H μεσαιωνική φιλοσοφία

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 4

H μεσαιωνική φιλοσοφία συνίσταται κυρίως στην ένωση φιλοσοφίας και θεολογίας, καθώς βασίστηκε στο

χριστιανικό δόγμα, το οποίο έπρεπε να υποστηρίξει και να θέσει κάποιες λογικές βάσεις.

Ένα
από τα κύρια θέματα της μεσαιωνικής φιλοσοφίας ήταν, επομένως, το ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στην
πίστη και στη γνώση, καθώς και η σχετική προσπάθεια να ξεπεραστεί η κατά τα φαινόμενα ασυμβίβαστη
διαφορά ανάμεσα στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια και στη φιλοσοφική ενόραση.
H πρώτη περίοδος (περ. 200-700 μ.Χ.) συμπίπτει χρονικά με την ύστερη αρχαιότητα, και ο σημαντικότερος
εκπρόσωπος της είναι ο Ιερός Αυγουστίνος, που θεμελίωσε τη μεσαιωνική φιλοσοφία.
To θεολογικό και φιλοσοφικό δόγμα της μεσαιωνικής δυτικής Ευρώπης είναι γνωστό
ως Σχολαστικισμός (από το λατινικό schola, σχολή). O όρος αναφέρεται επίσης και στον τρόπο με τον οποίο
ερμηνεύτηκαν οι αλήθειες της πίστης (η «σχολαστική μέθοδος» εφαρμόστηκε στις μοναστηριακές σχολές).
H εξέλιξη του Σχολαστικισμού πραγματοποιήθηκε σε τρία στάδια.
Στο πρώτο, του πρώιμου Σχολαστικισμού (περ. 800-1200), εμφανίστηκε η σχολαστική μέθοδος και έγινε η
πρώτη επαφή με τα συγγράμματα του Αριστοτέλη, που έγιναν γνωστά αυτήν την περίοδο.
H επόμενη περίοδος, του ώριμου Σχολαστικισμού (περ. 1150-1300),
θεωρείται το αποκορύφωμα του. Χαρακτηρίζεται από την ανακάλυψη των
υπόλοιπων έργων του Αριστοτέλη και από την προσπάθεια να συνδυαστεί η
αριστοτελική φιλοσοφία με τη χριστιανική διδασκαλία (Θωμάς
Ακινάτης). Επιπλέον, τότε η χριστιανική φιλοσοφία ήρθε σε επαφή με την
αραβική φιλοσοφία.
H τελευταία περίοδος, του όψιμου Σχολαστικισμού (περ. 1300-1400), ήταν
περίοδος παρακμής.
Ένα από κύρια ζητήματα της μεσαιωνικής φιλοσοφίας ήταν το πρόβλημα
των καθόλου. Αφορούσε το αν οι γενικές έννοιες είχαν κάποια δική τους
πραγματικότητα ή ήταν απλώς κατασκευάσματα της σκέψης και της γλώσσας.
Σημαντική για την εξέλιξη του Σχολαστικισμού ήταν η ίδρυση πανεπιστημίων
(από τον 12ο αι.), που γρήγορα εξελίχθηκαν σε κέντρα της πνευματικής ζωής.
Ο Ιερός Αυγουστίνος: συμβιβασμός Πλάτωνα και Χριστιανισμού
Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα, ο
πολιτισμός της κλασικής αρχαιότητας
υπέστη ιδιαίτερα σημαντικές αλλαγές. H συνεχής πίεση από τα
γερμανικά φύλα στα βόρεια, σε συνδυασμό με κάποια εσωτερικά
σημάδια διάλυσης, οδήγησαν τελικά, στα τέλη του 4ου αιώνα, στη
διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος
και Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος. Λίγο αργότερα, η Ρώμη, η πρωτεύουσα
της Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους, λεηλατήθηκε από βαρβαρικά φύλα,
και το 476 μ.X. το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος κατέρρευσε. Το Ανατολικό
Ρωμαϊκό Κράτος, αντίθετα, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη,
επιβίωσε μέχρι το 1453, οπότε η πόλη έπεσε στα χέρια των Τούρκων.
