Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 10

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

Θ.Ε. : ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ


Ακαδημαϊκό έτος ( 2009 – 2010 )

ΕΛΠ 10

ΘΕΜΑ B΄ ΓΡΑΠΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

«… Θεώ.
μάθε, κύρι πάτερ, ότι ιδού εσυφώνησα μετά του Θεοδοσίου του
νομίσματος κάδους νζ΄. Εάν θέλης, δος αυτού το θέλεις. Και ποίησον τα
σύφωνά σου μετ’ αυτού, ίνα κηδεύει τον οίνον. Και βλέπε περί του όνου,
ότι τα υποκάτω του ποδίου αυτού πονεί. Φέρε τον [ιατρόν] και ποίει
αυτό …».

Με βάση το κείμενο που σας δίνεται παραπάνω (ιδιωτική επιστολή του


ύστερου 4ου ή των αρχών του 5ου μ.Χ. αι.) σ’ ένα δοκίμιο 7-8 σελίδων σας
ζητούνται τα ακόλουθα: α) Ποια γλωσσική κατάσταση αποτυπώνεται στο
παραπάνω κείμενο και τι οδήγησε σε αυτή; β) Να καταθέσετε επιχειρήματα
υπέρ της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας.

Παρατήρηση: Θα τεκμηριώσετε τις απαντήσεις και των δύο ερωτημάτων με


συγκεκριμένα παραδείγματα από το κείμενο.

1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή: Σελίδα 3.

Ενότητα Πρώτη – Πρώιμη Περίοδος της Μεσαιωνικής Κοινής (Ιστορικές καταβολές


και χαρακτηριστικά γνωρίσματα): Σελίδες 4, 5, 6.

Ενότητα Δεύτερη – Η συνέχεια της Ελληνικής Γλώσσας μέσα στον χρόνο: Σελίδες 7,
8.

Επίλογος – Συμπεράσματα: Σελίδα 9.

Βιβλιογραφία: Σελίδα 10.

2
Εισαγωγή

Δεν είναι καθόλου άξιο απορίας πως η φράση “έρως ανίκατε μάχαν” ( μερικά
από τα γνωστότερα λόγια από τον χορό της Αντιγόνης του Σοφοκλή- 442 π.Χ ),
μπορεί πολύ εύκολα να γίνει κατανοητή στις μέρες μας ακόμα και από ένα
μαθητή της ελληνικής γλώσσας των πρώτων τάξεων του δημοτικού. Η αρχαία
ρήση αποδιδόμενη σε αττική σύνταξη “ τα παιδεία παίζει”, που γίνεται άμεσα
αντιληπτή ακόμα και από ένα νήπιο, είναι ένα ακόμα από τα πάρα πολλά
παραδείγματα που καταδεικνύουν την ιστορική συνέχεια της ελληνικής
γλώσσας. Ιστορικοί και αρχαιολόγοι υπολογίζουν ότι τα πρώτα ελληνικά φύλα
εμφανίζονται στον ελλαδικό χώρο κατά τον 19ο αιώνα π.Χ 1 ενώ τα πρώτα
γραπτά τεκμήρια που καθορίζουν την μεταφορά του έναρθρου ελληνικού λόγου
από προφορικό σε γραπτό, χρονολογούνται το 15ο αιώνα π.Χ. Η ελληνική γλώσσα
καθώς προχωρά μέσα στον χρόνο, δέχεται μεταβολές που απορρέουν από τις
κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις των διαφόρων περιόδων της ιστορίας και την
αναγκάζουν να μεταλλαχθεί και να προχωρήσει, σύμφωνα πάντα με τις επιταγές
της κοινωνίας, χωρίς ποτέ να πάψει να δεικνύει την καταγωγή της. Μέσα από
μία εξελικτική διαδικασία τρεισήμισι χιλιάδων και πλέον χρόνων, η ελληνική
γλώσσα παρέμεινε ζωντανή αφομοιώνοντας καινούργιες λέξεις, έννοιες και
εκφράσεις ώστε να παραδοθεί στους σημερινούς χρήστες της ως ένα εργαλείο
επικοινωνίας γραπτού και προφορικού λόγου, που είναι προϊόν μιας εξελικτικής
διαδικασίας δομικών και φωνολογικών μεταβολών που βασίζονται στην αρχαία
ελληνική.
Η εργασία χωρίζεται σε δύο ενότητες. Στην πρώτη γίνεται μία ιστορική και
γλωσσολογική αναδρομή της περιόδου καθώς και κατηγοριοποίηση του
δοθέντος κειμένου με βάση τα γλωσσολογικά στοιχεία που εκφράζονται. Στη
δεύτερη ενότητα γίνεται ιστορική αναδρομή της γλωσσολογικής διαδρομής της
ελληνικής γλώσσας, μέσα από δάνειες λέξεις του κείμενου, που υποστηρίζει την
συνέχεια της. Στην εργασία ως υποστηρικτικές πηγές χρησιμοποιήθηκε το βιβλίο
του ΕΑΠ ‘Η Έννοια του Πολιτισμού-Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού, το βιβλίο
του Γ. Μπαμπινιώτη, συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, το βιβλίο του
ROBERT BROWNING, H Ελληνική Γλώσσα Μεσαιωνική και Νέα, το βιβλίο του
Μ.Ζ. Κοπιδάκη, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, το λεξικό του Γεωργίου Κ.
Παπανδρεοπούλου, Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας καθώς και το διαδίκτυο.

