Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 107

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
Επιλογή κριτικών κειμένων

Επιμέλεια
Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος

Π ANEΠIΣTHMIAKEΣ E KΔOΣEIΣ K PHTHΣ


Iδρυτική δωρεά Παγκρητικής Eνώσεως Aμερικής
Hρακλειο 2011
Π ANEΠIΣTHMIAKEΣ E KΔOΣEIΣ K PHTHΣ
Iδρυμα Tεχνολογιασ και Eρευνας
Hράκλειο Kρήτης, T.Θ. 1385, 711 10. Tηλ. 2810 391083, Fax: 2810 391085
Aθήνα: Mάνης 5, 106 81. Tηλ. 210 3849020-23, Fax: 210 3301583
e-mail: info@cup.gr
www.cup.gr

ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ


ΔΙΕΥ­ΘΥ­ΝΤΗΣ ΣΕΙ­ΡΑΣ: ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ

© 2010: Πα­νε­πι­στη­μια­κες Εκ­δο­σεις Κρη­της


Στοιχειοθεσία - σελιδοποίηση: Παρασκευή Βλάχου (πεκ)
Ε­κτύ­πω­ση: Δ. Ταμπακοπουλοσ
Βιβλιοδεσία: Ι. Μπουντασ - Π. Βασιλειαδησ οε
Σχε­δί­α­ση εξω­φύλ­λου: ­ Βάσω Αβραμοπούλου

ISBN 978-960-524-314-2
Περιεχόμενα

Ερατοσθενησ Γ. Καψωμενοσ
Εισαγωγή: Ο Σικελιανός και η κριτική ιγ´
1. Ιωαννησ Κονδυλακης
Αλαφροΐσκιωτος Αγγέλου Σικελιανού 1
2. Σπηλιος Πασαγιαννης
Ο Αλαφροΐσκιωτος 3
3. Αριστος Καμπανης
[Αλαφροΐσκιωτος] 7
4. Γρηγοριοσ Ξενοπουλος (;)
Αγγέλου Σικελιανού Αλαφροΐσκιωτος 11
5. Κωσταντινοσ Χατζοπουλος
Λυρική ποίηση 13
6. Δημ. Ζαχαριαδης
Αγγέλου Σικελιανού Αλαφροΐσκιωτος 19
7. Τακης Δημοπουλος
Ο Διθύραμβος του Ρόδου του Σικελιανού 27
8. Κλεων Παρασχος
Άγγελος Σικελιανός 39
9. Ελλη Λαμπριδη
Σχόλιο στη Μητέρα Θεού 49
10. Γιωργος Καραπανος
Το χρέος της πνευματικής μας τάξης 53
11. Robert Levesque
Εισαγωγή στη Μητέρα Θεού 57
η´ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ

12. Ευα Σικελιανου


Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός 61
13. Οδυσσεας Ελυτης
Πέντε κορυφαίοι Νεοέλληνες λυρικοί: Σολωμός _ Κάλβος _
Παλαμάς _ Καβάφης _ Σικελιανός 71
14. Ε. Π. Παπανουτσος
Το πνευματικό κλίμα της σικελιανικής ποίησης 73
15. Λινος Πολιτης
Μορφές του νεοελληνικού λυρισμού 93
16. Θεοδωρος Ξυδης
Το Πάσχα των Ελλήνων του Σικελιανού 97
17. Robert Liddell
Η ποίηση του Άγγελου Σικελιανού 107
18. Γιωργος Θεοτοκας
Άγγελος Σικελιανός 113
19. Μαρκος Αυγερης
Σικελιανός 123
20. Κ. Θ. Δημαρας
Ο Σικελιανός είναι μέσα στην ελληνική παράδοση 129
21. Αντρεας Καραντωνης
Στοχασμοί για την ποίηση του Άγγελου Σικελιανού 135
22. Κ. I. Δεσποτοπουλος
Ο Σικελιανός και τα μυθικά σύμβολα 153
23. Βασιλης Φραγκος
Η απάντηση του Σικελιανού στο πρόβλημα
του αιώνα μας 159
24. Γιωργος Σεφερης
Άγγελος Σικελιανός 163
25. Γεωργιος Αντωνοπουλος
Η σχέσις ανθρώπου-κόσμου προϋπόθεσις ερμηνείας
του Αλαφροΐσκιωτου 169
26. Philip Sherrard
Άγγελος Σικελιανός 177
27. Τακης Δημοπουλος
Μεταπτώσεις του σικελιανικού λυρισμού:
Από τον Αλαφροΐσκιωτο έως τις τραγωδίες 191
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ θ´

28. Οδυσσεας Ελυτης


[Για τον Άγγελο Σικελιανό] 201
29. Κωστας Στεργιοπουλος
Μια ματιά στη ζωή και την ποίηση του Σικελιανού 205
30. Νασος Βαγενας
Σεφέρης, Σικελιανός, Καβάφης 211
31. Κωστας Γεωργουσοπουλος
Ο Θάνατος του Διγενή: Απόπειρα αναγνώρισης 225
32. Ασημακης Πανσεληνος
Άγγελος Σικελιανός ή Τα πολιτικά πρόσωπα
των θεών 231
33. Νικος Γ. Σβορωνος
Προτάσεις για τη μελέτη της ιδεολογίας
του Σικελιανού 239
34. Παντελης Πρεβελακης
Ο Αλαφροΐσκιωτος 255
35. Γ. Π. Σαββιδης
Ποίηση και Ιστορία στον Σικελιανό (1922-1945):
Τρεις μεταμορφώσεις ενός ποιήματος 265
36. Edmund Keeley
Ο Σικελιανός και η ελληνική μυθολογία 283
37. Χ.-Δ. Γουνελας
Κρατύλος και Σικελιανός: Μεταφυσική και ποίηση 293
38. Αννα Κατσιγιαννη
Σημειώσεις για τη στιχουργία του Προλόγου στη Ζωή 305
39. Αντρεας Κ. Φυλακτου
Ο αρχαιοελληνικός μύθος στο Λυρικό Βίο 315
40. Ερατοσθενης Γ. Καψωμενος
Μήτηρ Θεού: Ο μηχανισμός της μυθοπλασίας 323
41. David Ricks
Σικελιανός: Η ομηρική κληρονομιά 339
42. Αθηνα Βογιατζογλου
Η ποίηση ως παρομοίωση: Η τολμηρή αισθητική πρόταση
των Συνειδήσεων 353
43. Ριτσα Φραγκου-Κικιλια
Το Κατορθωμένο Σώμα (Ένα ακατόρθωτο βιβλίο
του Άγγελου Σικελιανού) 365
ι´ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ

44. Σονια Ιλινσκαγια


Η διάσταση του χρόνου στον Αλαφροΐσκιωτο
του Άγγελου Σικελιανού 387
45. Ευριπιδης Γαραντουδης
Η μετρική του Αλαφροΐσκιωτου: Από τη ρυθμική επίδραση
του Laus vitae του D’Annunzio στον «ελευθερωμένο
δεκαπεντασύλλαβο» 395
46. Ριτσα Φραγκου-Κικιλια
«... Ένα με το βάθος του [ορφικού] Όλβου της Σιωπής» 417
47. Βιβετ Τσαρλαμπα-Κακλαμανη
Οι ομιλίες του Σικελιανού: Θεματολογία, προβληματική
και απήχηση 431
48. Μαντω Μαλαμου
Μύθος και ιστορία στο θέατρο του Σικελιανού 447
49. Κωστας Μπουρναζακης
Άγγελος Σικελιανός: Κήρυγμα Ηρωισμού 459
50. Αντρεας Κ. Φυλακτου
Άγγελος Σικελιανός _ Οδυσσέας Ελύτης: Λυρικές σχέσεις 467

Πρώτες δημοσιεύσεις 473


Επιλογή βιβλιογραφίας 479
Ευρετήριο 497
Της μυγδαλιάς τ’ ολόανθο το κλωνάρι
μες στο νυχτερινό μου το κελί,
σα φως αυγερινό φεγγοβολεί,
γραφή σου, Αλαφροΐσκιωτε λυράρη.
Τα δεκατετράστιχα, 67  Κωστης Παλαμας
Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος

ΕισαγωγΗ
Ο Σικελιανος και η κριτικη

Υ παρχει γενικα η εκτιμηση ότι η κριτική βιβλιογραφία γύρω από


το έργο του Σικελιανού είναι περιορισμένη. Η κρίση αυτή, χωρίς
να είναι λανθασμένη, δεν είναι, με την αυστηρή έννοια του όρου, ακριβής.
Ο όγκος των δημοσιευμάτων (πληροφοριακών ή κριτικών άρθρων, με-
λετών, βιβλίων, διατριβών) είναι, σε απόλυτους αριθμούς, πολύ μεγά-
λος. Και μας επιτρέπει να αποφανθούμε ότι ο Σικελιανός δεν είναι από
τους ­λιγότερο μελετημένους ποιητές μας. Κατά μείζονα λόγο, δεν ανή-
κει στους παρωχημένους ή λησμονημένους των Γραμμάτων μας. Απενα­
ντίας, η ποίηση και η πράξη του, σ’ όλη τη διάρκεια της ξε­χωριστής ζωής
του, όχι μόνο δεν πέρασε απαρατήρητη, δεν υποτιμήθηκε, δεν «αγνοήθη-
κε», αλλά έγινε από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του, με τον Αλαφροΐσκιω­
το, «σημείο αντιλεγόμενο». Και η αντιλογία αυτή θα κορυφωθεί κατά την
πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1951), όταν θα προταθεί η υποψηφιό­
τητά του για την Ακαδημία Αθηνών και για το βραβείο Νομπέλ, σε μια
ιστορική συγκυρία που ήταν λιγότερο παρά ποτέ αποδεκτός από τους φο-
ρείς της εξουσίας.
Ένας βιαστικός απολογισμός θα μπορούσε ενδεχομένως να καταλήξει
στο συμπέρασμα ότι σ’ αυτή την αντιλογία επικράτησε η αρνητική άπο-
ψη, αφού ο Σικελιανός δεν έγινε ποτέ ακαδημαϊκός ούτε τιμήθηκε με βρα-
βείο Νομπέλ· και το έργο του δεν έχει πάρει, ως σήμερα, τη θέση που του

. Με βάση τις δημοσιευμένες βιβλιογραφικές εργασίες (Κατσίμπαλης, 1946 και


1952· Γιοφύλλης, 1951· Χατζηδάκη, 1967· Σαββίδης, 1967), τα δημοσιεύμα-
τα για το Σικελιανό ως το 1952 υπερβαίνουν τα 1.500, χωρίς να καλύπτεται
ο επαρχιακός τύπος. Από τότε ως σήμερα, η κατηγορία των αυτοτελών εκδό­
σεων έχει αυξηθεί εντυπωσιακά.
ιδ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

ανήκει στη νεοελληνική παιδεία, στη νεοελληνική σκέψη, στα ενδιαφέρο-


ντα του μέσου αναγνώστη.
Κι όμως, όσο ζούσε δε στερήθηκε διόλου τον έπαινο και το θαυμασμό·
γνώρισε αφοσιωμένους θαυμαστές, πιστούς μαθητές, φανατικούς μελε-
τητές του έργου του (και επικριτές, είναι αλήθεια, αλλά οι επικρίσεις, αν
εξαιρέσομε την πολεμική ορισμένων δημοσιογραφικών εντύπων, ήταν
η άλλη όψη του θαυμασμού). Τιμήθηκε όσο λίγοι από τους ομοτέχνους
του, από διεθνείς προσωπικότητες του πνεύματος, της τέχνης, της επι-
στήμης, της πολιτικής. Θα περιοριστούμε σε ένα και μόνο αλλά πολύ εν-
δεικτικό παράδειγμα. Μετά το τέλος του πολέμου, στις 27 Μαΐου 1946, ο
Γάλλος ποιητής Paul Éluard προλογίζει διάλεξη του Robert Levesque για
το Σικελιανό, μ’ αυτά τα λόγια:

Ξαναζούσαμε σ’ αυτόν [αναφέρεται στο ποίημα «Στυγός Όρκος»] το


ξάστερό σου θάρρος, τη θαμπωτικιά συνείδησή σου, τη συγκλονιστι-
κή συνέχεια του Ελληνισμού ανάμεσα από τρεις χιλιετίες. Λαϊκά τρα-
γούδια, ποίηση των Ορθοδόξων Ύμνων και της Βυζαντινής εποποιία­ς,
ποίηση του πρωταρχικού Χριστιανισμού και των Εβδομήκοντα, ποίη­
ση ενός Πινδάρου, ενός Αισχύλου, ενός Ομήρου, αλλά και μαζί το θρη-
σκευτικό αυτό αίσθημα που μας κάνει να νιώθουμε την αμεσότητα
των Ολυμπίων θεών και των Μυστηριακών θρησκειών, όσο και των
μύθων του Άδωνη και του Χριστού, να τί μονάχα η Ελλάδα μπορούσε
να μας δώσει, να τί μας φέρνεις, αγαπημένε μου Σικελιανέ.

Και μετά το θάνατό του, η εκτίμηση και το επιστημονικό ενδιαφέρον


για το έργο του διαρκώς αυξάνονται. Στα πεδία της λογοτεχνικής κρι-

. Τέτοια λ.χ. ήταν η κριτική του Αντρέα Καραντώνη, του Μάρκου Αυγέρη, του
Γιάνη Κορδάτου. Δεν ισχύει το ίδιο για τους αδελφούς Δημήτρη και Κώστα
Χατζόπουλο ούτε βέβαια για το Σπύρο Μελά, που η πολεμική του δεν ανήκει
στο είδος της κριτικής.
. Τον ύμνησαν με ποιήματά τους ο Κωστής Παλαμάς, ο Άριστος Καμπάνης, ο
Φώτος Γιοφύλλης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Σωτήρης Σκίπης, ο Γεώργιος
Αθάνας, ο Νίκος Παππάς, ο Λίνος Καρζής, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Παντε-
λής Πρεβελάκης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Ρίτσος («Αρχάγγελο» τον
αποκαλούν οι δύο τελευταίοι) κ.ά.
. Ελεύθερα Γράμματα, τ. 2 (15.6.1946), σ. 177.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ιε´

τικής, της φιλολογικής έρευνας, της συγκριτικής φιλολογίας, του φιλο-


σοφικού στοχασμού, η διαγνωστική σκοπιά και η συστηματική μελέτη
κερδίζουν έδαφος απέναντι στις αξιολογικές κρίσεις και την υμνητική διά­
θεση, ενώ παράλληλα σπανίζουν τα επικριτικά ή αντιρρητικά κείμενα. Το
έργο του, μέσα στα τελευταία τριάντα χρόνια, έχει καθιερωθεί στα πανε-
πιστημιακά προγράμματα, ως αντικείμενο έρευνας και διδασκαλίας.
Στην ιστορία των Γραμμάτων μας ο Σικελιανός έχει πάρει μια εξέ-
χουσα θέση ανάμεσα στους συγγραφείς της γενιάς του, της δεύτερης
–σύμφωνα με τους γραμματολόγους– μεταπαλαμικής γενιάς, που εμφα-
νίζεται λίγο πριν από το 1910 και φέρνει μια ουσιαστική ανανέωση σε
πολλά επίπεδα, χωρίς ν’ αποσπάται ολότελα από τον κορμό της παρά-
δοσης. Μαζί με άλλους επιφανείς εκπροσώπους της γενιάς του, τον Κα-
ζαντζάκη, το Βάρναλη, συνιστούν την προέκταση και ολοκλήρωση της
αναγεννητικής εξόρμησης που άρχισε η γενιά του 1880, αναπτύσσοντας
τη δυναμική της ελληνικής πνευματικής παράδοσης σε μια κατεύθυνση
σύμμετρη προς τα επιτεύγματα και τα αιτήματα του καιρού τους. Έτσι,
συνδέουν οργανικά την παράδοση με την ανανέωση και διαμορφώνουν
τις προϋποθέσεις για τη μετάβαση στο μοντερνισμό. Χαρακτηριστική
πάνω σ’ αυτό είναι η σχέση τους με τη γενιά του 1930, η οποία αναγνω-
ρίζει, στο πρόσωπο του Σικελιανού ιδιαίτερα, έναν ποιητικό «πατέρα»
και «συνοδοιπόρο στις νέες αναζητήσεις». Οι προτάσεις υποψηφιότη-
τας του Σικελιανού και του Καζαντζάκη για το βραβείο Νομπέλ κατά
την πρώτη μεταπολεμική περίοδο –με την υποστήριξη που είχαν από
διεθνείς προσωπικότητες και ανεξάρτητα από την έκβασή τους (που
κρίθηκε με βάση εξωλογοτεχνικά κριτήρια)– αποτελούν τεκμήριο ότι η

. Οι φορείς αυτής της ανανέωσης, χωρίς ν’ αποτελούν σχολή, ξεκινούν από κοινή
λίγο πολύ αφετηρία: τον αισθητισμό, στη διασταύρωσή του με το συμβολισμό
ή με έναν αρχαιολατρικό παρνασσισμό. Και συνδέονται –τουλάχιστον οι ση-
μαντικότεροι απ’ αυτούς– με κάποια κοινά γνωρίσματα: την υψηλή συνείδηση
για το ρόλο του ποιητή, το διονυσιακό στοιχείο, μια συγκροτημένη και συναρ-
τημένη με την ελληνική παράδοση βιοκοσμοθεωρία που τείνει να εκφραστεί σε
μεγάλες συνθέσεις, κι ακόμα, τον κοινωνικό προσανατολισμό της δημιουργι-
κής τους προσπάθειας. Βλ. Στεργιόπουλος, 1980: 17, 26-29. Πρβλ­. Δημαράς,
1964: 433-439· Λ. Πολίτης, 1978: 235-236· Vitti, 2003: 334-336· Αργυρίου,
2001: 723-725.
. Βαγενάς, 2001: 38-41· Φυλακτού, 2005: 24-26, 31-35 (πρβλ. Ελύτης, 1974: 109).
ιϛ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

ελληνική λογοτεχνία παίρνει πλέον μια θέση ισοτιμίας ανάμεσα στις ευ-
ρωπαϊκές λογοτεχνίες. Κι αυτό οφείλεται στο ποιοτικό άλμα που πραγ-
ματοποίησαν οι ποιητές της γενιάς αυτής, ανυψώνοντας τη λογοτεχνία
μας σε διεθνή περιωπή.
Τα οικουμενικά οράματα του ποιητή επηρεάζουν λίγο πολύ τους με-
λετητές, όποιες κι αν είναι οι ερευνητικές τους προθέσεις, και εκτρέπουν
συχνά τη μελέτη από τα καθαρά ερευνητικά ζητούμενα στο διαμεσολα-
βητικό ρόλο του ερμηνευτικού (ή αντιρρητικού) σχολιασμού των ιδεώ­ν
του Σικελιανού. Το επισήμανε ήδη ο Αντρέας Καραντώνης ως μια από
τις αδυναμίες της κριτικής: «Φαινόμενο το έργο, φαινόμενο κι’ ο άνθρω­
πος. Και τα φαινόμενα, σπάνια γίνουνται αντικείμενα κριτικής· ή μάλλον
πρέπει να περάσουν πρώτα από τη φάση της θαυμαστικής περιγραφής.
Αυτή τη φάση καλύπτει ως τώρα όλη σχεδόν η γύρω από τον Σικελιανό
κριτική που θέλησε, ομολογώντας πίστη σ’ αυτόν, να ξεσκεπάσει και να
εκλαϊκεύσει τα ποιητικά του μυστικά και τα μηνύματα του έργου του».
Η παρατήρηση ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό για την κριτική των πρώ-
των δεκαετιών ως την περίοδο του Μεσοπολέμου, που είναι περισσότε-
ρο προσανατολισμένη προς μια ενιαία παρουσίαση βίου και έργου, με
έμφαση στον «αποστολικό» ρόλο του ποιητή και στο περιεχόμενο του
κηρύγματός του.
Μ’ αυτή την προοπτική μοιάζει παράδοξο ότι παραμένει πάντοτε ισχυ-
ρή η εντύπωση πως η βιβλιογραφία για το Σικελιανό είναι ανεπαρκής. Κι
όμως, μια τέτοια εκτίμηση είναι όντως ορθή, όχι γιατί η βιβλιογραφία εί-
ναι ποσοτικά περιορισμένη, αλλά γιατί εξακολουθεί να υπολείπεται της
σημασίας του έργου.
Σε ανάλογη εκτίμηση καταλήγει κι ο Αλέξανδρος Αργυρίου: «Συνο-
πτικά θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Σικελιανός είναι μια από
τις πλέον πολύτροπες μορφές και συνειδήσεις των νεοελληνικών γραμμά-
των. Η επαρκής δε και αξιόπιστη μελέτη του έργου του, παρά τις φιλότι-
μες προσπάθειες που έχουν καταβληθεί, παραμένει ζητούμενο».

. Καραντώνης, 1952: 23 (στον παρόντα τόμο, σ. 136).


. Την προτεραιότητα του μηνύματος έναντι όλων των άλλων αξιών υπερασπί-
ζεται, προκειμένου για το ποιητικό έργο του Σικελιανού, η Έλλη Λαμπρίδη
(1939: 566· βλ. στον παρόντα τόμο, σ. 49).
. Αργυρίου, 2001: 725 – πρβλ. Αργυρίου, 2003: 81-95.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ιζ´

Πράγματι, όσο η μελέτη του σικελιανικού έργου αναπτύσσεται σε έκτα­


ση και βάθος και γίνεται ευρύτερα κατανοητή η συμβολή του στην εξέλι­ξη
του νεοελληνικού λυρισμού και η αξία του σε σχέση με τα σημερινά προβλή-
ματα της ανθρωπότητας, τόσο είμαστε σε καλύτερη θέση ν’ αντιληφθούμε
και να επισημάνομε τις ανεξόφλητες οφειλές της αναλυτικής έρευνας απέ-
ναντι στον ποιητή – ή, καλύτερα, απέναντι στον αναγνώστη.

Κριτική παρουσίαση της βιβλιογραφίας. Γενικά χαρακτηριστικά


Το βασικό κριτήριο που καθόρισε την επιλογή των κριτικών κειμένων σ’
αυτή την ανθολόγηση είναι η αντιπροσωπευτικότητα, η οποία έχει πολλα-
πλές διαστάσεις· τη χρονολογική πρώτα απ’ όλα: ποια είναι η κατανομή
και διασπορά της κριτικής βιβλιογραφίας μέσα στο χρόνο, από το 1909
ως σήμερα, σε συνάρτηση με τους μεγάλους σταθμούς που ορίζουν τη
δημιουργική πορεία του ποιητή (χρονολογίες έκδοσης των έργων του ή
ανάπτυξης των πρωτοβουλιών του, της Δελφικής προσπάθειας, κυρίως)
ή με τις επετειακές αφορμές που σημαδεύουν εξάρσεις του κριτικού ή
ερευνητικού ενδιαφέροντος (αφιερώματα περιοδικών, συλλογικοί τόμοι,
συνέδρια κλπ.). Έγινε προσπάθεια, μαζί με τη χρονική κατανομή της βι-
βλιογραφίας, να συνυπολογιστούν και άλλες παράμετροι, η θεματική, η
μεθοδολογική, η ειδολογική, η αξιολογική, και να αποτυπωθούν, κατά το
μέτρο του δυνατού, στην επιλογή των κειμένων της ανθολογίας και στην
οργάνωση αυτής της Εισαγωγής.
Θ’ αρχίσομε με μια γενική εποπτεία της βιβλιογραφίας με γνώμονα
την ειδολογική και χρονολογική κατανομή των δημοσιευμάτων στα εκα-
τό περίπου χρόνια από τις πρώτες κριτικές (1909) ως τις μέρες μας (με
τελευταίο όριο το 2008). Διαπιστώνομε λοιπόν ότι η υπό μελέτη βιβλιο-
γραφία καλύπτει πια σήμερα και το βίο και το έργο του Σικελιανού (ποίη-
ση, δραματουργία και –σε μικρότερο βαθμό– τα πεζά του κείμενα). Κατά
το είδος των δημοσιευμάτων, καλύπτει όλο το φάσμα, από τη δημοσιο-
γραφική ειδησεογραφία, τη βιβλιοπαρουσίαση, τη βιβλιοκριτική και το
φιλολογικό άρθρο, ως την ειδική επιστημονική μελέτη, τη μονογραφία,
τη διδακτορική διατριβή και, βέβαια, τους συλλογικούς τόμους, τα αφι-
ερώματα περιοδικών, πρακτικά συνεδρίων, ανθολογήσεις του έργου του,
ακόμη και ανθολογίες κριτικών κειμένων. Από την άποψη της προοπτι-
κής και της μεθοδολογίας αντιπροσωπεύονται στη βιβλιογραφία τόσο το
ρεπορτάζ και η συνέντευξη όσο και η λογοτεχνική κριτική, η φιλολογι-
ιη´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

κή μελέτη, η βιβλιοκρισία, το δοκίμιο, η θεατρική κριτική, η αρχειακή


έρευνα, η σχολιασμένη έκδοση, η γραμματολογική μελέτη, η συγκριτική
έρευνα, η φιλοσοφική μελέτη, η σημειολογική ανάλυση και ερμηνεία.
Με το χρονολογικό κριτήριο, παρατηρούμε γενικά ότι η κατανομή
–όπως είναι φυσικό άλλωστε– δεν είναι ισομερής. Διακρίνομε δύο φάσεις:
 

η πρώτη αντιστοιχεί στη ζωντανή παρουσία και δράση του ποιητή, από
την πρώτη έκδοση του Αλαφροΐσκιωτου (1909) ως την επομένη του θα-
νάτου του· συγκεκριμένα, ως τη χρονιά που συμπίπτει με το θάνατο της
Εύα­ς Σικελιανού (1952). Η δεύτερη αντιστοιχεί στην περίοδο από το 1953
έως σήμερα, όπου η κριτική αποδεσμεύεται όλο και περισσότερο από την
άμεση επιρροή (θετική ή αντιθετική) της ισχυρής προσωπικότητας του
ποιητή. Στην πρώτη φάση, που είναι περίπου εξαντλητικά βιβλιογραφη-
μένη (περιλαμβάνοντας τη σχετική ειδησεογραφία του ημερήσιου αθη-
ναϊκού τύπου), έχει ακόμη, σε σημαντικό βαθμό, τα χαρακτηριστικά της
ζωντανής επικαιρότητας· τόσο τη θαυμαστική στάση και υμνητική διά-
θεση, όσο και την απορριπτική εμπάθεια ή την ιδεολογική αντίθεση.10
Χωρίς αυτό να εμπεριέχει αξιολογική κρίση, η βιβλιογραφία της δεύ-
τερης φάσης χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη νηφαλιότητα και φιλολο-
γικότερες προσεγγίσεις. Αποδεσμευμένη καθώς είναι από τις πιέσεις της
επικαιρότητας, περιλαμβάνει σε μεγαλύτερο ποσοστό αναλυτικές έρευ-
νες (διδακτορικές διατριβές, μονογραφίες κλπ.). Παρουσιάζει μικρότε-
ρη «διασπορά» και σχεδόν δεν περιλαμβάνει εμπαθείς και απορριπτικές
κρίσεις, οι οποίες, έτσι κι αλλιώς, αντιστοιχούν σε ένα σχετικά μικρό πο-
σοστό κι εντοπίζονται στα επικαιρικά δημοσιεύματα του ημερήσιου και
περιοδικού τύπου, πεδίο πολιτικής μάλλον παρά φιλολογικής έκφρασης.
Τα κριτήρια που ορίζουν τις αρνητικές κρίσεις ομαδοποιούνται σε
τρεις βασικές κατηγορίες: ιδεολογική κριτική (κυρίως από τα «δεξιά»
αλλά και από τα «αριστερά»), «ρεαλιστική» κριτική (τα οράματά του χα-
ρακτηρίζονται ουτοπικά), κριτική για την αισθητική (το αφρόντιστο ή

10. Γράφει σχετικά ο Μήτσος Λυγίζος: «Σαν εκρηχτική φύση που ήταν και σαν
άτομο που δεν υποτάσσεται, είχε φλογερούς οπαδούς αλλά και θανάσιμους
εχθρούς στη χώρα μας. Οι εχθροί του –ολιγάριθμοι αλλά ισχυροί– βρισκόντου-
σαν στις τάξεις των διανοουμένων και των δημοσιογράφων. Οι φίλοι του ήταν
πολυάριθμοι απ’ όλες τις τάξεις του λαού. Ήταν πολύ λαοφιλής κι αυτό ερέθι-
ζε τους εχθρούς του. Τους ερέθιζαν επίσης τα πολύ εγκωμιαστικά άρθρα των
οπαδών του» (Λυγίζος, 1966: 935).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ιθ´

σκοτεινό) του ποιητικού, το δυσνόητο (ή ασυνάρτητο) του θεωρητικού


του λόγου.
Όπως θα φανεί στη συνέχεια, κανένα από τα παραπάνω επιχειρήμα-
τα δεν άντεξε στο χρόνο και στον κριτικό έλεγχο. Ακόμη και η ευλογοφα-
νής κριτική για το ουτοπικό όραμα του Σικελιανού καταρρίπτεται από τη
«συνταρακτική» επικαιρότητα που παίρνουν στις επόμενες δεκαετίες τα
κηρύγματά του. Γράφει σχετικά ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Ο Σικε-
λιανός συγκρότησε ένα όραμα για τον κόσμο που μόνο οι κοντόφθαλμοι
και ανιστόρητοι του καιρού του το καταδίκασαν ως ουτοπικό και ανι-
στόρητο. Όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, έβλεπε πιο πέρα από τα πήλι-
να πόδια της εποχής του. Βιώνοντας με πάθος το παρόν, ανακάλυπτε τις
βαθιές ρίζες του και ανακαλούσε τις ζωντανές δυνάμεις του λαού του να
αναλάβουν την ευθύνη του μέλλοντος. Η σύνθεση που πρότεινε ούτε ου-
τοπία ήταν ούτε ποιητικό σχήμα. Τώρα καλύτερα από κάθε άλλη φορά,
ξέρουμε πως η σύλληψη του Σικελιανού ήταν και εφικτή και η μόνη λύση.
Τώρα που σπαταλήσαμε την προίκα μας, διαβλέπουμε πως η οικονομία
του σικελιανικού οράματος ήταν το μόνο σωσίβιο, η μόνη σχεδία νεοελ-
ληνικού βίου» (εφ. Το Βήμα, 3.9.1981).

Η περίοδος 1909-1952
Η βιβλιογραφία της πρώτης φάσης παρουσιάζει, μέσα στα όρια μιας
ομαλής σχετικά κατανομής, ορισμένες σημαίνουσες εξάρσεις γύρω από
κάποιες χρονολογίες, που είναι οι εξής:
Α. Η πρώτη εμφάνιση του ποιητή με την έκδοση του Αλαφροΐσκιωτου
(1909). Ο Σικελιανός δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα το 1902 στα
περιοδικά Διόνυσος και Παναθήναια.11 Όμως, οι πρώτες κριτικές έχουν
αφετηρία τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο 1909, οπότε ο Σικελιανό­ς
πραγματοποιεί την «επίσημη» εμφάνισή του, με την πολυτελή έκδοση
του Αλαφροΐσκιωτου (κυκλοφόρησε μέσα Μαρτίου), σε συνδυασμό με μια
σειρά διαλέξεις οργανωμένες από το περιοδικό Ο Παν.12 Οι θετικές και

11. Βλ. αναλυτικά Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη, 1989· Φράγκου-Κικίλια, 2002α: 195-


213· Γκρέκου, 2002· Μπουρναζάκης, 2006: 29-33.
12. Πρόκειται για τέσσερις ομιλίες, από τις οποίες οι τρεις είναι του Σικελιανού,
«Κήρυγμα Ηρωισμού» (12.2.1909) [δημοσ. Μπουρναζάκης, 2004], «Παν ο Μέ-
γας» (19.2.1909) [δημοσ. Φράγκου-Κικίλια, 1995-96] και «Ο ομηρικός Οδυσ-
κ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

αρνητικές αντιδράσεις των συγχρόνων του καταγράφονται χαρακτη-


ριστικά στα πολλά δημοσιεύματα της χρονιάς αυτής κι έγιναν, έκτοτε,
επανειλημμένα αντικείμενο επετειακών απολογισμών σε περιοδικά και
αφιερωματικούς τόμους.13
Η κριτική υποδέχτηκε με αντιφατικά αισθήματα το νέο ποιητή και
την πρώτη του ποιητική σύνθεση, τον Αλαφροΐσκιωτο, που αποτέλεσε ένα
φιλολογικό «σκάνδαλο».
Η αρνητική κριτική εκπροσωπείται από τον Κωσταντίνο Χατζόπου-
λο (Πέτρο Βασιλικό), ο οποίος καταλογίζει στον «ξαναμμένο οργιαστή
του Αλαφροΐσκιωτου» «ανικανότητα» να δώσει «καθαρή παράσταση στα
συγχισμένα ονειριάσματα και θολά ιδεάσματα που βασανίζουν το μυαλό
του».14 Όπως προκύπτει από τα συμφραζόμενα, ο Χατζόπουλος απορρί-
πτει ως μέθοδο ποιητικής γραφής την έλλειψη αφηγηματικού ειρμού και
λογικοεμπειρικής οργάνωσης, δηλ. τα στοιχεία που συνιστούν ανανέωση
της καθιερωμένης ποιητικής παράδοσης.
Από την άλλη μεριά, ο Σπήλιος Πασαγιάννης, ο Άριστος Καμπάνης,
ο Νίκος Καρβούνης, σε ασυνήθιστα εγκωμιαστικούς τόνους, αποτιμούν
την εμφάνιση του Σικελιανού ως μια μεγάλη τομή στα Γράμματά μας.
Ο Βλάσης Γαβριηλίδης, μετριοπαθέστερος, αναγνωρίζει στον Αλαφροΐ­
σκιωτο τη «νέα ποίηση», σχολάρχης της οποίας, όπως λέει (υπαινισσό-
μενος ίσως το Δωδεκάλογο του Γύφτου), είναι ο Παλαμάς (εφ. Ακρόπολις,
15.3.1909).
Ο Άριστος Καμπάνης (1909) χαρακτηρίζει τον Αλαφροΐσκιωτο ποίη-
μα συμφωνικό, που μας προσφέρει την υψηλή ευτυχία ν’ αντικρύσομε την
αληθινή ποίηση· αντιρητορική, πλαστική και μουσική: «ένα βιβλίον-κό-
σμος», «βιβλίον-ναός», κατά τη διατύπωσή του, που «κρίνει την αντοχήν
των δια­φόρων εγκεφάλων». Συγκρίνοντας το Σικελιανό με τους επιφα-

σεύς» (7.3.1909) [λανθάνει], ενώ η τέταρτη (δεύτερη στη σειρά: 17.2.1909)


ήταν του Άριστου Καμπάνη, η πρώτη παρουσίαση του Αλαφροΐ­σκιω­του.
13. Έχουν καταγραφεί 25 δημοσιεύματα μέσα στον ίδιο χρόνο. Βλ. Κατσίμπα­λης,
1946, αρ. 384-408. Πρβλ. Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τ. 2, τχ. 6 (1946) και
τ. 4, τχ. 11 (1950). Σαββίδης, 1989: 5-37 και 2003: 257-325.
14. Βλ. στον παρόντα τόμο, σ. 13-18, το ανθολογημένο κριτικό κείμενο του Κω-
σταντίνου Χατζόπουλου [= Πέτρου Βασιλικού] με τίτλο «Λυρική ποίηση»
(1909). Ο Σαββίδης χαρακτηρίζει την κριτική του Χατζόπουλου «ιδεόληπτη»
(ή «προσωπόληπτη»: Σαββίδης, 2003: 299, 307, 319-324).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ κα´

νείς ποιητές της προηγούμενης γενιάς, αποφαίνεται ότι αυτός «υψώθη,


ως λέγει ο Διονύσιος Σολωμός, κατακόρυφα»).15
Ο Σπήλιος Πασαγιάννης (1909) αναγνωρίζει στον Αλαφροΐσκιωτο μια
πρωτόγνωρη ποιητική φωνή, που έχει χαρακτήρα οραματικό, αποκαλυ-
πτικό. Τονίζει την εκφραστική δύναμη της γλώσσας και την αναπαρα-
στατική δύναμη της εικόνας και δίνει έμφαση στη μετρική ποικιλία και
στο στοιχείο του ρυθμού, που ο ποιητής του Αλαφροΐσκιωτου μορφοποιεί
με τον «εναρμόνιο στοχασμό» και μετασχηματίζει σε πλαστικό κάλλος.
Ο Πασαγιάννης καταλήγει υπογραμμίζοντας αφενός την «ομολογία» του
ποιη­τικού υποκειμένου με τη φύση και το σύμπαν, αφετέρου την ισοδυνα-
μία και αρμονία των μερών ως οργανωτική αρχή, που καθιστά τον Αλα­
φροΐσκιωτο «τραγούδι υψηλό», «στέρεα μαθηματικό στην ομορφιά του».16
Στη βαθιά σχέση του ανθρώπου με τη φύση ως κεντρικό άξονα του έρ-
γου αναφέρονται όλοι οι αρθρογράφοι της εποχής. Κι ανάμεσά τους, η πιο
ώριμη και ουσιαστική είναι η πρώιμη μελέτη του Δ. Ζαχαριάδη, μέλους
της θρυλικής εκδοτικής ομάδας των αλεξανδρινών Γραμμάτων, εργασία
με την οποία κλείνει η φάση της υποδοχής του Αλαφροΐσκιωτου (1914).17
Αργότερα, με αφορμή αυτήν την εργασία ο Γ. Π. Σαββίδης θα γράψει:
«Ύστερα από 80 χρόνια, ο Αλαφροΐσκιωτος έχει επιβληθεί σαν από μόνος
του, ως το θεμέλιο του Λυρικού Βίου και ως ένα από τα αγκωνάρια της νεο­
τερικής μας ποίησης. Όμως ένα τέτοιο σπερματικό έργο συνεχίζει να κρί-
νει τους αναγνώστες του, δηλαδή εμάς».18
Την εικόνα της κριτικής που συνδέεται με το πρώτο φανέρωμα του Σι-
κελιανού συμπληρώνει η υποδοχή που βρήκαν οι τρεις διαλέξεις του ποιη­
τή, που συνόδευσαν την πανηγυρική εμφάνιση του Αλαφροΐσκιωτου.
Για τις διαλέξεις του Σικελιανού, οι αρθρογράφοι τονίζουν το ρω-
μαλέο τόνο και την ιεροπρεπή αυστηρότητα, που έκανε την ομιλία του
Σικελια­νού «να ομοιάζει με ιεροπραξίαν». Από τις διαλέξεις αυτές μεγα-

15. Καμπάνης 1909 (στον παρόντα τόμο, σ. 7-9).


16. Πασαγιάννης, 1909 = Σαββίδης, 2003: 264, 265 (στον παρόντα τόμο, σ. 3-6).
Παράλληλα, ο Σπήλιος Πασαγιάννης δημοσιεύει ένα ακόμη διθυραμβικό άρ-
θρο για τον Αλαφροΐσκιωτο στην εφ. Ακρόπολις (15 και 16.3.1909) και προκα-
λεί τα ειρωνικά σχόλια των επικριτών του Σικελιανού· βλ. Σαββίδης, 2003:
265-280.
17. Ζαχαριάδης, 1914 = Σαββίδης, 2003: 308-318 (στον παρόντα τόμο, σ. 19-26).
18. Σαββίδης, 2003: 318.
κβ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

λύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δεύτερη ομιλία του Σικελιανού, «Παν


ο Μέγας» (19.2.1909), η οποία, όπως σημειώνουν οι σχολιαστές, «δίδει
μια νέαν τροπήν εις τας ιδέας μας περί Ελληνισμού». Εκθέτει «τους θαυ-
μάσιους μύθους των Ελλήνων περί της γεννήσεως και του θανάτου του
θεού Πανός». Αναφέρεται στο «μεσημβριάζον» ελληνικόν πνεύμα, που
χαρακτηρίζεται από τους τρόμους της μεσημβρίας, κατ’ αντίθεση προς
το νύκτιο τρόμο, ο οποίος απέρρευσε από τον Χριστιανισμό. Αναπτύσ-
σει τη νέα αντίληψη του «πανικού», κατ’ αντιπαραβολή προς το «διονυ-
σιασμό». Εξαίρει τον Πάνα ως θεότητα κοσμογονική και πληροφορεί το
ακροατήριό του ότι και σήμερα ακόμη διατηρείται το αίσθημα του «πα-
νικού» κατά τις μεσημβρινές ώρες στις αγροτικές κοινωνίες της ελληνι-
κής υπαίθρου. Αλλά το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της ομιλίας, λένε οι
σχολιαστές, είναι η αντίθεση της θεωρίας του Σικελιανού προς τη θεωρία
του Νίτσε σε σχέση με το διονυσιακό πνεύμα. Ο Σικελιανός υποβάλλει
σε κριτική τη θεωρία του Νίτσε και, όπως σημειώνει ο Ν. Καρβούνης, «η
αντίκρουσις διεξήχθη με θέρμην, με πεποίθησιν και δύναμιν» και ήταν
«αληθινή πνευματική τιτανομαχία».19
Η διαφωνία του Σικελιανού με τη νιτσεϊκή ερμηνεία εντοπίζεται στην
άποψη του Γερμανού φιλοσόφου ότι οι Έλληνες «γνωρίζοντας τη φρίκη
και το μάταιο της ζωής, για να μπορέσουνε να ζήσουνε, είχανε ανάγκη του
Ολυμπίου ονείρου». Κι έπλασαν το μύθο για να καλύψουν, με τη λαμπρή
φαινομενικότητα του ονείρου, το αποτρόπαιο θέαμα του θανάτου. Έτσι, ο
Μύθος γίνεται «το αντίδοτο της θλιμμένης ζωής». Το διονυσιακό πνεύμα,
το πνεύμα της τραγωδίας, είναι, στη νιτσεϊκή σκέψη, ο «παθητικός νους»,
«το πνεύμα της φθοράς». Για το νεαρό Σικελιανό η ερμηνεία του Νίτσε
αποκλίνει από το γνήσιο ελληνικό πνεύμα, που θεμελιώνεται στην προ-
τεραιότητα των φυσικών αξιών και εκδηλώνεται ως χαρά και πληρότητα
ζωής. Στον ανατολικής προέλευσης Διόνυσο, ο Σικελιανός αντιπαραθέτει
τον ιθαγενή θεό Πάνα, που ως κοσμογονική θεότητα αντιπροσωπεύει το
άμεσα ενεργητικό πνεύμα, τη βαθιά, συνειδητή, νικητήρια χαρά. Ο Σικε-
λιανός, εμπνεόμενος από συγκεκριμένα κείμενα των Leopardi, Garello,
D’Annunzio, Carducci –τα οποία η Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια (που ανακά-
λυψε, δημοσίευσε και σχολίασε το κείμενο της διάλεξης του Σικελιανού)

19. Βλ. εφ. Πατρίς (20.2.1909). Πρβλ. Ο Παν, έτος Α΄ (Φεβρ. 1909).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ κγ´

έχει επισημάνει20–, αντιπαραθέτει στο σκοτεινό βορειοευρωπαϊκό πνεύ-


μα τη φωτεινή εκδοχή του μεσο­γειακού προτύπου.

