Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 6

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: Μ.

Καραγάτση: «Η μεγάλη Χίμαιρα


Να συγκρίνετε «το αμάρτημα της μητρός μου» ( το απόσπασμα με την εγκιβωτισμένη αφήγηση του
ακούσιου φόνου από τη Δεσποινιώ ) με το απόσπασμα από τη «Μεγάλη Χίμαιρα» που ακολουθεί:

(Η Μαρίνα Ρεΐζη ζει στη Σύρα, στο αρχοντικό της πεθεράς της, μαζί με την πεντάχρονη κόρη της Αννούλα, ενώ
ο άντρας της ταξιδεύει. Παρασυρμένη από τις ανεκπλήρωτες ερωτικές της επιθυμίες, ένα βράδυ φεύγει κρυφά
από το αρχοντικό και επιστρέφει τα ξημερώματα, αναζητώντας ερωτική συντροφιά. Το ίδιο βράδυ η κορούλα
της πηγαίνει στο δωμάτιο της και μιας και δεν την βρίσκει εκεί, περιμένοντας τη, κοιμάται στην πολυθρόνα
μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο … Ο παγωμένος χειμωνιάτικος αέρας θα αρρωστήσει με πνευμονία τη μικρή, η
οποία τελικά θα πεθάνει ,την ίδια βραδιά που η Μαρίνα θα συναντηθεί ερωτικά με τον Μηνά, τον αδελφό του
άντρα της… Η πεθερά της Μαρίνας και γιαγιά της μικρής, η Ρεΐζαινα αναλαμβάνει το ρόλο του κριτή – τιμητή
για τη νύφη της.
(Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από τη μοιραία νύχτα…)

Γονάτισε πλάι στην πολυθρόνα. Τα ανήσυχα χέρια της έψαξαν το μικρό κορμί. Φλεγόταν στον πυρετό
.Αννούλα! Είπε ξανά. Η φωνή της είχε κάτι απ’ τον ρόγχο της αγωνίας. Τράνταξε νευρικά τη μικρή, θέλοντας να
την ξυπνήσει. Μα το παιδί ήταν πεσμένο σε βύθος. Ανασηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα με μάτια αλαλιασμένα,
σα να μην ήξερε τι να κάνη σα να γύρευε βοήθεια από τα άψυχα και τα’ ανύπαρχτα. Και με μιας, έτρεξε στην
πόρτα την άνοιξε και φώναξε: Μητέρα! Μητέρα!
Στο βάθος του διαδρόμου άνοιξε μια άλλη πόρτα. Η φωνή της Ρεΐζαινας αντήχησε ανήσυχη! Τι τρέχει;
Ελάτε γρήγορε. Η Αννούλα δεν είναι καλά!
Η γριά πρόστρεξε όπως είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, με τη μακριά μαύρη της πουκαμίσα.
Τι τρέχει; Τι έχει το παιδί;
Έκανε να πάει κατά την πολυθρόνα, όπου η Αννούλα κειτόταν βουλιαγμένη στο λήθαργο του πυρετού. Κι
άξαφνα κοντοστάθηκε. Το σκληρό, το μαύρο μάτι της έφερε ένα γύρο την κάμαρα. Είδε, πάνω στο ανακατεμένο
κρεβάτι, το αδιάβροχο και το μπερέ. Είδε τη Μαρίνα ντυμένη με ρούχα τσαλακωμένα, με μορφή ξαγρυπνισμένη
και στραπατσαρισμένη. Είδε την εγγονούλα της με τα μασκαράτικα, κοιμισμένη στην πολυθρόνα, δίπλα στ’
ανοιχτό παράθυρο.
Δεν ξεστόμισε λόγο. Η μορφή της ήταν τώρα παγωμένη, σκληρή, λες και χοντροπελεκημένη σε γρανίτη.
Έσκυψε και με χέρια που έτρεμαν από λαχτάρα έπιασε το κοιμισμένο παιδί, το ανασήκωσε, το ‘σφίξε στο ξερό
της στέρνο. Και δίχως να ρίξει μια ματιά στη νύφη της, βγήκε απ’ την κάμαρα .Η Μαρίνα απόμεινε ακίνητη,
παγωμένη. Με μάτι λαφιασμένο είδε τη μαύρη σκιά να χάνεται στο μισοσκόταδο του διαδρόμου, με την
Αννούλα στην αγκαλιά. Και κατάλαβε πως το παιδί της έφυγε για πάντα… Το παιδί μου! Στριγγλίζει η Μαρίνα.
Το παιδί μου! Αρπάζει το νεκρό κορμί, το πασπατεύει, το αγκαλιάζει, το κοιτάει με μάτια ξέφρενα. Δε θέλει να
πιστέψη. Δεν μπορεί…
Τι το κοιτάς; σαρκάζει η γριά. Είναι πεθαμένο το παιδί σου!
Η Μαρίνα σωπαίνει. Κρατάει το μικρό πτώμα πάνω στο γυμνό της στήθος, με χέρια ξυλιασμένα. Κοιτάει πέρα,
πουθενά, με μάτι γυμνό από φρόνηση. Τότε η Ρεΐζαινα σκύβει και πλησιάζει το πρόσωπο του Μηνά, που
κοιτόταν ασάλευτος κι ανέκφραστος, σα χτυπημένος από κεραυνό. Τον κοιτάει στα μάτια, με μάτια που
σπαράζουν από σιχασιά, από μίσος. Και σουρώνοντας τα γέρικα χείλη της, τον φτύνει κατάμουτρα.
Φτού σου! Άτιμε! Αναστήλωσε ξανά το κορμί της. Ανάσανε με λυτρωμό. Και στητή, και μεγαλόπρεπη, και
φοβερή βγήκε απ’ την κάμαρα. (......)

