Professional Documents
Culture Documents
Πίνακας αρχαίων μετοχών παθητικού παρακειμένου
Πίνακας αρχαίων μετοχών παθητικού παρακειμένου
νεοελληνική γλώσσα
Μετοχή
αναπεπταμένη σημαία
ανασυνδεδεμένος ανασυνδέομαι = αυτός που έχει ανασυνδεθεί
ανατεθειμένος ανατίθεμαι = αυτός που έχει ανατεθεί
ανατεθειμένη παραγγελία,
ανατεθειμένο έργο
ανειλημμένος αναλαμβάνομαι = αυτός που έχει αναληφθεί
ανειλημμένη υποχρέωση,
ανειλημμένη ευθύνη,
ανειλημμένα ποσά
ανεστραμμένος αναστρέφομαι = αυτός που έχει αναστραφεί,
αναποδογυρισμένος
ανεστραμμένο σχήμα,
ανεστραμμένη πολικότητα,
ανεστραμμένη θερμοβαθμίδα
ανηγμένος ανάγομαι = αυτός που έχει αναχθεί
ανηγμένη μεταβολή,
ανηγμένη δύναμη
ανηγμένη κλίμακα
αντεστραμμένος αντιστρέφομαι = αυτός που έχει αντιστραφεί
αντεστραμμένοι ρόλοι,
αντεστραμμένοι όροι,
αντεστραμμένο κλάσμα
απεγκατεστημένος, εγκαθιστώμαι = αυτός που έχει απεγκατασταθεί (ή
αποεγκατεστημένος εγκαθίσταμαι αποεγκατασταθεί)
απεγνωσμένη προσπάθεια,
απεγνωσμένη φωνή
απεσταλμένος αποστέλλομαι = αυτός που έχει αποσταλεί
ειδικός απεσταλμένος,
απεσταλμένη επιστολή,
απεσταλμένο δέμα
απευθυσμένος απευθύνομαι = αυτός που έχει απευθυσθεί
απευθυσμένο έντερο =
το απευθυσμένο
απηυδημένος, απαυδώ = αυτός που έχει απαυδήσει (που έχει χάσει τη
απηυδισμένος (απαυδώμαι) φωνή του), που έχει κουραστεί,
εξουθενωμένος
απογεγραμμένος απογράφομαι = αυτός που έχει απογραφεί, απογραμμένος
απογεγραμμένος κάτοικος
αποδεδειγμένος αποδεικνύομαι = αυτός που έχει αποδειχθεί
είναι αποδεδειγμένο,
αποδεδειγμένα (επίρρ.)
αποκατεστημένος αποκαθιστώμαι, = αυτός που έχει αποκατασταθεί
αποκαθίσταμαι
καλά αποκατεστημένος = εξασφαλισμένος
(οικονομικά, εργασιακά κτλ.), νοικοκυρεμένος
απομεμακρυσμένος συνδρομητής,
απονενοημένος απονοούμαι = αυτός που έχει απονοηθεί (= που βρίσκεται
σε απόγνωση)
αποσυντεθειμένο πτώμα
αποτεθειμένος αποτίθεμαι = αυτός που έχει αποτεθεί
αποτεθειμένος οπλισμός,
αποτεθειμένη χειροσυσκευή
αποτετμημένος αποτέμνομαι = αυτός που έχει αποτμηθεί
απωθημένος απωθούμαι = αυτός που έχει απωθηθεί, απωθημένος)
αυτοδιηγερμένη διάταξη
αφηρημένος αφαιρούμαι = αυτός που έχει αφαιρεθεί
αφηρημένα ουσιαστικά,
αφηρημένη έννοια,
αφηρημένη τέχνη
βεβαρημένος, βαρύνομαι = αυτός που έχει βαρυνθεί
βεβαρυμμένος
βεβαρημένο ποινικό μητρώο,
βεβαρημένο παρελθόν,
βεβαρημένος οργανισμός
βεβιασμένος βιάζομαι = αυτός που έχει βιασθεί
βεβιασμένη ενέργεια,
βεβιασμένη κίνηση,
βεβιασμένο χαμόγελο
γεγυμνωμένος γυμνούμαι = αυτός που έχει γυμνωθεί
δεδηλωμένος εχθρός
δεδομένη κατάσταση
τα δεδομένα (ενός προβλήματος), δεδομένα,
επεξεργασία δεδομένων (στην Πληροφορική)
