Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 9

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2017 – 18 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ: 29/01/2018

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΛΥΚΕΡΙΔΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Α.Μ.: 00717 Μ.Δ.Ε. ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

1. Πώς το έργο των G. Frege και B. Russell στη θεμελίωση των μαθηματικών ανέδειξε τη γλώσσα

στο επίκεντρο του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος; Ποια είναι τα γενικά χαρακτηριστικά της

αναλυτικής φιλοσοφίας και πως αυτά απορρέουν από τις προσπάθειες θεμελίωσης των μαθηματικών

στη λογική; Πώς συναρτώνται εδώ οι τρεις μεθοδολογικές αρχές που διατύπωσε ο Frege στα

Θεμέλια της Αριθμητικής;

Στις αρχές του εικοστού αιώνα τα θεμέλια των μαθηματικών αντιμετώπισαν μια βαθειά

κρίση. Η ανακάλυψη των υπερβατικών αριθμών και των μη Ευκλείδειων γεωμετριών, που είχαν

κάνει την εμφάνισή τους από τα μισά του 19ου αιώνα, σε συνδυασμό με την θεωρία συνόλων του

Cantor αλλά κυρίως η εμφάνιση των παραδόξων επηρέασε βαθύτατα την τότε τρέχουσα μαθηματική

πρακτική. Η μέθοδος που ακολουθήθηκε για τον εξοστρακισμό των παραδόξων δεν ήταν ενιαία.

Υπήρξαν περιορισμοί στην ελευθερία των εφαρμοζόμενων πρακτικών αλλά και στη χρήση εννοιών

με ξεκάθαρο στόχο την κάθαρση των θεμελίων των μαθηματικών. Ένας από τους βασικούς

πρωταγωνιστές αυτών των προσπαθειών ήταν ο Bertrand Russell ο οποίος μαζί με τον Alfred N.

Whitehead συνέγραψε το έργο Principia Mathematica με στόχο την πλήρη τυποποίηση των

μαθηματικών και την προώθηση του Λογικισμού (Αναπολιτάνος, 1985, σελ. 217).

Ο Λογικισμός ήταν η προσπάθεια να αναχθούν τα μαθηματικά στη Λογική. Είχε ξεκινήσει

ήδη από τον Liebniz, ο οποίος προσπάθησε να δημιουργήσει μια τυπική γλώσσα, ικανή να εκφράσει

στο επίπεδο του σημαίνοντος οτιδήποτε υπάρχει στο επίπεδο του σημαινόμενου. Ο G. Frege
προσπάθησε με τη σειρά του να εφαρμόσει τις ιδέες του στην αριθμητική, θεωρώντας ότι οι

προτάσεις της τελευταίας δεν συνιστούν a priori συνθετικές κρίσεις, αλλά είναι κατά Καντ

αναλυτικές και επομένως ανάγονται στη Λογική.

Θεωρώντας αδιανόητο το ότι δεν υπήρχε ένας ορισμός για το τι είναι αριθμός έστρεψε την

προσοχή του σε αυτό. Αρχικά προσπάθησε να δει πως χρησιμοποιούνται οι αριθμοί στην

καθημερινή γλώσσα και στη συνέχεια δοκίμασε να τους ανάγει στην Λογική. Με το έργο του

Εννοιογραφία το 1879 επεξεργάστηκε τη Λογική και τον συμβολισμό της και έγινε ο θεμελιωτής της

σύγχρονης Λογικής. Σύμφωνα με τον Frege, μια αλήθεια είναι αναλυτική αν κατά τη διαδικασία

απόδειξής της στηριχθούμε μόνο σε γενικούς νόμους και ορισμούς, χωρίς δηλαδή να προσφύγουμε

σε γεγονότα ενώ είναι συνθετική αν οι προτάσεις που θα χρησιμοποιήσουμε δεν είναι λογικής

φύσης. Ακριβώς αυτή η διάκριση ανάμεσα στο εποπτικό και στο λογικό επιτυγχάνεται μέσω του

αυστηρού ελέγχου της διαδικασίας συναγωγής που εισάγει στο έργο του1.