Αυτή η σχεδόν χιλίων ετών περίοδος που μεσολάβησε ανάμεσα στην
κατάρρευση των δύο ρωμαϊκών κρατών, του Δυτικού και του
Ανατολικού, είναι σε γενικές γραμμές ό,τι γνωρίζουμε σήμερα ως
Μεσαίωνα ή μεσαιωνική περίοδο.
Μια συμβολική χρονολογία για τη μετάβαση από την κλασική στη μεσαιωνική, δηλαδή τη χριστιανική,
φιλοσοφία είναι το 529 μ.X., όταν στην Ανατολή ο Ιουστινιανός έκλεισε την Ακαδημία του Πλάτωνα. Την ίδια
χρονιά ιδρύθηκε το πρώτο μοναστικό τάγμα στη Δύση, το Τάγμα του Αγίου Βενέδικτου. Από τότε και μετά, τα
μοναστήρια έγιναν τα κέντρα μάθησης και διδασκαλίας της δυτικής Ευρώπης.
Τα πρώτα χρόνια του Μεσαίωνα συνδέονται άμεσα με τη διάδοση του Χριστιανισμού στην Ευρώπη που
συνοδεύτηκε από κάποιες αλλαγές και στη φιλοσοφία. H μεσαιωνική φιλοσοφία συνίσταται κυρίως
στη συνύφανση φιλοσοφίας και θεολογίας. Βασικό μέλημα της είναι η σχέση της πίστης με τη γνώση· βάση
της είναι το χριστιανικό δόγμα, το οποίο έπρεπε να υποστηριχθεί και φιλοσοφικά, θέση γνωστή ως χριστιανική
απολογητική. Ωστόσο, στην πορεία θα φανεί ξεκάθαρα ότι η μεσαιωνική φιλοσοφία δεν σήμαινε πλήρη ρήξη
με τη φιλοσοφία της κλασικής αρχαιότητας· άλλωστε, πολλοί λόγιοι της εποχής επιδίωξαν να κατανοήσουν τις
φιλοσοφικές θεωρίες του Αρχαίου Κόσμου και να τις συμβιβάσουν με τη χριστιανική διδασκαλία.
Ένας από αυτούς ήταν ο Αυρήλιος Αυγουστίνος, γνωστός κυρίως ως Ιερός Αυγουστίνος, ο οποίος θεωρείται
ο σημαντικότερος στοχαστής της μεταβατικής περιόδου από την ύστερη αρχαιότητα στο Μεσαίωνα.
Επηρεάστηκε, κατά κύριο λόγο, από τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, από τους οποίους,
μάλιστα, υιοθέτησε και την άποψη ότι η ύπαρξη έχει θεϊκή καταγωγή. O Αυγουστίνος, παρότι συμμεριζόταν
την πλατωνική θεωρία των ιδεών, συλλάμβανε τις ιδέες σε σχέση με τη θεϊκή δημιουργία. O Θεός, σύμφωνα
με τη θεωρία του, δημιούργησε τον κόσμο με βάση τις ήδη υπάρχουσες στο νου Του ιδέες. Για τον
Αυγουστίνο, όπως και για τον Πλάτωνα, οι ιδέες είναι πρότυπα, πρότυπα, όμως, που τα «σκέφτηκε» ο
Θεός και σύμφωνα με αυτά δημιούργησε τον κόσμο. Έτσι, ο Αυγουστίνος πέτυχε να συμβιβάσει την
πλατωνική έννοια των ιδεών με την Αγία Γραφή. H αυγουστίνεια άποψη για το κακό συμφωνεί επίσης, σε
γενικές γραμμές, με τη νεοπλατωνική· το κακό είναι απλώς η απουσία του καλού, γι’ αυτό δεν έχει ανεξάρτητη
υπόσταση.
