Techniques For International Trade (In Greek)

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 88

Απόστολος Α.

Αιγυπτιάδης

ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ


ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

Θεσσαλονίκη 2017
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

2
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

1 Εισαγωγή – Το περιβάλλον του διεθνούς εμπορίου

Οι συναλλαγές μεταξύ ανθρώπων που κατοικούν σε διαφορετικές γεωγραφικές


περιοχές, το διατόπιο δηλαδή εμπόριο είναι σχεδόν τόσο παλιό όσο και ο
κόσμος. Η προσπάθεια των ανθρώπινων κοινωνιών να καλύψουν τις ανάγκες
τους σε υλικά αγαθά από πολύ νωρίς άρχισε να υπερβαίνει τα εμπόδια που
έβρισκε στο δρόμο της. Τα πρώτα αυτά εμπόδια ήταν κυρίως αυτά που
δημιουργούσε η φύση, (οροσειρές, ποτάμια, θάλασσες) και ξεπεράσθηκαν με
την επινόηση και διαρκή βελτίωση των μεταφορικών μέσων, προσπάθεια που
συνεχίζεται αδιάπτωτη μέχρι τις μέρες μας. Η υπέρβαση των γεωγραφικών
εμποδίων από τους εμπορευόμενους δημιούργησε την έννοια του διατόπιου
εμπορίου, του εμπορίου δηλαδή μεταξύ ανθρώπων που κατοικούν σε
διαφορετικούς τόπους.

Οι συνθήκες διεξαγωγής του διατόπιου εμπορίου το διαφοροποιούν σημαντικά


από το τοπικό εμπόριο. Η μεσολάβηση της απόστασης μεταξύ αγοραστή και
πωλητή και η συνακόλουθη ανάγκη για μεταφορά των εμπορευμάτων
δημιουργούν κινδύνους και έξοδα που δεν απαντώνται στο τοπικό εμπόριο.
Επιπλέον, οι κάτοικοι διαφορετικών τόπων χαρακτηρίζονται πολλές φορές από
διαφορετική ιδιοσυγκρασία και κουλτούρα, που δημιουργούν διαφορετικές
συνήθειες, ήθη και έθιμα. Αυτά με τη σειρά τους παράγουν διαφορετικές
ανάγκες και ιδιαιτερότητες ως προς τα αγαθά που η συγκεκριμένη κοινωνία
καταναλώνει.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------

Άλλοι παράγοντες διαφοροποίησης είναι οι κλιματολογικοί.

Η συντριπτική πλειονότητα των προϊόντων διαθέτει εγγενή χαρακτηριστικά που


σχετίζονται με τον τόπο παραγωγής τους. Η μεταγενέστερη προσπάθεια
πώλησής τους σε άλλο τόπο είναι είναι δυνατό να συναντά εμπόδια από αυτό
το γεγονός. Τις περισσότερες φορές απαιτείται διαφοροποίηση του προϊόντος
ώστε να γίνει συμβατό με το περιβάλλον που προορίζεται να πουληθεί.

3
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Εξαίρεση βέβαια, που γίνεται ολοένα μεγαλύτερη αποτελούν τα διεθνοποιημένα


προϊόντα, που παράγονται ομοιόμορφα σε περισσότερα μέρη και διατίθεται
αναλλοίωτα παντού.

Η πολιτική οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών δημιούργησε ένα από τα


κύρια εμπόδια στην ελεύθερη διεξαγωγή του εμπορίου, με την ίδρυση των
κρατικών οντοτήτων. Οι κρατικές αυτές οντότητες, με την ύπαρξή τους
δημιούργησαν και την έννοια του διεθνούς εμπορίου, ως δραστηριότητας
διαφορετικής από το διατόπιο εμπόριο. Με τον όρο διεθνές εμπόριο συνεπώς
μπορούμε να ονομάσουμε την εμπορική δραστηριότητα μεταξύ ανθρώπων που
κατοικούν σε διαφορετικά κράτη.

Η μεσολάβηση εθνικού συνόρου μεταξύ των συναλλασσομένων δημιουργεί


ορισμένες ιδιαιτερότητες, που διαφοροποιούν σημαντικά το διεθνές εμπόριο
από το εσωτερικό.

Κατ’ αρχήν μια εμπορική συναλλαγή του εσωτερικού εμπορίου διέπεται από το
δίκαιο μιας και μόνης χώρας. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τις εμπορικές
συνήθειες και τις τεχνικές συναλλαγής. Αντίθετα, μια διεθνής εμπορική
συναλλαγή αφορά συναλλασσόμενους που εδρεύουν τουλάχιστον σε δύο
χώρες, διέπονται από διαφορετικά δίκαια, λειτουργούν με διαφορετικές
συνήθειες και με διαφορετική νοοτροπία. Αυτό που οι νόμοι μιας χώρας
αποδέχονται και η εμπορική συνήθεια επιβάλλει (π.χ. η τοκοφορία των
ληξιπρόθεσμων εμπορικών απαιτήσεων στις χώρες της Δυτ. Ευρώπης), σε μια
άλλη χώρα μπορεί να είναι όχι μόνο ανήθικο, αλλά και παράνομο (η τοκοφορία
στις χώρες που εφαρμόζουν τον ισλαμικό νόμο (σαρία)). Κατά κανόνα κάθε
διεθνής αγοραπωλησία συνδέεται τουλάχιστον με δύο έννομες τάξεις. Ένα
λοιπόν από τα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν από την αρχή είναι η
απάντηση στα ερωτήματα ποιο δικαστήριο θα είναι αρμόδιο να επιλύσει τυχόν
διαφορές μεταξύ των συναλλασσομένων και ποιο δίκαιο θα εφαρμόσει κατά την
επίλυσή τους.

Άλλο ένα πρόβλημα των διεθνών συναλλαγών είναι η επαρκής και


αποτελεσματική συνεννόηση μεταξύ δύο μερών που μιλούν διαφορετικές
γλώσσες. Κατά την περίοδο που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η

4
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

αγγλική γλώσσα επικράτησε στις διεθνείς συναλλαγές. Πρέπει όμως να


σημειωθεί ότι η αγγλική γλώσσα του διεθνούς εμπορίου είναι γεμάτη από
ιδιωματισμούς και ειδικούς όρους, που την καθιστούν εξειδικευμένο εργαλείο,
αρκετά διαφοροποιημένο από τη γλώσσα που μιλιέται στις αγγλόφωνες χώρες.

5
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

1.1 Κίνδυνοι του διεθνούς εμπορίου

Οι συναλλασσόμενοι στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές αντιμετωπίζουν σειρά


κινδύνων που πρέπει να υπερπηδήσουν για να φθάσουν στην επιτυχημένη
ολοκλήρωσή τους. Ορισμένοι από αυτούς τους κινδύνους είναι σύμφυτοι με
οποιαδήποτε συναλλαγή ενώ άλλοι προσιδιάζουν μόνο σε συναλλαγές με
διεθνή χαρακτήρα. Οι κυριότεροι από αυτούς τους κινδύνους είναι ο εμπορικός,
ο τραπεζικός, ο συναλλαγματικός και ο πολιτικός.

1.1.1 Εμπορικός Κίνδυνος


Με τον όρο «εμπορικός κίνδυνος» εννοούμε το σύνολο των κινδύνων που
συνδέονται με την οικονομική επιφάνεια, τη φερεγγυότητα, την καλή πίστη και
τη συνέπεια του αντισυμβαλλόμενου μέρους. Ειδικότερα, εμπορικός κίνδυνος
επέρχεται όταν η συναλλαγή πάσχει με υπαιτιότητα ενός από τους
συναλλασσόμενους. Αν ο κίνδυνος επέρχεται στη σφαίρα του αγοραστή, τότε
συνήθως πλήττει την πληρωμή της αξίας των αγαθών ή των υπηρεσιών και
εμφανίζεται με τη μορφή της αδυναμίας πληρωμής, της αδικαιολόγητης
άρνησης, της καθυστέρησης, ή της μη προσήκουσας καταβολής του τιμήματος.

Αν επέρχεται στη σφαίρα του πωλητή, τότε πλήττει την παράδοση των
εμπορευμάτων με τη μορφή της μη παράδοσης, της καθυστέρησης ή της μη
προσήκουσας παράδοσης.

Ο εμπορικός κίνδυνος είναι πάντοτε υπαρκτός, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα


χαρακτηριστικά των συναλλασσομένων. Η πιθανολόγηση της επέλευσής του
και η λήψη μέτρων για την κάλυψη ανήκουν στη σφαίρα ευθύνης του
αντισυμβαλλόμενου μέρους. Η κάλυψη του εμπορικού κινδύνου
πραγματοποιείται συνήθως με την μεσολάβηση τρίτων, όπως π.χ. των
ασφαλιστικών εταιριών (ασφάλιση εξαγωγικών απαιτήσεων), των τραπεζών
(έκδοση τραπεζικών εγγυήσεων) ή των εταιριών factoring (εξαγωγικό
factoring).

1.1.2 Τραπεζικός κίνδυνος

6
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Στην κατηγορία των τραπεζικών κινδύνων κατατάσσονται όλοι οι κίνδυνοι που


προκύπτουν από την τραπεζική μεσολάβηση στις διεθνείς αγοραπωλησίες. Η
τραπεζική μεσολάβηση κατά κανόνα αναφέρεται στον διακανονισμό της αξίας
των αγαθών και των υπηρεσιών. Είναι όμως πιθανό να επεκτείνεται και στη
διασφάλιση της παράδοσης των αγαθών ή των υπηρεσιών, με τη μορφή
εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης. Ο βαθμός της τραπεζικής
μεσολάβησης σε εξαρτάται κυρίως από την εμπιστοσύνη μεταξύ των μερών.
Έτσι οι τράπεζες είναι δυνατό να παίζουν απλά το ρόλο του διακινιτή
χρηματικών ποσών, ή να μεσολαβούν εποπτικά στη συναλλαγή ή, τέλος, να
αναλαμβάνουν ατομική υποχρέωση για το καλό τέλος της.

Συνήθως ο τραπεζικός κίνδυνος αντικαθιστά τον εμπορικό, όταν συμφωνείται


τρόπος διακανονισμού που συνεπάγεται δέσμευση τράπεζας για την πληρωμή
(τραπεζική ενέγγυος πίστωση), είτε όταν ζητείται από τράπεζα να εγγυηθεί το
καλό τέλος του διακανονισμού με την έκδοση εγγυητικής επιστολής.

Ο τραπεζικός κίνδυνος –θεωρημένος από την οπτική γωνία της Ευρωπαϊκής


Ένωσης- είναι ιδιαίτερα περιορισμένος, στο μέτρο που τα πιστωτικά ιδρύματα
της ΕΕ υπόκεινται σε ιδιαίτερα αυστηρή εποπτεία φερεγγυότητας. Αν όμως
ληφθεί υπόψη η τραπεζική πραγματικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, τότε πρέπει
να διαπιστωθεί ότι πρόκειται για κίνδυνο ιδιαίτερα υπαρκτό και σοβαρό.

Η πιό συνηθισμένη μέθοδος κάλυψης του κινδύνου που προκύπτει από την
ανάμιξη συγκεκριμένης τράπεζας σε μιά συναλλαγή είναι η ανάμιξη μιας
δεύτερης τράπεζας που θα εγγυηθεί –άμεσα ή έμμεσα- το καλό τέλος της
συναλλαγής, επιπλέον της δέσμευσης της αρχικής τράπεζας. Εννοείται ότι η
δεύτερη αυτή τράπεζα πρέπει να είναι της επιλογής και εμπιστοσύνης του
ενδιαφερόμενου μέρους.

Αν αντί για την κάλυψη του τραπεζικού κινδύνου επιλεγεί η αποφυγή του, τότε
πρέπει να επιλεγεί μέθοδος αντικατατάστασης της μεσολάβησης τραπεζών
από την μεσολάβηση άλλων φορέων, όπως π.χ. ασφαλιστικών εταιριών
(ασφάλιση εξαγωγικών απαιτήσεων) ή εταιριών factoring.

7
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

1.1.3 Πολιτικός Κίνδυνος.


Ο πολιτικός κίνδυνος –ή κίνδυνος χώρας- αναφέρεται στην πιθανότητα μη
πληρωμής της αξίας των αγαθών ή των υπηρεσιών που προκαλείται από αιτίες
συνδεδεμένες με τη χώρα προορισμού. Τέτοιες αιτίες είναι ο πόλεμος, η
πολιτική αστάθεια, κυβερνητικές ενέργειες οικονομικού χαρακτήρα, όπως π.χ.
απαγόρευση διεθνών πληρωμών, άρση της μετατρεψιμότητας του εθνικού
νομίσματος και κάθε άλλη ενέργεια που έχει ως αποτέλεσμα την –προσωρινή ή
οριστική- απώλεια μιας απαίτησης κατά της συγκεκριμένης χώρας.

Η επέλευση πολιτικού κινδύνου είναι πολύ λιγότερο πιθανή στις περιπτώσεις


διεθνών εμπορικών συναλλαγών, λόγω κυρίως του σύντομου χρόνου
διακανονισμού τους.

Η κάλυψη του πολιτικού κινδύνου επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της ασφάλισης


εξαγωγικών απαιτήσεων και του εξαγωγικού factoring.

8
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

2 Η Διεθνής πώληση εμπορευμάτων

Η νομική μορφή που βρίσκεται στο υπόβαθρο των περισσότερων διεθνών


συναλλαγών είναι η διεθνής πώληση. Με το όρο «διεθνής πώληση» εννούμε
κάθε συμφωνία μεταξύ δύο μερών που κατοικούν σε διαφορετικές χώρες, με
αντικείμενο την προμήθεια αγαθών έναντι τιμήματος.

Συνεπώς τα κύρια χαρακτηριστικά της σχέσης είναι:

 ο διμερής χαρακτήρας της. Στην πώληση μετέχουν υποχρεωτικά


τουλάχιστον δύο μέρη, ο αγοραστής και ο πωλητής.

 το στοιχείο διεθνικότητας. Για να χαρακτηρίζεται μια πώληση διεθνής,


πρέπει να εμπλέκονται σ’ αυτήν περισσότερες από μια έννομες τάξεις.
Συνήθως ο διεθνής χαρακτήρας της σχέσης προκύπτει από την διαφορετική
κατοικία των συναλλασσομένων.

 ο αμφοτεροβαρής χαρακτήρας της. Η πώληση είναι ανταλλαγή δύο


παροχών που θεωρούνται από τους συναλλασσόμενους ως ίσης αξίας.
Πρόκειται για τα αγαθά που παρέχει ο πωλητής και για το τίμημα που
παρέχει ο αγοραστής. Συνεπώς η σύναψη της σύμβασης γεννά δικαιώματα
και υποχρεώσεις και στα δύο μέρη. Ο πωλητής αναλαμβάνει την
υποχρέωση να παραδώσει τα αγαθά και εφόσον το κάνει αποκτά δικαίωμα
στο τίμημα. Αντίστροφα, ο αγοραστής υποχρεούται να καταβάλει το τίμημα
και εφόσον το κάνει αποκτά δικαίωμα στα αγαθά. Ο χρονισμός των δύο
παροχών αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας των μερών.

Η διεθνής πώληση αποτελεί μια από τις αρχαιότερες διεθνείς συμβάσεις


ιδιωτικού χαρακτήρα. Επειδή φέρνει σε επαφή τουλάχιστον δύο έννομες τάξεις,
δημιουργεί κατά κανόνα προβλήματα εφαρμοστέου δικαίου. Για την επίλυση
τέτοιων προβλημάτων έχουν γίνει προσπάθειες από τον ΟΗΕ για την θέσπιση
ομοιόμορφης παγκόσμιας νομοθεσίας που να διέπει τις διεθνείς πωλήσεις. Αν
και αυτό δεν έχει γίνει ακόμη εφικτό, υπάρχει πάντως αξιόλογη διεθνής

9
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

δραστηριότητα στα πλαίσια της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τη


Διεθνή Εμπορική Νομοθεσία (UNCITRAL).

2.1 Περιεχόμενο της σύμβασης

Μια σύμβαση διεθνούς πώλησης εμπορευμάτων προσομοιάζει σε πολλά με


σύμβαση του εσωτερικού δικαίου. Το πιθανό περιεχόμενό της καθορίζεται από
τα μέρη με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, όμως η διεθνής
πρακτική υπαγορεύει ένα ελάχιστο αναγκαίο περιεχόμενο. Αυτό είναι:

 Τα ονόματα αγοραστή και πωλητή

 Ο τόπος και η ημερομηνία της σύμβασης

 Η περιγραφή των εμπορευμάτων

 Η αναγραφή των ποσοτήτων και των λοιπών ποσοτικών στοιχείων

 Το χρονοδιάγραμμα παράδοσης

 Ο όρος παράδοσης (INCOTERM)

 Η τιμή μονάδας και η αξία

 Ο τρόπος διακανονισμού της αξίας

 Ο τρόπος επίλυσης διαφορών

 Οι υπογραφές των συμβαλλομένων

2.1.1 Τα ονόματα του αγοραστή και του πωλητή


Τα δύο βασικά μέρη της διεθνούς πώλησης πρέπει να διακρίνονται με
σαφήνεια και πληρότητα. Από τη σύμβαση πρέπει να προκύπτει η ακριβής
επωνυμία, η διεύθυνση και τυχόν άλλα αναγκαία χαρακτηριστικά των μερών
(πχ αριθμός φορολογικού τους μητρώου).

2.1.2 Ο τόπος και η ημερομηνία της σύμβασης


Ο τόπος σύναψης της σύμβασης και η ημερομηνία της είναι αναγκαία στοιχεία,
που προσδιορίζουν το χρονικό σημείο έναρξης των δικαιωμάτων και

10
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

υποχρεώσεων των μερών, αλλά και το δίκαιο που θα εφαρμοσθεί για να τα


προσδιορίσει.

2.1.3 Η περιγραφή των εμπορευμάτων


Απαιτείται επαρκής περιγραφή των εμπορευμάτων που να αποτρέπει
παρεξηγήσεις και ασάφειες ως προς το είδος, τις ιδιότητες και τα
χαρακτηριστικά τους. Είναι δυνατό να περιληφθούν αναλυτικές περιγραφές
προδιαγραφών, επίσημη ονοματολογία, εμπορικές ονομασίες των ειδών,
καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που κρίνεται αναγκαία για τον πλήρη
προσδιορισμό των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της πώλησης.

2.1.4 Η αναγραφή των ποσοτήτων και των λοιπών ποσοτικών στοιχείων


Πλήρης και λεπτομερειακή αναγραφή των ποσοτήτων, σε σχέση με τη
συμφωνημένη μονάδα πώλησης, για την οποία δεν πρέπει να προκύπτουν
αμφιβολίες (πχ. αν πρόκειται για μονάδα βάρους ή όγκου) Συνήθως
αναφέρονται συμπληρωματικά και τα τεμάχια συσκευασίας. (π.χ. 100 κιβώτια,
80 βαρέλια κ.ο.κ.)

2.1.5 Το χρονοδιάγραμμα παράδοσης


Πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά οι προθεσμίες παράδοσης των
εμπορευμάτων, ακόμη και με την προσθήκη ειδικού πίνακα, αν πρόκειται να
πραγματοποιηθούν περισσότερες από μια παραδόσεις.

2.1.6 Ο όρος παράδοσης (INCOTERM)


Αναγράφεται ο συμφωνημένος όρος παράδοσης των εμπορευμάτων
(INOCOTERM) όπως αυτός προβλέπεται στην σχετική έκδοση του ΔΕΕ. (Βλ.
Παράρτημα Ι). Συνιστάται η χρήση των επίσημων όρων του ΔΕΕ και όχι άλλων
όρων της εμπορικής πρακτικής, γιατί στη δεύτερη περίπτωση θα είναι δύσκολο
στα μέρη ν’ αποδείξουν το περιεχόμενου του όρου και τις υποχρεώσεις που
απορρέουν από τη χρήση του.

