Professional Documents
Culture Documents
ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του Λ.ΤΡΟΤΣΚΙ
ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του Λ.ΤΡΟΤΣΚΙ
ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του Λ.ΤΡΟΤΣΚΙ
Η ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
(ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ
ΕΝΩΣΗ;)
Γράφτηκε: το 1936
Το ίδιο το κέντρο της προσοχής του Λένιν και των συντρόφων του ήταν μια συνεχής
φροντίδα να προστατέψουν τις γραμμές των μπολσεβίκων από τα ελαττώματα
εκείνων που ήταν στην εξουσία. Ωστόσο, η ιδιαίτερη προσέγγιση και πολλές φορές η
πραγματική συγχώνευση του Κόμματος με τον κρατικό μηχανισμό, είχε ήδη κάνει,
στα πρώτα εκείνα χρόνια, αναμφίβολη ζημιά στην ελευθερία και την ελαστικότητα
του κομματικού καθεστώτος. Η δημοκρατία είχε σε αναλογία περιοριστεί, καθώς οι
δυσκολίες μεγάλωναν. Στην αρχή, το Κόμμα ποθούσε και έλπιζε να διατηρήσει την
ελευθερία της πολιτικής πάλης μέσα στα πλαίσια των Σοβιέτ. Ο εμφύλιος πόλεμος
έκανε σοβαρές τροπολογίες σ’ αυτόν τον υπολογισμό. Τα κόμματα της
αντιπολίτευσης απαγορεύτηκαν το ένα μετά το άλλο. Οι ηγέτες του Μπολσεβικισμού
θεώρησαν αυτό το μέτρο, που ερχόταν σε ολοφάνερη σύγκρουση με το πνεύμα της
σοβιετικής δημοκρατίας, όχι σαν μια αρχή, αλλά σαν μια επεισοδιακή πράξη
αυτοάμυνας.
Αυτό, ωστόσο, που στο αρχικό σχέδιο ήταν απλά μια αναγκαία παραχώρηση σε μια
δύσκολη κατάσταση, αποδείχτηκε ότι ταίριαζε τέλεια στο γούστο της
γραφειοκρατίας, που άρχισε τότε να πλησιάζει την εσωτερική ζωή του Κόμματος
αποκλειστικά από τη σκοπιά της διευκόλυνσης στη διοίκηση. Ήδη από το 1922, στη
διάρκεια μιας σύντομης βελτίωσης της υγείας του, ο Λένιν, βλέποντας με φρίκη την
απειλητική αύξηση του γραφειοκρατισμού, προετοίμαζε μια πάλη ενάντια στη φράξια
του Στάλιν, που είχε γίνει ο άξονας της κρατικής μηχανής, σαν ένα πρώτο βήμα προς
την κατάληψη του μηχανισμού του κράτους. Μια δεύτερη συμφόρηση και μετά ο
θάνατος τον εμπόδισαν να αναμετρήσει τις δυνάμεις του με την εσωτερική αυτή
αντίδραση.
