Ίρανον - Βαθιά πολύ βαθιά

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 83

Τὸ παρὸν διήγημα ἀποτελεῖ ἔργο

τοῦ συγγραφέως Saturnius καὶ


φιλοξενεῖται στὸν ἱστοχῶρο τοῦ
Ἴρανον, στὴν τοποθεσία
www.iranon.gr,
μαζὶ μὲ ἄλλα ἐκπληκτικὰ ἔργα
τοῦ ἰδίου συγγραφέως, ὅπως:
«Ξέρω ἕνα σωρό ἱστορίες», «Τὰ
τέρατα ἦρθαν» καὶ «Τὸ βρισίδι
εἶναι κολλητικό».

1
Βαθιά, πολὺ βαθιά...

«Ὑπάρχουν κι ἄλλοι φρουροὶ ἐκεῖ


μέσα, ποὺ θὰ ἔβρισκαν τὶς
σαρανταποδαροῦσες σας ὡραιότατο
μεζέ. Τὸ ἴδιο καὶ σᾶς.»

αθὼς οἱ πρῶτες ἀκτίνες τοῦ ἡλίου χρύσιζαν τὶς πλαγιὲς τοῦ Ὑμηττοῦ, ἔριξα μία
ματιὰ στὴν ἀγουροξυπνημένη φάτσα τοῦ φίλου μου, τοῦ Γιάννη τοῦ Λάκη,
μισοπεριμένοντας κάποιο σημάδι ἀναποφασιστικότητας, ποὺ θὰ μοῦ ἔδινε μία
καλὴ δικαιολογία νὰ ἀναβάλλω, ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμή, τὸ μέχρι
τρέλλας παράτολμο σχέδιό μας. Ὅμως ὄχι! Τὰ τσιμπλιασμένα μάτια του
ἔλαμπαν μὲ τὸν ἴδιο φανατισμὸ ὅπως ἐδῶ κι ἀρκετὲς βδομάδες τώρα, ὅταν μοῦ
πρωτοανέφερε, δειλά-δειλά, τὴν ἀπόφασή του νὰ διεισδύσει, μὲ ἢ καὶ χωρὶς
ἐμένα, στὸν ἄγνωστο χῶρο πού, δὲν εἶχε καμμία ἀμφιβολία γι΄ αὐτό, βρισκόταν κυριολεκτικὰ κάτω
ἀπ΄ τὰ πόδια μας. Ἔτσι, ποντάροντας στὴν ἔμφυτη κλίση μου γιὰ τρελλὲς περιπέτειες, μὲ εἶχε πείσει
γι΄ αὐτὸ τὸ ἐγχείρημα: Νὰ προσεγγίσουμε τὸ ἄπιαστο ὄνειρο τόσων καὶ τόσων ἐρευνητῶν, τὸν μυθικὸ
κόσμο στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Κούφιας Γῆς!

Ξεκινήσαμε λοιπὸν σιωπηλοί, βυθισμένοι στὶς σκέψεις καὶ τὶς ἀμφιβολίες μας, χωρὶς νὰ τολμᾶ κανείς
μας νὰ κοιτάξει τὸν ἄλλο στὰ μάτια. Φορτωμένοι τὰ φτηνὰ ὀρειβατικά μας σακίδια, πήραμε τὸ
μονοπάτι ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὰ τελευταῖα σπίτια τῆς Ἡλιούπολης πρὸς τὸ Βουνό, χωρὶς νὰ
διαφέρουμε σὲ τίποτα ἀπὸ τόσους καὶ τόσους νέους ποὺ ξεκινοῦν γιὰ μία Κυριακάτικη, κατ΄ εὐφημισμὸ
ὀρειβατικὴ περιπέτεια, στὶς χιλιοκαμμένες πλαγιὲς τοῦ Τρελλοῦ.

Ὅλα πήγαιναν σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο. ∆υστυχῶς. Προσεγγίσαμε τὸ ξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου ..., καί,
ὅπως ἀκριβῶς εἴχαμε προβλέψει, πετύχαμε τὸν ἐφημέριο, τὸν Παπὰ ..., μὲ τὸν μοναδικὸ ψάλτη, στὴν
μέση της Θείας Λειτουργίας. Κανένας ἄλλος δὲν ἦταν κοντά, οὔτε καὶ εἴχαμε συναντήσει ψυχὴ στὴν
σύντομη διαδρομή μας. Ἦταν Αὔγουστος καὶ ἡ Πλατεῖα Συντάγματος ἦταν ἔρημη, πόσο μᾶλλον
αὐτὴ ἡ ἀπομακρυσμένη τοποθεσία... Ἂν καὶ εἴχαμε συμφωνήσει διαφορετικά, δὲν μᾶς πήγαινε νὰ
διακόψουμε τὸ Μυστήριο. Ἔπειτα ἀπὸ μία σύντομη συζήτηση, συμφωνήσαμε νὰ περιμένουμε νὰ
τελειώσει, ἔστω καὶ μὲ τὸν κίνδυνο νὰ ἔρθει κάποιος ξαφνικὰ καὶ νὰ πάει ὅλη ἡ προσπάθεια στράφι.
Σταθήκαμε ἔξω ἀπὸ τὸ Ναό, γιὰ νὰ μὴν ἐπηρεαστοῦμε ψυχολογικά, καὶ περιμέναμε ρίχνοντας
ἀνήσυχες ματιὲς στὸ δρομάκι ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν σχετικὰ ἐρημικὴ τοποθεσία. Ἡ Λειτουργία τελείωσε
νωρίς, φαίνεται πὼς ὁ ἐφημέριος πηδοῦσε ἐδάφια. Ὁ ψάλτης ἔφυγε πρῶτος, χωρὶς νὰ μᾶς προσέξει,
μιᾶς καὶ εἴχαμε φροντήσει νὰ κρυφτοῦμε πίσω ἀπὸ κάτι κυπαρίσσια. Ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἀρκετά,
ἔνοιωσα τὸ χέρι τοῦ Λάκη νὰ σφίγγει τὸ δικό μου. «Ἢ τώρα ἢ ποτέ» μουρμούρισε σὰν λοχίας
Ρέηντζερ στὴν «Ἐπιχείρηση Ἄγριες Χῆνες». Ἐμένα μοῦ λές... Ἀλλὰ ποτὲ κανεὶς δὲν μὲ εἶχε
κατηγορήσει γιὰ δειλό, ἔτσι τὸν ἀκολούθησα στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Παπα..., πῆρε μία χαρούμενη ἔκφραση ὅταν μᾶς εἶδε, ποὺ ἔσβυσε ὅμως ἀμέσως μόλις τραβήξαμε
τὰ πιστόλια ποὺ εἴχαμε κρυμμένα στὶς τσέπες μας καὶ τὸν σημαδέψαμε, προσπαθώντας νὰ
φαινόμαστε ἄγριοι καὶ ἀποφασισμένοι. Ἦταν φυσικὰ πλαστικὰ παιχνιδάκια, ἀλλὰ στὸ μισοσκόταδο
ποὺ ἐπικρατοῦσε ἦταν εὔκολο νὰ τὰ περάσει γι΄ ἀληθινὰ. Ὁ φουκαρὰς ἔρριξε μία ματιὰ ὅλο ἀγωνία
πρὸς τὴ Βυζαντινὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἦταν ἀκουμπισμένη στὸ εἰκονοστάσι δεξιά του. «Μὴν
ἀνησυχεῖς γι΄ αὐτήν, Πάτερ,» τὸν καθησύχασα, «δὲν εἴμαστε ἱερόσυλοι.» Ἡ διαβεβαίωσή μου
φάνηκε νὰ τὸν καθησυχάζει κάπως. «∆ὲν ὑπάρχουν χρήματα», εἶπε μὲ αὐστηρὴ φωνή, «φύγετε

2
τώρα καὶ δὲν θὰ εἰδοποιήσω τὴν Ἀστυνομία.» «Χά!» ἔκανε ὁ Λάκης, «οὔτε κλεφτρόνια εἴμαστε.
Ἄλλο πράγμα θέλουμε ἀπὸ σένα. Γνωρίζουμε, καὶ εἶναι μάταιο νὰ τὸ ἀρνηθεῖς, πὼς τὸ ξωκκλήσι
αὐτὸ εἶναι μία ἀπὸ τὶς μυστικὲς διόδους ἀπὸ τὶς ὁποῖες τὸ Ἱερατεῖο ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ ἐσωτερικὸ τῆς
Γῆς.» «Τίιι;;» ἔκανε ὁ ἄνθρωπος μὲ τόση φυσικότητα ποὺ ἡ ἐμπιστοσύνη μου στὴν θεωρία τοῦ φίλου
μου κλονίστηκε.

Ὁ Λάκης ὅμως δὲν μάσησε καθόλου. «Κοῖτα, Πάτερ,» εἶπε μὲ τὸ ἐπιθετικὸ ὕφος ποὺ θὰ πήγαινε
γάντι σὲ ἀρχιεκτελεστὴ τῆς Μαφίας «εἶναι σίγουρο πὼς δὲν πρόκειται νὰ παραδεχτεῖς τίποτα. Εἶστε
πολὺ καλοὶ στὸ ρόλο τῆς ἀθώας περιστερᾶς ὅλοι ἐσεῖς οἱ μυημένοι, ποὺ κρατᾶτε, μὲ τὸ ἔτσι θέλω,
τὴν Ἀνθρωπότητα μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ Γνώση. Ἀλλὰ σᾶς μάθαμε πιά! Εἶσαι σκληρός; Καὶ
μεῖς τὸ ἴδιο!» Μ' ἕνα νεῦμα του βγάλαμε ἕνα μασούρι χοντρὸ σχοινὶ ἀπ΄ τὰ σακίδια καὶ σὲ λίγο ὁ
ἐφημέριος ἦταν δεμένος σὰν σαλάμι, ὅπως λένε. «Καὶ τώρα» ξανάρχισε ὁ Λάκης, «γιὰ νὰ μὴν
χάνουμε τὸ χρόνο μας ἂς περάσουμε στὸ ψητό. Θέλουμε νὰ μᾶς ἀνοίξεις τὴν Εἴσοδο, ἐδῶ καὶ τώρα.»
Ὁ ἄνθρωπος ἦταν τρομοκρατημένος τώρα, καὶ ἔτρεμε σὰν τὸ ψάρι, ποὺ λένε. Κοιτοῦσε πότε τὸν ἕνα
καὶ πότε τὸν ἄλλο, προσπαθώντας νὰ καταλάβει μὲ τὶ σόι τρελλοὺς εἶχε μπλέξει. Ἢ αὐτὸ ἢ ἔπαιζε
τέλεια τὸν ρόλο του. Ἦταν φανερὸ πὼς εἴτε δὲν μποροῦσε εἴτε δὲν ἤθελε νὰ ἱκανοποιήσει τὸ αἴτημά
μας. «Ὡραῖααα» ἔκανε ὁ Λάκης μὲ ὕφος Γκεσταπίτη, ποὺ μὲ ἀνατρίχιασε ἐλαφρῶς, «ἔχουμε
προετοιμαστεῖ καλὰ γι΄ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὅπως θὰ δεῖς. Χὰ χὰ χάαα.» Ὤχ! Εἶχα ἐλπίσει νὰ
μὴν φτάναμε ἐκεῖ, ἀλλὰ ἡ ἀποφασιστηκότητά μας καὶ ἡ στάση τοῦ αἰχμαλώτου μας δὲν μᾶς
ἄφηναν ἄλλα περιθώρια. Τὸ χειρότερο ἦταν πὼς ἤμουν ἐγὼ ὁ ἐφευρέτης τῆς μεθόδου ποὺ θὰ
χρησιμοποιούσαμε γιὰ νὰ πείσουμε τὸν ἄνθρωπό μας. Καί, ὅπως θὰ δεῖτε, ἡ μέθοδος ἦταν ἰδιαίτερα
ἀποτελεσματική.

Ἄνοιξα τὸ σακίδιό μου καὶ ἔδωσα στὸ Λάκη, πρῶτα ἕνα χωνὶ καὶ μετὰ δύο βάζα, τὸ ἕνα ἀπὸ
ἀδιαφανὲς καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ διάφανες πλαστικό. Τὰ ἀπίθωσε προσεχτικὰ δίπλα στὸν κατατρομαγμένο
τώρα Παπα..., ποὺ προσπαθοῦσε μὲ κλάψες νὰ μᾶς πείσει ὅτι δὲν εἶχε μὲν ἰδέα τὶ τοῦ λέγαμε, εἶχε
ὅμως γυναίκα καὶ παιδιά. Ξέρετε, τὰ συνηθισμένα. Τὸν λόγο ξαναπῆρε ὁ Λάκης.

«Ὑπάρχουν δυὸ πιθανότητες νὰ μὴν μιλήσεις. Ἡ μία, ἂν πράγματι δὲν ξέρεις τίποτα. Ἀλλὰ ξέρεις,
καὶ τὸ ξέρουμε ὅτι ξέρεις. Καὶ τὸ ξέρεις πὼς τὸ ξέρουμε, δὲν εἶν΄ ἔτσι; Ἡ ἄλλη νὰ εἶσαι
ὑπεράνθρωπος. Μπορεῖ καὶ νὰ εἶσαι, ἂν ὅμως δὲν εἶσαι...» Μὲ μία ἀποτρόπαιη γκριμάτσα, ἔπιασε τὸ
ἀδιαφανὲς βάζο καὶ τὸ ταρακούνησε. Ἕνας ἀνατριχιαστικὸς ἦχος ἀκούστηκε, καθὼς τὸ περιεχόμενό
του χτυποῦσε στὰ τοιχώματα. «Σαρανταποδαροῦσες!» εἶπε μὲ ἕνα φρικαλέο χαμόγελο ὁ σύντροφός
μου. «∆ὲς καὶ μόνος σου.» Ἄνοιξε τὸ βάζο καὶ τὸ κράτησε μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ δύστυχου Παπά.
Πραγματικά, ἕξι μεγάλες σαρανταποδαροῦσες προσπαθοῦσαν ν΄ ἀναρριχηθοῦν στὰ λεῖα τοιχώματα,
κι ὅταν λέμε μεγάλες ἐννοοῦμε πάνω ἀπὸ εἴκοσι ἑκατοστὰ ἡ κάθε μία, καρπὸς τῶν πολυήμερων
ἀναζητήσεών μας στὰ ἐρηπωμένα σπίτια τῆς περιοχῆς μας. «Τώρα» συνέχισε, «σ΄ ἀφήνω νὰ
μαντέψεις τὶ ἔχουμε σκοπὸ νὰ κάνουμε μὲ τὸ χωνί. Μπράβο, βλέπω ὅτι κατάλαβες!» Κάτι πῆγε νὰ
ψελίσει ἀλλὰ ὁ Λάκης τὸν ἔκοψε. «Κάτσε, μὴ βιάζεσαι ν΄ ἀποφασίσεις. Ὑπάρχει καὶ τὸ ἄλλο βάζο,
μὴν τὸ ξεχνᾶμε. Τὸ ἄλλο βάζο, ποὺ λές, ἀλλὰ δὲς μόνος σου.» Λέγοντας αὐτὰ πῆρε καὶ τὸ ἄλλο
βάζο καὶ τὸ παρουσίασε κοροϊδευτικά. «Βδέλες! Βλέπεις πῶς ἔχουν γαντζωθεῖ στὰ τοιχώματα; Κι
αὐτὰ τὰ ἀλλὰ ποὺ αἰωροῦνται, ἅ, νομίζω πὼς καὶ πάλι σωστὰ κατάλαβες. Βλέπεις οἱ βδέλες θέλουν
τάισμα καὶ τὸ Νεκροτομεῖο δὲν φυλάγεται καθόλου τὰ βράδια... Καὶ τὸ ὑγρὸ ποὺ κολυμποῦν, εἶναι
καὶ νερὸ βέβαια, ἀλλὰ ὄχι μόνο νερό! Αὐτὸ δὲν θὰ σοῦ τὸ ἀποκαλύψω, θὰ σ΄ ἀφήσω νὰ τὸ γευτεῖς,
ἂν εἶσαι τόσο γενναῖος.» Εἶχα μείνει ἔκπληκτος. Αὐτὸς ὁ φίλος μου ἦταν ταλέντο ἠθοποιίας. Οἱ
σαρανταποδαροῦσες ἦταν βέβαια ἀληθινές, οἱ βδέλες ὅμως καὶ τὰ «ἀνθρώπινα» δάχτυλα ἦταν ἀπὸ
καραμέλλα καὶ τὰ εἴχαμε ἀγοράσει ἀπὸ ἕνα μαγαζὶ μὲ εἴδη γιὰ φάρσες. Μὲ τόση φυσικότητα ποὺ
τὰ ἔλεγε ὅμως ὁ ἄτιμος, κόντευα καὶ γῶ ὁ ἴδιος νὰ χεστῶ ἀπάνω μου.

Πρὶν καλὰ καλὰ χωνέψει τὰ ὅσα ἀπίστευτα ἄκουγε ὁ Ἱερέας, πῆρα ἐγὼ τὸν λόγο. «Θὰ μαντέψατε
ἴσως πώς, ἂν καὶ δὲν εἴμαστε φονιάδες, εἴμαστε ὅμως ἀποφασισμένοι. Θὰ σᾶς ἀναγκάσουμε νὰ
«φᾶτε» τὸ περιεχόμενο καὶ τῶν τριῶν μπουκαλιῶν. Ναί, ὑπάρχει κι ἄλλο μπουκάλι ποὺ θὰ σᾶς τὸ
δείξουμε μόνο ἀφοῦ θὰ ἔχετε καταναλώσει τὰ δυὸ πρῶτα. Κι ἂν αὐτὰ ποὺ εἴδατε σᾶς φάνηκαν
ἐφιαλτικά, ὅταν σᾶς ποῦμε γιὰ τὸ τρίτο βάζο ποὺ ἑτοιμάσαμε γιὰ σᾶς, πιστέψτε με, θὰ σᾶς φανοῦν

3
βυσσινάδα.» Βυσσινάδα; Οὔτε καὶ γῶ ξέρω πῶς μοῦ εἶχε ἔρθει ἡ βυσσινάδα στὸ μυαλό. «Κάντε μας
τὴν χάρη λοιπὸν καί, κυρίως, κάντε τὴ χάρη στὸν ἑαυτό σας καὶ μιλῆστε τώρα. Ἅ, ξέχασα, νὰ σᾶς
ἐξηγήσω πῶς θὰ καταλήξει ἡ ἱστορία ἂν δὲν μιλήσετε τελικά. Ἀφοῦ θὰ σᾶς «κεράσουμε» καὶ τὴν
τρίτη λιχουδιὰ θὰ σᾶς λύσουμε, θὰ φύγουμε καὶ θὰ σᾶς ἀφήσουμε ἀναίσθητο ἀλλὰ ζωντανὸ κι
ἐλεύθερο. Γιατὶ δὲν πρέπει νὰ ἔχετε καμμία ἀμφιβολία ὅτι θὰ χάσετε τὶς αἰσθήσεις σας μόλις σᾶς
ἀποκαλυφθεῖ τὸ περιεχόμενο τοῦ τελευταίου βάζου.»

