Professional Documents
Culture Documents
Glossari Kipriakis Dialektou
Glossari Kipriakis Dialektou
Πατήστε σε ένα γράµµα για να µεταφερθείτε στις λέξεις που ξεκινούν απ' αυτό: Α Β Γ ∆ Ε Ζ Η Θ Ι Κ
Λ ΜΝ ΞΟ ΠΡΣΤΥΦΧΨΩ
αµινιάζω ρ. υπολογίζω
ανάνοικτος -η -ον επίθ. [< α στερητ. + ανοίγω] αυτός που δεν έχει ανοικτεί ποτέ, συνήθως για
συσκευασίες
αναρκοβυζού (η) ουσ. (πληθ. αναρκοβυζούες) [< ανάρκα (βλ.λ.) + βυζιά] αυτή που τα στήθη της
έχουν µεταξύ τους µεγαλύτερη απόσταση από το συνηθισµένο
αναρκοδόντης (ο) αναρκοδοντού (η) αναρκοδόντικο (το) ουσ. (πληθ. αρσ. αναρκοδόντηες θηλ.
αναρκοδόντισσες ουδ. αναρκοδόντικα) [< ανάρκα (βλ.λ.) + δόντια] αυτός που έχει αραιά δόντια
αντζελόσσιαση (η) ουσ. {ανdjελόshαση} [< αντζιελοσσιάζουµε] η τροµάρα π.χ. "ήρθε µου
αντζελόσσιαση", δηλαδή πήρα µια τροµάρα
αντιναχτές (οι) ουσ. [< αντινάσσω (βλ.λ.)] τρόπος µαγειρέµατος για πατάτες, τηγανιτές σε κατσαρόλα
µε πολύ λάδι, που τις κουνάνε δυνατά κατά το µαγείρεµα, "τις αντινάσσουν"
άππαρος (ο) και αππάρα (η) ουσ. (πληθ. άππαροι, αππάρες) αρσενικό, θηλυκό άλογο
αππηθκιά (η) ουσ. (πληθ. αππηθκιές) άτυπη µονάδα µέτρησης µήκους, που αντιστοιχεί στην
απόσταση την οποία µπορεί να διανύσει ένας άνθρωπος πηδώντας µπροστά, από στατική θέση |
αππηθκιές, παιχνίδι που παίζεται σε γιορτές, νικητής όποιος ορίσει τη µεγαλύτερη αππηθκιά | µτφ. η
µικρή απόσταση "το επόµενο χωριό είναι µια αππηθκιά απόσταση"
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 1/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
αππίδι (το) ουσ. (πληθ. τα αππίθκια) τα αχλάδια
αρφάλι (το) ουσ. ο αφαλός | µτφ. "έπεσε τ' αρφάλι µου" = πεινάω πάρα πολύ
αρφός (ο) και αρφή (η) ουσ. (πληθ. αρσ. αρφούες θηλ. αρφάες) αδερφός, αδερφή
ασσελιά (η) ουσ. (πληθ. ασσελιές) {αshελιά} [< σκέλος] µονάδα µέτρησης µήκους ίση µε έναν
διασκελισµό | µτφ. η µικρή απόσταση, όπως και αππηθκιά (βλ.λ.)
