Professional Documents
Culture Documents
142495243 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ PDF
142495243 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ PDF
ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
Επιλογή κριτικών κειμένων
Επιμέλεια
Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος
ISBN 978-960-524-314-2
Περιεχόμενα
Ερατοσθενησ Γ. Καψωμενοσ
Εισαγωγή: Ο Σικελιανός και η κριτική ιγ´
1. Ιωαννησ Κονδυλακης
Αλαφροΐσκιωτος Αγγέλου Σικελιανού 1
2. Σπηλιος Πασαγιαννης
Ο Αλαφροΐσκιωτος 3
3. Αριστος Καμπανης
[Αλαφροΐσκιωτος] 7
4. Γρηγοριοσ Ξενοπουλος (;)
Αγγέλου Σικελιανού Αλαφροΐσκιωτος 11
5. Κωσταντινοσ Χατζοπουλος
Λυρική ποίηση 13
6. Δημ. Ζαχαριαδης
Αγγέλου Σικελιανού Αλαφροΐσκιωτος 19
7. Τακης Δημοπουλος
Ο Διθύραμβος του Ρόδου του Σικελιανού 27
8. Κλεων Παρασχος
Άγγελος Σικελιανός 39
9. Ελλη Λαμπριδη
Σχόλιο στη Μητέρα Θεού 49
10. Γιωργος Καραπανος
Το χρέος της πνευματικής μας τάξης 53
11. Robert Levesque
Εισαγωγή στη Μητέρα Θεού 57
η´ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
ΕισαγωγΗ
Ο Σικελιανος και η κριτικη
. Τέτοια λ.χ. ήταν η κριτική του Αντρέα Καραντώνη, του Μάρκου Αυγέρη, του
Γιάνη Κορδάτου. Δεν ισχύει το ίδιο για τους αδελφούς Δημήτρη και Κώστα
Χατζόπουλο ούτε βέβαια για το Σπύρο Μελά, που η πολεμική του δεν ανήκει
στο είδος της κριτικής.
. Τον ύμνησαν με ποιήματά τους ο Κωστής Παλαμάς, ο Άριστος Καμπάνης, ο
Φώτος Γιοφύλλης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Σωτήρης Σκίπης, ο Γεώργιος
Αθάνας, ο Νίκος Παππάς, ο Λίνος Καρζής, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Παντε-
λής Πρεβελάκης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Ρίτσος («Αρχάγγελο» τον
αποκαλούν οι δύο τελευταίοι) κ.ά.
. Ελεύθερα Γράμματα, τ. 2 (15.6.1946), σ. 177.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ιε´
. Οι φορείς αυτής της ανανέωσης, χωρίς ν’ αποτελούν σχολή, ξεκινούν από κοινή
λίγο πολύ αφετηρία: τον αισθητισμό, στη διασταύρωσή του με το συμβολισμό
ή με έναν αρχαιολατρικό παρνασσισμό. Και συνδέονται –τουλάχιστον οι ση-
μαντικότεροι απ’ αυτούς– με κάποια κοινά γνωρίσματα: την υψηλή συνείδηση
για το ρόλο του ποιητή, το διονυσιακό στοιχείο, μια συγκροτημένη και συναρ-
τημένη με την ελληνική παράδοση βιοκοσμοθεωρία που τείνει να εκφραστεί σε
μεγάλες συνθέσεις, κι ακόμα, τον κοινωνικό προσανατολισμό της δημιουργι-
κής τους προσπάθειας. Βλ. Στεργιόπουλος, 1980: 17, 26-29. Πρβλ. Δημαράς,
1964: 433-439· Λ. Πολίτης, 1978: 235-236· Vitti, 2003: 334-336· Αργυρίου,
2001: 723-725.
. Βαγενάς, 2001: 38-41· Φυλακτού, 2005: 24-26, 31-35 (πρβλ. Ελύτης, 1974: 109).
ιϛ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ
ελληνική λογοτεχνία παίρνει πλέον μια θέση ισοτιμίας ανάμεσα στις ευ-
ρωπαϊκές λογοτεχνίες. Κι αυτό οφείλεται στο ποιοτικό άλμα που πραγ-
ματοποίησαν οι ποιητές της γενιάς αυτής, ανυψώνοντας τη λογοτεχνία
μας σε διεθνή περιωπή.
Τα οικουμενικά οράματα του ποιητή επηρεάζουν λίγο πολύ τους με-
λετητές, όποιες κι αν είναι οι ερευνητικές τους προθέσεις, και εκτρέπουν
συχνά τη μελέτη από τα καθαρά ερευνητικά ζητούμενα στο διαμεσολα-
βητικό ρόλο του ερμηνευτικού (ή αντιρρητικού) σχολιασμού των ιδεών
του Σικελιανού. Το επισήμανε ήδη ο Αντρέας Καραντώνης ως μια από
τις αδυναμίες της κριτικής: «Φαινόμενο το έργο, φαινόμενο κι’ ο άνθρω
πος. Και τα φαινόμενα, σπάνια γίνουνται αντικείμενα κριτικής· ή μάλλον
πρέπει να περάσουν πρώτα από τη φάση της θαυμαστικής περιγραφής.
Αυτή τη φάση καλύπτει ως τώρα όλη σχεδόν η γύρω από τον Σικελιανό
κριτική που θέλησε, ομολογώντας πίστη σ’ αυτόν, να ξεσκεπάσει και να
εκλαϊκεύσει τα ποιητικά του μυστικά και τα μηνύματα του έργου του».
Η παρατήρηση ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό για την κριτική των πρώ-
των δεκαετιών ως την περίοδο του Μεσοπολέμου, που είναι περισσότε-
ρο προσανατολισμένη προς μια ενιαία παρουσίαση βίου και έργου, με
έμφαση στον «αποστολικό» ρόλο του ποιητή και στο περιεχόμενο του
κηρύγματός του.
Μ’ αυτή την προοπτική μοιάζει παράδοξο ότι παραμένει πάντοτε ισχυ-
ρή η εντύπωση πως η βιβλιογραφία για το Σικελιανό είναι ανεπαρκής. Κι
όμως, μια τέτοια εκτίμηση είναι όντως ορθή, όχι γιατί η βιβλιογραφία εί-
ναι ποσοτικά περιορισμένη, αλλά γιατί εξακολουθεί να υπολείπεται της
σημασίας του έργου.
Σε ανάλογη εκτίμηση καταλήγει κι ο Αλέξανδρος Αργυρίου: «Συνο-
πτικά θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Σικελιανός είναι μια από
τις πλέον πολύτροπες μορφές και συνειδήσεις των νεοελληνικών γραμμά-
των. Η επαρκής δε και αξιόπιστη μελέτη του έργου του, παρά τις φιλότι-
μες προσπάθειες που έχουν καταβληθεί, παραμένει ζητούμενο».
η πρώτη αντιστοιχεί στη ζωντανή παρουσία και δράση του ποιητή, από
την πρώτη έκδοση του Αλαφροΐσκιωτου (1909) ως την επομένη του θα-
νάτου του· συγκεκριμένα, ως τη χρονιά που συμπίπτει με το θάνατο της
Εύας Σικελιανού (1952). Η δεύτερη αντιστοιχεί στην περίοδο από το 1953
έως σήμερα, όπου η κριτική αποδεσμεύεται όλο και περισσότερο από την
άμεση επιρροή (θετική ή αντιθετική) της ισχυρής προσωπικότητας του
ποιητή. Στην πρώτη φάση, που είναι περίπου εξαντλητικά βιβλιογραφη-
μένη (περιλαμβάνοντας τη σχετική ειδησεογραφία του ημερήσιου αθη-
ναϊκού τύπου), έχει ακόμη, σε σημαντικό βαθμό, τα χαρακτηριστικά της
ζωντανής επικαιρότητας· τόσο τη θαυμαστική στάση και υμνητική διά-
θεση, όσο και την απορριπτική εμπάθεια ή την ιδεολογική αντίθεση.10
Χωρίς αυτό να εμπεριέχει αξιολογική κρίση, η βιβλιογραφία της δεύ-
τερης φάσης χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη νηφαλιότητα και φιλολο-
γικότερες προσεγγίσεις. Αποδεσμευμένη καθώς είναι από τις πιέσεις της
επικαιρότητας, περιλαμβάνει σε μεγαλύτερο ποσοστό αναλυτικές έρευ-
νες (διδακτορικές διατριβές, μονογραφίες κλπ.). Παρουσιάζει μικρότε-
ρη «διασπορά» και σχεδόν δεν περιλαμβάνει εμπαθείς και απορριπτικές
κρίσεις, οι οποίες, έτσι κι αλλιώς, αντιστοιχούν σε ένα σχετικά μικρό πο-
σοστό κι εντοπίζονται στα επικαιρικά δημοσιεύματα του ημερήσιου και
περιοδικού τύπου, πεδίο πολιτικής μάλλον παρά φιλολογικής έκφρασης.
Τα κριτήρια που ορίζουν τις αρνητικές κρίσεις ομαδοποιούνται σε
τρεις βασικές κατηγορίες: ιδεολογική κριτική (κυρίως από τα «δεξιά»
αλλά και από τα «αριστερά»), «ρεαλιστική» κριτική (τα οράματά του χα-
ρακτηρίζονται ουτοπικά), κριτική για την αισθητική (το αφρόντιστο ή
10. Γράφει σχετικά ο Μήτσος Λυγίζος: «Σαν εκρηχτική φύση που ήταν και σαν
άτομο που δεν υποτάσσεται, είχε φλογερούς οπαδούς αλλά και θανάσιμους
εχθρούς στη χώρα μας. Οι εχθροί του –ολιγάριθμοι αλλά ισχυροί– βρισκόντου-
σαν στις τάξεις των διανοουμένων και των δημοσιογράφων. Οι φίλοι του ήταν
πολυάριθμοι απ’ όλες τις τάξεις του λαού. Ήταν πολύ λαοφιλής κι αυτό ερέθι-
ζε τους εχθρούς του. Τους ερέθιζαν επίσης τα πολύ εγκωμιαστικά άρθρα των
οπαδών του» (Λυγίζος, 1966: 935).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ιθ´
Η περίοδος 1909-1952
Η βιβλιογραφία της πρώτης φάσης παρουσιάζει, μέσα στα όρια μιας
ομαλής σχετικά κατανομής, ορισμένες σημαίνουσες εξάρσεις γύρω από
κάποιες χρονολογίες, που είναι οι εξής:
Α. Η πρώτη εμφάνιση του ποιητή με την έκδοση του Αλαφροΐσκιωτου
(1909). Ο Σικελιανός δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα το 1902 στα
περιοδικά Διόνυσος και Παναθήναια.11 Όμως, οι πρώτες κριτικές έχουν
αφετηρία τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο 1909, οπότε ο Σικελιανός
πραγματοποιεί την «επίσημη» εμφάνισή του, με την πολυτελή έκδοση
του Αλαφροΐσκιωτου (κυκλοφόρησε μέσα Μαρτίου), σε συνδυασμό με μια
σειρά διαλέξεις οργανωμένες από το περιοδικό Ο Παν.12 Οι θετικές και
19. Βλ. εφ. Πατρίς (20.2.1909). Πρβλ. Ο Παν, έτος Α΄ (Φεβρ. 1909).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ κγ´
δεύτερες Δελφικές Εορτές (1930), την έκδοση (1932) και την πρώτη παρά-
σταση της τραγωδίας Ο Διθύραμβος του Ρόδου (1934),23 δραστηριότητες
που εντάσσονται οργανικά στη Δελφική προσπάθεια. Η περίοδος που η
Δελφική προσπάθεια απασχολεί τον ελληνικό και ξένο τύπο προεκτείνε-
ται ως το 1937, περιλαμβάνοντας τις θετικές αντιδράσεις στις δημόσιες
ομιλίες του Σικελιανού για τη Δελφική Ιδέα, της περιόδου 1934-1937,
τον εορτασμό της δεκαετίας από τις πρώτες Δελφικές γιορτές και το αφιέ
ρωμα του περ. Ελληνίς (Ιούνιος 1937).24 Αυτή την περίοδο εμφανίζονται
και οι πρώτες αυτοτελείς μελέτες για το ποιητικό και το δραματουργικό
έργο του Σικελιανού.
Θα μνημονεύσομε, κατά χρονολογική σειρά, τις αυτοτελείς εκδόσεις:
του Θεόδωρου Ξύδη για τη θρησκευτική βούληση του Σικελιανού (1932),
του Τάκη Δημόπουλου για το Διθύραμβο του Ρόδου (1934), του Άγι Θέρου
για Τα Λυρικά του Σικελιανού (ανθολόγιο και μελέτη, 1935), του Κλέωνα
Παράσχου (1937) τη μελέτη για το Σικελιανό στον τόμο Δέκα Έλληνες
Λυρικοί, τέλος, το μελέτημα της Έλλης Λαμπρίδη, Σχόλιο στη «Μητέρα
Θεού» (το κείμενο, συνοδευόμενο με αναλυτικά σχόλια, πρώτα στο περ.
Νέα Πολιτική και ύστερα αυτοτελώς, 1939). Θα σημειώσομε επίσης την
έκδοση στην Αμερική της τραγωδίας Ο Διθύραμβος του Ρόδου, σε μετά-
φραση της Frances Σικελιανού, της γυναίκας του Γλαύκου (1939).25
Εκείνο που χαρακτηρίζει την κριτική αυτής της περιόδου είναι η πρό-
θεση μιας συστηματικότερης μελέτης και ερμηνείας, που εκδηλώνεται
στην εξειδίκευση των θεμάτων: ο λυρισμός του Σικελιανού και τα χαρα-
κτηριστικά του (Άγις Θέρος, Θεόδωρος Ξύδης, Κλέων Παράσχος, Έλ-
λη Λαμπρίδη), η θρησκευτικότητα / ο μυστικισμός του Σικελιανού (Θ.
Ξύδης, Κλ. Παράσχος), το ερωτικό στοιχείο στην ποίηση του Σικελια
νού (Θ. Ξύδης, Κλ. Παράσχος, Τάκης Δημόπουλος), η Δελφική Ιδέα
23. Α΄ έκδ. 1932, β΄ έκδ. 1934, πρώτη «διδασκαλία» της στο υπαίθριο θέατρο του
Φιλοπάππου, 1933. Για τις Δελφικές Εορτές έχομε σ’ αυτό το διάστημα 651
δημοσιεύματα, για το Διθύραμβο του Ρόδου, 86.
24. Για την περίοδο αυτή έχουν καταγραφεί 70 ακόμη δημοσιεύματα, που ανε
βάζουν το συνολικό αριθμό των δημοσιευμάτων για τη Δελφική προσπάθεια
στα 807.
25. Στη Χρονογραφία Άγγελου Σικελιανού, σημειώνεται ότι τη μετάφραση είχε εκ-
πονήσει η Εύα, «μολονότι ως μεταφραστής φέρεται η νύφη της Frances Sikelia-
nos» (Μπουρναζάκης, 2006: 195).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ κε´
στο Πάσχα των Ελλήνων.28 Στον αγώνα του αυτόν «η ψυχική εμπειρία
του», η «πνευματική του ενέργεια», «η γενική ζωική του μέθοδος, παρα-
μένουν ελληνικές. […] Δε νικά το θάνατο αρνούμενος το υλικό σώμα του
κόσμου, όπως ο χριστιανός, αλλά πνευματοποιώντας το σώμα τούτο.
[...] Όχι η ψυχή, όχι το πνεύμα, αλλ’ η ρίζα των αισθήσεών του αρδεύει
το στοχασμό του, αισθήσεων, που χωρίς να χάνουν ούτε στιγμή τη βα-
θιά επαφή τους με τη φύση, βοηθούν, αντί να πολεμούν, το πνεύμα για να
φτάσει στην πιο ψηλή και καθάρια εποπτεία του». Η φύση γίνεται πηγή
ενεργός νόμων που ξετυλίγονται βαθιά της δημιουργικά, η φύση παράγει
τη θειότητα και όχι το αντίστροφο.29 Το ίδιο αίτημα, της καθολικής ερω-
τικής ενότητας και συνανάτασης των πάντων στο μέγα Όργιο, στον έναν
παγκόσμιο ρυθμό («ενωθήναι θέλω και ενώσαι θέλω»), είναι που γεννά τη
Δελφική Ιδέα, η οποία, κατά τον μελετητή, «φαντάζει ασφαλώς, σαν ένα
από τα πιο αγνά, πιο επιβλητικά και πιο καθολικά πνευματικά φανερώ-
ματα του καιρού μας».30
28. Παράσχος, 1937: 146-147 (στον παρόντα τόμο, σ. 40-42). Πρβλ. και Ξύδης,
1947: 112 (στον παρόντα τόμο, σ. 99).
29. Παράσχος, 1937: 148 (στον παρόντα τόμο, σ. 43).
30. Παράσχος, 1937: 151 (στον παρόντα τόμο, σ. 45).
31. Βλ. στη Βιβλιογραφία Κατσίμπαλη τους αρ. 1100-1105 (Σωκράτης Καραντι-
νός, Σοφία Σπανούδη, Κλέων Παράσχος, Robert Liddell κ.ά.).
32. Έχουν καταγραφεί 53 δημοσιεύματα, στην πλειονότητά τους επικριτικά, που
κατοπτρίζουν την αμηχανία της κριτικής μπροστά στο «δυσνόητο» δοκιμιακό
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ κζ´
λόγο του ποιητή. Ο Πρόλογος γράφτηκε εκείνη την περίοδο, ενόψει της προ-
γραμματισμένης πρώτης συγκεντρωτικής έκδοσης του Λυρικού Βίου, η οποία
δεν μπόρεσε τότε να πραγματοποιηθεί.
33. Έχουν καταγραφεί 58 επίκαιρα δημοσιεύματα, τα πιο πολλά από τα οποία εί-
ναι σύντομα άρθρα στον ημερήσιο τύπο (βιβλιοπαρουσιάσεις), αξιομνημόνευτα
για τη δημοκρατική εγρήγορση που εκφράζουν επικρίνοντας τη ματαίωση της
πρώτης παράστασης της Σίβυλλας στο Εθνικό Θέατρο (1946) ή την αστυνομι-
κή απαγόρευση της προγραμματισμένης απαγγελίας στον Πειραιά της τρα-
γωδίας Ο Χριστός στη Ρώμη (1946).
κη´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ
34. Πρβλ. Φράγκου-Κικίλια (2002α: 19-23, 106), καθώς και τις μελέτες της Μα-
ρίας Ρώτα για τα Γράμματα της Αλεξάνδρειας (1994) και της Γεωργίας Λαδο
γιάννη για την Αλεξανδρινή Τέχνη (2001).