Ἐδῶ σταμάτησα γιὰ λίγο, νὰ τὸν ἀφήσω νὰ συνειδητοποιήσει καλύτερα τὶς ἀπειλές μας, καὶ νὰ
βολιδοσκοπήσω, ὅσο μποροῦσα, τὰ μέχρι τώρα ἀποτελέσματα. Μοῦ φαινόταν πὼς τὸ ὕφος μου θὰ
ἦταν ἀποκαλυπτικὸ τοῦ γεγονότος ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν ἦταν παρὰ μία χονδροειδὴς ἀπάτη, ἕνα κολὰζ
παρμένο ἀπὸ φθηνὲς κινηματογραφικὲς παραγωγὲς καὶ περιοδικὰ τῆς σειρᾶς, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ
ξεγελάσει οὔτε παιδί. Ὁ τρόμος ὅμως ποὺ φούντωνε στὸν φουκαρὰ ποὺ εἶχα ἀπέναντί μου μὲ ἔκανε νὰ
πιστέψω στὸν ἑαυτό μου καὶ στὴν εὐόδωση τοῦ σκοποῦ μας. Στένεψα λίγο τὰ μάτια μου, ὅπως εἶχα
δεῖ νὰ κάνει ὁ Κότζακ καὶ συνέχισα μὲ τραχειὰ φωνή. «Στὴν περίπτωση αὐτὴ θὰ ἀποδεχτοῦμε
βέβαια τὴν ἥττα μας καὶ δὲν θὰ μᾶς ξαναδεῖτε ποτὲ πιά. Τουλάχιστον θὰ εἴμαστε ἥσυχοι ὅτι
ἀποκλείεται νὰ πάτε στὴν Ἀστυνομία, κι αὐτὸ γιὰ πολλοὺς λόγους. Ἐπειδὴ εἶμαι σίγουρος ὅτι αὐτὴ
τὴ στιγμὴ εἶστε λιγάκι θολωμένος, θὰ σᾶς τοὺς ἐξηγήσω ἐγώ. Πρῶτα πρῶτα, δὲν θὰ ἔχετε καμμία
ἀπόδειξη ἀφοῦ θὰ ἔχετε, κυριολεκτικὰ ἐεε, χωνέψει αὐτὰ τά... πράγματα, τέλος πάντων. ∆εύτερον
γιατὶ θὰ πρέπει νὰ ἀποκαλύψετε τὶ ἀκριβῶς σᾶς βάλαμε νὰ καταπιεῖτε καί, μοιραῖα, τὸ πράγμα θὰ
φτάσει στὶς ἐφημερίδες. Φαντάζεστε τοὺς τίτλους; «Κανίβαλος Ἱερωμένος», «Σατανισμὸς σὲ
ξωκκλήσι τοῦ Ὑμηττοῦ» καὶ τὰ λοιπά... Ἔπειτα, κι ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἑτοιμάσει τὴ δική μας ἐκδοχή,
ἴσως καμμία κλοπὴ Ἱερῶν Εἰκόνων ἢ τίποτε μισόλογα γιὰ σεξουαλικὲς παρενοχλήσεις ἐκ μέρους σας.
Πράγματα ποὺ καταλαβαίνει ἡ Ἀστυνομία κι ὁ Τύπος, δηλαδή, ὄχι «τρέλλες» γιὰ Κούφιες Γιές!
Ὅπως βλέπετε, ἔχουμε προετοιμαστεῖ γιὰ ὅλα. Σᾶς παρακαλῶ πολὺ λοιπόν, Πάτερ, μιλῆστε νὰ
τελειώνουμε.» Φούσκωσα ἀπὸ ὑπερηφάνεια ἀφοῦ δὲν εἶχα καθόλου ὑποληφθεῖ σὲ ἠθοποιία ἀπὸ τὸν
φίλο μου. Καὶ ὁ κάθιδρος, κατακίτρινος ἄνθρωπος ποὺ μᾶς κοίταζε μὲ γουρλωμένα μάτια ἦταν ἡ
καλύτερη ἀπόδειξη γιὰ τὸ ταλέντο μου.

Ὁ σατανικὸς φίλος μου ἔπιασε τὸ βαζάκι μὲ τὶς σαρανταποδαροῦσες καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ταρακουνᾶ
ρυθμικά, μὲ τὸ πιὸ σαδιστικὸ χαμόγελο ποὺ τὸν εἶχα ποτὲ δεῖ νὰ παίρνει. Ὁ ἀνατριχιαστικὸς ἦχος, σὲ
συνδυασμὸ μὲ τὴν ἤρεμη ἀποφασιστικότητα ποὺ ἔδειχνε, ἔσπασαν καὶ τὶς τελευταῖες ἀντιστάσεις τοῦ
Παπά, ποὺ ἄρχισε νὰ τρέμει σύγκορμος. Ἀπτόητος ὁ ἀφιλότιμος ὁ Γιάννης ὁ Λάκης, ἄρχισε νὰ
πλησιάζει τὸν ἐφημέριο μιλώντας ἀδιάφορα: «Ἴσως δὲν μᾶς πιστεύεις ἀκόμα, Πάτερ. Πάει καλά, ἂς
δοκιμάσεις τρεῖς ἀπ΄ αὐτὲς τὶς κοῦκλες καὶ μετὰ θὰ σ΄ ἀφήσουμε νὰ τὸ ξανασκεφθεῖς. Μὲ τὸ χωνὶ
θὰ πᾶνε κάτω ζωντανές, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ ψοφήσουν ἀπὸ τὰ ὀξέα τοῦ στομάχου. Τὸ πολὺ
πολὺ νὰ κάνεις λίγο ἐμετό.» Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ πῆρε τὸ χωνὶ καὶ ἄρχισε νὰ ξεβιδώνει τὸ καπάκι
τοῦ βάζου. Πρέπει νὰ ὁμολογήσω πὼς ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς ἡ πίστη μου στὶς θεωρίες του πῆγε
περίπατο. Ἄρχισα νὰ μᾶς θεωρῶ παρανοϊκοὺς καὶ ἑτοιμάστηκα μάλιστα νὰ σταματήσω τὸ Λάκη,
ἔτσι καὶ περνοῦσε ἀπὸ τ΄ ἀστεῖα στὰ σοβαρά. Ἔτσι δοκίμασα μεγάλη ἔκπληξη ὅταν ἄκουσα τὸν
αἰχμάλωτό μας νὰ λέει: «Ἐντάξει, καταραμένοι, νικήσατε. Θὰ σᾶς ὁδηγήσω ἐκεῖ ποὺ θέλετε. Τὸ
βασίλειο τοῦ Κάτω Κόσμου θὰ γίνει ὁ τάφος σας!»

∆ὲν ἦταν τόσο αὐτὰ ποὺ εἶπε, θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ εἶναι μία μπλόφα, μία κίνηση γιὰ νὰ
κερδίσει λίγο χρόνο. Ἦταν ὁ τόνος τῆς φωνῆς του ποὺ μοῦ προκάλεσε βαθειὰ κατάπληξη καὶ μ΄
ἔκανε νὰ συνειδητοποιήσω τὴ σοβαρότητα τῆς δήλωσής του. Γιατὶ τὸ ἔκπληκτο καὶ φοβισμένο
ἀνθρωπάκι ποὺ ψέλλιζε εἶχε δώσει ξαφνικὰ τὴ θέση του σὲ ἕναν ψυχρὸ καὶ δυναμικὸ ἄνθρωπο, ποὺ
μᾶς κοίταζε μὲ κάτι ποὺ ἦταν πολὺ κοντὰ στὸ μίσος!

Γιὰ λίγο κανείς μας δὲν εἶπε λέξη. Κοιτάζαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὅταν ὁ αἰχμάλωτός μας ξαναμίλησε
μὲ φωνὴ γεμάτη κρυμμένη ἀπειλή: «Τὶ θὰ γίνει, καλόπαιδα; Χεστήκατε;» Αὐτὸ μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὴ
στιγμιαία κατάσταση τῆς ἀπώλειας τοῦ ἐλέγχου. «∆ὲν εἴμαστε φοβιτσιάρηδες, Πάτερ. Αὐτὸ τὸ
ἀποδείξαμε, νομίζω.» Λέγοντας αὐτὰ τὰ λόγια προσπάθησα νὰ ξαναβρῶ τὴν ψυχραιμία μου. Στὸ
κάτω κάτω τὸ σχέδιό μας εἶχε μέχρι στιγμῆς ἀπόλυτη ἐπιτυχία. Τὸν σηκώσαμε καὶ τὸν κοιτάξαμε
ἐρωτηματικά. Αὐτός μας ζήτησε νὰ τὸν ὁδηγήσουμε ἔξω ἀπὸ τὸ Ναό. Προχωρώντας μαζὶ πήραμε τὸ

4
μονοπάτι ὡς τὸ πίσω μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς ἔκανε νόημα νὰ συνεχίσουμε. Λίγο πιὸ κάτω
ὑπῆρχε μία πρόχειρη κατασκευὴ μὲ πασσάλους καὶ καλάμια ποὺ χρησίμευε γι΄ ἀποχωρητήριο. Ἡ
μύτη μου μὲ πληροφόρησε πὼς τὸ μέρος ἦταν ἀρκούντως χρησιμοποιημένο. Πλησιάσαμε κι ἄλλο,
κουνώντας τὸ χέρι γιὰ νὰ διώχνουμε τὶς μῦγες. Ὁ Ἱερέας μπῆκε μέσα καὶ ἄρχισε νὰ πιέζει μὲ τὸ πόδι
του μία μυτερὴ πέτρα, «στολισμένη» μὲ περιττώματα. «Σατανικό», σκέφτηκα. Μετὰ μᾶς ἔκανε
νόημα νὰ γυρίσουμε πίσω. Ξαναμπήκαμε στὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀφιερώσαμε λίγα λεπτὰ γιὰ νὰ
σκουπήσουμε τὰ πόδια μας. Ἀηδία, ἀλλὰ ἡ εἴσοδος σὲ ἀπαγορευμένα μέρη θέλει θυσίες... Ὁ
Ἐφημέριος πῆγε πρὸς τὸν ἠλεκτρικὸ διακόπτη τοῦ τοίχου, ἀλλὰ ὁ Λάκης τὸν σταμάτησε. «Μὴν
ἀποπειραθεῖς νὰ εἰδοποιήσεις κανένα. Θὰ σὲ σκοτώσουμε σὰν σκυλὶ μὲ τὴν πρώτη ἔνδειξη προδοσίας.»
Αὐτὸ μᾶλλον ἦταν ἀπὸ τὴ «Νῆσο τῶν πειρατῶν» ποὺ εἴχαμε δεῖ πρὶν λίγες μέρες στὸ βίντεο. Ὁ
Παπὰς τοῦ ἔρριξε μία δηλητηριασμένη ματιὰ ἀλλὰ δὲν εἶπε τίποτα. Ἀνοιγόκλεισε τὸν διακόπτη τρεῖς
φορές. Μετὰ μᾶς ἔκανε νόημα νὰ τὸν πᾶμε ὡς τὸν ἄμβωνα καὶ μᾶς εἶπε νὰ τὸν σπρώξουμε δυνατά,
πρὸς τὴν ἔξω μεριά. Κάναμε ὅτι εἶπε καὶ ὁ ἄμβωνας ἄρχισε νὰ γλυστρᾶ ἀπρόθυμα, στριγκλίζοντας
ἀνατριχιαστικά, πάνω σὲ κάποιο ἀθέατο μηχανισμό. Ἕνα σκοτεινὸ ἄνοιγμα ἀποκαλύφθηκε, εἴσοδος,
ὅπως ἐλπίζαμε, σ΄ ἕνα Κόσμο τρομερῶν θαυμάτων...

Εἶναι πρὸς τιμὴν τοῦ Λάκη τὸ γεγονὸς πὼς προχώρησε πρῶτος κι ἔρριξε μία διστακτικὴ ματιὰ στὸ
ἐσωτερικό. Προσπάθησε νὰ διακρίνει τὶς διαστάσεις του ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ φαινόταν ἦταν ἡ ἀρχὴ
μίας σκάλας. Ἔπειτα θυμήθηκε τοὺς φακοὺς ποὺ εἴχαμε στὰ σακίδιά μας. Πῆρε ἕναν ποὺ ἔβγαζε
διάχυτο φῶς καὶ τὸν ἄναψε. Ἡ ψυχρὴ λάμψη τῆς λάμπας ἁλογόνου φώτισε ἕναν ἀπογοητευτικὰ
μικρὸ χῶρο, χωρὶς ἔπιπλα, ἀπ΄ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται συχνὰ κάτω ἀπὸ παλιὲς οἰκοδομές. Κανένα
τοῦννελ δὲν φαινόταν νὰ συνεχίζει ἀπὸ αὐτὸν καὶ καμμία πόρτα δὲν διακρινόταν στοὺς τοίχους.
Ἔρριξα μία ματιὰ στὸν Ἐφημέριο, ποὺ γελοῦσε αἰνιγματικά, σὰν Κινέζος μανδαρίνος τοῦ Ναοῦ τῆς
Ἀφέγγαρης Νύχτας. Ἀντὶ νὰ τρομάξω, ἐξοργίστηκα. «Κοῖτα, Πάτερ» τοῦ εἶπα, «δὲν ξέρω τὶ μοίρα
μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ περιπέτεια στὴν ὁποία ἐμπλακήκαμε, ἀλλὰ τὰ ἔχουμε κανονίσει ἔτσι ὥστε τὸ δικό
σου μέλλον νὰ εἶναι συνάρτηση τοῦ δικοῦ μας. Γι΄ αὐτό, πρόσεχε.» Κι ὁ Λάκης ὅμως εἶχε τσατιστεῖ.
Πῆρε τὸ βάζο μὲ τὶς σαρανταποδαροῦσες καὶ τὸ ἀκούμπησε στὸ λαιμὸ τοῦ Ἱερέα. Αὐτὸς τραβήχτηκε
βγάζοντας ἕνα ξεφωνητό, ποὺ μᾶς ἔκανε καὶ τοὺς δυὸ νὰ γελάσουμε μὲ κακία. «Πάτερ, σὲ θέλω πιὸ
σεμνό», τοῦ εἶπε. Αὐτὸς τοῦ ἔρριξε μία ἀκόμα ματιὰ γεμάτη δηλητήριο. Χωρὶς νὰ μιλήσει ἄρχισε νὰ
κατεβαίνει τὰ σκαλιὰ κι ἐμεῖς βιαστήκαμε νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε.

Ἀφοῦ εἴχαμε κατεβεῖ καὶ οἱ τρεῖς ὁ Παπὰς γύρισε καὶ μᾶς κοίταξε μ΄ ἕνα διαπεραστικὸ βλέμμα.
Ἔνοιωσα πολὺ ἄβολα καὶ χαμήλωσα τὰ μάτια μου γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ πὼς στὸ βλέμμα
αὐτὸ δὲν ὑπῆρχε καμμία μνησικακία, παρὰ μόνο φόβος καί, ἴσως, λίγη τρυφερότητα. «Ποτὲ δὲν ἔχω
προχωρήσει πέρα ἀπ΄ τὸ σημεῖο αὐτό. ∆ὲν μοῦ ἐπιτρέπεται ἄλλωστε, ὁ ρόλος μου εἶναι ρόλος
φύλακα. Νὰ ξέρετε, καλόπαιδα, πὼς θὰ μποροῦσα νὰ ἔχω εἰδοποιήσει χωρὶς νὰ πάρετε χαμπάρι,
ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανα κι ἕνας Θεὸς ξέρει μόνο πὼς θὰ τοὺς δικαιολογηθῶ. Τέλος πάντων, αὐτὴ τὴν
ὕστατη στιγμὴ ἀκοῦστε τὴ συμβουλή μου καὶ φύγετε. Αὐτὸ ποὺ ἔχετε στὸ μυαλό σας εἶναι πολὺ πιὸ
μεγάλο ἀπ΄ ὅσο φαντάζεστε. Ἔχω ἀκούσει ἱστορίες... ἀλλὰ δὲν εἶναι τῆς στιγμῆς. Ἀκοῦστε με καὶ
φύγετε.»

«Αὐτὸ δὲν γίνεται, Πάτερ» ἀπάντησε ὁ Λάκης γιὰ λογαριασμὸ καὶ τῶν δυό μας, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς
ποὺ λογάριαζα ν΄ ἀρχίσω νὰ ξανανεβαίνω τὶς σκάλες. Τὸ θάρρος εἶναι προνόμιο τῶν τρελλῶν, ἀλλὰ
τὶ νά ΄κανα; Ὑποτάχθηκα στὴ μοίρα μου. Ὁ ἄνθρωπος μᾶς κοίταξε καὶ τοὺς δυὸ καὶ κούνησε τὸ
κεφάλι του. «Καὶ τὶ σκοπεύετε νὰ κάνετε μ΄ ἐμένα, μόλις ἀνοίξω καὶ τὴν τελευταία πύλη;» μᾶς
ρώτησε.