Μαζί με τη θεωρία του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα, η γραφειοκρατία έθεσε στην
κυκλοφορία τη θεωρία ότι στον Μπολσεβικισμό η Κεντρική Επιτροπή είναι το παν
και το Κόμμα τίποτε. Όπως και νά ’ χει, η δεύτερη αυτή θεωρία εφαρμόστηκε με
περισσότερη επιτυχία από την πρώτη. Αρπάζοντας την ευκαιρία με το θάνατο του
Λένιν, η κυρίαρχη ομάδα ανάγγειλε μια «λενινιστική στρατολόγηση». Οι πόρτες του
Κόμματος, που φυλάγονταν πάντα προσεκτικά, ανοίχτηκαν τώρα διάπλατα. Εργάτες,
υπάλληλοι, μικροαξιωματούχοι, μπήκαν μαζικά στο Κόμμα. Ο πολιτικός στόχος
αυτής της μανούβρας ήταν να διαλύσει την επαναστατική πρωτοπορία μέσα σ’ ένα
ακατέργαστο, χωρίς πείρα, χωρίς ανεξαρτησία, και ακόμα με την παλιά συνήθεια να
υποτάσσεται στις αρχές, ανθρώπινο υλικό. Το σχέδιο πέτυχε. Απελευθερώνοντας τη
γραφειοκρατία από τον έλεγχο της πρωτοπορίας, η «λενινιστική στρατολόγηση»
έδωσε ένα θανάσιμο χτύπημα στο Κόμμα του Λένιν. Ο μηχανισμός είχε κερδίσει την
αναγκαία ανεξαρτησία. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός παραχώρησε τη θέση του
στο γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό. Στον ίδιο τον κομματικό μηχανισμό έγινε τώρα
μια ριζική αναδιάρθρωση του προσωπικού από πάνω μέχρι κάτω. Το κύριο προσόν
του μπολσεβίκου διακήρυσσαν ότι ήταν η υποταγή. Κάτω από το κάλυμμα μιας
πάλης με την Αντιπολίτευση, έγινε μια μεγάλης κλίμακας αντικατάσταση των
επαναστατών με Chinonviks[1]. Η ιστορία του Μπολσεβίκικου Κόμματος έγινε η
ιστορία του γοργού εκφυλισμού του.
Από το Πολιτικό Γραφείο της εποχής του Λένιν, παραμένει τώρα μονάχα ο Στάλιν.
Δυο από τα μέλη του, ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ, συνεργάτες του Λένιν για πολλά
χρόνια στην εμιγκράτσια, εκτίουν μια ποινή δεκάχρονης φυλάκισης για ένα έγκλημα
που δεν διέπραξαν. Τρία άλλα μέλη, ο Ρίκοφ, ο Μπουχάριν και ο Τόμσκι[2], έχουν
εκδιωχθεί εντελώς από την ηγεσία, αλλά σαν ανταμοιβή για την υποταγή τους
τοποθετήθηκαν σε δεύτερης σειράς πόστα. Και, τέλος, ο συγγραφέας αυτών των
γραμμών που βρίσκεται στην εξορία. Η χήρα του Λένιν, η Κρούπσκαγια, είναι επίσης
σε δυσμένεια, αφού, παρά τις προσπάθειες της, αποδείχτηκε ανίκανη να
προσαρμοστεί ολοκληρωτικά στο θερμιδόρ.
Οι απαιτήσεις για κομματική δημοκρατία ήταν, όλο αυτό τον καιρό, τα συνθήματα
όλων των αντιπολιτευόμενων ομάδων, και ήταν τόσο επίμονες όσο ήταν χωρίς
ελπίδα. Η πλατφόρμα της Αριστερής Αντιπολίτευσης, που αναφέραμε πιο πάνω,
απαιτούσε το 1927 να περάσει στον Ποινικό Κώδικα ένας ειδικός νόμος που «θα
τιμωρεί σαν σοβαρό έγκλημα ενάντια στο κράτος κάθε άμεση ή έμμεση καταδίωξη ενός
εργάτη επειδή κάνει κριτική». Αντί γι’ αυτό, περάσανε στον Ποινικό Κώδικα ένα
άρθρο ενάντια στην ίδια την Αριστερή Αντιπολίτευση.
