Professional Documents
Culture Documents
SKL Epidimiologika
SKL Epidimiologika
ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ
Διευθυντής: Π. Παπαθανασόπουλος, Αν. Καθηγητής Νευρολογίας
ΤΙΤΛΟΣ:
Η σκλήρυνση κατά πλάκας στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας-
Επιδημιολογία της νόσου και κλινική μελέτη των πασχόντων
Ευθυμία Π. Γουρζουλίδου
Νευρολόγος
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΠΑΤΡΑ 2008
ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ:
ΑΝ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ
ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΟΔΩΡΟΣ:
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
ΜΕΛΟΣ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΧΡΟΝΗ ΕΛΙΣΑΒΕΤ:
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
ΜΕΛΟΣ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ:
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
ΜΕΛΟΣ ΕΠΤΑΜΕΛΟΥΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΜΑΡΑΖΙΩΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ:
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΝΕΥΡΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
ΜΕΛΟΣ ΕΠΤΑΜΕΛΟΥΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΦΛΩΡΔΕΛΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ:
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
ΜΕΛΟΣ ΕΠΤΑΜΕΛΟΥΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΛΕΟΤΣΙΝΙΔΗΣ ΜΙΧΑΗΛ:
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
ΜΕΛΟΣ ΕΠΤΑΜΕΛΟΥΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
2
Στη μνήμη του πατέρα μου
3
UNIVERSITY OF PATRAS
FACULTY OF MEDICINE
DEPARTMENT OF NEUROLOGY
Ph. D. Thesis
by
EFTHYMIA P. GOURZOULIDOU
NEUROLOGIST
PATRAS 2008
4
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ 9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 10
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 10
ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ 13
ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ 17
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ 28
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ 33
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ 40
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ 49
ΘΕΡΑΠΕΙΑ 50
1. Θεραπεία της οξείας φάσης 50
2. Ανοσοτροποποιητική θεραπεία της νόσου 51
3. Συμπτωματική θεραπεία 59
α) Κόπωση 59
β) Κινητικά συμπτώματα και σπαστικότητα 60
γ) Άλγος 61
δ) Συμπτώματα από την κύστη, το έντερο και σεξουαλική δυσλειτουργία 62
ε) Ψυχιατρικά προβλήματα 63
στ) Τρόμος 64
ζ) Παροξυσμικά συμπτώματα 64
η) Γνωσιακές διαταραχές 64
ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ 72
ΥΛΙΚ0-ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 75
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 79
Φύλο 80
Ηλικία 82
Ηλικία ως προς το φύλο 83
Ομαδοποίηση ηλικιών 85
5
Τόπος κατοικίας 89
Επιπολασμός – επίπτωση της ΣκΠ στην Δυτ. Ελλάδα 91
Χρόνος μεταξύ της έναρξης της νόσου και της διάγνωσής της 96
Μήνας νοσηλείας 98
Ηλικία στο πρώτο σύμπτωμα 99
Διαφορά μεταξύ πρώτου συμπτώματος και διάγνωσης 103
Περιγραφικά μέτρα για EDSS 104
Μορφή ασθένειας 106
Λειτουργικό σύστημα 106
Εργαστηριακές εξετάσεις 107
Αγωγή ασθενών 112
ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 114
ΠΕΡΙΛΗΨΗ 129
ABSTRACT 134
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 144
ΠΙΝΑΚΕΣ 170
ΕΙΚΟΝΕΣ 174
6
ΠΡΟΛΟΓΟΣ – ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
7
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους όσους μου συμπαραστάθηκαν
στην προσπάθειά μου:
Τον επιβλέποντα κ. Παναγιώτη Παπαθανασόπουλο, Αν. Καθηγητή
Νευρολογίας, που με τις ακριβείς υποδείξεις του και τις καίριες παραινέσεις
του συνέβαλε στην ολοκλήρωση αυτής της μελέτης,
Τον κ. Θόδωρο Παπαπετρόπουλο, Καθηγητή Νευρολογίας, για το ενδιαφέρον
και τις εύστοχες παρατηρήσεις του στην τελική φάση ολοκλήρωσης της
διατριβής,
Την κ. Ελισάβετ Χρόνη, Επίκουρη Καθηγήτρια Νευρολογίας, για την
εποικοδομητική κριτική της στην τελική φάση της διατριβής,
Τον κ. Παναγιώτη Δημόπουλο, Καθηγητή Ακτινολογίας, για την στήριξη που
μου παρείχε,
Τον κ. Θεόδωρο Μαραζιώτη, Καθηγητή Νευροχειρουργικής, για τις υποδείξεις
του και την στήριξή του,
Τον κ. Χριστόδουλο Φλωρδέλλη, Καθηγητή Φαρμακολογίας, για το χρόνο που
διέθεσε για τον λεπτομερή έλεγχο του κειμένου, την στήριξη και την
εποικοδομητική κριτική του,
Τον κ. Μιχαήλ Λεοτσινίδη, Επίκουρο Καθηγητή Υγιεινής, του οποίου η
συνεργασία στην στατιστική επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων,
υπήρξε ανεκτίμητη.
Επίσης, θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στα ακόλουθα
πρόσωπα που συνέβαλαν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, στην
ολοκλήρωση της διατριβής μου:
Στην κ. Ευαγγελία Τσιμπρή, Νευρολόγο, για την διαρκή ηθική στήριξη και την
ανταλλαγή χρήσιμων απόψεων,
Τον κ. Λάμπρο Μεσσίνη, Νευροψυχολόγο, για την συνεργασία του και το
ενδιαφέρον του για την ολοκλήρωση της διατριβής,
Την κ. Αναστασία Βελλοπούλου και την κ. Φίλια Κοζαταπάνη, για το πολύτιμο
ενδιαφέρον τους και τη διαρκή στήριξη που μου παρείχαν, και
Τον Βασίλη Γεωργίου, Μαθηματικό, για την συμβολή του στην επεξεργασία
των δεδομένων μου.
Θέλω να ευχαριστήσω ολόψυχα τη μητέρα μου, τη θεία μου Νίνα και την
αγαπημένη μου αδερφή, για την κατανόηση, την υπομονή, την απεριόριστη
αγάπη τους και την στήριξη που μου παρείχαν και τον σύζυγό μου για την
υπομονή του και την συνεχή ενθάρρυνση και βοήθειά του.
Σε όλους τους προαναφερθέντες επιθυμώ να εκφράσω τις ειλικρινείς μου
ευχαριστίες και να τους υπενθυμίσω ότι χωρίς τη βοήθειά τους αυτή η
διδακτορική διατριβή ίσως να μην είχε περατωθεί.
Αφιερώνω τη μελέτη μου στην ιερή μνήμη του πατέρα μου που με ενέπνευσε
με το παράδειγμά του να ακολουθήσω την επιστήμη της Ιατρικής, με
ευαισθητοποίησε απέναντι στον συνάνθρωπό μου και μου παρείχε κάθε
είδους στήριξη.
8
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Η ιστορία της ΣκΠ είναι πράγματι πολύ εντυπωσιακή καθώς οι πρώτες
ιστορικές αναφορές πάνω σε αυτήν έγιναν κατά το 14ο αιώνα1, ενώ η
αναγνώρισή της ως ξεχωριστής ασθένειας έγινε τον 19ο αιώνα . Στις μέρες
μας, με τις σύγχρονες απεικονιστικές μεθόδους έχει αποκαλυφθεί μεγάλο
μέρος της παθολογίας της και έχει αυξηθεί η ικανότητα μας για την
θεραπευτική προσέγγιση τη νόσου.
Πιθανόν, η πρώτη γνωστή περιγραφή περιστατικού ΣκΠ είναι αυτή της
St. Lidwina of Schiedam (1380-1433) . Έζησε το 14ο αιώνα στη Γερμανία, και
οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι έπασχε από ένα νόσημα που είχε πολλά
κοινά στοιχεία με την ΣκΠ. Η νόσος της ξεκίνησε μετά από μια πτώση που
είχε στην παγοδρομία σε ηλικία 16 χρόνων. Έκτοτε παρουσίασε δυσκολίες
στο περπάτημα και είχε κεφαλαλγίες ως τα 19 χρόνια της που ήταν πλέον
παραπληγική και είχε μειωμένη όραση. Τα επόμενα χρόνια η κατάσταση της
Lidwina επιδεινώθηκε με αργό ρυθμό, και παρά τις σύντομες περιόδους
ύφεσης, πέθανε τελικά σε ηλικία 53 ετών. Τα συμπτώματά της καθώς και η
ηλικία έναρξης της νόσου και η πορεία της έμοιαζαν πολύ με αυτά της ΣκΠ.
Επόμενη γνωστή ιστορικά περίπτωση της νόσου είναι του Augustus
d’Εste (1794-1848), εγγονού του βασιλιά Γεωργίου του Γ’ της Αγγλίας. Η
νόσος του εκδηλώθηκε σε ηλικία 28 χρόνων σύμφωνα με το προσωπικό του
ημερολόγιο, μετά από ιλαρά, και πρώτο σύμπτωμά της ήταν το θάμβος
όρασης2 . Μετά την πλήρη ύφεση αυτού του επεισοδίου, αυτό επαναλήφθηκε
τέσσερα χρόνια αργότερα. Έκτοτε παρουσιάστηκαν διάφορα προβλήματα για
να καταλήξει τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του, παράλυτος,
καθηλωμένος στο κρεβάτι.
Κατά το Μεσαίωνα υπάρχουν περιγραφές ασθενών που χωρίς
αμφιβολία έπασχαν από τη νόσο, αλλά μόλις το 19ο αιώνα περιγράφηκε αυτή
επιστημονικά. Οι γιατροί της εποχής εκείνης δεν αναγνώριζαν τι ακριβώς
παρατηρούσαν και κατέγραφαν, αλλά σχέδια από αυτοψίες που έγιναν το
1838 δείχνουν καθαρά αυτό που σήμερα αναγνωρίζεται ως ΣκΠ.
10
Έπειτα, το 1868 ο Jean-Martin Charcot, καθηγητής παθολογικής
ανατομίας στο Πανεπιστήμιο στο Παρίσι και νευρολόγος, ο αποκαλούμενος
από πολλούς «πατέρας της νευρολογίας», εξέτασε προσεκτικά μια νεαρή
γυναίκα με ένα είδος τρόμου που δεν είχε ξαναδεί και συνέκρινε τα άλλα
νευρολογικά της προβλήματα, κυρίως στην ομιλία και στις κινήσεις των
οφθαλμών της, με άλλους ασθενείς του. Όταν αυτή πέθανε, εξέτασε τον
εγκέφαλό της και βρήκε τις χαρακτηριστικές πλάκες της ΣκΠ3.
O Charcot έγραψε μια πλήρη περιγραφή της νόσου και των αλλαγών
που αυτή φέρει στον εγκέφαλο. Είναι αυτός που πρωτοχρησιμοποίησε τον
όρο «Σκλήρυνση κατά πλάκας» («Sclerose en Plaques Disseminees») και ως
πιθανούς αιτιολογικούς παράγοντές της, δεν αποκλείει λοιμώξεις, όπως
τύφος, ιλαρά καθώς και συγκινησιακούς λόγους. Εντούτοις, καθώς η αιτία
ήταν άγνωστη, η μη ανταπόκρισή της σε όλες τις θεραπείες της εποχής του,
ήταν για τον ίδιο πολύ δυσάρεστη. Δοκίμασε τον ηλεκτρικό ερεθισμό, τη
χορήγηση στρυχνίνης, προκειμένου να ερεθίσει τα νεύρα καθώς και το χρυσό
και το ασήμι, τα οποία ήταν πολύ αποτελεσματικά στην συνηθισμένη τότε
νόσο των νεύρων, την σύφιλη, όλα όμως χωρίς αποτέλεσμα.
Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα οι εξέχοντες γιατροί του κόσμου
κατάλαβαν ότι πρόκειται για μια ειδική νόσο. Το 1873 αναγνωρίστηκε η
πάθηση στην Αγγλία από τον Dr. Moxon4, όταν δημοσίευσε τις περιπτώσεις
οκτώ ασθενών από νόσο που την ονόμασε «σκλήρυνση κατά νησίδες» και το
1878 στις Ηνωμένες Πολιτείες από τον Dr. Edward Seguin που δημοσίευσε
άρθρο σχετικό με τη νόσο. Την ίδια χρονιά ο Dr. Ranvier στη Γαλλία
ανακάλυψε τη μυελίνη. Περί το τέλος αυτού του αιώνα πολλά από αυτά που
μπορούν να εντοπισθούν από την προσεκτική παρατήρηση, ήταν γνωστά,
όπως ότι η νόσος είναι πιο συχνή στις γυναίκες, ότι επιδεινώνεται σταδιακά
και ότι έχει ποικίλα νευρολογικά συμπτώματα.
Πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας τύπος ΣκΠ αναπτύχθηκε σε
ζώο από τις μελέτες των εμβολίων και η επιστημονική κοινότητα κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι αυτό συνέβη γιατί δεν ήταν ο ιός πλήρως αδρανοποιημένος.
Το 1935 ο Dr. Thomas Rivers στο Ινστιτούτο Rockefeller, στη Νέα Υόρκη,
ενίοντας μυελίνη σε πειραματόζωα του εργαστηρίου του, κάτω από τις
κατάλληλες συνθήκες, προήγαγε το ανοσοποιητικό τους σύστημα να επιτεθεί
στη δική του μυελίνη, προκαλώντας μια νόσο παρόμοια με την ΣκΠ. Αυτό το
11
εργαστηριακό μοντέλο ΣκΠ σε ζώο5 , καλούμενο αλλεργική εγκεφαλομυελίτιδα
(experimental allergic encephalomyelitis ή EAE), έγινε αργότερα ένα πολύ
σημαντικό μοντέλο μελέτης της ανοσολογίας και της θεραπείας της νόσου.
Πολλά χρόνια μετά κατανοήθηκε η ομοιότητα μεταξύ της εγκεφαλομυελίτιδας
και της ΣκΠ και η σχέση μεταξύ ανοσοποιητικού συστήματος και ΣκΠ.
Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος εστίασε την έρευνα του επιστημονικού
κόσμου στις νέες τεχνολογίες. Το 1942 ο Elvin Kabat από το Πανεπιστήμιο
Columbia δημοσιεύει τα ευρήματά του από την ηλεκτροφόρηση των
πρωτεϊνών εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ) πασχόντων από ΣκΠ6 και δύο
χρόνια μετά ο Derek-Brown ,καθηγητής νευρολογίας στο Harvard διατυπώνει
την άποψη ότι η απομυελίνωση ευθύνεται για την καθυστέρηση της
αγωγιμότητας των νεύρων7. Το 1943 αποσαφηνίστηκε η δομή της μυελίνης
και το1946, όταν επικράτησε η ειρήνη, ιδρύθηκε η Εθνική εταιρεία Πολλαπλής
Σκλήρυνσης στην Αμερική (National Multiple Sclerosis Society). Το 1965
καθορίστηκαν τα βέβαια κριτήρια τη νόσου από την National Multiple
Sclerosis Society και το 1969-1970 χρησιμοποιήθηκε η αυξητική ορμόνη
(ACTH) για τις εξάρσεις της. Αργότερα, νέα στανταρισμένα διαγνωστικά
κριτήρια χρησιμοποιούνται για την πάθηση καθώς και κλίμακες αξιολόγησης
της αποτελεσματικότητας της θεραπείας.
Το 1978 γίνεται λόγος για τις παθολογοανατομικές-παθοφυσιολογικές
διεργασίες της νόσου8 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘90
χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η Μαγνητική Τομογραφία σε ασθενή με
ΣκΠ. Το 1993 εγκρίθηκε η βήτα-ιντερφερόνη (IFN-β) σαν το πρώτο
φάρμακο που μπορεί να μεταβάλει την πορεία της νόσου.
12
ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ
13
Εικόνα 1 Παγκόσμια διασπορά της ΣΚΠ
McAlpine D., Lumsdem C.E., Acheson E.D. (Eds).Multiple sclerosis. A
Reappraisal (2nd edition) Edinburgh, Churchill Livingstone (101-103), 1972
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι περιοχές υψηλού κινδύνου είναι η βόρεια και
κεντρική Ευρώπη, με εξαίρεση την Σκανδιναβία, η Ιταλία, οι βόρειες Ηνωμένες
Πολιτείες Αμερικής, ο Καναδάς, η νοτιοανατολική Αυστραλία, τμήματα της
παλιάς Σοβιετικής Ένωσης και η Νέα Ζηλανδία. Η μέτριου κινδύνου ζώνη
περιλαμβάνει την νοτιότερη Ευρώπη, με εξαίρεση την Ιταλία, τις νότιες
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, τη νότια Αυστραλία, τη βόρεια Σκανδιναβία,
άλλα τμήματα της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης, την νότια Αφρική και πιθανόν
την κεντρική Αμερική. Στη ζώνη χαμηλής συχνότητας ανήκουν τέλος άλλα
τμήματα της Αφρικής και της Ασίας για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα
στοιχεία, η Καραϊβική, το Μεξικό και πιθανόν η βορειότερη Νότια Αμερική.
Η διαφορετική επικράτηση της νόσου στις διάφορες περιοχές φαίνεται να
σχετίζεται, τουλάχιστον εν μέρει με τον τόπο διαμονής. Ίσως να ευθύνονται
γενετικοί παράγοντες και για το λόγο αυτό έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον οι
μελέτες σε μετανάστες ειδικά όταν αυτοί μετακινούνται μεταξύ περιοχών με
διαφορετική επίπτωση της νόσου. Μελέτη του επιπολασμού στην περιοχή της
νότιας Αφρικής (περιοχή χαμηλού κινδύνου), των μεταναστών από την
Αγγλία, (η οποία είναι περιοχή υψηλού κινδύνου) είχε πολύ ενδιαφέροντα
αποτελέσματα11. Ενώ οι μετανάστες από τη βόρεια Ευρώπη και ειδικότερα
14
την Αγγλία είχαν υψηλό κίνδυνο της τάξης του 49/100.000 κατοίκους, ίδιο με
αυτόν της Αγγλίας, οι Αγγλόφωνοι λευκοί, απόγονοι των μεταναστών είχανε
επιπολασμό 11/100.000 κατοίκους και μάλιστα ο κίνδυνος αυτός ήταν πολύ
μικρότερος για αυτούς που μετανάστευαν στη χώρα χαμηλού κινδύνου σε
ηλικία μικρότερη των 15-16 χρόνων, από αυτούς που μετανάστευαν μετά από
αυτήν την ηλικία.
Μια ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν τα νησιά Faroe στον βόρειο
Ατλαντικό ωκεανό. Εκεί, ενώ μέχρι τον Ιούλιο του 1943 είχε καταγραφεί μόνο
ένας ασθενής που παρουσίασε τη νόσο πριν την ημερομηνία αυτή, υπήρξαν
16 ασθενείς καινούργιοι την περίοδο 1943-1949 και άλλοι 26 αργότερα12. Μία
πιθανή εξήγηση του φαινόμενου είναι ότι τα νησιά αυτά κατακτήθηκαν από
Βρετανικά στρατεύματα για πέντε χρόνια από τον Απρίλιο του 1940 , περίοδο
που εκδηλώθηκε στα νησιά μια επιδημία μόρβας. Τουλάχιστον 1500 Βρετανοί
έμειναν εκεί κατά την περίοδο από το 1941 ως τα μέσα του 1944. Καθώς ο
τόπος διαμονής των Βρετανών αποδείχθηκε στενά συνδεδεμένος με την
κατοικία όλων των ασθενών από ΣκΠ στο νησί, το συμπέρασμα ήταν από τη
μελέτη ότι τα βρετανικά στρατεύματα «μετέφεραν» τη νόσο στα νησιά αυτά
κατά το διάστημα 1941-1944.
Μια ακόμα ενδιαφέρουσα περίπτωση μελέτης επιπολασμού της νόσου
είναι τα νησιά Shetland-Orkney στη βόρεια Σκωτία. Αυτά παρουσιάζονται να
έχουν την υψηλότερη τιμή επιπολασμού για την περίοδο 1940-1964,που
φτάνει το 7.5/100.000 κατοίκους για το Shetland και το 9.3/100.000 για το
Orkney13. Μελέτη που ακολούθησε για την περίοδο 1965-1983 κατέγραψε
πτώση της επίπτωσης σε σχέση με την προηγούμενη14. Και σε αυτά τα νησιά
παρέμειναν Βρετανοί από το 1939 ως το 1945, γεγονός που οδηγεί στην
υπόθεση ότι αυτοί μετέφεραν κάποιον ιό ή άλλον παράγοντα που συνέβαλε
στην εκδήλωση της νόσου.
Από μελέτες που έγιναν σχετικά με τη φυλή, βρέθηκε ότι η νόσος είναι
σπάνια στους μαύρους της Ζιμπάμπουε και της Νότιας Αφρικής15. Μελέτες
μεταξύ των βετεράνων του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και του πολέμου
της Κορέας16 έδειξαν ότι ο κίνδυνος να νοσήσει ένα Αμερικανός της μαύρης
φυλής όπως και άλλης εθνικής προέλευσης (Κίνας, Ιαπωνίας, Φιλιππίνων)
είναι σημαντικά χαμηλότερος από του λευκού Αμερικάνου.
15
Ως προς το φύλο, φαίνεται ότι υπερέχουν οι γυναίκες με αναλογία σε
δεδομένο πληθυσμό ΣκΠ 2:1, για τη μορφή της νόσου με εξάρσεις και
υφέσεις. Στην πρωτοπαθώς προϊούσα η αναλογία είναι 1:1, ενώ στην
οικογενειακή μορφή και σε αυτή των διδύμων αυξάνεται κατά πολύ από την
τιμή 2:117 υπέρ των θηλέων. Πρόσφατες μελέτες καταδεικνύουν την αυξητική
τάση της νόσου στον γυναικείο πληθυσμό18, όπως άλλωστε συμβαίνει και στα
περισσότερα αυτοάνοσα νοσήματα.
Όπως συμπεραίνεται, η επίπτωση της νόσου εξαρτάται ενδεχομένως
τόσο από γενετικούς όσο και περιβαλλοντικούς παράγοντες που
αλληλεπιδρούν. Υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν την σημασία του
περιβάλλοντος19 και άλλες που θεωρούν ότι γενετικοί παράγοντες φαίνεται να
είναι υπεύθυνοι για τη νόσο. Εργασίες σε παιδιά πασχόντων γονέων από
την ΣκΠ που υιοθετήθηκαν από υγιείς γονείς, δείχνουν μη υψηλότερα από τα
αναμενόμενα ποσοστά του γενικού πληθυσμού, κι έρχονται σε αντίθεση με
την πιθανότητα ότι ένας παράγοντας που διαβιβάζεται είναι πρωταρχικά
υπεύθυνος για τη νόσο μεταξύ των συγγενών20.
16
ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ
17
φλεγμαίνουσες πλάκες, ή είναι λευκές ή γκρι από τη διήθηση από λίπος και τη
γλοίωση που έχουν υποστεί εφόσον πρόκειται για παλαιές (Εικόνα 3). Μέσα
στις πλάκες συχνά εντοπίζονται αιμοφόρα αγγεία.
Τα στάδια της απώλειας του περιβλήματος της μυελίνης από τους άξονες
των νευρικών κυττάρων και η σταδιακή οξεία και αργότερα χρόνια φλεγμονή
που οδηγεί τελικά στην εκφύλιση του νευράξονα, φαίνονται στην Εικόνα 4.
Μεταξύ των ασθενών υπάρχει αρκετά μεγάλου βαθμού ποικιλομορφία
στα δομικά και ανοσολογικά χαρακτηριστικά των βλαβών22. Ο βαθμός
επιβίωσης των ολιγοδενδροκυττάρων ποικίλλει από ασθενή σε ασθενή αλλά
είναι σταθερός σε δεδομένο ασθενή, δείχνοντας ότι η εστία της βλάβης
(μυελίνη, ολιγοδενδροκύτταρα, ή προγονικές μορφές κυττάρων) ποικίλλει
μεταξύ των ασθενών23. Παρόλο που οι περισσότερες βλάβες χαρακτηρίζονται
από μια φλεγμονώδη αντίδραση κυρίως από τα λεμφοκύτταρα και τα
μακροφάγα, έχουν περιγραφεί διάφορα μοντέλα καταστροφής της μυελίνης 24.
Το ανοσολογικό σύστημα παρουσιάζει εκπληκτική ανομοιογένεια και
σπάνια ειδικότητα. Μπορεί και αναγνωρίζει εκατομμύρια διαφορετικά ξένα
μόρια και παράγει τα δικά του μόρια και κύτταρα που ταιριάζουν με τα πρώτα
και αναστέλλουν τη δράση τους. Προκειμένου να ταιριάξει τα δικά του
παράγωγα με το πλήθος των πιθανών ξενιστών, αποθηκεύει μερικά
εξειδικευμένα κύτταρα σαν κύτταρα μνήμης. Όταν ένα αντιγόνο εμφανιστεί,
αυτά τα ειδικά κύτταρα, ερεθίζονται να παράγουν πλήθος κυττάρων.