Ολόκληρη η σκέψη του Αυγουστίνου κατευθύνεται προς τον Θεό. Γι’ αυτόν, ο Χριστιανισμός είναι η πηγή κάθε
αλήθειας. Έπρεπε να διευκρινιστεί, ωστόσο, αν αυτή η αλήθεια μπορούσε να αποκαλυφθεί μόνο μέσω της
πίστης ή αν μπορούσε να ανακαλυφθεί και με τη λογική. Για τον Αυγουστίνο, η λογική και η πίστη είναι
αδιαχώριστες – η λογική στηρίζεται στην πίστη, και η πίστη στη λογική. Έτσι, η γνώση και η πίστη
ακολουθούν τον ίδιο δρόμο, το δρόμο του Θεού. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο δρόμος αυτός διέρχεται τις
ενδότατες λειτουργίες της ψυχής. Τα θεμέλια της γνώσης και της αλήθειας βρίσκονται στη βέβαιη γνώση του
Εγώ. Όσο περισσότερο διεισδύουν οι άνθρωποι στα ενδότερα της ψυχής τους τόσο πιο κοντά φτάνουν στην
αλήθεια, η οποία, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, «ενοικεί στο εσώτερο πρόσωπο». H βεβαιότητα για το Εγώ,
όπως λέει ο χριστιανός φιλόσοφος, σχετίζεται εξαρχής άρρηκτα με τον Θεό και ισοδυναμεί με βεβαιότητα για
τον Θεό, αφού ο Θεός δημιούργησε τον Άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Του.
Η εμφάνιση του Σχολαστικισμού

Κατά
τον 9ο αιώνα, το ζήτημα δεν ήταν πια η οροθέτηση ή η συνένωση της χριστιανικής και της κλασικής
διδασκαλίας, αλλά μάλλον η θεμελίωση μιας συστηματικής συνολικής εικόνας και μιας λογικής εξήγησης για
τις αλήθειες της πίστης. O τόπος για την υλοποίηση αυτού του πολύπτυχου εγχειρήματος ήταν τα σχολεία
όπου διδασκόταν η λατινική γλώσσα, εξού και ο όρος Σχολαστικισμός, από το λατινικό schola, που σημαίνει
σχολή. H φιλοσοφία, που υποτάχθηκε ή εντάχθηκε στη θεολογία, ανέλαβε το καθήκον να συμβιβάσει τις –
ενίοτε φαινομενικά ασυμβίβαστες μεταξύ τους – αντιφάσεις ανάμεσα στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια και στη
φιλοσοφική ενόραση. Πρόθεση της ήταν μάλλον να άρει όλες τις ενστάσεις για την εξ αποκαλύψεως πίστη και
να παράσχει λογική βάση στο χριστιανικό δόγμα, παρά να το υποστηρίξει, όπως συνέβαινε μέχρι τότε.
Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε μια μέθοδος που είναι γνωστή ως σχολαστική. Θεμελιώθηκε από μια
ομάδα λογίων και εφαρμόστηκε στις μοναστηριακές σχολές. H εξέταση ενός κειμένου σήμαινε, πρώτα από
όλα, την προετοιμασία σχολίων με βάση τις αυθεντίες (δηλαδή τη Βίβλο και τους Εκκλησιαστικούς Πατέρες)
και, στη συνέχεια, τη χρήση λογικών μεθόδων για να μπορέσει να συνεχιστεί η «συζήτηση» και να
διαλευκανθούν τα άλυτα ζητήματα. Οι διαφορετικές απόψεις βοηθούσαν στην επίλυση του προβλήματος.
H συγκεκριμένη μέθοδος παρέμενε, επομένως, στο πλαίσιο των ήδη υφιστάμενων ερμηνειών όπως τις
διατύπωσαν οι Πατέρες (π.χ. ο Αυγουστίνος), που είχαν ήδη θέσει τα δογματικά θεμέλια της πίστης. O
σημαντικός ρόλος που έπαιζε η λογική στη μέθοδο αυτή δεν πρέπει να μας εντυπωσιάζει καθόλου – η λογική
ήταν, εξάλλου, μια από τις ελευθέριες τέχνες που συνιστούσαν το μη-θεολογικό στοιχείο του μεσαιωνικού
προγράμματος μαθημάτων και χαρακτήριζε έτσι ολόκληρη την ανώτερη εκπαίδευση. To πρώτο στάδιο στη
μελέτη των ελευθέριων τεχνών, το trivium, περιλάμβανε ρητορική, γραμματική και διαλεκτική (ή λογική), ενώ το
δεύτερο στάδιο, το quadrivium, περιλάμβανε αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική.
