Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 5

ΟΙ ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ

Heinrich Von Kleist


μετάφραση: Τζένης Μαστοράκη.

ΣΤΟ Μ…1, όπου περνούσα το χειμώνα του 1801, πέτυχα κάποιο βράδυ, σ' ένα δημόσιο κήπο,
τον κύριο K. Λίγο καιρό πιο πριν, τον είχαν διορίσει πρώτο χορευτή της Όπερας στην πόλη
εκείνη, όπου συνάντησε εξαιρετική υποδοχή από το κοινό.

Του είπα πόσο εκπλήσσομαι, καθώς τον έβλεπα για πολλοστή φορά σε
κουκλοθέατρο, το οποίο, στημένο πρόχειρα στην αγορά, διασκέδαζε τον όχλο με σύντομες
κωμωδίες, διανθισμένες με τραγούδι και χορό.

Με βεβαίωσε ότι η παντομίμα των ανδρεικέλων τού προξενούσε μεγάλη


ευχαρίστηση, και μου έδωσε να καταλάβω ότι έχουν να διδάξουν πολλά και διάφορα στο
χορευτή που επιζητεί την τελειότητα.

H γνώμη του, από τον τρόπο που τη διατύπωσε, δεν έμοιαζε κουβέντα της στιγμής·
κάθισα πλάι του, λοιπόν, για να τον βάλω να μου πει διεξοδικά που βάσιζε τον ασυνήθιστο
ισχυρισμό του.

Αλήθεια, ρώτησε, δεν έβρισκα χαριτωμένες κάποιες κινήσεις των ανδρεικέλων στο
χορό — ιδίως των μικρότερων;

Ήταν αδύνατον να το αρνηθώ. Μήτε ο Τενήρς2 δεν θα κατόρθωνε να ζωγραφίσει πιο


όμορφα έναν όμιλο τεσσάρων χωρικών που χόρευαν τη ρόντα σε γοργό ρυθμό.

Του ζήτησα να μου εξηγήσει το μηχανισμό της μαριονέτας, και πώς γίνεται να
κατευθύνουν κάθε μέλος, σε όλα τα σημεία του, όπως υπαγορεύει ο ρυθμός της κίνησης ή ο
χορός, δίχως μυριάδες νήματα στα δάχτυλα.

Δεν θά 'πρεπε να φανταστώ, αποκρίθηκε, ότι ο χειριστής τραβά ή χαλαρώνει το νήμα


κάθε μέλους χωριστά, κατά τις φάσεις τού χορού.

«Κάθε κίνηση», είπε, «έχει ένα κέντρο βάρους· φτάνει να το ελέγχεις, στο εσωτερικό
της μαριονέτας, και τα μέλη, που δεν είναι παρά εκκρεμή, υπακούσουν μόνα τους μηχανικά,
δίχως να τ' αγγίξεις».

Πρόσθεσε ακόμη πως η κίνηση αυτή είναι πολύ απλή: κάθε φορά που το κέντρο
βάρους κινείται σε ευθεία γραμμή, τα μέλη διαγράφουν καμπύλες και, συχνά, αρκεί ένα
τυχαίο σκίρτημα, για να δώσει στο σύνολο κίνηση ρυθμική, που μοιάζει με χορό.

H παρατήρηση αυτή, όπως μου φάνηκε αρχικά, έδινε κάποια εξήγηση στην
ευχαρίστηση που ισχυριζόταν ότι βρίσκει στο κουκλοθέατρο. Ήταν όμως αδύνατον να
φανταστώ σε τι συμπέρασμα έμελλε να καταλήξει.

1
Ίσως το Meinz, όπου ο Kleist πέρασε το χειμώνα τού 1803-4, και όχι του 1801 όπως λέει. Η
συγκαλυμμένη θεατρική κριτική τού κειμένου αφορά το Berliner Theater.
2
Τενήρς: ο φλαμανδός ζωγράφος David Teniers (1610-1690).
Τον ρώτησα αν ο χειριστής που κατευθύνει τις κούκλες πρέπει, κατά τη γνώμη του,
να είναι επίσης χορευτής, η έστω να έχει την αίσθηση τού ωραίου στο χορό.

