Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 16

9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου

Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου

∆ιαβάστε πρώτα τις σηµειώσεις

Πατήστε σε ένα γράµµα για να µεταφερθείτε στις λέξεις που ξεκινούν απ' αυτό: Α Β Γ ∆ Ε Ζ Η Θ Ι Κ
Λ ΜΝ ΞΟ ΠΡΣΤΥΦΧΨΩ

ακκάννω ρ. (άκκαννα) δαγκώνω

άλλωσπως επίρρ. µε άλλο τρόπο, αλλιώς

αλόπως σύνδ. µήπως, πιθανώς

αµινιάζω ρ. υπολογίζω

αµπλέπω ρ. (άµπλεψα) [< βλέπω] βλέπω

αµπούστα (η) ουσ. (πληθ. αµπούστες) κουτί

ανάνοικτος -η -ον επίθ. [< α στερητ. + ανοίγω] αυτός που δεν έχει ανοικτεί ποτέ, συνήθως για
συσκευασίες

ανάρκα επίρρ. αραιά

αναρκοβυζού (η) ουσ. (πληθ. αναρκοβυζούες) [< ανάρκα (βλ.λ.) + βυζιά] αυτή που τα στήθη της
έχουν µεταξύ τους µεγαλύτερη απόσταση από το συνηθισµένο

αναρκοδόντης (ο) αναρκοδοντού (η) αναρκοδόντικο (το) ουσ. (πληθ. αρσ. αναρκοδόντηες θηλ.
αναρκοδόντισσες ουδ. αναρκοδόντικα) [< ανάρκα (βλ.λ.) + δόντια] αυτός που έχει αραιά δόντια

αντζελοσσιάζουµαι ρ. (αντζελόσσιασα, αντζελοσσιάστηκα) {ανdjελοshιάζουµε} [< άγγελος +


σσιάζουµαι (βλ.λ.)] τροµάζω

αντζελόσσιαση (η) ουσ. {ανdjελόshαση} [< αντζιελοσσιάζουµε] η τροµάρα π.χ. "ήρθε µου
αντζελόσσιαση", δηλαδή πήρα µια τροµάρα

αντινάσσω ρ. (αντίναξα, αντινάχτηκα) [< ανά + τινάσσω] τινάζω

αντιναχτές (οι) ουσ. [< αντινάσσω (βλ.λ.)] τρόπος µαγειρέµατος για πατάτες, τηγανιτές σε κατσαρόλα
µε πολύ λάδι, που τις κουνάνε δυνατά κατά το µαγείρεµα, "τις αντινάσσουν"

αξινόστραφος, -η, -ο επίθ. ανάποδος, αντίστροφος

απόπατος (ο) ουσ. (πληθ. οι απόπατοι) αποχωρητήριο

άππαρος (ο) και αππάρα (η) ουσ. (πληθ. άππαροι, αππάρες) αρσενικό, θηλυκό άλογο

αππηθκιά (η) ουσ. (πληθ. αππηθκιές) άτυπη µονάδα µέτρησης µήκους, που αντιστοιχεί στην
απόσταση την οποία µπορεί να διανύσει ένας άνθρωπος πηδώντας µπροστά, από στατική θέση |
αππηθκιές, παιχνίδι που παίζεται σε γιορτές, νικητής όποιος ορίσει τη µεγαλύτερη αππηθκιά | µτφ. η
µικρή απόσταση "το επόµενο χωριό είναι µια αππηθκιά απόσταση"

http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 1/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
αππίδι (το) ουσ. (πληθ. τα αππίθκια) τα αχλάδια

αππιθκιά (η) ουσ. (πληθ. αππιθκιές) [< απίδι, απιδιά] η αχλαδιά

αρκάτζιν (το) ουσ. (πληθ. τα αρκάτζια) {αρκάdjιν} το ρυάκι

αρκηµός (ο) ουσ. [< αρχίζω] η αρχή, το ξεκίνηµα

άρκοψες (το) ουσ. αύριο το βράδυ

αρµαρόλα (η) ουσ. (πληθ. αρµαρόλες) ντουλάπα

αρφάλι (το) ουσ. ο αφαλός | µτφ. "έπεσε τ' αρφάλι µου" = πεινάω πάρα πολύ

αρφός (ο) και αρφή (η) ουσ. (πληθ. αρσ. αρφούες θηλ. αρφάες) αδερφός, αδερφή

ασσελιά (η) ουσ. (πληθ. ασσελιές) {αshελιά} [< σκέλος] µονάδα µέτρησης µήκους ίση µε έναν
διασκελισµό | µτφ. η µικρή απόσταση, όπως και αππηθκιά (βλ.λ.)

ατζία (η) ουσ. (πληθ. ατζίες) {αdjία} η άκρη του ψωµίου, η κόρα

αυλάτζιν (το) ουσ. (πληθ. τα αυλάτζια) {αυλάdjιν} το αυλάκι

αφτέννω ρ. (άψα) ανάβω

αψιουρίζουµαι ρ. (αψιουρίστηκα) {απshουρίστικα} [< ηχητικό, από τον ήχο του φταρνίσµατος]
φταρνίζοµαι

Βάκης (ο) ανδρικό όνοµα, υπάρχει ένας αρχαίος Κύπριος ποιητής µε το όνοµα Βάκης, αλλά πλέον
χρησιµοποιείται ως χαϊδευτικό του Παρασκευάς

βάκλα (η) ουσ. (πληθ. βάκλες) η ουρά του προβάτου

βαρκούµαι ρ. (εβαρέθηκα) βαριέµαι

βαστώ ρ. κρατώ

βιλλοµούτσουνος (ο) ουσ. [< βίλλος (βλ.λ.) + µουτσούνα] µτφ. ο πολύ άσχηµος άνθρωπος, σύνθεση
κατά το αγγλικό dickhead

