Professional Documents
Culture Documents
Εισαγωγή στην κοινωνιολογία -1 Οικογένεια
Εισαγωγή στην κοινωνιολογία -1 Οικογένεια
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
“Η λέξη οικογένεια μοιάζει τόσο σαφής και η πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται τόσο
κοντά στην καθημερινή μας ύπαρξη που θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι είναι κάτι απλό”1
<Lévi-Strauss>. Είναι άραγε τόσο απλό;
Η πολύ ουσιαστική συµβολή του Μόργκαν, και όλης της κατοπινής ανθρωπολογίας που
ασχολήθηκε µε την οικογένεια και τη συγγένεια, είναι ότι εξήγησε τον κοινωνικό χαρακτήρα της
οικογένειας. Αντίθετα απ’ότι θεωρούσαν την εποχή του Μόργκαν, ότι δηλαδή οι “πρωτόγονοι” “δεν
ήξεραν” και για αυτό έβαζαν στην ίδια κατηγορία “διαφορετικούς συγγενείς” ή ξεχώριζαν συγγενείς
που είναι οι “ίδιοι”, ο Μόργκαν έδειξε ότι καµία “ασχετοσύνη” δεν υπήρχε. Αντίθετα, υπήρχε διαφορά
στην οργάνωση της οικογένειας και της συγγένειας, ότι αυτές είναι κοινωνικές κατασκευές και ότι
σαν τέτοιες πρέπει να µελετηθούν. Παρόλο που η οικογένεια µας φαίνεται σαν κάτι προφανές, δεν
είναι. Οι ανθρωπολόγοι που µελέτησαν πάρα πολλές κοινωνίες διαπίστωσαν ότι περίπου τίποτα
δεν είναι φυσικό. Ποιός είναι αδελφός µου ή πατέρας µου, µε ποιόν παντρεύοµαι, σε ποιά οικογένεια
ανήκω, πώς φέροµαι στους συγγενείς µου, κλπ., όλα αυτά που µας φαίνονται “φυσικά”, ποικίλουν
πάρα πολύ από κοινωνία σε κοινωνία.
Η θεωρίες για την οικογένεια και τη συγγένεια είναι πολύπλευρες, γιατί στις περισσότερες
κοινωνίες σχετίζονται µε τη συνολική κοινωνική οργάνωση -η οικογένεια είναι σηµαντικό στοιχείο
της οργάνωσης της οικονοµίας, της πολιτικής, της θρησκείας-, είναι σύνθετες -στο µέτρο που το
υλικό τους είναι σύνθετο- και µη ολοκληρωµένες, αφού για πολλά θέµατα υπάρχουν διχογνωµίες
και αναπάντητα ερωτηµατικά. Εδώ θέλουµε απλώς να εισάγουµε ορισµένα από αυτά τα θέµατα,
που µπορούν να δείξουν έµµεσα τη σχετικότητα των δικών µας ιδεών περί οικογένειας.
1 Claude Lévi-Strauss, Annales de l’Université d’Abidjan, Serie F, tome 3, 1971, αναφέρεται από τον Louis Roussel, La famille
Γενεαλογία
“Η συγγένεια στηρίζεται στη γενεαλογία, και αυτό που κυρίως καθορίζει το χαρακτήρα ενός
συστήματος συγγένειας είναι ο τρόπος με τον οποίο αναγνωρίζεται και δημιουργείται η γενεαλογία”
<Radcliffe-Brown>.
Στη δική µας κοινωνία, θεωρούµε ότι καταγόµαστε από τους δύο γονείς µας και τις
οικογένειές τους. Έτσι, δεν κάνουµε διάκριση ανάµεσα στους δύο παππούδες και τις δύο γιαγιάδες
µας. Θεωρούµε ότι έχουµε την ίδια συγγένεια και µε τους δύο. Αυτό το ονοµάζουν οι ανθρωπολόγοι
διγραμμική γενεαλογία. Στην πραγµατικότητα, όµως, στη δική µας κοινωνία η περιγραφή αυτή
της γενεαλογικής µας ρίζας δεν έχει και πολύ µεγάλη σηµασία, στο µέτρο που, όταν αναγνωρίσω
τις δύο γραµµές ή ρίζες από τις οποίες κατάγοµαι, αυτό δεν µε κάνει να ενταχθώ σε καµία υπαρκτή
κοινωνική οµάδα. Επειδή η δική µας γενεαλογία δεν έχει την κοινωνική σηµασία να χωρίζει τους
ανθρώπους σε πραγµατικές κοινωνικές οµάδες, για αυτό οι ανθρωπολόγοι συνήθως ονοµάζουν
αυτή τη γενεαλογία αδιάφορη ή αδιάκριτη, ενώ κρατούν το όνοµα διγραµµική για τις κοινωνίες
όπου οι δύο γενεαλογίες είναι βασικές για την ένταξη των ατόµων σε πραγµατικές κοινωνικές
οµάδες. Το ότι στη δική µας κοινωνία η γενεαλογική γραµµή δεν χρησιµοποιείται για την κατασκευή
πραγµατικών κοινωνικών οµάδων φαίνεται και από το ότι οι πρόγονοί µας, αυτοί που είµαστε σε
θέση να ξέρουµε, δεν είναι πολύ περισσότεροι από δύο ή τρεις γενιές πίσω µας. Γενικά δεν
ασχολούµαστε µε το ποιοί ήταν οι πρόγονοί µας πριν από, π.χ., πέντε γενιές, πράγµα που σε
άλλες κοινωνίες θα έµοιαζε τροµαχτικό3 .
Διγραμμική γενεαλογία
3 Υπάρχουν και στη δική µας κοινωνία µερικές οµάδες που ασχολούνται µε ιδιαίτερο πάθος µε την καταγωγή και τη γενεαλογία (π.χ.
οι µορµόνοι), αλλά τότε είναι για ιδιαίτερους λόγους, θρησκευτικούς ή πολιτικούς (βασιλικές οικογένειες) κλπ. Ακόµα, φαίνεται
ότι πρόσφατα έχει εµφανιστεί µια γενικότερη “µόδα” για αναζήτηση της γενεαλογίας που έχει πάρει διαστάσεις...
Αδιάφορη γενεαλογία
Τη γενεαλογία στη δική µας κοινωνία τη χαρακτηρίσαµε σαν αδιάφορη (ή αδιάκριτη). Άλλο
παράδειγµα αδιάφορης γενεαλογίας είναι οι Λοζί της Ζάµπιας. Στους Λοζί, “κάθε άτομο, όταν
παντρεύεται, έχει το δικαίωμα να εγκατασταθεί στο χωριό του πατέρα του ή σε ένα από τα χωριά
των παπούδων του είτε από την πλευρά του πατέρα είτε από την πλευρά της μητέρας. Παντού
θεωρείται σαν κληρονόμος, τουλάχιστον δυνητικός. Ο κύριος κληρονόμος ενός γέροντα διαλέγεται
με βάση τη σοφία του και τις οργανωτικές του ικανότητες: Μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε γιος,
μεγάλος ή μικρός, μιας οποιασδήποτε από τις συζύγους του αποθανόντα. Οι Λοζί δεν έχουν κλαν,
αλλά έχουν γενεαλογικά ονόματα, που μοιάζουν με τα δικά μας επώνυμα, με τη διαφορά ότι το
όνομα της γενιάς της μητέρας ή οποιουδήποτε από τους πατρικούς ή μητρικούς προγόνους μπορεί
να αναφερθεί και να κληρονομηθεί όπως και του πατέρα. [...] Οι μόνες συγγενικές ομάδες που
δημιουργούνται, στους Λοζί, είναι οι ομάδες συγκατοίκησης, δηλαδή τα χωριά. Αλλά καθώς τα
πηγαινέλα είναι πολύ συχνά, οι ομάδες αυτές συνεχώς αλλάζουν. [...] Οι οικογένειες, πολυγαμικές
ή μονογαμικές, είναι πολύ ασταθείς και τα διαζύγια συχνά. Η ιδεολογία της συγγένειας είναι να
δημιουργηθούν όσο γίνεται περισσότερα συμπεθεριά και όχι να δεθεί κανείς οριστικά με μια μόνο
οικογένεια μένοντας πάντα στο ίδιο μέρος και παντρευόμενος πολλές γυναίκες από την ίδια
οικογένεια. Για αυτό και η τιμωρία σε δύο πρώτα ή δεύτερα ξαδέλφια που παντρεύονται είναι ότι δεν
μπορούν να χωρίσουν ώς το θάνατό τους. Αντρας και γυναίκα έχουν ίδια δικαιώματα στις σοδειές
στις οποίες συμμετείχε η γυναίκα. Εάν ο σύζυγος ζει στην οικογένεια της γυναίκας του, τότε ούτε η
γη ούτε η σοδειά δεν του ανήκουν δικαιωματικά. Ο πατέρας και η μητέρα μοιράζονται το αντίτιμο
της νύφης που παίρνουν στο γάμο της κόρης τους (δύο αγελάδες στις αρχές του αιώνα). Αν δεν
έχει παιδιά, η σύζυγος κληρονομείται από τους συγγενείς της δικής της πλευράς και όχι από τους
συγγενείς του συζύγου της. Παραμένει λοιπόν πάνω απ’ όλα μέλος των οικογενειών του πατέρα και
της μητέρας της. Το αντίτιμο είναι ότι όταν πεθάνει ένας σύζυγος που έζησε στα δικά του εδάφη, η
χήρα χάνει κάθε δικαίωμα στη γη και στο σπίτι.”5 <Serge Tornay>.
4 Robin Fox, Anthropologie de la parenté. Un analyse de la consanguinité et de l’alliance. Paris, Gallimard, 1972, σελ. 135-138,
αναφέρεται από Martine Segalen, Sociologie de la famille, Paris, Armand Colin, 1981, σελ.49.
5 S.Tornay “L’étude de la parenté” από το J.Copans, S.Tornay, M.Godelier, C.Backès-Clément, L’anthropologie: science des sociétés
primitives?, εκδ. Ε.Ρ., Denoël, 1971, σελ.66.
Σε πολλές όµως κοινωνίες η γενεαλογική γραµµή δεν αναγνωρίζεται και προς τους δύο
γονείς αλλά µόνο στον έναν και για αυτό ονοµάζεται μονογραμμική. Αποµεινάρι µιας τέτοιας
αντίληψης είναι και το ότι εµείς παίρνουµε το επώνυµο του πατέρα µας, όχι της µητέρας µας. Όταν
η γενεαλογική γραµµή που αναγνωρίζεται είναι από τη µεριά του πατέρα τότε την ονοµάζουµε
πατρογραμμική, ενώ όταν είναι από την πλευρά της µητέρας τότε την ονοµάζουµε μητρογραμμική.
Στα µονογραµµικά συστήµατα οι άνθρωποι που ανήκουν σε µια γενεαλογική οµάδα ή ρίζα
ή σόι αναγνωρίζουν ότι κατάγονται όλοι από έναν κοινό πρόγονο. Για αυτό και συνήθως η ικανότητα
µνήµης των προγόνων τους είναι ιδιαίτερα αναπτυγµένη. Ο πρόγονος της γενεαλογικής οµάδας
δεν είναι αναγκαστικά κάποιο υπαρκτό πρόσωπο, µπορεί να είναι µυθικό και σε µια τοτεµική
αντίληψη µπορεί να µην είναι καν άνθρωπος. Το σηµαντικό είναι ότι όλοι όσοι ανήκουν στη
γενεαλογική ρίζα ή σόι αποτελούν πραγµατική κοινωνική οµάδα (οικονοµικά, πολιτικά,
θρησκευτικά, ...). Συνήθως, οι γενεαλογικές αυτές οµάδες εντάσσονται σε πιο ευρείες µονογραµµικές
οµάδες, που τότε τις ονοµάζουµε κλαν. Γενεαλογικές ρίζες και κλαν είναι πραγµατικές οµάδες που
είναι είτε πατρογραµµικές είτε µητρογραµµικές (πατροκλάν ή µητροκλάν).
Τα πατρογραμμικά συστήματα είναι πολύ διαδεδοµένα σε όλο τον κόσµο και φαίνεται να
επικρατούν και στην ευρωπαϊκή ιστορία. (Για τη ζάτρουγκα και άλλες παλιές αγροτικές οικογένειες
της Ευρώπης, βλέπε πιο κάτω).