18
Αργότερα, για να προληφθεί η υπερπαραγωγή τους, άλλοι μηχανισμοί
ενεργοποιούνται που καταστέλλουν την ανοσολογική απάντηση.
Τα Τ-κύτταρα που παράγονται στο θύμο αδένα, φαίνεται να παίζουν
ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ΣκΠ. Μετακινούνται διαρκώς στον οργανισμό
ψάχνοντας για «εισβολείς». Προκειμένου δε να αναγνωρίζουν και να
αντιδρούν σε κάθε ειδικό αντιγόνο, φέρουν στην επιφάνειά τους ειδικά μόρια
υποδοχής για διαφορετικά αντιγόνα.
19
Τα Τ-κύτταρα δολοφόνοι είναι αυτά που απευθείας επιτίθενται στα
άρρωστα ή κατεστραμμένα κύτταρα παγιδεύοντας τα και προωθώντας
εναντίον τους θανατηφόρες χημικές ουσίες, τις λεγόμενες κυτοκίνες. Καθώς τα
Τ-κύτταρα μπορούν να κάνουν επίθεση στα κύτταρα, πρέπει να διακρίνουν
αυτά που είναι του ίδιου του σώματος από τα ξένα. Για να γίνει αυτή η
διάκριση κάθε κύτταρο του οργανισμού κουβαλά στην επιφάνειά του
αναγνωριστικά μόρια. Τα Τ-κύτταρα που πιθανό επιτεθούν σε κύτταρα του
οργανισμού απομονώνονται συνήθως και περιορίζονται, ενώ τα άλλα Τ-
κύτταρα αναγνωρίζουν τους μοριακούς δείκτες του οργανισμού και
συνυπάρχουν ειρηνικά με τους ιστούς του οργανισμού.
Στις αυτοάνοσες νόσους, όπως η ΣκΠ, η ισορροπία μεταξύ του
ανοσολογικού συστήματος και του οργανισμού διαταράσσεται και το πρώτο
αναγνωρίζει τα δικά του κύτταρα ως ξένα , ξεκινώντας έναν πόλεμο σε τμήμα
του σώματος που δεν αναγνωρίζει (τη μυελίνη στην συγκεκριμένη
περίπτωση).
Πολλές ερευνητικές προσπάθειες έχουν γίνει προκειμένου να γίνει
κατανοητή η βάση του κατεστραμμένου ανοσολογικού συστήματος των
πασχόντων από ΣκΠ. Συστατικά της μυελίνης, όπως η βασική πρωτεΐνη της,
έχουν μελετηθεί πολύ, καθώς ενιόμενη σε πειραματόζωα μπορεί να
προκαλέσει την πειραματική αλλεργική εγκεφαλομυελίτιδα (ΕΑΕ), μια χρόνια
υποτροπιάζουσα νόσο που μοιάζει πολύ με την ΣκΠ. Πιθανολογείται ότι η
ενέσιμη μυελίνη προκαλεί την παραγωγή αντιμυελίνης και Τ-κύτταρα του
ανοσολογικού συστήματος επιτίθενται έναντι της μυελίνης του
πειραματόζωου.
Επίσης, αντικείμενο μελέτης είναι και οι ανωμαλίες του
αιματοεγκεφαλικού φραγμού, καθώς αυτός είναι ο φραγμός εισόδου
συστατικών στο ΚΝΣ.
Γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες πιθανόν προκαλούν τη
μετακίνηση των αυτοενεργοποιημένων Τ-κυττάρων και των απομυελινωτικών
αντισωμάτων από την συστηματική κυκλοφορία στο ΚΝΣ, μέσω πάντα του
αιματοεγκεφαλικού φραγμού. Εκεί, τοπικοί παράγοντες, όπως ιογενείς
λοιμώξεις και μεταβολικά αίτια, προκαλούν την έκφραση ενδοθηλιακών
μορίων, του διακυτταρικού μορίου προσκόλλησης-1 (ICAM-1) και του
αγγειακού μορίου προσκόλλησης-1 (VCAM-1) που ευνοούν την είσοδο των
20
Τ-κυττάρων στο ΚΝΣ. Επίσης, πρωτεάσες ενδεχομένως συμβάλλουν στη
μετανάστευση των αυτοενεργοποιημένων ανοσοκυττάρων.
Προφλεγμονώδεις κυτοκίνες που απελευθερώνονται από τα
ενεργοποιημένα Τ-κύτταρα όπως η ιντερφερόνη–γ (IFN-γ) και ο παράγων
νέκρωσης των κυττάρων β (TNF-β), μπορεί να περιορίζουν την έκφραση των
μορίων επιφανείας στην επαφή τους με τα λεμφοκύτταρα και με τα κύτταρα
που παρουσιάζουν τα αντιγόνα.
Ουσίες όπως η βασική πρωτεΐνη της μυελίνης, η γλυκοπρωτείνη της
μυελίνης των ολιγοδενδροκυττάρων (MOG), η γλυκοπρωτεϊνη η συνδεόμενη
με τη μυελίνη (MAG), η πρωτεολιπιδική πρωτεΐνη, οι φωσφοδιεστεράσες και η
S-100 πρωτεΐνη, πιθανόν να προκαλούν τροποποίηση της ανοσολογικής
απάντησης του αντιγόνου ή να το καθιστούν ανενεργό, ανάλογα με τον τύπο
της αλληλεπίδρασης με τα επιφανειακά κύτταρα (πχ CD28 και CTLA4). Η
απενεργοποίηση του ανοσολογικού συστήματος μπορεί να οδηγήσει σε
απελευθέρωση αντιφλεγμονωδών κυτοκινών, της ιντερλευκίνης-1, της
ιντερλευκίνης-4 και της ιντερλευκίνης-10, από τα CD4 κύτταρα, οδηγώντας σε
πολλαπλασιασμό των αντιφλεγμονωδών CD4+ τύπου 2 βοηθητικών
κυττάρων (Th2). Αυτά πιθανό να στέλνουν αντιφλεγμονώδη σήματα στα
κύτταρα που παρουσιάζουν τα αντιγόνα και να προκαλούν με την σειρά τους
παθολογική παρουσίαση αντισωμάτων από τα Β-λεμφοκύτταρα. Ίσως αν ένα
αντιγόνο σχετιστεί με αυξημένη ανοσολογική απάντηση, προφλεγμονώδεις
κυτοκίνες (ιντερλευκίνη 12 και γ) μπορούν να προκαλέσουν πλημμύρα
γεγονότων, οδηγώντας σε πολλαπλασιασμό των CD4+Th1 κυττάρων και
τελικά στην ανοσολογική βλάβη της μυελίνης.
Εάν εξετάσουμε το αίμα και το εγκεφαλονωτιαίο υγρό ασθενών από ΣκΠ
θα βρούμε ΄πολλές από τις προαναφερθείσες ουσίες, όπως δείχνει ο Πίνακας
1.
21
Πίνακας 1. Ανοσολογικές μεταβολές στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό,
τον ορό και το αίμα ασθενών με ΣΚΠ
22
πιθανόν μέσω της ενεργοποίησης του συμπληρώματος, οδηγώντας σε
25
κυτταρόλυση . Αντισώματα τόσο έναντι της γλυκοπρωτείνης της μυελίνης
των ολιγοδενδροκυττάρων όσο και έναντι της βασικής πρωτεΐνης της
μυελίνης, μπορεί να βρεθούν στον εγκέφαλο ασθενών με ΣκΠ26. Ποσότητες
ανοσοσφαιρίνης και ενεργοποιημένου συμπληρώματος μπορεί να είναι
παρούσες στις βλάβες της ΣκΠ στις οποίες η μυελίνη είναι εκφυλισμένη27.
Αυτές οι παρατηρήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πιθανόν μια διαδικασία
στην οποία εμπλέκεται το αντίσωμα παίζει σημαντικό ρόλο στην παθογένεση
της νόσου.
Εντούτοις, παραμένει πιθανό ότι άλλες πρωτεΐνες όπως η γλυκο-
πρωτεΐνη της μυελίνης των ολιγοδενδροκυττάρων (MOG),η γλυκοπρωτεΐνη
συνδεδεμένη με την μυελίνη (MAG) και πιθανόν και άλλες παίζουν το ρόλο
τους στην παθογένεση της ΣκΠ.
Η νόσος έχει συνδεθεί και με το σύστημα των Ανθρωπίνων
Λευκοκυτταρικών Αντιγόνων (Human Leucocyte Antigen). Διαφορετικές HLA
σχέσεις έχουν αναφερθεί σε ομάδες διαφορετικών φυλών/εθνών, με κάποια
από αυτά να είναι σταθερά ευρισκόμενα σε ασθενείς με ΣκΠ. Λεπτομερής
ανάλυση στοιχείων από μελέτες οικογενειών στοιχειοθετούν υποψία ότι η ΣκΠ
εξαρτάται τουλάχιστον από 2 γονίδια και πιθανόν από περισσότερα 28,29. Είναι
βέβαιο ότι μόρια του Συμπλέγματος Μείζονος Ιστοσυμβατότητας (Major
Histocompatibility Complex, MHC), μπορεί να συμβάλλουν στην γενετική
προδιάθεση της νόσου. Οι DR2, DR(1*1501), DQ(1*602), DQA102 και ο DW2
απλότυποι βρίσκονται συχνά σε ασθενείς με ΣκΠ. Φαίνεται ότι παράγοντας
του HLA τάξης 2 στο βραχύ βραχίονα του χρωμοσώματος 6 παίζει ρόλο στον
καθορισμό προδιάθεσης της νόσου και πιο ειδικά ότι ο HLA-DW2 απλότυπος
συνδέεται με αξιοσημείωτη αύξηση του κινδύνου για τη νόσο 29.
Παρόλο που δεν είναι ξεκάθαρη η σχέση μεταξύ των γονιδίων HLA τάξης
2 και της ΣκΠ, ένας ικανός αριθμός γονιδίων έχει συνδεθεί με την προδιάθεση
νόσου και περιλαμβάνει αυτά που κωδικοποιούν τους υποδοχείς των Τ-
κυττάρων30, τις ανοσοσφαιρίνες31, τον TNF-α και την βασική πρωτεΐνη της
μυελίνης (MBP). Είναι αποδεκτό ότι η σημασία του ΗLA συστήματος είναι
μεγάλη και πιθανόν υπάρχουν θέσεις στους κοντούς βραχίονες των
χρωμοσωμάτων 2, 3, 5 και 7 και στους μακρούς βραχίονες των 2,17 και 18
χρωμοσωμάτων που περιλαμβάνουν σχετικά γονίδια 32.
23
Οι πλάκες της ΣκΠ (Εικόνα 4) έχουν μερικά συνήθη χαρακτηριστικά:
• Διαχωρισμό από την εξωτερική επιφάνεια του περιβλήματος της
μυελίνης
• Εκφυλιστικές αλλαγές της μυελίνης
• Διήθηση με μακροφάγα ή μικρογλοία και φαγοκυττάρωσή της
• Συντήρηση των αξόνων.
Με ιστολογικά κριτήρια αυτές οι βλάβες μπορούν να διαχωριστούν σε:
• Πρώιμα ενεργείς (early active)
• Ενεργείς (active)
• πρώιμα επαναμυελινωτικές (early remyelinating)
• όψιμα επαναμυελινωτικές (late remyelinating).
Έχει φανεί ότι στα αρχικά στάδια εκδήλωσης της νόσου, περισσότερα
ολιγοδενδροκύτταρα είναι παρόντα στην πλάκα, γεγονός που καθιστά πιθανό
κάποιο βαθμό επαναμυελίνωσης. Σε άλλους ασθενείς υπάρχει πλήρης
απώλεια των ολιγοδενδροκυττάρων, οπότε η πιθανότητα για αυτούς είναι
σημαντικά μειωμένη, πράγμα που ίσως εμπλέκεται στους ποικίλους
μηχανισμούς που είναι υπεύθυνοι για την διαφορετική εγκατάσταση της
νόσου στους ασθενείς. Ο πιθανός συνολικός μηχανισμός παθογένεσης της
ΣκΠ απεικονίζεται στην Εικόνα 5.
Η απώλεια της μυελίνης συνεπάγεται:
• αποκλεισμό μεταβίβασης στο μέρος της βλάβης,
• παράταση του χρόνου μεταβίβασης κατά μήκος των
προσβεβλημένων νεύρων.
Λοιμώδεις παράγοντες έχουν προταθεί ως αιτίες της νόσου. Μερικοί ιοί
απομονώθηκαν από το ΚΝΣ των ασθενών , αλλά τα στοιχεία δεν είναι επαρκή
καθώς δεν έχει αναγνωριστεί μια ιική πρωτεΐνη ή μια ομάδα ιών σε αυτό.
24
Εικόνα 5 Σχηματική αναπαράσταση του μηχανισμού παθογένεσης
της ΣΚΠ, Reinhard Rohkammm.Color Atlas of Neurology.Τhieme Ed. 2004.
Stuttgart. New York
25
Είναι πάντως ενδιαφέρουσα η θεωρία ότι η έκθεση σε ιό μπορεί να
προκαλέσει ανοσοπαθολογική διεργασία και να οδηγήσει στην ΣκΠ. Τρεις
μηχανισμοί πιθανολογούνται για αυτό:
Ο πρώτος είναι της μοριακής μίμησης και έχει προταθεί για τον ιο Epstein-
Barr (ΕΒV), που φαίνεται ότι προσβάλλει το 80% του γενικού πληθυσμού. Το
1992, ο Bray και οι συνεργάτες του μελέτησαν την σχέση του ΕΒV με την ΣκΠ.
Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το ΚΝΣ των ασθενών περιέχει εξαιρετικά
μεγάλα ποσά των αντιEBNA-1 αντισωμάτων συγκρινόμενο με το ΚΝΣ των
μαρτύρων33 και το 2001 μελέτη μεταξύ των αντισωμάτων του ιού και του
κινδύνου λοίμωξης με ΣκΠ, κατέληξε στο ότι ο ιός παίζει ρόλο στον κίνδυνο
εκδήλωσης της νόσου34. Ακόμα πιο πρόσφατα, μελέτη που εξετάζει την σχέση
μεταξύ των επιπέδων των αντισωμάτων του EBV και του κινδύνου νόσησης
από την ΣκΠ σε υγιή άτομα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο ιός αυτός
εμπλέκεται αποφασιστικά στην αιτιολογία της νόσου35.
Ο δεύτερος μηχανισμός που προτάθηκε είναι της λανθάνουσας λοίμωξης
του ΚΝΣ που οδηγεί σε ανοσολογική καταστροφή των ολιγοδενδροκυττάρων.
Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται ότι δρα ο ιός του Έρπητα (HHV -6, human
Herpes virus) που προκαλεί την ερυθρά, ένα συνηθισμένο εμπύρετο νόσημα
της παιδικής ηλικίας36.
Επίσης, μελετήθηκε η σχέση της ιογενούς λοίμωξης του ανώτερου
αναπνευστικού συστήματος με τις εξάρσεις της νόσου και βρέθηκε να υπάρχει
στενή σχέση μεταξύ τους37. Πιθανολογείται ότι οφείλεται στη συστηματική
απελευθέρωση ιντερφερόνης–γ από το ανοσοποιητικό σύστημα και την
σημαντική αποδέσμευση TΝF (tumor necrosis factor) η οποία με την σειρά
της επιτρέπει στα Τ-κύτταρα να εισβάλλουν στο ΚΝΣ.
Έχουν βρεθεί στον ορό ή το ΚΝΣ ασθενών με ΣκΠ αυξημένα επίπεδα
δεικτών λοίμωξης με Chlamydia pneumoniae, Mycoplasma pneumoniae, ιούς
που ευθύνονται για την παρωτίτιδα, τη γρίππη, την ερυθρά, τη μόρβα, αλλά
παρόλο που κάποιοι συγκεκριμένοι ιοί μπορούν να προκαλέσουν
απομυελίνωση σε πειραματόζωα και κάποιες μυελοπάθειες αποδίδονται σε
ιούς, ο ρόλος της μόλυνσης από ιό στην πρόκληση της νόσου δεν έχει
πλήρως διευκρινιστεί.
26
Πιθανοί παράγοντες κινδύνου για την πάθηση που έχουν ενοχοποιηθεί
και βρίσκονται υπό διερεύνηση είναι:
η εποχή του χρόνου 38 ,
η έκθεση σε οργανικούς διαλύτες39,
μέταλλα όπως ο υδράργυρος και ο μόλυβδος,
οι εμβολιασμοί40,
η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία41,
το κάπνισμα 42,
διαιτητικοί ή αγχογόνοι παράγοντες ή και το άγχος αυτό καθ’αυτό.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τρεις είναι οι παράγοντες
που εμπλέκονται στην εκδήλωση της ΣκΠ:
¾ Γενετική προδιάθεση – ευπάθεια
¾ Λοίμωξη από κάποιον ιό
¾ Περιβαλλοντικοί - τοξικοί παράγοντες.
27
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
28
Πίνακας 2. Σημεία και συμπτώματα στην ΣκΠ
29
νευρίτιδα είναι συνήθης αρχική εκδήλωση της νόσου. Η οπισθοβολβική
νευρίτιδα εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα ηλικίας 15-30 χρόνων και κυρίως
στις γυναίκες σε αναλογία 4 προς 146. Ένα ποσοστό που φτάνει το 75% στις
γυναίκες και το 34% στον ανδρικό πληθυσμό αναμένεται να εκδηλώσει ΣκΠ
σε διάστημα περίπου 15 χρόνων από την προσβολή με την οπισθοβολβική
νευρίτιδα47,48. Η εξέταση των Οπτικών Προκλητών Δυναμικών δείχνει ότι στο
90% των ασθενών υπάρχει προσβολή του οπτικού νεύρου και σε
νεκροτομικές μελέτες ασθενών με ΣκΠ, ανευρίσκεται σχεδόν σε όλους
απομυελίνωση του οπτικού νεύρου49.
Παρέσεις οφθαλμοκινητικών μυών και διπλωπία μπορεί επίσης να είναι
το πρώτο και μοναδικό σύμπτωμα της ΣκΠ. Μπορεί η βλάβη να εντοπίζεται
υπερπυρηνικά, στους πυρήνες ή περιφερικά, προσβάλοντας οποιοδήποτε
οφθαλμοκινητικό νεύρο50. Συχνή είναι η προσβολή του απαγωγού, ακολουθεί
το κοινό κινητικό νεύρο51, ενώ, λιγότερο συχνή είναι η προσβολή του
τροχιλιακού και η προκαλούμενη διπλωπία συνήθως παρέρχεται σε σύντομο
χρονικό διάστημα. Οι παραλύσεις των βλεμματικών κινήσεων και οι
διαταραχές του αντανακλαστικού της κόρης είναι πιο σπάνια εκδήλωση της
νόσου και συνήθως ανευρίσκονται σε προχωρημένα στάδιά της. Ο νυσταγμός
είναι ιδιαίτερα συχνός καθώς απαντάται στο 55-60% των νοσούντων,
συνήθως στα αρχικά στάδια της νόσου και προερχόμενος από βλάβη της
παραγκεφαλίδας. Επίσης, στα συμπτώματα της νόσου απαντάται και η
διαπυρηνική οφθαλμοπληγία.
Οι κινητικές διαταραχές είναι αυτές που προκαλούνται από την
προσβολή του ανώτερου κινητικού νευρώνα. Μπορεί να υπάρχει αδυναμία ή
κόπωση κάποιου άκρου που επιτείνεται με την άσκηση ή την έκθεση σε
θερμότητα, αδυναμία ποικίλης βαρύτητας, πάρεση ή και παραπληγία που
οφείλεται σε μυελοπάθεια. Η βλάβη του περιφερικού κινητικού νευρώνα είναι
σπάνια.
Στις παρεγκεφαλιδικές εκδηλώσεις της νόσου μπορούμε να
συναντήσουμε την αταξία στο βάδισμα, τη δυσμετρία, τη δυσδιαδοχοκινησία,
τον παρεγκεφαλιδικό τρόμο ή την παρεγκεφαλιδική ομιλία.
Διαταραχές από το αυτόνομο είναι σπάνιες σαν αρχική εκδήλωση της
νόσου αλλά πολύ συχνές στην πορεία της. Νευρογενής βλάβη της κυστικής
λειτουργίας που εκδηλώνεται με επιτακτική ανάγκη για ούρηση, ακράτεια ή
30
αδυναμία πλήρους κενώσεως αυτής, είναι συχνά παράπονα των πασχόντων.
Μπορούμε ακόμα να συναντήσουμε διαταραχές της λειτουργίας του εντέρου,
οιδήματα των άκρων, διαταραχές της αρτηριακής πίεσης, και προβλήματα της
στύσης και εκσπερμάτισης σε αρκετά υψηλό ποσοστό.
Παραλύσεις από κρανιακά νεύρα όπως την παράλυση του Bell που
συναντούμε σε ποσοστό 1.3%52 ή νευραλγίες, με πιο συχνή τη νευραλγία του
τριδύμου.
Διαταραχές από τις γνωσιακές λειτουργίες είναι επίσης πιθανόν να
συναντήσουμε, με δυσκολίες στην συγκέντρωση, την προσοχή, τη μνήμη,
πτωχή κρίση, συμπτώματα που πολύ συχνά δεν αναγνωρίζονται και δεν
αξιολογούνται από τους εξεταστές. Νοητικές διαταραχές μπορούν να
εμφανιστούν σε οποιοδήποτε στάδιο της κατά την πορεία της ΣκΠ και δεν
σχετίζονται άμεσα με την σοβαρότητα της νευρολογικής εικόνας του
πάσχοντος. Παρόλο που οι ασθενείς με τις προϊούσες μορφές της νόσου
έχουν πιο συχνά τέτοιου είδους προβλήματα σε σύγκριση με αυτούς με τις
εξάρσεις και τις υφέσεις, η διάρκεια και η πορεία της νόσου δεν
προδιαγράφουν οπωσδήποτε την εκδήλωση αυτής της κατηγορίας
προβλημάτων53.
Καθώς η νόσος προκαλεί το σύνδρομο της υποφλοιώδους άνοιας, έχει
κλινικές εκδηλώσεις που χαρακτηρίζονται από βραδυφρένεια, βραδυψυχισμό,
μειωμένη κρίση και προσοχή, προβλήματα στην αφηρημένη σκέψη και
διαταραχές από την συναισθηματική σφαίρα54,55 σε ποσοστό που
ενδεχομένως αγγίζει το 40-65%. Άνοια σαν πρώτη εκδήλωση της ΣκΠ είναι
σπάνια, ενώ αντίθετα, συμπτώματα της ψυχικής σφαίρας με κατάθλιψη,
ευφορία (σκληρυντική ευφορία), παθολογικό γέλιο ή κλάμα, παραλήρημα,
ψευδαισθήσεις ή συγχυτικοδιεγερτικές καταστάσεις είναι συχνές, ακόμα και
στα αρχικά στάδιά της56,57. Ειδικά η κατάθλιψη συναντάται σε ποσοστό 25-
50% των ασθενών με ΣκΠ, ίσως τριπλάσιο από αυτό του γενικού
πληθυσμού και η συναισθηματική αστάθεια σε ποσοστό 10% των ασθενών58.
Η κόπωση είναι ένα σύμπτωμα για το οποίο οι ασθενείς παραπονούνται
αρκετά συχνά. Πρόκειται για αίσθημα απώλειας της φυσικής ή και ψυχικής
ενεργητικότητας με παράλληλη εξάντληση και εξουθένωση. Ίσως ευθύνονται
ανοσολογικοί παράμετροι για την εκδήλωσή της, όπως οι κυτταροκίνες, ο
μειωμένος εγκεφαλικός μεταβολισμός, ο υποθάλαμος, η αϋπνία από την
31
οποία υποφέρουν πολλοί ασθενείς, ο πόνος ή η σπαστικότητα ή ακόμα και η
φαρμακευτική αγωγή59.
Ο πόνος είναι επίσης συχνό παράπονο των ασθενών, είτε πρόκειται για
νευραλγία τριδύμου, ριζιτικό πόνο ή κάποια άλλη παροξυσμική εκδήλωση της
νόσου, όπως οι επώδυνες τονικές κρίσεις, είτε για δυσαισθησίες ή
δυσαισθητικούς μη παροξυσμικούς πόνους, που μπορεί να παρατηρούνται
στο 30% των ασθενών60. Επίσης, πρέπει να αναφερθούν και η χρόνια
οσφυαλγία καθώς και οι επώδυνοι καμπτικοί ή εκτατικοί σπασμοί που τους
βρίσκουμε σε 10-15% των πασχόντων και κυρίως στους παραπληγικούς.
