Professional Documents
Culture Documents
ΝΕΡΟ
ΝΕΡΟ
ΝΕΡΟ
Χρώµα
Ο όρος χρώµα χρησιµοποιείται για να δηλώσει το πραγµατικό χρώµα ενός δείγµατος
νερού, µετά την αποµάκρυνση θολερότητας µε διήθηση ή φυγοκέντρηση. Εάν
υπάρχει είναι ανεπιθύµητο για το πόσιµο νερό και µπορεί να οφείλεται: στην
παρουσία διαλυµένων χρωστικών ουσιών, απόβλητα βιοµηχανιών, µεταλλίοντα από
διάβρωση των σωλήνων, αδιάλυτες αιωρούµενες ουσίες (άργιλος, άµµος,
µικροοργανισµοί), του πλαγκτόν, ή τύρφη. Επίσης µια έντονη βροχόπτωση µπορεί να
φτάσει στο σύστηµα επικοινωνίας ύδρευσης ή της πηγής υδροληψίας µε επιφανειακά
νερά και κατά την έννοια αυτή είναι δυνατόν να σηµαίνει κατ’αρχήν υγειονοµικό
κίνδυνο. Η παρουσία χρώµατος στο νερό περιορίζει τις δυνατότητες χρήσης του,
διότι δεν είναι αισθητικά αποδεκτό από τους καταναλωτές και πρέπει να εξεταστεί
χηµικά για να αναζητηθεί η προέλευση του χρώµατος.
Θολερότητα
Θολερότητα είναι µια έκφραση της οπτικής ιδιότητας ενός δείγµατος νερού να
σκεδάζει και να απορροφά το φως που διέρχεται από αυτό χωρίς να το µεταδίδει σε
ευθεία γραµµή. Αποτελεί µια σηµαντική µέτρηση στην εξέταση των επιφανειακών
και υπόγειων υδάτων γιατί η διαύγεια του νερού επηρεάζει τους υδρόβιους
οργανισµούς και τις χρήσεις των νερών (πόση, βιοµηχανία, αναψυχή). Οφείλεται σε
κολλοειδείς ανόργανες ή οργανικές ύλες που αιωρούνται όπως είναι ο πηλός, χώµα,
φύκι, βακτηρία τα οποία µπορούν να καθιζάνουν και να δηµιουργούν προβλήµατα
ακόµα και στις σωληνώσεις και δεξαµενές. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η κατανάλωση
θολού νερού µπορεί να είναι επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία και η απολύµανση
του νερού δεν είναι αποτελεσµατική καθώς υπάρχει θολότητα γιατί πολοί παθογόνοι
οργανισµοί εγκλωβίζονται στα σωµατίδια που αιωρούνται και προστατεύονται από το
απολυµαντικό. Επίσης τα σωµατίδια µπορεί να απορροφήσουν επιβλαβείς οργανικές
ή ανόργανες ουσίες (αµµωνία, νιτρώδη, νιτρικά, µαγγάνιο, σίδηρος, χαλκός).
Θερµοκρασία
Η θερµοκρασία είναι καθοριστικός παράγοντας στη λειτουργία του οικοσυστήµατος
µιας υδάτινης πηγής επειδή επηρεάζει τη διαλυτότητα του οξυγόνου και άλλων
συστατικών, το µεταβολισµό των υδρόβιων οργανισµών αλλά και τη διαδικασία
διάσπασης των οργανικών ουσιών που υπάρχουν. Οι τιµές των βέλτιστων
θερµοκρασιών για τους υδρόβιους φυτικούς και ζωικούς οργανισµούς ποικίλουν .
Όσο η θερµοκρασία του νερού πλησιάζει τη βέλτιστη τιµή για κάποιους υδρόβιους
οργανισµούς, τόσο οι οργανισµοί αυτοί γίνονται περισσότερο δραστήριοι,
καταναλώνοντας περισσότερη τροφή και χρησιµοποιώντας περισσότερο οξυγόνο.