1
Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ, Σμπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τ. Α΄,
Η Έννοια του Πολιτισμού, Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού,ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 247

3
Ενότητα Πρώτη
Πρώιμη Περίοδος της Μεσαιωνικής Ελληνικής ( Ιστορικές καταβολές
και χαρακτηριστικά γνωρίσματα)

Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας χωρίζεται χρονικά σε περιόδους. Με βάση αυτό


τον διαχωρισμό η ελληνική γλώσσα διακρίνεται στην Μυκηναϊκή (15ος π.Χ-13ος π.Χ),
στην αρχαία ελληνική (8ος π.Χ-3ος π.Χ), στην Αλεξανδρινή κοινή (3ος π.Χ-4ος μ.Χ),
στη Βυζαντινή (5ος μ.Χ-11ος μ.Χ), στην πρώιμη Νεοελληνική(12ος μ.Χ- 18ος μ.Χ) και
στην σύγχρονη Νεοελληνική(19ος μ.Χ-σήμερα)2. Κάθε χρονική περίοδος που
αντικατοπτρίζει και ένα από τους παραπάνω τύπους γλωσσικής κατάστασης, διέπεται
και από σημαντικά ιστορικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά γεγονότα που
επηρέασαν την κοινωνία της εποχής και είχαν ως συνεπακόλουθο την δομική και
φωνολογική μεταβολή της γλώσσας.
Το κείμενο που είναι ιδιωτική επιστολή, κατατάσσεται χρονικά στο τέλος του 4 ου
μ.Χ ή στις αρχές του 5ου μ.Χ και ανήκει στην πρώιμη περίοδο των Βυζαντινών
ελληνικών (4ος μ.Χ-11ος μ.Χ)3,4 . Σε αυτό το σημείο οφείλεται να παρατηρηθεί ότι
σύμφωνα με μελέτες διάφορων ιστορικών και γλωσσολόγων, τα χρονικά όρια της
πρώιμης Βυζαντινής περιόδου ξεκινούν από τον 6ο αιώνα μ.Χ 5, 6. Αντιθέτως, όλοι οι
μελετητές τείνουν να συμφωνούν ότι η πρώιμη βυζαντινή περίοδος, αν και νεότερη
από την αρχαία, είναι σχετικά στείρα από πηγές που δηλώνουν την γλωσσική
κατάσταση της.7 Σημαντικά όμως είναι τα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα την
περίοδο αυτή. Στον πολιτικό και οικονομικό τομέα έχουμε την μεταφορά της
πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Στον
θρησκευτικό τομέα ο Χριστιανισμός είναι η επίσημη θρησκεία που επιφέρει
σαρωτικές αλλαγές στις συνήθειες και στο τρόπο σκέψης των πιστών. Στην κρατική
διοίκηση η επίσημη γλώσσα παραμένει η Λατινική(από τον 2ος π.Χ όπου υποτάχτηκε
η Ελλάδα στους Ρωμαίους μέχρι τα τέλη του 6 ου μ.Χ), ενώ η ελληνιστική κοινή
ομιλείται από όλους τους κατοίκους της ανατολικής αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα
δάνειες λατινικές λέξεις, έννοιες και όροι να παρεισφρέουν στο καθημερινό
λεξιλόγιο. Στον γραπτό και προφορικό λόγο συνεχίζεται η γλωσσική διμορφία
μεταξύ της Αττικής διαλέκτου και της δημώδους κοινής8. Ειδικότερα οι
Αλεξανδρινοί λόγιοι έθεσαν τον Αττικισμό στα γράμματα και συνεπικουρούμενοι
αυτούς, οι τρείς Ιεράρχες της Εκκλησίας Βασίλειος, Γρηγόριος και Ιωάννης, που
έλαβαν ελληνική μόρφωση, επέβαλαν τον Αττικισμό ως γλώσσα εξουσίας της
Εκκλησίας9.
Ενώ στον επίσημο γραπτό λόγο ο Αττικισμός είναι πλέον καθεστώς, ο προφορικός
χαράζει τον δικό του δρόμο, ξεφεύγοντας από τις κλασικές νοηματικές, φωνολογικές
και συντακτικές νόρμες του αρχαιοελληνισμού. Η τάση για απλούστευση της
γλώσσας που βρήκε έδαφος στα Αλεξανδρινά χρόνια της κοινής, συνεχίζεται.
2
Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ, Σμπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τ. Α΄,
Η Έννοια του Πολιτισμού, Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού,ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 257
3
Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ, Σμπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τ. Α΄,
Η Έννοια του Πολιτισμού, Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού,ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 290
4
http://www.ime.gr/chronos/08/gr/pl/index.html
5
Robert Browning, H Ελληνική Γλώσσα Μεσαιωνική Και Νέα, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1991, σελ
73
6
Γ. Μπαμπινιώτης, συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1986,σελ 148
7
Γ. Μπαμπινιώτης, συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1986,σελ 150
8
Γ. Μπαμπινιώτης, συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1986,σελ 147
9
Μ.Ζ. Κοπιδάκης, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα
2000,σελ 140