«Όταν», μου απάντησε, «ένα έργο δεν παρουσιάζει δυσκολίες από μηχανικής
πλευράς, δεν έπεται ότι μπορεί και να εκτελεστεί δίχως αίσθημα».

H γραμμή που όφειλε να διαγράψει το κέντρο βάρους θα ήταν βεβαίως απλή και,
κατά τη γνώμη του, τις περισσότερες φορές ευθεία. Αν πάλι ήταν καμπύλη, η καμπυλότητα
θα έπρεπε να είναι πρώτου ή, το πολύ, δευτέρου βαθμού· ωστόσο, και στην τελευταία
περίπτωση, θα ήταν ελλειψοειδής, κίνηση φυσικότατη για τα άκρα τού ανθρώπινου κορμιού
(λόγω των αρθρώσεων), οπότε ο χειριστής δεν θα χρειαζόταν και μεγάλη τέχνη για να την
πετύχει.

Από μιάν άλλη άποψη, η γραμμή εκείνη θα ήταν κάτι αινιγματικό, αφού θα επρόκειτο
για την τροχιά τής ψυχής του χορευτή· και δεν θεωρούσε βέβαιο ότι ο χειριστής θα μπορούσε
να την ακολουθήσει αλλιώς, εκτός κι αν μετατοπιζόταν νοερά στο κέντρο βάρους της
μαριονέτας — μ' άλλα λόγια, αν χόρευε.

«Ετούτη τη δουλειά», του αποκρίθηκα, «μού την είχαν παραστήσει σαν κάτι μάλλον
άψυχο, όπως το γύρισμα της μανιβέλας για να παίξει το οργανέτο».

«Απεναντίας», είπε. «Οι κινήσεις των δαχτύλων του συνδέονται καλλιτεχνικά με την
κίνηση των ανδρεικέλων που κρατεί· Όπως συνδέεται ο αριθμός με το λογάριθμό του, ή η
ασύμπτωτος με την υπερβολή».

Πίστευε πάντως ότι οι μαριονέτες θα έχαναν μια μέρα κι αυτό το τελευταίο ίχνος
πνεύματος για το οποίο μου μιλούσε· ο χορός τους θα μεταπηδούσε στη σφαίρα μηχανικών
δυνάμεων και θα μπορούσε να εκτελεστεί με την βοήθεια μιας μανιβέλας, όπως το
φανταζόμουν.

Εκδήλωσα την απορία μου, καθώς τον έβλεπα να δίνει τόση σημασία σ' ένα είδος
τέχνης επινοημένο για τον όχλο· είδος πού, όχι μόνο το θεωρούσε άξιο για εξελίξεις
υψηλότερες, αλλά φαινόταν πως μια τέτοια προοπτική τον απασχολούσε και προσωπικά.

Χαμογέλασε και, θα τολμούσε, είπε, να ισχυριστεί ότι, αν έβρισκε μηχανικό για να


του φτιάξει μία μαριονέτα, σύμφωνα με οδηγίες που σκεφτόταν να τού δώσει, θα την έβαζε
να χορέψει ένα χορό, που μήτε ο ίδιος θα μπορούσε να τού παραβγεί, μήτε κανένας άλλος
προικισμένος χορευτής της εποχής του, ακόμη και ο Βεστρί3.

«Έχετε μήπως ακουστά», με ρώτησε —βλέποντας πως χαμήλωσα το βλέμμα


σιωπηλός— «για κείνα τα μηχανικά πόδια που κατασκευάζουν Άγγλοι καλλιτέχνες για τους
δυστυχισμένους που έμειναν ανάπηροι;»

Απάντησα πως όχι, δεν τα είχα δει ποτέ.