δεδουλευμένος δουλεύομαι = αυτός που έχει δουλευθεί (και είναι
οφειλόμενος)
δεδουλευμένα ημερομίσθια,
δεδουλευμένοι τόκοι,
τα δεδουλευμένα
διαδεδομένος διαδίδομαι = αυτός που έχει διαδοθεί
διακεκομμένη συνουσία
διακεκριμένος διακρίνομαι = αυτός που έχει διακριθεί
διακεκριμένος επιστήμονας,
διακεκριμένο στέλεχος
διαλελυμένος διαλύομαι = αυτός που έχει διαλυθεί
διαλελυμένη οικογένεια,
διαλελυμένη ουσία
διασυνδεδεμένος διασυνδέομαι = αυτός που έχει διασυνδεθεί
διασυνδεδεμένα δίκτυα
διατεθειμένος διατίθεμαι = αυτός που έχει διατεθεί
διατεταγμένη υπηρεσία
διεσταλμένος διαστέλλομαι = αυτός που έχει διασταλεί
διεφθαρμένος άνθρωπος
διηγερμένος διεγείρομαι = αυτός που έχει διεγερθεί
διπλοεγγεγραμμένος ψηφοφόρος
εγγεγραμμένος εγγράφομαι = αυτός που έχει εγγραφεί
εγκαταλελειμμένο σπίτι,
εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο
εγκατεσπαρμένος εγκατασπείρομαι = αυτός που έχει εγκατασπαρεί
εγκατεστημένος εγκαθιστώμαι = αυτός που έχει εγκατασταθεί
εγκαθίσταμαι
εγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό
υπολογιστή)
εγκεκριμένος εγκρίνομαι = αυτός που έχει εγκριθεί
εγκεκριμένος τύπος,
εγκεκριμένο φάρμακο
εγνωσμένος γιγνώσκομαι = αυτός που έχει γνωσθεί, γνωστός,
αδιαμφισβήτητος
εγνωσμένο κύρος,
εγνωσμένη αξία
ειλημμένος λαμβάνομαι = αυτός που έχει ληφθεί
ειλημμένη απόφαση
ειμαρμένος είμαρται (δεν = αυτός που έχει κληρωθεί (ληφθεί με κλήρο),
απαντάται στο πρώτο πεπρωμένος, μοιραίος
πρόσωπο)
ειμαρμένη: = το πεπρωμένο, η μοίρα
ειρημένος λέγομαι = αυτός που έχει λεχθεί (ρηθεί, ειπωθεί)
εισηγμένος εισάγομαι = αυτός που έχει εισαχθεί
εκπεφρασμένη άποψη
εκτεθειμένος εκτίθεμαι = αυτός που έχει εκτεθεί
εκτεταμένη έρευνα
εμπεριστατωμένος εμπεριστατώ = αυτός που έχει εμπεριστατωθεί (= εξεταστεί
(μελετηθεί, γίνει) με πολλή προσοχή)
εμπεριστατωμένη μελέτη
εναποτεθειμένος εναποτίθεμαι = αυτός που έχει εναποτεθεί
εναποτεθειμένες ελπίδες
ενδεδειγμένος ενδεικνύομαι, = αυτός που έχει ενδειχθεί
ενδείκνυμαι
ενδεδειγμένος τρόπος,
ενδεδειγμένη ενέργεια,
ενδεδειγμένη λύση
ενδεδυμένος ενδύομαι = αυτός που έχει ενδυθεί
εντεταλμένος σύμβουλος,
εντεταλμένος αντιπρόεδρος
εντεταμένος εντείνομαι = αυτός που έχει ενταθεί
εξεζητημένος εκζητούμαι = αυτός που έχει εκζητηθεί
εξεζητημένος τρόπος
εξεζητημένη αμφίεση
εξημμένος εξάπτομαι = αυτός που έχει εξαφθεί
εξημμένα πνεύματα
εξηρμένος εξαίρομαι = αυτός που έχει εξαρθεί
εξηρμένα προσόντα
εξωνημένος εξωνούμαι = αυτός που έχει εξωνηθεί
επανειλημμένος επαναλαμβάνομαι = αυτός που έχει επαναληφθεί
επανειλημμένη υπόμνηση
επανειλημμένως (επίρρ.)