Από την κομματική δημοκρατία παραμείνανε μόνο αναμνήσεις στη θύμηση της
παλιάς γενιάς. Και μαζί μ’ αυτήν είχαν εξαφανιστεί η δημοκρατία στα Σοβιέτ, τα
συνδικάτα, τις κοπερατίβες, τις πολιτιστικές και αθλητικές οργανώσεις. Πάνω από
κάθε μια απ’ αυτές βασιλεύει μια απεριόριστη ιεραρχία κομματικών γραμματέων. Το
καθεστώς έχει γίνει «ολοκληρωτικό» στο χαρακτήρα, αρκετά χρόνια πριν έρθει αυτή
η λέξη από τη Γερμανία. «Με αχρείες μέθοδες, που μετατρέπουν τους σκεπτόμενους
κομμουνιστές σε μηχανές, που καταστρέφουν τη θέληση, το χαρακτήρα και την
ανθρώπινη αξιοπρέπεια», έγραφε ο Ρακόβσκι το 1928, «οι κυρίαρχοι κύκλου έχουν
καταφέρει να μετατραπούν σε μια αμετακίνητη και απαραβίαστη ολιγαρχία, που
αντικαθιστά την τάξη και το Κόμμα». Από τότε που με τόση αγανάκτηση γράφτηκαν
αυτές οι γραμμές, ο εκφυλισμός του καθεστώτος έχει αμέτρητα προχωρήσει. Η Γκε
Πε Ου έχει γίνει ο αποφασιστικός παράγοντας στην εσωτερική ζωή του Κόμματος.
Αν ο Μόλοτοφ μπορούσε, το Μάρτη του 1936, να λέει με στόμφο σε έναν γάλλο
δημοσιογράφο ότι στο κυρίαρχο κόμμα δεν υπάρχει πια καμιά φραξιονιστική πάλη,
είναι γιατί απλά οι διαφωνίες τακτοποιούνται τώρα με την αυτόματη επέμβαση της
πολιτικής αστυνομίας. Το παλιό Μπολσεβίκικο Κόμμα είναι νεκρό, και καμιά δύναμη
δεν μπορεί να το αναστήσει.
****
Παράλληλα με τον πολιτικό εκφυλισμό του Κόμματος, συνέβηκε μια ηθική παρακμή
του ανεξέλεγκτου μηχανισμού. Η λέξη «σοβμπούρ» –σοβιετικός μπουρζουάς– που
χρησιμοποιείται για τον προνομιούχο ανώτερο λειτουργό, εμφανίστηκε πολύ νωρίς
στο λεξιλόγιο των εργατών. Με το πέρασμα στη ΝΕΠ, οι αστικές τάσεις απόκτησαν,
ένα πιο πλούσιο πεδίο δράσης. Στο Ενδέκατο Συνέδριο του Κόμματος, το Μάρτη του
1922, ο Λένιν προειδοποίησε για τον κίνδυνο ενός εκφυλισμού του κυρίαρχου
στρώματος. Έχει συμβεί, είπε, περισσότερο από μια φορά στην ιστορία, ο νικητής να
υιοθετήσει την κουλτούρα του νικημένου, όταν ο δεύτερος βρισκόταν σε ένα
ανώτερο επίπεδο. Ο πολιτισμός της ρώσικης μπουρζουαζίας και της παλιάς
γραφειοκρατίας, ήταν, βέβαια, άθλιος, αλλά, αλίμονο!, το νέο κυρίαρχο στρώμα
πρέπει συχνά να βγάζει το καπέλo σ’ αυτόν τον πολιτισμό. «Τέσσερεις χιλιάδες
εφτακόσιοι υπεύθυνοι κομμουνιστές» στη Μόσχα διοικούν την κρατική μηχανή.
«Ποιός καθοδηγεί ποιόν; Αμφιβάλω πάρα πολύ αν μπορείς να πεις ότι οι κομμουνιστές
είναι επικεφαλής...». Στα επόμενα συνέδρια, ο Λένιν δεν μπόρεσε να μιλήσει. Αλλά
όλη η σκέψη του τους τελευταίους μήνες της ενεργούς ζωής του, ήταν να
προειδοποιήσει και να εξοπλίσει τους εργάτες ενάντια στην καταπίεση, τις
ιδιοτροπίες και την παρακμή της γραφειοκρατίας. Ο Λένιν, ωστόσο, είδε μόνο τα
πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας.