«Σκοπεύαμε νὰ σᾶς τρομάξουμε στὸ σημεῖο αὐτό», βιάστηκα ν΄ ἀπαντήσω «ἀλλά, ὅπως φαίνεται θὰ
πρέπει νὰ στηριχτοῦμε στὴ βοήθειά σας, γι΄ αὐτὸ θὰ σᾶς πῶ τὴν ἀλήθεια. Θὰ σᾶς ἀφήσουμε ἐδῶ,
δεμένο μὲ μία ἁλυσίδα καὶ μ΄ ἕνα λουκέτο ποὺ λειτουργεῖ μὲ συνδυασμό, μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ τὰ
χέρια σας νὰ εἶναι ἐλεύθερα. Ἔχουμε ὑπολογίσει ὅτι, τὸ πολὺ σὲ τέσσερεις ὧρες, θὰ ἔχετε καλύψει
ὅλους τους συνδυασμούς, ὁπότε θὰ ἐλευθερωθεῖτε. Τὸ πιὸ πιθανὸ ὅμως εἶναι νὰ τὸ πετύχετε πολὺ
νωρίτερα, ἴσως σὲ καμμία δυὸ ὡρίτσες. Ὁ συνδυασμὸς ἀποτελεῖται ἀπὸ τυχαῖα νούμερα, γι΄ αὐτὸ θὰ
πρέπει νὰ κάνετε μεθοδικὴ ἔρευνα. Ἂν δοκιμάζετε στὴν τύχη, σύντομα θὰ ἀρχίσετε νὰ ξεχνᾶτε ποιοὺς

5
συνδυασμοὺς δοκιμάσατε καὶ θὰ πρέπει νὰ ξεκινήσετε ἀπὸ τὴν ἀρχή. Αὐτὸ σᾶς τὸ λέω ἀφ΄ ἑνὸς γιὰ
νὰ μὴν ταλαιπωρηθεῖτε ἄδικα, ἀφ΄ ἑτέρου γιὰ νὰ σᾶς ἐμποδίσω νὰ βρεῖτε ἀμέσως τὸν συνδυασμό, μὲ
μία πετυχημένη δοκιμή. Πῶς σᾶς φαίνεται;»

Σ΄ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Λάκης μ΄ ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ τράβηξε παραπέρα. Ἄρχισε νὰ μὲ ρωτάει
ἂν ἤμουν μὲ τὰ καλά μου ποὺ ἀποκάλυπτα τὸ τὶ εἴχαμε στὸ νοῦ μας γιὰ τὸν Ἐφημέριο, ἐνῶ θὰ
ἔπρεπε νὰ μπλοφάρουμε γιὰ νὰ τὸν τρομοκρατήσουμε ὅσο γίνεται περισσότερο. Ἐγὼ πάλι εἶχα τὶς
ἀπόψεις μου.

«Παράτα τα ρὲ Λάκη. Ὁ τυπὰς μᾶς ξηγιέται σπαθί. Ἂς πᾶμε μὲ τὰ νερά του. Ἄσε, θὰ καθαρίσω
ἐγὼ σοῦ λέω.» Καὶ μετὰ γύρισα στὸν Πάτερ καί, κάπως ἐκνευρισμένα, τοῦ ἔκανα μία καθαρὴ
ἐξήγηση. Τοῦ διευκρίνισα πὼς οἱ σκοποί μας ἦταν εὐγενεῖς καὶ πὼς θεωρούσαμε ἀπόλυτο δικαίωμά
μας νὰ παρεισφρήσουμε στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Πλανήτη μας καὶ ν΄ ἀποκαλύψουμε τὰ μυστικά του. Ἂν
εἴχαμε φερθεῖ τόσο ἀπαίσια ἦταν γιατὶ οἱ μυημένοι στὰ μυστικά της Κούφιας Γῆς δὲν ἐννοῦσαν μὲ
τίποτα ν΄ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους. Τοῦ ξεκαθάρισα πὼς οἱ ἀπειλές μας ἦταν κούφιες καὶ γιὰ νὰ τὸ
ὑπογραμμίσω ἔβγαλα μία βδέλλα ἀπὸ τὸ βάζο καὶ τὴ μασούλησα. Ὁ Πάτερ γούρλωσε στὴν ἀρχὴ τὰ
μάτια του ἀλλὰ σύντομα κατάλαβε τὴν ἀλήθεια καὶ μοῦ ἔρριξε μία ἀπὸ τὶς φαρμακερές του ματιές.
Τελείωσα τὸ λογίδριό μου λέγοντάς του πὼς ζητούσαμε τὴ βοήθειά του, μιᾶς καὶ δὲν ὑπῆρχε
περίπτωση νὰ ὑποχωρήσουμε τώρα. Ἀλλοιῶς, τοῦ τόνισα μὲ σκοτεινὸ ὕφος, τὸ κρίμα μας θὰ ἦταν
στὸ λαιμό του.

Ὁ Ἐφημέριος ἄρχισε νὰ χαϊδεύει τὰ γένια του κοιτάζοντας πότε τὸν ἕνα καὶ πότε τὸν ἄλλο. Ἀφοῦ
μᾶς ἔσπασε γιὰ τὰ καλὰ τὸν τσαμπουκά, ποὺ λένε, ἄνοιξε ἐπιτέλους τὸ στοματάκι του. Εἶπε:
«Ἀκοῦστε καλόπαιδα, (ἴσως καὶ νὰ εἶπε κωλόπαιδα, δὲν εἶμαι σίγουρος) μὲ βάζετε σὲ μεγάλους
μπελάδες. Ἐλάχιστα πράγματα ξέρω γιὰ τὰ ἔγκατα ποὺ χάσκουν πίσω ἀπὸ τὴν καταπακτή.
Ὑποτίθεται πὼς κάποια μέρα θὰ ἔμπαινα κι ἐγὼ ἐκεῖ μέσα ἀλλὰ αὐτὴ ἡ μέρα δὲν ἦρθε ἀκόμα.
Αὐτὰ ὡστόσο ποὺ ψυθιρίζονται ἀνάμεσά μας μὲ κάνουν νὰ μὴν εἶμαι καθόλου βιαστικός. Ὅσο γιὰ
σᾶς, θὰ κάνουμε μία συμφωνία. Πρῶτον, θὰ μὲ δέσετε κανονικά, γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι ἤμουν
αἰχμάλωτός σας. Θὰ σᾶς περιμένω δυὸ τρεῖς ὧρες. Ἂν ἐπιστρέψετε θὰ μοῦ πεῖτε τὰ πάντα, χαρτὶ
καὶ καλαμάρι.» Σ΄ αὐτὸ τὸ σημεῖο μᾶς κοίταξε ἐπίμονα κι ἐμεῖς κουνήσαμε τὰ κεφάλια μας, σὲ
σιωπηρὴ συμφωνία. «Ἂν δὲν γυρίσετε θὰ προσπαθήσω νὰ λυθῶ καὶ θ΄ ἀναφέρω τὸ συμβὰν στοὺς
Ἀνωτέρους μου. Τὸ ἂν θὰ εἰδοποιηθεῖ ἡ Ἀστυνομία καὶ οἱ δικοί σας, καθὼς καὶ τὸ ποιὰ θὰ εἶναι ἡ
ἱστορία ποὺ θὰ τοὺς πῶ, θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπόλυτα ἀπὸ τὶς ὁδηγίες ποὺ θὰ πάρω ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρους
μου. Κατανοητό; Ὡραῖα, συνεχίζω. ∆ύο ὁδηγίες δὲν πρέπει νὰ φύγουν στιγμὴ ἀπ΄ τὸ μυαλό σας.
Πρῶτον, δὲν ἀγγίζετε ἀπολύτως τίποτα. Κοιτᾶξτε νὰ μὴ σᾶς ἀνοίξει ἡ ὄρεξη γιὰ τίποτα σουβενίρ,
ἔτσι; ∆εύτερον, δὲν ἀπομακρύνεστε πολύ. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι φρουροὶ ἐκεῖ μέσα, ποὺ θὰ ἔβρισκαν τὶς
σαρανταποδαροῦσες σας ὡραιότατο μεζέ. Τὸ ἴδιο καὶ σᾶς. Ἔγινα ἀντιληπτός;»

Εἶχε γίνει, καὶ μὲ τὸ παραπάνω.

∆ὲν κατάλαβα τίποτε τὸ ξεχωριστὸ στὸ κομμάτι τοῦ πατώματος ποὺ πίεζε ἐπίμονα μὲ τὸ πόδι του
ὅση ὥρα μας μιλοῦσε. Τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι, μόλις σήκωσε τὸ πόδι του ἀπὸ κεῖ ἀκούστηκε ἕνας
σιγανός, ἐπίμονος ἦχος σὰν νὰ γυρνοῦσε βαροῦλκο ἢ κάτι τέτοιο. Ὅπως ἀκριβῶς εἶχα δεῖ ἑκατοντᾶδες
φορὲς νὰ συμβαίνει σὲ ταινίες, ἕνα τετράγωνο ἄνοιγμα εἶχε ἀποκαλυφθεῖ στὸν τοῖχο, περίπου ἕνα
μέτρο ἐπὶ ἕνα.

«Γαμῶτο, ἡ εἴσοδος!» ἀναφώνησε ὁ Λάκης. «Σσς, πιὸ σιγά, ἠλίθιε», τὸν παρότρυνα ἐγώ.
Ξεκινήσαμε ἐπιφυλακτικὰ νὰ κινούμαστε πρὸς τὸ ἄνοιγμα, ὅταν μᾶς φώναξε ὁ Ἐφημέριος. Χωρὶς νὰ
μιλήσει μᾶς ἔτεινε τὰ χέρια του. Τὸν πλήσιασε ὁ Λάκης καὶ τὸν ἔδεσε χειροπόδαρα μὲ κάτι ἁλυσίδες
γιὰ μηχανάκια, ποὺ τὶς ἔκλεισε μὲ ἕνα λουκέτο μὲ συνδυασμό. Τὸν χτύπησε φιλικὰ στὸν ὦμο καὶ
εἶπε «εὐχαριστῶ, μεγάλε». Ἔπειτα τοῦ ἀποκάλυψε τὸν συνδυασμὸ ποὺ ἄνοιγε τὴν κλειδαριά.
Κοιταχτήκαμε γιὰ μία ἀκόμα φόρα, χωρὶς κανείς μας νὰ βρεῖ κάτι νὰ πεῖ. Ἔπειτα κινήσαμε γιὰ τὸ
ἄνοιγμα.

6
«Τὴν Πύλη μέσα στὴν Πύλη, ποὺ
ἀποκαλύπτεται πάντα ἠθελημένα, γιὰ
μία μόνο φορὰ στὴ ζωὴ τοῦ κάθε
Ἐρευνητῆ.»

μαυρίλα ποὺ μᾶς ὑποδέχτηκε ἦταν ἀναμενόμενη ἀλλά, ὅπως καὶ νά ΄χει, μᾶς
ἔκανε νὰ κοντοσταθοῦμε γιὰ λίγο, ἀναποφάσιστοι. Τὰ μηνύματα ποὺ μᾶς
ἔστελναν οἱ ὑπόλοιπες αἰσθήσεις μας δὲν ἦταν περισσότερο ἐνθαρρυντικά:
Ὑγρασία καὶ μία ἀταίριαστη γιὰ τὸν ἀθηναϊκὸ Αὔγουστο παγωνιά, μαζὶ μὲ τὴν
ἀναπόφευκτη μυρωδιὰ χώματος καὶ μούχλας μᾶς ἔκαναν νὰ πισωπατήσουμε. Τ΄
αὐτιά μας μᾶς μετέφεραν μία ἀπόλυτη ἀπουσία ἤχων, λὲς καὶ ὅλος ὁ κόσμος
ποὺ ξέραμε, οἱ θορυβώδεις δρόμοι, ἡ καυτὴ ἀνάσα τῶν ἐξατμήσεων τῶν
αὐτοκίνητων, οἱ γκρίνιες τῶν πέντε ἑκατομμύριων θυμάτων τῆς πόλης ποὺ ζούσαμε, ἡ βρῶμα τῶν
ξεχειλισμένων κάδων, νὰ ἦταν ὅλα ἕνα μακρυνὸ ὄνειρο, μία σύντομη παρένθεση σ΄ ἕνα Σύμπαν
αἰώνιας νοτισμένης νύχτας. Μάλιστα! Εἶχα ἀρχίσει σχεδὸν νὰ ἀπαγγέλω Λάβκραφτ! Κούνησα τὸ
κεφάλι μου, βρίζοντας τὸν ἑαυτό μου γιὰ τὴ δειλία μου. Εἴμαστε σ΄ ἕνα φυσικὸ κοίλωμα ποὺ
ἐκτεινόταν, ποιὸς ξέρει πόσο, στὰ ἔγκατα τοῦ βουνοῦ, κι ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀπόλυτα ἀναμενόμενα.
Φυσικὸ κοίλωμα, εἶπα; ∆ὲν ἤμουν καθόλου σίγουρος γι΄ αὐτό. Ἴσως νὰ ἦταν φυσικὸ καὶ νά 'χε
διαπλατυνθεῖ ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου. Τουλάχιστον, ἤλπιζα τὸ χέρι νὰ ἦταν ὄντως ἀνθρώπινο...

Ἀλλὰ εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ γνωρίσουμε τὸν κόσμο ποὺ εἶχε τόσο αἰχμαλωτίσει τὴν φαντασία μας.
Σὰν ἥρωες τοῦ Ἰουλίου Βέρν, ἀνάψαμε τοὺς φακούς μας, περάσαμε τὸ στενὸ ἄνοιγμα κι ἀρχίσαμε νὰ
προχωρᾶμε μπροστά. Βρισκόμασταν σ΄ ἕνα τοῦννελ μὲ πέτρινα, νωτισμένα τοιχώματα ποὺ μᾶς
χωροῦσε μὲ λίγη δυσκολία, ἀναγκάζοντάς μας νὰ προχωροῦμε ἐλαφρὰ σκυφτοί. Ἔνοιωθα τὴν
ὑγρασία νὰ μὲ περονιάζει καὶ βλαστήμησα τὴ βλακεία μας νὰ ἐπιχειρήσουμε τέτοια ἐξερεύνηση μὲ
τὰ κοντομάνικά μας. Ἔφταιγε ὁ καύσωνας καὶ τὸ γεγονὸς πὼς κανείς μας δὲν πολυπίστευε ὅτι θὰ
κατορθώναμε τελικὰ νὰ εἰσχωρήσουμε σ΄ ἕνα τόσο καλὰ φυλαγμένο μέρος. Ἔπειτα, δὲν εἴχαμε
σκοπὸ νὰ ξεμακρύνουμε καὶ πολύ, ἴσα-ἴσα νὰ παίρναμε μία γεύση. Ὅταν ἔπεισα τὸν ἑαυτό μου πὼς
τὸ κρύο δὲν ἦταν τελικὰ καὶ τόσο μεγάλο πρόβλημα, συνειδητοποίησα ἄλλη μία δυσάρεστη αἴσθηση,
σὰν νὰ περνοῦσα μέσα ἀπὸ ἱστοὺς ἀράχνης. Ἦταν σιχαμερό, ἀλλὰ μ΄ ἔκανε νὰ νοιώθω πολὺ
χειρότερα ἡ ἐπίγνωση πώς, ὄντας σ΄ ἕναν ἀνήλιαγο, παγωμένο κόσμο, ἦταν περίεργο τὸ τὶ εἴδους
ἀράχνες ζοῦσαν ἐδῶ καὶ τὶ εἴδους ἔντομα νὰ ἔπιαναν. Εἶχα ἀρχίσει νὰ τρομάζω γιὰ τὰ καλὰ ἀπὸ τὸ
ἀφύσικο τοῦ πράγματος καὶ εἶχα ἀρχίσει ἐπίσης νὰ ἐκνευρίζομαι μὲ τοὺς παράλογους φόβους καὶ τὶς
ἀνησυχίες μου. Τελικὰ δὲν κρατήθηκα καὶ ἔσπασα τὴν σιωπή.

«Μὰ τὶ εἴδους κωλοαράχνες ζοῦν ἐδῶ μέσα;» μονολόγησα, γιὰ νὰ εἰσπράξω ἕνα ἐπιτιμητικὸ «Σσς»
ἀπὸ τὸν Λάκη, ποὺ φαίνεται εἶχε προσβληθεῖ προηγουμένως. Ἀλλὰ ἡ κακία του τιμωρήθηκε ἀμέσως,
ὅταν κουτούλησε σὲ μία προεξοχὴ τοῦ βράχου κι ἔβγαλε ἕνα δυνατὸ «Ἄααου, γαμῶτο μου.» Αὐτὸ
ἔγινε ἀφορμὴ νὰ σταθοῦμε λίγο γιὰ ἀνασκόπηση τῆς κατάστασης. Ἀρχίσαμε νὰ πειράζουμε ὁ ἕνας
τὸν ἄλλο καὶ σύντομα ξαναβρήκαμε λίγο ἀπὸ τὸ κουράγιο μας. Ἀρχίσαμε τὰ χάχανα καὶ τὶς πλάκες
ἀλλά, ὅταν τελειώσαμε ἡ σιωπὴ ξαναγύρισε καὶ μᾶς πλάκωσε σὰν ταφόπλακα.
Πρέπει νὰ προχωρήσαμε μισὴ ὥρα, ἴσως ὅμως πολὺ λιγότερο. Κανείς μας δὲν σκέφτηκε νὰ κοιτάξει
ρολόι. Εἶναι σίγουρο πὼς κι ὁ φίλος μου σκεφτόταν τὸ ἴδιο πράγμα μ΄ ἐμένα, πὼς ἦταν δηλαδὴ ὤρα
νὰ γυρίσουμε πίσω. Στὸ κάτω κάτω βρισκόμαστε σὲ ἕνα συνηθισμένο τοῦννελ, ἀπὸ αὐτὰ πού,
σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις ὑπάρχουν ἄφθονα στὴ στοιχειωμένη Ἀττική. Τὸ θέμα ἦταν πὼς κανείς
μας δὲν ἤθελε νὰ τὸ προτείνει πρῶτος καὶ περιμέναμε κι οἱ δυό μας μία ἀφορμή, ἀφοῦ δὲν πιστεύαμε
ὅτι θὰ ἔβγαινε τελικὰ κάτι τὸ χειροπιαστὸ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πρόχειρη ἐξερεύνηση. Τὸ ὑγρὸ κρύο τοῦ
περιβάλλοντος εἶχε ἀρχίσει νὰ μᾶς περονιάζει γιὰ τὰ καλά, καὶ θὰ ἀποτελοῦσε ἀπὸ μόνο του, ὄχι
μόνο ἀφορμὴ ἀλλὰ κι αἰτία γιὰ ἐσπευσμένη ἐπιστροφή, ὅταν, μετὰ ἀπὸ μία ἐλαφριὰ στροφή, μᾶς
ἀποκαλύφθηκε τὸ τέλος τῆς στοᾶς. Τὸ τέλος τουλάχιστον γιὰ μᾶς, ἀφοῦ ἐκφυλιζόταν σὲ μία στενὴ

7
σχισμὴ ποὺ στένευε τόσο πολὺ ὥστε θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ προχωρήσουμε, ἂν καὶ οἱ φακοί μας δὲν
ἔδειχναν νὰ σταματάει ἐντελῶς.