Β. Μια δεύτερη φάση στην ποιητική παραγωγή του Σικελιανού αντιπρο-


σωπεύουν τα χρόνια που γράφονται οι μεγάλες συνθέσεις, ο Πρόλογος στη
Ζωή, η Μήτηρ Θεού, το Πάσχα των Ελλήνων (1915-1920).21 Τα επίκαιρα
δημοσιεύματα της εποχής είναι σύντομα τα πιο πολλά και αναφέρονται
κυρίως στις αυτοτελείς εκδόσεις των Συνειδήσεων. Ξεχωρίζομε τα δύο
άρθρα του Ηλία Βουτιερίδη για τη Συνείδηση της Γης μου και τη Συνείδη­
ση της Φυλής μου στο περ. Νουμάς (τ. 13, τχ. 287, 11 Ιουλίου 1915 και τχ.
334, 22 Σεπτεμβρίου 1915), τα δύο άρθρα του Άριστου Καμπάνη στην
εφημερίδα Ακρόπολις (9 και 15 Αυγούστου 1915), τη διάλεξη και τα δύο
μελετήματα του Μιχ. Περίδη για τη Συνείδηση της Γης μου, τη Συνείδηση
της Φυλής μου, τη Συνείδηση της Γυναίκας, στα Γράμματα Αλεξανδρείας
(Ιούλης 1915, Μάης 1916 και Γενάρης-Μάης 1917, αντίστοιχα), καθώς
και το άρθρο του Ph. Lebèsgue [D. Αsteriotis] στο περ. Mercure de France
του Παρισιού (τ. 116, 1 Ιου­λίου 1916). Τη φάση αυτή, από τη σκοπιά της
κριτικής βιβλιογραφίας, θα τη χαρακτηρίζαμε μεταβατική. Η κριτική
δεν είναι έτοιμη ν’ αφομοιώσει τις μεγάλες συνθέσεις του Σικελιανού και
ν’ αποδώσει έργο αντάξιό τους. Τον αναγνωρίζει ωστόσο ως «Διδάσκα-
λο» και στηρίζει σ’ αυτόν «τις μεγαλύτερες ελπίδες».22

Γ. H τρίτη φάση (1921-1940) καλύπτει την εποχή του Μεσοπολέμου ως


το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και περιλαμβάνει τις πρώτες (1927) και

20. Βλ. Φράγκου-Κικίλια, 2002α: 47-65, όπου η συγγραφέας αναδημοσιεύει το κεί-


μενο της διάλεξης του Σικελιανού (α΄ δημοσ.: Μολυβδοκονδυλοπελεκητής, τχ. 5
[1995-1996]: 51-71) και ανιχνεύει τις πηγές του, ευρωπαϊκές και αρχαιοελλη-
νικές. Για τους αρχαίους συγγραφείς βεβαιώνει ότι «και στην προσωπική του
βιβλιοθήκη τους είχε και στο πρωτότυπο τους διάβαζε».
21. Τα δύο τελευταία, στην πρώτη γραφή τους, θα δημοσιευτούν τμηματικά στον
περιοδικό τύπο (η Μήτηρ Θεού πρωτοδημοσιεύεται στο περ. Λόγος [Μάρτ.,
Αύγ., Νοέμβρ. 1917 και Μάρτ. 1918]· το Πάσχα των Ελλήνων στο περ. Οι Νέοι
[Απρ., ­Μάιος 1919 και Μάρτ., Μάιος 1920] και ίσως γι’ αυτό μένουν, σ’ αυτή
τη φάση, ουσιαστικά ασχολίαστα.
22. Παράθεμα από τη μελέτη La Littérature grecque moderne, με υπογραφή Διό-
σκουρος, Λωζάνη 1919 (βλ. Μπουρναζάκης, 2006: 103).
κδ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

δεύτερες Δελφικές Εορτές (1930), την έκδοση (1932) και την πρώτη παρά-
σταση της τραγωδίας Ο Διθύραμβος του Ρόδου (1934),23 δραστηριότητες
που εντάσσονται οργανικά στη Δελφική προσπάθεια. Η περίοδος που η
Δελφική προσπάθεια απασχολεί τον ελληνικό και ξένο τύπο προεκτείνε-
ται ως το 1937, περιλαμβάνοντας τις θετικές αντιδράσεις στις δημό­σιες
ομιλίες του Σικελιανού για τη Δελφική Ιδέα, της περιόδου 1934-1937,
τον εορτασμό της δεκαετίας από τις πρώτες Δελφικές γιορτές και το αφιέ­
ρωμα του περ. Ελληνίς (Ιούνιος 1937).24 Αυτή την περίοδο εμφανίζονται
και οι πρώτες αυτοτελείς μελέτες για το ποιητικό και το δραματουργικό
έργο του Σικελιανού.
Θα μνημονεύσομε, κατά χρονολογική σειρά, τις αυτοτελείς εκδόσεις:
του Θεόδωρου Ξύδη για τη θρησκευτική βούληση του Σικελιανού (1932),
του Τάκη Δημόπουλου για το Διθύραμβο του Ρόδου (1934), του Άγι Θέρου
για Τα Λυρικά του Σικελιανού (ανθολόγιο και μελέτη, 1935), του Κλέωνα
Παράσχου (1937) τη μελέτη για το Σικελιανό στον τόμο Δέκα Έλληνες
Λυρικοί, τέλος, το μελέτημα της Έλλης Λαμπρίδη, Σχόλιο στη «Μητέρα
Θεού» (το κείμενο, συνοδευόμενο με αναλυτικά σχόλια, πρώτα στο περ.
Νέα Πολιτική και ύστερα αυτοτελώς, 1939). Θα σημειώσομε επίσης την
έκδοση στην Αμερική της τραγωδίας Ο Διθύραμβος του Ρόδου, σε μετά-
φραση της Frances Σικελιανού, της γυναίκας του Γλαύκου (1939).25
Εκείνο που χαρακτηρίζει την κριτική αυτής της περιόδου είναι η πρό-
θεση μιας συστηματικότερης μελέτης και ερμηνείας, που εκδηλώνεται
στην εξειδίκευση των θεμάτων: ο λυρισμός του Σικελιανού και τα χαρα-
κτηριστικά του (Άγις Θέρος, Θεόδωρος Ξύδης, Κλέων Παράσχος, Έλ-
λη Λαμπρίδη), η θρησκευτικότητα / ο μυστικισμός του Σικελιανού (Θ.
Ξύδης, Κλ. Παράσχος), το ερωτικό στοιχείο στην ποίηση του Σικελια­
νού (Θ. Ξύδης, Κλ. Παράσχος, Τάκης Δημόπουλος), η Δελφική Ιδέα

23. Α΄ έκδ. 1932, β΄ έκδ. 1934, πρώτη «διδασκαλία» της στο υπαίθριο θέατρο του
Φιλοπάππου, 1933. Για τις Δελφικές Εορτές έχομε σ’ αυτό το διάστημα 651
δημοσιεύματα, για το Διθύραμβο του Ρόδου, 86.
24. Για την περίοδο αυτή έχουν καταγραφεί 70 ακόμη δημοσιεύματα, που ανε­
βάζουν το συνολικό αριθμό των δημοσιευμάτων για τη Δελφική προσπάθεια
στα 807.
25. Στη Χρονογραφία Άγγελου Σικελιανού, σημειώνεται ότι τη μετάφραση είχε εκ-
πονήσει η Εύα, «μολονότι ως μεταφραστής φέρεται η νύφη της Frances Sikelia-
nos» (Μπουρναζάκης, 2006: 195).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ κε´

και το πε­ριεχόμενό της (Τ. Δημόπουλος, Κλ. Παράσχος), η σύζευξη ελ-


ληνισμού-χριστιανισμού (Θ. Ξύδης, Κλ. Παράσχος). Την πρόθεση της
συστηματικής μελέτης εκφράζει και η προσπάθεια μιας αναλυτικής προ-
σέγγισης των κειμένων: Ο Διθύραμβος του Ρόδου (Τ. Δημόπουλος), Μήτηρ
Θεού (Έλλη Λαμπρίδη, Θ. Ξύδης).
Ο Τάκης Δημόπουλος στα «Επιλεγόμενα» της σχολιασμένης έκδοσης
του Διθυράμβου επιχειρεί να ερμηνεύσει τα βασικά σύμβολα του Ορφι-
σμού και τη λειτουργία τους, σε συσχετισμό με τη δραματική πορεία του
έργου. Παραθέτει μια καλή διεθνή βιβλιογραφία για τον Ορφισμό (ενδια­
φέρουσα εάν απηχεί τη βιβλιογραφική εποπτεία του Σικελιανού), αλλά
σχολιάζει κυρίως σε αναφορά με τις αρχαίες πηγές. Ο σχολιασμός της
Έλλης Λαμπρίδη στο Μήτηρ Θεού είναι πιο αναλυτικός και εντοπίζεται
σε υποσελίδιες σημειώσεις πάνω σε συγκεκριμένα χωρία ή ποιητικές ενό-
τητες. Ο Άγις Θέρος, στον τόμο Τα Λυρικά του Σικελιανού (1935), διακρί-
νει τη «διπλή στο φαινόμενο μα ενιαία στο βάθος υπόσταση» του ποιητή
σε δύο ομόλογες εκφράσεις: τη «δημιουργική-ποιητική» και την «απο-
στολική-ανασυνθετική».
Από τις ερμηνευτικές απόψεις που διατυπώθηκαν αξίζει να μνημονεύ-
σομε την κοινή διαπίστωση των μελετητών ότι ο έρωτας κατέχει κεντρική
θέση μέσα στην ποίηση και την κοσμολογία του Σικελιανού: «φανερώνε-
ται πρώτα ως στοργή, φιλία κι έρωτας φυλετικός και σιγά-σιγά, μεγαλώ-
νοντας, βρίσκει την τέλεια επαφή του με τον Κοσμικόν Έρωτα, […] δηλ.
πραγματοποιεί στον άνθρωπο την πλέρια θεϊκή ενότητα», ξυπνά «το νόη-
μα της κοσμικής συνοχής όλων των πραγμάτων» (Τάκης Δημόπουλος).26
«Ο ενιαίος νόμος του Έρωτα είναι […] ο παγκόσμιος ρυθμός» (Κλ. Πα-
ράσχος)·27 είναι το σημείο συνάντησης και σύζευξης του ελληνικού (ορφι-
κού, διονυσιακού) μυστικισμού με τη χριστιανική θρησκευτικότητα.
Ο Κλέων Παράσχος, ο πιο επαρκής, κατά τη γνώμη μας, κριτικός
του Σικελιανού στα χρόνια του Μεσοπολέμου, αναγνωρίζει στον Πρό­
λογο στη Ζωή (κυρίως στη Συνείδηση της Πίστης και στη Συνείδηση της
Γυναίκας), μια αρχόμενη προσπάθεια οργανικής ένωσης ελληνισμού και
χριστιανισμού, που αναπτύσσεται στη Μητέρα Θεού και ολοκληρώνεται

26. Δημόπουλος, 1934: 176, 177 (στον παρόντα τόμο, σ. 34).


27. Παράσχος, 1937: 149 (στον παρόντα τόμο, σ. 44).
κϛ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

στο Πάσχα των Ελλήνων.28 Στον αγώνα του αυτόν «η ψυχική εμπειρία
του», η «πνευματική του ενέργεια», «η γενική ζωική του μέθοδος, παρα-
μένουν ελληνικές. […] Δε νικά το θάνατο αρνούμενος το υλικό σώμα του
κόσμου, όπως ο χριστιανός, αλλά πνευματοποιώντας το σώμα τούτο.
[...] Όχι η ψυχή, όχι το πνεύμα, αλλ’ η ρίζα των αισθήσεών του αρδεύει
το στοχασμό του, αισθήσεων, που χωρίς να χάνουν ούτε στιγμή τη βα-
θιά επαφή τους με τη φύση, βοηθούν, αντί να πολεμούν, το πνεύμα για να
φτάσει στην πιο ψηλή και καθάρια εποπτεία του». Η φύση γίνεται πηγή
ενεργός νόμων που ξετυλίγονται βαθιά της δημιουργικά, η φύση παράγει
τη θειότητα και όχι το αντίστροφο.29 Το ίδιο αίτημα, της καθολικής ερω-
τικής ενότητας και συνανάτασης των πάντων στο μέγα Όργιο, στον έναν
παγκόσμιο ρυθμό («ενωθήναι θέλω και ενώσαι θέλω»), είναι που γεννά τη
Δελφική Ιδέα, η οποία, κατά τον μελετητή, «φαντάζει ασφαλώς, σαν ένα
από τα πιο αγνά, πιο επιβλητικά και πιο καθολικά πνευματικά φανερώ-
ματα του καιρού μας».30

Δ. Η επόμενη περίοδος, 1940-1952, αρχίζει με την πρώτη δημόσια πα-


ρουσίαση (ανάγνωση) της τραγωδίας Σίβυλλα στη Στέγη Γραμμάτων και
Τεχνών (2 Νοεμβρίου 1940) από τον ποιητή, λίγες μέρες μετά την ιταλι-
κή επίθεση. Η κριτική αναγνώρισε στην πράξη αυτή ένα προσκλητήριο
πνευματικής αντίστασης στο φασισμό, το οποίο ερχόταν να επαναβεβαιώ­
σει τη συνείδηση ιστορικής αποστολής του δελφικού Σικελιανού.31 Με το
γεγονός αυτό ανοίγει η κρίσιμη δεκαετία του 1940, που σημαδεύεται από
μια έξαρση των ιδεολογικών συγκρούσεων και των παθών, η οποία, όπως
είναι εύλογο, αντικατοπτρίζεται και στο πεδίο της κριτικής.
Τον πρώτο σταθμό σ’ αυτή την περίοδο αποτελεί η δημοσίευση του
«Προλόγου» του Λυρικού Βίου στη Νέα Εστία (1.9.1942: 837-860) και οι
­ζωηρές αντιδράσεις που προκάλεσε στον τύπο.32 Ο Πέτρος Χάρης επι-

28. Παράσχος, 1937: 146-147 (στον παρόντα τόμο, σ. 40-42). Πρβλ. και Ξύδης,
1947: 112 (στον παρόντα τόμο, σ. 99).
29. Παράσχος, 1937: 148 (στον παρόντα τόμο, σ. 43).
30. Παράσχος, 1937: 151 (στον παρόντα τόμο, σ. 45).
31. Βλ. στη Βιβλιογραφία Κατσίμπαλη τους αρ. 1100-1105 (Σωκράτης Καραντι-
νός, Σοφία Σπανούδη, Κλέων Παράσχος, Robert Liddell κ.ά.).
32. Έχουν καταγραφεί 53 δημοσιεύματα, στην πλειονότητά τους επικριτικά, που
κατοπτρίζουν την αμηχανία της κριτικής μπροστά στο «δυσνόητο» δοκιμιακό
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ κζ´

χειρεί, δυο μήνες αργότερα, μια πρώτη ανασκόπηση των αντιδράσεων


στη Νέα Εστία (1.4.1942: 1131-1135). Μια νέα ανασκόπηση και κριτι-
κή της κριτικής θα επιχειρήσει, στις μέρες μας, ο Αλέξανδρος Αργυρίου
(2003: 81-95), όπου θα κάνει φανερό ότι η αρνητική κριτική στον Πρό-
λογο, ελλείψει σοβαρών επιχειρημάτων, δεν έχει εντέλει κανένα θεωρη-
τικό ενδιαφέρον.
Τα δημοσιεύματα γύρω από τις τραγωδίες του Σικελιανού, που εκδί-
δονται η μια μετά την άλλη αυτά τα χρόνια, κατέχουν ένα σημαντικό τμή-
μα της βιβλιογραφίας: Ο Δαίδαλος στην Κρήτη (1943), Σίβυλλα (1944), Ο
Χριστός στη Ρώμη (1946). Η επανέκδοση των τραγωδιών στη σειρά Θυ­
μέλη, τέσσερα χρόνια αργότερα, σε συνδυασμό με την πρώτη έκδοση του
Θανάτου του Διγενή (1950) προκάλεσαν έξαρση του κριτικού ενδιαφέρο-
ντος για το έργο του Σικελιανού.33
Μικρότερη σχετικά ανταπόκριση σε επίκαιρα δημοσιεύματα βρή-
καν οι μεγάλες –και όχι εξίσου εύληπτες– συνθέσεις Μήτηρ Θεού (1944)
και Το Πάσχα των Ελλήνων, που επανεκδίδονται, στην οριστική μορφή
τους, στον Γ΄ τόμο της συγκεντρωτικής έκδοσης του Λυρικού Βίου (1947).
Αντίθετα, δύο άλλα ζητήματα, η υποψηφιότητα του Σικελιανού για το
βραβείο Νομπέλ κι η υπονόμευσή της από υπηρεσίες του επίσημου ελλη-
νικού κράτους, καθώς και η μη εκλογή του στην Ακαδημία Αθηνών σχο-
λιάστηκαν ευρύτατα από τον τύπο.
Μέσα στη βιβλιογραφία της περιόδου, που αποτελείται από μεγάλο
αριθμό άρθρων και μελετών σε εφημερίδες και περιοδικά, ξεχωρίζομε
ορισμένες αυτοτελείς εκδόσεις: του Φώτου Γιοφύλλη Γράμματα του Άγ­
γελου Σικελιανού (1952), του Ευάγγελου Παπανούτσου Παλαμάς-Καβά­
φης-Σικελιανός (α΄ έκδ. 1949), του Μάρκου Αυγέρη Άγγελος Σικελιανός. Ι.
Η ποίησή του. Το θέατρό του. Κριτικός απόλογος (α΄ έκδ. 1952).

λόγο του ποιητή. Ο Πρόλογος γράφτηκε εκείνη την περίοδο, ενόψει της προ-
γραμματισμένης πρώτης συγκεντρωτικής έκδοσης του Λυρικού Βίου, η οποία
δεν μπόρεσε τότε να πραγματοποιηθεί.
33. Έχουν καταγραφεί 58 επίκαιρα δημοσιεύματα, τα πιο πολλά από τα οποία εί-
ναι σύντομα άρθρα στον ημερήσιο τύπο (βιβλιοπαρουσιάσεις), αξιομνημόνευτα
για τη δημοκρατική εγρήγορση που εκφράζουν επικρίνοντας τη ματαίωση της
πρώτης παράστασης της Σίβυλλας στο Εθνικό Θέατρο (1946) ή την αστυνομι-
κή απαγόρευση της προγραμματισμένης απαγγελίας στον Πειραιά της τρα-
γωδίας Ο Χριστός στη Ρώμη (1946).
κη´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

Την εικόνα συμπληρώνουν τα ειδικά Αφιερώματα των περιοδικών, που


σημειώνουν μια χαρακτηριστική «πύκνωση» των δημοσιευμάτων γύρω
από ορισμένες χρονολογίες. Έτσι έχομε, κατά την πρώτη μεταπολεμική
περίοδο, από το 1946 ως το 1952, μια σειρά αφιερώματα που συνδέονται,
άμεσα ή έμμεσα, με σημαντικά γεγονότα του βίου του ποιητή και τις πυ-
κνές εκδόσεις του λυρικού και δραματικού του έργου. Την πρωτοβουλία
έχουν η Αγγλοελληνική Επιθεώρηση (1946, 1950) και η Νέα Εστία (1951,
1952) και ακολουθούν άλλα περιοδικά. Αξίζει να μνημονεύσομε ξεχωρι-
στά τη γενικότερη συμβολή των περιοδικών της ελληνικής παροικίας της
Αλεξάνδρειας, Γράμματα, Αλεξανδρινή Τέχνη, Νέα Ζωή, προνομιακούς συ-
νεργάτες του Σικελιανού, από τα χρόνια του Μεσοπολέμου.34
Ένας ανάλογος δείκτης, χαρακτηριστικός για τη διεθνή αναγνώρι-
ση και καθιέρωση του Σικελιανού, είναι οι μεταφράσεις των έργων του,
οι αυτοτελείς αφιερωματικοί τόμοι και τα βιβλία που κυκλοφόρησαν
στο εξωτερικό. Αρχίζοντας με τις μεταφράσεις, σημειώνομε ότι από το
1921 έως το 1951 έχει βιβλιογραφηθεί μεγάλος αριθμός μεταφράσεων,
που καλύπτει το ποιητικό έργο, τις τραγωδίες, αλλά και ομιλίες, άρθρα
και μελέτες του Σικελιανού. Οι μεταφράσεις είναι κυρίως στα γαλλικά,
αγγλικά και ιταλικά και, σε μικρότερο βαθμό, στα γερμανικά, σουηδι-
κά και ρουμανικά.35 Oι σημαντικότερες μεταφράσεις εκδίδονται από το
1944 και εξής και συνδέονται με μορφές των ευρωπαϊκών γραμμάτων,
όπως ο Octave Merlier (1944 και 1946), ο Robert Levesque (1944, 1946,
1947, 1947α, 1948), ο Paul Éluard (που προλογίζει την έκδοση Levesque
του 1946) και o Samuel Baud-Bovy (1946) για τις γαλλικές· o Paul Nord
(1944) για την αμερικανική· o Lawrence Durrell (1946) και o Rae Dalven
(1949) για τις αγγλικές· o Hjalmar Gulberg (1949) για τη σουηδική.36
Η περίοδος αυτή κλείνει με τα δημοσιεύματα για το θάνατο του Άγγε-
λου (1951) και της Εύας Σικελιανού (1952), από τα οποία ένα μέρος είναι

34. Πρβλ. Φράγκου-Κικίλια (2002α: 19-23, 106), καθώς και τις μελέτες της Μα-
ρίας Ρώτα για τα Γράμματα της Αλεξάνδρειας (1994) και της Γεωργίας Λαδο­
γιάννη για την Αλεξανδρινή Τέχνη (2001).
35. Ως το 1951 έχουν καταγραφεί 74 μεταφράσεις. Παράλληλα, τα ξενόγλωσ-
σα δημοσιεύματα για το έργο του Σικελιανού φτάνουν τα 247 (βλ. αναλυτικά
στη Βιβλιογραφία Κατσίμπαλη,1946 και 1952· Γιοφύλλης, 1951· Χατζηδάκη,
1967· Σαββίδης, 1967, 2003· βλ. στον παρόντα τόμο, σ. 496).
36. Βλ. στην Επιλογή βιβλιογραφίας, σ. 482-483.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ κθ´

απολογισμοί για το σύνολο του έργου και της δράσης του ποιητή και της
συντρόφου του (έχουν καταγραφεί 222 δημοσιεύματα).
Το διακριτικό γνώρισμα της κριτικής σ’ αυτή την περίοδο είναι ότι
αναγνώριζε πλέον στο Σικελιανό έναν «τύπο Έλληνα ποιητή» διαφορετι-
κό απ’ όλους όσους είχε γνωρίσει μέχρι τώρα, έναν ποιητή «αθλητή, ιερέα
και προφήτη», που απευθυνόταν στην παγκόσμια κοινότητα και αξίωνε
να οδηγήσει την ανθρωπότητα σε νέους δρόμους.37 Το αντίστοιχο ισχύε­ι
για τον καθημερινό τύπο της εποχής· ο Σικελιανός αντιμετωπίστηκε –
όχι άστοχα– ως δημόσιος άνδρας περισσότερο παρά ως ποιητής, με τη
στενά φιλολογική σημασία. Κι αυτό είχε, κοντά στις θετικές, και αρνητι-
κές συνέπειες. Το έργο του και οι πρωτοβουλίες του, η αντιστασιακή δρά-
ση κι η συμφιλιωτική του στάση στην κρίση του Εμφυλίου κρίθηκαν από
ορισμένες πλευρές με συγκυριακά πολιτικά κριτήρια.
Ως ποιητή και φιλόσοφο οικουμενικής εμβέλειας τον αντιμετώπι-
σαν οι σημαντικότεροι σχολιαστές του έργου του, ο Τάκης Δημόπουλος,
­ο Θεόδωρος Ξύδης, ο Κλέων Παράσχος, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο
Μάρκος Αυγέρης. Και πάνω σ’ αυτή την προοπτική αναπτύχθηκαν οι
αντιρρήσεις, η πολεμική, ο θαυμασμός, η πίστη στα κηρύγματά του. Υπό
ένα τέτοιο γενικό πρίσμα μελετήθηκε στην ύστερη φάση της ζωής του το
λυρικό του έργο, η δραματουργία του, η Δελφική του Προσπάθεια. Και
όπως ήταν εύλογο, η έμφαση δόθηκε στο περιεχόμενο του κηρύγματός
του, στο μυθικό σύμπαν και το κοσμοείδωλο της ποίησής του.
Ο Κ. Θ. Δημαράς (1952) εκτιμά ότι ο Σικελιανός είναι μέσα στην ελ-
ληνική παράδοση, αφού πρώτα διευκρινίσει ότι παράδοση σημαίνει κίνη-
ση, όχι στατικότητα και ότι η ελληνική παράδοση ιδιαίτερα είναι ανοιχτή,
δεκτική, με μεγάλη αφομοιωτική δύναμη, μια παράδοση ανανεωτική και
συνθετική. Ακριβώς στη σύνθεση των αντιθέσεων είναι που αναγνωρίζει
τον οργανικό σύνδεσμο του ποιητή με την παράδοση: στην πρωταρχική
σχέση του εγώ με τη φύση, στη σύνθεση του φυσικού με το ανθρώπινο,
στην εξιδανίκευση των υλικών πραγμάτων, στην «ελληνικότατη αρμονία
του νου με την πράξη», του κλασικού με το μοντέρνο (συμπεριλαμβάνει
εδώ και τους στιχουργικούς πειραματισμούς του Αλαφροΐσκιωτου και του
Προλόγου στη Ζωή). Η ποίηση του Σικελιανού χαρακτηρίζεται από μια
«ελληνικότητα οικουμενική», που συνθέτει σε μια ευρύτατη εποπτεία το λαϊ­

37. Ελύτης, 1945: 20-25.


λ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

κό με το λόγιο, την αρχαιότητα με το χριστιανικό κόσμο, την τοπική πα-


ράδοση με τα δυτικά ρεύματα. Αυτός είναι ο ελληνικός ανθρωπισμός του
Σικελιανού. Αλλά η κορυφαία επίτευξη του Σικελιανού είναι, κατά τον Δη-
μαρά, στο πεδίο της ποιητικής γλώσσας, όπου συγχωνεύονται, αρμονικά,
στοιχεία απ’ όλη τη διαχρονική γλωσσική μας ιστορία, από τα αρχαία, τα
βυζαντινά, τα μεταγενέστερα χρόνια, και όπου το παλιό με το μοντέρνο,
το κοινό με το ιδιωματικό δένονται σε μια οργανική σύνθεση, για να δη-
μιουργήσουν ένα λυρικό λόγο με μοναδική εκφραστική δύναμη, ένα λόγο
που «δοξολογεί» τη διαχρονική ενότητα του ελληνικού πολιτισμού.38
Σημειώνομε τη συναφή παρατήρηση του Λίνου Πολίτη (1947) ότι ο
Σικελιανός συνεχίζει άμεσα τη σολωμική παράδοση. «Αν θέλαμε να χα-
ράξουμε ένα γενεαλογικό δέντρο, από τον κορμό του Σολωμού θα ξεκι-
νούσαν δυο διαφορετικοί κλάδοι, που θα έφερναν, ανεξάρτητα, ο ένας
στον Παλαμά, ο άλλος στο Σικελιανό». Ο Πολίτης ανιχνεύει τα γνωρί-
σματα της νεοελληνικής λυρικής παράδοσης με γνώμονα τη στιχουργι-
κή και την εικονοπλασία και αποφαίνεται ότι το δίδαγμα του Σολωμού
το συναντούμε μετουσιωμένο στη Μητέρα Θεού, όπου ξαναβρίσκομε πάλι
το γνώριμο ρυθμό του κρητικού διστίχου, περασμένο μέσα από τη λυρική
εμπειρία του Κορνάρου και του Σολωμού.39
Στην προσπάθεια του Σικελιανού να συνθέσει σε μια ενότητα στοιχεία
της παράδοσης φαινομενικά αντίθετα ή ασύμβατα μεταξύ τους αναφέ-
ρονται και άλλοι μελετητές, σε συσχετισμό με την ερμηνεία του έργου
του. Ένα θέμα που επανέρχεται στις μελέτες αυτής της περιόδου είναι η
σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού. Ο Robert Levesque, στην ερμη-
νευτική του μελέτη για τη Μητέρα Θεού (1944) υπογραμμίζει ότι ο ποιη-
τής συλλαμβάνει την υπέρβαση της αντίθεσης ζωής-θανάτου, μέσα από
τη σύζευξη του αρχαιοελληνικού με το βυζαντινό μυστικισμό. «Οι Έλ-
ληνες Πατέρες της Εκκλησίας», γράφει, «περίσσα καλλιτέχνες –και πε-
ρίσσα Έλληνες– για να παραδεχτούν ένα μυστικισμό καθαρά ανατολικό
κι αποσωματωμένο, πασκίσανε να μπολιάσουνε την καινούρια θρησκεία
στην αρχαία τελετουργία […]. Οι Έλληνες, ακόμα και χριστιανοί, διατη-
ρούσανε την ανάγκη να βλέπουνε και ν’ αγγίζουνε, να πληροφορούνε την
ευσέβειά τους». Ο Σικελιανός πραγματοποιεί, κατά τον Levesque, ένα

38. Δημαράς, 1952: 34-36 (στον παρόντα τόμο, σ. 129-134).


39. Πολίτης, 1947: 421-422 (στον παρόντα τόμο, σ. 93-96).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ λα´

συγκρητισμό ανάμεσα στους αρχαιοελληνικούς μύθους και στις χριστια-


νικές παραδόσεις, στη Δήμητρα και στην Παναγία, στη χάρη της μητρό-
τητας και στο διονυσιακό έρωτα, με τρόπο που συμφιλιώνει την εμπειρία
του θανάτου με τον πόθο της ζωής, εντάσσοντάς τα σε μια ενιαία Κοσμι-
κή διαλεκτική.40 Ο Θ. Ξύδης (1947), ερμηνεύοντας το Πάσχα των Ελλή­
νων, συσχετίζει τα ελληνικά και τα χριστιανικά θέματα, τον «Ύμνο στην
Ελένη» με τον «Ύμνο στην Παναγία», το «Τραγούδι των Αργοναυτών»
με το «Πέμπτο Ευαγγέλιο», τον Αρματωμένο Έρωτα με τον Γαβριήλ
του Ευαγ­γελισμού ως κοινούς «φορείς της φιλότητας» και αποφαίνεται
ότι «ο κυριώτατος σκοπός του ποιήματος» «υπήρξε ο ελληνοχριστιανικός
αρραβώνας».41 Κι ο Robert Liddell (1950) θα μιλήσει για τη σύνθεση ελ-
ληνισμού και χριστιανισμού, Δήμητρας και Παναγίας, Διόνυσου και Χρι-
στού, για «Χριστιανικό Ορφισμό» μέσα στο έργο του Σικελιανού, σύνθεση
που θα τη θεωρήσει μάλιστα ευτυχέστερη από την αντίστοιχη απόπειρα
του Milton να εναρμονίσει τις δύο «Παλαιές Διαθήκες», του εβραϊσμού
και του ελληνισμού. Για τη σύνθεση Μήτηρ Θεού, που τη χαρακτηρίζει
αναστάσιμο ύμνο και τραγούδι της άνοιξης, εικάζει ότι είναι εμπνευσμέ-
νη από την εορταστική τάξη της ελληνικής Εκκλησίας, όπου είναι συνδε-
δεμένα το Ψυχοσάββατο, η Μεγάλη Σαρακοστή και οι Χαιρετισμοί της
Θεοτόκου. Με τους συσχετισμούς αυτούς ο συγγραφέας υποσημαίνει δύο
πράγματα: το ένα είναι ότι αναγνωρίζει στο Σικελιανό ένα ζωντανό φο-
ρέα όλων των εκφάνσεων του ελληνικού πολιτισμού· το άλλο ότι ο Σικε-
λιανός τις συνθέτει διαλεκτικά σε ενιαίο ποιητικό μύθο.42
Ένα θέμα που παραμένει σταθερά ανάμεσα στα ενδιαφέροντα των με-
λετητών (αλλά και των μεταφραστών) είναι το δελφικό όραμα του Σικε-
λιανού, και ως ιδέα (το περιεχόμενο του κηρύγματός του) και ως πράξη
(Δελφική Προσπάθεια, Δελφικές Γιορτές) και ως τέχνη (Δελφικός Λόγος,
τραγωδίες). Ορισμένοι εκτιμούν ότι αποτελεί την κορύφωση και ολοκλή-
ρωση στην προσπάθεια σύνθεσης του ελληνισμού με το χριστιανισμό που
άρχισε με τη Μητέρα Θεού και το Πάσχα των Ελλήνων. Αντιπροσωπευτι­
κό πάνω σ’ αυτό είναι το άρθρο του Θ. Ξύδη για το Πάσχα των Ελλήνων
(1947), καθώς και η εκτενής μελέτη της Εύας Σικελιανού (1945), που,

40. Levesque, 1944: 813-814 (στον παρόντα τόμο, σ. 57-59).


41. Ξύδης, 1947: 110-115 (στον παρόντα τόμο, σ. 97-106).
42. Liddell, 1950: 423-425 (στον παρόντα τόμο, σ. 107-112).
λβ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

τεκμηριώνοντας την άποψη ότι έχει ωριμάσει το αίτημα να επανιδρυθούν


οι δελφικοί θεσμοί, επιχειρεί να διερμηνεύσει το πνεύμα του Δελφικού Ιε-
ρού και το ρόλο πολιτικής διαπαιδαγώγησης που επιτελούσε στην αρχαιό-
τητα, με βάση τις αρχές της Απολλώνιας Ηθικής· και τέλος, το άρθρο του
Robert Liddell (1950), που αναγνωρίζει στις Δελφικές Εορτές το θρησκευ-
τικό και κατανυκτικό περιεχόμενο που είχαν κατά την αρχαιότητα.43
Ανάμεσα στις αξιοσπούδαστες ερμηνευτικές συμβολές αυτής της πε-
ριόδου είναι οι μελέτες των Ε. Π. Παπανούτσου, Μάρκου Αυγέρη και
Αντρέα Καραντώνη. Από τη μελέτη του Καραντώνη (1952) θα σχολιά-
σομε τα βασικά σημεία της αρνητικής κριτικής του για τον ποιητή, που
σχηματοποιούνται από τη μια στην υποτιθέμενη αδιαφορία του για την
τεχνική επεξεργασία και το αισθητικό αποτέλεσμα κι από την άλλη στην
αδυναμία στοχασμού και στην έλλειψη «γνωμικής σκέψης». Παρότι, κα-
θώς λέει, ο Σικελιανός ωρίμασε «και ενστικτωδώς αλλά και θεληματικά»
σαν ποιητής-φιλόσοφος, του λείπει «η έκδηλη πνευματικότητα, η λυρική
στοχαστικότητα», που μεταπλάθει το συγκεκριμένο στοχασμό σε ποιη-
τική έκφραση. Μιλεί για «ατελή πνευματικό μηχανισμό» και για έλλειψη
κριτικότητας· και τα συσχετίζει ρητά με τη «μεγαλόφωνη και σπάταλη
ζωγραφική» του και με τη διονυσιακή του αισθησιοκρατία, που περιόρι-
σε το φιλόσοφο «σε μια ατροφική ζωή». Την αντίληψη ότι η ποιητική ει-
κονοπλασία είναι ασυμβίβαστη με την έκφραση φιλοσοφικών νοημάτων
φαίνεται να απορρίπτει ο Γ. Θεοτοκάς, που σε κείμενο της ίδιας περιόδου
θεωρεί ότι η διάκριση ανάμεσα στο Σικελιανό λυρικό ποιητή και στο Σι-
κελιανό οραματιστή και φιλόσοφο με κανέναν τρόπο δεν δικαιολογείται.
Το άλλο σημείο της κριτικής του Καραντώνη είναι ότι ο Σικελιανός πε-
ριφρονούσε τη συνειδητή κατασκευή του ποιητικού λόγου, τις καλλιτε-
χνικές λεπτομέρειες, τη μέριμνα για αισθητικό αποτέλεσμα. «Το πνεύμα
του έμεινε έξω από τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις των τελευταίων εκα-
τό χρόνων, γιατί ήταν προσηλωμένο […] στην ανεύρεση της “σφαιρικής
αλήθειας” που την ήθελε, την πίστευε διαρθρωμένη γύρω από τον άξονα

43. Η Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζου (Άγγελος Σικελιανός, Το Αγιορείτικο


Ημερολόγιο, 1988: xvi-xvii) συσχετίζοντας ημερολογιακές σημειώσεις του ποι-
ητή, θα σημειώσει ότι η Δελφική Ιδέα πιθανότατα γεννήθηκε στη διάρκεια του
ταξιδιού στο Άγιον Όρος (πρβλ. τις σχετικές καταγραφές του ποιητή, ό.π., σ.
234, 267 και κυρίως 263: «Κάνοντας το γύρο της Ελλάδας, όπως ο ιερέας με το
σταυρό το γύρο του ναού, σ’ απιθώνω στο αφάλι των Δελφών»).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ λγ´

του Εγώ του».44 Αντίθετη άποψη εκφράζει ο Θεοτοκάς, που, μιλώντας


για τα ποιήματα της τελευταίας δεκαετίας, αποφαίνεται ότι «η ορμή της
ψυχής […] πειθαρχεί με τρόπο θαυμαστό στην αυστηρότητα και στη δι-
αύγεια μιας μορφικής εντέλειας που θυμίζει –δεν είναι υπερβολικός ο λό-
γος– τη μεγάλη κλασική εποχή».45
Οι περιπτώσεις του Ε. Π. Παπανούτσου και του Μάρκου Αυγέρη πα-
ρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί εκπροσωπούν με επάρκεια
δύο διακριτές μεταξύ τους ιδεολογικές, άρα και σημασιοδοτικές προο-
πτικές, της μαρξιστικής κριτικής όπως ασκείται στην Ελλάδα, και της
προοδευτικής αστικής διανόησης (δεν μιλούμε για «μεθοδολογίες», κα-
θώς η κριτική έκφραση των ιδεολογικών επιλογών ήταν, κατά κανόνα,
μη ­συστηματική). Η σκοπιά του Αυγέρη είναι κοινωνιολογική και περι-
λαμβάνει μια χονδρική απόπειρα να συσχετίσει την πορεία της σκέψης
και της πράξης του ποιητή με τις ιστορικοκοινωνικές εξελίξεις και τις
περιπέτειες του λαού του και, βέβαια, με τα ιδεολογικά ρεύματα της επο-
χής. Η σκοπιά του Παπανούτσου είναι φιλοσοφική και επιχειρεί να απο-
τιμήσει τη συμβολή του Σικελιανού μέσα στην ιστορία των ιδεών και του
πολιτισμού.
Ο Μάρκος Αυγέρης (1952) χωρίζει το έργο του Σικελιανού σε 4 πε-
ριόδους, με γνώμονα την «επαφή [της ποίησής του] με τη σύγχρονή της
ζωή», εννοώντας το βαθμό συμμετοχής του ποιητή στις κοινωνικές και
πολιτικές εξελίξεις. Με το κριτήριο αυτό δίνει έμφαση στην πρώτη (ως
το 1914) και, προπάντων, στην τελευταία (από το 1940 και εξής) περί-
οδο, όταν, σύμφωνα με την εκτίμησή του, ο Σικελιανός «είχε αρχίσει να
βλέπει ένα νόημα στην ιστορία πιο σύμφωνο με την πραγματικότητα».
Για τις ενδιάμεσες περιόδους (1914-1922 και 1922-1940), που είναι οι πε-
ρίοδοι των μεγάλων κοσμοθεωρητικών συνθέσεων (όπου κυρίως βρίσκε-
ται το κοινωνικό και πανανθρώπινο περιεχόμενο της ποίησής του) και της
Δελφικής προσπάθειας (της πιο δραστικής παρέμβασης του ποιητή στις
ιστορικές εξελίξεις), εκφράζεται υποτιμητικά, μιλώντας για «αφαιρεμέ-
να και μυστικόπαθα στοιχεία», για «αρχαιοτροπισμό», για «θαμπό, μυ-
θικό και σβησμένο πρόσωπο της Ελλάδας». Σε σχέση με τη σχηματική

44. Οι μεταγενέστερες έρευνες διαψεύδουν, όπως θα δούμε, αυτές τις εκτιμήσεις.


45. Βλ. Καραντώνης, 1952: 22-30 (στον παρόντα τόμο, σ. 135-151) και Θεοτοκάς,
1950: 457-459 (στον παρόντα τόμο, σ. 113-121).
λδ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

αυτή αποτίμηση, που είχε τον αντίλογό της, όπως θα δούμε, εγκωμια-
στική είναι η κριτική του όταν αναφέρεται στη στάση και στο έργο του
Σικελιανού κατά την περίοδο της Κατοχής και του Μεταπολέμου. Για το
Θάνατο του Διγενή, λ.χ., σημειώνει: «Ο ή­ρωας αυτός της τραγωδίας είναι
δημιουργός ιστορίας κι η λυτρωτική πορεία της ενέργειάς του συνεχίζε-
ται κι ύστερα από το θάνατό του. Απάνω σ’ αυτή την αισθητική και ηθική
αντίληψη μπορεί να στηριχτεί στους μελλοντικούς καιρούς κι η ηρωική
τραγωδία των μαζών».46 Ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις του Αυγέρη για
την «ιδιό­τυπη» θρησκευτικότητα του Σικελιανού, που τη θεωρεί μοναδική
στα ελληνικά γράμματα. Συγκρίνοντάς την με του Σολωμού, στον οποίο
η θρησκευτική σκέψη στρέφεται προς τον εσωτερικό άνθρωπο, προς την
εσωτερική ηθική ενέργεια, παρατηρεί ότι στο Σικελιανό, αντίθετα, η θρη-
σκευτική έννοια φανερώνεται στον εξωτερικό κόσμο σαν μια αιώνια φυ-
σική κατάσταση. Ο άνθρωπος νιώθει μέσα του τη μυστική παρουσία σαν
θεία ευδοκία. «Το θρησκευτικό αίσθημα στο Σικελιανό είναι διάχυτο στο
“σύμπαν”, είναι η φυσική ατμόσφαιρα, που μέσα της κινούνται κι ανα­
πνέουν όλα τα πλάσματα χωρίς να το ξέρουν. Η θρησκευτική έννοια δε
φανερώνεται στην ηθική κρίση, παρά στη μακαριότητα του είναι».47 Μέ-
σα από τη σύγκριση με το Σολωμό ο Αυγέρης επιχειρεί να περιγράψει και
το μηχανισμό της ποιητικής δημιουργίας. Ενώ στο Σολωμό συγκίνηση
και νόηση είναι ισοδύναμες και βρίσκονται σε τέλεια ισορροπία, στο Σικε-
λιανό η γενική ιδέα σπάει σε πλήθος άλλες μερικές, που δένονται χαλαρά
μεταξύ τους, με το συναισθηματικό κι όχι με το νοηματικό ειρμό. Η ποιη-
τική λειτουργία είναι «ασύνειδη […] μια ασυναίσθητα αποθησαυρισμένη
πείρα, […] που λειτουργεί αυτόματα σαν ανοιχτομάτικο ένστιχτο»· περ-
νά από την αίσθηση, στην εικόνα, τη μουσική, το ρυθμό και οργανώνει αι-
σθητικά το σύνολο.48
Η μελέτη του Ε. Π. Παπανούτσου (1946) υπήρξε ασφαλώς η πληρέ-
στερη εισαγωγή στο έργο του Σικελιανού και, όπως έδειξε ο Ηρ. Καλλέρ-
γης (1998: 56), άσκησε σημαντική επίδραση στους νεότερους μελετητές.
Αυτό που την ξεχωρίζει είναι η τοποθέτηση του Λυρικού Βίου μέσα στην
ιστορία της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και τέχνης. Ο μελετητής εξετάζει

46. Αυγέρης, 1952: 92 (απόσπασμα της μελέτης βλ. στον παρόντα τόμο, σ. 123-
128).
47. Αυγέρης, 1952: 112-114 (στον παρόντα τόμο, σ. 125-127).
48. Αυγέρης, 1952: 114-116 (στον παρόντα τόμο, σ. 127-128).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ λε´

και αναλύει τα ζητήματα που αφορούν το λυρισμό, την «ποιητική αισθα-


ντικότητα», όπως τη θέλει ο ποιητής, σε συνδυασμό με την αισθητική
λειτουργία και τη συγκρότηση της τρισυπόστατης ενότητας του Ποιητ­ή-
Φιλοσόφου-Προφήτη. Ο Σικελιανός θεωρεί την «ποιητική αισθαντικότη-
τα» ως τη γνήσια μέθοδο για «την κεντρική κατάκτηση μιας ενιαίας και
μείζονος συνείδησης της Ζωής» και την προτείνει ως το μόνο αυθεντικό
όργανο για τη διερεύνηση του Κοσμικού προβλήματος, κατ’ αντιδιαστο-
λή προς την κρατούσα ρασιοναλιστική προσέγγιση, που τη θεωρεί μηχα-
νιστική και αποσυνθετική. Διερμηνεύοντας τον ποιητή, ο Παπανούτσος
σημειώ­νει ότι, πλάι στη «θετικο-επιστημονική» έρευνα της Ιστορίας,
υπάρχει κι ένας δεύτερος, δημιουργικός τρόπος μελέτης και συνολικής
αποτίμησης, μια «μεθιστορική» ερμηνεία της ανθρώπινης προϊστο­ρίας
και ιστορίας, την οποία εφαρμόζει ο Σικελιανός: με όργανο την ποιητι-
κή αισθαντικότητα, αποσαφηνίζει το βαθύτερο νόημα της Ιστορίας και
πετυχαίνει την «κεντρική κατάκτηση μιας μείζονος συνείδησης της Ιστο­
ρίας».49 Ο μελετητής επισημαίνει τις συγγένειες των ιδεών του ποιητή
με τα φιλοσοφικά ρεύματα του καιρού του, με τη νιτσεϊκή σκέψη, τον
Bergson και τους intuitionnistes, με τους υπαρξιακούς, τον Kierkegaard,
τον Jaspers και τον Heidegger, με το αντιρασιοναλιστικό και βιοκεντρι-
κό κίνημα του Ludwig Klages.50 Στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας ο
Σικελιανός βλέπει –βοη­θούμενος, κατά τον Παπανούτσο, από τις νεότε-
ρες εθνολογικές έρευνες, της αγγλικής ιδιαίτερα σχολής– τη σύγκρουση
δύο αρχέγονων κοσμογονικών δυνάμεων, του Άρρενος με το Θήλυ. Οι δυ-
νάμεις αυτές αντιστοιχούν σε δύο αντίπαλα κοινωνικά συστήματα· στην
Πατριαρχία και τη Μητριαρχία, που η οικονομικοπολιτική τους διάρθρω-
ση στηρίζεται σε διαμετρικώς αντίθετα συστήματα ιδεών και αντίληψη
ζωής, σε δια­φορετικό μύθο και διαφορετική θρησκεία.51 Το μελέτημα,

49. Παπανούτσος, 1946 = 1955: 243, 256-257 (στον παρόντα τόμο, σ. 74, 84).
50. Παπανούτσος, 1955: 244 (στον παρόντα τόμο, σ. 75)· για το ίδιο θέμα βλ. Μι-
χαηλίδης, 1980.
51. Παπανούτσος, 1955: 257-263 (στον παρόντα τόμο, σ. 84-90). Ο λόγος είναι
–με σημερινούς όρους– για τη σύγκρουση ανάμεσα στους «πολιτισμούς του χώ-
 

ρου», που αφετηριακά συνδέονται με τις αγροτικές κοινωνίες και την ειρηνική
κουλτούρα της μητρότητας, και στους «πολιτισμούς του χρόνου», που ανάγο-
νται στις νομαδικές κοινωνίες και την επιθετική κουλτούρα των περιπλανώμε-
νων ομάδων. Η εισαγωγή τέτοιων τυπολογικών κριτηρίων, ήδη το 1936, με
λϛ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

εκθέτοντας, με το κλειδί του «Προλόγου», τη λυρική σκέψη του Σικελια-


νού, δίνει έμφαση στην κριτική που ασκεί ο ποιητής στην κατεύθυνση του
δυτικού πολιτισμού, όπου αναγνωρίζει τα συμπτώματα μιας «ολέθριας
παρακμής»: μετατόπιση του κέντρου της ελευθερίας από την υπεύθυνη
συνείδηση του ανθρώπου στη μεταφυσική αρχή· αποξένωση από το μυ-
στήριο της Μάνας-φύσης· «απώλεια του θρησκευτικού περιεχομένου του
Sexus». Την ευθύνη γι’ αυτή την παρέκκλιση και τις «ιστορικές και κοι-
νωνικοπνευματικές της συνέπειες» αποδίδει σε «Καπιταλισμό, Ρομαντι-
σμό, Μηχανικό πολιτισμό». Συσχετίζοντας τη στοχαστική κριτική του
Σικελιανού με την ποιητική του μυθολογία, τη μυστική εμπειρία με τη
μυητική διαδικασία (όπως εκτίθενται στην «Ελευσίνια Διαθήκη»: περ.
Τα Νέα Γράμματα, 1936 = Πεζός Λόγος, τ. Γ΄, 1981: 45-93), ο μελετητής
μεταγράφει το όραμα του ποιητή σε μια πρόταση εξόδου από την κρίση
και αναγέννησης του πολιτισμού.52
Ο Ε. Π. Παπανούτσος εκθέτει, σ’ αυτή τη μελέτη, τα συστατικά στοι-
χεία της κοσμοθεωρίας του Σικελιανού, με γνώση, με πληρότητα αλλά
και με φανερή πνευματική αλληλεγγύη.