Ο Κριστιάν Ρακόβσκι, ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού
στην Ουκρανία, και αργότερα Πρεσβευτής των Σοβιέτ στο Λονδίνο και το Παρίσι,
έστειλε στους φίλους του το 1928, όταν ήταν ήδη στην εξορία, μια σύντομη έρευνα
για τη σοβιετική γραφειοκρατία, που κομμάτια της έχουμε παραθέσει πιο πάνω
αρκετές φορές, γιατί παραμένει ακόμα η καλύτερη που έχει γραφτεί πάνω σ’ αυτό το
θέμα. «Στο μυαλό του Λένιν, και στο μυαλό όλων μας», γράφει ο Ρακόβσκι, «το
καθήκον της ηγεσίας του Κόμματος ήταν να προφυλάξει και το Κόμμα και την εργατική
τάξη από τη διαφθείρουσα δράση των προνομίων, των πόστων και του
πατροναρίσματος απομέρους εκείνων που ήταν στην εξουσία, από τη συμφιλίωση με
τα υπολείμματα των παλιών ευγενών και αξιωματούχων, από την διαφθείρουσα
επιρροή της ΝΕΠ, από τον πειρασμό των αστικών ηθών και ιδεολογιών... Πρέπει να
πούμε ειλικρινά, οριστικά και δυνατά ότι ο κομματικός μηχανισμός δεν έχει
εκπληρώσει το καθήκον του, ότι έχει αποκαλύψει μια πλήρη ανικανότητα να παίξει το
διπλό του ρόλο του προστάτη και του εκπαιδευτή. Έχει αποτύχει. Είναι
χρεοκοπημένος».
Τα παλιά άρθρα του Σοσνόφσκι, που σε χειρόγραφα περνούσαν από χέρι σε χέρι,
ήταν διανθισμένα με αξέχαστα επεισόδια από τη ζωή του νέου κυρίαρχου στρώματος,
που έδειχναν με σαφήνεια σε τι μεγάλο βαθμό οι νικητές είχαν αφομοιώσει την ηθική
των νικημένων. Για να μην ξαναγυρίσουμε, ωστόσο, σε περασμένα χρόνια –γιατί ο
Σοσνόφσκι τελικά αντάλλαξε το μαστίγιό του με μια λύρα το 1934– θα
περιοριστούμε σε εντελώς φρέσκα παραδείγματα από τον σοβιετικό Τύπο. Και δεν θα
επιλέξουμε τις καταχρήσεις και τις λεγόμενες «υπερβολές», αλλά καθημερινά
φαινόμενα που νομιμοποιούνταν από την επίσημη κοινωνική γνώμη.
Αυτοί οι διάλογοι στο Κρεμλίνο των αρχών με «το λαό», καταπληκτικοί στη
δεσποτική αγένειά τους, μαρτυρούν αλάθητα ότι, παρά την Οκτωβριανή
Επανάσταση, την εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής, την κολεχτιβοποίηση, και
«την εξάλειψη των κουλάκων σαν τάξη», οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, κι
αυτό στην κορυφή της σοβιετικής πυραμίδας, όχι μονάχα δεν έχουν ακόμα φτάσει
στο επίπεδο του σοσιαλισμού, αλλά και από πολλές απόψεις, βρίσκονται πιο πίσω
ακόμα και από έναν πολιτισμένο καπιταλισμό. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει
τεράστια βήματα προς τα πίσω σ’ αυτή την πολύ σπουδαία σφαίρα. Και η πηγή αυτής
της αναβίωσης της γνήσιας ρωσικής βαρβαρότητας, είναι αναμφίβολα το σοβιετικό
θερμιδόρ, που έχει δώσει πλήρη ανεξαρτησία και ελευθερία από κάθε έλεγχο σε μια
γραφειοκρατία που διαθέτει ελάχιστη κουλτούρα, ενώ στις μάζες έχει δώσει το
πασίγνωστο ευαγγέλιο της υπακοής και της σιωπής.