O Σχολαστικισμός αναπτύχθηκε σε τρεις φάσεις. Κατά την πρώτη φάση, τον πρώιμο Σχολαστικισμό (περ.
800-1200), εμφανίστηκε η σχολαστική μέθοδος και έγινε η πρώτη συνάντηση με τα έργα του Αριστοτέλη, τα
οποία έγιναν γνωστά αυτήν την περίοδο. H ώριμη περίοδος του Σχολαστικισμού (περ. 1150-1300) θεωρείται
το αποκορύφωμα του· κύρια χαρακτηριστικά της είναι η ανακάλυψη των υπόλοιπων έργων του Αριστοτέλη και
η προσπάθεια να συνδυαστεί η φιλοσοφία του με το Χριστιανισμό (κυρίως από τον Θωμά τον Ακινάτη),
επιπλέον, στη διάρκεια αυτής της περιόδου οι σχολαστικοί ήρθαν σε επαφή με τα έργα των Αράβων
φιλοσόφων. O όψιμος Σχολαστικισμός (περ. 1300-1400) αποτέλεσε μια περίοδο παρακμής.
To πρόβλημα των καθόλου
H σχολαστική μέθοδος εφαρμόστηκε κυρίως από τον Πέτρο Αβελάρδο (Pierre
Abelard), η μεγαλύτερη συμβολή του οποίου ήταν η λύση που έδωσε στο
πρόβλημα των καθόλου, ένα από τα κεντρικά ζητήματα της μεσαιωνικής
φιλοσοφίας. Με απλά λόγια, το πρόβλημα είναι το εξής:
Έχουν οι γενικές έννοιες (τα καθόλου) δική τους πραγματικότητα; Όταν
χρησιμοποιούμε τον όρο «άνθρωπος», ας πούμε, ή «ζώο» με τη γενική έννοια
(όπως, για παράδειγμα, στην πρόταση «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί»), ο
όρος αυτός δεν αναφέρεται σε κάποιο πραγματικό άτομο, γιατί διαφορετικά, θα
μιλούσαμε για τον τάδε ή το δείνα συγκεκριμένο άνθρωπο, για το τάδε ή το
δείνα συγκεκριμένο ζώο. Παρ’ όλα αυτά, οι όροι αυτοί αναφέρονται σε κάτι
συγκεκριμένο και έχουν συγκεκριμένο νόημα. Προκύπτει, λοιπόν, το εξής
ερώτημα: έχει αυτό το καθόλου υπόσταση στην πραγματικότητα; Ή, για να το
θέσουμε διαφορετικά: υπάρχει στην πραγματικότητα η έννοια «άνθρωπος» ή η
έννοια «ζώο» όπως υπάρχουν οι άνθρωποι και τα ζώα ως άτομα; Ή ακόμη,
υπάρχουν καθολικές οντότητες στις οποίες μπορεί να αποδοθεί
πραγματικότητα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη των ατομικών πραγμάτων;
Στην ιστορία των φιλοσοφικών ζητημάτων, το προβλημάτων καθόλου ανάγεται
στην αριστοτελική κριτική και επανερμηνεια της πλατωνικής θεωρίας των ιδεών.
Για τον Πλάτωνα, οι ιδέες είχαν πραγματική ύπαρξη, ενώ ο Αριστοτέλης
θεωρούσε αυτό το είδος υπερβατισμού περιττή έννοια.
H επιρροή του Αριστοτέλη στον ώριμο Σχολαστικισμό
H Ευρώπη γνώρισε τα έργα του Αριστοτέλη το 12ο αιώνα από τους Άραβες
φιλοσόφους. Οι χριστιανοί λόγιοι έτσι ήρθαν αντιμέτωποι με νέες ενοράσεις
στους τομείς της λογικής, της μεταφυσικής και της φυσικής φιλοσοφίας. Πολλοί,
ωστόσο, διαπίστωσαν κάποια αντίφαση ανάμεσα στην αριστοτελική διδασκαλία
και στη χριστιανική πίστη, γι’ αυτό και πολλά πανεπιστήμια απαγόρευσαν τη
διδασκαλία των έργων του Αριστοτέλη. H αριστοτελική φιλοσοφία οφείλει αυτήν
την εκ νέου ανακάλυψη της στον Αλβέρτο τον Μέγα, που πίστευε ότι η εξέταση
της φύσης θα οδηγούσε αναγκαστικά στην αληθινή φιλοσοφία. Παρ’ όλα αυτά,
εκείνος που πέτυχε το συνδυασμό της συστηματικής επιστημονικής φιλοσοφίας
του Αριστοτέλη με τη θεολογική παράδοση ήταν ο μαθητής του Θωμάς
Ακινάτης.
Κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα, οι Άραβες κατέλαβαν μεγάλες περιοχές της
Ισπανίας, γεγονός που όχι μόνο συνέβαλε στην εξάπλωση της ανατολίτικης
επιστήμης και κουλτούρας, αλλά βοήθησε και να γίνουν γνωστά στη δυτική
Ευρώπη τα σημαντικότερα εργάτου Αριστοτέλη. H επαφή με τα συγγράμματα
του Αριστοτέλη επέφερε μεγάλες αλλαγές στο
Σχολαστικισμό στα μέσα περίπου του 12ου αιώνα. Μέσω
της Συρίας, ο αραβικός κόσμος είχε ήδη αφομοιώσει
στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού. Τα έργα των Ελλήνων
στοχαστών μεταφράστηκαν στα αραβικά, και, σε αυτή τη
βάση, δομήθηκε μια ισλαμική φιλοσοφία· στο πλαίσιο
αυτής της διαδικασίας, τα έργα του Αριστοτέλη ήταν αυτά
που κυρίως μελετήθηκαν και σχολιάστηκαν.
Κάποιος περιπατητικός φιλόσοφος ονόματι Αλ Φαραμπί,
(870-950) για παράδειγμα, υπήρξε ο πρώτος που
εφάρμοσε τη λογική του Αριστοτέλη στην εξ αποκαλύψεως
θρησκεία. Σημαντική συνεισφορά σε αυτά τα σχόλια
προσέφερε ο γεννηθείς στην Κόρδοβα Ιμπν Ρουσντ(Ibn
Rušd 1126 μ.Χ.–1198 μ.Χ.) γνωστός στη Δύση με την
εκλατινισμένη εκδοχή του ονόματος του, Αβερόης, που
επεξεργάστηκε τη συστηματοποίηση της ισλαμικής
διδασκαλίας. Μέσω αυτού, έγινε γνωστό το έργο του
Αριστοτέλη Μετά τα φυσικά. Όπως και οι σχολαστικοί φιλόσοφοι, ο Αβερόης δεχόταν ότι οι αιώνιες αλήθειες
της θρησκείας μπορούσαν να αποδειχτούν λογικά.
Τα έργα του Αριστοτέλη, συνοδευόμενα από τα σχόλια των Αράβων (και των Εβραίων) λογίων,
μεταφράστηκαν τελικά από τα ελληνικά ή τα αραβικά στα λατινικά. H κυκλοφορία αυτών των σχολιασμένων
έργων οδήγησε σε νέες φιλοσοφικές προσεγγίσεις της χριστιανικής φιλοσοφίας, όπως και σε νέες φιλοσοφικές
μεθόδους.
H μεσαιωνική επιρροή του Αριστοτέλη έφτασε στο αποκορύφωμα
της με τα έργα του Θωμά του Ακινάτη (1225-1274). O Θωμάς ο
Ακινάτης επιχείρησε να συνενώσει το χριστιανικό δόγμα με την
αριστοτελική έννοια της επιστήμης. Πέτυχε έτσι τη σύνθεση
θεολογίας και φιλοσοφίας που επιδίωκε ο δάσκαλος του, ο
Αλβέρτος ο Μέγας, ενώ παράλληλα αναγνώρισε τη μεταξύ τους
διαφορά στη μεθοδολογία. O Θωμάς ο Ακινάτης ήταν ο μόνος
στοχαστής της εποχής του που επιδίωκε τη σύνθεση φιλοσοφίας
και θεολογίας, ενώ ταυτόχρονα αναγνώριζε την αυτονομία των
μεθόδων τους.