βίλλος (ο) και βίλλα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι βίλλοι θηλ. οι βίλλες) το αρσενικό γεννητικό όργανο

βίτσα (η) ουσ. (πληθ. βίτσες) η βέργα | µτφ. ο πολύ αδύνατος άνθρωπος

βλαντζί (το) ουσ. (πληθ. βλαντζιά) {βλανdjί} το συκώτι

βολίτζι (το) ουσ. (πληθ. τα βολίτζια) {βολίdjια} το ξύλινο δοκάρι της στέγης

βολώ ρ. (εβόλησα) κόλλησα στις λάσπες

βόρτακος (ο) ουσ. (πληθ. βόρτακοι) ο βάτραχος

βόρτος (ο) ουσ. (πληθ. βόρτοι) το αρσενικό βόδι | µτφ. ο χοντρός άνθρωπος | µτφ. ο άνθρωπος που

http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 2/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
δεν έχει τρόπους

βούκκα (η) ουσ. (πληθ. βούτσες {βούchες}) µάγουλο

βουκκαλλέτικον (το) ουσ. (πληθ. βουκκαλλέτικα) [< βούκκα, (βλ.λ.)] παιδί µε παχουλά µάγουλα |
µτφ. ο καλοµαθηµένος

βούκκος (ο) ουσ. η µπουκιά

βουναλλούι (το) ουσ. (πληθ. βουναλλούθκια) [< βουνό + υποκοριστικό -ούι] το λοφάκι

βουνάρι

(το) ουσ. (πληθ. τα βουνάρκα) [< υποκοριστικό του βουνό] το λοφάκι, όπως και βουναλλούι
(βλ.λ.)

βουρβουλλάς (ο) ουσ. (πληθ. οι βουρβουλλάες) ο γυµνοσάλιαγκας

βούρνα (η) ουσ. (πληθ. βούρνες) ο νεροχύτης

βουρνί (το) ουσ. (πληθ. τα βουρνιά) ξύλινη ή πέτρινη ή µεταλλική κατασκευή, όπου τοποθετούνται
ζωοτροφές, η ταΐστρα, από παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι: "έππεσα ο σσυλλόστραβος µες το βουρνί
του σοίρου" δηλαδή έπεσα ο θεόστραβος (βλ.λλ: στραβός, σσυλλόστραβος) µες την ταΐστρα του
γουρουνιού (βλ.λ: σοίρος)

βούριστρα (τα) ουσ. [< βουρώ (βλ.λ.)] τα τρεχάµατα

βούρος (το) ουσ. (πληθ. τα βούρη) [< βουρώ (βλ.λ.)] το τρέξιµο, π.χ. "έµπηξα το βούρος" ή "έµπηξα τα
βούρη", δηλαδή άρχισα να τρέχω

βουρώ ρ. (εβούρησα) τρέχω

βρίξε ρ. (έβριξα) σώπα, σκάσε

βυζοκούππι (το) ουσ. (πληθ. βυζοκούπια) ο στηθόδεσµος

γαίµα (το) ουσ. (πληθ. τα γαίµατα) το αίµα

γαµίστρα (η) ουσ. (πληθ. γαµίστρες) το κρεβάτι

γάρος (ο) ουσ. (πληθ. γάροι) γάιδαρος

γιανίσκω ρ. (έγιανα) [< υγιαίνω] αναρρώνω

γιουτώ ρ. (εγιούτησα) συγκατανεύω, συναινώ | ως παθητικό: µε βολεύει "γιουτά µου να πάω το πρωί"
= µε βολεύει να πάω το πρωί

γρόσι (το) ουσ. (πληθ. τα γρόσια {γρόshα}) µικρό νόµισµα, υποδιαίρεση του σεντ (βλ.λ.) που έχει
καταργηθεί λόδω της µικρής του αξίας

δισκοθήκη (η) ουσ. (πληθ. δισκοθήκες) η ντισκοτέκ

δίχα
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 3/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου

πρόθ. [< αρχαίο δίχα] δίχως, χωρίς

δόντι (το) ουσ. (πληθ. τα δόγκια) το δόντι, παρατίθεται εδώ λόγω της ιδιοµορφίας στον πληθυντικό

δρώµα (το) ουσ. (πληθ. τα δρώµατα) ο ιδρώτας

έρκουµαι ρ. (ήρτα) έρχοµαι

έσιει ρ. (είσιεν) {έshει} έχει

εσσέξιξι! επιφώνηµα εκφράζει αγανάκτηση

έσσω επίρρ. [< αρχαίο έσω] µέσα | ως ουσιαστικό "το έσσω µου" = το σπιτικό µου, δηλαδή εκεί που
νιώθω οικειότητα, σε αντίθεση µε "το σπίτι" που είναι απλά το κτήριο. Όµοιος διαχωρισµός µε τις
αγγλικές έννοιες "home" και "house"

ζάβαλλι (το) ουσ. ταλαιπωρία, δυστυχία | κυρίως χρησιµοποιείται µε την έννοια του κρίµατος
"ζάβαλλι ο άνθρωπος" = ο καηµένος, ο δυστυχισµένος, "ζάβαλλι µου" όταν αναφέρεται σ' αυτόν που
το λέει

ζαβός -η, -ον επίθ. [< ζαβώνω (βλ.λ.)] στραβός

ζαβώνω ρ. (εζάβωσα) στραβώνω

ζάµπα (η) ουσ. γάµπα, µπούτι

ζίζιρος (ο) ουσ. (πληθ. οι ζίζιροι) ο τζίτζικας

ζίλικουρτι (το) ουσ. [< υπάρχει µια πιθανολογούµενη ετυµολογία, που θέλει αυτή λέξη να είναι
παραφθορά της φράσης "ζάλη ιλίγγου να σου έρθει" αλλά δεν ξέρω κατά πόσο γίνεται δεκτή]
σκασµός, συνηθισµένη φράση "βγάλε ζίλικουρτι" = σκάσε