Η περίοδος 1953-2008
Η βιβλιογραφία της δεύτερης φάσης ορίζεται, στον κύριο όγκο της, από
αφιερώματα, συνέδρια ή επετειακές εκδόσεις, που συγκεντρώνονται στην
αρχή και στα μέσα κάθε δεκαετίας, γύρω από τις χρονολογίες που αντι-
στοιχούν στην επέτειο της γέννησης (1884) και του θανάτου του ποιητή
(1951). Παράλληλα ή και ανεξάρτητα απ’ αυτές, πυκνώνουν αυτή την περί-
οδο οι μονογραφίες, διατριβές, αρχειακές έρευνες, ερμηνευτικές μελέτες.
Πρώτο σταθμό σ’ αυτή τη φάση θεωρούμε το 1965, χρονιά που αρ-
χίζει η δημοσίευση της «πρώτης τυποποιημένης έκδοσης» των Απάντων
του Άγγελου Σικελιανού, με φιλολογική επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη
(πρώτος τόμος: Αθήνα, Ίκαρος, 1965),53 έκδοση που θα ολοκληρωθεί σε

το νόημα που δίνει ο Σικελιανός στη διάκριση μητριαρχικού και πατριαρχικού


πολιτισμικού προτύπου, αποτελεί μια προδρομική συμβολή στη θεωρία του
πολιτισμού.
52. Παπανούτσος, 1955: 264-270.
53. Με τον όρο «τυποποιημένη» διακρίνεται η έκδοση Σαββίδη (Ίκαρος, 1965-
1985) από την «πρώτη συγκεντρωτική έκδοση», όπως καθιερώθηκε να λέγεται
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ λζ´

είκοσι χρόνια (1985) και θα συμπεριλάβει το Λυρικό Βίο (τόμοι Α΄-ΣΤ΄,


1965-1969), τη Θυμέλη (τόμοι Α΄-Γ΄, 1970-1975) και τον Πεζό Λόγο (τό-
μοι Α΄- Ε΄, 1978-1985). Η έκδοση Σαββίδη διασώζει και καθιστά προσιτό,
στην κατάλληλη χρονική στιγμή, ένα μνημειώδες έργο, που θα μπορούσε
να παραμείνει για πολλά χρόνια στις πρώτες δυσεύρετες εκδόσεις και δη-
μοσιεύσεις. Καθώς δεν περιλαμβάνει σχόλια του φιλολογικού επιμελητή,
η έκδοση δεν επιδεικνύει τις αρετές της, που είναι, πρώτα απ’ όλα, η αξιο­
πιστία και η πληρότητά της, η λειτουργική ταξινόμηση στο εσωτερικό
των γενικών κατηγοριών, η ευθυκρισία στη λύση των φιλολογικών ζητη-
μάτων· και βέβαια, η ορθή αποτίμηση της αξίας του έργου.54
Ύστερα από μια δεκαετία σχετικής ύφεσης, με ευάριθμες αλλά αξιό-
λογες συμβολές (Παράσχος, 1953· Δεσποτόπουλος, 1957· Αντωνόπου-
λος, 1959 και 1965· Β. Φράγκος, 1961· Milliex, 1962· Λοβέρδος, 1963), η
έκδοση Σαββίδη (1965) σημαδεύει μια νέα έξαρση του ενδιαφέροντος για
το έργο του Σικελιανού και γίνεται αφετηρία για μια αξιοσημείωτη ερευ-
νητική και εκδοτική δραστηριότητα, που θα ανατροφοδοτηθεί με τις επε-
τειακές εκδόσεις της εικοσαετίας απ’ το θάνατο του ποιητή (1951-1971)
και θα προεκταθεί με μια σειρά Αφιερώματα, ως τα μέσα της δεκαετίας
του ’70.55
Η περίοδος από το 1953 ως τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έχει ορισμέ-
να ευδιάκριτα χαρακτηριστικά. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον ποιητή
και το έργο του τεκμηριώνουν, κοντά στα αφιερώματα των περιοδικών, η
δημοσίευση ανέκδοτου αρχειακού υλικού (Τσίρκας, 1966· Merlier, 1970·
Σαββίδης, 1969), η μελέτη άγνωστων πτυχών της ζωής και της δράσης
του στα κρίσιμα χρόνια της Κατοχής (Milliex, 1962· Μπούρλος, 1971),

η έκδοση που επιμελήθηκε ο ίδιος ο ποιητής: Λυρικός Βίος, τ. Α΄-Γ΄ (Οι Φίλοι
του Βιβλίου, 1946-1947).
54. Βλ. τις σχετικές μελέτες του Σαββίδη, που περιέχουν τις θέσεις του για πλήθος
ζητήματα, συγκεντρωμένες σήμερα σ’ έναν πολύ χρήσιμο τόμο, με εισαγωγή
και επιμέλεια Αθηνάς Βογιατζόγλου: Λυχνοστάτες για τον Σικελιανό (Ερμής,
2003).
55. Επιθεώρηση Ηώς. Αφιέρωμα στην Εύα Πάλμερ-Σικελιανού (1966 και 1967),
Νέα Εστία (1966, 1971 και 1976), Σικελιανός 1884-1951, Εταιρεία Λευκαδικών
Μελετών (1971). Βλ. ακόμη Revue des Études Néohelléniques (Aix-en-Provence/
Paris), τ. Ι (1968) και τ. ΙΙ (1970) και Κριτικά Φύλλα, τχ. 18 (Νοέμ.-Δεκ. 1974),
τχ. 28-30 (Οκτ.-Δεκ. 1975).
λη´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

οι νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις (Αντωνόπουλος, 1965· Καψωμένος,


1969· Sherrard, 1971), οι μονογραφίες (Αυγέρης, 21966· Δημόπουλος,
1971· Ξύδης, 1973), οι έξοχες «προσωπογραφίες» του Σικελιανού από
τους ομοτέχνους του, τον Σεφέρη (1962), τον Ελύτη (1974).
Το έργο του Σικελιανού ξαναγίνεται αντικείμενο δημόσιου διαλόγου
σε ένα πιο θεωρητικό επίπεδο. Αναφέρομε ενδεικτικά την κριτική του
Κ. Ι. Δεσποτόπουλου (1957) στο άρθρο του Μάρκου Αυγέρη, «Ο Διγενής
του Σικελιανού κι οι παλιές μορφές στην τέχνη» (εφ. Αυγή, 26.5.1957).
Ο Αυγέρης επικρίνει τις «απόξενες καταστάσεις ζωής και τους μυθικούς
τύπους των ανθρώπων άλλων καιρών» που χρησιμοποιεί ο Σικελιανός
στην τραγωδία του, υποστηρίζοντας ότι «οι μυθικές και θρησκευτικές
παραστάσεις, οι αλληγορίες, τα παλιά σχήματα και σύμβολα, όλοι αυτοί
οι αρχαϊσμοί είναι ακατάλληλοι να εκφράσουν το βουερό, πολυσύνθετο,
πολυδύναμο σήμερα». Θεωρεί τη χρήση τέτοιων μέσων φυγή και αδυνα-
μία του τεχνίτη. Ο Δεσποτόπουλος ασκεί έντονη κριτική στους «απροσ-
δόκητους αφορισμούς» του Αυγέρη και εκτιμά ότι θίγουν την ουσία της
ποίησης, καθώς μεγάλοι δημιουργοί, στο παρόν και στο παρελθόν, αυτά
τα μέσα χρησιμοποίησαν για να κάμουν υψηλή τέχνη (φέρνει το παρά-
δειγμα του Αισχύλου και του Μπρεχτ, του Σαίξπηρ και του Ευριπίδη).
Στο έργο του Σικελιανού, καταλήγει, γίνεται φανερή η πολύτιμη λειτουρ-
γία των ιστορικών και των μυθικών στοιχείων.56
Στην ιστορικά κρίσιμη μεταπολεμική περίοδο, επανέρχεται εύλογα ο
προβληματισμός για την εθνική πολιτισμική ταυτότητα. Και το έργο του
Σικελιανού πρόσφερε πλούσιες αφορμές για σπουδή πολιτισμικής αυτο-
γνωσίας. Έτσι, έχομε ορισμένες ενδιαφέρουσες μελέτες, που αναλύουν το
έργο του ποιητή από μια σκοπιά ελληνοκεντρική (Χ. Φράγκος, 1957· Β.
Φράγκος, 1961· Αντωνόπουλος, 1959, 1965).
Οι νέοι μελετητές αναπτύσσουν και προεκτείνουν μια προβληματική
αρχινισμένη από την προηγούμενη γενιά, γύρω από την ελληνική παρά-
δοση και τον ανοιχτό και συνθετικό χαρακτήρα της, που την καθιστά κι-
βωτό πανανθρώπινων αξιών. Για «τη φυσιογνωμία του πνευματικού μας
χώρου», την «ελληνική ιδέα» που συγκροτούν, σύμφωνοι μέσα στη δια-
φορετικότητά τους, οι μεγάλοι ποιητές μας, μίλησε ο Σεφέρης (1962).57

56. Δεσποτόπουλος, 1957: 495-496 (στον παρόντα τόμο, σ. 153-157). Το άρθρο


του Αυγέρη περιλαμβάνεται στο Αυγέρης, 1980: 127-130.
57. Βλ. στον παρόντα τόμο, σ. 163-167.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ λθ´

Με τη βοήθειά τους –παρατηρούσε– αρχίζομε να κατανοούμε «πόσο βα-


θιά μπορούν και πάνε οι αντίλαλοι της παράδοσής μας, ξεκαθαρίζουμε
σιγά-σιγά ποια είναι τα πράγματα που μας ξεχωρίζουν μέσα στον κόσμο
που ζούμε». Τις αξίες της ελληνικής παράδοσης, αξίες που την καθιστούν
πρόσφορη και γόνιμη αφετηρία για τα οικουμενικά κηρύγματα του ποιη-
τή, ανιχνεύουν και οι μελετητές αυτοί μέσα στο έργο του ποιητή.
Η ερμηνευτική προσέγγιση του Βασίλη Φράγκου είναι μακροσκοπι-
κή· ξεκινά από την εκτίμηση ότι η συμβολή του Σικελιανού έγκειται στο
ότι δίνει ουσιαστική «απάντηση στο πρόβλημα του αιώνα μας». Απένα-
ντι στην «κατακερματισμένη σύγχρονη ανθρώπινη ευαισθησία», που έχει
υποταχθεί πλήρως «στις απαιτήσεις του ίδιου του παραγωγικού κοινωνι-
κού μηχανισμού» και είναι παγιδευμένη σε μια «κερδοσκοπική και ωφε-
λιμιστική αποτίμηση της Ζωής», ο ποιητής αντιπροβάλλει την «ελληνική
αίσθηση του κόσμου που ταιριάζει στην ακέρια φύση του ανθρώπου».
Στην ανάκτηση της ακεραιότητας, «μόνιμο […] αίτημα της ανθρώπινης
φύσης», που έχει πάρει στην εποχή μας «συγκλονιστική επιτακτικότη-
τα», αποκρίνεται η ελληνική αντίληψη του «ανθρώπινου προσώπου», αξία
αυταπόδειχτα οικουμενική, που απελευθερώνει την προσωπική ψυχή μέ-
σα στην ενότητα, μέσα στην κοινότητα των συνανθρώπων. Και επιτάσσει
μια ιστορική πνευματική στράτευση, που απορρέει από την Κοσμική διά-
σταση και ευθύνη του ανθρώπου.58
Η σκοπιά του Γεωργίου Αντωνόπουλου είναι φιλοσοφική και έχει ως
αφετηρία τη σχέση ανθρώπου-Κόσμου, που τη θεωρεί κλειδί για την ερ-
μηνεία του Αλαφροΐσκιωτου και ολόκληρου του σικελιανικού έργου. Τη
σχέση αυτή εξειδικεύει σε μια σειρά φιλοσοφικά ερωτήματα, που γίνο-
νται, στη συνέχεια, τα μεθοδολογικά εργαλεία της ανάλυσης των κειμέ-
νων και βγάνουν στην επιφάνεια, σε συσχετισμό με το έργο του Σολωμού,
ορισμένα ουσιώδη στοιχεία της ελληνικής πνευματικής ιδιοσυστασίας.
Ο μελετητής δίνει έμφαση στον άνθρωπο θεωρό και στη σχέση του με
τα ορώμενα, στη σύλληψη του κόσμου ως συνόλου και του αντικειμένου
ως «συγκεκριμένης και τελείας μορφής». Από δω απορρέουν οι ιδιαίτερες
καταστάσεις της εποπτείας και της μοναδικής συμπάθειας «του Έλλη-
νος ανθρώπου και ελληνικού χώρου», καθώς και η θεωρία του κόσμου ως
ολότητας, η οποία «διατηρεί και τονίζει […] την εποπτικήν της μορφήν

58. Βλ. Β. Φράγκος, 1961· στον παρόντα τόμο, σ. 159-162.


μ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

και τον πλαστικόν της χαρακτήρα, εις πλήρη αντίθεσιν με οιανδήποτε ρο-
μαντικήν ασάφειαν ή άλλην μυστικήν απόκλισιν». Ο Σικελιανός επέτυχε,
κατά το μελετητή, μια υπαρξιακή σύνθεση, όπου η ύπαρξη του ανθρώ-
που καταξιώνεται και ολοκληρώνεται μέσα στη φύση πραγματώνοντας
το μύθο του θεωρού και του ήρωα μέσα στον ελληνικό χώρο. 59
Μία από τις πιο αξιόλογες εργασίες αυτής της περιόδου είναι, αναμφί-
βολα, η αναλυτική μελέτη του Philip Sherrard «Άγγελος Σικελιανός». Ο
Άγγλος μελετητής της πολιτιστικής ιστορίας του ελληνικού χώρου, ορθό-
δοξος από επιλογή, διαθέτει την αναγκαία πνευματική εμπειρία και κριτι-
κή σκοπιά για να διακρίνει τα συστατικά στοιχεία πολιτισμικής ιθαγένειας
που συνδέουν το έργο του Σικελιανού με την ελληνική πνευματική παρά-
δοση. Γιατί αξιοποιεί, όπου χρειάζεται, την αντιδιαστολή προς τα δυτικά
(καθολικά ή προτεσταντικά) πρότυπα σκέψης και αντίληψης του κόσμου
κι έτσι αναδείχνει –αντί να συσκοτίζει με χονδρικές ταυτίσεις (όπως συ-
χνά συμβαίνει με τους δυτικής παιδείας Έλληνες λογίους)– τη συμβολή
των κοσμοθεωρητικών συλλήψεων του ποιητή στην ιστορία του πνεύμα-
τος. Δύο όψεις αναγνωρίζει ο Ph. Sherrard στην ποίηση του Σικελιανού:
από τη μια είναι η λυρική κατάφαση στο φυσικό κόσμο και στο ανθρώπι-
νο σώμα, τέλεια έκφραση του κόσμου αυτού, κατάφαση που αρνείται κάθε
αποκλεισμό των αισθήσεων και απορρίπτει τον ασκητισμό. Από την άλ-
λη είναι η οραματική σύλληψη της ιερής παγκόσμιας ενότητας, της «θεία­ς
τάξης», που υπερβαίνει τη χρονικότητα των φαινομένων. Οι δύο όψεις εί-
ναι δεμένες οργανικά μέσα στη σύνολη ποιητική εμπειρία και για να την
ερμηνεύσει κανείς, πρέπει να κατανοήσει πώς συνδέονται μεταξύ τους.
Στον Αλαφροΐσκιωτο, η φύση και τα φυσικά φαινόμενα γίνονται αισθη-
τά ως μέρος της υποκειμενικής εμπειρίας του ποιητή· υποκείμενο και
αντικείμενο, ζωή της φύσης και ζωή του υποκειμένου μπλέκονται αξε-
χώριστα. Η άμεση, αισθησιακή επαφή με τη φύση, η έντονη σωματική
απόλαυση οδηγεί σε πνευματικό φωτισμό, θρέφει τη δύναμη της ενόρα-
σης. «Η πηγή της πνευματικής σοφίας βρίσκεται στις αισθήσεις και την
εμπειρία την αισθησιακή». Τα πράγματα, εξηγεί ο Sherrard, έχουν όψη
διπλή: από τη μια, την αρχέγονη ιερή ενότητα κι απ’ την άλλη, «το κομ-
μάτιασμα της ζωής». Ο ποιητής παρουσιάζει με συμβολικό τρόπο «τη
διάσπαση των πραγμάτων, το χωρισμό του χρόνου από την αιωνιότητα,

59. Αντωνόπουλος, 1965: 29-36 (στον παρόντα τόμο, σ. 169-175).


Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ μα´

της σάρκας από το πνεύμα, και τη δυνατότητα όπως και την ανάγκη να
συμφιλιωθούν, για να εκπληρωθεί η ζωή. Έργο του ανθρώπου είναι να πε-
τύχει αυτή τη συμφιλίωση». Τη μυθική αυτή στάση απέναντι στη ζωή ο
Σικελιανός την άντλησε, κατά το μελετητή, από τον ελληνικό λαό και την
παράδοσή του. Η συλλογική μνήμη διατηρούσε, ανεπίγνωστα, μια παρα-
καταθήκη εικόνων και συμβόλων μιας πανάρχαιης σοφίας, που ο ποιητής
την αναγνώριζε στην Ελλάδα των Προσωκρατικών, όπου για τελευταία
ίσως φορά στην Ευρώπη η στάση αυτή γινόταν κατανοητή συνειδητά.
Το πρόβλημα της ανάκτησης του «πρώτου εαυτού» μελετά και διευκρι-
νίζει με ενάργεια ο Sherrard σε μια ανάλυση του Προλόγου στη Ζωή, που
συνιστά αξιόλογη συμβολή στην ερμηνεία των Συνειδήσεω­ν. Ο μελετητής
εξηγεί ότι ο άνθρωπος, για να συμμετάσχει στο έργο της δη­μιουργίας,
πρέπει να χωνευτεί μέσα στον βαθύ πρώτο του Εαυτό, υπερ­­βαίνοντας
όλες τις πεπερασμένες καταστάσεις που συνιστούν το ατο­μοκεντρικό του
εγώ. Ρίζα της ζωής, ατομικής και Κοσμικής, είναι ο εν αρχή Λόγος· που
δεν σημαίνει καμιά ιστορική χρονικότητα αλλά τον πρωταρχικό κανόνα,
το «αιώνιο τώρα», από το οποίο πηγάζουν παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Πραγματώνοντας τον Εαυτό του το ανθρώπινο άτομο ενώνεται με τον
εν αρχή Λόγο, σε μια σχέση πλήρους ταύτισης και αμοιβαιότητας. Το αν-
θρώπινο άτομο υπάρχει πλήρως μόνο αφού ενωθεί με τη θεία αρχή· χωρι-
σμένο απ’ αυτήν είναι ανίκανο να δημιουργήσει. Η θεία αρχή, αντίστοιχα,
που ταυτίζεται με τη θεία φύση, δεν μπορεί να δημιουργήσει πλήρως, πα-
ρά μόνο μέσα από τη δημιουργικότητα του ανθρώπου. «Είναι ουσιώδες»,
γράφει ο Sherrard, «να κρατήσουμε στο νου ετούτο το παράδοξο, αν πρό-
κειται να ξεφύγουμε […] από κείνη την αυτάρκη βεβαίωση του απλού
ατόμου, ως άτομο, που είναι ένα χαρακτηριστικό του “ανθρωπισμού” της
Αναγέννησης και της μετα-αναγεννησιακής Ευρώπης. Το άτομο, όπως
και κάθε τι μέσα στο διασπασμένο κόσμο του χώρου και του χρόνου, είναι
ένα κλάσμα του συνόλου, ένα απλό σκόρπιο μέλος του αθάνατου ανθρώπι-
νου σώματος». Η αποκατάσταση του ακέραιου προσώπου στη θέση του
ατόμου είναι το αίτημα που εκφράζει ο ποιητής.60
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η σύντομη και ισορροπημένη γραμματολο-
γική μελέτη του Κώστα Στεργιόπουλου (1976), που χωρίζει το έργο του

60. Sherrard, 1971: 196-294 (απόσπασμα της μελέτης βλ. στον παρόντα τόμο, σ.
177-190).
μβ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

Σικελιανού σε τρεις περιόδους, πριν, κατά και μετά τη Δελφική προσπά-


θεια, και καλύπτει με επιγραμματικές κρίσεις όλα τα βασικά πεδία. Ση-
μειώνομε εδώ την άποψή του ότι μέσα στο κοσμοθεωρητικό σχήμα του
Σικελιανού, που συνθέτει σε μια μυστική ενότητα την αρχαιοελληνική με
τη χριστιανική παράδοση, το φυλετικό με το κοινωνικό, τον εθνισμό με
την παγκοσμιότητα, το μεταφυσικό πρόβλημα εμφανίζεται εξαρχής λυ-
μένο. «Η ποίησή του εκφράζει μια πληρότητα ζωής», μια επαγγελία ευ-
δαιμονίας «μέσα σ’ έναν κόσμο διχασμένο κι αμφιταλαντευόμενο».61
Ο επόμενος σταθμός συμπίπτει με την πενταετία 1980-1984, που πε-
ριλαμβάνει δύο επετείους: των τριάντα χρόνων από το θάνατο (1951-
1981) και των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή (1884-1984).
Τα Αφιερώματα και τα Ανθολόγια δείχνουν τις επετειακές αφορμές
που τροφοδότησαν τη νέα έξαρση του ενδιαφέροντος. Το 1982 κυκλο-
φορούν, σε δύο αφιερώματα, τα Πρακτικά επετειακών Συμποσίων, που
πραγματοποιήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο των Δελφών
και στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Στην άλλη επέτειο (1984) θα εκδο-
θούν: Αφιέρωμα της Νέας Εστίας και νέος αφιερωματικός τόμος της Εται-
ρείας Λευκαδικών Μελετών.62
Η βιβλιακή παραγωγή στην αντίστοιχη περίοδο περιλαμβάνει, πρώ-
τα απ’ όλα, δημοσίευση ανέκδοτων κειμένων του Σικελιανού, επιστολών
κυρίως και ποιημάτων:63 περιλαμβάνει ακόμη μια σειρά μελέτες, μονο-
γραφίες και αυτοτελείς εκδόσεις, που ομαδοποιούνται, οι περισσότερες,
γύρω από τις δύο επετειακές χρονολογίες.64
Την περίοδο αυτή χαρακτηρίζουν, κοντά στις επετειακές συνοπτικές
αποτιμήσεις των αφιερωμάτων, η διερεύνηση ορισμένων πτυχών της
ζωής και της δράσης του ποιητή (μαρτυρίες, δημοσίευση ανέκδοτης αλ-

61. Βλ. Στεργιόπουλος, 1976 = 1982: 65-71 (στον παρόντα τόμο, σ. 205-210).
62. Βλ. στην Επιλογή βιβλιογραφίας, Β.1, τα Αφιερώματα των ετών 1981-82 και
1984.
63. Άννα Σικελιανού, 1980· Σαββίδης, 1980· Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη, 1981 (= Άγ­
γελος Σικελιανός, 1981).
64. Ξύδης, 1973· Ivanovici, 1979· Γεωργουσόπουλος, 1980· Στεργιόπουλος, 1980,
1982· Δημόπουλος, 1981· Κουμπάτης, 1981· Πανσέληνος, 1981· Σβορώνος,
1981· Milliex, 1982. Και στην άλλη επέτειο, Πρεβελάκης, 1984· Φράγκου-Κι-
κίλια, 1984· Άννα Σικελιανού, 1984· Σαββίδης, 1986. Σημειώνομε ακόμη:
Αυγέρης, 1980: 50-52, 127-130· Βάρναλης, 1981· Σκουβαράς, 1981. Βλ. στο
Δασκαλόπουλος, 1983.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ μγ´

ληλογραφίας, αγωνιστική δράση και ιδεολογική της αποτίμηση), ερμη-


νευτικές μονογραφίες, όψεις και διαστάσεις της ποιητικής μυθολογίας
και της κοσμοθεωρίας του.
Από τις αξιόλογες ερμηνευτικές συμβολές αυτής της περιόδου, ξεχω-
ρίζομε την ανάλυση του Αλαφροΐσκιωτου από τον Παντελή Πρεβελάκη
(1984) που έχει άξονα τη σχέση του ποιητικού υποκειμένου με τη φύση
(μάλιστα, με το φως), με το λαό αλλά και με τη γλώσσα. Η έμφαση δί-
νεται στην οραματική ιδιότητα του ποιητή, που μέσω του γαλλικού όρου
«le Voyant» συσχετίζεται με μια ορισμένη αντίληψη για την ποίηση, που
ξεκινά από τον Ρεμπώ και αναγνωρίζει στον ποιητικό λόγο ένα όργανο
γνώσης των υπεραισθητών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανάλυση της τραγωδίας Ο θά­
νατος του Διγενή από τον Κώστα Γεωργουσόπουλο (1980), καθώς συνδυά-
ζει τα φιλολογικά με τα θεατρολογικά κριτήρια, κάτι που δεν συναντούμε
συχνά στις μελέτες για τη δραματουργία του Σικελιανού. Ο Γεωργου-
σόπουλος παρατηρεί ότι το έργο οργανώνεται σύμφωνα με τη δομή της
αρχαίας τραγωδίας και ειδικότερα πάνω στο πρότυπο των Βακχών του
Ευριπίδη. Ωστόσο, παρότι ακολουθεί πιστά την οργάνωση των μερών
της τραγω­δίας, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τραγωδία, γιατί, κατά την
εκτίμησή του, λείπει το στοιχείο της ύβρεως. «Ύβρις δεν υπάρχει· υπάρ-
χει σκάνδαλο». Γι’ αυτό, χαρακτηρίζει το Θάνατο του Διγενή, ηθολογία,
«Μoralité», «αναπαράσταση του αγώνα ενός μάρτυρα του πανανθρώπινου
Μαρτυρολόγιου». Αναφερόμενος στις διακειμενικές σχέσεις του έργου,
ο μελετητής διακρίνει ψήγματα ουτοπικού σοσιαλισμού, αναρχισμού,
μανιχαϊσμού, υπαρξισμού, περσοναλισμού, υλοζωισμού, πολιτικών και
κοινωνικών ουτοπιών. Σημειώνει ωστόσο ότι δεν είναι πάντα εύκολη η
ανίχνευση των ιδεολογικών δανείων του Σικελιανού, γιατί οι επιρροές χω-
νεύονται δημιουργικά υπηρετώντας τη στόχευση του έργου. Και δίνει έμ-
φαση στην επίδραση των ιστορικοκοινωνικών εξελίξεων, της αντίστασης,
του αντάρτικου, των κοινωνικών αγώνων της μεταπολεμικής περιόδου,
διατυπώνοντας την υπόθεση ότι ο θάνατος του Διγενή ίσως να απηχεί το
τέλος του Άρη Βελουχιώτη. Μεταξύ άλλων, διαπιστώνει με οξύνοια ένα
ουσιώδες συστατικό πολιτισμικής ιδιομορφίας, που είναι ότι «ο Διγενής
και ο λαός του […] εγκαθιδρύουν το νέο Παράδεισο, εδώ και τώρα».65

65. Βλ. Γεωργουσόπουλος, 1980: 85-89 (στον παρόντα τόμο, σ. 225-229).


μδ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

Από το βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου (1981), που είναι μαζί μαρ-
τυρία και ερμηνεία, σημειώνομε μια παρατήρηση ουσίας: ότι ο Σικελια-
νός γράφει «με το πρίσμα του ανθρώπου που ξεπέρασε τον ευρωπαίικο
πολιτισμό». Και μ’ αυτή την προοπτική, ο ποιητής συμμερίζεται και θέ-
λει να επηρεάσει την καθολική μοίρα του κόσμου. Προκειμένου να εντά-
ξει το χριστιανισμό μέσα στην κοσμοθεωρητική του σύνθεση, αναζητά
το πρωταρχικό του νόημα, πέρα από τη δογματική εκδοχή του, παραμε-
ρίζοντας ό,τι ο ίδιος θεωρούσε στρέβλωση του χριστιανισμού. Ο Πανσέ-
ληνος σημειώνει, πάνω σ’ αυτό, ότι ο ποιητής δεν δεχόταν το θάνατο ή το
βασανισμό σα λύτρωση του ανθρώπου.66
Ο Νίκος Σβορώνος, στη μελέτη του για την ιδεολογία του Σικελια-
νού (1981), ανιχνεύει τα συστατικά στοιχεία της βιοκοσμοθεωρίας του
ποιη­τή, σε συσχετισμό με την κριτική που ασκεί ο Σικελιανός σε ρεύμα-
τα σκέψης και φαινόμενα της πνευματικής ζωής της εποχής του. Έτσι,
αναφέρεται στην κριτική του Σικελιανού απέναντι στη «λογοκρατική
αρτηριοσκλήρωση» που επικράτησε στη βάση ολόκληρου του δυτικού
πολιτισμού κι έγινε η κύρια αιτία της σημερινής ηθικής και ιστορικής
εξάρθρωσης της Δύσης. Και επισημαίνει ότι ο ποιητής πρότεινε ως όργα-
νο διερεύνησης του κοσμικού προβλήματος της ζωής την ανθρώπινη αι­
σθαντικότητα, που «υπερβαίνει το χρόνο, αποκαθαίροντας την ιδεολογία
από όλες τις ψεύτικες και εφήμερες αξίες της σκέψης και της ζωής, για
να φτάσει στην ενότητα που καταργεί τον δυϊσμό ύλης και πνεύματος».
Σημειώνει την απορριπτική κρίση του Σικελιανού για τους «υλικούς δογ-
ματικούς ιστορισμούς και τους νεκρούς ιστορικούς ιδεαλισμούς» απένα-
ντι στους ο­ποίους ο ποιητής αντιπαραθέτει ολόκληρο τον άνθρωπο κι όλη
την ιστορία, την ψυχή και τη φύση, τη μνήμη και τη συνείδηση της ζωής,
όπως εκπροσωπούνται από το «αδούλωτο ελληνικό ομαδικό υποσυνείδη-
το αγαθό» και από τον επαναστατημένο «πρωτότοκο εκ νεκρών ποιητή»·
και όπως συμβολοποιούνται στα κοσμογονικά σύμβολα της ελληνικής
αρχαιότητας. Η ελληνική ιδέα και το δελφικό εγχείρημα αποτελούν «μια

66. Έτσι ερμηνεύει τη δήλωση του ποιητή: «Δεν είμαι αντίχριστος, Πανσέλη-
νέ μου, είμαι αντίσταυρος!», παραπέμποντας στο Θάνατο του Διγενή, όπου ο
ή­ρωας λέει στον ιερέα: «Εσύ το ίδιο του μαρτυρίου λατρεύεις τ’ όργανο... Κι
αγάλι-αγάλι λησμονάς το Σταυρωμένο για το σταυρό». Βλ. Πανσέληνος, 1981:
9-20 (στον παρόντα τόμο, σ. 231-237). Πρβλ. το συναφή σχολιασμό του Sher-
rard (1971: 261-267).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ με´

προσπάθεια να μεταβληθεί το “αισθητικό και αριστοκρατικό υποκατά-


στατο της Μεγάλης Ιδέα­ς σε πνευματική πράξη οικουμενικής αλληλεγ-
γύης, που φιλοδοξούσε να υπερακοντίσει την Κοινωνία των Εθνών και
προοιωνιζόταν τολμηρά την ίδρυση της Ουνέσκο”». Στην πνευματική
δια­μόρφωση του Σικελιανού ο Σβορώνος διαπιστώνει ένα τυπικό, όπως
­λέει, ελληνικό φαινόμενο: ότι το ξεκίνημα, στις αρχές του 20ού αιώνα,
από ένα πλέγμα ιδεών που έγινε αργότερα, δίκαια ή όχι, η ιδεολογία των
ευρωπαϊκών φασισμών, δεν οδήγησε τους Έλληνες διανοητές (κι εδώ συ-
μπεριλαμβάνονται ο Καζαντζάκης και ο Βάρναλης) στις ολοκληρωτικές
ιδεολογίες, όπως συνέβη με ορισμένους άλλους Ευρωπαίους συναδέλφους
τους, φορείς αυτών των ιδεών. Αντίθετα, οι Έλληνες διανοητές, με το δι-
κό του τρόπο ο καθένας, «εντάχτηκαν στο στρατόπεδο της ελευθερίας-
δικαιοσύνης κι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους αγώνες του λαού μας». Ο
μελετητής αναφέρεται στην κριτική του Σικελιανού για την τραγική κα-
τάληξη της θεωρίας του Νίτσε, καθώς και την τελική κρίση του για τον
Ντ’ Αννούντσιο, που «οι πνευματικές του ρίζες από την αρχή τους δεν
απλώσανε ποτέ μακρύτερα από το έδαφος του ρωμαϊκού εθνικισμού και
ιμπεριαλισμού». Ο ποιητής, κατά το Σβορώνο, είναι σε θέση να εκτιμή-
σει «τον ξενόφερτο χαρακτήρα των ανάλογων ελληνοκεντρικών κηρυγ-
μάτων του καιρού του», και να υπογραμμίσει την «επιπόλαιη σύγχυση»
που προκαλούσαν «στη φαντασία των νεοφώτιστων...». Σε σχέση με τις
τραγωδίες του Σικελιανού εκτιμά ότι λίγα είναι τα έργα στην παγκόσμια
λογοτεχνία που κατάφεραν να ανυψώσουν σε αληθινή ποίηση την πολιτι-
κή σκέψη και πράξη, όσο ο Δαίδαλος στην Κρήτη, ο Χριστός στη Ρώμη, η
Σίβυλλα ή Ο θάνατος του Διγενή.67
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η μελέτη του Εdmund Keeley, «Ο Σι-
κελιανός και η αρχαία μυθολογία» (1987), όπου ο συγγραφέας προτείνει
μια τυπολογία του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο ο ποιητής επεξεργά-
ζεται τα στοιχεία του αρχαίου μύθου και τα εντάσσει στο μυθικό σύμπαν
της ποίησής του.68
Στην αρχή της δεκαετίας του 1990 σημειώνεται η επόμενη έξαρση
στη βιβλιογραφία του Σικελιανού (1990-1994). Αλλά και ανάμεσα στα
1984 και 1990 έχομε αξιοσημείωτη παραγωγή σε μελέτες και βιβλία,

67. Βλ. Σβορώνος, 1981 (στον παρόντα τόμο, σ. 239-254).


68. Βλ. στον παρόντα τόμο, σ. 283-292.
μϛ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

που συνδέουν τους επετειακούς σταθμούς του ’80 και του ’90 μεταξύ τους
και διαμορφώνουν την εικόνα μιας συνέχειας, που μας επιτρέπει πλέον να
μιλούμε για μια παρατεταμένη έξαρση των σικελιανικών σπουδών. Ση-
μειώνομε τις εκδόσεις που φέρνουν στη δημοσιότητα ανέκδοτα κείμενα
του ποιητή: το Αγιορείτικο Ημερολόγιο (επιμέλεια Ι. Κωνσταντουλάκη-
Χάντζου, 1988), τα Ανέκδοτα ποιήματα και πεζά (επιμέλεια Βιβέτ Τσαρ-
λαμπά-Κακλαμάνη, 1989).69
Αυτό που χαρακτηρίζει τη δεκαετία του 1990 είναι, πρώτα απ’ όλα,
τα επιστημονικά συνέδρια, που φέρνουν τον ποιητή και το έργο του στην
άμεση επικαιρότητα. Στην αρχή της δεκαετίας (1992) πραγματοποιείται
το πρώτο διεθνές συνέδριο για το Σικελιανό από τη Φιλοσοφική Σχολή
του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με τη συνεργασία των Δήμων Λευκάδας
και Πρέβεζας.70 Θα ακολουθήσει, τέσσερα χρόνια αργότερα, το 16ο Συ-
μπόσιο Ποίησης, αφιερωμένο στο Σικελιανό (Πάτρα, 5-7.7.1996).
Στην περίοδο αυτή έχομε και τους πρώτους καρπούς της συστηματι-
κής πανεπιστημιακής έρευνας, με την ολοκλήρωση και παρουσίαση πέ-
ντε διδακτορικών διατριβών. Η πρώτη επιχειρεί να καλύψει ένα βασικό
ερευνητικό ζητούμενο, τη συστηματική μελέτη των αρχαίων πηγών της
ποίησης του Σικελιανού (Φυλακτού, 1990)· η δεύτερη μελετά ζητήμα-
τα «ποιητικής πρακτικής» στην πρώτη και δεύτερη σειρά των Λυρικών
και υποδεικνύει στοιχεία προφορικότητας στην ποίηση του Σικε­λιανού
(Ekdawi, 1991). Οι άλλες τρεις (Παπαδάκη, 1998· Miller Hirst, 1999· Βο-
γιατζόγλου, 1999) έρχονται να κλείσουν τη γόνιμη δεκαετία του ’90 και
ταυτόχρονα να σημαδέψουν την αφετηρία μιας νέας έξαρσης του ενδιαφέ-
ροντος για τον ποιητή και το έργο του.
Οι μελέτες και τα βιβλία που δημοσιεύτηκαν μέσα στη δεκαετία του
1990 καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων, από την αρχειακή έρευ-

69. Βλ. επίσης Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος, τιμητική προσφορά για την
ογδοηκοστή επέτειο από την πρώτη του έκδοση (1909), φωτομηχανική ανατύ-
πωση με επιλεγόμενα Γ. Π. Σαββίδη [: «Πώς υποδέχτηκαν τον Αλαφροΐσκιω­
το»], ΜΙΕΤ, 1989.
70. «Άγγελος Σικελιανός. Ένας οικουμενικός ποιητής» (Λευκάδα-Πρέβεζα, 26-
30.6.1992). Ένα μέρος από τις 50 ανακοινώσεις του Συνεδρίου θα δημοσιευτούν
στο περ. Πόρφυρας, τχ. 66 (1993): 19-56, και μια ευρύτερη επιλογή αργότερα
στο αφιέρωμα του περ. Θέματα Λογοτεχνίας. Άγγελος Σικελιανός. 50 χρόνια από
την κοίμησή του, τχ. 17 (2001).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ μζ´

να για τις βιβλιακές πηγές και τη Δελφική προσπάθεια του Σικελιανού


(έρευνα στη βιβλιοθήκη του ζεύγους Σικελιανού στους Δελφούς, Παπα-
δάκη, 1995, 1995α) και τις εκφρασμένες θέσεις του για ζητήματα ποιη­
τικής (οι απόψεις του για τον υπερρεαλισμό: Φράγκου-Κικίλια, 1996)
έως τα ζητήματα μυθοπλασίας, τη σχέση του με την αρχαία παράδοση
και τα θεματικά ερείσματα της κοσμοθεωρίας του (Φυλακτού, 1992· Κα-
ψωμένος, 1993· Δημόπουλος, 1998).
Έναν από τους χαρακτηριστικούς τόπους αυτής της περιόδου αντι-
προσωπεύει η έρευνα των πηγών και των επιδράσεων. Σ’ αυτό το πεδίο,
ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μελέτες που εξετάζουν τη θεμελιώ­
δη σχέση του Σικελιανού με την ελληνική αρχαιότητα.71 Η πιο διεξοδική
μελέτη σ’ αυτό το πεδίο είναι η διδακτορική διατριβή του Αντρέα Φυλα-
κτού (Ο αρχαιοελληνικός μύθος στο Λυρικό Βίο, 1990), που ερευνά τη σχέ-
ση της ποιητικής μυθολογίας του Σικελιανού με την αρχαία μυθολογία.72
Ο Φυλακτού, εξετάζοντας τις θεωρητικές απόψεις του Σικελιανού για το
μύθο και τον τρόπο που χειρίζεται τα αρχαιοελληνικά μυθολογικά θέμα-
τα, παραθέτει την άποψη του ποιητή όπως εκτίθεται στη μελέτη του για
τη ζωή και το έργο του Πινδάρου: «ο μύθος αποτελεί σαφές και θετικό
στοιχείο για την κατανόηση των αληθινών δυνάμεων της ψυχής».73 Και
αναφέρει την εκτίμηση του Σικελιανού74 ότι ο όρος «παγανισμός» που δό-
θηκε στον αρχαίο ελληνικό μύθο αντιστοιχούσε περισσότερο στον επι-
δερμικό αισθησιασμό που επικρατούσε στην αρχαία Ρώμη. Κι αυτό δεν
επέτρεψε να γίνει κατανοητή η πνευματική, αισθητική και ψυχική ουσία
της ελληνικής μυθολογίας, που κατέληξε έτσι να τροφοδοτεί τα ρητορι-
κά και μεταφορικά στολίδια των συγγραφέων και καλλιτεχνών. Κι αυτή

71. Για τον τρόπο που ο ποιητής αξιοποιούσε τις αρχαίες πηγές βλ. Φράγκου-Κικί-
λια, 1984 = 61999: 95-107, όπου αναλύεται υποδειγματικά η θεματική και ιδε-
ολογική σχέση των σονέτων με τον Πλουτάρχου Βίο του Λυκούργου. Το θέμα
είχε απασχολήσει πολλούς μελετητές: βλ. Δημόπουλος (1934 και 1971), Πα-
ράσχος (1937), Εύα Σικελιανού (1945), Παπανούτσος (1946), Σκιαδάς (1975),
Keeley (1987), Γουνελάς (1988) κ.ά.
72. Απόσπασμα της μελέτης του Φυλακτού (1990 = 2003: 439-447) αναδημοσιεύε­
ται στον παρόντα τόμο, σ. 315-322.
73. Φυλακτού, 1990 = 2003: 47-48.
74. Πεζός Λόγος, τ. Γ΄ (1978): 133-141.
μη´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

η παραγνώριση αποτέλεσε, για το Σικελιανό, ένα μεγάλο πλήγμα σε ολό-


κληρη την ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος.
Η έρευνα του Φυλακτού για τη χρήση, κατανομή και λειτουργία των
αρχαιοελληνικών μυθολογικών θεμάτων στο Λυρικό Βίο καταλήγει σε
μια τυπολογία και μια αντίστοιχη περιοδολόγηση, της οποίας τα κυριό­
τερα στοιχεία είναι τα εξής: το ποιητικό έργο του Σικελιανού μπορεί να
χωριστεί σε τρεις περιόδους. Στην πρώτη, 1902-1909, από τα πρώτα
ποιήματα ως τον Αλαφροΐσκιωτο και τις Ραψωδίες του Ιονίου, κυριαρχεί
η νεοελληνική λαϊκή μυθολογία και παράδοση. Εδώ οι μύθοι αντλούνται
κυρίως από τα ομηρικά ποιήματα, διατυπώνονται συνήθως συνοπτικά,
με σύντομη παρομοίωση ή, συχνότερα, μεταφορά, η οποία είναι παρα-
στατική αλλά και κάπως στατική. Η δεύτερη περίοδος, 1910-1935, από
τον Δελφικό Ύμνο, τους Επινίκους και τις Συνειδήσεις έως τα Ορφικά, εί-
ναι η πιο πλούσια σε αρχαία μυθολογικά θέματα. Η χρήση τους είναι πο-
λύ πυκνή, τα θέματα εκτεταμένα, προπάντων στις πέντε Συνειδήσεις, και
αντλούνται απ’ όλους τους κύκλους της αρχαίας ελληνικής μυθολο­γίας,
με εμφανή ωστόσο προτεραιότητα του Διονύσου και του Απόλλωνα, της
Δήμητρας και των Ελευσινίων και Ορφικών Μυστη­ρίων. Διαπιστώνεται
«ένας γόνιμος πνευματικός συσχετισμός ανάμεσα στη σύγχρονη επικαι-
ρότητα ή στη βιολογική-πνευματική ανέλιξη του ποιητή και στην αρ-
χαιότητα». Από την παραλληλία τους προκύπτει μια προβληματική που
συνδέεται, όπως εξηγεί ο μελετητής, με το αίτημα της υπέρβασης των
αντιθέσεων και την επικράτηση της «φιλότητας», της ενότητας στον κό-
σμο. Χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η σύνθεση του αρχαιο-
ελληνικού με το χριστιανικό μύθο, μέσα απ’ το συγκρητισμό των ιερών
προσώπων: της Δήμητρας με την Παναγία, του Διόνυσου με τον Ιησού,
των Ελευσινίων με τα χριστιανικά μυστήρια, σύνθεση που κορυφώνεται
στο Πάσχα των Ελλήνων. Εδώ, το «όχημα» των μυθολογικών θεμάτων
είναι η μεταφορική γλώσσα, μάλιστα, η εκτεταμένη και δυναμική παρο-
μοίωση. Στην τρίτη περίοδο, 1935-1951, από τα Ορφικά και τους Ίμερους
ως τα Ακριτικά, τους Επινίκους Β΄ και τις τραγωδίες, παρατηρείται μεί-
ωση των μυθολογικών θεμάτων. Οι μύθοι τώρα εκφέρονται με πιο λιτά
μέσα, «εσωτερικεύο­νται» και παίρνουν ένα τραγικό βάθος. Επικρατούν
οι μυθικές θεότητες του Διονύσου και της Δήμητρας, και η σύζευξη του
έρωτα με το θάνατο, στο μυθικό δίδυμο του Διόνυσου-Άδη. Ο συγκρητι-
σμός ελληνισμού και χριστιανισμού αναπτύσσεται και βαθαίνει στα τε-
λευταία ποιήματα και στις τραγωδίες Ο Χριστός στη Ρώμη και Χριστός
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ μθ´

Λυόμενος (= Ο θάνατος του Διγενή). Παράλληλα η περιπέτεια της ψυχής


συνάπτεται στενά με την ιστορική περιπέτεια της ανθρωπότητας και τη
μελλοντική προοπτική. Ο μελετητής καταλήγει συμπεραίνοντας ότι ο
χειρισμός των μυθολογικών στοιχείων και θεμάτων γίνεται με εφευρε-
τικότητα και τόλμη, κάποτε σε βαθμό που να μεταμορφώνουν το πρω-
τογενές σχήμα τόσο πολύ, ώστε να πρέπει πλέον να μιλούμε για ­ νέες
μορφές ποιητικής μυθολογίας που εισάγει ο Σικελιανός στην παγκόσμια
λογοτεχνική παράδοση. Έτσι, η λειτουργία του αρχαιοελληνικού μύθου
φαίνεται να «αποτελεί ένα από τα ειδικά επίπεδα της “ποιητικής” του
Σικελιανού».75
Την εργασία του Φυλακτού έρχονται να συμπληρώσουν η μελέτη του
David Ricks (1989, ελλ. έκδ. 1993) και η διατριβή της Λίας Παπαδάκη
(1998), που μεταθέτουν το βάρος από την έρευνα των αρχαίων πηγών
στην ερμηνεία του αρχαίου κόσμου από το Σικελιανό. Οι εργασίες αυ-
τές θέτουν έμμεσα ένα ζήτημα εκπαιδευτικής πολιτικής: η ερμηνευτι-
κή ενσωμάτωση της αρχαιότητας στο ποιητικό σύμπαν του Σικελιανού
αναδείχνει τη διαχρονική δυναμική του αρχαίου πολιτισμικού προτύπου,
άρα συνιστά ένα μείζον παιδευτικό αγαθό. Γιατί ανταποκρίνεται στο βα-
σικό αίτημα της νεοελληνικής «ιδεολογίας» από την προεπαναστατική
περίοδο ως την εποχή του, που ήταν να θεμελιώσει την αναγέννηση του
ελληνισμού στη δημιουργική αφομοίωση της αρχαίας πνευματικής κλη-
ρονομιάς. Η ερμηνευτική αξιοποίηση αυτής της κληρονομιάς στην ποίηση
και στο στοχασμό του Σικελιανού και η οικοδόμηση, πάνω στις βιώσιμες
αξίες της, ενός οικουμενικού πολιτισμικού προτύπου αντιπροσω­πεύει
την πιο συγκροτημένη και σοβαρή απάντηση σ’ εκείνο το αίτημα. Και
είναι παράδοξο πώς το γόνιμο ερμηνευτικό πρότυπο του Σικελιανού δεν
αξιοποιήθηκε από την εκπαίδευση, ούτε καν στη διδασκαλία των αρχαιο­
γνωστικών μαθημάτων.
Η δεκαετία του 1990 κλείνει με δύο ακόμα διδακτορικές διατριβές,
που σημαδεύουν τη μετάβαση σε μια νέα περίοδο έξαρσης των σικελιανι-
κών σπουδών, η οποία αντιστοιχεί στην πενταετία 2000-2005. Η πρώτη
διατριβή ερευνά το βιβλικό και τελετουργικό ύφος του λόγου στον Παλα-
μά, το Σικελιανό και τον Ελύτη (Miller Hirst, 1999), η δεύτερη την ανα-
νέωση του παραδοσιακού στίχου στις Συνειδήσεις (Πρόλογος στη Ζωή), σε

75. Βλ. στον παρόντα τόμο, σ. 315-322.


