Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 6

Κρεων

Στις Φοίνισσες, ο Κρέων μπορεί να μην έχει τα σκληρά γνωρίσματα του


Κρέοντα της Αντιγόνης, αλλά σίγουρα δεν διαθέτει ούτε την ηθική σοφία
ούτε το μεγαλείο ψυχής που απαιτούνται για να τοποθετήσει πάνω από
τις προσωπικές του επιδιώξεις το δημόσιο συμφέρον.

Κάνει την εμφάνισή του στο δεύτερο επεισόδιο και αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο
μέχρι το τέλος του έργου. Από την πρώτη στιγμή, παρουσιάζεται ως
άνθρωπος δεινός στη στρατιωτική τέχνη, αλλά αδιάφορος προς το
δημόσιο συμφέρον — ή μάλλον ως άνθρωπος που ταυτίζει το δημόσιο
συμφέρον με τη στρατιωτική επικράτηση επί του εχθρού και όχι με την
αποκατάσταση της ηθικής ακεραιότητας της πόλης). Είναι ενδεικτικό ότι
επικρίνει τον Ετεοκλή όχι για την επιθυμία του να σκοτώσει τον αδελφό του,
αλλά για τις λανθασμένες στρατιωτικές του επιλογές.

Στην ίδια σκηνή, ο Ετεοκλής τού αναθέτει να φροντίσει τον γάμο της Αντιγόνης
και του Αίμονα, σε περίπτωση που ο ίδιος δεν επιβιώσει, γεγονός που
προετοιμάζει τους θεατές για την εξέλιξη της ιστορίας, η οποία όμως δεν
ακολουθεί την πεπατημένη του Σοφοκλή. Πέραν της προετοιμασίας των
θεατών για όσα θα διαμειφθούν στην Έξοδο, η προθυμία του Ετεοκλή να
δεχθεί συμβουλές από τον Κρέοντα και οι εντολές που του δίνει για τη
διαχείριση της κατάστασης σε περίπτωση που ο ίδιος σκοτωθεί
υπογραμμίζουν την εμπιστοσύνη του πρώτου στον δεύτερο και άρα την
ηθική συνάφεια ανάμεσα στους δύο αυτούς αρνητικούς χαρακτήρες των
Φοινισσών.

Στο τρίτο επεισόδιο, όταν μαθαίνει για την αναγκαιότητα της θυσίας του
Μενοικέα, ξεδιπλώνεται μια άλλη πτυχή του Κρέοντα, αυτή του τραγικού
πατέρα. Το κοινό αναμένεται μεν να τον δει με συμπάθεια, αλλά και να
επιβεβαιώσει την ανικανότητά του να προκρίνει το δημόσιο συμφέρον από τις
προσωπικές του επιδιώξεις. Η αντίδρασή του στην προφητεία του Τειρεσία
και η επιθυμία του να φυγαδεύσει τον γιο του εκτός Θηβών προκειμένου να
γλιτώσει τον θάνατο, έστω κι αν αυτό θα σήμαινε την καταστροφή ολόκληρης
της πόλης, αμφισβητεί την ικανότητά του ως ηγέτη και τον εξομοιώνει
σχεδόν με τον Ετεοκλή.

Ο Κρέων διχάζεται ανάμεσα στο ατομικό και το δημόσιο συμφέρον (952: ἢ


γὰρ παῖδα σῷσον ἢ πόλιν), επιλέγοντας τελικά το πρώτο με μια φράση (919:
οὐκ ἔκλυον, οὐκ ἤκουσα∙ χαιρέτω πόλις) που θυμίζει έντονα τα λόγια του
Ετεοκλή ἐρρέτω πρόπας δόμος (στ. 624). Επίσης, το αντίθετο παράδειγμα
του βασιλικού ζεύγους των Αθηνών, του Ερεχθέα και της Πραξιθέας, οι
οποίοι δεν δίστασαν να θυσιάσουν τη δική τους κόρη, για να σωθεί η πόλη,
παράδειγμα στο οποίο αναφέρεται υπαινικτικά ο Τειρεσίας, είναι ιδιαίτερα
επιβαρυντικό για τον Κρέοντα, ο οποίος εν ολίγοις αποτελεί το ακριβώς
αντίθετο της μεγαλοψυχίας και του πατριωτισμού, που θα επιδείξει ο
Μενοικέας. Παρόλα αυτά η συγκεκριμένη σκηνή καταδικάζει τον Κρέοντα
μάλλον ως αδύναμο παρά ως ανήθικο άνθρωπο. Η οριστική ηθική του
καταδίκη θα επέλθει στην Έξοδο.
Τελικά, όντως ο Ετεοκλής πεθαίνει και ο Κρέων τον διαδέχεται στον θρόνο.
Στην Έξοδο, όντας πλέον βασιλιάς της Θήβας, βρίσκεται αντιμέτωπος με τον
Οιδίποδα και την Αντιγόνη. Από τη σκηνή αυτή, φαίνεται πως ο Κρέων
δεν έχει την ηθική αρετή για να αξιολογήσει κριτικά τις καταστάσεις που
προκύπτουν από την αμοιβαία αδελφοκτονία.