ζώλος (ο) ουσ. µπόχα, άσχηµη µυρωδιά

ήντα ερωτηµ. αντων. τι

θαρκούµαι ρ. νοµίζω, έχω την εντύπωση

θερκό (το) ουσ. (πληθ. τα θερκά) το θηρίο | είδος φιδιού πολύ διαδεδοµένου στην Κυπριακή ύπαιθρο,
µεγάλου σε µέγεθος, µε µαύρο χρώµα, µη δηλητηριώδες

θκιάλος (ο) ουσ. (οι θκιαόλοι) ο διάβολος

θωρκά (η) ουσ. [< θωρώ (βλ.λ.)] η όψη

θωρώ ρ. (είδα) βλέπω

καϊλώ ρ. (εκαΐλησα) δέχοµαι

κάκκαφα ουσ. ανώµαλα εδάφη

Κάκα (η) γυναικείο όνοµα, χαϊδευτικό του Γεωργία

http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 4/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
Κάκος (ο) ανδρικό όνοµα, χαϊδευτικό του Κυριάκος

καλό επίρρ. αµέ π.χ. "-θα µου κάνεις µια χάρη; -καλό!"

καλοήρα (η) ουσ. (πληθ. καλοήρες) το πανέρι

καµµώ ρ. (εκάµµησα) κλείνω τα µάτια µου π.χ. στο παιχνίδι κρυφτό λέµε: "ποιός θα καµµήσει"
δηλαδή "ποιός θα τα φυλάει" | µτφ. νυστάζω

καραόλος (ο) ουσ. (πληθ. οι καραόλοι) το σαλιγκάρι

καρκασαλλίκκι (το) ουσ. {καρκαshαλλίκκι} η φασαρία, ο σαµατάς

καρκιά (η) ουσ. (πληθ. οι καρκιές) η καρδιά

καρκόλα (η) ουσ. (πληθ. καρκόλες) [< ιταλικό carriola] κρεβάτι

καρτζί επίρρ. απέναντι

κάττος (ο) και κάττα (η) ουσ. [< αγγλικό cat] ο γάτος και η γάτα

κατρατζύλι (το) ουσ. {κατραdjύλι} η τσουλήθρα

κατσιαρίζω ρ. (εκατσιάρισα) {κατchαρίζω} κάνω θόρυβο

κατσιαρισµός (ο) ουσ. {κατchαρισµός} θόρυβος

καύκω ρ. (έκαψα) καίω

κάφκα (η) ουσ. (πληθ. κάφτσες {κάφchες}) η ερωµένη ενός παντρεµένου άντρα

Κίκα (η) γυναικείο όνοµα, χαϊδευτικό του Κυριακή

Κίκης (ο) ανδρικό όνοµα, χαϊδευτικό του Κυριάκος

κιοφτές (ο) ουσ. (πληθ. οι κιοφτέδες) [τουρκικό kofte] ο κεφτές

κκελλέ (η) ουσ. (πληθ. κκελλάες) το κεφάλι, φράση "κκελλέ κουλούµπρα" δηλαδή αγύριστο κεφάλι

κκελλετζής (ο) ουσ. (πληθ. οι κκελλετζήες) {κκελλεdjής} αυτός που έχει µεγάλο κεφάλι | µτφ. ο
ξεροκέφαλος, ο ισχυρογνώµονας

κκέλης (ο) -ισσα (η) -ικον (το) επίθ. ο φαλακρός

κλάτσα (η) ουσ. (πληθ. οι κλάτσες) η κάλτσα

Κόκος (ο) ανδρικό όνοµα, χαϊδευτικό του Γιώργος

κόλλα (η) ουσ. (πληθ. κόλλες) το φύλλο χαρτιού

κοµµόροτσος (ο) ουσ. (πληθ. κοµµόροτσοι) ακατέργαστη µεγάλη πέτρα

κόρη (η) ουσ. (πληθ. κόρες) [< αρχαίο κόρη] αναφορά προς κορίτσι

http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 5/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
κοτζιάκαρη (η) ουσ. (πληθ. κοτζιάκαρες) {κοτdjάκαρη} γριά

κοτολέττα (η) ουσ. (πληθ. κοτολέττες) [< γαλλικό cotolette] η µπριζόλα

κότσινος (ο) -η (η) -ον (το) επίθ. {κόchινος} ο κόκκινος

κότσιρος (ο) ουσ. (πληθ. οι κότσιροι) η κουράδα

κουκκουφκιάος (ο) ουσ. η κουκουβάγια

κούλλουφος (ο) ουσ. (πληθ. κούλλουφοι) ο ατηµέλητος

κουπέπι (το) ουσ. (πληθ. τα κουπέπια) ντολµάδες τυλιγµένοι µε φύλλα αµπελιού και γέµιση που
περιέχει κυρίως κιµά και ρύζι

κουφή (η) ουσ. (πληθ. κουφάες) το φίδι

κραµπί (το) ουσ. (πληθ. τα κραµπιά) [< αρχαίο κράµβη] το λάχανο

κρούζω ρ. (έκρουσα) καίω

κρώννουµαι ρ. [< αρχαίο ακροώµαι] ακούω | µτφ. δέχοµαι µια συµβουλή π.χ. "κρώννουµαι του
πατέρα µου"

κωλοσύρνω ρ. (εκωλόσυρα) τραβώ

λαλώ ρ. (είπα) λέω

λαµπρατζιά (η) ουσ. {λαµπραdjιά) µεγάλη φωτιά που ανάβεται στον περίβολο κάθε εκκλησίας, το
βράδυ της Ανάστασης