Οι επιληπτικές κρίσεις είναι επίσης μέσα στις εκδηλώσεις της
πάθησης, κυρίως στα προχωρημένα της στάδια.
Τέλος, το φαινόμενο UHTHOFF είναι αρκετά συχνό στους ασθενείς με
ΣκΠ. Πρόκειται για ποικίλα νευρολογικά σημεία που εκδηλώνονται κατά τη
διάρκεια της υπερθερμίας σε 80% των πασχόντων, το μεγαλύτερο ποσοστό
από τα οποία δεν εκδηλώνονται όταν ο ασθενής είναι νορμοθερμικός.
32
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
33
ερέθισμα λόγω προφανώς κάποιας βλάβης που έχει υποστεί. Η εξέταση δεν
είναι ειδική για τη νόσο καθώς και σε άλλα νοσήματα βρίσκουμε παθολογικά
ΟΠΔ, όπως την μεσογειακή αναιμία61, τη νόσο του Leber62, σε όγκους της
επίφυσης και υπόφυσης63,64, σε βλάβες στην περιοχή του οπτικού χιάσματος,
και θα πρέπει και αυτή να αξιολογηθεί σε συνάρτηση με τον υπόλοιπο
εργαστηριακό και παρακλινικό έλεγχο.
Η Μαγνητική Τομογραφία (Μagnetic Resonance Imaging,MRI) είναι
πολύ σημαντική εξέταση τόσο για την διάγνωση της ΣκΠ, όσο και για την
παρακολούθηση της δυναμικής των απομυελινωτικών πλακών κατά την
πορεία της νόσου.
Οι απομυελινωτικές πλάκες είναι συνήθως στρόγγυλες ή ωοειδείς, με τον
επιμήκη άξονά τους κάθετο στο τοίχωμα των κοιλιών, με καλά
περιγεγραμμένα όρια. Πιο συχνά απαντώνται στην περικοιλιακή περιοχή, στο
μεσολόβιο, στην έσω κάψα και στην οπτική οδό.
Υπάρχουν διαφόρων ειδών ακολουθίες που πρέπει να πάρουμε
προκειμένου να έχουμε την όσο το δυνατόν καλύτερη απεικόνιση των
«πλακών». Οι ακολουθίες με Τ1 προσανατολισμό μας δείχνουν μόνο ένα
μικρό ποσοστό εστιών, τις χρόνιες βλάβες που έχουν σήμα μικρότερης
έντασης από την λευκή ουσία65 ( οι ονομαζόμενες black holes). Οι ακολουθίες
με Τ2 προσανατολισμό δείχνουν τις βλάβες σαν εστίες υψηλού σήματος, είτε
λόγω της διάσπασης του αιματοεγκεφαλικού φραγμού και της εισροής σε
αυτές κυτταροκινών και άλλων ουσιών, στην οξεία φάση της νόσου, είτε λόγω
της απώλειας της μυελίνης και του οιδήματος στη χρόνια φάση, ή της
γλοίωσης που υφίστανται αυτές στις πιο σοβαρές μορφές της νόσου. Οι
ακολουθίες πυκνότητας πρωτονίων χρησιμεύουν στην ανάδειξη κυρίως των
περικοιλιακών εστιών. Οι ακολουθίες FLAIR (Fluid Attenuated Inversion
Recovery) είναι Τ2 ακολουθίες πολύ ευαίσθητες για την απεικόνιση των
απομυελινωτικών εστιών, τις οποίες δείχνει με μαύρο χρώμα66. Μετά τη
χορήγηση παραμαγνητικής ουσίας ενδοφλεβίως, οι εστίες εμφανίζονται με
ενίσχυση η οποία οφείλεται στη διάσπαση του αιματοεγκεφαλικού φραγμού
και πιθανόν στην οξεία φλεγμονή και η οποία παρέρχεται σε 2-8 εβδομάδες67.
Εάν προηγήθηκε της εξέτασης λήψη κορτικοστεροειδών σκευασμάτων, δεν
αναδεικνύεται ενίσχυση. Κατά συνέπεια, οι εστίες που προσλαμβάνουν
σκιαγραφική ουσία είναι αυτές που δηλώνουν ότι η νόσος είναι ενεργής68. Στη
34
χρόνια νόσο, παρατηρείται στην MRI εγκεφάλου ατροφία, διάταση του
κοιλιακού συστήματος άλλοτε άλλου βαθμού, διεύρυνση των φλοιωδών
αυλάκων και εναπόθεση σιδήρου στα βασικά γάγγλια69.
Ακολουθεί η Εικόνα 6, με ποικίλες απεικονίσεις τόσο του εγκεφάλου όσο
και του νωτιαίου μυελού ασθενών με ΣκΠ.
35
7 8
Εικόνα 9
36
Εικόνα 11. Μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου ασθενούς με ΣκΠ.
Είναι εμφανείς οι πολλαπλές απομυελινωτικές εστίες που υπάρχουν
37
Υπάρχει πτωχή συνάρτηση μεταξύ του μεγέθους και της εντόπισης των
βλαβών στην MRI με την ανικανότητα του πάσχοντος. Ασθενείς με μεγάλες
βλάβες μπορεί να έχουν ασήμαντα κλινικά ευρήματα και ασθενείς με λίγες
αλλά σε καίρια σημεία βλάβες μπορεί να έχουν δραματική κλινική εικόνα.
Η συχνότητα της εμφάνισης των εστιών στην Μαγνητική τομογραφία
είναι τριπλάσια ως δεκαπλάσια της συχνότητας εμφάνισης κλινικών
εκδηλώσεων70,71.
Η MRI είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη διάγνωση της νόσου αλλά θα
πρέπει να συνεκτιμηθεί με όλες τις άλλες παραμέτρους, καθώς παρόμοια
απεικόνιση στην Μαγνητική τομογραφία με την ΣκΠ έχουν πλήθος νοσημάτων
από τις οποίες πρέπει να διαφοροδιαγνωστεί72 (Πίνακας 3).
Πρέπει να τονιστεί ότι με την απεικόνιση των εστιών στην Μαγνητική
Τομογραφία συνάγονται συμπεράσματα και για την αποτελεσματικότητα ή μη
της φαρμακευτικής αγωγής που ακολουθεί ο ασθενής και επομένως για την
πορεία του. Η παρουσία διαρκώς ενεργών ή νέων ενισχυόμενων εστιών
δείχνει ότι η αγωγή που ακολουθείται δεν είναι αποτελεσματική και ίσως είναι
σκόπιμη η αναπροσαρμογή της δόσης ή η αλλαγή της73,74.
Εντούτοις, η συσχέτιση των εστιών που αναδεικνύονται στην εξέταση
αυτήν με την κλινική εικόνα του ασθενούς είναι πολλές φορές πτωχή, καθώς
απεικονίζονται εστίες που είναι κλινικά σιωπηλές, μάλλον λόγω της θέσης
τους στο εγκεφαλικό παρέγχυμα ή στο μυελό. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος
που χρησιμοποιείται ευρύτατα για την παρακολούθηση της
αποτελεσματικότητας των φαρμάκων.
38
Πίνακας 3. Παθήσεις που στην MRI έχουν εικόνα παρόμοια με την
ΣΚΠ. Σφάγγος AΚ., Τριανταφύλλου Ν.Ι. ΣΚΛΗΡΥΝΣΗ ΚΑΤΑ ΠΛΑKAΣ,2001,
Εκδ Γαβαλάς , Αθήνα (από Gasperini G,Differential diagnosis in ΜS.Int MS J
1997;4(1):12-25
39
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
40
την εξέλιξη της από την έναρξη, με οξείες ώσεις που ακολουθούνται από
πλήρη ή μερική αποκατάσταση στο προυπάρχον επίπεδο ανικανότητας.
Η καλοήθης μορφή είναι ένας υποτύπος της RRMS που τη
διαφοροποιεί από το γεγονός ότι οι ασθενείς έχουν μικρή ή καθόλου εξέλιξη
της ανικανότητάς τους για μια μακρά χρονική περίοδο (παρόλο που
σημαντική επιδείνωση συμβαίνει στην πλειοψηφία των ασθενών σε διάστημα
25 χρόνων). Συνήθως χρησιμοποιείται για αυτούς που έχουν τιμή
EDSS43<=3 μετά από διάστημα δέκα ετών από την έναρξη της νόσου78,79.
41
Τέλος, η μεταβατική μορφή της νόσου αναφέρεται σε αυτούς που
μεταπίπτουν από την RRMS σε SPMS, εκδηλώνοντας προοδευτική
επιδείνωση.
Γενικά, 80-85% έχουν RRMS κατά την έναρξη, και περίπου 10 % PPMS.
Περίπου 50% των RRMS μεταπίπτουν σε SPMS κατά τη διάρκεια των
πρώτων 10 χρόνων και περίπου 90%, κάνουν αυτή την μετατροπή στα 25
χρόνια από την έναρξη80. Η εικόνα 14 δείχνει το χρόνο παραμονής των
ασθενών στα διάφορα επίπεδα της κλίμακας αναπηρίας (EDSS).
42
ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ
43
Πίνακας 4. Ταξινόμηση και διαγνωστικά κριτήρια ΣΚΠ (D.S.) κατά
Allison R.s.,Millar JHD (Ulster Med. J.1954; 23, Suppl.2:5-27)
44
Πίνακας 6 Κριτήρια McDonald για τη διάγνωση της ΣΚΠ
(McDonald et al. Recommended diagnostic criteria for Multiple sclerosis:
guidelines from the international Panel on the diagnosis of Multiple Sclerosis.
Ann Neurol 2001; 50 (1): 121-7
• MRIb, or
• Second clinical attack
a
Brain MRI is recommended to exclude other etiologies
b
MRI criteria for dissemination in space or time are described in Table 2
c
Positive CSF defined as oligoclonal bands different from those in serum, or raised IgG index.
Adapted from reference 6.
45
Πίνακας 7. Κριτήρια ευρημάτων MRI για τη διασπορά τους στο
χώρο και στο χρόνο. McDonald et al. Recommended diagnostic criteria for
Multiple sclerosis: guidelines from the international Panel on the diagnosis of
Multiple Sclerosis. An n Neurol 2001; 50 (1): 121-7
46
Πίνακας 8. Αναθεωρημένα διαγνωστικά κριτήρια του McDonald.
Polman et al. Diagnostic Criteria for Multiple Sclerosis: 2005 revisions to the
“McDonald” criteria. Ann Neurol. 2005; 58:840-846
47
Πίνακας 9. Επεξηγήσεις πάνω στα αναθεωρημένα διαγνωστικά
κριτήρια του McDonald. Polman et al. Diagnostic Criteria for Multiple
Sclerosis: 2005 revisions to the “McDonald” criteria. Ann Neurol. 2005;
58:840-846
48
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ
53
Η ΣκΠ θα πρέπει να διαφοροδιαγνωστεί από ένα πλήθος παθήσεων
αγγειακής φύσεως, μεταβολικών, λοιμωδών, νευρολογικών και άλλων, πριν
τεθεί η βεβαία διάγνωσή της (Πίνακας 10)
49
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Για πολλά χρόνια για την αντιμετώπιση των εξάρσεων της νόσου
χρησιμοποιήθηκε ανοσοκαταστολή με στεροειδή ή κορτικοτροπίνη. Η ACTH
ήταν το πρώτο ανοσοκατασταλτικό φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε με καλά
αποτελέσματα. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν άλλα στεροειδή, όπως η
πρεδνιζολόνη και η μεθυλπρεδνιζολόνη, με την τελευταία να θεωρείται στις
μέρες μας το φάρμακο εκλογής για τη θεραπεία των εξάρσεων της πάθησης.
50
Με την αντιφλεγμονώδη και ανοσοκατασταλτική δράση του, το φάρμακο
αυτό επιταχύνει την αποκατάσταση, χορηγούμενη σε δόση 1 gr καθημερινά
για τρεις ή πέντε ημέρες, λαμβάνοντας πάντοτε υπ’όψιν τις γνωστές
ανεπιθύμητες ενέργειές του. Μερικές από αυτές είναι η κατακράτηση ύδατος,
ευκαιριακές λοιμώξεις, η υπεργλυκαιμία, η υποκαλιαιμία, οι διαταραχές
συμπεριφοράς, τα πεπτικά έλκη, η αρτηριακή υπέρταση, η οστεοπόρωση και
ο καταρράκτης. Η αποφυγή κατανάλωσης γλυκόζης και αλατιού πρέπει να
συνιστάται στους ασθενείς αυτούς.
α) Ιντερφερόνες
Παρόλο που αυτά τα φάρμακα δεν είναι θεραπευτικά, είναι τα πρώτα
που αποδεδειγμένα από πολλαπλές κλινικές μελέτες τροποποιούν τη νόσο,
μειώνοντας τη δραστηριότητά της και καθυστερώντας την εξέλιξή της90.
Οι ιντερφερόνες είναι γλυκοπρωτείνες που ανευρίσκονται φυσιολογικά
στον οργανισμό, ανήκουν στις κυτταροκίνες και παράγονται κατά τη μόλυνσή
του από ιογενείς λοιμώξεις, έχοντας ανοσοτροποποιητικές και αντιικές
δράσεις που συμβάλουν στην θεραπευτική τους ιδιότητα. Υπεισέρχονται στο
Μείζον Σύστημα Ιστοσυμβατότητας, στη λειτουργία των Τ-κυττάρων, στα
μόρια προσκολλήσεως και στις μεταλλοπρωτείνες επιφανείας91. Δύο μεγάλοι
τύποι έχουν αναγνωριστεί: IFN-α και IFN-β που αποτελούν τον τύποΙ και η
IFN-γ που συνιστά τον τύπο ΙΙ. Οι τύπου Ι ιντερφερόνες είναι
ανασυνδυασμένα παράγωγα της ανθρώπινης IFN-β, που εγκρίθηκαν για
πρώτη φορά το 1993 στις ΗΠΑ και δύο χρόνια αργότερα στην Ευρώπη.
Υπάρχουν στην κυκλοφορία τρία σκευάσματα που χρησιμοποιούνται :
Η IFNβ-1b γνωστή με την εμπορική ονομασία Betaferon, χορηγείται σε
ενέσιμη μορφή υποδoρίως κάθε δεύτερη μέρα, σε δοσολογία 0.25 mg (8
MIU), η IFNβ-1a γνωστή ως Avonex, χορηγείται ενδομυικά μία φορά τη
βδομάδα σε δόση των 30μg (6MIU) και η IFNβ -1a γνωστή με την ονομασία
Rebif, που χορηγείται υποδορίως τρεις φορές την εβδομάδα σε δόση των
44μg (12MIU). Αυτές συνιστώνται σε ασθενείς με την υποτροπιάζουσα μορφή
της νόσου καθώς και σε όσους παρουσιάζουν ταχεία επιδείνωση. Η πρώτη
51
είναι εγκεκριμένη και για τη μορφή SPMS. Μελέτες έδειξαν ότι μειώνουν τον
αριθμό των υποτροπών, μειώνουν τον μέσο όγκο των βλαβών που
απεικονίζονται στις Τ2 MRI92,93,94 καθώς και το ρυθμό επιδείνωσης της
αναπηρίας, όπως αυτός μετριέται με την κλίμακα EDSS.
Όλες οι ιντερφερόνες δεν πρέπει να χορηγούνται σε ασθενείς που
πρόκειται να τεκνοποιήσουν, κατά την εγκυμοσύνη και τη λοχεία καθώς και σε
ψυχιατρική συνδρομή με αυτοκτονικό ιδεασμό ή άλλη σοβαρή συστηματική
πάθηση. Οι ανεπιθύμητες ενέργειές τους είναι μεταξύ άλλων 91:
- Συμπτώματα παρόμοια με γριππώδη συνδρομή που συναντούμε σε
μεγάλο ποσοστό ( ίσως και 60%) των ασθενών. Συνήθως εκδηλώνονται με
πυρετό, κεφαλαλγία, ρίγη, αρθραλγίες και αίσθημα κόπωσης, που αρχίζουν
λίγο μετά τη λήψη της δόσης, διαρκούν έως 24 ώρες και συνήθως υποχωρούν
μετά το αρχικό διάστημα λήψης του φαρμάκου. Για το λόγο αυτό συνήθως
συνιστάται η λήψη παρακεταμόλης λίγες ώρες πριν από την ένεση.
- Δερματική αντίδραση στο σημείο της ένεσης που μπορεί να είναι από
ένα ερύθημα ως φλεγμονώδης αντίδραση και νέκρωση του ιστού τοπικά,
συμπτώματα που γίνονται πιο σπάνια με τους μηχανισμούς αυτόματης
έγχυσης που πλέον κυκλοφορούν.
- Αυξημένη σπαστικότητα που συνήθως συνοδεύει την γριππώδη
συνδρομή, 3 με 6 ώρες μετά την έγχυση και μπορεί να χρειαστεί για την
αντιμετώπισή της η λήψη κάποιου αντιφλεγμονώδους φαρμάκου.
- Ψυχικές διαταραχές, ευερεθιστότητα, κατάθλιψη, αυτοκτονικός
ιδεασμός, παρανοϊκός ιδεασμός…
Από τον εργαστηριακό έλεγχο μπορεί να προκύψει ήπια αναιμία,
λευκοπενία, θρομβοκυτταροπενία, αύξηση των τρανσαμινασών. Για το λόγο
αυτό πρέπει να γίνονται εργαστηριακές εξετάσεις αίματος πριν την έναρξη της
αγωγής, που θα είναι οι εξετάσεις αναφοράς, 1 και 3 μήνες μετά και εφόσον
δεν υπάρχει μεταβολή αξιοσημείωτη, έκτοτε κάθε 6-12 μήνες.
Πρέπει να αναφέρουμε ότι πολλές μελέτες γίνονται για τα αντισώματα
που αναπτύσσονται στους ασθενείς που βρίσκονται σε αγωγή με
ιντερφερόνες. Αυτά αναπτύσσονται συνήθως μετά τους πρώτους 12 μήνες
λήψης του φαρμάκου, και διακρίνονται σε δεσμευτικά και εξουδετερωτικά
(Nabs), τα οποία αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν τις παράπλευρες δράσεις
μορίων της ιντερφερόνης, με συνέπεια την αναστολή της αλληλεπίδρασής της
52
με τον υποδοχέα της95. Αυτό συνεπάγεται μείωση της βιοδιαθεσιμότητας του
μορίου της, και κατά αυτό τον τρόπο της αποτελεσματικότητάς της96,97.
Υπάρχουν μελέτες που δεν σημείωσαν σημαντικό αποτέλεσμα στην κλινική
σπουδαιότητα των Nabs σε ασθενείς που βρίσκονται υπό αγωγή με
ιντερφερόνες98,99. Ωστόσο, υπάρχουν άλλες μελέτες παρακολούθησης
ασθενών για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που δείχνουν ότι η παρουσία των
αντισωμάτων επηρεάζει την αποτελεσματικότητα της ινερφερόνης, τόσο στο
αριθμό των υποτροπών και στην εξέλιξη της νόσου, όσο και στην απεικόνισή
της στην Μαγνητική Τομογραφία 100.
53
είναι συμπτώματα flashing, άγχους ή δύσπνοιας, που αρχίζουν αμέσως με
την έγχυση και περνούν σε 30 δευτερόλεπτα ως 30 λεπτά. Δεν χρειάζεται
εργαστηριακός έλεγχος ρουτίνας όπως φαίνεται από σχετικές έρευνες και τα
δεσμευτικά αντισώματα που αναπτύσσονται έναντι του φαρμάκου δεν
επηρεάζουν την θεραπευτική του ικανότητα καθώς φτάνουν στη μεγαλύτερη
τιμή τους στους 3-6 μήνες θεραπείας και μετά μειώνονται105,106,107.
Σε ασθενή που παρουσιάζει έλλειψη απάντησης , ανοχή ή απώλεια της
αποτελεσματικότητας της θεραπείας, πρέπει να σκεφτούμε την αλλαγή της.
Καθώς αυτό μπορεί να οφείλεται σε ανάπτυξη Nabs, και επειδή οι
ιντερφερόνες IFNβ-1a και IFNβ -1b αλληλοκαλύπτονται τόσο στη βιολογική
τους δράση όσο και στα δεσμευτικά και εξουδετερωτικά τους αντισώματα, δεν
είναι σκόπιμο να αλλάξουμε τη χορήγηση της μιας ιντερφερόνης για την άλλη
108,109
. Ανοικτές μελέτες έδειξαν ότι το Copaxone ήταν αποτελεσματικό και
καλά ανεκτό σε ασθενείς που προηγουμένως λάμβαναν θεραπεία με
ιντερφερόνη 110,111.
γ) Άλλες θεραπέιες
54
Αυξημένη πιθανότητα λοιμώξεων114
Εξανθήματα διαφόρων τύπων
Καρκινογένεση , για την οποία έχουν γίνει πολλές μελέτες. Πιστεύεται ότι
η πιθανότητα καρκινογένεσης στους ασθενείς με ΣκΠ είναι χαμηλή, αλλά
αυξάνει μετά από 10 χρόνια συνεχούς θεραπείας με αυτήν 112,115,116.
55
Είναι ανάλογο του φυλικού οξέος που δρα ως αντιμεταβολίτης και
χορηγείται από του στόματος σε δόση 7.5mg μία φορά εβδομαδιαίως .ή 20
mg τη βδομάδα υποδορίως για μεγαλύτερη δόση.
Μελέτες έδειξαν μείωση της επιδείνωσης της πολύ σημαντικής
ανικανότητας σε ασθενείς με SPMS122 καθώς και των ενεργών βλαβών στη
μαγνητική τομογραφία.
Είναι φάρμακο καλά ανεκτό και οι ανεπιθύμητες ενέργειές του
περιλαμβάνουν:
9 Ναυτία, που είναι συνήθης,
9 Πυρετό,
9 Κεφαλαλγία ,
9 Έρπητα,
9 Αύξηση των ηπατικών ενζύμων, ενώ η μακροχρόνια χρήση της
έχει συνδεθεί με ανάπτυξη κίρρωσης.
56
-Ναυτία, flashing προσώπου, ταχύπνοια, αίσθημα σύσφιγξης στο
θώρακα που εμφανίζονται κατά την αρχή της έγχυσης του φαρμάκου και
μπορούν συνήθως να ελεγχθούν με τη μείωση του ρυθμού χορήγησης.
- Πυρετό
- Κόπωση,
- Κοιλιακό άλγος, κεφαλαλγία.
Υπάρχουν βέβαια και οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες :
¾
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας-αλλεργικό shock 124,125
¾
Άσηπτη μηνιγγίτιδα126
¾
Θρομβοεμβολικά επεισόδια127
¾
Νεφρική ανεπάρκεια128
ενώ, θα πρέπει να αναφερθεί και το υψηλό κόστος αυτής της θεραπείας.
γ5) Πλασμαφαίρεση
57
Οι πιο συνηθισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ναυτία, αλωπεκία,
λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, αμηνόρροια, λευκοπενία, διαβήτης,
υπέρταση.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το όριο της δόσης που μπορεί να λάβει ένας
οργανισμός κατά τη διάρκεια της ζωής του που περιορίζεται σε χορήγηση για
διάστημα 2-3 χρόνων ή αθροιστική δόση των 120 ως 140 mg/m2 επιφάνειας
σώματος, εξαιτίας της προκαλούμενης από αυτήν καρδιοτοξικότητας. Πλήρης
αιματολογικός έλεγχος πρέπει να γίνεται πριν από τη χορήγηση της κάθε
δόσης καθώς και υπερηχογράφημα καρδιάς.
58
υπερευαισθησίας, ρίγη κεφαλαλγία, ναυτία, εμετό, λοιμώξεις του ανώτερου
αναπνευστικού ή του ουροποιητικού συστήματος και την πλέον σοβαρή και
θανατηφόρα Προϊούσα Πολυεστιακή Λευκοεγκεφαλοπάθεια (PML)135.
α) Κόπωση
59
ψυχολογική υποστήριξη, συνιστούν μια πρώτη προσέγγιση του προβλήματος.
Εφόσον αυτά δεν αποδώσουν, θα δοθούν φάρμακα όπως:
η αμανταδίνη 137,138 (Symmetrel, 100-200mg/d)
η φλουοξετίνη (fluoxetine, Ladose, 10-40mg/d)
η μοδαφινίλη (modafinil, Modiodal, 200-400mg/d)139, ουσία που
χρησιμοποιείται στη ναρκοληψία και
η 4-αμινοπυριδίνη 140,141,142.
60
κεφαλαλγία, υπνηλία που υποχωρούν με την πάροδο του πρώτου
διαστήματος της θεραπείας.
Άλλα αντιεπιληπτικά φάρμακα 152.
