Professional Documents
Culture Documents
Υλικό Στην Ενότητα Εκπαιδευτική Αξιολόγηση - Αξιολόγηση Του Έργου Του Εκπαιδευτικού
Υλικό Στην Ενότητα Εκπαιδευτική Αξιολόγηση - Αξιολόγηση Του Έργου Του Εκπαιδευτικού
Δημήτρης Κολοκοτρώνης
Ο Δρ. Δημήτρης Κολοκοτρώνης είναι εκπαιδευτικός
Β/θμιας εκπαίδευσης, ειδικότητας Πληροφορικής και
υπηρετεί από το 2007 ως Σχολικός Σύμβουλος. Είναι
συγγραφέας 6 βιβλίων (κάποια από τα οποία
χρησιμοποιούνται ως συγγράμματα σε Πανεπιστημιακά
τμήματα) και πάνω από 50 άρθρων σε διεθνή και
ελληνικά επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια. Η κύρια
συγγραφική του ενασχόληση αφορά στη διδακτική
μεθοδολογία και την Πληροφορική στην Εκπαίδευση.
Έχει συμμετάσχει σε πολλά ερευνητικά προγράμματα πανεπιστημίων καθώς και
στη συγγραφή διδακτικού υλικού για τη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το οποίο
διανέμεται από το ΥΠΠΕΘ. Έχει πολυετή διδακτική εμπειρία στη Δευτεροβάθμια
και την Τριτοβάθμια εκπαίδευση καθώς και στην εκπαίδευση εκπαιδευτών και
ενηλίκων. Είναι κάτοχος πτυχίου Φυσικής (Α.Π.Θ.), μεταπτυχιακού στην τεχνολογία
συστημάτων λογισμικού (τμήμα Πληροφορικής, Univ. of Sheffield), μεταπτυχιακού
«Σπουδές στην εκπαίδευση» (ΕΑΠ), μεταπτυχιακού στη Διοίκηση της Εκπαίδευσης
(Παν/μιο Αιγαίου) και διδακτορικού σε θέματα σχεδίασης, ανάπτυξης και
αξιολόγησης εκπαιδευτικού λογισμικού (Παν/μιο Θεσσαλίας).
Εκπαιδευτική αξιολόγηση & αξιολόγηση του
εκπαιδευτικού
Δρ. Δημήτρης Κολοκοτρώνης
ΣΤΟΧΟΙ
Δραστηριότητα
Μελετήστε προσεκτικά το κείμενο «Αξιολόγηση Εκπαιδευτικών Μονάδων: μια
μελέτη περίπτωσης» που υπάρχει στο τέλος της ενότητας. Στη συνέχεια,
προσπαθήστε να απαντήσετε στα ακόλουθα ερωτήματα:
α) Ποιές νομίζετε ότι είναι οι ιδιαιτερότητες στην αξιολόγηση ενός ΕΠΑΛ (σε σχέση
π.χ. μ’ ένα ΓΕΛ);
β) Μπορείτε να βρείτε και άλλους δείκτες αξιολόγησης πέραν από αυτούς που
προτείνει το συγκεκριμένο κείμενο;
γ) Συμφωνείτε με τη μεθοδολογία αξιολόγησης που ακολουθήθηκε; Μήπως
μπορείτε να υποδείξετε και κάποια άλλη;
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών σε κάποιες χώρες είναι μέρος της ζωής των
εκπαιδευτικών. Είναι αναπόσπαστο στοιχείο του επαγγελματικού κύκλου τους από
τη στιγμή που θα αποφασίσουν να ασκήσουν αυτό το επάγγελμα. Πολλές φορές
όμως, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών γίνεται αντιληπτή από τους ίδιους ως μέσο
ελέγχου αυτών, ως μέσου κινητοποίησής τους, ως μέσου λογοδοσίας τους ή ακόμα
και ως μέσου «απαλλαγής» από αυτούς, όταν οι επιδόσεις τους είναι κακές. Έτσι, η
αξιολόγηση των εκπαιδευτικών έχει πολλές φορές για τους ίδιους την εικόνα από
κάτι που εφευρέθηκε ενάντια σ’ αυτούς και όχι γι’ αυτούς.
Σύμφωνα με τον Πασιαρδή (1996) υπάρχουν διάφορες αρχές ή αξιώματα στα
οποία πρέπει να στηρίζεται ένα ολοκληρωμένο σύστημα αξιολόγησης του
εκπαιδευτικού (και τα οποία αποτελούν το επιστέγασμα πολλών διεθνών μελετών
και ερευνών). Το πιο βασικό αξίωμα της αξιολόγησης είναι ότι οι κύριες πηγές που
μπορούν να δώσουν επαρκείς και έγκυρες πληροφορίες για τη διδασκαλία του
εκπαιδευτικού είναι ο αξιολογητής (π.χ. Σχολικός Σύμβουλος ή Διευθυντής), ο ίδιος
ο εκπαιδευτικός και ο μαθητής ή οι γονείς των μαθητών. Ένα άλλο βασικό αξίωμα
της αξιολόγησης είναι ότι η αξιολόγηση δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός αλλά μια
ολοκληρωμένη διαδικασία, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει κριτήρια και όργανα με
βάση τα οποία διεξάγεται, καθώς και διαδικασίες συλλογής και ανάλυσης των
δεδομένων. Όλοι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αξιολογούνται με βάση τα ίδια
κριτήρια και με τον ίδιο τρόπο (εκτός βέβαια από αυτούς που κατέχουν διοικητικές
θέσεις, π.χ. Διευθυντές, Σχολικοί σύμβουλοι κλπ.).