Τη θάψανε το απόγευμα. Ήταν μια μέρα χλιαρή κι ηλιόλουστη. Ο Σορόκος, αφού μάνιασε κοντά ως το
μεσημέρι, γύρισε σε Απηλιώτη μαλακό και γλυκό, που ‘δίωξε τα σύννεφα. Η θάλασσα ξαπλωνόνταν
βαθυγάλανη και μόλις ανήσυχη…

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φαρμακολύτρια», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια εἶν’ ἐκείνη, ἥτις χαλνᾷ τά μάγια, ἤτοι λύει πᾶσαν γοητείαν καί μεθοδείαν
πονηράν ὑπ’ ἐχθρῶν γινομένην. Εἰς ἐμέ, παρευρεθέντα κατά τύχην ἐκεῖ, τό πρᾶγμα ἐφαίνετο παράξενον, ὅσον
ἤθελε φανῆ εἰς μαθητήν τῆς γ΄ τάξεως ἐπαρχιακοῦ γυμνασίου, δραπετεύσαντα ἅμα τῇ ἐνάρξει τῶν μαθημάτων,
εἰς τό μέσον τοῦ ἔτους. Ἀλλ’ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα ἤξευρε τί ἔκαμνεν.
Ἕνα υἱόν, μονάκριβον, τόν εἶχε. Καί εἶχε τέσσαρας κόρας μικράς, τῶν ὁποίων ἡ μεγαλυτέρα ἦτον ἤδη δεκαέξ
χρόνων. Καί ὁ υἱός της, πρωτότοκος, ἤγγιζεν ἤδη τό εἰκοστόν ἔτος. Καί ἤδη ἔχανε τόν νοῦν του κ’ ἐζητοῦσε νά
νυμφευθῇ.

Τοῦ εἶχαν κάμει μάγια, αἱ γυναῖκες, ἀπό τόν Πέρα Μαχαλᾶν. Καί τοῦ εἶχαν σηκώσει τά μυαλά του. Ποῖος
ἠξεύρει τί μαγγανείας τοῦ ἔκαμαν, καί τί τοῦ ἔδωκαν νά πίῃ. Ἐγνώριζαν ἐκεῖναι ἀπό μαγείας...
Κι ἀγάπησε μίαν κόρην, ἥτις ἦτον μεγαλυτέρα ἀπ’ αὐτόν στά χρόνια, καί ἤθελε νά τήν λάβῃ σύζυγον.
«Ἤ θά τήν πάρω, μάνα, ἤ θά σκοτωθῶ». Τό εἶχε πάρει κατάκαρδα. Ἦτον «ἐρωτοχτυπημένος». Τώρα, τί νά κάμῃ
ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν’ ἀφήσῃ τόν υἱόν της νά ἐμβῇ στά βάσανα, τόσον νέος, κι αὐτή νά ἔχῃ τέσσαρας
κόρας ἀνυπάνδρους, νά τάς καμαρώνῃ; Καί ποιός γονιός τό δέχεται αὐτό;
Λοιπόν ἔπεσε στά θεωτικά πράγματα. Ἔκαμε λειτουργίας πολλάς, καί ἁγιασμούς, καί παρακλήσεις. Ἐπῆρε τά
ροῦχα τοῦ γυιοῦ της, καί τά ἔβαλε νά λειτουργηθοῦν ὑπό τήν Ἁγίαν Τράπεζαν. Ἐπαίδευσε τόν ἑαυτόν της μέ
πολλάς νηστείας, ἀγρυπνίας, καί γονυκλισίας.