Δεν έχουμε καμιά πρόθεση να αντιπαραθέσουμε την αφαίρεση της δικτατορίας στην
αφαίρεση της δημοκρατίας, και να ζυγίσουμε τα προσόντα τους στη ζυγαριά του
καθαρού λόγου. Κάθετι είναι σχετικό σ’ αυτό τον κόσμο, όπου μόνο η αλλαγή
παραμένει. Η δικτατορία του Μπολσεβίκικου Κόμματος αποδείχτηκε ένα από τα πιο
ισχυρά όργανα προόδου στην ιστορία. Αλλά, κι εδώ επίσης, σύμφωνα με τα λόγια του
ποιητή, «Ο λόγος γίνεται παραλογισμός, η καλοσύνη βάσανο». Η απαγόρευση των
αντιπολιτευόμενων κομμάτων έφερε μαζί της την απαγόρευση των φραξιών. Η
απαγόρευση των φραξιών κατάληξε με μια απαγόρευση να σκέφτεται κανείς
διαφορετικά από τους αλάθητους ηγέτες. Ο αστυνομικοποίητος μονολιθισμός του
Κόμματος είχε σαν συνέπεια τη γραφειοκρατική ατιμωρησία που έχει γίνει η πηγή
κάθε είδους ακολασίας και διαφθοράς.
Η νίκη των θερμιδοριανών ενάντια στους Γιακομπίνους, τον δέκατο όγδοο αιώνα,
βοηθήθηκε επίσης από την κούραση των μαζών και την εξαχρείωση των ηγετικών
στελεχών, αλλά κάτω από αυτά τα ουσιαστικά τυχαία φαινόμενα, συντελούνταν ένα
βαθύ οργανικό προτσές. Οι Γιακομπίνοι στηρίζονταν πάνω στην κατώτερη
μικρομπουρζουαζία που την σήκωσε ψηλά το μεγάλο κύμα. Ωστόσο, η επανάσταση
του δέκατου όγδοου αιώνα, που αντιστοιχούσε στην πορεία ανάπτυξης των
παραγωγικών δυνάμεων, δεν μπορούσε παρά να φέρει τελικά τη μεγάλη
μπουρζουαζία στην πολιτική κυριαρχία. Το θερμιδόρ δεν ήταν παρά ένα από τα
στάδια του αναπόφευκτου αυτού προτσές. Ποιά παρεμφερής κοινωνική αναγκαιότητα
βρήκε την έκφρασή της στο σοβιετικό θερμιδόρ; Έχουμε προσπαθήσει ήδη, σ’ ένα
από τα προηγούμενα κεφάλαια, να δώσουμε μια προκαταρκτική απάντηση στο
ερώτημα γιατί θριάμβευσε ο χωροφύλακας. Πρέπει τώρα να επεκτείνουμε την
ανάλυσή μας για τις συνθήκες της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό,
και το ρόλο του κράτους σ’ αυτό το προτσές. Ας συγκρίνουμε ξανά τη θεωρητική
πρόγνωση με την πραγματικότητα. «Είναι ακόμα αναγκαίο να καταστέλλουμε την
μπουρζουαζία και την αντίστασή της», έγραφε ο Λένιν το 1917 μιλώντας για την
περίοδο που θα έπρεπε να αρχίσει αμέσως μετά την κατάκτηση της εξουσίας, «αλλά
το όργανο της καταστολής εδώ είναι τώρα η πλειοψηφία του πληθυσμού, και όχι η
μειοψηφία όπως ήταν μέχρι τώρα... Μ’ αυτή την έννοια, το κράτος αρχίζει να σβήνει».
Πώς εκφράζεται αυτό το σβήσιμο; Κυρίως με το γεγονός ότι «στη θέση των
ιδιαίτερων θεσμών μιας προνομιούχας μειοψηφίας (οι προνομιούχοι αξιωματούχοι και
οι διοικητές ενός μόνιμου στρατού), η ίδια η πλειοψηφία μπορεί άμεσα να εφαρμόσει»
τις λειτουργίες της καταστολής. Ο Λένιν αμέσως μετά κάνει μια δήλωση
αυταπόδειχτη και αναντίρρητη: «Όσο περισσότερο καθολική γίνεται η ίδια η
εκπλήρωση των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας, τόσο λιγότερη ανάγκη υπάρχει γι’
αυτή την εξουσία». Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής,
καταργεί το κύριο καθήκον του ιστορικού κράτους –την υπεράσπιση των
ιδιοκτησιακών προνομίων μιας μειοψηφίας ενάντια στη συντριπτική πλειοψηφία.