Ένα άλλο αξίωμα είναι ότι όλοι οι εκπαιδευτικοί είναι ικανοί για βελτίωση
ανεξάρτητα από την πείρα που έχουν ή την ποιότητα της διδασκαλίας τους. Επίσης,
ένα σημαντικό αξίωμα είναι ότι η αξιολόγηση της διδασκαλίας απαιτεί συστηματική
παρατήρηση μέσα στην τάξη, η οποία από τη φύση της θεωρείται επέμβαση στη
διδακτική πράξη. Για το λόγο αυτό οι αξιολογητές/παρατηρητές αξιολογούν
συνήθως αυτό που ο εκπαιδευτικός μπορεί να κάνει και όχι αυτό που κάνει όταν ο
αξιολογητής δεν βρίσκεται στην τάξη. Έτσι, ακριβέστερη και αντικειμενικότερη
αξιολόγηση μπορεί να γίνει όταν χρησιμοποιηθούν πολλοί διαφορετικοί
αξιολογητές και διαφορετικές πηγές πληροφόρησης (π.χ. Διευθυντής, Σχολικός
Σύμβουλος, γονείς κ.ά.).
Ακόμη, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές (π.χ. Shadish, 1998; Πασιαρδής κ.ά.,
2005), υπάρχουν ορισμένες γενικές αρχές που πρέπει διέπουν ένα ολοκληρωμένο
σύστημα αξιολόγησης του έργου των εκπαιδευτικών:
1. Η αρχή της συμμετοχικότητας και της αντιμετώπισης του εκπαιδευτικού ως
επαγγελματία.
2. Η αρχή της αντικειμενικής και αξιοκρατικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.
3. Η αρχή της διαφοροποίησης της διαδικασίας αξιολόγησης ανάλογα με τη
θέση και τα καθήκοντα του εκπαιδευτικού.
4. Η αρχή της αποκέντρωσης.
5. Η αρχή της συνεχούς κατάρτισης των εκπαιδευτικών και των στελεχών της
εκπαίδευσης.
6. Η αρχή της επιστημονικής υποστήριξης των αξιολογικών αποτιμήσεων των
εκπαιδευτικών.
7. Η αρχή της παροχής κινήτρων στους εκπαιδευτικούς.
8. Η αρχή της διαφάνειας στις διαδικασίες αξιολόγησης.
Δραστηριότητα
Τώρα που γνωρίζετε αρκετά σχετικά με το θέμα της αξιολόγησης του
εκπαιδευτικού, προσπαθήστε να απαντήσετε στα ακόλουθα ερωτήματα:
α) Για ποιους λόγους θεωρείτε ότι, παρότι κατά καιρούς έχουν ψηφιστεί διάφοροι
νόμοι και Προεδρικά Διατάγματα για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αυτή
τελικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη;
β) Θεωρείτε ότι αυτό τελικά ωφέλησε την εκπαιδευτική κοινότητα και την
εκπαίδευση στη χώρα μας γενικότερα;
1. Bamburg, J.D. and Andrews R.L. (1991). Schools, Goals, Principal and
Achievement. School Effectiveness and School Improvement, 2 (3), 175-191.
2. Barkley, St., & Cohn, R. (1999). Professional growth plans offer alternative to
teacher checklists. The School Administrator Web Edition, στην ηλεκτρονική
διεύθυνση: www.aasa.org.
3. Bowman, M. (1999). Using peers in teacher evaluation. The School Administrator
Web Edition, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.aasa.org.
4. Campbell, R. J. (2001). Teacher Accountability: some reflections on the English
model since 1988. Πρακτικά Συνεδρίου Εκπαιδευτικού Ομίλου Κύπρου,
Λευκωσία.
5. Carr, W., & Kemmis, S. (1997). Για μια κριτική εκπαιδευτική θεωρία:
Εκπαίδευση, γνώση και έρευνα δράσης, μτφ. Α. Λαμπράκη-Παγανού, Ε.
Μηλιγκού & Κ. Ροδιάδου-Αλμπάνη. Αθήνα: Κώδικας.
6. Creemers, B.M. (1994). The effective classroom. London: Cassell.
7. Everard, K. & Morris, G. (1999). Αποτελεσματική εκπαιδευτική διοίκηση (μτφρ.
Κίκιζας, Δ.). Πάτρα: Ε.Α.Π.
8. Fielding, M. (1997). Beyond school effectiveness and school improvement:
lighting the slow fuse of possibility. The Curriculum Journal, 8(1), 7-27.
9. Freiberg, M., Zbikowski, J., & Ganser, T. (1996). Where do we go from here?
Decisions and dilemmas of teacher mentors. Paper presented at the Annual
Meeting of the American Educational Research Association, New York.
10. Fuller, B. (1987). School effects in the Third World. Review of Educational
Research, 57 (3), 255-292.
11. Haertel, E. H. (1991). New forms of teacher assessment. Review of Research in
Education, 17, 3-30.
12. Jacobson, S. (1991). Performance related pay for teachers, the American
experience. In Tomlinson (eds), Performance related pay in education, 34-54,
London: Routledge.
13. Johnson, S. M. (1986). Incentives for teachers: What motivates, what matters.
Education Administration Quarterly, 22(3), 54-79.
14. Kelly, C. (1999). The motivational impact of school based performance rewards.
Journal of Personnel Evaluation in Education, 12, 309–26.
15. Kyriakides, L. & Campbell, R.J. (2000). School self-evaluation and accountability: a
theoretical analysis. Proceedings of the 6th Annual Conference of UK Evaluation
Society, London, UK.
16. Mac Beath, J. (2001). Η αυτοαξιολόγηση στο σχολείο – Ουτοπία και πράξη (μτφρ.
Δούκας, Χ. & Πολυμεροπούλου, Ζ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
17. Nevo, D. (1994). How Can Teachers Benefit from Teacher Evaluation? Journal of
Personnel Evaluation in Education 8:109-117.
18. Pashiardis, P. (1997). Towards Effectiveness: what do secondary school leaders
need in Cyprus? British Journal of In-service education, 23(2), 267-282.
19. Peterson, K. D.; Wahlquist, C. & Bone, K. (2000). Student surveys for teacher
evaluation. Journal of Personnel Evaluation in Education, 14 (2), 135-153.
20. Scriven, M. (1974). Standards for the evaluation of educational programs and
products. In Borich, G. (eds) Evaluating educational programs and products,
Educational Technology, New Jersey: Englewood Cliffs.
21. Shadish, W. (1998). Some evaluation questions. Presidential address: Evaluation
theory. American Journal of Evaluation, 19 (1), 1-19.
