Professional Documents
Culture Documents
Αθλητική Ψυχολογία - καθορισμός στόχων
Αθλητική Ψυχολογία - καθορισμός στόχων
Θεσσαλονίκη, 2007
Καθορισµός στόχων & τραυµατισµοί 2
Εισαγωγή
βρήκαν ότι κατά το έτος 1994 οι αθλητικοί τραυµατισµοί ανήρθαν στα 24 εκατοµµύρια
(Hemmings & Povey, 2002). Η επίπτωση των τραυµατισµών είναι τόσο σοβαρή για τα
παιδιά και τους νεαρούς ενήλικες που οι τραυµατισµοί αντικατέστησαν τις µεταδοτικές
ασθένειες ως τη κυρίαρχη αιτία θανάτου και παράλυσης (Boyce & Sobolewski, 1989). Η
συχνότητα των τραυµατισµών φαίνεται και από άλλα στοιχεία ερευνών οι οποίες κατέληξαν
στο συµπέρασµα ότι κάθε χρόνο σχεδόν το 50% των ερασιτεχνών αθλητών υποφέρουν από
τραυµατισµούς, οποίοι τους κρατούν µακριά από τη συµµετοχή τους στη φυσική
µεγαλύτερες από τους υπόλοιπους επαγγελµατίες. Oι Drawer και Fuller (2002) υπολόγισαν
ότι ενώ οι εργαζόµενοι στο Ηνωµένο Βασίλειο παρουσιάζουν συχνότητα τραυµατισµού 0.36
ανά 100.000 ώρες εργασίας, οι επαγγελµατίες ποδοσφαιριστές παρουσιάζουν κατά µέσο όρο
710 ανά 100.000 ώρες προπόνησης και αγώνων. Ακόµα µια διάσταση του µεγέθους του
Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στη διαδικασία αποκατάστασης µε το µέσο χρόνο
επιστροφής στην αγωνιστική δράση να έχει µειωθεί σηµαντικά, συχνά οι αθλητές φαίνεται
να αντιµετωπίζουν διάφορα προβλήµατα κατά την επιστροφή τους. Σύµφωνα µε τους Rotella
Καθορισµός στόχων & τραυµατισµοί 3
και Heyman (1986) είναι πιθανό να εµφανιστούν: υποτροπή, τραυµατισµός άλλου σηµείου
της απόδοσης και το άγχος και ο φόβος του επανατραυµατισµού µε αποτέλεσµα τη µειωµένη
ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και καταστάσεις (Kerr & Minden, 1988; Smith, Stuart, Wiese-
οι οποίοι και θα αναλυθούν παρακάτω. Οι Weinberg και Gould (2003) αναφέρουν τη µυϊκή
χώρους. Ο Kirkby (1995) από την πλευρά του ανέφερε την ανεπαρκή φυσική κατάσταση, τη
από τους αθλητές, τον ελλιπή ή ανεπαρκή εξοπλισµό, τις επικίνδυνες επιφάνειες
πραγµατοποίησης των αγωνισµάτων και τις βίαιες και παρά τον κανονισµό σωµατικές
Αναµφίβολα πολλές αιτίες των τραυµατισµών προέρχονται από φυσικά αίτια, όπως
(Williams, 2001). Αν και µέχρι πριν λίγο καιρό τα αίτια των τραυµατισµών δεν θεωρούνταν
ποτέ ψυχολογικά (Kerr & Minden, 1988), κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, ερευνητές της
µεταβλητές, οι οποίες επηρεάζουν την ευπάθεια και την ανθεκτικότητα στους τραυµατισµούς
στα σπορ.
καταστάσεις (αγώνες, σηµαντική προπόνηση, κακή απόδοση κ.α.) και δεν έχουν τις
τραυµατισµού ανάλογα φυσικά και µε το µέγεθος της απειλής που νιώθουν από την
προκειµένη κατάσταση (Andersen & Williams, 1988; Andersen & Williams, 1998). Η
κατάσταση που θεωρείται ως απειλή για το άτοµο αυξάνει το στρες, το οποίο προκαλεί µια
σειρά αλλαγών στη συγκέντρωση και τη µυϊκή τάση του ατόµου (Weinberg & Gould, 2003).