λαοµός (o) ουσ. [< λαόνω (βλ.λ.)] ο τρόµος, το ξάφνιασµα

λαόνουµαι παθ. ρ. τροµάζω, φοβάµαι, ξαφνιάζοµαι

λαόνω ενεργ. ρ. τροµάζω φοβερίζω, ξαφνιάζω

λαός (ο) ουσ. (πληθ. οι λαοί) ο λαγός

λάου λάου επίρρ. σιγά σιγά

λάσσω ρ. (έλαξα) γαυγίζω

λαφαζάνης (ο) ουσ. (πληθ. οι λαφαζάνηες) ο φαφλατάς, που µιλάει µε υπερβολές

λαφαζανιά (η) ουσ. (πληθ. οι λαφαζανιές) η υπερβολή, εξωπραγµατικό γεγονός που παρουσιάζει
κάποιος ως πραγµατικότητα για να εντυπωσιάσει

λιγκρίν (το) ουσ. παιχνίδι όπου οι παίκτες κτυπάνε µια µικρή βέργα µε µια µεγαλύτερη, µε σκοπό η
πρώτη να διανύσει τη µεγαλύτερη δυνατή απόσταση

λίξης (ο) ουσ. (πληθ. οι λίξηες) ο λιγούρης, συνήθως αναφέρεται σ' αυτούς που τους αρέσουν πολύ τα
γλυκά

http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 6/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
λογιάσµατα (τα) ουσ. η διαδικασία λογοδοσίµατος ενός ζευγαριού που πρόκειται να παντρευτεί

λογιασµένος -η -ον επίθ. ο λογοδοσµένος για γάµο

λυσσιάρης (ο) ουσ. (πληθ. οι λυσσιάρηες) {λυshάρης} ο λιγούρης

λυσσιοπινώ ρ. (ελυσσιοπείνασα) {λυshοπεινώ} πεθαίνω της πείνας

λυσσιώ ρ. (ελύσσιασα) {λυshώ} [< λύσσα] θυµώνω | µτφ. πεινώ πάρα πολύ "λυσσιώ της πείνας" |
µτφ. ως ενεργητικό ρήµα εκφράζει και πολύ µεγάλο ερωτικό πάθος "λυσσιώ σε" = έχω µεγάλο
ερωτικό πόθο για σένα

λίω ρ. (έλισα) λιώνω

λόττα (η) ουσ. (πληθ. οι λόττες) το θηλυκό γουρούνι | µτφ. η πολύ χοντρή γυναίκα

λουβί (το) ουσ. (πληθ. τα λουφκιά) το µαυροµάτικο φασόλι

λουβούιν (το) ουσ. (πληθ. τα λουβούθκια) το θρύµµα

λουβώ ρ. (ελούβησα) θρυµµατίζω

λούκκος (ο) ουσ. το λακάκι, τρύπα στο έδαφος

µαείρισσα (η) ουσ. (πληθ. οι µαείρισσες) η κατσαρόλα

µαϊµούνα (η) ουσ. (πληθ. οι µαϊµούνες) η µαϊµού

µαϊττάππι (το) ουσ. το κοροΐδεµα, το δούλεµα π.χ. "µας έπιασε στο µαϊττάππι" δηλαδή µας δουλεύει

µαλαχτός -η -ο επίθ. ο µαλακός | µτφ. ο ευάλωτος άνθρωπος

µαννός (ο) ουσ. (πληθ. οι µαννοί) ο ηλίθιος

µαξιλαρόντυµα (το) ουσ. (πληθ. τα µαξιλαροντύµατα) η µαξιλαροθήκη

µάππα (η) ουσ. (πληθ. µάππες) η µπάλα

µάππουρος (ο) ουσ. (πληθ. οι µάππουροι) το κουκουνάρι

µαστραππάς (ο) ουσ. (πληθ. οι µαστραππάες) µεταλλικό δοχείο, συνήθως από κονσέρβα | µτφ. ο
ανόητος άνθρωπος, µε την έννοια ότι ο µαστραππάς είναι κενός από µέσα όπως και ο ανόητος

µεζετζής (ο) ουσ. (πληθ. οι µεζετζήες) {µεζεdjής} αυτός που του αρέζουν οι µεζέδες

µεσοβυζιά (η) ουσ. ο χώρος ανάµεσα στα στήθη µιας γυναίκας

µηάλος -η -ον επίθ. µεγάλος

µηαλιώνας (ο) ουσ. (πληθ. οι µηαλιώνες) ο αντίχειρας

µίλλα (η) ουσ. (πληθ. οι µίλλες) το λίπος

µιτσής (ο) και µιτσιά (η) και µιτσί (το) ουσ. (πληθ. αρσ. οι µιτσιοί {µιchοί} θηλ. οι µιτσιές {µιchές} τα
http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 7/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
µιτσιά {µιchιά}) ο µικρός, η µικρή, το µικρό

µµάτι (το) και αµµάτι (το) ουσ. (πληθ. µµάθκια (τα) και αµµάθκια (τα) το µάτι, στη µορφή αµµάτι όταν
προηγείται λέξη που τελειώνει σε σύµφωνο

µονή (η) ουσ. (πληθ. οι µονές) το κρεβάτι

µοτόρα (η) ουσ. (πληθ. οι µοτόρες) η µοτοσυκλέτα

µουβλούκα (η) ουσ. (πληθ. οι µουβλούκες) το µαξιλάρι

µούλος (ο) και µούλα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι µούλοι θηλ. οι µούλες) το αρσενικό και το θηλυκό
µουλάρι

µουτταρκά (η) ουσ. (πληθ. οι µουτταρκές) τα απόκρυµνα έδαφη

µουττάς (ο) ουσ. (πληθ. οι µουττάες) [< µούττη (βλ.λ.)] αυτός που έχει µεγάλη µύτη