22. Stronge, J. H. (1997). Evaluating Teaching: A Guide to current thinking and
practice. Thousand Oaks, California: Corwin Press.
23. Walberg, H. J. (1991). Improving school science in Advanced and Developing
Countries. Review of Educational Research, 91 (1), 25-69.
24. Wright, S.P.; Horn, S.P. & Sanders, W.L. (1997). Teacher and classroom context
effects on students’ achievement: Implications for teacher evaluation. Journal of
Personnel Evaluation in Education, 11 (1), 57-67.
25. Αγγελόπουλος, Α., Κατσαρού, Ε., Ντούρου, Κ., Οικονόμου, Π., Παππά, Θ., Σιώπα,
Χ., & Σοφιανού, Ε. (2004). Δοκιμή του φακέλου υλικού εκπαιδευομένων
(portfolio) στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Αχαρνών: Διερεύνηση των
δυνατοτήτων και των ορίων του. Πρακτικά του 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου των
Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας: Δύο χρόνια πειραματικής λειτουργίας: Διδακτικές
καινοτομίες και αναστοχασμός των πρακτικών της. Αθήνα: Γενική Γραμματεία
Εκπαίδευσης Ενηλίκων, 117-125.
26. Αθανασίου, Λ. (1990). Η αξιολόγηση του διδακτικού και εκπαιδευτικού έργου
στο σχολείο: Από τον Επιθεωρητή στο Σχολικό Σύμβουλο. Επιστημονική
Επετηρίδα του Τμήματος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 83-130.
27. Αθανασούλα-Ρέππα, Α. (2005). Η αξιολόγηση του διδακτικού έργου των
εκπαιδευτικών στην Ελλάδα. Στο Πασιαρδής, Π., Σαββίδης, Ι. & Τσάκκιρος, Α. Η
αξιολόγηση του διδακτικού έργου των εκπαιδευτικών, 39-58, Αθήνα: Έλλην.
28. Ανδρεαδάκης, Ν., Καδιανάκη, Μ. (2010). Εμπειρική μελέτη της αποτελεσματικής
διδασκαλίας και του αποτελεσματικού εκπαιδευτικού, Το Βήμα των Κοινωνικών
Επιστημών, 57, 5-30.
29. Ανδρεαδάκης, Ν., Ξανθάκου, Γ. (2006). Αυτοαξιολόγηση εκπαιδευτικού:
επιπτώσεις στο έργο του και τεχνικές που συνεισφέρουν στη συστηματοποίησή
της, Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, 49, 225-250.
30. Ανδρεαδάκης, Ν., Ξανθάκου, Γ., Καδιανάκη, Μ. (2008). Εμπειρική μελέτη των
χαρακτηριστικών αποτελεσματικού και αναποτελεσματικού εκπαιδευτικού,
Πρακτικά Συνεδρίου «Ελληνική Παιδαγωγική και Εκπαιδευτική Έρευνα», Αθήνα,
σ. 911-921.
31. Ανδρέου, Α. (1992). Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου: Βασική κατάρτιση και
επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, Αθήνα: Εκδοτικός Όμιλος Συγγραφέων-
Καθηγητών.
32. Ανδρέου, Α. (2003). Τάσεις και προσεγγίσεις για την αξιολόγηση στην
εκπαίδευση. Η λέσχη των εκπαιδευτικών, 30, 20- 23.
33. Αραμπατζής, Δ. (2002). Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση: μια πρόταση. Τα
Εκπαιδευτικά, 63-64, 190-193.
34. Βαϊνάς, Κ. (2001). Προσπάθειες ελαχιστοποίησης της υποκειμενικότητας στην
εκπαιδευτική αξιολόγηση, στο: Αξιολόγηση Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων και
Σχολείου: Εκπαιδευτική Αξιολόγηση; Πώς;, 488-494, Αθήνα: Μεταίχμιο.
35. Βερδής, Α. (2001). Αξιολόγηση, εκπαιδευτικό έργο, ποιότητα: Αποσαφηνίσεις
και συσχετίσεις. Στο: Αξιολόγηση Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων και Σχολείου:
Εκπαιδευτική Αξιολόγηση; Πώς;, 97-106, Αθήνα: Μεταίχμιο.
36. Δεληγιάννη, Α. (2002). Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού στα πλαίσια σύγχρονων
απόψεων της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, Παιδαγωγική Επιθεώρηση, 33, 28-44.
37. Δημητρόπουλος, Ε. Γ. (2002). Εκπαιδευτική Αξιολόγηση – Η αξιολόγηση της
Εκπαίδευσης και του Εκπ/κού Έργου, Αθήνα: Γρηγόρη.
38. Εκπαιδευτική Κίνηση «Δ. Γληνός», (1986). Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών,
Αθήνα: Διογένης.
39. Ζουγανέλη, Κ., Καφετζόπουλος, Κ., Σοφού, Ε. & Τσάφος, Β. (2007). Αξιολόγηση
του εκπαιδευτικού έργου, Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, Τεύχος 13.
40. Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, (2014). Επιμορφωτικό υλικό για την
αξιολόγηση στελεχών και εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης (ΠΔ 152/2013), Αθήνα.
41. Κασσωτάκης, Μ. (1989). Αξιολόγηση διδασκαλίας, Παιδαγωγική και Ψυχολογική
Εγκυκλοπαίδεια (τόμος 2ος), 617-620, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
42. Κασσωτάκης, Μ. (1992). Το αίτημα της αντικειμενικής αξιολόγησης του
εκπαιδευτικού έργου και τα προβλήματά του. Στο Ανδρέου (επιμ.) Αξιολόγηση
του εκπαιδευτικού έργου, 46-70, Αθήνα: Εκδοτικός Όμιλος Συγγραφέων-
Καθηγητών.
43. Κασσωτάκης, Μ. (2003). Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των
εκπαιδευτικών. Η λέσχη των εκπαιδευτικών, 30, 3-8.