Θεωρώντας ότι ο ορισμός του φυσικού αριθμού θα προκύψει από τις προτάσεις της γλώσσας

όπου υπεισέρχονται αριθμοί, ο Frege εντόπισε το ενδιαφέρον του στις απλές προτάσεις της μορφής

υποκείμενο – κατηγόρημα. Στο επίπεδο του συμβολισμού χρησιμοποίησε τον συμβολισμό των

συναρτήσεων για να συμβολίσει μια τέτοιου είδους πρόταση. Για παράδειγμα για την πρόταση «το χ

είναι πράσινο» συμβόλιζε με Π την ιδιότητα του να είναι κάτι πράσινο ενώ η μεταβλητή χ διέτρεχε

όλα τα αντικείμενα που μπορούν να έχουν χρώμα και συμβόλιζε την πρόταση ως Π(χ). Επίσης

εισήγαγε τους ποσοδείκτες (καθολικό και υπαρκτικό) για να εκφράσει τη γενικότητα κάτι που

αποτέλεσε θεμελιώδη καινοτομία της Λογικής του. Έτσι η καθολική πρόταση «Όλα τα αντικείμενα είναι

πράσινα» γράφεται: ∀χΠ(χ) ενώ η πρόταση «Υπάρχει αντικείμενο που είναι πράσινο» γράφεται: ∃χΠ(χ). Με

τον τρόπο αυτό μπορούσε να αποδώσει στις προτάσεις του χαρακτήρα νόμου. Χρησιμοποιώντας την

1
Στην εισαγωγή του έργου του «Θεμέλια της Αριθμητικής» ο Frege διατυπώνει τρεις αρχές που έχουν ιδιαίτερη
σημασιολογική βαρύτητα για ολόκληρη τη φιλοσοφική παράδοση, ιδιαίτερα τη γλωσσο-αναλυτική. Αναφέρει
χαρακτηριστικά: «Στην έρευνα που ακολουθεί ετήρησα τρεις θεμελιώδεις αρχές:
- Να διαχωρίζω πάντοτε το ψυχολογικό από το λογικό, το υποκειμενικό από το αντικειμενικό.
- Να ζητώ το νόημα της λέξης στο πλαίσιο της πρότασης και όχι σε απομόνωση.
- Να διακρίνω την έννοια από το αντικείμενο».
προτασιακή λογική μπόρεσε να εισχωρήσει στην πρόταση. Π.χ.: Η πρόταση «κάθε μέταλλο που

θερμαίνεται διαστέλλεται» γράφεται ως εξής: ∀χ(Μ(χ)∧Θ(χ))→Δ(χ).

Ο Frege δέχθηκε ότι όλοι οι φυσικοί αριθμοί που είναι μεγαλύτεροι από το 1 ορίζονται με

αναγωγή στους προηγούμενους μέσω ισοτήτων όπως «2 = 1 + 1», «3 = 2 + 1» κλπ. Ωστόσο τέτοιοι

ορισμοί είναι ατελείς αν πρώτα δεν οριστεί ο αριθμός 1. Θεώρησε ότι η έννοια του αριθμού δεν

προκύπτει με αφαίρεση από τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο που προκύπτουν έννοιες όπως το χρώμα,

το βάρος κλπ, ούτε είναι μια ιδιότητα των πραγμάτων. Επίσης ούτε προκύπτει από τη συνένωση

ενός πράγματος με κάποιο άλλο. Η ίδια η πρόσθεση δεν αντιστοιχεί σε καμιά φυσική σχέση και οι

γενικοί νόμοι της πρόσθεσης δεν μπορεί να είναι νόμοι της φύσης. Τέλος, ο αριθμός δεν είναι κάτι

το φυσικό, ούτε κάτι το υποκειμενικό. Αν ο ορισμός της έννοιας του αριθμού επιτυγχανόταν μέσω

της περιγραφής του είδους των νοητικών διαδικασιών που προηγούνταν μιας αριθμητικής κρίσης, θα

ήταν κάτι το αποκλειστικά ατομικό και υποκειμενικό. Όμως η παράσταση στο νου ενός άλλου

ανθρώπου είναι μια άλλη παράσταση, χωρίς ποτέ να μπορούμε να πιστοποιήσουμε αν εμφανίζεται

με τον ίδιο ταυτόσημο τρόπο και στις δύο περιπτώσεις.