Καταρχάς, απαγορεύει στην Αντιγόνη να φροντίσει τη σορό του νεκρού


Πολυνείκη, πράγμα που αντίκειται στον προηγούμενο ισχυρισμό του ότι ‘οι
ζωντανοί πρέπει να τιμούν τους νεκρούς και να σέβονται τον θεό του Κάτω
Κόσμου’ (1319-20).

Στη συνέχεια διατάζει την εξορία του Οιδίποδα, υποστηρίζοντας μάλιστα πως
υπακούει στην προφητεία του Τειρεσία (στ. 1590-1). Ωστόσο, σε καμία
περίπτωση ο μάντης δεν απαγόρευσε την παρουσία του Οιδίποδα στην πόλη.
Η Θήβα, λέει ο μάντης, δεν θα είναι ποτέ ασφαλής όσο κάποιος από τους
καταραμένους απογόνους του Οιδίποδα βρίσκεται είναι πολίτης ή βρίσκεται
στον θρόνο των Θηβών (τῶν Οἰδίπου / μηδένα πολίτην μηδ᾽ ἄνακτ᾽ εἶναι
χθονός, 886-7). Ο Τειρεσίας σε κανένα σημείο δεν προσδιορίζει το γερο-
Οιδίποδα ως απειλή για την πόλη. Συνεπώς, η απόφαση του Κρέοντα να
εξορίσει τον άρρωστο και αδύναμο Οιδίποδα — κατ᾽ ουσίαν να τον
καταδικάσει σε ατιμωτικό θάνατο — αποτελεί καθαρά προσωπική
παρερμηνεία-υπερερμηνεία της προφητείας, δεν οφείλεται ποσώς στην
επέμβαση οποιασδήποτε μεταφυσικής δύναμης και συνιστά έναν ακόμη κρίκο
στον κύκλο των ανθρώπινων αδικοπραγιών που παρουσιάζονται στο έργο
μας.

Σημειωτέον ότι ο Κρέοντας είχε ήδη δείξει πως αδυνατεί να κατανοήσει


την προφητεία ορθά, όταν προσπάθησε να εξαναγκάσει την Αντιγόνη
να παντρευτεί τον Αίμονα. Ο Τειρεσίας είχε ξεκάθαρα δηλώσει ότι κανείς
απόγονος του Οιδίποδα δεν μπορεί να βασιλεύσει (ούτε καν να είναι πολίτης!)
στη Θήβα: το παιδί της Αντιγόνης και του Αίμονα, όμως, και Θηβαίος πολίτης
θα ήταν και νόμιμος διάδοχος του θρόνου!

Η ανακολουθία που διέπει τις πράξεις του Κρέοντα τον μειώνει σε ένα
στενόμυαλο, ασύνετο άτομο, που για άλλη μια φορά θυμίζει τον ανυποχώρητο
Ετεοκλή των προηγούμενων επεισοδίων. Κατ᾽ ακρίβεια καταλήγει να είναι
κακέκτυπο και αυτού ακόμη του κακού Ετεοκλή, εφόσον παπαγαλίζει τις
άδικες και καταχρηστικές εντολές εκείνου, αν και ο ίδιος είναι σαφώς
εμπειρότερος και δεν τον επιβαρύνει καμία κατάρα. Το τελευταίο είναι μία
ακόμη απόδειξη ότι στο ευριπίδειο σύμπαν το ήθος των ανθρώπων είναι
ο πραγματικός δαίμονας, όχι οι όποιες μεταφυσικές δυνάμεις.