ατζία (η) ουσ. (πληθ. ατζίες) {αdjία} η άκρη του ψωµίου, η κόρα
αψιουρίζουµαι ρ. (αψιουρίστηκα) {απshουρίστικα} [< ηχητικό, από τον ήχο του φταρνίσµατος]
φταρνίζοµαι
Βάκης (ο) ανδρικό όνοµα, υπάρχει ένας αρχαίος Κύπριος ποιητής µε το όνοµα Βάκης, αλλά πλέον
χρησιµοποιείται ως χαϊδευτικό του Παρασκευάς
βαστώ ρ. κρατώ
βιλλοµούτσουνος (ο) ουσ. [< βίλλος (βλ.λ.) + µουτσούνα] µτφ. ο πολύ άσχηµος άνθρωπος, σύνθεση
κατά το αγγλικό dickhead
βίλλος (ο) και βίλλα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι βίλλοι θηλ. οι βίλλες) το αρσενικό γεννητικό όργανο
βίτσα (η) ουσ. (πληθ. βίτσες) η βέργα | µτφ. ο πολύ αδύνατος άνθρωπος
βολίτζι (το) ουσ. (πληθ. τα βολίτζια) {βολίdjια} το ξύλινο δοκάρι της στέγης
βόρτος (ο) ουσ. (πληθ. βόρτοι) το αρσενικό βόδι | µτφ. ο χοντρός άνθρωπος | µτφ. ο άνθρωπος που
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 2/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
δεν έχει τρόπους
βουκκαλλέτικον (το) ουσ. (πληθ. βουκκαλλέτικα) [< βούκκα, (βλ.λ.)] παιδί µε παχουλά µάγουλα |
µτφ. ο καλοµαθηµένος
βουναλλούι (το) ουσ. (πληθ. βουναλλούθκια) [< βουνό + υποκοριστικό -ούι] το λοφάκι
βουνάρι
(το) ουσ. (πληθ. τα βουνάρκα) [< υποκοριστικό του βουνό] το λοφάκι, όπως και βουναλλούι
(βλ.λ.)
βουρνί (το) ουσ. (πληθ. τα βουρνιά) ξύλινη ή πέτρινη ή µεταλλική κατασκευή, όπου τοποθετούνται
ζωοτροφές, η ταΐστρα, από παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι: "έππεσα ο σσυλλόστραβος µες το βουρνί
του σοίρου" δηλαδή έπεσα ο θεόστραβος (βλ.λλ: στραβός, σσυλλόστραβος) µες την ταΐστρα του
γουρουνιού (βλ.λ: σοίρος)
βούρος (το) ουσ. (πληθ. τα βούρη) [< βουρώ (βλ.λ.)] το τρέξιµο, π.χ. "έµπηξα το βούρος" ή "έµπηξα τα
βούρη", δηλαδή άρχισα να τρέχω
γιουτώ ρ. (εγιούτησα) συγκατανεύω, συναινώ | ως παθητικό: µε βολεύει "γιουτά µου να πάω το πρωί"
= µε βολεύει να πάω το πρωί
γρόσι (το) ουσ. (πληθ. τα γρόσια {γρόshα}) µικρό νόµισµα, υποδιαίρεση του σεντ (βλ.λ.) που έχει
καταργηθεί λόδω της µικρής του αξίας
δίχα
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 3/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
δόντι (το) ουσ. (πληθ. τα δόγκια) το δόντι, παρατίθεται εδώ λόγω της ιδιοµορφίας στον πληθυντικό
έσσω επίρρ. [< αρχαίο έσω] µέσα | ως ουσιαστικό "το έσσω µου" = το σπιτικό µου, δηλαδή εκεί που
νιώθω οικειότητα, σε αντίθεση µε "το σπίτι" που είναι απλά το κτήριο. Όµοιος διαχωρισµός µε τις
αγγλικές έννοιες "home" και "house"
ζάβαλλι (το) ουσ. ταλαιπωρία, δυστυχία | κυρίως χρησιµοποιείται µε την έννοια του κρίµατος
"ζάβαλλι ο άνθρωπος" = ο καηµένος, ο δυστυχισµένος, "ζάβαλλι µου" όταν αναφέρεται σ' αυτόν που
το λέει
ζίλικουρτι (το) ουσ. [< υπάρχει µια πιθανολογούµενη ετυµολογία, που θέλει αυτή λέξη να είναι
παραφθορά της φράσης "ζάλη ιλίγγου να σου έρθει" αλλά δεν ξέρω κατά πόσο γίνεται δεκτή]
σκασµός, συνηθισµένη φράση "βγάλε ζίλικουρτι" = σκάσε
θερκό (το) ουσ. (πληθ. τα θερκά) το θηρίο | είδος φιδιού πολύ διαδεδοµένου στην Κυπριακή ύπαιθρο,
µεγάλου σε µέγεθος, µε µαύρο χρώµα, µη δηλητηριώδες
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 4/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
Κάκος (ο) ανδρικό όνοµα, χαϊδευτικό του Κυριάκος
καλό επίρρ. αµέ π.χ. "-θα µου κάνεις µια χάρη; -καλό!"