H θεολογία βασίζεται στην πίστη, η φιλοσοφία στη λογική. O
Θωμάς πίστευε ότι ορισμένες αλήθειες μπορούσαν να εξηγηθούν με
τη λογική (δηλαδή, λογικά και επιστημονικά) και ορισμένες άλλες με
την αποκάλυψη – με άλλα λόγια, είχαν κοινό στόχο, αλλά
διαφορετικό τρόπο να τον πετύχουν. Ωστόσο, περιόρισε την άποψη
του στο βαθμό που θεωρούσε ότι συγκεκριμένες αλήθειες γίνονται
γνωστές μόνο με την πίστη και την αποκάλυψη. O Ακινάτης πέτυχε
τη σύνθεση φιλοσοφίας και θεολογίας, έχοντας ως βάση την
εξοικείωση του με την αριστοτελική σκέψη· άλλωστε, η επιρροή του
Αριστοτέλη στο Μεσαίωνα έφτασε στο αποκορύφωμα της με τα
έργα του Ακινάτη. To δόγμα της δημιουργίας αποτελεί παράδειγμα της επιδίωξης του να ενώσει τη χριστιανική
διδασκαλία με την αριστοτελική επιστήμη.
O Ακινάτης συμφωνούσε με τη νεοπλατωνική θέση, σύμφωνα με την οποία όλη την ύπαρξη τη δημιούργησε ο
Θεός από το χάος. Αυτή η παραδοχή φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο κατανόησε ο χριστιανός λόγιος την
αριστοτελική επιστήμη. Όπως είπε ο Αριστοτέλης, πρέπει κάποιος να ξεκινήσει από το επιμέρους για να
εκφράσει την ουσία των πραγμάτων. H ουσία των πραγμάτων βρίσκεται μέσα στα ίδια τα πράγματα. Από τη
διάκριση ύλης και μορφής, ο Αριστοτέλης άντλησε τη θεωρία του για το γίγνεσθαι. Σύμφωνα με την
αριστοτελική θεωρία, η ουσία είναι παρούσα στην ύλη μόνο δυνητικά. Μόνο με τη μορφή, μπορεί η δύναμη να
γίνει ενέργεια. H κίνηση και το γίγνεσθαι αποτελούν διαρκείς αλλαγές σε σχέση με την ύλη και τη μορφή.
Συνεπώς, οτιδήποτε υπάρχει δομείται σε επίπεδα, από την πρώτη ύλη, ως απλή δύναμη, μέχρι τον Θεό, ως
καθαρή ενέργεια.
Αντίθετα με τον Αριστοτέλη, ο Θωμάς ο Ακινάτης ταύτιζε αυτήν την αρχή με τον Θεό -Δημιουργό. O Θεός ως
το Πρώτο Κινούν έχει τοποθετήσει τη σχέση δύναμης και ενέργειας στον κόσμο, και με αυτόν τον τρόπο
κίνησε τη διαδικασία της γέννησης και του θανάτου. H αρχή, επομένως, είναι η έκφραση της θεϊκής λογικής.
To γιατί και το πώς ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο είναι απρόσιτα στην ανθρώπινη λογική, όμως, ως
δημιουργία ήταν μια πράξη ελευθερίας.
Η επαφή με έργα του Αριστοτέλη συνέβαλε στην επανεκτίμηση επιστημών όπως η αστρονομία, η φυσική, τα
μαθηματικά και η ιατρική. Όλοι αυτοί οι τομείς υπάγονταν μέχρι τότε στη θεολογία, σιγά σιγά, όμως, γινόταν
όλο και πιο σαφές ότι κάθε επιστημονικός κλάδος (συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της θεολογίας) είχε τη
δική του ύλη και τις δικές του μεθόδους. Το ίδιο ίσχυε και για τη φιλοσοφία, που επίσης βρισκόταν στην
υπηρεσία της θεολογίας έως εκείνη την περίοδο. Άρχισε να διαφαίνεται πλέον ότι οι ισλαμιστές φιλόσοφοι
αντιμετώπιζαν φιλοσοφικά θέματα χωρίς να ανατρέχουν συνέχεια στις αυθεντίες. Έτσι, το ερώτημα της σχέσης
της φιλοσοφίας με τη θεολογία υποβλήθηκε σε επανεξέταση.

You might also like