Το σβήσιμο του κράτους αρχίζει, λοιπόν, σύμφωνα με τον Λένιν, την επόμενη
ακριβώς από την απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών –δηλαδή, πριν το νέο καθεστώς
νά ’χει το χρόνο να ασχοληθεί με τα οικονομικά και πολιτιστικά προβλήματά του.
Κάθε επιτυχία στη λύση αυτών των προβλημάτων, σημαίνει ένα παραπέρα βήμα στην
εξάλειψη του κράτους, στη διάλυσή του στη σοσιαλιστική κοινωνία. Ο βαθμός αυτής
της διάλυσης είναι ο καλύτερος δείκτης του βάθους και της αποτελεσματικότητας της
σοσιαλιστικής δομής. Μπορούμε να διατυπώσουμε το εξής περίπου κοινωνιολογικό
θεώρημα: Η δύναμη του καταναγκασμού που ασκούν οι μάζες σ’ ένα εργατικό
κράτος είναι κατευθείαν ανάλογη με τη δύναμη των εκμεταλλευτικών τάσεων, ή τον
κίνδυνο μιας παλινόρθωσης του καπιταλισμού, και αντιστρόφως ανάλογη με τη
δύναμη της κοινωνικής αλληλεγγύης και της γενικής νομιμοφροσύνης στο νέο
καθεστώς. Έτσι, η γραφειοκρατία –δηλαδή, «οι προνομιούχοι αξιωματούχοι και οι
διοικητές ενός μόνιμου στρατού»– αντιπροσωπεύει ένα ιδιαίτερο είδος
καταναγκασμού που οι μάζες δεν μπορούν ή δεν θέλουν να ασκήσουν, και που, με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατευθύνεται ενάντια στις ίδιες τις μάζες.
Αν τα δημοκρατικά Σοβιέτ είχαν διατηρήσει μέχρι σήμερα την αρχική τους δύναμη
και ανεξαρτησία και, ωστόσο, ήταν αναγκασμένα να καταφεύγουν σε καταπιέσεις και
καταναγκασμούς στον ίδιο βαθμό που το έκαναν τα πρώτα χρόνια, αυτό από μόνο
του θα δημιουργούσε σοβαρή ανησυχία. Πόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η
ανησυχία, και το σήμα του κινδύνου, μπροστά στο γεγονός ότι τα μαζικά Σοβιέτ
έχουν εντελώς εξαφανιστεί από το προσκήνιο, έχοντας αφήσει τη λειτουργία του
καταναγκασμού στους Στάλιν, Γιαγκόντα και Σία! Και τι μορφές καταναγκασμού!
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να αναρωτηθούμε: Ποια κοινωνική αιτία βρίσκεται πίσω από
το επίμονο αυτό δυνάμωμα του κράτους και ιδιαίτερα πίσω από την
αστυνομικοποίησή του; Η σπουδαιότητα αυτού του ερωτήματος είναι ολοφάνερη. Σε
εξάρτηση με την απάντηση, πρέπει είτε να αναθεωρήσουμε ριζικά τις παραδοσιακές
μας απόψεις για τη σοσιαλιστική κοινωνία γενικά, είτε να απορρίψουμε, το ίδιο
ριζικά, τις επίσημες εκτιμήσεις της Σοβιετικής Ένωσης.