ν´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

συνάρτηση με τα θεματικά ερείσματα του σικελιανικού λυρισμού και τα


συναφή ζητήματα ποιητικής (Βογιατζόγλου, 1999).76
Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για το έργο του Σικελιανού στην πενταε­τία
2000-2005 εκδηλώνεται με συνέδρια, αφιερώματα και σημαντικό αριθμό
νέων βιβλίων. Έχομε κατ’ αρχήν, στην επέτειο του θανάτου του ποιητή,
τρία συνέδρια: της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών (Λευκάδα, Αύγου-
στος 2001), του Πανεπιστημίου Κύπρου (Λευκωσία, Νοέμβρης 2001) και
του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Γιάννινα, Γενάρης 2002).77 Παράλληλα,
δημοσιεύονται μια σειρά αφιερώματα σε περιοδικά και εφημερίδες,78 κα-
θώς και η πανηγυρική Έκδοση της Επιτροπής Επετειακών Εκδηλώσεω­ν
του Υπουργείου Πολιτισμού, Γιατί βαθιά μου δόξασα: Σικελιανός 2001
(επιμ. Νάσος Βαγενάς, Αθήνα 2001).
Η τελευταία περίοδος –που γενικά συνεχίζει και αναπτύσσει τις ερευ-
νητικές κατευθύνσεις της δεκαετίας του 1990– διακρίνεται από μια
στροφή αφενός σε γραμματολογικές μελέτες και έρευνα των πηγών,
που τροφοδοτούνται από τη δημοσίευση ανέκδοτων κειμένων και αλλη-
λογραφίας, και αφετέρου στη συγκριτική έρευνα και τις λογοτεχνικές
σχέσεις στο θέατρο (Μαλάμου, 2003) ή στην ποίηση (Φυλακτού, 2005).
Παράλληλα παρατηρείται ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για ορισμένα κλα-
σικά θέματα κριτικής, όπως ο λυρισμός του Σικελιανού, οι μετρικές και
στιχουργικές φόρμες που δοκιμάζει. Tέλος, η κριτική επανέρχεται σε
ιδεολογικά ζητήματα (εδώ συμπεριλαμβάνεται και η σχέση του με την
ελληνική ποιητική και πολιτισμική παράδοση) και σε συνολικές αποτι-
μήσεις της προσφοράς του ως ποιητή και στοχαστή, με γνώμονα την
επικαιρότητα των μηνυμάτων του στην παρούσα ιστορική συγκυρία και
στην προοπτική του μέλλοντος.

76. Αξίζει ακόμη ν’ αναφέρομε την ανέκδοτη διδακτορική διατριβή της Μ. Ρώτα,
Το περιο­δικό Γράμματα της Αλεξάνδρειας (1911-1919), 1994, που έχει έμμεση
σχέση με το Σικελιανό και το έργο του, καθώς ο ποιητής συνεργάζεται με το
περιοδικό ως τα 1918.
77 . Kι ακόμη μια Ημερίδα «Ο Σικελιανός και το Θέατρο» του Τμήματος Θεατρικών
Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (Δεκέμβρης 2001): Πρακτικά Ημερίδας
για την επέτειο των 50 χρόνων από το θάνατο του Άγγελου Σικελιανού, Ελλη-
νικά Γράμματα, 2003.
78. Βλ. στην Επιλογή βιβλιογραφίας, Β.1, τα Αφιερώματα των ετών 2001, 2002
και 2005.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ να´

Ειδικότερα, η φιλολογική στροφή που διακρίνει τις σικελιανικές έρευ-


νες της τελευταίας δεκαετίας φαίνεται να δίνει μια ορισμένη προτεραιό­
τητα στα γραμματολογικά ζητήματα. Αξιόλογες συμβολές σ’ αυτό το
πεδίο αντιπροσωπεύουν οι εργασίες της Βιβέτ Τσαρλαμπά-Κακλαμά-
νη (2001, 2002), της Ρίτσας Φράγκου-Κικίλια (1996, 2001, 2002α), της
Λίας Παπαδάκη (2002), της Αθηνάς Βογιατζόγλου (2005) και του Κώ-
στα Μπουρναζάκη (2000 [= Σικελιανός, 2000], 2004, 2006). Ο τομέας
της βιογραφίας ειδικότερα δεν ήταν, ως σήμερα, ιδιαίτερα ευνοημένος.
Μια πλούσια και αξιόπιστη πηγή πληροφοριών που δεν είχε αξιοποιη-
θεί επαρκώς από την έρευνα είναι η αλληλογραφία του ποιητή. Η τελευ-
ταία σημαντική συμβολή σ’ αυτό το πεδίο, η δίτομη έκδοση Γράμματα του
Άγγελου Σικελιανού, με επιμέλεια Κ. Μπουρναζάκη (2000),79 προσέφερε
πλούσια ύλη, που στη συνέχεια αξιοποιήθηκε στο βιβλίο του ίδιου ερευνη-
τή Χρονογραφία Άγγελου Σικελιανού (1884-1951) που εκδόθηκε το 2006.
Η εργασία αυτή συγκεντρώνει ένα μεγάλο πλούτο νέων πληροφοριών και
ήρθε να καλύψει μια μακρόχρονη εκκρεμότητα κι ένα σημαντικό κενό της
βιβλιογραφίας.
Ένα άλλο πεδίο που, καθώς είπαμε, ευνοήθηκε από τις έρευνες της τε-
λευταίας περιόδου είναι αυτό της μετρικής, στη διαπλοκή του με τα προ-
βλήματα ποιητικής. Το θέμα είναι παλιό κι έχει πολλές διαστάσεις. Η
μία είναι ο τρόπος που ο Σικελιανός συνέθετε τα ποιήματά του· η δεύτε-
ρη είναι οι στιχουργικές φόρμες που δοκίμασε, ο βαθμός και το είδος των
νεω­τερισμών του· η τρίτη είναι η ποιότητα του λυρισμού του.
Τον Σικελιανό συνόδευε εξαρχής η φήμη του «οιστρήλατου» ποιη-
τή, με τη «χειμαρρώδη» ή «ηφαιστειακή» έμπνευση. Την εντύπωση αυ-
τή τροφοδότησε, καθώς φαίνεται, η κοινή εμπειρία των «από στήθους»
απαγγελιών του μπροστά σε φιλικά ή ευρύτερα ακροατήρια. Αλλά ενι-
σχύθηκε ασφαλώς και από προσωπικές μαρτυρίες του περιβάλλοντός
του.80 Ο Γ. Π. Σαββίδης ωστόσο, μελετώντας το Αρχείο Σικελιανού, κα-
ταλήγει στο συμπέρασμα πως «ο Σικελιανός κατά κανόνα αργούσε να
φθάσει στην τελική μορφή» των (ποιητικών και πεζών) κειμένων του.
Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, όπως ο Ασκληπιός, ο «Πρόλογος στο

79. Συμπληρωμένη σήμερα από τα Γράμματα στην Εύα, του ίδιου επιμελητή (Ίκα-
ρος, 2008).
80. Βλ. Εύα Σικελιανού, 1945: 1070 (στον παρόντα τόμο, σ. 61).
νβ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

Λυρικό Βίο», η «Προσευχή μου στην Ελλάδα» κ.ά., η κυοφορία διαρκούσε


μήνες ή και χρόνια ολόκληρα.81 Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από χει-
ρόγραφα του ποιητή που δημοσιεύει ο Σαββίδης και τα οποία περιέχουν
επεξεργασίες γνωστών ή άγνωστων έργων όπου αποτυπώνεται η μακρό-
χρονη και πολύπλευρη δημιουργική διαδικασία μέσα από την οποία τα
συγκεκριμένα έργα φτάνουν στην αρτίωσή τους.82 Πιστεύοντας πως η
ασυνήθιστα υψηλή τους ποιότητα φωτίζεται πληρέστερα με παρόμοιες
ενδείξεις παρατεταμένης κυοφορίας, τονίζει «πόσο παραπλανητικός είναι
ο θρύλος της συνθετικής ευχέρειας του Σικελιανού, θρύλος που αθέλητα
υποβιβάζει την έξοχη αυστηρότητα του κατά κανόνα άψογου τεχνίτη».83
Η έμφαση των διατυπώσεων του Σαββίδη υποδηλώνει έναν αφανή διά-
λογο με παλαιότερους μελετητές, τον Καραντώνη, τον Αυγέρη, οι οποίοι,
όπως είδαμε, ερμήνευσαν τη «συνθετική ευχέρεια» του ποιητή ως περι-
φρόνηση της συνειδητής κατασκευής.
Μια άλλη, κοινότοπη προκατάληψη είναι ο συσχετισμός των αδυνα­
μιών που καταλογίζονται στις Συνειδήσεις με την εισαγωγή του ελεύθερου
στίχου. Ο Κώστας Στεργιόπουλος, με την ακρίβεια που τον διακρίνει, είχε
περιγράψει τη στιχουργική φόρμα του Προλόγου στη Ζωή με τον όρο «απε-
λευθερωμένος στίχος». Γράφει σχετικά ότι ο Σικελιανός ανανεώνει την
παράδοση, «σπάζοντας, απ’ τον Αλαφροΐσκιωτο κιόλας –και αποφασιστι-
κότερα με τον Πρόλογο στη Ζωή– την ακαμψία του παραδοσιακού στίχου».
Την ουσιαστικότερη ανανέωση αποδίδει στη «νεότροπη ρυθμική κίνηση
του απελευθερωμένου στίχου του», σε συνδυασμό με μια «νέα όραση» που,
καθώς λέει, «συγχωνεύει […] τον αρχαίο με το νέο Ελληνισμό και το φυσι-

81. «Για το Αρχείο του Σικελιανού», Το Βήμα της Κυριακής (19.6.1966) [= Λυχνο­
στάτες για τον Σικελιανό, 2003: 37-41]. Πρβλ. Δημόπουλος, 1952: 433-435 και
Ξύδης, 1973: 101-106.
82. Σε μια απ’ αυτές τις εργασίες ο Σαββίδης επικαλείται την κρίση του Λίνου
Πολίτη: «Ο Σικελιανός είναι ο μεγαλύτερος βιρτουόζος της μετρικής μας».
Βλ. σχετικά Σαββίδης, 2003: 231-242:234· πρβλ. 45-49, 165-169 και 205-227
(στον παρόντα τόμο, σ. 265-281). Πρβλ. Μητσάκης, 2001: 79-87· Άννα Σικε-
λιανού, 2002: 29.
83. Σαββίδης, 1986 = 2003: 210, 222-223 (στον παρόντα τόμο, σ. 269-270). Υπάρ-
χουν αφετέρου μαρτυρίες για τη συνύπαρξη της συνθετικής ευχέρειας του Σι-
κελιανού με τη δευτερογενή επεξεργασία: Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη (2001: 86),
Φράγκου-Κικίλια (2002α: 151) κ.ά.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ νγ´

κό περιβάλλον του τόπου με την πνευματική μας παράδοση, βαθαίνοντας


στις εθνικές ρίζες, ώσπου να συναντηθεί με το παγκόσμιο ανθρώπινο κύτ-
ταρο».84 Γύρω από τα μετρικά ζητήματα θα αναπτυχθεί αργότερα ένας
γόνιμος διάλογος, με αντικείμενο τους μετρικούς νεωτερισμούς του ποιη-
τή στον Αλαφροΐσκιωτο, στις Συνειδήσεις και στη Μητέρα Θεού.
Η Άννα Κατσιγιάννη (1989), αναλύοντας την «ιδιάζουσα μετρική και
ρυθμική κινητικότητα» του Προλόγου στη Ζωή, που, όπως λέει, δεν έχει το
όμοιό της στην ιστορία της νεοελληνικής ποίησης, σημειώνει ότι «ο στί-
χος του Προλόγου στη Ζωή θα μπορούσε να ορισθεί ως ένα είδος ιδιότυπου
ετερόμετρου ελευθερωμένου στίχου». Οι τολμηρές εναλλαγές στο μέτρο,
τις συλλαβές, τις ομοιοκαταληξίες, συνδυασμένες με ανορθόδοξες συντά-
ξεις και άμετρους στίχους, «επιτείνουν την αίσθηση της απελευθέρωσης
σε τέτοιο βαθμό ώστε να οδηγήσουν την κριτική στην άποψη ότι το έργο
είναι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο». Σχολιάζοντας την ανισομερή διχοτό-
μηση και τριχοτόμηση του παραδοσιακού στίχου, διακρίνει «μιαν εντε-
λώς νέα στιχουργική αντίληψη, μια νέα αίσθηση του μετρικού ρυθμού και
της μουσικής κίνησης», που τείνει προς την απελευθέρωση όχι μόνο από
τον αυστηρό έμμετρο αλλά και από τον απελευθερωμένο στίχο.85
Ο Ευριπίδης Γαραντούδης (2001) παρατηρεί ότι «η ποίηση του Σι-
κελιανού εμφανίζει μια εντυπωσιακή ποικιλία μορφών και διακρίνεται
από πρωτεϊκές μεταμορφώσεις και ρηξικέλευθες ρυθμικές αναζητή-
σεις». Σχετικά με τη μετρική του Αλαφροΐσκιωτου διαπιστώνει ότι ο
Σικελιανός «ξεκίνησε τη γραφή του ποιήματος επάνω στα ιδιαίτερα
τολμηρά ρυθμικά ίχνη του Laus vitae [του D’Annunzio], αναμειγνύοντας
στίχους ποικίλης έκτασης και τους τρισυλλαβικούς κυρίως ρυθμούς.
Στη συνέχεια, όμως, με τη σαφή υπερίσχυση της ομοιομετρικής ιαμβι-
κής ρυθμικής τάσης στο πρώτο μέρος και με την καθολική επικράτηση
του “ελευθερωμένου δεκαπεντασύλλαβου” στο τρίτο μέρος […], οι στι-
χουργικές-ρυθμικές καινοτομίες και ρήξεις μειώνονται ή και εξουδετε-
ρώνονται, καθώς επικρατεί μια σχεδόν κανονικοποιημένη μορφή» του
δεκαπεντασύλλαβου. Σ’ αυτό ο μελετητής διακρίνει μια τάση για «με-
τρική ελληνοποίηση» του ποιήματος.86

84. Στεργιόπουλος 1976 = 1982: 69 (στον παρόντα τόμο, σ. 207-208).


85. Κατσιγιάννη, 1989: 449, 451 (στον παρόντα τόμο, σ. 308, 309, 311).
86. Γαραντούδης, 2001: 65, 75 (στον παρόντα τόμο, σ. 401-402, 414).
νδ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

Η Αθηνά Βογιατζόγλου (1999) ασχολείται διεξοδικά με αυτό που


ονομάζει «προσωδιακή φυσιογνωμία» των Συνειδήσεων. Από τις ερμη-
νευτικές της απόψεις πιο αξιομνημόνευτες είναι οι παρατηρήσεις που
αναφέρονται στο συντακτικό πεδίο.87 Αν «“η ποιητική σύνταξη αντανα-
κλά μια μορφή εμπειρίας”, τότε η σύνταξη των Συνειδήσεων αντανακλά
την εμπειρία συνειδητοποίη­σης της ενότητας της ζωής εν τη πολυσχι-
δία της». Η παρομοίωση θα αποκτήσει δεσπόζοντα ρόλο στην ποίηση
του Σικελιανού από το 1915 και εξής (τον Αλαφροΐσκιωτο χαρακτηρίζει
η μεταφορά). Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη θα πάρει στις Συνειδήσεις, όπου
θα αναδειχτεί «σε σημαντικό εκφραστικό στοιχείο, αρθρωτικό μηχανι-
σμό και κοσμοθεωρητικό στίγμα των έργων». Καταλήγοντας σημειώνει
ότι ο Σικελιανός «τολμά να την μετατρέψει [την παρομοίωση] σε αυτο-
σκοπό, ταυτίζοντάς την με την ίδια την ποιητική λειτουργία». Της δί-
νει τέτοια βαρύτητα, ώστε «να αντιστρέψει τον παραδοσιακό της ρόλο,
μετατρέποντας το συνήθως δευτερογενές […] αναφορικό σκέλος της σε
κατεξοχήν φορέα του ποιητικού νοήματος».88
Οι απόψεις αυτές εκτίθενται κατ’ αντιπαράθεση προς τη φιλοσοφική
προσέγγιση του Δημήτρη Γουνελά, ο οποίος, διερευνώντας τη λειτουρ-
γία του Ενός στο Λυρικό Βίο, διαπιστώνει ότι ο κανόνας της «ομοιότητας»
που κυριαρχεί στην ποίηση του Σικελιανού εκφράζεται όχι μέσω της σύ-
γκρισης ή της παρομοίωσης αλλά κυρίως μέσω της «ταύτισης», δηλ. μέ-
σω της μεταφοράς.89 Στη μελέτη του «Κρατύλος και Σικελιανός» (1988),

87. Μια συμβολή σ’ αυτό το πεδίο εμπεριέχει η μελέτη Ε. Γ. Καψωμένος, Η συντα­


κτική δομή της ποιητικής γλώσσας του Σεφέρη (1975: 47-85:69-71), όπου ορίζε-
ται το ιδιαίτερο στατιστικό στίγμα του Σεφέρη, σε σύγκριση με τα ποιητικά
ιδιώματα 20 άλλων ποιητών (ανάμεσά τους ο Σικελιανός). Συνοψίζομε τις συ-
ναφείς με το θέμα διαπιστώσεις: το ποιητικό ιδίωμα του Σικελιανού, στη χα-
ρακτηριστική για το ύφος σχέση ουσιαστικού-ρήματος, αντιπροσωπεύει μια
ισχυρή απόκλιση από τον μέσο όρο της δημοτικής. Αυτό, σε συνδυασμό με τη
μεγάλη «ειδική διαφορά» και την εξίσου μεγάλη στατιστική διαφορά ουσιαστι-
κού-ρήματος, φανερώνει τη συνθετότητα του ύφους του, που είναι το πιο σύν-
θετο της λόγιας δημοτικής. Η φράση του Σικελιανού στηρίζεται στο ισχυρό
ουσιαστικό και στην ευρεία αξιοποίηση των «λέξεων-εργαλείο». Το στίγμα του
Σικελιανού διαφέρει στους βασικούς δείκτες από τη λόγια δημοτική και συγγε-
νεύει με το στίγμα της νεοτερικής ποίησης.
88. Βογιατζόγλου, 1999: 44, 47-48, 50-51 (στον παρόντα τόμο, σ. 353-364).
89. Γουνελάς, 1995: 208-211.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ νε´

ο Γουνελάς εξετάζει την ιδιαιτερότητα της λειτουργίας της γλώσσας στον


Αλαφροΐσκιωτο με το κλειδί του πλατωνικού Κρατύλου, όπου τίθεται το ζή-
τημα της σχέσης της λέξης με τα πράγματα. Ο ερευνητής αναλύοντας τον
Αλαφροΐ­σκιωτο επιχειρεί να δείξει ότι στο Σικελιανό οι λέξεις, μέσω της
προφορικής απαγγελίας, λειτουργούν πάνω στις αρχές της θρησκευτικής-
μυστικιστικής αντίληψης: «γίνονται πράξη εμπει­ρίας, όπως για το θρη-
σκευόμενο πράξη λύτρωσης». Ο Γουνελάς καταλήγει με τη διαπίστωση
ότι ο Σικελιανός διόλου δεν έμεινε έξω από την εποχή του και «την εκφρα-
στική επανάσταση της δεκαετίας του 1930» (όπως διατείνεται ο Καρα-
ντώνης). «Με παράδειγμα τον Αλαφροΐσκιωτο, ο Σικελια­νός έχει προλάβει
τις εκφραστικές εξελίξεις κατά είκοσι χρόνια. […] Η εκφραστική του
ανορθοδοξία, που σε ορθολογική ανάλυση παρουσιάζει σημάδια αποσπα-
σματικής έκφρασης, θυμίζει την ποιητική τεχνική του Σεφέρη στο Μυθι­
στόρημα, όπου το βάρος της συγκίνησης το μεταφέρουν οι λέξεις».90
Παράλληλα κινείται η προβληματική της Αγορής Γκρέκου (2000) που,
μεταξύ άλλων, διερευνά και τη σχέση του Σικελιανού με την «καθαρή ποί-
ηση». Αναφέρεται στις συναφείς επισημάνσεις του Λίνου Πολίτη (1947
και 1978), που θεωρούσε το Μήτηρ Θεού έργο «άδολου λυρισμού», όπου
συγχωνεύεται το διανοητικό με το συναισθηματικό υλικό. Και παραθέ-
τει τη σχετική διατύπωση του Σαββίδη, ο οποίος, σχολιάζοντας την αλ-
ληλογραφία Θεοτοκά-Σεφέρη, αποφαίνεται ότι το θεωρητικό ιδεώδες της
καθαρής ποίησης «πραγματοποιήθηκε από τον Μαλλαρμέ και τον Βαλε-
ρύ και στην Ελλάδα ιδίως από τον Σικελιανό (Μήτηρ Θεού) και τον Σεφέ-
ρη («Ερωτικός λόγος» και «Στέρνα»)».91 Η Α. Γκρέκου συσχετίζει αυτή
τη διαπίστωση με το περιεχόμενο και τη λειτουργία του «μείζονος λυρι-
σμού» στο Σικελιανό, όπως αναπτύσσεται από τον Διονύση Καψάλη, ο
οποίος, χρησιμοποιώντας ως ερμηνευτικό κλειδί ένα κείμενο του Πλου-
τάρχου, υποβάλλει σε κριτική τη σημερινή τραγική διάζευξη της έννοιας
της Πράξης από την έννοια της Ποίησης. Αποτελεί αναπηρία και στρεβλή
συνείδηση της δικής μας εποχής η αδυναμία να οικειωθούμε με τη λυρική
υψηγορία του Σικελιανού, που συνιστά συστατική υπερβολή του ίδιου του
λυρισμού και οργανική ιδιότητα του κοινωνικού ρόλου του ποιητή· και δεν
δικαιούμαστε να την αποδίδομε στη «μεγαλαυχία, μεγαλοστομία, ρητο-

90. Γουνελάς, 1988: 262-263, 275-276 (στον παρόντα τόμο, σ. 293-304).


91. Σαββίδης, 1981: 209.
νϛ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

ρεία, εγωκεντρισμό και ωραιοπάθεια» του ιστορικού προσώπου που τον


υποδύεται. «Το μείζον κατόρθωμα του Σικελιανού –γράφει ο Δ. Καψά-
λης– είναι ότι έπλασε μια καινούρια ποιητική γλώσσα, την πιο ευρύχωρη
ποιητική γλώσσα που διαθέτομε», η οποία, στα χρόνια της ωριμότητας,
παίρνει έναν τόνο πρωτόγνωρο και σχεδόν μοναδικό έκτοτε, «έναν τόνο
φιλικής συνομιλίας και φιλέταιρης εκμυστήρευσης»· είναι «ο τόνος μιας
λυρικής ισοπολιτείας, που εναρμονίζει αβίαστα την ιερατική βούληση του
λυρισμού με την πιο τρυφερή παρατήρηση της ζωής».92
Επιδιώκοντας να ορίσει την ιδιαιτερότητα του Σικελιανού σε σχέση
με την «καθαρή ποίηση», η Α. Γκρέκου παρατηρεί: «Ο Σικελιανός απο-
δεικνύεται […] ο μόνος από τους ποιητές μας, που έχοντας αφομοιώσει
τις φιλοσοφικές, αισθητικές και λογοτεχνικές αναζητήσεις του καιρού
του, πραγματικά διαθέτει την επάρκεια όχι μόνο να υπολογίσει το μέ-
γεθος του βαλερικού λυρικού αιτήματος αλλά και να το κρίνει». Ως εξής
περιγράφει τη σικελιανική εκδοχή της καθαρής ποίησης, στο σημείο που
διαφοροποιείται, θεωρητικά και πρακτικά, από την εκδοχή του Βαλερύ:
«τα σύμβολα δεν χάνουν την κυριολεκτική τους σημασία, τα αντικείμε-
να διατηρούν τη φυσική τους αξία και παραμένει διαρκώς ορατό το κε-
ντρικό θέμα». Η διαφωνία με το Βαλερύ –εξηγεί– συνίσταται στον τρόπο
διάκρισης της «αυθεντικής αισθαντικότητας» από την «επίπλαστη». Ο
Σικελιανός αργότερα, το 1940, «σχεδόν επικρίνει τον Βαλερύ για τον ορ-
θολογισμό και το σκεπτικισμό του που τον έκαναν, κατά τη γνώμη του,
να περιορίσει την “αισθαντικότητα” σ’ έναν ρόλο “συλλογιστικό” και
“αισθητικό”, εντέλει “διακοσμητικό” και άρα να καταργήσει τα χαρα-
κτηριστικά του “μεγάλου Ποιητή”, της “ηρωικής” δηλαδή στάσης, της
“οργανικής” θέσης μέσα στα πράγματα, της “θετικής και υπεύθυνης
ενεργητικής ηθικής αποστολής”».93

92. Καψάλης, 1998: 99-102.


93. Γκρέκου, 2000: 176-177, 178-179, 182-183. Εδώ επαληθεύεται για άλλη μια
φορά η παρατήρηση του Ν. Σβορώνου (1984: 67· βλ. στον παρόντα τόμο, σ.
239-240) ότι ο Σικελιανός «δεν είναι ένας εκλεκτικός συλλέκτης ιδεών» κι ότι
«θα ήταν μάταιη η αναζήτηση συγκεκριμένων πηγών για ολόκληρη τη σύλ-
ληψη της Σικελιανικής κοσμοθεωρίας και ανθρωπολογίας, που αποτελεί ένα
συγκροτημένο σύστημα με εσωτερική συνοχή». Στην περίπτωσή του, μεγαλύ-
τερη αξία από τις αναλογίες έχουν οι διαφορές, που μας επιτρέπουν να διακρίνο-
με τη δική του πρόταση, που αντιπροσωπεύει ένα άλλο πολιτισμικό πρότυπο.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ νζ´

Με την αρχειακή και συγκριτική έρευνα και με την ανάλυση των κει-
μένων, προωθήθηκαν και τα ερμηνευτικά ζητήματα, παρότι σ’ αυτό το
πεδίο υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια μελέτης. Θα σταθούμε σε ση-
μαντικές συμβολές και σε αντιπροσωπευτικά θέματα.
Ξεχωρίζομε τις εργασίες της Ρίτσας Φράγκου-Κικίλια –συγκεντρωμέ-
νες στο βιβλίο της με τίτλο Βαθμίδες μύησης (2002α)– στις οποίες αντιμε-
τωπίζει και διαφωτίζει ένα μεγάλο φάσμα προβλημάτων, συνδυάζοντας
την αρχειακή έρευνα με τη συγκριτική μελέτη και το σχολιασμό των κει-
μένων. Ένα κεφαλαιώ­δες ζήτημα είναι η σχέση του ποιητή και του έρ-
γου του με τον Ορφισμό, ζήτημα στο οποίο αφιερώνεται το Β΄ μέρος.94
Με αφετηρία ορισμένους όρους-κλειδιά, όπως «Μύστης», «Κατορθωμένο
Σώμα», «Σπερματικός λόγος», «Όλβος της Σιωπής», «Sexus», ανιχνεύει
στα πεζά και τα ποιητικά κείμενα του Σικελιανού, μέσα από συγκριτικές
αναγνώσεις αρχαίων ή νεότερων πηγών, το περιεχόμενο, τη θέση και τη
λειτουργία που έχει μέσα στην ποιητική μυθολογία του Σικελιανού ο Ορ-
φισμός. Και περνώντας από το ένα πεδίο έρευνας στο άλλο αποκαλύπτει
σταδιακά τη βαθύτερη ενότητα που συνδέει τη μία σύνθεση με την άλλη,
το Λυρικό Βίο με τη Θυμέλη, τα ποιητικά με τον Πεζό λόγο, την Ποίηση
με την Πράξη του Σικελιανού. «Βασικό δόγμα του ορφισμού –σημειώνει
η συγγραφέας– υπήρξε η ενότητα, η αρμονία των πάντων, του ανθρώπου
με τον εαυτό του, με τη Φύση, με το Θεό, με το Παν». Σ’ αυτό στόχευε
εναγώνια ο σικελιανικός στοχασμός, αυτό ήταν το περιεχόμενο της «μυ-
στικής άθλησής» του: η «παγκόσμια αδελφοσύνη, η παγκόσμια ενότη-
τα».95 Από τις εργασίες αυτές προκύπτει ότι ο άξονας που συγκροτεί σε
μια ολότητα τα φαινομενικά διάφορα θεματικά στοιχεία και συμβολικά
πεδία, το μυθικό σύμπαν και την υποκείμενη κοσμοθεωρία του Σικελια-
νού είναι η ορφική αρχή της καθολικής ενότητας των πάντων. Αυτή είναι
που εξηγεί και τις εκλεκτικές συγγένειες και τις διακειμενικές σχέσεις
του Σικελιανού με τον Giordano Bruno, τον Édouard Schuré, τον Saint-
Yves d’Alveydre, τον Friedrich Nietzsche.
Η συγγραφέας, ανιχνεύοντας το σημασιακό περιεχόμενο του όρου
«Κατορθωμένο Σώμα», καταλήγει ότι δηλώνει «τον άνθρωπο που μυ-
ήθηκε στα απόκρυφα μυστήρια της Φύσης, έχοντας προετοιμάσει για

94. Φράγκου-Κικίλια, «Ο Ορφικός [Σικελιανός]», 2002α: 117-191.


95. Φράγκου-Κικίλια, 2002α: 120-121.
νη´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

χρόνια τον εαυτό του για να δεχτεί αυτού του είδους τη μύηση ώστε να
ενωθεί με τον Θεό». Έτσι θα είναι μυημένος «στα μυστήρια της Σκέψης
και της Πράξης, θα διαθέτει ένα σώμα “εσωτερικό”, ανοιχτό στα μηνύ-
ματα των καιρών, κυρίως των μελλοντικών» κι αυτό θα του δίνει τη δυνα-
τότητα να επωμισθεί το ρόλο του μύστη και παιδευτή των ανθρώπων.96
Το σώμα «θα κατορθωθεί», όταν ξεπεράσει την «κατώτερη διάσταση του
(ατομικού και συλλογικού) χρόνου» και περάσει σε μια «διάσταση Έντα-
σης», ισοδύναμη με τη «βακχεία του νήφειν», όπου η αρχή της αιωνιότη-
τας βιώνεται ως «ένα πλήρες κι απροσμέτρητο παρόν».97 Η υπέρβαση της
χρονικότητας είναι, για την ορφική διδασκαλία, προϋπόθεση για να κα-
τακτήσει ο άνθρωπος την καθολική προοπτική που αντιστοιχεί στον Κο-
σμικό του ρόλο και στην ευθύνη που συνεπάγεται.
Τη θεμελιώδη σημασία που παίρνει το πρόβλημα του χρόνου μέσα
στο κοσμοείδωλο του Σικελιανού διακρίνει εύστοχα η Σόνια Ιλίνσκαγια,
που αφιερώνει στο θέμα ειδική μελέτη (2001).98 Η Ιλίνσκαγια διαπιστώ-
νει μια στενή αντιστοιχία στο συμβολικό σύστημα του Σικελιανού και
του Ρώσου ποιητή Βιατσεσλάβ Ιβάνοφ, την οποία εντοπίζει στον ιδιαί-
τερο χειρισμό του χρόνου και την αποδίδει στις «αλληλένδετες οντολογι-
κές αντιλήψεις που […] στηρίζουν το ενιαίο στοχαστικό οικοδόμημα».
Οι δύο ποιητές ξεκινούν από το αίτημα της κατάκτησης μιας «ενιαίας και
μείζονος» συνείδησης της ζωής, που δηλώνει την κίνηση της ποιητικής
διάνοιας από την επιφάνεια στην ουσία των φαινομένων, τη διείσδυση
στα αόρατα και άρρητα νοήματα της ζωής, στην εσωτερική και ανώτερη

96. Φράγκου-Κικίλια, 2002α: 134, 141 (στον παρόντα τόμο, σ. 375). Η συγγραφέας
αναφέρεται και σε άλλες απόψεις, του Θεόδωρου Ξύδη και του Πέ­τρου Κολα-
κλίδη, που υποστηρίζουν ότι «κατορθωμένο σώμα» είναι και το σώ­μα της ποί-
ησης, που περιέχει την «αδιαίρετη αλήθεια», που «δεν κομματιά­ζε­ται όσο κι αν
μοιραστεί, αλλά μένει πλήρες και ουσιαστικό σε κάθε κομμάτι» (Ξύδης, 21979:
98-99). Τόσο ο Πέτρος Κολακλίδης (1986) όσο και η Φράγκου-Κικίλια (2002α:
129-142· στον παρόντα τόμο, σ. 371-380) υποδεικνύουν τις αρχαίες πηγές όπως
και τη νεότερη διεθνή βιβλιογραφία, που φανερώνουν ότι ο Σικελιανός ήταν –
γράφει η Φράγκου-Κικίλια– «ένας συστηματικός ερευνητής της φιλοσοφίας και
της κοινωνιολογίας, αλλά επίσης και ακάματος μελετητής, στο πρωτότυπο, της
αρχαίας ελληνικής γραμματείας».
97. Φράγκου-Κικίλια, 2002α: 123-146.
98. Βλ. στον παρόντα τόμο, σ. 387-394.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ νθ´

πραγματικότητα· κι αυτό «σημαίνει κίνηση ενάντια στον ρέοντα χρόνο,


επιστροφή στις αρχετυπικές πηγές». Η Ιλίνσκαγια παρατηρεί ότι αφού
«“οι τοπικοί και χρονικοί προσδιορισμοί –σύμφωνα με τον Σικελιανό– δεν
είναι διόλου οι καθαυτό πρωταρχικές λειτουργικές αναγκαιότητες του
στοχασμού”, ο ιστορικός χρόνος δεν υπολογίζεται, είναι αδιάφορος». Το
επίκεντρο βρίσκεται στις καθοριστικές νομοτέλειες της ζωής, «όπως η
αξονική νομοτέλεια της κίνησης από τη γέννηση προς τον θάνατο, που,
και στον Σικελιανό και στον Ιβάνοφ, σχεδόν πάντα προεκτείνεται προς
τη νέα γέννηση». Έτσι, το πρόβλημα του χρόνου συναρτάται με το πρό-
βλημα της ζωής και του θανάτου.
Μια σημαίνουσα ιδιαιτερότητα της κοσμολογίας και ανθρωπολο­γίας
του Σικελιανού είναι η στενή αλληλοσυνάρτηση ανάμεσα στο θάνατο και
στον έρωτα, που συμβολοποιείται χαρακτηριστικά στη δίδυμη και αμ-
φίσημη θεότητα της σικελιανικής μυθολογίας, το Διόνυσο-Άδη, η οποία,
όπως είναι γνωστό, ανάγεται στις αρχαίες μυστηριακές λατρείες και
στην προσωκρατική φιλοσοφία. Στο πρόβλημα του έρωτα και του θα-
νάτου αναφέρονται πολλοί μελετητές του Σικελιανού, παλαιότεροι και
νεότεροι.99 Δεν υπάρχει ωστόσο μια ειδική μονογραφία, που ν’ αντιμε-
τωπίζει το θέμα με τρόπο συστηματικό και αντίστοιχο προς τη σημασία
του. Η ταυτότητα έρωτα-θανάτου είναι συστατικό στοιχείο μιας κοσμο-
λογίας που παραπέμπει σ’ ένα σύμπαν ενιαίο. Ο ποιητής εξηγεί πως έρω-
τας και θάνατος συνιστούν ομόλογες εκφράσεις της κοσμογονικής ροπής
για ενότητα· και την αντίληψη αυτή τη συσχετίζει ρητά με τα Ελευσίνια
Μυστήρια, που τοποθετούσαν το θάνατο στο βάθος και το κέντρο του Πα-
ντός.100 Στη μελέτη του «Μήτηρ Θεού. Ο μηχανισμός της μυθοπλασίας», ο
Ε. Γ. Καψωμένος (1993) διερευνά, με τα αναλυτικά εργαλεία της σημειω­
τικής, πώς η παραπάνω θεωρητικά διατυπωμένη αρχή της ταυτότητας

99. Από τις μελέτες της τελευταίας περιόδου σημειώνομε: Καψωμένος, 1993 =
2001: 88-101 (στον παρόντα τόμο, σ. 323-338) και 1999· Χρ. Αλεξίου, 1998·
Μητσάκης, 2001: 55-67· Φράγκου-Κικίλια, 2002α: 178-191· Ekdawi, 1993·
πρβλ. Σαββίδης, 2003: 393-401.
100. «Για την Ελευσίνια Μύηση, γράφει, Θάνατος και Sexus ήταν η ομοούσια δύ-
ναμη οπού –όπως ο πλανήτης Αφροδίτη, που το βράδυ είν’ Έσπερος και το
πρωί Εωσφόρος– προσανατολίζει όλα τα φαινόμενα της Ζωής προς την αιώ-
νια σφαίρα του πληρώματος και της δημιουργικής Ανάτασης» («Πρόλογος»,
1965: 53).
ξ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

του έρωτα με το θάνατο, πραγματώνεται ποιητικά και συμβολικά, ως


αποκάλυψη της ενιαίας κοσμογονικής ροπής της ενότητας. Μια μυθική
ενσάρκωση της ερωτικής ουσίας του θείου είναι η μορφή της αρχέγονης
Θεάς-Μάνας, η προσωποποιημένη αγάπη, η παρθενομητρική κοσμογονι-
κή αρχή, που κατέχει το κέντρο του σικελιανικού Σύμπαντος.
Ο άλλος, παραπληρωματικός άξονας της σικελιανικής κοσμολογίας
είναι η σχέση ζωής-θανάτου, που ανιχνεύεται σε ποιητικές εικόνες όπου η
ίδια η φύση παρέχει το πρότυπο μετασχηματισμού του θανάτου σε ζωή.
Τέτοια είναι η αρχετυπική εικόνα του σπόρου που θάβεται στη γη και
ανασταίνεται, του φιδιού ή του τζίτζικα που αλλάζουν ντύμα και ξαναρ-
χίζουν ένα νέο κύκλο ζωής, του μεταξοσκούληκα που υφαίνει γύρω του
τον ίδιο του τον τάφο (το κουκούλι), κλπ. Οι ποιητικές αυτές εικόνες τεκ-
μηριώνουν πειστικά την ιδέα ότι ο θάνατος εντάσσεται στη δημιουργική
διαδικασία ανανέωσης της ζωής.
Συναφείς είναι και οι εκφράσεις του παραδοσιακού βιώματος της «κοι-
νότητας» ζώντων και νεκρών, που εντοπίζονται και στη θεματική, ως
επικοινωνία, συναντίληψη, συνυπευθυνότητα, και στη συναισθηματική
στάση του ήρωα, ως σχέση οικειότητας του ανθρώπου προς το χώρο του
κοιμητηρίου· ένα βίωμα όπου το διονυσιακό ένστικτο εκδηλώνεται αμφί-
σημα, ως ροπή ενότητας και ως αίτημα συνέχειας.101
Μια από τις τελευταίες συμβολές στη βιβλιογραφία Σικελιανού είναι
το βιβλίο του Α. Φυλακτού (2005) για τις «λυρικές σχέσεις» Σικελιανού-
Ελύτη.102 Από το σύνολο των σχολίων και παραθεμάτων που αναφέρονται
στη σχέση του Σικελιανού με τον υπερρεαλισμό μεταφέρομε την επισή-
μανση ότι ο Ελύτης χαρακτηρίζει το Σικελιανό «τόσο προχωρημένο στα
εκφραστικά του μέσα, ώστε να μπορεί να ενταχθεί, με κάθε δικαίωμα, στη
σύγχρονη ποίηση, δηλ. στη νεοτερική ποίηση του Μεσοπολέμου και της
πρώτης μεταπολεμικής περιόδου».103 Αντίστοιχα, ο Σικελιανός θεωρεί θε-
τική την προσφυγή του υπερρεαλισμού στο υποσυνείδητο και την πρόθεσή
του «να παραμερίσει τη λογοκρατία της εποχής μας». Και παρότι εκφρά-
ζει επιφυλάξεις ως προς τη μέθοδο της αυτόματης γραφής, που τη θεωρεί
επιφανειακή, υπογραμμίζει τη συγγένεια προβληματισμών και στόχων,

101. Καψωμένος, 1993: 26-30 (στον παρόντα τόμο, σ. 323-338)· επίσης, Χρ. Αλε-
ξίου, 1998: 253-254.
102. Απόσπασμα της μελέτης αυτής βλ. στον παρόντα τόμο, σ. 467-472.
103. Φυλακτού, 2005: 33-34 = Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά 1974: 109.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ξα´

σημειώνοντας ότι ο υπερρεαλισμός παραμένει δείκτης ζωντανός προς


μιαν αλήθεια που είναι η πιο επείγουσα και σημαντική για την εποχή, η
«αυθεντική υπερπραγματικότητα» της επανάστασης. Και απευθύνει προ-
σκλητήριο για καθολική εγρήγορση και συμπαράταξη «μεταφυσικής» και
κοινωνικής επανάστασης «για να παραχθεί ο δημιουργικός καρπός».104
Η μελέτη του Φυλακτού αναδεικνύει πλούσιες αναλογίες, και ως προς
την αυτοσυνειδησία του ποιητή και την αντίληψη της αποστολής του και
ως προς την ποιητική μυθολογία, όπου μια ουσιώδης συγγένεια κοσμοθεω-
ρητικής τάξης είναι ο «ηλιοκεντρισμός» των δύο ποιητών. Όπως φαίνεται,
ο Ελύτης αναγνωρίζει στο Σικελιανό μια αυθεντική έκφραση της ελληνι-
κής πολιτισμικής ιθαγένειας, που θαυμάζει και θεωρεί συστατικό της με-
γαλοσύνης του. Συχνά οι αναφορές του στο έργο του Σικελιανού αφο­ρούν
διακριτικά στοιχεία αυτού του προτύπου. Τέτοια η αναφορά του Ελύτη
στη μοναδική σχέση του Σικελιανού με τη φύση και ιδιαίτερα με το φως,
στοιχείο διακριτικό και της δικής του μυθολογίας.105 Τέτοια κι η αναφο­ρά
στην αρχή της σύζευξης των αντιθέτων ως στοιχείου της «μυστικής ελλη-
νικής παράδοσης» που του αποκαλύφθηκε με τη φωνή του Σικελιανού.106
Τέτοια και η σαφής αντιδιαστολή που κάνει (με αναφορά στο Σικελιανό)
ανάμεσα στο ελληνικό πρότυπο και στη βαλκανική νοοτροπία.107 Έτσι ο
Ελύτης αναδείχνεται, παρά τις διαφορές, ο πιο γνήσιος μαθητής του Σικε-

104. Απάντηση του Σικελιανού σε σχετική έρευνα που οργάνωσε ο Ελύτης το


1944, για τα Καλλιτεχνικά Νέα, τχ. 15, σ. 15-20 (βλ. στον παρόντα τόμο, σ.
467-469). Η μελέτη του Φυλακτού συμβάλλει –μαζί με την προγενέστερη
ανάλογη εργασία της Ρ. Φράγκου-Κικίλια (1990)– στη διάλυση της σύγχυ-
σης που έσπειρε η άστοχη κρίση του Α. Καραντώνη (1952: 24 [στον παρόντα
τόμο, σ. 138]) ότι ο Σικελιανός «έμεινε έξω από τις καλλιτεχνικές αναζητή-
σεις των τελευταίων εκατό χρόνων».
105. Οδ. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, 1974: 467.
106. Περιέχεται σε επιστολή του Ελύτη στον Κίμωνα Φράιερ (Άξιον Εστί το τίμη­
μα, Αθήνα, 1978: 29), όπου παραπέμπει ο Φυλακτού (2005: 34-35· βλ. στον
παρόντα τόμο, σ. 471).
107. Με αφορμή μια κρίση του Lawrence Durrell, για το βαλκανικό χαρακτήρα της
ευαισθησίας των Ελλήνων ποιητών, ο Ελύτης υπογραμμίζει: «Υπάρχει μια
συνέχεια αδιάσπαστη στην ελληνική παράδοση» –την οποία εκφράζουν οι με-
γάλοι Έλληνες ποιητές και συγγραφείς, ανάμεσά τους ο Σικελιανός– «που δε
συνδέεται με κανένα τρόπο με τη βαλκανική νοοτροπία» (Ελύτης, Εν Λευκώ,
Ίκαρος, 1992: 210 = Φυλακτού, 2005: 27-28).
ξβ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

λιανού· στον οποίο εκείνος παρέδωσε, με μια συμβολική πράξη πάνω απ’
τον τάφο του Παλαμά, τη σκυτάλη.108
Καθώς η επέτειος των πενήντα χρόνων από την αποδημία του ποιη-
τή συνέπεσε με την αρχή της νέας χιλιετίας (2001), τέθηκε, σε μια σειρά
απολογιστικά κείμενα, το εύλογο ερώτημα ποια είναι η επικαιρότητα του
Σικελιανού στο παρόν και στο μέλλον. Kοινή είναι η εκτίμηση των μελε-
τητών ότι το έργο του Σικελιανού αποχτά πράγματι στην εποχή μας μια
νέα επικαιρότητα, που φαίνεται να δικαιώνει την παλαιότερη άποψη της
κριτικής ότι ο Σικελιανός είναι ο ποιητής του μέλλοντος.109
H επικαιρότητα του Σικελιανού ορίζεται από δύο παραμέτρους: η μία
είναι η σημερινή παγκόσμια κρίση, που είναι πρώτιστα κρίση πολιτι-
σμού· η άλλη είναι μια αξιόπιστη πρόταση διεξόδου, που αφορά τον ανα-
προσανατολισμό του κυρίαρχου πολιτισμικού προτύπου. Η κρίση του
πολιτισμού, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, εκδηλώνεται ως
διατάραξη της φυσικής ισορροπίας και ως ορατός κίνδυνος ολικής οικο-
λογικής καταστροφής. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία
του ανθρώπου, κρίση που συνδέεται με τη δομή του «παγκοσμιοποιημέ-
νου» δυτικού πολιτισμού, που επέβαλε σ’ όλη την υφήλιο την κοινωνι-
κή ιδεολογία του ανταγωνισμού και την αρχή της κυριαρχίας πάνω στη
φύση («L’homme maître et possesseur de la nature»: René Descartes)· ένα
μοντέλο ασύμβατο προς τους φυσικούς όρους διατήρησης της ζωής και
συνεπώς, αδιέξοδο. Για την αδιέξοδη κατεύθυνση του δυτικού μοντέλου ο
Σικελιανός προειδοποιούσε από τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Όταν ακό-
μα δεν υπήρχε ούτε υποψία διατάραξης της οικολογικής ισορροπίας, ο
ποιητής είχε συμπυκνώσει στην πολυσήμαντη μορφή της Σταυρωμένης
Θεάς-Μάνας όλο το οικολογικό και ανθρωπολογικό πρόβλημα, όπως και
το αίτημα εξυγίανσης του πολιτισμού. Και ήταν από τους πρώτους που
αντιμετώπισε την προοπτική μιας παγκόσμιας κοινωνίας με πολιτισμι-
κούς όρους, μέσα στη λογική αναθεώρησης του κυρίαρχου δυτικού μοντέ-
λου, ως βασικού φορέα της κρίσης.