Τελευταῖον προσέφυγεν εἰς τήν χάριν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας. Αὕτη εἶχε παρά Θεοῦ τό
χάρισμα νά διαλύῃ τάς μαγείας καί γοητείας. Ἐπῆγε, τήν ἐλειτούργησεν, ἔζωσε τόν ναόν της ἑπτά φοράς
(τελοῦσα μόνη της ἰδιαιτέραν λειτουργίαν περιπαθῆ ἐκ μητρικῆς στοργῆς) μέ κηρίον ἑκατονταόργυιον, τό
ὁποῖον ἡ ἰδία εἶχε παρασκευάσει μέ τάς χεῖράς της, καί παρεκάλει τήν Ἁγίαν νά χαλάσῃ τά μάγια, νά ἔλθῃ στόν
νοῦν του ὁ υἱός της, ὁ ἐρωτοχτυπημένος καί ποτισμένος ἀπό κακάς μαγγανείας, καί νά μή χάνῃ τά μυαλά του
ἄδικα...

(Α. Παπαδιαμάντης, Η Φαρμακολύτρια. Απάνθισμα διηγημάτων Α. Παπαδιαμάντη, Ανθολόγηση: Ν.Δ.


Τριανταφυλλόπουλο, Εκδόσεις Δόμος [Αθήνα, 2001], σσ. 356-357.)

Να σχολιάσετε ως προς το περιεχόμενο το παραπάνω απόσπασμα από τη «Φαρμακολύτρια» του Α.


Παπαδιαμάντη συγκρίνοντάς το με το κείμενο του Γ. Βιζυηνού.

Παράλληλο στο κείμενο "Το αμάρτημα της μητρός μου" του Γ. Βιζυηνού
Να εντοπίσετε ομοιότητες περιεχομένου ανάμεσα στο παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα του Δ. Βικέλα
"Τα δύο αδέλφια" και στην περιγραφή της νυκτερινής παραμονής στην εκκλησία από τη Β΄ ενότητα του
έργου "Το αμάρτημα της μητρός μου" του Γ. Βιζυηνού ("Ενθυμούμαι....αρεστότερος").