35. Ως το 1951 έχουν καταγραφεί 74 μεταφράσεις. Παράλληλα, τα ξενόγλωσ-
σα δημοσιεύματα για το έργο του Σικελιανού φτάνουν τα 247 (βλ. αναλυτικά
στη Βιβλιογραφία Κατσίμπαλη,1946 και 1952· Γιοφύλλης, 1951· Χατζηδάκη,
1967· Σαββίδης, 1967, 2003· βλ. στον παρόντα τόμο, σ. 496).
36. Βλ. στην Επιλογή βιβλιογραφίας, σ. 482-483.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ κθ´
απολογισμοί για το σύνολο του έργου και της δράσης του ποιητή και της
συντρόφου του (έχουν καταγραφεί 222 δημοσιεύματα).
Το διακριτικό γνώρισμα της κριτικής σ’ αυτή την περίοδο είναι ότι
αναγνώριζε πλέον στο Σικελιανό έναν «τύπο Έλληνα ποιητή» διαφορετι-
κό απ’ όλους όσους είχε γνωρίσει μέχρι τώρα, έναν ποιητή «αθλητή, ιερέα
και προφήτη», που απευθυνόταν στην παγκόσμια κοινότητα και αξίωνε
να οδηγήσει την ανθρωπότητα σε νέους δρόμους.37 Το αντίστοιχο ισχύει
για τον καθημερινό τύπο της εποχής· ο Σικελιανός αντιμετωπίστηκε –
όχι άστοχα– ως δημόσιος άνδρας περισσότερο παρά ως ποιητής, με τη
στενά φιλολογική σημασία. Κι αυτό είχε, κοντά στις θετικές, και αρνητι-
κές συνέπειες. Το έργο του και οι πρωτοβουλίες του, η αντιστασιακή δρά-
ση κι η συμφιλιωτική του στάση στην κρίση του Εμφυλίου κρίθηκαν από
ορισμένες πλευρές με συγκυριακά πολιτικά κριτήρια.
Ως ποιητή και φιλόσοφο οικουμενικής εμβέλειας τον αντιμετώπι-
σαν οι σημαντικότεροι σχολιαστές του έργου του, ο Τάκης Δημόπουλος,
ο Θεόδωρος Ξύδης, ο Κλέων Παράσχος, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο
Μάρκος Αυγέρης. Και πάνω σ’ αυτή την προοπτική αναπτύχθηκαν οι
αντιρρήσεις, η πολεμική, ο θαυμασμός, η πίστη στα κηρύγματά του. Υπό
ένα τέτοιο γενικό πρίσμα μελετήθηκε στην ύστερη φάση της ζωής του το
λυρικό του έργο, η δραματουργία του, η Δελφική του Προσπάθεια. Και
όπως ήταν εύλογο, η έμφαση δόθηκε στο περιεχόμενο του κηρύγματός
του, στο μυθικό σύμπαν και το κοσμοείδωλο της ποίησής του.
Ο Κ. Θ. Δημαράς (1952) εκτιμά ότι ο Σικελιανός είναι μέσα στην ελ-
ληνική παράδοση, αφού πρώτα διευκρινίσει ότι παράδοση σημαίνει κίνη-
ση, όχι στατικότητα και ότι η ελληνική παράδοση ιδιαίτερα είναι ανοιχτή,
δεκτική, με μεγάλη αφομοιωτική δύναμη, μια παράδοση ανανεωτική και
συνθετική. Ακριβώς στη σύνθεση των αντιθέσεων είναι που αναγνωρίζει
τον οργανικό σύνδεσμο του ποιητή με την παράδοση: στην πρωταρχική
σχέση του εγώ με τη φύση, στη σύνθεση του φυσικού με το ανθρώπινο,
στην εξιδανίκευση των υλικών πραγμάτων, στην «ελληνικότατη αρμονία
του νου με την πράξη», του κλασικού με το μοντέρνο (συμπεριλαμβάνει
εδώ και τους στιχουργικούς πειραματισμούς του Αλαφροΐσκιωτου και του
Προλόγου στη Ζωή). Η ποίηση του Σικελιανού χαρακτηρίζεται από μια
«ελληνικότητα οικουμενική», που συνθέτει σε μια ευρύτατη εποπτεία το λαϊ
αυτή αποτίμηση, που είχε τον αντίλογό της, όπως θα δούμε, εγκωμια-
στική είναι η κριτική του όταν αναφέρεται στη στάση και στο έργο του
Σικελιανού κατά την περίοδο της Κατοχής και του Μεταπολέμου. Για το
Θάνατο του Διγενή, λ.χ., σημειώνει: «Ο ήρωας αυτός της τραγωδίας είναι
δημιουργός ιστορίας κι η λυτρωτική πορεία της ενέργειάς του συνεχίζε-
ται κι ύστερα από το θάνατό του. Απάνω σ’ αυτή την αισθητική και ηθική
αντίληψη μπορεί να στηριχτεί στους μελλοντικούς καιρούς κι η ηρωική
τραγωδία των μαζών».46 Ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις του Αυγέρη για
την «ιδιότυπη» θρησκευτικότητα του Σικελιανού, που τη θεωρεί μοναδική
στα ελληνικά γράμματα. Συγκρίνοντάς την με του Σολωμού, στον οποίο
η θρησκευτική σκέψη στρέφεται προς τον εσωτερικό άνθρωπο, προς την
εσωτερική ηθική ενέργεια, παρατηρεί ότι στο Σικελιανό, αντίθετα, η θρη-
σκευτική έννοια φανερώνεται στον εξωτερικό κόσμο σαν μια αιώνια φυ-
σική κατάσταση. Ο άνθρωπος νιώθει μέσα του τη μυστική παρουσία σαν
θεία ευδοκία. «Το θρησκευτικό αίσθημα στο Σικελιανό είναι διάχυτο στο
“σύμπαν”, είναι η φυσική ατμόσφαιρα, που μέσα της κινούνται κι ανα
πνέουν όλα τα πλάσματα χωρίς να το ξέρουν. Η θρησκευτική έννοια δε
φανερώνεται στην ηθική κρίση, παρά στη μακαριότητα του είναι».47 Μέ-
σα από τη σύγκριση με το Σολωμό ο Αυγέρης επιχειρεί να περιγράψει και
το μηχανισμό της ποιητικής δημιουργίας. Ενώ στο Σολωμό συγκίνηση
και νόηση είναι ισοδύναμες και βρίσκονται σε τέλεια ισορροπία, στο Σικε-
λιανό η γενική ιδέα σπάει σε πλήθος άλλες μερικές, που δένονται χαλαρά
μεταξύ τους, με το συναισθηματικό κι όχι με το νοηματικό ειρμό. Η ποιη-
τική λειτουργία είναι «ασύνειδη […] μια ασυναίσθητα αποθησαυρισμένη
πείρα, […] που λειτουργεί αυτόματα σαν ανοιχτομάτικο ένστιχτο»· περ-
νά από την αίσθηση, στην εικόνα, τη μουσική, το ρυθμό και οργανώνει αι-
σθητικά το σύνολο.48
Η μελέτη του Ε. Π. Παπανούτσου (1946) υπήρξε ασφαλώς η πληρέ-
στερη εισαγωγή στο έργο του Σικελιανού και, όπως έδειξε ο Ηρ. Καλλέρ-
γης (1998: 56), άσκησε σημαντική επίδραση στους νεότερους μελετητές.
Αυτό που την ξεχωρίζει είναι η τοποθέτηση του Λυρικού Βίου μέσα στην
ιστορία της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και τέχνης. Ο μελετητής εξετάζει
46. Αυγέρης, 1952: 92 (απόσπασμα της μελέτης βλ. στον παρόντα τόμο, σ. 123-
128).
47. Αυγέρης, 1952: 112-114 (στον παρόντα τόμο, σ. 125-127).
48. Αυγέρης, 1952: 114-116 (στον παρόντα τόμο, σ. 127-128).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ λε´
49. Παπανούτσος, 1946 = 1955: 243, 256-257 (στον παρόντα τόμο, σ. 74, 84).
50. Παπανούτσος, 1955: 244 (στον παρόντα τόμο, σ. 75)· για το ίδιο θέμα βλ. Μι-
χαηλίδης, 1980.
51. Παπανούτσος, 1955: 257-263 (στον παρόντα τόμο, σ. 84-90). Ο λόγος είναι
–με σημερινούς όρους– για τη σύγκρουση ανάμεσα στους «πολιτισμούς του χώ-
ρου», που αφετηριακά συνδέονται με τις αγροτικές κοινωνίες και την ειρηνική
κουλτούρα της μητρότητας, και στους «πολιτισμούς του χρόνου», που ανάγο-
νται στις νομαδικές κοινωνίες και την επιθετική κουλτούρα των περιπλανώμε-
νων ομάδων. Η εισαγωγή τέτοιων τυπολογικών κριτηρίων, ήδη το 1936, με
λϛ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ
Η περίοδος 1953-2008
Η βιβλιογραφία της δεύτερης φάσης ορίζεται, στον κύριο όγκο της, από
αφιερώματα, συνέδρια ή επετειακές εκδόσεις, που συγκεντρώνονται στην
αρχή και στα μέσα κάθε δεκαετίας, γύρω από τις χρονολογίες που αντι-
στοιχούν στην επέτειο της γέννησης (1884) και του θανάτου του ποιητή
(1951). Παράλληλα ή και ανεξάρτητα απ’ αυτές, πυκνώνουν αυτή την περί-
οδο οι μονογραφίες, διατριβές, αρχειακές έρευνες, ερμηνευτικές μελέτες.
Πρώτο σταθμό σ’ αυτή τη φάση θεωρούμε το 1965, χρονιά που αρ-
χίζει η δημοσίευση της «πρώτης τυποποιημένης έκδοσης» των Απάντων
του Άγγελου Σικελιανού, με φιλολογική επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη
(πρώτος τόμος: Αθήνα, Ίκαρος, 1965),53 έκδοση που θα ολοκληρωθεί σε
η έκδοση που επιμελήθηκε ο ίδιος ο ποιητής: Λυρικός Βίος, τ. Α΄-Γ΄ (Οι Φίλοι
του Βιβλίου, 1946-1947).
54. Βλ. τις σχετικές μελέτες του Σαββίδη, που περιέχουν τις θέσεις του για πλήθος
ζητήματα, συγκεντρωμένες σήμερα σ’ έναν πολύ χρήσιμο τόμο, με εισαγωγή
και επιμέλεια Αθηνάς Βογιατζόγλου: Λυχνοστάτες για τον Σικελιανό (Ερμής,
2003).
55. Επιθεώρηση Ηώς. Αφιέρωμα στην Εύα Πάλμερ-Σικελιανού (1966 και 1967),
Νέα Εστία (1966, 1971 και 1976), Σικελιανός 1884-1951, Εταιρεία Λευκαδικών
Μελετών (1971). Βλ. ακόμη Revue des Études Néohelléniques (Aix-en-Provence/
Paris), τ. Ι (1968) και τ. ΙΙ (1970) και Κριτικά Φύλλα, τχ. 18 (Νοέμ.-Δεκ. 1974),
τχ. 28-30 (Οκτ.-Δεκ. 1975).
λη´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ
και τον πλαστικόν της χαρακτήρα, εις πλήρη αντίθεσιν με οιανδήποτε ρο-
μαντικήν ασάφειαν ή άλλην μυστικήν απόκλισιν». Ο Σικελιανός επέτυχε,
κατά το μελετητή, μια υπαρξιακή σύνθεση, όπου η ύπαρξη του ανθρώ-
που καταξιώνεται και ολοκληρώνεται μέσα στη φύση πραγματώνοντας
το μύθο του θεωρού και του ήρωα μέσα στον ελληνικό χώρο. 59
Μία από τις πιο αξιόλογες εργασίες αυτής της περιόδου είναι, αναμφί-
βολα, η αναλυτική μελέτη του Philip Sherrard «Άγγελος Σικελιανός». Ο
Άγγλος μελετητής της πολιτιστικής ιστορίας του ελληνικού χώρου, ορθό-
δοξος από επιλογή, διαθέτει την αναγκαία πνευματική εμπειρία και κριτι-
κή σκοπιά για να διακρίνει τα συστατικά στοιχεία πολιτισμικής ιθαγένειας
που συνδέουν το έργο του Σικελιανού με την ελληνική πνευματική παρά-
δοση. Γιατί αξιοποιεί, όπου χρειάζεται, την αντιδιαστολή προς τα δυτικά
(καθολικά ή προτεσταντικά) πρότυπα σκέψης και αντίληψης του κόσμου
κι έτσι αναδείχνει –αντί να συσκοτίζει με χονδρικές ταυτίσεις (όπως συ-
χνά συμβαίνει με τους δυτικής παιδείας Έλληνες λογίους)– τη συμβολή
των κοσμοθεωρητικών συλλήψεων του ποιητή στην ιστορία του πνεύμα-
τος. Δύο όψεις αναγνωρίζει ο Ph. Sherrard στην ποίηση του Σικελιανού:
από τη μια είναι η λυρική κατάφαση στο φυσικό κόσμο και στο ανθρώπι-
νο σώμα, τέλεια έκφραση του κόσμου αυτού, κατάφαση που αρνείται κάθε
αποκλεισμό των αισθήσεων και απορρίπτει τον ασκητισμό. Από την άλ-
λη είναι η οραματική σύλληψη της ιερής παγκόσμιας ενότητας, της «θείας
τάξης», που υπερβαίνει τη χρονικότητα των φαινομένων. Οι δύο όψεις εί-
ναι δεμένες οργανικά μέσα στη σύνολη ποιητική εμπειρία και για να την
ερμηνεύσει κανείς, πρέπει να κατανοήσει πώς συνδέονται μεταξύ τους.
Στον Αλαφροΐσκιωτο, η φύση και τα φυσικά φαινόμενα γίνονται αισθη-
τά ως μέρος της υποκειμενικής εμπειρίας του ποιητή· υποκείμενο και
αντικείμενο, ζωή της φύσης και ζωή του υποκειμένου μπλέκονται αξε-
χώριστα. Η άμεση, αισθησιακή επαφή με τη φύση, η έντονη σωματική
απόλαυση οδηγεί σε πνευματικό φωτισμό, θρέφει τη δύναμη της ενόρα-
σης. «Η πηγή της πνευματικής σοφίας βρίσκεται στις αισθήσεις και την
εμπειρία την αισθησιακή». Τα πράγματα, εξηγεί ο Sherrard, έχουν όψη
διπλή: από τη μια, την αρχέγονη ιερή ενότητα κι απ’ την άλλη, «το κομ-
μάτιασμα της ζωής». Ο ποιητής παρουσιάζει με συμβολικό τρόπο «τη
διάσπαση των πραγμάτων, το χωρισμό του χρόνου από την αιωνιότητα,
της σάρκας από το πνεύμα, και τη δυνατότητα όπως και την ανάγκη να
συμφιλιωθούν, για να εκπληρωθεί η ζωή. Έργο του ανθρώπου είναι να πε-
τύχει αυτή τη συμφιλίωση». Τη μυθική αυτή στάση απέναντι στη ζωή ο
Σικελιανός την άντλησε, κατά το μελετητή, από τον ελληνικό λαό και την
παράδοσή του. Η συλλογική μνήμη διατηρούσε, ανεπίγνωστα, μια παρα-
καταθήκη εικόνων και συμβόλων μιας πανάρχαιης σοφίας, που ο ποιητής
την αναγνώριζε στην Ελλάδα των Προσωκρατικών, όπου για τελευταία
ίσως φορά στην Ευρώπη η στάση αυτή γινόταν κατανοητή συνειδητά.
Το πρόβλημα της ανάκτησης του «πρώτου εαυτού» μελετά και διευκρι-
νίζει με ενάργεια ο Sherrard σε μια ανάλυση του Προλόγου στη Ζωή, που
συνιστά αξιόλογη συμβολή στην ερμηνεία των Συνειδήσεων. Ο μελετητής
εξηγεί ότι ο άνθρωπος, για να συμμετάσχει στο έργο της δημιουργίας,
πρέπει να χωνευτεί μέσα στον βαθύ πρώτο του Εαυτό, υπερβαίνοντας
όλες τις πεπερασμένες καταστάσεις που συνιστούν το ατομοκεντρικό του
εγώ. Ρίζα της ζωής, ατομικής και Κοσμικής, είναι ο εν αρχή Λόγος· που
δεν σημαίνει καμιά ιστορική χρονικότητα αλλά τον πρωταρχικό κανόνα,
το «αιώνιο τώρα», από το οποίο πηγάζουν παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Πραγματώνοντας τον Εαυτό του το ανθρώπινο άτομο ενώνεται με τον
εν αρχή Λόγο, σε μια σχέση πλήρους ταύτισης και αμοιβαιότητας. Το αν-
θρώπινο άτομο υπάρχει πλήρως μόνο αφού ενωθεί με τη θεία αρχή· χωρι-
σμένο απ’ αυτήν είναι ανίκανο να δημιουργήσει. Η θεία αρχή, αντίστοιχα,
που ταυτίζεται με τη θεία φύση, δεν μπορεί να δημιουργήσει πλήρως, πα-
ρά μόνο μέσα από τη δημιουργικότητα του ανθρώπου. «Είναι ουσιώδες»,
γράφει ο Sherrard, «να κρατήσουμε στο νου ετούτο το παράδοξο, αν πρό-
κειται να ξεφύγουμε […] από κείνη την αυτάρκη βεβαίωση του απλού
ατόμου, ως άτομο, που είναι ένα χαρακτηριστικό του “ανθρωπισμού” της
Αναγέννησης και της μετα-αναγεννησιακής Ευρώπης. Το άτομο, όπως
και κάθε τι μέσα στο διασπασμένο κόσμο του χώρου και του χρόνου, είναι
ένα κλάσμα του συνόλου, ένα απλό σκόρπιο μέλος του αθάνατου ανθρώπι-
νου σώματος». Η αποκατάσταση του ακέραιου προσώπου στη θέση του
ατόμου είναι το αίτημα που εκφράζει ο ποιητής.60
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η σύντομη και ισορροπημένη γραμματολο-
γική μελέτη του Κώστα Στεργιόπουλου (1976), που χωρίζει το έργο του
60. Sherrard, 1971: 196-294 (απόσπασμα της μελέτης βλ. στον παρόντα τόμο, σ.
177-190).
μβ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ
61. Βλ. Στεργιόπουλος, 1976 = 1982: 65-71 (στον παρόντα τόμο, σ. 205-210).
62. Βλ. στην Επιλογή βιβλιογραφίας, Β.1, τα Αφιερώματα των ετών 1981-82 και
1984.
63. Άννα Σικελιανού, 1980· Σαββίδης, 1980· Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη, 1981 (= Άγ
γελος Σικελιανός, 1981).