Ἀνακουφισμένοι ἀλλὰ καὶ ἀπογοητευμένοι, ἀποφασίσαμε πὼς δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο νὰ κάνουμε
ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιστρέψουμε. Κάναμε μία πρόχειρη ἐξερεύνηση ὁλόγυρα, ἔτσι, γιὰ τὴν τιμὴ τῶν ὅπλων,
ποὺ δὲν ἀποκάλυψε τίποτε. Τότε θυμήθηκα τὶς φωτογραφικές μας μηχανές, ποὺ βρίσκονταν
ξεχασμένες στὰ σακκίδιά μας, καὶ ἑτοιμαστήκαμε νὰ βγάλουμε μερικὲς ἡρωικὲς πόζες, ἔτσι ὅπως
ἤμασταν λασπωμένοι, ἱδρωμένοι καὶ ἐλαφρὰ ματωμένοι, ἀπὸ περιστασιακὲς καραμπόλες μὲ τὰ
τοιχώματα τῆς στοᾶς. Ἀποδείχτηκε ὅμως ἀδύνατον, ἀφοῦ οἱ μπαταρίες τῶν μηχανῶν μας ἦταν
ἐντελῶς ἄδειες, ἴσως ἀπὸ τὴν ὑγρασία τοῦ μέρους, ἂν καὶ ἦταν περίεργο τὸ ὅτι οἱ μπαταρίες τῶν
φακῶν μας δούλευαν μία χαρά. Βρίζοντας τὴν κακοτυχία μας καὶ τὴν ἀπρονοησία μας νὰ μὴν
πάρουμε ἐφεδρικὲς μπαταρίες πήραμε τὸν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ.

Προχωρούσαμε τώρα μὲ πιὸ σίγουρο βῆμα καὶ μὲ λιγότερες προφυλάξεις. ∆ὲν ἦταν καὶ λίγο αὐτὸ ποὺ
εἴχαμε πετύχει. Λέγαμε ὅτι θὰ ἐπιστρέφαμε περισσότερο ἕτοιμοι γιὰ μία πραγματικὴ ἐξερεύνηση, ἂν
καὶ κατὰ βάθος γνωρίζαμε πὼς οὔτε ἐμεῖς θὰ εἴχαμε τὸ κουράγιο οὔτε οἱ φύλακες τοῦ μέρους τὴν
ἔλλειψη στοιχειώδους φρόνησης καὶ μᾶλλον ἡ μικρή μας περιπέτεια θὰ ἔμενε τελικὰ μία ὄμορφη
ἀνάμνηση. Ἐμεῖς ὅμως δὲν θέλαμε νὰ τὸ βλέπουμε ἔτσι. Ἀρχίσαμε νὰ κάνουμε σχέδια γιὰ ἀποστολὲς
ποὺ θὰ μᾶς πήγαιναν πολὺ πιὸ μακρυὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πρώτη φόρα. Ὁ Λάκης ἄρχισε πάλι νὰ μιλᾶ
γιὰ τὸ ἀγαπημένο του θέμα, τὴ Σπηλιὰ τοῦ Νταβέλη στὴν Πεντέλη καὶ τὰ αἰνιγματικά, χαμένα
της τοῦννελ, ὅπως τὰ εἶχε περιγράψει ἕνας Ἕλληνας συγγραφέας, ὁ Γιῶργος Μπαλάνος. Ἐγὼ πάλι
θυμήθηκα κάτι ἄλλες ἀνήλιαγες στοές, κάπου στὴ Λαμία, ἂν δὲν μὲ ἀπατᾶ ἡ μνήμη μου. Ὁ
Καναδὸς συγγραφέας Τζῶν Ράιμερ εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ κι αὐτὸς ἀπὸ τὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν
Αὐγουστιάτικη ζέστη τῆς Ρουμελιώτικης ὑπαίθρου μὲ τὸ σκοτεινό, παγερὸ ἐσωτερικό τους. Ἡ
συζήτηση εἶχε φουντώσει γιὰ τὰ καλὰ ὅταν ἔνοιωσα τὸ χέρι τοῦ Λάκη νὰ σφίγγει τὸ δικό μου σὰν
τανάλια. ∆ὲν ξέρω γιατί, ἀλλὰ ἔνοιωσα τὶς τρίχες τῆς πλάτης μου νὰ σηκώνονται, πρὶν ἀκόμα
ἀκολουθήσω τὸ βλέμμα τοῦ φίλου μου καὶ ἀντικρύσω κι ἐγὼ τὸ μαῦρο, ἀκίνητο μάτι τοῦ Ἀγνώστου
ποὺ μᾶς κοίταζε τυφλά, λίγα μέτρα πιὸ πέρα. Ὅταν εἴχαμε πρωτοκάνει τὴ διαδρομὴ δὲν ἦταν ἐκεῖ,
δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι χωρὶς νὰ τὸ ἔχουμε ἀντιληφθεῖ. Μείναμε γιὰ ἀρκετὰ δευτερόλεπτα ἐντελῶς
ἀκίνητοι νὰ κοιτᾶμε ἕνα μεγάλο σκοτεινὸ ἄνοιγμα ποὺ ἔχασκε στὰ τοιχώματα τοῦ τοῦννελ, πιὸ
σκοτεινὸ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ σκοτάδι, νεύοντάς μας νὰ τὸ διαβοῦμε, καὶ ν΄ ἀφήσουμε γιὰ πάντα πίσω μας
τὸν Κόσμο τοῦ Ἀνθρώπου.

Συγχωρεῖστε μου τὸ θεατρικὸ ὕφος, προσπαθῶ ὅμως νὰ περάσω στὸ χαρτὶ ἀτόφια τὰ συναισθήματα
ποὺ μὲ κατέκλυσαν καθὼς ἀντίκρυζα κάτι ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐκεῖ, καὶ ποὺ ἀποτελοῦσε τὴν
ἐκπλήρωση κάθε προσδοκίας μας καί, ταυτόχρονα, ζωντάνεμα τῶν πιὸ ζοφερῶν τρόμων τῆς ψυχῆς
μας. Τὴν Πύλη μέσα στὴν Πύλη, ποὺ ἀποκαλύπτεται πάντα ἠθελημένα, γιὰ μία μόνο φορὰ στὴ
ζωὴ τοῦ κάθε Ἐρευνητῆ.

Πρῶτος μίλησε ὁ Λάκης: «Ρὲ μεγάλε, ἐτοῦτο δὲν ἦταν ἐδῶ προηγουμένως». Ἡ φωνὴ του ἦταν
ἄτονη καὶ βραχνή, φανερώνοντας τὰ αἰσθήματά του πολὺ καλύτερα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια του.
Κατέβαλα προσπάθεια νὰ ἀπαντήσω ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἀνέμελα, προσπαθώντας νὰ τονώσω τὸ
ἠθικὸ καὶ τῶν δυό μας, ἀλλὰ ἡ φωνή μου ἀκούστηκε σὰν κρόασμα κοράκου ποὺ εἶναι στὰ τελευταῖα
του.

«Ὄχι.»

Ξανάπεσε σιωπή. Καθόμουν ἐκεῖ, μὴν τολμώντας νὰ κουνηθῶ ἢ νὰ μιλήσω, μέχρι ποὺ ἔνοιωσα ὅτι
ἂν δὲν ἔκανα κάτι γιὰ νὰ σπάσω τὴ γητειὰ ποὺ μᾶς κρατοῦσε αἰχμαλώτους, θὰ πέθαινα.

Μὲ τὶς «Ὑπηρεσίες Ἐφησυχασμοῦ» τοῦ μυαλοῦ μου νὰ δουλεύουν στὸ φοῦλ, ἄρχισα νὰ πλησιάζω τὸ
ἄνοιγμα. Τὸ κάθε κύτταρο τοῦ μυαλοῦ μου ἐκλιπαροῦσε βουβὰ νὰ πρόκειται γιὰ ἕνα ἀσήμαντο
ἄνοιγμα καὶ τίποτα παραπάνω... Ἔπιασα τὸν ἑαυτό μου νὰ προσπάθει νὰ κοιτάξει ἀπὸ μακρυά, μὲ
τὸ φῶς τοῦ φακοῦ μου στραμμένο στό... πάτωμα τῆς στοᾶς. Ἐπαναλαμβάνοντας ἀπὸ μέσα μου ὅτι

8
«ἐγὼ δὲν εἶμαι δειλός» πίεσα τὸν ἑαυτό μου νὰ σηκώσει τὸ φακὸ ἀπὸ τὰ πόδια μου καὶ νὰ φωτίσει τὰ
μαῦρα σκοτάδια τοῦ ἀνοίγματος. Γιὰ δεύτερη φορὰ μέσα σὲ ἕνα λεπτό μου κόπηκε ἡ ἀνάσα.

Φώτιζα ἕνα φαινομενικὰ ἄπατο πηγάδι μὲ διάμετρο περὶ τὰ δυόμισυ μέτρα. Σκαλισμένη στὰ
τοιχώματά του ἦταν μία ἑλικοειδὴς σκάλα ποὺ κατέβαινε πρὸς τὸ Ἔρεβος, ἢ τουλάχιστον ἔτσι
ἔδειχνε. Ἔστρεψα ἀργὰ τὸ φακὸ πρὸς τὸ πάνω μέρος τοῦ Πηγαδιοῦ, συνεχιζόταν γιὰ καμμιὰ
δεκαπενταριὰ μέτρα πάνω μας καὶ σταματοῦσε ἀπότομα σὲ μία ἁδρὰ λαξευμένη ὀροφή.
Συνειδητοποίησα ὅτι ὁ Λάκης μοῦ μιλοῦσε ἐδῶ κι ἀρκετὴ ὥρα, κλαψουρίζοντας σὰν μωρὸ ποὺ θέλει
τσίσα του καὶ τραβώντας μου τὸ μανίκι. Μὲ ρωτοῦσε τὶ ἔβλεπα ἂν καὶ δὲν ἔδειχνε τὴν παραμικρὴ
διάθεση νὰ δεῖ κι ὁ ἴδιος. Ὁ λαιμός μου ἦταν κατάξερος, ἔτσι τραβήχτηκα πίσω καὶ τὸν ἔσπρωξα
ἐλαφρὰ πρὸς τὸ ἄνοιγμα. Μὲ κοίταξε μὲ ἕνα παραπονεμένο βλέμμα, σὰν νὰ ἐξαρτῶταν ἀπὸ μένα τὸ
τὶ θὰ ἔβλεπε. Μετὰ ἔσκυψε μπροστὰ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ δύο λεπτά, χωρὶς νὰ λέει τὸ παραμικρό.
Ὅταν γύρισε πρὸς τὸ μέρος μου ἔτρεμε ἐλαφρά, ὅπως ἄλλωστε κι ἐγώ.

«Τὶ κάνουμε τώρα;» εἴπαμε κι οἱ δυό, σχεδὸν ταυτόχρονα. Ἦταν ὥρα γιὰ ἕνα συμβούλιο. Ἀπὸ τὸ
συμβούλιο ἐκεῖνο δὲν βγῆκε καὶ κανένα σπουδαῖο πόρισμα. Πῶς νὰ βγεῖ, ὅταν καὶ οἱ δυὸ εἴμαστε
ταραγμένοι καὶ φοβισμένοι πέρα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θεωρούσαμε σὰν τὰ ὅριά μας; Ὅταν μιλούσαμε μὲ
βραχνὴ καὶ ἄχρωμη φωνὴ χωρὶς νὰ λέμε τίποτα; Ὅταν φοβόμαστε νὰ ὁμολογήσουμε τὴ δειλία μας
καί, ταυτόχρονα, μᾶς ἦταν ἀδύνατο νὰ στρέψουμε τὴν πλάτη σὲ κάτι ποὺ ἦταν τόσο συχνὰ στὸ
παρελθὸν πόθος καὶ ἄπιαστο ὄνειρο καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο εἴχαμε ρισκάρει τόσο πολύ; Τέλος πάντων, τὸ
γενικὸ συμπέρασμα ἦταν ὅτι θὰ μπαίναμε καὶ μετὰ «βλέποντας καὶ κάνοντας». Σὲ καμμία
περίπτωση ὅμως, διαβεβαιώσαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, δὲν θὰ ἀργούσαμε πάνω ἀπὸ μισὴ ὥρα σ΄ ἐκεῖνα
τὰ ἔγκατα. Κοιταχτήκαμε μὲ βλέμμα ποὺ ἔλεγε ὅσα δὲν τολμούσαμε νὰ ποῦμε μὲ λόγια καὶ
μπήκαμε, πρῶτα ὁ Λάκης κι ἔπειτα ἐγώ.

Τὰ σκαλοπάτια ἀποδείχτηκαν πολὺ μικρά. Νὰ συμπληρώσω μήπως «πολὺ μικρὰ γιὰ ἀνθρώπινα
πόδια»; ∆ὲν ξέρω, πάντως δυσκόλευαν ἀρκετὰ τὸ κατέβασμα, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν κλίση τῆς
σκάλας, ποὺ ἦταν λίγο μεγαλύτερη ἀπὸ τὸ κανονικό. Στὴν ἀρχὴ περπατούσαμε πολὺ ἀργὰ καὶ
ἐπιφυλακτικά, μὲ τοὺς φακούς μας νὰ φωτίζουν ἴσα μπροστά μας, χωρὶς νὰ τολμᾶμε νὰ ἀρθρώσουμε
λέξη καὶ χωρὶς νὰ σηκώσουμε τὸ κεφάλι νὰ τολμήσουμε μία μακρυνὴ ματιά. Πόσο θὰ ἤθελα νὰ
ἀποδεικνυόταν ὅτι δὲν μπορούσαμε νὰ συνεχίσουμε, νὰ ἦταν φραγμένο τὸ πέρασμα ἢ νὰ ἀποδεικνυόταν
ἀδιέξοδο... Ἀλλὰ ἡ ἑλικοειδὴς σκάλα συνέχιζε καὶ συνέχιζε, χωρὶς τελειωμό. Σύντομα ἔχασα κάθε
αἴσθηση τοῦ χρόνου καὶ ἔπιασα τὸν ἑαυτό μου νὰ μὴ θυμᾶται ποῦ ἦταν καὶ τὶ γύρευε ἐκεῖ. Ὑπῆρχε
μόνο τὸ ἀτελείωτο κατέβασμα, σκαλοπάτι σκαλοπάτι, χωρὶς τίποτα νὰ σπάει τὴ μονοτονία.
Θυμᾶμαι ὅτι ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν ἀπροσδιόριστα δυσάρεστη, σὰν νὰ ἦταν ταυτόχρονα παγερὴ καὶ
δυσάρεστα ζεστή. Πνιγηρὴ εἶναι ἴσως ἡ κατάλληλη λέξη. ∆ὲν φαινόταν νὰ ὑπάρχει ὅμως ἔλλειψη
ὀξυγόνου ἢ κάποια ὀσμὴ ποὺ νὰ ὑποδηλώνει παρουσία ἐπικίνδυνων ἀερίων. Ὄχι, κάτι τέτοιο θὰ ἦταν
μία ἀλλαγὴ σ΄ ἕναν Κόσμο ἀπόλυτης, ἄχρονης ἀκινησίας. Κατέβαινα καὶ κατέβαινα, πόσο, μία ὥρα,
δύο; ∆ὲν μπορῶ νὰ πῶ μὲ βεβαιότητα. Κάθε λογικὴ σκέψη εἶχε ἀποστραγγιχτεῖ ἀπὸ μέσα μου καὶ
δὲν παραξενεύτηκα ὅταν διαπίστωσα ὅτι ὁ Λάκης εἶχε φτάσει σ΄ ἕνα μικρὸ πλάτωμα καὶ εἶχε γύρει
στὸ πάτωμα σὲ μία παράξενη στάση, σὰν νὰ ἐξέταζε κάτι. Ἐκνευρισμένος μᾶλλον παρὰ
παραξενεμένος, ἄρχισα νὰ τοῦ λέω νὰ συνεχίσει. Ἡ φωνή μου βγῆκε ἀπόκοσμη, μακρυνή, καὶ ὁ
σύντροφός μου δὲν ἔδειξε νὰ μὲ ἀντιλαμβάνεται καθόλου. Τὸ ἑπόμενο πράγμα ποὺ θυμᾶμαι εἶναι κάτι
κίτρινες λάμψεις, σὰν φλάς, τώρα, μέσα στὸ μυαλό μου ἢ ἔξω, θὰ σᾶς γελάσω. Ἔπειτα βυθίστηκα
σὲ ἕναν ὕπνο χωρὶς ὄνειρα.

9
«Ἔβγαινα καὶ ξανάμπαινα στοὺς
ὀνειρικοὺς Κόσμους κατὰ βούληση,
μ΄ ἕνα τρόπο ποὺ μοῦ φαινόταν
οἰκεῖος καί, ταυτόχρονα, ὁλωσδιόλου
πρωτόγνωρος.»

κριβῶς ὅπως συμβαίνει στὶς ταινίες, συνῆλθα ἀργά, χωρὶς νὰ συνειδητοποιῶ


ποὺ βρίσκομαι. Στὴν ἀρχὴ πίστεψα πὼς εἶμαι στὸ κρεββάτι μου καὶ
παρακοιμήθηκα, στήνοντας τὸν Λάκη στὸ ραντεβοὺ ποὺ εἴχαμε ὁρίσει τὴν
προηγούμενη μέρα. Ἀλλὰ τὸ ταβάνι ποὺ ἀντίκρυζαν τὰ μάτια μου δὲν θὰ
μποροῦσε ποτὲ νὰ ἀνήκει σὲ ἕνα συνηθισμένο ἑλληνικὸ σπίτι. Κατὰ πρώτον δὲν
ἦταν ἐπίπεδο, ὑπῆρχε ἕνα σημεῖο, κοντὰ σὲ μία ἄκρη τοῦ δωματίου, ποὺ τὸ
ταβάνι χαμήλωνε ἔντονα. Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ἀνυψωνόταν πρὸς κάθε
κατεύθυνση μὲ μία χαριεστάτη δισδιάστατη καμπύλη πού, γιὰ κάποιο λόγο, μοῦ θύμισε ἀπόμακρα
λουλούδι. Ἔπειτα, τὸ ὑλικό του μοῦ ἦταν ὁλωσδιόλου ἄγνωστο. Ἦταν ἡμιδιαφανές, θυμίζοντας
ταυτόχρονα πλαστικό, γυαλὶ καὶ πολύτιμο λίθο. Ἀπὸ κάπου μέσα του διαχεόταν ἕνα ὑπέροχο, ἁπαλὸ
φῶς ποὺ ἔκανε τὸ ὑλικὸ αὐτὸ νὰ λαμπυρίζει μὲ φανταστικές, κρεμώδεις φούξια καὶ οὐρανὶ ἀνταύγιες.
Ὄχι, δὲν ἦταν τὸ ταβάνι μου αὐτό, κάποιο ὄνειρο ἔβλεπα πάλι. Ἔκλεισα τὰ μάτια μου καὶ
προσπάθησα φιλότιμα νὰ ξανακοιμηθῶ γιὰ νὰ ξυπνήσω κάτω ἀπὸ ἕνα φυσιολογικὸ ταβάνι, ἀλλὰ
ἦταν μάταιος κόπος.