4
Στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου, που χρονολογείται και το κείμενο, παρατηρείται
μία διοικητική διγλωσσία με παράλληλη χρήση λατινικών και ελληνικών. Ακόμα και
όταν ο Ηράκλειτος στα μέσα του 6ου μ.Χ ορίσει την Ελληνική ως επίσημη γλώσσα
της Βυζαντινή Αυτοκρατορίας, στο αυλικό τελετουργικό, στην νομοθεσία, στην
δημόσια διοίκηση, στη στρατιωτική ορολογία και στην οικονομία (νομίσματα, μέτρα
και σταθμά) η λατινική γλώσσα κυριαρχεί .10 Ήδη από τα χρόνια της Αλεξανδρινής
κοινής ο προφορικός λόγος έχει δεχθεί επιρροές από την λατινική γλώσσα. Στην
πρώιμη Βυζαντινή περίοδο όμως και λόγω του ότι η Λατινική είναι η επίσημη
γλώσσα του κράτους, λατινικές λέξεις που αφορούν στην δημόσια διοίκηση και
αυτοκρατορική εθιμοτυπία εισέρχονται στο προφορικό και γραπτό λόγο ( π.χ. τίτλος,
ρήγας, πρίγκιψ, κόμης, μάγιστρος, δομέστικος, παλάτι, βούλα, κάστρο, βίγλα κ.ά.).
Το Ιουλιανό ημερολόγιο εισέρχεται στην ζωή των βυζαντινών όπως και οι ονομασίες
του(π.χ. Ιανουάριος, Μάρτιος, Ιούλιος, καλαντάρι, κάλαντα κτλ.). Νέα τοπωνύμια
που έχουν λατινική ρίζα όπως φόρος, δηλαδή αγορά (λατ. Forum) εισέρχονται.
Επίσης Εκκλησιαστικοί και μοναστηριακοί όροι όπως ράσο, τιτουλάριος, φαιλόνιον,
κελί, πορτάρης. Δάνειες λατινικές λέξεις αφομοιώνονται και στην καθημερινή ζωή
όπως μόδιος (λατ. modius), πόρτα (λατ. Porta), κάμπος (λατ. Campus), φούρνος (λατ.
Furnus), φάβα (λατ. Faba), σκάλα (λατ. Scala) κ.ά. Πολλές παραγωγικές καταλήξεις
που έχουν επίσης λατινική ρίζα εισέρχονται όπως –άτος (-atus) π.χ. πιπεράτος, -άριος
(-arius) π.χ βιβλιοθηκάριος, -άλιος (-alis) oφφικιάλιος, -ούρα (-ura) π.χ κλεισούρα
κ.ά11.
Η ελληνική κοινή στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια διαφοροποιείται φωνολογικά και
μορφολογικά. Κατά την περίοδο αυτή ολοκληρώνεται και η μορφή των φωνηέντων
και συμφώνων που απαρτίζουν το φωνολογικό σύστημα το οποίο απλοποιείται σε ένα
τριγωνικό φωνηεντικό σύστημα με πέντε φωνήεντα το οποίο παραμένει ως τις μέρες
μας.12 Συγκεκριμένα με περαιτέρω προσθίωση του ü συντελείται ο ιωτακισμός του,13
που σημαίνει ότι ο φθόγγος υ και οι ταυτίζονται και προσφωνούνται ι. Ο ιωτακισμός
του ü δίνει τέλος σε ένα χρόνιο πρόβλημα που προκαλούσε σύγχυση στην γραφή των
δύο γραφημάτων όταν έπρεπε να μεταφερθεί από το προφορικό στο γραπτό λόγο
(π.χ. ποίλη=πύλη, υκία=οικία ). Αργότερα συντελείται και η συνίζηση του ι και ε με
το επόμενο φωνήεν. (π.χ καρδία>καρδιά, μηλέα>μηλιά, φωλέα>φωλεά>φωλιά). Στο
πνεύμα της απλοποίησης της γλώσσας που κυριαρχεί, πολλά συμφωνικά
συμπλέγματα και διπλά σύμφωνα εξαλείφονται. (π.χ. πενθερός>πεθθερός>πεθερός,
ομφαλός>οφφαλός> αφαλός, κ.ά). Στις μορφολογικές αλλαγές παρατηρούνται:
• η σταδιακή εξάλειψη της δοτικής πτώσης στις αντωνυμίες αρχικά και
αργότερα στα ουσιαστικά, από την αιτιατική και την γενική14.(π.χ.
γράφομαί σε)
• εμφανίζονται νέοι τύποι αντωνυμιών (π.χ. εμείς>εμάς>μας)
• χάνεται σταδιακά η χρονική αύξηση των ρημάτων (ώκησαν >οίκησαν)
• η ευκτική φωνή εγκαταλείπεται και η συζυγία των εις-μι
• εμφανίζονται νέοι περιφραστικοί τύποι των ρημάτων