64. Ξύδης, 1973· Ivanovici, 1979· Γεωργουσόπουλος, 1980· Στεργιόπουλος, 1980,
1982· Δημόπουλος, 1981· Κουμπάτης, 1981· Πανσέληνος, 1981· Σβορώνος,
1981· Milliex, 1982. Και στην άλλη επέτειο, Πρεβελάκης, 1984· Φράγκου-Κι-
κίλια, 1984· Άννα Σικελιανού, 1984· Σαββίδης, 1986. Σημειώνομε ακόμη:
Αυγέρης, 1980: 50-52, 127-130· Βάρναλης, 1981· Σκουβαράς, 1981. Βλ. στο
Δασκαλόπουλος, 1983.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ μγ´
Από το βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου (1981), που είναι μαζί μαρ-
τυρία και ερμηνεία, σημειώνομε μια παρατήρηση ουσίας: ότι ο Σικελια-
νός γράφει «με το πρίσμα του ανθρώπου που ξεπέρασε τον ευρωπαίικο
πολιτισμό». Και μ’ αυτή την προοπτική, ο ποιητής συμμερίζεται και θέ-
λει να επηρεάσει την καθολική μοίρα του κόσμου. Προκειμένου να εντά-
ξει το χριστιανισμό μέσα στην κοσμοθεωρητική του σύνθεση, αναζητά
το πρωταρχικό του νόημα, πέρα από τη δογματική εκδοχή του, παραμε-
ρίζοντας ό,τι ο ίδιος θεωρούσε στρέβλωση του χριστιανισμού. Ο Πανσέ-
ληνος σημειώνει, πάνω σ’ αυτό, ότι ο ποιητής δεν δεχόταν το θάνατο ή το
βασανισμό σα λύτρωση του ανθρώπου.66
Ο Νίκος Σβορώνος, στη μελέτη του για την ιδεολογία του Σικελια-
νού (1981), ανιχνεύει τα συστατικά στοιχεία της βιοκοσμοθεωρίας του
ποιητή, σε συσχετισμό με την κριτική που ασκεί ο Σικελιανός σε ρεύμα-
τα σκέψης και φαινόμενα της πνευματικής ζωής της εποχής του. Έτσι,
αναφέρεται στην κριτική του Σικελιανού απέναντι στη «λογοκρατική
αρτηριοσκλήρωση» που επικράτησε στη βάση ολόκληρου του δυτικού
πολιτισμού κι έγινε η κύρια αιτία της σημερινής ηθικής και ιστορικής
εξάρθρωσης της Δύσης. Και επισημαίνει ότι ο ποιητής πρότεινε ως όργα-
νο διερεύνησης του κοσμικού προβλήματος της ζωής την ανθρώπινη αι
σθαντικότητα, που «υπερβαίνει το χρόνο, αποκαθαίροντας την ιδεολογία
από όλες τις ψεύτικες και εφήμερες αξίες της σκέψης και της ζωής, για
να φτάσει στην ενότητα που καταργεί τον δυϊσμό ύλης και πνεύματος».
Σημειώνει την απορριπτική κρίση του Σικελιανού για τους «υλικούς δογ-
ματικούς ιστορισμούς και τους νεκρούς ιστορικούς ιδεαλισμούς» απένα-
ντι στους οποίους ο ποιητής αντιπαραθέτει ολόκληρο τον άνθρωπο κι όλη
την ιστορία, την ψυχή και τη φύση, τη μνήμη και τη συνείδηση της ζωής,
όπως εκπροσωπούνται από το «αδούλωτο ελληνικό ομαδικό υποσυνείδη-
το αγαθό» και από τον επαναστατημένο «πρωτότοκο εκ νεκρών ποιητή»·
και όπως συμβολοποιούνται στα κοσμογονικά σύμβολα της ελληνικής
αρχαιότητας. Η ελληνική ιδέα και το δελφικό εγχείρημα αποτελούν «μια
66. Έτσι ερμηνεύει τη δήλωση του ποιητή: «Δεν είμαι αντίχριστος, Πανσέλη-
νέ μου, είμαι αντίσταυρος!», παραπέμποντας στο Θάνατο του Διγενή, όπου ο
ήρωας λέει στον ιερέα: «Εσύ το ίδιο του μαρτυρίου λατρεύεις τ’ όργανο... Κι
αγάλι-αγάλι λησμονάς το Σταυρωμένο για το σταυρό». Βλ. Πανσέληνος, 1981:
9-20 (στον παρόντα τόμο, σ. 231-237). Πρβλ. το συναφή σχολιασμό του Sher-
rard (1971: 261-267).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ με´
που συνδέουν τους επετειακούς σταθμούς του ’80 και του ’90 μεταξύ τους
και διαμορφώνουν την εικόνα μιας συνέχειας, που μας επιτρέπει πλέον να
μιλούμε για μια παρατεταμένη έξαρση των σικελιανικών σπουδών. Ση-
μειώνομε τις εκδόσεις που φέρνουν στη δημοσιότητα ανέκδοτα κείμενα
του ποιητή: το Αγιορείτικο Ημερολόγιο (επιμέλεια Ι. Κωνσταντουλάκη-
Χάντζου, 1988), τα Ανέκδοτα ποιήματα και πεζά (επιμέλεια Βιβέτ Τσαρ-
λαμπά-Κακλαμάνη, 1989).69
Αυτό που χαρακτηρίζει τη δεκαετία του 1990 είναι, πρώτα απ’ όλα,
τα επιστημονικά συνέδρια, που φέρνουν τον ποιητή και το έργο του στην
άμεση επικαιρότητα. Στην αρχή της δεκαετίας (1992) πραγματοποιείται
το πρώτο διεθνές συνέδριο για το Σικελιανό από τη Φιλοσοφική Σχολή
του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με τη συνεργασία των Δήμων Λευκάδας
και Πρέβεζας.70 Θα ακολουθήσει, τέσσερα χρόνια αργότερα, το 16ο Συ-
μπόσιο Ποίησης, αφιερωμένο στο Σικελιανό (Πάτρα, 5-7.7.1996).
Στην περίοδο αυτή έχομε και τους πρώτους καρπούς της συστηματι-
κής πανεπιστημιακής έρευνας, με την ολοκλήρωση και παρουσίαση πέ-
ντε διδακτορικών διατριβών. Η πρώτη επιχειρεί να καλύψει ένα βασικό
ερευνητικό ζητούμενο, τη συστηματική μελέτη των αρχαίων πηγών της
ποίησης του Σικελιανού (Φυλακτού, 1990)· η δεύτερη μελετά ζητήμα-
τα «ποιητικής πρακτικής» στην πρώτη και δεύτερη σειρά των Λυρικών
και υποδεικνύει στοιχεία προφορικότητας στην ποίηση του Σικελιανού
(Ekdawi, 1991). Οι άλλες τρεις (Παπαδάκη, 1998· Miller Hirst, 1999· Βο-
γιατζόγλου, 1999) έρχονται να κλείσουν τη γόνιμη δεκαετία του ’90 και
ταυτόχρονα να σημαδέψουν την αφετηρία μιας νέας έξαρσης του ενδιαφέ-
ροντος για τον ποιητή και το έργο του.
Οι μελέτες και τα βιβλία που δημοσιεύτηκαν μέσα στη δεκαετία του
1990 καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων, από την αρχειακή έρευ-
69. Βλ. επίσης Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος, τιμητική προσφορά για την
ογδοηκοστή επέτειο από την πρώτη του έκδοση (1909), φωτομηχανική ανατύ-
πωση με επιλεγόμενα Γ. Π. Σαββίδη [: «Πώς υποδέχτηκαν τον Αλαφροΐσκιω
το»], ΜΙΕΤ, 1989.
70. «Άγγελος Σικελιανός. Ένας οικουμενικός ποιητής» (Λευκάδα-Πρέβεζα, 26-
30.6.1992). Ένα μέρος από τις 50 ανακοινώσεις του Συνεδρίου θα δημοσιευτούν
στο περ. Πόρφυρας, τχ. 66 (1993): 19-56, και μια ευρύτερη επιλογή αργότερα
στο αφιέρωμα του περ. Θέματα Λογοτεχνίας. Άγγελος Σικελιανός. 50 χρόνια από
την κοίμησή του, τχ. 17 (2001).
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ μζ´
71. Για τον τρόπο που ο ποιητής αξιοποιούσε τις αρχαίες πηγές βλ. Φράγκου-Κικί-
λια, 1984 = 61999: 95-107, όπου αναλύεται υποδειγματικά η θεματική και ιδε-
ολογική σχέση των σονέτων με τον Πλουτάρχου Βίο του Λυκούργου. Το θέμα
είχε απασχολήσει πολλούς μελετητές: βλ. Δημόπουλος (1934 και 1971), Πα-
ράσχος (1937), Εύα Σικελιανού (1945), Παπανούτσος (1946), Σκιαδάς (1975),
Keeley (1987), Γουνελάς (1988) κ.ά.
72. Απόσπασμα της μελέτης του Φυλακτού (1990 = 2003: 439-447) αναδημοσιεύε
ται στον παρόντα τόμο, σ. 315-322.
73. Φυλακτού, 1990 = 2003: 47-48.
74. Πεζός Λόγος, τ. Γ΄ (1978): 133-141.
μη´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ
76. Αξίζει ακόμη ν’ αναφέρομε την ανέκδοτη διδακτορική διατριβή της Μ. Ρώτα,
Το περιοδικό Γράμματα της Αλεξάνδρειας (1911-1919), 1994, που έχει έμμεση
σχέση με το Σικελιανό και το έργο του, καθώς ο ποιητής συνεργάζεται με το
περιοδικό ως τα 1918.
77 . Kι ακόμη μια Ημερίδα «Ο Σικελιανός και το Θέατρο» του Τμήματος Θεατρικών
Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (Δεκέμβρης 2001): Πρακτικά Ημερίδας
για την επέτειο των 50 χρόνων από το θάνατο του Άγγελου Σικελιανού, Ελλη-
νικά Γράμματα, 2003.
78. Βλ. στην Επιλογή βιβλιογραφίας, Β.1, τα Αφιερώματα των ετών 2001, 2002
και 2005.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ να´
79. Συμπληρωμένη σήμερα από τα Γράμματα στην Εύα, του ίδιου επιμελητή (Ίκα-
ρος, 2008).
80. Βλ. Εύα Σικελιανού, 1945: 1070 (στον παρόντα τόμο, σ. 61).
νβ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ
81. «Για το Αρχείο του Σικελιανού», Το Βήμα της Κυριακής (19.6.1966) [= Λυχνο
στάτες για τον Σικελιανό, 2003: 37-41]. Πρβλ. Δημόπουλος, 1952: 433-435 και
Ξύδης, 1973: 101-106.
82. Σε μια απ’ αυτές τις εργασίες ο Σαββίδης επικαλείται την κρίση του Λίνου
Πολίτη: «Ο Σικελιανός είναι ο μεγαλύτερος βιρτουόζος της μετρικής μας».
Βλ. σχετικά Σαββίδης, 2003: 231-242:234· πρβλ. 45-49, 165-169 και 205-227
(στον παρόντα τόμο, σ. 265-281). Πρβλ. Μητσάκης, 2001: 79-87· Άννα Σικε-
λιανού, 2002: 29.
83. Σαββίδης, 1986 = 2003: 210, 222-223 (στον παρόντα τόμο, σ. 269-270). Υπάρ-
χουν αφετέρου μαρτυρίες για τη συνύπαρξη της συνθετικής ευχέρειας του Σι-
κελιανού με τη δευτερογενή επεξεργασία: Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη (2001: 86),
Φράγκου-Κικίλια (2002α: 151) κ.ά.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ νγ´
Με την αρχειακή και συγκριτική έρευνα και με την ανάλυση των κει-
μένων, προωθήθηκαν και τα ερμηνευτικά ζητήματα, παρότι σ’ αυτό το
πεδίο υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια μελέτης. Θα σταθούμε σε ση-
μαντικές συμβολές και σε αντιπροσωπευτικά θέματα.
Ξεχωρίζομε τις εργασίες της Ρίτσας Φράγκου-Κικίλια –συγκεντρωμέ-
νες στο βιβλίο της με τίτλο Βαθμίδες μύησης (2002α)– στις οποίες αντιμε-
τωπίζει και διαφωτίζει ένα μεγάλο φάσμα προβλημάτων, συνδυάζοντας
την αρχειακή έρευνα με τη συγκριτική μελέτη και το σχολιασμό των κει-
μένων. Ένα κεφαλαιώδες ζήτημα είναι η σχέση του ποιητή και του έρ-
γου του με τον Ορφισμό, ζήτημα στο οποίο αφιερώνεται το Β΄ μέρος.94
Με αφετηρία ορισμένους όρους-κλειδιά, όπως «Μύστης», «Κατορθωμένο
Σώμα», «Σπερματικός λόγος», «Όλβος της Σιωπής», «Sexus», ανιχνεύει
στα πεζά και τα ποιητικά κείμενα του Σικελιανού, μέσα από συγκριτικές
αναγνώσεις αρχαίων ή νεότερων πηγών, το περιεχόμενο, τη θέση και τη
λειτουργία που έχει μέσα στην ποιητική μυθολογία του Σικελιανού ο Ορ-
φισμός. Και περνώντας από το ένα πεδίο έρευνας στο άλλο αποκαλύπτει
σταδιακά τη βαθύτερη ενότητα που συνδέει τη μία σύνθεση με την άλλη,
το Λυρικό Βίο με τη Θυμέλη, τα ποιητικά με τον Πεζό λόγο, την Ποίηση
με την Πράξη του Σικελιανού. «Βασικό δόγμα του ορφισμού –σημειώνει
η συγγραφέας– υπήρξε η ενότητα, η αρμονία των πάντων, του ανθρώπου
με τον εαυτό του, με τη Φύση, με το Θεό, με το Παν». Σ’ αυτό στόχευε
εναγώνια ο σικελιανικός στοχασμός, αυτό ήταν το περιεχόμενο της «μυ-
στικής άθλησής» του: η «παγκόσμια αδελφοσύνη, η παγκόσμια ενότη-
τα».95 Από τις εργασίες αυτές προκύπτει ότι ο άξονας που συγκροτεί σε
μια ολότητα τα φαινομενικά διάφορα θεματικά στοιχεία και συμβολικά
πεδία, το μυθικό σύμπαν και την υποκείμενη κοσμοθεωρία του Σικελια-
νού είναι η ορφική αρχή της καθολικής ενότητας των πάντων. Αυτή είναι
που εξηγεί και τις εκλεκτικές συγγένειες και τις διακειμενικές σχέσεις
του Σικελιανού με τον Giordano Bruno, τον Édouard Schuré, τον Saint-
Yves d’Alveydre, τον Friedrich Nietzsche.
Η συγγραφέας, ανιχνεύοντας το σημασιακό περιεχόμενο του όρου
«Κατορθωμένο Σώμα», καταλήγει ότι δηλώνει «τον άνθρωπο που μυ-
ήθηκε στα απόκρυφα μυστήρια της Φύσης, έχοντας προετοιμάσει για
χρόνια τον εαυτό του για να δεχτεί αυτού του είδους τη μύηση ώστε να
ενωθεί με τον Θεό». Έτσι θα είναι μυημένος «στα μυστήρια της Σκέψης
και της Πράξης, θα διαθέτει ένα σώμα “εσωτερικό”, ανοιχτό στα μηνύ-
ματα των καιρών, κυρίως των μελλοντικών» κι αυτό θα του δίνει τη δυνα-
τότητα να επωμισθεί το ρόλο του μύστη και παιδευτή των ανθρώπων.96
Το σώμα «θα κατορθωθεί», όταν ξεπεράσει την «κατώτερη διάσταση του
(ατομικού και συλλογικού) χρόνου» και περάσει σε μια «διάσταση Έντα-
σης», ισοδύναμη με τη «βακχεία του νήφειν», όπου η αρχή της αιωνιότη-
τας βιώνεται ως «ένα πλήρες κι απροσμέτρητο παρόν».97 Η υπέρβαση της
χρονικότητας είναι, για την ορφική διδασκαλία, προϋπόθεση για να κα-
τακτήσει ο άνθρωπος την καθολική προοπτική που αντιστοιχεί στον Κο-
σμικό του ρόλο και στην ευθύνη που συνεπάγεται.
Τη θεμελιώδη σημασία που παίρνει το πρόβλημα του χρόνου μέσα
στο κοσμοείδωλο του Σικελιανού διακρίνει εύστοχα η Σόνια Ιλίνσκαγια,
που αφιερώνει στο θέμα ειδική μελέτη (2001).98 Η Ιλίνσκαγια διαπιστώ-
νει μια στενή αντιστοιχία στο συμβολικό σύστημα του Σικελιανού και
του Ρώσου ποιητή Βιατσεσλάβ Ιβάνοφ, την οποία εντοπίζει στον ιδιαί-
τερο χειρισμό του χρόνου και την αποδίδει στις «αλληλένδετες οντολογι-
κές αντιλήψεις που […] στηρίζουν το ενιαίο στοχαστικό οικοδόμημα».
Οι δύο ποιητές ξεκινούν από το αίτημα της κατάκτησης μιας «ενιαίας και
μείζονος» συνείδησης της ζωής, που δηλώνει την κίνηση της ποιητικής
διάνοιας από την επιφάνεια στην ουσία των φαινομένων, τη διείσδυση
στα αόρατα και άρρητα νοήματα της ζωής, στην εσωτερική και ανώτερη
96. Φράγκου-Κικίλια, 2002α: 134, 141 (στον παρόντα τόμο, σ. 375). Η συγγραφέας
αναφέρεται και σε άλλες απόψεις, του Θεόδωρου Ξύδη και του Πέτρου Κολα-
κλίδη, που υποστηρίζουν ότι «κατορθωμένο σώμα» είναι και το σώμα της ποί-
ησης, που περιέχει την «αδιαίρετη αλήθεια», που «δεν κομματιάζεται όσο κι αν
μοιραστεί, αλλά μένει πλήρες και ουσιαστικό σε κάθε κομμάτι» (Ξύδης, 21979:
98-99). Τόσο ο Πέτρος Κολακλίδης (1986) όσο και η Φράγκου-Κικίλια (2002α:
129-142· στον παρόντα τόμο, σ. 371-380) υποδεικνύουν τις αρχαίες πηγές όπως
και τη νεότερη διεθνή βιβλιογραφία, που φανερώνουν ότι ο Σικελιανός ήταν –
γράφει η Φράγκου-Κικίλια– «ένας συστηματικός ερευνητής της φιλοσοφίας και
της κοινωνιολογίας, αλλά επίσης και ακάματος μελετητής, στο πρωτότυπο, της
αρχαίας ελληνικής γραμματείας».