44. Κασσωτάκης, Μ., & Φλουρής, Γ. (2005). Μάθηση και διδασκαλία. Θεωρία,
πράξη και αξιολόγηση της διδασκαλίας. Αθήνα.
45. Κατσαρού Ε., & Δεδούλη Μ. (2008). Επιμόρφωση και αξιολόγηση στο χώρο της
εκπαίδευσης. Στο πλαίσιο του Γ ΚΠΣ/ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ/ΕΝΕΡΓΕΙΑ 2.1.1/Κατηγορία
Πράξεων 2.1.1. στ: «Επιμόρφωση Στελεχών Διοίκησης της Εκπαίδευσης».
Αθήνα: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
46. Κονιόρδος, Μ. (2001). Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 22, 34-42.
47. Κουτελάκης, Χ. (2003). Σκέψεις και προτάσεις για την υποστήριξη της
αξιολόγησης στην εκπαίδευση. Τα Εκπαιδευτικά, 65-66, 250-257.
48. Κουτούζης, Μ. (1999). Γενικές αρχές Μάνατζμεντ, Τουριστική Νομοθεσία και
οργάνωση Εργοδοτικών και Συλλογικών Φορέων, Πάτρα: ΕΑΠ.
49. Κουτούζης, Μ. (2003). Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση: Εξηγήσεις και
παρεξηγήσεις. Η Λέσχη των Εκπαιδευτικών, 30, 28-29.
50. Κυριακίδης, Λ. (2001). Συμμετοχική αξιολόγηση σχολικής μονάδας για σκοπούς
βελτίωσης της αποτελεσματικότητάς της. Στο: Αξιολόγηση Εκπαιδευτικών
Προγραμμάτων και Σχολείου: Εκπαιδευτική Αξιολόγηση; Πώς;, 250-261, Αθήνα:
Μεταίχμιο.
51. Λαθούρης, Δ. (2001). Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών: Κριτική θεώρηση του
θεσμού, παρουσίαση των προβλημάτων και των προοπτικών. Τα Εκπαιδευτικά,
59-60, 223-232.
52. Μαγγόπουλος, Γ. (2005). Αξιολόγηση εκπαιδευτικών: Απόψεις των
εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Διπλωματική εργασία,
Πανεπιστήμιο Κρήτης, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης.
53. Ματσαγγούρας, Η. (2000). Η σχολική τάξη, Αθήνα.
54. Μαυρογιώργος, Γ. (1993). Εκπαιδευτικοί και Αξιολόγηση, Αθήνα: Σύγχρονη
Εκπαίδευση.
55. Νεράτζης, Ι. (2001). Τα προβλήματα που επισημαίνονται κατά την αξιολόγηση
του εκπαιδευτικού έργου και η μετατροπή τους σε προγράμματα επιμόρφωσης.
Σύγχρονη Εκπαίδευση, 118, 89-100.
56. Παλαιοκρασάς Σ., Δημητρόπουλος Σ. & Κωστάκη Α. & Βρετάκου Β., (1997).
«Αξιολόγηση της Εκπαίδευσης. Ευρωπαϊκές τάσεις και πρόταση για ένα πλαίσιο
ελληνικής πολιτικής», Κ.Π.Ε.Ε. Αθήνα : Ιων.
57. Παμουκτσόγλου, Α. (2001). Αποτελεσματικό σχολείο. Χαρακτηριστικά και
αντιλήψεις σε μια προσπάθεια αξιολόγησης του. Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών
Θεμάτων (ηλεκτρονικό περιοδικό, www.pi-schools.gr/publications/epitheorisi/
teyxos5), 5, 81-90.
58. Παπαγρηγορίου, Γ. (1985). Η αξιολόγηση στην Εκπαίδευση και η Αξιολόγηση
των Εκπαιδευτικών. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 25, 88-95.
59. Παπαδάκη, Μ. (1994). Η αξιολόγηση του έργου του εκπαιδευτικού. Τα
Εκπαιδευτικά, 34-35, 13-20.
60. Παπαδόπουλος, Σ. (1996). Οργάνωση και διοίκηση της Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης, Αθήνα: Γρηγόρη.
61. Παπαϊωάννου, Χ. (2003). Πρόταση για αξιολόγηση του εκπαιδευτικού
προσωπικού της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Εκπαιδευτικοί Προβληματισμοί,
10, 43-47.
62. Παπακωνσταντίνου, Π. (1988). Η αξιολόγηση των Εκπαιδευτικών: Από τη
Συγκρουσιακή Θεώρηση στην Αναζήτηση της Κοινωνικής Δυναμικής.
Παιδαγωγικός Λόγος και Νεοελληνική Εκπαίδευση, 76-109.
63. Παπακωνσταντίνου, Π. (1993). Εκπαιδευτικό έργο και αξιολόγηση στο σχολείο,
Αθήνα: Έκφραση.
64. Παπασταμάτης, Α. (2001). Αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών.
Παιδαγωγική Επιθεώρηση, 31, 37-64.
65. Παπαστάμου, Όλ., Σκορδή, Α. (2005). Οι κλίμακες ανέλιξης ως βάση για τη
δημιουργία ενός νέου συστήματος αξιολόγησης του διδακτικού έργου των
εκπαιδευτικών. Στο Πασιαρδής, Π., Σαββίδης, Ι. & Τσάκκιρος, Α. Η αξιολόγηση
του διδακτικού έργου των εκπαιδευτικών, 237-268, Αθήνα: Έλλην.
66. Πασιαρδής, Π. (1996). Η αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών, Αθήνα:
Γρηγόρης.
67. Πασιαρδής, Π. (2004). Εκπαιδευτική ηγεσία. Από την περίοδο της ευμενούς
αδιαφορίας στη σύγχρονη εποχή, Αθήνα: Μεταίχμιο.
68. Πασιαρδής, Π., Πασιαρδή, Γ. (2000). Αποτελεσματικά Σχολεία. Πραγματικότητα
ή ουτοπία, Αθήνα: τυπωθήτω-Δαρδανός.
69. Πασιαρδής, Π., Σαββίδης, Ι. & Τσάκκιρος, Α. (2005). Η αξιολόγηση του
διδακτικού έργου των εκπαιδευτικών, 269-296, Αθήνα: Έλλην.