Όρισε λοιπόν το 0, και στη συνέχεια τους υπόλοιπους αριθμούς επαγωγικά, χρησιμοποιώντας

το κατηγόρημα «κάθε πράγμα που δεν είναι ταυτό με τον εαυτό του». Το 0 είναι το σύνολο όλων

των συνόλων που βρίσκονται σε 1-1 αντιστοιχία με το κατηγόρημα (χ μη-ταυτό με τον εαυτό του).

Με τον τρόπο αυτό «ως αριθμός ορίζεται το σύνολο όλων των συνόλων που μπορούν να

αντιστοιχηθούν με τρόπο 1-1 και επί σε ένα δεδομένο σύνολο». Αυτός ο ορισμός αποτέλεσε όμως

και την αχίλλειο πτέρνα του Λογικισμού σε επίπεδο Frege, ο οποίος κατέρρευσε όταν, το 1902, ενώ

είχε ολοκληρώσει το έργο του για την αναγωγή της αριθμητικής στη Λογική, δέχθηκε μια επιστολή

από τον Russell με το περίφημο παράδοξό του. «Αν δεν μπορεί να υπάρχει ιδιότητα που να μην

μπορεί να ορισθεί εκτασιακά τότε μπορούμε να θεωρήσουμε το σύνολο Ω όλων των συνόλων που
δεν περιέχουν τον εαυτό τους ως στοιχείο τους2. Τότε όμως αν το Ω ανήκει στον εαυτό του τότε δεν

ανήκει στο Ω ενώ αν δεν ανήκει στον εαυτό του, δηλαδή στο Ω, οφείλει να είναι στοιχείο του Ω».

Ο ίδιος ο Russell ήταν που συνέχισε το έργο του Frege και μαζί με τον Whitehead

δημοσίευσαν το τρίτομο έργο τους Principia Mathematica, στο οποίο κατάφεραν να μεταγράψουν

πλήρως την αριθμητική στη συμβολική γλώσσα της κατά Frege Λογικής. Όμως η αναγωγή αυτή

απαιτούσε την εισαγωγή ενός αξιώματος που θα απέτρεπε το παράδοξο του Russell. Το αξίωμα που

υιοθέτησαν οδηγεί σε μια ιεραρχία συνόλων που επιτρέπει σε σύνολα μιας ορισμένης τάξης να

έχουν ως μέλη τους μόνο σύνολα κατώτερων τάξεων. Αυτό το αξίωμα ήταν μια ad hoc εξάλειψη του

παραδόξου με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εκληφθεί ως αρχή της Λογικής. Λίγο αργότερα ο

μαθητής του Russell, ο Wittgenstein, ανέλαβε να συνεχίσει το έργο του και τελικά το υπονόμευσε

θεωρητικά.

Ο Frege ήταν υποχρεωμένος να ανοιχτεί στη γλώσσα με διάφορες μορφές. Βασικό του

ερώτημα ήταν το πώς μπορούμε να μεταβούμε από την καθημερινή γλώσσα στην τυπική γλώσσα.

Για τον λόγο αυτό έθεσε την Αρχή του πλαισίου (context principal) σύμφωνα με την οποία «το

νόημα μιας λέξης προκύπτει μόνο σε πλήρεις προτάσεις»3. Τα σύμβολα εκτός από αναφορά έχουν

και νόημα. Ένα όνομα υποδηλώνει την αναφορά του, δηλαδή το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται,

αλλά εκφράζει και τη σημασία του, δηλαδή τον «τρόπο παρουσίασής του». Για παράδειγμα τα

ονόματα «Αποσπερίτης» και «Αυγερινός» υποδηλώνουν το ίδιο αντικείμενο του πραγματικού

κόσμου, τον πλανήτη Αφροδίτη, όμως οι σημασίες τους πρέπει να είναι διαφορετικές επειδή οι

προτάσεις ταύτισης:

(Π1) Ο Αποσπερίτης ταυτίζεται με τον Αυγερινό

(Π2) Ο Αποσπερίτης ταυτίζεται με τον Αποσπερίτη

δεν έχουν την ίδια γνωσιολογική αξία. Η δεύτερη είναι αληθής a priori ενώ η πρώτη μας μεταδίδει

μια σημαντική πληροφορία. Ο Russell αναλύοντας το ίδιο παράδειγμα υποστήριξε ότι οι δηλωτικές
2
Για παράδειγμα, το σύνολο όλων των συνόλων είναι και το ίδιο σύνολο και άρα περιέχεται στον εαυτό του ενώ το
σύνολο όλων των ανθρώπων δεν είναι άνθρωπος και επομένως δεν περιέχεται στον εαυτό του.
3
Δεύτερη μεθοδολογική αρχή
προτάσεις δεν έχουν νόημα από μόνες τους. Τα ονόματα είναι περιγραφές. Το «Αποσπερίτης» για

παράδειγμα υποκαθιστά τη δηλωτική φράση

«το ουράνιο σώμα που εμφανίζεται πρώτο το βράδυ»

της οποίας μπορεί να θεωρηθεί σύντμηση.