1 08. Βλ. Φυλακτού, 2005: 34 (στον παρόντα τόμο, σ. 471).


109. Το ’γραψε ο Χρίστος Φράγκος πριν από 50 χρόνια (Χ. Φράγκος, 1957: 973).
Το ερώτημα δεν έπαψε έκτοτε ν’ απασχολεί την κριτική, καθώς τα αιτήματα
που διατύπωσε ο ποιητής παραμένουν επιτακτικά κι όμως ανεκπλήρωτα. Βλ.
Βαγενάς, 1999, 2001· Καψωμένος, 2001, 2002· Φράγκου-Κικίλια, 2002· Πα-
παδάκη, 2002.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ξγ´

Ο Σικελιανός δεν αναπαράγει κοινοτοπίες της πνευματικής αγοράς και


σ’ αυτό ξεχωρίζει απ’ όλες τις ομόλογες κινήσεις, σύγχρονές του ή μετα-
γενέστερες. Προτείνει, κατ’ αντιδιαστολή προς το κυρίαρχο δυτικό, ένα
συγκροτημένο εναλλακτικό πρότυπο οικουμενικού πολιτισμού, που βα-
σίζεται στο μεσογειακό πολιτισμικό μοντέλο, το οποίο αντιπροσωπεύει την
αρχαιότερη και μακροβιότερη εκδοχή των πολιτισμών του χώρου· που έχει
πίσω του τα αρχέτυπα των πρώτων πολιτισμών της μεσογειακής λεκά-
νης· και φέρνει μαζί του τη σοφία και την πείρα μιας παράδοσης χιλιετιών.
Αυτό το πρότυπο συμμετοχικού και ειρηνικού πολιτισμού, που βασίζεται
σε δομές βάθους επιδεκτικές πολλαπλών πραγματώσεων (την ισορροπία
φύσης-κουλτούρας, ατόμου-κοινωνίας, μυστικισμού-ορθολογισμο­ύ), προβάλ-
λει ο ποιητής ως καταλύτη πολιτισμικής ανανέωσης. Έτσι μεταγράφει
την Ποίηση σε Πράξη.
1

Ἰωάννης Κονδυλάκης

ΑλαφροΪσκιωτος
ΑγγΕλου Σικελιανου

Τ ο ποιημα με το οποιον ενεφανισθη προχθὲς ὁ Σικελιανὸς εἶναι διὰ


τὴν ἐποχήν μας ὅ,τι διὰ τὴν ἐποχὴν τῆς Ἐθνικῆς Ἀναγεννήσεως ὁ
Ἐθνικὸς Ὕμνος τοῦ Σολωμοῦ. Μὲ τὴν διαφοράν, ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνα­
γεννήσεως συνεπληρώθη, μόνον του, εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ποιητοῦ Σικελια­
νοῦ. Ἀνεπαρκῆ σημειώματα δὲν δύνανται νὰ κρίνουν τὸν Ἀλα­φροΐ­σκιωτον.
Τὸ ἔργον εἶναι δοσμένον εἰς τὸν χρόνον. Καὶ ὁ ποιητὴς εἶναι προσηλω­
μένος στὰ ἰδανικά του, ποὺ εἶναι τὰ ἰδανικὰ τῆς Ἑλλάδος, μὲ ἀδάμαστον
θέλησιν. Εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κρατοῦν τὰς σοβαρωτέρας ὑποσχέσεις.
Καὶ εἴμεθα πλέον ἢ βέβαιοι ὅτι θὰ τὰς κρατήσει.

1909
2

Σπήλιος Πασαγιάννης

Ο ΑλαφροΪσκιωτος

Ο Οραματιστης, που με τον Ἀλαφροΐσκιωτο καὶ τὶς Ἰονικὲς Ραψωδίες


ἀναφαίνεται τώρα ἀνάμεσό μας, ἔρχεται νὰ μᾶς ἀποκαλύψει μέσα
στοὺς ναοὺς τῆς Ἑλληνικῆς φύσης καὶ ζωῆς τὰ ὁράματά του, καὶ ἡ φωνή
του εἶναι γιομάτη, ἐλεύθερη, δυνατὴ ὡσάν στοιχεῖον.
Δὲν ἐσυνηθίσαμε τὸν ρυθμόν, ὡσὰν μεγάλο ἀγαθὸ τῆς αἰωνιότητας στὴ
φύση, ποὺ λειτουργεῖ στὰ πάντα, καὶ πνέει ἀπὸ τὰ ἐσώτερα τῆς δημιουρ­
γίας. Δὲν ἀξιωθήκαμε νὰ τραγουδήσουμε τὴ ζωὴν ὡσὰν ψυχὲς ὅπου κυρι­
εμένες ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη μελωδία τῆς δημιουργίας χαίρονται τὰ μυστήρια
τῆς πλάσης, καὶ ἀναδίνουνε τὸν ἑαυτό τους τότε σὲ τραγούδι. Τὸ βαθύτατο,
τὸ ἀποκαλυπτικό, τὸ πλατύτατο καὶ ἐσωτερικὸ τοῦ ποιητικοῦ λόγου, τοῦ
ἐναρμονίου στοχασμοῦ, δὲν ἀποδόσαμε, καὶ δὲν ἐστήσαμε ναοὺς ποὺ ἀπὸ
τὶς γραμμές των νὰ ρέει τὸ νάμα φωτεινὸν τῶν ρυθμῶν, ὅπου ἐσυνάξανε
οἱ ψυχές μας στὰ βύθη τῶν ἀναποκάλυπτων κόσμων, δὲν ἐμάνιασαν τὰ
ἐσώτερα πνεύματά μας, γιὰ νὰ ξεχύσουνε τὰ γητέματα τοῦ νοῦ καὶ τῆς φα­
ντασίας μέσα ἀπὸ τὰ πραγματικὰ κρύσταλλα καὶ τοὺς ἥλιους ὁραματικῶν
ψυχῶν, ποὺ ξάστερα εἶδαν τὴ ρυθμικὴ καὶ μυστικὴ ὕπαρξη τῶν πραγμά­
των. Θὰ ἤθελα μὲ μιὰν ἡρωϊκὴ συμφωνία νὰ μιλήσω γιὰ τὴν ὀμορφιὰ
αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης, ποὺ ἀντιφέγγει ἕναν κόσμον Ἑλληνικόν, τὴ χαρὰν
τῆς ζωῆς στὴν ἁρμονία της. Καὶ ἂς ξάφνιαζε τὸ μέλος μου Δωρικὸν καὶ
τραχύ, καὶ ἂς ἀνασκιρτούσανε τὰ κορμιὰ στὸ ἄκουσμα, ὡσὰν νὰ ἔρχονταν
ἀπὸ κορφὲς χιονόβουνων παγερὰ νερὰ νὰ τὰ λούσουν.
Γιατὶ δὲ θέλω λαλιὰν ἄλλη νὰ τὸ φωνάξω, παρὰ μὲ μιὰν ἡρωϊκὴ συμ­
φωνία τῆς χαρᾶς, τῆς Ἑλληνικῆς χαρᾶς καὶ ἀγάπης ποὺ τὸ ἔργον μοῦ
δίνει, καὶ νὰ κράξω στοὺς συντρόφους ἐδῶ, στὸν ἄχαρο χορὸ νὰ τρικυμί­
σω τὸ κρασοπότηρο γεμάτο μὲ ἄκρατο νερὸ βουνίσιας βρύσης: Χαρεῖτε
 ΣΠΗΛΙΟΣ ΠΑΣΑΓΙΑΝΝΗΣ

ἕνα σκοπὸν πλάσης, ὦ ἀδερφοί μου! Εἶναι τὸ ἄνοιγμα τῆς χρυσοπηγῆς ὁ


σκοπὸς ποὺ σᾶς δίνεται σήμερα γιὰ νὰ χαρεῖτε.

Ἡ ψυχὴ τοῦ ποιητῆ τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου βλέπει στὴ φύση ὅλα μορφωμέ­
να καὶ πλαστικά, καὶ γιὰ τοῦτο εἶναι τόσο βαθιὰ ἁρμονική. Οἱ μορφές του
παρουσιάζονται ξάστερες, μὲ ἔντονες γραμμές, καὶ μᾶς δίνει στὸ σύνο­
λο τοῦ τραγουδιοῦ του, τὴν κίνησή του μέσα του, ποὺ τὴν ὁραματίζεται
πάλι στὴ φύση πλαστικά, μὲ πλήθισμα ἤχων καὶ μορφῶν: Ἡ ποίηση τοῦ
Ἀγγέλου Σικελιανοῦ μᾶς παρουσιάζεται ὅπως ὁ μῦθος. Εἶναι ἡ παραγωγὴ
θρεμμένη ἀπὸ καθαρὴ πηγὴ λαοῦ. Ὁ ποιητὴς ἐμόρφισε καὶ ἰσορρόπησε
τὸν Ἑλληνικὸν ρυθμόν, τὰ μέτρα ἐπλήθυνε, καὶ ἐπέτυχε νὰ δώσει ἔργον
ὅπου νὰ φαίνεται ἁρμονία καὶ κάλλος στὸ σύνολό του, χωρὶς τὰ χωριστὰ
μέρη νὰ χάνουν, ἂν παίρνονται γιὰ κομμάτια ἔκφρασης μιᾶς εἰκόνας, μιᾶς
ἰδέας, καὶ δικῆς τους καθόλου μορφῆς.
Ἡ δύναμη ἡ ἀποδοτικὴ τῆς γλώσσας του, ἡ δύναμη ἡ ἀναπαραστατικὴ
τῆς εἰκόνας ποὺ δίνει μὲ δονίσματα διάμεσων ἤχων, τὸ φανταστικό του
δαιμόνιο στὸ ὕψωμα τῆς ἰδέας χωρὶς νὰ πέφτει τὸ ἀνάγλυφό του σὲ ἴσκιο
ἢ ἀδυνάτισμα ἔκφρασης, εἶναι ὅλα ταιριαστὰ στὴν προσωπικότητα αὐτή,
καὶ ἰδιαίτερα μάλιστα ἰσοζυγιάζονται θαυμαστὰ ὅλες οἱ ποιητικὲς δυνά­
μεις στὸ προσωπικό του αἴσθημα, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη
τοῦ ἔργου του δυνατά.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ἔργου αὐτοῦ δὲν ἀναφαίνεται βέβαια παρὰ στὴ βαθύτητά
του, στὸ σύνολό του, καὶ δὲν εἶναι παρουσιασμένη μόνο στὴν ἐπιφάνεια
τῆς εἰκόνας. Τὰ κινήματα ποὺ δείχνονται νὰ δίνουν τὸ φανταχτερὸ στὴν
εἰκόνα δὲν εἶναι πουθενὰ ἀνεβασμένα σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ μὴν εἶναι τῆς φύ­
σης νοήματα.
Ὁ λυρισμός του εἶναι ἡρωϊκός. Καὶ ἡ λυρικὴ ποίηση τοῦ ἔργου τοῦ
Ἀγγέλου Σικελιανοῦ εἶναι κείνη ποὺ κάνει ἥρωες, ὅπως λέει κάποιος
σοφὸς πῲς ἥρωες πρέπει νὰ γίνονται οἱ ἄνθρωποι διαβάζοντας λυρικὸ
ποίημα. Γιὰ τοῦτο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου δὲν ἔχει τὴ φαντα­
σία παρὰ σὰ διάφανο μαντύα ποὺ μετὰ τὸν ἀγώνα μέσα στὴ φύση τὸν
ἁπλώνει ἐπάνω του γιὰ νὰ τοῦ σκεπάσει τὰ βαριὰ ὄνειρα. Ὁ ξύπνος του
εἶναι ἀποκαλυπτικότερος ἀπὸ τὸν ὕπνο. Ἡ ἐνέργεια τῶν αἰσθήσεών του
δυναμώνεται, ὀξύνεται, ἐκτείνεται μὲ τὴ δύναμη ποὺ ξεβγαίνει μέσα ἀπὸ
τὴν ἀκούραστη ἐνατένιση στὴ φύση τὴν ἴδια. Τὸ σῶμα του τότε γίνεται
Ο ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ 

ἀληθινὰ ἕνα μέρος τοῦ σύμπαντος, ἕνα μέλος τοῦ σύμπαντος, καὶ μέσα
του ὑπάρχει ἡ ἀπόλυτη φύση, ἡ ἀναλογία μὲ τὸ σύνολο. Κι ἔτσι τὸ κορμὶ
αὐτὸ συγκερνάει μέσα του τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχὴ τῆς φύσης, τὸ κορμὶ
τῆς πλάσης. Ἡ φύση γιὰ τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου εἶναι δουλεύτρα
του, ποὺ τοῦ συγκομίζει τὴν ἰδέα, καὶ ἡ ψυχή του ἀναδίνει τὴ φύση πλέρια.
Εἶναι ἐκδηλωτικὸς τοῦ ἑαυτοῦ του. Προφητικὰ ἀναπαρασταίνει τὴ φύση,
καὶ μᾶς δίνει ἔτσι μεγαλόχαρο τὸν ἑαυτό του. Ἡ φωνή του ἔχει ἁπλὴ τὴν
ἑνότητα στὸ σύνολο τοῦ ἔργου, καὶ εἶναι τραγούδι ποὺ κυκλώνει τὴ φύση.
Εἶναι πραγματικότητα ἡ ποίησή του, καὶ τὰ ἀδιαχώρητα σύμβολα ἀπὸ
κάθε ὑψηλὴ ποίηση στέκουν στὸν Ἀλαφροΐσκιωτο ἀρχὲς καὶ ἀξιώματα.
Καὶ ἔτσι μᾶς συγκινεῖ ξεχωριστὰ καὶ πολυέκφραστα τὸ ποιητικὸ αἴσθημα
στὸ ἔργο αὐτό, ὅπου τὸ σύμβολο εἶναι φαινόμενο, ὕπαρξη, ἰδέα καὶ ἐνέρ­
γεια τοῦ νοῦ. Ἐρχόμαστε στὸ σύμβολό του, ἀφοῦ πρῶτα περάσουμε τὴν
ἀναπαράσταση τῆς εἰκόνας, ποὺ μᾶς στέκει ἀφορμὴ νὰ σηκώσουμε τὴν
ψυχὴ στὸ θάμασμα. Εἶπα πὼς ἡ ποίησή του εἶναι πραγματικότητα, γιατὶ
πιστεύω στὴν ἀλήθεια τοῦ ὅτι κάθε ὑψηλὴ ποίηση εἶναι πραγματικότητα
ἀπόλυτη. Καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ξεχύνεται ἡ πραγματικότητα, καὶ στὶς
πλέον ἀσύλληπτες ποιητικὲς ἔκφρασες καὶ περισσότερο: Ἡ ποίηση δὲ δια­
φεύγει ποτὲ τὸ πραγματικό, γιατὶ καὶ πάντα οἱ αἰώνιοι κύκλοι τοῦ μυ­
στηρίου τῆς ζωῆς συνορίζονται μὲ τὴν πραγματικότητά μας, καὶ πάντα
τὸ φανταστικὸ δὲν ξεπερνάει τὰ σύνορα τοῦ πραγματικοῦ κόσμου. Καὶ τὸ
ἰδεατὸ κίνημα τοῦ πνευματικοῦ μας ὀνείρου εἶναι ἕνα ἀποτύπωμα πραγ­
ματικότητας στὸ κορμί του. Ἡ φύση μας εἶναι ἡ φύση, καὶ ἡ πραγματι­
κότητά μας δὲ συγχίζεται ποτὲ μὲ τὸ ἀνύπαρχτο.

Βρίσκω μέσα στὸ ἔργο τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου ἐξαιρετικὰ πλεγμένα τὰ δῶρα


τοῦ ποιητικοῦ κάλλους, γιατὶ μοῦ ἀνυψώνεται τὸ τραγούδι του ὑψηλὸ καὶ
μὲ τὶς ἰσοδύναμές του ἑνότητες στέρεα μαθηματικὸ στὴν ὀμορφιά του.
Δὲν περιττεύει οὔτε γραμμὴ στὸν Ἀλαφροΐσκιωτο, οὔτε στροφὴ δείχνε­
ται παραμελημένη ἀπὸ τὸν τεχνίτη. Ἐδῶ εἶναι στέριωμα ναῶν στὴ φύ­
ση. Εἶναι ὁ κόσμος του ποικίλος, μὰ συνταιριασμένος σ’ ἕνα στερέωμα
ὅμοια, ὥστε ἀπὸ τὸ θεμέλιο ὣς μὲ τὴ γραμμὴ ποὺ χάνεται στὸ διάστημα
γιὰ τὸ αἰθερόγραμμό της νῆμα, νὰ μὴν ὑπάρχει χώρισμα κανένα, κανέ­
να χάσμα. Ὅλα εἶναι χάρμα ζωῆς. Ὅ,τι σημειώνω ἐδῶ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ
Ἀγγέλου Σικελιανοῦ εἶναι κριτικὴ ποὺ θὰ δώσει στοὺς ἄλλους τὸ κλει­
 ΣΠΗΛΙΟΣ ΠΑΣΑΓΙΑΝΝΗΣ

δί, γιὰ νὰ ἀνοίξουν τὴ χρυσοθύρα ἑνὸς τόσον ἀνοιχτοῦ μυστικοῦ! Τὸ ἔργο


πιστεύω πὼς θὰ φέρει τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνει μέσα του ἀνάμεσό μας
ὑψηλονόητη, καὶ κανείς μας δὲ θὰ μείνει ὄξω ἀργονόητος, καὶ δὲ θὰ προ­
φτάσει νὰ εἰπεῖ: «Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος!». Καὶ πιστεύω πὼς ὅλοι
μας θὰ χαιρετήσουμε τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου καὶ τῶν Ἰονικῶν
Ραψωδιῶν μιὰ κορυφὴ ξέχωρη, ποὺ μᾶς φέρει τὸ μεγάλο Ἑλληνικὸ τρα­
γούδι, ὅπου μέσα του θαυμαστὰ ἠχολογάει ἡ Ἑλληνικὴ ψυχή.
Ὁ ποιητὴς εἶναι τόσο νέος! Καὶ νά ποὺ μᾶς δίνει σήμερα στὰ εἰκοσι­τέσ­
σερά του χρόνια τὸν «σκοπον».

1909
3

Ἄριστος Καμπάνης

[ΑλαφροΪσκιωτος ]

Ε ιναι τοσοσ καιροσ που εχει να εμφανισθει ἕνα βιβλίον ἄξιον προσο­
χῆς μεταξύ μας, ὅταν δὲ τὸ βιβλίον εἶναι ὅπως ἐκεῖνο περὶ τοῦ
ὁποίου θὰ σᾶς ὁμιλήσω, ἕνα βιβλίον-προσωπικότης καὶ ἕνα βιβλίον-κό­
σμος, ἕνα βιβλίον-ναός, ὀφείλομεν ἐμεῖς οἱ κριτικοὶ τῆς πτωχαλαζόνος
παραγωγῆς, οἱ ἀντιμετωπίζοντες «ἐπιθεωρήσεις» καὶ «μητσέλους» καὶ
πράσιν’ ἄλογα, νὰ σταματῶμεν.
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ καὶ τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου πό­
σες φορὲς τάχα μᾶς ἐδόθη ἡ ὑψηλὴ εὐτυχία ν’ ἀντικρύσωμεν τὴν ἀληθινὴ
ποίησιν; Ἀντιρρητορικήν, πλαστικὴν καὶ μουσικήν, λουτρὸν ἀληθινῆς πα­
λιγγενεσίας.
Δὲν ἀρνοῦμαι τὴν ποίησιν τοῦ Ἀστραπόγιαννου καὶ πρὸ πάντων τοῦ
Φωτεινοῦ. Δὲν ἀρνοῦμαι τὴν ποίησιν τοῦ Κρυστάλλη, τὴν γρα­φι­κὴ­ν ἅμα
καὶ ἀντηχητικήν, δὲν ἀρνοῦμαι τὴν ποίησιν τοῦ Τάφου καὶ τῶν Πα­τρίδων
τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ. Ἐχάρηκα εἰς τὰς στροφὰς τοῦ Γρυπάρη. Ἐχαιρέτισα
τὴν ἐμφάνισιν ἀπὸ τὰς στήλας αὐτὰς μάλιστα ἑνὸς νέο­υ ἐπικοῦ, ὁ ὁποῖος
μᾶς ἔδωκεν ὅ,τι δύναται νὰ μᾶς δώσῃ ἀκόμη καὶ τοῦ ὁποίου μιὰ δραματικὴ
δοκιμὴ κρατεῖ ἀκόμη εἰς συγκίνησιν τοὺς δραματικούς μας συγγραφεῖς,
τοῦ Μάρκου Αὐγέρη.
Ἀλλ’ ὁ ποιητὴς περὶ τοῦ ὁποίου θὰ σᾶς ὁμιλήσω ἔκαμε κάτι παραπάνω
ἀπὸ ὅλους αὐτούς. Ὑψώθη, ὡς λέγει ὁ Διονύσιος Σολωμός, κατακόρυφα.
Καὶ κατέστη αὐτὴν τὴν στιγμὴν ὁ μόνος Ἰόνιος διδάσκαλος. Ἐμπρὸς εἰς
αὐτὸν ὁ Μαβίλης καὶ ὁ Μαρκορᾶς εἶναι ἁπλῶς θεματογράφοι.
Γέννημα καὶ θρέμμα ὁ νέος ποιητὴς τῆς νήσου ποὺ κατὰ τὸν κύ­
ριον Dörpfeld κλείει τὰ μυστικὰ τοῦ Ὀδυσσειακοῦ θρύλου, τῆς νήσου
μὲ τὸν πανάρχαιον ζάπλουτον ἐλαιώνα, ποὺ ἡ παράδοσις θέλει Κο­ριν­
 ΑΡΙΣΤΟΣ ΚΑΜΠΑΝΗΣ

θι­α­­κὴν ­ἀ­π­οικίαν, ἔχει τὸν χαρακτήρα Δωρικόν. Ἡ ποίησίς του ὀφεί­


λει νὰ εἶναι ἄκρως ἀντιπαθὴς εἰς τοὺς προσδοκῶντας ἀπὸ τὴν τέχνην
ἁπλῶς αἰσθηματι­κὰς συγκινήσεις καὶ ρέοντας στίχους. Τὸ βιβλίον ποὺ
ἐξέδω­κεν ὁ νέος Ἰόνιος διδάσκαλος κρίνει τὴν ἀντοχὴν τῶν διαφόρων
ἐγκεφάλων. Δὲν θὰ εὕρῃς, ὅπως λέγει ἕνας κριτικός, στίχους διὰ νὰ
τοὺς ἀπαγγείλῃς ἐμπρὸς εἰς τὴν ἐρωμένην σου. Ὁ νέος ποιητὴς ἔκαμε
μᾶλλον ἕναν ὑψηλὸν μονόλογον ἐμπρὸς εἰς τὴν Μεγάλην Μητέρα. Καὶ
τὸν μονόλογον αὐτὸν φωτιζόμενοι ἡμεῖς τὰ τέκνα τῆς Μεγάλης Μητρὸς
αἰσθανόμεθα τὸ αἷμα μας νὰ παίρνει τὴν γλύκαν τῶν χυμῶν εἰς τοὺς
ὡρίμους εὐγενεῖς καρπούς.
Ἡ μουσικὴ τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου, διότι πρόκειται περὶ ποιήματος,
συμφωνικοῦ, τὸ ὁποῖο δὲν ἠμποροῦν νὰ ἐνωτισθοῦν οἱ ἔχοντες ἀκοὰς
ὄνου, εἶναι μπετοβενική. Κάποτε ὁ φίλος μου, κ. Κωστῆς Παλαμᾶς, εἶπε
περὶ τοῦ ποιήματος· «εἶναι μιὰ συμφωνία ἡρωϊκή». Καὶ ὁ ποιητὴς τοῦ
Τάφου γνωρίζω ὅτι τρέφει πρὸς τὸν νέον Ἰόνιον διδάσκαλον θαυ­μα­σμὸν
ἄκρον. Τὸν θαυμασμὸν αὐτόν, εἰς ὑψηλότερον μάλιστα τόνον, συμμερί­
ζεται ὁ γόης ποιητὴς τῆς Αὐτοκράτειρας Ἐλισάβετ, ὁ κ. Χρηστομάνος.
Τὸν συμμερίζεται ὁ Κονδυλάκης, ὁ ὁποῖος εἰς ἕνα βραχὺ σημείωμα τῆς
πρωϊνῆς ἐφημερίδος εἶπε μὲ πᾶσαν εἰλικρίνειαν ὅτι βιβλία ὡς τὸν Ἀλα­φροΐ­
σκιωτον δὲν δυνάμεθα ἐπιπολαίως νὰ κρίνωμεν. Τὸν θαυμασμὸν πρὸς τὸν
Ἀλαφροΐσκιωτον συμμερίζεται ὅλη ἡ νέα ποιητικὴ γενιὰ ἀπὸ τὸν Τριστά­
νον ὣς τὸν Καρβούνην.
Ὡς πρὸς τὰς εὐφυολογίας τώρα μερικῶν ἠλιθίων, οἱ ὁποῖοι εἰς τὸν μα­
κάριον αὐτὸν τόπον ποὺ ὅλα εἶναι μετατοπισμένα ἔγιναν χρονογράφοι καὶ
ἀποβαλόντες τὸ γουρουνοτσάρουχον ἐφόρεσαν τὸ λουστρίνι ἐνῶ ἡ κακο­
σμία τῶν ποδιῶν τους δὲν ἔπαυσεν ὑφισταμένη τί νὰ πῇ κανείς: Ἀμαθείας
θράσος, λέγει ἡ ἀρχαία παροιμία. Πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ χέρι ποὺ καθαρί­
ζει πατάτες νὰ παίξῃ πιάνο; Εἶναι τάχα εὔκολον ὁ κάθε ἀναλφάβητος νὰ
ἀντιμετωπίσῃ τὴν ὑψηλὴν τέχνην;
Ὁ κ. Ἄγγελος Σικελιανὸς ἐνεπιστεύθη τὸ βιβλίον του εἰς ὀλίγους ἐκλε­
κτούς. Τὰ ὅσα ἐγράφησαν ἀνοητολογήματα κατ’ αὐτοῦ, ὅταν δὲν ἦσαν
φθόνος χελώνης πρὸς ἀετὸν ἦσαν σαχλολογήματα ἀνθρώπων ποὺ δὲν
ἔτυχον τῆς ὑψηλῆς εὐτυχίας νὰ τὸ διαβάσουν. Διότι τὸ βιβλίον μέχρι τῆς
στιγμῆς αὐτῆς δὲν πωλεῖται εἰς τὰ βιβλιοπωλεῖα.
Ὁ Ἀλαφροΐσκιωτος εἶναι, ἠμποροῦμεν νὰ ποῦμε, τὸ ποίημα τῆς Ἑλ­­­
ληνικῆς ψυχῆς, μιὰ ἐνόραση ἐνδόμυχος καὶ μουσικὴ τῆς μαγικῆς Ἑλ­
ληνικῆς φύσεως ἀπὸ μίαν ψυχὴν παρθένον, ἀπὸ μίαν πρωτοφανῆ διὰ τὸν
ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ 

πλοῦτον της ἰδιοσυγκρασίαν. Ἔχει τόσας ἐναλλαγάς, τόσας κυμάνσεις,


τόσας δονήσεις ποὺ χρειάζεται μιὰ «ἀκουστικὴ συνείδησις», κατὰ τὸν Νί­
τσε, διὰ ν’ ἀντιληφθεῖ κανεὶς τὴν πλουσίως μεσημβρινὴν ποίησιν, ἡ ὁποία
ἔχει πολλὰς ἀναλογίας πρὸς τὴν ποίησιν τοῦ Ἄγγλου Σέλλεϋ.
Εἰς τὸ βραχὺ αὐτὸ σημείωμα δὲν δύναται νὰ γίνῃ προσήκων λόγος δι’
ἔργον ποὺ ἀλλοῦ ὁμιλῶ ἐκτενέστερα.
Ὁ «Γιαλὸς μὲ τὰ γελάδια», τὸ δωρικῆς ἀρχαιοπρεπείας ποίημα, ὁ «Δεῖ­
πνος», τὸ «Διάβα τοῦ Ἐλαιῶνα» παρέχουν συνθετικωτέραν καὶ μᾶλλον
γαλήνιον εἰκόνα τῆς τέχνης τοῦ νέου ποιητοῦ. Ἡ φύσις ἡ Ἑλληνικὴ κάτω
ἀπὸ ἀχνοκύανον εὐγενικὸν κρουστάλλι. Εἶναι γεμάτη ἀπὸ μέθην φωτει­
νήν. Δὲν ἔχει κανέναν ἀλεξανδρινισμόν, πολὺ δὲ περισσότερον βυζαντινι­
σμόν. Εἶναι μία εἰδωλολατρικὴ ποίησις, ὅπου ἡ ἱερότης τοῦ πόνου, καὶ τῆς
ἀνθρώπινης χαρᾶς ἡ ἱερότης εὑρίσκουν τὴν ὑπάτην μουσικὴν ἐκδήλωσιν.
Ἕνας Ἀθηναῖος χρονογράφος πρὸ καιροῦ μᾶς ἐβεβαίωνεν «ὅτι πρέπε­ι
ὅσοι λαμβάνουν τὰς ἀνωνύμους ἐπιστολὰς νὰ τὰς σχίζουν ἐντελῶς ἀνα­
ποσφραγίστους!». Πολὺ καλύτερα θὰ ἔκαμνεν ἂν τὸ ἑπτασφράγιστον βι­
βλίον περὶ τοῦ ὁποίου σᾶς ὡμίλησα δὲν ἀπετόλμα ν’ ἀποσφραγίσῃ. Ἦτον
μία βεβήλωσις.
Τί ὅμως πρὸς αὐτά; Ἐμεῖς παρερχόμεθα, τὰ ἔργα μένουν. Αἱ ὕβρεις
μένουν ἐπὶ τῶν ὑβριζόντων. Ἡ τέχνη τοῦ Σικελιανοῦ ὅπως ἡ τέχνη τοῦ
Σολωμοῦ δὲν ἔχει νὰ καμφθεῖ πρὸ τῶν ἀνοησιῶν τοῦ ἀμαθοῦς ὄχλου.
Σφραγὶς δωρεᾶς πνεύματος ἁγίου ἀμήν.

1909
4

Γρηγόριος Ξενόπουλος(;)

Αγγελου Σικελιανου
αλαφροΪσκιωτος

Μ εγαλο βιβλιο, σε ολλανδικο χαρτι, μὲ ὡραῖα στοιχεῖα, μὲ τοὺς τί­


τλους στὸ περιθώριο, μὲ πέτσινο κάλυμμα, μὲ χρυσὲς ἐπιγραφές,
μὲ πέτσινα δέματα [= κορδόνια]… Ποτὲ συλλογὴ στίχων δὲν ἐτυπώθη
στὴν Ἑλλάδα μὲ τόσο λοῦσο. Καὶ ὅταν τὸ ἐξωτερικὸν εἶναι τόσο πλούσιο,
εὔμορφο, καλαίσθητο, χαρακτηριστικό, μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι ἀποτελεῖ
καὶ μέρος τῆς οὐσίας. Νομίζεις ὅτι ὁ ποιητής, γιὰ νὰ διαλέξει αὐτὸ τὸ
σχῆμα, αὐτὰ τὰ ὑλικά, αὐτοὺς τοὺς συνδυασμούς, εἰργάσθη προσεκτικὰ
καὶ φιλόστοργα μὲ τὴν ἴδια ψυχὴ ποὺ λάμπει μέσα στοὺς στίχους του: Δια­
λέγεις ἕνα χρῶμα ὅπως καὶ μιὰ λέξη, ἕνα σχῆμα ὅπως κ’ ἕνα ρυθμό.
Πολὺς θόρυβος ἔγινε γι’ αὐτὸ τὸ βιβλίο ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ ποιητοῦ
_ ἕνας θόρυβος ποὺ τὸν ἔβλαψε σημαντικά. Διότι οἱ νεαροὶ θιασῶται τῆς
πρωτόβγαλτης αὐτῆς βουκολικῆς ποιήσεως ἐκήρυξαν _οὔτε πολύ, οὔτε
λίγο_ πὼς ἐφάνηκε τέλος πάντων ὁ Μεσσίας, ὁ Μεγάλος Ποιητὴς ποὺ πρὸ
αἰώνων περιμένει τὸ Ἔθνος! Καὶ φυσικά, οἱ περισσότεροι ἄνοιξαν τὸ βι­
βλίον μὲ ὑπερβολικὰ μεγάλες ἐλπίδες, καὶ τὸ ἔκλεισαν μὲ ἀπογοήτευσιν…
Ὅσοι ὅμως ξέρουν νὰ δυσπιστοῦν πρὸς τὰ φιλικὰ ἐγκώμια καὶ ἠμποροῦν
νὰ διαβάζουν ἀνεπηρέαστοι, ἀνεγνώρισαν ὅτι ὁ κ. Σικελιανός, ἂν δὲν εἶναι
ὁ Μεσσίας, πάντα εἶν’ ἕνας ποιητὴς πρωτότυπος, ἰδιότροπος, ἄφθονος,
πλούσιος, ἁρμονικότατος, παραστατικότατος, μεγαλόστομος σὲ πολλά,
θαυμάσιος σὲ μερικά, καὶ σὲ ὅλα του ἄξιος προσοχῆς μεγάλης.
Μᾶς ἀρέσει νὰ ἔχωμεν ἐπάνω στὸ τραπέζι μας αὐτὸ τὸ βιβλίο, καὶ κά­
θε τόσο νὰ διαβάζωμεν ἀπὸ δύο τρεῖς σελίδας. Εἶναι πραγματικῶς μία
σπανία χαρά. Συχνά, ἐπίμονα, οἱ μουσικοὶ στίχοι ξαναγυρίζουν στὴ μνή­
μη μας. Καὶ πότε βλέπομεν ὁλοζώντανη τὴν εἰκόνα ποὺ μᾶς ζωγραφί­
ζουν, καὶ πότε ἀκοῦμε μόνον τῶν λέξεων τὴν ὑποβλητικὴ μουσική. Εἶν’
ἕνας στίχος ἄξαφνα ποὺ λέγει:
12 ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ (;)

Στὴ χλιὰ μεσημεριάτικη γαλήνη τοῦ ἐλαιῶνα…


Κ’ ἕνας ἄλλος παρακάτω:
Ἂν ἡ κορφὴ δὲν ἦταν ἡ τετράψηλη,
Σφιχτὰ ποὺ μὲ εἶχε δέσει καὶ παγώσει.
Ὁ πρῶτος εἶναι καθαυτὸ ἡ «χλιὰ μεσημεριάτικη γαλήνη τοῦ ἐλαιῶνα»·
τίποτε παραπάνω, ἀλλὰ καὶ τίποτε ὀλιγότερο. Μέγα πράγμα! Μία γα­
λήνη ἀληθινὰ θεία! Ὁ δεύτερος ὅμως δὲν λέγει τίποτε. Εἶναι ἁπλῶς μία
ὡραία μουσική.
Ἀμέτρητοι εἶναι οἱ στίχοι σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο, ποὺ θέλγουν μόνο μὲ τὴ μου­
σική τους. Καὶ στὸ σύνολον _γιατὶ σύνολον ἀποτελεῖ ὁ Ἀλαφροΐσκιωτος_,
δύσκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ παρακολουθήσει τὴν κεντρικὴν ἰδέαν μέσα σ’
ἕνα λαβύρινθον ἀπὸ εἰκόνες καὶ σκέψεις ποὺ δὲν ἔχουν κανένα φανερὸν
εἱρμόν. Γι’ αὐτὸ εἶπαν πολλοὶ πὼς τὸ ποίημα εἶναι ἀσυνάρτητον. Ναί,
ἀσυνάρτητον. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀσυναρτησία ἐδῶ καταντᾶ ἀρετή. Εἶναι ἡ
ἀσυναρτησία ποὺ ἔχει ὁ μεγάλος καταρράκτης, ἡ τρικυμισμένη θάλασ­
σα, ἡ βροχὴ ἡ ἀτελείωτη, ποὺ περνᾶ σὲ μιὰ στιγμὴ ἀπὸ τὴ σιγαλὴ ψιχάλα
ὣς τὸν πολύκροτον ὄμβρον.
Τὸ βιβλίον τοῦ κ. Σικελιανοῦ εἶναι καὶ γλωσσικὸς θησαυρός. Τί πλού­
σιον λεξιλόγιον καὶ τί θαυμάσιον μεταχείρισμα τῆς γλώσσης τοῦ λαοῦ!
Τέτοιος ποιητὴς δὲν μποροῦσε νὰ μὴν εἶναι καὶ γλωσσοπλάστης. Τίποτε
δὲν πλάθει τὴ γλώσσα τελειότερ’ ἀπὸ τοὺς ρυθμούς. Καὶ γιὰ ρυθμοὺς ὁ κ.
Σικελιανὸς εἶναι γεννημένος. Ὅπως καὶ ὁ ποιητὴς τῆς Μεγάλης Αὔρας, ὁ
κ. Σκίπης. Αὐτοὶ οἱ δύο, κατὰ τὴ γνώμη μας, διακρίνονται ἀνάμεσα στοὺς
νέους. Στέκονται πολὺ-πολὺ ψηλότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Δὲν θέλουμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ Ἡγησὼ δὲν μᾶς παρουσίασε πολλὰ νέα
ταλέντα, ποὺ μᾶς ἐγέμισαν χαρὲς καὶ ἐλπίδες. Ὅμως αὐτοὶ οἱ δύο ἔχουν
κάτι παραπάνω: ἐγγίζουν ἀπὸ τώρα τὸ Μεγάλο.

1909
5

Κωσταντῖνος Χατζόπουλος

Λυρικη ποιηση

Ὕπνος ἱερός, λιονταρίσιος,


Τοῦ γυρισμοῦ, στὴ μεγάλη,
Τῆς ἀμμουδιᾶς ἁπλωσιά·
Στὴν καρδιά μου
Τὰ βλέφαρά μου κλεισμένα·
Καὶ λάμπει, ὡσὰν ἥλιος βαθιά μου.
Βοὴ τοῦ πελάου, πλημμυρίζει
Τὶς φλέβες μου·
Ἀπάνω μου τρίζει,
Σὰ μυλολίθαρο ὁ ἥλιος…

Ε τσι αρχιναει το μεγαλεπηβολο παραμιλημα του ὁ ποετάστρος τοῦ


Ἀλαφροΐσκιωτου, κ’ ἔτσι, σὰ μυλολίθαρο, ὅπως τὸ λέει στὸ Μεφιστό­
φελε κι ὁ δόλιος μαθητὴς τοῦ Φάουστ, γυρνοῦν καὶ τρίζουν στὸ φτωχό μου
νοῦ κ’ ἐμένα οἱ ἀσυνάρτητες κι ἄχαρες φλυαρίες στὸ τέλος τοῦ μαρτυ­ρίου,
ὅπως μοῦ στάθηκε τὸ διάβασμα αὐτοῦ τοῦ νέου ποεταστρικοῦ ἄθλου.
Δὲν ξέρω ποιὰ μεγάλα νοήματα θὰ ξεδιαλύνουν, στὸ θεματογράφημα
τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου, οἱ σχολιαστὲς ποὺ θὰ γεννηθοῦν ὅταν θ’ ἀλλάξει ἡ
σφαίρα καὶ τὸ λογικὸ κ’ ἡ αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνα μὲ τὴ θέλη­
ση τῶν ποετάστρων· ἐγὼ ὅμως χρωστάω νὰ τ’ ὁμολογήσω, _μὲ ὅλο τὸ
φόβο νὰ καταλογιστῶ καὶ πάλι στοὺς ἀνίδεους καὶ τοὺς χυδαίους_, πὼς
ἀπ’ ὅλες τὶς φωνὲς καὶ ἀπ’ ὅλα τὰ ἀκούσματα, τοὺς βαθιοὺς λόγους καὶ
τὰ τάματα, τ’ ἀνεβάσματα καὶ τὶς νίκες, τοὺς ὀσκρούς, τὰ φίδια, τοὺς
ἀϊτούς, τ’ ἀθάνατα νερά, τὰ βουνὰ καὶ τὰ χαλίκια, τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα,
τοὺς αἰθερογέννητους, τὶς Δύναμες καὶ τὶς Βούλησες, τὶς Ἀποκάλυψες
14 ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

καὶ τὶς Μουσικὲς σκέψεις, τὶς ἁρμονίες τοῦ ἀσφόδελου καὶ τὰ θάμα­
τα τοῦ ξάστερου ἤχου, τὶς γλαῦκες καὶ τὶς γλαυκομάτες, τὶς χρυσόφρυ­
δες, τὶς ἀνυφάντρες καὶ τὶς νιὲς μοιρολογῆτρες, τὸ δάκρυ τοῦ Ὀδυσσέα,
καὶ τ’ ἄλογα καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἀχιλλέα, καὶ τ’ ἄλλα τόσα ποὺ παρατά­
ζονται κι ἀνακατώνονται μέσα στὴν ἄβυσσο τῆς ἀσυναρτησίας καὶ στὸ
χάος τῆς σύγχυσης τοῦ νοῦ, δὲ μπόρεσα νὰ καταπειστῶ μὲ κανέναν τρό­
πο γιὰ τὴν ὀμορφιά, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγνότητα _τὶς ποιητικές, ἐννοῶ_
τοῦ νεόφαντου καὶ νεαροῦ αὐτοῦ ποετάστρου. Ἕνα μόνο κατάλαβα: τὴν
ἀνικανότητά του ἀκόμα νὰ δώσει στὸ ξάναμμα τῆς ἄπλερης φαντασίας
του μιὰ πλαστικὴ μορφή, ν’ ἁρμονίσει σὲ μιὰ κάπως, ἔστω καὶ μουσικὰ
(ὅπως τὸ κοπανάει ἡ αἰσθητικὴ τοῦ συμβολισμοῦ) καθαρὴ παράσταση
στὰ συγχισμένα ὀνειριάσματα καὶ θολὰ ἰδεάσματα ποὺ βασανίζουν τὸ
μυαλό του.
Κι ὡστόσο κάθ’ ἄλλο παρὰ ἀνάξιος προσοχῆς ὁλότελα, σὰν ἄλλους συ­
ναδέρφους του, εἶναι αὐτὸς ὁ ξαναμμένος ὀργιαστὴς τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου.
Πρῶτα, μπορεῖ καὶ στιχουργεῖ καλὰ συνήθως, τεχνικὰ καὶ ρυθμικά, κι
ὅσο κι ἂν καταντάει στὸ μονότονο, κάποτες βρίσκει μιὰ ἁρμονία καὶ
μιὰ ἑφτανησιώτικη γλυκάδα. Οἱ στίχοι τοῦτοι λ.χ. κάθ’ ἄλλο εἶναι ἢ
ἄσχημοι:

Νὰ συγκεράσω δυὸ ἀγαθὰ στὴ ζωὴν ἔχω λογιάσει,


Νὰ πνέω γυμνὸς τὸ πέλαγο καὶ σφίγγοντας τὴ ζώνην
Στὸν ἀλαφριὸ χιτῶνα μου, νὰ μπαίνω στὸν ἐλαιῶνα.
Καὶ τὰ κοπάδια, ὡσὰν πλατιὰ ποτάμια, ὁποὺ κυλᾶνε,
Μὲ τὸν ἀχὸ τῶν κουδουνιῶν στὴν ξέρα, ὡσὰν ποτάμια
Ποὺ δὲ σιγάει τὸ διάβα τους, ν’ ἀκούω _ καὶ στὴν ψυχή μου
Νά ’ναι ὁ ρυθμὸς ἀσίγητος τοῦ Ἰόνιου, πώς, σὰν πέφτει
Ὁ ἀγέρας, πλέον γαλήνια καὶ πλέον ψηλὸ τὸ κῦμα
Σηκώνει ἡ φουσκοθαλασσιά, πλάνο καὶ βοὴ γεμᾶτο.
Νὰ συγκεράσω ἐλόγιασα, μὲ μιὰ βουλὴν ἀντρίκια,
Καὶ τῆς Ἠπείρου τοὺς γιαλοὺς καὶ τοῦ Ἰονίου τοὺς ἄμμους,
Ἢ τὰ κουπιά μου λάμνοντας, φτερά, χωρὶς ἀγῶνα,
Ἢ ἀγαλινά, κολυμπιστής, σὲ ἡλιόλουστα ταξίδια.