10
Μ.Ζ. Κοπιδάκης, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο,
Αθήνα 2000,σελ 128
11
Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ, Σμπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τ.
Α΄, Η Έννοια του Πολιτισμού, Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού,ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 291
12
Robert Browning, H Ελληνική Γλώσσα Μεσαιωνική Και Νέα, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1991, σελ
80
13
Γ. Μπαμπινιώτης, συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1986,σελ 155
14
Γ. Μπαμπινιώτης, συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1986,σελ 160

5

στο συντακτικό παρατηρούνται παρατακτικές προτάσεις και χρήση νέων
μορίων: ας, να, με.
Ανατρέχοντας στο κείμενο που παρατίθεται και έχοντας λάβει υπόψη τα
μορφολογικά και φωνολογικά χαρακτηριστικά της πρώιμης βυζαντινής περιόδου
βρίσκουμε στο κείμενο λέξεις-κλειδιά που μας βοηθούν να το κατατάξουμε σε αυτή.
Αναλυτικότερα παρατηρούμε την προσφώνηση Θεώ και το όνομα Θεοδόσιος. Ο
Θεοδόσιος είναι χριστιανικό όνομα οπότε το κείμενο κατηγοριοποιείται στην
βυζαντινή περίοδο που ο Χριστιανισμός είναι επίσημη θρησκεία. Η προσφώνηση
πάτερ αντί του αρχαίου πατήρ ενισχύουν την βυζαντινή περίοδο. Το ρήμα
εσυφώνησα που έχει χρονική αύξηση της βυζαντινής περιόδου, αντί του αρχαίου
συνεφώνησα. Κατά τον ίδιο τρόπο τα ρήματα θέλης> αρχ. εθέλης και θέλεις> αρχ.
εθέλεις. Ο υποθετικός σύνδεσμος εάν ανήκει στην βυζαντινή περίοδο αντί του
αρχαίου εί.15 Σε όλο το κείμενο παρατηρείται απουσία της δοτικής πτώσης και της
ευκτικής έγκλισης, δύο από τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πρώιμης
περιόδου ενώ γίνεται εκτεταμένη χρήση παρατακτικών εκφράσεων. Το κείμενο, που
είναι γραμμένο σε δημώδη γλώσσα και όχι σε αττικιστική λόγια, συνεχίζει τον
απλουστευμένο λόγο της Αλεξανδρινής κοινής ενσωματώνοντας νέα φωνολογικά και
συντακτικά στοιχεία που επιβάλει η τάση για απλοποίηση της.

Ενότητα Δεύτερη
15
Γεωργίου Κ. Παπανδρεοπούλου, Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Ε.Ρώσση, Αθήνα 1994