Μητρογραμμική γενεαλογία
Πολύ διαδεδοµένα όµως επίσης είναι και τα μητρογραμμικά συστήματα. ΄Ενα κλασικό
παράδειγµα είναι οι Τροµπριαντέζοι, που µελέτησε ο Μαλινόφσκυ: “Απ’άκρη σε άκρη, οι πολιτικές
και τοπικές διαφοροποιήσεις διαπερνούν τα τοτεμικά κλαν, που το καθένα του κατέχει μια σειρά
από οικογενειακά τοτέμ με κύριο τοτέμ το πουλί. Τα μέλη των τεσσάρων κλαν είναι διασκορπισμένα
σε όλο το έδαφος του Μπουγιόουα [Μπουγιόουα: το µεγαλύτερο νησί των Τροµπριαντέζων].
Βρίσκονται σε κάθε μία από τις κοινότητες στα χωριά και μέχρι και μέσα σε κάθε νοικοκυριό, όπου
τουλάχιστον δύο τάξεις αντιπροσωπεύονται, αφού ο άνδρας πρέπει να ανήκει σε διαφορετικό κλαν
από τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Έως ένα ορισμένο σημείο, υπάρχει μια αλληλεγγύη μέσα στο
κλαν, μια αλληλεγγύη που βασίζεται σε ένα θολό συναίσθημα κοινής ένταξης στο τοτέμ πουλί ή
ζώο, αλλά κυρίως βασίζεται στις πολλές κοινωνικές υποχρεώσεις, όπως η εκπλήρωση ορισμένων
τελετών (όπως κηδείες), όπου μαζεύονται τα μέλη του κλαν. Όμως η πραγματική αλληλεγγύη υπάρχει
ανάμεσα στα μέλη του υπο-κλαν. Το υπο-κλαν είναι μια τοπική υποδιαίρεση του κλαν με μέλη όλους
αυτούς που αναφέρονται σε μια κοινή καταγωγή -δηλαδή μια πραγματική ταυτότητα σωματικής
ουσίας- και που επιπλέον συνδέονται με τον τόπο απ’όπου προήλθαν οι πρόγονοι. Σε αυτά τα υπο-
κλαν εφαρμόζεται η ιδέα μιας καλάς ορισμένης ιεραρχικής θέσης. Το ένα από αυτά τα τοτεμικά
κλαν, το Μαλασί, περιλαμβάνει το πιο αριστοκρατικό υπο-κλαν, το Ταμπαλού, αλλά και το πιο χαμηλό,
την τοπική ομάδα του Μαλασί στο Μπουιταλού. Ένας αρχηγός που ανήκει στο Ταμπαλού θα
αισθανθεί πολύ θιγμένος εάν κάποιος αφήσει να εννοηθεί ότι συγγενεύει με κάποιον από αυτούς
τους ψαροφάγους ενός βρώμικου χωριού, ακόμα και αν πρόκειται για έναν Μαλασί σαν τον ίδιον.
Ο γάμος δεν συνοδεύεται από σχεδόν καμία τελετή, δημόσια ή ιδιωτική. Η γυναίκα αρκείται
στο να πάει στο σπίτι του άντρα της. (...) Στον έγγαμο βίο της, η γυναίκα υποτίθεται πως μένει
πιστή, αλλά ο κανόνας αυτός δεν είναι και πολύ αυστηρός και, έτσι, δεν πολυ-ακολουθείται. Σε όλες
όμως τις άλλες περιπτώσεις, κρατάει ένα μεγάλο περιθώριο ελευθερίας, και ο σύζυγός της έχει
καθήκον να την μεταχειρίζεται όπως αρμόζει και να τη σέβεται. Εάν δεν το κάνει, η γυναίκα απλώς
τον εγκαταλείπει και γυρνάει στην οικογένειά της. Και καθώς γενικά ο σύζυγος πλήττεται οικονομικά
από την κατάσταση αυτήν, πρέπει να προσπαθήσει να την επαναφέρει -πράγμα που το κάνει με τη
βοήθεια δώρων και πειθούς. Αλλά, αν αυτή το αποφασίσει, μπορεί να τον εγκαταλείψει για τα καλά,
και μπορεί πάντα τότε να βρει κάποιον άλλον να την παντρευτεί.
Μέσα στην κοινότητα η θέση των γυναικών είναι επίσης πολύ υψηλή. ∆εν συνηθίζουν να
παίρνουν μέρος στο συμβούλιο των ανδρών, αλλά σε πολλές ευκαιρίες έχουν τις δικές τους
συγκεντρώσεις και ελέγχουν πολλά από τα πράγματα της κοινότητας. (...) Οι γυναίκες που έχουν
υψηλή κοινωνική θέση δικαιούνται τα προνόμια που συνδέονται με τη θέση τους, και οι κατώτεροι
άνδρες πρέπει να υποκύπτουν μπροστά τους και να προσέχουν όλες τις τυπικότητες και τα ταμπού
που αρμόζουν στους αρχηγούς. Μια γυναίκα που προέρχεται από τη θέση αρχηγού και που
παντρεύεται έναν κοινό άνδρα διατηρεί τη θέση της, ακόμα και απέναντι στο σύζυγό της και πρέπει
να την αντιμετωπίζουν ανάλογα.
Οι σχέσεις του πατέρα με τα παιδιά του είναι αξιοσημείωτες. Η βιολογική πατρότητα είναι
άγνωστη και κανένας δεσμός συγγένειας ή αίματος δεν υποτίθεται ότι υπάρχει ανάμεσα στον πατέρα
και στο παιδί του, εκτός από τη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στο παιδί της συζύγου και στον
σύζυγο της μητέρας. Παρόλα αυτά, ο πατέρας είναι ο πιο κοντινός και ο πιο συναισθηματικός φίλος
των παιδιών του. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, μπόρεσα να παρατηρήσω ότι όταν ένα παιδί
(γιος ή κόρη) ήταν άρρωστο ή στεναχωρημένο, όταν χρειάστηκε κάποιος να εκτεθεί σε δυσκολίες
ή σε κινδύνους για το συμφέρον του παιδιού, τότε ήταν πάντα ο πατέρας που φρόντιζε και υφίστατο
όλες τις επιπτώσεις, ποτέ ο μητρικός θείος. Η κατάσταση αυτή είναι τελείως αποδεκτή και εκφράζεται
με σαφήνεια και από τους ίδιους τους ιθαγενείς. Στα θέματα κληρονομιάς και μεταβίβασης αγαθών,
ένας άνδρας έχει πάντα την τάση να κάνει για τα παιδιά του το μέγιστο που μπορεί, δεδομένων των
Είναι δύσκολο, σε μία ή δύο φράσεις, να συμπυκνώσει κανείς το τί διακρίνει τις δύο σχέσεις,
τη σχέση ανάμεσα στο αγόρι και στο μητρικό θείο και τη σχέση ανάμεσα στο γιο και στον πατέρα.
Να, ωστόσο, εν συντομία, τί μπορούμε να πούμε: Η στενή συγγένεια που αναγνωρίζεται με το
μητρικό θείο θεωρείται σαν νομική και σύμφωνη με το έθιμο, ενώ το ενδιαφέρον και η φροντίδα που
δείχνει ένας πατέρας στο γόνο του προέρχεται από το συναίσθημα και από στενές προσωπικές
σχέσεις που τους ενώνουν. Ο πατέρας έχει φροντίσει τα παιδιά του μέχρι αυτά να μεγαλώσουν,
έχει βοηθήσει τη μητέρα στις πολλές και τρυφερές μικροφροντίδες που έχουν δεχτεί, τους έχει
στηρίξει, τους έχει εξασφαλίσει την εκπαίδευση που παίρνει κανείς βλέποντας τους μεγάλους να
δουλεύουν και παίρνοντας σιγά-σιγά μέρος σε αυτό που κάνουν. Σαν κληρονομιά, ο πατέρας δίνει
στα αγόρια και στα κορίτσια του ό,τι μπορεί, και το κάνει με τη θέλησή του και με ευχαρίστηση. Ο
μητρικός θείος δίνει, εξαναγκαζόμενος από το έθιμο, ό,τι δεν καταφέρνει να αφαιρέσει και να κρατήσει
[Η µητρογραµµική γενεαλογία δεν είναι πιο “πρωτόγονη” από την πατρογραµµική. Ίσα-
ίσα, µπορεί να είναι και πιο περίπλοκη και σύνθετη. Επιπλέον, δεν φαίνεται να υπάρχει σχέση
ανάµεσα σε υλικό ή τεχνικό “επίπεδο ανάπτυξης” και σε γενεαλογικό σύστηµα. Και, κατά τρίτον, αν
στη δική µας ιστορία φαίνεται πως πράγµατι υπήρξε µητρογραµµική γενεαλογία πριν επιβληθεί η
πατρογραµµική, αυτό δεν σηµαίνει ούτε ότι ήταν “πρόοδος” ή “ανάπτυξη” ούτε ότι είναι µια “φυσική
εξέλιξη” κάθε κοινωνίας.]
Επιπλέον, η µητρογραµµική συγγένεια συνδέθηκε µε µιαν άλλη ιδέα που είναι η υπόθεση
µιας πρωτόγονης “μητριαρχίας”, µιας κοινωνίας δηλαδή όπου την εξουσία θα την είχαν οι γυναίκες
και όχι οι άνδρες. Σηµειώνουµε ότι συµβατικά ονοµάζεται πατριαρχία µια κοινωνία όπου οι άνδρες
έχουν “την εξουσία” σε βάρος των γυναικών. Θεωρητικά μητριαρχία είναι το αντίστροφο, αλλά ως
τώρα αποτελεί απλώς υπόθεση και, για τους περισσότερους ανθρωπολόγους, µάλλον αυθαίρετη8 .
Παρά τις πάµπολες έρευνες σε πολλές κοινωνίες, και παρά τη διαπιστωµένη ποικιλία στις
σχέσεις ανάµεσα στα δύο φύλα, ωστόσο “µητριαρχία” δεν έχει πουθενά ειδωθεί. Παρόλο που δεν
υπάρχει θεωρητικός λόγος που να αποκλείει την ύπαρξη µιας τέτοιας κοινωνίας, δεν έχουµε την
εµπειρική απόδειξη ότι υπήρξε ποτέ. Αντίθετα, ξέρουµε ότι οι σχέσεις ανάµεσα στα δύο φύλα
µπορεί να ποικίλουν αρκετά, από οµάδες όπου δεν υπάρχει συστηµατική και µονόπλευρη κυριαρχία
έως οµάδες µε πολύ έντονες διαφοροποιήσεις. Αλλά, όταν οι κοινωνίες εισάγουν σχέσεις κυριαρχίας
ανάµεσα στα φύλα, µοιάζουν να έχουν µια επίµονη ροπή προς την εξουσία των ανδρών, έστω και
αν αυτή δεν είναι παντού σαφής, διακηρυγµένη ή µονοµερής (όπως µια πρόχειρη καταγραφή των
σχέσεων στη δική µας, πατριαρχική ή φαλλοκρατική, κοινωνία µπορεί να δείξει). Ακόµα και στα
6 Bronislaw Malinowski Les Argonautes du Pacifique occidental, εκδ.Gallimard 1963, σελ.127-129 και 111-112.
7 Jean-Paul Colleyn Éléments d’anthropologie sociale et culturelle, Éditions de l’Université de Bruxelles, 1988, σελ.94.
8 Καµιά φορά η λέξη (όπως το είδαµε και από το απόσπασµα του Μαλινόφσκι) χρησιµοποιείται για να περιγράψει απλώς µια
µητρογραµµική συγγένεια.