Σιγά-σιγὰ οἱ ἀναμνήσεις τῶν τελευταίων γεγονότων ἄρχισαν νὰ γίνονται ἀντιληπτές. Ὢ Θεέ μου,
ἦταν δυνατὸν νὰ ἔχουν συμβεῖ τέτοια πράγματα; Ξανάνοιξα τὰ μάτια μου καὶ τὰ ξανάκλεισα. Αὐτὸ
ἐπαναλήφθηκε ἀρκετὲς φορές, μὲ ἕνα κομμάτι τοῦ μυαλοῦ μου νὰ μὲ βεβαιώνει ὀργισμένα πὼς ὅλα
αὐτὰ ἦταν ἕνα ὁλοφάνερο ὄνειρο, βγαλμένο ἀπὸ τὴν ζωηρὴ φαντασία μου, καὶ ἕνα ἄλλο κομμάτι νὰ
παραθέτει ψυχρὰ γεγονότα καὶ συσχετισμοὺς ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀγνοήσω. Στὸ τέλος δὲν
μποροῦσα νὰ κρύψω ἄλλο τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, καί, κάθιδρος, ἄνοιξα διάπλατα τὰ μάτια
μου. Τὸ ἀπόκοσμο ταβάνι ἦταν πάντα ἐκεῖ.

Βρισκόμουν σὲ ἕνα δωμάτιο μὲ παράξενο σχῆμα. Ὅλοι οἱ τοῖχοι ἦταν ἀκανόνιστες καμπύλες ἀπὸ
κάποιο ἀσπριδερὸ ὑλικὸ ποὺ θύμιζε, στὸ χρῶμα καὶ τὴν ὑφή, σταλακτίτη. Τὸ πάτωμα ἦταν ὁλότελα
καλυμμένο μὲ ἕνα ἄσπρο, χρυσαφὶ χαλὶ (λέω «χαλί» ἐλλείψῃ καλύτερης λέξης) μὲ ἁπλά, καμπύλα
σχέδια στὸ χρῶμα τοῦ κρόκου. Τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἀπρόσμενα ἑλκυστικό, δημιουργώντας μία
αἴσθηση αἰσιοδοξίας. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ «χαλί» ἔβγαινε ἕνα μυρωδάτο, δροσερὸ ρεῦμα ἀέρα, ποὺ μὲ
γέμιζε μὲ τὰ πιὸ ὑπέροχα συναισθήματα. Αὐτὸ τὸ πετύχαινε χωρὶς νὰ ἔχει τὴν χαρακτηριστικὴ
αἴσθηση τοῦ παραισθησιογόνου. ∆ὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω τὸ πῶς εἶμαι τόσο σίγουρος, ἀλλὰ δὲν ἔχω
τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία πὼς τὸ ἀποτέλεσμα αὐτὸ ἐπιτυγχανόταν μὲ κάποιο θαυμαστὸ τρόπο,
ὁλότελα ἄγνωστο στὸν Ἔξω Κόσμο. Παρατηρώντας προσεκτικὰ τοὺς τοίχους διαπίστωσα πὼς
ἄλλαζαν πολὺ ἀργὰ σχῆμα, σὰν μία κουρτίνα ποὺ κυματίζει μὲ πολὺ ἀργὸ ρυθμό. Γιὰ κάποιο
ἄγνωστο λόγο, αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν μοῦ φάνηκε τότε παράξενο, ἀλλὰ τὸ βρῆκα πολὺ φυσικό.

Στὴν ἐρώτηση τοῦ κατὰ πόσον μποροῦσα ν΄ ἀκούσω κάποιον ἦχο, ἔχω ἀντικειμενικὴ δυσκολία νὰ
ἀπαντήσω. Ἔστησα αὐτὶ χωρὶς νὰ διακρίνω τὸν παραμικρὸ ἦχο. Ὡστόσο... ναί, ὑπῆρχε κάτι, σὰν
μουσικὴ ἢ πολὺ γρήγορη ὁμιλία ὁλόγυρά μου. Τὴν ἄκουγα ὅταν χαλάρωνα ἤ, μᾶλλον, τὴν
ἀντιλαμβανόμουν μὲ κάποιον τρόπο, μὴ μὲ ρωτήσετε πῶς. Τὸ συνολικὸ ἀποτέλεσμα ἦταν κάτι ποὺ
οὔτε κατὰ προσέγγιση δὲν εἶχα νοιώσει ποτὲ μέχρι τότε. Ὄχι μόνο δὲν ἔνοιωθα τὸν παραμικρότερο
φόβο, ἀλλά, ἀντίθετα, ἐπιθυμοῦσα μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ νὰ μὴ χρειαστεῖ νὰ βγῶ ποτὲ ἀπὸ ἐκεῖ
μέσα. Ἡ σκέψη καὶ μόνο νὰ στερηθῶ τὸ δωμάτιό μου μὲ γέμιζε ἄγχος. Ὅπως ὅμως εἶπα ἤδη, αὐτὸ
δὲν συνέβαινε ἐπειδὴ μοῦ χορηγοῦσαν κάποιου εἴδους παραισθησιογόνο ἀλλὰ χάρις σὲ κάποια

10
θαυμαστὴ τεχνολογία ποὺ ἐξαφάνιζε κάθε κούραση καὶ κάθε φόβο καὶ μὲ ἄφηνε εὐδιάθετο σὰν νὰ
εἶχα κοιμηθεῖ ὧρες καὶ νὰ εἶχα δεῖ τὰ πιὸ ὄμορφα ὄνειρα.

Στὸ κέντρο τοῦ δωματίου βρισκόταν μία κυλινδρικὴ καμπίνα, μὲ θολωτὴ κορυφὴ ποὺ ἔφτανε περίπου
στὰ δυόμισυ μέτρα (τὸ δωμάτιο εἶχε ὕψος, στὸ ψηλότερο σημεῖο του, γύρω στὰ τρισήμισυ μέτρα).
Ὅταν πλησίαζα ἀπὸ μία συγκεκριμένη κατεύθυνση ἄνοιγε ἀθόρυβα μία πόρτα καὶ ἀποκαλυπτόταν
μία λεκάνη καὶ ἕνας νιπτήρας. Ὁ νιπτήρας εἶχε μία βρύση, ἀρκετὰ ὅμοια μὲ αὐτὲς ποὺ εἶχα δεῖ σὲ
καλὰ ξενοδοχεῖα, μὲ ζεστὸ καὶ κρύο νερό. Ἡ λεκάνη εἶχε ἕνα αὐτόματο σύστημα, ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ
ἐντοπίσω, καὶ τὸ μόνο ποὺ εἶχα νὰ κάνω ἦταν νὰ ἀπομακρυνθῶ λίγο, ἀφοῦ τὴν εἶχα χρησιμοποιήσει.
Ξέχασα νὰ πῶ πὼς ὑπῆρχε καὶ ντουζιέρα, στερεωμένη στὴ βρύση, ποὺ ἔδινε νερὸ μὲ μεγάλη πιέση.
Κάθε φορὰ ποὺ ἔκανα ντούζ, ἕνα ζεστὸ ρεῦμα ἀέρα ἐρχόταν καὶ μὲ τύλιγε ἀπὸ τὸ πουθενά, μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ στεγνώνω ταχύτατα. Τὸ ἐσωτερικὸ τῆς τουαλέτας ἦταν φτιαγμένο ἀπὸ κάποιο
θαμπὸ ἀσημὶ μέταλλο, ποὺ μοῦ θύμιζε Τιτάνιο. Μύριζε πάντα μία ὄμορφη, ἐλαφρὰ καυστικὴ
μυρωδιά, τὴν πηγὴ τῆς ὁποίας στάθηκε ἀδύνατο νὰ ἀνακαλύψω, καὶ φωτιζόταν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο
ὅπως καὶ τὸ ὑπόλοιπο δωμάτιο. Ἔξω ἀπὸ τὴν καμπίνα ὑπῆρχε στερεωμένος ἕνας κυκλικὸς πάγκος ποὺ
τὴν ἔκλεινε ὁλόγυρα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ βρισκόταν ἡ πόρτα. Κάτω ἀπὸ τὸν πάγκο ὑπῆρχαν
πέντε ἢ ἕξι σωλῆνες ποὺ εἰσχωροῦσαν στὸ πάτωμα. Πάνω του βρισκόταν κάτι παράξενα γυάλινα
δοχεῖα, σὰν μεγάλοι δοκιμαστικοὶ σωλῆνες, ποὺ στερεώνονταν σὲ εἰδικὲς θῆκες καὶ ἐπικοινωνοῦσαν μὲ
τοὺς σωλῆνες ποὺ ὑπῆρχαν ἀπὸ κάτω. Τὰ δοχεῖα αὐτὰ ἦταν μισογεμάτα ἀπὸ διάφορα ὑγρά, κυρίως
ἀπὸ δυὸ διαφανή, τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ὅποια ἦταν πόσιμο νερό, ἕνα πράσινο ὑγρὸ στὸ χρῶμα τῆς μέντας,
καὶ ἕνα σὲ κερασὶ χρῶμα. Σύντομα κατάλαβα πὼς αὐτὰ τὰ ἄγνωστης σύστασης ὑγρὰ ἀποτελοῦσαν
τὴν τροφή μου. Καὶ ἀποδείχθηκε μία εὔπεπτη, πεντανόστιμη, ἀναζωογονητικὴ τροφή, ποὺ μὲ τίποτα
δὲν μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ μὲ τὶς γνωστὲς τροφὲς ποὺ εἶχα δοκιμάσει μέχρι τότε. ∆ὲν
βαρυστομάχιασα ποτὲ καὶ μοῦ πρόσφερε μία σύντομη σὲ διάρκεια ἀλλὰ πολὺ ἔντονη γευστικὴ
ἱκανοποίηση ποὺ κατέληγε πάντα σὲ μία ἀρωματικὴ ἐπίγευση, ἀνάλογη μὲ τὸ μεῖγμα ποὺ ἐπέλεγα
κάθε φορά. Αὐτὴ ἡ τροφὴ καὶ τὸ δροσερὸ νερὸ καθὼς καὶ ὁ τρόπος ποὺ μοῦ παρεχόταν ἦταν τὸ πιὸ
παράξενο μέρος τῆς ὑπέροχης φυλακῆς μου, ἂν ἑξαιρέσει κανεὶς τὴ Φωνή.

Ἡ Φωνὴ μπῆκε τόσο γλυκὰ στὴ ζωή μου ποὺ σύντομα ἔνοιωθα δέος γιὰ τὸ πόσο φτωχὲς ἦταν οἱ
ἐμπειρίες μου μέχρι τότε. Ἄρχισε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ βρῆκα τὶς αἰσθήσεις μου, ἀλλὰ δὲν μοῦ
προκάλεσε φόβο, οὔτε κὰν ξάφνιασμα. Ἡ διαδικασία ξεκινοῦσε μὲ μία ἀλλαγὴ σὲ ἕνα κομμάτι τοῦ
τοίχου, ποὺ ἀποκτοῦσε ξαφνικὰ μία μπλοῦ ἐλεκτρὶκ ἀνταύγεια. Τὸ μέρος τοῦ τοίχου ποὺ ἄλλαζε ἦταν
διαφορετικὸ τὴν κάθε φορά, πάντα ὅμως βρισκόταν στὴν ἄκρη τοῦ ὀπτικοῦ μου πεδίου. Ἐγὼ γυρνοῦσα
καὶ προσηλωνόμουν σ΄ αὐτὴ τὴ μπλὲ λάμψη καί... Πῶς νὰ περιγράψω τὸ ἀπερίγραπτο; Μία
ἀνταλλαγὴ γινόταν ἀνάμεσα σ΄ ἐμένα καὶ σ΄ Αὐτό, ποὺ ὅμως δὲν ἦταν μὲ λέξεις ἢ μὲ εἰκόνες ἢ μὲ
ἀνταλλαγὴ ἰδεῶν. Ἦταν μία ἐξοικείωση, σὰν νὰ ἔσπερνε στὴν Ψυχή μου σπέρματα νοημάτων κι
ἐμπειριῶν, ποὺ βλάσταιναν γρήγορα, πλουτίζοντάς με μὲ ἰδέες καὶ βιώματα ποὺ ἦταν, ταυτόχρονα,
καὶ δικά μου καὶ ξένα. ∆ὲν ξέρω πῶς γινόταν, ξέρω ὅμως πὼς ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ μου
ἀνταποκρινόταν πλήρως, κατὰ κάποιον τρόπο θέτοντας «ἐρωτήσεις» καὶ κατανοώντας τὶς
«ἀπαντήσεις». Ἡ ἀνταλλαγὴ αὐτὴ ὅμως δὲν περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴ συνείδηση. Ὅσο κι ἂν
προσπαθήσω εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸ βάλω σὲ λόγια, κάτι σὰν νὰ τρέφεσαι χωρὶς νὰ βάζεις μπουκιὰ στὸ
στόμα σου. Πιὸ εὔκολο εἶναι νὰ περιγράψω τὰ ἀποτελέσματα αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, ποὺ ἐγὼ
ὀνόμασα «Ἡ Φωνή». Πρῶτα-πρῶτα ἤξερα πῶς νὰ χειριστῶ τὴν τουαλέττα ἢ τὰ δοχεῖα μὲ τὸ
παράξενο φαγητό, ἢ μᾶλλον, καθοδηγήθηκα κατὰ κάποιον τρόπο στὴν ἀνακάλυψη τῆς χρήσης τους
σὰν νὰ ὑπῆρχε μία πολὺ παλιὰ ἀνάμνηση μέσα μου. Οὔφ, ὅπως καὶ νὰ τὸ διατυπώσω εἶναι ἀδύνατο
νὰ τὸ κάνω σαφές, μιᾶς καὶ δὲν ὑπάρχει κάτι ἀνάλογο στὸν Κόσμο μας. Ἢ μήπως ὑπάρχει, τελικά;
Ὅπως καὶ νά ΄χει, ἦταν κάτι ποὺ μὲ γέμιζε ἀσφάλεια καὶ αὐτοπεποίθηση καὶ ὅταν χρειάστηκε νὰ
βγῶ ἀπὸ τὸ ∆ωμάτιο, δὲν ἔνοιωσα τελείως χαμένος.

Ἀργότερα συνειδητοποίησα πὼς δὲν κοιμήθηκα καθόλου κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παραμονῆς μου στὸ
∆ωμάτιο. Οὔτε καὶ νύσταξα καθόλου. Εἶχα ὅμως ὄνειρα, ὀνειροφαντασίες, δὲν εἶμαι σίγουρος.
Θυμᾶμαι καλειδοσκόπια ὀνειρικῶν σκηνῶν, στὰ ὁποῖα ἀφηνόμουν μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση,
διατηρῶντας ὅμως τὴν κάθε στιγμὴ τὴ συνείδησή μου. Ἔβγαινα καὶ ξανάμπαινα στοὺς ὀνειρικοὺς
Κόσμους κατὰ βούληση, μ΄ ἕνα τρόπο ποὺ μοῦ φαινόταν οἰκεῖος καί, ταυτόχρονα, ὁλωσδιόλου

11
πρωτόγνωρος. Πρέπει νὰ ἔμεινα μία ἢ δύο μέρες ἔτσι, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἰδιαίτερη ἐμπιστοσύνη στὴν
αἴσθηση τοῦ χρόνου ὅταν εἶμαι σ΄ ἕνα δωμάτιο μὲ ὑπέροχες αὖρες, τρώω γευστικὰ ὑγρὰ ποὺ μὲ
γεμίζουν ζωντάνια, μιλῶ χωρὶς λέξεις μὲ τοὺς τοίχους καὶ ὀνειρεύομαι χωρὶς νὰ κοιμᾶμαι. Ἦταν ἕνας
μικρὸς Παράδεισος σᾶς λέω, καὶ σὰν γνήσιος Παράδεισος εἶχε καὶ τὸ φιδάκι του, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο
ἀπὸ μία ἀνησυχία ποὺ μεγάλωνε, ἀργὰ στὴν ἀρχή, γρηγορότερα κατόπιν, μέχρι ποὺ δὲν μποροῦσα
πιὰ νὰ τὴν παραμερίσω.

Ποῦ ἤμουν; Τὶ εἶχε συμβεῖ; Ποῦ νὰ ἦταν ὁ Λάκης; Ποιὰ θὰ ἦταν ἡ Μοίρα μας; Αὐτὰ τὰ πολὺ
εὔλογα ἐρωτήματα ἔρχονταν, ὁλοένα καὶ πιὸ βασανιστικά, νὰ μὲ βγάλουν ἀπὸ τὴ Νιρβάνα μου. Στὸ
τέλος δὲν μὲ ἄφηναν νὰ ἀπολαύσω πιὰ τὴν ὑπέροχη φιλοξενία τῶν ἀγνώστων ὄντων, στῶν ὁποίων
τὴν διάθεση ἤμουν πλέον, θέλοντας καὶ μή. Καὶ τὸ ∆ωμάτιο, λὲς καὶ ἀντιλήφθηκε τὴν ἀλλαγὴ
στὴν διάθεσή μου, ἀνταποκρίθηκε. Ἀθόρυβα μία πόρτα ἄνοιξε στὸν τοῖχο καὶ ξανάκλεισε πίσω μου,
μόλις τὴ διάβηκα.

Βρέθηκα φάτσα μὲ φάτσα μὲ τὸ Λάκη. Τὸν ἀγκάλιασα σφιχτά, ὅπως μόνο τὴ Λένα ἔχω
ἀγκαλιάσει, μ΄ ἀγκάλιασε κι αὐτὸς τὸ ἴδιο θερμὰ καὶ μείναμε ἔτσι γιὰ λίγο χωρὶς νὰ μιλᾶμε. Μετὰ
ἡ γλώσσα μας πῆγε ροδάνι. Εἶχε κι αὐτὸς παρόμοιες ἐμπειρίες μ΄ ἐμένα, σὲ ἕνα ∆ωμάτιο παρόμοιο
μὲ τὸ δικό μου, ἀπ΄ ὅπου κι αὐτὸς εἶχε βγεῖ πρὶν ἀπὸ λίγο. Ἀφοῦ ἀνταλλάξαμε ἐμπειρίες ἀρχίσαμε νὰ
κοιτᾶμε γύρω μας. Κατὰ κάποιον τρόπο ἡ μυστηριώδης συνομιλία μας μὲ τόν... Τοῖχο μᾶς εἶχε
προετοιμάσει γιὰ τὸ τὶ μᾶς περίμενε πέρα ἀπὸ αὐτὸν κι ἔτσι νοιώθαμε μία ἐξοικείωση μὲ τὸν μεγάλο
χῶρο σὲ σχῆμα λουκουμά, ὅπου βρισκόμασταν τώρα. Ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα νὰ συναντηθοῦμε
ἐπιτέλους μὲ τὰ ἄγνωστα Ὄντα αὐτοῦ τοῦ Κόσμου, νοιώσαμε κάτι σὰν εἰδοποίηση, σὰν κάλεσμα,
καὶ σταματήσαμε τὴν κουβέντα μας. Μία ἀόρατη πόρτα ἄνοιξε καὶ μπῆκε κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ
ἦταν Ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε ὅμως καὶ νὰ μὴν ἦταν.