2.1.7 Η τιμή μονάδας και η αξία


Αναγράφεται η συμφωνημένη τιμή μονάδος –σε συνάρτηση με τον όρο
παράδοσης που έχει επιλεγεί- καθώς και η συνολική αξία των εμπορευμάτων

11
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των επιμέρους ποσοτήτων με τις


αντίστοιχες τιμές μονάδος.

2.1.8 Ο τρόπος διακανονισμού της αξίας


Περιγράφεται ο τρόπος διακανονισμού της αξίας των εμπορευμάτων, σε
συνάρτηση με τους γνωστούς τρόπους διακανονισμού των διεθνών
πωλήσεων. Συνήθως στο σημείο αυτό αναγράφονται και λεπτομέρειες
υλοποίησης του τρόπου διακανονισμού, όπως π.χ. επωνυμίες και διευθύνσεις
τραπεζών, προθεσμίες πληρωμών, τυχόν απαίτηση για κάλυψη του τρόπου
διακανονισμού με εγγυητική επιστολή κλπ.

2.1.9 Ο τρόπος επίλυσης διαφορών


Η πρόκριση εκ των προτέρων μεθόδου επίλυσης των διαφορών μεταξύ του
αγοραστή και του πωλητή θεωρείται ως η προτιμότερη λύση, γιατί γίνεται σε
περίοδο ηρεμίας και δυνατότητας συνεννόησης. Συνήθως οι επιλογές
κατευθύνονται είτε σε δικαστική είτε σε διαιτητητική επίλυση των τυχόν
διαφορών.

Αν επιλεγεί η δικαστική επίλυση, πρέπει να προεπιλεγεί τόσο το αρμόδιο


δικαστήριο όσο και το εφαρμοστέο δίκαιο. Χρειάζεται προσοχή, ώστε να
επιλεγεί δικαστήριο και δίκαιο χώρας που παρουσιάζει σύνδεσμο με τη
συναλλαγή (π.χ. η χώρα του πωλητή ή του αγοραστή, ή η χώρα εκτέλεσης της
σύμβασης). Σε αντίθετη περίπτωση είναι δυνατό να αρνηθούν τα δικαστήρια
της τρίτης (άσχετης με τη διαφορά) χώρας να επιληφθούν μιας αντιδικίας, με
την οποία δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση.

Αν επιλεγεί η διαιτητική επίλυση των διαφορών, πρέπει επίσης να υποδειχθεί


και το αρμόδιο διαιτητητικό δικαστήριο.

2.1.10 Οι υπογραφές των συμβαλλομένων


Με το όρο «υπογραφή» εννοούμε κάθε μορφής επικύρωση που δεσμεύει
επαρκώς τα μέρη σύμφωνα με το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Ιδιαίτερη
μέριμνα απαιτείται ώστε να μην είναι εύκολη η αμφισβήτηση της γνησιότητας
της υπογραφής από κάποιο από τα μέρη.

12
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

2.2 Ο τύπος της σύμβασης

Η συμφωνία για μια διεθνή πώληση κατά κανόνα δεν υπόκειται σε ιδιαίτερο
τύπο. Σε πολλά δίκαια δεν απαιτείται ούτε καν η σύνταξη εγγράφου. Είναι
πάντως αναγκαίο για τα μέρη να μπορούν ν’ αποδείξουν τόσο τη σύναψη της
συμφωνίας, όσο και το περιεχόμενό της. Για το λόγο αυτό θα προκρίνουν κατά
κανόνα τον έγγραφο τύπο.

2.3 Δευτερεύοντα πρόσωπα στη διεθνή πώληση

Στην εισαγωγική / εξαγωγική διαδικασία είναι, πιθανό να εμπλέκονται, εκτός


από τον πωλητή (εξαγωγέα) και τον αγοραστή (εισαγωγέα) και άλλα πρόσωπα.

Αυτά είναι :

2.3.1 Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος

Συνήθως, οι επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό, προκειμένου να


προωθηθούν καλύτερα οι πωλήσεις τους σε μία χώρα του εξωτερικού,
συνάπτουν σύμβαση αντιπροσώπευσής τους στη χώρα αυτή με κάποιο
πρόσωπο της εμπιστοσύνης τους, φυσικό ή νομικό, που δραστηριοποιείται
εμπορικά σ’αυτήν.

Το πρόσωπο αυτό ονομάζεται Εμπορικός Αντιπρόσωπος. Στην Ελλάδα, η


ιδιότητα του Εμπορικού Αντιπροσώπου, αποκτάται με σχετική άδεια από τις
αρμόδιες Αρχές.

Στη σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του Αντιπροσώπου και του


Αντιπροσωπευόμενου, καθορίζεται τόσο το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και
υποχρεώσεων του πρώτου όσο και η αμοιβή / προμήθεια (agent’ s commision)
που θα του καταβάλλει ο δεύτερος για κάθε συγκεκριμένη εισαγωγή στην οποία
θα μεσολαβεί.

Η προμήθεια αυτή, συνήθως εκφράζεται ως ποσοστό επί της συνολικής αξίας


του εμπορεύματος, εμφανίζεται δε στο εμπορικό τιμολόγιο που εκδίδει ο
πωλητής, ως έκπτωση απ’ αυτήν.

2.3.2 Η Ασφαλιστική Εταιρία

13
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Εκδίδει το Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο ή / και το πιστοποιητικό Ασφάλισης με το


οποίο αναλαμβάνει, τους κινδύνους μεταφοράς των εμπορευμάτων, κατ’ εντολή
του ενδιαφερόμενου, ο οποίος και της καταβάλλει, ως αντάλλαγμα, ασφάλιστρο
( βλ. Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο στο περί φορτωτικών εγγράφων κεφάλαιο) .

2.3.3 Ο Μεταφορέας

Είναι το πρόσωπο, φυσικό ή συνήθως, νομικό ( μεταφορική εταιρία ), το οποίο


αναλαμβάνει να παραλάβει το εμπόρευμα από τον πωλητή ή άλλο φορτωτή στο
σημείο φόρτωσης και να το μεταφέρει στον προορισμό του ( βλ. Εγγραφα
μεταφοράς).

14
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

3 Η παράδοση των εμπορευμάτων

3.1 Εισαγωγή

Είναι εύλογο το ενδιαφέρον τόσο του εισαγωγέα όσα και του προμηθευτή του
στο εξωτερικό να περατωθεί η εμπορική τους συναλλαγή χωρίς προβλήματα.

Το γεγονός, αυτό κάθε αυτό ότι αφενός θα χρειασθεί να διανυθεί μεγάλη


απόσταση και αφετέρου να εμπλακούν και τρίτοι προκειμένου να μεταφερθεί το
εμπόρευμα από τη χώρα του ενός στη χώρα του άλλου ενέχει πολλούς και
σοβαρούς κινδύνους.

Η πιθανή ζημιά, μερική ή ολική, που είναι πιθανό να υποστούν τα εμπορεύματα


κατά τη μεταφορά τους στον τελικό προορισμό τους ή ακόμη και η μη
παράδοσή τους, σε οποιοδήποτε λόγο κι αν οφείλεται, θα κλονίσει ενδεχομένως
τη μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών εμπιστοσύνη, με ό,τι αυτό μπορεί να
συνεπάγεται (εμπλοκή σε δικαστικούς αγώνες, έξοδα, και διάφορες άλλες
δευτερογενείς ζημιές )

Κατά συνέπεια, τα ενδιαφερόμενα μέρη θα προσπαθήσουν να


ελαχιστοποιήσουν τους όποιους πιθανούς κινδύνους αποσαφηνίζοντας στο
συμβόλαιο που θα συνάψουν τις ευθύνες που ο καθένας τους αναλαμβάνει.

Αν δε, μεταξύ των άλλων που θα συνομολογήσουν, αναφερθούν ρητά και σε


κάποιον από τους Διεθνείς Εμπορικούς Όρους ( INCOTERMS ) του Διεθνούς
Εμπορικού Επιμελητηρίου ( ICC ) τότε θα έχουν καταφέρει να προσδιορίσουν
εξ υπαρχής τις ευθύνες τους, με ένα σαφή και μη επιδεχόμενο καμία απολύτως
αμφισβήτηση τρόπο.

3.2 Έννοια και περιεχόμενο των INCOTERMS

Όπως είναι γνωστό στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές χρησιμοποιούνται


διάφοροι εμπορικοί όροι. Ακόμη και ο αμύητος στις εργασίες εξωτερικού θα έχει
ακούσει να γίνεται λόγος για αξίες FOB, CIF κλπ. Τι σημαίνουν όμως αυτοί οι

15
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

εμπορικοί όροι, και πόσο πιθανό είναι να παρερμηνευθούν από τους


ενδιαφερόμενους;

Πράγματι πολλές φορές συμβαίνει τα συμβαλλόμενα μέρη να μη γνωρίζουν ή


ακόμη και να αντιλαμβάνονται διαφορετικά τον όρο που συμφωνούν να
επιλέξουν με αποτέλεσμα να μην αποφεύγονται οι εκ των υστέρων
αμφισβητήσεις και διενέξεις πράγμα που τους ζημιώνει πολλαπλώς ( απώλεια
χρόνου, έξοδα κλπ )

Έτσι λοιπόν, το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο λαμβάνοντας υπόψη του τις


εμπορικές πρακτικές που ακολουθούνται στις διάφορες ανά τον κόσμο χώρες,
διατύπωσε ορισμένους διεθνείς κανόνες ερμηνείας των συνηθέστερα
χρησιμοποιούμενων όρων, τους γνωστούς INCOTERMS.

Η πρώτη έκδοση των INCOTERMS πραγματοποιήθηκε το 1936, έκτοτε όμως


επακολούθησαν αλλεπάλληλες τροποποιήσεις προκειμένου οι όροι να
προσαρμοσθούν με τις νέες εμπορικές πρακτικές που είχαν στο μεταξύ
υιοθετηθεί.

Η πιο πρόσφατη αναθεώρηση των INCOTERMS είναι αυτή που ολοκληρώθηκε


το φθινόπωρο του 2010 και ισχύει από την 1.1.2011. Έλαβε τον τίτλο
INCOTERMS 2010 και αποτελεί την τελευταία προσαρμογή των κανόνων, με
στόχευση στις μεταφορές με εμπορευματοκιβώτια, που αποτελούν ολοένα και
μεγαλύτερο ποσοστό των παγκόσμιων μεταφορών.

Εύλογα, όμως, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης πόσο δεσμευτικοί είναι οι


Incoterms. Η απάντηση είναι ότι η επίκλησή τους από τα ενδιαφερόμενα μέρη
είναι δυνητική. Έτσι για να καταστεί ένας Incoterm δεσμευτικός θα πρέπει,
όπως προαναφέρθηκε, τα μέρη να έχουν προνοήσει να κάνουν ρητή αναφορά
σ’ αυτόν στο συμβόλαιο που υπογράφουν.

3.3 Τρόπος παρουσίασης των Incoterms

Με κριτήριο τον τρόπο μεταφοράς, οι Incoterms 2010 διακρίνονται σε δυο


μεγάλες ομάδες, τους όρους που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με κάθε τρόπο

16
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

μεταφοράς και αυτούς που προορίζονται αποκλειστικά για χρήση στις


θαλάσσιες μεταφορές.

4 Διαιτησία του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου


Τα συμβαλλόμενα μέρη που επιθυμούν να έχουν τη δυνατότητα να
προσφεύγουν στη Διαιτησία του ΔΕΕ, όταν ανακύπτουν διενέξεις μεταξύ τους,
θα πρέπει να το συμφωνούν, ρητά και ξεκάθαρα, κατά τη σύναψη του
συμβολαίου τους, με σχετική ρήτρα που θα συμπεριλαμβάνουν σ’αυτό, ή, αν
δεν υπάρχει συμβόλαιο, στην αλληλογραφία που ανταλλάσσουν για το κλείσιμο
της συμφωνίας τους. Το γεγονός της ενσωμάτωσης ενός ή περισσοτέρων
εμπορικών όρων στο συμβόλαιο ή στη μεταξύ τους αλληλογραφία, δεν συνιστά,
από μόνο του και συμφωνία για προσφυγή στην επιδιαιτησία του ΔΕΕ.

Για το σκοπό αυτό το ΔΕΕ συνιστά την αναγραφή, στο συμβόλαιο ή την όποια
άλλη αλληλογραφία επέχει θέση συμφωνίας πώλησης, την ακόλουθη
τυποποιημένη ΄΄ ρήτρα διαιτησίας΄΄:

΄΄ Όλες οι αμφισβητήσεις που τυχόν θα ανακύψουν, σε σχέση με το παρόν


συμβόλαιο / την παρούσα συμφωνία, θα επιλυθούν τελικά, σύμφωνα με τους
κανόνες Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας του Διεθνούς Επιμελητηρίου ( Rules of
Conciliation and Arbitration ), από ένα ή περισσότερους επιδιαιτητές που θα
ορισθούν σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τους ίδιους κανόνες ΄΄.

17
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5 Τα φορτωτικά έγγραφα

5.1 Εισαγωγικά

Κατά τη διακίνηση των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διεθνούς


αγοραπωλησίας, προκύπτει ανάγκη να πιστοποιηθούν βασικά στοιχεία των
εμπορευμάτων, όπως η ποσότητα και η αξία, ο πωλητής και ο αγοραστής, η
προέλευση και ο προορισμός, ώστε να είναι γνωστά τόσο στα εμπλεκόμενα
μέρη, όσο και σε οποιονδήποτε τρίτο. Τα στοιχεία αυτά πιστοποιούνται με
σειρά εγγράφων, που εκδίδονται για τη διακίνηση των εμπορευμάτων. Τα
έγγραφα αυτά συνολικά ονομάζονται φορτωτικα εγγραφα.

Η χρησιμότητα των φορτωτικών εγγράφων είναι πολλαπλή. Αποδεικνύουν


συγκεκριμένες πράξεις ή καταστάσεις που συναρτώνται με τη διακίνηση των
εμπορευμάτων, όπως τα στοιχεία της μεταφοράς ή της ασφάλισής τους, τη
χώρα σην οποία κατασκευάσθηκαν κ.ο.κ. Βοηθούν όσους μεσολαβούν στη
διεθνή αγοραπωλησία να ολοκληρώσουν αποτελεσματικά τη μεσολάβησή τους.
Έτσι π.χ. η μεταφορική εταιρία γνωρίζει σε ποιόν πρέπει να παραδώσει το
εμπόρευμα, οι τράπεζες σε ποιόν πρέπει να πληρώσουν την αξία του, τα
τελωνεία σε ποιά δασμολογική μεταχείριση να το υποβάλλουν, ανάλογα με το
είδος και τη χώρα προέλευσης.

Σε πολλές περιπτώσεις τα φορτωτικά έγγραφα παίζουν και έναν πιό σπουδαίο


ρόλο. Επειδή τα εμπορεύματα στα οποία αναφέρονται δεν είναι δυνατό να
βρεθούν στη σφαίρα ελέγχου του αγοραστή πριν την ολοκλήρωση της
μεταφοράς, ενώ έχουν ήδη φύγει από τη σφαίρα ελέγχου του πωλητή μετά την
παράδοσή τους στη μεταφορική εταιρία, δεν είναι δυνατό να γίνει υλική
παράδοσή τους κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Συνεπώς οι εμπορικές
πράξεις που τα αφορούν θα έπρεπε να αναστέλλονται κατά τη διάρκεια της
μεταφοράς των εμπορευμάτων. Αυτό αποφεύγεται με την παραδοχή της
υποκαταστασης των εμπορευματων απο τα φορτωτικα εγγραφα που
εκδόθηκαν γι’ αυτά. Έτσι, η σειρά των φορτωτικών εγγράφων αναπαριστά
ενίοτε τα αντίστοιχα εμπορεύματα σε όλη τη διάρκεια της διεθνούς μεταφοράς
τους. Η πρακτική αυτή διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τις διεθνείς
αγοραπωλησίες, αφού αποσυνδέει τις διαχειριστικές πράξεις επί των

18
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

εμπορευμάτων με την υλική κατοχή τους, και επιτρέπει τη συνέχιση της


διαχείρισής τους παρά το γεγονός ότι τα ίδια βρίσκονται πολύ μακριά από τη
σφαίρα ελέγχου όσων τα διαχειρίζονται

Τα φορτωτικά έγγραφα ποικίλλουν ανάλογα με τις ειδικότερες συνθήκες της


κάθε διεθνούς αγοραπωλησίας. Υπάρχουν έγγραφα που είναι αναγκαία σε
κάθε περίπτωση, ενώ άλλα εκδίδονται μόνο μετά από ειδική συμφωνία μεταξύ
αγοραστή και πωλητή. Ορισμένα έγγραφα τέλος, απαιτούνται από τις
τελωνειακές αρχές συγκεκριμένων χωρών. Σε όλες τις διεθνείς πωλήσεις
εκδίδεται εμπορικό τιμολόγιο και έγγραφο μεταφοράς. Συνεπώς τα δύο αυτά
έγγραφα μπορούν να θεωρηθούν ως κύρια. Όλα τα υπόλοιπα μπορούμε να τα
ονομάσουμε βοηθητικά ή επικουρικά, με τη διευκρίνηση ότι ορισμένα από τα
επικουρικά έγγραφα είναι εξίσου αναγκαία για την ολοκλήρωση των διεθνών
αγοραπωλησιών σε ειδικές περιπτώσεις.

5.2 Είδη Εγγράφων

Είναι δυνατό να διακρίνουμε διάφορες κατηγορίες εγγράφων, χρησιμοποιώντας


διαφορετικά κριτήρια. Έτσι, με κριτήριο τον αριθμό των προσώπων που
δεσμεύονται από ένα έγγραφο, μπορούμε να διακρίνουμε έγγραφα με διμερή -
συμβατικό χαρακτήρα (contracts) και έγγραφα που αποτελούν μονομερείς
δηλώσεις του εκδότη τους. Συμβατικό χαρακτήρα διακρίνουμε σε πολλά
έγγραφα μεταφοράς, που -για το λόγο αυτό- απαιτούν για την εγκυρότητά τους
την ύπαρξη δύο υπογραφών.

Αντίθετα, έγγραφα όπως το εμπορικό τιμολόγιο, το ζυγολόγιο, το κιβωτολόγιο ή


το πιστοποιητικό προέλευσης αποτελούν μονομερείς δηλώσεις των εκδοτών
τους.

Με κριτήριο την ιδιότητα του εκδότη τους, τα έγγραφα διακρίνονται σε δημόσια


και ιδιωτικά. Τα φορτωτικά έγγραφα αποτελούν στη συντριπτική τους
πλειονότητα ιδιωτικά έγγραφα, επειδή εκδότες τους είναι κάποια από τα
πρόσωπα που εμπλέκονται στη συγκεκριμένη διεθνή πώληση. Τα λίγα δημόσια
έγγραφα που συναντούμε στις διεθνείς πωλήσεις είναι κυρίως εγκρίσεις
εισαγωγής ή εξαγωγής εμπορευμάτων, πιστοποιητικά κρατικών ποσοστώσεων
καθώς και έγγραφα τελωνειακών αρχών.

19
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Τα φορτωτικά έγγραφα έχουν κατά κανόνα αποδεικτικό χαρακτήρα και δεν


ακολουθούν ιδιαίτερο τύπο, δηλαδή, το περιεχόμενό τους διαμορφώνεται
ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες των συμβαλλομένων μερών. Εν
τούτοις αυτό δεν ισχύει για τα δημόσια έγγραφα, καθώς και για τα έγγραφα που
ρυθμίζονται από διεθνείς συμβάσεις (όπως π.χ. τα έγγραφα οδικής ή
αεροπορικής μεταφοράς).