καµµώ ρ. (εκάµµησα) κλείνω τα µάτια µου π.χ. στο παιχνίδι κρυφτό λέµε: "ποιός θα καµµήσει"
δηλαδή "ποιός θα τα φυλάει" | µτφ. νυστάζω
κάττος (ο) και κάττα (η) ουσ. [< αγγλικό cat] ο γάτος και η γάτα
κάφκα (η) ουσ. (πληθ. κάφτσες {κάφchες}) η ερωµένη ενός παντρεµένου άντρα
κκελλέ (η) ουσ. (πληθ. κκελλάες) το κεφάλι, φράση "κκελλέ κουλούµπρα" δηλαδή αγύριστο κεφάλι
κκελλετζής (ο) ουσ. (πληθ. οι κκελλετζήες) {κκελλεdjής} αυτός που έχει µεγάλο κεφάλι | µτφ. ο
ξεροκέφαλος, ο ισχυρογνώµονας
κόρη (η) ουσ. (πληθ. κόρες) [< αρχαίο κόρη] αναφορά προς κορίτσι
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 5/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
κοτζιάκαρη (η) ουσ. (πληθ. κοτζιάκαρες) {κοτdjάκαρη} γριά
κουπέπι (το) ουσ. (πληθ. τα κουπέπια) ντολµάδες τυλιγµένοι µε φύλλα αµπελιού και γέµιση που
περιέχει κυρίως κιµά και ρύζι
κρώννουµαι ρ. [< αρχαίο ακροώµαι] ακούω | µτφ. δέχοµαι µια συµβουλή π.χ. "κρώννουµαι του
πατέρα µου"
λαµπρατζιά (η) ουσ. {λαµπραdjιά) µεγάλη φωτιά που ανάβεται στον περίβολο κάθε εκκλησίας, το
βράδυ της Ανάστασης
λαφαζανιά (η) ουσ. (πληθ. οι λαφαζανιές) η υπερβολή, εξωπραγµατικό γεγονός που παρουσιάζει
κάποιος ως πραγµατικότητα για να εντυπωσιάσει
λιγκρίν (το) ουσ. παιχνίδι όπου οι παίκτες κτυπάνε µια µικρή βέργα µε µια µεγαλύτερη, µε σκοπό η
πρώτη να διανύσει τη µεγαλύτερη δυνατή απόσταση
λίξης (ο) ουσ. (πληθ. οι λίξηες) ο λιγούρης, συνήθως αναφέρεται σ' αυτούς που τους αρέσουν πολύ τα
γλυκά
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 6/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
λογιάσµατα (τα) ουσ. η διαδικασία λογοδοσίµατος ενός ζευγαριού που πρόκειται να παντρευτεί
λυσσιώ ρ. (ελύσσιασα) {λυshώ} [< λύσσα] θυµώνω | µτφ. πεινώ πάρα πολύ "λυσσιώ της πείνας" |
µτφ. ως ενεργητικό ρήµα εκφράζει και πολύ µεγάλο ερωτικό πάθος "λυσσιώ σε" = έχω µεγάλο
ερωτικό πόθο για σένα
λόττα (η) ουσ. (πληθ. οι λόττες) το θηλυκό γουρούνι | µτφ. η πολύ χοντρή γυναίκα
µαϊττάππι (το) ουσ. το κοροΐδεµα, το δούλεµα π.χ. "µας έπιασε στο µαϊττάππι" δηλαδή µας δουλεύει
µαστραππάς (ο) ουσ. (πληθ. οι µαστραππάες) µεταλλικό δοχείο, συνήθως από κονσέρβα | µτφ. ο
ανόητος άνθρωπος, µε την έννοια ότι ο µαστραππάς είναι κενός από µέσα όπως και ο ανόητος
µεζετζής (ο) ουσ. (πληθ. οι µεζετζήες) {µεζεdjής} αυτός που του αρέζουν οι µεζέδες