70. Παστίδης, Κ., Χριστοφίδου, Ε., Χριστοφόρου, Χ. (2005). «Κλίμακες ανέλιξης»:
ένα νέο σύστημα αξιολόγησης του διδακτικού έργου των εκπαιδευτικών. Στο
Πασιαρδής, Π., Σαββίδης, Ι. & Τσάκκιρος, Α. Η αξιολόγηση του διδακτικού έργου
των εκπαιδευτικών, 269-296, Αθήνα: Έλλην.
71. Ρέππας, Χ. (2000). Εκπαιδευτική πολιτική και αξιολόγηση: Σκέψεις πάνω στην
πρόταση εσωτερικής αξιολόγησης του σχολείου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
Εκπαιδευτική Κοινότητα, 52, 22-27.
72. Ρηγοπούλου-Σεραφείμ, Ε. (2002). Αξιολόγηση εκπαιδευτικού έργου και
συναίνεση. Η Λέσχη των Εκπαιδευτικών, 28, 38-39.
73. Σιάρκος, Γ. (2003). Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου. Όρος επιτυχίας του
εκπαιδευτικού συστήματος. Τα Εκπαιδευτικά, 65-66, 175-183.
74. Σολομών, Ι. (1998). Μοντέλα και πρακτικές εκπαιδευτικής αξιολόγησης: μορφές
κοινωνικού ελέγχου και συγκρότηση παιδαγωγικών υποκειμένων. Virtual school,
The sciences of education on line, 1(2), στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
www.auth.gr/virtualschool/1.2/ TheoryResearch/CongressSolomon.html.
75. Σύφαντος, Ν. (2001). Αξιολόγηση και «καλός» εκπαιδευτικός. Εκπαιδευτική
Κοινότητα, 59, 12-13.
76. Τριλιανός, Αθ. (2000). Μεθοδολογία της Σύγχρονης Διδασκαλίας, Αθήνα: Ιδίου.
77. Τσιριγώτης, Θ. (2002). «Η αναδιάρθρωση στην εκπαίδευση», στον τόμο Η
Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση, Ποιος, ποιον και γιατί». στο Κάτσικας Χ. &
Καββαδίας Γ. (επιμ.) «Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση». Αθήνα : Σαββάλας.
78. Χανιωτάκης, Ν., Καψάλης, Α. (2002). Αξιολόγηση και επαγγελματική ανάπτυξη
του εκπαιδευτικού. Επιστήμες Αγωγής, 2/2002, 27-37.
«Αξιολόγηση Εκπαιδευτικών Μονάδων: μια
μελέτη περίπτωσης»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σαν εκπαιδευτική αξιολόγηση γενικά μπορεί να μια διαδικασία που αποσκοπεί στο να
προσδιορίσει το βαθμό υλοποίησης των στόχων ενός εκπαιδευτικού συστήματος ή των
συστατικών του μερών. Τα ζητήματα της εκπαιδευτικής αξιολόγησης βρίσκονται στο
επίκεντρο του προβληματισμού, κυρίως κατά το τελευταίο διάστημα. Aν και τα τελευταία
χρόνια στην ελληνική εκπαιδευτική κοινότητα γίνεται εκτεταμένη συζήτηση για την
αξιολόγηση, φαίνεται ότι δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί ένα αποδεκτό πλαίσιο, εντός του
οποίου αυτή η συζήτηση μπορεί να πάρει έναν εποικοδομητικό χαρακτήρα. Στο δημόσιο
λόγο κυριαρχούν συνήθως αντιλήψεις που συνδέουν τα προβλήματα που υπάρχουν στην
ελληνική εκπαίδευση με την απουσία διαδικασιών αξιολόγησης. Σύμφωνα με αυτές τις
αντιλήψεις, η εφαρμογή ενός σαφούς και αυστηρού θεσμικού πλαισίου αξιολόγησης
αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της
ελληνικής εκπαίδευσης.
Ο όρος “αξιολόγηση” επιδέχεται αρκετές ερμηνείες. Συχνά ταυτίζεται με την
αξιολόγηση της επίδοσης του σπουδαστή (μαθητή, φοιτητή κλπ.) και την αξιολόγηση του
εκπαιδευτικού και αναπόφευκτα συνδέεται με παλιές και πρόσφατες αρνητικές
αγκυλώσεις (Cheng & Tsui, 1999; Peterson et al., 2000). Πολύ λιγότερο συζητιέται η
αξιολόγηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων (όπως είναι αυτή των αναλυτικών
προγραμμάτων) ή η αξιολόγηση μιας εκπαιδευτικής μονάδας στο σύνολο των συνθετικών
που την αποτελούν, ενώ περιορισμένη αναφορά γίνεται στις διαφορετικές σχολές
αξιολόγησης σε σχέση με το θεωρητικό, το μεθοδολογικό και το πολιτικό πλαίσιο (π.χ.
Μπαγάκης, 2001). Ποιες ομοιότητες παρουσιάζει, για παράδειγμα, η αυθεντική αυτο-
αξιολόγηση ενός προγράμματος ή μιας εκπαιδευτικής μονάδας, το πλαίσιο της οποίας
καθορίζεται από τους μετέχοντες, με την εξωτερική αξιολόγηση αυτών, η οποία
προσδιορίζεται από κεντρικούς κρατικούς φορείς; Αρκετά στελέχη στην ανώτερη
εκπαιδευτική ιεραρχία θεωρούν ότι η αξιολόγηση θα λύσει με έναν ουδέτερο,
αντικειμενικό και αλάνθαστο τρόπο όλα τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Τι σχέση έχει
όμως αυτή η λογική με την πραγματικότητα της αξιολόγησης; Είναι η αξιολόγηση
ουδέτερη, αντικειμενική, αθώα; Ποια είναι τα όρια και η εμβέλειά της; Είναι επιστήμη ή
τεχνική; Ποια είναι η σχέση της αξιολόγησης με τον κοινωνικό έλεγχο και τη συμμόρφωση
και ποιος είναι ο αντίκτυπός της στην εκπαιδευτική και την ευρύτερη κοινότητα;
Στην εργασία αυτή, αφού εξεταστεί η σημασία της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, θα
μελετηθεί ο σχεδιασμός και η μέθοδος αξιολόγησης που μπορούν να εφαρμοστούν σε μια
συγκεκριμένη περίπτωση εκπαιδευτικής μονάδας: ένα Επαγγελματικό Λύκειο.