Ολική σκληρότητα
Η σκληρότητα του νερού είναι µια χαρακτηριστική ιδιότητα του η οποία εκφράζει το
σύνολο των διαλυµένων αλάτων ασβεστίου και µαγνησίου. ∆ιακρίνεται σε:
ανθρακική (παροδική) σκληρότητα που οφείλεται στα όξινα ανθρακικά
(διττανθρακικά) άλατα και
µή ανθρακική (µόνιµη) σκληρότητα που οφείλεται στα υπόλοιπα άλατα
(χλωριούχα, θειικά, νιτρικά, ανθρακικά).
Μεγάλες τιµές σκληρότητας δεν αποτελούν κίνδυνο για την υγεία. Το νερό που δεν
έχει υποστεί κατεργασία αποσκληρύνσεως επιδρά αρνητικά στη γεύση, εµποδίζει την
απορρυπαντική δράση σαπουνιού και δημιουργεί επικαθήµατα στις σωληνώσεις και
στις οικιακές συσκευές. Νερό µε σκληρότητα µέχρι και 500mg/l CaCO 3 µπορεί να
χρησιµοποιηθεί για πόσιµο αλλά οι πιο καλές τιµές είναι µεταξύ 80 και 150mg/l
CaCΟ3.
Μικροβιολογική εξέταση
Το ακατέργαστο νερό δεν αναλύεται τακτικά για την παρουσία βακτηρίων και ιών
εξαιτίας του υψηλού κόστους και της µεγαλής ποικιλότητας των συγκεκριµένων
µικροοργανισµών. Αντί αυτού, η συνήθης αναλυτική διαδικασία χρησιµοποιεί
µικροοργανισµούς δείκτες (ανίχνευση µικροβίων δεικτών που να είναι ενδεικτικοί
ακόµη και της ενδεχόµενης παρουσίας λυµάτων στο νερό) οι οποίοι πιστοποιούν την
παρουσία των παθογόνων µικροοργανισµών στα ενδεχόµενα καταναλωτικά νερά.
Χαρακτηριστικό είδος βακτηρίου που αποτελεί µικροοργανισµό δείκτη είναι το
Escherichia coli και το Clostridium perfingers.
Οι υδατογενείς επιδηµίες προκαλούνται από τα παθογόνα µικρόβια που έχουν
προέλευση την κοπρανώδη µόλυνση του νερού.
ΟΞΕΙΑ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΤΙ∆Α
Η συχνότερη αναφερόµενη ασθένεια που συνδέεται µε το πόσιµο νερό παραµένει η
γαστρεντερίτιδα και αυτό οφείλεται στην πολύ προφανή φύση των συµπτωµάτων και
το γεγονός ότι τα ποσοστά της επίθεσης των µολύνσεων, µπορούν να φθάσουν ακόµα
και πάνω από 50% τους εκτεθειµένους πληθυσµούς .
∆ιατροφική αντιµετώπιση:
Το κυριότερο πρόβληµα στους ασθενείς µε σοβαρή µορφή διάρροιας είναι η απώλεια
υγρών και η συνοδος απώλεια νατρίου, καλίου και διττανθρακικών και η
αναπλήρωση αυτών αποτελεί πρώτο στόχο για την αποφυγή αφυδάτωσης,
υπονατριαιµίας, υποκαλιαιµίας. Η αναπλήρωση γίνεται µε την χορήγηση υγρών
(ειδικά διαλύµατα) από το στόµα ή παρεντερικά, τα οποία περιέχουν ηλεκτρολύτες
και υδατάνθρακες. Συγκεκριµένα η γλυκόζη διευκολύνει την απορρόφηση νατρίου
και άλλων ηλεκτρολυτών γι’αυτό και είναι καλό να περιέχεται στο διάλυμα
ενυδάτωσης.