6
Η Συνέχεια της Ελληνικής Γλώσσας Μέσα στο Χρόνο

Μία απλή ανάγνωση του κειμένου από άτομο που έχει λάβει νεοελληνική παιδεία,
του γεννά οικία συναισθήματα στο μεγαλύτερο μέρος του. Αυτό είναι ευλόγως
επόμενο αφού αρκετές λέξεις παραμένουν ίδιες με τις αρχαιοελληνικές χωρίς να είναι
επιστημονική ορολογία (η οποία παραμένει καθολικά ελληνική στις περισσότερες
γλώσσες), ενώ άλλες με μία μικρή παράφραση εύκολα γίνονται κατανοητές στην νέα
ελληνική. Φυσικά οι εγκλίσεις και οι πτώσεις των ονομάτων έχουν παρεκκλίνει ή
εξαλειφτεί σήμερα, απόδειξη της εξέλιξης της γλώσσας. Με αυτό τον τρόπο στο
κείμενο διαβάζουμε τις κοινές αρχαίες με τα νέα ελληνικά λέξεις και ρήματα: μάθε,
νομίσματος, θέλεις, βλέπε, υποκάτω, πονεί. Αντιστοίχως υπάρχουν και λέξεις του
κείμενου που ανήκουν στην Αλεξανδρινή κοινή και που αν τροποποιηθούν ελάχιστα
ως προς την γραμματική τους ή την ορθογραφία τους, τότε και μπορούν να γίνουν
καταληπτές και από τους αρχαίους αλλά και από τους νεοέλληνες χρήστες. Ένα
τέτοιο παράδειγμα είναι το σύνθετο ρήμα του αορίστου χρόνου εσυφώνησα. Στην
νεοελληνική είναι συμφώνησα με την προσθήκη του έρρινου γράμματος μ, ενώ στην
αρχαία συνεφώνησα. Το ίδιο συμβαίνει με την λέξη πάτερ του κειμένου. Για τον
νεοέλληνα δεν είναι άγνωστη λέξη καθώς χρησιμοποιείται εκτενέστατα από τον
Εκκλησιαστικό λόγο, ούτε απέχει παρασάγγας από το αρχαίο πατήρ. Στο ίδιο
παράδειγμα υπακούει και η προσφώνηση κύρι του κειμένου. Η λέξη του κειμένου
κηδεύει γίνεται κατανοητή σε όλους αλλά στην νέα ελληνική έχει διαφορετική
σημασία από τους άλλους τύπους.(ενταφιάζω αντί του αρχαίου και ελληνιστικού
φροντίζω). Οι αρχαίες λέξεις οίνον και όνος, που σημαίνουν κρασί και γάιδαρος
αντίστοιχα, παρόλο που υπάρχουν οι νεοελληνικές υποκατάστατες χρησιμοποιούνται
εκτενώς ακόμη και σήμερα. Τελευταίο μα όχι λιγότερο σημαντικό είναι ο
αριθμητικός δίφθογγος νζ΄. Το ελληνικό αλφάβητο έχει την ιδιαιτερότητα που το