Έμψυχοι συντελεστές
Οι διαφορετικές ομάδες που είναι δυνατόν να αποτελούν το προσωπικό μιας μονάδας
ΕΠΑΛ, δηλαδή τους έμψυχους συντελεστές είναι: α) το εκπαιδευτικό (διδακτικό)
προσωπικό, β) το διοικητικό προσωπικό (π.χ. γραμματείς), γ) το βοηθητικό προσωπικό (π.χ.
επιστάτες) και δ) το διευθυντικό προσωπικό (διευθυντής, υποδιευθυντές, υπεύθυνοι
τομέων και εργαστηρίων).
Για καθένα από τους παραπάνω συντελεστές, τα κριτήρια (δείκτες) αξιολόγησης θα
πρέπει να είναι:
Το εκπαιδευτικό προσωπικό
Στην περίπτωσή μας, τα κριτήρια αξιολόγησης του διδακτικού προσωπικού είναι τα ίδια
με αυτά όλου του εκπαιδευτικού προσωπικού της δευτεροβάθμιας, δηλαδή:
α) Η επιστημονική συγκρότηση και δραστηριότητα: επαρκής γνώση των γνωστικών
αντικειμένων, σπουδές, επιστημονικές παρεμβάσεις, επιμόρφωση και συγγραφικό έργο.
β) Η παιδαγωγική και διδακτική ικανότητα: σχεδιασμός και δόμηση της διδασκαλίας,
ευελιξία στη διδακτική πράξη, αξιοποίηση διδακτικού χρόνου και μέσων διδασκαλίας,
υιοθέτηση και εφαρμογή καινοτόμων δράσεων, σωστή διαχείριση και αξιοποίηση των
εκπαιδευτικών εργασιών, το παιδαγωγικό κλίμα της τάξης και η αξιολόγηση των μαθητών.
γ) Το οργανωτικό και επαγγελματικό έργο: ανάληψη πρωτοβουλιών, παιδαγωγική
συμπεριφορά, συνεργασία με συναδέλφους, μαθητές και γονείς καθώς και η συνέπεια στο
εργασιακό του ωράριο.
Πέρα όμως από αυτά οι εκπαιδευτικοί ενός ΕΠΑΛ, λόγω της ποικιλόμορφης
επιστημονικής τους υποδομής (κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ), πρέπει να αξιολογούνται με
ιδιαίτερη βαρύτητα και ως προς το κλίμα συνεργασίας που υπάρχει μεταξύ τους, αφού οι
αρμοδιότητες των διαφόρων κατηγοριών μπορεί να εμπλέκονται και να συγκρούονται
μεταξύ τους με όχι ευχάριστα αποτελέσματα για τη λειτουργία του ΕΠΑΛ και του
εκπαιδευτικού τους έργου.
Το διοικητικό προσωπικό
Αυτό θα πρέπει να αξιολογείται ως προς:
α) τη συνεργασία με εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές,
β) τη συνέπεια και την υπευθυνότητα,
γ) την αποτελεσματικότητα στην άσκηση των διοικητικών τους καθηκόντων,
δ) την οργανωτική τους ικανότητα.
Το βοηθητικό προσωπικό
Τα κριτήρια αξιολόγησής του πρέπει να είναι:
α) η συνεργασία με εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές,
β) η συνέπεια και υπευθυνότητα στην άσκηση των καθηκόντων τους,
γ) η δυνατότητα επικοινωνίας με τους φορείς και παράγοντες της τοπικής κοινωνίας.
Το διευθυντικό προσωπικό
Αυτό θα πρέπει να αξιολογείται ως προς τα εξής:
α) την οργανωτική και διοικητική του ικανότητα,
β) τη συνέπεια και υπευθυνότητα στην άσκηση των καθηκόντων του,
γ) την δυνατότητα υιοθέτησης καινοτόμων δράσεων,
δ) την δυνατότητα επικοινωνίας με το υπόλοιπο προσωπικό και τους εκπαιδευτικούς
φορείς,
ε) τη συνέπεια και υπευθυνότητα στο αξιολογικό έργο.
Μη έμψυχοι συντελεστές
Όταν αναφερόμαστε σε μη έμψυχους παράγοντες, συνήθως εννοούμε τα ακόλουθα
(στην περίπτωση του ΕΠΑΛ): α) τις παρεχόμενες ειδικότητες, β) τα προγράμματα σπουδών,
γ) την υλικοτεχνική υποδομή, δ) τα σχολικά βιβλία και ε) τη σύνδεση με την αγορά
εργασίας. Η σημασία της αξιολόγησης των μη έμψυχων παραγόντων προκύπτει και από το
γεγονός ότι αν δεν αξιολογούνται όλοι οι συντελεστές μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας
(έμψυχοι και μη έμψυχοι), τότε λειτουργεί η αρχή της μετατόπισης αιτιών και ευθυνών
(κάθε συντελεστής που αξιολογείται “μετατοπίζει” την αιτία της δικής του ανεπάρκειας
και, συνεπώς, μεταθέτει και την ευθύνη σε εκείνους τους παράγοντες που δεν
αξιολογούνται).
Για την αξιολόγηση καθενός από τους μη έμψυχους παράγοντες απαιτούνται ξεχωριστά
κριτήρια. Όμως, τα κριτήρια κάθε μη έμψυχου παράγοντα προκύπτουν από τους πιο κάτω
γενικούς άξονες αναφοράς, που σχετίζονται με τα εξής:
α) Την ύπαρξη ή μη ενός μη έμψυχου παράγοντα: για παράδειγμα, μπορούμε να
εξετάσουμε αν κάθε σχολείο διαθέτει εργαστήριο χημείας.