µούττη (η) ουσ. (πληθ. οι µούττες) η µύτη

µούχτιν επίρρ. δωρεάν

µουχτιτζής (ο) ουσ. (πληθ. οι µουχτιτζήες) {µουχτιdjής} αυτός που επιδιώκει να παίρνει πράγµατα
δωρεάν, που µηχανεύεται τρόπους για να µην πληρώνει

µωρεύκουµαι ρ. (εµωρεύτηκα) παλιµπαιδίζω

νεύκω ρ. (ένεψα) [< αρχαίο νεύω] γνέφω, κάνω νόηµα

νησιάνι (το) ουσ. (πληθ. νησιάνια) {νηshάνι} στρατιωτικό διακριτικό

νίφκουµαι ρ. (ένιψα, ενίφτηκα) νίβοµαι, πλένω το πρόσωπό µου

ντζίζω ρ. (έτζιξα) {έdjιξα} αγγίζω

ξηφτερίζω ρ. (εξηφτέρισα) ξεπουπουλιάζω

ξεροτήανο (το) ουσ. (πληθ. τα ξεροτήανα) ο λουκουµάς

ξιµαρισµένος -η -ον επίθ. λερωµένος, ακάθαρτος | µτφ. ο άνθρωπος που βρίζει πολύ | ο άνθρωπος
που σκέφτεται πρόστυχα

όι αρνητικό µόριο, όχι

οξά διαζευκτικός σύνδεσµος ή

όξινο (το) ουσ. (πληθ. όξινα) το λεµόνι

όξυπνος -η -ον επίθ. ξύπνιος, έξυπνος

ορκά (η) ουσ. (πληθ. οι ορκές) [< αρχαίο οργυιά] µονάδα µέτρησης µήκους, ίση µε το άνοιγµα των
χεριών στα πλάγια

http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 8/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
ούλλος -η -ον επίθ. ο ολόκληρος

ούσσου σώπα (προστακτική)

ούτσιαλι (το) µτφ. το πολύ φαΐ

οφτός (ο) -η (η) -ον (το) επίθ. [< αρχαίο οπτός] ο ψητός (κυρίως για ψητά φαγητά)

παγκούι (το) ουσ. (πληθ. τα παγκούθκια) υποκοριστικό του πάγκος, παγκάκι

παθκιά (η) ουσ. (πληθ. οι παθκιές) το πάτηµα, το ίχνος που αφήνει κάποιος περπατώντας

παλάτι (το) ουσ. (πληθ. παλάθκια) το παλάτι, παρατίθεται εδώ για την ιδιοµορφία στον πληθυντικό

παλιώνω ρ. (επάλιωσα) παλεύω

Πάµπος (ο) ανδρικό όνοµα, χαϊδευτικό του Χαράλαµπος

πάννα (η) ουσ. λεπτή µεµβράνη από εντόσθια ζώων, χρησιµοποιείται για το τύλιγµα της σεφταλιάς
(βλ.λ.), είναι το ίδιο υλικό µε αυτό που τυλίγεται το κοκορέτσι

παννίζω ρ. (επάννισα) χρησιµοποιώ κάτι για πρώτη φορά, συνήθως για ρούχα και παπούτσια

παουρίζω ρ. (επαούρισα) φωνάζω

παπίλλαρος (ο) ουσ. (πληθ. οι παπίλλαροι) τα πρώτα σύκα

παπίρα (η) ουσ. (πληθ. οι παπίρες) η πάπια

πάππαλλα τέλος, δεν έχει άλλο

παραπόττης (ο) ουσ. (πληθ. οι παραπόττηες) αυτός που κάνει ατιµίες

παρπέρης (ο) ουσ. (πληθ. οι παρπέρηες) ο κουρέας

πασιαµάς (ο) ουσ. (πληθ. οι πασιαµάες) {παshαµάς} ο χαβαλές

πασπίσκοπος (ο) ουσ. [< τουρκικό πας + επίσκοπος] ο αρχιεπίσκοπος

πασσύς (ο) πασσιά (η) πασύ (το) επίθ. {παshύς} ο παχύς

πατανία (η) ουσ. (πληθ. οι πατανίες) η κουβέρτα

πατί (το) ουσ. το βήµα

πατσαρκά (η) ουσ. (πληθ. οι πατσαρκές) το χαστούκι

πατσιαούρα (η) ουσ. (πληθ. οι πατσιαούρες) η ατηµέλητη

πατταλόνι (το) ουσ. (πληθ. τα πατταλόνια) το παντελόνι

παττίχα (η) ουσ. (πληθ. οι παττίσες {παττίshες}) το καρπούζι

πεζούνι (το) ουσ. (πληθ. τα πεζούνια) το περιστέρι


http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 9/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου

πελλαµός (0) ουσ. η τρέλλα

πελλανίσκω ρ. (επέλλανα) τρελλαίνοµαι

πελλάρα (η) ουσ. (πληθ. πελλάρες) η τρέλλα, π.χ. "έπιασε µε η πελλάρα" δηλαδή µ' έπιασε η τρέλλα,
και "έκαµα µια πελλάρα" δηλάδή έκανα κάτι τρελλό

πελλός (ο) πελλή (η) πελλό (τό) επίθ. (πληθ. αρσ. οι πελλοί θηλ. οι πελλές ουδ. τα πελλά) [<
πελλανίσκω (βλ.λ.)] ο τρελλός

πηλός (ο) ουσ. (πληθ. τα πηλά) η λάσπη, παρατίθεται εδώ για την ιδιοµορφία στον πληθυντικό

πιθκιάυλι (το) ουσ. (πληθ. τα πιθκιάυλια) [< αρχαίο δίαυλος] πνευστό µουσικό όργανο

πιθκιαβλοζάµπης -ισσα -ικον επίθ. [< πιθκιαύλι (βλ.λ.) + ζάµπα (βλ.λ.)] αυτός που τα πόδια του είναι
λεπτά σαν πιθκιαύλι