Με αφετηρία το έργο του Frege και με τις βάσεις που μπήκαν από τον Russell και τον

Whitehead αναπτύχθηκε η αναλυτική φιλοσοφία η οποία δίνει έμφαση στην ανάλυση των νοημάτων

και στη χρήση της λογικής και επιμένει στην αυστηρότητα των επιχειρημάτων και στην ακρίβεια και

τη σαφήνεια του ύφους. Οι αναλυτικοί φιλόσοφοι προτείνουν την αντιμετώπιση των παραδοσιακών

φιλοσοφικών προβλημάτων κατ’ αρχήν μέσα από τη φιλοσοφία της γλώσσας παραμερίζοντας

συνειδητά τα μεταφυσικά φιλοσοφικά προβλήματα ως ψευδοπροβλήματα ή ανοησίες (nonsensical).

Οι εκφραστές της υποστηρίζουν ότι το κύριο έργο της φιλοσοφίας είναι η ανάλυση και η κατανόηση

της γλώσσας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Αναπολιτάνος Δ, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία των Μαθηματικών, Αθήνα : ΝΕΦΕΛΗ, 1985

 Καλυβιανάκη Ε., Μοσχοβάκης Ι., «Αλγοριθμική Σημασιολογία: Το νόημα ως προσδιορισμός

αναφοράς», στο Στιγμές και Διάρκειες, Επιμέλεια Αναπολιτάνος Δ., Νεφέλη, 2009

 Από το «Φιλοσοφία και επιστήμες στον εικοστό αιώνα: Π.Ε.Κ 2013» χρησιμοποιήθηκε η

εισαγωγή και τα κείμενα: 1) Παναγιωτάτου Μ, Μαθηματικά, 2) Θεοδώρου Π. και

Σταματέλος Χ., Τα επιτεύγματα του Frege και οι απαρχές της αναλυτικής φιλοσοφίας.
2.Ο Otto Neurath χαρακτήρισε τον Karl Popper «εσωτερική αντιπολίτευση» του Κύκλου της

Βιέννης και ευρύτερα του Λογικού Θετικισμού ή Εμπειρισμού. Θεωρείτε εύστοχο αυτόν τον

χαρακτηρισμό; Σε ποια σημεία του το φιλοσοφικό πρόγραμμα του Popper συνιστά «αντιπολίτευση»

του Λογικού Θετικισμού ή Εμπειρισμού και κατά πόσον είναι δικαιολογημένος ο χαρακτηρισμός

αυτής της αντιπολίτευσης ως «εσωτερικής»;

Η Βιέννη του μεσοπολέμου ήταν η πόλη που συμπύκνωνε με τον καλύτερο τρόπο το διάχυτο

επαναστατικό κλίμα που υπήρχε στην Ευρώπη, φιλοξενώντας δημιουργικά όλες τις ρηξικέλευθες

τάσεις και καινοτόμες ιδέες της περιόδου. Κατά συνέπεια η Βιέννη ήταν η πόλη όπου βρήκε

πρόσφορο έδαφος να εκφραστεί η ανάγκη μιας συλλογικής προσπάθειας που θα έθετε τη φιλοσοφία

στον ασφαλή δρόμο της επιστήμης, προσφέροντας παράλληλα τα μέσα για την ουσιαστική

κατανόηση, όχι μόνο της επιστήμης, αλλά και της κοινωνίας, της τέχνης και του κόσμου στο σύνολό

του. Με αρχηγό τον Σλικ, συστάθηκε αυτό που ονομάστηκε Κύκλος της Βιέννης, ένας όμιλος

προβληματισμών και αναζητήσεων που φιλοδοξούσε να αναμορφώσει τη φιλοσοφία συνολικά.