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τα κυριότερα φορτωτικά έγγραφα.

5.3 Εμπορικό Τιμολόγιο (Commercial Ιnvoice)

Πρόκειται για λογιστικό έγγραφο, με το οποίο ο πωλητής ζητά από τον


αγοραστή την πληρωμή για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που του παρείχε.
Συνεπώς το εμπορικό τιμολόγιο εκδίδεται από τον πωλητή και απευθύνεται
στον αγοραστή. Δε συντάσσεται σύμφωνα με ορισμένο τύπο. Για το λόγο αυτό
στην πράξη συναντά κανείς τιμολόγια πάσης φύσεως, γραμμένα με
οποιοδήποτε μέσο, υπογεγραμμένα ή ανυπόγραφα κ.ο.κ. Η μορφή του
τιμολογίου υπαγορεύεται κυρίως από την εμπορική συνήθεια της χώρας του
εκδότη, αλλά και από τις διοικητικές ρυθμίσεις που τυχόν επιβάλλονται, είτε
από την χώρα του εκδότη, είτε από τη χώρα του παραλήπτη.

Στο εμπορικό τιμολόγιο περιλαμβάνονται συνήθως τα ακόλουθα στοιχεία:

 Ονοματεπώνυμο (ή επωνυμία) και διεύθυνση του πωλητή

 Αριθμός τιμολογίου και ημερομηνία έκδοσης

 Ονοματεπώνυμο (ή επωνυμία) και διεύθυνση του αγοραστή

 Αριθμός και λοιπά στοιχεία της παραγγελίας ή του συμβολαίου


αγοραπωλησίας

 Περιγραφή του εμπορεύματος, ποσότητα, τιμή μονάδος, αξία του


τιμολογίου.

 Σημεία και αριθμοί (marks and numbers) της φόρτωσης

 Ο διεθνής όρος παράδοσης του εμπορεύματος (INCOTERM)

20
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

 O τρόποw πληρωμής και βοηθητικά στοιχεία για την υλοποίησή του


(διευθύνσεις τραπεζών, αριθμοί λογαριασμών κλπ.)

 Αλλές πληροφορίες ή δηλώσεις που απαιτούνται, μετά από συνεννόηση του


αγοραστή και του πωλητή.

Η έκδοση του τιμολογίου δεσμεύει τον πωλητή ως προς την περιγραφή και την
έκταση των απαιτήσεών του κατά του πωλητή. Έτσι, αν π.χ. ο πωλητής
αναγράψει στο τιμολόγιο ότι η αξία των εμπορευμάτων έχει προπληρωθεί, δεν
είναι δυνατό στη συνέχεια να αναζητήσει νέα ή επιπλέον πληρωμή για τα ίδια
εμπορεύματα από τον αγοραστή. Το ίδιο ισχύει και αν υποτιμολογήσει τα
εμπορεύματα. Η εκ μέρους του αγοραστή καταβολή της αξίας του τιμολογίου,
του επιτρέπει να αρνηθεί οποιαδήποτε επιπλέον πληρωμή για τα ίδια
εμπορεύματα, και να θεωρεί ότι έχει εξοφλήσεις τις υποχρεώσεις του.

Η αναγραφόμενη στο τιμολόγιο αξία είναι κατά κανόνα και η εμπορική αξία των
εμπορευμάτων. Σε πολλές όμως περιπτώσεις, οι τελωνειακές αρχές,
προκειμένου να διαμορφώσουν τη δασμολογητέα αξία των ίδιων
εμπορευμάτων, είτε προσαυξάνουν την τιμολογιακή αξία με άλλα ποσά (π.χ.
ναύλο και ασφάλιστρα, όταν αυτά δε συμπεριλαμβάνονται στο τιμολόγιο), είτε
λαμβάνουν ως δασμολογητέα αξία την αξία των ειδών όπως προκύπτει από
διεθνείς τιμοκαταλόγους, αγνοώντας την αξία που αναγράφει το τιμολόγιο.

21
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Εμπορικό Τιμολόγιο (Commercial Ιnvoice)

22
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.4 Τραβηκτική (Draft - Βίll οΙ Exchange)

Υπάρχουν περιπτώσεις που ο πωλητής των εμπορευμάτων χρειάζεται να


εξατομικεύσει την απαίτηση που έχει έναντι του αγοραστή για πληρωμή της
αξίας τους. Αυτό γίνεται όταν σκοπεύει να δώσει εντολή για πληρωμή αυτής της
αξίας σε άλλο δικαιούχο, ή όταν θέλει να μεταβιβάσει την απαίτησή του σε άλλο
πρόσωπο για διαφορετική αιτία (π.χ. ως ενέχυρο χρηματοδότησης). Η
διαδικασία αυτή διευκολύνεται με την ενσωμάτωση (εγχάρτωση) της απαίτησης
σε έγγραφο, που ονομάζεται τραβηκτική.

Η τραβηκτική λοιπόν είναι μια γραπτή εντολή του δικαιούχου μιας απαίτησης.
Είναι ρητή και καθαρή, δηλαδή απαλλαγμένη από όρους και απευθύνεται προς
τον οφειλέτη της απαίτησης. Σ'αυτήν εντέλλεται ο τελευταίος να καταβάλλει είτε
σε πρώτη ζήτηση, είτε σε συγκεκριμένο μελλοντικό χρονικό σημείο,
συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, σε καθορισμένο τρίτο πρόσωπο (το λήπτη της
απαίτησης) είτε σε διαταγή του, είτε, τέλος, στον κομιστή της τραβηκτικής.

Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο (Νόμος 5325/1932 "Περί συναλλαγματικής και


γραμματίου εις διαταγήν") η τραβηκτική είναι δυνατό να πληρεί τους όρους
εγκυρότητας της συναλλαγματικής, οπότε και θεωρείται συναλλαγματική, είτε
όψεως, είτε προθεσμίας.

Όταν η τραβηκτική συνοδεύεται από τα φορτωτικά έγγραφα, των οποίων την


αξία ενσωματώνει, αποτελεί μαζί τους ενιαίο σύνολο που είναι γνωστό ως
'τραβηκτική με φορτωτικά" (Documentary Draft). Στην πράξη η τραβηκτική
χρησιμοποιείται περισσότερο στις χώρες που επηρεάσθηκαν από την αγγλική
νομική πρακτική.

Λειτουργεί είτε στα πλαίσια τραπεζικής ενεγγύου πίστωσης, είτε στα πλαίσια
αξίας με φορτωτικά προς είσπραξη.

23
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Τραβηκτική (Draft - Βίll οΙ Exchange)

24
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.5 Πιστοποιητικό Προέλευσης (CertiIicate οf Origin)

Tο πιστοποιητικό προέλευσης είναι έγγραφο που δηλώνει τη χώρα προέλευσης


των εμπορευμάτων. Σε πολλές περιπτώσεις είναι απαραίτητο για τον
καθορισμό της μεταχείρισης των εμπορευμάτων από τις τελωνειακές και άλλες
αρχές της χώρας προορισμού (αλλά και των τυχόν ενδιάμεσων χωρών).

Το πιστοποιητικό προέλευσης σε πολλές χώρες συντάσσεται από την


εξαγωγική επιχείρηση, ακολουθεί όμως δεσμευτικά καθορισμένο τύπο.
Επιπλέον υπόκειται σε θεώρηση από δημόσια αρχή της χώρας, είτε από
ανεξάρτητο φορέα (συνήθως από Εμπορικό Επιμελητήριο). Σε άλλες όμως
περιπτώσεις αρκεί για την απόδειξη της προέλευσης του εμπορεύματος και η
απλή δήλωση του πωλητή, είτε σε μορφή άτυπου εγγράφου, είτε
ενσωματωμένη στο εμπορικό τιμολόγιο.

Το πιστοποιητικό προέλευσης περιέχει τα στοιχεία του αγοραστή και του


πωλητή καθώς και τα στοιχεία του εμπορεύματος, σε τρόπο ώστε να είναι
δυνατός ο συσχετισμός του με τη συγκεκριμένη φόρτωση. Επιπλεόν φέρει την
υπογραφή και τη σφραγίδα του φορέα που το εκδίδει.

25
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Πιστοποιητικό Προέλευσης (CertiIicate οf Origin)

26
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.6 Έγγραφο Ασφάλισης (Insurance Document)

Το έγγραφο ασφάλισης αποδεικνύει τη σύμβαση ασφάλισης των


εμπορευμάτων που έχει συνάψει ο πωλητής με ασφαλιστική εταιρία.

Αποτελεί τμήμα της σειράς των φορτωτικών εγγράφων στις περιπτώσεις που ο
συμφωνημένος όρος παράδοσης των εμπορευμάτων υποχρεώνει τον πωλητή
στην έκδοση και παράδοση εγγράφου ασφάλισης (Όροι CIF και CIP).

Υπάρχουν δύο τύποι εγγράφων ασφάλισης: Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο


(Insurance Policy) και το πιστοποιητικό ασφάλισης (Certificate of Ιnsurance).
Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο εκδίδεται για μεμονωμένες ασφαλιστικές
συμβάσεις και αποτελεί το ίδιο την γραπτή εκφορά της ασφαλιστικής
σύμβασης, ενώ το πιστοποιητικό ασφάλισης αποτελεί την εξατομίκευση
ασφαλιστικής κάλυψης που προϋπάρχει δυνάμει κυρίου συμβολαίου που έχει
προϋπογραφεί και αφορά περισσότερες φορτώσεις.

Το ασφαλιστήριο έγγραφο πρέπει:

 Να εκδίδεται στον τύπο που έχει συμφωνηθεί (συμβόλαιο ή πιστοποιητικό)

 Να καλύπτει τους συμφωνημένους κινδύνους

 Να συμφωνεί με τα υπόλοιπα φορτωτικά έγγραφα ως προς την ταυτότητα


του ταξιδιού και την περιγραφή του εμπορεύματος

 Να έχει εκδοθεί από ασφαλιστική εταιρία, πράκτορά της ή ασφαλιστή

 Να φερει ημερομηνια οχι μεταγενεστερη απο την ημερομηνια φορτωσης


που αναγραφεται στο εγγραφο μεταφορας, η παντως να ανατρέχει η ισχύς
του σ' αυτήν

 Να εκδίδεται στο ίδιο νόμισμα με το τιμολόγιο και να καλύπτει κατ’ ελάχιστο


την αξία του.

27
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Έγγραφο Ασφάλισης (Insurance Document)

28
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.7 Πιστοποιητικό Επίβλεψης (Inspection Certificate)

Το πιστοποιητικό επίβλεψης είναι έγγραφο που δηλώνει ότι τα,εμπορεύματα


υπέστησαν συγκεκριμένους ελέγχους πριν ή κατά τη φόρτωσή τους, και
περιέχει τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων. Το Πιστοποιητικό Επίβλεψης
εκδίδεται είτε από κρατικό οργανισμό της χώρας προέλευσης, είτε από
ιδιωτικές εταιρίες επιβλέψεων, είτε, τέλος από οποιοδήποτε πρόσωπο ή φορέα
της εμπιστοσύνης των συμβαλλομένων.

Σε πολλές χώρες η διενέργεια επιβλέψεων και η έκδοση των αντίστοιχων


εγγράφων γίνεται από ιδιωτικές εταιρίες με διεθνή χαρακτήρα, που χαίρουν
εκτίμησης και πίστης στην αγορά. Σε άλλες χώρες πάλι, και συνήθως σε ειδικές
κατηγορίες εμπορευμάτων η επίβλεψη της φόρτωσης γίνεται από κρατικούς
οργανισμούς, οι οποίοι και εκδίδουν το κατάλληλο πιστοποιητικό.

Το πιστοποιητικό επίβλεψης περιέχει συνήθως πλήρη περιγραφή του


εμπορεύματος που ελέγχθηκε, καθώς και των ελέγχων που διενεργήθηκαν και
των αποτελεσμάτων τους. Ο έλεγχος είναι κατά κανόνα δειγματοληπτικός σε
αντιπροσωπευτικό δείγμα του εμπορεύματος, και το είδος των εξετάσεων που
γίνονται έχει προσυμφωνηθεί μεταξύ των μερών και δηλώνεται στο έγγραφο.

Τέλος, το έγγραφο φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του φορέα που το
εκδίδει.

Η διενέργεια της επίβλεψης συμπίπτει κατά κανόνα χρονικά με την παράδοση


των εμπορευμάτων στον αγοραστή, σύμφωνα με τον όρο παράδοσης
(INCOTERM) της σύμβασης πώλησης, με σκοπό να αποδειχθεί η τήρηση των
όρων της από τον πωλητή ως προς τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά
του εμπορεύματος. Είναι όμως δυνατό να ζητηθεί η διενέργεια του ελέγχου σε
οποιοδήποτε χρονικό διάστημα πριν ή μετά την παράδοση. Σε κάθε περίπτωση
το πιστοποιητικό φέρει την ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου. Αν τέτοια
ημερομηνία δεν προκύπτει από το έγγραφο, θεωρείται ως ημερομηνία ελέγχου
η ημερομηνία της έκδοσης του εγγράφου.

29
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Πιστοποιητικό Επίβλεψης (Inspection Certificate)

30
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.8 Έγγραφα μεταφοράς

Το έγγραφο μεταφοράς ανήκει στα βασικά φορτωτικά έγγραφα. Εκδίδεται από


τον μεταφορέα ή τον πράκτορά του, ή άλλο πρόσωπο υπεύθυνο για την
ολοκλήρωση της μεταφοράς. Περιέχει λεπτομερή απεικόνιση των στοιχείων της
μεταφοράς, όπως περιγραφή του εμπορεύματος και της συσκευασίας τους,
στοιχεία μεταφορέα, φορτωτή και παραλήπτη, στοιχεία του μέσου μεταφοράς
και του συγκεκριμένου ταξιδιού.

Η διεθνής μεταφορική πρακτική έχει αναπτύξει διαφορετικά έγγραφα


μεταφοράς για κάθε μέσο μεταφοράς καθώς και για ειδικούς τρόπους
μεταφοράς. Έτσι τα έγγραφα μεταφοράς που απαντώνται σήμερα στο διεθνές
εμπόριο είναι:

1. Η θαλάσσια φορτωτική (Βίll οf Lading)

2. Η φορταπόδειξη θαλάσσιας μεταφοράς (Sea Waybill)

3. Η θαλάσσια φορτωτική δυνάμει ναυλοσυμφώνου (Charter Party Βίll οf


Lading)

4. Το έγγραφο πολλαπλής μεταφοράς (Multimodal Transport Document)

5. Το έγγραφο αεροπορικής μεταφοράς (Air Waybill)

6. Το έγγραφο οδικής μεταφοράς (Rail Consignement Note)

7. Το έγγραφο σιδηροδρομικής μεταφοράς (International Consignement Note


CMR)

8. Η απόδειξη ταχυδρομικής αποστολής (Parcel Post Receipt)

9. Το έγγραφο μεταφοράς με ταχυμεταφορική εταιρία (Courrier Document)

Βέβαια, η πρακτική των μεταφορέων μεταβάλλεται σύμφωνα με τις νέες


τεχνολογίες των διεθνών μεταφορών και τις ανάγκες της αγοράς, με
αποτέλεσμα την κατάργηση παλαιότερων τύπων εγγράφων μεταφοράς και την
εμφάνιση νέων.

31
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Με κριτήριο τη δυνατότητα μεταβίβασης του δικαιώματος του παραλήπτη του


φορτίου σε τρίτο πρόσωπο, τα έγγραφα μεταφοράς διακρίνονται σε
«ονομαστικά» και «σε διαταγή». Στα ονομαστικά εγγραφα μεταφοράς ο
παραλήπτης αναφέρεται εξ αρχής και είναι γνωστός στο μεταφορέα από τη
στιγμή της φόρτωσης. Συνεπώς ο τελευταίος υποχρεούται να παραδώσει το
εμπόρευμα στον παραλήπτη που αναγράφεται στο έγγραφο μεταφοράς, στον
συμφωνημένο τόπο προορισμού. Τα έγγραφα μεταφοράς είναι στην
πλειονότητά τους ονομαστικά (non negotiable). Ειδικότερα, ονομαστικά
έγγραφα είναι:

1. Η φορταπόδειξη θαλάσσιας μεταφοράς (Sea Waybill)

2. Το έγγραφο πολλαπλής μεταφοράς (Multimodal Transport Document)

3. Το έγγραφο αεροπορικής μεταφοράς (Air Waybill)

4. Το έγγραφο οδικής μεταφοράς (Rail Consignement Note)

5. Το έγγραφο σιδηροδρομικής μεταφοράς (International Consignement Note


CMR)

6. Η απόδειξη ταχυδρομικής αποστολής (Parcel Post Receipt)

7. Το έγγραφο μεταφοράς με ταχυμεταφορική εταιρία (Courrier Document).

Σε αντίθεση με τα ονομαστικά, τα «σε διαταγή» έγγραφα είναι αυτά στα οποία


εκείνος που αναγράφεται ως παραλήπτης έχει τη δυνατότητα να δώσει εντολή
στον μεταφορέα να παραδώσει το εμπόρευμα σε τρίτο πρόσωπο. Η
μεταβίβαση αυτή του δικαιώματος του αρχικού παραλήπτη γίνεται με
οπισθογράφηση του εγγράφου μεταφοράς υπέρ του νέου παραλήπτη και με
παράδοση του πρωτότυπου οπισθογραφημένου εγγράφου σε αυτόν. Η
διαδικασία αυτή, γνωστή και από τους πιστωτικούς τίτλους, είναι επιτρεπτή
μόνο αν προβλέπεται για το συγκεκριμένο έγγραφο από ειδική νομοθετική
ρύθμιση. Επιπλέον, ο εκδότης του εγγράφου μεταφοράς πρέπει να
χαρακτηρίσει ρητά το έγγραφο «σε διαταγή», αναγράφοντας τον σχετικό όρο
(…to the order of…) πριν από το όνομα του αρχικού παραλήπτη.

32
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Στην πράξη συναντούμε το φαινόμενο να ζητείται η οπισθογράφηση του


εγγράφου μεταφοράς από τον αρχικό παραλήπτη, χωρίς αναγραφή του
ονόματος του νέου δικαιούχου (λευκή οπισθογράφηση). Με τον τρόπο αυτό το
εγγράφο μετατρέπεται «στον κομιστή» δηλαδή όποιος το κατέχει καλόπιστα,
νομιμοποιείται ως παραλήπτης των εμπορευμάτων.

Επειδή στα έγγραφα μεταφοράς που εκδίδονται «σε διαταγή» ο μεταφορέας δε


γνωρίζει εκ των προτέρων τον παραλήπτη των εμπορευμάτων, ο τελευταίος θα
πρέπει να νομιμοιηθεί ως παραλήπτης, παραδίδοντας στον μεταφορέα το
πρωτότυπο έγγραφο μεταφοράς, κανονικά οπισθογραφημένο υπέρ αυτού.
Συνεπώς, αν για τη μεταφορά έχει εκδοθεί έγγραφο «σε διαταγή», απαιτείται να
παραδοθεί το πρωτότυπο στον μεταφορέα, στον τόπο προορισμού, ώστε
αυτός να παραδώσει τα εμπορεύματα στο πρόσωπο που θα νομιμοποιηθεί ως
κάτοχος του πρωτότυπου εγγράφου μεταφοράς στον τόπο προορισμού.

33
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.8.1 Θαλάσσια φορτωτική (Βίll οΙ Lading)


Η Θαλάσσια Φορτωτική είναι το αρχαιότερο αλλά και το ισχυρότερο από όλα τα
ομοειδή έγγραφα. Αποδεικνύει φόρτωση συγκεκριμένης ποσότητας
εμπορευμάτων επί συγκεκριμένου πλοίου για συγκεκριμένο θαλάσσιο ταξίδι
ανάμεσα σε καθορισμένους λιμένες φόρτωσης και προορισμού. Επιπλέον -
σύμφωνα με διεθνές ομοιόμορφο δίκαιο- αποτελεί τίτλο κυριότητας των
εμπορευμάτων τα οποία περιγράφει.