Μερικοί ασθενείς επιλέγουν την εναλλακτική θεραπεία προκειμένου να
ανακουφιστούν, όπως τη χρήση της κάνναβης η οποία φαίνεται
αποτελεσματική στην σπαστικότητα, τον χρόνιο παροξυσμικό πόνο και τον
τρόμο153.
Όταν οι αγωγές από του στόματος δεν είναι αποτελεσματικές, περνάμε
σε επεμβατικές μεθόδους.
Χρήση της βοτουλινικής τοξίνης που παράγεται από το clostiridium
botulinum, για να ελαττώσει τον τόνο ομάδας μυών σε δόση που ρυθμίζεται
ανάλογα, κατανέμεται και χορηγείται συνήθως κάτω από ηλεκτρομυογραφικό
έλεγχο.
Η χορήγηση βακλοφαίνης σε δόση 100-400 mg την ημέρα από
εμφυτευμένη συσκευή συνεχούς απελευθέρωσης της ουσίας έχει πολύ καλά
αποτελέσματα. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι σπάνιες με σοβαρότερη την
καταστολή του ΚΝΣ όταν χορηγηθεί εφάπαξ πολύ μεγάλη δόση (>150) 154.
γ) Άλγος
61
Πίνακας 11. Θεραπεία του πόνου στην ΣΚΠ
Krupp B.L., Rizvi A.S. Symptomatic therapy for under recognized
manifestations of multiple sclerosis. Neurology 2002; 58(Suppl 4):S32-S39
62
Τα προβλήματα με τη λειτουργία του εντέρου περιλαμβάνουν
δυσκοιλιότητα, έπειξη για κένωση και ακράτεια κοπράνων. Συνδυασμός
κατάλληλης διατροφής και σκευασμάτων που αυξάνουν την απορρόφηση
ύδατος και το ποσό των ινών στο έντερο, ανακουφίζουν τον ασθενή.
Η σεξουαλική δυσλειτουργία είναι κοινό πρόβλημα και για τα δυο φύλα.
Στους άνδρες υπάρχει στυτική δυσλειτουργία και στις γυναίκες πλήθος
προβλημάτων που οδηγούν σε απώλεια της libido. Ασκήσεις, ψυχολογική
υποστήριξη και ανοικτή συζήτηση με τον σύντροφο θα βοηθήσει την επίλυση
του προβλήματος. Φαρμακευτικά σκευάσματα όπως η clomipramine
157
(Anafranil), είναι αποτελεσματική και στα δύο φύλα , χορηγούμενη από το
στόμα, ενώ άλλα σκευάσματα έχουν τοπική χρήση.
ε) Ψυχιατρικά προβλήματα
Αυτά είναι μάλλον συχνά στην ΣκΠ καθώς τα 2/3 των ασθενών φαίνεται
να έχουν κάποια ψυχιατρική συνδρομή 158,159.
Διαταραχές του συναισθήματος περιλαμβάνουν κατάθλιψη, διπολική
διαταραχή, παθολογικό γέλωτα, ενώ είναι αυξημένο το ποσοστό
επικινδυνότητας για αυτοκτονία κατά 7.5% σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό,
με τους άνδρες να υπρερέχουν160,161.
50% των ασθενών έχουν την πιθανότητα να εκδηλώσουν επεισόδιο
μείζονος κατάθλιψης ως την ηλικία των 59 χρόνων160. Αυτοί με προβλήματα
από την εγκεφαλική ουσία είναι πιο πιθανό να εκδηλώσουν τέτοιου είδους
διαταραχές από αυτούς που έχουν βλάβη στο νωτιαίο μυελό ή στην
παρεγκεφαλίδα162. Τόσο η ψυχοθεραπεία, όσο και πλήθος αντικαταθλιπτικών
φαρμάκων όπως οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης,
(SSRIs, όπως Seropram, Seroxat, Ladose) τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά,
(TCAs, όπως Saroten, Sinequan, Anafranil), χρησιμοποιούνται με καλά
αποτελέσματα163. Για τη διπολική διαταραχή θα χρειαστεί λίθιο ή
αντισπασμωδικά σκευάσματα164, ενώ για το παθολογικό γέλιο και κλάμα
φαίνεται ότι είναι αποτελεσματικές μικρές δόσεις αμιτρυπτιλίνης, 25-75mg/d.
165
.
63
στ) Τρόμος
ζ) Παροξυσμικά συμπτώματα
η) Γνωσιακές διαταραχές
64
Συνήθως αυτές είναι διαταραχές της μνήμης, της προσοχής, της
ταχύτητας πρόσληψης των πληροφοριών, της οπτικής πρόσληψης και των
πιο ειδικών ανώτερων λειτουργιών. Πιστεύεται ότι 30-70% των ασθενών με
ΣκΠ έχουν γνωστικό έλλειμμα. Η αξιολόγηση τους είναι δύσκολη καθώς
υπεισέρχεται ο παράγοντας τής κόπωσης αλλά και της κατάθλιψης και
προκαλεί αλλοίωση της κλινικής εικόνας. Καθώς η αξιολόγηση με το mini
mental state examination υποτιμά το γνωσιακό έλλειμμα σε ποσοστό 50% ή
και περισσότερο167,168, χρειάζεται μια ολοκληρωμένη νευροψυχολογική
εξέταση προκειμένου να αποκαλυφθούν τέτοιου είδους διαταραχές.
65
ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ
1. Pyramidal function
0 - Normal
1 - Abnormal signs without disability
2 - Minimal disability
3 - Mild/moderate paraparesis of hemiparesis; severe monoparesis
4 - Marked paraparesis or hemiparesis; moderate quadraparesis or
monoparesis
5 - Paraplegia, hemiplegia, or marked paraparesis
6 - Quadriplegia
V - Unknown
2.Cerebellar Function
0 - Normal
1 - Abnormal signs without disability
2 - Mild ataxia
3 - Moderate truncal or limb ataxia
4 - Severe ataxia
5 - Unable to perform coordinated movements
V - Unknown
X - Weakness
66
3.BrainStem Function
0 - Normal
1 - Signs only
2 - Moderate nystagmus or other mild disability
3 - Severe nystagmus, marked extraocular weakness or moderate
disability of other cranial nerves
4 - Marked dysarthria or other marked disability
5 - Inability to speak or swallow
V - Unknown
4.Sensory Function
0 - Normal
1 - Vibration or figure - writing decrease only, in 1 or 2 limbs
2 - Mild decrease in touch or pain or position sense, and/or moderate
decrease in vibration in 1 or 2 limb, or vibration in 3 or 4 limbs
3 - Moderate decrease in touch or pain or proprioception, and/or
essentially lost vibration in 1 or 2 limbs; or mild decrease in touch or
pain and/or moderate decrease in all proprioceptive tests in 3 or 4 limbs
4 - Marked decrease in touch or pain or loss of proprioception, alone or
combined in 1 or 2 limbs; or moderate decrease in touch or pain and/or
severe proprioceptive decrease in more than two limbs
5 - Loss of sensation in 1 or 2 limbs; or moderate decrease in touch or
pain and/or loss of proprioception for most of the body below the head
6 - Sensation essentially lost below the head
V - Unknown
6Visual Function
0 - Normal
1 - Scotoma with visual acuity > 20/30 (corrected)
2 – Worse eye with scotoma with maximal acuity 20/30 to 20/59
3 - Worse eye with large scotoma or decrease in fields, acuity 20/60 to
20/99
4 - Marked decrease in fields, acuity 20/100 to 20/200; grade 3 plus
maximal acuity of better eye < 20/60
67
5 - Worse eye acuity < 20/200; grade 4 plus better eye acuity < 20/60
V - Unknown
7. Cerebral Function
0 - Normal
1 - Mood alteration
2 - Mild decrease in mentation
3 - Moderate decrease in mentation
4 - Marked decrease in mentation
5 - Dementia
V - Unknown
8. Other Function
0 - Normal
1 - Other neurological finding
ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ
Expanded Disability Status Scale (EDSS)
1.5 = No disability minimal signs in more than one FS (more than one grade 1
excluding Cerebral grade 1).
3.5 = Fully ambulatory but with moderate disability in one FS (one grade 3)
and one two FS grade 2; or two FS grade 3; or five FS grade 2 (others 0 or 1).
68
4.0 = Fully ambulatory without aid, self-sufficient, up and about some 12 hours
a day despite relatively severe disability consisting of one FS grade 4 (others
0 or 1), or combinations of lesser grades exceeding limits of previous steps.
Able to walk without aid or rest some 500 meters.
4.5 = Fully ambulatory without aid, up and about much of the day, able to
work a full day, may otherwise have some limitation of full activity or require
minimal assistance; characterized by relatively severe disability, usually
consisting of one FS grade 4 (others 0 or 1) or combinations of lesser grades
exceeding limits of previous steps. Able to walk without aid or rest for some
300 meters.
5.0 = Ambulatory without aid or rest for about 200 meters; disability severe
enough to impair full daily activities (e.g. to work full day without special
provisions). (Usual FS equivalents are one grade 5 alone, others 0 or 1; or
combinations of lesser grades usually exceeding specifications for step 4.0).
5.5 = Ambulatory without aid or rest for about 100 meters; disability severe
enough to preclude full daily activities. (Usual FS equivalents are one grade 5
alone, others 0 or 1; or combinations of lesser grades usually exceeding those
for step 4.0).
7.0 = Unable to walk beyond about 5 meters even with aid, essentially
restricted to wheelchair; wheels self in standard wheelchair and transfers
alone; up and about in w/c some 12 hours a day. (Usual FS equivalents are
combinations with more than one FS grade 4+; very rarely, pyramidal grade 5
alone).
7.5 = Unable to take more than a few steps; restricted to wheelchair; may
need aid in transfer; wheels self but cannot carry on in standard wheelchair a
full day; may require motorized wheelchair. (Usual FS equivalents are
combinations with more than one FS grade 4+).
8.5 = Essentially restricted to bed much of the day; has some effective use of
arm(s); retains some self-care functions. (Usual FS equivalents are
combinations, generally 4+ in several systems).
69
9.0 = Helpless bed patient; can communicate and eat. (Usual FS equivalents
are combinations, mostly grade 4+).
70
Σε αυτήν την πορεία της νόσου φαίνεται ότι παίζουν ρόλο ποικίλοι
παράγοντες όπως αυτοί που καταγράφονται στον παρακάτω πίνακα (Πίνακας
15)
Ευνοϊκοί Μη ευνοϊκοί
Γυναικείο φύλο Ανδρικό φύλο
Χαμηλός αριθμός υποτροπών ανά Μεγάλος αριθμός υποτροπών ανά
έτος έτος
Πλήρης αποκατάσταση από την Ατελής αποκατάσταση από την
υποτροπή πρώτη υποτροπή
Μεγάλο διάστημα μεταξύ πρώτης και
Μικρό διάστημα μεταξύ πρώτης και
δεύτερης ώσης δεύτερης ώσης
Συμπτώματα π.χ. αισθητικά Συμπτώματα π.χ. από την κινητική
οδό, την παρεγκεφαλίδα, το στέλεχος
Μικρότερη ηλικία έναρξης Μεγαλύτερη ηλικία έναρξης
Μικρή ανικανότητα στα πρώτα 2-5 Σημαντικού βαθμού ανικανότητα στα
χρόνια νόσησης 2 ως 5 χρόνια από την έναρξη
Καθυστέρηση στην προσβολή της Πρώιμη συμμετοχή της
παρεγκεφαλίδας παρεγκεφαλίδας
Συμμετοχή μόνο ενός συστήματος Συμμετοχή περισσοτέρων του ενός
του ΚΝΣ κατά την έναρξη συστημάτων του ΚΝΣ κατά την
έναρξη
71
ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
72
Η κατανομή της ΣΚΠ ανά τον κόσμο, είναι ένα θέμα που απασχολεί τους
ερευνητές εδώ και δεκαετίες. Ο επιπολασμός της νόσου κυμαίνεται από τιμές
μικρότερες του 1/100000 κατοίκους μέχρι μεγαλύτερες των 100/100000
κατοίκους. Ο Kurtzke το 2000 δημοσίευσε χάρτη με την παγκόσμια κατανομή
της όπως φαίνεται πιο κάτω ( Εικόνα 17).
73
πιθανόν η βόρεια Αφρική. Η Ευρώπη και η περιοχή της Μεσογείου χωριζόταν
ουσιαστικά σε δύο τμήματα. Το ένα ήταν αυτό του μεγάλου επιπολασμού που
εκτεινόταν μεταξύ 44ο και 64ο βόρειου γεωγραφικού πλάτους και το άλλο, του
ο ο
μέτριου επιπολασμού από 32 ως 44 βόρεια . Τα μόνα υψηλά ποσοστά
χαμηλότερα των 44ο γεωγραφικό πλάτος, ήταν αυτά από τη μελέτη της
περιοχής της Enna στην Σικελία. Ο χάρτης (Εικόνα 18) που ακολουθεί δείχνει
την κατανομή της ΣκΠ στην περιοχή της Ευρώπης.
Εικόνα 18. Τιμές επιπολασμού ανά 100000 κατοίκους για την ΣΚΠ
στην Ευρώπη και την περιοχή της Μεσογείου , βασισμένες σε μελέτες της
περιόδου 1980-1994, τροποποιημένες από Lauer (1994), Kurtzke JF .The epidemiology of
Multiple sclerosis.In : multiple Sclerosis:Clinical and Pathogenetic Basis.Raine CS,McFarland
H, Tourtellotte WW(eds).1997,Chapman and hall: London, pp91-139
74
ΥΛΙΚΟ - ΜΕΘΟΘΟΛΟΓΙΑ
Τα στοιχεία που υπάρχουν για τον επιπολασμό και την επίπτωση της
νόσου στον ελλαδικό χώρο είναι λιγοστά και κανένα δεν αφορά στην περιοχή
μελέτης μας, που είναι η περιοχή της περιφέρειας της δυτικής Ελλάδας . Το
Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ρίου Πατρών είναι το μόνο
Πανεπιστημιακό που υπάρχει στην ευρύτερη περιοχή του ΠΕΣΥ και ως εκ
τούτου, καλύπτει την περιοχή αυτή. Η Περιφέρεια δυτικής Ελλάδας βρίσκεται
στο βόρειο-δυτικό τμήμα της Πελοποννήσου170 και το δυτικό κομμάτι της
ελληνικής ενδοχώρας και γεωγραφικά τοποθετείται μεταξύ των γεωγραφικών
ο ο ο ο 171
πλατών 37 20' και 39 15 N' και 20 20' και 22 00' Ε ( Εικόνες 19 και
20). Η συνολική της έκταση είναι 11.350 km2, αποτελώντας το 8.6% της
συνολικής έκτασης της χώρας και χωρίζεται σε τρεις Νομαρχίες
(Αιτωλοακαρνανίας, Αχαΐας και Ηλείας). Το μεγαλύτερο κομμάτι της περιοχής
αυτής είναι ορεινό και ημιορεινό, μόνο το 29.15% καταλαμβάνεται από
πεδιάδες και υπάρχει μια εξαιρετικά μεγάλη παραλιακή ζώνη και στους τρεις
Νομούς. Ο πληθυσμός στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας, σύμφωνα με την
τελευταία απογραφή που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα το 2001 ήταν
740.506 κάτοικοι, ποσοστό 7% του γενικού πληθυσμού της χώρας172.
19 20
Εικόνες 19 και 20. Χάρτης της Ελλάδας (19) και της Δυτικής
Ελλάδας (20),Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας διοίκησης και
Αποκέντρωσης,www.ypes.gr
75
Αποτελεί γενική εντύπωση της ιατρικής κοινότητας και κυρίως των
νευρολόγων, ότι ο αριθμός των πασχόντων από ΣκΠ μεγάλωνε ολοένα και
πιο πολύ, αλλά δεν υπήρχαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ή να
απορρίπτουν έναν τέτοιο ισχυρισμό. Με την προτροπή του επιβλέποντος
καθηγητή, αποφασίστηκε να γίνει συλλογή όλων των υπαρχόντων στοιχείων
και η μελέτη όλων των παραμέτρων τους προκειμένου να διαπιστωθεί αν
ισχύει κάτι τέτοιο.
Εξετάστηκαν λεπτομερώς τα αρχεία της Πανεπιστημιακής
Νευρολογικής Κλινικής από την έναρξη της λειτουργίας της το 1984 έως
και το έτος 2006, δηλαδή για μια περίοδο 23 χρόνων. Βρέθηκαν και
καταγράφηκαν όλοι οι ασθενείς που εισήχθησαν και νοσηλεύτηκαν κατά
το διάστημα αυτό με συμπτωματολογία πιθανής ή βεβαίας ΣκΠ. Από το
σύνολο των εισαγωγών που έγιναν με αυτήν την νευρολογική
συμπτωματολογία και σημειολογία (1651 εισαγωγές), βρέθηκαν οι πάσχοντες
από βεβαία νόσο και αυτών οι ιατρικοί και νοσηλευτικοί φάκελοι μελετήθηκαν
προκειμένου να συγκεντρωθούν οι απαραίτητες πληροφορίες.
Αποκλείστηκαν :
Καταγράφηκαν:
76
• η εποχή του έτους που νοσηλεύτηκαν,
• τα συμπτώματα που τους οδήγησαν στη Ν/Κ,
• η σημειολογία τους,
• το ιστορικό τους, ατομικό και οικογενειακό,
• η έναρξη της νόσου ως προς το χρόνο και ως προς το σύστημα που
προσεβλήθη
• η χρονιά της βεβαίας διάγνωσης
• οι εξετάσεις που υπεβλήθησαν, αιματολογικές, βιοχημικές,
ανοσολογικές, ανάλυση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού από την
παρακέντηση, απεικονιστικές εξετάσεις, δηλ. αξονική τομογραφία,
μαγνητική τομογραφία, οπτικά προκλητά δυναμικά, και οποιαδήποτε
άλλη εξέταση κρίθηκε απαραίτητη,
• η θεραπεία που έλαβαν ενδονοσοκομειακά και
• η θεραπεία που τους συνεστήθη με το εξιτήριο.
77
Τα δεδομένα μας καταχωρήθηκαν ανώνυμα σε τράπεζα δεδομένων κι
έγινε η στατιστική τους ανάλυση με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS
(Statistical Package for Social Sciences), στις εκδόσεις του 13.0 και 14.0.
Πρόκειται για το πιο δημοφιλές και ευέλικτο στατιστικό πρόγραμμα που
χρησιμοποιείται τόσο από ιδιώτες, όσο και από εκπαιδευτικά ιδρύματα και
επιχειρήσεις και οργανισμούς στον ιδιωτικό και δημόσιο φορέα, στην Ελλάδα
και παγκοσμίως173.
Χρησιμοποιήσαμε στατιστικές μεθόδους που χρησιμοποιούν μια
μεμονωμένη μεταβλητή, για να διερευνήσουμε την κατανομή των συχνοτήτων
της. Υπολογίσαμε τον αριθμητικό μέσο (άθροισμα των περιπτώσεων μιας
μεταβλητής δια τον αριθμό των περιπτώσεων =mean), το διάμεσο (μεσαίο
σημείο των καταχωρημένων δεδομένων =median), την τυπική απόκλιση των
τιμών (διαφορά των τιμών της μεταβλητής από το μέσο όρο = Std Deviation),
το εύρος (διαφορά μεταξύ της υψηλότερης και χαμηλότερης τιμής της
μεταβλητής μας = range), την ελάχιστη και τη μέγιστη τιμή της (minimum και
maximum αντίστοιχα ) και όποια άλλη παράμετρο μας ήταν απαραίτητη για να
εξετάσουμε την κεντρική τάση και τη διασπορά της μεταβλητής μας.
Χρησιμοποιήσαμε στατιστικές τεχνικές για δύο μεταβλητές, κάναμε
πίνακες διασταύρωσης και προκειμένου να βρούμε αν υπάρχει στατιστικά
σημαντική διαφορά μεταξύ των μεταβλητών κάναμε τον έλεγχο χ2 ( chi
square test), εφαρμόσαμε τον έλεγχο Kolmogorov-Smirnov για να βρούμε αν
τα δεδομένα μας ακολουθούν την κανονική κατανομή ή όχι, το Mann-Whitney
U test ως μη παραμετρική μέθοδο και το t test ως παραμετρική, για να
ελέγξουμε και να συγκρίνουμε τα στοιχεία μας.
Δημιουργήσαμε γραφήματα από τα αποτελέσματά μας, όπως η
πίτα/κυκλικό γράφημα ( pie) από τη χρήση μιας μεταβλητής, ραβδογράμματα
( bar ) από την χρήση δύο μεταβλητών, ή ιστογράμματα, όπου θεωρήθηκε
απαραίτητο για την καλύτερη απεικόνιση των αποτελεσμάτων μας.
78
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
79
Φύλο
Από το σύνολο των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά το
χρονικό διάστημα 1984-2006, διαγράψαμε τις πολλαπλές εισαγωγές του ίδιου
πάσχοντος, τους ασθενείς που η τελική διάγνωση ήταν διαφορετική από αυτή
της ΣκΠ και με την επεξεργασία των δεδομένων μας καταλήξαμε στον αριθμό
των 834 εισαγωγών για το διάστημα των εικοσιτριών χρόνων της μελέτης μας.
Από τον πληθυσμό αυτό, οι 351 (42.1%) ήταν άνδρες και οι 483 (57.9%)
γυναίκες ( Πίνακας 16 και εικόνα 21).
Έγκυρο Αθροιστικό
Συχνότητα Ποσοστό ποσοστό ποσοστό
Άνδρες 351 42,1 42,1 42,1
Γυναίκες 483 57,9 57,9 100,0
Σύνολο 834 100,0 100,0
Φύλο
Χ2 20,892
df 1
Asymp. Sig. ,000
a 0 cells (, 0%) have expected frequencies less than 5. The minimum expected cell frequency is 417,0.
80
Φύλο
500
400
300
Συχνότητα
200
100
0
Άνδρες Γυναίκες
Φύλο
Εικόνα 21. Το φύλο των πασχόντων από ΣκΠ κατά την περίοδο της
μελέτης μας
81
Ηλικία
Μελετήσαμε την ηλικία του πληθυσμού μας, τόσο στο σύνολό του, όσο
και ως προς το φύλο και τα ευρήματά μας παρουσιάζονται στον πίνακα 18
που ακολουθεί.
Η μέση ηλικία του συνόλου του δείγματός μας ήταν 38.04 χρόνια (τυπική
απόκλιση (SD)=12.34), με εύρος από 15-84 χρόνια. Ακολουθεί το
ιστόγραμμα με την ηλικία των ασθενών και τις συχνότητές της (Εικόνα 22).
Ιστόγραμμα
100
80
Συχνότητα
60
40
Τυπική
Απόκλιση =12,34
20
Αριθμητικός
335
0 μέσος =38,04
20 30 40 50 60 70 80
Ηλικία
Εικόνα 22. Η ηλικία των ασθενών που νοσηλεύτηκαν με ΣκΠ το
διάστημα 1984-2006
82
Ηλικία ως προς το φύλο
Η μέση ηλικία των ανδρών είναι 40.08 χρόνια με τυπική απόκλιση (SD)
11.96 χρόνια. Η μικρότερη ηλικία ασθενούς ανδρικού φύλου του δείγματός
μας ήταν το 15ο έτος και η μεγαλύτερη το 84ο. Για τις γυναίκες η μέση ηλικία
ήταν 36.61 χρόνια (SD =12.40). Η μικρότερη ασθενής ήταν 15 χρόνων και η
μεγαλύτερη 76 χρόνων (πίνακας 19).
83
Για την σύγκριση των κατανομών των ηλικιών των δύο φύλων
χρησιμοποιήσαμε τον έλεγχο Mann-Whitney U (Πίνακας 20).
Όπως φαίνεται στον πίνακα 21, υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά
στην ηλικία μεταξύ των δύο φύλων, με τις γυναίκες να έχουν μικρότερη ηλικία,
(Ζ=-4.261, p -value <0.001).