Το στρες δεν είναι ο µόνος ψυχολογικός παράγοντας που επηρεάζει τους αθλητικούς
resources) και το ιστορικό του στρες (history of stressors), επηρεάζουν τη διαδικασία του
στρες το οποίο µε τη σειρά του επηρεάζει την πιθανότητα τραυµατισµού (Andersen &
Wiese & Weiss, 1987). Σε µία πρόσφατη µελέτη, βρέθηκε ότι το 18% της διάρκειας που
Αποκατάσταση τραυµατισµών
αποκατάστασης και ειδικοί χρησιµοποιούν µια ολική προσέγγιση γιατρειάς και του σώµατος
Σε µια µελέτη που σκοπό είχε να δείξει µε ποιο τρόπο οι ψυχολογικές τεχνικές βοηθούν
Πιο πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι η ψυχολογική παρέµβαση έχει θετική επιρροή στην
αποκατάσταση αθλητικών τραυµατισµών (Cupal & Brewer, 2001), στη διάθεση του ατόµου
κατά την αποκατάσταση (Johnson, 2000), στην επιτυχή αντιµετώπιση (Evans, Hardy &
Fleming, 2000) και στην αποκατάσταση της αυτοπεποίθησης (Magyar & Duda, 2000). Πιο
συγκεκριµένα, σε µια έρευνα των Cupal και Brewer (2001) αφού µελετήθηκε η επίδραση της
νοερής εξάσκησης και της χαλάρωσης στη δύναµη της άρθρωσης του γονάτου, στα επίπεδα
άγχους και στον πόνο, βρέθηκε ότι η πειραµατική οµάδα εµφάνισε λιγότερο άγχος
υποτροπής και πόνο αλλά και µεγαλύτερη τιµή δύναµης στην άρθρωση του γονάτου.
αποκατάσταση του τραυµατισµού αλλά και την επιµονή στο πρόγραµµα αποκατάστασης.
Πιο συγκεκριµένα, οι Brewer και συνεργάτες (2000) βρήκαν ότι η παρακίνηση ήταν ένα
Καθορισµός στόχων & τραυµατισµοί 6
να εκτελέσουν στο σπίτι. Οι Scherzer και συνεργάτες (2001) κατέληξαν ότι ο καθορισµός
στόχων και ο θετικός αυτο-διάλογος είχε θετική συσχέτιση µε την ολοκλήρωση και την
παρατηρηθεί αποτυχία στο να ακολουθήσει ο ασθενής τις ιατρικές συµβουλές γεγονός που
τραυµάτων (Heil, 1993; Wiese, Weiss & Yukelson, 1991). Τα τέσσερα κοινά συστατικά από
γνωστές σε πολλούς αθλητές, οπότε µε την εξάσκηση αυτών των αθλητικών σχετιζόµενων
(a) Εκπαίδευση
κυριότερη πηγή πληροφοριών για τους αθλητές. Πιο συγκεκριµένα, πρέπει να είναι ικανοί να
απλοποιήσουν την ιατρική ορολογία, όσον αφορά την κάκωση και τη διαδικασία
πρέπει να γνωρίζουν την αιτία, τις συνέπειες και τις φυσιολογικές αντιδράσεις που
σχετίζονται µε τον τραυµατισµό µε ξεκάθαρους όρος (Heil, 1993; Θεοδωράκης, Γούδας &
Καθορισµός στόχων & τραυµατισµοί 7
τους αθλητές να επανακτήσουν την αίσθηση του ελέγχου που τυχόν είχε χαθεί. Εκτός από
την άµεση πληροφόρηση από το ιατρικό επιτελείο και τον προπονητή µπορεί να
χρησιµοποιηθούν και εναλλακτικές πηγές, όπως βιβλία και περιοδικά. Όσες περισσότερες
γνώσεις έχουν οι αθλητές για τον τραυµατισµό τους τόσο καλύτερα θα κατανοήσουν την
βοηθάει σηµαντικά στη διαδικασία της αποκατάστασης (Heil, 1993; Lynch, 1988). Η
υποστήριξη δεν είναι δυνατόν να δοθεί από ένα άτοµο, γι’ αυτό και πολλές φορές ο
αθλητικός ψυχολόγος καθοδηγεί το περιβάλλον του αθλητή πώς να παρέχει την υποστήριξη
που χρειάζεται.