«Κρίμα», μου είπε· «γιατί αν σας έλεγα πως οι καημένοι μπορούν και να χορέψουν
με τα πόδια αυτά, φοβούμαι πως σχεδόν δεν θα πιστεύατε τα λόγια μου. Τί λέω, να
χορέψουν; Δίχως αμφιβολία, ο κύκλος των κινήσεών τους είναι περιορισμένος· εκείνες όμως
τις κινήσεις που μπορούν, τις εκτελούν με τέτοια ηρεμία κι ελαφράδα, τέτοια κομψότητα,
που να σαστίζει ο νους τού ανθρώπου».

3
Βεστρί: Gaetano Vestris, διάσημος χορευτής τού παρισινού μπαλέτου· πέθανε το 1808.
Αστειευόμενος του είπα τότε πως, αν είν' έτσι, έχει βρει τον άνθρωπό του. Γιατί ένας
καλλιτέχνης που σκαρώνει μέλη τόσο θαυμαστά, θα ήξερε το δίχως άλλο να μοντάρει και
μαριονέτα ολόκληρη, σύμφωνα με τις υποδείξεις του.

«Τί λογαριάζετε όμως να γυρέψετε άπ' την μαστοριά του;» τον ρώτησα, γιατί με τη
σειρά του είχε χαμηλώσει, κάπως αμήχανος, τα μάτια.

«Τίποτε», αποκρίθηκε, που να μην το 'χουν ήδη αυτές εδώ· ευκινησία, ελαφράδα,
συμμετρία — όλα όμως σε υψηλότερο βαθμό· και προπαντός μια φυσικότερη κατανομή των
κέντρων βάρους».

«Και τί πλεονέκτημα θα έχει αυτή η κούκλα ως προς τους ζωντανούς χορευτές;»

«Τί πλεονέκτημα; Κυρίως ένα αρνητικό, καλέ μου φίλε: δεν θα ακκίζεται. Γιατί, όπως
ξέρετε, ο ακκισμός παρουσιάζεται όταν η ψυχή (vis motrix4) βρίσκεται σε οποιοδήποτε άλλο
σημείο, έκτος από το κέντρο βάρους μιας κινήσεως. Ο χειριστής, ωστόσο, που κρατεί το
σύρμα ή το νήμα, δεν ελέγχει παρά μόνο τούτο το σημείο, οπότε τα υπόλοιπα μέλη μένουν
όπως οφείλουν να είναι, απλά εκκρεμή που ακολουθούν το νόμο της βαρύτατος· μια ιδιότητα
υπέροχη, που μάταια θα την αναζητήσετε στους περισσότερους χορευτές μας.

»Φτάνει να δείτε την Π…» συνέχισε, «όταν υποδύεται τη Δάφνη, πώς στρέφει να
κοιτάξει τον Απόλλωνα που την κυνηγά· η ψυχή της βρίσκεται στους σπονδύλους της μέσης·
σκύβει λες και θα κοπεί στα δυο, σαν Ναϊάδα της σχολής του Μπερνίν5. Δείτε τον νεαρά Φ...,
όταν, ως Πάρης, στέκει ανάμεσα στις τρείς θεές και προσφέρει το μήλο στην Αφροδίτη· όλη
ή ψυχή του (τί θέαμα φρικτό!) βρίσκεται στον αγκώνα.

»Παρόμοια λάθη», άλλαξε απότομα κουβέντα, «είναι αναπόφευκτα αφότου


γευθήκαμε τον καρπό τού Δένδρου τής Γνώσεως.

Τώρα ο Παράδεισος είναι σφαλιστός και πίσω μας το Χερουβείμ. Πρέπει να κάνουμε
το γύρο του κόσμου, για να δούμε μήπως άνοιξε και πάλι σε καμιά μεριά».

Γέλασα. Σίγουρα, σκέφτηκα, το πνεύμα δεν μπορεί να σφάλλει εκεί που δεν υπάρχει.
Πρόσεξα όμως ότι είχε κι άλλα κατά νου, γι' αυτό τον παρακάλεσα να συνεχίσει.