επανορθωμένος επανορθούμαι = αυτός που έχει επανορθωθεί
επεκτεταμένος επεκτείνομαι = αυτός που έχει επεκταθεί
επενδεδυμένο κεφάλαιο
επηρμένος επαίρομαι = αυτός που έχει επαρθεί, ο οιηματίας, ο
φαντασμένος, ο αλαζόνας
επηρμένο ύψος
επηυξημένος επαυξάνομαι = αυτός που έχει επαυξηθεί
επιβεβλημένα μέτρα
επιγεγραμμένος επιγράφομαι = αυτός που έχει επιγραφεί
επικεκαλυμμένος επικαλύπτομαι = αυτός που έχει επικαλυφθεί
επιτετραμμένος επιτρέπομαι = αυτός που του έχει επιτραπεί κάποιο έργο
εσβεσμένη άσβεστος,
εσβεσμένο ηφαίστειο
εσκαμμένος σκάπτομαι = αυτός που έχει σκαφθεί
ο Εσταυρωμένος (Χριστός)
εστεγασμένος στεγάζομαι = αυτός που έχει στεγασθεί
εστεγασμένος χώρος
εστεμμένος στέφομαι = αυτός που έχει στραφεί
εστεμμένος βασιλιάς
εστραμμένος στρέφομαι = αυτός που έχει στραφεί
εσφαλμένος σφάλλομαι = αυτός που έχει σφαλεί
εσφαλμένη άποψη
εσφαλμένο αποτέλεσμα
εσφιγμένος σφίγγομαι = αυτός που έχει σφιχθεί
Σάββας ο Ηγιασμένος
ηθελημένος εθέλω = αυτός που έχει «θεληθεί», εσκεμμένος
(εθέλομαι)
ηθελημένη ενέργεια
ημαρτημένος αμαρτάνομαι = αυτός που έχει αμαρτηθεί
ηττημένη ομάδα,
οι νικητές και οι ηττημένοι
καθημαγμένος στρατιώτης
καθημαγμένου, καθημαγμένο,
καθημαγμένοι, καθημαγμένων,
καθημαγμένους,
καθημαγμένη οικονομία
κακοανατεθραμμένος ανατρέφομαι = αυτός που έχει κακοανανατραφεί
κακανατεθραμένο παιδί
καταβεβλημένος καταβάλλομαι = εξαντλημένος, αποκαμωμένος (από
κούραση, ασθένεια, μεγάλη θλίψη)
καταβεβλημένος οργανισμός
καταγεγραμμένος καταγράφομαι = αυτός που έχει καταγραφεί
καταγεγραμμένη πρόταση
κατατεθειμένος κατατίθεμαι = αυτός που έχει κατατεθεί
κατατεθειμένο ποσό
κατατετμημένος κατατέμνομαι = αυτός που έχει κατατμηθεί
κατειλημμένος καταλαμβάνομαι = αυτός που έχει καταληφθεί
κατειλημμένος ανελκυστήρας,
σήμα κατειλημμένου,
κατειλημμένες θέσεις
κατεσταλμένος καταστέλλομαι = αυτός που έχει κατασταλεί
κατεσταλμένη λειτουργία
κατεστημένος καθιστώμαι, = αυτός που έχει κατασταθεί