Τα αποτελέσματά μας είναι απόλυτα σύμφωνα με τα ισχύοντα δεδομένα
για τη νόσο, όπου το γυναικείο φύλο νοσεί από τη ΣκΠ σε μεγαλύτερο
ποσοστό και σε μικρότερη ηλικία συγκριτικά με το ανδρικό. Ακολουθούν τα
ιστογράμματα με τις συχνότητες των ηλικιών ανά φύλο (Εικόνες 23 και 24)
40
30
Συχνότητα
20
10
Πλήθος =330
Μέσος
964=40, 08
0
20 40 60 80
Ηλικία
Εικ 23
Test Statistics(a)
Age
Mann-Whitney U 63844,500
Wilcoxon W 174529,500
Z -4,261
Asymp. Sig. (2-tailed) ,000
a Grouping Variable: Sex
84
50
40
Συχνότητα
30
20
10
Τυπική απόκλιση =12
Μέσος =36, 61
403 =470
Πλήθος
0
20 30 40 50 60 70 80
Ηλικία
Εικ24
Ομαδοποίηση ηλικιών
85
Πίνακας 22. Στατιστικά στοιχεία των ηλικιακών ομάδων των πασχόντων
¨Εγκυρο Αθροιστικό
Συχνότητα Ποσοστό ποσοστό ποσοστό
15 - 19 30 3,6 3,8 3,8
20 - 24 78 9,4 9,8 13,5
25 - 29 105 12,6 13,1 26,6
30 - 34 130 15,6 16,3 42,9
35 - 39 117 14,0 14,6 57,5
40 - 44 110 13,2 13,8 71,3
45 - 49 89 10,7 11,1 82,4
50 - 54 61 7,3 7,6 90,0
55 - 59 33 4,0 4,1 94,1
60 - 64 18 2,2 2,3 96,4
65 - 69 19 2,3 2,4 98,8
70 - 74 8 1,0 1,0 99,8
75+ 2 ,2 ,3 100,0
Σύνολο 800 95,9 100,0
Απούσες 34 4,1
Σύνολο 834 100,0
86
125
100
Συχνότητα
75
50
25
0
15- 20- 25- 30- 35- 40- 45- 50- 55- 60- 65- 70- 75+
19 24 29 34 39 44 49 54 59 64 69 74
Ηλικιακές ομάδες
Εικόνα 25. Συχνότητα κατανομής των ασθενών από ΣκΠ κατά ηλικιακές
ομάδες
87
Πίνακας 23. Η μέση ηλικία των νοσηλευομένων ασθενών κάθε
έτους.
ηλικία
Τυπική
Αριθμητικός μέσος απόκλιση
ΕΤΟΣ 1984
30,45 4,906
ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ
1985 36,29 13,338
1986 41,25 14,069
1987 37,70 13,557
1988 35,77 9,976
1989 38,76 11,122
1990 34,07 12,269
1991 35,67 10,076
1992 35,62 14,309
1993 34,60 15,464
1994 38,06 12,531
1995 38,90 12,646
1996 37,79 13,060
1997 38,70 13,464
1998 37,85 9,490
1999 37,89 11,804
2000 38,15 12,946
2001 39,89 13,021
2002 39,84 10,850
2003 37,19 13,431
2004 38,79 10,935
2005 37,91 12,166
2006 39,11 13,655
88
42
40
38
Mέση ηλικία
36
34
32
30
1984 1986 1988 1990 1992 1994 1996 1998 2000 2002 2004 2006
ΕΤΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ
Εικόνα 26. Η μέση ηλικία των ασθενών ως προς το έτος εισαγωγής τους
Τόπος κατοικίας
Έγκυρο Αθροιστικό
Συχνότητα Ποσοστό ποσοστό ποσοστό
Ν.Αχαιας 537 64,4 64,4 64,4
Ν. Ηλείας 156 18,7 18,7 83,1
Ν. Αιτ/νίας 117 14,0 14,0 97,1
ΙΙόνια νησιά 14 1,7 1,7 98,8
Άλλα 10 1,2 1,2 100,0
Σύνολο 834 100,0 100,0
89
Στην εικόνα 27 φαίνεται σε γράφημα τα ποσοστά που αντιστοιχούν στον
τόπο κατοικίας των ασθενών. Παρατηρούμε από τα παραπάνω ότι η
συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών (97.1%) που νοσηλεύτηκαν με τη
διάγνωση της βεβαίας ΣκΠ κατά την περίοδο της μελέτης μας στην
Νευρολογική Κλινική, προέρχεται από τους Νομούς Αχαΐας, Ηλείας και
Αιτωλοακαρνανίας, που είναι οι Νομοί της Περιφέρειας δυτικής Ελλάδας. Ένα
πολύ μικρό ποσοστό προέρχεται από άλλα μέρη.
Κατοικία
Ν.Αχαΐας
Ν.Ηλείας
Ν.Αιτ/νίας
Ιόνια νησιά
Άλλα
90
Επιπολασμός – επίπτωση της ΣκΠ στην Δυτική Ελλάδα
Οι τιμές του πληθυσμού της περιοχής μελέτης μας προέρχονται από την
Εθνική Στατιστική Υπηρεσία172. Υπολογίστηκε ανά ηλικιακές ομάδες ο ειδικός
ηλικιακός επιπολασμός (age-specific prevalence) ανά φύλο την 31η
Δεκεμβρίου 2006, ημερομηνία λήξης της μελέτης μας177 (Πίνακας 25).
Πίνακας 25. Επιπολασμός της ΣκΠ στην δυτική Ελλάδα, ανά φύλο και
ηλικιακή ομάδα, στις 31 Δεκεμβρίου 2006
91
Πίνακας 26. Ετήσια επίπτωση κατά φύλο της ΣκΠ στην Δυτική
Ελλάδα το διάστημα 1984-2006
Α Γ Α Γ Α Γ Α Γ Α Γ
Τυποποιημένη
Περιστατικά Πληθυσμός Επίπτωση* Διαστήματα εμπιστοσύνης
Επίπτωση**
Έτος
1984 6 5 257260 263119 2,33 1,9 2,34 2,09 0,86-5,09 0,68-4,88
1985 3 4 259945 265487 1,15 1,51 1,3 1,55 0,26-2,78 0,42-3,98
1986 9 7 260142 264648 3,46 2,65 3,67 2,86 1,67-6,98 1,14-5,91
1987 3 7 262580 267175 1,14 2,62 1,28 2,77 0,26-3,74 1,1-5,73
1988 8 6 264984 269524 3,02 2,23 3,17 2,5 1,36-6,26 0,91-5,45
1989 11 11 267847 272423 4,11 4,04 4,44 4,47 2,21-7,97 2,23-8,01
1990 7 7 271674 275794 2,58 2,54 2,58 2,74 1,04-5,33 1,09-5,66
1991 11 10 275036 279111 4,00 3,58 4,13 4,24 2,05-7,42 2,02-7,82
1992 8 6 279148 281842 2,87 2,13 2,98 2,33 1,28-5,89 0,85-5,08
1993 8 22 282423 283936 2,83 7,75 3,09 7,81 1,31-6,13 4,87-11,86
1994 17 21 285260 285845 5,96 7,35 6,31 7,95 3,66-10,12 4,89-12,20
1995 23 37 287795 287600 7,94 12,79 9,09 13,93 5,74-13,67 9,75-19,27
1996 20 39 291160 290123 6,87 13,44 7,64 14,73 4,65-11,83 10,44-20,18
1997 18 23 294316 292576 6,12 7,86 6,55 8,83 3,85-10,39 5,58-13,27
1998 14 14 297205 294899 4,71 4,75 5,04 5,49 2,74-8,48 2,99-9,22
1999 19 30 299738 296960 6,34 10,01 6,79 11,54 4,07-10,63 7,77-16,50
2000 19 22 301926 298762 6,29 7,36 6,78 8,15 4,07-10,61 5,09-12,35
2001 21 26 303788 300275 6,91 8,66 7,42 9,63 4,57-11,39 6,28-14,12
2002 24 28 306859 302976 7,82 9,24 8,22 10,4 5,25-12,27 6,91-15,04
2003 23 37 309640 305296 7,43 12,12 7,51 12,64 4,75-44,28 8,86-17,47
2004 34 58 312110 307530 10,89 18,86 11,65 20,92 8,05-16,29 18,87-27,06
2005 24 29 314582 309558 7,61 9,35 7,72 10,27 4,94-11,50 6,86-14,76
2006 21 34 316102 310961 6,64 10,93 7,14 12,07 4,41-10,93 8,34-16,89
*στους 100.000 κατοίκους
**σε σχέση με τον πρότυπο Ευρωπαικό πληθυσμό
Στον παραπάνω πίνακα φαίνεται ότι η επίπτωση της ΣκΠ στην περιοχή
μελέτης μας αυξήθηκε αξιοσημείωτα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως
τα μέσα της δεκαετίας του 2010. Ενώ από το 1984 ως το 1993 κυμαινόταν σε
χαμηλά επίπεδα, μετά αυξήθηκε πολύ και παρά τις ενδιάμεσες μεταπτώσεις
της, την τελευταία δεκαετία ήταν πάντα μεγαλύτερη του 5/100.000.
92
18,00
16,00
14,00
12,00
Ετήσια επίπτωση
10,00
Άνδρες
Γυναίκεςe
8,00
6,00
4,00
2,00
0,00
1984 1985 1986 1987 1988 1989 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006
Έτος
Εικόνα 28. Η επίπτωση της ΣκΠ κατά έτος και ανά φύλο στην
περιοχή της Δυτικής Ελλάδας από το 1984 ως και το 2006
93
Πίνακας 27. Ετήσια επίπτωση για το σύνολο του πληθυσμού
Τα δύο φύλα
Πίνακας 28. Μέση ετήσια επίπτωση της ΣκΠ στην Δυτική Ελλάδα
για διαστήματα των έξι (6) ετών από το 1984 ως το 2006
94
Η μέση ετήσια επίπτωση της νόσου μεταβλήθηκε από 2,7 για τους
άνδρες στο διάστημα 1984-1989 σε 8,44 για το χρονικό διάστημα 2002-2006.
Για το γυναικείο φύλο η μεταβολή ήταν πιο σημαντική, από 2,70 σε 13,26 για
τις ίδιες χρονικές περιόδους. Στο σύνολο του πληθυσμού η ετήσια επίπτωση
της νόσου αυξήθηκε από 2,71 το διάστημα 1984-1989 σε 10,73 το διάστημα
2002-2006 (Εικόνα 29).
10,73
2002-2006 13,26
8,44
Χρονικές περίοδοι
8,12
1996-2001 9,72 Σύνολο
6,7
Γυναίκες
5,57
1990-1995 6,5 Άνδρες
4,69
2,71
1984-1989 2,7
2,7
Μέση ετήσια επίπτωση
Εικόνα 29. Μεταβολή της μέσης επίπτωσης της νόσου στη διάρκεια της
μελέτης, ανά φύλο και για το σύνολο του πληθυσμού μελέτης
95
300,0
250,0
200,0
Επιπολασμός
Male
150,0
Female
100,0
50,0
0,0
15-24 25-34 35-44 45-54 55-64 65-74 75 +
Ηλικιακή ομάδα
Εικόνα 30. Ετήσιος επιπολασμός της ΣκΠ στην Δυτική Ελλάδα κατά
φύλο και ηλικιακή ομάδα (31 Δεκεμβρίου 2006)
96
παραμέτρων. Ο υπολογισμός αυτών των μέσων τιμών πραγματοποιήθηκε
για κάθε φύλο χωριστά και για το σύνολο των ασθενών μας (Πίνακας 29).
97
Μήνας νοσηλείας
98
ότι 23.2% των ασθενών νοσηλεύτηκαν κατά τους χειμερινούς μήνες, 25.0% την
άνοιξη, 22.7% τους καλοκαιρινούς μήνες των χρόνων της μελέτης μας και ένα
ποσοστό 23.9% το φθινόπωρο. Συμπερασματικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι
δεν υπάρχει επικράτηση κάποιου μήνα του έτους ή κάποιας συγκεκριμένης
εποχής στις νοσηλείες των πασχόντων της μελέτης μας. Σημειώνεται μια
ελαφρά υπεροχή του ποσοστού των νοσηλευομένων κατά την άνοιξη και το
φθινόπωρο, χωρίς να υπάρχει στατιστική σημαντικότητα.
Διάμεσος 30,00
99
70
60
50
40
Συχνότητα
30
20
μέσος = 31,41
10
S D= 10,97
Πλήθος= 430
0
0 10 20 30 40 50 60 70
Μελετήσαμε την ηλικία των ασθενών στο πρώτο σύμπτωμα της νόσου
ως προς το φύλο και βρήκαμε ότι για τους άνδρες η μέση ηλικία ήταν 32.97
χρόνια (SD= 11.9) και για το γυναικείο φύλο ήταν 30.29 χρόνια (SD=10.2).
Για τους άνδρες η μικρότερη ηλικία έναρξης της νόσου, όπως προκύπτει από
αυτά τα στοιχεία ήταν η ηλικία των 15 χρόνων και η μεγαλύτερη των 66
χρόνων, ενώ αντίστοιχα για τις γυναίκες τα 14 και 68 χρόνια. Ακολουθούν τα
ιστογράμματα με την ηλικία των ασθενών κατά το πρώτο τους σύμπτωμα
κατά φύλο (Εικόνες 33 και 34).
100
40
Συχνότητα
30
20
10
Μέσος = 32,97
Std. Dev. = 11,859
0 Πλήθος= 180
0 10 20 30 40 50 60 70
50
40
Συχνότητα
30
20
10
Μέσοςn = 30,29
SD. = 10,161
0 Πλήθος= 250
0 10 20 30 40 50 60 70
101
Φαίνεται ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά στις διασπορές
(F=6.026, p-value=0.014 ). Επίσης, από τους πίνακες 31 και 32 εξάγεται το
συμπέρασμα ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά στις μέσες τιμές
ηλικίας έναρξης της νόσου μεταξύ των δύο φύλων (t=2.451, df=348.294,p-
value=0.015)¹. Συγκεκριμένα, οι άνδρες εκδηλώνουν το πρώτο σύμπτωμα της
ΣκΠ σε μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με τις γυναίκες.
¹ Για να ελέγξουμε την κανονικότητα των δεδομένων μας χρησιμοποιούμε πάλι τον έλεγχο Kolmogorov-
Smirnov και επειδή βρίσκουμε τιμές για το p-value 0.173 και 0.135, σε άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα,
χρησιμοποιούμε παραμετρικούς ελέγχους. Από τον t έλεγχο, παίρνουμε τους πίνακες 25 και 26.
102
Διαφορά μεταξύ πρώτου συμπτώματος και διάγνωσης
300
250
200
Συχνότητα
150
100
50
0
,00 1,00 2,00 3,00 4,00 5,00 6,00 7,00 8,00 9,00 10, 11,0 12,0 14,0 15,0 16,0 17,0 18,0 20,0 22,0 23,0 25,0 27,0 30,0 40,0
00 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0
103
Στην παραπάνω εικόνα (35), γίνεται φανερό ότιι για την συντριπτική
πλειοψηφία των ασθενών μεσολάβησε ελάχιστος χρόνος μεταξύ του πρώτου
συμπτώματος και της διάγνωσης της νόσου, ενώ δεν έλειψαν φυσικά και τα
περιστατικά για τα οποία μεσολάβησε μεγάλο χρονικό διάστημα, και ήταν
αυτά κυρίως από τα πρώτα χρόνια της μελέτης μας.
60
40
Συχνότητα
20
Μέσος =2,89
SD. =1,808
Πλήθος =450
0,0 2,0 4,0 6,0 8,0 10,0
EDSS
104
Στο παραπάνω ιστόγραμμα είναι φανερό ότι το μεγαλύτερο ποσοσό των
ασθενών είχαν τιμή στην κλίμακα EDSS μεταξύ του 0 και του 6, με την
πλειοψηφία τους να κατατάσσονται από το 1 ως την τιμή του 4.
Η μελέτη της τιμής της κλίμακας EDSS ανά φύλο, ανέδειξε ότι οι άνδρες
είχαν μέση τιμή 3.194 και οι γυναίκες 2.668 (πίνακες 34,35,36).
Φύλο EDSS
Άνδρες Πλήθος 188
Normal Parameters(a,b) Αριθμητικός μέσος 3,194
Τυπική απόκλιση 1,8782
Most Extreme Differences Absolute ,094
Positive ,094
Negative -,073
Kolmogorov-Smirnov Z 1,294
Asymp. Sig. (2-tailed) ,070
Γυναίκες Πλήθος 262
Normal Parameters(a,b) Αριθμητικός μέσος 2,668
Τυπική απόκλιση 1,7261
Most Extreme Differences Absolute ,126
Positive ,126
Negative -,075
Kolmogorov-Smirnov Z 2,040
Asymp. Sig. (2-tailed) ,000
a Test distribution is Normal.
b Calculated from data.
Πίνακας 36. Στατιστικά στοιχεία από τον έλεγχο της κλίμακας EDSS
EDSS
Mann-Whitney U 20381,000
Wilcoxon W 54834,000
Z -3,138
Asymp. Sig. (2-tailed) ,002
a Grouping Variable: Sex
105
Μετά από τον στατιστικό έλεγχο που έγινε στην τιμή της κλίμακας EDSS
ως προς το φύλο των ασθενών, προέκυψε (όπως φαίνεται από τους πίνακες
34,35 και 36) ότι υπάρχει στατιστική σημαντική διαφορά της τιμής της
κλίμακας μεταξύ των δύο φύλων (p-value = 0.002<0.05). Μεγαλύτερος
δείκτης αναπηρίας (EDSS) παρουσιάζεται στους άνδρες. Συμπεραίνουμε
λοιπόν ότι οι άνδρες νοσηλευόμενοι της Κλινικής κατά το χρονικό διάστημα
της μελέτης μας, είχαν κατά κάποιο βαθμό πιο βαριά κλινική εικόνα από τις
γυναίκες πάσχουσες, που νοσηλεύτηκαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Θα
μπορούσαμε να πούμε λοιπόν σε συνάρτηση και με τους προηγούμενους
στατιστικούς ελέγχους, ότι οι γυναίκες νοσούν για πρώτη φορά από την ΣκΠ
σε μικρότερη ηλικία και παρουσιάζουν μικρότερο βαθμό ανικανότητας σε
σύγκριση με τον ανδρικό πληθυσμό.
Μορφή Ασθένειας
Λειτουργικό σύστημα
Μελετήσαμε την εκδήλωση της νόσου κατά την έναρξή της και
κατατάξαμε τα δεδομένα σύμφωνα με τα λειτουργικά συστήματα κατά Kurtzke
που είναι αποδεκτά στην EDSS (Expanded Disability Status Scale)177.
Βρέθηκε ότι αρκετοί από τους ασθενείς είχαν περισσότερες από μια κλινικές
εκδηλώσεις κατά την έναρξη. Συγκεκριμένα, ποσοστό 19.5% είχαν συμμετοχή
106
πολλών συστημάτων κατά Kurtzke, όταν το 80.5% είχε μεμονωμένη κλινική
εκδήλωση σε ένα λειτουργικό σύστημα178. Τα αισθητικά συμπτώματα
παρατηρήθηκαν στο 33.2% των ασθενών, πυραμιδικά συμπτώματα είχαν
22.3%, και συμπτώματα από την όραση το 27.0%. Οι υπόλοιποι ασθενείς
υπέφεραν από σημεία του συστήματος της παρεγκεφαλίδας (5.1%),
συμπτώματα από το ουρογεννητικό σύστημα (3.5%), από το στέλεχος (3.8%)
και τέλος από συμπτώματα σχετικά με τη νόηση και άλλες λειτουργίες, όπως
σπασμούς, μη ειδικούς πόνους, κόπωση κ.ά.
Εργαστηριακές εξετάσεις
Συλλέξαμε τις πληροφορίες που υπήρχαν για τις εξετάσεις στις οποίες
υποβλήθηκαν οι πάσχοντες και βρήκαμε ότι τα αποτελέσματα από τις
αιματολογικές-βιοχημικές αναλύσεις ήταν στην συντριπτική πλειοψηφία τους
(ποσοστό 99.1%) φυσιολογικά ( πίνακας 37). Οι αιματολογικές εξετάσεις
περιλάμβαναν τη γενική εξέταση αίματος και τον τύπο αυτού, τον αιματοκρίτη,
την αιμοσφαιρίνη, τις τιμές των ηλεκτρολυτών, το σάκχαρο, τα ηπατικά
ένζυμα, τις παραμέτρους της νεφρικής λειτουργίας, τη χοληστερίνη και τα
τριγλυκερίδια του αίματος, εξετάσεις δηλαδή ρουτίνας για κάθε νοσηλευόμενο
στο Νοσοκομείο.
Αιματολογικός
εξετάσεις Πλήθος Ποσοστό Έγκυρο ποσοστό Αθροιστικό ποσοστό
Φυσιολογικές 448 99,1 99,1 99,1
Παθολογικές 3 ,7 ,7 99,8
Άγνωστες 1 ,2 ,2 100,0
Σύνολο 452 100,0 100,0
107
Η μελέτη των δεδομένων που είχαμε ως προς τον απεικονιστικό έλεγχο
του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού που υποβλήθηκαν οι ασθενείς με
αξονική τομογραφία, ανέδειξε ότι ποσοστό 34% του συνόλου έκανε αξονική
τομογραφία εγκεφάλου, και από αυτούς, μόνο στο 6.4% ήταν παθολογική. Ως
προς την αξονική τομογραφία σπονδυλικής στήλης ( πίνακες 38 και 39),
μόνο το 2.9% των πασχόντων υπεβλήθη σε αυτήν, ποσοστά αναμενόμενα και
κατανοητά καθώς η εξέταση εκλογής για τη νόσο είναι η Μαγνητική
Τομογραφία.
Πίνακας 38. Πίνακας του πλήθους των ασθενών από ΣκΠ που
υποβλήθηκαν σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου.
108
Τομογράφο. Είναι ενδιαφέροντα τα αποτελέσματα που προκύπτουν και από
τη μελέτη των στοιχείων για τους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε Μαγνητική
Τομογραφία εγκεφάλου για το διάστημα 1993-2003. Για αυτήν τη χρονική
περίοδο η επεξεργασία των δεδομένων κατέδειξε ότι οι ασθενείς αυτοί
αποτελούσαν παραπάνω από το 80% του συνόλου. Υπήρξε λοιπόν μια
σημαντική αύξηση της εκτέλεσης της εξέτασης από τα μέσα της δεκαετίας του
2000 κι έπειτα. (πίνακες 40 και 41).
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο το 6.6% είχε φυσιολογική Μαγνητική
τομογραφία εγκεφάλου ( πίνακας 41) . αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς
αναδικνύει ότι η εξέταση αυτή είναι παθολογική στην συντριπτική πλειοψηφία
των πασχόντων από ΣκΠ και καθοριστική ως προς τη διάγνωση και την
παρακολούθηση της.
109
Σε εξέταση του νωτιαίου μυελού με Μαγνητική Τομογραφία υπεβλήθη
ποσοστό 10.8% του συνόλου των ασθενών, και για το 7.5% ήταν
παθολογική. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών που υποβλήθηκαν στην
εξέταση αυτή το αποτελούσαν οι πάσχοντες που η Μαγνητική τομογραφία του
εγκεφάλου δεν ανέδειξε παθολογία (Πίνακας 42).
Οσφυονωτιαία Έγκυρο
Παρακέντηση Πλήθος Ποσοστό ποσοστό Αθροιστικό ποσοσ
Έγινε 224 49,6 49,6 49,6
Δεν έγινε 222 49,1 49,1 98,7
Φυσιολογική 6 1,3 1,3 100,0
Σύνολο 452 100,0 100,0
110
Μελέτη συσχέτισης της τιμής στην κλίμακα EDSS των
πασχόντων από ΣκΠ με την παθολογία της απεικόνισης του
εγκεφάλου που ανέδειξε η MRI.
MRI
εγκεφάλου EDSS
Φυσιολο-
30
γική
Αριθμητικός μέσος
Normal Parameters(a,b) 2,383
Τυπική απόκλιση
1,5239
Most Extreme Differences Absolute
,119
Positive
,119
Negative
-,064
Kolmogorov-Smirnov Z
,651
Asymp. Sig. (2-tailed)
,790
Παθολο- Πλήθος
265
γική
Αριθμητικός μέσος
Normal Parameters(a,b) 2,470
Τυπική απόκλιση
1,5934
Most Extreme Differences Absolute
,137
Positive
,137
Negative
-,084
Kolmogorov-Smirnov Z
2,225
Asymp. Sig. (2-tailed)
,000
a Test distribution is Normal.
b Calculated from data.
111
Πίνακας 45. Mann-Whitney U test για συσχέτιση EDSS και MRI
εγκεφάλου
Σύνολο 295
EDSS
Mann-Whitney 3935,000
U
Wilcoxon W 4400,00
Z -,091
Asymp. Sig. (2- ,928
tailed)
A Grouping Variable: MRI εγκεφάλου
Αγωγή ασθενών
112
συμπεράσματα ως προς την αγωγή που έλαβαν οι ασθενείς στο σύνολο της
μελέτης μας.