Ἦταν ἀρσενικός, τουλάχιστον δύο μέτρα καὶ εἴκοσι ψῆλος, λεπτὸς καὶ κατάξανθος. Τὰ γλαῦκα του
μάτια ἐξέπεμπαν καλοσύνη κι εὐφυΐα σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ τὸν ρώτησα, χωρὶς νὰ σκεφθῶ, ἂν εἶναι
Ἄγγελος. ∆ὲν ἦταν, μᾶς εἶπε, παρὰ ἕνας ἁπλὸς κάτοικος ἑνὸς Κόσμου πού, ἠθελημένα, μένει κρυφὸς
ἀπὸ τὸν δικό μας. Εἶχε ἕνα ὄνομα ποὺ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ προφέρουμε, ἐμεῖς ὅμως θὰ μπορούσαμε
νὰ τὸν λεμὲ Κουλουκουμανάν. Ὅταν συνήλθαμε ἀπὸ τὴ σαστισμάρα μας ἀνοίξαμε τὸ στόμα μας νὰ
τὸν ρωτήσουμε καμμιὰ δεκαριὰ χιλιάδες ἀπορίες ποὺ εἴχαμε πρόχειρες, αὐτὸς ὅμως μᾶς ἔκανε νόημα
νὰ καθήσουμε πρῶτα. Κοιτάξαμε νὰ βολευτοῦμε στὸ πάτωμα, ἀφοῦ καθίσματα δὲν ὑπῆρχαν
πουθενά, πάνω ὅμως ποὺ σκεφτόμουν πὼς σ΄ αὐτὸ τουλάχιστον ὁ Κόσμος μας ὑπερεῖχε ἀπὸ τὸν δικό
τους, τὸ πάτωμα ἀνυψώθηκε ἀπὸ μόνο του, σχηματίζοντας μία ἀναπαυτικότατη θέση, κομμένη καὶ
ραμμένη στὰ μέτρα τοῦ πισινοῦ μου. Κάθε φορὰ ποὺ κουνιόμουν αὐτὸ τὸ ψευδοκάθισμα
προσαρμοζόταν στὴν καινούρια μου στάση, λὲς καὶ διάβαζε τὴ σκέψη μου. Φοβερὴ τεχνολογία, σᾶς
λέω. Ἔτσι καθισμένοι περισσότερο ἀπὸ ἀναπαυτικά, ἀκούσαμε τὴ διήγηση τοῦ Κοῦλ, ὅπως τὸν
φωνάζαμε, γιὰ χάριν (μεγάλης) συντομίας. Σὲ τὶ γλώσσα; Ἐδῶ σᾶς θέλω! Σύντομα
συνειδητοποίησα πὼς καταλάβαινα καὶ μποροῦσα νὰ μιλήσω θαυμάσια τὴ Γλώσσα του, ἤ, μᾶλλον,
μία ἁπλοποιημένη ἀπόδοσή της, ὅπως μας πληροφόρησε. Πῶς; Ὁ Τοῖχος, μᾶς ἀπάντησε,
χαμογελώντας πονηρά. Τὸ δεχτήκαμε στωικὰ καὶ ἀφοσιωθήκαμε στὴ διήγηση.

Βρισκόμασταν στὸ Ἐσωτερικὸ τῆς Γῆς, σὲ μεγάλο βάθος, κάπου εἰκοσιέξι χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν
Ἐπιφάνεια. Μᾶς εἶχαν ὁδηγήσει ἐδῶ, ἀφοῦ πρῶτα μᾶς νάρκωσαν μὲ τὴν προχωρημένη Τεχνολογία
τους. Ὅπως πολὺ σωστὰ εἴχαμε ὑποθέσει, ἡ Γῆ εἶναι κούφια σὰν τὰ κεφάλια τῶν Βουλευτῶν μας
καὶ φωτίζεται ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὶς ἐνέργειες ἑνὸς μικροῦ Ἡλίου. Πολλὲς Φυλὲς ἀνθρωποειδῶν ὄντων
τὴν κατοικοῦν, τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὅποια εἶναι ἔλλογα. Ὁ Πολιτισμὸς ὁ ὁποῖος εἴχαμε τὴν
ἐξαιρετικὴ τύχη νὰ μᾶς βρεῖ καὶ περιθάλψει, ἦταν ἀναμφισβήτητα ὁ ἀνώτερος. Οἱ
Ἐκαουαραλεμάνεν, ὅπως θὰ μπορούσαμε νὰ τοὺς ἀποκαλοῦμε ἐμεῖς, ἐμφοροῦνται ἀπὸ ἀνώτερες ἀρχὲς
καὶ ἰδανικὰ καὶ εἶναι ἀφοσιωμένοι στὴν Τέχνη καὶ τὴν Ἐπιστήμη. Ἡ διάρκεια ζωῆς στὸ ἐσωτερικὸ
τῆς Γῆς ἐπιμηκύνεται γιὰ λόγους ποὺ εἶναι κατανοητοὶ ἀλλὰ δὲν ἦταν τοῦ παρόντος νὰ ἀναλυθοῦν.
Τέλος, δὲν εἴχαμε τίποτα νὰ φοβόμαστε γιὰ τὴν τύχη ποὺ μᾶς ἐπιφύλασσαν. Αὐτὰ ἦταν ὅλα κι ὅλα
ποὺ μποροῦσαν νὰ μᾶς ποῦν πρὸς τὸ πάρον. Σιγά-σιγὰ θὰ μαθαίναμε πολὺ περισσότερα. Μόλις
τελείωσε τὴν σύντομη ἐνημέρωσή του ἀρχίσαμε νὰ τὸν βομβαρδίζουμε μὲ ἐρωτήσεις, ὅμως ὁ Κοῦλ

12
χαμογελοῦσε καὶ μᾶς διαβεβαίωνε ὅτι, ἂν καὶ δὲν ἦταν ἀκόμα ἡ ὥρα, σύντομα θὰ μαθαίναμε πολὺ
περισσότερα. Παρ΄ ὅλες τὶς διαμαρτυρίες μας ἦταν ἀνυποχώρητος. Σὲ μία μόνο ἐρώτηση ἀπάντησε,
ἂν καὶ μὲ αἰνιγματικὸ τρόπο. Ὁ Λάκης τοῦ πέταξε πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξηγηθοῦν οἱ λόγοι τῆς
ἀβρότητας μὲ τὴν ὁποία μας ὑποδεχόταν, ἀφοῦ στὸ κάτω-κάτω δὲν εἴμαστε προσκεκλημένοι τους
ἄλλα εἰσβολεῖς, ὁ Κοῦλ, ἀντὶ νὰ χαμογελάσει καὶ νὰ πεῖ «Ἀργότερα, ἀργότερα», τὸν κοίταξε ἔντονα
στὰ μάτια γιὰ λίγο καὶ ἀπάντησε: «Κατὰ πρώτον, σᾶς τὸ εἶπα ἤδη ὅτι εἴμαστε πολιτισμένη Ράτσα,
ἔτσι δὲν εἶναι; Ἔπειτα... δὲν θά ΄πρεπε νὰ τὸ ρωτᾶτε ἐσεῖς αὐτό!»

«Τί, τὶ ἐννοεῖς;» Τραύλισε ὁ Λάκης κι ὁ «Ἐσωγήινος» ἀπάντησε μ΄ ἕνα πονηρὸ χαμόγελο:


«Ἕλληνες δὲν εἶστε;» Καὶ μὲ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση-ἀπάντηση ἡ συνομιλία μας διακόπηκε. Μᾶς
ὁδήγησε σὲ ἕνα νέο δωμάτιο καὶ μᾶς εἶπε πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ μείνουμε γιὰ λίγο ἐκεῖ. Ὁ λόγος, μᾶς
ἐξήγησε, ἦταν τὸ πολιτιστικὸ σόκ, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι, καὶ τοῦ ὁποίου οἱ
συνέπειες θὰ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ μετριαστοῦν μὲ τὸ χρόνο καὶ τήν... ὑπνοπαιδεία τοῦ ὁμιλοῦντος
Τοίχου. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια μᾶς ἄφησε μόνους στὴ νέα μας κατοικία, πού, χάριν τῆς ἀνακολουθίας
ποὺ χαρακτηρίζει τὴ Νεοελληνικὴ Γλώσσα, θὰ μποροῦσα νὰ χαρακτηρίσω «φανταστική» ἢ καί...
«ἀφάνταστη».

Ἦταν μία μεγάλη αἴθουσα μὲ καμπύλους τοίχους, ποὺ διατρέχονταν σὲ ὅλο τὸ ὕψος τους ἀπὸ
αὐλακώσεις καὶ προεξοχές. Τὸ ταβάνι βαθούλωνε πρὸς τὰ μέσα, δημιουργώντας μία ἀπρόσμενα
εὐχάριστη αἴσθηση. Οἱ τοῖχοι ἔβγαζαν κάτι ἀρωματισμένους ἀτμοὺς ἐνῶ ἀκουγόταν ἕνα ἀνεπαίσθητο
καὶ ἐξαιρετικὰ εὐχάριστο σφύριγμα. Ὁ φωτισμὸς ἦταν διάχυτος, μία ὑποψία πρὸς τὸ βιολετί, καὶ τὸ
πάτωμα, φτιαγμένο ἀπὸ ἕνα πλαστικό, χρώματος κρέμ, δημιουργοῦσε ἀναπαυτικότατα καθίσματα,
κάθε φορὰ ποὺ πλησιάζαμε τὸν πισινό μας. Τὸ κλοὺ ὅμως ἦταν μία παράξενη γυάλινη σφαίρα,
στερεωμένη στὸ κέντρο τοῦ χώρου, μὲ διάμετρο γύρω στὰ δύο μέτρα. Στὸ ἐσωτερικὸ αὐτῆς τῆς
σφαίρας ἔκαιγε συνέχεια μία κιτρινωπὴ φλόγα, ζεσταίνοντας καὶ φωτίζοντας ὁλόγυρα μὲ ἕνα τρόπο
πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ ὁποιαδήποτε συνηθισμένη φωτιά. Τὸ τὶ τροφοδοτοῦσε αὐτὴ τὴν ἀλλόκοτη φλόγα
στάθηκε ἀδύνατο νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε, ἀλλὰ μήπως μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε καὶ τίποτα ἀπὸ
αὐτὸν τὸν Κόσμο ποὺ μέχρι χθὲς ἦταν γιὰ μᾶς ἕνα ἀβέβαιο ὄνειρο καὶ πού, τώρα πλέον, ἀποτελοῦσε
μία ἀπίστευτη Πραγματικότητα; Κάτι ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα ποὺ δημιουργοῦσε αὐτὴ ἡ high tech
σόμπα μὲ ἔκανε νὰ νοιώθω ξανὰ πιτσιρίκος. Ἦταν σὰν νὰ βρισκόμουν σὲ μία ἄχρονη διάσταση, σὲ
ἕνα μέρος ποὺ ἦταν πάντα «Ἐκεῖ» καὶ ἡ καθημερινὴ ζωὴ ποὺ ζοῦσα ἔμοιαζε νὰ μὴν εἶναι παρὰ μία
ἱστορία ποὺ διηγόμουν καὶ τίποτα παραπάνω. Ὅπως καὶ γιὰ τὰ τόσα ἀλλὰ θαύματα ποὺ ζούσαμε
ἔτσι καὶ γιὰ αὐτὸ κάθε περιγραφὴ εἶναι φτωχή. Ἐμένα πάντως μου ἀρκοῦσε ποὺ τὸ ζοῦσα καὶ δὲν θὰ
ἄλλαζα τὴν ἐμπειρία μου μὲ τίποτα. Κάπως ἔτσι θὰ πρέπει νὰ ἔνοιωθε καὶ ὁ Λάκης, γιατὶ τὸν
ἔπιασα πολλὲς φορὲς ἀφηρημένο νὰ ὀνειροπολεῖ, ἀλλὰ δὲν τὸ συζητήσαμε καθόλου, ἴσως γιατὶ
κατανοούσαμε κι οἱ δυὸ τὸ ὅτι ἦταν κάτι τὸ πολὺ προσωπικό, κάτι ποὺ κανείς μας δὲν θὰ μποροῦσε
ποτὲ νὰ μοιραστεῖ μὲ κάποιο ἄλλο ἀνθρώπινο πλάσμα.

Πρέπει νὰ μείναμε καμμιὰ τριανταπενταριὰ ὧρες σ΄ αὐτὸ τὸ δωμάτιο. Αὐτὴ τὴ φορὰ κοιμηθήκαμε
καὶ οἱ δυό μας ἀρκετὲς ὧρες καί, ἐγὼ τουλάχιστον, ξύπνησα πολὺ φρέσκος. Εἶχα ὀνειρευτεῖ
μπερδεμένα ὄνειρα καί, ὅταν ξύπνησα δὲν ἔνοιωσα καθόλου ἀποπροσανατολισμένος. Θυμήθηκα
ἀμέσως τὸ ποὺ βρισκόμουν καὶ συνειδητοποίησα πὼς δὲν αἰσθανόμουν καμμία ἰδιαίτερη ἔκπληξη ἢ
ἀνησυχία, λὲς καὶ ἡ ἀπίστευτη περιπέτειά μας ἦταν κάτι γιὰ τὸ ὅποιο ἤμουν προετοιμασμένος ἀπὸ
τότε ποὺ γεννήθηκα. Ὅταν ξύπνησε κι ὁ Λάκης ἀρχίσαμε νὰ συζητᾶμε καὶ νὰ ἀνταλλάσουμε
ἀπόψεις γιὰ τὸ τὶ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐπεφύλασσε τὸ μέλλον. Στὴν ἀρχὴ μιλούσαμε χαμηλόφωνα καὶ μὲ
ὑπονοούμενα, γιατὶ μᾶς πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι μᾶς παρακολουθοῦσαν. Σύντομα ὅμως
ἀντιληφθήκαμε τὸ μάταιο τοῦ πράγματος κι ἀρχίσαμε νὰ μιλᾶμε ἀνοιχτά. Κανείς μας δὲν φοβόταν
καί, ὄντας καὶ οἱ δυό μας φοιτητές, μὲ λιγοστοὺς φίλους καὶ μὲ τὶς οἰκογένειές μας στὴν Ἐπαρχία,
δὲν ὑπῆρχε ἄμεσος φόβος νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς τὴν ἐξαφάνισή μας. Θέλαμε νὰ μάθουμε τὰ πάντα γι'
αὐτὸν τὸν ἀχανῆ Κόσμο καὶ τὰ Ὄντα ποὺ τὸν κατοικοῦσαν. Μιλούσαμε, μιλούσαμε καὶ δὲν
χορταίναμε νὰ περιγράφουμε τὰ μοναδικὰ συναισθήματα ποὺ νοιώθαμε, συναισθήματα ποὺ μόνο ἡ
ἐπαφὴ μὲ τὸ Ἄγνωστο μπορεῖ νὰ γεννήσει στὴν Ἀνθρώπινη Ψυχή. Οἱ κύλινδροι ἦταν ἐκεῖ νὰ μᾶς
θρέψουν καὶ νὰ μᾶς ξεδιψάσουν ἀλλά, ἂν ὑπῆρξε κάποιου εἴδους «τηλεπαθητικὴ ἐκμάθηση», ἐμεῖς
τουλάχιστον δὲν τὴν ἀντιληφθήκαμε. Στὸ τέλος μία ἀόρατη πόρτα ἄνοιξε καὶ ἐμφανίστηκε ὁ Κοῦλ.

13
Ἀφοῦ ἀνταλλάξαμε μερικὲς τυπικότητες μᾶς ὑποσχέθηκε νὰ μᾶς πεῖ περισσότερα αὐτὴ τὴ φορά,
ἀφοῦ ἔλαβε τὶς διαβεβαιώσεις μας πὼς δὲ θὰ τὸν διακόπταμε καθόλου.