Ένα ακόµα σηµαντικό στοιχείο είναι η διατήρηση των κοινωνικών σχέσεων που
υπήρχαν πριν τον τραυµατισµό και µετά από αυτόν. Στρατηγικές για να επιτευχθεί κάτι
παρακολουθεί συχνά τις προπονήσεις και γενικότερα να διατηρηθεί η ταυτότητά του µέσα
στην οµάδα (Heil, 1993). Άλλες στρατηγικές κοινωνικής υποστήριξης είναι η χρήση ενός
αθλητή µε παρόµοιο τραυµατισµό (Flint, 1993) αλλά και συµµετοχή σε οµάδες υποστήριξης
- Νοερή εξάσκηση -
τραυµατισµένου µέλους και στη διατήρηση της επαφής µε το άθληµα. Επίσης µπορεί να
είναι ένας τρόπος έµµεσης εξάσκησης των δεξιοτήτων οι οποίες δεν µπορούν να
εξασκηθούν λόγω της κάκωσης (Θεοδωράκης, Γούδας & Παπαϊωάννου, 2001). Η νοερή
Επίσης, µπορεί να βοηθήσει στον περιορισµό του πόνου και του στρες που
συνδέονται άµεσα µε την αποκατάσταση του τραυµατισµού (Lynch, 1988; Porter &
Foster, 1987; Rotella & Heyman, 1986). Ένα πρόγραµµα µε σκοπό να βοηθηθεί ένας
- Γνωστικές τεχνικές -
αθλητικού τραύµατος. Πολλοί αθλητικοί ψυχολόγοι υποστηρίζουν την εξέταση του αυτό-
διαλόγου των τραυµατισµένων αθλητών για να διαπιστωθεί η άποψή τους για τον
τραυµατισµό τους (Ievleva & Orlick, 1991; Smith, Scott & Wiese, 1990; Weiss & Troxel,
άποψή τους για το τραύµα τους, να επικεντρωθούν στη διαδικασία της αποκατάστασης
Άλλη γνωστική τεχνική είναι η διαχείριση του πόνου (pain management technique),
η οποία έχει δυο µορφές. Η πρώτη µορφή επικεντρώνεται στον πόνο και προσπαθεί να
- Χαλάρωση -
Η ικανότητα να χαλαρώνεις είναι ένα σηµαντικό βοήθηµα για πολλά αθλήµατα και
είναι ότι παρατηρείται αύξηση της κυκλοφορίας του αίµατος, γεγονός που κάνει πιο
αποσπά την προσοχή από ανησυχίες και την ένταση, οι οποίες σχετίζονται µε την
τραυµατισµένους αθλητές (Wiese, Bjornstal & Smith, 1993; Worrel, 1992). Ενεργό µέρος
στη συγκεκριµένη διαδικασία παίρνουν η οµάδα των ειδικών, δηλαδή ο αθλητίατρος και ο
φυσιοθεραπευτής, ο προπονητής αλλά και ο ίδιος ο αθλητής. Πιο συγκεκριµένα, θέτουν τους
δραστηριοτήτων του αθλητή. Η έρευνα στον χώρο της αθλητικής ψυχολογίας, όσον αφορά
Καθορισµός στόχων & τραυµατισµοί 10
τον καθορισµό στόχων, παρουσιάζει µια σειρά από θεωρίες, οι οποίες παρουσιάζονται
παρακάτω.
προτάθηκε από τους Edwin Locke και Gary Latham. Η θεωρία τους υποστηρίζει ότι οι
στόχοι έχουν δυο κύρια χαρακτηριστικά: ένταση και περιεχόµενο. Η ένταση του στόχου είναι
η ποσότητα χρόνου, προσπάθειας και προσωπικής επένδυσης που αφιερώνει ένα άτοµο το
στόχο. Το περιεχόµενο του στόχου αφορά το αντικείµενο ή το αποτέλεσµα του στόχου που
Locke και Latham ανέπτυξαν ένα µοντέλο καθορισµού στόχων για να διευκρινίσουν της
µεταβλητές που µετέχουν στη διαδικασία καθορισµού στόχων αλλά και για να περιγράψουν
τον τρόπο µε τον οποίο οι στόχοι οδηγούν σε ικανοποιητική απόδοση (Locke & Latham,
1990).