Καὶ εἶν’ τὸ ἀγαθὸ πολύκλαρο, σὰν κέρατο ἀλαφίσιο,


Ἢ ὡσὰν διπρόσωπος θεός, ποὺ βλέπει ὀμπρὸς καὶ πίσω.
ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 15

Καὶ στὸ γιαλὸ ἐπλαγιάσαμε, μὲ τὰ πολλὰ γελάδια,


Στὸν Ἠπειρώτικο γιαλό, πὄχει τὸ φῶκι, στρῶμα.
Μὲ ἀκολουθήσατε οἱ γλυκὲς ἀπόβραδα γυναῖκες.
Ἡ μιά, μοῦ ἀκλούθα τὴ ζωή, τὸ θάνατό μου ἡ ἄλλη,
Ἡ τρίτη, μοῦ ἐσυντρόφευε τὸ σιωπηλὸ τραγοῦδι.
Κ’ εἶναι γαλήνιος ὁ βαθὺς γιαλός, γραμμένο πὄχει
Μέσα στὸν ξάστερο βυθὸ τὸ δίχτυ τοῦ κυμάτου.
Καὶ τὰ γελάδια ἐφάνηκαν στὸν ἄμμον ἁπλωμένα
Καὶ ὅλον ἐπιάναν τὸν πλατὺ γιαλό· καὶ μόνον ἕνα
Ἀνάμεσό τους σκώθηκε καὶ κύταξέ μας· τ’ ἄλλα.
Ἀργολοξέψαν μοναχά, τὰ μάτια τὰ μεγάλα.

Κι ὡς βγῆκαν ὄξω, ἐπλάγιασαν στὴν ἀμμουδιὰ οἱ γυναῖκες·


Τὶς περισαίναν τὰ σκυλιὰ καὶ γρούζανε ἀπ’ ἀγάπη·
Κ’ ἐγὼ ἐτραβήχτηκα μακριά, γιατ’ ἡ μεγάλη ἀγάπη
Πότε σὰν πέλαο πλημμυρεῖ, πότε ξεσέρνει πίσω.
Κι ὡς σὲ δαμάλι ἐσίμωσα καὶ γλυκοχάϊδευά το,
Ἐκειὸ τὸ χέρι μοῦ ἄγλειφε μὲ τὴν τραχιά του γλῶσσα·
Στῶν γελαδιῶν τὰ μέτωπα καὶ τ’ ἄστρα ἀναπευόνταν.

Καὶ στὰ γελάδια ἁπλώθηκα, καὶ ὁ ὕπνος ποὺ μὲ πῆρε,


Σὰν ὕπνος μεσημεριανός, ἀργὰ τὸ νοῦ μοῦ ἐπῆρε,
Τί, πῶς χυμίζαν οἱ εὐωδιὲς στὴν καρωμένη ἀνάσα,
Πάλε ἡ μιλιά μου ἀλάφρωνε, τῶν γυναικῶν τὸ νοῦ μου
Καὶ πότε ὁ λόγος βουΐζοντας ἀπὸ τ’ αὐτιά μου ἐπέρνα,
Πότε ἐπνιγόνταν, σὰν ὁ ἀχὸς τῆς μέλισσας, στὸν κάμπο.
Κι ὅπως βυθίζεις σὲ πηγή, στενόλαιμο λαγῆνι
Κι ὡς τὸ βυθίζεις, τὸ νερὸ μιλεῖ γεμίζοντάς το
Κ’ ἔπειτα ξάφνου ἡ σιωπή, θαρρεῖς, ποὺ ἐγέμισέ το,
Σὲ ἀνάλαφρα μουρμουρητὰ καὶ σὲ ἀναδέματα ἴσκιων,
Ὅμοια καὶ μένανε, ἡ σιγὴ τοῦ ὕπνου, ἐγέμισέ με.

Καὶ θὰ μποροῦσα νὰ ξεσηκώσω πολλὰ κομμάτια ἀπὸ τὸ ποίημα «Ὁ


γιαλὸς μὲ τὰ γελάδια», γιὰ νὰ δείξω, μαζὶ μὲ τὸ τεχνικὸ καὶ τὸ καλο­
δεμένο καὶ μελωδικὸ τοῦ στίχου, καὶ μιὰ ἄλλη ἀκόμη ποιητικὴ ἀρετή·
τὸ ζωηρὸ καὶ ζωντανὸ καὶ παραστατικὸ καὶ λεπτοαίσθητο συχνὰ τῆς
καθεμιᾶς εἰκόνας, ποὺ μᾶς ξετυλίγει ὁ ποιητής, σὰν καταφέρνει νά ’βρει
16 ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

γιὰ μιὰ στιγμὴ _ὅπως στὸ παραπάνω ποίημα καὶ σὲ λιγοστὰ μικρότερα,
 

τρία ἢ τέσσερα [τὸ] πολύ, στὴν ἀρχὴ τοῦ β´ μέρους τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου_
κάποια ψυχικὴ γαλήνη καὶ καθαρότητα στὴν ἔκφραση, ἂν ὄχι καὶ μιὰ
καθαρότητα ἰδέας, ὅπου δηλαδὴ ξεχνάει τὴν ὑπεράνθρωπη ὑπόκριση κι
ἀφήνει, ἂν ὄχι τὴν ψυχή, τὶς αἰσθήσεις κἄνε ν’ ἀντιληφτοῦν ἀνθρώπινα.
Ἔπειτα, ἔχει αὐτὸς ὁ ποετάστρος ἕνα αἴσθημα τῆς γλώσσας ἀρκετὰ
γερὸ κ’ ἕναν πλοῦτο λεχτικὸ στὴ διάθεσή του, ποὺ ὄχι σπάνια τὸν μετα­
χειρίζεται καλόστοχα καὶ καταφέρνει νὰ μᾶς δείξει τί ὄργανο ἁρμονίας,
τί μέσο ἐκφραστικὸ τῆς ὀμορφιᾶς μποροῦσε νὰ γίνει κι αὐτός, κοντὰ στ’
ἄλλα προσόντα, γιὰ μιὰ πιὸ εἰλικρινῆ ποιητικὴ προσπάθεια, γιὰ μιὰ σε­
μνότερη ἀντίληψη τῆς τέχνης.
Μὰ γιὰ τὸν ποετάστρο τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου σκοπὸς δὲν εἶναι νὰ μᾶς συ­
γκινήσει, πλάθοντας σὲ ὀμορφιὰ τὰ ψυχικὰ προσόντα του, ἀλλὰ μονάχα νὰ
μᾶς ἀραδιάσει, νὰ μᾶς ἐπιδείξει τέτοια· ἡ ποιητική του πρόθεση δὲν εἶναι
νὰ μᾶς ἐκφράσει σὲ πλαστικὴ καὶ ρυθμικὴ ἁρμονία ἐκεῖνο ποὺ συγκινεῖ τὸ
νοῦ καὶ τὴν καρδιά του, μὰ νὰ μᾶς τὰ κηρύξει τὰ τελευταῖα γιὰ τρανά. Θὰ
μοῦ χρειάζονταν νὰ ξεσηκώσω τὰ τρία τέταρτα τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν ὅλη
φλυαρία, γιὰ νὰ δείξω ὅλο τὸ βάθος τῆς ὑπόκρισης, ὅλο τὸ φάρδος τῆς χει­
ρονομίας τοῦ ποετάστρου. Ὁ χῶρος μὲ ἀναγκάζει νὰ περιοριστῶ σ’ ἕνα
μονάχα δεῖγμα. Τὸ κομμάτι ἔχει τὸν παράτιτλο: «Οἱ ὀσκροί. Δέηση στὴν
ἄνοιξη καὶ στὸ λαό»:

Ποτίστε με, ποτίστε με,


Καὶ κέντρωσέ με ἐσὺ χωριάτη,
Ποὺ ὡσὰ γυναῖκα ἀνέβασες
Τὴν πλάση, στὸ ψηλό σου τὸ κρεβάτι·
Ποὺ τρεῖς φορὲς σοῦ ἀλλάξανε
Τὰ δόντια, γιὰ ν’ ἀλέσεις μὲ τὴν τρίτη
Γενιά, τὸ κριθαρόψωμο,
Στὸ βαρυθέμελό σου σπίτι·
Κεντρῶστε με μὲ τὸν ὀσκρὸ
Κάθε φιδιοῦ, ποὺ ἀπὸ τὸ ντύμα βγαίνει,
Ἀπ’ τὸν τυφλίτη, ἀπ’ τὸν ἀστρίτη, ἀπ’ τὴν ὀχιὰ
Κι ἀπ’ τὴ δεντρογαλιὰ τὴν ἀναμμένη,

Ποτίστε με, ποτίστε με,


Δὲν τρέμω ἐγὼ τὴ φαρμακεύτρα πλάση.
ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 17

Ἂν δὲν εἶμαι ἄξιος γιός της, νά,


Ζητάω νὰ μὲ χαλάσει
Ἀκοῦστε, ἀκοῦστε με· ἂν ἐτρέμανε
Στὴν κούνια, τὰ βυζασταρούδια,
Ἐμένα μὲ νανούρισαν
Τῶν ἀντρειωμένων τὰ τραγούδια.
Ἐμέ, λεχώνα ἡ μάνα μου,
Στὴ μπόρα τὴ Μαρτιάτικη
Πού ’χε τὰ οὐράνια ἀνοίξει
Ἐσκώθη καὶ μὲ πῆρε στὴν ἀγκάλη της,
Τὸν πρῶτο κεραυνὸ γιὰ νὰ μοῦ δείξει!
Τὸ πρόσωπό μου ἐφύλαγεν
Ἡ προσωπίδα ἡ διάφανη,
Ποὺ ἡ μάνα ἀπὸ τὴν ὄψη μου,
Ἀγάλι ἀγάλι βγάνοντας
Ἐχαμογέλα ἀχνή, νὰ μὲ γνωρίσει.
Δάκρυα τῆς ἀναλάμπαν στὰ ματόκλαδα.
Μάνα, ἱερότερη ἀπ’ τὴ φύση _
Καὶ κάπου ὡσὰ νὰ γνώρισε
Βαρὺ σημάδι ἀπάνω μου,
Τῆς χτύπησε βαθιὰ ἡ καρδιά,
Καὶ στὶς γυναῖκες ἔκραξε
Ποὺ μὲ εἶχαν πρωτοπιάσει
Στοὺς δρόμους ὄξω νὰ χυθοῦν,
Νὰ μὲ κηρύξουν στὰ βουνὰ
Καὶ στὴ μεγάλη πλάση!

Τὸ ἂν εἶναι ὀμορφιά, ποίηση, τέχνη, παρόμοια ξύλα κούτσουρα, τολμάω


νὰ τ’ ἀμφιβάλλω, μὲ ὅλον τὸν κίντυνο νὰ σταλθῶ κ’ ἐγὼ νὰ πάρω θέση γύ­
ρω «στ’ ἄτιμο τραπέζι τῶν ὀχτρῶν» τοῦ ποετάστρου.
Τὸ ἴδιο, ἂν ἦταν μία καὶ μοναχὴ ἡ περίσταση ποὺ χάνονται ἀγαθὰ
ποι­η­τικὰ χαρίσματα κάτω ἀπ’ τὴν τάση τῆς ψευτοεπίδειξης, τῆς ξιπασιᾶς
καὶ τοῦ μεγαλοτεντώματος, ἂν ἦταν μόνο καὶ μοναδικὸ τὸ φανέρωμα
τῆς ἔλλειψης συνείδησης καὶ τιμιότητας τῆς τέχνης, ὦ βέβαια τὸ φαι­
νόμενο δὲ θ’ ἄξιζε τὸ λόγο. Ὅμως δὲν τὸ πιστεύω νά ’μαι ’γὼ ὁ μοναχὸς
ποὺ βλέπει τὸ φαινόμενο σὰ γενικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ἐποχῆς μας καὶ
18 ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ξεχωριστὰ στὴ νιότερη γενιά. Μόνο στὴν ἐξήγησή του, θαρρῶ, μπορεῖ νὰ
μὴ συμφωνάει κανεὶς μαζί μου.
Καμιὰ ὄρεξη δὲν ἔχω νὰ γυρίσω ξανὰ στὰ ἴδια πράματα τὴν ὥρ’ αὐτή.
Περιορίζομαι νὰ ρωτήσω πάλι τὸν ἑαυτό μου, σὰ στὴν ἀρχή [τῆς ἐπι­φυλ­
λίδας μου]:
Δὲν ἔχει ἄλλο ἰδανικό, λοιπόν, ἡ νιότη αὐτοῦ τοῦ ἄθλιου τόπου, ὀξὸν
ἀπὸ τὰ κούφια ἰδεάσματα, ἀπὸ τὰ κυνηγήματα καὶ τ’ ἀραδιάσματα λό­
γων χοντρῶν, ἀπὸ τὸ χαροκόπημα σὲ ἀχοὺς ἄδειους ἀπὸ ψυχή, σὲ κραυ­
γὲς ἄδειες ἀπὸ αἴσθημα, σὲ μεγαλοπιάσματα καὶ μεγαλοκορδώματα, σ’
ὑπερ­ανθρώπινες χειρονομίες καὶ σὲ μεγαλομανεῖς ἐπιδείξεις;
Σβήστηκε κάθε φλόγα ἀληθινή, λοιπόν, ἀπὸ τὴ «χώρα τῆς σκλαβιᾶς»;
κάθε ἀγάπη γνήσια, κάθε αἴσθημα ἀνθρώπινο, κάθε συνείδηση, συναίσθη­
ση κ’ εἰλικρίνεια;
Καὶ κατάντησε κ’ ἡ ποίηση, σ’ αὐτὴν τὴν «κολασμένη Πολιτεία», ἕνα
βα­γαπόντεμα, ἕνα καβγάδισμα καὶ φάγωμα γιὰ τὸ εὔκολο θυμιάτισμα,
ἕνα φκιασίδωμα καὶ πόρνεμα γιὰ τὸ θόρυβο τῆς ἡμέρας;
Νὰ μιλήσω καθαρότερα δὲν εἶναι ἀνάγκη. Ὁποὺ δὲν ἔχει μέσα του τὴ
φλόγα, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ γνησιότη, δὲν εἶναι καὶ χαμὸς πολὺς ἂν δὲ μὲ
κα­ταλάβει. Ὅμως, δίχως νά ’ναι κανένας πατριώτης μὲ τὸ τρεχούμενο
νόημα, δίχως νὰ μπορεῖ νὰ ὑμνολογάει ἢ νὰ κλαίει τὶς παλιὲς δόξες τοῦ
τόπου αὐτοῦ καὶ νὰ νειρέβεται ἕνα ἀναστύλωμα τοῦ περασμένου, μπορεῖ
νὰ λαχταράει ἕναν ἀνθρωπισμὸ καὶ μιὰ ζωὴ μὲ πιὸ δροσιὰ κι ἀλήθεια. Κ’
ἐγώ, τελειώνοντας, δὲ μπορῶ παρὰ νὰ χαρίσω, μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου,
τὶς ὑψηλὲς χαρὲς ἀπὸ τοὺς Ἀλαφροΐσκιωτους καὶ τὰ παρόμοια, σ’ ἐκείνους
ποὺ τὶς λαχταρᾶν, καὶ νὰ γυρίσω μὲ παρηγοριὰ στὴν τιμιότερη προσπά­
θεια τοῦ κ. Ρήγα Γκόλφη, μὲ ὅλες τὶς ἀτέλειες κι ἀδυναμίες τῆς μούσας
του, ποὺ δὲ βαρέθηκα νὰ ἀραδιάσω παραπάνω.

1909
6

Δημ. Ζαχαριάδης

Αγγελου Σικελιανου
αλαφροϊσκιωτος

Ο πραγματικοσ κυριαρχοσ των πραγματων καὶ τῶν συναισθημάτων, ὁ


κυρίαρχος τῆς ρευστότητας τῆς ζωῆς, εἶναι ὁ Ποιητής.
Μὲ ἀκατάβλητην ὁρμὴ σύνθεσης συγκεφαλαιώνει _ἀναδημιουργεῖ
μᾶλλον_ καὶ τῆς διαίσθησης τὰ ὀνειροπολήματα καὶ τὸν ἀντιληπτὸ κό­
σμο, ὅπως καμιὰ ἄλλη μέθοδο γνώσης. Ἀλλὰ καὶ ἁπλὸς ἀκόμα ἀποδέκτης
τοῦ θροΐσματος τῆς διαβατάρας ζωῆς, δονεῖται καὶ ἀποδίδει ρυθμι­
κά, δηλαδὴ ἀντιληπτὰ πάλι, τὰ ζωϊκὰ ρεύματα ποὺ τὸν συνταράσσουν.
Ἐδόθηκε λοιπὸν _σὲ διανόηση καὶ μουσικὴ_ στὸν Ποιητὴ νὰ ἐπιβάλλει
τὸ ρυθμό του στὴν ὕπαρξη καί, ἀπὸ τὴν ἀσυναρτησία της ποὺ θαμπώνει
τὸ κοινὸ μάτι, νὰ συγκομίζει ἀπόσταγμα καθαρὰ ἀνθρώπινο _ τὸ μόνο
ποὺ ἐνδιαφέρει.
Τέτοιος κυρίαρχος, τῶν πραγμάτων ἰδίως, φανερώθηκε ὁ Σικελιανὸς
στὸν Ἀλαφροΐσκιωτο καὶ στὶς Ραψωδίες τοῦ Ἰονίου, ἕναν τόμο ἄδολης ποίη­
σης, λυρισμοῦ ἀσυγκράτητου, στίχων πλαστικῶν, ποὺ τὴν ἁδρὴ σάρκα
τους ροδίζει ἄλικο αἷμα _ τὸ ἴδιο αἷμα ποὺ ἔκαιγε τὶς φλέβες τοῦ Διόνυ­
σου, ἁψύτερο κι ἀπὸ τὸ ἄκρατο καὶ φλογισμένο κρασί.
Ὁ Ἀλαφροΐσκιωτος εἶναι ἕνα ἔπος, τὸ ἔπος τῆς ποιητικῆς διανόησης.
Ἀνιστορᾶ, μὲ ἀνείπωτες παρθενικὲς φράσεις, σὲ βοὴ μεγάλου ἐλεύθερου
ρυθμοῦ, τὴ γέννηση, τὴν ὁρμητικὴν ἄνοδο καὶ τὸ γαλήνιο κυριαρχικὸ
ἅπλωμα τῆς ποιητικῆς συνείδησης. Οἱ στίχοι του σὰν νὰ εἶναι αὐτὴ
ἡ ἀνάσα τῆς φύσης, σὰν νὰ εἶναι ἡ σκόρπια ψυχὴ τῆς ὕπαρξης ποὺ μ’
ἀγωνία ζητᾶ νὰ σαρκωθεῖ σ’ ἀνθρώπινη συνείδηση, θροοῦν τὸν πηχτὸ θρὸ
τῆς ἔντονης ζωῆς τοῦ Διονυσιακοῦ παροξυσμοῦ:
20 ΔΗΜ. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ

… καὶ ἀνέβηκα
Ὅσο ἀνεβαίνει ἡ μέρα,
Γιὰ νὰ χαρῶ τὸ διάπλατο
Τοῦ ἀπάνω κόσμου ἀγέρα
..................
Κάτου, ζευγάρια ἀλάτρευαν·
Τ’ ἄτια, τ’ ἀνεμοπόδα
Στ’ ἁλώνια _ Ἀπὸ τὸ πέταλο
Καὶ τὸ στουρνάρι εὐώδα
Σπιθοβολῶντας _ ἔλαμπαν·
Οἱ ἀθεμονιὲς ἐβάραιναν.
Νὰ ξαναμποῦνε ἐπάλευαν
Στοὺς σβώλους τὰ σκουλήκια.
Ἀνακοχλάανε στὶς ἐλιές,
Μιὰ βράση τὰ τζιτζίκια _
Ἔτρεμε ἡ χλόη ὁλούθενες.
Τὸ λυγερὸν ἀγέρι,
Ἐσήμαινε αἰθερόηχον.

Ψηλά, τὸ μεσημέρι,
Στὶς λαγκαδιὲς ἐσειόντανε
Σὰν πόταμος, ἡ φτέρη.
Ἄσωτο γύρα πέλαγο.
Τὸ αἰθέριο σημαντῆρι,
Στὴν πλώρα ἐχτύπα ἢ στὸ πανὶ
Τὸ τρεχαντῆρι,
Ἐχτύπαε στοῦ ψαρᾶ τὸ αυτί,
Ποὺ τοῦ πελάου τὴ στρώση
Κυτῶντας, ξάφνου ἕνα ἀλαφρὸ
Ἀποκάρωμα εἶχε νιώσει.

Θὰ ἤτανε πολὺ πρόχειρο νὰ χαρακτηριστεῖ μιὰ τέτοια ποίηση, ὡς ἐκ-


­­­δή­­λω­ση τοῦ αἰσθήματος τῆς φύσης. Αἴσθημα τῆς φύσης: Ὅρος ἐ­ξαντλη­­­
μένος πιά, χωρὶς περιεχόμενο, χωρὶς νόημα, ὅρος γραφείο­υ· ὑποκοριστι-
κό. Μήπως μὲ τὸν ἴδιον ὅρο δὲν δικαιολογήθηκεν ὅλη ἡ ποιη­τικὴ παρα-
γω­γὴ τῶν σπουδαστηρίων, τὰ λογοτεχνικὰ ἐφευρήματα πού, σιγὰ-σι­
γά, ἔπλα­σαν μιὰ συμβατικὴ φύση, μιὰν ὑποχρεωτικὴ φύση ἔξω ἀπὸ
ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ 21

τὴν πραγματι­κή, μιὰ φύση λογοτεχνική; Μήπως μὲ τὸν ἴδιον ὅρο δὲν ἐξη­
γήθηκεν ἀκόμα ­καὶ ἡ περιγραφικὴ ποίηση, τὸ ζωγράφι­σμα ἑνὸς ἀψύχου
κομματιοῦ _ βου­νό, δέντρο, πλαγιά, ρυάκι, θάλασσα; Ὅλη ἡ στιχουργικὴ
τοπιογραφία;
Βαθύτερη πηγὴ ἔχει ἡ τέχνη τοῦ Σικελιανοῦ. Ὁ ὁραματιστὴς-ἀλα­­
φροΐ­σκιωτος δὲν εἶναι κἂν ὁ ταξιδιάρης προσκυνητὴς τῶν πραγμάτων,
ἔστω καὶ περιπαθής, οὔτε βλέπει σὰν ξένος τὴν πλάση, σὰν ξέχωρος
ἀπ’ αὐτήν, σὰν περίεργος. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀδιάκοπα συζεῖ μαζί της σὲ
ψυχικὴ ­ συνταύτιση. Δὲν ἀνεβαίνει ψηλὰ γιὰ ν’ ἀτενίσει ἐγωϊστικὰ τὸ
­θέαμα καὶ νὰ χορτάσει τὰ μάτια του καὶ τὶς αἰσθήσεις του μὲ εἰκόνες.
Δὲν εἶναι οὔτε θεατὴς οὔτε κριτὴς τῆς πλάσης. Εἶναι τὸ ἐκφραστικὸ μέσο
της. Δὲν παραληρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἢ γιὰ μᾶς· ἄσωτα σπαταλᾶ τὴ συ­
νείδησή του τὴ ρυθμική, γιὰ ν’ ἁρμονίσει σ’ αὐτὴν τὸν ὕμνο της ἡ ὕπαρξη.
Στὸ διά­φανο, τὸ ἄϋλο πιὰ Ἐγώ του, ἀθρόα ἡ ζωὴ συμπυκνώνεται:
_ καὶ μ’ ἔσεισαν
Τὰ ρίγη, ὡς ποταμίσια ρεῖθρα,
Πὼς ἦταν ἕνα, ἀνάνιωσα, κι ἀρίθμητο,
Στὴν τόση ἀνατριχίλα τὸ κορμί μου,
Βουνίσιες βρύσες τοὺς κρουνοὺς ἀνοίξανε
Καὶ ὡς πλάτανος ἐσείστη ἡ δύναμή μου.
Ἔτσι _αἰώνια πηγὴ λυρισμοῦ ἀνόθευτου_ ὁ ποιητὴς δονεῖται ἀπὸ τὴν
ἑνιαία δύναμη ποὺ διατρέχει τὸν κόσμο. Ἡ διάνοια, κι αὐτὸ τὸ κορμί
του, μοιάζει εὐγενικὸ δοχεῖο ποὺ ξαφνικά, πλημμύρα ἀκατάσχετη _τῶν
ὄντων, τῆς πλάσης τὸ νόημα_ ὁρμητικὰ γεμίζει, ἕως ὅτου φτάξει ἡ ἱερὴ
τῆς πληθώρας στιγμή, τοῦ ποιητικοῦ ξεχειλίσματος ποὺ μὲ τὸ ἀνάβρυσμα
τοῦ στίχου κρατᾶ μετέωρη, ὅσο ἕνας παλμὸς καρδιᾶς, τὴν ὁλοκληρωτικὴ
ζωή. Ὅμοια ὁ ψαρὰς ποὺ
… τοῦ πελάου τὴ στρώση
Κυτῶντας, ξάφνου ἕνα ἀλαφρὸ
Ἀποκάρωμα εἶχε νιώσει.
Σὲ τέτοιαν ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, καὶ ἡ ἀτομικὴ βούλη­
ση καὶ τὸ ἀπαραβίαστο ἐγώ, ἁπλώνουνται, ἀποβάλλουν τὸν περιορισμένο
χῶρο τοῦ ἀτόμου καὶ κοινωνοῦν, συνταυτίζουνται μὲ τὴν μυστικὴ δύναμη
ποὺ συγκρατάει καὶ περιλούζει μὲ ρίγη ζωῆς τὴ μαγγανεία τῆς πλάσης.
22 ΔΗΜ. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ

Καὶ ἡ θάλασσα μὲ τὴν ἄπειρη ἑνότητά της, μονάχη ἐκφράζει τὴν πληθώ­
ρα, αὐτὸ τὸ ἅπλωμα καὶ τὴν κυριαρχία τῆς ποιητικῆς συνείδησης:
Γαληνεύει, ὡς στὸν ἄμμο, βαθιά μου,
Καὶ ἁπλώνεται ἡ θάλασσα πᾶσα _
Σὲ ψηλοθόλωτο κῦμα
Τὴν ὑψώνει τὸ ἀπέραντο χάδι…
Ἐὰν εἶπα ὅτι ὁ Ἀλαφροΐσκιωτος εἶναι τὸ ἔπος τῆς ποιητικῆς διανόησης, θὰ
πρέπει νὰ διορθώσω τὸν ὁρισμὸν αὐτό, ἢ μᾶλλον νὰ τὸν ἐξηγήσω. Πρόκει­
ται, ὄχι γιὰ ἀντικειμενικὴν ἀφήγηση, γιὰ ἀναλυτικὴν ἐξιστόρηση, σὲ στί­
χους, τῶν διαφόρων καταστάσεων τῆς ποιητικῆς συνείδησης, ἀλλὰ γιὰ
μιὰ σειρὰ λυρικῶν συγκινήσεων κ’ ἐξάρσεων ποὺ μὲ τὴν ἀβίαστη διαδο­
χή τους ἐκθέτουν τὴν ἐξέλιξή της. Πρόκειται γιὰ ἔπος λυρισμῶν. Ἀκόμα,
δὲν θὰ πρέπει νὰ νομιστεῖ ὅτι ἡ ποιητικὴ διανόηση τοῦ Σικελιανοῦ γεν­
νιέται, ἐξελίσσεται καὶ διαπιστώνεται ἀπὸ λόγους ἐνδόμυχους, καθαρὰ
διανοητικούς, ἀπὸ ἐκδήλωση δηλαδὴ ὁρισμένης τάσης τοῦ πνεύματος.
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὴν προκαλεῖ αὐθόρμητα, τὴ γεννᾶ περίπου, σὰν
σὲ ἀπότομη σύγκρουση, τὸ ἀντίκρισμα τοῦ γύρω κόσμου καὶ μάλιστα τοῦ
χώματος τῆς ἱερῆς πατρίδας:
Βλέπω γύρα. Τὸ Ἰόνιο,
Καὶ ἡ ἐλεύτερη γῆ μου!
Καὶ ὅταν ὥριμη, ἁδρή, κυρία τοῦ ἑαυτοῦ της, ἑτοιμάζεται νὰ τονίσει τὸν
ὕμνο στὴ χρυσόφρυδη, τὸν ὕμνο τῆς νικήτρας Τέχνης, πάλι ἡ φύση, σὲ
ὕστατο ἀγκάλιασμα λάγνης ἀπόλαυσης, χαρίζει τοὺς γόνιμους κόλπους
της γιὰ τὸ ταξίδεμα τοῦ ἔργου:

Μὲ τοῦ νησιοῦ μου τὸ ὄνομα


Καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ λαοῦ,
Στὸ Ἰόνιο πέλαγο ἔριξα
Τὸ ἑφτάπυργο καράβι
Τῆς μάχης. Καὶ ὅλα τὰ πανιά,
Σὰ σύννεφα ἀνοιξιάτικα,
Στὸν οὐρανὸν τοῦ τ’ ἄνοιξα·
Καὶ σηκωθῆκαν τὰ νερὰ
Καὶ σκύψαν γύρω οἱ κάβοι.
ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ 23

Στὴν ἀκένωτη πλάση, ὄχι τὴ νοητὴ ἀλλὰ τὴ χεροπιαστή, πάντα γυρίζει ὁ


ποιητής, κι ἀπ’ αὐτὴν ἀδιάκοπα κι ἁπλόχερα παίρνει τὶς εἰκόνες του καὶ
τὶς μεταφορὲς ποὺ ἐξηγοῦν κάθε ψυχική του κατάσταση. Ἐλέχθηκε πὼς
«τὸ τοπίο εἶναι μιὰ ψυχικὴ κατάσταση». Γιὰ τὸν Σικελιανὸ «ἡ ψυχὴ εἶναι
ἕνα τοπίο», ἀφοῦ σ’ αὐτὴν ἀντιφεγγίζεται κ’ ἐκδηλώνεται ἡ πλάση.
Ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, ἀδιάφοροι περνοῦμε πλάι στὰ πράγματα, σκυμμένοι
μέσα μας, μὲ μηχανικὲς κινήσεις. Ἀτενίζουμε γύρω μας σὰν ὅλα νὰ ἤτανε
ἄψυχα, ἀμίλητα, ἄβουλα. Ἐγωϊστικὰ καὶ φοβισμένα κρατοῦμε τὴ συνεί­
δησή μας κλειστὴ καὶ δὲν θέλουμε νὰ αἰσθανθοῦμε τὴ δυναμικὴ ἔνταση
τῶν πραγμάτων ποὺ ἕρπει πρὸς ἐμᾶς.
Μὰ νά, ὁ ἄσωτος Ποιητὴς διαβαίνει μὲ πλανεμένα μάτια, μὲ μάτια
«ποὺ ἀπάνω ἀλησμονήθηκαν στὸ ἡμερινὸ φεγγάρι», καὶ ὁ πόθος τῆς πλάσης
σέρ­νεται, ὁρμᾶ πρὸς αὐτόν, διψῶντας νὰ ἐκφραστεῖ, νὰ ζήσει.
Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλόπνοη ποίηση. Ἡ ποίηση ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴν
καθιερωμένη στάση τῆς λογοτεχνίας, ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς κάθε εἰδι­
κῆς τέχνης, ἀπὸ τὶς μικροσυμβάσεις τῆς προοπτικῆς καὶ τῶν ταπεινῶν
ἀν­θρώ­πινων μέτρων. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ εὐρύστερνη ποίηση, ποὺ μὲ χάλκι­
νες λέξεις βοᾶ στὰ ὀκνὰ ἀνθρώπινα αὐτιὰ τὸν βόγκο τῆς ζωῆς.

Ὁμολογῶ πὼς εἶναι δύσκολο νὰ ἐξωτερικεύσει κανείς, αἰτιολογημένα,


τὴν ἀγάπη του καὶ τὸν ἐνθουσιασμό του γιὰ ἕνα ποιητικὸν ἔργο. Ὄχι
πὼς ὁ ἔπαινος μὲ τρομάζει, ἢ μὲ στενοχωρεῖ ὁ φόβος ὑπερβολῆς. Δὲν ἔχει
σημασία ἂν γράψω ὅτι ὁ Σικελιανὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους λυ­
ρικούς, καὶ ὅτι ὁ Ἀλαφροΐσκιωτος εἶναι ἁγνὸ ἀριστούργημα. Αὐτή μου ἡ
γνώμη μένει ὡς μαρτυρία εὐσυνείδητη. Καὶ σὲ ὅσους φράζουν τ’ αὐτιὰ
γιὰ νὰ μὴν ἀκούσουν τὴν πολύτιμη φωνή, ἢ σὲ ὅσους, μὲ στερεότυπο
πα­ραδεγμένο ποιητικὸ μέτρο, καταμετροῦν χαμογελῶντας καὶ τὴν πιὸ
πρωτότυπη ἐκδήλωση, οἱ ὑπέροχοι στίχοι τῆς «Γλαύκας» εἶναι ἡ πρεπού­
μενη ἀπάντηση· καὶ γι’ αὐτοὺς ὅλους δικαιωματικὰ ὁ ποιητής, ἀπὸ τὸ
ἀφάνταστο περιβάλλον ποὺ διάλεξεν ἡ ψυχή του, ὑπερήφανα ἠμπορεῖ νὰ
ψιθυρίζει τοὺς στίχους:

_ Κι ἂν λαχανιάζει ὁ κόρακας, γελάει κ’ ἡ χελιδόνα,


Πάντα ἡ ἐλιὰ θά ’ναι ἱερὴ _ καὶ στὸν αἰῶνα ἡ γλαῦκα,
Μαζὶ μὲ μᾶς, θὰ νὰ κυτάει, στηλά, τὶς θεῖες ἑσπέρες.
24 ΔΗΜ. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ

Ἀλλὰ δὲν φελᾶ ὁ ἔπαινος σὲ δημιουργὸ ὅπως ὁ Σικελιανός, ποὺ ἐνσυνείδητα


ἐκτιμᾶ τὴν τέχνη του στὴ σωστή της ἀξία καὶ ποὺ παραμερίζει τὴν ἄπρε­
πη μετριοφροσύνη, γιὰ νὰ ὑμνήσει, ποιητὴς αὐτός, τὴν ἄδολη ποίηση,
δηλαδὴ τὸ ἔργο του, τὴν ἀποστολή του, καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτό του.
Ὁ ἔπαινος δὲν φελᾶ. Γι’ αὐτὸ θὰ ἐπιθυμοῦσα μὲ τὶς σημειώσεις μου
αὐτὲς νὰ ἐκόμιζα τὴν ἀγάπη ὅλων στὸ ἔργο του, ποὺ ρέει ἀπὸ ἀνόθευτη
πη­γὴ λυρισμοῦ, χωρὶς νὰ χρωστάει ὕποπτη λάμψη στὴ μίμηση ἢ στὶς
πρόχειρες δανεικὲς τεχνοτροπίες καὶ ἰδεολογίες. Καὶ προσπαθῶ νὰ δια­
λέξω τὰ λόγια αὐτὰ τῆς ἀγάπης.
Παραμέρισα τὸ ἄχαρο σχολίασμα τῶν συμβόλων, τῶν ἀλληγοριῶν
ποὺ ἄφθονες καὶ πλούσιες κρατοῦν σὲ συγκίνηση τὸ νοῦ καὶ τὸ ὑποσυνείδη­
το τοῦ ἀναγνώστη. Δὲν καταπιάστηκα οὔτε τὴν ἀνώφελη καὶ ἀνιαρὴ
ἀνάλυση, μὲ λεπτόλογη ἐπιμονή, τοῦ ἡλιόλουστου καὶ ἰδανικοῦ ποιητικοῦ
ταξιδιοῦ. Ἀπὸ τὸ ἔργον ὅλο προτίμησα μόνο νὰ ξεδιαλέξω τὴν κεντρικὴ
καὶ ἁγνὴ ὀμορφιά: τὴ συνταύτιση δηλαδὴ τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης μὲ
τὴν πλάση, καὶ τὸ ἁρμονικὸ ἀνάβρυσμα ποίησης ποὺ ἦλθε, ὡς ἀποτέλεσμα
τῆς συνταύτισης, γιὰ τὴν χαρὰ τῆς αἰσθαντικότητάς μας.
Ἂς προσθέσω ἀκόμα πὼς ὁ Σικελιανὸς δὲν ἐλαττώνει τὴ φύση· κι ἂν
τὴν ἐξανθρωπίζει, δὲν ἐπιδιώκει νὰ κολακέψει ἀνθρωποκεντρικὲς τάσεις,
ἀλλὰ μόνο νὰ ἐμψυχώσει κατὰ ἀνθρώπινο τρόπο τὰ πράγματα. Καὶ στὸν
ἀντάξιό της τεχνίτη ἄφθονα ἐχάρισε τὰ δῶρα της ἡ μοιραία κι ἄναρχη
πλάση. Πλήθια τὰ πρωτότυπα ποιητικὰ εὑρήματα, μεταδίδουν τὸ ρῖγος
τῆς ζωῆς στὸ ἔργο του:

…καθένας,
Στὴν ἁρμονία, σὰ σὲ ραβδὶ ἀγριλίδας, ζυγιασμένος.

Οἱ θύμησές σας, σὰ δαφνόφυλλα
Στὸ ἀγέρι, τρέμουν στὴν κορφή μου.

…Ἀκόμα
Κάποτε ἡ θύμηση ἔρχεται
Καὶ μοῦ εὐωδάει τὸ στόμα.

Σὰν πεταλούδα ἐγύρισε
Στὸ μέτωπό μου ἡ σκέψη.

ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ 25

…σὰν κλῶνοι,
Ποὺ ἀντιχτυπᾶνε τῆς ἐλιᾶς καὶ τὴ σιωπὴ
πληθαίνουν.

Διαβάζοντας τέτοιους στίχους, μετέχει κανεὶς τῆς στιγμῆς ποὺ τοὺς ἐδη­
μιούργησε, καὶ νιώθει, μακριὰ ἀπὸ τὸ συμβατικὸ λεκτικὸ εὕρημα καὶ
τὴν λογοτε­χνία τοῦ σπουδαστήριου, τὴν πνοὴ τῆς ἐξιδανικευμένης ζωῆς
_ τόση δύ­ναμη μεταδοτικότητας κλείει ἡ ἀθωότητα τῆς πρωτότυπης
συγκίνησης.
Καθαυτὸ Ἕλληνας _προχριστιανικὸς_ ὁ Σικελιανός, μὲ τρεμάμενο
ἀπὸ ἁγνὴ καλλιτεχνικὴ συγκίνηση χέρι, ἐχάδεψε ὅλη τὴν ἐξωτερικότητα
τῆς πλάσης, κ’ ἔδιωξεν τὰ ἰσκιώματα τῆς θολῆς φαντασίας τῆς Δύσης ἀπὸ
τὸ ἡλιόλουστο Ἰόνιο. Ἔσβησεν ἀπὸ τὸν Ἀττικὸν ἀέρα καὶ τὸν Ἑλληνικὸ
κάμπο, τὰ χνάρια τῆς Ἀσκήμιας-Ἠθικῆς, καὶ τῆς ἐκδικητικῆς Ἰουδαϊκῆς
θεότητας τοῦ θανάτου τὴν κηλίδα. Ἐξύμνησε τὴ ζωὴ γιὰ τὴν ὀμορφιά
της καὶ μόνο, καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἀπίθανο σκοπὸ ποὺ φαντάστηκε ὁ ἄνθρωπος
πὼς κυνηγᾶ· καὶ τὸν θάνατο τὸν ἐξωράϊσε, τὸν ἁπάλυνε, καὶ τοῦ ἔδωκεν
ὅλα τὰ συστατικὰ τῆς ἐπαναστροφῆς στὸν ἴδιον ὁρατὸ κόσμο, ἀντὶ νὰ τὸν
θεωρήσει κρίση καὶ ἀπαρχὴ νέας ζωῆς, ἀνιαρῆς ἀθανασίας. Ἡ ποίησή του
εἶναι λουτρὸ φωτὸς καὶ ἁγνότητας.
Ἔξοχα πλούσιο καὶ ἔξοχα εὔηχο γλωσσικὸ ἰδίωμα ἐξυπηρέτησε _ἄρ­
τια ἐφαρμογὴ τοῦ μέσου στὸν ἐπιδιωκόμενο σκοπὸ_ τὸν λυρισμό του, καὶ
τὸν ἐνδυνάμωσε μὲ ἠχητικὴν ἁρμονία πολύβοη, ποὺ νομίζει κανεὶς ὅτι με­
ταφέρει στὴν κλίμακα τῆς ἀκουστικῆς τὴν ἔκταση, τὸ πλάτος, αὐτὲς τὶς
διαστάσεις τοῦ χώρου, ὣς καὶ τὰ παιχνιδίσματα τοῦ φωτός: τὰ χρώμα­
τα καὶ τὴν προοπτική. Καὶ πιθανό, τὸ ἰδίωμα αὐτό, ἀποκρυσταλλωμένο
ὅπως εἶναι σὲ τέτοιο ἔργο, νὰ τείνει νὰ εἰδικευτεῖ σὲ κάθε ἐκδήλωση μεγε­
θυντικῆς ποίησης.
Ἐλευθερωμένη ἀντίληψη τοῦ ρυθμοῦ καὶ τῶν ποιητικῶν συμβάσεων,
στὸν Ἀλαφροΐσκιωτο προπάντων, ἐπέτρεψε στὸν Σικελιανὸ νὰ πραγμα­
τοποιήσει τὶς θεωρητικὲς βλέψεις τοῦ ἐλεύθερου μέτρου, μὲ τελειότη­
τα τέτοιαν, ποὺ οἱ στίχοι νὰ φαίνουνται _καὶ νὰ εἶναι ἴσως_ φυσικὴ καὶ
ἀβίαστη ἐξωτερίκευση ρυθμικῆς σκέψης περισσότερο, παρὰ ἐναρμόνιση
ἰδεῶν καὶ συναισθημάτων σύμφωνα μὲ προδιαγραμμένους ποιητικοὺς
κανόνες. Καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ στίχος του ἀκολουθᾶ, εὐλύγιστος, γορ­
γός, πιστὸς ταυτόχρονα καὶ ἐλεύθερος, κάθε ἑλιγμὸ τῆς σκέψης, χωρὶς τὸ
ἀποκρουστικὸ παραγέμισμα ν’ ἀποτυπώνει τὸ ἐξευτελιστικό του στίγμα.
26 ΔΗΜ. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ

Καὶ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, ἡ ρίμα, ἀντὶ νὰ κυβερνᾶ σὰν ἀπόλυτος κυρίαρχος,
ἀστράφτει μὲ φυσικότητα ὅταν μόνο, γιὰ βαθύτερους ἁρμονικοὺς λόγους,
ἀναπηδᾶ ἡ φλόγα της ἀπὸ κάποια μυστικὴν αὐτοανάφλεξη.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἐλαττώματά της ἀκόμα θά ἔπρεπε ν’ ἀγαπήσουμε
τὴν ποίηση τοῦ Σικελιανοῦ. Ἂν ἡ ἔλλειψη ἀπαιτητικῆς ἐκλεκτικότητας
ἄφηκε ἀκλάδευτο τὸ ἔργο ἀπὸ μερικὲς παρεκβάσεις _σὰν τὸν «Ὕμνο
στὴ Γλαυκομάτα», γιὰ παράδειγμα, ἢ μερικοὺς στίχους στὴ «Χρυσό­
φρυδη»_, καὶ ἐπέτρεψεν ὀλίγες ἐπαναλήψεις καὶ ρητορικὰ γυμνάσμα­
τα ποὺ ἄδικα μακραίνουν τὸ ποίημα, πάλι τὸ προτέρημα τὸ κύριο τοῦ
Σικελιανοῦ, τὸν ἀκατάσχετό του Λυρισμό, βαραίνουν τὰ ἐλαφρὰ αὐτὰ
ἐλαττώματα. Καὶ ἀλίμονον! πάντα γλήγορα θὰ ἔρθει ἡ ἐποχὴ τῆς πολὺ
συνειδητῆς πα­ρα­γωγῆς.