πιλέ επίρρ. ήδη

πίσσα (η) ουσ. (πληθ. πίσσες) η τσίχλα

πιττώνω ρ. (επίττωσα, επιττώθηκα) πλακώνω, στριµώχνω

πλυννίσκω ρ. (έπλυνα, επλύθηκα) πλένω

ποζαύλιν (το) ουσ. (πληθ. τα ποζαύλια) αποκαΐδι

ποζουρτώ ρ. (εποζούρτισα) κουράζοµαι πάρα πολύ

'πο δά απ' εδώ

ποήνα (η) ουσ. (πληθ. οι ποήνες) δερµάτινες αδιάβροχες µπότες, γαλότσες

πόι (το) ουσ. (πληθ. τα πόθκια) το πόδι

ποθκιά (η) ουσ. (πληθ. οι ποθκιές) η ποδιά

ποθκιάντροπος -η -ον επίθ. ο ξεδιάντροπος

ποϊνάρι (το) ουσ. (πληθ τα ποϊνάρκα) το µπατζάκι, το ένα σκέλος του παντελονιού

πολογιάζω ρ. (επολόγιασα) αποδιώχνω

ποµιλόρι (το) ουσ. (πληθ. τα ποµιλόρκα) η ντοµάτα

πόµπα (η) ουσ. (πληθ. οι πόµπες) η βόµβα

ποξαµάτι (το) ουσ. (πληθ. τα ποξαµάθκια) το παξιµάδι

πορνόν πορνόν επίρ. πρωί πρωί, πολύ νωρίς

πότσα (η) ουσ. (πληθ. οι πότσες) η µπουκάλα

http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 10/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
'πο τζεί {'πο djει} απ' εκεί

πούζα (η) ουσ. η ασθένεια κήλη

πούκουππα επίρρ. ανάποδα

πουλλαόφωνος -η -ον επίθ. [< πουλάδα + φωνή] ο άνθρωπος µιλά µε λεπτή φωνή

πούλλες (οι) ουσ. τηγανιτές φέτες µελιτζάνας

πουπούξιος (ο) ουσ. η κουκουβάγια

πουρέκκα (η) ουσ. (πληθ. οι πουρέκκες) η κοπέλα που είναι γλυκιά σαν µπουρέκι (φιλοφρόνηση)

πουρέκκι (το) ουσ. (πληθ. τα πουρέκκια) [< τουρκικό borek] το µπουρέκι

πουττεύκω ρ. (επούττεψα) [< πούττος (βλ.λ.)] δειλιάζω

πούττος (ο) και πουττί (το) ουσ. (πληθ. οι πούττοι) το γυναικείο γεννητικό όργανο | µτφ. ο δειλός
άνθρωπος

ποφκάλλω ρ. (επόφκαλα, εποφκάλτηκα) κουράζω κάποιον, του βγάζω την πίστη

ππάλα (η) ουσ. (πληθ. οι ππάλες) [< ιταλικό pala] ο µπαλτάς

ππαλουζές (ο) ουσ. η µουσταλευριά

ππαραόπιστος -η -ον επίθ. ο τσιγκούνης, ο φιλάργυρος

ππαράς (ο) ουσ. (πληθ. οι ππαράες) το χρήµα

ππεζεβένγκης (ο) ουσ. (πληθ. οι ππεζεβένγκηες) ο κερατάς

ππούλλι (το) ουσ. (πληθ. τα ππούλλια) το βλήµα, ο ηλίθιος

ππουνιά (η) ουσ. (πληθ. οι ππουνιές) η γροθία, και ως ππούνιος (ο) µε την ίδια έννοια

ππουρτού (τα) ουσ. τα σαµπράκαλα, τα υπάρχοντα

πρότσα (η) ουσ. (πληθ. οι πρότσες) το πηρούνι

πυρά (η) ουσ. (πληθ. οι πυράες) ζέστη, καύσωνας | φράση "επιάσαν οι πυράες" δηλαδή σφίξαν οι
ζέστες | πύρουλλος (ο) µεγεθυντικό του πυρά

πυρκολώ ρ. (επυρκόλησα) βάζω φωτιά

ρα επιφώνηµα, αναφορά προς κοπέλλα (το θηλυκό του ρε)

ρέσσω ρ. (έρεξα) περνώ

ριάλια (τα) ουσ. τα λεφτά

ρότσος (ο) και ρότσα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι ρότσοι θηλ. οι ρότσες) η πέτρα

http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 11/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
σάζω ρ. (έσασα, εσάστηκα) φτιάχνω

σάκκος (ο) ουσ. (πλυθ. οι σάκκοι) παλτό

σαντανωσιά (η) ουσ. (πληθ. οι σαντανωσιές) {σαντανωshά) η ανακατοσούρα

σαρκά (η) ουσ. (πληθ. οι σαρκές) η σκούπα

σάτζη (η) ουσ. ρηχό µεταλλικό µαγειρικό σκέυος, στο οποίο συνήθως ψήνονται πίτες χωρίς λάδι

σβηστήρι (το) ουσ. (πληθ. τα σβηστήρκα) η γοµολάστιχα

σεντ (το) ουσ. [< αγγλικό cent] νόµισµα, ένα εκατοστό της Κυπριακής λίρας, ίσο περίπου µε 1.7 λεπτά
του ευρώ

σεφταλιά (η) ουσ. (πληθ. οι σεφταλιές) {shεφταλιά} φαγητό µε γέµιση που περιέχει κυρίως κιµά
τυλιγµένο σε πάννα (βλ.λ.)