Εκτός από τους Σλικ και Κάρναπ στην ομάδα φιλοσόφων του Κύκλου της Βιέννης ανήκαν οι

Νόιρατ, Φάιγκλ, Βάισμαν και άλλοι. Σταδιακά αναπτύχθηκε σε ένα ευρύτερο φιλοσοφικό κίνημα

που έγινε γνωστό ως Λογικός Εμπειρισμός ή Λογικός Θετικισμός.

Ο Popper, μολονότι δεν υπήρξε ποτέ μέλος του Κύκλου της Βιέννης, συμμετείχε στους

προβληματισμούς του και στις αντιπαραθέσεις των μελών του ως «εσωτερική αντιπολίτευση», όπως

προσφυώς χαρακτήρισε τη στάση του ο Νόιρατ. Συνέβαλε αποφασιστικά στην έκπτωση του

Λογικού Θετικισμού ακριβώς επειδή ήταν γέννημα και θρέμμα της ίδιας παράδοσης, επειδή

μοιράστηκε προβληματισμούς και ενδιαφέροντα και κυρίως επειδή συμμετείχε ενεργά σε πολλές

από τις συζητήσεις του «Κύκλου».

Αξιοποιώντας την κριτική του Frege στον ψυχολογισμό έθεσε ως προτεραιότητα της έρευνάς

του την αντικειμενική «λογική της επιστήμης». Απέρριψε ως εσφαλμένο το θετικιστικό κριτήριο της
επαληθευσιμότητας και τη συναφή διάκριση μεταξύ επιστήμης και μεταφυσικής και έθεσε στη θέση

της την διαψευσιμότητα, δηλαδή τη δυνατότητα διάψευσης των προτάσεων ή θεωριών.

Ο Λογικός Θετικισμός υποστήριζε την υποθετικο-επαγωγική μέθοδο, σύμφωνα με την οποία,

αν μια υπόθεση επιβεβαιώνεται από την παρατήρηση, τότε η υπόθεση ισχύει. Με αφορμή την

επαλήθευση της γενικής θεωρίας της σχετικότητας, αλλά κυρίως με την αποτυχία της Νευτώνειας

θεωρίας ο Popper προτάσσει την άποψη ότι η επιστήμη δεν ξεκινά από τις παρατηρήσεις.

Αντιθέτως, αρχικά τίθενται κάποιες εικασίες, δηλαδή υποθετικά συμπεράσματα, τα οποία στη

συνέχεια οι επιστήμονες υποβάλλουν σε εμπειρικές δοκιμασίες, προσπαθώντας να τα

ανασκευάσουν. Οι επιστήμονες δηλαδή έχουν μια κριτική στάση απέναντι στις εικασίες τους και

προσπαθούν να τις διαψεύσουν πειραματιζόμενοι με εναλλακτικές υποθέσεις. Η διατύπωση της

αρχικής υπόθεσης από τον επιστήμονα, στο πλαίσιο της οποίας προσανατολίζει την έρευνά του,

είναι προϊόν μιας δημιουργικής σύλληψης (ενόρασης). Στη συνέχεια έρχεται το στάδιο ελέγχου του

κύρους της, παρατηρώντας τα επιμέρους γεγονότα που είναι σχετικά με την γενική πρόταση –

υπόθεση.

Αναλύοντας τη διαδικασία ελέγχου των φυσικο-επιστημονικών υποθέσεων και εικασιών ο

Popper παρατηρεί πως το αίτημα που προβάλλουν οι εμπειριστές του Κύκλου της Βιέννης να

θεωρούμε προτάσεις με νόημα μόνον εκείνες που μπορούν να επαληθευτούν εμπειρικά, μας οδηγεί

όχι μόνο στον παραμερισμό της μεταφυσικής αλλά και στην εκμηδένιση όλης της επιστημονικής

γνώσης αφού οι πιο πολλές φυσικο-επιστημονικές προτάσεις δεν είναι επαληθεύσιμες. Για

παράδειγμα οι φυσικοί νόμοι δεν είναι επαληθεύσιμοι. Έχουν απλώς την μορφή ολικών προτάσεων

που ανοίγουν έναν απεριόριστο ορίζοντα δυνατοτήτων. Η πρόταση «κάθε χαλκός είναι καλός

αγωγός του ηλεκτρισμού», που έχει τη μορφή καθολικού νόμου της φύσης, δεν είναι δυνατόν να