Τελικά, η άνοδος του Κρέοντα στην εξουσία και ο ρόλος του στην Έξοδο
προσδίδουν πολύ πικρή γεύση στο τέλος των Φοινισσών. Οι Επτά
ολοκληρώνονται σε ένα κλίμα χαρμολύπης: ο θρήνος για τον θάνατο των δύο
πριγκίπων δεν είναι βέβαιο πως ισοζυγίζεται από τη βεβαιότητα για τη
σωτηρία της πόλης, εφόσον είναι αμφίβολο το εάν η Θήβα έχει τώρα
πραγματικά σωθεί. Δεν κινδυνεύει μεν στρατιωτικά, αλλά είναι αλήθεια
ευοίωνο το μέλλον της, όσο επικεφαλής είναι ένας τιποτένιος
άνθρωπος, όπως ο Κρέων; Ως ικανός περί τα στρατιωτικά ο Κρέων έχει
ουσιαστικά εξασφαλίσει τη φυσική επιβίωση της πόλης. Μπορεί όμως να
εγγυηθεί αναλόγως και την ανόρθωση της ηθικής της ακεραιότητας, την
αποκατάσταση μιας ευσεβούς σχέσης με τους θεούς;

Μενοικεας

Από τη μελέτη της στάσης των τριών πιο πάνω χαρακτήρων εύλογα εγείρεται
ένα κρίσιμο ερώτημα: υφίσταται ως έννοια στις Φοίνισσες ο
πατριωτισμός; Σε έναν κόσμο στον οποίο βασιλείς είναι άνθρωποι όπως ο
Ετεοκλής, ο Πολυνείκης και ο Κρέων μπορεί να υπάρξει το άτομο εκείνο
που θα προκρίνει το ‘κοινό καλό’; Και όμως μπορεί, εφόσον υπάρχουν
άνθρωποι όπως ο Μενοικέας.

Το θέμα της θυσίας του Μενοικέα — αλλά και ο ίδιος ο Μενοικέας ως


πρόσωπο — αποτελεί σύλληψη του Ευριπίδη. Σε επίπεδο πλοκής, το
πρόσωπο αυτό είναι ουσιαστικά αχρείαστο, εφόσον η τύχη της πόλης δεν
χρειάζεται να εξαρτάται από οτιδήποτε άλλο πέραν της έκβασης της μάχης.
Ωστόσο, η παρουσία του Μενοικέα και η απόφασή του να θυσιαστεί για το
κοινό καλό (προσφέρεται ως σφάγιο, για να εξιλεωθεί ο θεός Άρης, ο οποίος
ζητούσε τη θυσία ενός Σπαρτού ως αντάλλαγμα για τη θανάτωση του
Δράκοντα, που ήταν γιος του), παρά τα σχέδια του πατέρα του να τον
φυγαδεύσει, παρουσιάζει την κυρίως δράση υπό καινούργιο, ενοχλητικό φως.
Ο Μενοικέας λειτουργεί ως φωτεινό παράδειγμα, που αντιδιαστέλλεται με τις
εγωκεντρικές διαθέσεις του Ετεοκλή και του Πολυνείκη. Η αυτοθυσία του, η
μοναδική ανιδιοτελής πράξη στο δράμα, έρχεται σε κάθετη αντίθεση με την
ιδιοτέλεια των γιων του Οιδίποδα. Ως απόγονος των Σπαρτών μπορεί
κυριολεκτικά να μιλά για την πατρίδα, ἥ με γείνατο (996), με τρόπο λίγο-πολύ
κυριολεκτικό, ο οποίος επανασυγκολλά τις έννοιες του γένους και της πόλης,
τις οποίες διαχώρισαν κάθετα οι Λαβδακίδες. Επιπλέον, η θυσία του Μενοικέα
καθιστά τη μονομαχία των δύο πριγκίπων άσχετη με την υπόθεση της
σωτηρίας της πόλης, καθώς αυτή έχει ουσιαστικά εξασφαλιστεί πριν από την
έναρξη της μάχης. Ή αντιθέτως θέτει εν αμφιβόλω το κατά πόσον η ίδια η
απαίτηση του Άρη είναι δίκαιη και κατά πόσον πράγματι ωφέλησε την πόλη.
Ούτως ή άλλως η τελευταία είναι προφανώς καταχρηστική, από τη στιγμή που
ένας Ολύμπιος θεός ζητά τη θυσία ενός αγνού παιδιού ως αντάλλαγμα για τη
θανάτωση ενός θηρίου, το οποίο μάλιστα θανατώθηκε με οδηγίες της Αθηνάς.
Η νίκη των Θηβαίων στο τέλος, στον δεύτερο γύρο της μάχης, παρουσιάζεται
από τον Άγγελο όχι ως συνέπεια θεϊκής παρέμβασης, αλλά συγκυρίας ή έστω
προνοητικότητας: κατά τη διάρκεια της μονομαχίας δεν απέθεσαν τα όπλα,
συνεπώς αιφνιδίασαν τους αντιπάλους τους.