Το µοντέλο των Locke και Latham αναγνωρίζει τους σηµαντικούς παράγοντες οι οποίοι
εµπλέκονται στον καθορισµό στόχων. Καταρχήν, ένα αίτηµα ή µια πρόκληση πρέπει να τεθεί
στο άτοµο. Πέντε µεταβλητές υπάρχουν οι οποίες επηρεάζουν το αποτέλεσµα των στόχων:
ανταµοιβή που εξαρτάται από την επιτυχία του στόχου. Αυτές οι αµοιβές µπορεί να είναι είτε
την επιτυχία του στόχου. Και τα δυο είδη ανταµοιβών επηρεάζουν την ικανοποίηση που
νιώθει το άτοµο από την ολοκλήρωση του στόχου. Η ολοκλήρωση των στόχων συνεπάγεται
επιπλέον βελτίωση της απόδοσης. Οι Locke και Latham υποστήριξαν ότι το παραπάνω
έχουµε επιτυχία. Ασαφείς στόχοι (όπως «κάνε ότι καλύτερο µπορείς») έχουν σαν
Η επίδραση της αφοσίωσης στο στόχο στην αποτελεσµατικότητα του στόχου εξαρτάται
από την αφοσίωση και το επίπεδο δυσκολίας του στόχου. Τα άτοµα µε µικρή αφοσίωση θα
έχουν καλύτερη απόδοση από αυτούς µε µεγάλη αφοσίωση όταν το επίπεδο δυσκολίας είναι
µικρό, ενώ τα άτοµα µε υψηλή αφοσίωση θα έχουν καλύτερη απόδοση όταν ο στόχος είναι
ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, βρήκαν ότι 17 από τις 18 µελέτες υποστήριζαν τη χρήση
των δυο ήταν πιο αποτελεσµατικός από ότι η ανατροφοδότηση µόνη της.
οποίος δεν έχει κατανοηθεί πλήρως. Ο καθορισµός των στόχων είναι πιο αποτελεσµατικός
Ο Garland πρότεινε τη θεωρία του το 1985 για να καταγράψει τη γνωστική όψη της
διαδικασία του καθορισµού των στόχων (Garland, 1985). Η θεωρία του δουλεύει ειδικά µε
στόχους οι οποίοι θέτονται από τα τραυµατισµένα άτοµα και δεν αναθέτονται από κάποιους
τρίτους. Για να περιλαµβάνεται κάποιος στόχος στη θεωρία του θα πρέπει να καλύπτει
κάποια κριτήρια: θα πρέπει να είναι εικόνα της µελλοντικής απόδοσης που θέλει ο
κάποια σειρά. Ο Garland πρότεινε ότι οι στόχοι αποτελούνται από δυο γνωστικά
περιεχόµενα: την προσδοκία της απόδοσης και η ικανοποίηση από την απόδοση (όχι την
Στη θεωρία του Garland υπάρχουν τρεις προτάσεις, οι οποίες εξηγούν τη σχέση µεταξύ
απόδοσης, ικανότητας, προσδοκίας και ικανοποίησης. Η πρώτη πρόταση είναι ότι η απόδοση
στο έργο είναι µια θετική λειτουργία της ικανότητας έργου και της προσδοκίας της
απόδοσης, ενώ υπάρχει αρνητική λειτουργία της ικανοποίησης της απόδοσης. Η θετική
σχέση µεταξύ απόδοσης και ικανότητας και απόδοσης είναι εµφανής και η έρευνα έχει δείξει
το ίδιο και για τη σχέση µεταξύ προσδοκίας και απόδοσης (η έρευνα στην αυτο-
υπάρχει µεταξύ της απόδοσης και της ικανοποίησης µέσω αυτής. Άτοµα τα οποία αντλούν
Αντίθετα αυτοί οι οποίοι από ένα έργο αντλούν µικρότερη ικανοποίηση θα εργαστούν
Η δεύτερη πρόταση που έκανε ο Garland είναι ότι η ικανοποίηση της απόδοσης είναι
µια αρνητική λειτουργία του στόχου και της προσδοκίας της απόδοσης. Εάν ένας στόχος
επίπεδα απόδοσης από κάποιον άλλο, ο οποίος είχε δυσκολότερο στόχο. Όταν ένας στόχος
Η τρίτη πρόταση της θεωρίας υποστηρίζει ότι η προσδοκία της απόδοσης είναι µια
θετική λειτουργία σε σχέση µε το στόχο και την ικανότητα. Η σχέση µεταξύ προσδοκίας και
καλύτερη απόδοση στο έργο. Παρόλα αυτά, µια λιγότερο άµεση σχέση υπάρχει µεταξύ
προσδοκίας και στόχου. Άτοµα τα οποία θέτουν υψηλούς στόχους είναι πιο πιθανό να
Παρόλα αυτά, οι Locke και Latham (1990) βρήκαν λάθη στην πρόταση του Garland ότι
δεν υπάρχει άµεσος δεσµός µεταξύ στόχου και απόδοσης. Πιο συγκεκριµένα, ανέφεραν
αρκετές µελέτες οι οποίες έδιναν αποδείξεις οι οποίες υποστήριζαν τη θεωρία τους, ότι οι
στόχοι δηλαδή επηρεάζουν άµεσα την απόδοση έργου. Οι συγγραφείς αυτοί υποστήριξαν ότι
και η προσδοκία και η ικανοποίηση πιθανώς να επηρεάζουν την απόδοση, αλλά όχι µε
κόστος του άµεσου δεσµού µεταξύ στόχου και απόδοσης. Γι’ αυτό το λόγο απορρίπτουν τη
Γνωστική Θεωρία, αφού δεν περιέχει καθόλου άµεση επίδραση των στόχων πάνω στην
απόδοση έργου.