Εγχαρτώνει την κυριότητα των εμπορευμάτων αυτών, με αποτέλεσμα ο


καλόπιστος κομιστής της φορτωτικής να τεκμαίρεται και κύριος των
εμπορευμάτων που περιγράφονται σ’ αυτήν.

Είναι αξιόγραφο, εκδίδεται "σε διαταγή" και μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση


και παράδοση του τίτλου. Τα βασικά στοιχεία που περιέχει μια φορτωτική είναι:

 Τα στοιχεία της ναυτιλιακής εταιρίας που αναλαμβάνει τη μεταφορά

 Τα στοιχεία του φορτωτή και του παραλήπτη

 Το λιμάνι φόρτωσης και το λιμάνι προορισμού

 Το όνομα του πλοίου

 Τη ρήτρα πραγματικής φόρτωσης του εμπορεύματος επί του πλοίου («on


board”)

 Τον αριθμό των πρωτοτύπων που εκδόθηκαν,

 Την απόδειξη για την τυχόν προπληρωμή του ναύλου

 Τη σφραγίδα και την υπογραφή του εκδότη (πλοιοκτήτη, πλοιάρχου ή


πράκτορα τους).

Η φορτωτική θεωρείται "καθαρή" (clean) όταν δεν περιέχει επιψυλάξεις του


μεταφορέα για ελαττωματική κατάσταση του εμπορεύματος ή της συσκευασίας
του κατά τη φόρτωση. Η αναγραφή επιφυλάξεων μειώνει την αγοραστική αξία

34
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

της φορτωτικής, στο μέτρο που υποδεικνύει ενδεχόμενα προβλήματα του


εμπορεύματος.

Όταν το σύνολο των πρωτοτύπων που εκδόθηκαν για τη συγκεκριμένη


φόρτωση παραδίδεται ακέραιο, τότε χαρακτηρίζεται ως «πλήρης σειρά» (“full
set”). Η παράδοση πλήρους σειράς στον παραλήπτη θεωρείται αναγκαία,
επειδή με ένα και μόνο πρωτότυπο φορτωτικής ο μεταφορέας μπορεί να
παραδόσει το εμπόρευμα σε απαλλαγή του. Έτσι, αν κάποιο πρωτότυπο
λείπει, η παράδοση των εμπορευμάτων είναι δυνατό να έχει ήδη γίνει σε άλλον
καλόπιστο κομιστή, στερώντας από τον πραγματικό δικαιούχο την δυνατότητα
να διεκδικήσει και να παραλάβει τα εμπορεύματά του.

Η σημείωση της πραγματικής φορτώσεως (“on board notation”) είναι αναγκαίο


στοιχείο για την ύπαρξη θαλάσσιας φορτωτικής. Είναι δυνατό να είναι
προεκτυπωμένη στο έντυπο της φορτωτικής, είτε να προστίθεται εκ των
υστέρων με επισημείωση. Στη δεύτερη περίπτωση, το έγγραφο φέρει
προεκτυπωμένη σημείωση παραλαβής των εμπορευμάτων, και στη συνέχεια ο
θαλάσσιος μεταφορέας, ο πλοίαρχος του πλοίου ή ο πράκτοράς των σημειώνει
τη φόρτωση, αναγράφοντας την πραγματική ημερομηνία της και το όνομα του
πλοίου. Στην περίπτωση αυτή η ημερομηνία της επισημείωσης θεωρείται ως
ημερομηνία έκδοσης της φορτωτικής.

35
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Θαλάσσια φορτωτική (Βίll οΙ Lading)

36
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.8.2 Φορταπόδειξη θαλάσσιας μεταφοράς (Sea Waybill)


Το έγγραφο αυτό γεννήθηκε από την ανάγκη για μεγαλύτερη εξασφάλιση του
θαλάσσιου μεταφορέα, επιτρέποντάς του να γνωρίζει εξαρχής τον παραλήπτη
του φορτίου. Παράλληλα, καλύφθηκε και η ανάγκη να αποχωρισθεί η κυριότητα
των εμπορευμάτων που μεταφέρονται δια θαλάσσης από την κατοχή της
θαλάσσιας φορτωτικής που εκδόθηκε γι' αυτά. Η φορταπόδειξη θαλάσσιας
μεταφοράς εκδίδεται αντί θαλάσσιας φορτωτικής, στις περιπτώσεις που
προέχει η γρήγορη παράδοση των εμπορευμάτων στον παραλήπτη τους στο
λιμάνι προορισμού, και όχι η δυνατότητα μεταβίβασης. Έτσι, η φορταπόδειξη
θαλάσσιας μεταφοράς εκδίδεται με συγκεκριμένο παραλήπτη και δεν είναι
διαπραγματεύσιμη, δεν είναι δηλαδή δυνατό να μεταβιβασθεί με
οπισθογράφηση και παράδοση σε άλλο πρόσωπο. Δεν είναι αξιόγραφο και δεν
εγχαρτώνει την κυριότητα του εμπορεύματος.

Κατά τα λοιπά στοιχεία είναι όμοια με τη θαλάσσια φορτωτική.

Ειδικότερα περιέχει:

1. Τα στοιχεία της ναυτιλιακής εταιρίας που αναλαμβάνει τη μεταφορά

2. Τα στοιχεία του φορτωτή και του παραλήπτη

3. Το λιμάνι φόρτωσης και το λιμάνι προορισμού

4. Το όνομα του πλοίου

5. Τη ρήτρα πραγματικής φόρτωσης του εμπορεύματος επί του πλοίου

6. Τον αριθμό των πρωτοτύπων που εκδόθηκαν, τα οποία αποτελούν


αδιαίρετο σύνολο

7. Την απόδειξη για την τυχόν προπληρωμή του ναύλου

8. Τη σφραγίδα και την υπογραφή του εκδότη (πλοιοκτήτη, πλοιάρχου ή


πράκτορα τους).

37
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Και η φορταπόδειξη θαλάσσιας μεταφοράς θεωρείται "καθαρή" όταν δεν


περιέχει επιφυλάξεις του μεταφορέα για ελαπωματική κατάσταση του
εμπορεύματος ή της συσκευασίας του.

38
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Φορταπόδειξη θαλάσσιας μεταφοράς (Sea Waybill)

39
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.8.3 Θαλάσσια φορτωτική δυνάμει ναυλοσυμφώνου (Charter Party Βίll


οΙ Lading)
Πρόκειται για θαλάσσια φορτωτική πλοίου, που έχει ναυλωθεί με
ναυλοσύμφωνο. Εκδίδεται συνήθως από τον πλοίαρχο ή τον πλοιοκτήτη ή τον
πράκτορά του. Στη φορτωτική αυτή ισχύουν συμπληρωματικά οι όροι
μεταφοράς που έχουν συμφωνηθεί στο ναυλοσύμφωνο. Κατά τα άλλα είναι
παρόμοια με την κοινή θαλάσσια φορτωτική.

40
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Θαλάσσια φορτωτική δυνάμει ναυλοσυμφώνου (Charter Party


Βίll οΙ Lading)

41
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.8.4 Έγγραφο πολλαπλής μεταφοράς (Multimodal Transport Document)


Το έγγραφο αυτό καλύπτει μεταφορές που πραγματοποιούνται με
περισσότερους από ένα τρόπους ή μέσα μεταφοράς.

Είναι απόδειξη παραλαβής του εμπορεύματος για φόρτωση και όχι φόρτωσης.
Δεν εγχαρτώνει την κυριότητα των εμπορευμάτων, εν

τούτοις είναι δυνατό να εκδοθεί σε διαταγή και να μεταβιβασθεί με


οπισθογράφηση και παράδοση. Στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητη η
εμφανιση του απο τον κομιστη στον τοπο προορισμου των εμπορευμάτων, για
να του παραδοθούν τα εμπορεύματα από την μεταφορική εταιρία.

Το έγγραφο πολλαπλής μεταφοράς υπόκειται σε διεθνή ομοιόμορφη ρύθμιση


και χρησιμοποιείται διαρκώς περισσότερο στις διεθνείς μεταφορές.

42
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Έγγραφο πολλαπλής μεταφοράς (Multimodal Transport


Document

43
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.8.5 Έγγραφο αεροπορικής μεταφοράς (Air transport document -


Airway Bill)
Είναι το έγγραφο που εκδίδεται όταν παραδίδονται εμπορεύματα για
αεροπορική μεταφορά. (Γι’ αυτό και αναφέρεται εσφαλμένα και ως "αεροπορική
φορτωτική"). Δεν πρόκειται για απόδειξη φόρτωσης, αλλά για απόδειξη
παραλαβής των εμπορευμάτων προς φόρτωση.

Είναι τυποποιημένο έγγραφο (σύμβαση Βαρσοβίας 1939). Εκδίδεται από τον


αεροπορικό μεταφορέα ή τον πράκτορά του, και δηλώνει ότι τα εμπορεύματα
έχουν γίνει αποδεκτά για αεροπορική μεταφορά από αυτόν.

Αναφέρει τους αερολιμένες φόρτωσης και προορισμού. Εκδίδεται σε 9 - 12


αντίτυπα από τα οποία τα τρία είναι πρωτότυπα. Το πρωτότυπο υπ' αριθμόν 3
είναι αυτό που παραδίδεται στον φορτωτή.

Τα κυριότερα στοιχεία που περιέχει είναι:

 Επωνυμια φορτωτη

 Επωνυμία μεταφορέα

 Επωνυμία

 Αερολιμενας φορτωσης

 Αερολιμένας προορισμού

 Περιγραφή του εμπορεύματος

 Σημείωση για την πραγματική ημερομηνία και αριθμό πτήσης

 Σημείωση για το ναύλο

Το έγγραφο αεροπορικής μεταφοράς δεν εγχαρτώνει την κυριότητα του


εμπορεύματος και δεν μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση και παράδοση.

44
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Συνεπώς δεν απαιτείται η κατοχή του από τον παραλήπτη για να του
παραδοθούν τα εμπορεύματα.

45
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Έγγραφο αεροπορικής μεταφοράς (Air transport document -


Airway Bill)

46
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.8.6 Έγγραφο σιδηροδρομικής μεταφοράς (Rail transport document)


Είναι το έγγραφο που εκδίδεται όταν παραδίδονται εμπορεύματα σε εταιρία
σιδηροδρόμων για σιδηροδρομική μεταφορά. (Γι’ αυτό και αναφέρεται
εσφαλμένα και ως "σιδηροδρομική φορτωτική"). Δεν πρόκειται για απόδειξη
φόρτωσης, αλλά για απόδειξη παραλαβής των εμπορευμάτων προς φόρτωση.

Είναι τυποποιημένο έγγραφο. Εκδίδεται από την εταιρία σιδηροδρόμων της


χώρας φόρτωσης και σφραγίζεται στο σιδηροδρομικό σταθμό φόρτωσης και
στο σιδηροδρομικό σταθμό προορισμού.

Εκδίδεται σε ένα πρωτότυπο, το οποίο συνοδεύει το εμπόρευμα και σε σειρά


αντιγράφων. Μπορεί να είναι "μικρής ταχύτητας" ή "Express" , "συγκεκριμένης
ποσότητας" (γιά ένα παραλήπτη) ή "ομαδικού βαγονιού" (για πολλούς
παραλήπτες σε ομαδική μεταφορά.

Τα κυριότερα στοιχεία που περιέχει είναι:

 Επωνυμία φορτωτή

 Επωνυμία παραλήπτη

 Σιδηροδρομικός σταθμός φόρτωσης

 Σιδηροδρομικός σταθμός προορισμού

 Περιγραφή του εμπορευματος

 Αριθμός βαγονιού

 Σημείωση για το ναύλο

Το έγγραφο σιδηροδρομικής μεταφοράς δεν εγχαρτώνει την κυριότητα του


εμπορεύματος και είναι ονομαστικό. Δεν μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση και
παράδοση. Συνεπώς δεν απαιτείται η κατοχή του από τον παραλήπτη για να
του παραδοθούν τα εμπορεύματα.

47
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Έγγραφο σιδηροδρομικής μεταφοράς (Rail transport


document)

48
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.8.7 Έγγραφο οδικής μεταφοράς (Road transport document - CMR)


Είναι το έγγραφο που εκδίδεται όταν παραδίδονται εμπορεύματα σε
μεταφορική εταιρία ή μεμονωμένο μεταφορέα για οδική μεταφορά. (Γι’ αυτό και
αναφέρεται εσφαλμένα ως «φορτωτική αυτοκινήτου»). Δεν πρόκειται γι’
απόδειξη φόρτωσης, αλλά για σύμβαση μεταφοράς εμπορευμάτων.

Είναι τυποποιημένο έγγραφο που υπόκειται στις διατάξεις της διεθνούς


συνθήκης οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων. (Convention pour transportation
de merchandises en route - CMR).

Εκδίδεται από την εταιρία μεταφορών, ή τον μεμονωμένο μεταφορέα ή τον


οδηγό του φορτηγού διεθνών μεταφορών. Υπογράφεται από αυτόν και τον
φορτωτή των εμπορευμάτων.

Εκδίδεται σε ένα πρωτότυπο, που συνοδεύει το εμπόρευμα και σε σειρά


αντιγράφων.

Τα κυριότερα στοιχεία που περιέχει είναι:

 Επωνυμία φορτωτή

 Επωνυμία παραλήπτη

 Τόπος φόρτωσης

 Τόπος προορισμού

 Περιγραφή του εμπορεύματος

 Αριθμός αυτοκινήτου

 Σημείωση για τα μεταφορικά έξοδα

Το έγγραφο οδικής μεταφοράς δεν εγχαρτώνει την κυριότητα του


εμπορεύματος και είναι ονομαστικό. Δεν μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση και
παράδοση. Συνεπώς δεν απαιτείται η κατοχή του πρωτοτύπου από τον
παραλήπτη για να του παραδοθούν τα εμπορεύματα. Αρκεί η κατονομασία του
ως παραλήπτη στο έγγραφο.

49
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Έγγραφο οδικής μεταφοράς (Road transport document - CMR )

50
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.8.8 Η απόδειξη ταχυδρομικής αποστολής (Parcel Post Receipt)


Στην περίπτωση που έχει συμφωνηθεί ταχυδρομική αποστολή των
εμπορευμάτων, το έγγραφο που εκδίδεται είναι η απόδειξη του ταχυδρομείου
για την παραλαβή και αποστολή του ταχυδρομικού δέματος.

Η διεθνής πρακτική των ταχυδρομείων έχει διαμορφώσει συγκεκριμένα


χαρακτηριστικά για τις ταχυδρομικές αποδείξεις.

Πρόκειται για απλές αποδείξεις, που εκδίδονται από το ταχυδρομικό γραφείο


παραλαβής των δεμάτων. Είναι ονομαστικές, αναγράφουν δηλαδή
υποχρεωτικά το ονοματεπώνυμο του παραλήπτη. Είναι εξατομικευμένες,
εκδίδεται δηλαδή χωριστή απόδειξη για κάθε δέμα που αποστέλλεται. Τα
ταχυδρομικά έξοδα προκαταβάλλονται.

Στις περιπτώσεις που ο αγοραστής έχει ζητήσει ενιαία αποστολή των


εμπορευμάτων, το γεγονός ότι αυτά συσκευάσθηκαν σε περισσότερα από ένα
δέματα οδηγεί στην ύπαρξη περισσότερων από μια αποδείξεων. Αν αυτές
προέρχονται από τον ίδιο τόπο αποστολής κατά την ίδια ημερομηνία,
τεκμαίρεται ότι καλύπτουν ενιαία φόρτωση των εμπορευμάτων.

51
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

5.8.9 Έγγραφο μεταφοράς με ταχυμεταφορική εταιρία (Courier Service


Document)

Πρόκειται για σχετικά νέο έγγραφο που χρησιμοποιείται από τις


ταχυμεταφορικές εταιρίες (Courier) για την διακίνηση των εμπορευμάτων που
παραλαμβάνουν.

Είναι απλή απόδειξη παραλαβής και είναι ονομαστική. Δεν εγχαρτώνει την
κυριότητα του εμπορεύματος και δε μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση και
παράδοση.

Τα στοιχεία που περιέχει είναι:

 Επωνυμία φορτωτή

 Επωνυμία παραλήπτη

 Επωνυμία ταχυμεταφορικής εταιρίας

 Τόπος παραλαβής

 Τόπος παράδοσης

 Περιγραφή εμπορεύματος

 Σημείωση για τα έξοδα μεταφοράς.

52
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

6 Τρόποι διακανονισμού διεθνών πωλήσεων


Ενα από τα κύρια ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουν τα δύο μέρη μιας
διεθνούς αγοραπωλησίας, ο αγοραστής και ο πωλητής, είναι αυτό του τρόπου
διακανονισμού της αξίας των εμπορευμάτων. Στο σημείο αυτό τα συμφέροντα
και οι επιδιώξεις των μερών συγκρούονται: ο πωλητής επιθυμεί να εισπράξει
όσο το δυνατό γρηγορώτερα την αξία των εμπορευμάτων, ακόμη και σε χρόνο
που προηγείται από την παράδοσή τους, ενώ ο αγοραστής έχει κάθε συμφέρον
να παρατείνει την προθεσμία πληρωμής σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο από την
εκ μέρους του παραλαβή των εμπορευμάτων. Το αποτέλεσμα του συγκερασμού
των αντικρουόμενων συμφερόντων είναι συνήθως ένας μικτός τρόπος
διακανονισμού, όπου τμήμα της αξίας του εμπορεύματος πληρώνεται πριν ή
κατά το χρόνο παράδοσής του, ενώ το υπόλοιπο διακανονίζεται σε προθεσμία
μετά την παράδοση.

Στην πρακτική του διεθνούς εμπορίου χρησιμοποιούνται συγκεκριμένοι τρόποι


διακανονισμού, λίγο ως πολύ ομοιόμορφοι σε διεθνές επίπεδο. Οι τρόποι αυτοί
είναι οι εξής:

1. Ανοικτός λογαριασμός (Open Account)

2. Εναντι φορτωτικών εγγράφων με αποδοχή (Documents against Acceptance)

3. Εναντι φορτωτικών εγγράφων με πληρωμή (Documents against Payment)

4. Τραπεζική Ενέγγυος πίστωση (Documentary Credit)

5. Προκαταβολή (Advance Payment).

Εκτός από τους κύριους αυτούς τρόπους διακανονισμού, στην πράξη


εφαρμόζονται και ορισμένοι άλλοι, λιγότερο διαδεδομένοι, και με μικρότερη
διεθνή ομοιομορφία. Τέτοιοι είναι π.χ. η πληρωμή μετρητοίς έναντι παράδοσης
των εμπορευμάτων (Cash on Delivery), και η ιδιωτική συμφωνία ανταλλαγής
εμπορευμάτων (Barter Agreement).

Στη συνέχεια θα εξετασθούν αναλυτικότερα οι διάφοροι τρόποι διακανονισμού.

53
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

54
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

6.1 Ανοικτός Λογαριασμός (Open Account)

Ο ανοικτός λογαριασμός είναι μια συμφωνία μεταξύ αγοραστή και πωλητή,


κατά την οποία ο πωλητής συμφωνεί να παραδίδει εμπορεύματα στο
αγοραστή, χωρίς να εξαρτά την παράδοσή τους από άμεση πληρωμή της αξίας
τους, ή άλλη διατύπωση εκ μέρους του αγοραστή. Ο τελευταίος έχει δεσμευτεί
να πληρώσει την αξία των εμπορευμάτων στον πωλητή σε προκαθορισμένο
χρονικό διάστημα μετά την παραλαβή τους. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί
να κυμαίνεται από λίγες ημέρες έως και αρκετά χρόνια.