Τὸ δωμάτιον εἰς τὸ ὁποῖον ἡ κυρία Σοφία μᾶς ὁδήγησεν, ἐκ πρώτης ὄψεως καὶ μεθ' ὅλην τὴν
γενομένην ἐντὸς αὐτοῦ μεταβολήν, ἐφαίνετο νέας γυναικὸς κοιτών. Τὸ διατί δύσκολον νὰ τὸ
διασαφήσω, ἀλλ' ἀμέσως ἐννοήσα ὅτι μᾶς παρεχωρήθη τὸ δωμάτιον τῆς θυγατρὸς τοῦ κυρίου
Μελέτη. Ἐννοεῖται ὅτι δὲν ἐτόλμησα νὰ ἐκφράσω τὰς περὶ τούτου σκέψεις μου ἐνώπιον τοῦ πατρὸς
καὶ τῆς νέας.
Ἑκατέρωθεν τοῦ παραθύρου, πρὸς μὲν τὰ δεξιὰ ἔκειτο κλίνη σιδηρὰ ἁπλουστάτη ἀλλ'
ἀποπνέουσα παρθενικόν τι ἄρωμα, ἀριστερόθεν δὲ ὑπῆρχεν ἄλλη κλίνη, στηθείσα ἐκ τοῦ προχείρου
εἰς τρίποδα. Ὅτι δὲ ἐστήθη ἐκεῖ χάριν τῆς περιστάσεως, ἐμαρτύρουν τὰ ὄπισθεν αὐτῆς ἴχνη τοῦ
ἑρμαρίου, τὸ ὁποῖον ἐξώσθη τοῦ δωματίου διὰ νὰ τοποθετηθεῖ ἡ κλίνη.
«Πῶς θὰ μοιρασθεῖτε τὰς κλίνας;», εἶπε μειδιὼν ὁ γέρων, ἐνῶ ἡ ἀδελφή του ἔριπτε περὶ ἑαυτὴν τὸ
βλέμμα διὰ νὰ ἴδει μὴ λείπει ἢ μὴ ἐλησμονήθη τι.
«Θὰ ρίψομεν κλῆρον», ἀπεκρίθην γελών. «Ἄλλως δὲ καὶ αἱ δύο φαίνονται ἐξαίρετοι καὶ δὲν θὰ
μαλλώσομεν μὲ τὸν Νίκον» […]
«Νὰ φύγομεν», εἶπε. «Νὰ φύγομεν ἀπ' ἐδῶ μίαν ὥραν ἀρχήτερα!».
«Καλά, Νίκο! Τώρα νὰ φύγομεν δὲν εἶναι δυνατόν. Ἂς περάσομεν τὴν νύκτα καὶ αὔριον
βλέπομεν. Ἂς πλαγιάσομεν τώρα».
«Νὰ πλαγιάσομεν! Ποῦ ὕπνος».
Μετὰ κόπου καὶ μόχθου τὸν ἔπεισα, ὄχι νὰ κοιμηθεῖ, ἀλλὰ νὰ ἐκδυθεῖ καὶ νὰ ἐξαπλωθεῖ εἰς τὸ
στρῶμα, διὰ νὰ δώσω δὲ τὸ καλὸν παράδειγμα, ἤρχισα νὰ ἐκδύομαι. Ἀνεφύη τότε νέον ζήτημα: Εἰς
ποίαν κλίνην θὰ κοιμηθῶ ἐγώ. Ἤθελα νὰ λάβει ἐκεῖνος τὴν σιδηράν, διότι ἐφοβούμην μὴ αἱ σανίδες
τῆς ἄλλης χορεύουσαι τὴν νύκτα ἐπάνω εἰς τὰ τρόποδά των δώσουν νέαν ἀφορμὴν ταραχῆς εἰς τὰ
ἀρκούντως ἤδη ταραγμένα νεῦρα του. Ἀλλ' ὁ Νίκος δὲν ἐπείθετο. «Ἐγώ, ὁ εἰς ἀνάρρωσιν, ἔπρεπε νὰ
λάβω κατοχὴν τῆς καλυτέρας κλίνης − καὶ τί θὰ ἔλεγεν ἡ μήτηρ μου−, καὶ ἐπιτέλους χρεωστῶ νὰ τὸν
ὑπακούω διότι ἦτο μεγαλύτερος». Ἐνέδωσα διὰ νὰ δοθεῖ πέρας εἰς τὴν συζήτησιν, ἀφοῦ ὅμως τὴν
παρεξέτεινα ἐπίτηδες ἐπὶ ἀρκετὴν ὥραν, ἐπὶ σκοπῷ νὰ δώσω νέαν διεύθυνσιν εἰς τὰς σκέψεις του.
Ἐνόμισα δὲ ὅτι τὸ κατόρθωσα ἰδὼν αὐτὸν ἐπιτέλους ἐκθηλυκώνοντα τὰ κομβία του, καὶ ἤρχισα νὰ
ἐλπίζω ὅτι θὰ κοιμηθῶμεν.
Ἀλλ' ἀγνοῶ ὑπὸ τίνος σκέψεως κινούμενος, ὁ εὐλογημένος, διέκοψεν αἴφνης τὰς πρὸς
κατάκλισιν προετοιμασίας καί, ἀφοῦ πρῶτον ἐκλείδωσε τὴν θύραν, ἐπεδόθη εἰς λεπτομερὴ ἐξέτασιν
τοῦ δωματίου. Ἕως καὶ τὰς κρεμαμένας σινδόνας ἀνεσήκωσε διὰ νὰ ἴδει μὴ κρύπτεταί τι ὑπὸ τὰς
κλίνας. Ἀφοῦ δὲ ἠρεύνησε τὰ ἐπὶ τοῦ πατώματος, ἤρχισε νὰ ἐξετάζει καὶ τὰ ἐπὶ τῶν τοίχων.