Ο Μενοικέας διαφοροποιεί τον εαυτό του όχι μόνο από τον Ετεοκλή αλλά και
από τον Πολυνείκη, καθώς δεν διανοείται να ζήσει εξόριστος: η περήφανη
στάση του πρέπει να διαβαστεί σε σχέση με την προηγούμενη δήλωση του
Πολυνείκη ότι η εξορία αναγκάζει τον ελεύθερο άνθρωπο να γίνει δούλος
στους ισχυρούς, δηλαδή τον εξευτελίζει και τον αλλοιώνει ηθικά. Πρέπει
επίσης να συγκριθεί με την εξίσου περήφανη στάση του Οιδίποδα στο τέλος,
ο οποίος αρνείται να παρακαλέσει τον Κρέοντα να του δείξει έλεος. Η
σύγκριση αυτή έχει ήδη γίνει και στο τρίτο στάσιμο, όπου ο Χορός
παραλληλίζει τον καλλίνικο Μενοικέα με τον καλλίνικο Οιδίποδα∙ μόνο που, σε
αντίθεση με τον τελευταίο, αυτός αποδείχθηκε πραγματικός σωτήρας για την
πόλη.

Γενικά, λοιπόν, θα λέγαμε πως ο Μενοικέας εκπροσωπεί το αγαθό


στοιχείο και την ευγενή, θεοφιλή καταγωγή της Θήβας, σε αντίθεση με
τους γιους του Οιδίποδα, που ενσαρκώνουν το νοσηρό, το διεφθαρμένο και το
αποβλητέο. Είναι ο μόνος χαρακτήρας που τοποθετεί το κοινό καλό πάνω
από το προσωπικό του όφελος, αποκαθιστώντας την πίστη μας στην
πιθανότητα να υπάρχει γνήσιος πατριωτισμός στον κόσμο.

Ο Μενοικέας είναι ο χαρακτήρας που ενσαρκώνει την αγάπη προς την


πατρίδα ως αυταξία. Δείχνει να είναι τραγικά μόνος ως προς το γεγονός
αυτό, αλλά στην πραγματικότητα δεν ισχύει ακριβώς αυτό: ο Μενοικέας
ταυτίζεται με τους συμπολεμιστές του, που είναι διατεθειμένοι να
υπερασπιστούν τη Θήβα, παρότι δεν τους υποχρεώνει να το πράξουν καμία
προφητεία. Δίπλα του, δηλαδή, βρίσκονται οι εκατοντάδες των
ανωνύμων Θηβαίων, που χύνουν αγόγγυστα το αίμα τους — όχι για τον
Ετεοκλή, αλλά για την πατρίδα, υπερασπίζοντάς την τους σε έναν πόλεμο
που δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε συμβεί. Ο Μενοικέας, με άλλα λόγια, ο αγνός
απόγονος των Σπαρτών, δεν εκπροσωπεί μόνο το αγνό, θεοφιλές παρελθόν
της Θήβας, δεν λειτουργεί απλώς ως το αντίβαρο των ιδιοτελών γιων του
Οιδίποδα, αλλά ενσαρκώνει επίσης και την τραγικότητα του απλού,
καθημερινού ανθρώπου. Στον χαρακτήρα του Μενοικέα αντικατοπτρίζεται η
τραγικότητα του ανώνυμου πλήθους, που σε στιγμές κρίσης δεν καθίσταται
θύμα μόνο της υστεροβουλίας και της ιδιοτέλειας των ταγών, αλλά και του
ίδιου του αγνού του πατριωτισμού.

Η αλήθεια είναι, βέβαια, πως η θυσία του δεν λαμβάνει την πρέπουσα
βαρύτητα μέσα στο έργο και δεν καταφέρνει τελικά να αποτρέψει τη
μονομαχία των δύο αδελφών. Ωστόσο, η ανισοβαρής κατανομή της έμφασης
εις βάρος της θυσίας αυτής ίσως να σκοπεύει να υπογραμμίσει τη σπανιότητα
τέτοιων φωτεινών και παραδειγματικών φιγούρων σε σύγκριση με ανθρώπους
διεφθαρμένους και συμφεροντολόγους. Υπογραμμίζει ΌΜΩΣ και κάτι
επιπλέον. Κατ᾽ ουσίαν η θυσία του αποβαίνει μάταιη. Από τη στιγμή που η
Θήβα περιέρχεται εν τέλει στα χέρια του Κρέοντα, ενός κακεκτύπου του
Ετεοκλή, σώζεται, όπως είπαμε, μόνο στρατιωτικά. Η ηθική της ακεραιότητα
δεν πρόκειται ποτέ να αποκατασταθεί.

Η αντιθεση αναμεσα σε προσωπικο και δημοσιο συμφερον και


οι φιλοσοφικο-πολιτικοι της αποηχοι

Στο σημείο αυτό, αξίζει να τοποθετήσουμε την αντίθεση ανάμεσα στο


προσωπικό και το δημόσιο συμφέρον στο φιλοσοφικό-πολιτικό της πλαίσιο,
όπως αυτό διαμορφώνεται σε ολόκληρο το έργο των Φοινισσών. Τα χρόνια
στα οποία ο Ευριπίδης γράφει τις Φοίνισσες είναι χρόνια σοβαρής
πολιτικής αναταραχής για την Αθήνα, η οποία πλέον βαίνει προς την ήττα
στον αδελφοκτόνο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Το 411 π.Χ. ήταν η χρονιά κατά
την οποία εκδηλώθηκε το ολιγαρχικό πραξικόπημα, το οποίο έφερε στο
προσκήνιο ζητήματα όπως η πολιτική συμπεριφορά, οι διεθνείς συμμαχίες
αλλά κυρίως η ενδεδειγμένη μορφή του πολιτεύματος, που ενδιαφέρουν
ιδιαίτερα τις Φοίνισσες. Στα χρόνια αυτά κυριαρχούν στο προσκήνιο πολιτικοί
άνδρες αμφιβόλου ηθικής, οι οποίοι παρασύρουν σιγά-σιγά την πόλη στον
χαμό. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η αντιδιαστολή ανάμεσα στο προσωπικό και το
δημόσιο συμφέρον, που δραματοποιεί ο Ευριπίδης στις Φοίνισσες, αποτελεί
ένα σημείο στο οποίο επικεντρώνεται ο πολιτικός λόγος του πέμπτου αιώνα
(Θουκυδίδης, Επιτάφιος Περικλή 2.60.2-3): τα άτομα ευημερούν όταν η
κοινότητά τους ευημερεί, αλλά όχι το αντίστροφο. Η συμμαχία του Πολυνείκη
με το Άργος ενάντια στην πατρίδα του, η οποία του αφαιρεί το όποιο ηθικό
πλεονέκτημα είχε αφετηριακά, δεν μπορεί παρά να θύμιζε στους θεατές
ανάλογες κινήσεις περιώνυμων Αθηναίων, όπως ο Αλκιβιάδης, προς
ξένες δυνάμεις και ειδικά προς τους Σπαρτιάτες και τους Πέρσες. Ενδεικτική
της πρόταξης του προσωπικού συμφέροντος έναντι του δημοσίου είναι η
δημηγορία του Αλκιβιάδη προς τους Λακεδαιμονίους (Θουκυδίδης 6.92.4),
στην οποία ο Αθηναίος πολιτικός διατείνεται: «Πραγματικός φιλόπολις δεν
είναι αυτός ο οποίος, ενώ έχασε αδίκως την πόλη του, δεν στρέφεται εναντίον
της, αλλά αυτός που, επειδή την ποθεί, θα προσπαθούσε να την ξαναπάρει
πίσω με κάθε τρόπο». Τα λόγια αυτά μας θυμίζουν τη στάση τόσο του
Πολυνείκη, που θεωρεί ότι δικαιούται να ανακαταλάβει αυτό που του ανήκει με
κάθε τρόπο, όσο και του Ετεοκλή, που ανάγει την πολιτική εξουσία σε αυταξία
και απόλυτο αγαθό. Όπως, όμως, σημειώνει και ο Peter Burian, οι
Φοίνισσες δεν είναι καθ᾽ οιονδήποτε τρόπο αλληγορία για τον
Αλκιβιάδη ή για τις έριδες ανάμεσα στις διάφορες πολιτικές φατρίες της
Αθήνας. Η τραγωδία διαλέγεται με την εποχή της με πιο πλάγιους,
υπαινικτικούς τρόπους. Το σύγχρονο πλαίσιο αξιοποιείται, για να προσδώσει
βάθος στους αρχαίους μύθους και οι αρχαίοι μύθοι για να προσδώσουν
παραδειγματικές αρχετυπικές διαστάσεις σε σύγχρονα προβλήματα και
αγωνίες. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο του Ευριπίδη φαίνεται
να εκφράζει την ίδια αντίληψη με τον Θουκυδίδη για τα πολιτικά
πράγματα της εποχής, ότι δηλαδή στη ρίζα της πολιτικής κρίσης που
μαστίζει την Αθήνα βρίσκεται η χαλάρωση των πολιτικών δεσμών, το γεγονός
ότι οι πολίτες δεν γνοιάζονται πια για το δημόσιο παρά μόνο για το ιδιωτικό
τους συμφέρον.

Επιλογος

Συμπερασματικά, ο Ευριπίδης προβάλλει στις Φοίνισσες έναν εξαιρετικά


διεφθαρμένο κόσμο, συμπτώματα του οποίου είναι η φιλαρχία των δύο
αδελφών, αλλά και η ανικανότητα του Κρέοντα να πάρει αποφάσεις
προς όφελος της πόλης.

Ο Ετεοκλής, από τη μια, κινούμενος από ωμή φιλοδοξία και κυνικό


σοφιστικό πνεύμα, αρνείται να απεμπολήσει την απόλυτη εξουσία και είναι
πρόθυμος να μετέλθει κάθε μέσο προκειμένου να διατηρήσει την τυραννίδα. Ο
Πολυνείκης, από την άλλη, υποκινείται από μια παρανοϊκή προθυμία να
καταστρέψει αυτό που ισχυρίζεται ότι αγαπά περισσότερο στον κόσμο, την
πατρίδα του. Στον αγώνα λόγων, η Ιοκάστη αποκαλύπτει την αδιαλλαξία των
παιδιών της: η προσωπική τους φιλοδοξία ξεριζώνει μέσα τους κάθε έγνοια
για την ευημερία της πόλης.
Ο Κρέων, πάλι, είναι το άτομο που προέταξε την αγάπη του για τον γιο του
έναντι της αγάπης του για την πατρίδα. Είναι επίσης το άτομο που
παπαγαλίζει τις εντολές του Ετεοκλή για την απαγόρευση της ταφής του
Πολυνείκη, παρόλο που αυτές είναι άδικες και ανήθικες, και εκείνος που
ερμηνεύει λανθασμένα την προφητεία του Τειρεσία σπρώχνοντας τον τυφλό
γερο-Οιδίποδα στην άδικη και απάνθρωπη εξορία. Οι Φοίνισσες κλείνουν
με το θλιβερό θέαμα μιας απάνθρωπης πολιτικής απόφασης και μιας
αντίθεης τιμωρίας, το οποίο μάλιστα επιδεινώνεται από τη συναίσθηση ότι η
Αντιγόνη του Ευριπίδη θα υποχωρήσει· δεν θα θάψει τελικά τον αδελφό της·
θα εγκαταλείψει τη Θήβα, για να ακολουθήσει τον πατέρα της στην εξορία
κρίνοντας προφανώς ότι το καθήκον της απέναντι σε ό,τι απέμεινε ζωντανό
από τον οίκο της υποσκελίζει τις υποχρεώσεις απέναντι στους νεκρούς.

Ωστόσο, μέσα στο μουντό και απαισιόδοξο αυτό σκηνικό, η ανιδιοτελής πράξη
του Μενοικέα αποτελεί νότα παρηγοριάς. Ο νέος αυτός, που θα επιλέξει να
χύσει ο ίδιος το αμόλυντό του αίμα ως θυσία προς εξιλέωση του Άρη και προς
τη σωτηρία της πατρίδας, έρχεται σε αντίθεση με τα ατομικιστικά συμφέροντα
των υπολοίπων. Τελικά, οι Φοίνισσες αναγνωρίζουν την έννοια του
πατριωτισμού· απλώς η αρετή αυτή δεν χαρακτηρίζει ούτε τους γιους
του Οιδίποδα ούτε τον νέο διάδοχο του θρόνου.

You might also like