Η λειτουργία του ανοικτού λογαριασμού απαιτεί μεγάλη εμπιστοσύνη του


πωλητή προς το πρόσωπο του αγοραστή, επειδή η προσωπική του
φερεγγυότητα είναι το μόνο διασφαλιστικό στοιχείο για τον πωλητή ότι θα λάβει
την αξία των εμπορευμάτων του.

Συνήθως ο ανοικτός λογαριασμός αποτελεί διαρκή συμφωνία μεταξύ των


μερών, βάσει της οποίας διακανονίζονται όλες οι μεταξύ τους αγοραπωλησίες.
Κύρια στοιχεία της είναι το όριο οφειλής (plafont) που καθορίζει ο πωλητής, το
μέγιστο δηλαδή ύψος μέχρι το οποίο είναι δυνατό να φθάσει η οφειλή του
αγοραστή, καθώς και η προθεσμία εξόφλησης που παρέχει ο πωλητής για την
πληρωμή της αξίας κάθε ποσότητας εμπορευμάτων που παραδίδει. Για τον
καθορισμό των δύο αυτών στοιχείων, ο πωλητής πρέπει να λάβει υπόψη του
κυρίως τα εξής στοιχεία:

 Τη φερεγγυότητα (πιστοληπτική ικανότητα) του αγοραστή.

 Το αναμενόμενο συνολικό ύψος πωλήσεων προς τον συγκεκριμένο


αγοραστή σε σχέση με το χρόνο (ετήσιος τζίρος).

 Τη δική του πιστοδοτική ικανότητα (που σχετίζεται και με τη ρευστότητα της


επιχείρησής του).

 Τις συνθήκες της αγοράς, τόσο γενικά όσο και στο συγκεκριμένο είδος.

Στον ανοικτό λογαριασμό τα εμπορεύματα παραδίδονται από τον μεταφορέα


στον παραλήπτη ελεύθερα πληρωμής και χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις (στο

55
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

μέτρο που αυτό επιτρέπεται από τη νομοθεσία της χώρας προορισμού). Η


πληρωμή των εμπορευμάτων γίνεται επίσης με απλό έμβασμα από τον
αγοραστή στον πωλητή.

Συνεπώς, το λειτουργικό κόστος του τρόπου αυτού διακανονισμού εμφανίζεται


ιδιαίτερα χαμηλό, αφού περιορίζονται στο ελάχιστο οι προμήθειες των
τραπεζών και των μεταφορικών εταιριών. Αντιστάθμισμα του χαμηλού κόστους
είναι όμως ο υψηλός κίνδυνος που αναλαμβάνει ο πωλητής, που μπορεί να
φθάσει μέχρι και στην ολική απώλεια της αξίας των εμπορευμάτων του.

Ο περιορισμός του κινδύνου είναι εφικτός με την εγγύηση της πληρωμής από
τρίτο φερέγγυο πρόσωπο. Στην πράξη συνηθίζεται η έκδοση εγγυητικής
επιστολής πληρωμής (payment guarantee) από τράπεζα, οπότε ο κίνδυνος
περιορίζεται στο ελάχιστο, με παράλληλη όμως αύξηση του κόστους της
συναλλαγής.

Ο ανοικτός λογαριασμός αποτελεί την πιο προσφιλή μέθοδο διακανονισμού


των αγοραπωλησιών μεταξύ συγγενικών εταιριών.

6.2 Εναντι φορτωτικών εγγράφων

Οι τρόποι διακανονισμού "έναντι φορτωτικών εγγράφων" έχουν επινοηθεί για


να δοθεί η δυνατότητα στον πωλητή να μην αποξενωθεί από την κατοχή του
εμπορεύματος, πριν ο αγοραστής τηρήσει τη συμβατική υποχρέωσή του για
πληρωμή της αξίας του ή αποδοχή ισόποσου προθεσμιακού τίτλου. Κοινό
χαρακτηριστικό των τρόπων αυτών είναι ότι η μεταφορική εταιρεία που έχει
αναλάβει τη διεθνή μεταφορά του εμπορεύματος δεσμεύεται να μην το
παραδώσει στον αγοραστή, αν ο τελευταίος δεν αποδείξει ότι έχει προβεί στον
διακανονισμό της αξίας του.

Με τον όρο "διακανονισμός" εννοείται είτε η πληρωμή της αξίας των


εμπορευμάτων, είτε η εκ μέρους του αγοραστή αποδοχή προθεσμιακών τίτλων,
είτε και συνδυασμός των παραπάνω, ανάλογα με τη σχετική συμφωνία
αγοραστή - πωλητή.

56
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Για την πραγματοποίηση του διακανονισμού μεσολαβεί το τραπεζικό σύστημα


κατά τον ακόλουθο τρόπο: Ο πωλητής, μετά τη φόρτωση παραδίδει μια πλήρη
σειρά φορτωτικών εγγράφων στην τράπεζά του (αποστέλλουσα τράπεζα) και
της δίνει οδηγίες για την αποστολή τους σε τράπεζα της χώρας του αγοραστή
(επιφορτισμένη με την είσπραξη τράπεζα). Η τράπεζα αυτή, μόλις παραλάβει τα
φορτωτικά έγγραφα και τις οδηγίες της αποστέλλουσας τράπεζας, καλεί τον
αγοραστή να διακανονίσει την αξία των φορτωτικών εγγράφων -σύμφωνα με τις
οδηγίες της αποστέλλουσας τράπεζας - και να τα παραλάβει. Εχοντας στην
κατοχή του τα φορτωτικά έγγραφα και -συνήθως- μια έγγραφη βεβαίωση της
επιφορτισμένης με την είσπραξη τράπεζας ότι πραγματοποίησε το
διακανονισμό της αξίας τους, ο αγοραστής αποκτά το δικαίωμα να ζητήσει από
την μεταφορική εταιρεία να του παραδώσει τα εμπορεύματα.

Οι οδηγίες της αποστέλλουσας τράπεζας για το διακανονισμό είναι δυνατό να


προβλέπουν παράδοση των φορτωτικών εγγράφων στον αγοραστή:

 έναντι πληρωμής της αξίας τους ή

 έναντι αποδοχής προθεσμιακών τίτλων.

6.2.1 Εναντι φορτωτικών εγγράφων με αποδοχή (Documents against


Acceptance).

Εναντι φορτωτικών εγγράφων με αποδοχή σημαίνει ότι η παράδοση των


φορτωτικών εγγράφων από την επιφορτισμένη με την είσπραξη τράπεζα στον
αγοραστή θα πραγματοποιηθεί εφόσον αυτός αποδεχτεί προθεσμιακούς
τίτλους για την μελλοντική πληρωμή της αξίας των εμπορευμάτων, σύμφωνα με
τις οδηγίες της αποστέλλουσας τράπεζας. Οι προθεσμιακοί τίτλοι που γίνονται
συνήθως αποδεκτοί είναι η συναλλαγματική (Bill of Exchange), το γραμμάτιο σε
διαταγή (Promissory Note) και η υποσχετική επιστολή (Promissory Letter). Από
αυτούς οι δύο πρώτοι είναι τυπικά αξιόγραφα, με αυξημένη νομική κάλυψη του
δικαιούχου (λήπτη ή κομιστή), ενώ το τρίτο είναι απλό άτυπο έγγραφο, με το
οποίο ο αγοραστής υπόσχεται να εξοφλήσει την οφειλή του στον πωλητή.

57
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Ανεξάρτητα από τη νομική κάλυψη που αποκτά (ή δεν αποκτά) ο πωλητής,


έχοντας στην κατοχή του τα αξιόγραφα που αποδέχτηκε ο αγοραστής, το κύριο
στοιχείο αυτού του τρόπου διακανονισμού είναι ότι το εμπόρευμα παραδίδεται
στον αγοραστή χωρίς πληρωμή, με απλή αποδοχή τίτλων. Επομένως η
πληρωμή του εξαρτάται και πάλι από την φερεγγυότητα του αγοραστή. Ετσι η
μέθοδος αυτή διακανονισμού μοιάζει αρκετά με τον ανοικτό λογαριασμό, από
την σκοπιά των κινδύνων που αντιμετωπίζει ο πωλητής.

Είναι βέβαια και στην περίπτωση αυτή δυνατή η έκδοση εγγυητικής επιστολής
τράπεζας, με την οποία να διασφαλίζεται τόσο η αποδοχή των προθεσμιακών
τίτλων, όσο και η πληρωμή στη λήξη τους. Αυτό όμως συνεπάγεται πρόσθετο
κόστος για τη συναλλαγή.

6.2.2 Εναντι φορτωτικών εγγράφων με πληρωμή (Documents against


Payment)

Με τον τρόπο αυτό διακανονισμού [που είναι γνωστός στη διεθνή πρακτική και
ως "έναντι φορτωτικών τοις μετρητοίς" - "Cash Against Documents" (CAD)] ο
αγοραστής παραλαμβάνει τα φορτωτικά έγγραφα -και τα εμπορεύματα- έναντι
πληρωμής της αξίας τους στην επιφορτισμένη με την είσπραξη τράπεζα.

Ετσι, ο πωλητής είναι βέβαιος ότι δεν θα χάσει τον έλεγχο των εμπορευμάτων
αν δεν εισπράξει προηγουμένως την αξία τους από τον αγοραστή. Μοναδικός
κίνδυνος που αντιμετωπίζει είναι η άρνηση παραλαβής (και πληρωμής) των
φορτωτικών εγγράφων από τον αγοραστή, ενδεχόμενο που θα τον οδηγήσει
είτε στην αναζήτηση νέου αγοραστή των εμπορευμάτων (που ήδη βρίσκονται
στο εξωτερικό), είτε στον επαναπατρισμό τους, με επιπλέον επιβάρυνσή του με
τα σχετικά έξοδα. Σε ορισμένα εμπορεύματα, όπως είναι τα ευπαθή ή τα
εποχιακά, η άρνηση παραλαβής συνεπάγεται συνήθως ολική απώλεια της αξίας
τους.

Και στον τρόπο αυτό είναι δυνατή η διασφάλιση του πωλητή για την πληρωμή
των εμπορευμάτων με την έκδοση τραπεζικής εγγυητικής επιστολής για την
εγγύηση της πληρωμής των φορτωτικών εγγράφων. Με τη μέθοδο αυτή
αποτρέπεται και ο κίνδυνος της άρνησης παραλαβής από τον αγοραστή.

58
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

6.3 Τραπεζική Ενέγγυος Πίστωση (Documentary Credit)

Οι τρόποι διακανονισμού που αναλύθηκαν παραπάνω έχουν ένα κοινό


χαρακτηριστικό: Η πληρωμή της αξίας του εμπορεύματος πραγματοποιείται
από τον αγοραστή του και συνεπώς είναι άμεσα εξαρτημένη από τη
φερεγγυότητα του τελευταίου. Στις περιπτώσεις όπου ο πωλητής δε θεωρεί
επαρκή τη φερεγγυότητα του αγοραστή είναι δυνατό να ζητήσει πρόσθετη
διασφάλιση με τη μορφή εγγυητικής επιστολής. Ακόμη και τότε όμως κύριος
οφειλέτης παραμένει ο αγοραστής, με όλα τα προβλήματα που αυτό
συνεπάγεται.

Ενα δεύτερο σημείο τριβής στις διεθνείς αγοραπωλησίες είναι ο χρόνος


πληρωμής των εμπορευμάτων. Με τους παραπάνω τρόπους διακανονισμού η
πληρωμή των εμπορευμάτων γίνεται κατά κανόνα μετά την άφιξή τους στον
συμφωνημένο τόπο προορισμού. Θεωρήθηκε λοιπόν απαραίτητο να υπάρξει
τρόπος διακανονισμού που να μην εξαρτά την πληρωμή των εμπορευμάτων
από την άφιξη αλλά από τη φόρτωσή τους, και να απαλάσσει πλήρως τον
πωλητή από το πρόβλημα της φερεγγυότητας του αγοραστή. Ο τρόπος αυτός
είναι η τραπεζική ενέγγυος πίστωση.

Η τραπεζική ενέγγυος πίστωση είναι μια γραπτή υπόσχεση μιας τράπεζας


(εκδότρια τράπεζα - issuing bank) που απευθύνεται προς τον πωλητή των
εμπορευμάτων (δικαιούχο της πίστωσης - beneficiary) κατ΄εντολή και συμφωνα
με τις οδηγίες του αγοραστή (εντολέα - applicant ). Με αυτήν η εκδότρια
τράπεζα υπόσχεται να πληρώσει στο δικαιούχο ορισμένο ποσό (την αξία των
εμπορευμάτων), σε τακτή προθεσμία εφόσον ο τελευταίος της παραδώσει
συγκεκριμένα φορτωτικά έγγραφα.

Στην τραπεζική ενέγγυο πίστωση την ευθύνη για την πληρωμή της αξίας των
εμπορευμάτων αναλαμβάνει άμεσα μια τράπεζα, υποκαθιστώντας έτσι τον
αγοραστή των εμπορευμάτων. Συνεπώς, η φερεγγυότητα του τελευταίου είναι
πλέον αδιάφορη για τον πωλητή των εμπορευμάτων, ο οποίος βασίζει την
ασφάλεια της απαίτησής του στην -οπωσδήποτε μεγαλύτερη- φερεγγυότητα
μιας τράπεζας. Επιπλέον, η πληρωμή της αξίας των εμπορευμάτων
πραγματοποιείται, μέσω του μηχανισμού της πίστωσης, με την παράδοση

59
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

φορτωτικών εγγράφων, συνεπώς αμέσως μετά τη φόρτωση, και δε συσχετι-


ζεται με την άφιξη των εμπορευμάτων στον προορισμό τους.

Εξαιτίας των πλεονεκτημάτων τους αυτών οι πιστώσεις αποτελούν ιδανικό


τρόπο πληρωμής όταν ο πωλητής δεν εμπιστεύεται τον αγοραστή, ή όταν
μεσολαβεί μεγάλο χρονικό διάστημα από τη φόρτωση των εμπορευμάτων μέχρι
την άφιξή τους στον προορισμό τους (υπερπόντιες αγοραπωλησίες).

Στην τραπεζική πρακτική έχουν διαμορφωθεί διάφοροι τύποι πιστώσεων, για να


εξυπηρετήσουν ειδικές ανάγκες του διεθνούς εμπορίου. Οι κυριότεροι είναι:

Ανακλητές πιστώσεις (Revocable Credits). Πρόκειται για πιστώσεις


περιορισμένης διασφαλιστικής αξίας, επειδή η εκδότρια τράπεζα διατηρεί το
δικαίωμα να τις ανακαλέσει ή να τις τροποποιήσει οποτεδήποτε, ανεξάρτητα
από τη θέληση του δικαιούχου.

Αμετάκλητες πιστώσεις (Irrevocable Credits). Στις πιστώσεις αυτές η εκδότρια


τράπεζα δε δικαιούται να προχωρήσει σε ανάκληση η τροποποίηση μέσα στο
χρόνο ισχύος τους, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του δικαιούχου. Αποτελούν τη
συντριπτική πλειονότητα των πιστώσεων.

Βεβαιωμένες πιστώσεις (Confirmed Credits). Πρόκειται για αμετάκλητες


πιστώσεις, την πληρωμή των οποίων εγγυάται, εκτός από την εκδότρια, και
δεύτερη τράπεζα άλλης συνήθως χώρας. Με τον τρόπο αυτό ο δικαιούχος
εξασφαλίζεται από ενδεχόμενη αφερεγγυότητα της εκδότριας τράπεζας, ή απο
συναλλαγματικά ή άλλα προβλήματα της χώρας όπου αυτή λειτουργεί.

Πιστώσεις όψεως (Sight Payment Credits). Είναι πιστώσεις όπου η πληρωμή


της αξίας των φορτωτικών εγγράφων γίνεται αμέσως με την παράδοσή τους.

Πιστώσεις προθεσμίας (Deferred Payment Credits). Σ΄ αυτές η πληρωμή της


αξίας των φορτωτικών εγγράφων γίνεται σε προκαθορισμένη προθεσμία μετά
την παράδοση των φορτωτικών εγγράφων.

Μεταβιβάσιμες πιστώσεις (Transferable Credits). Πρόκειται για πιστώσεις όπου


ο αρχικός δικαιούχος μπορεί να μεταβιβάσει τα δικαιώματά του σε άλλα
πρόσωπα (δεύτερους δικαιούχους).

60
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Πιστώσεις με ρήτρα προκαταβολής (Red Clause Credits). Στις πιστώσεις αυτές


ο δικαιούχος έχει δικαίωμα να προεισπράξει μέρος ή το σύνολο της αξίας τους
πριν την παράδοση των φορτωτικών εγγράφων (και πριν τη φόρτωση).

Εκτός απο τους πιό πάνω βασικούς τύπους πιστώσεων, στην τραπεζική
πρακτική απαντώνται και άλλες μορφές, για την εξυπηρέτηση ειδικών
συναλλαγών. Πάντως, η τραπεζική ενέγγυος πίστωση θεωρείται ως ο πλέον
διασφαλιστικός για τον πωλητή τρόπος διακανονισμού.

6.4 Προκαταβολή (Advance Payment).

Με την μέθοδο αυτή ο αγοραστής προκαταβάλλει στον πωλητή την αξία των
εμπορευμάτων, πριν ο τελευταίος προβεί στην αποστολή τους. Ο αγοραστής
έτσι διατρέχει τον κίνδυνο να μην παραλάβει ποτέ τα προπληρωμένα
εμπορεύματα, αν ο πωλητής αποδειχθεί αφερέγγυος. Για το λόγο αυτό η
προκαταβολή χρησιμοποιείται μόνο όταν ο αγοραστής εμπιστεύεται απόλυτα
τον πωλητή.

Είναι βέβαια δυνατό να κατατεθεί από τον πωλητή εγγυητική επιστολή


τράπεζας για την επιστροφή του ποσού της προκαταβολής, σε περίπτωση που
δεν φορτωθεί το εμπόρευμα μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες.

Συνήθως η προκαταβολή αφορά τμήμα της αξίας του εμπορεύματος και


χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλους τρόπους πληρωμής, ώστε να
επιβεβαιώσει τη σοβαρότητα της πρόθεσης του αγοραστή να παραλάβει τα
εμπορεύματα που παρήγγειλε.

6.5 Αλλοι τρόπου διακανονισμού.

Εκτός από τους τρόπους που προαναφέρθηκαν, χρησιμποιούνται στην πράξη


και ορισμένοι άλλοι τρόποι διακανονισμού, με περιορισμένη όμως εφαρμογή.
Ενδεικτικά αναφέρονται:

6.5.1 Μετρητοίς κατα την παράδοση (Cash on Delivery).

Πρόκειται για πληρωμή των εμπορευμάτων κατά την παράδοσή τους στον
αγοραστή. Στην περίπτωση αυτή την ευθύνη της είσπραξης της αξίας των

61
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

εμπορευμάτων κατά την παράδοσή τους πρέπει να αναλάβει η μεταφορική


εταιρεία. Οι μεταφορικές εταιρείες δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμες ν΄ αναλάβουν
την ευθύνη της είσπραξης χρημάτων και της διακίνησής τους. Εξάλλου ο
τρόπος αυτός πληρωμής δεν επιτρέπεται σε ορισμένες χώρες.

6.5.2 Ιδιωτική ανταλλαγή εμπορευμάτων (Barter Agreement).

Πρόκειται για συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων να συμψηφίζουν τις μεταξύ


τους απαιτήσεις από ανταλλαγές εμπορευμάτων, χωρίς τη μεσολάβηση
πληρωμών σε χρήμα. Ο τρόπος αυτός εφαρμόζεται όταν στη χώρα του ενός
τουλάχιστον από τους συναλλασσόμενους υπάρχει έλλειψη συναλλάγματος και
δυσχέρεια πραγματοποίησης διεθνών πληρωμών. Και ο τρόπος αυτός δεν
επιτρέπεται σε ορισμένες χώρες.