97. Φράγκου-Κικίλια, 2002α: 123-146.
98. Βλ. στον παρόντα τόμο, σ. 387-394.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ νθ´
99. Από τις μελέτες της τελευταίας περιόδου σημειώνομε: Καψωμένος, 1993 =
2001: 88-101 (στον παρόντα τόμο, σ. 323-338) και 1999· Χρ. Αλεξίου, 1998·
Μητσάκης, 2001: 55-67· Φράγκου-Κικίλια, 2002α: 178-191· Ekdawi, 1993·
πρβλ. Σαββίδης, 2003: 393-401.
100. «Για την Ελευσίνια Μύηση, γράφει, Θάνατος και Sexus ήταν η ομοούσια δύ-
ναμη οπού –όπως ο πλανήτης Αφροδίτη, που το βράδυ είν’ Έσπερος και το
πρωί Εωσφόρος– προσανατολίζει όλα τα φαινόμενα της Ζωής προς την αιώ-
νια σφαίρα του πληρώματος και της δημιουργικής Ανάτασης» («Πρόλογος»,
1965: 53).
ξ´ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ
101. Καψωμένος, 1993: 26-30 (στον παρόντα τόμο, σ. 323-338)· επίσης, Χρ. Αλε-
ξίου, 1998: 253-254.
102. Απόσπασμα της μελέτης αυτής βλ. στον παρόντα τόμο, σ. 467-472.
103. Φυλακτού, 2005: 33-34 = Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά 1974: 109.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ξα´
λιανού· στον οποίο εκείνος παρέδωσε, με μια συμβολική πράξη πάνω απ’
τον τάφο του Παλαμά, τη σκυτάλη.108
Καθώς η επέτειος των πενήντα χρόνων από την αποδημία του ποιη-
τή συνέπεσε με την αρχή της νέας χιλιετίας (2001), τέθηκε, σε μια σειρά
απολογιστικά κείμενα, το εύλογο ερώτημα ποια είναι η επικαιρότητα του
Σικελιανού στο παρόν και στο μέλλον. Kοινή είναι η εκτίμηση των μελε-
τητών ότι το έργο του Σικελιανού αποχτά πράγματι στην εποχή μας μια
νέα επικαιρότητα, που φαίνεται να δικαιώνει την παλαιότερη άποψη της
κριτικής ότι ο Σικελιανός είναι ο ποιητής του μέλλοντος.109
H επικαιρότητα του Σικελιανού ορίζεται από δύο παραμέτρους: η μία
είναι η σημερινή παγκόσμια κρίση, που είναι πρώτιστα κρίση πολιτι-
σμού· η άλλη είναι μια αξιόπιστη πρόταση διεξόδου, που αφορά τον ανα-
προσανατολισμό του κυρίαρχου πολιτισμικού προτύπου. Η κρίση του
πολιτισμού, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, εκδηλώνεται ως
διατάραξη της φυσικής ισορροπίας και ως ορατός κίνδυνος ολικής οικο-
λογικής καταστροφής. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία
του ανθρώπου, κρίση που συνδέεται με τη δομή του «παγκοσμιοποιημέ-
νου» δυτικού πολιτισμού, που επέβαλε σ’ όλη την υφήλιο την κοινωνι-
κή ιδεολογία του ανταγωνισμού και την αρχή της κυριαρχίας πάνω στη
φύση («L’homme maître et possesseur de la nature»: René Descartes)· ένα
μοντέλο ασύμβατο προς τους φυσικούς όρους διατήρησης της ζωής και
συνεπώς, αδιέξοδο. Για την αδιέξοδη κατεύθυνση του δυτικού μοντέλου ο
Σικελιανός προειδοποιούσε από τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Όταν ακό-
μα δεν υπήρχε ούτε υποψία διατάραξης της οικολογικής ισορροπίας, ο
ποιητής είχε συμπυκνώσει στην πολυσήμαντη μορφή της Σταυρωμένης
Θεάς-Μάνας όλο το οικολογικό και ανθρωπολογικό πρόβλημα, όπως και
το αίτημα εξυγίανσης του πολιτισμού. Και ήταν από τους πρώτους που
αντιμετώπισε την προοπτική μιας παγκόσμιας κοινωνίας με πολιτισμι-
κούς όρους, μέσα στη λογική αναθεώρησης του κυρίαρχου δυτικού μοντέ-
λου, ως βασικού φορέα της κρίσης.
Ἰωάννης Κονδυλάκης
ΑλαφροΪσκιωτος
ΑγγΕλου Σικελιανου
1909
2
Σπήλιος Πασαγιάννης
Ο ΑλαφροΪσκιωτος
Ἡ ψυχὴ τοῦ ποιητῆ τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου βλέπει στὴ φύση ὅλα μορφωμέ
να καὶ πλαστικά, καὶ γιὰ τοῦτο εἶναι τόσο βαθιὰ ἁρμονική. Οἱ μορφές του
παρουσιάζονται ξάστερες, μὲ ἔντονες γραμμές, καὶ μᾶς δίνει στὸ σύνο
λο τοῦ τραγουδιοῦ του, τὴν κίνησή του μέσα του, ποὺ τὴν ὁραματίζεται
πάλι στὴ φύση πλαστικά, μὲ πλήθισμα ἤχων καὶ μορφῶν: Ἡ ποίηση τοῦ
Ἀγγέλου Σικελιανοῦ μᾶς παρουσιάζεται ὅπως ὁ μῦθος. Εἶναι ἡ παραγωγὴ
θρεμμένη ἀπὸ καθαρὴ πηγὴ λαοῦ. Ὁ ποιητὴς ἐμόρφισε καὶ ἰσορρόπησε
τὸν Ἑλληνικὸν ρυθμόν, τὰ μέτρα ἐπλήθυνε, καὶ ἐπέτυχε νὰ δώσει ἔργον
ὅπου νὰ φαίνεται ἁρμονία καὶ κάλλος στὸ σύνολό του, χωρὶς τὰ χωριστὰ
μέρη νὰ χάνουν, ἂν παίρνονται γιὰ κομμάτια ἔκφρασης μιᾶς εἰκόνας, μιᾶς
ἰδέας, καὶ δικῆς τους καθόλου μορφῆς.
Ἡ δύναμη ἡ ἀποδοτικὴ τῆς γλώσσας του, ἡ δύναμη ἡ ἀναπαραστατικὴ
τῆς εἰκόνας ποὺ δίνει μὲ δονίσματα διάμεσων ἤχων, τὸ φανταστικό του
δαιμόνιο στὸ ὕψωμα τῆς ἰδέας χωρὶς νὰ πέφτει τὸ ἀνάγλυφό του σὲ ἴσκιο
ἢ ἀδυνάτισμα ἔκφρασης, εἶναι ὅλα ταιριαστὰ στὴν προσωπικότητα αὐτή,
καὶ ἰδιαίτερα μάλιστα ἰσοζυγιάζονται θαυμαστὰ ὅλες οἱ ποιητικὲς δυνά
μεις στὸ προσωπικό του αἴσθημα, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη
τοῦ ἔργου του δυνατά.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ἔργου αὐτοῦ δὲν ἀναφαίνεται βέβαια παρὰ στὴ βαθύτητά
του, στὸ σύνολό του, καὶ δὲν εἶναι παρουσιασμένη μόνο στὴν ἐπιφάνεια
τῆς εἰκόνας. Τὰ κινήματα ποὺ δείχνονται νὰ δίνουν τὸ φανταχτερὸ στὴν
εἰκόνα δὲν εἶναι πουθενὰ ἀνεβασμένα σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ μὴν εἶναι τῆς φύ
σης νοήματα.
Ὁ λυρισμός του εἶναι ἡρωϊκός. Καὶ ἡ λυρικὴ ποίηση τοῦ ἔργου τοῦ
Ἀγγέλου Σικελιανοῦ εἶναι κείνη ποὺ κάνει ἥρωες, ὅπως λέει κάποιος
σοφὸς πῲς ἥρωες πρέπει νὰ γίνονται οἱ ἄνθρωποι διαβάζοντας λυρικὸ
ποίημα. Γιὰ τοῦτο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου δὲν ἔχει τὴ φαντα
σία παρὰ σὰ διάφανο μαντύα ποὺ μετὰ τὸν ἀγώνα μέσα στὴ φύση τὸν
ἁπλώνει ἐπάνω του γιὰ νὰ τοῦ σκεπάσει τὰ βαριὰ ὄνειρα. Ὁ ξύπνος του
εἶναι ἀποκαλυπτικότερος ἀπὸ τὸν ὕπνο. Ἡ ἐνέργεια τῶν αἰσθήσεών του
δυναμώνεται, ὀξύνεται, ἐκτείνεται μὲ τὴ δύναμη ποὺ ξεβγαίνει μέσα ἀπὸ
τὴν ἀκούραστη ἐνατένιση στὴ φύση τὴν ἴδια. Τὸ σῶμα του τότε γίνεται
Ο ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ
ἀληθινὰ ἕνα μέρος τοῦ σύμπαντος, ἕνα μέλος τοῦ σύμπαντος, καὶ μέσα
του ὑπάρχει ἡ ἀπόλυτη φύση, ἡ ἀναλογία μὲ τὸ σύνολο. Κι ἔτσι τὸ κορμὶ
αὐτὸ συγκερνάει μέσα του τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχὴ τῆς φύσης, τὸ κορμὶ
τῆς πλάσης. Ἡ φύση γιὰ τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου εἶναι δουλεύτρα
του, ποὺ τοῦ συγκομίζει τὴν ἰδέα, καὶ ἡ ψυχή του ἀναδίνει τὴ φύση πλέρια.
Εἶναι ἐκδηλωτικὸς τοῦ ἑαυτοῦ του. Προφητικὰ ἀναπαρασταίνει τὴ φύση,
καὶ μᾶς δίνει ἔτσι μεγαλόχαρο τὸν ἑαυτό του. Ἡ φωνή του ἔχει ἁπλὴ τὴν
ἑνότητα στὸ σύνολο τοῦ ἔργου, καὶ εἶναι τραγούδι ποὺ κυκλώνει τὴ φύση.
Εἶναι πραγματικότητα ἡ ποίησή του, καὶ τὰ ἀδιαχώρητα σύμβολα ἀπὸ
κάθε ὑψηλὴ ποίηση στέκουν στὸν Ἀλαφροΐσκιωτο ἀρχὲς καὶ ἀξιώματα.
Καὶ ἔτσι μᾶς συγκινεῖ ξεχωριστὰ καὶ πολυέκφραστα τὸ ποιητικὸ αἴσθημα
στὸ ἔργο αὐτό, ὅπου τὸ σύμβολο εἶναι φαινόμενο, ὕπαρξη, ἰδέα καὶ ἐνέρ
γεια τοῦ νοῦ. Ἐρχόμαστε στὸ σύμβολό του, ἀφοῦ πρῶτα περάσουμε τὴν
ἀναπαράσταση τῆς εἰκόνας, ποὺ μᾶς στέκει ἀφορμὴ νὰ σηκώσουμε τὴν
ψυχὴ στὸ θάμασμα. Εἶπα πὼς ἡ ποίησή του εἶναι πραγματικότητα, γιατὶ
πιστεύω στὴν ἀλήθεια τοῦ ὅτι κάθε ὑψηλὴ ποίηση εἶναι πραγματικότητα
ἀπόλυτη. Καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ξεχύνεται ἡ πραγματικότητα, καὶ στὶς
πλέον ἀσύλληπτες ποιητικὲς ἔκφρασες καὶ περισσότερο: Ἡ ποίηση δὲ δια
φεύγει ποτὲ τὸ πραγματικό, γιατὶ καὶ πάντα οἱ αἰώνιοι κύκλοι τοῦ μυ
στηρίου τῆς ζωῆς συνορίζονται μὲ τὴν πραγματικότητά μας, καὶ πάντα
τὸ φανταστικὸ δὲν ξεπερνάει τὰ σύνορα τοῦ πραγματικοῦ κόσμου. Καὶ τὸ
ἰδεατὸ κίνημα τοῦ πνευματικοῦ μας ὀνείρου εἶναι ἕνα ἀποτύπωμα πραγ
ματικότητας στὸ κορμί του. Ἡ φύση μας εἶναι ἡ φύση, καὶ ἡ πραγματι
κότητά μας δὲ συγχίζεται ποτὲ μὲ τὸ ἀνύπαρχτο.
1909
3
Ἄριστος Καμπάνης
[ΑλαφροΪσκιωτος ]
Ε ιναι τοσοσ καιροσ που εχει να εμφανισθει ἕνα βιβλίον ἄξιον προσο
χῆς μεταξύ μας, ὅταν δὲ τὸ βιβλίον εἶναι ὅπως ἐκεῖνο περὶ τοῦ
ὁποίου θὰ σᾶς ὁμιλήσω, ἕνα βιβλίον-προσωπικότης καὶ ἕνα βιβλίον-κό
σμος, ἕνα βιβλίον-ναός, ὀφείλομεν ἐμεῖς οἱ κριτικοὶ τῆς πτωχαλαζόνος
παραγωγῆς, οἱ ἀντιμετωπίζοντες «ἐπιθεωρήσεις» καὶ «μητσέλους» καὶ
πράσιν’ ἄλογα, νὰ σταματῶμεν.
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ καὶ τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου πό
σες φορὲς τάχα μᾶς ἐδόθη ἡ ὑψηλὴ εὐτυχία ν’ ἀντικρύσωμεν τὴν ἀληθινὴ
ποίησιν; Ἀντιρρητορικήν, πλαστικὴν καὶ μουσικήν, λουτρὸν ἀληθινῆς πα
λιγγενεσίας.
Δὲν ἀρνοῦμαι τὴν ποίησιν τοῦ Ἀστραπόγιαννου καὶ πρὸ πάντων τοῦ
Φωτεινοῦ. Δὲν ἀρνοῦμαι τὴν ποίησιν τοῦ Κρυστάλλη, τὴν γραφικὴν ἅμα
καὶ ἀντηχητικήν, δὲν ἀρνοῦμαι τὴν ποίησιν τοῦ Τάφου καὶ τῶν Πατρίδων
τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ. Ἐχάρηκα εἰς τὰς στροφὰς τοῦ Γρυπάρη. Ἐχαιρέτισα
τὴν ἐμφάνισιν ἀπὸ τὰς στήλας αὐτὰς μάλιστα ἑνὸς νέου ἐπικοῦ, ὁ ὁποῖος
μᾶς ἔδωκεν ὅ,τι δύναται νὰ μᾶς δώσῃ ἀκόμη καὶ τοῦ ὁποίου μιὰ δραματικὴ
δοκιμὴ κρατεῖ ἀκόμη εἰς συγκίνησιν τοὺς δραματικούς μας συγγραφεῖς,
τοῦ Μάρκου Αὐγέρη.
Ἀλλ’ ὁ ποιητὴς περὶ τοῦ ὁποίου θὰ σᾶς ὁμιλήσω ἔκαμε κάτι παραπάνω
ἀπὸ ὅλους αὐτούς. Ὑψώθη, ὡς λέγει ὁ Διονύσιος Σολωμός, κατακόρυφα.
Καὶ κατέστη αὐτὴν τὴν στιγμὴν ὁ μόνος Ἰόνιος διδάσκαλος. Ἐμπρὸς εἰς
αὐτὸν ὁ Μαβίλης καὶ ὁ Μαρκορᾶς εἶναι ἁπλῶς θεματογράφοι.
Γέννημα καὶ θρέμμα ὁ νέος ποιητὴς τῆς νήσου ποὺ κατὰ τὸν κύ
ριον Dörpfeld κλείει τὰ μυστικὰ τοῦ Ὀδυσσειακοῦ θρύλου, τῆς νήσου
μὲ τὸν πανάρχαιον ζάπλουτον ἐλαιώνα, ποὺ ἡ παράδοσις θέλει Κοριν
ΑΡΙΣΤΟΣ ΚΑΜΠΑΝΗΣ
1909
4
Γρηγόριος Ξενόπουλος(;)
Αγγελου Σικελιανου
αλαφροΪσκιωτος
1909
5
Κωσταντῖνος Χατζόπουλος
Λυρικη ποιηση
καὶ τὶς Μουσικὲς σκέψεις, τὶς ἁρμονίες τοῦ ἀσφόδελου καὶ τὰ θάμα
τα τοῦ ξάστερου ἤχου, τὶς γλαῦκες καὶ τὶς γλαυκομάτες, τὶς χρυσόφρυ
δες, τὶς ἀνυφάντρες καὶ τὶς νιὲς μοιρολογῆτρες, τὸ δάκρυ τοῦ Ὀδυσσέα,
καὶ τ’ ἄλογα καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἀχιλλέα, καὶ τ’ ἄλλα τόσα ποὺ παρατά
ζονται κι ἀνακατώνονται μέσα στὴν ἄβυσσο τῆς ἀσυναρτησίας καὶ στὸ
χάος τῆς σύγχυσης τοῦ νοῦ, δὲ μπόρεσα νὰ καταπειστῶ μὲ κανέναν τρό
πο γιὰ τὴν ὀμορφιά, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγνότητα _τὶς ποιητικές, ἐννοῶ_
τοῦ νεόφαντου καὶ νεαροῦ αὐτοῦ ποετάστρου. Ἕνα μόνο κατάλαβα: τὴν
ἀνικανότητά του ἀκόμα νὰ δώσει στὸ ξάναμμα τῆς ἄπλερης φαντασίας
του μιὰ πλαστικὴ μορφή, ν’ ἁρμονίσει σὲ μιὰ κάπως, ἔστω καὶ μουσικὰ
(ὅπως τὸ κοπανάει ἡ αἰσθητικὴ τοῦ συμβολισμοῦ) καθαρὴ παράσταση
στὰ συγχισμένα ὀνειριάσματα καὶ θολὰ ἰδεάσματα ποὺ βασανίζουν τὸ
μυαλό του.
Κι ὡστόσο κάθ’ ἄλλο παρὰ ἀνάξιος προσοχῆς ὁλότελα, σὰν ἄλλους συ
ναδέρφους του, εἶναι αὐτὸς ὁ ξαναμμένος ὀργιαστὴς τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου.