Έγκυρο
Συχνότητα Ποσοστό Ποσοστό Αθροιστικό ποσοστό
Solumedrol 205 45,4 45,4 45,4
Όχι αγωγή/άγνωστη 196 43,4 43,4 88,7
Prezolon 33 7,3 7,3 96,0
Sandoglobulin 8 1,8 1,8 97,8
AντιE 3 ,7 ,7 98,5
Medrol 2 ,4 ,4 98,9
Imuran, Azathioprine,
Novantrone 2 ,4 ,4 99,3
Μυοχαλαρωτικά 2 ,4 ,4 99,8
Interferon 1 ,2 ,2 100,0
Σύνολο 452 100,0 100,0
113
ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
114
Η μελέτη μας αυτή περιλαμβάνει τους πάσχοντες από ΣκΠ που
νοσηλεύτηκαν τα τελευταία 23 χρόνια στην Νευρολογική Κλινική του
Πανεπιστημίου Πατρών. Από την επεξεργασία των δεδομένων μας,
προέκυψαν στοιχεία χρήσιμα τόσο για την επιδημιολογία της ΣκΠ, όσο και για
τα κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου στην περιοχή της μελέτης μας.
Μετά από λεπτομερή εξέταση όλων των στοιχείων που έχουν
καταχωρηθεί στα αρχεία της Πανεπιστημιακής Νευρολογικής Κλινικής από το
1984 ( έτος έναρξης λειτουργίας της κλινικής είναι το 1983, στο Γενικό
Νομαρχιακό Νοσοκομείο «Αγ. Ανδρέας», όπου λειτούργησε μέχρι το1988
οπότε και μεταφέρθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ρίου-Πατρών)
ως και το 2006, βρήκαμε ότι, σε αυτό το διάστημα των 23 χρόνων, είχαν
γίνει 1651 εισαγωγές-νοσηλείες ασθενών με συμπτωματολογία πιθανής ή
βεβαίας ΣκΠ. Με τον έλεγχο και τη διασταύρωση των στοιχείων που
ακολούθησε, με την απόρριψη των ασθενών με τελική διάγνωση την πιθανή
μορφή της νόσου ή κάποια άλλη νόσο, αυτών με συνύπαρξη άλλων
νοσημάτων, με τη διαγραφή των πολλαπλών εισαγωγών του ιδίου ασθενούς,
ασθενών με παραλλαγές της νόσου και τη διασταύρωση των δεδομένων που
υπήρχαν στη διάθεσή μας, καταλήξαμε στον αριθμό των 834 εισαγωγών-
νοσηλειών ασθενών με διάγνωση βεβαίας ΣκΠ. Η διάγνωση γινόταν από
εξειδικευμένο/ους νευρολόγο/ους και πάντα σύμφωνα με τα ισχύοντα και
διεθνώς αποδεκτά κατά καιρούς διαγνωστικά κριτήρια της νόσου, αρχικά με
αυτά του Poser και των συν. 1983174, αργότερα του McDonald και συν.
2001175 και όπως αυτά αναθεωρήθηκαν το 2005176. Αυτά είναι άλλωστε και τα
πλέον χρησιμοποιούμενα κριτήρια για τη διάγνωση της ΣκΠ στην περιοχή της
Ευρωπαικής Ηπείρου, όπως φαίνεται από τα στοιχεία της Παγκόσμιας
Οργάνωσης Υγείας223 (WHO)(Εικόνα 37).
115
Εικόνα 37. Τα πλέον χρησιμοποιούμενα διαγνωστικά κριτήρια στην Ευρώπη
για τη διάγνωση της ΣκΠ.
Καταγράψαμε όλα τα στοιχεία που υπήρχαν για κάθε έναν από τους 834
ασθενείς τόσο τα δημογραφικά όσο και αυτά που σχετίζονταν με το ιστορικό
τους, την κλινική εικόνα τους, την πορεία τους, τις εξετάσεις και την
θεραπευτική αγωγή που ακολουθούσαν. Η μεγάλη πλειοψηφία τους
προέρχόνταν από το Ν. Αχαΐας (64.4% ) και το υπόλοιπο ποσοστό κατά ένα
μέρος από το Ν Ηλείας και το Ν. Αιτωλοακαρνανίας. Δηλαδή, η συντριπτική
πλειοψηφία τους (ποσοστό 97.1%, Πίνακας 24 ) προερχόταν από τους
τρεις νομούς της περιφέρειας της Δυτικής Ελλάδας, η οποία είναι και η
περιοχή αρμοδιότητας του Π.Ε.Σ.Υ.Π. Δυτικής Ελλάδας, όπου ανήκει και το
Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών (ΠΓΝΠ). Ένας μικρός αριθμός
ασθενών προερχόταν από άλλα μέρη της Ελλάδας 2.9% και συνολικά 4
(τέσσερις ) ασθενείς ήταν αλλοδαποί. Καθώς πρόκειται για τη μόνη
Πανεπιστημιακή Νευρολογική κλινική που υπάρχει στην ευρύτερη περιοχή της
Ν. Δ. Ελλάδας, είναι φυσικό επακόλουθο ότι οι πάσχοντες από τη νόσο
νοσηλεύτηκαν τουλάχιστον μια φορά σε αυτήν, είτε, κατά την αρχική
εκδήλωση της πάθησής τους, είτε, κατά το διάστημα που ακολούθησε. Ως
χρόνο έναρξης της πάθησης λαμβάναμε τη χρονιά της αρχικής
συμπτωματολογίας.
Τα στοιχεία που αφορούσαν στον πληθυσμό της περιοχής μελέτης μας
τόσο τον γενικό, όσο και αυτόν κατά φύλο και ηλικία για τα έτη που
μελετήθηκαν, προέρχονται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (Ε.Σ.Υ.Ε.).
116
Χρησιμοποιήσαμε τις προβολές των πληθυσμών που παρέχει το Υπουργείο
Εσωτερικών και η Στατιστική υπηρεσία και τα στοιχεία των επίσημων
απογραφών που έχουν διενεργηθεί κατά το χρονικό διάστημα της μελέτης
μας. Ο πληθυσμός της δυτικής Ελλάδας το 2001, οπότε έγινε η τελευταία
απογραφή, ήταν 740,506 κάτοικοι, σριθμός που αντιστοιχεί στο 7% του
συνολικού πληθυσμού της χώρας. Υπολογίστηκε ο επιπολασμός της
νόσου στις 31 Δεκεμβρίου 2006, ημερομηνία λήξης της μελέτης μας,
δηλαδή ο αριθμός των νοσούντων από ΣκΠ στους 100.000 κατοίκους
της περιοχής της δυτικής Ελλάδας και βρέθηκε 119.61/100.000
177
πληθυσμού .
Στο σύνολο των 834 ασθενών μας, οι 12 είχαν διαγνωσμένη τη βεβαία
μορφή της ΣκΠ, αλλά δεν ήταν καταγεγραμμένη η μορφή αυτής. Για τους
υπόλοιπους 822 η μορφή ήταν υποτροπιάζουσα με εξάρσεις και υφέσεις ΣκΠ
(RRMS) για το 61.7%, δευτεροπαθώς προϊούσα ΣκΠ (SPMS) για 22.1% και
πρωτοπαθώς προϊούσα ΣΚΠ (PPSM) για το 16.2% των ασθενών.
Στον πίνακα 25 (σελ. 91), παρουσιάζονται οι τιμές επιπολασμού κατά
φύλο και ηλικία στους 100.000 κατοίκους την 31η Δεκεμβρίου 2006. Είναι
φανερή η αύξηση του επιπολασμού μέχρι την ηλικιακή ομάδα των 35 – 54
χρόνων, ενώ φαίνεται ότι και για τα δύο φύλα οι μεγαλύτερες τιμές
επιπολασμού παρατηρούνται ως την ηλικία των 54 χρόνων. Η στατιστική
επεξεργασία των στοιχείων έδειξε υψηλότερη τιμή επιπολασμού στις
γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες, η οποία ήταν στατιστικά σημαντική (
p<.001), όπως άλλωστε συμβαίνει στα περισσότερα αυτοάνοσα νοσήματα.
Από τον συνολικό αριθμό των πασχόντων από ΣκΠ, 483 (57.9%) ήταν
γυναίκες και 351 ( 42.1%) άνδρες. Η χ2 ανάλυση έδειξε στατιστικά σημαντική
διαφορά στην αναλογία ανδρών/γυναικών, με σημαντικά περισσότερες
γυναίκες διαγνωσμένες με βεβαία ΣΚΠ ( χ2(1)=20.892, p<0.001). Η
αναλογία μεταξύ γυναικών και ανδρών για την περιοχή μελέτης μας
υπολογίστηκε στην τιμή 1.4, η οποία είναι σύμφωνη με τα τελευταία
δεδομένα που αναφέρονται από τον Παγκόσμιο ΟργανισμόςΥγείας για τη
νόσο223.
Η μέση ηλικία του συνόλου των ασθενών υπολογίστηκε στα 38.04
χρόνια (SD=11.964) με εύρος 69 χρόνια. Όταν αναλύσαμε την ηλικία ως
προς το φύλο, βρήκαμε ότι για το ανδρικό φύλο η μέση ηλικία νόσησης ήταν
117
40.08 (SD= 11.964 ) με εύρος 69 χρόνια, και για τις γυναίκες 36.61 χρόνια
(SD=12.403) με εύρος 61 χρόνια. Η στατιστική επεξεργασία των
δεδομένων έδειξε ότι υπάρχει διαφορά στην ηλικία μεταξύ των δύο
φύλων, με μικρότερη αυτή των γυναικών (Ζ =-4.261, p-value <0.001 ).
Η μελέτη κατά ηλικιακές ομάδες (12 ομάδες των 5 ετών και η 13η από
την ηλικία των 74 χρόνων και άνω) έδειξε ότι η ηλικία ενός ποσοστού 75.5%,
δηλαδή των ¾ του δείγματός μας, κυμαινόταν μεταξύ των 20 και 49 χρόνων.
Η ανάλυση της μέσης ηλικίας του συνολικού δείγματος ως προς το έτος της
νοσηλείας (από το 1984 ως το 2006) κατέδειξε μια διακύμανση αυτής με τη
μέση τιμή να κυμαίνεται μεταξύ 30.45 και 41.25 χρόνια (SD = 14.3 ).
Η καταγραφή της ηλικίας των πασχόντων στο πρώτο σύμπτωμα
της νόσου κατέδειξε ως μέση ηλικία τα 31.41 χρόνια (SD=10.970), τιμή
μέσα στα όρια που αναφέρονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για τη
μέση ηλικία έναρξης της ΣκΠ στην Ελλάδα (εικόνα 38). Επεξεργαζόμενοι τα
στοιχεία μας ως προς το φύλο βρήκαμε ότι για τους άνδρες η μέση ηλικία
εκδήλωσης του πρώτου συμπτώματος είναι τα 32.97 χρόνια (SD= 11.859)
και για τις γυναίκες τα 30.29 χρόνια (SD= 10.161). Η ανάλυση των δεδομένων
μας, ανέδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά στις μέσες τιμές ηλικίας του
1ου συμπτώματος της νόσου μεταξύ των δύο φύλων (t=(348)=2.451, p-
value=0.015 ). Συγκεκριμένα, οι γυναίκες νοσούν για πρώτη φορά από ΣκΠ
σε μικρότερη ηλικία σε σύγκριση με τους άνδρες, δηλαδή και στην περιοχή
μελέτης μας ισχύει αυτό που συναντούμε παγκοσμίως στους πάσχοντες από
ΣκΠ.
118
Το σύμπτωμα ή τα συμπτώματα που σηματοδότησαν την αρχική
εκδήλωση της νόσου μελετήθηκαν και κατηγοριοποιήθηκαν σύμφωνα με τα
λειτουργικά συστήματα κατά Kurtzke τα οποία είναι αποδεκτά στην EDSS
(Expanded Disability Status Scale)43. Παρατηρήθηκε ότι αρκετοί από τους
ασθενείς είχαν περισσότερες από μια κλινικές εκδηλώσεις κατά την έναρξη.
Συγκεκριμένα, 19.5% εκδήλωσαν συμμετοχή πολλών συστημάτων κατά
Kurtzke, όταν το 80.5% είχε μεμονωμένη κλινική εκδήλωση σε ένα
λειτουργικό σύστημα177. Αισθητικά συμπτώματα παρατηρήθηκαν στο
33.2% των ασθενών, πυραμιδικά συμπτώματα στο 22.3% των ασθενών,
και συμπτώματα από την όραση στο 27.0%. Οι υπόλοιποι ασθενείς
εκδήλωσαν συμπτώματα από το παρεγκεφαλιδικό σύστημα (σε ποσοστό
5.1%), από το ουρογεννητικό σύστημα (3.5%), συμπτώματα από το
στέλεχος (ποσοστό 3.8%) και μικρό ποσοστό πασχόντων παρουσίασε
προβλήματα σχετικά με τη νόηση ή άλλα συμπτώματα, όπως σπασμούς, μη
ειδικούς πόνους, και κόπωση.
Η διαφορά σε χρόνια μεταξύ του 1ου συμπτώματος και της βεβαίας
διάγνωσης της νόσου είχε μέση τιμή 2.6 χρόνια (SD= 5.2). Ένα μεγάλο
ποσοστό ( 56.9%) είχαν αυτή τη διαφορά μηδενική, ενώ το 86,5% των
ασθενών είχαν διαφορά =<5 χρόνια (εικόνα 35). Αυτή η παράμετρος των
αποτελεσμάτων μας συμφωνεί επίσης με τα στοιχεία της Παγκόσμιας
Οργάνωσης Της ΣκΠ (MSIF) που τοποθετεί τη χώρα μας σε αυτές που η
διάγνωση της νόσου τίθεται πολύ σύντομα από την πρώτη εκδήλωσή (1-6
μήνες), όπως φαίνεται και στην εικόνα 39. Η επεξεργασία της παραμέτρου
αυτής ως προς το φύλο, δεν ανέδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά της
μεταβλητής αυτής μεταξύ ανδρών και γυναικών (Ζ=-0.338, p-
value=0.735>0.05), δηλαδή ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της πρώτης
κλινικής εκδήλωσης και της βέβαιας διάγνωσης της νόσου δεν
διαφοροποιείται αξιοσημείωτα μεταξύ των δύο φύλων.
119
Εικόνα 39. Χρόνος από την αρχική εκδήλωση της νόσου έως τη
διάγνωσή της στις χώρες της Ευρώπης.
120
γενικό έλεγχο που γίνεται στα πλαίσια ρουτίνας σε κάθε νοσηλευόμενο στο
Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο.
Ποσοστό μικρότερο από το 35% των πασχόντων υπεβλήθη σε αξονική
τομογραφία εγκεφάλου και βρέθηκε παθολογική μόνο στο 6.4% αυτών.
Αξονική τομογραφία σπονδυλικής στήλης πραγματοποιήθηκε σε ένα
πολύ μικρό ποσοστό ασθενών, περίπου 3%. Τα μικρά ποσοστά των
παραπάνω εξετάσεων δικαιολογούνται από το γεγονός ότι η αξονική
τομογραφία δεν αποτελεί εξέταση εκλογής για την ΣκΠ.
Η μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου ήταν παθολογική στο 58.6%, ενώ
το 31.9% των πασχόντων δεν έκανε την εξέταση. Μελετήσαμε τη Μαγνητική
Τομογραφία στην υποομάδα των ασθενών μετά το 1993 ( χρονική περίοδο
που άρχισε η λειτουργία του μαγνητικού τομογράφου στο Νοσοκομείο) και
βρέθηκε ότο μόνο το 19.9% των πασχόντων δεν είχε κάνει την εξέταση.
Μαγνητική τομογραφία νωτιαίου μυελού δεν διενεργήθηκε στο 85.2% και
από αυτούς που υπεβλήθησαν στην εξέταση, το 7.5% ανέδειξε παθολογία.
Η εξέταση του ΕΝΥ (γενική εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού,
κύτταρα, τύπος, λεύκωμα, σάκχαρο, δείκτης IgG) ήταν φυσιολογική μόνο στο
1.3%, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών είχε παθολογική την
εξέταση αυτή.
Ως προς την θεραπευτική αγωγή των ασθενών βρέθηκε ότι
περισσότεροι από τους μισούς (53.1%) λάβανε κατά τη νοσηλεία τους
κορτικοειδές σκεύασμα, γεγονός από το οποίο συνάγεται το συμπέρασμα ότι
1 στους 2 ασθενείς που νοσηλεύτηκαν είχαν κατά τη διάρκεια της νοσηλείας
τους υποτροπή της νόσου.
Μελετήσαμε τον αριθμό των νέων νοσούντων από ΣκΠ στην περιοχή
μας, δηλαδή την επίπτωση της νόσου. Βρήκαμε ότ η ετήσια επίπτωση της
νόσου στην περιοχή μελέτης μας αυξήθηκε από το 2.23/100.000
κατοίκους το 1984 σε 9.48 /100.000 κατοίκους το 2006177. Από τον πίνακα
27 (σελ 94), βλέπουμε ότι η επίπτωση είχε σημαντική άνοδο από το 1993 και
μετά, γεγονός στο οποίο πιθανόν να συντέλεσε και η χρήση της μαγνητικής
τομογραφίας.
Χωρίζοντας το διάστημα μελέτης μας σε εξαετείς περιόδους, βρήκαμε
την μέση ετήσια επίπτωση για αυτές, ανά φύλο και για τον συνολικό
πληθυσμό μας (πίνακας 28, σελ 94 ). Η επίπτωση στους άνδρες, από 2.7
121
/100.000 το διάστημα 1984-1989 αυξάνεται σε 8.44/100.000 κατοίκους το
2002-2006. Για τις γυναίκες η μεταβολή για τις ίδιες χρονικές περιόδους είναι
από 2,7/100.000 σε 13,26 /100.000 κατοίκους. Στο σύνολο των ασθενών η
επίπτωση αυξήθηκε από 2,71 το 1984-1989 σε 10,73/100.000 κατοίκους
το 2002-2006177.
Στην Εικόνα 28 (σελ 93) βλέπουμε τη διακύμανση της επίπτωσης της
νόσου (της αδρής και της τυποποιημένης με τον πρότυπο ευρωπαικό
πληθυσμό τιμής) στην περιοχή μας από το 1984 ως το 2006 , ανά έτος και
ανά φύλο. Είναι σαφής η υπεροχή των γυναικών από το 1992 και μετά,
οπότε αυξήθηκε και ο συνολικός αριθμός πασχόντων από ΣκΠ.
Στην εικόνα 30 (σελ 96) βλέπουμε την διακύμανση του επιπολασμού της
ΣκΠ το 2006 ανά ηλικιακές ομάδες και ανά φύλο στις 31 Δεκεμβρίου 2006. Ο
επιπολασμός για την συγκεκριμένη ημερομηνία βρέθηκε ιδιαίτερα υψηλός για
το γυναικείο πληθυσμό, στην ηλικία 35-54 χρόνων, σε σχέση με τον
αντίστοιχο των ανδρών, ενώ για τις ηλικίες τις μεγαλύτερες των 54 χρόνων, οι
αναλογίες αντιστρέφονται με τους άνδρες να παρουσιάζουν μεγαλύτερη τιμή
από το γυναικείο φύλο και στην συνέχεια, παρουσιάζοντας σταθερά πτωτική
πορεία ως την ηλικία των 75 χρόνων, έχοντες παρόμοια χαμηλά επίπεδα
τιμών.
Η τιμή της επίπτωσης της νόσου μεταβλήθηκε από 2,23 για το έτος
1984 σε 9,48 /100.000 για το τελευταίο έτος 2006 της μελέτης μας. Τα
επιδημιολογικά στοιχεία που υπάρχουν για την πολλαπλή σκλήρυνση στον
ελλαδικό χώρο, αφορούν κυρίως στην περιοχή της βόρειας Ελλάδας. Η
πρώτη επιδημιολογική μελέτη έγινε 23 χρόνια πριν για την περιοχή της
178
νότιας Ελλάδας με τιμές επιπολασμού 10.2/100.000 , τιμή σχετική με αυτήν
που δημοσιεύτηκε για την περιοχή του Έβρου(Θράκη) στη βόρεια Ελλάδα ,
περίπου την ίδια χρονική περίοδο179. Υψηλότερη τιμή επιπολασμού
δημοσιεύτηκε για τη βόρεια Ελλάδα μερικά χρόνια αργότερα και ήταν
29.5/100.000 κατοίκους180. Πρόσφατα, μια ακόμα υψηλότερη τιμή των
181
38.9/100.000 δημοσιεύτηκε για την περιοχή του Έβρου , τιμή που είναι
πολύ κοντά στις εκτιμήσεις των Kurtzke και Wallis to 2000182. Πρέπει να
σημειωθεί ότι στην Ελλάδα έχουν αναφερθεί και συσσωρευμένες περιπτώσεις
της νόσου. Αυτές ήταν στην Ικαρία με επιπολασμό 78.88/100.000 κατοίκους,
122
στην Κεφαλονιά με 44.73/100.000, στην Σάμο 15.80/100.000 και στο νομό
Χανίων με τιμή επιπολασμού 16.68/100.000 κατοίκους183,184.
Η τιμή του επιπολασμού της μελέτης μας ( 119,61/100.000 κατοίκους)
και της επίπτωσης στην περιοχή μελέτης μας είναι μεγαλύτερη από όλες όσες
αφορούν στον ελλαδικό χώρο, αλλά είναι κοντά στις τιμές που πρόσφατα
δημοσιεύτηκαν (Πίνακας 48) για την νότια Ιταλία, την Σικελία185, (που βρέθηκε
165.8/100.000), στην Κατάνια της νοτιοδυτικής Ιταλίας186 (με τιμή
92.0/100.000), στη Γένοβα187, (όπου ήταν 94.0/100.000), την
Κωνσταντινούπολη στην Τουρκία188,`(με τιμή 101.4/100.000), στην Ισπανία
στα Κανάρια Νησιά189 (με επιπολασμό 77.5/100.000 κατοίκους). Αν λάβουμε
υπόψιν και τις ελληνικές μελέτες, ο εποπολασμός στην Ελλάδα αυξήθηκε
σημαντικά από 10.1/100.000 το 1984178 σε 119,61/100.000 πληθυσμού στις
31 Δεκεμβρίου 2006177, γεγονός που φαίνεται από την παρατεθείσα
βιβλιογραφία.
Η μέση επίπτωση της νόσου έχει επίσης αυξηθεί σε σχέση με τα πρώτα
δημοσιευμένα επιδημιολογικά στοιχεία από 1.79 /100.000 κατοίκους το 1990
180
σε 9.48/100.000 το 2006177.
Σύμφωνα με τη μελέτη μας, η ετήσια επίπτωση της ΣΚΠ αυξήθηκε από
2,23/100.000 το 1984 σε 9,48 /100.000 κατοίκους το 2006 για την περιοχή της
δυτικής Ελλάδας. Αυτές οι τιμές που βρέθηκαν συγκαταλλέγονται στις
190
μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Ο Rosati ισχυρίζεται ότι οι χαμηλές τιμές που
δημοσιευτήκαν από προηγούμενες μελέτες στην Ελλάδα, δεν αντανακλούν τη
πραγματική συχνότητα της νόσου στη χώρα μας. Μια πιθανή εξήγηση του
γεγονότος ότι οι τιμές που βρέθηκαν είναι κοντά σε αυτές των Σικελών185 ή
των κατοίκων της Κατάνια186, παρά με αυτές των προηγουμένων μελετών
στην Ελλάδα, πιθανόν να έγκειται στο γεγονός ότι μοιραζόμαστε το ίδιο
γενετικό υπόβαθρο με τους Σικελούς και τους νότιους Ιταλούς. Επιπλέον, η
περιοχή της Σικελίας είναι όμοια ως προς το γεωγραφικό της πλάτος με την
περιοχή της δικής μας μελέτης.
Η αποτυχία εύρεσης διαφορετικών τιμών σε μελέτες που έγιναν σε
διδύμους, ενισχύει την πεποίθηση ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες
εμπλέκονται ενδεχομένως στην αύξησή της νόσου. Ωστόσο, άλλα στοιχεία
δείχνουν αυξημένες σχετικά τιμές ΣκΠ σε γνήσιους διδύμους, σε σύγκριση με
το 1.9% ποσοστό επικινδυνότητας στα αδέρφια193.
123
Παρά τις αυξημένες ενδείξεις ότι η γενετική προδιάθεση / ευπάθεια
μπορεί να επηρεάζει την νόσηση από ΣκΠ193,194, ένα απόλυτα γενετικό
μοντέλο δεν φαίνεται ότι μπορεί να εξηγήσει τις αλλαγές που καταγράφονται
σε ποικίλες μελέτες195,196 και συνιστούν ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες ή
το γεωγραφικό πλάτος δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Μελέτες που έγιναν στη Φινλανδία197,198, καθώς και σε άλλες
Σκανδιναβικές χώρες, που εδώ και δεκαετίες μελετούν την ΣκΠ199,200,201,
υποστηρίζουν αυτήν την υπόθεση της επίδρασης του περιβάλλοντος στα
άτομα που νοσούν τελικά από ΣκΠ,
Σε μελέτη της ελληνικής κοινότητας στην Κύπρο, βρέθηκε επιπολασμός
43/100.000 κατοίκων το 1993202, τιμή υψηλότερη από αυτές των ελληνικών
μελετών.