καθιστά μοναδικό, ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως αριθμητικό σύστημα καθώς
τα γράμματα του έχουν σταθερή θέση και συγκεκριμένη διάταξη16.
Η αρχαία ελληνική γλώσσα ζυμώθηκε μέσα από διαλεκτικούς κατακερματισμούς
που οφείλονταν είτε στην ιδιόμορφη διαμόρφωση του γεωγραφικού τόπου που
ωφελούσε την απομόνωση, είτε από τα διαφορετικά πολιτεύματα των κράτη-πόλεων.
Παρέμεινε όμως στην βάση της κοινή στην συνείδηση όλων των ελλήνων χωρίς να
διασπαστεί και να δημιουργήσει νέες θυγατρικές γλώσσες. Η ιωνική, δωρική, αττική
διάλεκτοι είχαν κοινή βάση έχοντας ως αποτέλεσμα κάτοικοι διαφορετικών
περιοχών και διαλέκτων να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους χωρίς ιδιαίτερα
προβλήματα.17 Οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου μέχρι τον Ινδό ποταμό,
μετέφεραν την ελληνική γλώσσα που έγινε και η επίσημη γλώσσα της
αυτοκρατορίας. Η χρησιμοποίηση της γλώσσας από ένα τόσο πολυπληθές,
ετερογενές και ανομοιογενές πληθυσμό ήταν φυσικό να της επιφέρουν απλοποιήσεις,
συγχωνεύσεις και γενικεύσεις ώστε να είναι συμβατή σε ένα τόσο ετερόκλιτο κοινό.
Ακόμα και έτσι, η ελληνική γλώσσα παραμένει ζωντανή, μεταλλάσσεται σύμφωνα με
τις ανάγκες της κοινωνίας χωρίς να χάσει τίποτα από την ελληνικότητα της.
Αν θελήσουμε να παρουσιάσουμε της ιστορική εξέλιξη της Ελληνικής γλώσσας με
βάση τις γραπτές ιστορικές πηγές, θα ανατρέξουμε στο 8 π.Χ αιώνα όπου η ελληνική
απαντάται σε διαλέκτους(Ιωνική, Δωρική, Αττική, Αιολική), έχει διαφορές ως προς
το γραμματοσυντακτικό της και στην προφορά των φθόγγων της. Η πνευματική,
16
Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ, Σμπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τ.
Α΄, Η Έννοια του Πολιτισμού, Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού,ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 268
17
Γ. Μπαμπινιώτης, συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1986,σελ 109