Κατοικία
Το πώς οικοδοµείται ένα νοικοκυριό, ποιοί άνθρωποι δηλαδή µένουν µαζί και πού, είναι
ένα τεράστιο ζήτηµα. Σε σχέση µε τη συγγένεια και το γάµο, υπάρχει µια ταξινόµηση (που έχει µια
σηµασία) για το πώς µετακινούνται άνδρες και γυναίκες στο γάµο τους (και άρα και πώς εντάσσονται
στις οικογένειες). Ο G.P. Murdock δίνει µια σύντοµη περιγραφή της ορολογίας:
“Εάν η παράδοση θέλει ο άντρας να εγκαταλείπει το σπίτι των γονιών του και να πηγαίνει
να ζήσει με τη γυναίκα του, είτε στους γονείς της είτε σε κάποια γειτονική κατοικία, τότε ο κανόνας
της κατοίκησης λέγεται μητροτοπικός. Εάν, αντίθετα, κανονικά η γυναίκα εγκαθίσταται στο σπίτι
των γονιών του συζύγου ή κοντά σε αυτό, τότε μιλάμε για πατροτοπική κατοίκηση (...). Μερικές
κοινωνίες αφήνουν στο παντρεμένο ζευγάρι την ελευθερία να ζήσει κοντά στους γονείς είτε του
ενός είτε του άλλου συζύγου αδιάφορα. (...) Τότε ο κανόνας κατοίκησης λέγεται διτοπικός (ή
διπλοτοπικός). Όταν ένα ζευγάρι νεόνυμφων εκλέγει την κατοικία του χωρίς να πάρει υπόψη του
την τοποθεσία της κατοικίας των πεθερών, (...) τότε μπορούμε να μιλήσουμε για νεοτοπική
κατοίκηση”9 .
[Θα µπορούσε ο αναγνώστης να προσπαθήσει να κατατάξει από την άποψη αυτήν τους
Γιακό της Νιγηρίας, τους Τροµπριαντέζους και τους Λοζί της Ζάµπιας, στηριζόµενος στις
προηγούµενες περιγραφές. Και η δική µας κοινωνία πώς να χαρακτηριστεί;]
Βέβαια, η κατάταξη αυτή είναι ένα θεωρητικό σχήµα. Στην πράξη, η συγκρότηση του
νοικοκυριού µπορεί να πάρει πολλές αποχρώσεις, συνδυασµούς και εξαιρέσεις. Αρκεί να σκεφτούµε
πώς δουλεύει στην πράξη το “νεοτοπικό” πρότυπο της δικής µας κοινωνίας: Πολύ συχνά το νεαρό
ζευγάρι µπορεί να µείνει µέσα ή και κοντά στο σπίτι των γονιών του ενός, πράγµα άλλωστε που
του επιτρέπει να λύσει µια σειρά από προβλήµατα (όπως “βοήθεια” στο µεγάλωµα των παιδιών).
Πολλές έρευνες10 έχουν δείξει ότι κάτι τέτοιο είναι πιο συχνό απ’ό,τι γενικά παραδεχόµαστε και
ότι από αυτή τη σκοπιά ίσως το πρότυπό µας να είναι περισσότερο “διτοπικό”. Αλλά ίσως, όπως
έχουν µερικοί επισηµάνει, να υπάρχει και προτίµηση προς την οικογένεια της γυναίκας, πράγµα
που σηµαίνει περισσότερο “µητροτοπικό” πρότυπο. Τέλος, ίσως να µην υπάρχει καν ενιαίο πρότυπο
ανάµεσα στην πόλη και στο χωριό ή ανάµεσα στις κοινωνικές τάξεις και ίσως αυτά που υπάρχουν
να εξελίσσονται.
9 G.P.Murdock De la structure sociale, Paris 1972, Payot, σελ.35, αναφέρεται από Jean-Paul Colleyn, op. cit., σελ.108.
10 Αναφορά σε µερικές τέτοιες έρευνες κάνει η Martine Segalen Sociologie de la famille, Armand Colin, κεφ.3.
Έτσι, η µητροτοπική κατοίκηση των Σοσόν εξηγείται από τον καταµερισµό της εργασίας
ανάµεσα στα φύλα που καθιστούσε τις γυναίκες υπεύθυνες για τις καλλιέργειες και, άρα,
εγκατεστηµένες κοντά σε αυτές. Όµως, σε οικολογικές συνθήκες που δεν επέτρεπαν µεγάλες
συγκεντρώσεις του πληθυσµού, αυτό είχε σα συνέπεια οι άντρες να αποκόβονται στην πράξη
σχεδόν οριστικά από την οµάδα καταγωγής τους. Με τη σειρά του, όµως, αυτό σηµαίνει ότι µια
πατρογραµµική γενεαλογία θα ήταν πολύ δύσκολο να κρατηθεί στην πράξη, τουλάχιστον πριν
συγκροτήσουν χωριά όπου θα µπορούσε µια πατρογραµµική οµάδα να δηµιουργεί µόνιµες σχέσεις
ανάµεσα στα µέλη της.
Αν, στις εξαιρετικές οικολογικές συνθήκες των Σοσόν, η µητροτοπική κατοίκηση δεν µπορεί
εύκολα να συνδυαστεί µε µια πατρογραµµική γενεαλογία, αυτό οφείλεται στο ότι οι δύο αυτές
αρχές οργάνωσης δεν ταιριάζουν καλά µεταξύ τους. Οι ανθρωπολόγοι λένε ότι είναι δυσαρµονικές,
ενώ, αντίθετα, θεωρούν σαν αρµονική τη συνύπαρξη µητρογραµµικής γενεαλογίας και µητροτοπικής
κατοίκησης (όπως στους Σοσόν) ή πατρογραµµικής γενεαλογίας και πατροτοπικής κατοίκησης.
Ωστόσο, οι εξαιρετικές συνθήκες των Σοσόν δεν παρατηρούνται παντού και έτσι, στην
πράξη, όλων των ειδών σχεδόν οι συνδυασµοί µπορεί να υπάρξουν, αρµονικοί ή µη αρµονικοί.
Έτσι, οι µητρογραµµικές κοινωνίες, όπως και οι διγραµµικές και οι αδιάφορες, µοιράζονται στο
σύστηµα κατοίκησης (χρησιµοποιούν µια µεγάλη ποικιλία από συστήµατα κατοίκησης)12 . Όµως,
11 Robin Fox, op. cit, σελ. 88-89, από M.Segalen, op. cit, σελ.45-46.
12-Αν και για τις µητρογραµµικές έχει υποστηριχτεί και το αντίθετο, π.χ. Λεβι-Στρως: “Ο αριθμός των μητρογραμμικών περιπτώσεων
που είναι ταυτόχρονα μητροτοπικές είναι εξαιρετικά μικρός”, Les structures élémentaires de la parenté, Mouton, Paris 1967,
σελ. 136.
Συμπεθεριό
Οι σχέσεις συγγένειας και γενεαλογίας για καιρό είχαν θεωρηθεί σαν το βασικό, σαν το
πρώτο, στοιχείο της οικογένειας. Κατά κάποιον τρόπο, τόσο ο Μόργκαν όσο και ο Ράντκλιφ-
Μπράουν, θεώρησαν τις σχέσεις συγγένειας σαν την έκφραση µιας τάσης των ανθρώπων να
οργανώνονται σε οµάδα. Το να αναγνωρίζω ποιός είναι ο συγγενής µου σηµαίνει να εντάσσοµαι
στην ίδια οµάδα µαζί του, να πλέκω δεσµούς αλληλεγγύης και κοινωνικότητας. Η αναγνώριση των
συγγενών µου είναι ο κύριος τρόπος να φτιαχτεί η κοινωνία.
Ο Λέβι-Στρώς, σε µια σηµαντική συµβολή του στη θεωρία της οικογένειας, ανέτρεψε αυτή
τη θεώρηση: Το πρώτο πράγµα, το πιο βασικό, δεν είναι να αναγνωριστεί ο συγγενής, αλλά να
αναγνωριστεί ο µη-συγγενής, ο “άλλος”, ο “ξένος”, ο “εχθρός” αυτός µε τον οποίο µπορώ να
παντρευτώ, να συµµαχήσω και να κάνω ανταλλαγές. Από τη σκοπιά αυτή, η συγγένεια και η
γενεαλογία είναι η απόρροια των συστηµάτων παντρειάς ή συµπεθεριού. Και η παντρειά βασίζεται
σε µια αρχή: Όλες οι κοινωνίες ή οµάδες είναι, σε µεγαλύτερο ή µικρότερο βαθµό, εξωγαμικές,
δηλαδή παντρεύονται µε τον “άλλον”.
[Ενδογαμία λέµε ότι υπάρχει όταν παντρευόµαστε “µεταξύ µας”. Στο επίπεδο ολόκληρης
της κοινωνίας, όλες οι κοινωνίες είναι “ενδογαµικές”. (Γιατί;). Εµείς µιλάµε για ενδογαµία όταν
υπάρχει µια κοινωνική οµάδα στο εσωτερικό της οποίας γίνονται οι γάµοι. Έτσι, χαρακτηρίζουµε
τη δική µας κοινωνία σαν “κοινωνικά ενδογαμική”, στο µέτρο που (όπως γίνεται συνήθως) οι
εργάτες παντρεύονται εργάτριες και οι αστοί αστές].
13 ”Ξέρουμε ωστόσο μια περίπτωση δυσαρμονικής πατρογραμμικής κοινωνίας όπου η συγγένεια και η κατοίκηση αποκλίνουν. Οι
Σαβάντε της Βραζιλίας είναι οργανωμένοι σε πατρογραμμικές ρίζες, αλλά η κατοίκηση είναι μητροτοπική. Τα μεγάλα κυκλικά
χωριά των Σαβάντε δεν είναι χωρισμένα σε τμήματα αντίστοιχα με κάθε ρίζα: Αντίθετα, οι άντρες μιας ίδιας ρίζας είναι
διασκορπισμένοι στους γονείς των αντίστοιχων γυναικών τους. Κατά το γάμο, οι γιοι εγκαταλείπουν το σπίτι όπου ο πατέρας
τους είχε έρθει σαν “ξένος”, ενώ οι κόρες μένουν και υποδέχονται εκεί τους συζύγους τους”, Jean-Paul Colley, op.cit., σελ. 110.
Ο Λεβι-Στρώς ξεκινάει από µια παρατήρηση, που ήταν γνωστή, αλλά που δεν είχε πάρει
µια ικανοποιητική απάντηση: Όλες οι κοινωνίες φαίνεται να επιβάλουν την απαγόρευση της
αιµοµιξίας (έστω και αν υπάρχουν διαβαθµίσεις στην αυστηρότητα του κανόνα -π.χ. ελαστικότητα
στην πλατιά αγροτική οικογένεια του Μεσαίωνα, βλ. πιο κάτω).
Η απαγόρευση της αιµοµιξίας δεν είναι κάτι που πηγάζει από τη φύση (στη φύση δεν
υπάρχει απαγόρευση της αιµοµιξίας): Άλλωστε, το ποιός είναι σύγγενής µου, µε τον οποίο
απαγορεύεται εγώ να παντρευτώ (ή και να έχω σεξουαλικές σχέσεις, πράγµα που δεν είναι πάντα
το ίδιο!), ποικίλει από κοινωνία σε κοινωνία. ∆εν είναι φυσικό χαρακτηριστικό, είναι κοινωνικό. Σε
ένα µητρογραµµικό σύστηµα, τα ξαδέλφια µου από την πλευρά του πατέρα µου, δεν είναι συγγενείς
µου. Ενώ το αντίθετο συµβαίνει στα πατρογραµµικά συστήµατα. Στα µεν εγώ επιτρέπεται (ή µπορεί
και να επιβάλλεται) να παντρεύοµαι µε την πατροπλευρική µου ξαδέλφη και να θεωρώ αδιανόητο
ένα γάµο µε τη µητροπλευρική µου ξαδέλφη (την οποία άλλωστε µπορεί να θεωρώ αδελφή µου),
ενώ στα δε συµβαίνει το αντίστροφο. Σε ορισµένα συστήµατα, όπου η σεξουαλική πράξη δεν
συνδέεται αυστηρά µε το γάµο, µπορεί να παντρευτώ ακόµα και τη βιολογική αδελφή µου (αν δεν
τη θεωρώ αδελφή µου). Σε όλες όµως τις περιπτώσεις, απαγορεύεται να παντρευτώ τους συγγενείς
µου, ενώ υποχρεώνοµαι να παντρευτώ κάποιαν από τους “άλλους”.