Η ίδια μοιραία αντίφαση εκδηλώνεται και σ’ ότι αφορά τη μοίρα του Κόμματος. Εδώ
το πρόβλημα μπορεί να διατυπωθεί περίπου έτσι: Γιατί, από το 1917 μέχρι το 1921,
όταν οι παλιές κυρίαρχες τάξεις πάλευαν ακόμα με το όπλο στο χέρι και
υποστηρίζονταν δραστήρια από τους ιμπεριαλιστές ολόκληρου του κόσμου, όταν οι
ένοπλοι κουλάκοι σαμποτάρανε το στρατό και τις προμήθειες τροφίμων της χώρας –
γιατί τότε ήταν δυνατό να διαφωνεί κανείς ανοιχτά και χωρίς φόβο στο Κόμμα για τα
πιο κρίσιμα ζητήματα της πολιτικής; Γιατί τώρα, μετά το σταμάτημα της επέμβασης,
μετά τη συντριβή των εκμεταλλευτριών τάξεων, μετά τις αναμφίβολες επιτυχίες της
εκβιομηχάνισης, μετά την κολεχτιβοποίηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των
αγροτών, είναι αδύνατο να επιτραπεί έστω και η πιο μικρή λέξη κριτικής ενάντια
στους ισόβιους ηγέτες; Γιατί κάθε μπολσεβίκος που θα ζητούσε να συγκληθεί το
Συνέδριο του Κόμματος, σύμφωνα με το καταστατικό του, θα διαγραφόταν αμέσως;
Γιατί κάθε πολίτης που θα έκφραζε δυνατά μια αμφιβολία για το αλάθητο του Στάλιν,
θα δικαζόταν και θα καταδικαζόταν σχεδόν σαν να είχε πάρει μέρος σε μια
τρομοκρατική συνωμοσία; Από πού βγαίνει αυτή η τρομερή, η τερατώδης και
αφόρητη δύναμη της καταπίεσης και του αστυνομικού μηχανισμού;
Η θεωρία δεν είναι ένα γραμμάτιο που μπορείς να το παρουσιάσεις κάθε στιγμή για
πληρωμή. Αν μια θεωρία αποδειχτεί λαθεμένη, πρέπει να την αναθεωρήσουμε ή να
γεμίσουμε τα κενά της. Πρέπει να βρούμε τις πραγματικές εκείνες κοινωνικές
δυνάμεις που προκάλεσαν την αντίθεση ανάμεσα στη σοβιετική πραγματικότητα και
την παραδοσιακή μαρξιστική αντίληψη. Όπως και νά ’χει, δεν πρέπει να
περιπλανιόμαστε στο σκοτάδι, επαναλαμβάνοντας τελετουργικές φράσεις, χρήσιμες
για το γόητρο των ηγετών, αλλά που, παρόλα αυτά, είναι σε αντίθεση με τη ζωντανή
πραγματικότητα. Θα δούμε τώρα ένα πειστικό παράδειγμα πάνω σ’ αυτό.
Σ’ ένα λόγο του, το Γενάρη του 1936, σε μια σύνοδο της Κεντρικής Εκτελεστικής
Επιτροπής, ο Μόλοτοφ, ο πρόεδρος του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού,
διακήρυξε: «Η εθνική οικονομία της χώρας έχει γίνει σοσιαλιστική (χειροκροτήματα).
Μ’ αυτή την έννοια (;) έχουμε λύσει το πρόβλημα της εξάλειψης των τάξεων
(χειροκροτήματα)». Ωστόσο, απομένουν ακόμα από το παρελθόν «στοιχεία από τη
φύση τους εχθρικά σε μας», κομματάκια των πρώην κυρίαρχων τάξεων. Επιπλέον,
μέσα στους κολεχτιβοποιημένους αγρότες, στους κρατικούς υπαλλήλους και μερικές
φορές και στους εργάτες. ανακαλύπτονται «μικρο-κερδοσκόποι» (Spekulatiki.),
«δωρολήπτες σε σχέση με τις κολεχτίβες και τον κρατικό πλούτο, αντισοβιετικοί
ψιθυριστές, κτλ.». Και από δω βγαίνει η αναγκαιότητα για μια παραπέρα ενίσχυση της
δικτατορίας. Σε αντίθεση με τον Έγκελς, το εργατικό κράτος δεν πρέπει «να
κοιμηθεί», αλλά, αντίθετα, πρέπει να επαγρυπνεί ακόμα περισσότερο.