αλληλεπιδρά µε την επίτευξη στόχου ώστε να παραχθεί συµπεριφορά που σχετίζεται µε την
επίτευξη (Weinberg, 2002). Κάθε άτοµο έχει συγκεκριµένες προοπτικές για τους στόχους
του, οι οποίες θα επηρεάσουν την αυτο-αξιολόγηση της ικανότητας, του µεγέθους της
Η έρευνα σε αυτή την περιοχή έχει βρει δυο κυρίαρχες όψεις του καθορισµού στόχων:
το στόχο του έργου και εγωκεντρικός προσανατολισµός στο στόχο. Άτοµα τα οποία
Καθορισµός στόχων & τραυµατισµοί 14
παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα προσανατολισµού στο στόχο του έργου, για να καθορίσουν
την απόδοσή τους και την ικανότητά τους χρησιµοποιούν αναφορές της δικής τους απόδοσης
προσανατολισµό στο στόχο του έργου έχουν τάση να θέτουν πιο ρεαλιστικούς στόχους και
είναι ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο. Μερικοί ερευνητές πρότειναν ότι αθλητές υψηλού
επιπέδου τείνουν να χρησιµοποιούν και τα δυο είδη προσανατολισµού στο έργο και στο εγώ
Το σηµαντικό συστατικό και της Γνωστικής Θεωρίας και της Θεωρίας του
Προσανατολισµού των Στόχων είναι ο ρόλος της υποκειµενικής αξιολόγησης της ικανότητας
και της επιτυχίας της πραγµατοποίησης των στόχων. Η έρευνα στη ψυχολογία και στην
αθλητική ψυχολογία επιβεβαίωσε και τις τρεις θεωρίες σαν εξήγηση για την επιρροή των
στόχων στην απόδοση. Ο Burton (1993) χρησιµοποίησε τη θεωρία των Locke και Latham
Το µοντέλο αυτό καλύπτει τις σηµαντικότερες πλευρές της έρευνας πάνω στο
καθορισµό των στόχων από τότε που ο Locke ξεκίνησε τις µελέτες του το 1960. Παρόλα
Ανασκόπηση βιβλιογραφίας
Η βιβλιογραφία που αφορά τον καθορισµό στόχων µετά από αθλητικό τραυµατισµό
Στη µελέτη των Ievleva και Orlick (1991) παρουσιάστηκε µια πιθανή σύνδεση µεταξύ
ταχύτερης αποκατάστασης και της χρήσης ψυχολογικών τεχνικών και ειδικότερα του
τραυµατισµό στο γόνατο ή στο σφυρό. Οι τεχνικές που χρησιµοποιήθηκαν ήταν η διάθεση,
διάλογος, ο καθορισµός των στόχων και τέλος η νοερή εξάσκηση. Επίσης, λήφθηκε υπόψη ο
Οι Evans, Hardy και Fleming (2000) υποστήριξαν µια πιθανή σύνδεση µεταξύ
πολλών µηνών (5-12 µήνες). Ο ερευνητής παρείχε τεχνικές ψυχολογικής προπόνησης και
δεδοµένων που συγκεντρώθηκαν από την εφαρµογή των ψυχολογικών τεχνικών έδειξαν ότι
Ο Theodorakis και οι συνεργάτες του (1996 και 1997) πραγµατοποίησαν δυο µελέτες οι
οποίες παρουσίασαν µεγάλη επίδραση της διαδικασίας καθορισµού στόχων στην απόδοση
Τριάντα δυο άτοµα από το δείγµα είχαν υποστεί κάκωση στο γόνατο και είχαν υποβληθεί σε
την πρώτη πειραµατική οµάδα. Τη δεύτερη πειραµατική οµάδα (n=29) και την οµάδα
ολοκληρώθηκαν από κάθε εξεταζόµενο σε ένα ισοκινητικό δυναµόµετρο (Cybex 6000) ώστε
να µετρηθεί η δύναµη του τετρακεφάλου µυός. Οι δυο πειραµατικές οµάδες έθεσαν στόχους
για κάθε µια πειραµατική δοκιµασία. Επιπλέον, για κάθε εξεταζόµενο πραγµατοποιήθηκαν
µετρήσεις της αυτο-ικανοποίησης και της αυτο-αποτελεσµατικότητας πριν από τις δυο
τελικές δοκιµασίες.