β) Την επάρκεια και καταλληλότητά του: σχετίζεται με την ποιότητα αυτού που υπάρχει
(π.χ. εργαστηρίου).
γ) Την αξιοποίηση του: για παράδειγμα, εξετάζεται όχι μόνο η ποιότητα των
ηλεκτρονικών υπολογιστών ή των λογισμικών που υπάρχουν σε ένα σχολείο, αλλά και ο
βαθμός στον οποίο αξιοποιούνται στο μάθημα αυτό.
δ) Την αποτελεσματικότητα χρήσης του: αναφέρεται στο πόσο αποτελεσματικά
χρησιμοποιείται το συγκεκριμένο υλικό.
Για καθένα από τους παραπάνω συντελεστές, τα κριτήρια (δείκτες) αξιολόγησης θα
πρέπει να είναι:
Παρεχόμενες ειδικότητες
Αυτές θα πρέπει να αξιολογούνται ως προς:
α) την κάλυψη των αναγκών της αγοράς εργασίας (κυρίως σε τοπικό επίπεδο),
β) την κάλυψη των ενδιαφερόντων των μαθητών,
γ) την δυνατότητα ταχείας ανανέωσής τους (κατάργησης και δημιουργίας νέων
ειδικοτήτων),
δ) τη δυνατότητα προσαρμογής τους στις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις.
Προγράμματα Σπουδών
Τα κριτήρια για την αξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών είναι:
α) οι σκοποί του προγράμματος,
β) η δυνατότητα υλοποίησής τους και τα μέσα που προσφέρει,
γ) η ικανοποίηση που προκαλεί στους μαθητές,
δ) η αποδοχή του από τους μαθητές,
ε) η ανταπόκριση του περιεχομένου του στις σύγχρονες απαιτήσεις και εξελίξεις της
επιστήμης,
στ) η ανταπόκρισή του στη βαθμίδα εξέλιξης των μαθητών για τους οποίους έχει
καταρτιστεί,
ζ) το κόστος υλοποίησής του,
η) η δυνατότητα ενσωμάτωσής του στο σύστημα αξιών, ιδεών αλλά και αναγκών της
κοινωνίας και της αγορά εργασίας.
Υλικοτεχνική υποδομή
Ο όρος υλικοτεχνική υποδομή αναφέρεται στα μέσα και υλικά που αποτελούν τη
σταθερή υλικοτεχνική βάση για υλοποίηση της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Στην κατηγορία
αυτή περιλαμβάνονται η κτιριακή υποδομή, οι χώροι άθλησης, ο εξοπλισμός των
εργαστηρίων, τα πάγια εποπτικά μέσα κλπ. Ειδικά ότι αφορά τον εργαστηριακό εξοπλισμό,
στην περίπτωση του ΕΠΑΛ πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία αφού τα περισσότερα
μαθήματα ειδικότητας είναι εργαστηριακής φύσης (σε αντίθεση με την Γενική
εκπαίδευση). Αυτά μπορούν να αξιολογηθούν ως προς:
α) την κατασκευαστική αρτιότητα
β) την ασφάλεια,
γ) τη λειτουργικότητα,
δ) τη δυνατότητα ανανέωσης του εξοπλισμού τους,
ε) το βαθμό αξιοποίησής τους.
Σχολικά βιβλία
Τα διδακτικά βιβλία, ιδίως σε συγκεντρωτικά συστήματα στα οποία χρησιμοποιείται για
κάθε μάθημα αποκλειστικά ένα εγχειρίδιο, θεωρούνται καθοριστικός παράγοντας για την
αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης (Creemers , 1994). Τα κριτήρια αξιολόγησης βιβλίων
είναι:
α) η ποιότητα (τυπογραφική και εκδοτική) των βιβλίων,
β) η έκταση και το βάθος κάλυψης του αναλυτικού προγράμματος,
γ) η αμεσότητα αντιστοιχίας του περιεχομένου τους με το περιεχόμενο της
αντίστοιχης επιστήμης,
δ) η ελκυστικότητα,
ε) η λογική αλληλουχία περιεχομένου γνώσεων,
στ) η πρακτικότητα χρήσης (π.χ. μικρό και ελαφρύ βιβλίο),
ζ) ο βαθμός κατανόησης του περιεχομένου του βιβλίου από τα παιδιά,
η) το επίπεδο της γλώσσας (readability) που χρησιμοποιείται (ιδιαίτερα κρίσιμος
παράγοντας για τους μαθητές των ΕΠΑΛ, πολλοί από τους οποίους αντιμετωπίζουν
διάφορες μαθησιακές δυσκολίες).
Μεθοδολογία αξιολόγησης
Αφού εντοπίστηκαν για την εκπαιδευτική μονάδα του ΕΠΑΛ οι γενικοί στόχοι, τα
αντικείμενα καθώς και τα κριτήρια αξιολόγησης, πρέπει να διατυπωθούν για κάθε
αντικείμενο και ένας ή περισσότεροι αντικειμενικότεροι (πιο συγκεκριμένοι) στόχοι. Για
παράδειγμα, να έχουν όλα τα εργαστήρια εξοπλισμό όχι παλαιότερο των 10 ετών ή σε
κάθε μαθητή να αντιστοιχεί και μία θέση πρακτικής άσκησης.