Μια άνοδος του υλικού και πολιτιστικού επιπέδου θα έπρεπε, από πρώτη ματιά, να
μειώσει την αναγκαιότητα των προνομίων, να στενέψει το πεδίο εφαρμογής του
«αστικού νόμου», και, έτσι, να υπονομεύσει το έδαφος πάνω στο οποίο στέκονται οι
υποστηριχτές του, η γραφειοκρατία. Στην πραγματικότητα συνέβηκε το αντίθετο: η
ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει μέχρι τώρα συνοδευτεί από μια ιδιαίτερη
ανάπτυξη όλων των μορφών ανισότητας, προνομίων και πλεονεκτημάτων, και έτσι
γραφειοκρατισμού. Κι αυτό επίσης δεν είναι τυχαίο.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι στην πρώτη του περίοδο, το σοβιετικό καθεστώς
είχε πολύ μεγαλύτερη ισότητα, και ήταν λιγότερο γραφειοκρατικό από τώρα. Αλλά
αυτή η ισότητα ήταν μια ισότητα γενικής φτώχειας. Οι πόροι της χώρας ήταν τόσο
λιγοστοί που δεν έδιναν την ευκαιρία να ξεχωρίσει από τις μάζες του πληθυσμού
κάποιο πλατύ προνομιούχο στρώμα. Ταυτόχρονα, ο «εξισωτικός» χαρακτήρας των
μισθών, που κατάστρεφε το προσωπικό συμφέρον, γινόταν ένα φρένο στην ανάπτυξη
των παραγωγικών δυνάμεων. Η σοβιετική οικονομία έπρεπε να υψωθεί από τη
φτώχεια της σε ένα κάπως ανώτερο επίπεδο, πριν γίνουν δυνατά τα παχιά αποθέματα
των προνομίων. Σήμερα, η κατάσταση της παραγωγής βρίσκεται ακόμα μακριά από
το να μπορεί να εξασφαλίζει την ικανοποίηση κάθε ανάγκης σε όλους. Αλλά είναι
ήδη επαρκής για να δίνει σημαντικά προνόμια σε μια μειοψηφία, και να μετατρέπει
την ανισότητα σε ένα σπιρούνι για να κεντρίζει την πλειοψηφία. Αυτός είναι ο
πρώτος λόγος που η ανάπτυξη της παραγωγής μέχρι τώρα έχει δυναμώσει όχι τα
σοσιαλιστικά, αλλά τα αστικά χαρακτηριστικά του κράτους.
Αλλά αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος. Δίπλα στον οικονομικό παράγοντα που
υπαγορεύει καπιταλιστικές μέθοδες πληρωμής στο τωρινό στάδιο, λειτουργεί ένας
παράλληλος πολιτικός παράγοντας στο πρόσωπο της ίδιας της γραφειοκρατίας. Στην
ίδια της την ουσία, η γραφειοκρατία είναι ο καλλιεργητής και ο προστάτης της
ανισότητας. Στην αρχή εμφανίστηκε σαν το αστικό όργανο του εργατικού κράτους.
Εγκαθιδρύοντας και υπερασπίζοντας τα πλεονεκτήματα μιας μειοψηφίας, παίρνει,
βέβαια, την αφρόκρεμα για τον εαυτό της. Αυτός που έχει να μοιράσει έναν πλούτο
δεν αφήνει ποτέ τον εαυτό του απέξω. Έτσι, από μια κοινωνική αναγκαιότητα έχει
αναπτυχθεί ένα όργανο που έχει κατά πολύ ξεπεράσει την κοινωνικά αναγκαία
λειτουργία του, και έχει γίνει ένας ανεξάρτητος παράγοντας και, έτσι, η πηγή ενός
μεγάλου κινδύνου για ολόκληρο τον κοινωνικό οργανισμό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
————————