Τα αποτελέσµατα έδειξαν βελτίωση της απόδοσης και στις δυο πειραµατικές οµάδες
που έθεταν στόχους αλλά δεν παρουσιάστηκε διαφορά µεταξύ των τραυµατισµένων και των
πειραµατικές οµάδες οι οποίοι είχαν µεγαλύτερα ποσοστά στην αυτο-ικανοποίηση και την
πειραµατική διαδικασία.
Καθορισµός στόχων & τραυµατισµοί 17
Στη δεύτερη µελέτη (Theodorakis, Beneca, Malliou, & Goudas, 1997) συµµετείχαν
οµάδα και οµάδα ελέγχου). Όλοι οι συµµετέχοντες είχαν υποβληθεί σε εγχείρηση στο γόνατο
6-8 εβδοµάδες πριν τη µελέτη. Για την ενδυνάµωση του τετρακεφάλου των εξεταζόµενων
οµάδα έθετε στόχους απόδοσης και λάµβανε άµεση ανατροφοδότηση για την απόδοση, ενώ
η οµάδα ελέγχου δεν έθεσε στόχους επίσηµα. Επιπλέον, πραγµατοποιήθηκαν µετρήσεις για
την αυτο-αποτελεσµατικότητα, το άγχος και την αυτο-ικανοποίηση µια φορά την εβδοµάδα.
απόδοσή της µεταξύ της αρχικής µέτρησης (µέτρηση αρχικής ικανότητας) και της πρώτης
εβδοµάδας αλλά και µεταξύ της 3 και 4 εβδοµάδας. Επίσης, τα επίπεδα αυτο-ικανοποίησης
ήταν σηµαντικά χαµηλότερα για την πειραµατική οµάδα µεταξύ 2ης και 3ης εβδοµάδας και 3ης
και 4ης, πράγµα που δείχνει ότι τα άτοµα που έθεταν στόχους παρουσίασαν υψηλότερη
ικανοποίηση. ∆εν βρέθηκαν σηµαντικές διαφορές µεταξύ των οµάδων για τα επίπεδα άγχους
καθορισµός στόχων επιδρά θετικά στη διαδικασία αποκατάστασης µετά από χειρουργική
περιελάµβανε τρεις προπονητικές µονάδες για τη διαχείριση του στρες, τον καθορισµό
στόχων και τη χαλάρωση και νοερή εξάσκηση. Μετρήσεις για τους ψυχολογικούς
Καθορισµός στόχων & τραυµατισµοί 18
επίσης και διάγνωση για την ετοιµότητα επιστροφής στην αθλητική δραστηριότητα
(συµπληρωνόταν από το φυσιοθεραπευτή) πραγµατοποιήθηκαν στην αρχή και στο τέλος του
µόνοι τους την ετοιµότητά τους επιστροφής στη φυσική δραστηριότητα. Επιπλέον, το MACL
χρησιµοποιήθηκε στην αρχή, στη µέση και στο τέλος του προγράµµατος για να ελεγχθεί η
την επιστροφή στην αθλητική δραστηριότητα. Παρόλα αυτά, ο καθορισµός στόχων από
Οι Brewer και οι συνεργάτες του (2000) και οι Scherzer και οι συνεργάτες του (2001)
επιµονή και στην κατάληξη της αποκατάστασης. Στην έρευνα του Brewer και των
συνεργατών του (2000) συµµετείχαν ενενήντα πέντε ασθενείς, από µια αθλητιατρική κλινική,
αναλογίας από τις επισκέψεις στο φυσιοθεραπευτή, από µέτρηση της επιµονής στη
αποκατάστασης και στο λειτουργικό αποτέλεσµα µετά την πραγµατοποίηση της εγχείρησης.