62
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

7 Η τραπεζική ενέγγυος πίστωση

7.1 Εισαγωγικά

Η πρωτοφανής διόγκωση του διεθνούς εμπορίου που παρουσιάσθηκε στη


σύγχρονη, μεταπολεμική κοινωνία προκάλεσε ανάλογη επίταση των
προβλημάτων, τα οποία ήταν πάντοτε σύμφυτα με τη διεθνή αγοραπωλησία.
Τα προβλήματα αυτά αναφέρονται τόσο στην εκ μέρους του πωλητή παροχή
των εμπορευμάτων, όσο και στην αντιπαροχή της αξίας τους από τον
αγοραστή. Οι αιτίες των προβλημάτων αυτών ποικίλλουν. Ενδεικτικά όμως
αναφέρεται η διαφορετικότητα - γεωγραφική, γλωσσική, εθνική, οικονομική κτ.λ.
- του περιβάλλοντος λειτουργίας των δύο κύριων συμβαλλομένων της διεθνούς
αγοραπωλησίας.

'Όμως, οι ανάγκες που δημιουργούν το διεθνές εμπόριο αποδεικνύονται


σταθερά ισχυρότερες από τα εμπόδια που παρεμβάλλονται. 'Έτσι, στην
πρακτική του διεθνούς εμπορίου αναπτύχθηκε ποικιλία μέσων και μεθόδων
που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της διεξαγωγής του, με ιδιαίτερο βάρος
στην ανταλλαγή των παροχών.

'Ένα από τα περισσότερο επιτυχημένα και διαδεδομένα μέσα διευκόλυνσης του


διεθνούς εμπορίου είναι η πίστωση έναντι εγγράφων ή τραπεζική ενέγγυα
πίστωση. Πρόκειται για ιδιαίτερα εξελιγμένο μέσο διεθνών πληρωμών, που
διαμορφώθηκε στη σημερινή του μορφή με την πρωτοβουλία κυρίως της
διεθνούς τραπεζικής κοινότητας. Ενώ στα αρχικά στάδια της εμφάνισής της
εξυπηρετούσε κυρίως υπερπόντιες αγοραπωλησίες εμπορευμάτων (που το
μέσο μεταφοράς τους είναι κατά κανόνα πλοίο), ήδη, από το τέλος του Β'
Παγκόσμιου Πολέμου χρησιμοποιείται με εντεινόμενο ρυθμό στις διεθνείς
αγοραπωλησίες όλων των μορφών.

Οι αιτίες αυτής της επιτυχίας είναι ποικίλες. ενδεικτικά αναφέρονται:

 Η αποτελεσματική εξυπηρέτηση των σκοπών για τους οποίους


δημιουργήθηκε.

63
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

 Η μακροχρόνια χρήση της πίστωσης, που οδήγησε στην πλήρη


τελειοποίησή της από τις τράπεζες.

 Η διεθνής ομοιομορφία των διαδικασιών της.

 Η ύπαρξη ενιαίων κανόνων για τη διεκπεραίωση της εργασίας.

 Η ευελιξία και προσαρμοστικότητα του μέσου στο εξελισσόμενο διεθνές


περιβάλλον και στις ανάγκες της κάθε συγκεκριμένης συναλλαγής.

7.1.1 Έννοια και νομική φύση

Η πίστωση έναντι εγγράφων είναι το πιο περίπλοκο μέσο διακανονισμού


πληρωμών του διεθνούς εμπορίου. αυτό οφείλεται τόσο στην πλειάδα των
προσώπων που εμπλέκονται σ' αυτήν, όσο και στην πολλαπλότητα των
σκοπών που εξυπηρετούνται. Με την πίστωση, μια τράπεζα (εκδότρια
τράπεζα), ύστερα από αίτηση ενός πελάτη της (εντολέα της πίστωσης),
αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει σε τρίτο (δικαιούχο της πίστωσης)
ένα ποσό χρημάτων, με την παράδοση από αυτόν ορισμένων εγγράφων και
την τήρηση ορισμένων όρων. Η υποχρέωση της τράπεζας (και το αντίστοιχο
δικαίωμα του δικαιούχου) υπόκεινται κατά κανόνα σε αποσβεστική προθεσμία.

Τα τρία κύρια πρόσωπα της πίστωσης είναι ο εντολέας, η εκδότρια τράπεζα και
ο δικαιούχος. Μεταξύ τους ιδρύονται και λειτουργούν διμερείς έννομες σχέσεις
που συναπαρτίζουν το θεσμό της πίστωσης. Μεταξύ του εντολέα και του
δικαιούχου της πίστωσης συνάπτεται η λεγόμενη βασική σχέση ή σχέση αιτίας.
πρόκειται συνήθως για διεθνή αγοραπωλησία που προβλέπει ως τρόπο
διακανονισμού του τιμήματος την έκδοση (άνοιγμα) τραπεζικής ενέγγυας
πίστωσης. Ο εντολέας και η εκδότρια τράπεζα συνδέονται με σύμβαση, που
έχει ως αντικείμενο την έκδοση της πίστωσης από την τράπεζα (σύμβαση
ανοίγματος). Τέλος, η εκδότρια και ο δικαιούχος είναι τα μέρη έννομης σχέσης
που αποτελεί την κυρίως πίστωση. Το περιεχόμενο της σχέσης αυτής ορίζεται
από το κείμενο της πίστωσης.

Εκτός από τα τρία κύρια πρόσωπα, στην πίστωση μετέχουν και ορισμένα άλλα,
που ποικίλλουν ανάλογα με τη μορφή και τις ειδικότερες ανάγκες της. Έτσι, η

64
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

τριμερής κύρια σχέση μετατρέπεται σε πολυμερή, με αποτέλεσμα τη


δημιουργία επιμέρους ερμηνευτικών ζητημάτων.

Η ερμηνευτική προσέγγιση της πίστωσης επιχειρείται μέσω του προσδιορισμού


της νομικής της φύσης. Οι θεωρίες που διατυπώθηκαν ακολουθούν δύο κύριες
τάσεις: Η πρώτη επιχειρεί να κατατάξει την πίστωση στις γνωστές κατηγορίες
του κλασικού αστικού δικαίου. η δεύτερη αποδίδει σ' αυτό ιδιαίτερη, sui generis
νομική φύση. Η κρατούσα άποψη φαίνεται να είναι αυτή που θεωρεί την
πίστωση ως είδος έκταξης (delegatio). Η ελληνική νομολογία, έπειτα από
ποικίλες διακυμάνσεις, παγίωσε τη θέση ότι η πίστωση αποτελεί μορφή έκταξης
με ευρεία έννοια.

Η σχετική συζήτηση παρουσιάζει πρακτικό ενδιαφέρον ενόψει της ανάγκης για


την επικουρική εφαρμογή κανόνων του αστικού δικαίου προκειμένου να
καλυφθούν τα κενά της νομοθετικής ρύθμισης της πίστωσης όσο και της
βούλησης των συμβαλλόμενων μερών.

Εν τούτοις, δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί η αυτόνομη λειτουργία του θεσμού,


που έχει διανύσει πολύ μεγάλη απόσταση από τις τυχόν αστικοδικαιικές ρίζες
του και, ενόψει της ιδιαίτερα μεγάλης πρακτικής εφαρμογής, του διεκδικεί πλέον
την αναγνώρισή της ιδιότυπης νομικής φύσης του. Κατά την άποψή μας, η
προσπάθεια υπαγωγής σύγχρονων και ζωντανών θεσμών της συναλλακτικής
πρακτικής σε απαρχαιωμένες συλλήψεις του κλασικού ρωμαϊκού δικαίου
αντανακλά είτε υπερβάλλουσα εμπιστοσύνη στις προορατικές ικανότητες των
ρωμαίων νομοθετών είτε την αμηχανία των εφαρμοστών του δικαίου μπροστά
στην έλλειψη ανανέωσης ζωτικής σημασίας νομοθετημάτων, όπως είναι ο
εμπορικός κώδικας. Στις περιπτώσεις αυτές είναι προτιμότερη η παρέμβαση
του νομοθέτη, με την έμπρακτη αναγνώριση της ανάγκης ρύθμισης των
καινοφανών συναλλακτικών φαινομένων με σύγχρονα νομοθετήματα.

7.1.2 Λειτουργίες της πίστωσης

Το κύριο συγκριτικό πλεονέκτημα που παρουσιάζει η πίστωση, σε σχέση με τα


άλλα μέσα διακανονισμού των διεθνών αγοραπωλησιών, είναι η δυνατότητα
που παρέχει για την παράλληλη εξυπηρέτηση πολλαπλών λειτουργιών που
ικανοποιούν ταυτόχρονα διαφορετικές ανάγκες της κάθε συναλλαγής.

65
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Οι λειτουργίες αυτές είναι κυρίως τρείς: πιστωτική, εγγυητική και αποσβεστική.

7.1.2.1 Πιστωτική λειτουργία

Ο εντολέας της πίστωσης σπάνια καταβάλλει την αξία της κατά την έκδοση.
Άλλωστε, η καταβολή αυτή δεν είναι αναγκαία, αφού ο δικαιούχος δε δικαιούται
να εισπράξει την αξία της πίστωσης πριν από την παράδοση των φορτωτικών
εγγράφων, γεγονός που προαπαιτεί τη φόρτωση των εμπορευμάτων και
συνήθως απέχει χρονικά από την ημερομηνία του ανοίγματος. Η άμεση
καταβολή δεν εξυπηρετεί τον εντολέα, και για τον πρόσθετο λόγο ότι του
αφαιρεί οικονομικά μέσα πριν από το χρόνο παραλαβής του εμπορεύματος,
περιορίζοντας έτσι τη ρευστότητα της επιχείρησής του. Για το λόγο αυτόν η
τράπεζα αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει την καταβολή του ποσού της
εκτέλεσης της πίστωσης στο δικαιούχο από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια . η
είσπραξή του από τον εντολέα αγοραστή επιδιώκεται μετά την άφιξη των
φορτωτικών εγγράφων στην εκδότρια τράπεζα. 'Έτσι, ο εντολέας καταβάλλει το
ποσό της πίστωσης σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο από αυτό της εκτέλεσης
της πίστωσης και της είσπραξης από το δικαιούχο. Κατά το χρονικό διάστημα
μεταξύ των δύο αυτών σημείων, η εκδότρια τράπεζα μετατρέπεται κατά
κυριολεξία σε δανείστρια του εντολέα.

Είναι, εξάλλου, πιθανό να συμφωνηθεί μεταξύ τους μεταγενέστερος χρόνος


εξόφλησης του ποσού της πίστωσης, ώστε να δοθεί στο δικαιούχο η
δυνατότητα να αποκτήσει τα αναγκαία κεφάλαια από την πώληση των
εμπορευμάτων. Έτσι, η πιστωτική λειτουργία της πίστωσης εκτείνεται και σε
χρόνο μεταγενέστερο από την άφιξη των φορτωτικών εγγράφων.

Η ενδεχόμενη κατάθεση ποσού χρημάτων από τον εντολέα ή τρίτο, για την
διασφάλιση της εξόφλησης της πίστωσης (περιθώριο), δε μεταβάλλει την
πιστωτική φύση της σχέσης, παρά μόνο στην περίπτωση που το ύψος και το
νόμισμα του περιθωρίου ταυτίζονται με αυτά της πίστωσης. Όμως η πίστωση
εκδίδεται σχεδόν πάντα σε αλλοδαπό νόμισμα, ενώ το περιθώριο κατατίθεται
στο νόμισμα της χώρας του εντολέα. Έτσι, δεν υπάρχει ταύτιση της

66
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

διασφάλισης της τράπεζας με τη δέσμευση που έχει αναλάβει από την


πίστωση.

7.1.2.2 Εγγυητική λειτουργία

Με την ανακοίνωση της πίστωσης η εκδότρια τράπεζα υπόσχεται στο δικαιούχο


την πληρωμή της αξίας της με την παράδοση των φορτωτικών εγγράφων. Έτσι,
πριν αυτός αποκτήσει γεγενημένο δικαίωμα για την είσπραξη του ποσού της
πίστωσης, έχει τη βεβαιότητα ότι το δικαίωμα αυτό θα γεννηθεί, εφόσον τηρήσει
τους όρους της πίστωσης. Επομένως, κατά το χρονικό διάστημα από την
ανακοίνωση της πίστωσης, μέχρι την εκτέλεσή της, αυτή λειτουργεί ως εν
ευρεία εννοία εγγύηση για την καταβολή του ποσού στο δικαιούχο.

Η εγγυητική λειτουργία είναι ουσιώδης για το θεσμό της πίστωσης, γιατί είναι
ακριβώς αυτή στην οποία κυρίως αποβλέπει ο πωλητής – δικαιούχος, όταν
ζητά από τον αγοραστή - εντολέα την έκδοση της πίστωσης (ratio contrahendi).
Η οιονεί εγγύηση που παρέχεται από την εκδότρια τράπεζα με την έκδοση της
πίστωσης διαφοροποιείται τυπικά και ουσιαστικά από την κλασική τραπεζική
εγγύηση που υλοποιείται με την έκδοση εγγυητικής επιστολής.

Ο προέχων εγγυητικός χαρακτήρας της πίστωσης εκτοπίζει, σε ορισμένες


σύγχρονες μορφές πιστώσεων, τις υπόλοιπες λειτουργίες, με αποτέλεσμα την
de facto μετατροπή της πίστωσης σε ιδιόμορφη εγγυητική επιστολή.

7.1.2.3 Αποσβεστική λειτουργία

Η φυσιολογική κατάληξη της πίστωσης είναι η εκτέλεσή της από το δικαιούχο


και η καταβολή του ποσού της σ' αυτόν από την εκδότρια τράπεζα. Η καταβολή
αυτή επιφέρει διπλό αποτέλεσμα: αποσβένει τόσο την οφειλή της εκδότριας
τράπεζας, που προκύπτει από την πίστωση, όσο και την οφειλή του εντολέα -
αγοραστή που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της βασικής σχέσης διεθνούς
αγοραπωλησίας. Η διττή αποσβεστική λειτουργία της πίστωσης αποτελεί
ιδιόρρυθμο συναλλακτικό φαινόμενο, αφού με μια και μόνη καταβολή επέρχεται
απόσβεση δύο -τυπικά ανεξάρτητων μεταξύ τους- ενοχών.

67
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Σημειώνουμε εξάλλου ότι με την καταβολή του ποσού της πίστωσης η εκδότρια
τράπεζα δεν υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δικαιούχου της πίστωσης,
αλλά αποκτά αυτόνομη απαίτηση για την είσπραξη του ποσού που κατέβαλε,
από τον εντολέα πελάτη της. Η απαίτηση αυτή εδράζεται στη σύμβαση
ανοίγματος της πίστωσης και εξασφαλίζεται εμπράγματα με ενέχυρο στα
εμπορεύματα και στα φορτωτικά έγγραφα με τα οποία αυτά αναπαριστώνται.

7.1.3 Τρόποι διαθεσιμότητας της πίστωσης

Η πίστωση καθίσταται διαθέσιμη με την εκτέλεσή της. Εν τούτοις, όλες οι


πιστώσεις δεν είναι διαθέσιμες με τον ίδιο τρόπο . οι τρόποι διαθεσιμότητας της
πίστωσης ποικίλλουν ανάλογα με τη συμφωνία εντολέα - δικαιούχου αλλά και
με την πρακτική της χώρας και της τράπεζας που εκδίδει την πίστωση.

Η σύγχρονη τραπεζική πρακτική γνωρίζει τέσσερις τρόπους διαθεσιμότητας της


πίστωσης: με πληρωμή, με διαπραγμάτευση, με αποδοχή και με προθεσμία. Οι
δύο πρώτοι αφορούν πιστώσεις άμεσης πληρωμής ενώ οι υπόλοιποι
πιστώσεις προθεσμιακής πληρωμής.

7.1.3.1 Πίστωση διαθέσιμη με πληρωμή

Πρόκειται για την απλούστερη μορφή πίστωσης κατά την εκτέλεση της οποίας,
με την παράδοση των φορτωτικών εγγράφων από το δικαιούχο, η εκδότρια
τράπεζα (ή η εξουσιοδοτημένη ανταποκρίτριά της στον τόπο του δικαιούχου)
καταβάλλει το ποσό της πίστωσης σ' αυτόν. Η καταβολή γίνεται αποκλειστικά
στο δικαιούχο, εκτός αν η πίστωση έχει χαρακτηρισθεί από την εκδότρια
τράπεζα ως μεταβιβάσιμη (transferable).

7.1.3.2 Πίστωση διαθέσιμη με διαπραγμάτευση

Ο δικαιούχος μιας πίστωσης της μορφής αυτής, προκειμένου να την εκτελέσει,


εκδίδει συναλλαγματική όψεως (τραβηκτική) (traite', draft) σε βάρος του
προσώπου που καθορίζεται στην πίστωση (συνήθως σε βάρος της εκδότριας ή
της βεβαιούσας τράπεζας). Η έκδοση του αξιογράφου επιφέρει εγχάρτωση του
πιστωτικού δικαιώματος, που είναι πλέον δυνατό να μεταβιβασθεί σε τρίτο
πρόσωπο (κομιστή με εκχώρηση του αξιογράφου ή με οπισθογράφησή του).

68
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

Είναι, βέβαια, αναγκαίο να συνοδεύεται η τραβηκτική από τη σειρά φορτωτικών


εγγράφων που προβλέπεται στην πίστωση. Η εκτέλεση της πίστωσης είναι
πλέον δυνατό να πραγματοποιηθεί από καλόπιστο κομιστή της τραβηκτικής με
τα φορτωτικά που εξέδωσε ο αρχικός δικαιούχος. Η διαπραγμάτευση της
πίστωσης από οποιαδήποτε τρίτη τράπεζα σημαίνει στην ουσία εξαγορά εκ
μέρους της των δικαιωμάτων του δικαιούχου της τραβηκτικής με φορτωτικά
απέναντι στην εκδότρια τράπεζα. Η εξαγορά αυτή, που έχει συνήθως
χρηματοδοτικό χαρακτήρα (προεξόφληση), μπορεί να αφορά και προθεσμιακή
απαίτηση, για την οποία έχει εκδοθεί αντίστοιχη τραβηκτική προθεσμίας
(usance draft).

7.1.3.3 Πίστωση διαθέσιμη με αποδοχή

Στη μορφή αυτή πίστωσης η εκδότρια τράπεζα αναλαμβάνει να αποδεχθεί και


να πληρώσει προθεσμιακές τραβηκτικές (συναλλαγματικές) που θα εκδώσει ο
δικαιούχος σε βάρος της, εφόσον συνοδεύονται από έγγραφα σύμφωνα με
τους όρους της πίστωσης. Έτσι και εδώ ο δικαιούχος οφείλει να εγχαρτώσει το
πιστωτικό του δικαίωμα με την έκδοση τραβηκτικής. Η τραβηκτική εκδίδεται
υπό προθεσμία, και η εκδότρια τράπεζα (η βεβαιούσα ή άλλο πρόσωπο που
προβλέπεται από την πίστωση) αποδέχονται την τραβηκτική υπογράφοντας
ανάλογα στο σώμα της. Μετά την αποδοχή, η υποχρέωση της εκδότριας
τράπεζας αναφέρεται είτε στην εκ μέρους της καταβολή του ποσού της
τραβηκτικής, αν αυτή είναι αποδέκτης, είτε στην εγγύηση ότι ο τρίτος
αποδέκτης θα καταβάλει το οφειλόμενο ποσό στην προβλεπόμενη ημερομηνία.
Μια ακόμη διαφορά που αφορά τη συναλλακτική πρακτική που κρατεί στη
μορφή αυτή της πίστωσης είναι ότι, μετά την εκτέλεσή της, ο δικαιούχος της
απαίτησης αποκτά συναλλαγματική που είτε έχει γίνει αποδεκτή από την
εκδότρια τράπεζα είτε είναι εγγυημένη για την πληρωμή από αυτήν. Η
συναλλαγματική αυτή, έχοντας σοβαρή διασφαλιστική αξία, μπορεί να
μεταβιβασθεί σε άλλο πρόσωπο ή και να προεξοφληθεί από το τραπεζικό
σύστημα.