Θὰ εὐχόμουνα, μόνο μεγαλόπνοα χείλια ν’ ἀπάγγελναν τοὺς στίχους τοῦ
Σικελιανοῦ _ σὰν βοερὴ πηγὴ ἀστείρευτη. Σὰν μουγκρητὸ καταρράχτη οἱ
εὔηχες λέξεις ν’ ἀντηχοῦσαν. Καὶ νὰ συγκλόνιζαν ὁλόκληρο τὸ κορμὶ καὶ
νὰ μαστίγωναν ὅλες τὶς αἰσθήσεις οἱ ποιητικὲς μεγαλόπρεπες παραστά­
σεις, οἱ ρυθμικὲς εἰκόνες, ἡ βροντὴ τοῦ στίχου ποὺ ἀναστήνει στὰ μάτια
μας τὴν πολύβοη καὶ πολύχρωμη φύση.
Καὶ θὰ εὐχόμουνα ἀκόμα _ἀφοῦ δὲν πρόκειται γιὰ στίχους ποὺ στο­
χαστικὰ τὸ μάτι θὰ γείρει νὰ διαβάσει καὶ ποὺ λεπτόλογα θ’ ἀναλύσει ἡ
κρίση ἢ ἡ διαίσθηση· ἀφοῦ δὲν πρόκειται γιὰ ποιήματα ποὺ τὶς λεπτὲς
χορδὲς τῶν αἰσθημάτων θὰ δονήσουν ἢ ποὺ θὰ χαδέψουν ἁπαλὰ τὸν μα­
λακωμένο πόνο, τὴν ξεθωριασμένη χαρὰ ἢ τὴν πολύπλοκην ἀγάπη_ θὰ
εὐχόμουνα νὰ παραμέριζεν ὁ λογισμὸς τὰ σύμβολα καὶ τὶς ἀλληγορίες
ποὺ μεταχειρίστηκεν ὁ ποιητὴς ὡς ἀφορμὴ μονάχα στὴν λυρική του
ἐκδήλωση, καὶ μὲ μεθύσι ἄκρατου ἐνθουσιασμοῦ νὰ ξαναζούσαμε τὸν
Διονυσιακὸν αὐτὸν Ὕμνο.
Τόσες φορὲς φλύαρα μιλήσαμε στὴ Φύση, τόσες φορὲς ἐνοχλητικὰ
ἐμπιστευτήκαμε στὸ ἀτάραχο στῆθος της τὰ ἀσήμαντα μυστικά μας,
τοὺς μέτριους πόνους καὶ τὶς χαρές μας, ποὺ δικαιολογημένα τὴν βρί­
σκουμε ψυχρὴ καὶ ἀδιάφορη. Μὰ τώρα, μὲ τὴ σειρά μας, ἀφοῦ βρῆκεν ἡ
φύση τὴν ψυχή της, ἂς ἀκούσουμεν ὀρθοὶ τὴ μεγάλη της φωνὴ – βογκητό,
οὔρλιασμα ἢ βοὴ χαρᾶς.
1914
7

Τάκης Δημόπουλος

ο Διθυραμβος του Ροδου


του Σικελιανου

Ἡ δραματικὴ πορεία τοῦ ἔργου


[…]

Μ α ας ριξουμε μια συντομη ματια


ἔργου.
στὴν ὅλη δραματικὴ πορεία τοῦ

Ὁ Ὀρφέας, ὡς Ἡλιακὸς ἱερέας, πρόκειται τ’ ἄλλο πρωὶ νὰ προσφέρει


ἀπάνου στὴν κορφὴ τοῦ Παγγαίου θυσία στὸ Θεό, μὰ ξαίρει, πὼς οἱ Μαι­
νάδες παραφυλᾶνε νὰ τόνε σπαράξουνε. Ἔτσι ἴσως νὰ μὴ γυρίσει, καὶ τὸ
προαναγγέλλει ὡς πιθανὸ στοὺς μαθητές του. Μ’ αὐτοί, μέσ’ ἀπὸ τὸ πρό­
σωπο τοῦ Α´ Κορυφαίου ποὺ διερμηνεύει ὅλου τοῦ χοροῦ τὴν ἐσωτερικὴ
κατάσταση, ξεχνῶντας τὴ διδασκαλία του, αἰστάνθηκαν ψυχικὸ κλονι­
σμό, γιατὶ συνδέσανε τὸ πρόσωπο τοῦ Διδασκάλου μὲ τὴ διδαχή του, μὲ
τὴν ἴδια του ψυχή. Τὴν ἀγάπη τὴν εἴχανε, μὰ τοὺς ἔλειπε ἡ δύναμη γιὰ τὸ
χωρισμό· εἴχανε γιὰ μιὰ στιγμὴ χάσει τὴν «τέλεια Μνήμη». Ἔτσι γίνε­
ται ἡ λεγόμενη δέση τοῦ δράματος, κι ὡς κύρια ἰδέα του εἶναι ἡ προσπά­
θεια τοῦ Ὀρφέα νὰ νικήσει τὴν ἀνθρώπινη τούτη ἀδυναμία τους. Ὁ ἥρωας
ἀναγκάζεται νὰ πισωγυρίσει μνημονικά, σὲ μιὰ μεγάλη παρέκβαση, ἀπ’
τὴν πρώτη τους ψυχικὴ λύτρωση, τότε ποὺ πήγανε γιὰ νὰ τόνε σφάξου­
νε. Πρὶν ἀπ’ τὸ ἐπεισόδιο ἐκεῖνο, ὁ Ὀρφέας ὑψώθηκε μόνος, καὶ μόνο μὲ
τὸν πόνο ἀπ’ τὸ χωρισμὸ τῆς ἀγαπημένης του Εὐρυδίκης, στὴ συνείδη­
ση τοῦ ἀπάνου Διόνυσου. Μὰ μὲ τὸ ἐπεισόδιο βλέπει, πὼς κι ἄλλες ψυ­
χές, ὥριμες ὄχι μόνο ἀπ’ τὴ δύναμη τῆς λύρας του, μὰ κι ἀπ’ τὴν ἄγρια
παρθενιὰ τῆς ψυχῆς τους, τὸν ἀναζήτησαν. Τὸ πλῆθος τὸ πολὺ τὸν εἶχε
αἰστανθεῖ, μὰ οἱ μαθητές του, πραγματικά, τοῦ ἀγαπήσανε τὴν ἴδια του
28 ΤΑΚΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

ψυχή. Βλέπει, πὼς ἔχει ὑποχρέωση νὰ μυήσει κι αὐτούς, πέρα ἀπὸ τὴν
ὑποχρέωση τῆς δικῆς του μύησης κι αὐτοκαλλιέργειας. Κι ἔτσι ὁ ποιη­
τής, μὲ τὴν ἀναδρομὴ αὐτή, μᾶς ἀνοίγει, μέσ’ ἀπ’ τὰ χείλη τοῦ προφήτη,
καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Ὀρφισμοῦ, τ’ Ἄδυτα τῶν Ἀδύτων. Ξανοίγεται μὲ
τοῦτο μπρὸς στὰ μάτια τῶν μαθητῶν, (ὅπως τώρα ποὺ τὰ ξαναζοῦνε ὡς
ἀναπόληση, ἔτσι καὶ τότε), πέρα ἀπὸ τὸν κύκλο τὸν ἀνθρώπινο, τὸ αἰώνιο
μυστικὸ τῆς Νύχτας καὶ τοῦ Φωτός της. Εἴδανε, πέρα ἀπὸ τὴ «σαρκικὴ
τάξη», τὸν αἰώνιο, ἀπέραντο καὶ ὑπερχρονικὸ κύκλο τῶν ψυχῶν, ποὺ
εἶναι ἡ Μιὰ Ψυχή. Καὶ στερνὰ οἱ μαθητές του δείξανε στὸν ἀρχηγό, γιο­
μάτον ἀπὸ ἀπέραντη χαρά, καὶ τὴν ὑποχρέωση τῆς καλλιέργειας καὶ τῶν
ἄλλων, τῶν ἀνώριμων, κι ὄχι πιὰ μὲ τὴ λύρα του, μὰ μὲ τῆς ἴδιας ποιότη­
τας τὴν ἅγια Διδαχή. Ἔτσι, ἐκτὸς ἀπ’ τὸν «τέλειο χρησμὸ» τῆς μεταξύ
τους ἕνωσης, χρειάστηκε κι ἡ συστηματικὰ προοδευτικὴ μόρφωση ὅλου
τοῦ λαοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ πρῶτα. Κι ἔγινε μὲ τὸ Μαντεῖο τῶν Δελφῶν, κι
ἔτσι τὸ μάτωμα τοῦ Ρόδου σημειώνει σταθμὸ στὴ ζωὴ τοῦ ἥρωα. Ἱδρύει
ἱερὰ καὶ μυεῖ πιά.
Ἔτσι τελειώνει ἡ κοινὴ ἀναδρομή. Μὲ τὸν ψυχολογικὸ νόμο τῆς ἀντί­
θεσης ὁ Ὀρφέας τώρα πιὰ θυμᾶται τὴ σημερινὴ θλιβερὴ κατάσταση τοῦ
Δελφικοῦ Ἱεροῦ κι ἔτσι τοὺς λέει καὶ τὴν αἰτία ποὺ μπορεῖ νὰ μὴ γυρίσει.
«Ἡ θυσία τοῦ ἀτόμου μου εἶναι ἀναγκαία, μὰ τὸ θάρρος Σας θὰ τὴν κά­
νει νὰ ὑπηρετήσει τὴν παγκόσμια Ἁρμονία. Ἄδικα λοιπὸν ἔλεγα νὰ πάω
νὰ χαιρετίσω τὸν Ἥλιο, λέγοντάς του, πὼς ἐδῶ κάτου παραμένει τὸ ἔργο
τῆς μύησης; Δὲν ἀφήνω, σὲ περίπτωση ποὺ θὰ πεθάνω, κανέναν ἐδῶ;
Δὲν ἀφήνω Ἐσᾶς νὰ κρατῆστε τὴ σειρὰ τοῦ βαθμιαίου καὶ σύγχρονου
ἀνεβάσματος ὅλων τῶν ψυχῶν μὲ τοὺς δυό, γιὰ κάθε μιὰ ψυχή, βαθμούς,
πρῶτα τῆς αὐτοκαλλιέργειας κι ὕστερα τῆς βοήθειας τῶν πιὸ κάτου;
Πρέπει νὰ πάω, ὅπως πάντα, μόνος, γιὰ χάρη ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας
χωρὶς μάχη μὲ τὶς μαινάδες, ἀνόργιστος, σὲ ἀπόλυτη ἁρμονία μὲ τὸ Σύ­
μπαν κι ἕνωση. Καὶ νὰ μείνετε Ἐσεῖς ὡς δικαιολογία τῆς θυσίας μου κι ὡς
ἐγγύηση γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἔργου μας. Πρέπει νὰ μείνετε, ἔστω καὶ λί­
γοι. Πρέπει νὰ ἐργαστεῖτε, ἔστω κι ἂν ἀργήσει ἡ, βέβαιη ὡστόσο, ἄνθιση.
Γιατὶ εἴμαστε πραγματικὰ ἑνωμένοι ἀπάνου ἀπὸ τὸ Χρόνο». Καὶ τελειώ­
νει μὲ τὴν κύρια, ποὺ συνοψίζει ὅλα, καὶ στερνὴ ἐντολή του. Οἱ μαθητές
του πιὰ πείστηκαν· τὸ ξανάκουσμα τοῦ Μυστήριου ἀπ’ τὰ χείλη τοῦ θείου
τους Διδασκάλου τοὺς ἔθρεψε τὴν ψυχὴ μὲ ἐγκαρτέρηση γιὰ τὸ χωρισμὸ
καὶ μὲ καινούργιο θάρρος. Ἔτσι ἔχει πιὰ ἔρθει κι ἡ ἀπόλυτη λύση τοῦ
δράματος. Ἡ ἔμπρακτη ἐπισφράγισή της πραγματοποιεῖται, μετὰ τὰ
Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ 29

τελευταῖα ἀποχαιρετιστήρια λόγια τοῦ Ὀρφέα, μὲ τὸ κοινὸ τραγούδι, ποὺ


ὅλοι κυκλικά γύρω του χορεύουνε.
Ὅσο γιὰ τὰ κατόπιν, εὔκολο νὰ νοηθοῦνε. Ὁ πλατύτερος τίτλος τοῦ
ἔργου «Τελευταῖος Ὀρφικὸς Διθύραμβος», οἱ προφητικὲς βεβαιώσεις τοῦ
ἥρωα καὶ τόσα ἄλλα δείχνουνε τὸ θάνατό του, ποὺ στεφάνωσε τὸ γιγά­
ντιο ἔργο του.

Ἀπ’ αὐτὴ τὴ σύντομη ἐπισκόπηση βλέπουμε, πὼς τὸ βαθύτερο δραματικὸ


στοιχεῖο τοῦ ὅλου ἔργου δὲν εἶναι μόνο ὁ πόνος τῶν μαθητῶν ἀπ’ τὸ χω­
ρισμό. Τὸ μεγαλύτερο δρᾶμα γίνεται στὴν ψυχὴ τοῦ ἥρωα, σὰ βλέπει,
πὼς διακιντυνεύει κι αὐτὸς ὁ σκοπὸς τῆς αὐριανῆς θυσίας του στὸν Ἥλιο.
Κι ἂν δὲν τοὺς ἄφηνε κάτου στὸν κόσμο καὶ στὴ γήινη ζωὴ δυνατούς, τί
θὰ ὠφελοῦσε ἡ μεγάλη του αὐτοθυσία; Κι ἂν ἐτούτη ματαιωνόταν, τί θὰ
γινόταν τὸ ἔργο του, τὸ δικό του ἔργο; Ἂν δὲν ἀπολυτρωνόταν, ὅσο κι
ἂν γινόταν ἀργότερα, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, πῶς θὰ λυτρωνόταν ὁ ἴδιος;
Αὐτὸ τὸ δραματικὸ στοιχεῖο πνέει σ’ ὁλόκληρο τὸ ἔργο· ἀπόκρυφο στὴν
ἀρχὴ φεγγίζει ὕστερα μέσ’ ἀπὸ τὴ Μύηση καὶ τέλος γιγαντώνεται τι­
τανικό, προκαλῶντας ἀληθινὴ ἀγωνία, σὰν προβαίνει ὁ Ὀρφέας στὴν
ἀποκάλυψη τοῦ σκοποῦ τοῦ χωρισμοῦ, ποὺ τὴν προκάλεσε ἡ ἀδυναμία
τῶν συντρόφων κι ὁ κίντυνος νὰ ὑποστοῦνε κι αὐτοὶ τὴν ἴδια πτώση μὲ
τοῦ δελφικοῦ ἱερατείου. Ὅμως γιὰ μιὰ μόνο στιγμὴ νοιώθει κανεὶς νὰ
κρατάει ἡ τραγικὴ ἐτούτη ἔνταση. Μ’ ἐξαιρετικὴ πρωτοτυπία, ἡ ἴδια της

. Ὁ Schuré (Les Grands Initiés) ἀναφέρει γιὰ τὶς τελευταῖες στιγμὲς ἄλλη σκη­
νή: ὁ Ὀρφέας φεύγει μὲ τὸ μόνο ἰδιαίτερο μαθητή του γιὰ ν’ ἀντιμετωπίσει
τὶς Μαινάδες, ποὺ ἀπειλοῦνε τὸ ἔργο του τῆς μύησης τῆς Ἑλλάδας, ὅπως τοῦ
τὸ εἶχε ζητήσει ἀπὸ μέσα ἀπ’ τὸν Ἅδη ἡ Εὐρυδίκη: «L’heure de confirmer ma
mission par ma mort est venue», λέει ρητὰ στὸ μαθητή του. «Ἂν εἶναι Θεός, ἂς
σωθεῖ», λέει βιβλικὰ ἡ ἀρχηγίνα μέσ’ στὶς Μαινάδες Ἀγλαονίκη. Πεθαίνοντας
νικάει, γιατὶ βρίσκει ἐκείνη ποὺ ἀγάπησε, καὶ προσηλυτίζει καὶ τοὺς Θράκες.
Ὁ θάνατος πάντως ἀπ’ τὶς Μαινάδες συμφωνεῖ μὲ τὰ παραδομένα τὰ πιὸ
παλιά. Ἐκεῖ ἀνάτρεξε κι ὁ Σικελιανὸς μὲ τὴ χαρακτηριστική του τάση πρὸς τὰ
παλιά. Ἀδιαφόρησε γιὰ νεώτερες ἐκδοχές, ἀκόμη καὶ κείνη τοῦ ἕκτου αἰώνα γιὰ
τὴν κεραύνωση ἀπ’ τὸ Δία, ἂν καὶ ὀρφική. Ὅσο γιὰ τὴν τελευταία προσφορὰ
τοῦ Ρόδου στὴν κορφή, τοῦτο εἶναι καθαρὸ σικελιανικὸ δημιούργημα.
30 ΤΑΚΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

ἀποκορύφωση, στὰ μάτια τοῦ ἀναγνώστη, συμπέφτει κιόλας μὲ τὴ λύση


τοῦ ἔργου· οἱ μαθητὲς ὑψώνουνε πιὰ ἀχτινοβόλο τὸ πρόσωπο μιᾶς σιδε­
ρένιας καὶ γελαστῆς αὐτοπεποίθησης.

Τὸ «Ἑκατόφυλλο Ρόδο»
Στὴν ἐποχή μας ὁ Σικελιανὸς πρῶτος τ’ ἀνακάλυψε συνειδητὰ καὶ μ’
ὅλη του τὴ σημασία τὸ ὑπέροχο καὶ πολυσήμαντο αὐτὸ σύμβολο, τὸ rosa
sempervivens ἢ rosa orphica, κι αἰστάνθηκε, ὡς δηγιέται ὁ ἴδιος, τότε μιὰν
ἀνέκφραστη χαρά. Τὤζησε μάλιστα, ὅπως εἴδαμε, ὁ ἴδιος, καὶ πρώτη
φορὰ τὸ ὕψωσε σ’ ἀκέριο τὸ βαθύτατο νόημά του, ἀνατρέχοντας μάλιστα
γιὰ τοῦτο ὣς τὴν ἀρχικὴ γέννησή του ὡς συμβόλου, μὲ τὸ Διθύραμβο.
Τὸ Ρόδο, ποὺ μὲ τὴ βαθειὰ εὐωδιά του ἔζησε ὁ Ὀρφέας στὴ βαθύτατη
διονυσιακή του ἔκσταση τῆς Νύχτας, τὸ Ρόδο ποὺ ὕστερα τοῦ κράτησε
τὸ αἷμα τῆς πληγῆς, σὰ νἄθελε ὁ ἴδιος ὁ Διόνυσος νὰ τὸν ἐπαναφέρει καὶ
νὰ τὸν κρατήσει στὸν ἀγῶνα τῆς σαρκικῆς του ζωῆς, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει
ἔτσι τὸν ἴδιο τὸν ὑπέρτατο Θεό-Πνεῦμα μέσ’ ἀκριβῶς ἀπ’ τὴν ἱεραρχικὴ
ἰσορροπία τῶν ἐπίγειων στοιχείων του, τὸ Ρόδο αὐτὸ στέκει τ’ ὡραιότερο
καὶ καθολικώτερο σύμβολο. Τὸ σύμβολο δηλ. τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πόθη­
σε καὶ γνώρισε τὴν ὑπέρτατη Γνώση, τὴν ἀνακάλυψε ὕστερα συνεχτικὰ
καὶ στὴ Ζωὴ καὶ γύρεψε νὰ τὴν ξυπνήσει μέσα σὲ τούτη σ’ ἁρμονικὴν
ἰσορροπία κι ἐρωτόχαρη πάντα σύνθεση μαζί της. Ἀνήκει λοιπὸν τὸ Ρόδο
στὸν Ὀρφέα, κι ὡς σκοπὸς στὴν Ἡλιακὴν Ἑνότητα, κι ὡς ἀνώτατη Μύη­
ση ἀνήκει σ’ ὅλους αὐτούς, ποὺ ὁ δυνατός τους ἔρωτας, ὅπως παλιότερα ὁ
ἔρωτας τοῦ Ὀρφέα, ἀναζήτησε τὸ Ρόδο πέρα ἀπὸ τὴν ὕλη. Ὡς αὐτόνομος
τώρα Μικρόκοσμος ὁ Ὀρφέας ὤφειλε νὰ τοὺς ἀποκαλύψει τὸ Μυστήριό
του. Καὶ τοὺς τὸ ἀποκάλυψε, φανερώνοντας σύγχρονα καὶ τὸ βαθυσήμα­
ντο σχῆμα του «σκαλί-σκαλὶ ἀπ’ τὴ βάση του ὣς τὴν ἅγια κορφή». […]
Ἀλήθεια, ἡ ἕνωση τοῦ Ὀρφέα καὶ τῶν μαθητῶν στὰ δυό τους ἀνώτατα
σκαλοπάτια ἀποτελοῦσε τὸν «τέλειο χρησμὸ» τοῦ Ἀπόλλωνα, γιατὶ μὲ τὸ
τρύπημα τοῦ δόρατος ἀντικρύστηκε κι ἀπ’ τὰ δυὸ μέρη, κι ἀπ’ τ’ Ἀπάνου
κι ἀπ’ τὰ Κάτου, ἡ κοινὴ καταγωγὴ κι ὁ κοινὸς σκοπὸς ποὺ τοὺς συνδέει.
Ὁ αὐτόνομος ὅμως ἐτοῦτος κύκλος τους γύρευε κι αὐτὸς ὡς τέτιος ἀπὸ
μόνος του τὴ βεβαίωσή του καὶ τὸ πλάτεμά του. Καὶ τὸ πλάτεμα αὐτὸ θὰ
χάριζε ἀκριβῶς καὶ στοὺς μαθητές, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ διάμεσο σκαλο­
πάτι, τὴ δική τους ἀπολλώνια ἰσορρόπηση. Γιὰ νὰ πάρει δηλ. ὁ «τέλειος
χρησμός», ὡς ἡ πρώτη κοινωνικὴ συνθετικὴ μονάδα, τὸ στοιχεῖο τῆς διάρ­
Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ 31

κειας, ἦταν ἀνάγκη ὅλοι τους μαζί, μὲ τὸν Ὀρφέα ὡς πνευματικὸ κέντρο,
νὰ σκορπίσουνε τὸ Ρόδο-Σύνθεση στοὺς λαοὺς μ’ ἀνάλογη τὴ δυναμικὴ
τῆς διδαχῆς τους στὸ κάθε σκαλοπάτι. Ἔτσι θὰ πιαστοῦν ἀπ’ τὸ χέρι,
ὁλοένα καὶ σὲ πλατύτερους κύκλους, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὣς ἐκεῖ ποὺ θὰ
μποροῦσε νὰ διατηρήσει τὴ σημασία του τὸ Ρόδο, ὣς ἐκεῖ πού, ὅσο κι ἂν
ἐξαδυνατισμένο, θἄλαμπε στὴν ἀνθρώπινη συνείδηση τὸ ἐσώψυχο φῶς
τοῦ ἀγωνιζόμενου «Ἄρρενος Λόγου», τοῦ Ἔρωτα, καὶ ποὺ θὰ κρατοῦσε ἡ
ἀνηφορικὴ συνοχὴ τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱεραρχικὴ ἢ ἀναλογικὴ μύηση. Εἶναι τ’ ἀπολλώνιο
πνεῦμα τῆς Ἀναλογίας σ’ ὅλη του τὴ δυνατὴ ἔκταση. Ὁ καθένας ἀπ’ τὴν
πνευματική του, ὅπου βρίσκεται, θέση, μὲ σιωπηλὴ κι ἀνένδοτη ἐργασία
κι ἄσκηση, θὰ μπαίνει στὴ σημασία τοῦ Ρόδου. Δίνοντας ὕστερα τὸ χέ­
ρι του στοὺς πιὸ κάτου θὰ νοιώθει ὅλη τὴν ἀξία καὶ τὴ δικαιολογία τῆς
ἀνθρώπινης γήινης Ζωῆς, τῆς ἰσορροπημένης, ποὺ βλέπει κι ἀπάνου καὶ
κάτου, τῆς ἀνάπαψης τῆς ἐσωτερικῆς, τῆς ἀπολλώνιας ἱκανοποίησης. Ὁ
ἴδιος ἀπάνου του θὰ περιέχει, ὡς Μικρόκοσμος, ἀκέριο τὸ σχέδιο τῆς Δη­
μιουργίας, σωστὸς Ἄνθρωπος-Θεός, καὶ τίποτε δὲ θὰ τοῦ μποδάει τὴν
ὅραση νὰ βλέπει, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπόσταση, ὅπου βρίσκεται, παντοῦ.
Ὅμοιο λοιπὸν τὸ Σύνολο μὲ
τὸ σύμμετρο ἑκατόφυλλο, ὁποὺ ὅλα
τὰ φύλλα του ἕνα, καὶ καθένα εἶν’ ὅλα.
Ἔτσι, σιγά-σιγὰ θ’ ἀνεβαίνει πρὸς τὴν κορφή, ὅπου οἱ Ἐκλεκτοί, οἱ
«Υἱοὶ Θεοῦ», βεβαιώνουνε τὸ συνολικὸ αὐτὸ ἀνηφόρισμα στὸν ἡλιακὸν
Ἀπόλλωνα.
Ὁ Ὀρφέας κατάλαβε πιὰ καλὰ τὸν ἥσκιο τῆς ἴδιας του ἀπολύτρωσης,
πῶς εἶχε ἁπλώσει τιτανικὸς ὣς τὰ «σκοτεινὰ βάραθρα» κάτου. Εἶδε τὸ
χρέος καὶ τὴν εὐθύνη του νἄχει βυθίσει τὶς ρίζες του σ’ ἀπίθανα βάθη. Δὲν

. Ὁ ἀριθμὸς Ἑκατό, γινομένος ἀπ’ τὸν πολλαπλασιασμὸ τοῦ Δέκα μὲ τὸν ἑαυτό
του, συμβολίζει τὸ Σύμπαν στὴ σύνολη ἁρμονικὴ συμπλοκή του. Γιατὶ τὸ Δέκα
εἶναι οἱ τρεῖς κόσμοι (Θεός, Σύμπαν, Ἄνθρωπος) στὴν τριαδικὴ σύστασή τους
καὶ συγκεντρωμένοι σ’ ἑνότητα (3 × 3 + 1 = 10) ἢ ἀλλιῶς εἶναι τὸ ἄθροισμα τῶν
τέσσερων πρώτων, ὅπου ὁ καθένας περιέχει τὸν προηγούμενο. Συμβολικὸ τὸ
αἴτημα τῆς ἰσορροπίας τὸ βλέπει κανεὶς καὶ στὴ σύνολη διδαχὴ τοῦ Ὀρφέα (στ.
445 κλπ. καὶ στ. 462 κλπ.), ὅπου οἱ στραμμένοι στὴν ὕλη τύραννοι προτρέπο­
νται πρός τ’ Ἀπάνου, κι ἀντίστροφα οἱ λαοί.
32 ΤΑΚΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

ἦταν αὐτὸς μόνο κι οἱ σύντροφοί του. Ἔνοιωσε στὴν ψυχή του τὸ βόγ­
γο λαῶν ὁλόκληρων, ποὺ στὰ σκοτάδια κάτου δὲ μποροῦσαν νὰ δοῦνε τὸ
ἡλιακὸ φῶς, ποὺ τοὺς ἀποζητοῦσε καὶ τ’ ἀποζητοῦσαν. Τὸ Ρόδο-Μύηση
τοὔγινε πιὰ «τέλεια Μνήμη». Ἡ χαρὰ τῆς ψυχικῆς ζωῆς, ὥστε καὶ τοῦ
ἐπίγειου σαρκωμένου Διόνυσου, στὴν ὀρφικὴ συμβολικὴ ἦταν οἱ Μοῦσες,
ποὺ μᾶς κερνᾶνε τὸ κρασὶ τοῦ Ἔρωτα, «θρέπτειραι ψυχῆς, διανοίης
ὀρθοδότειραι». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲ θεωρεῖ ὡς τελικὴ νίκη, μὰ ὡς ἕνα μέ­
σο, τὴ σύνθεση ποὺ πραγματοποιεῖ στὴ ζωή του, ὅπως καὶ πρέπει νὰ γί­
νεται, ὅταν μέσ’ ἀπ’ τὴ σύνθεση, διακρίνει τὴν ἀνεξάντλητη διονυσιακὴ
ὁρμή, τότε θ’ ἀνεβαίνει ἀπ’ ἄθλο σ’ ἄθλο, ἀπὸ σύνθεση σὲ σύνθεση, καί,
μαζὶ μὲ τὴν ὁλοένα καὶ καθαρώτερη ἐνατένιση τοῦ Σκοποῦ, κι ἡ Μνήμη
τῶν πρὶν Μουσῶν ὁλοένα καὶ θὰ πλαταίνει. Τὸ μάτι, μ’ ἄλλα λόγια, ὁλοένα
θὰ περιλαβαίνει καὶ μεγαλύτερη ἀπόσταση τῆς πορείας ποὔγινε μὲ τὴ
Γνώση, ποὺ ὁλοένα θὰ μεγαλώνει. Ὣς ποὺ πιὰ ξεπερνιέται ὁ κύκλος τῶν
γεννήσεων, «ποὺ πιὰ δὲ φτάνει τ’ ἅγιο Κρασὶ» τοῦ Ἔρωτα, γιατὶ ἡ πίστη
γίνεται πλέρια Γνώση κι Ἀγάπη, κι ἡ Μνήμη γίνεται «τέλεια» στὰ «τωρι­
νά, τὰ μέλλοντα, τὰ αἰῶνες ξεχασμένα». Συντελεῖται τότε ἡ τελικὴ Σύν­
θεση, ὅπου «ἡ ὥρα τοῦ Ρόδου τοῦ ἑκατόφυλλου» ζωντανεύει πιὰ στὸν ἴδιο
τὸν ἄνθρωπο, γίνεται ὁ ἴδιος ἡ ὑπέρτατη Ὀμορφιά, ἡ ἀπέραντη εὐδαιμονία
τῆς ψυχικῆς μονάδας στοὺς θεϊκοὺς κόλπους, τέτια, ποὺ οἱ ἀστενικὲς
σημερνὲς γήινες ἱκανότητες εἶναι ἀδύνατο νὰ συλλάβουνε καθαρὰ καὶ ποὺ

. Πρβ. τὸν ὕμνο τοῦ Πρόκλου στὶς Μοῦσες,


αἳ ψυχὰς κατὰ βένθος ἀλωομένας βιότοιο
ἀχράντοις τελετῇσιν ἐγερσινόων ἀπὸ βίβλων
γηγενέων ρύσαντο δυσαντήτων ὀδυνάων
καὶ σπεύδειν ἐδίδαξαν ὑπὲρ βαθυχεύμονα λήθην
ἴχνος ἔχειν, καθαρὰς δὲ μολεῖν π ο τ ὶ σ ύ ν ν ο μ ο ν ἄ σ τ ρ ο ν
ἔνθεν ἀπεπλάγχθησαν…
Ἔτσι διακρίνουμε τὴ μυστικὴ ἐξήγηση τοῦ μύθου, πὼς ἡ Μνημοσύνη εἶναι μη­
τέρα τῶν Μουσῶν (Ἡσιοδ. Θεογ. 54). Κι ὁ Πορφύριος λέει (Βίος Πυθ. 31) συ­
γκεκριμένα, πὼς ὁ Πυθαγόρας ἐταύτιζε τὶς οὐράνιες σφαῖρες τοῦ Σύμπαντος
μὲ τὶς Μοῦσες, «τὴν δὲ πασῶν ἅμα σύγκρασιν καὶ συμφωνίαν καὶ ὡσανεὶ σύν­
δεσμον, ἧσπερ ὡς ἀϊδίου τε καὶ ἀγεννήτου μέρος ἑκάστη καὶ ἀπόρροια, Μνημο­
σύνην ὠνόμαζεν». Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια κι ὁ Ἀπόλλωνας ὡς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους
εἶναι «Μουσαγέτας». Κι ἡ ἁρμονικὴ κρούση ἀπ’ τὸν Ὀρφέα τῶν χορδῶν τῆς λύ­
ρας του (στ. 714) τὴν ἴδια ὑπέρτατη Ἑνότητα συμβολίζει.
Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ 33

μόνο διαιστάνονται μ’ ἕνα δυνατὸν ἔρωτα, μ’ ἕνα δυνατὸ ψυχικὸν πόνο ἢ


σὲ μιὰ στιγμὴ βαθειᾶς, ὅπως τὴ ζήτησε ὁ Πλωτῖνος, ἔκστασης.

Χαρὰ στὸν κρύφιον Ἔρωτα, ποὺ σοὖπε πάντα «ἀνέβα»,


Ὣς ποὺ ν’ ἀνοίξει μόνη της ψηλὰ τοῦ νοῦ Σου ἡ φλέβα,
Καὶ στὸ κρυφὸ χωροστασιό, ποὺ εἶν’ ὅλος βυθισμένος,
Νὰ νοιώσει ἀκέριο μέσα του τὸ γενετήσιο μένος.
Τὶ ἐδῶ ψυχὴ εἶν’ ἡ θέληση καὶ πέλαγο εἶν’ ἡ μνήμη,
Καὶ Μοῦσα ἡ μάνα τῶν Μουσῶν, μιὰ ἀθάνατη Ἐπιστήμη […]

Ὁ «Ἀρματωμένος Ἔρωτας»
Ὁ Ἔρωτας λοιπόν, ἀσίγαστος κι ἀκατάπαυτος, δίνει «ἅγια θάρρη» καὶ
σπρώχνει διαρκῶς, ἀπὸ Σύνθεση σὲ Σύνθεση, ὁλοένα ἀπ’ τὸ θηλυκὸ
(Ὕλη) στ’ Ἀρσενικό (Γνώση), χωρὶς νὰ σταματάει μέσ’ ἀπ’ τὶς χρονικὲς
στιγμὲς τοῦ βίου ἑνὸς ἀτόμου, ὅπως καὶ μέσ’ ἀπ’ τὶς γενιές, ποτέ. «Καί­
τοι γε προϊὼν τῇ σοφίᾳ ὁ Πυθαγόρας ἀθλεῖν μὲν παρῄνει, νικᾶν δὲ μή…».
Σημαίνει διαρκῆ ἀγῶνα καὶ δημιουργία, καί, ὡς λέει ὁ Παρμενίδης, «τὴν
ἀρετὴν τελεσιδρόμον εἶναι ποιεῖ». Γιατὶ εἶναι ὁ ἴδιος, στὴν ἐπιστροφική
του ἔννοια, ὁ Ἡλιακὸς Λόγος, ποὺ ὅλα, ὅσα ζούσανε στὸ «θεῖο σκοτάδι»
κάτ’ ἀπ’ τὸν πέπλο τῆς Νύχτας στατικά, αὐτὸς τὰ φανέρωνε μὲ «τὸ χνάρι
τὸ πρῶτο» του ὡς τὴν πάγκοσμη μορφὴ τοῦ Θεοῦ.

. «Ordnung im Glück, Mut im Unglück», λέει ὁ Γκαῖτε.


. Πορφ. Βίος Πυθ. 15. Ὡραῖο καὶ τ’ ἀπόσπασμα τ’ Ἀρχίλοχου:
…μήτε νικῶν ἀμφάδην ἀγάλλευ
μήτε νικηθεὶς ἐν οἴκῳ καταπεσὼν ὀδύρεο·
ἀλλὰ χαρτοῖσίν τε χαῖρε καὶ κακοῖσιν ἀσχάλα
μὴ λίην· γίγνωσκε δ’ οἷος ρυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει.
Πρβ. «τὰ ἐπίπονα τῶν ἡδέων μᾶλλον ἡγοῦ συντελεῖν εἰς ἀρετήν» (Πυθα­γό­ρας),
«πλέονες ἐξ ἀσκήσιος ἀγαθοὶ γίγνονται ἢ ἀπὸ φύσιος» (Δημόκριτος). Βλέπε
κι ἐδῶ στ. 37-38. Ὁ Πλάτωνας ἐξηγῶντας τὴ λειτουργία τῆς ὅρασης τὴ στη­
ρίζει στὴν ἴδια βάση τῆς ἀντίστασης (Τίμ. 45C-46 καὶ 64D). Κι ὁ στοχασμὸς
ἀκριβῶς ἐτοῦτος δείχνει ὡς πρὸς τὴν ὅραση τὴ συνδετικὴ βάση τῆς ἔννοιας
τοῦ ἀγώνα μὲ τὴ νεοπλατωνικὴ ἰδίως σκέψη τῆς ἔκστασης, τῆς πέρα ἀπ’ τὶς
φθαρτὲς αἰσθήσεις ἐπικοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεῖο.
34 ΤΑΚΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Ἔργα νοήσας γὰρ πατρικὸς νόος αὐτογένεθλος


πᾶσιν ἐνέσπειρεν δεσμὸν πυριβριθῆ ἔρωτος.

Καὶ στὸν ἄνθρωπο λοιπὸν ὁ Ἔρωτας εἶναι ὁ δημιουργικός του Ἥλιος,


ποὺ φανερώνεται πρῶτα ὡς στοργή, φιλία κι ἔρωτας φυλετικὸς καὶ σιγ­ά-
σιγά, μεγαλώνοντας, βρίσκει τὴν τέλεια ἐπαφή του μὲ τὸν Κοσμικὸν
Ἔρωτα, «ἀπὸ τὴ μαύρη βάση τῆς γῆς _ πέρ’ ἀπ’ τἄστρα!», σιγά-σιγὰ δηλ.
πραγματοποιεῖ στὸν ἄνθρωπο τὴν πλέρια θεϊκὴ ἑνότητα, κάνοντάς τον
ἕνα φωτεινὸ κι αὐτόνομο Μικρόκοσμο. Ὁ τέτιος Ἔρωτας, σὲ σιωπηλὲς
μιᾶς βαθύτατης αὐτοσυγκέντρωσης στιγμές, σὲ στιγμὲς πού, ὅπως λέει
ὡραιότατα ἡ Μπράουνιγκ, «ὁ κρότος τῆς ἴδιας μας ψυχῆς μᾶς ξαφνιάζει
περσότερο ἀπ’ τὶς βροντὲς τοῦ Θεοῦ», τὸν ἔκανε τὸ δελφικό μας ποιητὴ
ν’ ἀκούει, ἀπὸ μέρος σύγχρονα ὅλων τῶν πραγμάτων καὶ τῶν ἰδεῶν, τὴ
φοβερὴ αὐτὴ μὰ καὶ λυτρωτικὴ ἐπιταγή: «Δός μας τὴν ἑνότητα, ξύπνησε
τὸ νόημα τῆς κοσμικῆς συνοχῆς ὅλων τῶν πραγμάτων τοῦ παγκυρίαρ­
χου Ἔρωτα, ποὺ ἀπ’ τὴ ζωντάνεψή του καὶ μόνο μποροῦνε νὰ ξυπνήσου­
νε ἡ Ἀξιοπρέπεια κι ἡ Ὀμορφιά, ποὺ ἀπ’ τὴ δύναμή του καὶ μόνο μπορεῖ
ν’ ἀπολυτρωθεῖ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή».
Ὁ «Ἀρματωμένος Ἔρωτας» λοιπὸν εἶναι τὸ βαθύτερο μυστικὸ τῆς
ζωῆς. Εἴδαμε, πῶς αὐτὸς ἀνύψωσε τὸν Ὀρφέα ὣς τὸν ἀνώτατο βαθμὸ τῆς
Μύησης. Κι ὅλοι οἱ πραγματικὰ μεγάλοι σοφοὶ ὅλων τῶν ἐθνῶν καὶ τῶν
αἰώνων τὸ κατάλαβαν αὐτὸ καὶ τὸ κηρύξανε ὡς τὴν ἀνώτατη ἀλήθεια, ποὺ
γνώρισαν, τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Κι εἶναι γνωστὰ τὰ ἐμπόδια ἀπ’ ὅπου ὁ

. Abel, Frag. Orph. 302.


. Ἀπ’ τὴν ἐγκαινιαστικὴ ὁμιλία του στὶς Δελφικὲς Γιορτὲς τοῦ 1927. Πρβ. τοῦ
Πίνδαρου (Ἰσθμ. VI, 44): «Τὰ μακρὰ δ’ εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλ­
κόπεδον θεῶν ἕδραν».
. Ἡ ἀδερφὴ τοῦ Νίτσε Ἐλισάβετ δημοσίεψε σ’ ἕνα της πρόλογο τοῦ Ζα­ρα­τούστρα
τ’ ἀκόλουθο σημείωμα τοῦ μεγάλου φιλόσοφου, ὅπου συνοψίζεται ἡ ἰδέα αὐτή:
«Τὸ τέλειο Ἐγώ: μόνο τοῦτο τὸ Ἐγὼ ἔχει Ἀγάπη _πόθος νὰ ξαναζήσουμε πάλι
καὶ γιὰ πάντα ὅλα_ ὀφείλεις νὰ περάσεις μέσα ἀπὸ πολλὰ ἄτομα· ὁ ἀδιάκοπος
ἀγώνας (der unablässige Kampf ) εἶναι τὸ μέσο».
Ὁ Γκαῖτε σ’ ὅλη τὴ ζωή του περιστράφηκε γύρω ἀπ’ τὴν ἴδια ἰδέα. Στὸ
Βίλελμ Μάϊστερ γράφει: «Τίποτε δὲν ὑπάρχει στὴ γῆ χωρὶς δυσκολία! Μόνο ἡ
ἐσωτερικὴ ὁρμή, ὁ πόθος (Lust), ὁ ἔρωτας, μᾶς βοηθᾶνε νὰ ὑπερπηδήσουμε
ἐμπόδια, ν’ ἀνοίξουμε δρόμους καὶ νὰ ὑψωθοῦμε ἀπ’ τὸ στενὸ κύκλο». Πρβ. καὶ
Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ 35

Ἔρωτας πρέπει νὰ χαράξει τὸ θεῖο καὶ φωτεινό του δρόμο. Στὸν Ὀρφέα
καὶ τοὺς μαθητές του ἤτανε στὸ νέο τους ἀγῶνα τώρα ὁ ἐσωτερικὸς λή­
θαργος τοῦ λαοῦ, ὅπου ἀνάμεσά του ἔπρεπε, οἱ ἴδιοι αὐτοί, φωτίζοντας
τὴν ἴδια τους ἀνώτερη συνείδηση, νὰ σκορπίσουνε «τῆς ἅγιας συμμετρίας
τ’ Ὀλύμπιο δῶρο».
Οἱ μαθητὲς προτήτερα γιὰ νὰ καταχτήσουνε τὸ Μυστήριο δὲ χρειά­
στηκε νὰ ὑπερπηδήσουνε τὸ σύνορο, ποὺ τοὺς πρόβαλλε μὲ τὴ σαρκικὴ
ὑπόστασή του ὁ Ὀρφέας; Καὶ σὲ τοῦτον πάλι ἀντίστροφα, ἀφοῦ πρὶν ξε­
πέρασε, ἀναζητῶντας τὴν Εὐρυδίκη, τὰ σύνορα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου γιὰ
νὰ φτάσει ὣς τὸν κόσμο τῶν ψυχῶν, δὲ χρειάστηκε ὕστερα ν’ ἀνακινηθεῖ
μὲ τὴ μελωδία του ἡ κοιμάμενη ψυχὴ τοῦ λαοῦ, ὥσπου ξεχωρίσανε οἱ
πιὸ σιμοτινοὶ ὀπαδοί του, ποὺ ὡς ὕστατη ἀκόμη σπονδὴ πρόσφερε καὶ σ’
αὐτοὺς ἀπ’ τὸ ἴδιο του αἷμα; Ὁ ἐπιστροφικὸς λοιπὸν Ἔρωτας ἔχει νὰ πα­
λαίψει μὲ τὰ ἴδια του ὑλικὰ καὶ σαρκικὰ δεσμά, μὲ τὴν Ἀνάγκη. Ἔτσι θὰ
πάρει τὸ δρόμο του ποὺ μιὰ ὁλοένα καὶ πιὸ φωτεινὴ Εἱμαρμένη τοῦ ξανοί­
γει γιὰ τὸν ἀνήφορο. Ἡ Ἀνάγκη, τὸ πνεῦμα τοῦ Κακοῦ, εἶναι ὁ φοβερὸς
ἀντίπαλος καὶ σύγχρονα ἡ θηλυκιὰ μορφὴ τοῦ αἰώνιου Πνεύματος, ποὖναι
ἡ πλέρια Χαρά, ἡ ἀπέραντη Γνώση κι ἡ ἀνεξάντλητη Ἀγάπη. Ἡ σύνθεσή
τους στὸ παρὸν παρουσιάζεται στὸν ἄνθρωπο ὡς ἀγώνας καὶ πίστη γιὰ
τὴν ὁλοένα καὶ μεγαλύτερη ἐλευθερία του, ὡς «Ἀρματωμένος Ἔρωτας»
μὲ τὸ σκοπὸ τῆς ὁλοκληρωτικῆς του ἀπολύτρωσης στὴν περιοχὴ τῆς
ἄρτιας Ἐλευθερίας. Γι’ αὐτὸ καθένας, ὡς ὁ Ὀρφέας γιὰ τὴν Εὐρυδίκη,
ὅταν χάσει σωματικά, ὅταν χωρίσει, ὅταν πονέσει, ὅταν νοιώσει δηλ.
στὴν καθάρια της ἀκτινοβολία τὴ φλόγα μέσα του τοῦ ἔρωτά του, θὰ φω­
τίσει, διατρέχοντας μὲ ἀγῶνα, ὅλη τὴ Δημιουργία, μέχρι ποὺ νὰ βρεῖ πά­
λι τὸν ἑαυτό του, ὡς κέντρο ὅμως πιὰ τῆς ἀπέραντης ἑνότητάς της. Ἀπὸ
τί πιὰ θἆναι χωρισμένος, ἀπὸ τί θἆναι σκλαβωμένος; Κι ἂν ὁ Χρόνος,
ὡς ὁ Κρόνος, καταπίνει τὰ ἴδια του δημιουργήματα ἀμαυρώνοντας τὴ
θεία τους ἀκτινοβολία, πῶς θὰ μπορέσει ὅμως ν’ ἀντισταθεῖ στ’ ἀκοίμητα
φωτεινὸ ἐρωτικὸ κέντρο τοῦ Μικρόκοσμου ἐκείνου;

στὸ Φάουστ Β΄ ἀπ’ τὸ στ. 11573, καθὼς καὶ ἀπ’ τὸ στ. 11934, ὅπου ὁ ἄγγελος
παίρνει τὴν ψυχὴ τοῦ Φάουστ πρὸς τὴ χώρα τῆς ἀθανασίας.
. Ὁ νέος αὐτὸς ἠθικὸς δυαδισμὸς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἔχει τὴν ἀντιστοιχία
του καὶ στὶς ἀσχολίες τοῦ ἀνθρώπου: Ἐπιστήμη (Διανόηση)-Θρησκεία (Συν­
αίσθημα) ἢ ἀκόμη: Πνευματικὴ ἐργασία-Σωματικὴ ἐργασία. Τὴ σύνθεση τοῦ
πρώτου ζευγαριοῦ συμβολίζει ἡ Τέχνη, τοῦ δεύτερου ὁ σύμμετρος βίος.
36 ΤΑΚΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Καὶ στὴν Ἀνάγκη λοιπὸν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς παγκόσμιας τάξης. Ὁ