Καθορισµός στόχων & τραυµατισµοί 19
Η παλινδρόµηση έδειξε ότι η παρουσία, το σκορ στο SIRAS και η κρυοθεραπεία στο σπίτι
βρέθηκε το ίδιο και για την αυτο-παρακίνηση. Οι ερευνητές πρότειναν ότι η ψυχολογική
παρέµβαση που έχει ως στόχο την παρακίνηση, µειώνει την ψυχολογική καταπόνηση και η
Ο Scherzer και οι συνεργάτες του (2001) δηµιούργησαν µια συντοµευµένη µορφή του
Sport Injury Survey (που χρησιµοποιήθηκε στην έρευνα των Ievleva & Orlick, 1991). Το
δείγµα της έρευνας αποτέλεσαν πενήντα τέσσερις ασθενείς, οι οποίοι πρόσφατα είχαν
SIRAS) και η υποκειµενική βαθµολογία για την ολοκλήρωση των ασκήσεων και της
των δυο µετρήσεων της επιµονής στην αποκατάσταση. Επίσης, ο θετικός αυτο-διάλογος
σχετίστηκε µε την ολοκλήρωση των ασκήσεων στο σπίτι. Τα αποτελέσµατα των µελετών του
Brewer και των συνεργατών του (2000) και του Scherzer και των συνεργατών του (2001)
ενισχύουν τον πιθανό σύνδεσµο µεταξύ καθορισµού στόχων και βελτίωση της επιµονής και
παραπάνω µελέτες έδειξαν ότι υπάρχει σηµαντική συσχέτιση µεταξύ του καθορισµού
για επιστροφή στην αθλητική δραστηριότητα). Παρόλα αυτά, τα πιο σηµαντικά ευρήµατα
Καθορισµός στόχων & τραυµατισµοί 20
ήταν για τον καθορισµό στόχων, αφού σε κάθε µελέτη βρέθηκε να βοηθά στη διαδικασία
αποκατάστασης.
Scherzer και των συνεργάτες (2001) και των Ievleva και Orlick (1991) χρησιµοποίησαν
µελέτες από τον Theodorakis και τους συνεργάτες του (1996 και 1997) πραγµατοποιήθηκαν
µε τη συµµετοχή φοιτητών φυσικής αγωγής και όχι σε αθλητές επιπέδου, γεγονός το οποίο
περιορίζει την γενίκευση των αποτελεσµάτων. Η µελέτη του Evans και των συνεργατών
(2000) βασίστηκε σε ποιοτική ανάλυση µιας υπόθεσης, το οποίο υστερεί επειδή δεν έχει τη
Συµπεράσµατα
Από τις µελέτες που παρουσιάστηκαν παραπάνω σχετικά µε την επίδραση των
φαίνεται να έχει θετική επιρροή στην αποκατάσταση αθλητικών τραυµατισµών, στη διάθεση
του ατόµου κατά την αποκατάσταση, στην επιτυχή αντιµετώπιση, στην αποκατάσταση της
ψυχολογικές τεχνικές είναι ένα συµπλήρωµα σε αυτές. Τέλος, είναι σηµαντικό για τους
ψυχολογικά, εκτός από σωµατικά, αλλά και ότι η χρήση είτε από τους ίδιους ή καλύτερα από
Βιβλιογραφία
Allen, C. (2002). Psychological interventions for the injured athlete. In J.M. Silva, & D.E.
Stevens (Eds), Psychological foundations of sport (pp. 224-246). Boston: Allyn &
Bacon.
Review and critique of the stress and injury model. Journal of Applied Sport
Andersen, M. B., & Williams, J. M. (1993). Psychological risk factors and injury prevention.
In J. Heil (Ed.), The sport psychology of injury (pp. 49–57). Champaign, IL: Human
Kinetics.
Andersen, M.B., & Williams, J.M. (1988). A model of stress and athletic injury: Prediction
Boyce, W.T., & Sobolewski, S. (1989). Recurrent injuries in school children. American
Brewer, B.W., Van Raalte, J.L., Cornelius, A.E., Petitpas, A.J., Sklar, J.H., Pohlman, M.H.,
Krushell, R.J., & Ditmar, T.D. (2000). Psychological factors, rehabilitation adherence,
Burton, D. (1993). Goal setting in sport. In R.N. Singer, M. Murphey & L.K. Tennant (Eds.),
Company.
Cupal, D.D., & Brewer, B.W. (2001). Effects of relaxation and guided imagery on knee
strength, re-injury anxiety, and pain following anterior cruciate ligament reconstruction.
Drawer, S., & Fuller, C.W. (2002). Evaluating the level of injury in English professional
football using a risk based assessment process. British Journal of Sports Medicine, 36,
446-451.