επαληθευτεί, μιαw και είναι αδύνατο να παρατηρηθεί όλος ο χαλκός μέσα στο σύμπαν. Μια

καλύτερη διατύπωση θα ήταν «κάθε χαλκός που έχει ως τώρα παρατηρηθεί είναι καλός αγωγός του

ηλεκτρισμού». Όμως τότε θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε την παρατήρηση ότι οι φυσικοί νόμοι δεν
αποτελούν συνοπτικές διατυπώσεις για πράγματα που παρατηρήθηκαν απλά στο παρελθόν αλλά

χρησιμεύουν – ή πρέπει να χρησιμεύουν – για να γίνονται δυνατές προβλέψεις για το μέλλον.

Η δυνατότητα διάψευσης των προτάσεων ή θεωριών αποτελεί και το κριτήριο οριοθέτησης

της επιστήμης από την ψευδοεπιστήμη. Μια πρόταση ή μια θεωρία είναι επιστημονική αν και μόνο

αν μπορεί να διαψευστεί όταν τίθεται σε εμπειρικό ή πειραματικό έλεγχο. Αλλιώς είναι μη

επιστημονική ή ψευδοεπιστημονική, όπως ήταν κατά τον Popper ο μαρξισμός ή η ψυχανάλυση που

καταστατικά διαφεύγουν της διάψευσης. Τομή στην ιστορία της επιστήμης αποτελούν έτσι τα

«κρίσιμα πειράματα», δηλαδή εκείνα, όπως το πείραμα Michelson – Morley, που διαψεύδουν

κάποια στιγμή και άπαξ δια παντός μια θεωρία ισχυρά εδραιωμένη μέχρι τότε.

Στην ανάλυση της επιστημονικής μεθόδου, η καινοτομία του Popper ήταν περισσότερο

προκλητική απέναντι στην παράδοση του εμπειρισμού. Ακολουθώντας τις ιδέες του Hume, θεωρεί

ότι ζήτημα επαγωγής δεν τίθεται καν. Το υποτιθέμενο πρόβλημα της επαγωγής είναι

ψευδοπρόβλημα γιατί η επιστήμη δεν αναπτύσσεται μέσω επαγωγικών γενικεύσεων, που ούτως ή

άλλως δεν παρέχουν καμιά ασφάλεια από λογική άποψη, ούτε υπαγορεύονται από κάτι περισσότερο

από την συνήθεια, αλλά μέσω μιας αλληλουχίας τολμηρών εικασιών κριτικού ελέγχου και

διαψεύσεων. Ένα αποτέλεσμα έχει πολλές πιθανές αιτίες και εάν κανείς ενδιαφέρεται αποκλειστικά

για την εμπειρική επαλήθευση μιας θεωρίας, τότε δεν υπάρχει θεωρία που να μην επαληθεύεται. Η

επικύρωση εξαρτάται από ερμηνείες και τελικά το θετικιστικό πρόγραμμα υπονομεύεται και έτσι δεν

τεκμηριώνεται το κύρος της επιστήμης.

Το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποπεριανής φιλοσοφίας είναι, κατά συνέπεια, η

ύψιστη μεθοδολογική αξία την οποία ο ίδιος αποδίδει στην κριτική στάση που οφείλει να επιδεικνύει

ο επιστήμονας – και κατ’ επέκταση ο φιλόσοφος, ο καλλιτέχνης και εν γένει κάθε δημιουργός –

απέναντι στις θεωρίες ή δημιουργίες που προτείνει. Στο καθολικής εμβέλειας φιλοσοφικό του

πρόγραμμα, που αργότερα ονόμασε «κριτικό ορθολογισμό», ο Popper θα εντάξει όχι μόνο τη
φυσική, αλλά και την ιστορία, τη θεωρία των πιθανοτήτων, το δαρβινισμό και τις κοινωνικές

επιστήμες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Από το «Φιλοσοφία και επιστήμες στον εικοστό αιώνα: Π.Ε.Κ 2013» χρησιμοποιήθηκε η

εισαγωγή και τα κείμενα: Πατηνιώτης Μ., Λογικός Θετικισμός, 2) Στεργιόπουλος Κ., Κάρλ

Πόππερ: Από τον επαγωγικό εμπειρισμό στον Κριτικό Ορθολογισμό.

You might also like