µιτσής (ο) και µιτσιά (η) και µιτσί (το) ουσ. (πληθ. αρσ. οι µιτσιοί {µιchοί} θηλ. οι µιτσιές {µιchές} τα
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 7/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
µιτσιά {µιchιά}) ο µικρός, η µικρή, το µικρό
µµάτι (το) και αµµάτι (το) ουσ. (πληθ. µµάθκια (τα) και αµµάθκια (τα) το µάτι, στη µορφή αµµάτι όταν
προηγείται λέξη που τελειώνει σε σύµφωνο
µούλος (ο) και µούλα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι µούλοι θηλ. οι µούλες) το αρσενικό και το θηλυκό
µουλάρι
µουττάς (ο) ουσ. (πληθ. οι µουττάες) [< µούττη (βλ.λ.)] αυτός που έχει µεγάλη µύτη
µουχτιτζής (ο) ουσ. (πληθ. οι µουχτιτζήες) {µουχτιdjής} αυτός που επιδιώκει να παίρνει πράγµατα
δωρεάν, που µηχανεύεται τρόπους για να µην πληρώνει
ξιµαρισµένος -η -ον επίθ. λερωµένος, ακάθαρτος | µτφ. ο άνθρωπος που βρίζει πολύ | ο άνθρωπος
που σκέφτεται πρόστυχα
ορκά (η) ουσ. (πληθ. οι ορκές) [< αρχαίο οργυιά] µονάδα µέτρησης µήκους, ίση µε το άνοιγµα των
χεριών στα πλάγια
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 8/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
ούλλος -η -ον επίθ. ο ολόκληρος
οφτός (ο) -η (η) -ον (το) επίθ. [< αρχαίο οπτός] ο ψητός (κυρίως για ψητά φαγητά)
παθκιά (η) ουσ. (πληθ. οι παθκιές) το πάτηµα, το ίχνος που αφήνει κάποιος περπατώντας
παλάτι (το) ουσ. (πληθ. παλάθκια) το παλάτι, παρατίθεται εδώ για την ιδιοµορφία στον πληθυντικό
πάννα (η) ουσ. λεπτή µεµβράνη από εντόσθια ζώων, χρησιµοποιείται για το τύλιγµα της σεφταλιάς
(βλ.λ.), είναι το ίδιο υλικό µε αυτό που τυλίγεται το κοκορέτσι
παννίζω ρ. (επάννισα) χρησιµοποιώ κάτι για πρώτη φορά, συνήθως για ρούχα και παπούτσια
πελλάρα (η) ουσ. (πληθ. πελλάρες) η τρέλλα, π.χ. "έπιασε µε η πελλάρα" δηλαδή µ' έπιασε η τρέλλα,
και "έκαµα µια πελλάρα" δηλάδή έκανα κάτι τρελλό
πελλός (ο) πελλή (η) πελλό (τό) επίθ. (πληθ. αρσ. οι πελλοί θηλ. οι πελλές ουδ. τα πελλά) [<
πελλανίσκω (βλ.λ.)] ο τρελλός
πηλός (ο) ουσ. (πληθ. τα πηλά) η λάσπη, παρατίθεται εδώ για την ιδιοµορφία στον πληθυντικό
πιθκιάυλι (το) ουσ. (πληθ. τα πιθκιάυλια) [< αρχαίο δίαυλος] πνευστό µουσικό όργανο
πιθκιαβλοζάµπης -ισσα -ικον επίθ. [< πιθκιαύλι (βλ.λ.) + ζάµπα (βλ.λ.)] αυτός που τα πόδια του είναι
λεπτά σαν πιθκιαύλι
ποϊνάρι (το) ουσ. (πληθ τα ποϊνάρκα) το µπατζάκι, το ένα σκέλος του παντελονιού
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 10/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
'πο τζεί {'πο djει} απ' εκεί
πουλλαόφωνος -η -ον επίθ. [< πουλάδα + φωνή] ο άνθρωπος µιλά µε λεπτή φωνή
πουρέκκα (η) ουσ. (πληθ. οι πουρέκκες) η κοπέλα που είναι γλυκιά σαν µπουρέκι (φιλοφρόνηση)
πούττος (ο) και πουττί (το) ουσ. (πληθ. οι πούττοι) το γυναικείο γεννητικό όργανο | µτφ. ο δειλός
άνθρωπος
ππουνιά (η) ουσ. (πληθ. οι ππουνιές) η γροθία, και ως ππούνιος (ο) µε την ίδια έννοια
πυρά (η) ουσ. (πληθ. οι πυράες) ζέστη, καύσωνας | φράση "επιάσαν οι πυράες" δηλαδή σφίξαν οι
ζέστες | πύρουλλος (ο) µεγεθυντικό του πυρά
ρότσος (ο) και ρότσα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι ρότσοι θηλ. οι ρότσες) η πέτρα
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 11/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
σάζω ρ. (έσασα, εσάστηκα) φτιάχνω
σάτζη (η) ουσ. ρηχό µεταλλικό µαγειρικό σκέυος, στο οποίο συνήθως ψήνονται πίτες χωρίς λάδι
σεντ (το) ουσ. [< αγγλικό cent] νόµισµα, ένα εκατοστό της Κυπριακής λίρας, ίσο περίπου µε 1.7 λεπτά
του ευρώ
σεφταλιά (η) ουσ. (πληθ. οι σεφταλιές) {shεφταλιά} φαγητό µε γέµιση που περιέχει κυρίως κιµά
τυλιγµένο σε πάννα (βλ.λ.)
σιακατούρι (το) ουσ. (πληθ. τα σιακατούρκα) {shακατούρι} [< ίσα + κάτω] η κατηφόρα
σιεηττάνης (ο) σιεηττάνισα (η) σιεηττάνικο (το) ουσ. (πληθ. οι σιεηττάνηες, οι σιεηττάνισσες, τα
σιεηττάνικα) {shεηττάνης} [< αγγλικό satan] µτφ. ο πονηρός άνθρωπος, ο τυχοδιώκτης | µτφ. για
παιδιά που δεν κάθονται φρόνιµα ποτέ, που κάνουν συνέχεια αταξίες
σιεροκουτάλα (η) ουσ. η περίεργη γυναίκα, η κουτσοµπόλα, που χώνει τη µύτη της παντού
σίερο (το) ουσ. (πληθ. τα σίερα) το µέταλλο σίδερο | η ηλεκτρική συσκευή µε την οποία σιδερώνουµε
σιουσιούκκος (ο) ουσ. {shουshούκκος} παραδοσιακό κυπριακό γλυκό, µακρόστενο στο σχήµα,
αποτελείται από αµύγδαλα ή κάστανα περασµένα σε κλωστή, που τα βουτάνε σε λυωµένη
µουσταλευριά, η οποία µετά πήζει και περικλείει τους ξηρούς καρπούς
σκατούλλικα (τα) ουσ. παιχνίδι που παίζεται µε πέτρες σχήµατος πλάκας, όπου ο κάθε παίκτης
προσπαθεί να ρίξει την πέτρα του και να πλακώσει την πέτρα του αντιπάλου του
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 12/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
σκεµπέ (η) ουσ. η κοιλίά
σκλουβέρι (το) ουσ. (πληθ. τα σκλουβέρκα) το λευκό κεντητό ύφασµα που στολίζει την οροφή