Παρηκολούθουν τὰς κινήσεις του ἐν σιωπῇ, μειδιὼν λάθρα διὰ τὴν ἀνησυχίαν του.
Ὑπεράνω τῆς κλίνης του ἐκρέμαντο ἐπὶ τοῦ τοίχου τρεῖς εἰκόνες· ἐν τῷ μέσῳ ἡ Παναγία,
ἑκατέρωθεν δὲ ὁ ἅγιος Νικόλαος καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Κάτωθεν τῶν εἰκόνων ἦτο καρφωμένον
ἐπὶ τοῦ τοίχου, διὰ τεσσάρων καρφίων ὀρειχαλκίνων, ὕφασμα ἐπίμηκες κεντητόν. Ἐφαίνεται ὅτι
ἐτοποθετήθη ἐκεῖ πρὸς τιμὴν τῶν εἰκόνων ὑπὸ γυναικείας φιλαρέσκου χειρός. Τὸ κέντημα δὲν εἶχε τι
τὸ ἀξιοπερίεργον, ἀλλ' ὁ Νίκος τὸ περιειργάζετο μετὰ πολλῆς προσοχῆς. Κρατὼν διὰ τῆς ἀριστερᾶς
του λύχνον, ἀνεσήκωνε διὰ τῆς δεξιᾶς τὴν μεταξὺ τῶν καρφίων πλευρὰν τοῦ ὑφάσματος βλέπων τὸ
ὑπὸ τὸ κέντημα. Αἴφνης γονατίζει ἐπὶ τῆς κλίνης, πλησιάζει τὸν λύχνον εἰς τὸν τοῖχον καὶ κύπτει τὴν
κεφαλὴν διὰ νὰ ἴδει καλύτερα. Ἔπειτα, χωρὶς νὰ προφέρει λέξιν, προσπαθεῖ διὰ τῶν δακτύλων ν'
ἀποσπάσει τοῦ τοίχου τὸ ἐπὶ τῆς κάτω γωνίας καρφίον.
«Τί κάμνεις ἐκεῖ;», ἠρώτησα πλησιάζων.
Τὸ καρφίον δὲν ἀπεσπᾶτο εὐκόλως.
«Τί εἶναι αὐτά, Νίκο! Δὲν ἀρκεῖ ὅτι ὠτακουστοῦμεν, θ' ἀρχίσομεν τώρα καὶ ν' ἀνοίγομεν τοὺς
τοίχους!».
Ὁ Νίκος δὲν ἀπεκρίθη, ἀλλ' ἐξηκολούθησε τὴν ἐργασίαν του. Τὸ καρφίον ἐνδίδον εἰς τὸν
κλονισμὸν τῶν δακτύλων του ἐχαλαρώθη βαθμηδὸν καὶ ἐξήχθη ἀπὸ τὸν τοῖχον καὶ ἀπὸ τὸ κέντημα.
Ὁ Νίκος γονατιστὸς ἐπὶ τῆς κλίνης, ἀνεσήκωσε μὲ τὴν μία χείρα τὸ ὕφασμα, φωτίζων διὰ τῆς ἄλλης
τὰ ὑπ' αὐτό. Ὁ τοῖχος ἦτο ζωγραφισμένος.
Ὁμολογῶ ὅτι, ὑπὸ τὴν πρόσφατον ἔτι ἐντύπωσιν τοῦ τρόμου καὶ τῶν ψιθυρισμῶν τῆς κυρίας
Σοφίας, καὶ τοῦ μυστηρίου, τοῦ προφανῶς ἀναγομένου εἰς τὴν ἄγνωστον νέαν, τῆς ὁποίας τὸν
θάλαμον κατείχομεν − κατὰ τῆς σιωπῆς τῆς εὐρείας ἐκείνης ἀρχαίας οἰκίας −ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ λύχνου
τρέμοντος εἰς τὴν χείρα τοῦ Νίκου−, ὁμολογῶ ὅτι δὲν ἔβλεπα μὲ ψυχρὰν ἀδιαφορίαν τὴν ἐπὶ τοῦ
τοίχου εἰκόνα, τὴν ὁποίαν μετὰ δέους παρετήρη ὁ ἐξάδελφός μου.
Ἐντὸς περιθωρίου ἐκ σταυρῶν καὶ κρανίων μικρῶν, ἐναλλὰξ συνδεομένων ἐν εἴδει ἁλύσεως, ἡ
ζωγραφία παρίστα κτίριον μικρόν, ὁποῖον τὰ ἐξοχικὰ παρεκκλήσιά μας. Ἀλλὰ δὲν ἐφαίνετο ἁπλοῦν
παρεκκλήσιον. Ἦτο τάφος. Ἐπὶ τῶν δύο φύλλων τῆς θύρας του, ὑπὸ δύο σταυρούς, ὑπῆρχε διπλὴ
στήλη ἐπιτυμβίου ἐπιγραφῆς, ἀλλ' ὡς ἐκ τῶν μικρῶν διαστάσεων ὁ ζωγράφος, μὴ δυνηθεὶς νὰ
χαράξει τὰς λέξεις, ἀπεμιμήθη ἁπλῶς τὴν παράστασιν τῶν ψηφίων. Ἑκατέρωθεν τῆν θύρας, ἐπὶ τῆς