«Εξάλλου», είπε, «αυτές οι κούκλες έχουν το προνόμιο v' αψηφούν τους νόμους της
βαρύτατος. Δεν ξέρουν την αδράνεια της ύλης, την ιδιότητα που κατεξοχήν αντιμάχεται το
χορό, γιατί η δύναμη που τις υψώνει στον αέρα είναι μεγαλύτερη από εκείνην που τις
καθηλώνει στη γη. Τί δεν θα έδινε η καλή μας Γκ... αν ήταν εξήντα λίβρες ελαφρύτερη, ή αν
βάρος ανάλογο τη βοηθούσε στα entrechats6 και τις πιρουέτες της. Οι κούκλες χρειάζονται
το έδαφος όπως τ' αερικά, για να το αγγίζουν και να ξαναζωντανεύουν την ορμή τους πάνω
στο στιγμιαίο εμπόδιο· εμείς το έδαφος το χρειαζόμαστε για να πατούμε, να ξαποσταίνουμε
άπ' την προσπάθεια τού χορού: μια στιγμή που, ολοφάνερα, ο χορός σταματά, εμποδίζεται
να ξαναρχίσει, και που θα πρέπει να εξαφανιστεί κατά το δυνατόν».

4
Vis motrix: κινητήρια δύναμη (λατ.).
5
Μπερνίν: Lorenzo Bernini (1598-1680), γλύπτης τού Ιταλικού μπαρόκ, που έφτιαξε τα περίφημα
σιντριβάνια στην Piazza Barberini και την Piazza Navona της Ρώμης.
6
Entrechats: χορευτικά πηδήματα στον αέρα.
Του είπα ότι, όσο επιδέξια κι αν ανέπτυσσε το παράδοξο επιχείρημά του, δεν θα
κατόρθωνε να με πείσει πως το μηχανικό νευρόσπαστο έχει μεγαλύτερη χάρη από το
ανθρώπινο σώμα.

«Ο άνθρωπος», αντέταξε, «δεν είναι καν εις θέση να πλησιάσει το νευρόσπαστο. Σ'
αυτόν το χώρο, μόνο ένας Θεός μπορεί να αναμετρηθεί με την ύλη, γιατί εδώ είναι το σημείο
όπου σμίγουν τα δύο άκρα τού στρόγγυλου κόσμου».

Ξαφνιάστηκα ακόμη πιο πολύ, και δεν ήξερα τι ν' απαντήσω στους αλλόκοτους
ισχυρισμούς του.

Φαίνεται, άλλαξε θέμα, ενώ ταυτόχρονα έπαιρνε μια πρέζα ταμπάκο, ότι δεν είχα
διαβάσει προσεκτικά το τρίτο κεφάλαιο στο πρώτο βιβλίο τού Μωυσή7· και όποιος αγνοεί
την πρώτη εκείνη φάση τού ανθρώπινου πολιτισμού, δεν μπορεί να μιλήσει σωστά για τις
επόμενες, πολύ λιγότερο για την τελευταία.

Του είπα ότι γνώριζα καλά πόσο η συνείδηση καταφέρνει να ταράξει τη φυσική χάρη
τού ανθρώπου. Ένας νεαρός γνωστός μου έχασε, θα 'λεγα, την αθωότητά του μπροστά στα
ίδια μου τα μάτια, άπ' αφορμή μια παρατήρηση, και μόλο που προσπάθησε αφάνταστα, δεν
ξαναβρήκε από τότε τον παράδεισό της. «Λοιπόν», πρόσθεσα, «τί συμπέρασμα βγάζετε;»