Στην γειτονική Ιταλία πρόσφατες μελέτες203,204,205 διαφορετικών
περιοχών της δείχνουν αυξηση της επίπτωσης της νόσου που ενδεχομένως
θα μπορούσαν να αποδοθούν στους προαναφερθέντες λόγους206. Στην
Αγγλία οι τιμές ποικίλουν από 85/100.000 κατοίκους στο Leeds207,
107/100.000 στο βόρειο Cambridgeshire208 και σε 187/100.000 κατοίκους
στην βορειοανατολική Σκωτία209.
Σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες οι τιμές επιπολασμού είναι 65-79/100.000
στην Ουγγαρία210, 62/100.000 στη Πολωνία211, 85-108/100.000 στη
212 213
Γερμανία , 151.9/100.000 στην Κροατία και Σλοβενία , 41.5-54.1/100.000
στην Γιουγκοσλαβία214, στο Βελιγράδι, 39.3/100.000 στη Βουλγαρία215. Κατά
το Ranzato (2003)206, οι τιμές αυτές δείχνουν ότι ο επιπολασμός της νόσου
στις χώρες της Ευρώπης είναι σχετικά σταθερός, αποκλείοντας την Σκωτία, τη
Σαρδηνία και την βόρεια Ιρλανδία, και είναι αντίθετες με την θεωρία της
γεωγραφικής διαβάθμισης της επικινδυνότητας της ΣκΠ.
Είναι αλήθεια ότι τα ευρήματά μας συνιστούν μια εκσεσημασμένη
αύξηση της επίπτωσης της ΣκΠ στην περιοχή μελέτης μας. Αυτό θα
πρέπει να το κρίνουμε λαμβάνοντας υπ’όψιν τους πιθανούς παράγοντες που
συντελούν στην εύκολη και σχετικά ταχεία διάγνωσή της νόσου.
Οι παράγοντες που συνέβαλαν στην αύξηση των τιμών επίπτωσης και
επιπολασμού της ΣκΠ στη δυτική Ελλάδα είναι :
124
οι αλλαγές σε επίπεδο υποδομών στις κατά τόπους νομαρχίες, που
είχαν σαν αποτέλεσμα την εύκολη και γρήγορη πρόσβαση των
ασθενών στο Νοσοκομείο,
η βελτίωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και της παροχής
νευρολογικών υπηρεσιών, κάτι που θεωρείται σημαντικό και από
άλλους μελετητές191,192,
ηευκολία για την πραγματοποίηση εξετάσεων, όπως αυτές του ΕΝΥ
και της μαγνητικής τομογραφίας
η εγρήγορση και η ενημέρωση των ασθενών πάνω σε θέματα υγείας
η ευχέρεια στη διερεύνηση και διάγνωση της νόσου από τον ιατρικό
κόσμο.
Η μείωση άλλωστε του χρονικού διαστήματος καθυστέρησης μεταξύ του
πρώτου συμπτώματος και της διάγνωσης αντικατοπτρίζει τα
προαναφερθέντα.
Είναι πολλές οι μελέτες που έγιναν αναζητώντας κάποιον αιτιολογικό
παράγοντα σε πάσχοντες από την πάθηση. Μελετήθηκαν η έκθεση στην
ηλιακή ακτινοβολία216 σε συνδυασμό με τα επίπεδα της βιταμίνης D, το
κάπνισμα, η λοιμώδης μονοπυρήνωση217, ο τύπος του δέρματος και η
υπεριώδης ακτινοβολία218, οι εμβολιασμοί219, ο ιός Epstein-Barr220,
περιβαλλοντικοί παράγοντες και έκθεση σε χημικές ουσίες221κ.ά. Παρά τις
προσπάθειες, δεν έχει αναγνωριστεί κάποιος ιδιαίτερος περιβαλλοντικός
παράγοντας σαν παράγων κινδύνου της ΣκΠ, αλλά έχουν αθροιστεί πλέον
ικανά στοιχεία ότι κάποιες ειδικές παράμετροι πρέπει να διερευνηθούν, έιτε
αυτοί είναι λοιμώδεις, είτε περιβαλλοντικές222.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μελέτη μας έδειξε τιμές
επιπολασμού ανώτερες των αναμενόμενων, αλλά αρκετά κοντά σε αυτές που
δημοσιεύτηκαν πρόσφατα (Πίνακας 48) από περιοχές της νότιας Ιταλίας και
της Τουρκίας . Τα ευρήματά μας τοποθετούν την περιοχή μελέτης σε
ζώνη υψηλής επικινδυνότητας για τη νόσο και αντανακλούν μια τάση
αυξητική της επίπτωσής της ΣκΠ στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας
την περίοδο 1984-2006.
125
Πίνακας 48. Τιμές επιπολασμού της ΣκΠ στην Ελλάδα και άλλες
ευρωπαϊκές χώρες
126
τα δεδομένα που ήταν διαθέσιμα στην Οργάνωση κατά το 2006. Σύμφωνα με
τα αποτελέσματα της μελέτης μας η περιοχή της Δυτικής Ελλάδας
κατατάσσεται στην ομάδα των κρατών της τρίτης κατηγορίας.
127
νόσημα μη θανατηφόρο, που προκαλεί όμως σοβαρού βαθμού αναπηρία και
πλήθος προβλημάτων κινητικών, συναισθηματικών, νοητικών και τελικά
κοινωνικοοικονομικών σε νέους κυρίως ανθρώπους, που βρίσκονται στην
πλέον παραγωγική φάση της ζωής τους.
128
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
129
Από τη μελέτη μας πάνω στην ΣκΠ τα τελευταία 23 χρόνια,
προέκυψαν στοιχεία χρήσιμα τόσο για την επιδημιολογία της νόσου στην
περιοχή μελέτης όσο και για τα κλινικά χαρακτηριστικά αυτής .
Μετά από λεπτομερή εξέταση όλων των στοιχείων που υπήρχαν
καταχωρημένα στο αρχείο της κλινικής από το 1984 ( έτος έναρξης
λειτουργίας της κλινικής είναι το 1983 στο Γενικό νομαρχιακό Νοσοκομείο
«Αγ. Ανδρέας») ως και το 2006, βρήκαμε ότι σε αυτό το διάστημα των 23
χρόνων είχαν γίνει 1651 εισαγωγές-νοσηλείες ασθενών με
συμπτωματολογία πιθανής ή βεβαίας ΣκΠ. Με τον έλεγχο και τη
διασταύρωση των στοιχείων που ακολούθησε, καταλήξαμε στον αριθμό των
834 εισαγωγών-νοσηλειών ασθενών με διάγνωση βεβαίας ΣκΠ.
Η μορφή της νόσου ήταν: RRMS (υποτροπιάζουσα με εξάρσεις και
υφέσεις ΣΚΠ) για το 61.7% των ασθενών, SPMS (δευτεροπαθώς προιούσα
ΣΚΠ) για 22.1% και PPSM (πρωτοπαθώς προϊούσα ΣΚΠ) για το 16.2% των
ασθενών.
Από τον συνολικό αριθμό περιστατικών με τη νόσο της ΣκΠ, 483(57.9%)
ήταν γυναίκες και 351 ( 42.1%) άνδρες, δηλαδή αναλογία των γυναικών
προς τους άνδρες 1.4.
Η μέση ηλικία του συνόλου των ασθενών βρέθηκε 38.04 χρόνια με
τυπική απόκλιση (SD) 11.9 χρόνια και εύρος 69 χρόνια. Η στατιστική
επεξεργασία των δεδομένων έδειξε ότι υπάρχει διαφορά στην ηλικία μεταξύ
των δύο φύλων, με μικρότερη αυτή των γυναικών (Ζ =-4.261, p-value
<0.001<0.05). Δηλαδή νοσούν περισσότερες γυναίκες και σε μικρότερη ηλικία
σε σχέση με τους άνδρες.
Αναλύοντας τη μέση ηλικία του συνολικού δείγματος ως προς το έτος της
νοσηλείας (από το 1984 ως το 2006) βρήκαμε μια διακύμανση αυτού με τη
μέση τιμή του να κυμαίνεται μεταξύ 30.45 και 41.25 χρόνια και την τυπική
απόκλιση (SD) να φτάνει τα 14.3 χρόνια.
Επίσης βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στις μέσες τιμές ηλικίας
των ασθενών κατά το πρώτο ή τα πρώτα συμπτώματα της νόσου
μεταξύ των δύο φύλων (t=(348)=2.451, p-value=0.015<0.05). Η μέση ηλικία
του δείγματος στο πρώτο σύμπτωμα της πάθησης ήταν 31,41 χρόνια (SD =
10,970), ευρήματα που συμφωνούν με τα διεθνή δεδομένα (μέση ηλικία
εκδήλωσης της νόσου το διάστημα μεταξύ 20 και 40 χρόνων).
130
Μελετήσαμε την εκδήλωση της νόσου κατά την έναρξή της και
κατατάξαμε τα δεδομένα σύμφωνα με τα λειτουργικά συστήματα κατά Kurtzke
που είναι αποδεκτά στην EDSS (Expanded Disability Status Scale). 19.5%
των πασχόντων είχαν συμμετοχή πολλών συστημάτων κατά Kurtzke, όταν το
80.5% είχε μεμονωμένη κλινική εκδήλωση σε ένα λειτουργικό σύστημα. Τα
αισθητικά συμπτώματα παρατηρήθηκαν σε 33.2% των ασθενών, πυραμιδικά
συμπτώματα είχαν 22.3% και συμπτώματα από την όραση το 27.0%.
Η διαφορά σε χρόνια μεταξύ του 1ου συμπτώματος και της βεβαίας
διάγνωσης της νόσου είχε μέση τιμή 2.6 χρόνια με τυπική απόκλιση (SD)
5.6 και εύρος 40.
Την μέση τιμή της κλίμακας αξιολόγησης της ανικανότητας (EDSS)
τη βρήκαμε 2.88 (SD=1.8). Ο έλεγχος της κλίμακας αυτής ως προς το φύλο
ανέδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά της μεταβλητής ως προς το φύλο (p-
value 0.002<0.05) με μεγαλύτερη EDSS να παρουσιάζουν οι άνδρες.
Μελετήθηκε η μέση ετήσια επίπτωση της πάθησης ανά φύλο και για
τον συνολικό πληθυσμό μας. Από 2,7 /100.000 το διάστημα 1984-1989 η
επίπτωση στους άνδρες, γίνεται 8,44/100.000 κατοίκους το 2002-2006. Για τις
γυναίκες η μεταβολή για τα ίδια χρονικά διαστήματα είναι από 2,70/100.000
σε 13,26 /100.000 κατοίκους. Στο σύνολο των ασθενών η επίπτωση
αυξήθηκε από 2,71 το 1984-1989 σε 10,73/100.000 κατοίκους το 2002-
2006.
Η τιμή του επιπολασμού που βρήκαμε είναι 119,61/100.000
κατοίκους στις 31 Δεκεμβρίου 2006. Η μεγαλύτερη τιμή επιπολασμού
καταγράφηκε στην ηλικιακή ομάδα 35-54 χρόνων, με κορυφή στην ηλικία 45-
54 χρόνων. Επιπλέον οι γυναίκες έδειξαν μεγαλύτερη τιμή επιπολασμού σε
σύγκριση με το ανδρικό φύλο. Αυτά τα ευρήματα συμφωνούν με δημοσιεύσεις
που υποστηρίζουν τον υψηλότερο επιπολασμό των γυναικών .
Οι τιμές μας είναι μεγαλύτερες από όλες όσες αφορούν στον ελλαδικό
χώρο, αλλά είναι κοντά στις τιμές που πρόσφατα δημοσιεύτηκαν στην νότια
Ιταλία, την Σικελία, 165.8/100.000, την Κατάνια της νοτιοδυτικής Ιταλίας με
92.0/100.000, τη Γένοβα με 94.0/100.000, την Κωνσταντινούπολη στηΤουρκία
με`101.4/100.000, την Ισπανία στα Κανάρια Νησιά με 77.5/100.000
κατοίκους. Ο εποπολασμός στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά από
10.1/100.000 το 1984 στην νότια Ελλάδα, 29.5 /100.000 το 1990 στη βόρεια
131
Ελλάδα και 38.9/100.000 στον Έβρο στις 31 Δεκεμβρίου 1999, σε
119,61/100.000 πληθυσμού στις 31 Δεκεμβρίου 2006 στη περιοχή της δυτικής
Ελλάδας, τιμή που είναι παραπλήσια με αυτήν που δίνει ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας για τη χώρα μας.
Η ετήσια επίπτωση (τυποποιημένη τιμή σε σχέση με τον πρότυπο
ευρωπαϊκό πληθυσμό) της ΣΚΠ αυξήθηκε από 2,23/100.000 το 1984 σε 9,48
/100.000 κατοίκους το 2006 για την περιοχή της δυτικής Ελλάδας. Αυτές οι
τιμές που βρήκαμε είναι ανάμεσα στις μεγαλύτερες στην Ευρώπη και
επιβεβαιώνουν τον Rosati190 που ισχυρίζεται ότι οι χαμηλές τιμές που
δημοσιευτήκαν από προηγούμενες μελέτες στην Ελλάδα, δεν αντανακλούν τη
πραγματική συχνότητα της νόσου στη χώρα μας. Παρά τις αυξημένες
ενδείξεις ότι η γενετική προδιάθεση/ευπάθεια μπορεί να επηρεάζει την
νόσηση με ΣΚΠ, ένα απόλυτα γενετικό μοντέλο δεν φαίνεται ότι μπορεί να
εξηγήσει τις αλλαγές που φαίνονται και είναι βέβαιο ότι οι περιβαλλοντικοί
παράγοντες ή το γεωγραφικό πλάτος δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Παράγοντες που συνετέλεσαν στην εύρεση αυξημένων τιμών είναι :
9 οι αλλαγές σε επίπεδο υποδομών στις κατά τόπους νομαρχίες, που
είχαν ως αποτέλεσμα τη γρήγορη και εύκολη πρόσβαση των ασθενών
στο Νοσοκομείο,
9 η βελτίωση του εθνικού συστήματος υγείας και της παροχής
νευρολογικών υπηρεσιών,
9 η ευκολία στην πραγματοποίηση των εξετάσεων (π.χ. ΕΝΥ και
μαγνητικής τομογραφίας, ιδιαίτερα χρήσιμων για τη διάγνωση της
νόσου),
9 η εγρήγορση και ενημέρωση των ασθενών αλλά και του γενικού
πληθυσμού πάνω σε θέματα υγείας και
9 η ευχέρεια των ιατρών –νευρολόγων να θέτουν τη διάγνωση, βασισμένοι
στα διεθνώς αποδεκτά διαγνωστικά κριτήρια.
Τα ευρήματά μας τοποθετούν την περιοχή σε ζώνη υψηλής
επικινδυνότητας για τη νόσο και αντανακλούν μια τάση αυξητική της
επίπτωσής της στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας την περίοδο 1984-
2006. Σκόπιμο θα ήταν να γίνουν μελλοντικές μελέτες προκειμένου να
καταγραφούν οι τάσεις του επιπολασμού και της επίπτωσης της πάθησης στη
χώρα μας και να διερευνηθούν οι πιθανοί παράγοντες κινδύνου για αυτήν
132
(γενετικοί, λοιμώδεις, περιβαλλοντικοί ή άλλοι).Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα
τόσο την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των πασχόντων και των ποικίλων
προβλημάτων τους (κινητικών, συναισθηματικών, νοητικών,
κοινωνικοοικονομικών), όσο και την κατανόηση του μηχανισμού παθογένεσης
της νόσου με στόχο την επίτευξη της πλέον αποτελεσματικής θεραπείας της
και ενδεχομένως και η πρόληψή της .
133
ABSTRACT
134
From our 23 year study on MS useful clinical and demographical data
were obtained. After careful observation of our data from the Neurological
clinic (beginning in 1983 from Agios Andreas General Hospital) we found
1651 cases with possible or definite MS. Of these, 834 eventually had
definite MS. From the total 834 patients included in the study, the course of
disease was not specified in 12 patients, as they lacked follow up data,
although they had the diagnosis of definite MS. For the remaining 822 the
course of disease was remitting-relapsing in 61.7%, secondary progressive in
22.1% and primary progressive in 16.2%.
According to the Kurtzke functional systems incorporated in the
Expanded Disability Status Scale (EDSS) many of our patients had more than
one manifestation at onset. Specifically, 19.5 % had multiple Kurtzke
functional systems involved, while 80.5% had their initial clinical manifestation
in only one functional system. Sensory symptoms were observed in 33.2%
of our patients, pyramidal symptoms in 22.3% and symptoms of the visual
system in 27.0%. The remaining patients were suffering from signs of the
cerebellar system (5.1%), symptoms of the urogenital system (3.5%),
brainstem system (3.8%) and symptoms related to mental and other functions
e.g., seizures and non specific pain. The mean score for the Kurtzke
Expanded Disability Status Scale (EDSS) was 2.88 (SD= 1.8), range (0-
9.5), with males showing significantly higher disability compared to females (Z
= -3.138, p< .001).
The mean age of the total sample of MS patients was 38.04 years,
(SD =12.34) and the age range (15-75 years). Mean age of females was
36.61 years, (SD= 12.40) and for males 40.08 years, (SD=11.96). The mean
age at onset of the first symptom for males was 32.97 years, (SD = 11.85)
range (9-66 years), and 30.29 years, (SD= 10.16) for females, range (9-68). A
dependent samples t-test indicated a significant difference between the mean
age at onset between males and females [t (348) = 2.451, p = .015], with
females showing earlier age at onset of first symptoms. As a group the mean
age at onset was 31.41 years, (SD= 10.97), a finding that is congruent with
international data (mean age of disease onset between 20-40 years old). The
mean duration of illness, from onset of disease until diagnosis was 2.62 years,
(SD= 5.26) range (0- 40 years).
135
We calculated mean annual incidence rate of definite MS for the
period 1984 - 2006, which increased from 2.71 for the period 1984 -1989
to 8.44/100,000 in 2002-2006 for males. For females we had increases from
2, 70/100.000 to 13, 26 /100.000. The total increase in incidence was from
2.71 to 10.73/100,000 population.
We found a prevalence rate of 119.61/100,000177 population and an
increase in the mean annual incidence rate from 2.71 for the period 1984
-1989 to 10.73/100,000 in 2002-2006. The highest prevalence rate was in the
35-54 age range, with a peak in the 45 -54 range. Women also generally had
higher rates than men. These figures place western Greece in the high risk
area (and agree with the international literature) and are higher than reported
previously in Greece but close to those reported recently in Southern Italy,
Caltanissetta 165.8/100.00185, and Catania 92.0/100,000186, northwestern
Italy, Genoa 94.0/100,000187, Turkey, Istanbul 101.4/100.00188, and Spain,
Canary islands 77.5/100,000189 population.
The prevalence of MS in Greece rose significantly from 10.1/100.000 as
recorded in 1984, 29.5 /100,000180 in 1990, in northern Greece and
38.9/100,000181 in Evros, on December 31, 1999 to 119.61/100,000177
population on December 31, 2006 in western Greece.
The crude annual incidence rate increased from 2.11/100,000 in 1984 to
8.77/100,000 population in 2006. In the beginning of 1990, incidence rates
were relatively low, gradually increasing from 1994 onwards, and eventually
reaching a peak 14.85/100,000 population in 2004. The rates reported in
this study are among the highest in Europe, and confirm Rosati190 in that
the substantially lower prevalence rates noted in previous surveys in Greece,
do not actually reflect the true frequency of MS in the country
136
¾ With formal alterations in diagnostic criteria as applied in the study,
increased awareness of MS due to easier availability and access to
MRI and CSF analysis, in addition to increased awareness of MS
therapies, the proportion of minimally affected individuals diagnosed
with MS appears to be increasing substantially in western Greece.
¾ Furthermore, the inclusion of only definite cases in serial prevalence
studies like this survey, provide the most reliable and comparable
estimate of MS frequency
¾ Easier diagnosis of MS from neurologists and changes in diagnostic
criteria probably affected the incidence and prevalence rates noted in
this study.
Although these findings support the role of exogenous factors towards the
acquisition of MS during the studied period, interactions between genetic
background and environmental factors are noted as a possible cause of MS.
Future studies are however needed in order to further examine
epidemiological issues in Western Greece and the possible predisposing
variables (genetic, viral, environmental or combination of these) towards MS
acquisition. This will result in better health – care for these patients including
their motor, emotional, cognitive and socioeconomic needs and the under
covering of the mechanism of pathogenesis for the disease process, leading
to better therapeutic and possibly preventive strategies.
137
Πίνακας 49. Απόδοση στα ελληνικά των Λειτουργικών Συστημάτων κατά
Kurtke, από Serono Hellas, 2001
Πυραμιδικές Λειτουργίες
0 Φυσιολογικές
1 Παθολογικά σημεία χωρίς αναπηρία
2 Ελάχιστη αναπηρία
3 Ήπια ή μέτρια παραπάρεση ή ημιπάρεση, σοβαρή
μονοπάρεση
4 Έντονη παραπάρεση ή ημιπάρεση, μέτρια τετραπάρεση,
μονοπληγία
5 Παραπληγία, ημιπληγία ή σημαντική τετραπάρεση
6 Τετραπληγία
V Άγνωστη
0 Φυσιολογική
1 Παθολογικά σημεία χωρίς αναπηρία
2 Ήπια αταξία
3 Μέτρια κορμική αταξία ή αταξία άκρων
4 Σοβαρή αταξία σε όλα τα άκρα
5 Αδυναμία συντονισμού κινήσεων λόγω αταξίας
V Άγνωστη
X Χρησιμοποιείται μετά από κάθε αριθμό, όταν η αδυναμία
(βαθμού 3 ή μεγαλύτερη στην πυραμιδική λειτουργία)
παρεμβαίνει στην εξέταση
0 Φυσιολογική
1 Μόνο νευρολογικά σημεία
2 Μέτριος νυσταγμός ή άλλη ήπια αναπηρία
3 Σοβαρός νυσταγμός, έντονη αδυναμία οφθαλμοκινητικών νεύρων
ή μέτρια αναπηρία άλλων κρανιακών νεύρων
4 Έντονη δυσαρθρία ή άλλη έντονη αναπηρία
5 Αδυναμία κατάποσης ή ομιλίας
V Άγνωστη
138
Αισθητικές λειτουργίες
0 Φυσιολογική
1 Μείωση παλλαισθησίας ή γραφαισθησίας μόνο σε ένα ή δύο άκρα
2 Ήπια μείωση της αίσθησης της αφής, του άλγους και της θέσης
και/ή μέτρια μείωση της παλλαισθησίας σε ένα ή δύο άκρα, ή
μείωση της παλλαισθησίας μόνο σε τρία ή τέσσερα άκρα
3 Μέτρια μείωση της αίσθησης της αφής, του άλγους ή της θέσης
και/’η ουσιαστική απουσία παλλαισθησίας σε ένα ή δύο άκρα ή
ήπια μείωση της αφής ή του άλγους και/ή μέτρια μείωση σε όλα
τα ιδιοδεκτικά τεστ σε τρία ή τέσσερα άκρα
4 Έντονη μείωση της αίσθησης της αφής, του άλγους ή απώλεια
της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας, ξεχωριστή ή σε συνδυασμό, σε
ένα ή δύο άκρα, ή μέτρια μείωση της αφής και/ή σοβαρή μείωση
της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας σε περισσότερα από δύο άκρα
5 Απώλεια (ουσιαστική) της αίσθησης σε ένα ή δύο άκρα, ή μέτρια
μείωση της αφής και του άλγους και/ή απώλεια της ιδιοδεκτικής
αισθητικότητας στα περισσότερα σημεία του σώματος κάτω από
την κεφαλή
6 Αίσθηση κάτω από την κεφαλή ουσιαστικά απούσα
V Άγνωστη
Ορθοκυστικές λειτουργίες
0 Φυσιολογική
1 Ήπια καθυστέρηση στην έναρξη της ούρησης, επιτακτική ανάγκη
ούρησης ή κατακράτηση ούρων
2 Μέτρια καθυστέρηση στην έναρξη της ούρησης, βαίσθημα
επιτακτικής ανάγκης ούρησης, κατακράτηση στο έντερο ή την
κύστη ή σπάνια ακράτεια ούρων
3 Συχνή ακράτεια ούρων
4 Ανάγκη σχεδόν συνεχούς καθετηριασμού
5 Απώλεια λειτουργίας της κύστης
6 Απώλεια λειτουργίας της κύστης και του εντέρου
V Άγνωστη
0 Φυσιολογική
1 Οπτική οξύτητα (με διόρθωση), κάθε οφθαλμού 6/9
2 Μείζων οπτική οξύτητα του χειρότερου οφθαλμού 6/15
3 Ο χειρότερος οφθαλμός με μεγάλο σκότωμα ή μέτρια διαταραχή
των οπτικών πεδίων, αλλά με μείζονα οπτική οξύτητα από 6/15
μέχρι 6/30
139
4 Ο χειρότερος οφθαλμός με σημαντικό περιορισμό των οπτικών
πεδίων ή μείζονα οπτική οξύτητα από 6/30 μέχρι 6/50 είτε βαθμός
3 και επιπλέον μείζων οπτική οξύτητα του καλύτερου οφθαλμού
6/15
5 Ο χειρότερος οφθαλμός με μείζονα οπτική οξύτητα 6/60 είτε
βαθμός 4 και επιπλέον μείζων οπτική οξύτητα του καλύτερου
οφθαλμού 6/15
6 Βαθμός 5 και επιπέον μείζων οπτική οξύτητα του καλύτερου
οφθαλμού 6/15
0 Φυσιολογική
1 Ελαφρά διαταραχή μόνο συναισθήματος
2 Ελαφρά μείωση νοητικών λειτουργιών
3 Μέτρια μείωση νοητικών λειτουργιών
4 Σοβαρή μείωση νοητικών λειτουργιών
5 Άνοια ή σοβαρό οργανικό σύνδρομο
V Άγνωστο
140
Πίνακας 50. Απόδοση στα ελληνικά της EDSS,από SeronoHellas, 2001
141
5.0 Περιπατητικός χωρίς βοήθεια ή ανάπαυση για περίπου 200
μέτρα, σοβαρή αναπηρία που δημιουργεί προβλήματα στην
καθημερινή δραστηριότητα ( π. χ. εργασία ολόκληρη την
ημέρα χωρίς ειδικές ρυθμίσεις ). [ Συνήθως ισοδυναμεί με
βαθμολογία 5 σε ένα ΛΣ ( στα υπόλοιπα 0 ή 1 ) ή με
συνδυασμούς χαμηλότερης βαθμολογίας που συνήθως
ξεπερνούν τα χαρακτηριστικά του σταδίου 4.0 ]
142
ημέρας. Είναι σε θέση να ασχολείται με πολλές
δραστηριόπτητες αυτοεξυπηρέτησής του. Συνήθως μπορεί
να χρησιμοποιεί με επιτυχία τα άνω άκρα του. ( Συνήθως
ισοδυναμεί με συνδυασμούς βαθμολογίας 4+ σε αρκετά ΛΣ )
143
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Medaer R. Does the history of MS go back as far as the 14th century? Acta