Στη δική µας κοινωνία έχουµε ορισµένες “αυθόρµητες” θεωρίες για να εξηγήσουµε την
απαγόρευση της αιµοµιξίας. Αυτές όµως δεν είναι ικανοποιητικές:
• Η θεωρία που λέει ότι η απαγόρευση της αιµοµιξίας είναι “φυσικός νόµος” δεν στέκει, γιατί,
όπως είπαµε, πρώτον, στη φύση δεν υπάρχει απαγόρευση αιµοµιξίας και, δεύτερον, αυτό που
πρέπει να εξηγηθεί είναι όχι η απαγόρευση ανάµεσα σε βιολογικούς συγγενείς αλλά ανάµεσα σε
κοινωνικά συγγενείς (για αυτό και η λέξη “αιµοµιξία” είναι, στην κυριολεξία της,
αποπροσανατολιστική). Και δεν είναι η “άγνοια της βιολογίας” που απαγορεύει, ακόµα και σε εµάς,
την παντρειά ανάµεσα σε µη βιολογικούς συγγενείς.
• Η θεωρία που λέει ότι η απαγόρευση της αιµοµιξίας οφείλεται σε εσωτερίκευση θρησκευτικών
ή ιδεολογικών κανόνων µόνο τµήµα του όλου θέµατος µπορεί να εξηγήσει. Γιατί, πρώτον, η θρησκεία
µπορεί να απαγορεύσει πολλά πράγµατα (π.χ. αµβλώσει ή αυτοκτονία), χωρίς όµως αυτά να
φτάνουν να έχουν τον ηθικό καταναγκασµό που φαίνεται να προκαλεί η απαγόρευση της αιµοµιξίας.
Και, δεύτερον και πιο ουσιαστικό, η θεωρία αυτή δεν εξηγεί γιατί η θρησκεία ή η ιδεολογία, µε τη
σειρά τους, να απαγορεύουν την αιµοµιξία, ιδιαίτερα που θα ήταν τότε αυτή η µόνη κοινή απαγόρευση
µεταξύ όλων των γνωστών θρησκειών.
15-Emile Durkheim, La Prohibition de l’inceste, L’Année Sociologique, vol. 1, 1898. Βλ. και κριτική του Ντυρκάιµ από τον Λεβι-Στρώς
στο Lévi-Strauss, op. cit., σελ. 23-27. Για σύντοµη παρουσίαση της συζήτησης αυτής Jacques-Dominique de Lannoy και Pierre
Feyereisen L’inceste, εκδ. PUF, Que sais-je?, Paris 1992, σελ.16-18. Στο τελευταίο βιβλίο, άλλωστε, βρίσκει κανείς µια σύντοµη
και σφαιρική παρουσίαση του θέµατος “αιµοµιξία” (ανθρωπολογικά, κοινωνιολογικά, ψυχολογικά, ψυχαναλυτικά, ηθολογικά).
Ο Λεβι-Στρώς, λοιπόν, παίρνει την παρατήρηση ότι η απαγόρευση της αιµοµιξίας υπάρχει
σε όλες τις κοινωνίες και προσθέτει:
• ∆εν είναι µια φυσική απαγόρευση (ένστικτο), είναι κοινωνική. (Άλλωστε, κάθε
κοινωνία ορίζει αλλιώς τους “συγγενείς” µου, αυτούς δηλαδή που απαγορεύεται να παντρευτώ).
• ∆εν είναι ακριβώς κοινωνικός θεσµός, αφού είναι ο µόνος θεσµός ο οποίος
παρατηρείται σε όλες τις κοινωνίες.
Άρα, πρέπει να θεωρηθεί σαν ο θεσµός που δηµιουργεί τη µετάβαση από φύση σε κοινωνία,
σαν ο θεσµός που βρίσκεται στη βάση της κοινωνικότητας, σαν ο θεσµός που δηµιουργεί τις
σχέσεις ανάµεσα στους ανθρώπους. Ο λόγος είναι ότι:
Η απαγόρευση της αιµοµιξίας είναι ο θεσµός που υποχρεώνει τους ανθρώπους να έχουν
σχέσεις µεταξύ τους, να οργανώνονται σε διαφορετικές οµάδες και να ανταλλάσουν πράγµατα
(αγαθά, κύρος, γυναίκες, παιδιά). Από τη σκοπιά αυτήν, το ζήτηµα του µε ποιόν παντρεύοµαι,
ποιός είναι ο “άλλος”, µε ποιόν υποχρεώνοµαι να έχω σχέσεις, είναι το πρώτο ζήτηµα µιας κοινωνίας.
Αυτό υποχρεώνει και την κοινωνία να καθορίσει ποιός είναι ο συγγενής µου, µε τον οποίο εποµένως
απαγορεύεται να παντρευτώ. Έτσι οι σχέσεις συγγένειας πηγάζουν από τις σχέσεις συµπεθεριού
ή συµµαχίας (µε τον “άλλον”, τον “εχθρό”). Και όλα τα φαινόµενα που είχε αντιµετωπίσει η
ανθρωπολογία σαν παράδοξα, όπως ο γάµος µε τα σταυρεξάδελφα, µπορούν να εξηγηθούν όταν
πάρουµε την κοινωνία στο σύνολό της σαν σύστηµα ή σαν δοµή σχέσεων ανάµεσα σε ανθρώπους
και οµάδες.
Έτσι, η απαγόρευση της αιµοµιξίας είναι η απαγορευτική µορφή ενός βασικού θεσµού
που στη θετική του µορφή ονοµάζεται εξωγαμία. ∆ηλαδή ότι ο γάµος γίνεται πάντα µε τους έξω,
τους άλλους. Αυτό επιτρέπει τη σύνδεση όλης της κοινωνίας µέσα από ανταλλαγές ανάµεσα στις
διάφορες οµάδες.
“Η ομάδα μέσα στην οποία ο γάμος απαγορεύεται παραπέμπει αμέσως στην έννοια μιας
άλλης ομάδας, με περισσότερο ή λιγότερο καθορισμένα χαρακτηριστικά, μέσα στην οποία ο γάμος
είναι -ανάλογα- ή απλώς δυνατός ή επιβεβλημένος. Η απαγόρευση της σεξουαλικής χρήσης της
κόρης ή της αδελφής υποχρεώνει να δοθεί για παντρειά η κόρη ή η αδελφή σε έναν άλλον άνδρα
και, ταυτόχρονα, δημιουργεί και ένα δικαίωμα επί της κόρης ή της αδελφής αυτού του άλλου άνδρα.
Έτσι, όλες οι αρνητικές εκδοχές της απαγόρευσης έχουν και τη θετική αντίστροφη όψη τους. Η
απαγόρευση ισοδυναμεί με μια υποχρέωση και η παραίτηση ανοίγει το δρόμο σε μια διεκδίκηση.
(...) Η απαγόρευση της αιμομιξίας δεν είναι μόνο μια απαγόρευση: απαγορεύει αλλά και ταυτόχρονα
επιτάσσει. Η απαγόρευση της αιμομιξίας, όπως και η εξωγαμία που είναι η διευρυμένη της κοινωνική
έκφραση, είναι ένας κανόνας αμοιβαιότητας. (...) Το θεμελιακό φαινόμενο που πηγάζει από την
απαγόρευση της αιμομιξίας είναι παντού το ίδιο: Από τη στιγμή που απαγορεύω στον εαυτό μου τη
χρήση μιας γυναίκας, η οποία έτσι γίνεται διαθέσιμη για έναν άλλον άνδρα, υπάρχει κάπου ένας
άνδρας που επίσης παραιτείται από μία γυναίκα, η οποία γίνεται έτσι διαθέσιμη για εμένα. Το
περιεχόμενο της απαγόρευσης δεν εξαντλείται στην ίδια την απαγόρευση: Αυτή επιβάλλεται μόνο
για να εγγυηθεί και να θεμελιώσει, άμεσα ή έμμεσα, μια ανταλλαγή. (...) Η απαγόρευση της αιμομιξίας
δεν είναι τόσο ένας κανόνας που απαγορεύει να παντρευτεί κάποιος μητέρα, αδελφή ή κόρη, όσο
ένας κανόνας που τον εξαναγκάζει να δώσει μητέρα, αδελφή ή κόρη στον άλλον. Είναι ο κατεξοχήν
κανόνας του δώρου, (...) είναι το αρχέτυπο όλων των εκδηλώσεων αμοιβαιότητας και προσφέρει
[Η Μάργκαρετ Μηντ διηγείται την τεράστια δυσκολία που είχε όταν θέλησε να µάθει από
τους Αραπές τί σκέφτονται για την αιµοµιξία. Ήταν ένα θέµα που τους φαινόταν τόσο παράλογο
που δεν είχαν έτοιµη απάντηση. Με τα πολλά, η εθνολόγος περιγράφει την απάντηση: “Πώς δηλαδή;
Να θελήσεις να παντρευτείς την αδελφή σου; Μα τί σε πιάνει; ∆εν θέλεις να έχεις κουνιάδο; ∆εν
καταλαβαίνεις λοιπόν πως εάν παντρευτείς την αδελφή ενός άλλου άνδρα και αν ένας άλλος άνδρας
παντρευτεί την αδελφή σου, θα έχεις τουλάχιστον δύο κουνιάδους, ενώ αν παντρευτείς τη δική σου
αδελφή δεν θα έχεις κανέναν; Και με ποιόν θα πας στο κυνήγι; Με ποιόν θα καλλιεργήσεις; Ποιόν
θα έχεις να επισκέπτεσαι;”. Και η συγγραφέας παρατηρεί: “Έτσι, η ιδέα της αιμομιξίας δεν προκαλεί
καθόλου στους Αραπές αίσθημα τρόμου και απώθησης απέναντι σε κάποιον πειρασμό που θα
Το πιο απλό στοιχειώδες σύστημα είναι οι διχοτοµικές κοινότητες. Όταν υπάρχουν δύο
συγγενικές οµάδες στην κοινωνία (είτε πατρογραµµικές είτε µητρογραµµικές), ο γάµος, που είναι
εξωγαµικός, σηµαίνει ότι πάντα ο άντρας και η γυναίκα ανήκουν στα διαφορετικά ήµισι της
κοινότητας. Αυτό σηµαίνει ότι παντρεύονται πάντα σταυρεξάδελφα: Εγώ, που είµαι άντρας,
παντρεύοµαι την πρώτη µου ξαδέλφη, που είναι διασταυρωµένη ξαδέλφη µου, ταυτόχρονα και
από την πλευρά του πατέρα µου και από την πλευρά της µητέρας µου. Γυναίκα µου είναι δηλαδή
η κόρη του αδελφού της µητέρας µου, που είναι ταυτόχρονα και κόρη της αδελφής του πατέρα
µου. Αντίθετα, οι αδελφές µου, στις οποίες περιλαµβάνονται τόσο οι βιολογικές αδελφές µου όσο
και οι παράλληλες ξαδέλφες µου, είναι γυναίκες που θα παντρευτούν µε άντρες του άλλου µισού,
δηλαδή µε τους αρσενικούς σταυρεξάδελφούς µου.
Το σύστηµα αυτό µπορεί να περιπλακεί, αν για παράδειγµα αντί για δύο οµάδες, η κοινότητα
χωρίζεται σε περισσότερες από δύο, αλλά πάντα µε πολλαπλάσια του δύο. [Π.χ. σύστηµα Kariera,
βλ. πλαίσιο]. Όταν το σύστηµα πολλαπλασιάσει τις υπο-οµάδες, το αποτέλεσµα είναι να παντρεύοµαι
µε τη δεύτερη ή την τρίτη ξαδέλφη µου, αλλά η βασική λειτουργία παραµένει η ίδια: Κάθε φορά,
εγώ παντρεύοµαι γυναίκα από µια άλλη συγκεκριµένη οµάδα και ένας άνδρας από την οµάδα
αυτή παντρεύεται µια γυναίκα από τη δική µου οµάδα. Για το λόγο αυτόν, το σύστηµα αυτό
ονοµάστηκε και σύστηµα περιορισµένων ανταλλαγών. Ο Λεβι-Στρώς θεωρεί ότι οι δύο οµάδες
ανταλλάσσουν γυναίκες. Οι δύο οµάδες µπορούν να θεωρηθούν σαν “δότες” και ταυτόχρονα σαν
“λήπτες” γυναικών:
Ένα πιο περίπλοκο σύστηµα είναι αυτό που ονοµάστηκε γενικευμένων ανταλλαγών.