«Ὅπως σᾶς ἔχω ἤδη δηλώσει, βρισκόμαστε στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Πλανήτη μας. Ἡ Γῆ, κύριοι, εἶναι
πράγματι κούφια καὶ τὸ ἐσωτερικό της ἀποτελεῖ κατοικία γιὰ πολλὰ εἴδη, ζωικὰ καὶ φυτικά, καθὼς
καὶ γιὰ ἔλλογα, ἀνθρώπινα Ὄντα, ἤδη ἀπὸ τὴν αὐγὴ τῆς ἐμφάνισης τοῦ εἴδους μας στὴ Γῆ. Τὸ
γεγονὸς αὐτὸ ἔχει ἀποκρυβεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀνθρώπους τῆς Ἐπιφάνειας, γιὰ πολλοὺς λόγους, ὁ κυριώτερος
ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶναι ἡ ἐπιθυμία μας νὰ ἀφήσουμε τὸν Κλάδο τοῦ Ἀνθρώπινου εἴδους ποὺ κατοικεῖ
στὸ ἐξωτερικὸ μέρος τοῦ Πλανήτη νὰ ἀναπτυχθεῖ ἀπερίσπαστος καὶ νὰ δημιουργήσει τὸν δικό του
Πολιτισμό. Ἡ βιόσφαιρά μας εἶναι ἕνα γιγαντιαῖο σύμπλεγμα ἀπὸ κοιλότητες ποὺ οἱ περισσότερες
συνδέονται μεταξύ τους. Αὐτὴ ἡ ἀχανὴς καί, σὲ μεγάλο βαθμό, ἀνεξερεύνητη Ζώνη ἀρχίζει σὲ βάθος
εἰκοσιπέντε περίπου χιλιομέτρων ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια καὶ ἐκτείνεται μέχρι τὰ σαράντα περίπου
χιλιόμετρα. Ἀπὸ πάνω μας βρίσκεται ἡ Λιθόσφαιρα καὶ ἔπειτα μία Ζώνη μὲ ἠμιρευστὰ καὶ ρευστὰ
ὑλικά, κυρίως Μαγνήσιο, Πυρίτιο καὶ Ἀργίλιο. Τὸ μέρος αὐτὸ τῆς Γήινης Σφαίρας εἶναι λίγο - πολὺ
γνωστὸ στοὺς ἐπιστήμονές σας, ποὺ ἔχουν λανθασμένα συμπεράνει ὅτι ἀποτελεῖ ἀπόδειξη ὅτι τὸ
ἐσωτερικὸ τοῦ Πλανήτη μας ἀποτελεῖται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ διάπυρα ὑλικὰ σὲ μεγάλη πίεση. ∆ὲν
εἶναι ὅμως ἔτσι. Μετὰ τὰ δεκαοχτὼ περίπου χιλιόμετρα βάθος ἡ θερμοκρασία ἀρχίζει νὰ πέφτει,
μέχρι ποὺ φτάνει ξανὰ τοὺς τριάντα περίπου βαθμοὺς μέση θερμοκρασία. Ὑπάρχουν διάφοροι λόγοι
γιὰ αὐτό, ὅπως τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν περιοχὴ τῶν μεγάλων θερμοκρασιῶν παράγεται ἐνέργεια ἀπὸ τὴν
πολὺ αὐξημένη τριβὴ ἀνάμεσα στὶς Τεκτονικὲς Πλάκες τῆς Λιθόσφαιρας καὶ τὴν ὑποκείμενη Ζώνη
ἀπὸ ἐλαφρὰ μέταλλα. Ὁ κύριος λόγος ὅμως εἶναι ἄλλος καὶ σχετίζεται μὲ ἔννοιες ποὺ ἡ ἐπιστήμη
σας μόλις καὶ ἀρχίζει νὰ συνειδητοποιεῖ. Ἡ ὑπεργεωμετρία τοῦ Πλανήτη μας εἶναι τέτοια ποὺ ἡ
Ἐνέργειά του συγκεντρώνεται ἀνομοιόμορφα, ὑπερθερμαίνοντας τὸ ὑπέδαφος σὲ βάθος δεκαπέντε
χιλιομέτρων καὶ ἀφήνοντας δροσερὸ τὸ ἐσωτερικό, μέχρι τὸ βάθος τῶν πενήντα χιλιομέτρων περίπου.
Οἱ ἔννοιες αὐτὲς δὲν μποροῦν ἀκόμα νὰ γίνουν κατανοητὲς ἀπὸ ἐσᾶς, γιὰ αὐτὸ θὰ συνεχίσω τὴν
περιγραφὴ μὲ σύντομες μόνο ἐξηγήσεις. Μία μόνο παρατήρηση θὰ κάνω ἐδῶ, γιατὶ εἶναι πολὺ
μεγάλης σημασίας: Ὁ Πλανήτης μας δείχνει νὰ ἔχει ἐξ ἀρχῆς κατασκευαστεῖ εἰδικὰ γιὰ νὰ
φιλοξενήσει Ζωή, τόσο στὸ ἐσωτερικὸ ὅσο καὶ στὴν ἐπιφάνειά του. ∆ὲν ἔχουμε ἀποδείξεις γι΄ αὐτὸ
ἀλλὰ παρὰ πολλὲς ἐνδείξεις.

Στὸ λαβυρινθῶδες κοίλωμα ὅπου κατοικοῦμε, καὶ ποὺ ἐμεῖς ὀνομάζουμε Ἐσώσφαιρα, ὑπάρχουν
ποτάμια, λίμνες καὶ θάλασσες καθὼς καί - φῶς! Τὸ φῶς αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ δύο ξεχωριστοὺς
μηχανισμούς. Ὁ ἕνας, μικρότερος σὲ ἔνταση, εἶναι τὸ πιεζοηλεκτρικὸ φαινόμενο, ποὺ δημιουργεῖται
ὅταν ἡ τεράστια συμπίεση ποὺ δέχονται ὁρισμένα ὀρυκτὰ τοῦ μεταλλικοῦ θόλου ποὺ μᾶς περιβάλλει
τὰ διεγείρει ἐνεργειακά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παράγουν φωτεινὴ ἐνέργεια. Ἡ ἄλλη πηγὴ φωτὸς
σχετίζεται μὲ τὴν ἠλεκτρομαγνητικὴ ἐνέργεια ποὺ δημιουργοῦν πυρηνικὲς ἀντιδράσεις τοῦ πυρήνα τῆς
Γῆς. Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ταξιδεύει σὲ συχνότητες ποὺ δὲν ἀλληλεπιδροῦν μὲ τὰ ὑλικὰ τοῦ κατώτερου
τμήματος τοῦ Πλανήτη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ἐξασθενοῦν μέχρις ὅτου φτάσουν στὸ θόλο τῆς
Ἐσώσφαιρας. Ἐκεῖ, ὁρισμένα ἀπὸ τὰ πετρώματα ἀπορροφοῦν μέρος τῆς ἐνέργειας, διεγείρονται καὶ
παράγουν φῶς. Ἔτσι ἔχουμε ἀρκετὸ φῶς γιὰ νὰ ζοῦμε ἄνετα καὶ νὰ καλλιεργοῦμε καὶ ἀρκετὰ φυτά,
ἀπὸ αὐτὰ ποὺ βρίσκονται καὶ στὴν Ἐπιφάνεια. Ὁ συνδυασμὸς τῶν δυὸ αὐτῶν πηγῶν φωτὸς μᾶς δίνει
πορτοκαλλὶ καὶ καναρινὶ ἀποχρώσεις μὲ πρασινωπὲς ἀνταύγειες. Ἔχουμε καὶ σύννεφα, ποὺ δὲν
λείπουν ποτὲ ἀπὸ τὸν Οὐρανό μας, ἂν μπορῶ νὰ τὸν πῶ ἔτσι, καὶ ποὺ ἔχουν πάντα μία γκρί-μολυβὶ
ἀπόχρωση. Τὸ συνολικὸ ἀποτέλεσμα θὰ σᾶς δυσκολέψει ἀρκετὰ ἕως ὅτου τὸ συνηθίσετε, σὲ καμμία
ὅμως περίπτωση δὲν θὰ τὸ βρεῖτε, πιστεύω, δυσάρεστο ἢ καταθλιπτικό. Ὅπως καταλαβαίνετε, ἐδῶ
δὲν ἔχουμε ἡμέρα καὶ νύχτα, ὁ φωτισμὸς εἶναι συνεχής, γεγονὸς ποὺ θὰ ἀποδιοργανώσει τὸ ἐσωτερικό
σας ρόλοι, τουλάχιστον στὴν ἀρχή.

Κάτω ἀπὸ τὶς γιγαντιαῖες κοιλότητες ποὺ ἀποτελοῦν τὸν Κόσμο μας, τὰ πετρώματα ἀλλάζουν
βαθμιαῖα σύσταση καὶ περιέχουν κυρίως βαρέα μέταλλα, ὅπως τὸ Χρώμιο καὶ τὸν Σίδηρο. Ὑπάρχουν
κι ἐδῶ κοιλότητες μὲ σημαντικὰ μικρότερες διαστάσεις, εἶναι ὅμως ἀκατοίκητες λόγῳ τῆς πολὺ
μικρῆς ποσότητας ἐλεύθερου Ὀξυγόνου καὶ τῆς θερμοκρασίας ποὺ ἀνεβαίνει σταδιακὰ μέχρι ποὺ

14
φτάνει τοὺς τέσσερεις μὲ πέντε χιλιάδες βαθμοὺς τῆς δικῆς σας Κλίμακας Κελσίου, ὅπου πλέον τὰ
πάντα βρίσκονται σὲ ρευστὴ κατάσταση, στὸν Πυρήνα τῆς Γῆς.

Ἡ ἀπομόνωση τῶν Ἀνθρώπων ποὺ κατοικοῦν στὴν Ἐπιφάνεια ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες Φυλὲς ποὺ
κατοικοῦν στὸ ἐσωτερικὸ ἄρχισε πρὶν ἀπὸ ἀρκετὲς δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Τὰ Ἀρχεῖα μας δὲν εἶναι
πολὺ σαφῆ ὡς πρὸς τὶς αἰτίες αὐτοῦ τοῦ κοσμοϊστορικοῦ γεγονότος. Θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἐπακόλουθο
ἑνὸς εἴδους Κοσμικοῦ Πολέμου ποὺ διεξάγεται ἀνάμεσα σὲ ἀσύλληπτες γιὰ μᾶς Ἀστρικὲς Ὀντότητες
ποὺ ἔχουν ἀναμειχθεῖ μὲ τὴ δημιουργία τῆς Ζωῆς στὴ Γῆ. Ἕνα ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τοῦ πολέμου
αὐτοῦ ἦταν καὶ ὁ διαχωρισμὸς τῆς Πρωτεύουσας μορφῆς τῶν γηγενῶν Ἀνθρωποειδῶν ὄντων σὲ
ἐπιμέρους Ράτσες, ποὺ ἀκολούθησαν στὸ ἐφεξῆς διαφορετικοὺς δρόμους. Ὁ διαχωρισμὸς αὐτὸς εἶναι σὲ
μερικὲς περιπτώσεις ἀτελὴς καὶ ἐπιδέχεται γεφύρωσης, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς δικῆς μας μὲ τὴ
δίκη σας Ράτσα. Στὶς περισσότερες περιπτώσεις ὅμως ὁ διαχωρισμὸς εἶναι πλήρης καὶ ἀγεφύρωτος.
Τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν Ἀνθρωποειδῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀκολούθησε μία δική του, ἀνεξάρτητη
πορεία, χωρὶς νὰ συντάσσεται τελεσίδικα μὲ καμμία ἀπὸ τὶς δυὸ μεγάλες ἐμπόλεμες Παρατάξεις καὶ
ἐπέλεξε σὰν τόπο διαμονῆς του τὴν Ἐπιφάνεια. Αὐτὸ ἦταν μέρος μίας Συμφωνίας, ποὺ κατέστησε
δυνατὴ τὴν συνέχιση τῆς Ζωῆς στὸν Πλανήτη μας. Οἱ ὅποιες ἐπιδράσεις τῶν Ἀστρικῶν ὀντοτήτων
στὴν μοίρα αὐτοῦ τοῦ Κλάδου εἶναι περιορισμένες καὶ ἀκολουθοῦν αὐστηροὺς κανόνες προσέγγισης.
Πραγματοποιοῦνται κυρίως ἔμμεσα, μέσω τῶν ἄλλων Ἀνθρώπινων Φυλῶν, ποὺ ζοῦν στὸ Ἐσωτερικὸ
καὶ πού, ἔχοντας ἀμετάκλητα συμμαχήσει μὲ κάποια ἀπὸ τὶς Ἐξωανθρώπινες Ράτσες, συνάρτησαν
πλέον ἀπόλυτα τὴν μοίρα τους μὲ τὴν μοίρα τῶν Ἐξωγήινων. Ὅπως θὰ μαντεύετε, ὁ Κλάδος ποὺ
παρέμεινε ἀδέσμευτος εἶναι τὸ γνωστό σας κομμάτι τῆς Ἀνθρωπότητας ποὺ ζεῖ ἀπομονωμένη, χωρὶς
καμμία ἐπαφὴ μὲ τοὺς ὑπολοίπους Κλάδους ποὺ κατοικοῦν στὴν Ἐσώσφαιρα. Ἡ δική μου Φυλὴ ἔχει
προσχωρήσει σὲ μία ἀπὸ τὶς ἀντίμαχες Παρατάξεις, καὶ ἔχει συνάψει σχέσεις μὲ μία ∆ιαστρικὴ
Φυλὴ ὀντοτήτων πού, ἔχοντας βασικὰ ἀνθρώπινη μορφή, ὑπῆρξαν οἱ κύριοι δημιουργοὶ τοῦ Ἀνθρώπου
καὶ τοῦ Πολιτισμοῦ του, «ἔπλασαν» τὸν Ἄνθρωπο «κατ΄ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή τους» καὶ εὐνόησαν
πάντα τὴν ἄνοδό του ἀπὸ τὰ σκοτάδια τῆς ἄγνοιας στὸ φῶς τῆς γνώσης. Ἐμεῖς σᾶς θεωροῦμε
ἀδέλφια μας καὶ καθὼς σταθήκαμε πάντοτε στὸ πλευρό σας, εἴμαστε ὑπεύθυνοι σὲ μεγάλο βαθμὸ
γιὰ τὴ δημιουργία τῶν θρύλων περὶ Ἀγγέλων ἀνάμεσά σας, ἂν καὶ τὸ φαινόμενο αὐτὸ ἔχει κι ἄλλες
ὄψεις, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν ψυχολογία σας καὶ μερικὲς ποὺ εἶναι σκοτεινὲς
καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὶς κατανοήσουμε οὔτε κι ἐμεῖς. Ναί, βοηθήσαμε πάντα τὴ Φυλή σας, ἀπὸ τὴν
πρώτη ἤδη Ἐποχὴ ποὺ ἀκολούθησε τὸ μεγάλο διαχωρισμὸ τοῦ Ἀνθρώπου σὲ Συμμάχους καὶ
Ἀδέσμευτους, ἢ μᾶλλον, τὸ πιὸ σωστὸ εἶναι νὰ πῶ ὅτι προσπαθήσαμε νὰ βοηθήσουμε, γιατὶ οἱ καλές
μας προθέσεις δὲν συνοδεύτηκαν πάντοτε ἀπὸ τὸ ἀνάλογο ἀποτέλεσμα. Ἀπὸ τότε βέβαια ἔχουμε
διδαχθεῖ πολλά...

Στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Πλανήτη μας ζοῦν κι ἄλλες Φυλές, μὲ μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἴμαστε σύμμαχοι
καὶ μερικὲς ποὺ εἶναι ἐχθροί μας. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ τονίσω ὅτι οἱ ἑκούσιες ἑνώσεις μὲ τὰ Ὄντα ἀπὸ
τὸ ∆ιάστημα δὲν ἔχουν νὰ κάνουν μόνο μὲ ἐπιλογὴ τῆς μίας ἀπὸ τὶς δύο Παρατάξεις ἀλλὰ ἀφοροῦν
σὲ συγκεκριμένη ἐξωγήινη Ράτσα. Ἂν λάβουμε τώρα ὑπ΄ ὄψιν μας τὸ γεγονὸς ὅτι ἀκόμη κι ἀνάμεσα
στὶς πιὸ κοντινές, συμμαχικὲς Ράτσες ἐκδηλώνονται πολὺ μεγάλες διαφορές, γίνεται κατανοητὸ ὅτι κι
ἀνάμεσα στοὺς συμμαχικοὺς Κλάδους τοῦ Ἀνθρώπου ὑπάρχουν ἀσυμβατότητες, μεγαλύτερες ἢ
μικρότερες, ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν παρατεταμένη ἐπαφὴ ἀνάμεσά μας. Τὸ ἴδιο βέβαια ἰσχύει καὶ
ἀνάμεσα στοὺς ἐχθρικοὺς σὲ μᾶς Κλάδους, σὲ ἀρκετὰ μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό. Αὐτὴ ἡ ἀμοιβαία
ἄπωση εἶναι ἴσως ὁ βασικότερος λόγος ποὺ ἡ ἐχθρικὴ Παρατάξη δὲν ἔχει ἐπικρατήσει πλήρως στὴ
Γῆ. Ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ διατηρήσουμε κάποια συνοχὴ μεταξύ μας καὶ νὰ ἔχουμε κοινὴ δράση στὰ
πλαίσια τῆς Συμμαχίας μας, ζοῦμε ὅμως σὲ μία πολὺ παράξενη Ἐποχή, ὥστε ἀκόμη κι ἀνάμεσα στὰ
μέλη τῆς ἴδιας μας τῆς Φυλῆς ἀναπτύσσονται τάσεις ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ συμβιβαστοῦν.

Τὶ γνωρίζουμε γιὰ τὰ Ὄντα ποὺ ἦρθαν ἀπὸ ἀποστάσεις ἀδιανόητες γιὰ νὰ ἀναμειχθοῦν μὲ τὸ
Πεπρωμένο αὐτοῦ τοῦ Πλανήτη; Πολὺ λίγα πράγματα εἶναι σίγουρα, καὶ οἱ γνώσεις μας ἀφοροῦν
κυρίως τοὺς δικούς μας Συμμάχους, ποὺ τυχαίνει νὰ βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὴν Ἀνθρωπότητα ἀπὸ ὅτι
οἱ ἄλλες Ράτσες, γιὰ τὶς ὅποιες οἱ γνώσεις μας εἶναι περιορισμένες καὶ ἀβέβαιες. Σὲ σύγκριση μὲ τὸν
Ἄνθρωπο τὰ Ὄντα αὐτὰ εἶναι θεοί. Οἱ δυνάμεις, οἱ γνώσεις, οἱ δυνατότητές τους εἶναι Γαλαξιακῆς,
ἴσως καὶ Ὑπεργαλαξιακῆς ἐμβέλειας. Ὁ Ἄνθρωπος ὅμως, καὶ περισσότερο ὁ ἀδέσμευτος Κλάδος του

15
ποὺ παρέμεινε στὴν Ἐπιφάνεια, κατέχει μία ἐξαιρετικὰ πολύτιμη δυνατότητα, ποὺ τὴ στεροῦνται οἱ
ἴδιες οἱ Ἀστρικὲς Φυλὲς ποὺ τὸν δημιούργησαν: Ἔχει τὴ δυνατότητα τῆς Ἐπιλογῆς καὶ μπορεῖ νὰ
κινηθεῖ σὲ Χώρους ἀπαγορευμένους στοὺς ∆ημιουργούς του, ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴ φύση. Ἡ
δυνατότητα αὐτὴ εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο ἀτοῦ ποὺ διαθέτουμε καὶ ἀποτελεῖ, ἴσως, τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο
δημιουργηθήκαμε. Ἡ λέξη «∆ημιουργία» δὲν εἶναι ἴσως ἡ πιὸ σωστὴ ἐδῶ, ἡ λέξη «Γέννηση»
ταιριάζει καλύτερα, κι αὐτὸ ἐπειδὴ τὰ Ὄντα αὐτὰ δὲν μᾶς ἔπλασαν ἀπὸ τὸ μηδὲν ἀλλὰ ἄφησαν κάτι
ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους νὰ ζυμωθεῖ μὲ τὴ Γῆ καὶ νὰ ἀποτελέσει μέρος μας. Ναί, εἴμαστε παιδιὰ αὐτοῦ
τοῦ Πλανήτη, ἀλλὰ κάτι ἀπὸ τὴ Φύση μας μᾶς ἑνώνει μὲ Ἄστρα καὶ ∆ιαστάσεις γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν
ἔχουμε καμμία συνειδητὴ γνώση. Θὰ προσέξατε ἴσως πὼς χρησιμοποίησα τὸν πληθυντικὸ ὅταν
ἀναφέρθηκα στοὺς ∆ημιουργούς μας. Ὁ λόγος εἶναι πὼς πάνω ἀπὸ μία Ράτσες ἔχουν ἀναμειχθεῖ σ΄
αὐτὴν καὶ μάλιστα κι ἀπὸ τὶς δυὸ ἀντίθετες Παρατάξεις. Στὸ θέμα αὐτὸ δὲν ἔχουμε πραγματικὲς
γνώσεις ἀλλὰ μόνο εἰκασίες ποὺ θὰ τὶς συζητήσουμε κάποια ἄλλη φόρα. Καὶ κάτι ἀκόμα. Μόνο ὁ
δικός σας Κλάδος διατήρει ἀκέραια τὴν Ἐλευθερία τῶν ἐπιλογῶν του. Ἐμεῖς ἔχουμε χάσει ἕνα
μεγάλο μέρος τῆς Ἐλευθερίας αὐτῆς, κερδίζοντας σὰν ἀντάλλαγμα τὴ δυνατότητα νὰ ζοῦμε πολὺ
περισσότερο καὶ νὰ κατέχουμε μυστικὰ καὶ γνώσεις ποὺ εἶναι ἀπρόσιτα γιὰ σᾶς. Ἐπίσης
συμμετέχουμε ἐνεργὰ στὸ Μεγάλο Πόλεμο ποὺ διεξάγεται ἀνάμεσα στὴ Ράτσα ποὺ ἐπιλέξαμε σὰν
σύμμαχο καὶ σὲ Ὄντα πού, καὶ μόνο ἡ σκέψη τους, γεννᾶ τὴ φρίκη. Ἡ ἕνωσή μας μὲ τοὺς
ἐξωγήινους δὲν ἔχει ὁλοκληρωθεῖ γι΄ αὐτὸ καὶ ὑπάρχουν μερικὲς ἐπιλογὲς ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε
ἐλεύθερα στὸ μέλλον, ἀκόμα ὅμως κι ἔτσι ἡ πορεία μας δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιστραφεῖ. Ἡ νίκη τῆς
Παράταξής μας θὰ εἶναι καὶ δική μας νίκη καὶ ἡ ἥττα τῆς δικῆς μας ἥττα, τελεσίδικα. Ὑπάρχουν
ἀνθρώπινοι Κλάδοι ποὺ ἔχουν προχωρήσει πολὺ στὴ συμμαχία τους μὲ ἄλλες Ράτσες, οἱ δυνάμεις
αὐτῶν τῶν ἀνθρωποειδῶν εἶναι πιὸ ἐκτεταμένες ἀπὸ τὶς δικές μας, εὐτυχῶς ὅμως τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ
γιὰ τὶς ἀδυναμίες τους.