Neurol Scand 1979;60:189-192
4. Moxan W.Eight cases of insular sclerosis of the brain and spinal cord.
Lancet 1875;1:437-478
144
10. Kurtzke JE : Geographic distribution of multiple sclerosis: an update with
special reference to Europe and the Mediterranean region. Acta
Neurol Scand 1980;62:65-80
13. Poskanzer Dc, Prenney LB, Sheridan JL, Kundy JY. Multiple Sclerosis in
the Orkney and Shetland islands I.Epidemiology, clinical factors and
methodology. J Epid Common Health 1980;34:229-239
14. Cook SD, Cromanty JI, Tapp W, Walker JD, Dowling PC. Declinning
incidence of multiple sclerosis in the Orkney Islands. Neurol
1985;35:545-551
15. Dean G. How many people in the world have multiple sclerosis?
Neuroepidemiology 1994;13:1-7
16. Kurtzke JF, Beebe GW, Norman JE. Epidemiology of multiple sclerosis in
US veterans.1. Race, sex and geographic variation. Neurology
1979;29:1228-1235
17. Ebers GC, Sadovnick AD. Epidemiology. In: Paty DW, Ebers GC. Multiple
Sclerosis. Philadelphia :FA Davis, 1997:5-28
18. Οrton SM, Herrera BM, Yee IM, Valdar W, Ramagopalan SV, Sadovnick
AD, Ebers GC, Canadian Collaborative Study Group. Sex ratio of
multiple sclerosis in Canada: a longitudinal study. Lancet Neurol.
2007 Jan; 6 (1); 5-6
145
19. Elian M, Nightingale S, Dean G. Multiple Sclerosis among United Kingdom
–born children of immigrants from the Indian Subcontinent Africa
and the West Indies. J Neurol Neurosurg Psychiatry 1990;53:906-
911
20. Ebers GC, Sadinvick AD, Risch NJ. Canadian Collaborative Study Group.
A genetic basis for familiar aggregation in multiple sclerosis. Nature
1995;377:150-151
26. Raine CS, Canella B, Hauser SL, Genain CP. Demyelination in primate
autoimmune encephalomyelitis and acute multiple sclrosis lesions:
146
a case for antigen – specific antibody mediation. Ann Neurol 1999;
46: 144-160
28. Ebers GC, Sadonvick AD. Susceptibility: genetics in multiple sclerosis. In:
Cook SD, ed. Multiple Sclerosis. New York: Marcel Dekker
1997:29-47
31. Hashimoto LL, Walter MA, Cox DW, Ebers GC. Immunoglobulin heavy
chain variable region polymorphosms and multiple sclerosis
susceptibility. J Neuroimmunol 1993; 44: 77-83
32. Ebers GC, Kukay K, Bulman DE et al. A full genome search in multiple
sclerosis. Nature Genet 1996; 13: 472-476
34. Bray ,Batrick F, et al. Anibodies against Epstein –Barr nuclear antigen
(EBNA) in multiple sclerosis CSF and two pentapeptide sequence
identities between EBNA and myelin basic protein. Neurology 1992;
42: 1798-1804
147
35. Nielsen TR, Pederson M, Rostgaard K, Frisch M,Halgrim H. Correlations
between Epstein-Barr virus antibody levels and risk factors for
multiple sclerosis in healthy individuals. Mult Scler 2007;13:420-423
39. Riise T, Moen BE, Kyvik KR. Organic solvents and the risk of multiple
sclerosis. Epidemiology 2002 Nov; 13(6): 718-720
40. Giut O. Vaccinations and multiple sclerosis. Neurol Sci 2001 Apr; 22(2):
151-154
41. McMichael Aj, Hall AJ. Multiple sclerosis and ultraviolet radiation: time to
shed more light. Neuroepidemiology 2001; 20: 165-167
42. Herman MA, Oleky MJ, Ascherio A. Cigarette smoking and incidence of
multiple sclerosis. Ann J Epidemiol 2001 Jul ;154(1): 69-74
44. Dahl OP, Aarset JH, Myhr KM, Nyland H, Midgard R. Multiple Sclerosis in
Nord - Trondelag County, Norway: a prevalence and incidence
study. Acta Neurol Scand 204 Jun ; 109(6): 378-384
148
45. McDonald WI, Barnes D.The ocular manifestations of MS.Abnormalities of
the afferent system. J Neurol Neurosurg Psychiatry 1992; 55: 747-
752
149
54. Peyser JM, Edwards K, Poser CM, Filskav S. Cognitive function in
patients with multiple sclerosis. Arch Neurol 1980;37: 577-579
56. Mursh GG. Disability and intelectual function in multiple sclerosis.J Nerv
Ment Dis 1980; 168: 758-762
150
64. Halliday AM,Halliday E et al. The pattern VEPs in comparison of the
anterior visual pathways. Brain 1976;99: 357-374
151
73. Stone L, Frank J, Albert P. The effect of interferon b on blood-brain
barrier disruption demonstrated by contrast-enhanced MR imaging
in relapsing-remitting ms. Ann Neurol 1995;37:611-619
74. Tas M, Barkhof F, van Walderveen M et al. The effect if gadolinium on the
sensitivity and specificity of MR in the initial diagnosis of MS. AJNR
Am J Roentgenol 1995;16:259-264
76. Paty DW, Noseworth JH, Ebers GC. Diagnosis of multiple sclerosis In :
Paty DW, Ebers G C eds Multiple Sclerosis. Philadelphia:L EA
Davis 1997: 48-134
77. Lublin FD, Reingold SC. Defining the clinical course of multiple sclerosis.
Results of an international survey.National Multiple Sclerosis
Society (USA) Advisory Committee on clinical Trials of New Agens
in multiple Sclerosis. Neurology 1996; 46: 907-911
78. McAlpine D. The benign form of MS. A study based on 241 cases seen
within 3 years of onset and followed-up untill the tenth year or more
of the disease. Brain 1961;84:186-203
80. Weinshenker BG, Bass B, Rice GPA et al. The natural history of multiple
sclerosis: A geographically bases study I. Clinical course and
disability. Brain 1984; 112: 133-146
152
82. Παντελιάδης Π. Εγκυμοσύνη και ΣκΠ. Πρακτικά 6ου Πανελλήνιου
Συνέδριου της Ελληνικής Εταιρίας για την Σκλήρυνση κατά Πλάκας.
27-29 Σεπτεμβρίου 2002, Θεσσαλονίκη
87. Rose AS, Ellison G. Criteria for the clinical diagnosis of MS.Neurology
1976;26 (Suppl 20) :22
89. Bauer HJ. IMAB-Enquete concerning the diagnostic criteria for MS. In
Bauer HJ et al (Eds) Progress in MS research. Springer, Berlin
1980:55
153
92. Miller DH, Molyneux PD and the European Study Group on interferon
beta-1b in Secondary progressive Multiple Sclerosis. Effect of
interferon β-1b on MRI outcomes in Secondary Progressive Multiple
Sclerosis: results of a European Multicenter, Randomized, Double-
Blind, Placebo-Controlled trial. Ann Neurol 1999; 46(6): 850-859
154
99. Rudick Ra, Simonian NA, Alam JA et al. Incidence and significance of
neutralizing antibodies to interferon beta-1a in multiple sclerosis.
Multiple Sclerosis Collaborative Research group (MSCRG).
Neurology 1998; 50: 1266-1272
101. Johnson KP, Brooks BB, Cohen JA, et al and the Copolymer 1 multiple
sclerosis study Group. Extended us of glatiramer acetate
(Copaxone) is well tolerated and maintains its clinical effect on
multiple sclerosis relapse rate and degree of disability. Neurology
1998; 50: 701-708
102. Johnson KP, Brooks BB, Ford CC et al. Systained clinical benefits of
glatiramer acetate in relapsing multiple sclerosis patients observed
for 6 years. Mult Sscler 2000; 6: 255-266
103. Filippi M, Rovaris M, Rocca MA, Sormani MP, Wolinsku JS, Comi
G.Glatiramer acetate reduces the proportion of new MS lesions
evolving into “black holes”. Neurology 2001;57:731-733
104. Rovaris M, Comi G, Rocca MA,Wolinsky JS, Filippi M. Short –term brain
volume charge in relapsing-remmiting multiple sclerosis: effect of
glatiramer acetate and implications. Brain 2001; 124: 1803-1812
105. Johnson KP and the US Phase III Copolymer I Study Group Teitelbownn
D, Arnnon R, Sela M. Antibodies to copolymer 1 do not interfere
with its clinical effect. Ann Neurol 1995;38: 973
155
106. Brenner T, Meiner Z, Abramsky O et al. Humoral responses to
copolymer 1 in multiple sclerosis patients: preferential production of
IgG 1 over IgG2. Ann Neurol 1996; 40: 518
109. Khar OA, Dhib-jalbut SS. Neutralizing antibodies to interferon beta -1a
and interferon beta-1b in MS patients are cross reactive. Neurology
1998; 51: 1698-1702
156
114. Hohfeld R, Michels M. Azathioprine toxicity during long-term
immunosuppression of generalized myasthenia gravis. Neurology
1988; 38: 258-261
121. DeFonzo RA, Braine H, Colvin OM. Water intoxication in man after
cyclophosphamide therapy. Time course and relation to drug
activation. Ann Inern Med 1973; 78: 861-86
157
122. Goodkin DE, Rudick RA, Vanderbrug Medendorp S et al. Low dose (7.5)
oral methotrexate reduses the rate of progression in chronic
progressive multiple sclerosis. Neurology 1995; 37: 30-40
126. Dalakas MC. Aseptic meningitis and IVIg therapy. Ann Int Med 1995;122:
316-317
127. Dalakas MC High dose IVIG and serum viscocity : a risk of precipitating
thromboembolic events. Neurology 1994; 44: 223-226
128. Ahsan S, Palone B.IVIG – indused osmotic nephrosis. Arch Int Med
1994;154: 1985-1987
158
132. Rudick RA, Sandrock A. Natalizumab: a4-integrin antagonist selective
adhesion molecule inhibitors for MS Exper+Rev neurothe2004; 4:
571-580
134. Polman CH, O’Connor PW, et al. For the AFFIRM Investigators A
randomiosed, placebo-controlled trial of Natalizumab for Relapsing
Multiple Sclerosis. N Engl J Med 2006; 354: 899-910
137. Krupp LB, Coyle PK, Doscher C et al. Fatigue therapy in multiple
sclerosis: results of a double-blind randomized ,parallel trial of
amantadine , pemoline and placebo. Neurology 1995; 4: 1956-1961
139. Rammohan KW, Rosenberg JH, Lynn DJ, Blumenfeld AM, Pollak CP,
Nagaraja HN. Efficacy and safety of modafinil for the treatment of
fatigue in multiple sclerosis: a two center phase 2 study. J Neuro
Neurosurg Psychiatry 2002; 72: 179-183
159
140. Stefoski D, Davis FA. 4-aminopyridine in MS prolonged administration.
Neurology 1991;41: 1344-1348
145. Kolle M, Leis AA. Prolonged seizure activity after baclofen withdrawal.
Neurology 1991; 42: 697-698
149. Duneusky A, Perel AB. Gabapentin for relief of spasticity associated with
multiple sclerosis. Ann Phys Med Rehab 1998;77: 451-454
160
150. Cutter NC, Scott DD, Johnson JC, Whiteneck G. Gabapentin effect on
spasticity in multiple sclerosis: a placebo-controlled randomized
trial. Arch Phys Med Rehabil 2000; 81(2): 164-169
157. Nurnberg HG, Hensley PL, Lauriello j, Parker LM, Keith SJ. Sildenafil for
women patients with antidepressant – indused sexual dysfunction.
Psychiatr Serv 1999;50: 1076-1078
161
159. Rao SM, Reingold S, Ron MA, Lyon-caen O, Comi G. Workshop on
neurobehavioral disorders in multiple sclerosis. Arch Neurol 1993;
50: 658-662
160. Minden SL, Schiffer RB. Affective disorders in multiple sclerosis review
and recommendation for clinical search. Arch Neurol 1990; 47: 98-
104
161. Sadonvick AD, Remick RA, Allen J et al. Depression and multiple
sclerosis. Neurology 1996; 46: 628-632
162. Schiffer RB, Caine ED, Bamford KA, Levy S. Depressive episodes in
patients with multiple sclerosis. Ann J Psychiatry 1983; 140: 498-
1500
164. Sachs GS, Printz DJ, Kahn OA, Carpenter D, Docherty JD. The expert
consensus guideline series : medication treatments of bipolar
disorder 2000. Postgrad med 200 April :1-104
167. Peyser JM, Edwards KR, Poser CM, Filskov SR. Cognitive function in
patient with multiple sclerosis. Arch Neurol 1980; 37: 577-579
162
168. Beauty WW, Goodkin DE. Screenings for cognitive impairment in
multiple sclerosis : an evaluation of the Mini-Mental State Exam.
Ann Neurol 1990; 47: 297-301
169. Kurtzke JF, Beebe GW. Studies on the natural hitory of Multiple
Sclerosis. Early prognostic features of the later course of the illness.
J Chronic Dis 1977;30:819
174. Poser CM,Paty D., Scheinberg L. et al. Ann Neurol 1983; 13: 227-231
176. Polman et al. Diagnostic Criteria for Multiple Sclerosis: 2005 revisions to
the “McDonald” criteria. Ann Neurol. 2005;58:840-846
163
178. Vassilopoulos D. Epidemiological Data of Multiple Sclerosis in Greece.
Neuroepidemiology 1984; 3: 52 -56
181. Piperidou HN, Heliopoulos IN, Maltezos ES, Milonas IA. Epidemiological
Data of multiple sclerosis in the Province of Evros, Greece. Eur
Neurol 2003; 49:8-12
164
prevalence of multiple sclerosis in the north-west Italian province of
Genoa. J Neurol 2005; 252:436-440
188. Ulku turk Boru, Recep Alp, Haydar Sur, Levent Gul.Prevalence of
Multiple Sclerosis door-to-door Survey in Maltepe, Istanbul, Turkey.
Neuroepidemiology 2006; 27: 17-21
191. Grytten N, Glad SB, Aarseth JH, et al. A 50-year follow-up of the
incidence of multiple sclerosis in Hordaland County, Norway.
Neurology 2006; 66: 182-186
193. Ebers GC, Bulman DE, Sadovnick AD, Paty DW, Warren S, Hader W,
Murray TJ, Seland TP, Duquette P, Grey t. A population based twin
study in multiple sclerosis. N Engl J Med 1986;315: 1638-1642
165
195. Landblam AM, Riise T, Kurtzke JF. Further consideration on the
distribution of multiple sclerosis in Sweden. Acta Neurol Scand
2005; 11: 238-246
200. Laren JP, Aarli JA, Riise T, Nyland Y. Western Norway: high risk area for
multiple sclerosis. A prevalence/incidence study in the county of
Hordaland, Norway. Neurology (Cleveland) 1984; 34:1202-7
166
203. Sironi L, D’ Alessandro G, Corso G, Bottacchi E. Frequency of multiple
sclerosis in Valle d’Aosta 1971-1985. Neuroepidemiology 1991;
10:66-69
207. Ford H, Grve E, Airey Gli, Vail A, Johnson MH, Williams DR. The
prevalence of multiple sclerosis in the Leeds Health authority. J
Neurol Neurosurg Psychiatry 1998; 64: 605-10
167
Poland. Multiple sclerosis in Europe: an epidemiological update.
Darmstadt: Leuchtturm 1994;249-54
213. Peterlin B,Ristic S, Septic J, Vracko BK et al. Region with persistent high
prevalence of multiple sclerosis in Croatia and Slovenia. J Neurol
Sci 2006 sep 25; 247 (2): 169-172
216. Ascherio A, Murger KL. Environmental risk factors for multiple sclerosis.
Part II Noninfections factors. Ann Neurol 2007 May, in press
168
220. Wagner HJ, Munger KL, Ascherio A. Plasma viral load of Epstein-Barr
virus and risk of multiple sclerosis . Eur Neurol 2004;11(2): 833
169
ΠΙΝΑΚΕΣ
Πίνακας 3. Παθήσεις που στην MRI έχουν εικόνα παρόμοια με την ΣΚΠ
Σφάγγος AΚ., Τριανταφύλλου Ν.Ι. ΣΚΛΗΡΥΝΣΗ ΚΑΤΑ
ΠΛΑKAΣ,2001, Εκδ Γαβαλάς , Αθήνα (από Gasperini
G,Differential diagnosis in ΜS.Int MS J 1997;4(1):12-25
Πίνακας 7. Κριτήρια ευρημάτων MRI για τη διασπορά τους στο χώρο και
στο χρόνο
McDonald et al.Recommended diagnostic criteria for Multiple
sclerosis: guidelines from the international Panel on the
diagnosis of Multiple Sclerosis. Ann Neurol 2001; 50 (1): 121-7
170
Πίνακας 12. Παροξυντικά συμπτώματα στην ΣΚΠ.
Λαγος Γ. Αντιμετώπιση παροξυντικών εκδηλώσεων τρόμου και
σπαστικότητας, από Πρακτικά 5ης Μετεκπαιδευτικής Ημερίδας της
νευρολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Πατρών ,Κατσανίκας
Κ., Διαγνωστικά κριτήρια και διαφορική διάγνωση,1996, Εκδ
Κούλης, Πάτρα
Πίνακας 25. Επιπολασμός της ΣκΠ στην Δυτ. Ελλάδα ανά φύλο και ηλικιακή
ομάδα, στις 31 Δεκεμβρίου 2006
Πίνακας 26. Ετήσια επίπτωση κατά φύλο της ΣκΠ στην Δυτ. Ελλάδα
το διάστημα 19884-2006
Πίνακας 27. Ετήσια επίπτωση της νόσου για το σύνολο του πληθυσμού
Πίνακας 28. Μέση ετήσια επίπτωση της Σκπ στην Δυτ. Ελλάδα για
διαστήματα των 6 ετών, από το 1984 ως το 2006
171
Πίνακας 29. Χρονικό διάστημα καθυστέρησης (σε χρόνια) από την έναρξη
της ασθένειας μέχρι τη βέβαια διάγνωσή της, κατά την περίοδο
της μελέτης μας (1984-2003), σε πενταετή χρονικά διαστήματα.
Πίνακας 30. Στατιστικά στοιχεία της ηλικίας των ασθενών κατά την πρώτη
εκδήλωση της νόσου.
Πίνακας 36. Στατιστικά στοιχεί από τον έλεγχο της κλίμακας EDSS
Πίνακας 38. Πίνακας του πλήθους των ασθενών από ΣκΠπου υποβλήθηκαν
σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου
Πίνακας 42. Πίνακας πλήθους πασχόντων από ΣκΠ που υποβλήθηκαν στην
εξέταση της Μαγνητικής τομογραφίας νωτιαίου μυελού
Πίνακας 44. Kolmogorov-Smirnov έλεγχος για την EDSS ως προς την MRI
εγκεφάλου
Πίνακας 45. Mann-Whitney test για συσχέτιση EDSS και MRI εγκεφάλου
172
Πίνακας 47. Φαρμακευτική αγωγή που έλαβαν οι ασθενείς κατά τη νοσηλεία
τους.
Πίνακας 48. Τιμές επιπολασμού της ΣκΠ στην Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές
χώρες
Πίνακας 50. Απόδοση στα ελληνικά της EDSS, από Serono Hellas, 2001
173
ΕΙΚΟΝΕΣ
Εικόνα 15. Ο τόπος και ο τρόπος δράσης των διαφόρων ειδών θεραπείας
στην ΣκΠ. Alistair Comps ton, Alasdair Coles. “Multiple Sclerosis”
Lancet 2002; 359:1221-31
174
Alastair Compston, Alasdair Coles. “Multiple Sclerosis” Lancet
2002; 359:1221-31
Εικόνα 18. Τιμές επιπολασμού ανά 100000 κατοίκους για την ΣΚΠ στην
Ευρώπη και την περιοχή της Μεσογείου , βασισμένες σε μελέτες
της περιόδου 1980-1994, τροποποιημένες από Lauer (1994),
Kurtzke JF .The epidemiology of Multiple sclerosis.In : multiple
Sclerosis:Clinical and Pathogenetic Basis.Raine CS,McFarland H,
Tourtellotte WW(eds).1997,Chapman and hall: London, pp91-139
Εικόνες 19 και 20. Χάρτης της Ελλάδας (19) και της Δυτικής Ελλάδας
(20),Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας διοίκησης και
Αποκέντρωσης,www.ypes.gr
Εικόνα 21. Το φύλο των πασχόντων από ΣκΠ κατά την περίοδο της μελέτης
μας
Εικόνα 23. Συχνότητα εμφάνισης της νόσου σε σχέση με την ηλικία των
ανδρών
Εικόνα 24. Συχνότητα εμφάνισης της νόσου σε σχέση με την ηλικία των
γυναικών
Εικόνα 25. Συχνότητα κατανομής των ασθενών από ΣκΠ κατά ηλικιακές
ομάδες
Εικόνα 26. Μέση ηλικία των ασθενών ως προς το έτος εισαγωγής
Εικόνα 28. Η επίπτωση της ΣκΠ κατά έτος και ανά φύλο στην περιοχή της
Δυτικής Ελλάδας από το 1984 ως και το 2006
Εικόνες 29. Μεταβολή της μέσης επίπτωσης της νόσουστη διάρκεια της
μελέτης, ανά φύλο και για το σύνολο του πληθυσμού μελέτης
175
Εικόνα 30. Ετήσιος επιπολασμός της ΣκΠ στην Δυτική Ελλάδα κατά φύλοκαι
ηλικιακή ομάδα (31 Δεκεμβρίου 2006)
Εικόνα 32. Ηλικία των ασθενών κατά το πρώτο/-τα σύμπτωμα/-τα της νόσου
Εικόνα 33. Η ηλικία των ανδρών πασχόντων κατά το πρώτο σύμπτωμα της
νόσου
Εικόνα 35. Διαφορά σε χρόνια μεταξύ του πρώτου συμπτώματος της ΣκΠ και
της βεβαίας διάγνωσής της
Εικόνα 39. Χρόνος από την αρχική εκδήλωση της νόσουως τη διάγνωσή της
στις χώρες της Ευρώπης
176