Στο σύστηµα αυτό, εγώ που είµαι άντρας παντρεύοµαι τη διασταυρωµένη ξαδέλφη µου από την
πλευρά της µητέρας µου και όχι από του πατέρα µου (µητροπλευρική σταυρεξάδελφή µου: κόρη
του αδελφού της µητέρας µου), ενώ η αδελφή µου δεν παντρεύεται µε τον µητροπλευρικό
Οι γυναίκες κυκλοφορούν προς τη φορά που γράψαµε. Αν εγώ ανήκω στους Β, τότε η
αδελφή µου παντρεύεται µε κάποιον από την οµάδα Γ. Η αδελφή του Γ κάποιον από την οµάδα ∆
κ.ο.κ. Ενώ εγώ παίρνω τη γυναίκα µου από την οµάδα Α. Για να λειτουργήσει το σύστηµα, πρέπει
ο κύκλος να κλείσει, δηλαδή οι άνδρες Α να παντρευτούν γυναίκες από τους Ν.
Εδώ δεν υπάρχει άµεση αµοιβαιότητα στην ανταλλαγή. Ο Λεβι-Στρως λέει πως
διαφοροποιούνται οι δότες και οι λήπτες γυναικών. Αλλά ο κύκλος κλείνει τελικά, πράγµα που
κάνει όλη µαζί την κοινότητα αλληλέγγυα. Η γενικευµένη ανταλλαγή µπορεί να παρουσιάσει
πρόβληµα, αν διαµορφωθούν υπό-κύκλοι που να περιορίζουν τις ανταλλαγές γυναικών (κάτι σαν
κάστες).
[Πολλές φεµινίστριες, αλλά και κοινωνιολόγοι, έχουν ασκήσει µια κριτική στη “θέση του
Λεβι-Στρως ότι οι γυναίκες είναι ‘αγαθά’ που ανταλλάσονται από τους άνδρες. Σύμφωνα με τη θέση
αυτή, στην ανθρώπινη κοινωνία οι άνδρες ανταλλάσσουν γυναίκες και όχι το αντίθετο.” Όµως, “τις
ομάδες που ανταλλάσουν γυναίκες δεν αποτελούν μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες”. “Στις
μητρογραμμικές και στις αμφίπλευρες κοινωνίες, για παράδειγμα, είναι σαφές ότι και τα δύο φύλα
συμμετέχουν στη μεταβίβαση των δικαιωμάτων πάνω στις γυναίκες. Έτσι η θέση του Λεβι-Στρως
κατά την οποία μόνο οι άνδρες είναι ‘δότες γυναικών’ διαψεύδεται.” ‘Αλλωστε, “αντικείμενο
ανταλλαγών μεταξύ δύο φατριακών ή φυλετικών ομαδώσεων δεν αποτελούν τα δικαιώματα πάνω
στις γυναίκες μόνο, αλλά και τα δικαιώματα πάνω στους άνδρες”. Εποµένως, “κάποιος
εθνοκεντρισμός διαποτίζει ακόμα τις θεωρίες του Λεβι-Στρως ιδιαίτερα όταν αυτός αντιμετωπίζει τις
αρχαϊκές κοινωνίες έχοντας ως πρότυπο τη βασισμένη στην ανδρική κυριαρχία γαλλική κοινωνία”19
<Andrée Michel>.
[Άλλη κριτική είναι ότι αγνοείται η υπόλοιπη κοινωνία (οικονοµία, κλπ.). Π.χ. Μ. Γκοντελιέ:
“Προκειμένου να διαδραματίσει κυρίαρχο κοινωνικό ρόλο ένας θεσμός (για παράδειγμα οι σχέσεις
συγγένειας) δεν αρκεί να συνεπάγεται πολλές λειτουργίες (...). Πρέπει επιπλέον αυτές οι σχέσεις
συγγένειας (ή όποιες άλλες κοινωνικές σχέσεις) να λειτουργούν ως σχέσεις παραγωγής, να ρυθμίζουν
19-Andrée Michel Κοινωνιολογία της οικογένειας και του γάμου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1985, σελ.68, 69, 70.
Με “ορολογία της συγγένειας” εννοούµε τις λέξεις που χρησιµοποιούν οι άνθρωποι σε µια
κοινωνία για να κατονοµάσουν ή να αποκαλέσουν τους διάφορους συγγενείς του. Για τον
ανθρωπολόγο, είναι ένας πρώτος βολικός τρόπος για να πλησιάσει το οικογενειακό σύστηµα που
επικρατεί στη συγκεκριµένη κοινωνία. Άλλωστε, η µελέτη της οικογένειας ξεκίνησε, όπως είδαµε,
από την εντύπωση που έκανε η χρήση µιας ορολογίας που έµοιαζε να “αγνοεί” τις “πραγµατικές”
συγγένειες και να συγχέει “διαφορετικούς” συγγενείς, όπως στο ταξινοµικό σύστηµα, όπου
εντάσσονται στην ίδια κατηγορία άνθρωποι που, σε εµάς, µοιάζουν να είναι “διαφορετικοί” συγγενείς,
π.χ. η µητέρα και η αδελφή της ή τα αδέλφια και τα ξαδέλφια.
Όµως, αυτό που διαπιστώσαµε είναι ότι αυτές οι κατηγορίες δεν είναι καθόλου προφανείς,
δεν είναι “φυσικές”, εξαρτώνται από το οικογενειακό σύστηµα που επικρατεί. Αν πάρουµε µια
κατηγορία που για εµάς είναι “προφανής”, όπως π.χ. θείος, τότε µια µικρή ανάλυση εύκολα µπορεί
να δείξει ότι αυτή κρύβει τουλάχιστον τέσσερεις διαφορετικές σχέσεις (αδελφός του πατέρα, αδελφός
της µητέρας, άνδρας της αδελφής του πατέρα, άνδρας της αδελφής της µητέρας -και ας αφήσουµε
στην άκρη τους πιο “µακρινούς”). Στις περισσότερες κοινωνίες, αυτή η κατηγορία, “θείος”21 , δεν
υπάρχει και είδαµε το λόγο, ότι π.χ. στις µονογραµµικές γενεαλογίες οι αδελφές του πατέρα ή οι
αδελφοί της µητέρας (ανάλογα) ανήκουν σε “άλλη οικογένεια” ή “κλαν”. Άλλωστε, και στη δική µας
αδιάφορη γενεαλογία, παρόλο που δεν έχουµε διαφορετικούς όρους, µπορεί να χωρίσουµε τους
“θείους” σε “εξαίµατος” και σε “εξαγγιστείας”. Πράγµα που, βέβαια, δεν ταιριάζει ούτε µε το χωρισµό
της µητρογραµµικής ούτε µε το χωρισµό της πατρογραµµικής οικογένειας.
Ακόµα και πιο “απτές” συγγένειες, όπως “αδελφός”, “πατέρας”, “µητέρα”, “παιδί”, µπορεί
επίσης να µην διαθέτουν λέξεις για να ειπωθούν ή να αναφέρονται µε λέξεις που σηµαίνουν
περισσότερα ή λιγότερα. Έτσι, πολύ συχνά “µητέρα” είναι µια σειρά από γυναίκες της γενιάς της
µητέρας µου (π.χ. οι αδελφές της ή οι γυναίκες των αδελφών του πατέρα µου) και όχι µόνο η
βιολογική µου µητέρα. Το ίδιο συµβαίνει και µε τον “πατέρα”. Και µπορεί οι λέξεις που διαθέτω να
χωρίζουν τον κόσµο αρκετά διαφορετικά απ’ό,τι θα φανταζόµασταν εµείς: Π.χ. οι Νιούπ της Νιγηρίας
διαθέτουν µία λέξη “πατέρας”, µε την οποία ονοµάζουν τον πατέρα τους και τους µεγάλους του
αδελφούς, και µία άλλη λέξη, κάτι σαν “µικρός πατέρας”, για να ονοµάσουν τους µικρούς του
αδελφούς22 . ∆ηλαδή δεν διαθέτουν µία λέξη για να κατονοµάσουν τους αδελφούς του πατέρα
χωρίς αυτή να περιλαµβάνει και τον ίδιο τον πατέρα ούτε διαθέτουν λέξη που να τους περιλαµβάνει
όλους µαζί. Κάτι αντίστοιχο όµως συµβαίνει και µε µας όταν χρησιµοποιούµε µια λέξη όπως “θείος”,
η οποία είναι πολύ περιορισµένη -αφού σε αυτήν δεν περιλαµβάνονται όλοι οι άνδρες της γενιάς
20- Maurice Godelier “Modes de production, rapports de parenté et structures démographiques, La Pensée, ∆εκ.1973, σελ. 21,
αναφέρεται από την Andrée Michel, op. cit., σελ. 71.
21-Για την κατηγορία “θείος” βλ. και παράδειγµα για τους Αραπάχο στο κεφάλαιο για τη γλώσσα.
22-S.F.Nadel Byzance noire, le royaume des Nupe du Nigéria, εκδ. Fr.Maspero, 1971, σελ.68-69.
Αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβληµα της κοινωνιολογίας: τί είναι οι διάφορες “κατηγορίες”
µε τις οποίες µια κοινωνία λειτουργεί; Όµως, ενώ συνήθως δεν διαθέτουµε καµία ανεξάρτητη από
την ίδια την κοινωνία βάση για να ξεκινήσουµε (π.χ. έννοιες όπως “µαθητής” και “καθηγητής”,
“εργάτης”, “ξένος”, “εγκληµατίας”, κλπ.), η συγγένεια µας προσφέρει την εξαιρετική κατάσταση να
µπορούµε να περιγράψουµε τις συγγενικές σχέσεις στη βιολογική τους έκδοση (όπως π.χ. το
κάναµε στον πίνακα Ι.1) και να δούµε πώς οι κοινωνίες επεξεργάζονται αυτό το ανεξάρτητο βιολογικό
υλικό. Και ταυτόχρονα αυτή η εισαγωγή µας δείχνει ότι, παρά την ύπαρξη µιας “αντικειµενικής”
“βιολογικής” βάσης για τη συγγένεια, οι κοινωνίες οργανώνουν κοινωνικές σχέσεις (συγγενικές)
που δεν είναι απλή “ταξινόµησή” των βιολογικών σχέσεων: είναι µια καινούργια, κοινωνική
κατασκευή, που απλώς γίνεται πάνω σε ένα φυσικό υλικό, όπως ακριβώς γίνονται γενικά οι
κοινωνικές κατασκευές ακόµα και χωρίς φυσικό υλικό -οι “Έλληνες” δεν ξεχωρίζουν “φυσικά” από
τους “Αλβανούς” ούτε οι “εργάτες” από τους “αστούς”- [Βλ. κεφάλαια για ρόλους, απόκλιση, πίστεις,
γλώσσα].
Ο μητρικός θείος
Παρόλο που θεωρητικά οι κατηγοριοποιήσεις που µπορούν να γίνουν στη συγγένεια είναι
πάρα πολλές, ωστόσο µερικές µόνο τις έχουµε δει στην πράξη. Για παράδειγµα, έχουµε δει τη
µητέρα να ενοποιείται σε µία ενιαία κατηγορία µε τις αδελφές της ή µε τις αδελφές του άντρα της.
Ωστόσο, τον πατέρα δεν τον έχουµε δει να ενοποιείται µε τον αδελφό της µητέρας. ∆ηλαδή, κατά
κάποιον τρόπο, οι κοινωνίες αρνούνται να δηµιουργήσουν µια κοινωνική κατηγορία όπου να εντάξουν
από κοινού τον πατέρα και τον αδελφό της µητέρας (μητρικός θείος). Επιπλέον, σχεδόν σε όλες
τις κοινωνίες που µελέτησαν οι ανθρωπολόγοι, οι σχέσεις µε τον αδελφό της µητέρας είναι
σηµαντικές: Αλλού είναι σχέσεις άνετες, αλλού αυστηρές (όπως στους Τροµπριαντέζους, βλ. πιο
πάνω), αλλά σχεδόν παντού έχουν µια ιδιαίτερη σηµασία (και πολύ συχνά πατέρας και µητρικός
θείος, όχι µόνο δεν µπορούν να συγχωνευτούν, αλλά και παίζουν αντίστροφους ρόλους απέναντί
µου: π.χ. όταν ο ένας είναι ευχάριστος ο άλλος είναι αυστηρός).