Όσον αφορά τη μεθοδολογία της αξιολόγησης ως μία ερευνητική διαδικασία, πρέπει
αρχικά να καθοριστεί το δείγμα το οποίο μετριέται. Στην περίπτωσή μας αυτό μπορεί να
είναι ένα πλήθος π.χ. 4 εκπαιδευτικές μονάδες ΕΠΑΛ με κοινά χαρακτηριστικά αλλά με
κάποια διασπορά (π.χ. 2 σε αστικές περιοχές και 2 σε ημιαστικές-αγροτικές περιοχές). Από
αυτές οι 2 (μία στην αστική και μία στην αγροτική περιοχή) θα αποτελούν την ομάδα
ελέγχου (όπου θα μετρηθούν οι δείκτες της αξιολόγησης) και οι άλλες 2 την πειραματική
ομάδα (όπου θα μετρηθούν οι ίδιοι δείκτες μετά από κάποιες παρεμβάσεις που θα
γίνουν). Οι παρεμβάσεις αυτές μπορούν να αφορούν μια π.χ. τρίμηνη επιμόρφωση (στην
αρχή της σχολικής χρονιάς) όλου του προσωπικού των δύο μονάδων της πειραματικής
ομάδας. Η επιμόρφωση θα αφορά σε διαφορετικά αντικείμενα για το διδακτικό
προσωπικό (θέματα παιδαγωγικής, οργάνωσης των εργαστηρίων, επαγγελματικού
προσανατολισμού κλπ.), για το διευθυντικό προσωπικό (θέματα οργάνωσης, διοίκησης,
ευρωπαϊκών προγραμμάτων κλπ.) και για το υπόλοιπο προσωπικό (θέματα οργάνωσης και
αποτελεσματικότητας, επικοινωνίας με φορείς και παράγοντες κλπ.). Σε κάθε περίπτωση η
επιμόρφωση θα πραγματοποιηθεί από ειδικούς του κάθε χώρου και αντικειμένου.
Στη συνέχεια πρέπει να προσδιοριστεί η διαδικασία που θα ακολουθηθεί. Δηλαδή, αν
θα γίνουν μετρήσεις σε όλο το δείγμα πριν τις παρεμβάσεις και αντίστοιχες μετρήσεις σε
κάποιο χρόνο μετά τις παρεμβάσεις (που θα διεξαχθούν σε όλο το δείγμα) ή αν θα γίνουν
παρεμβάσεις μόνο στην πειραματική ομάδα και μετά, σε κάποιο χρόνο, μετρήσεις
ταυτόχρονα στις δύο ομάδες με στόχο τη σύγκριση των αποτελεσμάτων. Ας πούμε ότι
επιλέγεται ο δεύτερος τρόπος. Τότε, μετά από την επιμορφωτική παρέμβαση μόνο στην
πειραματική ομάδα στην αρχή της σχολικής χρονιάς, μπορεί να ακολουθήσουν
ταυτόχρονες μετρήσεις και στις δύο ομάδες στο τέλος της χρονιάς (μπορούν ακόμα να
γίνουν επαναληπτικές μετρήσεις και στο τέλος της επόμενης χρονιάς για πιο αξιόπιστα
αποτελέσματα).
Οι τεχνικές για τη μέτρηση μπορούν να ακολουθήσουν την εξής πορεία: αρχικά να
πραγματοποιηθούν κάποιες συνεντεύξεις πιλοτικού τύπου ώστε να έχουμε κάποια πρώτα
αποτελέσματα που θα βοηθήσουν στην κατάρτιση ενός ερωτηματολογίου με τη βοήθεια
του οποίου θα γίνει στη συνέχεια εκτεταμένη έρευνα σε όλο το δείγμα (κατάλληλα
διαμορφωμένα ερωτηματολόγια πρέπει να δοθούν και στους μαθητές). Στο τέλος, αν
χρειαστεί, μπορούν να ακολουθήσουν κάποιες συμπληρωματικές συνεντεύξεις για να
διευκρινιστούν τα τυχόν ασαφή σημεία των απαντήσεων των ατόμων του δείγματος. Οι
ερωτήσεις του ερωτηματολογίου θα είναι ως επί το πλείστον κλειστού τύπου αλλά καλό
είναι να περιέχονται και ανοικτού τύπου ερωτήσεις για να αποφευχθούν οι
καθοδηγούμενες και περιορισμένες απαντήσεις.
Σε ό,τι αφορά τους φορείς της αξιολόγησης αυτοί μπορεί να είναι στελέχη ή ερευνητές
της εκπαίδευσης, αλλά και οι ίδιοι οι αξιολογούμενοι (π.χ. το διευθυντικό προσωπικό).
Ακόμη, πρέπει να τονιστεί πως μπορεί να ζητηθεί βοήθεια από ειδικούς σε συγκεκριμένες
ειδικότητες, ώστε να εξακριβωθεί η καταλληλότητα ενός υλικού. Για ορισμένους από τους
μη έμψυχους παράγοντες είναι εύκολη και η διαπίστωση της επάρκειάς τους (π.χ. ένας
ειδικός μπορεί να δει ότι σε ένα εργαστήριο υπάρχουν εργαλεία που είναι ήδη εκτός
αγοράς με απλή παρατήρηση). Όμως, για τους έμψυχους παράγοντες η έκδοση
αποτελεσμάτων και ασφαλών συμπερασμάτων είναι γενικά πιο δύσκολη υπόθεση διότι η
συμπεριφορά και η στάση των ανθρώπων δύσκολα μετριέται. Γι’ αυτό πρέπει να γίνει
προσεκτική έκδοση αποτελεσμάτων με α) ποιοτική μελέτη των προσωπικών συνεντεύξεων
(μαγνητοφωνήσεις, απομαγνητοφωνήσεις, μελέτη τυχόν γραπτών παρατηρήσεων κλπ.),
και β) ποσοτική επεξεργασία των απαντήσεων στα ερωτηματολόγια μέσα από ένα
κατάλληλο εργαλείο όπως π.χ. το λογισμικό στατιστικής επεξεργασίας SPSS, με εντοπισμό
των τυχόν αποκλίσεων και των στατιστικά σημαντικών ή όχι ποσοστών (π.χ.
πραγματοποίηση ANOVA, συσχετίσεων κλπ.).
Τέλος, ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στην έκδοση των τελικών συμπερασμάτων
με προσεκτική μελέτη και σύγκριση των αποτελεσμάτων τόσο από την πειραματική ομάδα
όσο και από την ομάδα ελέγχου (στην οποία δεν έγινε καμία παρέμβαση). Τα
συμπεράσματα αυτά, σε συνδυασμό με τα βιβλιογραφικά δεδομένα, μπορούν να
αποτελέσουν οδηγό για αποτελεσματικότερες αξιολογήσεις και παρεμβάσεις στο μέλλον.