προσόψεως τοῦ μνημείου, ἦσαν ζωγραφισμένοι δύο μεγαλύτεροι σταυροί, ὐπὸ ἕκαστον δὲ τῶν
σταυρῶν δύο ὀστὰ χιαστί −κάτωθεν τῶν ὀστῶν κρανίον−, καὶ ὑπὸ ἕκαστον κρανίον ἓν ψηφίον
κεφαλαῖον, ἀριστερόθεν Μ καὶ δεξιόθεν Ν.
Ἡ εἰκὼν δὲν ἦτο ἔντεχνος. Εἶχε ζωγραφισθεῖ ἐπὶ τοῦ λείου ἐκεῖ τοίχου διὰ μελάνης, ὑπὸ χειρὸς
ὄχι καθ' ὑπερβολὴν ἐμπείρου. Ἀλλ' ἡ ἀτέλεια αὐτὴ τῆς τέχνης ἐπηύξανε τὴν ἀγριότητα τοῦ
ἀπεικονίσματος, ἰδίως περὶ τὴν παράστασιν τῶν δύο κρανίων. Τὰ ἄνισα ἀνοίγματα τῶν ὀφθαλμῶν
εἶχον τι τὸ ὑπὲρ φύσιν ἀποτρόπαιον. Αἱ γυμναὶ σιαγόνες διεστέλλοντο εἰς τρόπον ὥστε τὰ ἄνευ
χειλέων ἐκεῖνα στόματα ἐφαίνοντο γελῶντα σατανικὸν γέλωτα. Γύρω−γύρω δὲ τὰ μεταξὺ τῶν
σταυρῶν μικρὰ κρανία ἔβλεπον καὶ ἐκεῖνα μὲ τοὺς κενούς των ὀφθαλμοὺς καὶ ἐγέλων μὲ τὰ ἄσαρκα
στόματά των.
Ἡ εἰκὼν ἐνέπνεεν ἀληθῶς φρίκην!
Ὁ Νίκος δὲν ἠδύνατο ν' ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὴν θέαν της. Ἀλλὰ κι ἐγὼ μετὰ δυσκολίας ἐκυρίευσα
τὴν ταραχήν μου.
«Ἄφησε», εἶπα ἐπιτέλους. «Ἀρκετὰ ἐθαυμάσαμεν τὸ καλλιτέχνημα τοῦτο».
Καὶ ἀπέσυρα διὰ τῆς βίας ἀπὸ τὰ δάκτυλά του τὴν ἄκραν τοῦ ὑφάσματος, τὸ ὁποῖον κατέπεσε καὶ
ἐκάλυψε τὴν φρικώδη ζωγραφίαν.
Ὁ Νίκος κατέβη ἀπὸ τὴν κλίνην καὶ ἐκάθισεν ἐπ' αὐτῆς. Ἦτο κάτωχρος. Ἔλαβα ἐκ τῆς χειρός του
τὸν λύχνον καὶ τὸν κατέθεσα ἐπὶ τῆς τραπέζης. Ἤθελα νὰ εἴπω τι διὰ νὰ τὸν καθησυχάσω, ἀλλ' αἱ
λέξεις δὲν ἀνήρχοντο εἰς τὰ χείλη μου. Ἔλαβα μηχανικῶς τὸ καρφίον, τὸ ὁποῖον εἶχε πέσει ἐπὶ τῆς
κλίνης καὶ ἐπροσπάθησα νὰ τὸ βάλω εἰς τὴν προτέραν θέσιν του. Ἡ ἐργασία αὕτη μὲ ἀπησχόλησεν
ἐπί τινας στιγμάς.
«Ἰδού», εἶπα, «διορθώθη τὸ πράγμα καὶ δὲν θὰ ἐννοήσουν αὔριον ὅτι διεσκεδάσαμεν τὴν νύκτα
ἀποκαλύπτοντες τὰ μυστικά των».
«Τί ἤθελες νὰ μὲ φέρεις εἰς αὐτὸ τὸ κατηραμένον μέρος!», ὑπέλαβεν ὁ Νίκος. «Ἀφότου
ἐφθάσαμεν εἰς τὸν ἄγριον λιμένα του, προησθάνθην ὅτι κάτι κακὸν μᾶς περιμένει ἐδῶ. Νὰ
φύγομεν!».
«Καλά, Νίκο! Εἴμεθα σύμφωνοι. Αὔριον ἀναχωροῦμεν».
«Αὔριον! Πῶς;».
«Θὰ εὕρομεν κάτω εἰς τὴν Σκάλαν κανὲν καΐκι. Δὲν ἐχάθη ὁ κόσμος».
«Καΐκι! Ἐλησμόνησες τὴν ὑπόσχεσίν σου πρὸς τὴν μητέρα σου;».
«Λοιπὸν πῶς νὰ γίνει;».
«Νὰ ζητήσομεν ἀλλοῦ φιλοξενίαν. Ἔχει καὶ ἄλλα χωρία εἰς τὴν νῆσον».
[…]
Δ. Βικέλας, Τα δυο αδέλφια, επιμ. Ε. Χ. Γονατάς, Αθήνα, Στιγμή, 1987, σ.σ. 33−48
Νικηφόρος Βρεττάκος «Δυο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες στον κόσμο» ως παράλληλο για το
Αμάρτημα της μητρός μου.

Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξι μήνες


Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,
είναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις,
έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.

Το βράδυ, το ίδιο:
Σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ως κάτου στο πάτωμα. Στον τοίχο, αντίκρυ της
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,
θα της πέσει το βρέφος της.

Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη


μαντίλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλά – το σπίτι είναι έρημο.
Δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο για μια στιγμή το παιδί της.

Πώς καταγράφεται το πένθος στα δύο κείμενα και ποια είναι η συμμετοχή του θεϊκού στοιχείου;

Η μητέρα στο ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου μετά το θάνατο του γιου της αφήνεται σε μια κατάσταση απόλυτης
παραίτησης, όπου ο πόνος κυριαρχεί και διατρέχει κάθε στιγμή στη ζωής της. Κάθε τι γύρω της χρωματίζεται πλέον από την
αμετάκλητη συνειδητοποίηση του θανάτου του παιδιού της και το πένθος κατακλύζει τόσο το χώρο γύρω της όσο και το
χρόνο. Κάθε σημείο του σπιτιού της, κάθε σημείο στους χώρους που κινείται είναι μια υπενθύμιση του κενού που άφησε
πίσω του ο νεκρός της γιος. Όπου κι αν βρεθεί η μητέρα δε αντικρίζει τίποτε άλλο παρά ίχνη της απουσίας του παιδιού της.
Κάθε μέρος που συνήθιζε να βλέπει το παιδί της, μοιάζει τώρα άδειο και θλιβερό, όπως και κάθε στιγμή της ημέρας όπου
μέχρι πρότινος συνήθιζε να φροντίζει το παιδί της, αποτελεί μια επώδυνη υπενθύμιση της συμφοράς.
Η μητέρα είτε κινείται στο άδειο σπίτι της, είτε βλέπει τις ώρες να περνούν ξέρει πως τώρα πια δεν έχει τίποτε να κάνει για
το παιδί της, καθώς αυτό δεν υπάρχει πια.

Το πένθος της μητέρας βρίσκεται πλέον κυρίαρχο παντού και κάθε στιγμή, καθιστώντας τη ζωή της ένα αδιάκοπο μαρτύριο,
μιας και δεν υπάρχει ελπίδα να δει ξανά το παιδί της ή να πάψει να πονά για το χαμό του.
Ο ποιητής, θέλοντας να τονίσει τον πόνο της μητέρας, μας δείχνει τον αντίκτυπο που έχει το πένθος της σε μια άλλη
μητέρα, στη μητέρα του Χριστού, που τόσο καλά γνωρίζει τον πόνο της απώλειας, τον πόνο που μια μητέρα νιώθει όταν της
παίρνουν το παιδί της. Η Παναγία βλέποντας τον πόνο της μητέρας, θέλει να τη βοηθήσει, θέλει να της δείξει πόσο καλά
γνωρίζει την έντασή του, μα δεν μπορεί να κάνει κάτι. Η Παναγία δεν έχει σε ποιον να αφήσει για λίγο το παιδί της, δεν
βρίσκει κανέναν γύρω της να του εμπιστευτεί το πολύτιμο παιδί της, κι αναγκάζεται έτσι να κοιτάζει με ταραχή το
σπαραγμό της μητέρας.

Ο Βρεττάκος παρουσιάζει με συγκλονιστικό τρόπο τη σαρωτική επίδραση που έχει στη ζωή μιας μητέρας η απώλεια του
παιδιού της. Η μητέρα αυτή, βιώνει τον πιο δυνατό πόνο που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος και συγκινεί με τη θλίψη της
κάθε έναν από εμάς αλλά και την ίδια την Παναγία, που κάποτε γνώρισε κι εκείνη τον ίδιο πόνο.
Μια ανάλογη εμπειρία βρίσκουμε καταγεγραμμένη στο Αμάρτημα της μητρός μου, στο οποίο όμως η μητέρα καθίσταται
πολλαπλά τραγικότερη, υπό την έννοια πως θρηνεί για το χαμό δύο παιδιών, από τα οποία το πρώτο δεν σκοτώθηκε από
κάποιον άλλον, από κάποιον άγνωστο, αλλά από την ίδια. Η Δεσποινιώ πλακώνει άθελά της το μωρός της και περνά
κατόπιν μια ολόκληρη ζωή πόνου κι ενοχών, προσπαθώντας μάταια να εξιλεωθεί για το ασύλληπτο αμάρτημά της. Η
Δεσποινιώ δεν έχει απλώς να αντέξει τον πόνο για το χαμό των παιδιών της, έχει παράλληλα να υπομείνει τις ασίγαστες
ενοχές που της προκαλεί η επίγνωση πως είναι η αυτουργός του εγκλήματος που σφράγισε τη ζωή της.
Οι ενοχές που αντιμετωπίζει η μητέρα του αμαρτήματος είναι τόσο έντονες ώστε την κάνουν να πιστεύει πως ο Θεός θέλει
να την τιμωρήσει, γι’ αυτό κι όταν αρρωσταίνει το δεύτερο κορίτσι της και είναι πια προφανές ότι δεν θα επιζήσει, η μητέρα
θεωρεί πως ο Θεός μετάνιωσε που της έστειλε κι άλλο κορίτσι και τώρα της το παίρνει πίσω ως τιμωρία για την εγκληματική
της πράξη.