Γιατί άραγε συµβαίνουν αυτά; Γιατί ειδικά ο µητρικός θείος να έχει τόση σηµασία και γιατί
ποτέ να µην µπορεί να συγχωνευτεί µε τον πατέρα; Από τη σκοπιά της δικής µας κοινωνίας, ο
µητρικός θείος δεν φαίνεται καταρχήν να έχει κάποια προνοµιακή θέση. (Όµως, και στη δική µας
κοινωνία συµβαίνει (ή συνέβαινε) ο αδελφός να υπευθυνοποιείται για την αδελφή του, µέχρι αυτή
Συµπερασµατικά µπορούµε να πούµε, εποµένως, ότι η οικογένεια δεν είναι τα άτοµα που
την αποτελούν, αλλά και οι σχέσεις που έχει µε τους “άλλους”. Αυτό είναι που επιτρέπει και στους
συζύγους, όταν ανήκουν -µέσω της παντρειάς ακριβώς- στην ίδια οικογένεια, να µην αιµοµικτούν.
Αλλά η σχέση µε τους “άλλους” είναι το πώς δένονται οι οικογένειες µεταξύ τους. ∆ηλαδή, αν
θέλαµε να εντοπίσουµε τον πυρήνα της οικογένειας, δεν θα µπορούσαµε να τον βρούµε απλώς
στο ζευγάρι µε τα παιδιά του, γιατί δε θα είχαµε αυτές τις συνδέσεις23 . Ακόµα µπορούµε να
πούµε ότι οι κοινωνικές κατασκευές, π.χ. η “απαγόρευση της αιµοµιξίας”, έτσι όπως
χρησιµοποιούνται από τις κοινωνίες που τις κάνουν, επιβεβαιώνουν αυτό που είπαµε στο
προηγούµενο κεφάλαιο, ότι δηλαδή δεν είναι “φυσικές” κατηγορίες, αλλά ακριβώς κοινωνικές.
Συστήματα στάσεων
Η οικογένεια είναι όχι µόνο το “οργανόγραµµά” της, αλλά και το πώς αισθάνονται οι
άνθρωποι, πώς σκέφτονται, πώς συµπεριφέρονται απέναντι στον κάθε συγγενή τους. Είναι λοιπόν
και “στάσεις”. Ας πάρουµε τρεις χαρακτηριστικούς τύπους στάσεων στην πρόσφατη ιστορία µας:
23 Καταλαβαίνουµε έτσι καλύτερα γιατί ο Λεβι-Στρώς θεωρεί σαν βασική οικογενειακή µονάδα όχι το ζεύγος µε τα παιδιά του, αλλά την
τετράδα: Εγώ-µητέρα-πατέρας-αδελφός της µητέρας. Βλ. “L’analyse structurale en linguistique et en anthropologie” in
Anthropologie structurale εκδ. Plon, σελ. 43-69. Αντίθετη είναι η πιο παραδοσιακή άποψη του A.R.Radcliffe-Brown “The Study
of Kinship Systems” Journal of the Royal Anthropology Institute, vol.71, 1941: “Η δομική μονάδα από την οποία κατασκευάζεται
μια συγγενική σχέση είναι η ομάδα που αποκαλώ ‘στοιχειώδη οικογένεια’ και που αποτελείται από έναν άνδρα και τη γυναίκα του
και το ή τα παιδιά τους”, αναφέρεται από τον Lévi-Strauss, op. cit., σελ.67.
α) Παιδιά
“Έχασα δύο ή τρία παιδιά σε ηλικία θηλασμού, όχι χωρίς λύπη”, γράφει ο Montaigne24 . Η
πραγµατικότητα αυτή της παλιάς κοινωνίας, µεγάλη βρεφική θνησιµότητα, είναι γνωστή. Όµως, η
φράση του Μοντέν αφήνει να φανεί κάτι περισσότερο: Είναι άραγε λογοτεχνικό ύφος το ότι δεν
θυµάται πόσα ακριβώς παιδιά έχασε; Ο Φιλίπ Αριές, στις κλασικές πλέον αναλύσεις του, έδειξε ότι
αυτή είναι η κανονική στάση της εποχής απέναντι στα παιδιά.
Παρότι κλασικές, και γενικά αποδεκτές από την ιστορική επιστήµη, οι αναλύσεις τους
Αριές εξακολουθούν να συναντούν µια τεράστια δυσπιστία: Είναι δυνατόν οι γονείς (ιδιαίτερα µια
µητέρα) να µην αγαπούν τα παιδιά τους; Από τη δική µας σκοπιά, θεωρούµε τόσο “φυσική” τη
“µητρική αγάπη” που µας είναι αρκετά δύσκολο να καταλάβουµε τη στάση της παλιάς κοινωνίας
απέναντι στα παιδιά ή έχουµε αυθόρµητα την τάση να βλέπουµε τους γονείς της εποχής κάπως
σαν τέρατα της φύσης. Ακόµα περισσότερο που το σηµερινό ζευγάρι θα κάνει τα πάντα για το
βλαστάρι του (οικονοµικά και συναισθηµατικά).
Ας αφήσουµε τον ίδιο τον Αριές να µας το εξηγήσει: “Υποστήριξα ότι η παλιά παραδοσιακή
κοινωνία αντιλαμβανόταν άσχημα το παιδί και ακόμα περισσότερο τον έφηβο. Η διάρκεια της
παιδικότητας ήταν μειωμένη στην πιο εύθραυστή της περίοδο, όσο ο ανθρωπάκος δεν μπορεί να
επιζήσει μόνος του. Το παιδί, μόλις κατάφερνε να τα βγάζει πέρα μόνο του, ανακατευόταν όσο πιο
γρήγορα γινόταν με τους ενήλικους, συμμετείχε στις δουλειές τους και στα παιχνίδια τους. Από
πολύ μικρό παιδί γινόταν αμέσως ένας νεαρός άνδρας, χωρίς να περάσει από τα στάδια νεότητας
που ίσως υπήρχαν πριν από το Μεσαίωνα και που αποτελούν ουσιαστικές πλευρές των εξελιγμένων
κοινωνιών σήμερα. (...) Η παλιά αυτή οικογένεια είχε σαν πολύ αισθητή αποστολή να διατηρήσει τα
αγαθά, την κοινή πρακτική ενός επαγγέλματος, την καθημερινή αλληλοβοήθεια μέσα σε έναν κόσμο
όπου ένας απομονωμένος άνδρας και ακόμα περισσότερο μια απομονωμένη γυναίκα δεν μπορούσαν
να επιζήσουν και, σε περίπτωση κρίσης, να προστατεύσει την τιμή και τη ζωή. ∆εν είχε
συναισθηματική λειτουργία. (...) Οι συναισθηματικές ανταλλαγές και οι κοινωνικές επικοινωνίες
εξασφαλίζονταν έξω από την οικογένεια, από ένα πολύ πυκνό και πολύ ζεστό “χώρο”, που τον
αποτελούσαν γείτονες, φίλοι, αφεντικά και υπηρέτες, παιδιά και γέροι, γυναίκες και άνδρες, (...), σε
μια έντονη ροπή των παραδοσιακών κοινοτήτων προς συναντήσεις, παρέες, γιορτές”25 .
24-Montaigne Essais, II, 8, αναφέρεται από τον Philippe Ariès L’enfant et la vie familiale sous l’Ancien Régime, Éditions du Seuil,
Η αδιαφορία για τα πολύ µικρά παιδιά έχει κάποια σχέση µε τη βρεφική και την παιδική
θνησιμότητα. ∆ηλαδή µπορούµε να φανταστούµε ότι η πολύ µεγάλη βρεφική θνησιµότητα έκανε
τους γονείς να βλέπουν τα πολύ µικρά παιδιά τους σαν “αναλώσιµα είδη” και να τους
συµπεριφέρονται ανάλογα. Ωστόσο, το εντυπωσιακό είναι ότι η σχέση αυτή µοιάζει ιστορικά να
είναι και αντίστροφη: Η µαζική πτώση της βρεφικής και παιδικής θνησιµότητας παρατηρείται κυρίως
κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, δηλαδή µετά την ανάπτυξη της νέας αντίληψης για τα παιδιά. Πράγµα
που σηµαίνει ότι η µεγάλη βρεφική θνησιµότητα δεν µπορεί να εξηγήσει, ή δεν µπορεί να εξηγήσει
πλήρως, την αντίληψη για τα παιδιά, ενώ αντίθετα φαίνεται πως η µεγάλη παιδική θνησιµότητα
πηγάζει εν µέρει από τη στάση απέναντι στα παιδιά. Πράγµα που επιβεβαιώνεται και από το
γεγονός ότι οι γνώσεις για τις συνθήκες περίθαλψης και υγιεινής των παιδιών άργησαν να
υιοθετηθούν από τους γονείς. “Εάν τα μικρά πέθαιναν, (...) αυτό πήγαζε και από συνθήκες στις
οποίες οι γονείς μπορούσαν να ασκήσουν σημαντική επιρροή: Καθεστώς θηλασμού, τρόπος
περάσματος από το γάλα στις άλλες τροφές, καθαριότητα των σεντονιών και γενική υγιεινή που
περιέβαλε το παιδί -για να μην μιλήσουμε για λιγότερο απτούς παράγοντες, όπως το να σφίγγει
κανείς το μικράκι στην αγγαλιά του, να του μιλάει, να του τραγουδάει, να του δίνει την αίσθηση ότι
αγαπιέται και ότι ζει σε έναν μικρό σίγουρο και σταθερό κόσμο. Όμως, από το 18ο αιώνα, οι γονείς
αρχίζουν να ξέρουν, έστω και στο περίπου, ότι δεν είναι σωστό να αφήνεις ένα νεογέννητο με τα
απορρίμματά του ή, αντί για γάλα, να δίνεις βραστό νερό σε ένα μωρό δύο μηνών. Την εποχή
εκείνη, υπήρχε πλέον σε όλη την Ευρώπη ένα πολυπληθές ιατρικό προσωπικό, έτσι που οι μητέρες
που ενδιαφέρονταν να μην δυσκολεύονται να πληροφορηθούν. Αλλά, ακριβώς, οι μητέρες αυτές
δεν ενδιαφέρονταν, και νά γιατί τα μωρά τους εξαφανίζονταν σε αυτή τη σφαγή των αθώων που
ήταν η παραδοσιακή εκπαίδευση των παιδιών”27 <Edward Shorter>.
Στο ίδιο συµπέρασµα οδηγείται και ο Αριές που βλέπει το αίσθηµα της παιδικότητας να
εµφανίζεται στις ανώτερες τάξεις πολύ πριν την αλλαγή στις δηµογραφικές συνθήκες. “∆εν πρέπει
να μας παραξενεύει η αδιαφορία αυτή [για τα πολύ μικρά παιδιά], που μοιάζει φυσική στις
δημογραφικές συνθήκες της εποχής. Αντίθετα, πρέπει να μας εντυπωσιάζει η πρωιμότητα του
αισθήματος της παιδικότητας, τη στιγμή που οι δημογραφικές συνθήκες της ήταν ακόμα πολύ λίγο
ευνοϊκές”, δηλαδή κατά τον 16ο και 17ο αιώνα28 .
[Η φαινοµενική αντίθεση ανάµεσα στους δύο συγγραφείς προέρχεται από το ότι ο Αριές
µιλάει για “ανώτερες τάξεις”, στις οποίες και εντοπίζει την εµφάνιση του συναισθήµατος της
παιδικότητας γύρω στον 17ο αιώνα. Ο Σόρτερ, που ερευνά τις πλατιές µάζες, τις βλέπει να αποκτούν
τέτοιο συναίσθηµα δύο αιώνες αργότερα].
∆εν φαίνεται, εποµένως, να είναι οι δηµογραφικές συνθήκες, από µόνες τους τουλάχιστον,
που εξηγούν τη στάση της παλιάς κοινωνίας απέναντι στα παιδιά. Μάλλον συµβαίνει το αντίστροφο,
πράγµα που, µε τη σειρά του, σηµαίνει ότι πρέπει να εξηγηθεί γιατί εµφανίστηκε η νέα αυτή αντίληψη
για τα παιδιά. [Στοιχεία µιας απάντησης στις θεωρίες για τη σύγχρονη οικογένεια και στο κεφ. για
Πράξη και Ουτοπία].