Πρῶτα, μπορεῖ καὶ στιχουργεῖ καλὰ συνήθως, τεχνικὰ καὶ ρυθμικά, κι
ὅσο κι ἂν καταντάει στὸ μονότονο, κάποτες βρίσκει μιὰ ἁρμονία καὶ
μιὰ ἑφτανησιώτικη γλυκάδα. Οἱ στίχοι τοῦτοι λ.χ. κάθ’ ἄλλο εἶναι ἢ
ἄσχημοι:
γιὰ μιὰ στιγμὴ _ὅπως στὸ παραπάνω ποίημα καὶ σὲ λιγοστὰ μικρότερα,
τρία ἢ τέσσερα [τὸ] πολύ, στὴν ἀρχὴ τοῦ β´ μέρους τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου_
κάποια ψυχικὴ γαλήνη καὶ καθαρότητα στὴν ἔκφραση, ἂν ὄχι καὶ μιὰ
καθαρότητα ἰδέας, ὅπου δηλαδὴ ξεχνάει τὴν ὑπεράνθρωπη ὑπόκριση κι
ἀφήνει, ἂν ὄχι τὴν ψυχή, τὶς αἰσθήσεις κἄνε ν’ ἀντιληφτοῦν ἀνθρώπινα.
Ἔπειτα, ἔχει αὐτὸς ὁ ποετάστρος ἕνα αἴσθημα τῆς γλώσσας ἀρκετὰ
γερὸ κ’ ἕναν πλοῦτο λεχτικὸ στὴ διάθεσή του, ποὺ ὄχι σπάνια τὸν μετα
χειρίζεται καλόστοχα καὶ καταφέρνει νὰ μᾶς δείξει τί ὄργανο ἁρμονίας,
τί μέσο ἐκφραστικὸ τῆς ὀμορφιᾶς μποροῦσε νὰ γίνει κι αὐτός, κοντὰ στ’
ἄλλα προσόντα, γιὰ μιὰ πιὸ εἰλικρινῆ ποιητικὴ προσπάθεια, γιὰ μιὰ σε
μνότερη ἀντίληψη τῆς τέχνης.
Μὰ γιὰ τὸν ποετάστρο τοῦ Ἀλαφροΐσκιωτου σκοπὸς δὲν εἶναι νὰ μᾶς συ
γκινήσει, πλάθοντας σὲ ὀμορφιὰ τὰ ψυχικὰ προσόντα του, ἀλλὰ μονάχα νὰ
μᾶς ἀραδιάσει, νὰ μᾶς ἐπιδείξει τέτοια· ἡ ποιητική του πρόθεση δὲν εἶναι
νὰ μᾶς ἐκφράσει σὲ πλαστικὴ καὶ ρυθμικὴ ἁρμονία ἐκεῖνο ποὺ συγκινεῖ τὸ
νοῦ καὶ τὴν καρδιά του, μὰ νὰ μᾶς τὰ κηρύξει τὰ τελευταῖα γιὰ τρανά. Θὰ
μοῦ χρειάζονταν νὰ ξεσηκώσω τὰ τρία τέταρτα τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν ὅλη
φλυαρία, γιὰ νὰ δείξω ὅλο τὸ βάθος τῆς ὑπόκρισης, ὅλο τὸ φάρδος τῆς χει
ρονομίας τοῦ ποετάστρου. Ὁ χῶρος μὲ ἀναγκάζει νὰ περιοριστῶ σ’ ἕνα
μονάχα δεῖγμα. Τὸ κομμάτι ἔχει τὸν παράτιτλο: «Οἱ ὀσκροί. Δέηση στὴν
ἄνοιξη καὶ στὸ λαό»:
ξεχωριστὰ στὴ νιότερη γενιά. Μόνο στὴν ἐξήγησή του, θαρρῶ, μπορεῖ νὰ
μὴ συμφωνάει κανεὶς μαζί μου.
Καμιὰ ὄρεξη δὲν ἔχω νὰ γυρίσω ξανὰ στὰ ἴδια πράματα τὴν ὥρ’ αὐτή.
Περιορίζομαι νὰ ρωτήσω πάλι τὸν ἑαυτό μου, σὰ στὴν ἀρχή [τῆς ἐπιφυλ
λίδας μου]:
Δὲν ἔχει ἄλλο ἰδανικό, λοιπόν, ἡ νιότη αὐτοῦ τοῦ ἄθλιου τόπου, ὀξὸν
ἀπὸ τὰ κούφια ἰδεάσματα, ἀπὸ τὰ κυνηγήματα καὶ τ’ ἀραδιάσματα λό
γων χοντρῶν, ἀπὸ τὸ χαροκόπημα σὲ ἀχοὺς ἄδειους ἀπὸ ψυχή, σὲ κραυ
γὲς ἄδειες ἀπὸ αἴσθημα, σὲ μεγαλοπιάσματα καὶ μεγαλοκορδώματα, σ’
ὑπερανθρώπινες χειρονομίες καὶ σὲ μεγαλομανεῖς ἐπιδείξεις;
Σβήστηκε κάθε φλόγα ἀληθινή, λοιπόν, ἀπὸ τὴ «χώρα τῆς σκλαβιᾶς»;
κάθε ἀγάπη γνήσια, κάθε αἴσθημα ἀνθρώπινο, κάθε συνείδηση, συναίσθη
ση κ’ εἰλικρίνεια;
Καὶ κατάντησε κ’ ἡ ποίηση, σ’ αὐτὴν τὴν «κολασμένη Πολιτεία», ἕνα
βαγαπόντεμα, ἕνα καβγάδισμα καὶ φάγωμα γιὰ τὸ εὔκολο θυμιάτισμα,
ἕνα φκιασίδωμα καὶ πόρνεμα γιὰ τὸ θόρυβο τῆς ἡμέρας;
Νὰ μιλήσω καθαρότερα δὲν εἶναι ἀνάγκη. Ὁποὺ δὲν ἔχει μέσα του τὴ
φλόγα, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ γνησιότη, δὲν εἶναι καὶ χαμὸς πολὺς ἂν δὲ μὲ
καταλάβει. Ὅμως, δίχως νά ’ναι κανένας πατριώτης μὲ τὸ τρεχούμενο
νόημα, δίχως νὰ μπορεῖ νὰ ὑμνολογάει ἢ νὰ κλαίει τὶς παλιὲς δόξες τοῦ
τόπου αὐτοῦ καὶ νὰ νειρέβεται ἕνα ἀναστύλωμα τοῦ περασμένου, μπορεῖ
νὰ λαχταράει ἕναν ἀνθρωπισμὸ καὶ μιὰ ζωὴ μὲ πιὸ δροσιὰ κι ἀλήθεια. Κ’
ἐγώ, τελειώνοντας, δὲ μπορῶ παρὰ νὰ χαρίσω, μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου,
τὶς ὑψηλὲς χαρὲς ἀπὸ τοὺς Ἀλαφροΐσκιωτους καὶ τὰ παρόμοια, σ’ ἐκείνους
ποὺ τὶς λαχταρᾶν, καὶ νὰ γυρίσω μὲ παρηγοριὰ στὴν τιμιότερη προσπά
θεια τοῦ κ. Ρήγα Γκόλφη, μὲ ὅλες τὶς ἀτέλειες κι ἀδυναμίες τῆς μούσας
του, ποὺ δὲ βαρέθηκα νὰ ἀραδιάσω παραπάνω.
1909
6
Δημ. Ζαχαριάδης
Αγγελου Σικελιανου
αλαφροϊσκιωτος
… καὶ ἀνέβηκα
Ὅσο ἀνεβαίνει ἡ μέρα,
Γιὰ νὰ χαρῶ τὸ διάπλατο
Τοῦ ἀπάνω κόσμου ἀγέρα
..................
Κάτου, ζευγάρια ἀλάτρευαν·
Τ’ ἄτια, τ’ ἀνεμοπόδα
Στ’ ἁλώνια _ Ἀπὸ τὸ πέταλο
Καὶ τὸ στουρνάρι εὐώδα
Σπιθοβολῶντας _ ἔλαμπαν·
Οἱ ἀθεμονιὲς ἐβάραιναν.
Νὰ ξαναμποῦνε ἐπάλευαν
Στοὺς σβώλους τὰ σκουλήκια.
Ἀνακοχλάανε στὶς ἐλιές,
Μιὰ βράση τὰ τζιτζίκια _
Ἔτρεμε ἡ χλόη ὁλούθενες.
Τὸ λυγερὸν ἀγέρι,
Ἐσήμαινε αἰθερόηχον.
Ψηλά, τὸ μεσημέρι,
Στὶς λαγκαδιὲς ἐσειόντανε
Σὰν πόταμος, ἡ φτέρη.
Ἄσωτο γύρα πέλαγο.
Τὸ αἰθέριο σημαντῆρι,
Στὴν πλώρα ἐχτύπα ἢ στὸ πανὶ
Τὸ τρεχαντῆρι,
Ἐχτύπαε στοῦ ψαρᾶ τὸ αυτί,
Ποὺ τοῦ πελάου τὴ στρώση
Κυτῶντας, ξάφνου ἕνα ἀλαφρὸ
Ἀποκάρωμα εἶχε νιώσει.
τὴν πραγματική, μιὰ φύση λογοτεχνική; Μήπως μὲ τὸν ἴδιον ὅρο δὲν ἐξη
γήθηκεν ἀκόμα καὶ ἡ περιγραφικὴ ποίηση, τὸ ζωγράφισμα ἑνὸς ἀψύχου
κομματιοῦ _ βουνό, δέντρο, πλαγιά, ρυάκι, θάλασσα; Ὅλη ἡ στιχουργικὴ
τοπιογραφία;
Βαθύτερη πηγὴ ἔχει ἡ τέχνη τοῦ Σικελιανοῦ. Ὁ ὁραματιστὴς-ἀλα
φροΐσκιωτος δὲν εἶναι κἂν ὁ ταξιδιάρης προσκυνητὴς τῶν πραγμάτων,
ἔστω καὶ περιπαθής, οὔτε βλέπει σὰν ξένος τὴν πλάση, σὰν ξέχωρος
ἀπ’ αὐτήν, σὰν περίεργος. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀδιάκοπα συζεῖ μαζί της σὲ
ψυχικὴ συνταύτιση. Δὲν ἀνεβαίνει ψηλὰ γιὰ ν’ ἀτενίσει ἐγωϊστικὰ τὸ
θέαμα καὶ νὰ χορτάσει τὰ μάτια του καὶ τὶς αἰσθήσεις του μὲ εἰκόνες.
Δὲν εἶναι οὔτε θεατὴς οὔτε κριτὴς τῆς πλάσης. Εἶναι τὸ ἐκφραστικὸ μέσο
της. Δὲν παραληρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἢ γιὰ μᾶς· ἄσωτα σπαταλᾶ τὴ συ
νείδησή του τὴ ρυθμική, γιὰ ν’ ἁρμονίσει σ’ αὐτὴν τὸν ὕμνο της ἡ ὕπαρξη.
Στὸ διάφανο, τὸ ἄϋλο πιὰ Ἐγώ του, ἀθρόα ἡ ζωὴ συμπυκνώνεται:
_ καὶ μ’ ἔσεισαν
Τὰ ρίγη, ὡς ποταμίσια ρεῖθρα,
Πὼς ἦταν ἕνα, ἀνάνιωσα, κι ἀρίθμητο,
Στὴν τόση ἀνατριχίλα τὸ κορμί μου,
Βουνίσιες βρύσες τοὺς κρουνοὺς ἀνοίξανε
Καὶ ὡς πλάτανος ἐσείστη ἡ δύναμή μου.
Ἔτσι _αἰώνια πηγὴ λυρισμοῦ ἀνόθευτου_ ὁ ποιητὴς δονεῖται ἀπὸ τὴν
ἑνιαία δύναμη ποὺ διατρέχει τὸν κόσμο. Ἡ διάνοια, κι αὐτὸ τὸ κορμί
του, μοιάζει εὐγενικὸ δοχεῖο ποὺ ξαφνικά, πλημμύρα ἀκατάσχετη _τῶν
ὄντων, τῆς πλάσης τὸ νόημα_ ὁρμητικὰ γεμίζει, ἕως ὅτου φτάξει ἡ ἱερὴ
τῆς πληθώρας στιγμή, τοῦ ποιητικοῦ ξεχειλίσματος ποὺ μὲ τὸ ἀνάβρυσμα
τοῦ στίχου κρατᾶ μετέωρη, ὅσο ἕνας παλμὸς καρδιᾶς, τὴν ὁλοκληρωτικὴ
ζωή. Ὅμοια ὁ ψαρὰς ποὺ
… τοῦ πελάου τὴ στρώση
Κυτῶντας, ξάφνου ἕνα ἀλαφρὸ
Ἀποκάρωμα εἶχε νιώσει.
Σὲ τέτοιαν ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, καὶ ἡ ἀτομικὴ βούλη
ση καὶ τὸ ἀπαραβίαστο ἐγώ, ἁπλώνουνται, ἀποβάλλουν τὸν περιορισμένο
χῶρο τοῦ ἀτόμου καὶ κοινωνοῦν, συνταυτίζουνται μὲ τὴν μυστικὴ δύναμη
ποὺ συγκρατάει καὶ περιλούζει μὲ ρίγη ζωῆς τὴ μαγγανεία τῆς πλάσης.
22 ΔΗΜ. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ
Καὶ ἡ θάλασσα μὲ τὴν ἄπειρη ἑνότητά της, μονάχη ἐκφράζει τὴν πληθώ
ρα, αὐτὸ τὸ ἅπλωμα καὶ τὴν κυριαρχία τῆς ποιητικῆς συνείδησης:
Γαληνεύει, ὡς στὸν ἄμμο, βαθιά μου,
Καὶ ἁπλώνεται ἡ θάλασσα πᾶσα _
Σὲ ψηλοθόλωτο κῦμα
Τὴν ὑψώνει τὸ ἀπέραντο χάδι…
Ἐὰν εἶπα ὅτι ὁ Ἀλαφροΐσκιωτος εἶναι τὸ ἔπος τῆς ποιητικῆς διανόησης, θὰ
πρέπει νὰ διορθώσω τὸν ὁρισμὸν αὐτό, ἢ μᾶλλον νὰ τὸν ἐξηγήσω. Πρόκει
ται, ὄχι γιὰ ἀντικειμενικὴν ἀφήγηση, γιὰ ἀναλυτικὴν ἐξιστόρηση, σὲ στί
χους, τῶν διαφόρων καταστάσεων τῆς ποιητικῆς συνείδησης, ἀλλὰ γιὰ
μιὰ σειρὰ λυρικῶν συγκινήσεων κ’ ἐξάρσεων ποὺ μὲ τὴν ἀβίαστη διαδο
χή τους ἐκθέτουν τὴν ἐξέλιξή της. Πρόκειται γιὰ ἔπος λυρισμῶν. Ἀκόμα,
δὲν θὰ πρέπει νὰ νομιστεῖ ὅτι ἡ ποιητικὴ διανόηση τοῦ Σικελιανοῦ γεν
νιέται, ἐξελίσσεται καὶ διαπιστώνεται ἀπὸ λόγους ἐνδόμυχους, καθαρὰ
διανοητικούς, ἀπὸ ἐκδήλωση δηλαδὴ ὁρισμένης τάσης τοῦ πνεύματος.
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὴν προκαλεῖ αὐθόρμητα, τὴ γεννᾶ περίπου, σὰν
σὲ ἀπότομη σύγκρουση, τὸ ἀντίκρισμα τοῦ γύρω κόσμου καὶ μάλιστα τοῦ
χώματος τῆς ἱερῆς πατρίδας:
Βλέπω γύρα. Τὸ Ἰόνιο,
Καὶ ἡ ἐλεύτερη γῆ μου!
Καὶ ὅταν ὥριμη, ἁδρή, κυρία τοῦ ἑαυτοῦ της, ἑτοιμάζεται νὰ τονίσει τὸν
ὕμνο στὴ χρυσόφρυδη, τὸν ὕμνο τῆς νικήτρας Τέχνης, πάλι ἡ φύση, σὲ
ὕστατο ἀγκάλιασμα λάγνης ἀπόλαυσης, χαρίζει τοὺς γόνιμους κόλπους
της γιὰ τὸ ταξίδεμα τοῦ ἔργου:
…καθένας,
Στὴν ἁρμονία, σὰ σὲ ραβδὶ ἀγριλίδας, ζυγιασμένος.
―
Οἱ θύμησές σας, σὰ δαφνόφυλλα
Στὸ ἀγέρι, τρέμουν στὴν κορφή μου.
―
…Ἀκόμα
Κάποτε ἡ θύμηση ἔρχεται
Καὶ μοῦ εὐωδάει τὸ στόμα.
―
Σὰν πεταλούδα ἐγύρισε
Στὸ μέτωπό μου ἡ σκέψη.
―
ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ 25
…σὰν κλῶνοι,
Ποὺ ἀντιχτυπᾶνε τῆς ἐλιᾶς καὶ τὴ σιωπὴ
πληθαίνουν.
Διαβάζοντας τέτοιους στίχους, μετέχει κανεὶς τῆς στιγμῆς ποὺ τοὺς ἐδη
μιούργησε, καὶ νιώθει, μακριὰ ἀπὸ τὸ συμβατικὸ λεκτικὸ εὕρημα καὶ
τὴν λογοτεχνία τοῦ σπουδαστήριου, τὴν πνοὴ τῆς ἐξιδανικευμένης ζωῆς
_ τόση δύναμη μεταδοτικότητας κλείει ἡ ἀθωότητα τῆς πρωτότυπης
συγκίνησης.
Καθαυτὸ Ἕλληνας _προχριστιανικὸς_ ὁ Σικελιανός, μὲ τρεμάμενο
ἀπὸ ἁγνὴ καλλιτεχνικὴ συγκίνηση χέρι, ἐχάδεψε ὅλη τὴν ἐξωτερικότητα
τῆς πλάσης, κ’ ἔδιωξεν τὰ ἰσκιώματα τῆς θολῆς φαντασίας τῆς Δύσης ἀπὸ
τὸ ἡλιόλουστο Ἰόνιο. Ἔσβησεν ἀπὸ τὸν Ἀττικὸν ἀέρα καὶ τὸν Ἑλληνικὸ
κάμπο, τὰ χνάρια τῆς Ἀσκήμιας-Ἠθικῆς, καὶ τῆς ἐκδικητικῆς Ἰουδαϊκῆς
θεότητας τοῦ θανάτου τὴν κηλίδα. Ἐξύμνησε τὴ ζωὴ γιὰ τὴν ὀμορφιά
της καὶ μόνο, καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἀπίθανο σκοπὸ ποὺ φαντάστηκε ὁ ἄνθρωπος
πὼς κυνηγᾶ· καὶ τὸν θάνατο τὸν ἐξωράϊσε, τὸν ἁπάλυνε, καὶ τοῦ ἔδωκεν
ὅλα τὰ συστατικὰ τῆς ἐπαναστροφῆς στὸν ἴδιον ὁρατὸ κόσμο, ἀντὶ νὰ τὸν
θεωρήσει κρίση καὶ ἀπαρχὴ νέας ζωῆς, ἀνιαρῆς ἀθανασίας. Ἡ ποίησή του
εἶναι λουτρὸ φωτὸς καὶ ἁγνότητας.