καθίσταμαι
το κατεστημένο
κατεστραμμένος καταστρέφομαι = αυτός που έχει καταστραφεί
κατεστραμμένη πόλη
κατεψυγμένος καταψύχομαι = αυτός που έχει καταψυχθεί
κατεψυγμένα ψάρια
κατηγμένος κατάγομαι = αυτός που έχει καταχθεί
κατηγμένη
κατηραμένος όφις
κατηρτισμένος καταρτίζομαι = αυτός που έχει καταρτισθεί
κεκαθαρμένος καθαίρομαι = αυτός που έχει καθαρθεί
κεκαθαρμένο εμβόλιο
κεκαλυμμένος καλύπτομαι = αυτός που έχει καλυφθεί
κεκαμμένος κάμπτομαι = αυτός που έχει καμφθεί
κεκαμμένος αγκώνας
κεκαρμένος κείρομαι = αυτός που έχει καρεί (κουρευτεί)
κεκηρυγμένος πόλεμος
κεκλεισμένος κλείομαι = αυτός που έχει κλεισθεί, κλεισμένος
κεκλιμένο επίπεδο
κεκοιμημένος κοιμώμαι = αυτός που έχει κοιμηθεί
κεκορεσμένο διάλυμα,
κεκορεσμένος ατμός
κεκραμένος κεράννυμαι = αυτός που έχει κραθεί
κεκτημένα δικαιώματα,
το Κοινοτικό κεκτημένο
κεκτημένη ταχύτητα
κεκυρωμένος κυρούμαι = αυτός που έχει κυρωθεί
κεκυρωμένο αντίγραφο
κεχαριτωμένος χαριτούμαι = αυτός που έχει χαριτωθεί
λελογισμένη χρήση
λελυμένος λύομαι = αυτός που έχει λυθεί, λυμένος
λογοκεκριμένο δημοσίευμα/κείμενο,
λογοκεκριμένος λόγος
μεμαρτυρημένος μαρτυρούμαι = αυτός που έχει μαρτυρηθεί
μεμονωμένος μονούμαι = αυτός που έχει μονωθεί (έχει μείνει
μόνος)
μεμονωμένο παράδειγμα,
μεμονωμένη περίπτωση
μεταγεγραμμένος μεταγράφομαι = αυτός που έχει μεταγραφεί
παραγεγραμμένο αδίκημα
παραδεδεγμένος παραδέχομαι = αυτός που έχει παραδεχθεί
παραδεδομένος παραδίδομαι = αυτός που έχει παραδοθεί
παρατεθειμένος παρατίθεμαι = αυτός που έχει παρατεθεί
παρατεταγμένος παρατάσσομαι = αυτός που έχει παραταχθεί
παρατεταγμένο άγημα
παρατεταμένος παρατείνομαι = αυτός που έχει παραταθεί
παρατεταμένο χειροκρότημα,
παρατεταμένη ανομβρία
παρεγγεγραμμένος περιγράφομαι = αυτός που έχει παρεγγραφεί
παρεγγεγραμμένος κύκλος
παρεντεθειμένος παρεντίθεμαι = αυτός που έχει περεντεθεί
παρεστιγμένος παραστίζομαι = αυτός που έχει παραστιχθεί
παρεφθαρμένη γλώσσα
παρηκμασμένος παρακμάζω = αυτός που έχει παρακμάσει
(παρακμάζομαι)
παρωχημένος παροίχομαι = αυτός που έχει παρέλθει
πεπαλαιωμένος οίνος,
πεπαλαιωμένη αντίληψη
πεπατημένος πατούμαι = αυτός που έχει πατηθεί
πεπειραμένος τεχνίτης,
πεπειραμένος υπάλληλος
πεπεισμένος πείθομαι = αυτός που έχει πεισθεί
πεπερασμένη σειρά,
πεπερασμένο σύνολο
πεπιεσμένος πιέζομαι = αυτός που έχει πιεσθεί
πεπιεσμένος αέρας
πεπλανημένος πλανώμαι = αυτός που έχει πλανηθεί
πεπλανημένη εντύπωση
πεπλατυσμένος πλατύνομαι = αυτός που έχει πλατυνθεί
πεπλατυσμένος ρωστήρας
πεπλεγμένος πλέκομαι = αυτός που έχει πλεχθεί/πλακεί
τα πεπραγμένα
έκθεση πεπραγμένων
πεπρωμένος πέπρωται = αυτός που πέπρωται (είναι γραμμένος
από τη μοίρα)
περιγεγραμμένος κύκλος
περιελιγμένος περιελίσσομαι = αυτός που έχει περιελιχθεί
περιεσκεμμένος περισκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς περισκεφθεί
περιεστραμμένος περιστρέφομαι = αυτός που έχει περιστραφεί
περιεσφιγμένος περισφίγγομαι = αυτός που έχει περισφιχθεί
περικεκομμένος περικόπτομαι = αυτός που έχει περικοπεί
περικεκομμένος προϋπολογισμός
περιπεπλεγμένος περιπλέκομαι = αυτός που έχει περιπλεχθεί/περιπλακεί
περιπεπλεγμένη κατάσταση
περιτετμημένος περιτέμνομαι = αυτός που έχει περιτμηθεί
πεφιλημένος φιλούμαι = αυτός που έχει φιληθεί (= αγαπηθεί)
πεφιλημένος σύζυγος
πεφορτισμένος φορτίζομαι = αυτός που έχει φορτισθεί
πεφορτισμένη ατμόσφαιρα
πεφωτισμένος φωτίζομαι = αυτός που έχει φωτισθεί
πεφωτισμένος ηγέτης
προβεβλημένος προβάλλομαι = αυτός που έχει προβληθεί
προβεβλημένο θέμα,
προβεβλημένη κατάσταση
προδεδικασμένος προδικάζομαι = αυτός που έχει προδικασθεί
προδιαγεγραμμένος προδιαγράφομαι = αυτός που έχει προδιαγραφεί
προδιαγεγραμμένο μέλλον,
προδιαγεγραμμένη πορεία,
προδιαγεγραμμένα χαρακτηριστικά
προδιατεθειμένος προδιατίθεμαι = αυτός που έχει προδιατεθεί
είμαι
προδιατεθειμένος ... (προετοιμασμένος για
κάτι ...)
προεγγεγραμμένος προεγγράφομαι = αυτός που έχει προεγγραφεί
προεγκεκριμένος προεγκρίνομαι = αυτός που έχει προεγκριθεί
προειλημμένος προλαμβάνομαι = αυτός που έχει προληφθεί (= ληφθεί εκ
των προτέρων)
προειλημμένη απόφαση
προειρημένος προλέγομαι = αυτός που έχει προλεχθεί (προρρηθεί,
προειπωθεί), ο προειπωμένος
προεκτεταμένος προεκτείνομαι = αυτός που έχει προεκταθεί
προεκτεταμένη καμπύλη
προεντεταμένος προεντείνομαι = αυτός που έχει προενταθεί
προεσκεμμένος προσκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς προσκεφθεί
προηγιασμένος προαγιάζομαι = αυτός που έχει προαγιασθεί
προηγμένος προάγομαι = αυτός που έχει προαχθεί
προηγμένη τεχνολογία,
προηγμένες χώρες
προκαταβεβλημένος προκαταβάλλομαι = αυτός που έχει προκαταβληθεί
προκαταβεβλημένο μίσθωμα
προκατειλημμένος προκαταλαμβάνομαι = αυτός που έχει προκαταληφθεί
προκεχωρημένο φυλάκιο
προσβεβλημένος προσβάλλομαι = αυτός που έχει προσβληθεί
προσκεκλημένα άτομα,
οι προσκεκλημένοι
προστεθειμένος προστίθεμαι = αυτός που έχει προστεθεί
προτεθειμένος προτίθεμαι = αυτός που έχει προτεθεί
προτεταμένος προτείνομαι = αυτός που έχει προταθεί
προτεταμένο στήθος
προωθημένος προωνούμαι = αυτός που έχει προωθηθεί, προωθημένος
προωθημένη άποψη
σεσημασμένος σημαίνομαι = αυτός που έχει σημανθεί
σεσημασμένος κακοποιός
συγκεκομμένος συγκόπτομαι = αυτός που έχει συγκοπεί
συγκεκομμένη λέξη
συγκεκραμένος συγκεράννυμι = αυτός που έχει συγκραθεί (=
συγκερασθεί)
συγκεκριμένα μέτρα,
συγκεκριμένα ουσιαστικά
συγκεχυμένος συγχέομαι = αυτός που έχει συγχυθεί
συγκεχυμένη κατάσταση,
συγκεχυμένες πληροφορίες
συμβεβλημένος συμβάλλομαι = αυτός που έχει συμβληθεί
συμβεβλημένο ταμείο,
συμβεβλημένο φαρμακείο
συμπεφωνημένος συμφωνούμαι = αυτός που έχει συμφωνηθεί
συνεπτυγμένη μορφή
συνεσταλμένος συστέλλομαι = αυτός που έχει συσταλεί
συνεστραμμένος
συνεστραμμένου
συνεστραμμένοι συνεστραμμένων
συνεστραμμένους
συνεστραμμένο συνεστραμμένα
συνημμένο έγγραφο,
συνημμένο αρχείο
συνηρημένος συναιρούμαι = αυτός που έχει συναιρεθεί
συνηρημένα ρήματα
συντεθειμένος συντίθεμαι = αυτός που έχει συντεθεί
συντεθλασμένος συνθλώμαι = αυτός που έχει συνθλασθεί, ο
συντετριμμένος
συντεταγμένος συντάσσομαι = αυτός που έχει συνταχθεί
συντεταγμένη πολιτεία
συντετμημένος συντέμνομαι = αυτός που έχει συντμηθεί
συντετμημένη επιλογή,
συντετμημένη λέξη
συντετριμμένος συντρίβομαι = αυτός που έχει συντριβεί
τεθλασμένη γραμμή
τεθλιμμένος θλίβομαι = αυτός που έχει θλιβεί
τεθλιμμένος συγγενής
τεθωρακισμένος θωρακίζομαι = αυτός που έχει θωρακισθεί
τεθωρακισμένα άρματα
τεταγμένος τάσσομαι = αυτός που έχει ταχθεί
τεταμένη κατάσταση,
τεταμένη αρμόσφαιρα
τεταπεινωμένος ταπεινούμαι = αυτός που έχει ταπεινωθεί
τετελεσμένο γεγονός,
τετελεσμένος μέλλων
τετηγμένος τήκομαι = αυτός που έχει τακεί
τετηγμένος κηρός
τετμημένος τέμνομαι = αυτός που έχει τμηθεί
τετμημένη
τετμημένης
τετμημένες
τετμημένων
τετριμμένη έκφραση
υπεσχημένος υπισχνούμαι = αυτός που τον έχει κανείς υποσχεθεί
υπογεγραμμένη σύμβαση
υποδιηρημένος υποδιαιρούμαι = αυτός που έχει υποδιαιρεθεί
υποκατεστημένος υποκαθιστώμαι, = αυτός που έχει υποκατασταθεί
υποκαθίσταμαι