Οι σχέσεις ανάµεσα στους συζύγους29 επίσης µοιάζουν τελείως διαφορετικές από τις
σχέσεις µέσα στα δικά µας ζευγάρια. Το κύριο στοιχείο φαίνεται να είναι η έλλειψη (ή η µη
προτεραιότητα) της αγάπης, του έρωτα, του συναισθήµατος ανάµεσα σε συζύγους. Αντίθετα, δίνεται
βάρος στην παντρειά για λόγους που έχουν σχέση µε την οργάνωση της παραγωγής και τη
διατήρηση της περιουσίας.
“Ο γάμος στα λαϊκά στρώματα κατά τους περασμένους αιώνες δεν διαπνέεται γενικά από
συναίσθημα. Η συνοχή του στηρίζεται σε υπολογισμούς ιδιοκτησίας και συγγένειας. Οι διευθετήσεις
που έκανε η οικογένεια για να οργανώσει τη ζωή της άμβλυνε την ψυχρότητα αυτήν περιορίζοντας
29 Για µια σύγκριση µε το τί συµβαίνει σε άλλες, “πρωτόγονες”, κοινωνίες, βλ. και το πλαίσιο “Ανδρικοί και γυναικείοι ρόλοι” στο κεφ.
για ρόλους και θέσεις, όπου σύντοµα η Μ.Μηντ περιγράφει τρεις διαφορετικές κοινωνίες.
Η συναισθηµατική αυτή αδιαφορία στο ζευγάρι επιβεβαιώνεται αρνητικά από αυτό που ο
Σόρτερ ονοµάζει πρώτη σεξουαλική επανάσταση ή ερωτική ή ροµαντική περιπέτεια ή εισαγωγή
του ειδυλλίου στις σχέσεις του ζευγαριού. Είναι µια ριζική αλλαγή στις σχέσεις ανδρών και γυναικών
που ξεκινάει από τα κατώτερα στρώµατα στα τέλη του 18ου αιώνα και έχει διάφορες πλευρές από
τις οποίες οι πιο σηµαντικές είναι: “Κλίση”, “αίσθημα” και τελικά “έρωτας” σαν κριτήριο επιλογής
συζύγου έναντι του γάµου συµφερόντων (που ωστόσο φαίνεται πως για καιρό συνέχισε να αποτελεί
κύριο µοντέλο στα πολύ ανώτερα στρώµατα). Μετάθεση του βάρους στη σεξουαλικότητα και στην
ατοµική απόλαυση (ακόµα και για τη γυναίκα) έναντι της σεξουαλικότητας για αναπαραγωγή.
- Στους Ναγιάρ της Ινδίας “δεν υπήρχε μόνιμος δεσμός ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα.
Οι γυναίκες τυπικά παντρεύονταν, αλλά είχαν όσους ερωμένους ήθελαν”31 . Σε άλλες κοινωνίες
(π.χ. Εσκιµώοι) η σεξουαλικότητα ρυθµίζεται κοινωνικά πέρα από το ζευγάρι: ο φιλοξενούµενος
έχει σεξουαλικές σχέσεις µε την οικοδέσποινά του.
γ) Το κλειστό νοικοκυριό
Οι σχέσεις και οι στάσεις στο εσωτερικό της οικογένειας, µέσα στο χώρο του νοικοκυριού,
των ανθρώπων που ζουν στο ίδιο σπίτι, είναι η µια πλευρά, ίσως και η λιγότερο σηµαντική. Ο
τρόπος µε τον οποίο συνδέεται η οικογένεια µε τον περίγυρό της είναι η άλλη πλευρά. Οι µικρές
οικογένειες της παραδοσιακής Ευρώπης, που τυπικά µοιάζουν µε τη δική µας οικογένεια (πυρηνική:
γονείς και τα ανύπαντρα παιδιά τους) δεν έχουν περίπου τίποτα το κοινό µε τη δική µας οικογένεια.
Όχι µόνο γιατί οι σχέσεις στο εσωτερικό τους (παιδιά και γονείς, άνδρας και γυναίκα) διαφέρουν,
αλλά γιατί κυρίως η παλιά οικογένεια περιστοιχίζεται στην καθηµερινή της ύπαρξη από θείους,
θείες, παππούδες, γιαγιάδες, γειτόνους, οµάδες νέων, οµάδες ανδρών, οµάδες γυναικών, που
εµείς δεν γνωρίζουµε.
[Σαριβαρί: “Πρόκειται μια δημόσια οργάνωση μεγάλης φασαρίας που έχει σα στόχο να
ταπεινώσει τους αποκλίνοντες στα μάτια της κοινότητας. Πότε μερικά άτομα με μάσκες εμφανίζονται
τη νύχτα και τριγυρίζουν το σπίτι κάποιου αποκλίνοντα βγάζοντας κραυγές, χτυπώντας κατσαρόλες
και σφυρίζοντας μέσα από κέρατα ταύρου (που νοίκιαζαν ειδικά για την περίσταση από το χασάπη
της περιοχής). Πότε, ο ίδιος ο παραβάτης εξαναγκαζόταν να παρελάσει στους δρόμους πάνω, π.χ.,
σε ένα γαϊδούρι, ή φορώντας μια επιγραφή όπου απαριθμούνταν τα λάθη του. Πότε η νεολαία
αναλάμβανε την οργάνωση της φασαρίας, πότε οι χωρικοί όλων των ηλικιών και των δύο φύλων
ανακατεύονταν μαζί. Όλες οι εκδοχές είναι δυνατές”33 . Αντικείµενο µιας τέτοιας τιµωρίας γίνονταν
πολλοί παραβάτες της ηθικής τάξης της κοινότητας, ιδιαίτερα σε σχέση µε αυτό που σήµερα θα
ονοµαζόταν “ιδιωτική ζωή”: Οι παντρεµµένοι άντρες που άφηναν έγκυο µια ανύπαντρη, καµιά
φορά και η ίδια η κοπέλα -αλλά όχι και οι άνδρες που απατούσαν τη γυναίκα τους µε άλλη
παντρεµµένη-, οι “κερατωµένοι” άντρες, οι κοπέλες που προτιµούσαν τους γέρους και πλούσιους,
όπως και οι χήροι που παντρεύονταν νεαρές κοπέλες, οι οικογενειάρχες που δεν µοίραζαν δώρα
τις γιορτές (ιδιαίτερα του καρναβαλιού), οι άνδρες που έκαναν γυναικείες δουλειές, οι άνδρες που
άφηναν τις γυναίκες τους να τους χτυπήσουν και, σε ορισµένα µέρη -Αγγλία 18ος αιώνας- και οι
άνδρες που χτυπούσαν τις γυναίκες τους.]
Αυτό που µπορεί να χαρακτηριστεί σαν έλλειψη έντονων συναισθηµάτων ανάµεσα στους
συζύγους και ανάµεσα στους γονείς (µητέρα) και στα παιδιά τους πρέπει να ειδωθεί µέσα στο
πλαίσιο πολύ ισχυρών δεσµών και συναισθηµάτων που διαχέονται σε όλη την κοινότητα, σε
συγγενείς και φίλους. Αν εγώ, που είµαι ένα παιδί σε µια τέτοια οικογένεια, δεν γνωρίζω την
αποκλειστικότητα της µητρικής αγάπης (που θα θριαµβεύσει στον 20ο αιώνα), αυτό συνδέεται µε
το ότι εγώ µεγαλώνω γνωρίζοντας µια σειρά συναισθηµατικών δεσιµάτων µε τους θείους και τις
θείες, µε τους γειτόνους, καθώς και µε τους οµοίους µου (φίλους της περιοχής µε τους οποίους
συνεχώς κάνω παρέα). ∆εν περνάω τις ώρες µου κλεισµένος στο σπίτι µου µε τους γονείς µου,
ούτε αυτοί είναι οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για το µεγάλωµά µου. Άλλωστε, µόλις γίνω 7-10 χρονών,
ενηλικιώνοµαι και είµαι ένας ανύπαντρος ενήλικος, που πάω να δουλέψω µόνος µου και περνάω
τις ώρες µου µε τους φίλους µου.
[Το πόσο ανοιχτή είναι η παραδοσιακή οικογένεια το βλέπει κανείς και στην αρχιτεκτονική
των σπιτιών: Το χωλ-σαλόνι είναι µια πολύ πρόσφατη εφεύρεση. Ο διάδροµος µε ανεξάρτητα
υπνοδωµάτια επίσης ήταν σπάνιος, γιατί, όταν υπήρχαν “υπνοδωµάτια”, αυτά ήταν κατά παράταξη.
Αλλά η διαµόρφωση του χώρου µπορεί να κατανοηθεί αν καταλάβει κανείς ότι το “σπίτι” είναι
απλώς ένα καταφύγιο για ύπνο και φαγητό.]
[Για την πραγµατικότητα της παλιάς κοινωνίας (έλλειψη ιδιωτικότητας και γεροί δεσµοί µε
την κοινότητα), βλ. και κεφάλαιο για Πράξη και Ουτοπία, π.χ. το απόσπασµα του Tönnies “Κοινότητα
και κοινωνία”].
Φαίνεται πως η παλιά αγροτική οικογένεια της Ευρώπης γνώρισε µεγάλη ποικιλία µορφών,
ανάλογα µε την περιοχή. Αυτές θα µπορούσαν να καταταγούν σε τρεις κατηγορίες:
! Μικρά νοικοκυριά, κάτι σαν τη δική µας πυρηνική οικογένεια. Η µικρή οικογένεια είχε θεωρηθεί
ότι αποτελεί εύρηµα της βιοµηχανικής κοινωνίας, σε αντιπαράθεση µε την πλατιά οικογένεια που
υποτίθεται ότι χαρακτήριζε την παραδοσιακή κοινωνία. Οι ιστορικοί όµως διέψευσαν αυτό το σχήµα:
∆ιαπίστωσαν ότι µικρές οικογένειες αποτελούσαν το νοικοκυριό σε πολλές περιοχές της Ευρώπης
από το Μεσαίωνα! (Αυτό ήταν που έκανε µερικούς να θεωρήσουν, λαθεµένα, την πυρηνική
οικογένεια σαν καθολικό τύπο!).
Η σύγχρονη οικογένεια
Οι τρεις πλευρές (µητρική αγάπη για το παιδί, το ερωτικό ειδύλλιο για την επιλογή του(της)
συζύγου και η αποµόνωση του νοικοκυριού από την κοινότητα) είναι τα στοιχεία που φτιάχνουν τη
σύγχρονη οικογένεια. ∆ύο ερωτήµατα τίθενται: Γιατί εµφανίζεται η οικογένεια αυτή και προς τα
πού πάει;
Η θεωρία του Τάλκοτ Πάρσονς για τη σύγχρονη οικογένεια στηρίζεται στα γενικότερα
λειτουργιστικά a priori: Η οικογένεια αυτή εκπληρώνει ανάγκες της σηµερινής κοινωνίας και παίρνει
µια εσωτερική δοµή που της εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή λειτουργία.
“Από τις επαγγελματικές θέσεις των μελών της οικογένειας, αν υπάρχουν πάνω από μία, η
κατά πολύ πιο σημαντική είναι η θέση του συζύγου και πατέρα, όχι μόνο επειδή είναι συνήθως η
κύρια πηγή του οικογενειακού εισοδήματος, αλλά και επειδή είναι η πιο σημαντική βάση για τη θέση
της οικογένειας στην κοινότητα γενικά. Το να είναι κυρίως αυτός που κερδίζει το ψωμί της οικογένειάς
του αποτελεί τον κύριο ρόλο του κανονικού ενήλικα στην κοινωνία μας. Η άλλη πλευρά αυτού του
∆ηλαδή η λειτουργικότητα δεν αφορά µόνο τη συµβολή της οικογένειας στη γενικότερη
κοινωνία, αλλά και τη δοµή της ίδιας της οικογένειας, το πώς αυτή λειτουργεί. Έτσι, εξειδίκευση
υπάρχει και στο εσωτερικό της οικογένειας, ανάµεσα στους ρόλους του πατέρα και της µητέρας. Ο
Πάρσονς ονοµάζει εργαλειακό (ή εκτελεστικό -instrumental) το ρόλο του άνδρα, ο οποίος είναι
κυρίως προσανατολισµένος στην επίτευξη αποτελεσµάτων έξω από την οικογένεια και για χάρη
της, ενώ ονοµάζει εκφραστικό το ρόλο της γυναίκας που προσανατολίζεται στη συναισθηµατική
κάλυψη της οικογένειας.