Ενώ, δηλαδή, η μητέρα στο ποίημα του Βρεττάκου έχει την αμέριστη συμπαράσταση του θεϊκού στοιχείου στον πόνο που
βιώνει για την απώλεια του παιδιού της, η μητέρα στο αμάρτημα, αισθάνεται πως έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο τον πόνο
και τις ενοχές της αλλά και την οργή του Θεού, καθώς η ίδια τερμάτισε τη ζωή του παιδιού της.

Γ. Βιζυηνού: "Το αμάρτημα της μητρός μου" Ένα παράλληλο κείμενο.

Κύρια πρόσωπα του αποσπ. είναι η Φωτεινούλα (η μάνα) και ο Γιασεμής (ο άντρας της).

…Το θήλαζε λοιπόν νύχτα μέρα και το μωρό έδενε σιγά σιγά σαν άγουρο τσάγαλο μέχρι τα τέλη
του Οκτώβρη. Εκεί άρχισαν τα ίδια που είχε και με τον πρώτο της γιο, τον αβάπτιστο ξανθό κούκλο, που
τον έχασε σε μια βδομάδα μέσα χωρίς να καταλάβει πώς. Βυζαίνοντας της μάνας του το πρώτο γάλα, δεν
έπαιρνε δράμι. Ανορεξία, θλίψη, ζάρωμα, κατήφεια κι έβλεπες ένα παιδάκι να έχει όλη τη ζωή μπροστά
του και να ζαρώνει, να σακουλιάζει σαν γριά. Χωρίς χαρά, χωρίς διάθεση να κινήσει έστω και για λίγο
έτσι τα χέρια ή τα μάτια του. Είχε μια σβησμάδα που σε τρόμαζε. Μαράζωνε μέρα με τη μέρα.
«Ζούρας είναι Φωτεινή και τρέχα να το προλάβουμε», της είχε πει μια χήρα γιάτρισσα, πολύ
γριά, από το διπλανό χωριό, που ήξερε από παλιά να γητεύει, σαν το πήγε τυλιγμένο νύχτα σπίτι της να
της το δείξει. […]
… Αν έχανε και τούτο το μελαχρινάκι της σαν τον άλλο ξανθό άγγελό της, ο κόσμος, θα ‘τανε
πολύ μικρός για να τη χωρέσει πια. Μια σπίθα θέλει η τρέλα να ανάψει το φυτίλι της, συλλογιζόταν.
[…]
«Πρέπει να το γητέψουμε το παιδί μας, Γιασεμή. Να το σώσουμε. Κάθε μέρα μαραζώνει, δεν
θηλάζει, δεν γελάει σαν μωρό πια, μάσκα είναι το προσωπάκι του, θα το χάσουμε… Φοβάμαι…».
«Μα πιστεύεις σε μάισσες και στα γητέματα, Φωτεινούλα; Γιατρό χρειάζεται το μωρό, αλλά πού
να τον βρούμε;» […]
«Το παιδί το χάνουμε, Γιασεμή, σαν το άλλο, το πρώτο μας. Σκέψου, αβάφτιστο μας ξέφυγε και
στα αβάφτιστα μένουν καταραμένες κι αλύτρωτες οι ψυχές τους, σαν, όπως λένε, από το προπατορικό,
και ποιος ξέρει τώρα πού η ψυχούλα του θα ταλανίζεται; Τούτο δω όμως θα το σώσω και δεν θα ξέρεις
τον τρόπο. Δεν σηκώνω κουβέντα».
Μαμή πρακτική και γαλακτερή λεχώνα θέλουνε τα μωρά, είχε σκεφτεί, μα πού να πει τη μύχια
σκέψη του. Έβλεπε στα μάτια της μέσα τον ατέλειωτο πόλεμο, τον αβάσταχτο πόνο της, τη μαύρη
Κατοχή, την τρελαμένη μάνα της. Τον πόνο που τον καρτερούσε και τον ζέσταινε κάθε βράδυ. Ήθελε να
μπορούσε να τον ακούσει και να τον καταλάβει, να της πει πως ο κόσμος πάει μπροστά, δεν πάει πίσω, να
της πει ακόμα πως οι μάγισσες και οι γητευτές έβρισκαν δουλειά τα πολύ παλιά τα χρόνια. Όχι τώρα.
«Κάνε ό,τι νομίζεις», της ψιθύρισε, «αρκεί να’ ναι για το καλό του παιδιού…»
Πάρις Σταμέλος: «Οι γυναίκες της Κυριακής», εκδόσεις Καστανιώτη (σελ. 18 κ. εξ.)

 Θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε τις συμπεριφορές των δύο μητέρων, τις αναλογίες


στο περιεχόμενο αλλά και τις ενδεχόμενες διαφορές ανάμεσα στα δύο κείμενα.

You might also like