σιακατούρι (το) ουσ. (πληθ. τα σιακατούρκα) {shακατούρι} [< ίσα + κάτω] η κατηφόρα

σιεηττάνης (ο) σιεηττάνισα (η) σιεηττάνικο (το) ουσ. (πληθ. οι σιεηττάνηες, οι σιεηττάνισσες, τα
σιεηττάνικα) {shεηττάνης} [< αγγλικό satan] µτφ. ο πονηρός άνθρωπος, ο τυχοδιώκτης | µτφ. για
παιδιά που δεν κάθονται φρόνιµα ποτέ, που κάνουν συνέχεια αταξίες

σιεροκουτάλα (η) ουσ. η περίεργη γυναίκα, η κουτσοµπόλα, που χώνει τη µύτη της παντού

σιέζω ρ. (έσιεσα, εσιέστηκα) {shέζω} χέζω

σιέρι (το) ουσ. (πληθ. τα σιέρκα) {shέρι} το χέρι

σίερο (το) ουσ. (πληθ. τα σίερα) το µέταλλο σίδερο | η ηλεκτρική συσκευή µε την οποία σιδερώνουµε

σιερώνω ρ. (εσιέρωσα) σιδερώνω

σιερώστρα (η) ουσ. (οι σιερώστρες) η σιδερώστρα

σιέσης (ο) ουσ. (πληθ. οι σιέσηες) {shέσης} [< χέστης] ο δειλός

σιονώνω ρ. (εσιόνωσα) χύνω

σιόρ (ο) ουσ. ο κύριος

σιουσιούκκος (ο) ουσ. {shουshούκκος} παραδοσιακό κυπριακό γλυκό, µακρόστενο στο σχήµα,
αποτελείται από αµύγδαλα ή κάστανα περασµένα σε κλωστή, που τα βουτάνε σε λυωµένη
µουσταλευριά, η οποία µετά πήζει και περικλείει τους ξηρούς καρπούς

σίστος (ο) ουσ. (πληθ. οι σίστοι) {shίστος} το γυναικείο γεννητικό όργανο

σκαρπάρης (ο) ουσ. (πληθ. οι σκαρπάρηες) ο τσαγκάρης

σκατούλλικα (τα) ουσ. παιχνίδι που παίζεται µε πέτρες σχήµατος πλάκας, όπου ο κάθε παίκτης
προσπαθεί να ρίξει την πέτρα του και να πλακώσει την πέτρα του αντιπάλου του

http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 12/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
σκεµπέ (η) ουσ. η κοιλίά

σκεµπετζής (ο) ουσ. {σκεµπεdjής} ο κοιλαράς

σκλουβέρι (το) ουσ. (πληθ. τα σκλουβέρκα) το λευκό κεντητό ύφασµα που στολίζει την οροφή
µεγάλου κρεβατιού

σκουλούτζι (το) ουσ. (πληθ. τα σκουλούτζια) {σκουλούdjι} το σκουλήκι

σµιλί (το) ουσ. µικρή µεταλλική βελόνα που χρησιµοποιείται για ψιλά κεντήµατα

σοίρος (ο) ουσ. (πληθ. οι σοίροι) {shοίρος} [< χοίρος] το γουρούνι

σούζω ρ. (έσουσα) κουνώ

σούσα (η) ουσ. (πληθ. οι σούσες) η κούνια | µτφ. οι σούσες είναι η παιδική χαρά, π.χ. "πάµε στις
σούσες" δηλαδή πάµε στην παιδική χαρά

σπαρκώνω ρ. (εσπάρκωσα) για ζώα: η κατάσταση ενός ζώου όταν είναι περίοδος ζευγαρώµατος και
δεν έχει ταίρι | για ανθρώπους: νιώθω έντονη την ανάγκη να κάνω σεξ (περιπαικτικά)

σσιάζουµαι ρ. (εσσιάστηκα) {shιάζουµαι} βλέπω

σσίζω ρ. (έσσισα, εσσίστηκα) {shίζω} σκίζω

σούζµα (το) ουσ. το κούνηµα

σσεπέττος (ο) ουσ. (πληθ. οι σσεπέττοι) {shεπέττος} το κυνηγετικό όπλο

σσυλλόπελλος (ο) -η (η) -ον (το) ουσ. [< σσύλλος (βλ.λ. + πελλός (βλ.λ.)] ο θεότρελος

σσύλλος (ο) σσύλλα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι σσύλλοι θηλ. οι σσύλλες) {shύλλος} σκύλος, σκύλα

Στάλω (η) γυναικείο όνοµα, χαϊδευτικό του Χρυσή (Χρυσή, Χρυστάλλα, Χρυστάλλω, Στάλω)

στετέ (η) ουσ. η γιαγιά

στράτα (η) ουσ. (πληθ. οι στράτες) ο δρόµος

συλάρι (το) ουσ. (πληθ. τα συλάρκα) {shυλάρι} [< χυλός] ο χυλός

συνάω ρ. (εσύναξα, εσυνάχτηκα) [< αρχαίο συνάγω] µαζεύω

συνότζιαιρος -η -ον επίθ. ο σύγκαιρος, ο συνοµήλικος

συντυχάνω ρ. (εσύντυχα) [< συν + τυγχάνω] συνοµιλώ, συζητώ

σύξηλος -η -ον επίθ. ο άναυδος

σύρνω ρ. (έσυρα) ρίχνω, πετώ

σωρόφκω ρ. (εσώροψα) µαζεύω, συγκεντρώνω

τάβλα (η) ουσ. (πληθ. οι τάβλες) τραπέζι ή κρεβάτι


http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 13/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου

ταπέλλα (η) ουσ. (πληθ. οι ταπέλλες) η πινακίδα

ττάππος (ο) ουσ. (πληθ. οι ττάπποι) ο φελλός του κρασιού | µτφ. ο κοντός άνθρωπος