µεγάλου κρεβατιού
σµιλί (το) ουσ. µικρή µεταλλική βελόνα που χρησιµοποιείται για ψιλά κεντήµατα
σούσα (η) ουσ. (πληθ. οι σούσες) η κούνια | µτφ. οι σούσες είναι η παιδική χαρά, π.χ. "πάµε στις
σούσες" δηλαδή πάµε στην παιδική χαρά
σπαρκώνω ρ. (εσπάρκωσα) για ζώα: η κατάσταση ενός ζώου όταν είναι περίοδος ζευγαρώµατος και
δεν έχει ταίρι | για ανθρώπους: νιώθω έντονη την ανάγκη να κάνω σεξ (περιπαικτικά)
σσυλλόπελλος (ο) -η (η) -ον (το) ουσ. [< σσύλλος (βλ.λ. + πελλός (βλ.λ.)] ο θεότρελος
σσύλλος (ο) σσύλλα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι σσύλλοι θηλ. οι σσύλλες) {shύλλος} σκύλος, σκύλα
Στάλω (η) γυναικείο όνοµα, χαϊδευτικό του Χρυσή (Χρυσή, Χρυστάλλα, Χρυστάλλω, Στάλω)
ττάππος (ο) ουσ. (πληθ. οι ττάπποι) ο φελλός του κρασιού | µτφ. ο κοντός άνθρωπος
τουρτουρώ ρ. τουρτουρίζω
τρι (το) ουσ. χειροποίητα ζυµαρικά που βράζονται µε γάλα αντί για νερό
τσιφτές (ο) ουσ. (πληθ. οι τσιφτέδες) νόµισµα, παλιά υποδιαίρεση της λίρας που έχει καταργηθεί |
στην καθοµιλουµένη µεταξύ παιδιών είναι το νόµισµα που χρειάζεται για να ξεκινήσει ένα παιχνίδι σε
ηλεκτρονικό µηχάνηµα, παλιότερα ίσο µε 10 σεντ (βλ.λ.), αργότερα 20 σεντ και τώρα 50 σεντ
Τταλού (η) γυναικείο όνοµα, χαϊδευτικό του Χρυσή (Χρυσή, Χρυστάλλα, Χρυσταλλού, Τταλλού)
φίνα (η) ουσ. (πληθ. οι φίνες) είδος φιδιού, πολύ µικρού σε µέγεθος, µε ισχυρότατο θανατηφόρο
δηλητήριο
φκιακάς (ο) ουσ. (πληθ. οι φκιακάες) αυτός που έχει µεγάλα αυτιά
φκιόρο (το) ουσ. (πληθ. τα φκιόρα) το λουλούδι, το φυτό | µφτ. για τον βλάκα, τον αγαθιάρη
φουκού (η) ουσ. (πληθ. οι φουκούες) µεταλλικό δοχείο όπου ανάβονται κάρβουνα, µε σκοπό το
ψήσιµο, φουφού
φρουτσίν (το) ουσ. (πληθ. τα φρουτσιά {φρουchά}) [< υποκοριστικό του βούρτσα, βουρτσί] το πινέλο
χαρτούτσα (η) ουσ. (πληθ. οι χαρτούτσες) {χαρτούchα} το φυσίγγιο του κυνηγετικού όπλου
χαρτωµένος (ο) χαρτωµένη (η) χαρτωµένο (το) ουσ. (πληθ. οι χαρτωµένοι, οι χαρτωµένες, τα
χαρτωµένα) ο αρραβωνιασµένος
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 15/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
χτηνό (το) ουσ. (πληθ. τα χτηνά) το ζώο, το κτήνος | µτφ. κάποιος πολύ γυµνασµένος
ψάρι (το) ουσ. (πληθ. τα ψάρκα) το ψάρι (παρατίθεται για την ιδιαιτερότητα του πληθυντικού)
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 16/16