της γοργόνας
στο μέσον της έχει ήπια έκφραση. Στο δεξί της χέρι λυγισμένο προς τα εμπρός θα κρατούσε η θεά
ίσως γλάυκα, Νίκη η φιάλη, όπως υπαινίσσεται η οπή στην παλάμη, ενώ η κοιλότητα και τα
υπολείμματα μολύβδου στην παλάμη του άλλου χεριού υποδηλώνουν ότι θα κρατούσε δόρυ και
ταυτόχρονα την άντυγα της ασπίδας, που θα ήταν όρθια μπροστά της. Η στερεή δομή της μορφής
της Αθηνάς και η ψυχικότητα που ακτινοβολεί, αντίθετα προς την πολεμική Πρόμαχο, θυμίζουν
έργα του Ευφράνονρα, στον οποίον αποδίδεται το έργο.
(από το βιβλίο) Ένα από τα λίγα σωζόμενα χάλκινα έργα της ελληνιστικής περιόδου είναι ένα από
τα σημαντικότερα. Η μορφή της Αθηνάς, προοριζόμενη, μάλλον, να φαίνεται από μια ιδιαίτερα
υψηλή βάση, εντυπωσιάζει με την κινητικότητα της στάσης της και το σπάσιμο της κλασικής
ισορροπίας, καθώς και τις πρωτοποριακές για την εποχή αναλογίες της. Το κεφάλι είναι τώρα
μικρότερο, μόλις το 1/8 του σώματος, ενώ κατά την κλασική περίοδο η αναλογία κεφαλιού –
σώματος ήταν περίπου το 1/7.
………………………………………….