69
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

7.1.3.4 Πίστωση διαθέσιμη με προθεσμία

Και με αυτή τη μορφή πίστωσης, η εκδότρια τράπεζα αναλαμβάνει απέναντι


στο δικαιούχο την υποχρέωση καταβολής του ποσού της πίστωσης σε
ορισμένη προθεσμία μετά την εκ μέρους του εκτέλεσή της. Η ομοιότητα με την
πίστωση αποδοχής έγκειται στην ύπαρξη προθεσμίας, υπάρχει όμως και μια
σοβαρή διαφορά. Επειδή δεν παρεμβάλλεται τραβηκτική για την εγχάρτωση
του πιστωτικού δικαιώματος, ο δικαιούχος δεν μπορεί να μεταβιβάσει το
δικαίωμά του σε τρίτο (εκτός αν η πίστωση έχει χαρακτηρισθεί μεταβιβάσιμη).
Μετά την εκτέλεση της πίστωσης, το γεγενημένο δικαίωμα για την είσπραξη της
αξίας της στην τακτή προθεσμία είναι δυνατό να μεταβιβασθεί μόνο σύμφωνα
με τις διατάξεις του εφαρμοστέου κατά περίπτωση δικαίου, αφού και πάλι δεν
έχει εγχαρτωθεί σε αξιόγραφο.

7.1.4 Μορφές πιστώσεων

Η μακροχρόνια τραπεζική πρακτική σε συνδυασμό με τις ανάγκες των διεθνών


συναλλαγών είχε ως αποτέλεσμα την εξέλιξη διάφορων μορφών πιστώσεων,
που καθεμιά τους επινοήθηκε για να εξυπηρετήσει εξειδικευμένες ανάγκες των
συναλλαγών ή συγκεκριμένες, ιδιόμορφες διεθνείς αγοραπωλησίες. Οι μορφές
αυτές είναι:

7.1.4.1 Ανακλητή και αμετάκλητη πίστωση

Η διάκριση των πιστώσεων σε ανακλητές και αμετάκλητες 1 προβλέπεται τόσο


από το ελληνικό ισχύον δίκαιο, όσο και από τους ΟΚΣ. Κριτήριο της διάκρισης
είναι η ύπαρξη ή μη της ευχέρειας της εκδότριας τράπεζας να υπαναχωρήσει
από την υποχρέωσή της για την καταβολή του ποσού της πίστωσης στο
δικαιούχο.

Όταν η πίστωση είναι αμετάκλητη, η εκδότρια τράπεζα δεσμεύεται με αυτήν


απέναντι στο δικαιούχο οριστικά, χωρίς να δικαιούται να υπαναχωρήσει. Η
έναρξη της δέσμευσης επέρχεται με την ανακοίνωση της πίστωσης στο
δικαιούχο, και μάλιστα όταν αυτή η ανακοίνωση περιέλθει σε γνώση του

1 Ïé áìåôÜêëçôåò ðéóôþóåéò ïíïìÜæïíôáé óôç óõíáëëáêôéêÞ ðñáêôéêÞ


"áíÝêêëçôåò".

70
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

τελευταίου. Η υποχρέωση λήγει την ημερομηνία που λήγει η προθεσμία η


οποία τίθεται στην πίστωση για την παρουσίαση των φορτωτικών εγγράφων
(εκτέλεση της πίστωσης).

Η ανακλητή πίστωση επιτρέπει στην εκδότρια τράπεζα να υπαναχωρήσει


οποτεδήποτε από τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από αυτήν. Το
δικαίωμα της ελεύθερης ανάκλησης "κατά πάντα χρόνο" (ακόμη και μετά τη
φόρτωση των εμπορευμάτων, πριν όμως από την εκτέλεση της πίστωσης)
μειώνει σημαντικά την αξιοπιστία της μορφής αυτής πίστωσης, που δεν
προσφέρει στο δικαιούχο άξια λόγου εξασφάλιση. Αυτή είναι και η κύρια αιτία
της ιδιαίτερα περιορισμένης χρήσης ανακλητών πιστώσεων.

7.1.4.2 Βεβαιωμένη πίστωση

Παρά την υψηλή διασφαλιστική της αξία, η αμετάκλητη πίστωση εξακολουθεί


να μην παρέχει πλήρη εξασφάλιση στο δικαιούχο. Η έκδοσή της
πραγματοποιείται συνήθως από τράπεζα του τόπου εγκατάστασης του
αγοραστή. η φερεγγυότητα της εκδότριας τράπεζας δεν μπορεί να ελεγχθεί
εύκολα από το δικαιούχο, ενώ η ενδεχόμενη δικαστική διεκδίκηση της
απαίτησής του από αυτήν εμφανίζεται προβληματική, αφού τον υποχρεώνει να
αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα στο εξωτερικό, με υψηλά έξοδα και αβέβαιο
αποτέλεσμα. Ο κίνδυνος από την ενδεχόμενη αφερεγγυότητα της εκδότριας
τράπεζας (τραπεζικός κίνδυνος) αυξάνεται ιδιαίτερα αν αυτή εδρεύει σε χώρα
με ασταθή οικονομική ή πολιτική κατάσταση (πολιτικός κίνδυνος). Για την
αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων (τραπεζικού και πολιτικού) και την ενίσχυση
της αξιοπιστίας της πίστωσης, είναι δυνατό να αναληφθεί υποχρέωση για την
καταβολή του ποσού της και από άλλη, εκτός από την εκδότρια, τράπεζα. Η
δεύτερη αυτή τράπεζα, που είναι συνήθως (όχι όμως και αναγκαστικά)
εγκατεστημένη στον τόπο του δικαιούχου, αναλαμβάνει, με δήλωσή της προς
αυτόν, τις ίδιες με την εκδότρια υποχρεώσεις στο πλαίσιο της συγκεκριμένης
πίστωσης. Η ενέργεια αυτή ονομάζεται βεβαίωση της πίστωσης.

Με τη βεβαίωση, ο δικαιούχος μπορεί να διεκδικήσει την απαίτησή του από δύο


τράπεζες, η μια από τις οποίες (η βεβαιούσα) είναι συνήθως της επιλογής του.
Η βεβαιούσα τράπεζα, πάλι, ευθύνεται βάσει της πίστωσης ως πρωτοφειλέτης,

71
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

κατά τον ίδιο δηλαδή τρόπο που ευθύνεται και η εκδότρια. Ο δικαιούχος είναι
δυνατό να ζητήσει καταβολή επιλεκτικά από την εκδότρια ή τη βεβαιούσα
τράπεζα, συνήθως όμως προτιμά να εμφανίσει τα φορτωτικά έγγραφα στη
βεβαιούσα, η οποία καταβάλλει το ποσό από δικά της διαθέσιμα και ζητά στη
συνέχεια την κάλυψή της από την εκδότρια.

Από νομική άποψη, η βεβαίωση της πίστωσης αποτελεί κατά την άποψή μας
σωρευτική αναδοχή χρέους κατά το ΑΚ 477. Εξάλλου, αποτέλεσμα της
βεβαίωσης είναι και η μετατροπή της τριμερούς πιστωτικής σχέσης σε
τετραμερή, με την προσθήκη της βεβαιούσας τράπεζας σ' αυτήν.

Εξαιτίας του δεσμευτικού χαρακτήρα της βεβαίωσης, αυτή δεν είναι νοητή σε
πιστώσεις που δε δεσμεύουν ούτε την εκδότρια τράπεζα, όπως είναι οι
ανακλητές. Εξάλλου, προϋπόθεση για τη βεβαίωση της πίστωσης είναι,
σύμφωνα με τους ΟΚΣ και την τραπεζική πρακτική, η αίτηση της εκδότριας
.
τράπεζας πάντως, η τράπεζα που βεβαιώνει την πίστωση, δεσμεύεται από
αυτήν, ανεξάρτητα από το αν της ζητήθηκε η βεβαίωση ή όχι. Η άποψη αυτή
είναι συνεπής και με τις ρυθμίσεις περί αναδοχής χρέους, σύμφωνα με τις
οποίες δεν απαιτείται η σύμπραξη του αρχικού οφειλέτη για την αναδοχή του
χρέους.

Η πίστωση που δεν έχει βεβαιωθεί ονομάζεται ανεπιβεβαίωτη . πάντως, ο όρος


αυτός δεν έχει ιδιαίτερη πρακτική εφαρμογή.

7.1.4.3 Μεταβιβάσιμη πίστωση

Είναι ενδεχόμενο ο δικαιούχος της πίστωσης να μην είναι προμηθευτής των


εμπορευμάτων κατά ένα μέρος ή και στο σύνολό τους. Στις περιπτώσεις αυτές
είναι δυνατό να παρασχεθεί από την εκδότρια τράπεζα (σύμφωνα με οδηγίες
του εντολέα-αγοραστή) στον αρχικό δικαιούχο της πίστωσης η δυνατότητα να
μεταβιβάσει τα δικαιώματά του σε τρίτο πρόσωπο, που υποκαθίσταται έτσι στα
δικαιώματα του αρχικού δικαιούχου (υποκατάστατος δικαιούχος). Η προσθήκη
τέτοιου όρου στην πίστωση τη μετατρέπει σε μεταβιβάσιμη.

Η μεταβίβαση της πίστωσης από νομικής πλευράς συνιστά κατά την άποψή
μας μεταβίβαση εκτάξεως (κατά το άρθρο 885 ΑΚ). Η άποψη αυτή είναι

72
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

συνεπής και με την κρατούσα άποψη που θεωρεί την πίστωση ως έκταξη με
ευρεία έννοια. Δεν αποτελεί εκχώρηση απαιτήσεως (ΑΚ 455 επ), επειδή στην
εκχώρηση δεν απαιτείται συναίνεση του οφειλέτη, ενώ η μεταβίβαση της
πίστωσης προϋποθέτει τη συναίνεση της εκδότριας τράπεζας, εφόσον μάλιστα
η απαίτηση του δικαιούχου της πίστωσης τελεί υπό αναβλητική αίρεση που
είναι προσωποπαγής και δεν είναι δυνατό να μετατραπεί χωρίς τη σύμπραξη
της εκδότριας τράπεζας.

7.1.4.4 Πίστωση με ρήτρα προκαταβολής

Πρόκειται για πίστωση που επιτρέπει στο δικαιούχο να εισπράξει την αξία της
(ή ένα μέρος της) χωρίς να παραδώσει φορτωτικά έγγραφα . έχει έτσι δικαίωμα
να λάβει ως προκαταβολή μέρος ή το σύνολο της αξίας της πίστωσης, πριν
από τη φόρτωση των εμπορευμάτων. Η προκαταβολή αυτή χρησιμοποιείται ως
μέσο χρηματοδότησης του δικαιούχου για την προετοιμασία των
εμπορευμάτων ή την προμήθειά τους από τρίτα πρόσωπα. Από νομική άποψη
η μορφή αυτή πίστωσης λειτουργεί κυρίως πιστωτικά και λιγότερο εγγυητικά,
αφού ο δικαιούχος μπορεί να εισπράξει την αξία της αμέσως μετά την
ανακοίνωση, χωρίς να αναμείνει τη φόρτωση και την εκτέλεση. Ο εντολέας
όμως αναλαμβάνει αυξημένο κίνδυνο, αφού είναι ενδεχόμενο να μη φορτωθούν
ποτέ τα εμπορεύματα και να απαιτηθεί δικαστική διεκδίκηση της προκαταβολής
από τον -κακόπιστο- δικαιούχο. Ο κίνδυνος αυτός είναι δυνατό να αποσοβηθεί
με την παροχή εγγύησης εκ μέρους του τελευταίου. Η πίστωση με ρήτρα
προκαταβολής αποτελεής δημιούργημα της τραπεζικής πρακτικής του
Λονδίνου (London Practice). Επειδή η ρήτρα αναγραφόταν στο κείμενό τους με
μελάνη ερυθρού χρώματος, οι πιστώσεις της μορφής αυτής ονομάσθηκαν
πιστώσεις ερυθράς ρήτρας (Red Clause Letters of Credit).

7.1.4.5 Επαναληπτική πίστωση

Όταν έχει συμφωνηθεί η πραγματοποίηση σειράς ομοιόποσων παραδόσεων


του ίδιου εμπορεύματος, είναι δυνατό να ανοιγεί πίστωση για την πρώτη όμοια
φόρτωση, που να ανανεώνεται αυτόματα για νέα φόρτωση μετά την εκτέλεση
της προηγούμενης, μέχρι τη συμπλήρωση ορισμένου ανώτατου ύψους. Οι
πιστώσεις αυτές ονομάζονται επαναληπτικές και χρησιμοποιούνται για λόγους

73
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

οικονομίας στην ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των τραπεζών. Ο πιστωτικός


κίνδυνος ισούται με το ύψος του αθροίσματος των φορτώσεων που
επιτρέπονται από την πίστωση.

7.1.4.6 Βοηθητική πίστωση

Η μορφή αυτή πίστωσης, γνωστή στην τραπεζική πρακτική και ως πίστωση


αντιστήριξης (back-to-back ή ancillary credit), χρησιμοποιείται ως μέσο
πληρωμής στις λεγόμενες "τριγωνικές συναλλαγές", όταν δηλαδή μεταξύ του
προμηθευτή του εμπορεύματος και του τελικού παραλήπτη μεσολαβεί τρίτος,
που αγοράζει από τον προμηθευτή και μεταπωλεί στον τελικό παραλήπτη. Αν ο
τελικός παραλήπτης έχει ανοίξει πίστωση για την πληρωμή της αξίας του
εμπορεύματος με δικαιούχο το μεσολαβητή, ο τελευταίος είναι δυνατό να
ζητήσει να ανοιχθεί δεύτερη πίστωση, με δικαιούχο τον προμηθευτή του
εμπορεύματος. Η δεύτερη αυτή πίστωση πρέπει να είναι απόλυτα συμβατή με
την αρχική, ώστε να είναι δυνατό να χρησιμοποιήσει ο μεσολαβητής τα
φορτωτικά έγγραφα που θα παραλάβει για να την εκτελέσει. Στην τραπεζική
πρακτική η πίστωση αυτή καλείται βοηθητική. Οι βοηθητικές πιστώσει
αποκαλούνται στη διεθνή τραπεζική ορολογία “Back to Back”, επειδή
στηρίζονται, ως προς τις εξασφαλίσεις της εκδότριας τράπεζας, σε μια άλλη
πίστωση, την κύρια πίστωση. Η εμπορική συναλλαγή που υποστηρίζεται από
τις πιστώσεις αυτές είναι τριγωνικές, όπως και στις μεταβιβάσιμες πιστώσεις,
με τη διαφορά ότι αντίθετα με τη μεταβιβάσιμη πίστωση, εδώ ο εντολέας –
αγοραστής συνήθως αγνοεί ότι ο παραγωγός των εμπορευμάτων είναι άλλος
από τον προμηθευτή του.

Συνήθως η εκδότρια τράπεζα της δεύτερης πίστωσης δεν έχει άλλη εξασφάλιση
από την αρχική πίστωση. Η βοηθητική πίστωση αποτελεί ιδιαίτερα προηγμένη
μορφή τραπεζικής μεσολάβησης, που εξυπηρετεί κυρίως το διαμεσολαβητικό
εμπόριο. Από νομικής πλευράς όμως δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια
δεύτερη πίστωση, της οποίας η εκδότρια τράπεζα χρησιμοποιεί ως εξασφάλιση
μια προϋπάρχουσα πίστωση.

74
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

7.1.4.7 Πίστωση ετοιμότητας

Η πίστωση ετοιμότητας (stand-by documentary credit) αποτελεί τη νεότερη


χρονικά μορφή πίστωσης.Η κύρια ιδιομορφία της έγκειται στο είδος της βασικής
σχέσης την οποία εξυπηρετεί. Ενώ η παραδοσιακή πίστωση εξυπηρετεί
σύμβαση διεθνούς αγοραπωλησίας, όπου η εγγυητική και η αποσβεστική
λειτουργία της αποτελούν εξίσου τη ratio contrahendi του εντολέα, η πίστωση
αναμονής είναι ουσιαστικά μια διεθνής εγγυητική επιστολή "σε πρώτη ζήτηση"
(on first demand), που αποβλέπει στην παροχή εγγύησης προς το δικαιούχο
υπέρ του εντολέα. Οι αιτίες της παροχής της εγγύησης ποικίλλουν: συνήθως
αντικείμενο της εγγύησης είναι η καλή εκτέλεση μιας σύμβασης έργου ή μιας
διεθνούς αγοραπωλησίας από τον πωλητή ή, τέλος, η εμπρόθεσμη καταβολή
μιας υποχρέωσης του εντολέα. Έτσι, η πίστωση προορίζεται να λειτουργήσει
εγγυητικά, ενώ η εκτέλεσή της -που είναι ουσιαστικά κατάπτωση της εγγύησης-
δεν αποτελεί την αναγκαία (αλλά ούτε και την επιθυμητή) κατάληξή της.

Οι πιστώσεις αναμονής αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της ευελιξίας του


θεσμού και των δυνατοτήτων που εμπεριέχει "δυνάμει" για την εξυπηρέτηση
πλειάδας διακεκριμένων μορφών διεθνών συναλλαγών, πέρα από την
παραδοσιακή διεθνή αγοραπωλησία.

7.1.5 Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Από τη σύντομη παρουσίαση της πίστωσης, των λειτουργιών της, των μορφών
με τις οποίες εμφανίζεται στη σύγχρονη τραπεζική πρακτική και των
ιδιαιτεροτήτων της κάθε μορφής προκύπτει το κύριο προσόν της πίστωσης,
που μπορεί επιγραμματικά να ονομασθεί "ευπροσάρμοστη ομοιομορφία". Ο
βασικός τύπος της πίστωσης παραμένει αναλλοίωτος, επιτρέποντας στους
συναλλασσομένους και στις τράπεζες να επωφεληθούν από την ασφάλεια και
το χαμηλό κόστος που προσφέρει η ομοιομορφία των διαδικασιών και η
συνακόλουθη τυποποίησή τους. παράλληλα παρέχεται η δυνατότητα για την
προσαρμογή της κάθε μεμονωμένης πίστωσης στις ανάγκες της διεθνούς
συναλλαγής που πρόκειται να εξυπηρετήσει. Αυτή είναι η αιτία για τη
διαμόρφωση πολυάριθμων μορφών πιστώσεων, συμβατών με τους επιμέρους
τύπους διεθνών συναλλαγών που εξυπηρετούν. Αναφέρεται χαρακτηριστικά η

75
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

περίπτωση των «anticipatory documentary credits» που χρησιμοποιούνται σε


ορισμένα μέρη της γής, όπως η Αυστραλία και η Ν. Αφρική. Ο σκοπός τους
είναι να δώσουν στο δικαιούχο (που δεν είναι παραγωγός των εμπορευμάτων
αλλά τα προμηθεύεται από την εσωτερική αγορά) τη δυνατότητα να εξοφλήσει
την αξία των εμπορευμάτων στους προμηθευτές του, εισπράττοντας τμηματικά
τη αξία της πίστωσης πριν από τη φόρτωση. Αυτό επιτυγχάνεται με τη
δυνατότητα που παρέχεται στο δικαιούχο να εισπράξει το ποσό της πίστωσης,
παραδίδοντας έγγραφα που αποδεικνύουν την ύπαρξη και αποθήκευση των
εμπορευμάτων π.χ. τίτλους γενικών αποθηκών.