Evans, L., Hardy, L., & Fleming, S. (2000). Intervention strategies with injured athletes: an
Flint, F.A. (1993). Seeing helps believing: Modeling in injury rehabilitation. In D. Pargman
(Ed.), Psychological bases of sport injuries (pp. 183-198). Morgantown, WV: Fitness
Information Technologies.
Garland, H. (1985). A cognitive mediation theory of task goals and human performance.
Garrick, J.G., & Requa, R.K. (1978). Injuries in High School Sports. Pediatrics, 61(3), 465-
469.
Green, L.B. (1993). The use of imagery in the rehabilitation of injured athletes. In D.
Pargman (Ed.), Psychological bases of sport injuries (pp. 199-218). Morgantown, WV:
Hardy, C. J., & Crace, R. K. (1990). Dealing with injury. Sport Psychology Training Bulletin,
1, 1-8.
Hardy, L., Jones, G., & Gould, D. (1996). Understanding Psychological Preparation for
Sport: Theory and Practice of Elite Performers. Chichester, England: John Wiley &
Sons.
Hemmings, B., & Povey, L. (2002). Views of chartered physiotherapists on the psychological
content of their practise: A preliminary study in the United Kingdom. British Journal of
Ievleva, L., & Orlick, T. (1991). Mental links to enhanced healing: an exploratory study.
Kerr, G., & Minden, H. (1988). Psychological factors related to the occurrence of athletic
Kirkby, R. (1995). Psychological factors in sport injuries. In T. Morris & J. Summers (Eds.),
Sport Psychology: Theory, applications and issues (pp. 456-473). Brisbane: Wiley.
Kujala, U.M. (2002). Injury prevention. In D.L. Mostofsky & L.D. Zaichowsky (Eds.),
Medical and psychological aspects of sport and exercise (pp. 33-40). Morgantown,
Locke, E.A., & Latham, G. P. (1990). A Theory of Goal-setting and Task Performance.
Lynch, G. (1988). Athletic injuries and the practising sport psychologist: Practical guidelines
Magyar, T.M., & Duda, J.L. (2000). Confidence restoration following athletic injury. The
Porter, K. & Foster, J. (1987). Who will stop the pain? Overcome your injuries with a
Rosenfeld, L.B., Richman, J.M., & Hardy, C.J. (1989). Examining social support networks
among athletes: Description and relationship to stress. The Sport Psychologist, 3, 23-33.
Rotella, R., & Heyman, S. (1986). Stress, injury, and the psychological rehabilitation of
athletes. In J.M. Williams (Ed.), Applied sport psychology: Personal growth to peak
Scherzer, C. B., Brewer, B. W., Cornelius, A. E., Van-Raalte, J. L., Petitpas, A. J., Sklar, J.
H., Pohlman, M. H., Krushell, R. J., & Ditmar, T. D. (2001). Psychological skills and
Smith, A.M., Scott, S.G., & Wiese, D.M. (1990). The psychological effects of sports injuries.
Smith, A.M., Stuart, M.J., Wiese-Bjornstal, D.M., & Gunnon, C. (1997). Predictors of injury
Smith, R.E., Ptacek, J.T., & Patterson, E. (2000). Moderator effects of cognitive and somatic
trait anxiety on the relation between life stress and physical injuries. Anxiety, stress, and
Theodorakis, Y., Beneca, A., Malliou, P., & Goudas, M. (1997). Examining psychological
Theodorakis, Y., Malliou, P., Papaioannou, A., Beneca, A., & Filactakidou, A. (1996). The
Uitenbroek, D.G. (1996). Sports, exercise and other causes of injuries: Results of a
population survey. Research Quarterly for Exercise and Sport, 67, 380-385.
Weinberg, R. S. (2002). Goal setting in sport and exercise: Research to practice. In J. L. Van
Weinberg, R. S., & Gould, D. (2003). Foundations of sport and exercise psychology. Athletic
Weiss, M.R., & Troxel, R.K. (1986). Psychology of the injured athlete. Athletic Training, 21,
104-109.
Καθορισµός στόχων & τραυµατισµοί 25
Wiese, D. M., & Weiss, M.R. (1989). Psychological rehabilitation and physical injury:
Implications for the sports medicine team. The Sport Psychologist, 1, 318-330.
Wiese, D. M., Weiss, M.R., & Yukelson, D.P. (1991). Sport psychology in the training room:
Technology, Inc.
Worell, T. (1992). The use of behavioral and cognitive techniques to facilitate achievement
Θεοδωράκης, Γ., Γούδας, Μ., & Παπαϊωάννου, Α. (2001). Ψυχολογική υπεροχή στον