Λόγος, ὅπως διακήρυξε κι ὁ Ἡράκλειτος κι οἱ Στωικοί, ἔχει ἔννοια «κα­
νονιστική» (normativ), περιέχοντας σύγχρονα μηχανικὴ ἀναγκαιότητα
καὶ τελεολογικὸ χαρακτῆρα. Ἡ ὀρφικὴ θεογονία τὴν ἀκτινοβολία τοῦ
Λόγου, τὴν «πάντοτε γεννητικὴν αἰτίαν», ὠνόμαζε «Ἀδράστειαν», γιατὶ
αὐτὴ ἀναχωρῶντας ὡς Πρόνοια, καταλήγει στὴν αἰτιώδη συνάρτηση
καὶ στὴν «Ἀνάγκη» τῆς ὕλης καὶ κάνει τὴν ψυχὴ νὰ μπαίνει σὲ «κύκλον
ἀνάγκης».10
Κι ὁ ἀγωνιζόμενος στὸν ἄνθρωπο Ἔρωτας συνορεύει ὡς πρὸς τὴν κα­
ταγωγή του μὲ τὴν «Ἀδράστεια» κι ὡς πρὸς τὸ λυτρωτικὸ μέλλον του
μὲ τὴν «καθάρια Εἱμαρμένη». Νά, λοιπὸν ἡ ἀνάγκη μὰ κι ὁ ἀνώτερος
σκοπὸς τῆς ἀπολλώνιας ἰσορροπίας καὶ Σύνθεσης. Ἂν δὲ γίνει κανεὶς Μι­
κρόκοσμος, πῶς σιγά-σιγὰ θ’ ἀνεβεῖ πλαταίνοντας στὸ Μακρόκοσμο; Ἂν
ὁ Ὀρφέας δὲ σαρκωνότανε κι ἂν σύγχρονα οἱ μαθητὲς δὲν ἀνεβαίνανε ἀπ’
τὰ κατώτερα σαρκικὰ δεσμά, πῶς θὰ δημιουργιώταν ὁ ἀπολλώνιος παγ­
γήινος κύκλος τους; Στὸ αἴτημα λοιπὸν τῆς διαφώτισης τοῦ κύκλου τους
ἀκριβῶς αὐτοῦ εἴδαμε πὼς βρίσκονταν τώρα, ὁ Ὀρφέας κι οἱ μαθητές
του. Κι ὁ νέος ἀγώνας τους δὲν εἶχε πιὰ ἀνάγκη μαχῶν κι αἱματοχυσίας,

10. Πρβ. Πλ. Φαῖδρ. 248 C. Τίμ. 48. Γιὰ τὸ Φιλόλαο ὁ Διογένης Λαέρτιος ἀνα­φέ­
ρει, πὼς ἐπίστευε «πάντα ἀνάγκῃ καὶ ἁρμονίᾳ γίγνεσθαι». Στὸν Ἑρμῆ Τρισμέ­
γιστο λέει ὁ Δημιουργός: «Ἔρως ὑμῶν, ψυχαί, δεσπόσει καὶ ἀνάγκη. Οἵδε γὰρ
μετ’ ἐμὲ πάντων δεσπόται τε καὶ ταξίαρχοι». Μὰ συνοπτικὰ βρίσκεται ἡ ἰδέα
αὐτὴ στὸν Ἰάμβλιχο (Ἰω. Στοβ. Ἠθικά, ΙΙ 7, 45), ὅπου μάλιστα ἀναφέρεται καὶ
γιὰ τὴν ψυχή: «καθ’ ὅσον τὴν νοερὰν ἑαυτῆς καὶ τῷ ὄντι ἄφετον ἀπὸ πάντων καὶ
αὐθαίρετον ἐνέργειαν ἐνεργεῖ, κατὰ τοσοῦτον τὰ ἑαυτῆς ἑκουσίως πράττει καὶ
τοῦ θείου καὶ ἀγαθοῦ καὶ νοητοῦ μετ’ ἀληθείας ἐφάπτεται».
Στοὺς παρακάτου στίχους, ἐνῷ ὁ σκεπτικισμὸς τοῦ Εὐριπίδη βρίσκει τάχα
τὸ ἀσυμβίβαστο ἐλευθερίας καὶ ἀνάγκης, ὅμως σύγχρονα ἀφήνει νὰ διακρίνει
κανένας τὴν ὀρφικὴ ἑνιστικὴ ἀντίληψη:
…πλείστων ἁψάμενος λόγων
κρεῖσσον οὐδὲν Ἀνάγκας
εὗρον, οὐδέ τι φάρμακον
θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς
ὀρφεία κατέγραψεν
γῆρυς…
(Ἄλκ. 964-969).
Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ 37

ὅπως ὁ πρῶτος. Ἡ κοινὴ κι ἐνσυνείδητη κατάχτηση κι ἡ ἐνδόμυχη


ὁμολογία τῆς λύτρωσης τοῦ Ὀρφέα καὶ τῶν ὀπαδῶν του ξαπλωθήκανε
γλήγορα στοὺς λαούς, ποὺ τὰ ἐξωτερικὰ δεσμά τους λύνονταν ἀπὸ μόνα
τους. Κι ἡ εὐωδιὰ τοῦ Ρόδου σκορπίζονταν ὁλοένα καὶ νοτιώτερα πρὸς
τὴν Ἑλλάδα κι ὑψώθηκε συγκεντρικὰ ἀπάνου ἀπ’ τὸ πανάρχαιο δελφικὸ
Μαντεῖο τῆς Γῆς. Κι ὅπως ἐκεῖ φωτοβόλησε ὁ Ἥλιος τῆς πνευματικῆς
μύησης μὲ τοὺς ἱερεῖς, ὡς ὀρφικοὺς ἐντολοδόχους, ἔτσι καὶ σ’ ὅλη γύρω
τὴν Ἑλλάδα ἀντίστραψε ἡ Τέχνη κι οἱ Ἀγῶνες, σύμβολα βοηθητικὰ τῆς
μύησης γιὰ κάθε ἄτομο σ’ ὅποιο σκαλοπάτι, κι ἔτσι, κι ὡς ἄμεση πραγμα­
τοποίηση στὴν καθημερνὴ κοινωνικὴ ζωή, ὠργανώθηκε ἡ δελφικὴ Νομο­
θεσία στηριγμένη στὶς ἰδέες τῆς ἐθνικῆς, τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς ἀτομικῆς
ἐλευθερίας. Ἡ ἱερὴ Συνθήκη Διόνυσου-Ἀπόλλωνα ἔβρισκε τὴν ἐπικύρωσή
της στὴν κοινωνικὴ αὐτὴ διάρθρωση, ὅπου Σύνολο καὶ Ἄτομο καθωρίζο­
νταν ἀμοιβαῖα. […]
1934
8

Κλέων Παράσχος

αγγελος Σικελιανος

Τ ον γνωρισα, εδω και εικοσι χρονια, τυχαῖα σ’ ἕνα δρόμο τῆς Ἀθή­νας.
Γύρω του, εἶχε κιόλας δημιουργηθεῖ ἕνας θρῦλος. Εἶχα ἀκούσει νὰ
μιλοῦν γιὰ τὴν ὀμορφιά του, γιὰ τὶς βασιλικὲς χειρονομίες ποὺ εἶχε στὸ
σκόρπισμα τοῦ χρήματος, γιὰ ἔρωτες καὶ γιὰ ταξίδια, γιὰ ἕνα σωρὸ περι­
στατικά, παράξενα, μισοπιθανά, μισοαληθινά, μὰ ποὺ ὅλα κινοῦσαν τὴν
περιέργεια. Ἀπὸ κοντὰ εἶδα ὅτι κρατιόταν ἄνετα στὸ ὕψος τοῦ θρύλου του.
Εἶχε μιὰν ὀμορφιὰ ἀπολλώνια ποὺ ἔφερνε ἀμέσως στὸ νοῦ τὶς μορφὲς τῶν
μεγάλων ρομαντικῶν τοῦ περασμένου αἰώνα, καὶ ἀνάδινε ὁλάκερος κά­
τι τὸ ἐντελῶς ἀσυνήθιστο καὶ τὸ βαθιὰ ποιητικό. Ἡ βροντερή του φωνὴ
καὶ τὸ ἠχερό του γέλιο δὲ μὲ διέθεσαν πολὺ εὐχάριστα τὶς πρῶτες στιγ­
μές. Ἀλλὰ γλήγορα ἔνιωσα ὅτι, ἀπολύτως συντονισμένα μὲ τὴν ὅλη προ­
σωπικότητα, εἴταν τὰ πιὸ ἁδρὰ φανερώματα μιᾶς πλουσιότατης ζωϊκῆς
ἀναύρας. Ἀπ’ τὴν πρώτη αὐτὴ γνωριμία μοῦ μένει ἀκόμα στὸ νοῦ ὁ τρό­
πος ποὺ εἶχε ὁ Σικελιανὸς νὰ κρατᾶ, παρ’ ὅλη τὴν ἐγκαρδιότητά του, σὲ
ἀπόσταση, ἰδίως μὲ τὴν ἄκρα εὐγένειά του, τὸ συνομιλητή του. Τὸ ντύσι­
μό του κομψό, φανέρωνε κάποια ἐπιτήδευση, ὅπως, ἄλλωστε, ἀλλ’ ὄχι δυ­
σάρεστη, καὶ ὅλος ὁ ἄνθρωπος. Μὰ τὸ κῦμα τῆς ζωῆς πηδοῦσε ἀκράτητο
ἀπὸ μέσα του καὶ παράσερνε ὅλους καὶ ὅλα.
Τὸν εἶδα καὶ πολλὲς ἄλλες φορὲς τὰ χρόνια ἐκεῖνα. Ἡ ὁμιλία του εἴταν
ἕνας κρουνὸς χαρᾶς κ’ εὐτυχίας, πολὺ «τεντωμένη» ὅμως, πολὺ ἀδιάπτωτα
κρατημένη στὴ διαπασῶν, αὐστηρὴ πάντα καὶ σοβαρή, μὲ λίγα παιχνιδί­
σματα, μ’ ἀριοὺς τόνους ζεστοὺς καὶ οἰκείους, μὲ ἀριὰ κατεβάσματα στὰ
μικρά, τόσο συμπαθητικὰ καὶ τόσο ἀπαραίτητα σὲ μιὰ φιλικὴ κουβέντα,
καθημερινὰ γεγονότα. Ἡ ὁμιλία του ἀνηφόριζε μεμιᾶς στὰ μεγάλα ὕψη
καὶ ἔμενε ἐκεῖ.
40 ΚΛΕΩΝ ΠΑΡΑΣΧΟΣ

Μιλοῦσε συχνότερα καὶ μὲ φανερὴ προτίμηση γιὰ τὴν ποίηση, ξο­­


μπλιά­ζοντας, κάθε τόσο, τὴν κουβέντα του, μὲ εἰκόνες καὶ φράσεις ἀρ­­
χαίων συγγραφέων, μυστικῶν, τὸ περισσότερο ποὺ τὶς πρόφερε πιὸ
­χτυ­πητά, κάποτε _ὄχι σπάνια_ ἀπάγγελνε στίχους ἢ χαρακτήριζε μ’
ἕνα ἐπί­γραμμα τσουχτερὸ συγγραφεῖς ποὺ ἀντιπαθοῦσε, ξεσπώντας ὁ
ἴδιος πρῶτος σὲ πλατύτατο γέλιο. Ἀπὸ τοὺς σύγχρονους εὐρωπαίους
περνοῦσαν συνηθέστερα στὶς κουβέντες του, ὁ Μπερξόν, ὁ Κλωντέλ, ὁ
Ροντέν, καὶ ἀπὸ τοὺς παλιότερους, ὁ Χούϊτμαν, ὁ Γκαῖτε, ὁ Κήτς. Ἀλλὰ
σὲ καμμιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες τοῦτες μορφὲς δὲν ἔδειχνε πὼς εἶχε ἰδιαίτερα
σταματήσει. Μὲ ἀπροκάλυπτο θαυμασμὸ ἐκφραζόταν γιὰ μερικοὺς ἀρ­
χαίους ἕλληνες μόνο. Ὅμως, παλιοὺς καὶ νεότερους ὣς τοὺς τελευ­ταίους,
ὣς τοὺς χτεσινούς, ἔδειχνε πὼς τοὺς κάτεχε ὅλους. Τοὺς σκιτσά­ριζε μὲ
δυὸ λόγια, οὐσιαστικὰ πάντα καὶ προσέχοντας ὄχι τόσο στὴν καθαρὴ
καλλιτεχνική τους ὑπόσταση, ὅσο στὸ πλατύτερο ἀνθρώπινο βάθος.
Ἡ πίστη στὸν ἑαυτό του εἴταν ἀπέραντη, καὶ ἀπέραντη, τὸ ἔκρινε
κανεὶς ἀπ’ τὰ λόγια, ἡ ἠθικὴ δύναμή του. Γιὰ κοινωνικά, γιὰ φιλοσοφικὰ
προβλήματα δὲ θυμοῦμαι νὰ μιλούσαμε. Ἀλλὰ τὸ μεταφυσικὸ πρόβλημα
τόχε λύσει. Θάνατος δὲν ὑπῆρχε γιὰ τὸν Σικελιανό. Ὅλα εἴταν ζωή. Καὶ
γιὰ τοῦτο δὲ μποροῦσε κανεὶς ν’ ἀμφιβάλλει. Μαρτυροῦσε _καὶ μὲ τί τρό­
πο!_ ὁλάκερο τὸ ἔργο του. […]

Ἡ μυστικόπαθη φύση τοῦ Σικελιανοῦ φανερώθηκε ἀπὸ τὸ πρῶτο του


ἔργο ἀκόμα, τὸν Ἀλαφροΐσκιωτο. Ἀλλ’ ὁ μυστικισμός του δὲν ἄρχισε νὰ
ἐκδηλώνεται πιὸ μεστός, πιὸ κυκλικός, πιὸ συνειδητός, παρὰ πολὺ μετὰ
τὸν Ἀλαφροΐσκιωτο, στὸν Πρόλογο στὴ Ζωή, καὶ ἀπὸ τότε ὣς σήμερα δὲν
ἔπαψε ν’ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο ὄχι μόνο τῆς καλλιτεχνικῆς του δημιουργίας,
ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ψυχικῆς καὶ πνευματικῆς του ἐνέργειας. Ὁ Σικελιανὸς
εἶναι ἕνας μυστικός.
Ὡστόσο, θὰ εἴταν ἀρκετὰ δύσκολο νὰ ὁρίσει κανεὶς τὶς μορφὲς καὶ
τὰ στάδια τοῦ μυστικισμοῦ του. Ἐτράφηκε ἀπὸ ὅλους τοὺς μυστικι­
σμούς: ἀπὸ τὸ μυστικισμὸ τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας, τὸν ἐλευσίνειο, τὸ
διονυσιακό, τὸν ὀρφικό, ἀπὸ τὸν ἰνδικό, ἀπὸ τὸν πλατωνικὸ καὶ τὸ νεο­
πλατωνικό, τὸ χριστιανικό, κι ἀκόμα ἀπὸ τὸ μυστικισμὸ μερικῶν νεό­
τερων φιλοσόφων, τέλος, γνώρισε βαθιά, φαίνεται, καὶ τὴ θεοσοφία, καὶ
τὸν ἀποκρυφισμό. Τὸν συστηματικὸ τοῦτον καὶ ἀδιάκοπον ἀπὸ ὅλα τὰ
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ 41

μυστικὰ ρεύματα, ἐμποτισμό του, τὸν φανερώνει κι ὁ ἴδιος σ’ ὅσους τὸν


πλησιάζουν κάπως περισσότερο, ἀλλ’ εἶναι αἰσθητὸς καὶ σ’ ὅλο τὸ ἔργο
του. Αἰσθητός, ὄχι σὰν κάτι ἀσύστατο καὶ παρδαλό, δανεισμένο τυχαῖα
ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ, μὰ σὰν κάτι βαθὺ καὶ ὀργανικό, μ’ ὅλη τὴν πολυμορ­
φία του, σὰν τὴν ἀναγκαία ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ πορεία ἑνὸς ἀνθρώπου.
Ποιά εἶναι ἡ μυστικὴ αὐτὴ πορεία τοῦ Σικελιανοῦ;
Γιὰ τὸν Πρόλογο στὴ Ζωὴ μίλησα κιόλα. Ὁ ἑλληνικὸς μυστικισμὸς
κυριαρχεῖ ἀκόμα ἐκεῖ, ἀλλ’ ἐκεῖ ἀκριβῶς, στὰ δυὸ τελευταῖα μέρη, στὴ
Συνείδηση τῆς Πίστης, καὶ στὴ Συνείδηση τῆς Γυναίκας, ἀρ­χί­ζει καθαρὰ
μιὰ στροφὴ πρὸς τὸν χριστιανικὸ μυστικισμό, ἢ μᾶλλον, ἐμφα­νίζονται
στοιχεῖα, ἠθικά, προπάντων, ποὺ τὰ χαρακτηρίζουμε συνήθως σὰν πε­
ρισσότερο, ἂν ὄχι ἀπολύτως, χριστιανικά, ἀνακατωμένα μὲ τὰ ἑλληνικὰ
μυστικὰ στοιχεῖα. Εἶναι φανερὸ πὼς ὁ Σικελιανὸς ζητεῖ ἤδη καὶ πι­στεύει
δυνατή, πνευματικά, τουλάχιστον, ἂν ὄχι πρακτικά, καὶ πιὸ συγκε­κρι­
μένα, στὴ σφαίρα τῆς ποίησης, μιὰ ἕνωση ὀργανικὴ χριστιανισμοῦ καὶ
ἑλληνισμοῦ. Καὶ ἡ Μήτηρ Θεοῦ, ὣς ἕνα σημεῖο, πολὺ περισσότερο, ὅμως,
τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἡ καλλιτεχνικὴ ἐκδήλωση τῆς προσπά­θειάς
του αὐτῆς.
Στὸ μικρὸ πρόλογο ἑνὸς ἀποσπάσματος τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ἔμμετρης
λυρικῆς τραγωδίας, ἴσως τῆς πρώτης του, γράφει ὁ Σικελιανὸς τὸ ἀρκετὰ
περίεργο αὐτὸ ἀλλ’ ὄχι, ἴσως, καὶ τόσο, ὅσο στὸ πρῶτο ἄκουσμα φαίνε­
ται: «Ὁ Ἕλληνας, ὣς τώρα, ὑπῆρξε ὁ μόνος γνήσιος Χριστιανός. Ὄχι
για­τί, ὅπως πιστεύουν πολλοί, οἱ Ἕλληνες, δουλεμένοι ἀπὸ τὸν Πλά­
τωνα, τοὺς νεοπλατωνικούς, καὶ ἀπὸ μέγα μέρος τοῦ θρησκευτικοῦ των
μυστικισμοῦ, τοῦ κατεργασμένου στὰ Ἱερά, εἶχαν προετοιμαστῆ καλύτε­
ρα ἀπὸ κάθε ἄλλο λαὸ γιὰ νὰ δεχτοῦν τὸ χριστιανισμό, ἀλλὰ γιατὶ ὅσο βα­
θύτερος φαντάζει ὁ ἀνταγωνισμός, τόσο γνησιώτερη καὶ ὀργανικώτερη
εἶν’ ἡ ἀφομοίωση καὶ ἡ λύτρωση». Ὅταν ἡ Ἑλλάδα δέχτηκε τὸ χριστια­
νισμό, εἴταν ὅλη ἕνα «ἐγκοιμητήριον», εἶχαν ἀτροφήσει «κ’ οἱ τελευταῖοι
πυρῆνες κάθε ἐνέργειάς της». Ἀλλὰ «ἡ παρακμὴ εἶν’ ἕνα στοιχεῖο πα­
ντοτινὰ χαμένο γιὰ ἕνα λαό; Ἢ μήπως εἶναι, ἀληθινά, ἡ κλίνη, ὁ τάφος,
ὅπου συντελεῖται μυστικὰ ἡ πλέρια ὀργανική του μεταμόρφωση γιὰ μιὰ

. Φάνηκε καθαρὰ καὶ ἀπὸ μιὰ σειρὰ διαλέξεις ποὺ ἄρχισε ἐδῶ καὶ τέσσερα ἢ πέ­
ντε χρόνια, καὶ ποὺ θὰ εἴταν ἀφιερωμένες ὅλες σὲ μυστικούς.
. Περιοδικό Λύρα, 1919.
42 ΚΛΕΩΝ ΠΑΡΑΣΧΟΣ

ἀτμοσφαίρα ἀνώτερη, ἐνεργητικώτερη;». Ὁ Σικελιανὸς πίστεψε τὸ δεύ­


τερο. Πίστεψε ὅτι ὁ ἄρρωστος, ὅσο βαθιὰ ἡ ἀρρώστια του κι ἂν εἶναι,
μπορεῖ νὰ ξαναβρεῖ τὰ χνάρια τῆς ὑγείας, γιὰ τὴ μυστική, ὅμως, αὐτὴ με­
ταμόρφωση, τὰ πιὸ ὀργανικά, τὰ πιὸ πολύτιμα στοιχεῖα ποιός θὰ τάδινε,
ὁ ἑλληνισμὸς ἢ ὁ χριστιανισμός; Καὶ ποιός ἀπὸ τοὺς δυὸ θὰ πρέπει καὶ σή­
μερα νὰ τὰ δώσει γιὰ μιὰ τέλεια, οὐσιαστικὴ ἕνωσή τους;
«Ὁ ποιητής, σημείωνε τὴν ἴδια ἐποχή, δὲν ἐλησμόνησε οὔτε μιὰ
στιγμὴ ὅτι εἶναι Ἕλλην». Τὸ «Ἕλλην» τὸ λέει ἐδῶ ὁ Σικελιανὸς ὄχι μό­
νο γιὰ νὰ χωρίσει τὴ δική του θρησκευτικὴ τοποθέτηση ἀπὸ ἀνάλογα
δυτικοευρωπαϊκὰ ρεύματα τοῦ καιροῦ μας, ἀλλὰ καὶ γιατὶ τὴν ἔννοια
«Ἕλλην» τὴ θεωρεῖ πρωταρχική, βασική, γιὰ τὴν ἕνωση χριστιανισμοῦ
καὶ ἑλληνισμοῦ. Ἀλλοῦ ὅμως, ξεκαθαρίζει καλύτερα τὴ σκέψη του: «Ὅσοι
διαβάζοντας τοὺς στίχους τῆς Μητέρας Θεοῦ ἕως ἐδῶ, ἐφαντάστηκαν πὼς
ἐξυπηρετῶ ἕνα ἔνστικτό μου ἐφήμερο, εὐδαιμονικό, μιὰ νάρκωση τῆς θέ­
λησής μου, κ’ ἔδωσαν μιὰν ἄβουλη “κατάνυξη” ἀφορμή τους, ἀπατήθη­
καν. Δὲν ἀδικῶ κανένα. Καὶ γιὰ τοῦτο, μοιάζει νὰ ὤφειλα δυὸ λόγια».
Ὄχι ἕνα ἔνστικτο παθητικό, «κατανυκτικό», ἀλλ’ ἴσα-ἴσα ὅσο γίνεται
πιὸ ἐνεργό, θέλει νὰ φανερώνει στὸ Μήτηρ Θεοῦ, ποίημα πολὺ χαρακτη­
ριστικό, γιὰ τὸ θέμα ποὺ ἐδῶ ἐξετάζουμε, ὁ Σικελιανός. Ἕνα αἴσθημα
«δη­μιουργικό», κατὰ τὸν τρόπο τῶν Ἑλλήνων, αἴσθημα ἔξαρσης καὶ ἀνύ­
ψωσης τῆς ὕλης ὅλης πρὸς μιὰ λαμπρότερη ἀτμοσφαίρα, «πρὸς χῶρον
μᾶλλον ἐνεργόν». Ποιός εἶναι ὁ χῶρος αὐτός; Ἐκεῖνος ποὺ τὸν κερδίζει
ὅποιος ἔχει νικήσει τὸ θάνατο, ὅποιος μπορεῖ νὰ πεῖ «κατεπόθη ὁ Θάνα­
τος εἰς νῖκος». Ὅποιος ὑψωθεῖ ὣς τὸ Θάνατο Παιᾶνα τὸ «μουσικότερο
τῆς Μοίρας περικάλυμμα». Καὶ ἀκριβῶς τοῦτο, μιὰ τέτοια νίκη, εἶναι τὸ
Μήτηρ Θεοῦ: «_Ὅλη ἡ “νεκρώσιμος ἀκολουθία” ἐπιζητώντας μόνο τόπο
“χλόης καὶ ἀναπαύσεως”, ἄξαφνα, ἀνάμεσ’ ἀπ’ τὰ δάκρυα, δοξαστικὴ τῆς
Μοίρας καὶ τῆς Δημιουργίας».
Βλέπουμε, λοιπόν, ὣς ἐδῶ, ὅτι καὶ ἂν προσδέχεται τὸ χριστιανισμὸ
ὁ Σικελιανός, καὶ ἂν πασκίζει νὰ τὸν φέρει κοντὰ στὸν ἑλληνισμὸ καὶ νὰ

. Λόγος, τχ. 5 (β´ περίοδος), 1919.


. Λόγος, τχ. 3 (α´ περίοδος), 1917.
. Λόγος, τχ. 5, 1919.
. Λόγος, τχ. 5, 1919. Ἐκεῖ καὶ οἱ δυὸ ἀμέσως παρακάτω, μέσα σὲ εἰσαγω­γι­κά,
περικοπές. Τὰ σχόλια αὐτά, ὅπως καὶ κανένα ἄλλο σχόλιο, δὲν ξανατυπώθη­
καν στὸ Λυρικὸ Βίο (Σημ. τοῦ 1961).
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ 43

τὸν ἑνώσει μ’ ἐκεῖνον, ὅμως, καὶ ἡ ἴδια ψυχικὴ ἐμπειρία του, καὶ ἡ γενικὴ
ζωική του μέθοδος, παραμένουν ἑλληνικές. Ἑλληνικὸ παραμένει καὶ τὸ
κέντρο τῆς πνευματικῆς του ἐνέργειας. Δὲ νικᾶ τὸ θάνατο ἀρνούμενος τὸ
ὑλικὸ σῶμα τοῦ κόσμου, ὅπως ὁ χριστιανός, ἀλλὰ πνευματοποιώντας τὸ
σῶμα τοῦτο καὶ νιώθοντάς το «ἔμπλεον ψυχῆς ἀθανάτου». Ὄχι ἡ ψυχή,
ὄχι τὸ πνεῦμα, ἀλλ’ ἡ ρίζα τῶν αἰσθήσεών του ἀρδεύει τὸ στοχασμό του,
αἰσθήσεων, ποὺ χωρὶς νὰ χάνουν οὔτε στιγμὴ τὴ βαθιὰ ἐπαφή τους μὲ
τὴ φύση, βοηθοῦν, ἀντὶ νὰ πολεμοῦν, τὸ πνεῦμα γιὰ νὰ φτάσει στὴν πιὸ
ψηλὴ καὶ καθάρια ἐποπτεία του. Ὁ ἀνταγωνισμὸς φύσης καὶ ἀνθρώπου
ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει _εἶναι ἀκατάλυτος_ ἡ φύση, ὅμως, γίνεται πηγὴ
ἐνεργὸς νόμων ποὺ βαθιά της ξετυλίγονται δημιουργικά, γίνεται «natura
naturans perpetuam divinitatem».
Ἔτσι, ἑτοιμασμένος ψυχικὰ καὶ πνευματικά, ὄχι ποιητὴς μόνο, ἀλλὰ
«ἀθλη­τής, ἱερέας καὶ προφήτης», ἀντικρύζει ὁ Σικελιανὸς τὸ μῦθο τοῦ
Ἰησοῦ. Ἐδῶ, ὁ ἀγώνας του γιὰ νὰ ἑνώσει τοὺς δυὸ κόσμους, χριστιανικὸ
καὶ ἑλληνικό, φαίνεται ὁλοκάθαρα. Ὄχι πιὰ Ἀπόλλων καὶ Διόνυσος, ἀλλὰ
Ἰησοῦς καὶ Διόνυσος, Ἰησοῦς καὶ Πᾶν, Ἰησοῦς καὶ Ἀπόλλων. «Ἔτσι,
στὴ γλυκύτατη ὥρα, μπρὸς στὸν ἑνιαῖο Νόμο τοῦ Ἔρωτα, φανερωμέ­
νο τὸ Πιστεύω στὴν κορφὴ ποὺ “παντελὴς καὶ μεμυημένος” ὀργιάζει
ὁ νοῦς _κι ἀπὸ τὰ σπάρτα εἶναι χρυσὸς ὣς κάτου ὁ Ἑλικῶνας_ χύνεται
σὰν Ὕμνος νικη­τήριος, κι ὁ πεσμένος στὰ σκοτάδια Μῦθος τοῦ Ἰησοῦ
φωνάζει ὡς τὸ πουλὶ πὤχει γλιστρήσει ἀπ’ τὴ φωλιά. Τότε ξεχειλίζει
στὴν καρδιά του (τοῦ Ποιητῆ) τὸ Ἔλεος, ἀδελφὸς τοῦ Ἄθλου. Καὶ σηκώ­
νοντας τὸ Μῦθο, παίρνει πάλι τὸν ἀνήφορο τοῦ θείου βουνοῦ γιὰ νὰ τὸν
ἀνεβάσει στὴν κορφή».
Γιατί εἶναι πεσμένος στὰ «σκοτάδια» ὁ Μῦθος τοῦ Ἰησοῦ; Γιατί πα­
ραμορφώθηκε, γιατί χωρίστηκε βίαια καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς
ἄλλους «μύθους», ἰνδικό, ἑλληνικό, ποὺ κάνουν ἕνα σῶμα μαζί του, ἢ για­
τί δὲν ἔδωσε, καὶ ἔτσι ξεμοναχιασμένος, καὶ ἔτσι βγαλμένος ἀπὸ τὸ ρεῦμα
ποὺ τὸν ἕνωνε μὲ τὴν ἄλλη ἀνθρώπινη ἐμπειρία, τὴν κατεργασμένη στὰ
«Κεντρικὰ Ἱερά», ὅλη του τὴν ἀκτινοβολία, ὅλο τὸν καρπὸ ποὺ ἔκλεινε
μέσα του; Καὶ ποιοῦ «Ἄθλου» ποιό «Ἔλεος» θὰ εἶναι ἀδελφός; Καὶ ποιός

. «Ὁμιλίες μὲ τὸν Rodin».


. Λόγος, ὅ.π.
. Λυρικός Βίος, Γ´, σ. 73.
44 ΚΛΕΩΝ ΠΑΡΑΣΧΟΣ

εἶναι «ὁ παντελὴς καὶ μεμυημένος νοῦς»; Καὶ ποιός «ὁ ἑνιαῖος Νόμος τοῦ
Ἔρωτα»;
Τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων δίνει ἀπόκριση ποιητικὴ σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ρω­
τήματα, στὸ τελευταῖο ὅμως ἀπαντᾶ καὶ πιὸ συγκεκριμένα ὁ ποιητής: Ὁ
ἑνιαῖος νόμος τοῦ ἔρωτα εἶναι ὁ «ἡλιακὸς λόγος», ὁ πέρα ἀπὸ κάθε ὑλικὸ
προσδιορισμό, χρονικὸ ἢ τοπικό, ὁ παγκόσμιος ρυθμός: «Μὲ τὸν τίτλο
Πάσχα τῶν Ἑλλήνων δὲν ἐννοοῦσα τίποτα ἐθνικιστικό, ὅπως ἄστοχα νο­
μίσανε πολλοί, ἀλλὰ τὸ Πνευματικὸ ἐκεῖνο Πάσχα τοῦ Ἡλιακοῦ καὶ τοῦ
παγκόσμιου _τέλεια πλέον ὥριμου στὴν ἐποχή μας_ Λόγου, στὸ ὁποῖον ἡ
Ἑλλάδα δικαιοῦται νὰ καλέσει μιὰ ὥρα ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς Γῆς».10

Ἐδῶ βρισκόμαστε πιὰ στὴν προσπάθεια τοῦ ποιητῆ γιὰ τὴν κεντρική,
καθὼς λέει, κατάχτηση τῆς πιὸ ἑνιαίας καὶ τῆς πλατύτερης συνείδησης
τῆς ζωῆς, τῆς πιὸ συνθετικῆς ἐποπτείας της, σ’ ἕνα χῶρο πνευματικό,
ὅπου ὁ μῦθος τῆς ψυχῆς δὲν ἐκφράζεται πιὰ σὰν καλλιτεχνικὴ μορφὴ μό­
νο, σὰν «βίωσις» καλλιτεχνική, ἀλλὰ σὰν ἀξία καὶ σὰν νόμος, σὰν βίωσις
ποὺ κλείνει ὅλες τὶς μορφὲς τῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ Δελφικὴ Ἰδέα. Χάρις σ’
αὐτὴν ὁ ποιητής, ὁ πνευματικός, γενικά, ἄνθρωπος, ζεῖ σὲ μιὰ «μυστικὴ
συμβίωση μ’ ὅλη τὴ ζωή». Χάρις σὲ τούτη, ἡ σκέψη «πὼς δὲν ὑπῆρξε,
μ’ ἕνα τρόπο, ἀπὸ πάντα καὶ γιὰ πάντα, δὲν τοῦ γίνεται ἀπόλυτα νοη­
τή». Οἱ μυημένοι στὴ Δελφικὴ Ἰδέα εἶναι «βάκχοι» ποὺ βρῆκαν μέσα
τους «ἕνα σπέρμα Θεοῦ» καὶ προσπαθοῦν νὰ τὸ «ξανοίξουν μέσ’ ἀπ’ ὅλα
τὰ σκοτάδια» κατασταίνοντας μ’ ἀδιάκοπη ἄσκηση τὸ σῶμα τους καὶ τὸ
πνεῦμα τους ἄξια ν’ ἀντικρύσουν «ἀκέριο, κι’ ὄχι ἀχνὸ καὶ θαμπομίμητο
τὸ Θεῖο».11
Ἀσύγχρονοι στὰ μάτια τῶν «ἀνθρώπων ὄχι γιατὶ τάχα δὲν συνδέονται
πρῶτοι μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλὰ γιατὶ μέσα τους ὁ χρό­
νος ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ ἕναν ἄπειρα πλατύτερο ρυθμό, ἀκατανόητα

10. «Τὸ τραγοῦδι τῶν Ἀργοναυτῶν», Ἀλεξανδρινὴ Τέχνη, Ἰανουάριος 1927, σ.


41, ὑποσημείωση. Ἡ ὑποσημείωση δὲν ὑπάρχει στὸ Λυρικὸ Βίο, τόμ. Γ´. «Τὸ
τραγοῦδι τῶν Ἀργοναυτῶν», σ. 60-72.
11. Δελφικὸς Λόγος, Ι. «Λόγος σπερματικός». (Ὁ δεύτερος θὰ εἴταν ὁ «Ἀναλυτι­κὸς
Λόγος», καὶ ὁ τρίτος, ὁ «Δημιουργικός». Δὲ δημοσιεύτηκαν στὸ Λυρικὸ Βίο.
Καὶ δὲ θὰ γράφτηκαν λοιπὸν ἴσως.)
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ 45

γοργὸ ἢ βραδὺ στὴν αἴσθηση τῶν ἄλλων, ποὺ ἀγκαλιάζει τωρινά, μελ­
λούμενα καὶ περασμένα, μὲς στὴν ἴδια ἀκαταγώνιστη στροφή»,12 εἶναι οἱ
ἀσκητὲς μὲ τὰ «τετρανωμένα» αἰσθητήρια, ποὺ ὁ ἐσώτατος ρυθμὸς τῆς
ζωῆς τους ὑπακούει ἀκατάπαυστα στὸ προαιώνιο μυστικὸ πρόσταγμα:
«ἑνωθῆναι θέλω καὶ ἑνῶσαι θέλω· νοηθῆναι θέλω, νοῦς ὢν ὅλος». Ἐκεῖνοι
ποὺ κοινωνοῦν, ποὺ καλοῦνται νὰ κοινωνήσουν «πέρα ἀπὸ τὴ λέξη, πέρα
ἀπὸ τὴν πράξη, ποὺ διακόπτει τὴ θαμμένη μὲς στὸ βάθος τῶν ψυχῶν μας
συνοχὴ καὶ συνανάταση τῶν πάντων» στὸ μέγα Ὄργιο, στὸν ἕνα παγκό­
σμιο ρυθμό, «ὁποῦ ξάφνου ἀπὸ τὸν τόπο τῶν δεσμῶν μας, μᾶς διαστέλ­
λει μὲς στὸ σύμπαν, μᾶς ὑψώνει μὲς στὸ νάρθηκα τῆς δημιουργίας, γιὰ νὰ
νοή­σουμε, ν’ ἀκούσουμε, νὰ ἰδοῦμε, ὅσα ἀλλοιῶς δὲν θὰ κατείχαμε ποτέ».
Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὴν «ἀπόρρητη συναίσθηση» «τῆς τεράστιας ρύθμισης
τοῦ ἐγώ μας μὲ τὴν κίνηση ὅλων ἀνεξαίρετα τῶν ὄντων», ποὺ ζεῖ μέσα
τους τὸ Μυστήριο ἑνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο, ποὺ νιώθουν πιὰ στὴ νέα ἀνατολή
του «ἀνθρωπομίμητο», τὸν Ἥλιο, «καὶ τὴ Γῆ, μέσα στὶς αἰώνιες εὐωδιές
της, σάμπως ἄγγιχτη καὶ ἀμόλευτην», ἐκεῖνοι ποὺ μὲς στὶς κρῦπτες ὅλες
τῶν ἐνστίκτων τους θάχει σταλάξει τοῦ ἴδιου ἥλιου ἡ οὐσία.
Τόσες φορές, τόσο πλατειά, καὶ μὲ τόσους τρόπους ἀνάλυσε ὁ Σι­κε­
λιανὸς τὴ δελφική του ποίηση, ὥστε εἶναι σ’ ὅλους γνωστή, καὶ ἂν δὲν
εἴταν ὅμως, δύσκολα, στὸν περιορισμένο τοῦτο χῶρο,13 θὰ μποροῦσα νὰ
μιλήσω, ὅπως τἀξίζει, γι’ αὐτήν. Φαντάζει ἀσφαλῶς, σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ
ἁγνά, πιὸ ἐπιβλητικὰ καὶ πιὸ καθολικὰ πνευματικὰ φανερώματα τοῦ
καιροῦ μας. Στὴ Δελφικὴ Ἕνωση ποὺ κυκλοφόρησε, ἐδῶ καὶ πέντε χρό­
νια, σὰν «προανάκρουσμα», καὶ κατόπιν, στὸ Διθύραμβο τοῦ Ρόδου, μᾶς
ἔδειξε ὁ Σικελιανὸς τὸν τεράστιο ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ δυναμισμό, τὴν
ἀμέτρητη ἱκανότητα γιὰ μιὰ καθολικὴ ἀνασυγκρότηση τοῦ ἀνθρώπου
ποὺ πιστεύει πὼς κλείνει ἡ δελφική του πίστη.
Τί εἶναι αὐτή; Μὲ ἕνα ἀληθινὰ λαμπρὸ τρόπο, γεμάτο οἶστρο, μᾶς τὸ
λέει ὁ ποιητής: Εἶναι ἡ ἐπανεύρεση τῶν ἀτράνταχτων κ’ αἰώνιων ἀρχῶν
ποὺ καὶ σήμερα μποροῦν καὶ πρέπει νὰ χρησιμεύσουν ὡς τὰ μόνα γνή­
σια καὶ ἀκατάφθορα στοιχεῖα (ἔξω τόπου κ’ ἔξω χρόνου) οὐσιαστικῆς
δημιουργικῆς διανόησης καὶ ζωῆς. Ἡ ἐπανεύρεση τῆς Ἀπολλώνιας

12. Δελφικὸς Λόγος.


13. Χῶρο ποὺ μπορεῖ νὰ διαθέσει ἕνα περιοδικὸ _ἡ Νέα Ἑστία στὸ προκείμενο_ γιὰ
μιὰ μελέτη.
46 ΚΛΕΩΝ ΠΑΡΑΣΧΟΣ

Ἠθικῆς, τῆς Δωρικῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἐκδηλώθηκε ἀπὸ τὰ πανάρχαια


χρόνια στοὺς Δελφούς. Ἡ ἐπανεύρεση τῆς πολυτιμότερης προγονικῆς
μας κληρονομιᾶς, μὲ τὸν ἀκατάλυτο δυναμισμό της, ποὺ χάρις στὴν
ἐσωτερικὴ σύνθεσή της, εἶναι καμωμένη γιὰ νὰ προσαρμόζει τὸ μυαλὸ
καὶ τὶς ψυχές μας μὲ ἀκρίβεια θαυμαστή, στὴν ὁποιαδήποτε πραγματικό­
τητα ὅλων τῶν πνευματικῶν καὶ ἱστορικῶν μεταμορφώσεων τοῦ κόσμου.14
Μὲ τὴ ζωντανὴ καὶ δημιουργικὴ ἀναβίωση τοῦ Δελφικοῦ πνεύματος
θ’ ἀναστηλωθεῖ ὁ ἐπὶ αἰῶνες ξεχασμένος καὶ ἀφημένος κεντρικὸς τῆς
ἀνθρωπότητας σκοπός. Τὸ Δελφικὸ πνεῦμα, παρεμβαίνοντας ἔγκαιρα δὲ
θ’ ἀφήσει τὸ κοινωνικὸ δράμα (ζήτημα), νὰ πάρει τὴ μηχανικὴ λύση μιᾶς
σαρκικῆς ὁμαδικῆς ἱκανοποίησης, ἀλλὰ θὰ τὸ τοποθετήσει στὴν ἀληθινή
του θέση, ἐκεῖ ποὺ προαιώνια ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ τὸ τοποθέτησε, γιὰ νὰ
τοῦ δοθεῖ ἡ τελειωτικὴ λύση του μὲ μιὰν ὑπέρτατη καὶ καθαυτὸ καθολικὴ
θρησκευτικὴ συνήχηση Βιολογικὴ-Πνευματική.15
Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ τὸν ἀντικειμενικὸ δυναμισμὸ τῆς Δελφικῆς
Ἰδέας, μιᾶς ἰδέας ποὺ κανεὶς δὲν εἶναι σὲ θέση, φαντάζομαι, νὰ προβλέ­
ψει τί δυνατότητες κλείνει καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴ μελλοντικὴ ἐξέλιξη τοῦ
Σικελιανοῦ σὰν ποιητῆ καὶ πνευματικοῦ, γενικά, ἀνθρώπου, δὲ μπορῶ
νὰ μὴν τονίσω πόσο ὣς τώρα ἡ Ἰδέα αὐτὴ τοῦ στάθηκε γόνιμη. Ὄχι τό­
σο γιὰ τὴν καθαυτὸ ποιητική του ὑπόσταση, _αὐτὴ τὴ ζήμιωσε, ἴσως,_
ὅσο γιὰ τὴ συνολικὴ πνευματική του ἐνέργεια. Πραγματικά, στὰ «δελ­
φικά» του ποιήματα, δὲ βρίσκουμε πάντα ὅ,τι βρίσκαμε στὸν Πρόλογο
στὴ Ζωή, στοὺς Στίχους, σὲ μερικὰ ἀπαράμιλλα κομμάτια16 τοῦ Πάσχα
τῶν Ἑλλήνων. Τὸ ὅραμα ἔγινε τόσο πλατὺ καὶ τόσο πλούσια ἡ ἀναύρα τῆς
μυστικῆς ἐμπειρίας, ὥστε δύσκολα κατορθώνουν ν’ ἁρμονιστοῦν καὶ νὰ
«περιοριστοῦν» σὲ μορφή. Ἀλλὰ πνεῦμα καὶ ψυχὴ ἄσχετα ἀπ’ τὴν καθαρὴ
καλλιτεχνική τους ἐκδήλωση, τί διαμέτρημα ἔχουν πάρει, σὲ τί πλάτη
καὶ σὲ τί βάθη ἔχουν ἁπλωθεῖ!
Ἔτσι, τὸ πρόβλημα τοῦ Σικελιανοῦ ξαναγυρνᾶ στὴ βάση καὶ στὴν
οὐσία του: θὰ σταθεῖ ἱκανὸς νὰ σωματώσει σὲ καλλιτέχνημα, ἀκέραιο τὸν
ψυχικὸ καὶ πνευματικό του κόσμο; Θὰ μπορέσει στὴν τόσο πλούσια πιὰ
σήμερα ἐμπειρία του νὰ δώσει μιὰ ἀντάξιά της μορφή;17

14. Ἡ ὑπογράμμιση δική μου.


15. Ἡ Δελφικὴ Ἕνωση ( Ἕνα προανάκρουσμα).
16. Ὁ Ἰησοῦς στὸ ναό.
17. Σὲ μιὰ μεταγενέστερή μου μελέτη γιὰ τὸν Σικελιανό, δημοσιευμένη στὴ Νέα
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ 47

Τὰ λέω ὅλα τοῦτα καὶ θέτω ἔτσι τὸ πρόβλημα τοῦ Σικελιανοῦ, γιατὶ
πιστεύω ὅτι ὁ Σικελιανὸς θὰ μείνει προπάντων ὅ,τι εἴταν καὶ εἶναι ὣς τώ­
ρα: ἕνας μορφοποιός, μὲ ρυθμικὸ λόγο, τοῦ ἄμορφου, ἕνας ποιητής. Μιὰ
ἀπὸ τὶς πιὸ γνήσιες καὶ πιὸ ἁγνὲς ποιητικὲς δυνάμεις τοῦ καιροῦ μας.

1935

Η προεπισκόπηση
των επόμενων σελίδων
δεν είναι διαθέσιμη

Ἑστία (15-2-1943) καὶ ὕστερα στὸ βιβλίο μου Ἕλληνες Λυρικοὶ (1953), ἔδωσα
ἀπόκριση στὸ ρώτημα τοῦτο. Ἔγραψα ὅτι σήμερα (1943) πιστεύω ὅτι κατόρ­
θωσε νὰ σωματώσει σὲ ἀντάξιο τῆς μυστικῆς ἐμπειρίας του ἔργο, τὴν ψυχικὴ
καὶ πνευματικὴ βίωσή του.

You might also like