Οι μορφές αυτές δεν αποτελούν numerus clausus και επινοούνται, επικρατούν


και εξαφανίζονται, ακολουθώντας τις εξελίξεις της πρακτικής των διεθνών
συναλλαγών που εξυπηρετούν. Γι' αυτό και η τυποποίηση των ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών τους είναι περιορισμένη και προσεκτική, αφού υπόκειται
πάντοτε στο ενδεχόμενο της de facto αναθεώρησης.

76
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

INCOTERMS 2010

77
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

EXW
ΕΚ ΤΟΥ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟΥ
(… κατονομαζόμενος τόπος)

«Εκ του εργοταξίου» σημαίνει ότι ο πωλητής παραδίδει όταν το εμπόρευμα


τεθεί στη διάθεση του αγοραστή στις εγκαταστάσεις του πωλητή ή σε άλλο
κατονομαζόμενο τόπο (π.χ. εργοτάξιο, εργοστάσιο, αποθήκη κ.λ.π.) μη
εκτελωνισμένο προς εξαγωγή και πριν από τη φόρτωσή του σε κάποιο όχημα.

Συνεπώς, ο όρος αυτός αντιπροσωπεύει τις ελάχιστες υποχρεώσεις για τον


πωλητή και ο αγοραστής υποχρεούται να αναλάβει όλα τα έξοδα και τους
κινδύνους που σχετίζονται με την παραλαβή του εμπορεύματος από τις
εγκαταστάσεις του πωλητή.

Όμως, αν τα συμβαλλόμενα μέρη επιθυμούν να είναι ο πωλητής υπεύθυνος για


τη φόρτωση του εμπορεύματος κατά την αναχώρηση και να αναλάβει τον
κίνδυνο και τα έξοδα αυτής της φόρτωσης, θα πρέπει να το καταστήσουν
σαφές με ρητή προς τούτο αναφορά στο συμβόλαιο πώλησης. Ο όρος αυτός
δεν πρέπει να χρησιμοποιείται όταν ο αγοραστής δεν μπορεί να αναλάβει
αμέσως ή εμμέσως τις εξαγωγικές διατυπώσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα
πρέπει να χρησιμοποιείται ο όρος FCA, με την προϋπόθεση ότι ο πωλητής
συμφωνεί να φορτώσει με δικά του έξοδα και κίνδυνο.

78
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

FCA
ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΦΟΡΕΑ
(… κατονομαζόμενος τόπος)

«Ελεύθερο στο Μεταφορέα» σημαίνει ότι ο πωλητής παραδίδει το εμπόρευμα,


εκτελωνισμένο για εξαγωγή, στον κατονομαζόμενο από τον αγοραστή
μεταφορέα στον υποδειχθέντα τόπο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο επιλεγείς
τόπος παράδοσης έχει επίδραση στις υποχρεώσεις της φόρτωσης και της
εκφόρτωσης του εμπορεύματος στον τόπο αυτό. Αν η παράδοση λαμβάνει
χώρα στις εγκαταστάσεις του πωλητή, ο πωλητής είναι υπεύθυνος για τη
φόρτωση. Αν η παράδοση λαμβάνει χώρα σε οποιοδήποτε άλλο μέρος, ο
πωλητής δεν είναι υπεύθυνος για τη φόρτωση.

Ο όρος αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανεξαρτήτως τρόπου μεταφοράς,


συμπεριλαμβανομένης και της πολλαπλής μεταφοράς.

«Μεταφορέας» σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο, σε μια σύμβαση μεταφοράς,


αναλαμβάνει να εκτελέσει ή φροντίζει για να εκτελεστεί μεταφορά
σιδηροδρομική, οδική, αεροπορική, θαλάσσια, δι’ εσωτερικής υδάτινης οδού ή
με συνδυασμό αυτών των τρόπων.

Αν ο αγοραστής κατονομάσει ένα πρόσωπο διαφορετικό από τον μεταφορέα


για την παραλαβή του εμπορεύματος, ο πωλητής θεωρείται ότι έχει
εκπληρώσει την υποχρέωσή του να παραδώσει το εμπόρευμα, όταν το
παραδώσει στο πρόσωπο αυτό.

79
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

FAS
ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ
(… κατονομαζόμενο λιμάνι φόρτωσης)

«Ελεύθερο Παραπλεύρως του Πλοίου» σημαίνει ότι ο πωλητής παραδίδει όταν


το εμπόρευμα έχει εναποτεθεί παραπλεύρως του πλοίου στο κατονομαζόμενο
λιμάνι φόρτωσης. Αυτό σημαίνει ότι ο αγοραστής υποχρεούται να αναλάβει όλα
τα έξοδα και τους κινδύνους της απώλειας ή ζημίας του εμπορεύματος από τη
στιγμή αυτή.

Ο όρος FAS απαιτεί από τον πωλητή να εκτελωνίσει το εμπόρευμα προς


εξαγωγή.

ΑΥΤΟ ΣΥΝΙΣΤΑ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ INCOTERMS ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΑΠΑΙΤΟΥΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΩΛΗΤΗ
ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΣΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΤΕΛΩΝΙΣΜΟ ΠΡΟΣ ΕΞΑΓΩΓΗ

Όμως, αν τα συμβαλλόμενα μέρη επιθυμούν να εκτελωνίσει το εμπόρευμα


προς εξαγωγή ο αγοραστής, θα πρέπει να το καταστήσουν σαφές με ρητή
προς τούτο αναφορά στο συμβόλαιο πώλησης.

Ο όρος αυτός μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο για μεταφορές δια θαλάσσης ή


δι’ εσωτερικής υδάτινης οδού.

80
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

DAT
– DELIVERED AT TERMINAL

ΠΑΡΑΔΟΤΕΟ ΣΕ ΤΕΡΜΑΤΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ


(… κατονομαζόμενος σταθμός στον τόπο προορισμού)

«Παραδοτέο σε Τερματικό Σταθμό» σημαίνει ότι ο πωλητής παραδίδει όταν


τα εμπορεύματα αφού εκφορτωθούν από το αφιχθέν μεταφορικό μέσο,
τίθενται στη διάθεση του αγοραστή στον κατονομαζόμενο τερματικό σταθμό
του τόπου προορισμού. Ο όρος «Τερματικός Σταθμός» περιλαμβάνει
οποιονδήποτε χώρο, στεγασμένο ή μη, όπως αποβάθρα, αποθήκη, σταθμό
εμπορευματοκιβωτίων, σιδηροδρομικό σταθμό ή αεροδρόμιο.
Ο πωλητής φέρει τα έξοδα και τον κίνδυνο για την μεταφορά και την
εκφόρτωση των εμπορευμάτων στον τερματικό σταθμό.
Ο πωλητής οφείλει να εκτελωνίσει το εμπόρευμα για εξαγωγή, όχι όμως και
προς εισαγωγή στη χώρα προορισμού.

81
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

DAP
DELIVERED AT PLACE
ΠΑΡΑΔΟΤΕΟ ΣΕ ΤΟΠΟ
(… κατονομαζόμενος τόπος προορισμού)

«Παραδοτέο σε Τόπο» σημαίνει ότι ο πωλητής παραδίδει όταν το


εμπόρευμα τεθεί στη διάθεση του αγοραστή επί του αφιχθέντος
μεταφορικού μέσου έτοιμο προς εκφόρτωση, μη εκτελωνισμένο προς
εισαγωγή, στον κατονομαζόμενο τόπο προορισμού. Ο πωλητής οφείλει να
αναλάβει το κόστος και τον κίνδυνο που σχετίζεται με τη μεταφορά του
εμπορεύματος μέχρι τον κατονομαζόμενο τόπο προορισμού και πριν από
την εκφόρτωση.
Αν και δεν επιβαρύνεται με το κόστος εκφόρτωσης, ο πωλητής δε δικαιούται
να διεκδικήσει επιστροφή του από τον αγοραστή, αν το έχει προκαταβάλει.

82
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

FOB
ΕΛΕΥΘΕΡΟ EΠΙ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ
(… κατονομαζόμενο λιμάνι φόρτωσης)

«Ελεύθερο Επί του Πλοίου» σημαίνει ότι ο πωλητής παραδίδει όταν το


εμπόρευμα φορτωθεί επί του πλοίου στο κατονομαζόμενο λιμάνι φόρτωσης.
Αυτό σημαίνει ότι ο πωλητής υποχρεούται να αναλάβει όλα τα έξοδα και τους
κινδύνους της απώλειας ή ζημίας του εμπορεύματος από τη στιγμή αυτή. Ο
όρος FOB απαιτεί από τον πωλητή να εκτελωνίσει το εμπόρευμα προς
εξαγωγή. Ο όρος αυτός μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο για μεταφορές δια
θαλάσσης ή δι’ εσωτερικής υδάτινης οδού. Αν δεν είναι στις προθέσεις των
συμβαλλομένων μερών η παράδοση του εμπορεύματος να γίνεται πάνω στο
πλοίο, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιείται ο όρος FCA.

83
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

CFR
ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΝΑΥΛΟΣ
(… κατονομαζόμενο λιμάνι προορισμού)

«Αξία και Ναύλος» σημαίνει ότι ο πωλητής παραδίδει όταν το εμπόρευμα


φορτωθεί επί του πλοίου στο κατονομαζόμενο λιμάνι φόρτωσης.

Ο πωλητής υποχρεούται να πληρώσει τα έξοδα και τον ναύλο που απαιτείται


για να μεταφερθεί το εμπόρευμα μέχρι το κατονομαζόμενο λιμάνι προορισμού
ΑΛΛΑ ο κίνδυνος της απώλειας ή ζημίας του εμπορεύματος καθώς επίσης και
οποιαδήποτε συμπληρωματικά έξοδα που συνδέονται με γεγονότα που
επήλθαν μετά τον χρόνο παράδοσης, μεταβιβάζονται από τον πωλητή στον
αγοραστή.

Ο όρος CFR απαιτεί από τον πωλητή να εκτελωνίσει το εμπόρευμα προς


εξαγωγή.

Ο όρος αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για μεταφορές δια θαλάσσης ή


δι’ εσωτερικής υδάτινης οδού. Αν δεν είναι στις προθέσεις των συμβαλλομένων
μερών η παράδοση του εμπορεύματος να γίνεται πάνω από το κιγκλίδωμα του
πλοίου, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιείται ο όρος CPT.

84
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

CIF
ΑΞΙΑ, ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΝΑΥΛΟΣ
(… κατονομαζόμενο λιμάνι προορισμού)

«Αξία, Ασφάλεια και Ναύλος» σημαίνει ότι ο πωλητής παραδίδει όταν το


εμπόρευμα φορτωθεί επί του πλοίου στο κατονομαζόμενο λιμάνι φόρτωσης.

Ο πωλητής υποχρεούται να πληρώσει τα έξοδα και τον ναύλο που απαιτείται


για να μεταφερθεί το εμπόρευμα μέχρι το κατονομαζόμενο λιμάνι προορισμού
ΑΛΛΑ ο κίνδυνος της απώλειας ή ζημίας του εμπορεύματος καθώς επίσης και
οποιαδήποτε συμπληρωματικά έξοδα που συνδέονται με γεγονότα που
επήλθαν μετά τον χρόνο παράδοσης, μεταβιβάζονται από τον πωλητή στον
αγοραστή. Εντούτοις, στον όρο CIF ο πωλητής οφείλει επίσης να προμηθευτεί
ασφαλιστήριο θαλάσσιας μεταφοράς προς κάλυψη των κινδύνων του αγοραστή
από απώλεια ή ζημία του εμπορεύματος κατά τη μεταφορά.

Συνεπώς, ο πωλητής συνάπτει σύμβαση ασφάλισης και καταβάλλει το


ασφάλιστρο. Ο αγοραστής θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι σύμφωνα με τον όρο
CIF ο πωλητής υποχρεούται να προμηθευτεί ασφαλιστήριο μόνο με τις
ελάχιστες καλύψεις. Αν ο αγοραστής επιθυμεί να προστατευτεί με μεγαλύτερες
καλύψεις, θα χρειαστεί είτε να συμφωνήσει ρητά κάτι τέτοιο με τον πωλητή είτε
να προχωρήσει ίδιος σε επιπρόσθετη ασφαλιστική συμφωνία.

Ο όρος CIF απαιτεί από τον πωλητή να εκτελωνίσει το εμπόρευμα προς


εξαγωγή.

Ο όρος αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για μεταφορές δια θαλάσσης ή


δι’ εσωτερικής υδάτινης οδού. Αν δεν είναι στις προθέσεις των συμβαλλομένων
μερών η παράδοση του εμπορεύματος να γίνεται επί του πλοίου, τότε θα
πρέπει να χρησιμοποιείται ο όρος CΙP.

85
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

CPT
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΩΜΕΝΗ ΜΕΧΡΙ
(… κατονομαζόμενος τόπος προορισμού)

«Μεταφορά πληρωμένη μέχρι» σημαίνει ότι ο πωλητής παραδίδει το


εμπόρευμα στον μεταφορέα που ο ίδιος κατονόμασε αλλά ο πωλητής οφείλει
επιπλέον να πληρώσει το κόστος της μεταφοράς που απαιτείται για να
αποσταλεί το εμπόρευμα στον κατονομαζόμενο τόπο προορισμού. Αυτό
σημαίνει ότι ο αγοραστής αναλαμβάνει όλους τους κινδύνους και οποιαδήποτε
άλλα έξοδα ανακύψουν από τη στιγμή που το εμπόρευμα έχει παραδοθεί κατά
τα ανωτέρω.

Ως «μεταφορέας» νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο, σε μια σύμβαση


μεταφοράς, αναλαμβάνει να εκτελέσει ή φροντίζει για μεταφορά να εκτελεστεί
μεταφορά σιδηροδρομική, οδική, αεροπορική, θαλάσσια, δι΄ εσωτερικής
υδάτινης οδού ή με συνδυασμό των τρόπων αυτών.

Αν για τη μεταφορά μέχρι τον συμφωνημένο προορισμό χρησιμοποιούνται


περισσότεροι του ενός μεταφορείς, ο κίνδυνος μεταβιβάζεται όταν το
εμπόρευμα παραδοθεί στον πρώτο μεταφορέα.

Ο όρος CPT απαιτεί από τον πωλητή να εκτελωνίσει το εμπόρευμα προς


εξαγωγή.

Ο όρος αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιονδήποτε τύπο μεταφοράς,


συμπεριλαμβανομένης και της πολλαπλής μεταφοράς.

86
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

CIP
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΠΛΗΡΩΜΕΝΗ ΜΕΧΡΙ
(… κατονομαζόμενος τόπος προορισμού)

«Μεταφορά και Ασφάλεια πληρωμένη» σημαίνει ότι ο πωλητής παραδίδει το


εμπόρευμα
στον μεταφορέα που ο ίδιος κατονόμασε αλλά ο πωλητής οφείλει επιπλέον να
πληρώσει το κόστος της μεταφοράς που απαιτείται για να αποσταλεί το
εμπόρευμα στον κατονομαζόμενο τόπο προορισμού. Αυτό σημαίνει ότι ο
αγοραστής αναλαμβάνει όλους τους κινδύνους και οποιαδήποτε άλλα έξοδα
ανακύψουν από τη στιγμή που το εμπόρευμα έχει παραδοθεί κατά τα ανωτέρω.
Όμως, με το όρο CIP ο πωλητής οφείλει επίσης να προμηθευτεί ασφαλιστήριο
προς κάλυψη των κινδύνων του αγοραστή από απώλεια ή ζημία του
εμπορεύματος κατά τη μεταφορά.

Συνεπώς, ο πωλητής συνάπτει σύμβαση ασφάλισης και καταβάλλει το


ασφάλιστρο.

Ο αγοραστής θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι σύμφωνα με τον όρο CIP ο


πωλητής υποχρεούται να προμηθευτεί ασφαλιστήριο μόνο με τις ελάχιστες
καλύψεις. Αν ο αγοραστής επιθυμεί να προστατευτεί με μεγαλύτερες καλύψεις,
θα χρειαστεί είτε να συμφωνήσει ρητά κάτι τέτοιο με τον πωλητή είτε να
προχωρήσει ίδιος σε επιπρόσθετη ασφαλιστική συμφωνία.

Ως «μεταφορέας» νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο, σε μια σύμβαση


μεταφοράς, αναλαμβάνει να εκτελέσει ή φροντίζει για μεταφορά να εκτελεστεί
μεταφορά σιδηροδρομική, οδική, αεροπορική, θαλάσσια, δι΄ εσωτερικής
υδάτινης οδού ή με συνδυασμό των τρόπων αυτών.

Αν για τη μεταφορά μέχρι τον συμφωνημένο προορισμό χρησιμοποιούνται


περισσότεροι του ενός μεταφορείς, ο κίνδυνος μεταβιβάζεται όταν το
εμπόρευμα παραδοθεί στον πρώτο μεταφορέα.

Ο όρος CIP απαιτεί από τον πωλητή να εκτελωνίσει το εμπόρευμα προς


εξαγωγή.

Ο όρος αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιονδήποτε τύπο μεταφοράς,


συμπεριλαμβανομένης και της πολλαπλής μεταφοράς.

87
Α. Αιγυπτιάδης Τεχνική Διεθνούς Εμπορίου

DDP
ΠΑΡΑΔΟΤΕΟ, ΔΑΣΜΟΣ ΠΛΗΡΩΜΈΝΟΣ
(…κατονομαζόμενος τόπος προορισμού)

«Παραδοτέο, Δασμός Πληρωμένος» σημαίνει ότι ο πωλητής παραδίδει το


εμπόρευμα στον αγοραστή, εκτελωνισμένο προς εισαγωγή και μη
εκφορτωμένο από το αφιχθέν μεταφορικό μέσο, στον κατονομαζόμενο τόπο
προορισμού. Ο πωλητής οφείλει να αναλάβει το κόστος και τον κίνδυνο που
σχετίζεται με τη μεταφορά του εμπορεύματος μέχρι εκεί,
συμπεριλαμβανομένου, όπου απαιτείται, και του «δασμού» (ο όρος
συμπεριλαμβάνει την υποχρέωση και τον κίνδυνο της διεκπεραίωσης των
τελωνειακών διαδικασιών και την πληρωμή των αμοιβών, τελωνειακών
δασμών, φόρων και λοιπών εξόδων) για την εισαγωγή στη χώρα προορισμού.

Ενώ ο όρος EXW αντιπροσωπεύει το ελάχιστο των υποχρεώσεων του πωλητή,


ο όρος DDP αντιπροσωπεύει το μέγιστο των υποχρεώσεων.

Ο όρος αυτός δεν πρέπει να χρησιμοποιείται όταν ο πωλητής δεν μπορεί


αμέσως ή εμμέσως να αποκτήσει άδεια εισαγωγής.

Όμως, αν τα μέρη επιθυμούν να εξαιρεθούν από τις υποχρεώσεις του πωλητή


κάποιες από τις δαπάνες που σχετίζονται με την εισαγωγή του εμπορεύματος
(όπως για παράδειγμα ο φόρος προστιθέμενης αξίας: ΦΠΑ), θα πρέπει να το
καταστήσουν σαφές με ρητή προς τούτο αναφορά στο συμβόλαιο πώλησης.

Αν τα μέρη επιθυμούν να αναλάβει ο αγοραστής τον κίνδυνο και τη δαπάνη της


εισαγωγής, τότε πρέπει να χρησιμοποιηθεί ο όρος DDU.

Ο όρος αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανεξαρτήτως τύπου μεταφοράς αλλά


αν η παράδοση πρόκειται να λάβει χώρα στο λιμάνι προορισμού επί του
πλοίου ή επί της αποβάθρας (προκυμαίας), τότε πρέπει να χρησιμοποιείται ο
όρος DES ή DEQ.

88

You might also like