Με ρώτησε ποιο περιστατικό εννοούσα. «Εδώ και τρία χρόνια», του εξήγησα,
«λουζόμουν μ' έναν νέο, ήταν δεν ήταν δεκαέξι ετών. Εξαίσια χάρη τύλιγε το σώμα του, και
πάνω του είχαν αρχίσει μόλις να ξεχωρίζουν τα ίχνη κάποιας φιλαρέσκειας, που την
υποκινούσε η εύνοια των γυναικών. Έτυχε, κείνο τον καιρό, να έχουμε δει στο Παρίσι τον
έφηβο πού βγάζει μιαν αγκίθα από το πέλμα του· το εκμαγείο τού αγάλματος είναι γνωστό,
υπάρχει στις περισσότερες γερμανικές συλλογές. Μια ματιά σ' ναν μεγάλο καθρέφτη, καθώς
απόθετε το πόδι στο σκαμνί να το σφουγγίσει, του θύμισε το άγαλμα· χαμογελώντας, μου
είπε τότε τι ανακάλυψε. Πράγματι, εκείνη τη στιγμή ακριβώς, το ίδιο είχα σκεφτεί κι εγώ. Θες
όμως για να δοκιμάσω τη σιγουριά του για τη χάρη που τον τύλιγε, θες για να τού γιατρέψω
την κενοδοξία, έβαλα τα γέλια και αποκρίθηκα πως, μάλλον φάντασμα θα είδε! Κοκκίνισε
και σήκωσε το πόδι δεύτερη φορά για να μου δείξει· η προσπάθειά του, όπως εύκολα
μαντεύετε, αστόχησε. Ξανασήκωσε το πόδι, ταραγμένος, τρίτη και τέταρτη φορά, δέκα φορές
δοκίμασε· του κάκου! Ήταν ανίκανος να επαναλάβει την ίδια κίνηση —τί λέω; οι κινήσεις του
είχαν κάτι τόσο κωμικό, που με κόπο βαστούσα τα γέλια.

»Από τη μέρα εκείνη, από την ίδια κιόλας στιγμή, το παλικάρι άρχισε ν' αλλάζει
απίστευτα. Περνούσε μέρες μπροστά στον καθρέφτη, τα θέλγητρά του χάνονταν ένα ένα.
Μια δύναμη αόρατη και μυστική, σαν ατσαλένιο δίχτυ, φαινόταν να κυκλώνει τις αβίαστες
κινήσεις του, ώσπου, ένα χρόνο αργότερα, δεν είχε απομείνει ίχνος της παλιάς του γοητείας
που μάγευε τα μάτια των ανθρώπων γύρω του. Ακόμη και σήμερα υπάρχει ένας μάρτυς τού
άτυχου εκείνου μα και σπάνιου περιστατικού, που θα μπορούσε να επαληθεύσει, λέξη προς
λέξη, τα όσα σας εξιστορώ».

«Με την ευκαιρία», είπε φιλικά ο κύριος K..., «πρέπει να σας διηγηθώ μιάν άλλη
ιστορία, και εύκολα θα καταλάβετε τη σχέση της με δική σας.

»Σ' ένα ταξίδι μου στη Ρωσία, βρέθηκα στο υποστατικά τού κυρίου φον Γκ..., Λιβονού
ευγενούς, που οι γιοί του επιδίδονταν μανιωδώς στην ξιφασκία. Ιδίως ο μεγάλος, που ό,τι

7
...στο πρώτο βιβλίο τού Μωυσή: Γένεσις (Γ), όπου o λόγος για το προπατορικό αμάρτημα.
είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο, Έκανε τον δεξιοτέχνη και, μια μέρα που ήμουν στην κάμαρή
του, μου πρόσφερε ένα ξίφος. Ξιφομαχήσαμε και αποδείχτηκα καλύτερός του. Το πάθος
μεγάλωσε την ταραχή του- σχεδόν το κάθε χτύπημά μου έβρισκε το στόχο, ώσπου στο τέλος
το ξίφος του εκσφενδονίστηκε σε μια γωνιά. Μισοαστεία-μισοπροσβλημένα, μου είπε καθώς
μάζευε το ξίφος του, πως είχε βρει το μάστορή του· όλοι μας όμως βρίσκουμε, στον κόσμο
αυτό, το μάστορή μας, και κείνος θέλησε να με οδηγήσει στον δικό μου. Οι αδελφοί του
ξέσπασαν σέ γέλια, και με φωνές, Εμπρός! Εμπρός! ελάτε κάτω στην ξυλαποθήκη! με πιάσαν
άπ' το χέρι και με οδήγησαν σε μια αρκούδα, που τη μεγάλωνε στην αυλή ο πατέρας τους, ο
κύριος φον Γκ...