7
οικονομική, πολιτιστική και στρατιωτική άνοδος του κράτους των Αθηνών τον 5ο π.Χ
αιώνα, έφερε την αττική διάλεκτο σε πλεονεκτική θέση έναντι των άλλων, η οποία
μεγιστοποιήθηκε όταν αναγνωρίστηκε επίσημη γλώσσα του Μακεδονικού κράτους
από το βασιλιά Φίλλιπο Β΄. Οι κατακτήσεις του Μ.Αλεξάνδρου επιβάλουν την
αττική διάλεκτο επίσημη γλώσσα, που στο εξής ονομάζεται Αλεξανδρινή κοινή και
για 7 αιώνες η αττική ομιλείται από το σύνολο του τότε γνωστού κόσμου. Η
δημιουργία της κοινή έχει διπλή σημασία:
(α) οδηγεί στον παραμερισμό την διαλεκτική διαφοροποίηση του αρχαίου
κόσμου και τους ενώνει κάτω από τον μανδύα της επίσημης αττικής οι οποία
δανείζεται στοιχεία απ’ όλες δημιουργούντων μία κοινή ελληνική γλώσσα
(β) οδηγεί την ελληνική γλώσσα, βάζοντας τα θεμέλια μέσα από δομικές
αλλαγές, προς την βυζαντινή και μετέπειτα στην Νέα ελληνική18.
Κατά τα Αλεξανδρινά χρόνια η γλώσσα αλλάζει φωνολογικά ως προς το τονισμό και
την προσωδία. Ο τονισμός της αρχαίας ελληνικής ήταν μουσικός (pitch). Δηλαδή οι
τονιζόμενες συλλαβές διαφοροποιούνταν από τις άτονες ως προς το ύψος. Αυτό
αλλάζει και πλέον τονίζονται ως προς την δυναμική ένταση (stress). Επιπρόσθετα όλα
τα φωνήεντα γίνονται ως προς την άποψη ποσότητας και διάρκειας, δηλαδή
μακρά/βραχέα, ισόχρονα.19 Η στροφή στον καθαρισμό της γλώσσας από τους
αλεξανδρινούς λόγιους και μετέπειτα από τους βυζαντινούς Εκκλησιαστικού
Πατέρες στην αττική διάλεκτο, οδηγεί την γλώσσα σε διάσπαση και παγίωση
διαφορετικού επίσημου γραπτού και προφορικού λόγου. Το γλωσσικό ζήτημα που
ταλάνιζε την γλώσσα για περισσότερο από 12 αιώνες, λήγει στα μέσα του 19ου αιώνα
με την παγίωση των νεοελληνικών στην επίσημη του κράτους γλώσσα. Σε όλη της
την πορεία η ελληνική γλώσσα παρόλο των εξωτερικών επιρροών που δέχτηκε η
ελληνική της ταυτότητα δεν αφομοιώθηκε αφού οι ενοποιητικοί παράγοντες
(πολιτική, θρησκευτική, πολιτιστικοί) που συντηρήθηκαν ή επιβλήθηκαν από το
Βυζάντιο ήταν πάντοτε ισχυροί.

Επίλογος – Συμπεράσματα

18
Γ. Μπαμπινιώτης, συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1986,σελ 112
19
Γ. Μπαμπινιώτης, συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1986,σελ 128

8
Στα περισσότερα από 3.500 χρόνια που η Ελληνική γλώσσα ομιλείται ανά τον
κόσμο κατάφερε να βγει αλώβητη από τις γλωσσικές επιρροές που γνώρισε από
διάφορους λαούς μέσω πολεμικών, οικονομικών, πολιτιστικών και γεωπολιτικών
κατακτήσεων, έχοντας ως κύρια όπλα να συνακολουθεί τις εξελίξεις της ιστορίας και
την αέναη τάση για απλοποίηση και εκσυγχρονισμό. Αντίθετα με την Λατινική που
είναι μία νεκρή γλώσσα, η Ελληνική είναι ζωντανή γλώσσα που μέσα από εξελικτικές
δομικές, λεξικολογικές και φωνολογικές διαδικασίες έφτασε στην μορφή που έχει
σήμερα. Δεν πρέπει να μένει εκτός σχολιασμού ότι μέσω της Ελληνικής
αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά κατά την κλασική εποχή θεμελιώδεις έννοιες και
αρχές του δυτικού πολιτισμού όπως η ιατρική, τα μαθηματικά, η αστρολογία, η
φιλοσοφία, η ποίηση, το θέατρο, η πολιτική, η δημοκρατία, η ιστορία. Η Ελληνική
γλώσσα είναι μία γλώσσα με μοναδική ιστορική συνέχεια και ενότητα20.

Βιβλιογραφία
20
Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ, Σμπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τ.
Α΄, Η Έννοια του Πολιτισμού, Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού,ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 247

9
Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ, Σμπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό
Πολιτισμό, τ. Α΄, Η Έννοια του Πολιτισμού, Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού,ΕΑΠ,
Πάτρα 1999.
Γ. Μπαμπινιώτης, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας ,με εισαγωγή στην
ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία, Αθήνα 1986.
Μ.Ζ. Κοπιδάκης, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό
Αρχείο, Αθήνα 2000.
Robert Browning, H Ελληνική Γλώσσα Μεσαιωνική Και Νέα, Εκδόσεις Παπαδήμα,
Αθήνα 1991.
Γεωργίου Κ. Παπανδρεοπούλου, Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Ε.Ρώσση,
Αθήνα 1994.

10

You might also like