Ἡ Ράτσα μὲ τὴν ὁποία ἔχουμε συμμαχήσει, ἀγαπητοί μου ἐξερευνητές, δὲν σᾶς εἶναι ἄγνωστη. Τὴ
γνωρίζετε μέσα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐσεῖς ἀποκαλεῖτε «Μυθολογία» καί, συγκεκριμμένα, «Ἑλληνικὴ
Μυθολογία». Εἶναι οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες θεοί, πού, μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, τυποποιήθηκαν μὲ
τὰ ὀνόματα ποὺ τοὺς ξέρετε, ∆ίας, Ποσειδῶν, Πλούτων, Ἀπόλλων, Ἑρμῆς, Ἦρα, Ἀφροδίτη, Ἀθηνᾶ
καί, δὲν χρειάζεται νὰ τοὺς ἀναφέρω ὅλους, ἔτσι δὲν εἶναι; Ἄτομα μὲ τὶς δικές σας ἀνησυχίες θὰ
πρέπει νὰ ἔχουν ἐντρυφήσει τουλάχιστον στὶς ἐξωτερικὲς ὄψεις αὐτῆς τῆς θαυμάσιας Κληρονομιᾶς τοῦ
παρελθόντος σας. Βλέπετε, ἂν καὶ ὁ διαχωρισμὸς ἀνάμεσα στὴν Ἐπιφάνεια καὶ τὸ Ἐσωτερικὸ τῆς
Γῆς ἔγινε ἀπὸ πολὺ παλιά, τὰ περάσματα δὲν ἔκλεισαν ἀμέσως, οὔτε καὶ οἱ ἐπαφὲς ἀνάμεσα στοὺς
Κλάδους τοῦ Ἀνθρώπου σταμάτησαν μὲ μιᾶς. Θαυμάσιοι Πολιτισμοὶ ἄνθισαν στὴν Ἐπιφάνεια, ποὺ
τὰ κατάλοιπά τους ζοῦν ἀκόμα στοὺς θρύλους τῆς Ἀτλαντίδας καὶ τῆς Μού. Οἱ δημιουργοὶ ἐκείνων
τῶν μεγάλων Πολιτισμῶν ὅμως ἔκαναν ἕνα ὀλέθριο σφάλμα, ποὺ κανείς, οὔτε οἱ ἴδιοι ἀλλὰ οὔτε κι
ἐμεῖς, μπορέσαμε νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε ἔγκαιρα. Γνωρίζοντας γιὰ τὶς ἐξωανθρώπινες Ράτσες, τὶς
κάλεσαν νὰ ἐπέμβουν ἄμεσα σὲ ὁρισμένες διαδικασίες τῆς Ζωῆς στὴ Γῆ, καὶ πράγματι κάποιες
ἀνταποκρίθηκαν. Αὐτὸ ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ γίνει ἀνεκτὸ ἀπὸ τοὺς κανόνες τοῦ Κοσμικοῦ Παιχνιδιοῦ
ποὺ δέσμευαν τὴ δημιουργία τοῦ Ἀνθρώπου. Ἄλλες Φυλὲς ἀπὸ τὰ Ἄστρα ἐπενέβησαν καὶ αὐτὸ εἶχε
σὰν ἀποτέλεσμα τὴν ὁλοσχερῆ καταστροφὴ τῶν Πολιτισμῶν αὐτῶν. Οἱ ἐπιζῶντες τους εἶχαν μόνο
δύο ἐπιλογές, ἢ τὴν μετακίνησή τους στὸ Ἐσωτερικὸ καὶ τὴν διατήρηση τῶν γνώσεων καὶ τῶν
προνομίων τους ἢ τὴν παραμονή τους στὴν Ἐπιφάνεια καὶ τὸ σταδιακὸ χάσιμο τῶν δυνάμεών τους.
Ὅλες οἱ ἐξωγήινες Φυλὲς ἀπομακρύνθηκαν πλέον ὁριστικὰ ἀπὸ τὴ Γῆ. Τελευταῖοι ἀποσύρθηκαν οἱ
ἀντιπρόσωποι τῆς Ράτσας τῶν Ὄντων μὲ τὰ ὁποῖα ἐμεῖς ἔχουμε συμμαχήσει. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν
ἀνακατευτεῖ ἄμεσα μὲ τὴν ἐξέλιξή σας, γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ ὁ Πολιτισμὸς ποὺ ἔλαμψε στὴν
Ἀρχαία Ἑλλάδα δὲν ἔσβυσε ἀπότομα καὶ τραυματικὰ ἀλλὰ σταδιακά, ὅταν τὰ Ὄντα ποὺ τὸν
ἐνέπνεαν, ἔπαψαν νὰ ἐπικοινωνοῦν μαζί σας. Καὶ αὐτὸ ἦταν κάτι ποὺ ἔπρεπε νὰ συμβεῖ γιατὶ ἡ
ἐπίδρασή τους, ἀκόμα καὶ ἔμμεση, εἶχε φτάσει στὸν μέγιστο βαθμὸ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ συνεχιστεῖ
χωρὶς νὰ καταλήξει στὴν καταστροφή σας. Ἔτσι ἡ Κληρονομιὰ τοῦ παρελθόντος ἔσβυσε σιγά-σιγὰ
καὶ μεταλλάχθηκε σὲ θρύλους καὶ παραδόσεις. Οἱ Ἄνθρωποι τῆς Ἐπιφάνειας ἀφέθηκαν νὰ
δημιουργήσουν τὸν δικό τους Πολιτισμό, μὲ λίγες μόνο παρεμβάσεις ἀπὸ τοὺς Κλάδους τοῦ
Ἐσωτερικοῦ καὶ ἀκόμα λιγότερες ἀπὸ τὶς Φυλὲς τῶν Ἄστρων. Ἔμειναν μόνο ὁρισμένοι
θεματοφύλακες τῆς Γνώσης τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἀνθρώπου καὶ τῆς θέσης ποὺ κατέχει στὴν εὐρύτερη
ἐξέλιξη τοῦ Πλανήτη μας. Καὶ αὐτοὶ ἐπίσης ἔχουν ἐπαφὲς καὶ συμμαχίες μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο ἀπὸ

16
τοὺς ἐσωτερικοὺς Κλάδους καὶ διαδραματίζουν ἕνα ρόλο ποὺ ὑπαγορεύεται ἀπὸ ἄτεγκτους κανόνες.
Ἐλέγχονται μὲ τρόπους ποὺ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ περιγράψω καὶ ἡ ποινὴ γιὰ ὁποιαδήποτε
παρεκτροπή, ἑκούσια ἢ καὶ ἀκούσια, εἶναι ὁ θάνατος ἢ ἡ ἀναπηρία, σωματικὴ καὶ ψυχική. Αὐτοὶ
φυλάσσουν καὶ τὶς πύλες ποὺ ὁδηγοῦν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Γῆς, καθὼς καὶ κάθε μορφὴ γνώσης ποὺ θὰ
μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει σὲ ἀποκάλυψη τῶν ἐσωτερικῶν Πολιτισμῶν. Νομίζω πὼς ἡ παρουσία σας ἐδῶ,
μαρτυρᾶ μία προχωρημένη, ἂν καὶ ἀποκλειστικὰ διαισθητική, ἐπίγνωση αὐτῶν τῶν μηχανισμῶν.

Ὅπως ἀνέφερα ἤδη, ὅλες οἱ ἐξωγήινες Φυλὲς ἔχουν ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴ Γῆ, μὲ μία καὶ μόνη
ἐξαίρεση. Ὑπάρχει ἕνα ὑβριδικὸ πλάσμα, ἂς ποῦμε κατὰ τὰ τρία τέταρτα ἐξωγήινο καὶ κατὰ τὸ ἕνα
τέταρτο ἀνθρώπινο, ποὺ παρέμεινε. Ὑπάρχουν διάφοροι λόγοι γι΄ αὐτό, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶναι τὸ
ὅτι ἀποτέλεσε ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα «πειράματα» γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ Ἀνθρώπου καὶ ἔχει «δεθεῖ» μὲ
τὸν Πλανήτη μὲ τρόπους ποὺ δὲν κατανοοῦμε ἀπόλυτα. Οἱ Νόμοι πάντως ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν
προστασία μας ἀπὸ ἐξωανθρώπινες παρεμβάσεις εἶναι πολὺ αὐστηροί - μόνο μὲ τὴ συγκατάθεσή μας
μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Ἐπαφή. Ὁ Νόμοι αὐτοὶ ἐπέβαλαν στὸ πλάσμα αὐτό, ποὺ ἀνήκει στὴν ἐχθρικὴ γιὰ
μᾶς Παρατάξη, ἕνα εἶδος θανάτου. Λέω «ἕνα εἶδος» γιατὶ ὀντότητες σὰν κι αὐτὴ εἶναι οὐσιαστικὰ
ἀθάνατες. Ἔτσι, ὁ θάνατός του δὲν εἶναι τελειωτικὸς καὶ μοιάζει κάπως μὲ βαθὺ ὕπνο. Κατὰ
μεγάλα χρονικὰ διαστήματα, ποὺ κρατοῦν αἰῶνες, ὁ ὕπνος του εἶναι τόσο βαθὺς ποὺ δὲν ξεχωρίζει ἀπὸ
ἀληθινὸ θάνατο. Κάποτε ὅμως τὸ πλάσμα ριγᾶ κι ἀνασαλεύει στὸν ὕπνο του, σᾶν νὰ ὀνειρεύεται.
Τότε οἱ πολυάριθμοι ἀκόλουθοί του, ὑβριδικὲς Ράτσες, Ἄνθρωποι καὶ Ἐξωγήινοι ταυτόχρονα, μᾶς
πολεμοῦν μὲ λύσσα, προσπαθώντας νὰ ἀπελευθερώσουν τὸν Ἀφέντη τους ἀπὸ τὴ μοίρα του.
Πρόκειται γιὰ ἀπαίσια, ὑδρόβια ὄντα, ἐπειδὴ καὶ ἡ Ράτσα τοῦ πλάσματος ποὺ ὑπηρετοῦν εἶναι
ὑδρόβια καὶ τὸ ἴδιο τὸ πλάσμα εἶναι θαμμένο σὲ ἕνα κοίλωμα, στὸν πιὸ βαθὺ πυθμένα τοῦ Ὠκεανοῦ.
Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Κλάδοι τοῦ Ἀνθρώπου τοὺς πολεμοῦν, ἀσχέτως σὲ πιὰ Παρατάξη ἀνήκουν. Οἱ
χειρότεροι μάλιστα ἐχθροί τους εἶναι κάποιοι Ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ἐνωθεῖ μὲ μία Φυλὴ συμμαχικὴ μὲ
τὴ Φυλὴ τοῦ πλάσματος. Ἂν καὶ ὁ Κοσμικὸς Πόλεμος εἶναι γενικὸς καὶ μᾶς ἀφορᾶ ὅλους, εἶναι
ταυτόχρονα, πῶς νὰ τὸ πῶ, ἕνας Ψυχρὸς Πόλεμος, σὰν κι αὐτὸ ποὺ διεξαγόταν ἀνάμεσα στὸ δικό σας
ΝΑΤΟ καὶ τὸ Ἀνατολικὸ Μπλόκ, ἕνας πόλεμος μὲ κανόνες. Μὲ τοὺς ἀκολούθους ὅμως αὐτοῦ τοῦ
ἀπαίσιου ὄντος ὁ πόλεμος εἶναι τόσο θερμός, ὅσο δὲν πάει ἄλλο. Στὴν ἀρχὴ ἡ νίκη φαινόταν ἁπλὴ
ὑπόθεση, δὲν εἴχαμε παρὰ νὰ ἐξοντώσουμε τοὺς Ἀνθρώπινους ὑπηρέτες τοῦ πλάσματος καὶ τῶν,
μερικὰ ἀθάνατων, ὑβριδικῶν ὄντων ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἀκολουθία του. ∆υστυχῶς αὐτὸ ἀποδείχτηκε
μεγάλο λάθος, γιατί, ὅσους καὶ νὰ σκοτώναμε, ἄλλοι τόσοι, σπρωγμένοι ἀπὸ κάποια μυστηριώδη
ἐπιρροὴ τοῦ πλάσματος ἢ ἀπὸ κάποιο Κοσμικὸ Νόμο ποὺ δὲν ἀντιλαμβανόμαστε, προσχωροῦσαν στὴ
λατρεία του. Ἔτσι ἀρκούμαστε πλέον νὰ ἐλέγχουμε τοὺς ἀκολούθους τοῦ πλάσματος ὅσο καλύτερα
μποροῦμε καὶ νὰ περιορίζουμε τὴν ἐξάπλωση τῆς λατρείας του.

Καὶ τώρα, λίγα λόγια γιὰ τὸ Ἐσωτερικὸ τῆς Γῆς καὶ τοὺς κατοίκους του. Πολλὲς Ράτσες κατοικοῦν
ἐδῶ, ξέρουμε τὶς περισσότερες ἀλλὰ ἴσως ὄχι κι ὅλες. Ὑπάρχουν πλάσματα ποὺ ἀντιστοιχοῦν στοὺς
Γίγαντες ποὺ περιγράφουν οἱ μυθολογίες σας, σὲ Νάνους, σὲ Γοργόνες καὶ σὲ Νέραιδες, ἄλλα ποὺ
περιγράφονται στοὺς θρύλους σας καὶ ἄλλα ποὺ σᾶς εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστα. Ὅλοι ὅμως,
ἀνεξαιρέτως, οἱ ἔλλογοι κάτοικοι τῆς Ἐσώσφαιρας εἶναι μεταλλάξεις τοῦ βασικοῦ Ἀνθρώπινου
Κλάδου, ποὺ πραγματοποιήθηκαν ἄλλοτε ἀργὰ καὶ ἄλλοτε ἀπότομα, σὰν συνέπεια τῶν συμμαχιῶν
μας μὲ τὶς διαφορὲς ἐξωγήινες Ράτσες ποὺ προσφέρθηκαν. Οἱ μεταλλάξεις αὐτὲς θὰ μποροῦσαν νὰ
περιγραφοῦν σὰν βιολογικὲς ἢ σὰν ὑπερφυσικὲς καὶ ἔξω ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς Ὕλης, ὅπως τουλάχιστον
τοὺς ξέρουμε ἐμεῖς. Ὁ διαχωρισμὸς αὐτὸς ὅμως εἶναι ἐπιφανειακός, θέλω νὰ πῶ ὅτι ὑπάρχει ἕνα
βαθύτερο πλαίσιο ἀναφορᾶς ποὺ κι ἐμεῖς μόλις πρόσφατα ἀρχίσαμε νὰ κατανοοῦμε, ποὺ περιγράφει
καὶ ἐξηγεῖ τὴ βιογεωμετρία τῶν γήινων πλασμάτων καὶ τοὺς τρόπους ποὺ αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἀλλαχθεῖ.
Οἱ Κλάδοι ποὺ ἔχουν προκύψει ἀπ' αὐτὴ τὴ διαδικασία, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ὅποιες ὁμοιότητες στὴν
ἐξωτερική τους ἐμφάνιση, ἀνήκουν, χωρὶς ἑξαίρεση, σὲ μία ἀπὸ τὶς δύο Παρατάξεις ποὺ μάχονται γιὰ
ἐπικρατηση στὸ Γαλαξία. Αὐτὴ καὶ μόνο ἡ ἐπιλογὴ μᾶς καθιστὰ φίλους καὶ συμμάχους ἢ ἐχθροὺς κι
ἀντιπάλους. Ἔτσι, ὑπάρχουν ἐχθρικοὶ καὶ φιλικοὶ Γίγαντες, ἐχθρικοὶ καὶ φιλικοὶ Νάνοι καὶ τὸ ἴδιο
ἰσχύει γιὰ τὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς βασικὲς παραλλαγές. Γιὰ τὰ δικά σας μάτια οἱ διαφορὲς ἀνάμεσα
σὲ συμμάχους καὶ ἀντιπάλους εἶναι σχεδὸν ἀθέατες, γιὰ μᾶς ὅμως εἶναι τόσο φανερὲς ποὺ δὲν
ἀφήνουν περιθώρια λάθους. Οἱ φιλικοὶ Γίγαντες, γιὰ παράδειγμα, εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ θαυμάσιες Φυλὲς
ποὺ ἀνέδειξε ἡ Ἀνθρώπινη Ράτσα. