Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 7

Γιώργος Μακρής: Ρέμπελος αρνητής της

ρουτίνας. Ποιητής

Ό,τι οι κοινωνίες δεν μπορούν να κατανοήσουν, το πολεμούν.


Τον Γιώργο Μακρή δεν τον “έζησε” κανείς σε κάποιο πεδίο δραστηριότητας. Όλοι τον γνώριζαν
σχεδόν μόνο “κοινωνικά”, ακόμη και οι κοντινοί συγγενείς του.
Η απόσταση που τους χώριζε – ιδιαίτερα μετά τα 28 χρόνια του – που χώριζε τον Μακρή από τον
καθένα που τον πλησίαζε ή που ο Μακρής συναλλασσόταν, ήταν μεγάλη. Η μόρφωση, αλλά και οι
εμπειρίες του Μακρή ήσαν άνισες με τον οποιοδήποτε απέναντί του.
Ο Γιώργος Μακρής ήταν ένας νέος περισσότερο διαβασμένος από τους νέους της εποχής του. Η
απόσταση των ιδεών και των στοχασμών που του παρείχαν τα αναγνώσματά του στη σχέση της με
τη βιωμένη πραγματικότητα υπήρξε απροσμέτρητη, αχανής. Η μετεμφυλιακή Αθήνα δεν
επαρκούσε να καλύψει την ιδεαλιστική εικόνα που μπορεί να έχει ένας νέος ενός ορατού μέλλοντος
για τον κόσμο.
Φεύγει για το Παρίσι σε ηλικία 33 ετών όπου έχει πεισθεί – με μόνη εμπειρία τα αναγνώσματα –
ότι εκεί είναι η βίωση που πλησιάζει περισσότερο το όραμά του.
Δυστυχώς γι’ αυτόν, όμως, προσγειώνεται ανώμαλα, όταν μόνο για την εκστόμιση δημοσίως δύο
φράσεων, τρώει εκεί δύο φορές άγριο ξύλο. Τη μία από τους μπάτσους (φλικ) όταν βλέποντας να
δέρνουν ένα κοριτσάκι τους κράζει: “Ες Ες”! Και την άλλη, τον πατάνε κάτω “τακτοποιημένοι
πολίτες και νοικοκυραίοι” γιατί βλέποντας μια πορεία διαμαρτυρίας, βροντοφωνάζει: “Ζήτω η
Αλγερία”.
*Από το βιβλίο του Λεωνίδα Χρηστάκη “Οδηγός Αναγνώρισης Κίτρινων Προσώπων”, εκδ.
Τυφλόμυγα, 2014.
—————-
ΥΓ. Όταν ο Χρηστάκης, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, προσπάθησε να προτρέψει τον Μακρή να
συμμετέχει λίγο περισσότερο δραστήρια στα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά πράγματα, απάντησε ο
μεγάλος “χαμένος” ποιητής: “Λεόν, υπάρχει τόση ψευτιά γύρω μας που εμείς θα συντριβούμε μόλις
θα ξεκινήσουμε”.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΚΡΗΣ (part one) – Ο


σπουδαίος άγνωστος αντιρρησίας
των γραμμάτων

Δεν ξέρω πώς μπορεί να χαρακτηριστεί


καταλληλότερα ο Γιώργος Μακρής (1923-1968). Ο μεγάλος άγνωστος της ποίησης; Ιδιοφυής
προσωπικότητα; Διανοούμενος; Μπητ; Ροκ; Θρύλος; Μποέμ παράσιτο της κοινωνίας; Στο τι
παραγματικά υπήρξε δεν συμφωνούν ούτε οι οικείοι του. Οι μεν τον θεωρούν ανερμάτιστο ον,
προβληματική προσωπικότητα που κατασπατάλησε την οικογενειακή περιουσία και δεν τελειώσε
ποτέ τη Νομική. Οι δε τον θεωρούν έναν χαρισματικό άνθρωπο και ανεξάρτητο πνεύμα που
επηρέασε σημαντικά τις συναναστροφές του (και μετέπειτα άνθρωπους των τεχνών, διανόηση
κλπ). Ίσως απαντά ο ίδιος για λογαριασμό του με τους χαρακτηριστικούς αυτούς στίχους του:
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι;
Ποτέ δεν θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι.
Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στον Γ. Μακρή, παρουσιάζουμε τρία πρώιμα ποιήματά του,
μεταξύ των οποίων, το φλογερό μανιφέστο “Εμείς οι λίγοι”.
* Ο Γιώργος Μακρής υπήρξε στη ζωή του ένας δανδής. Περιφρονούσε τα πεπατημένα. Προκαλούσε
την καταστροφή. Είχε μια μεγαλοπρέπεια, που λίγοι άνθρωποι την έχουν. Έπαιρνε τη ζωή του στα
σοβαρά. Ενώ άλλοι την υποτιμάνε επίτηδες για να επιζήσουν. Για τον έναν ήταν ο ξενύχτης που
τριγύριζε σε απίθανα μέρη, ο νoμαδικός περιπλανώμενος, για άλλον ήταν ο τσίφτης, ο διανοούμενος
φιλόσοφος, ο περιπατητικός, για έναν τρίτο ήταν ο σύντροφος ο πολυδιαβασμένος, γι’ άλλους η
γοητεία, το πνεύμα του. ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
* Ακόμα και για τον ύπνο, προτιμούσε τα σπίτια των αμέτρητων φίλων του, μ’ όποιους τύχαινε να
‘χει ξενυχτήσει αποβραδίς. Τι έκανε στα καφενεία μόνος του, ή μάλλον με την ψευδαίσθηση ότι δεν
είναι μόνος; Μα – διάβαζε. ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ
* Την 31η Ιανουαρίου 1968 αυτοκτόνησε, πέφτοντας από την ταράστα της πολυκατοικίας όπου έμενε,
ένας από τους πιο πνευματικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει στην ζωή μου. Λεγόταν Γιώργος
Μακρής. Τό όνομά του σήμερα, μπορεί να είναι εντελώς άγνωστο στους πιο πολλούς. Χωρίς να το
θεωρώ υπερβολή, νομίζω πως μπορώ να ισχυριστώ, πώς υπήρξε ο πιο προχωρημένος, ο πιο
πρωτοποριακός διανοούμενος που είχαμε στην Ελλάδα. Θ.Δ.ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ
Εμείς οι λίγοι (1950)
Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
μ τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες το αίμα μας
Κι ολούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμμε την ουσία του είναι μας
κα σ’ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο και δεν είμαστε τίποτα απ’
αυτόν τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.
Τοιχογραφία ΙΙ (1942)
Τα πάθη είναι γνώση, μα και η άρνησή τους
άλλα πεδία γνώσεως προσφέρει.
Ζήσε παράλληλα τις δύο καταστάσεις
αν θέλεις να μη ζήσεις ούτε μια.
Κι αν πάλι δεν μπορείς να αποστρέψεις
το πρόσωπό σου ολοκληρωτικά
εμείς θα σε δεχτούμε με ζεστά τα βλέφαρα
αδύνατοι άνθρωποι,
έχοντας νοσταλγήσει τον Χριστό
μα και την ειδωλολατρία ταυτοχρόνως.
Περί θανάτου (2/1943)
Ω!η αρχή και το τέλος του ανθρώπινου σπόρου
καταργώντας μέσα μου την έννοια της φυλής
και του καιρού (αν εξαιρέσει τα των ενδυμασιών).
έτσι πεθαίνοντας εγώ με διάφορους τρόπους
όταν εκάστοτε έρχεται το πλήρωμα του χρόνου
στην Παλαιστίνη από βαθιά γεράματα όταν
ήμουν ανάμεσα στους πρόδρομους του νέου φωτός
στο Βύρτσμπουργκ μεσήλικας αστός
πεθαίνοντας από επιδημία γρίππης
κρατώντας ένα αντίτυπο αγίας γραφής και το κερί μου
και στην Κορέα κίτρινος καλλιεργητής ρυζιού
από πανούκλα σε φρικτή αποσύνθεση
κουβάλησα τον αέναο τούτο σπόρο μέσα μου
όπως ένας καρπός που κλείνει στο κέντρο
το κουκούτσι του.
Μα πόσες ποικιλίες θανάτου έχω διαβεί!
Πέθανα άπειρες φορές από ασιτία
μορφάζοντας ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο
πέφτοντας από τα’ άλογο στις εκστρατείες των βασιλιάδων.
Στην εξιλαστική πυρά της Λισσαβώνας
φορώντας ένα san-benito πένθιμο
εβραίος τεσσαρακονταετής την ηλικία.
Στο στήθος και στο μέτωπό μου
έχουν ανθίσει πορφυρά λουλούδια του θανάτου
όταν εγώ πεταλωτής, δάσκαλος ή και επιπλοποιός
πολέμησα για να δοξάσω την πατρίδα μου.
Έχω πεθάνει στο Παρίσι από σύφιλη
και στο κανάλι της Αμβέρσας δολοφονημένος.
Από δυστύχημα τυχαίο σ΄όλες τις γωνιές της γης
(ενώ περίεργοι κοιτούν απ’ τους εξώστες).
Ω! χιλιάδες απρόσωποι μου θάνατοι
θάνατοι του φορέα του ανθρώπινου σπόρου,
που κουβαλώ ωσάν μικρόβιο μέσα μου.
Έντομο ασήμαντο εγώ, είδος ανωφελούς κώνωπος.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΚΡΗΣ (part two) – Ο


σπουδαίος άγνωστος αντιρρησίας
των γραμμάτων
Ακολουθεί το 2ο μέρος του αφιερώματος στον ανυπότακτο Γιώργο Μακρή.
Για το πρώτο μέρος πήγαινε: https://derlandstreicher.wordpress.com/2012/01/17

Απολογία (ΙΙ) (1942)


(…) όταν σε εποχή οικονομικής κρίσεως ακούω τζαζ σ’ ένα νυχτερινό περιβάλλον, μου φαίνεται
πω ζω πιο έντονα την ιστορία “εν τω γίγνεσθαι”. Το στομάχι μου πονάει, όταν πίνω και καπνίζω
πολύ, καμιά φορά κάνω κι εμετό. Δεν είμαι ασύνήθιστος, όμως έχω λεπτό στομάχι. Ζω πάντα πάρα
πολύ άτακτα, αλλάζω τρόπους ζωής μέρα με την ημέρα, και ζω με τον τρόπο αυτών που άλλοτε
περιφρονούσα. Έτσι αποκτώ μια σύγχυση όλων των πραγμάτων που μου δίνει την αίσθηση του
όλου. Θα με ονομάζανε, αν οι άνθρωποι καταλαβαινόντουσαν μεταξύ τους, μανιώδη κυνηγό του
απολύτου. Θέλω να είμαι το αντίθετο κάποιου που, χάρις στην οξεία του όραση, έχασε το αίσθημα
του όλου. Και παίρνω δρόμο όταν διακρίνω λεπτομέρειες (…).
Ωραία φαρμακερή Άννα (1941)
Γιατί να τραβάνε όλα σε μήκος
παράλληλα με θύμησες που λικνίζονται στον καπνό
παράλληλα με προκυμαίες που αποχαιρετούν το φως
στα ηρεμισμένα ιστία καραβιών
ξαναγεννώντας τη δυσδαιμονία των καπετάνιων τους.
Παράλληλα με αήττητες προσόψεις σπιτιών
σε δρόμους βουλιαγμένους στην ακινησία τους…
Γιατί να συνταυτίζουμε τη μορφή της Άννας
με χίλια διαβατάρικα συμβάντα
στην καρδιά του χειμώνα και στις γαλήνιες πεδιάδες
στις ώρες που ο ύπνος μας φυσάει
μέσα στο αυτί σύννεφα ασυνάρτητα μ’ ένα κέρας
και στις στιγμές που σε υπερένταση χλωμή
ζούμε στα οδυνηρά τεντώματα ενός ακκορντεόν
στις νευρικές αγωνίες των μουσικών δακτύλων
και οι μαυρισμένοι κύκλοι των ματιών μας
συναγωνίζονται τη ράβδο του τυφλού.
Τότε περνάει η όμορφη η Άννα η φαρμακερή
φαρμακερά ωραία χείλη, μάτια φαρμακερά
και μας σκοτώνει θηλάζοντάς μας μ’ ένα φαρμακερό
στήθος
συνθλίβοντάς μας σαν άπραγα αλογάκια της Παναγίας
και σβήνει γεμίζοντας ήλιο τα ρουθούνια της,
πατώντας με φαρμακερό γατίσιο βήμα
σφίγγοντας τα νύχια στη φούχτα που θέλουμε να φιλήσουμε.
Εξαφανισθείτε πια για πάντα κι ελάτε πάλι αμέσως.
Τι θα γίνουμε!
Ωραία φαρμακερή Άννα, συνυφασμένη με το κάθε τι.
(Σημείωμα χωρίς τίτλο, γραμμένο στα γαλλικά 1963), Μετάφραση Ε.Χ. Γονατάς
(…) Η Ζοζέτ μου έγραψε, ρωτώντας με, αν διατηρώ γι ‘ αυτήν αισθήματα φιλίας, επειδή έχω καιρό
να της γράψω, κι αν θα ‘θελα να συνεχιστεί η σχέση μας, ή μήπως θα προτιμούσα ν΄αρχίσει να με
ξεχνάει. Της απαντώ, πώς δεν έπαψα να την αγαπώ – και το πιστεύω. Πώς θα ήθελα να ξορκίσω το
“ξένο σώμα που την αλλοτριώνει”, με άλλα λόγια τη συμβατικότητα και την παρανόηση. Ωστόσο
αναρωτιέμαι, μήπως είναι εκείνη που νιώθει από την πλευρά της μια τέτοια ανάγκη (…)
(Αυτόγραφο, φθινόπωρο του 1965, γραμμένο, ενώπιον του Κ.Ταχτσή, στην πίσω μεριά ενός
κουτιού τσιγάρα για το φίλο του Αλέξη Ακριθάκη).
Τι μαλακίες χρειάζεται να πεις
για να ατενίσεις απ’ τα βάθη ενός κρεβατιού
ένα σουτιέν σε μια καρέκλα
ένα ζευγάρι κάλτσες στο χαλί).
(Από επιστολή στη Φώφη Τρέζου, από το Λόχο Στρατηγείου Σ.Κ.Ε. Β.Σ.Τ. 904 στη
Λάρισα, 8/10/1949)
Εδώ στη Λάρισα είναι ευπρεπώς φρικτά.

You might also like