»Καθώς ζύγωνα τρομαγμένος, η αρκούδα σηκώθηκε στα πισινά της πόδια,


ακούμπησε τη ράχη στον πάσσαλο που την είχαν δεμένη, σήκωσε το δεξί της πόδι έτοιμη να
χτυπήσει, και με κοίταξε στα μάτια: είχε πάρει θέση ξιφομάχου. Θαρρούσα πως ονειρεύομαι,
βλέποντας αντικρύ μου τέτοιο αντίπαλο, αλλά ο κύριος φον Γκ... είπε, Επιτεθείτε! Επιτεθείτε!
για κάντε πως τη χτυπάτε! Μόλις συνήλθα λίγο από το ξάφνιασμα, της ρίχτηκα με το ξίφος·
η αρκούδα, με μια κοφτή κίνηση τού μπροστινού ποδιού της, απέκρουσε το χτύπημα.
Προσπάθησα να τη γελάσω με τεχνάσματα· απτόητη η αρκούδα. Της χύμηξα ξανά, με μια
σβελτάδα που θα πετύχαινε στήθος ανθρώπου: η αρκούδα, με μια κοφτή κίνηση τού
μπροστινού ποδιού, απέκρουσε το χτύπημα. Κόντευα τώρα να βρεθώ στη θέση τού νεαρού
κυρίου φον Γκ... Η αρκούδα ήταν τόσο σοβαρή, που μ' έκαμε στο τέλος να τα χάσω, πλήγματα
και τεχνάσματα εναλλάσσονταν, λούστηκα στον ιδρώτα: του κάκου! H αρκούδα, σαν τον
καλύτερο ξιφομάχο τού κόσμου, απέκρουε τα χτυπήματά μου και (σ' αυτό κανένας
ξιφομάχος δεν θα της παράβγαινε) δεν ξεγελιόταν μήτε άπ' τα τεχνάσματα· με κοίταζε στα
μάτια, λες και μέσα τους μπορούσε να διαβάσει την ψυχή μου, και με το πόδι σηκωμένο,
έτοιμο ν' αποκρούσει, περίμενε ατάραχη, δίχως να νοιάζεται πως ίσως σκόπευα να τη
χτυπήσω σοβαρά.

«Την πιστεύετε αυτή την ιστορία;»

«Απολύτως!» επιδοκίμασα φιλικά· «μοιάζει τόσο αληθινή, που και ξένος να μου την
έλεγε, πάλι θα την επίστευα».

«Λοιπόν, εκλεκτέ μου φίλε», είπε ο κύριος K..., «τότε κατέχετε όσα πρέπει για να με
εννοήσετε. Βλέπουμε ότι, στον οργανικό κόσμο, όσο σκοτίζεται και αδυνατίζει ο λογισμός,
τόσο πιο αστραποβόλα και ηγεμονικά προβάλλει η χάρη. Και όπως η τομή δυο ευθειών στη
μια πλευρά κάποιου σημείου διασχίζει το άπειρο και ξεφυτρώνει αίφνης στην άλλη του
πλευρά, ή όπως το είδωλο κοίλου κατόπτρου διανύει το κενό και εμφανίζεται απρόοπτα
εμπρός μας, έτσι αναπάντεχα παρουσιάζεται η χάρη όταν η γνώση φεύγει στο αχανές, και
διακρίνεται πιο καθαρά στο σώμα εκείνο που δεν έχει διόλου γνώση, ή έχει γνώση απέραντη,
δηλαδή στο ανδρείκελο ή στο Θεό».

«Μήπως», είπα λιγάκι αφηρημένος, «θα πρέπει να ξαναγευτούμε τον καρπό τού
Δένδρου της Γνώσεως, για να επιστρέψουμε στην ηλικία τής αθωότητος;»

«Να σάς πω», απάντησε, «αυτό είναι το τελευταίο κεφάλαιο της Ιστορίας τού
κόσμου».

HEINRICH VON KLEIST

You might also like