[Το σχήµα αυτό φαίνεται ότι το δανείστηκε ο Πάρσονς από τις έρευνες στις µικρές οµάδες,
ιδιαίτερα στα πολεµικά αεροπλάνα του δεύτερου Παγκοσµίου Πολέµου, που είχαν δείξει ότι
λειτουργούν καλύτερα όταν διαθέτουν δύο ηγεσίες, δύο άτοµα µε κεντρικό ρόλο, έναν αρχηγό, που
παίρνει τις αποφάσεις, και έναν άλλο που προσδίδει µια συναισθηµατική ενότητα -αίσθηµα
αλληλεγγύης- σε όλη την οµάδα39 ].
Οι δύο αυτές πλευρές εξάλλου συνδέονται: Η ριζική “απομόνωση της συζυγικής οικογένειας”
από τις άλλες συγγενικές σχέσεις αποτελεί τον τρόπο “για να απελευθερωθούν οι συναισθηματικές
38-Talcott Parsons “The Kinship System of the Contemporary United States”, in Essays in Sociological Theory, The Free Press, 1964,
σελ. 191.
39-Louis Roussel La famille incertaine εκδ. Odile Jacob, 1989.
[Η τελευταία αυτή πλευρά ή λειτουργία της οικογένειας ονοµάστηκε από µερικούς “οικογένεια
νοσοκομείο”, µε την έννοια ότι αυτή αναλαµβάνει να επιδιορθώσει τις βλάβες που προκαλεί στο
άτοµο η οικονοµική (και κοινωνική) του απασχόληση].
Η θεωρία αυτή του Πάρσονς επικρίθηκε γρήγορα από πολύ κόσµο και σήµερα ίσως κανείς
να µην θεωρείται οπαδός της. Ωστόσο, η περιγραφή που κάνει ορισµένων πλευρών της οικογένειας
παραµένει σωστή:
- Κλείσιµο της οικογένειας, στο ζεύγος µε τα παιδιά.
- ∆ιατύπωση µιας “νοσοκοµειακής” ανάγκης για την εργατική δύναµη.
- Επιρροή της οικογένειας στην κοινωνικοποίηση του παιδιού.
Το βασικό πρόβληµα είναι κατά πόσο η οικογένεια είναι “λειτουργική”: Μόλις τα έγραψε
αυτά ο Πάρσονς (δεκαετία του ΄50 και του ΄60), η οικογένεια βάλθηκε να τον διαψεύσει.
Οι επικριτές του Πάρσονς κατέρριψαν περίπου όλες τις διαπιστώσεις στις οποίες αυτός
στηριζόταν:
• Η αποκοπή της συζυγικής οικογένειας από τους γονείς και πεθερούς δεν είναι τόσο ριζική όσο
την παρουσίασε, τόσο σαν σχέσεις όσο και σαν συνεχή στήριξη.
• Η οικογένεια καταγωγής συνεχίζει και παίζει τεράστιο ρόλο στην απόκτηση θέσης (νεποτισµός)
αντίθετα από τις διακηρύξεις (για ορθολογικότητα, επιτεύγµατα ή “αξιοκρατία”).
• Η διαφοροποίηση των ρόλων ανάµεσα σε άνδρα και γυναίκα δεν είναι τόσο απλή (γνώρισε
αρκετές µεταλλαγές) ούτε τόσο “λειτουργική” (εκφράζει σχέσεις εξουσίας ανάµεσα στα φύλα
και όχι απλώς συµπληρωµατικότητας).
• Η µονογαµική σύνθεση άλλαξε τύπο και ορισµένοι θα τον ορίσουν σαν “σειριακή µονογαµία”.
Η “διάλυση της οικογένειας” έπαψε να είναι κάτι το καταστροφικό για τα άτοµα. Τα αυξανόµενα
διαζύγια (και χωρισµοί των ανύπαντρων ζευγαριών), πολλαπλασιάζονται, αλλά ταυτόχρονα
πολλαπλασιάζονται και οι γάµοι των “διαζευµένων” και “χωρισµένων”.
• Η θεσµική κατοχύρωση του ζευγαριού (γάµος) σχετικοποιείται και τα µη παντρεµµένα -
τουλάχιστον για ένα διάστηµα- ζευγάρια πολλαπλασιάζονται.
• Ο “εκφραστικός” ρόλος της συζύγου τορπιλίζεται από τη συµµετοχή της στην παραγωγή. (Για
πρώτη φορά στην ιστορία της κοινωνίας µας, η µαζική εµφάνιση ανεργίας µετά το 1974 δεν
συνοδεύτηκε από µαζική απόσυρση των γυναικών από την παραγωγή, παρά τις πραγµατικές
πιέσεις για το αντίθετο).
• Τα παιδιά όλο και λιγότερο “κοινωνικοποιούνται” µέσα σε µια παρσονική οικογένεια. Ήδη στις
Ηνωµένες Πολιτείες, η σχεδόν πλειοψηφία των παιδιών µεγαλώνει σε οικογένειες όπου δεν
υπάρχουν οι δύο βιολογικοί τους γονείς (για οποιονδήποτε λόγο, χωρισµό, θάνατο, υιοθεσία,
νέα παντρειά,...)41 . Και η τάση φαίνεται και στην Ευρώπη να είναι η ίδια.
40-T.Parsons, op. cit., σελ. 192, 187, 188, 192 και 187.
41-Anthony Giddens Sociology. A brief but critical introduction, εκδ. Macmillan 1986, σελ.131-134.
Είδαµε (στα περί ορολογίας) ότι η οικογένεια προσφέρει την εξαιρετική περίπτωση
κοινωνικών σχέσεων που, επειδή υποτίθεται πως πηγάζουν ή συσχετίζονται µε τις βιολογικές
σχέσεις, µπορούν να περιγραφούν και ανεξάρτητα από τις κοινωνικές κατηγορίες. Είδαµε ωστόσο
ότι, και σε αυτή την περίπτωση, οι κοινωνικές κατηγορίες (πατέρας, θείος, αδελφός, κλπ.) µικρή
µόνο και µακρινή σχέση έχουν µε τις βιολογικές σχέσεις και, πάντως, δεν εξηγούνται από αυτές.
Γενικότερα, οι κατηγοριοποιήσεις που κάνουµε µέσα στην κοινωνία (“εργάτης”, “Έλληνας”, κλπ.)
δεν έχουν ούτε καν µια παρόµοια (έστω και µακρινή) σχέση µε κάποια “φύση” και πρέπει να
εξηγηθούν κοινωνικά. Αυτό είναι και το πρώτο ουσιαστικό συµπέρασµα: όσο “φυσική” και να φαίνεται
η κοινωνία µας, δεν είναι. Είναι πάντα κατασκευασµένη από τους ανθρώπους.
Όµως, πριν φτάσουµε σε τέτοιου είδους αναλύσεις, υπάρχει ένα τρίτο συµπέρασµα σε
σχέση µε την ιδιαίτερη “φύση” της κοινωνίας. Οι κατηγοριοποιήσεις που φτιάχνουµε δεν είναι απλώς
αφηρηµένα συστήµατα όρων, είναι πάνω απ’όλα σχέσεις ανάµεσα σε ανθρώπους (π.χ. σχέσεις
ανάµεσα σε γυναίκες και άνδρες, σχέσεις µε τα παιδιά, κλπ.) και έχουν τη δική τους λογική.
Εποµένως, το τί πιστεύει µια κοινωνία δεν είναι απλώς “ιδέες” (σωστές ή λαθεµένες), γιατί έχουν
πραγµατικές επιπτώσεις µέσα στην κοινωνία (αν θεωρώ τη σταυρεξάδελφή µου “ξένη”, τότε την
παντρεύοµαι). Ο λόγος είναι ότι οι συµπεριφορές που έχουµε εξαρτώνται από τις “ιδέες” µας
(κατηγορίες). Αλλά, και µε τη σειρά τους, αυτές οι συµπεριφορές επιβεβαιώνουν τις ιδέες µας
(αφού την παντρεύοµαι, δεν είναι συγγενής µου).
Για να συλλάβουµε εποµένως την ιδιαιτερότητα της κοινωνικής οργάνωσης, της κοινωνίας
σαν τέτοιας, πρέπει να αναρωτηθούµε κάπως πιο συστηµατικά για το τί είναι αυτές οι “κατηγορίες”
που κάνει µια κοινωνία και πώς λειτουργούν µέσα σε αυτήν. Πριν ασχοληθούµε ειδικά µε τις “ιδέες”
(τις πίστεις µας), ας θέσουµε το ερώτηµα: πώς διεξάγεται η κοινωνική δραστηριότητα (“δράση”)
µεταξύ των ανθρώπων (“διάδραση”);
" Γενική εισαγωγή στις σχέσεις συγγένειας κάνουν πάντα όλα τα εγχειρίδια κοινωνικής ανθρωπολογίας. Μια πιο κοινωνιολογική
εισαγωγή µπορεί να βρει ο αναγνώστης στο Andrιe Michel Κοινωνιολογία της οικογένειας και του γάμου, εκδ. Gutenberg, 1985, στο
οποίο ο αναγνώστης θα βρει και µια σχετική ελληνική βιβλιογραφία που επιµελήθηκε η Λουκία Μουσούρου.
" Για τα συστήµατα γενεαλογίας και κατοίκησης το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς είναι να διαβάσει εθνολογικές µονογραφίες,
όπου θα καταλάβει τη σχετικότητα των “συγγενών”. Μονογραφίες τέτοιες υπάρχουν πολλές. Ας αναφέρουµε µόνο το έργο του Μαλινόφσκυ
“Οι Αργοναύτες του ∆υτικού Ειρηνικού” ή και το κλασικό έργο του Μόργκαν “Η αρχαϊκή κοινωνία”, στα οποία αναφερθήκαµε στο
κείµενο.
" Για τα συστήµατα παντρειάς παραπέµπουµε στο έργο του Λεβι-Στρώς “Οι στοιχειώδεις δοµές της συγγένειας”, στο οποίο
άλλωστε και βασίσαµε την παρουσίαση του θέµατος.
" Για την εξέλιξη της οικογένειας στην πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία, υπάρχουν τα κλασικά έργα του Φ.Αριές “Το παιδί και η
οικογενειακή ζωή στο παλαιό καθεστώς” και του Εντ.Σόρτερ “Η γέννηση της σύγχρονης οικογένειας”. Το πρώτο επικεντρώνεται
περισσότερο στην εµφάνιση της παιδικότητας ενώ το δεύτερο περισσότερο στην ανάδυση του ροµαντικού ειδυλλίου στο ζευγάρι. Και τα
δύο θέτουν ζητήµατα που ξεπερνούν τα στενά όρια της οικογένειας και τα συστήνουµε µε ιδιαίτερη θέρµη.
" Ιδιαίτερα για τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, παραπέµπουµε στις κλασικές εργασίες της Μάργκαρετ Μηντ (όπως για την
εφηβεία στους Σαµόα), κυρίως στο βιβλίο της “Άνδρας και γυναίκα”. Επίσης το “Φεµινισµός και ανθρωπολογία” της Έβλυν Ρηντ, που
έχει το πρόσθετο ενδιαφέρον µιας µαρξίστριας που αµφισβητεί τις συνήθεις (µεταξύ ανθρωπολόγων) απόψεις για τη “µητριαρχία”.
Ειδικά για τη σεξουαλικότητα, πέρα από τη Μ.Μηντ, µπορούµε να συστήσουµε και το βιβλίο του Μαλινόφσκυ για τη “Σεξουαλική ζωή
των αγρίων”.
Πλαίσια:
Σϋστηµα Kariera ........................................................................................................................... 20
Πώς γεννιούνται τα παιδιά; ............................................................................................................ 26
Γάµος και αυτοκτονία .................................................................................................................... 31
Σχήµατα:
Η ορολογία της συγγένειας ........................................................................................................... 3
Πατρογραµµική και µητρογραµµική γενεαλογία ............................................................................ 6
Συγγενείς πατρογραµµικά και µητρογραµµικά .............................................................................. 8
Στοιχειώδες απλό σύστηµα γάµου ................................................................................................ 16
Γάµος µε µητροπλευρική σταυρεξάδελφη ..................................................................................... 18
Γάµος µε πατροπλευρική σταυρεξάδελφη ..................................................................................... 19