Ἔξοχα πλούσιο καὶ ἔξοχα εὔηχο γλωσσικὸ ἰδίωμα ἐξυπηρέτησε _ἄρ
τια ἐφαρμογὴ τοῦ μέσου στὸν ἐπιδιωκόμενο σκοπὸ_ τὸν λυρισμό του, καὶ
τὸν ἐνδυνάμωσε μὲ ἠχητικὴν ἁρμονία πολύβοη, ποὺ νομίζει κανεὶς ὅτι με
ταφέρει στὴν κλίμακα τῆς ἀκουστικῆς τὴν ἔκταση, τὸ πλάτος, αὐτὲς τὶς
διαστάσεις τοῦ χώρου, ὣς καὶ τὰ παιχνιδίσματα τοῦ φωτός: τὰ χρώμα
τα καὶ τὴν προοπτική. Καὶ πιθανό, τὸ ἰδίωμα αὐτό, ἀποκρυσταλλωμένο
ὅπως εἶναι σὲ τέτοιο ἔργο, νὰ τείνει νὰ εἰδικευτεῖ σὲ κάθε ἐκδήλωση μεγε
θυντικῆς ποίησης.
Ἐλευθερωμένη ἀντίληψη τοῦ ρυθμοῦ καὶ τῶν ποιητικῶν συμβάσεων,
στὸν Ἀλαφροΐσκιωτο προπάντων, ἐπέτρεψε στὸν Σικελιανὸ νὰ πραγμα
τοποιήσει τὶς θεωρητικὲς βλέψεις τοῦ ἐλεύθερου μέτρου, μὲ τελειότη
τα τέτοιαν, ποὺ οἱ στίχοι νὰ φαίνουνται _καὶ νὰ εἶναι ἴσως_ φυσικὴ καὶ
ἀβίαστη ἐξωτερίκευση ρυθμικῆς σκέψης περισσότερο, παρὰ ἐναρμόνιση
ἰδεῶν καὶ συναισθημάτων σύμφωνα μὲ προδιαγραμμένους ποιητικοὺς
κανόνες. Καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ στίχος του ἀκολουθᾶ, εὐλύγιστος, γορ
γός, πιστὸς ταυτόχρονα καὶ ἐλεύθερος, κάθε ἑλιγμὸ τῆς σκέψης, χωρὶς τὸ
ἀποκρουστικὸ παραγέμισμα ν’ ἀποτυπώνει τὸ ἐξευτελιστικό του στίγμα.
26 ΔΗΜ. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ
Καὶ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, ἡ ρίμα, ἀντὶ νὰ κυβερνᾶ σὰν ἀπόλυτος κυρίαρχος,
ἀστράφτει μὲ φυσικότητα ὅταν μόνο, γιὰ βαθύτερους ἁρμονικοὺς λόγους,
ἀναπηδᾶ ἡ φλόγα της ἀπὸ κάποια μυστικὴν αὐτοανάφλεξη.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἐλαττώματά της ἀκόμα θά ἔπρεπε ν’ ἀγαπήσουμε
τὴν ποίηση τοῦ Σικελιανοῦ. Ἂν ἡ ἔλλειψη ἀπαιτητικῆς ἐκλεκτικότητας
ἄφηκε ἀκλάδευτο τὸ ἔργο ἀπὸ μερικὲς παρεκβάσεις _σὰν τὸν «Ὕμνο
στὴ Γλαυκομάτα», γιὰ παράδειγμα, ἢ μερικοὺς στίχους στὴ «Χρυσό
φρυδη»_, καὶ ἐπέτρεψεν ὀλίγες ἐπαναλήψεις καὶ ρητορικὰ γυμνάσμα
τα ποὺ ἄδικα μακραίνουν τὸ ποίημα, πάλι τὸ προτέρημα τὸ κύριο τοῦ
Σικελιανοῦ, τὸν ἀκατάσχετό του Λυρισμό, βαραίνουν τὰ ἐλαφρὰ αὐτὰ
ἐλαττώματα. Καὶ ἀλίμονον! πάντα γλήγορα θὰ ἔρθει ἡ ἐποχὴ τῆς πολὺ
συνειδητῆς παραγωγῆς.
Θὰ εὐχόμουνα, μόνο μεγαλόπνοα χείλια ν’ ἀπάγγελναν τοὺς στίχους τοῦ
Σικελιανοῦ _ σὰν βοερὴ πηγὴ ἀστείρευτη. Σὰν μουγκρητὸ καταρράχτη οἱ
εὔηχες λέξεις ν’ ἀντηχοῦσαν. Καὶ νὰ συγκλόνιζαν ὁλόκληρο τὸ κορμὶ καὶ
νὰ μαστίγωναν ὅλες τὶς αἰσθήσεις οἱ ποιητικὲς μεγαλόπρεπες παραστά
σεις, οἱ ρυθμικὲς εἰκόνες, ἡ βροντὴ τοῦ στίχου ποὺ ἀναστήνει στὰ μάτια
μας τὴν πολύβοη καὶ πολύχρωμη φύση.
Καὶ θὰ εὐχόμουνα ἀκόμα _ἀφοῦ δὲν πρόκειται γιὰ στίχους ποὺ στο
χαστικὰ τὸ μάτι θὰ γείρει νὰ διαβάσει καὶ ποὺ λεπτόλογα θ’ ἀναλύσει ἡ
κρίση ἢ ἡ διαίσθηση· ἀφοῦ δὲν πρόκειται γιὰ ποιήματα ποὺ τὶς λεπτὲς
χορδὲς τῶν αἰσθημάτων θὰ δονήσουν ἢ ποὺ θὰ χαδέψουν ἁπαλὰ τὸν μα
λακωμένο πόνο, τὴν ξεθωριασμένη χαρὰ ἢ τὴν πολύπλοκην ἀγάπη_ θὰ
εὐχόμουνα νὰ παραμέριζεν ὁ λογισμὸς τὰ σύμβολα καὶ τὶς ἀλληγορίες
ποὺ μεταχειρίστηκεν ὁ ποιητὴς ὡς ἀφορμὴ μονάχα στὴν λυρική του
ἐκδήλωση, καὶ μὲ μεθύσι ἄκρατου ἐνθουσιασμοῦ νὰ ξαναζούσαμε τὸν
Διονυσιακὸν αὐτὸν Ὕμνο.
Τόσες φορὲς φλύαρα μιλήσαμε στὴ Φύση, τόσες φορὲς ἐνοχλητικὰ
ἐμπιστευτήκαμε στὸ ἀτάραχο στῆθος της τὰ ἀσήμαντα μυστικά μας,
τοὺς μέτριους πόνους καὶ τὶς χαρές μας, ποὺ δικαιολογημένα τὴν βρί
σκουμε ψυχρὴ καὶ ἀδιάφορη. Μὰ τώρα, μὲ τὴ σειρά μας, ἀφοῦ βρῆκεν ἡ
φύση τὴν ψυχή της, ἂς ἀκούσουμεν ὀρθοὶ τὴ μεγάλη της φωνὴ – βογκητό,
οὔρλιασμα ἢ βοὴ χαρᾶς.
1914
7
Τάκης Δημόπουλος
ψυχή. Βλέπει, πὼς ἔχει ὑποχρέωση νὰ μυήσει κι αὐτούς, πέρα ἀπὸ τὴν
ὑποχρέωση τῆς δικῆς του μύησης κι αὐτοκαλλιέργειας. Κι ἔτσι ὁ ποιη
τής, μὲ τὴν ἀναδρομὴ αὐτή, μᾶς ἀνοίγει, μέσ’ ἀπ’ τὰ χείλη τοῦ προφήτη,
καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Ὀρφισμοῦ, τ’ Ἄδυτα τῶν Ἀδύτων. Ξανοίγεται μὲ
τοῦτο μπρὸς στὰ μάτια τῶν μαθητῶν, (ὅπως τώρα ποὺ τὰ ξαναζοῦνε ὡς
ἀναπόληση, ἔτσι καὶ τότε), πέρα ἀπὸ τὸν κύκλο τὸν ἀνθρώπινο, τὸ αἰώνιο
μυστικὸ τῆς Νύχτας καὶ τοῦ Φωτός της. Εἴδανε, πέρα ἀπὸ τὴ «σαρκικὴ
τάξη», τὸν αἰώνιο, ἀπέραντο καὶ ὑπερχρονικὸ κύκλο τῶν ψυχῶν, ποὺ
εἶναι ἡ Μιὰ Ψυχή. Καὶ στερνὰ οἱ μαθητές του δείξανε στὸν ἀρχηγό, γιο
μάτον ἀπὸ ἀπέραντη χαρά, καὶ τὴν ὑποχρέωση τῆς καλλιέργειας καὶ τῶν
ἄλλων, τῶν ἀνώριμων, κι ὄχι πιὰ μὲ τὴ λύρα του, μὰ μὲ τῆς ἴδιας ποιότη
τας τὴν ἅγια Διδαχή. Ἔτσι, ἐκτὸς ἀπ’ τὸν «τέλειο χρησμὸ» τῆς μεταξύ
τους ἕνωσης, χρειάστηκε κι ἡ συστηματικὰ προοδευτικὴ μόρφωση ὅλου
τοῦ λαοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ πρῶτα. Κι ἔγινε μὲ τὸ Μαντεῖο τῶν Δελφῶν, κι
ἔτσι τὸ μάτωμα τοῦ Ρόδου σημειώνει σταθμὸ στὴ ζωὴ τοῦ ἥρωα. Ἱδρύει
ἱερὰ καὶ μυεῖ πιά.
Ἔτσι τελειώνει ἡ κοινὴ ἀναδρομή. Μὲ τὸν ψυχολογικὸ νόμο τῆς ἀντί
θεσης ὁ Ὀρφέας τώρα πιὰ θυμᾶται τὴ σημερινὴ θλιβερὴ κατάσταση τοῦ
Δελφικοῦ Ἱεροῦ κι ἔτσι τοὺς λέει καὶ τὴν αἰτία ποὺ μπορεῖ νὰ μὴ γυρίσει.
«Ἡ θυσία τοῦ ἀτόμου μου εἶναι ἀναγκαία, μὰ τὸ θάρρος Σας θὰ τὴν κά
νει νὰ ὑπηρετήσει τὴν παγκόσμια Ἁρμονία. Ἄδικα λοιπὸν ἔλεγα νὰ πάω
νὰ χαιρετίσω τὸν Ἥλιο, λέγοντάς του, πὼς ἐδῶ κάτου παραμένει τὸ ἔργο
τῆς μύησης; Δὲν ἀφήνω, σὲ περίπτωση ποὺ θὰ πεθάνω, κανέναν ἐδῶ;
Δὲν ἀφήνω Ἐσᾶς νὰ κρατῆστε τὴ σειρὰ τοῦ βαθμιαίου καὶ σύγχρονου
ἀνεβάσματος ὅλων τῶν ψυχῶν μὲ τοὺς δυό, γιὰ κάθε μιὰ ψυχή, βαθμούς,
πρῶτα τῆς αὐτοκαλλιέργειας κι ὕστερα τῆς βοήθειας τῶν πιὸ κάτου;
Πρέπει νὰ πάω, ὅπως πάντα, μόνος, γιὰ χάρη ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας
χωρὶς μάχη μὲ τὶς μαινάδες, ἀνόργιστος, σὲ ἀπόλυτη ἁρμονία μὲ τὸ Σύ
μπαν κι ἕνωση. Καὶ νὰ μείνετε Ἐσεῖς ὡς δικαιολογία τῆς θυσίας μου κι ὡς
ἐγγύηση γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἔργου μας. Πρέπει νὰ μείνετε, ἔστω καὶ λί
γοι. Πρέπει νὰ ἐργαστεῖτε, ἔστω κι ἂν ἀργήσει ἡ, βέβαιη ὡστόσο, ἄνθιση.
Γιατὶ εἴμαστε πραγματικὰ ἑνωμένοι ἀπάνου ἀπὸ τὸ Χρόνο». Καὶ τελειώ
νει μὲ τὴν κύρια, ποὺ συνοψίζει ὅλα, καὶ στερνὴ ἐντολή του. Οἱ μαθητές
του πιὰ πείστηκαν· τὸ ξανάκουσμα τοῦ Μυστήριου ἀπ’ τὰ χείλη τοῦ θείου
τους Διδασκάλου τοὺς ἔθρεψε τὴν ψυχὴ μὲ ἐγκαρτέρηση γιὰ τὸ χωρισμὸ
καὶ μὲ καινούργιο θάρρος. Ἔτσι ἔχει πιὰ ἔρθει κι ἡ ἀπόλυτη λύση τοῦ
δράματος. Ἡ ἔμπρακτη ἐπισφράγισή της πραγματοποιεῖται, μετὰ τὰ
Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ 29
. Ὁ Schuré (Les Grands Initiés) ἀναφέρει γιὰ τὶς τελευταῖες στιγμὲς ἄλλη σκη
νή: ὁ Ὀρφέας φεύγει μὲ τὸ μόνο ἰδιαίτερο μαθητή του γιὰ ν’ ἀντιμετωπίσει
τὶς Μαινάδες, ποὺ ἀπειλοῦνε τὸ ἔργο του τῆς μύησης τῆς Ἑλλάδας, ὅπως τοῦ
τὸ εἶχε ζητήσει ἀπὸ μέσα ἀπ’ τὸν Ἅδη ἡ Εὐρυδίκη: «L’heure de confirmer ma
mission par ma mort est venue», λέει ρητὰ στὸ μαθητή του. «Ἂν εἶναι Θεός, ἂς
σωθεῖ», λέει βιβλικὰ ἡ ἀρχηγίνα μέσ’ στὶς Μαινάδες Ἀγλαονίκη. Πεθαίνοντας
νικάει, γιατὶ βρίσκει ἐκείνη ποὺ ἀγάπησε, καὶ προσηλυτίζει καὶ τοὺς Θράκες.
Ὁ θάνατος πάντως ἀπ’ τὶς Μαινάδες συμφωνεῖ μὲ τὰ παραδομένα τὰ πιὸ
παλιά. Ἐκεῖ ἀνάτρεξε κι ὁ Σικελιανὸς μὲ τὴ χαρακτηριστική του τάση πρὸς τὰ
παλιά. Ἀδιαφόρησε γιὰ νεώτερες ἐκδοχές, ἀκόμη καὶ κείνη τοῦ ἕκτου αἰώνα γιὰ
τὴν κεραύνωση ἀπ’ τὸ Δία, ἂν καὶ ὀρφική. Ὅσο γιὰ τὴν τελευταία προσφορὰ
τοῦ Ρόδου στὴν κορφή, τοῦτο εἶναι καθαρὸ σικελιανικὸ δημιούργημα.
30 ΤΑΚΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
Τὸ «Ἑκατόφυλλο Ρόδο»
Στὴν ἐποχή μας ὁ Σικελιανὸς πρῶτος τ’ ἀνακάλυψε συνειδητὰ καὶ μ’
ὅλη του τὴ σημασία τὸ ὑπέροχο καὶ πολυσήμαντο αὐτὸ σύμβολο, τὸ rosa
sempervivens ἢ rosa orphica, κι αἰστάνθηκε, ὡς δηγιέται ὁ ἴδιος, τότε μιὰν
ἀνέκφραστη χαρά. Τὤζησε μάλιστα, ὅπως εἴδαμε, ὁ ἴδιος, καὶ πρώτη
φορὰ τὸ ὕψωσε σ’ ἀκέριο τὸ βαθύτατο νόημά του, ἀνατρέχοντας μάλιστα
γιὰ τοῦτο ὣς τὴν ἀρχικὴ γέννησή του ὡς συμβόλου, μὲ τὸ Διθύραμβο.
Τὸ Ρόδο, ποὺ μὲ τὴ βαθειὰ εὐωδιά του ἔζησε ὁ Ὀρφέας στὴ βαθύτατη
διονυσιακή του ἔκσταση τῆς Νύχτας, τὸ Ρόδο ποὺ ὕστερα τοῦ κράτησε
τὸ αἷμα τῆς πληγῆς, σὰ νἄθελε ὁ ἴδιος ὁ Διόνυσος νὰ τὸν ἐπαναφέρει καὶ
νὰ τὸν κρατήσει στὸν ἀγῶνα τῆς σαρκικῆς του ζωῆς, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει
ἔτσι τὸν ἴδιο τὸν ὑπέρτατο Θεό-Πνεῦμα μέσ’ ἀκριβῶς ἀπ’ τὴν ἱεραρχικὴ
ἰσορροπία τῶν ἐπίγειων στοιχείων του, τὸ Ρόδο αὐτὸ στέκει τ’ ὡραιότερο
καὶ καθολικώτερο σύμβολο. Τὸ σύμβολο δηλ. τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πόθη
σε καὶ γνώρισε τὴν ὑπέρτατη Γνώση, τὴν ἀνακάλυψε ὕστερα συνεχτικὰ
καὶ στὴ Ζωὴ καὶ γύρεψε νὰ τὴν ξυπνήσει μέσα σὲ τούτη σ’ ἁρμονικὴν
ἰσορροπία κι ἐρωτόχαρη πάντα σύνθεση μαζί της. Ἀνήκει λοιπὸν τὸ Ρόδο
στὸν Ὀρφέα, κι ὡς σκοπὸς στὴν Ἡλιακὴν Ἑνότητα, κι ὡς ἀνώτατη Μύη
ση ἀνήκει σ’ ὅλους αὐτούς, ποὺ ὁ δυνατός τους ἔρωτας, ὅπως παλιότερα ὁ
ἔρωτας τοῦ Ὀρφέα, ἀναζήτησε τὸ Ρόδο πέρα ἀπὸ τὴν ὕλη. Ὡς αὐτόνομος
τώρα Μικρόκοσμος ὁ Ὀρφέας ὤφειλε νὰ τοὺς ἀποκαλύψει τὸ Μυστήριό
του. Καὶ τοὺς τὸ ἀποκάλυψε, φανερώνοντας σύγχρονα καὶ τὸ βαθυσήμα
ντο σχῆμα του «σκαλί-σκαλὶ ἀπ’ τὴ βάση του ὣς τὴν ἅγια κορφή». […]
Ἀλήθεια, ἡ ἕνωση τοῦ Ὀρφέα καὶ τῶν μαθητῶν στὰ δυό τους ἀνώτατα
σκαλοπάτια ἀποτελοῦσε τὸν «τέλειο χρησμὸ» τοῦ Ἀπόλλωνα, γιατὶ μὲ τὸ
τρύπημα τοῦ δόρατος ἀντικρύστηκε κι ἀπ’ τὰ δυὸ μέρη, κι ἀπ’ τ’ Ἀπάνου
κι ἀπ’ τὰ Κάτου, ἡ κοινὴ καταγωγὴ κι ὁ κοινὸς σκοπὸς ποὺ τοὺς συνδέει.
Ὁ αὐτόνομος ὅμως ἐτοῦτος κύκλος τους γύρευε κι αὐτὸς ὡς τέτιος ἀπὸ
μόνος του τὴ βεβαίωσή του καὶ τὸ πλάτεμά του. Καὶ τὸ πλάτεμα αὐτὸ θὰ
χάριζε ἀκριβῶς καὶ στοὺς μαθητές, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ διάμεσο σκαλο
πάτι, τὴ δική τους ἀπολλώνια ἰσορρόπηση. Γιὰ νὰ πάρει δηλ. ὁ «τέλειος
χρησμός», ὡς ἡ πρώτη κοινωνικὴ συνθετικὴ μονάδα, τὸ στοιχεῖο τῆς διάρ
Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ 31
κειας, ἦταν ἀνάγκη ὅλοι τους μαζί, μὲ τὸν Ὀρφέα ὡς πνευματικὸ κέντρο,
νὰ σκορπίσουνε τὸ Ρόδο-Σύνθεση στοὺς λαοὺς μ’ ἀνάλογη τὴ δυναμικὴ
τῆς διδαχῆς τους στὸ κάθε σκαλοπάτι. Ἔτσι θὰ πιαστοῦν ἀπ’ τὸ χέρι,
ὁλοένα καὶ σὲ πλατύτερους κύκλους, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὣς ἐκεῖ ποὺ θὰ
μποροῦσε νὰ διατηρήσει τὴ σημασία του τὸ Ρόδο, ὣς ἐκεῖ πού, ὅσο κι ἂν
ἐξαδυνατισμένο, θἄλαμπε στὴν ἀνθρώπινη συνείδηση τὸ ἐσώψυχο φῶς
τοῦ ἀγωνιζόμενου «Ἄρρενος Λόγου», τοῦ Ἔρωτα, καὶ ποὺ θὰ κρατοῦσε ἡ
ἀνηφορικὴ συνοχὴ τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱεραρχικὴ ἢ ἀναλογικὴ μύηση. Εἶναι τ’ ἀπολλώνιο
πνεῦμα τῆς Ἀναλογίας σ’ ὅλη του τὴ δυνατὴ ἔκταση. Ὁ καθένας ἀπ’ τὴν
πνευματική του, ὅπου βρίσκεται, θέση, μὲ σιωπηλὴ κι ἀνένδοτη ἐργασία
κι ἄσκηση, θὰ μπαίνει στὴ σημασία τοῦ Ρόδου. Δίνοντας ὕστερα τὸ χέ
ρι του στοὺς πιὸ κάτου θὰ νοιώθει ὅλη τὴν ἀξία καὶ τὴ δικαιολογία τῆς
ἀνθρώπινης γήινης Ζωῆς, τῆς ἰσορροπημένης, ποὺ βλέπει κι ἀπάνου καὶ
κάτου, τῆς ἀνάπαψης τῆς ἐσωτερικῆς, τῆς ἀπολλώνιας ἱκανοποίησης. Ὁ
ἴδιος ἀπάνου του θὰ περιέχει, ὡς Μικρόκοσμος, ἀκέριο τὸ σχέδιο τῆς Δη
μιουργίας, σωστὸς Ἄνθρωπος-Θεός, καὶ τίποτε δὲ θὰ τοῦ μποδάει τὴν
ὅραση νὰ βλέπει, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπόσταση, ὅπου βρίσκεται, παντοῦ.
Ὅμοιο λοιπὸν τὸ Σύνολο μὲ
τὸ σύμμετρο ἑκατόφυλλο, ὁποὺ ὅλα
τὰ φύλλα του ἕνα, καὶ καθένα εἶν’ ὅλα.
Ἔτσι, σιγά-σιγὰ θ’ ἀνεβαίνει πρὸς τὴν κορφή, ὅπου οἱ Ἐκλεκτοί, οἱ
«Υἱοὶ Θεοῦ», βεβαιώνουνε τὸ συνολικὸ αὐτὸ ἀνηφόρισμα στὸν ἡλιακὸν
Ἀπόλλωνα.
Ὁ Ὀρφέας κατάλαβε πιὰ καλὰ τὸν ἥσκιο τῆς ἴδιας του ἀπολύτρωσης,
πῶς εἶχε ἁπλώσει τιτανικὸς ὣς τὰ «σκοτεινὰ βάραθρα» κάτου. Εἶδε τὸ
χρέος καὶ τὴν εὐθύνη του νἄχει βυθίσει τὶς ρίζες του σ’ ἀπίθανα βάθη. Δὲν
. Ὁ ἀριθμὸς Ἑκατό, γινομένος ἀπ’ τὸν πολλαπλασιασμὸ τοῦ Δέκα μὲ τὸν ἑαυτό
του, συμβολίζει τὸ Σύμπαν στὴ σύνολη ἁρμονικὴ συμπλοκή του. Γιατὶ τὸ Δέκα
εἶναι οἱ τρεῖς κόσμοι (Θεός, Σύμπαν, Ἄνθρωπος) στὴν τριαδικὴ σύστασή τους
καὶ συγκεντρωμένοι σ’ ἑνότητα (3 × 3 + 1 = 10) ἢ ἀλλιῶς εἶναι τὸ ἄθροισμα τῶν
τέσσερων πρώτων, ὅπου ὁ καθένας περιέχει τὸν προηγούμενο. Συμβολικὸ τὸ
αἴτημα τῆς ἰσορροπίας τὸ βλέπει κανεὶς καὶ στὴ σύνολη διδαχὴ τοῦ Ὀρφέα (στ.
445 κλπ. καὶ στ. 462 κλπ.), ὅπου οἱ στραμμένοι στὴν ὕλη τύραννοι προτρέπο
νται πρός τ’ Ἀπάνου, κι ἀντίστροφα οἱ λαοί.
32 ΤΑΚΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
ἦταν αὐτὸς μόνο κι οἱ σύντροφοί του. Ἔνοιωσε στὴν ψυχή του τὸ βόγ
γο λαῶν ὁλόκληρων, ποὺ στὰ σκοτάδια κάτου δὲ μποροῦσαν νὰ δοῦνε τὸ
ἡλιακὸ φῶς, ποὺ τοὺς ἀποζητοῦσε καὶ τ’ ἀποζητοῦσαν. Τὸ Ρόδο-Μύηση
τοὔγινε πιὰ «τέλεια Μνήμη». Ἡ χαρὰ τῆς ψυχικῆς ζωῆς, ὥστε καὶ τοῦ
ἐπίγειου σαρκωμένου Διόνυσου, στὴν ὀρφικὴ συμβολικὴ ἦταν οἱ Μοῦσες,
ποὺ μᾶς κερνᾶνε τὸ κρασὶ τοῦ Ἔρωτα, «θρέπτειραι ψυχῆς, διανοίης
ὀρθοδότειραι». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲ θεωρεῖ ὡς τελικὴ νίκη, μὰ ὡς ἕνα μέ
σο, τὴ σύνθεση ποὺ πραγματοποιεῖ στὴ ζωή του, ὅπως καὶ πρέπει νὰ γί
νεται, ὅταν μέσ’ ἀπ’ τὴ σύνθεση, διακρίνει τὴν ἀνεξάντλητη διονυσιακὴ
ὁρμή, τότε θ’ ἀνεβαίνει ἀπ’ ἄθλο σ’ ἄθλο, ἀπὸ σύνθεση σὲ σύνθεση, καί,
μαζὶ μὲ τὴν ὁλοένα καὶ καθαρώτερη ἐνατένιση τοῦ Σκοποῦ, κι ἡ Μνήμη
τῶν πρὶν Μουσῶν ὁλοένα καὶ θὰ πλαταίνει. Τὸ μάτι, μ’ ἄλλα λόγια, ὁλοένα
θὰ περιλαβαίνει καὶ μεγαλύτερη ἀπόσταση τῆς πορείας ποὔγινε μὲ τὴ
Γνώση, ποὺ ὁλοένα θὰ μεγαλώνει. Ὣς ποὺ πιὰ ξεπερνιέται ὁ κύκλος τῶν
γεννήσεων, «ποὺ πιὰ δὲ φτάνει τ’ ἅγιο Κρασὶ» τοῦ Ἔρωτα, γιατὶ ἡ πίστη
γίνεται πλέρια Γνώση κι Ἀγάπη, κι ἡ Μνήμη γίνεται «τέλεια» στὰ «τωρι
νά, τὰ μέλλοντα, τὰ αἰῶνες ξεχασμένα». Συντελεῖται τότε ἡ τελικὴ Σύν
θεση, ὅπου «ἡ ὥρα τοῦ Ρόδου τοῦ ἑκατόφυλλου» ζωντανεύει πιὰ στὸν ἴδιο
τὸν ἄνθρωπο, γίνεται ὁ ἴδιος ἡ ὑπέρτατη Ὀμορφιά, ἡ ἀπέραντη εὐδαιμονία
τῆς ψυχικῆς μονάδας στοὺς θεϊκοὺς κόλπους, τέτια, ποὺ οἱ ἀστενικὲς
σημερνὲς γήινες ἱκανότητες εἶναι ἀδύνατο νὰ συλλάβουνε καθαρὰ καὶ ποὺ
Ὁ «Ἀρματωμένος Ἔρωτας»
Ὁ Ἔρωτας λοιπόν, ἀσίγαστος κι ἀκατάπαυτος, δίνει «ἅγια θάρρη» καὶ
σπρώχνει διαρκῶς, ἀπὸ Σύνθεση σὲ Σύνθεση, ὁλοένα ἀπ’ τὸ θηλυκὸ
(Ὕλη) στ’ Ἀρσενικό (Γνώση), χωρὶς νὰ σταματάει μέσ’ ἀπ’ τὶς χρονικὲς
στιγμὲς τοῦ βίου ἑνὸς ἀτόμου, ὅπως καὶ μέσ’ ἀπ’ τὶς γενιές, ποτέ. «Καί
τοι γε προϊὼν τῇ σοφίᾳ ὁ Πυθαγόρας ἀθλεῖν μὲν παρῄνει, νικᾶν δὲ μή…».
Σημαίνει διαρκῆ ἀγῶνα καὶ δημιουργία, καί, ὡς λέει ὁ Παρμενίδης, «τὴν
ἀρετὴν τελεσιδρόμον εἶναι ποιεῖ». Γιατὶ εἶναι ὁ ἴδιος, στὴν ἐπιστροφική
του ἔννοια, ὁ Ἡλιακὸς Λόγος, ποὺ ὅλα, ὅσα ζούσανε στὸ «θεῖο σκοτάδι»
κάτ’ ἀπ’ τὸν πέπλο τῆς Νύχτας στατικά, αὐτὸς τὰ φανέρωνε μὲ «τὸ χνάρι
τὸ πρῶτο» του ὡς τὴν πάγκοσμη μορφὴ τοῦ Θεοῦ.
Ἔρωτας πρέπει νὰ χαράξει τὸ θεῖο καὶ φωτεινό του δρόμο. Στὸν Ὀρφέα
καὶ τοὺς μαθητές του ἤτανε στὸ νέο τους ἀγῶνα τώρα ὁ ἐσωτερικὸς λή
θαργος τοῦ λαοῦ, ὅπου ἀνάμεσά του ἔπρεπε, οἱ ἴδιοι αὐτοί, φωτίζοντας
τὴν ἴδια τους ἀνώτερη συνείδηση, νὰ σκορπίσουνε «τῆς ἅγιας συμμετρίας
τ’ Ὀλύμπιο δῶρο».
Οἱ μαθητὲς προτήτερα γιὰ νὰ καταχτήσουνε τὸ Μυστήριο δὲ χρειά
στηκε νὰ ὑπερπηδήσουνε τὸ σύνορο, ποὺ τοὺς πρόβαλλε μὲ τὴ σαρκικὴ
ὑπόστασή του ὁ Ὀρφέας; Καὶ σὲ τοῦτον πάλι ἀντίστροφα, ἀφοῦ πρὶν ξε
πέρασε, ἀναζητῶντας τὴν Εὐρυδίκη, τὰ σύνορα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου γιὰ
νὰ φτάσει ὣς τὸν κόσμο τῶν ψυχῶν, δὲ χρειάστηκε ὕστερα ν’ ἀνακινηθεῖ
μὲ τὴ μελωδία του ἡ κοιμάμενη ψυχὴ τοῦ λαοῦ, ὥσπου ξεχωρίσανε οἱ
πιὸ σιμοτινοὶ ὀπαδοί του, ποὺ ὡς ὕστατη ἀκόμη σπονδὴ πρόσφερε καὶ σ’
αὐτοὺς ἀπ’ τὸ ἴδιο του αἷμα; Ὁ ἐπιστροφικὸς λοιπὸν Ἔρωτας ἔχει νὰ πα
λαίψει μὲ τὰ ἴδια του ὑλικὰ καὶ σαρκικὰ δεσμά, μὲ τὴν Ἀνάγκη. Ἔτσι θὰ
πάρει τὸ δρόμο του ποὺ μιὰ ὁλοένα καὶ πιὸ φωτεινὴ Εἱμαρμένη τοῦ ξανοί
γει γιὰ τὸν ἀνήφορο. Ἡ Ἀνάγκη, τὸ πνεῦμα τοῦ Κακοῦ, εἶναι ὁ φοβερὸς
ἀντίπαλος καὶ σύγχρονα ἡ θηλυκιὰ μορφὴ τοῦ αἰώνιου Πνεύματος, ποὖναι
ἡ πλέρια Χαρά, ἡ ἀπέραντη Γνώση κι ἡ ἀνεξάντλητη Ἀγάπη. Ἡ σύνθεσή
τους στὸ παρὸν παρουσιάζεται στὸν ἄνθρωπο ὡς ἀγώνας καὶ πίστη γιὰ
τὴν ὁλοένα καὶ μεγαλύτερη ἐλευθερία του, ὡς «Ἀρματωμένος Ἔρωτας»
μὲ τὸ σκοπὸ τῆς ὁλοκληρωτικῆς του ἀπολύτρωσης στὴν περιοχὴ τῆς
ἄρτιας Ἐλευθερίας. Γι’ αὐτὸ καθένας, ὡς ὁ Ὀρφέας γιὰ τὴν Εὐρυδίκη,
ὅταν χάσει σωματικά, ὅταν χωρίσει, ὅταν πονέσει, ὅταν νοιώσει δηλ.
στὴν καθάρια της ἀκτινοβολία τὴ φλόγα μέσα του τοῦ ἔρωτά του, θὰ φω
τίσει, διατρέχοντας μὲ ἀγῶνα, ὅλη τὴ Δημιουργία, μέχρι ποὺ νὰ βρεῖ πά
λι τὸν ἑαυτό του, ὡς κέντρο ὅμως πιὰ τῆς ἀπέραντης ἑνότητάς της. Ἀπὸ
τί πιὰ θἆναι χωρισμένος, ἀπὸ τί θἆναι σκλαβωμένος; Κι ἂν ὁ Χρόνος,
ὡς ὁ Κρόνος, καταπίνει τὰ ἴδια του δημιουργήματα ἀμαυρώνοντας τὴ
θεία τους ἀκτινοβολία, πῶς θὰ μπορέσει ὅμως ν’ ἀντισταθεῖ στ’ ἀκοίμητα
φωτεινὸ ἐρωτικὸ κέντρο τοῦ Μικρόκοσμου ἐκείνου;
στὸ Φάουστ Β΄ ἀπ’ τὸ στ. 11573, καθὼς καὶ ἀπ’ τὸ στ. 11934, ὅπου ὁ ἄγγελος
παίρνει τὴν ψυχὴ τοῦ Φάουστ πρὸς τὴ χώρα τῆς ἀθανασίας.
. Ὁ νέος αὐτὸς ἠθικὸς δυαδισμὸς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἔχει τὴν ἀντιστοιχία
του καὶ στὶς ἀσχολίες τοῦ ἀνθρώπου: Ἐπιστήμη (Διανόηση)-Θρησκεία (Συν
αίσθημα) ἢ ἀκόμη: Πνευματικὴ ἐργασία-Σωματικὴ ἐργασία. Τὴ σύνθεση τοῦ
πρώτου ζευγαριοῦ συμβολίζει ἡ Τέχνη, τοῦ δεύτερου ὁ σύμμετρος βίος.
36 ΤΑΚΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
10. Πρβ. Πλ. Φαῖδρ. 248 C. Τίμ. 48. Γιὰ τὸ Φιλόλαο ὁ Διογένης Λαέρτιος ἀναφέ
ρει, πὼς ἐπίστευε «πάντα ἀνάγκῃ καὶ ἁρμονίᾳ γίγνεσθαι». Στὸν Ἑρμῆ Τρισμέ
γιστο λέει ὁ Δημιουργός: «Ἔρως ὑμῶν, ψυχαί, δεσπόσει καὶ ἀνάγκη. Οἵδε γὰρ
μετ’ ἐμὲ πάντων δεσπόται τε καὶ ταξίαρχοι». Μὰ συνοπτικὰ βρίσκεται ἡ ἰδέα
αὐτὴ στὸν Ἰάμβλιχο (Ἰω. Στοβ. Ἠθικά, ΙΙ 7, 45), ὅπου μάλιστα ἀναφέρεται καὶ
γιὰ τὴν ψυχή: «καθ’ ὅσον τὴν νοερὰν ἑαυτῆς καὶ τῷ ὄντι ἄφετον ἀπὸ πάντων καὶ
αὐθαίρετον ἐνέργειαν ἐνεργεῖ, κατὰ τοσοῦτον τὰ ἑαυτῆς ἑκουσίως πράττει καὶ
τοῦ θείου καὶ ἀγαθοῦ καὶ νοητοῦ μετ’ ἀληθείας ἐφάπτεται».
Στοὺς παρακάτου στίχους, ἐνῷ ὁ σκεπτικισμὸς τοῦ Εὐριπίδη βρίσκει τάχα
τὸ ἀσυμβίβαστο ἐλευθερίας καὶ ἀνάγκης, ὅμως σύγχρονα ἀφήνει νὰ διακρίνει
κανένας τὴν ὀρφικὴ ἑνιστικὴ ἀντίληψη:
…πλείστων ἁψάμενος λόγων
κρεῖσσον οὐδὲν Ἀνάγκας
εὗρον, οὐδέ τι φάρμακον
θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς
ὀρφεία κατέγραψεν
γῆρυς…
(Ἄλκ. 964-969).
Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ 37
Κλέων Παράσχος
αγγελος Σικελιανος
Τ ον γνωρισα, εδω και εικοσι χρονια, τυχαῖα σ’ ἕνα δρόμο τῆς Ἀθήνας.
Γύρω του, εἶχε κιόλας δημιουργηθεῖ ἕνας θρῦλος. Εἶχα ἀκούσει νὰ
μιλοῦν γιὰ τὴν ὀμορφιά του, γιὰ τὶς βασιλικὲς χειρονομίες ποὺ εἶχε στὸ
σκόρπισμα τοῦ χρήματος, γιὰ ἔρωτες καὶ γιὰ ταξίδια, γιὰ ἕνα σωρὸ περι
στατικά, παράξενα, μισοπιθανά, μισοαληθινά, μὰ ποὺ ὅλα κινοῦσαν τὴν
περιέργεια. Ἀπὸ κοντὰ εἶδα ὅτι κρατιόταν ἄνετα στὸ ὕψος τοῦ θρύλου του.
Εἶχε μιὰν ὀμορφιὰ ἀπολλώνια ποὺ ἔφερνε ἀμέσως στὸ νοῦ τὶς μορφὲς τῶν
μεγάλων ρομαντικῶν τοῦ περασμένου αἰώνα, καὶ ἀνάδινε ὁλάκερος κά
τι τὸ ἐντελῶς ἀσυνήθιστο καὶ τὸ βαθιὰ ποιητικό. Ἡ βροντερή του φωνὴ
καὶ τὸ ἠχερό του γέλιο δὲ μὲ διέθεσαν πολὺ εὐχάριστα τὶς πρῶτες στιγ
μές. Ἀλλὰ γλήγορα ἔνιωσα ὅτι, ἀπολύτως συντονισμένα μὲ τὴν ὅλη προ
σωπικότητα, εἴταν τὰ πιὸ ἁδρὰ φανερώματα μιᾶς πλουσιότατης ζωϊκῆς
ἀναύρας. Ἀπ’ τὴν πρώτη αὐτὴ γνωριμία μοῦ μένει ἀκόμα στὸ νοῦ ὁ τρό
πος ποὺ εἶχε ὁ Σικελιανὸς νὰ κρατᾶ, παρ’ ὅλη τὴν ἐγκαρδιότητά του, σὲ
ἀπόσταση, ἰδίως μὲ τὴν ἄκρα εὐγένειά του, τὸ συνομιλητή του. Τὸ ντύσι
μό του κομψό, φανέρωνε κάποια ἐπιτήδευση, ὅπως, ἄλλωστε, ἀλλ’ ὄχι δυ
σάρεστη, καὶ ὅλος ὁ ἄνθρωπος. Μὰ τὸ κῦμα τῆς ζωῆς πηδοῦσε ἀκράτητο
ἀπὸ μέσα του καὶ παράσερνε ὅλους καὶ ὅλα.
Τὸν εἶδα καὶ πολλὲς ἄλλες φορὲς τὰ χρόνια ἐκεῖνα. Ἡ ὁμιλία του εἴταν
ἕνας κρουνὸς χαρᾶς κ’ εὐτυχίας, πολὺ «τεντωμένη» ὅμως, πολὺ ἀδιάπτωτα
κρατημένη στὴ διαπασῶν, αὐστηρὴ πάντα καὶ σοβαρή, μὲ λίγα παιχνιδί
σματα, μ’ ἀριοὺς τόνους ζεστοὺς καὶ οἰκείους, μὲ ἀριὰ κατεβάσματα στὰ
μικρά, τόσο συμπαθητικὰ καὶ τόσο ἀπαραίτητα σὲ μιὰ φιλικὴ κουβέντα,
καθημερινὰ γεγονότα. Ἡ ὁμιλία του ἀνηφόριζε μεμιᾶς στὰ μεγάλα ὕψη
καὶ ἔμενε ἐκεῖ.
40 ΚΛΕΩΝ ΠΑΡΑΣΧΟΣ
. Φάνηκε καθαρὰ καὶ ἀπὸ μιὰ σειρὰ διαλέξεις ποὺ ἄρχισε ἐδῶ καὶ τέσσερα ἢ πέ
ντε χρόνια, καὶ ποὺ θὰ εἴταν ἀφιερωμένες ὅλες σὲ μυστικούς.
. Περιοδικό Λύρα, 1919.
42 ΚΛΕΩΝ ΠΑΡΑΣΧΟΣ
τὸν ἑνώσει μ’ ἐκεῖνον, ὅμως, καὶ ἡ ἴδια ψυχικὴ ἐμπειρία του, καὶ ἡ γενικὴ
ζωική του μέθοδος, παραμένουν ἑλληνικές. Ἑλληνικὸ παραμένει καὶ τὸ
κέντρο τῆς πνευματικῆς του ἐνέργειας. Δὲ νικᾶ τὸ θάνατο ἀρνούμενος τὸ
ὑλικὸ σῶμα τοῦ κόσμου, ὅπως ὁ χριστιανός, ἀλλὰ πνευματοποιώντας τὸ
σῶμα τοῦτο καὶ νιώθοντάς το «ἔμπλεον ψυχῆς ἀθανάτου». Ὄχι ἡ ψυχή,
ὄχι τὸ πνεῦμα, ἀλλ’ ἡ ρίζα τῶν αἰσθήσεών του ἀρδεύει τὸ στοχασμό του,
αἰσθήσεων, ποὺ χωρὶς νὰ χάνουν οὔτε στιγμὴ τὴ βαθιὰ ἐπαφή τους μὲ
τὴ φύση, βοηθοῦν, ἀντὶ νὰ πολεμοῦν, τὸ πνεῦμα γιὰ νὰ φτάσει στὴν πιὸ
ψηλὴ καὶ καθάρια ἐποπτεία του. Ὁ ἀνταγωνισμὸς φύσης καὶ ἀνθρώπου
ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει _εἶναι ἀκατάλυτος_ ἡ φύση, ὅμως, γίνεται πηγὴ
ἐνεργὸς νόμων ποὺ βαθιά της ξετυλίγονται δημιουργικά, γίνεται «natura
naturans perpetuam divinitatem».
Ἔτσι, ἑτοιμασμένος ψυχικὰ καὶ πνευματικά, ὄχι ποιητὴς μόνο, ἀλλὰ
«ἀθλητής, ἱερέας καὶ προφήτης», ἀντικρύζει ὁ Σικελιανὸς τὸ μῦθο τοῦ
Ἰησοῦ. Ἐδῶ, ὁ ἀγώνας του γιὰ νὰ ἑνώσει τοὺς δυὸ κόσμους, χριστιανικὸ
καὶ ἑλληνικό, φαίνεται ὁλοκάθαρα. Ὄχι πιὰ Ἀπόλλων καὶ Διόνυσος, ἀλλὰ
Ἰησοῦς καὶ Διόνυσος, Ἰησοῦς καὶ Πᾶν, Ἰησοῦς καὶ Ἀπόλλων. «Ἔτσι,
στὴ γλυκύτατη ὥρα, μπρὸς στὸν ἑνιαῖο Νόμο τοῦ Ἔρωτα, φανερωμέ
νο τὸ Πιστεύω στὴν κορφὴ ποὺ “παντελὴς καὶ μεμυημένος” ὀργιάζει
ὁ νοῦς _κι ἀπὸ τὰ σπάρτα εἶναι χρυσὸς ὣς κάτου ὁ Ἑλικῶνας_ χύνεται
σὰν Ὕμνος νικητήριος, κι ὁ πεσμένος στὰ σκοτάδια Μῦθος τοῦ Ἰησοῦ
φωνάζει ὡς τὸ πουλὶ πὤχει γλιστρήσει ἀπ’ τὴ φωλιά. Τότε ξεχειλίζει
στὴν καρδιά του (τοῦ Ποιητῆ) τὸ Ἔλεος, ἀδελφὸς τοῦ Ἄθλου. Καὶ σηκώ
νοντας τὸ Μῦθο, παίρνει πάλι τὸν ἀνήφορο τοῦ θείου βουνοῦ γιὰ νὰ τὸν
ἀνεβάσει στὴν κορφή».
Γιατί εἶναι πεσμένος στὰ «σκοτάδια» ὁ Μῦθος τοῦ Ἰησοῦ; Γιατί πα
ραμορφώθηκε, γιατί χωρίστηκε βίαια καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς
ἄλλους «μύθους», ἰνδικό, ἑλληνικό, ποὺ κάνουν ἕνα σῶμα μαζί του, ἢ για
τί δὲν ἔδωσε, καὶ ἔτσι ξεμοναχιασμένος, καὶ ἔτσι βγαλμένος ἀπὸ τὸ ρεῦμα
ποὺ τὸν ἕνωνε μὲ τὴν ἄλλη ἀνθρώπινη ἐμπειρία, τὴν κατεργασμένη στὰ
«Κεντρικὰ Ἱερά», ὅλη του τὴν ἀκτινοβολία, ὅλο τὸν καρπὸ ποὺ ἔκλεινε
μέσα του; Καὶ ποιοῦ «Ἄθλου» ποιό «Ἔλεος» θὰ εἶναι ἀδελφός; Καὶ ποιός
εἶναι «ὁ παντελὴς καὶ μεμυημένος νοῦς»; Καὶ ποιός «ὁ ἑνιαῖος Νόμος τοῦ
Ἔρωτα»;
Τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων δίνει ἀπόκριση ποιητικὴ σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ρω
τήματα, στὸ τελευταῖο ὅμως ἀπαντᾶ καὶ πιὸ συγκεκριμένα ὁ ποιητής: Ὁ
ἑνιαῖος νόμος τοῦ ἔρωτα εἶναι ὁ «ἡλιακὸς λόγος», ὁ πέρα ἀπὸ κάθε ὑλικὸ
προσδιορισμό, χρονικὸ ἢ τοπικό, ὁ παγκόσμιος ρυθμός: «Μὲ τὸν τίτλο
Πάσχα τῶν Ἑλλήνων δὲν ἐννοοῦσα τίποτα ἐθνικιστικό, ὅπως ἄστοχα νο
μίσανε πολλοί, ἀλλὰ τὸ Πνευματικὸ ἐκεῖνο Πάσχα τοῦ Ἡλιακοῦ καὶ τοῦ
παγκόσμιου _τέλεια πλέον ὥριμου στὴν ἐποχή μας_ Λόγου, στὸ ὁποῖον ἡ
Ἑλλάδα δικαιοῦται νὰ καλέσει μιὰ ὥρα ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς Γῆς».10
Ἐδῶ βρισκόμαστε πιὰ στὴν προσπάθεια τοῦ ποιητῆ γιὰ τὴν κεντρική,
καθὼς λέει, κατάχτηση τῆς πιὸ ἑνιαίας καὶ τῆς πλατύτερης συνείδησης
τῆς ζωῆς, τῆς πιὸ συνθετικῆς ἐποπτείας της, σ’ ἕνα χῶρο πνευματικό,
ὅπου ὁ μῦθος τῆς ψυχῆς δὲν ἐκφράζεται πιὰ σὰν καλλιτεχνικὴ μορφὴ μό
νο, σὰν «βίωσις» καλλιτεχνική, ἀλλὰ σὰν ἀξία καὶ σὰν νόμος, σὰν βίωσις
ποὺ κλείνει ὅλες τὶς μορφὲς τῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ Δελφικὴ Ἰδέα. Χάρις σ’
αὐτὴν ὁ ποιητής, ὁ πνευματικός, γενικά, ἄνθρωπος, ζεῖ σὲ μιὰ «μυστικὴ
συμβίωση μ’ ὅλη τὴ ζωή». Χάρις σὲ τούτη, ἡ σκέψη «πὼς δὲν ὑπῆρξε,
μ’ ἕνα τρόπο, ἀπὸ πάντα καὶ γιὰ πάντα, δὲν τοῦ γίνεται ἀπόλυτα νοη
τή». Οἱ μυημένοι στὴ Δελφικὴ Ἰδέα εἶναι «βάκχοι» ποὺ βρῆκαν μέσα
τους «ἕνα σπέρμα Θεοῦ» καὶ προσπαθοῦν νὰ τὸ «ξανοίξουν μέσ’ ἀπ’ ὅλα
τὰ σκοτάδια» κατασταίνοντας μ’ ἀδιάκοπη ἄσκηση τὸ σῶμα τους καὶ τὸ
πνεῦμα τους ἄξια ν’ ἀντικρύσουν «ἀκέριο, κι’ ὄχι ἀχνὸ καὶ θαμπομίμητο
τὸ Θεῖο».11
Ἀσύγχρονοι στὰ μάτια τῶν «ἀνθρώπων ὄχι γιατὶ τάχα δὲν συνδέονται
πρῶτοι μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλὰ γιατὶ μέσα τους ὁ χρό
νος ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ ἕναν ἄπειρα πλατύτερο ρυθμό, ἀκατανόητα
γοργὸ ἢ βραδὺ στὴν αἴσθηση τῶν ἄλλων, ποὺ ἀγκαλιάζει τωρινά, μελ
λούμενα καὶ περασμένα, μὲς στὴν ἴδια ἀκαταγώνιστη στροφή»,12 εἶναι οἱ
ἀσκητὲς μὲ τὰ «τετρανωμένα» αἰσθητήρια, ποὺ ὁ ἐσώτατος ρυθμὸς τῆς
ζωῆς τους ὑπακούει ἀκατάπαυστα στὸ προαιώνιο μυστικὸ πρόσταγμα:
«ἑνωθῆναι θέλω καὶ ἑνῶσαι θέλω· νοηθῆναι θέλω, νοῦς ὢν ὅλος». Ἐκεῖνοι
ποὺ κοινωνοῦν, ποὺ καλοῦνται νὰ κοινωνήσουν «πέρα ἀπὸ τὴ λέξη, πέρα
ἀπὸ τὴν πράξη, ποὺ διακόπτει τὴ θαμμένη μὲς στὸ βάθος τῶν ψυχῶν μας
συνοχὴ καὶ συνανάταση τῶν πάντων» στὸ μέγα Ὄργιο, στὸν ἕνα παγκό
σμιο ρυθμό, «ὁποῦ ξάφνου ἀπὸ τὸν τόπο τῶν δεσμῶν μας, μᾶς διαστέλ
λει μὲς στὸ σύμπαν, μᾶς ὑψώνει μὲς στὸ νάρθηκα τῆς δημιουργίας, γιὰ νὰ
νοήσουμε, ν’ ἀκούσουμε, νὰ ἰδοῦμε, ὅσα ἀλλοιῶς δὲν θὰ κατείχαμε ποτέ».
Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὴν «ἀπόρρητη συναίσθηση» «τῆς τεράστιας ρύθμισης
τοῦ ἐγώ μας μὲ τὴν κίνηση ὅλων ἀνεξαίρετα τῶν ὄντων», ποὺ ζεῖ μέσα
τους τὸ Μυστήριο ἑνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο, ποὺ νιώθουν πιὰ στὴ νέα ἀνατολή
του «ἀνθρωπομίμητο», τὸν Ἥλιο, «καὶ τὴ Γῆ, μέσα στὶς αἰώνιες εὐωδιές
της, σάμπως ἄγγιχτη καὶ ἀμόλευτην», ἐκεῖνοι ποὺ μὲς στὶς κρῦπτες ὅλες
τῶν ἐνστίκτων τους θάχει σταλάξει τοῦ ἴδιου ἥλιου ἡ οὐσία.
Τόσες φορές, τόσο πλατειά, καὶ μὲ τόσους τρόπους ἀνάλυσε ὁ Σικε
λιανὸς τὴ δελφική του ποίηση, ὥστε εἶναι σ’ ὅλους γνωστή, καὶ ἂν δὲν
εἴταν ὅμως, δύσκολα, στὸν περιορισμένο τοῦτο χῶρο,13 θὰ μποροῦσα νὰ
μιλήσω, ὅπως τἀξίζει, γι’ αὐτήν. Φαντάζει ἀσφαλῶς, σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ
ἁγνά, πιὸ ἐπιβλητικὰ καὶ πιὸ καθολικὰ πνευματικὰ φανερώματα τοῦ
καιροῦ μας. Στὴ Δελφικὴ Ἕνωση ποὺ κυκλοφόρησε, ἐδῶ καὶ πέντε χρό
νια, σὰν «προανάκρουσμα», καὶ κατόπιν, στὸ Διθύραμβο τοῦ Ρόδου, μᾶς
ἔδειξε ὁ Σικελιανὸς τὸν τεράστιο ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ δυναμισμό, τὴν
ἀμέτρητη ἱκανότητα γιὰ μιὰ καθολικὴ ἀνασυγκρότηση τοῦ ἀνθρώπου
ποὺ πιστεύει πὼς κλείνει ἡ δελφική του πίστη.
Τί εἶναι αὐτή; Μὲ ἕνα ἀληθινὰ λαμπρὸ τρόπο, γεμάτο οἶστρο, μᾶς τὸ
λέει ὁ ποιητής: Εἶναι ἡ ἐπανεύρεση τῶν ἀτράνταχτων κ’ αἰώνιων ἀρχῶν
ποὺ καὶ σήμερα μποροῦν καὶ πρέπει νὰ χρησιμεύσουν ὡς τὰ μόνα γνή
σια καὶ ἀκατάφθορα στοιχεῖα (ἔξω τόπου κ’ ἔξω χρόνου) οὐσιαστικῆς
δημιουργικῆς διανόησης καὶ ζωῆς. Ἡ ἐπανεύρεση τῆς Ἀπολλώνιας
Τὰ λέω ὅλα τοῦτα καὶ θέτω ἔτσι τὸ πρόβλημα τοῦ Σικελιανοῦ, γιατὶ
πιστεύω ὅτι ὁ Σικελιανὸς θὰ μείνει προπάντων ὅ,τι εἴταν καὶ εἶναι ὣς τώ
ρα: ἕνας μορφοποιός, μὲ ρυθμικὸ λόγο, τοῦ ἄμορφου, ἕνας ποιητής. Μιὰ
ἀπὸ τὶς πιὸ γνήσιες καὶ πιὸ ἁγνὲς ποιητικὲς δυνάμεις τοῦ καιροῦ μας.
1935
Η προεπισκόπηση
των επόμενων σελίδων
δεν είναι διαθέσιμη
Ἑστία (15-2-1943) καὶ ὕστερα στὸ βιβλίο μου Ἕλληνες Λυρικοὶ (1953), ἔδωσα
ἀπόκριση στὸ ρώτημα τοῦτο. Ἔγραψα ὅτι σήμερα (1943) πιστεύω ὅτι κατόρ
θωσε νὰ σωματώσει σὲ ἀντάξιο τῆς μυστικῆς ἐμπειρίας του ἔργο, τὴν ψυχικὴ
καὶ πνευματικὴ βίωσή του.