τατάς (ο) ουσ. ο νονός

τζαί σύνδ. {djαι} και

τζιαµέ επίρρ. {djιαµέ} εκεί

τζυλώ ρ. (ετζύλησα) {djυλώ} κυλώ

τζείνη επίρρ. {djείνη} εκείνη

τζείνος επίρρ. {djείνος} εκείνος

τζισβές (ο) ουσ. (πληθ. οι τζισβέδες) {djισβές} το µπρίκι

τζίτρινος (ο) -η (η) -ον (το) επίθ. ο κίτρινος

τζοιµούµαι ρ. (ετζοιµήθηκα, ετζοίµησα) {djοιµούµαι} κοιµάµαι

τζυλώ ρ. (ετζύλησα) {djυλώ} κυλώ

τηάνι (το) ουσ. (πληθ. τα τηάνια) το τηγάνι

τηανίζω ρ. (ετηάνισα, ετηανίστηκα) τηγανίζω

τιτσίν (το) ουσ. το κοµµάτι

τίτσιρος -η -ον επίθ. ο γυµνός

τουρτουρώ ρ. τουρτουρίζω

τράουλλος (ο) ουσ. (πληθ. οι τραούλλοι) ο τράγος

τρι (το) ουσ. χειροποίητα ζυµαρικά που βράζονται µε γάλα αντί για νερό

τσαέρα (η) ουσ. (πληθ. οι τσαέρες) [< αγγλικό chair] η καρέκλα

τσανιάζω ρ. (ετσάνιασα) γρατσουνώ

τσεντί (το) ουσ. (πληθ. τα τσεντιά) το πορτοφόλι

τσενγκένης (ο) ουσ. (πληθ. οι τσενγκένηες) ο γύφτος

τσιλλώ ρ. (ετσίλλησα, ετσιλλήθηκα) πιέζω

τσιφτές (ο) ουσ. (πληθ. οι τσιφτέδες) νόµισµα, παλιά υποδιαίρεση της λίρας που έχει καταργηθεί |
στην καθοµιλουµένη µεταξύ παιδιών είναι το νόµισµα που χρειάζεται για να ξεκινήσει ένα παιχνίδι σε
ηλεκτρονικό µηχάνηµα, παλιότερα ίσο µε 10 σεντ (βλ.λ.), αργότερα 20 σεντ και τώρα 50 σεντ

τσούρα (η) ουσ. (πληθ. οι τσούρες) η κατσίκα


http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 14/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου

τταλαττούρι (το) ουσ. το τζατζίκι

Τταλού (η) γυναικείο όνοµα, χαϊδευτικό του Χρυσή (Χρυσή, Χρυστάλλα, Χρυσταλλού, Τταλλού)

τταπουροκολού (η) ουσ. (πληθ. οι τταπουροκολούες) η µοτοσυκλέτα

φακκώ ρ. (εφάτσησα {εφάchησα}) χτυπώ

φάουσα (η) ουσ. ο σκασµός

φίνα (η) ουσ. (πληθ. οι φίνες) είδος φιδιού, πολύ µικρού σε µέγεθος, µε ισχυρότατο θανατηφόρο
δηλητήριο

φκάλλω ρ. (έφκαλα) βγάζω

φκιακάς (ο) ουσ. (πληθ. οι φκιακάες) αυτός που έχει µεγάλα αυτιά

φκιολάρης (ο) ουσ. (πληθ. οι φκιολάρηες) ο βιολιστής

φκιολί (το) ουσ. (πληθ. τα φκιολιά) το βιολί

φκιόρο (το) ουσ. (πληθ. τα φκιόρα) το λουλούδι, το φυτό | µφτ. για τον βλάκα, τον αγαθιάρη

φλόκκος (ο) ουσ. η σφουγγαρίστρα

φόκος (ο) ουσ. η φωτιά

φουκού (η) ουσ. (πληθ. οι φουκούες) µεταλλικό δοχείο όπου ανάβονται κάρβουνα, µε σκοπό το
ψήσιµο, φουφού

φουντάνα (η) ουσ. (πληθ. οι φουντάνες) η βρύση

φρουτσίν (το) ουσ. (πληθ. τα φρουτσιά {φρουchά}) [< υποκοριστικό του βούρτσα, βουρτσί] το πινέλο

φτείρα (η) ουσ. (πληθ. οι φτείρες) η ψείρα

φτιν (το) ουσ. (πληθ. τα φκιά) το αυτί

φωθκιά (η) ουσ. (πληθ. οι φωθκιές) η φωτιά

χάι χούι (το) ουσ. ο χαβαλές

χαµαί επίρρ. [< αρχαίο χαµαί] χάµω

Χαµπής (ο) ανδρικό όνοµα, χαϊδευτικό του Χαράλαµπος

χαρτούτσα (η) ουσ. (πληθ. οι χαρτούτσες) {χαρτούchα} το φυσίγγιο του κυνηγετικού όπλου

χαρτωµένος (ο) χαρτωµένη (η) χαρτωµένο (το) ουσ. (πληθ. οι χαρτωµένοι, οι χαρτωµένες, τα
χαρτωµένα) ο αρραβωνιασµένος

χογλώ ρ. (εχόγλασα) βράζω

http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 15/16
9/2/2010 Γλωσσάρι Κυπριακής ∆ιαλέκτου
χτηνό (το) ουσ. (πληθ. τα χτηνά) το ζώο, το κτήνος | µτφ. κάποιος πολύ γυµνασµένος

χτίν (το) ουσ. το γουδί

χτιτσιό (το) ουσ. {χτιchιό} [< χτικιό] η βρωµιά, η ακαθαρσία

χτιτσιολοώ ρ. (εχτιτσιολόησα) {εχτιchιολόησα} βρωµάω άσχηµα

χτοσιέριν (το) ουσ. {χτοshέριν} το γουδοχέρι

ψατζή (η) ουσ. το δηλητήριο | µτφ. το πολύ κρύο

ψάρι (το) ουσ. (πληθ. τα ψάρκα) το ψάρι (παρατίθεται για την ιδιαιτερότητα του πληθυντικού)

http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha 16/16

You might also like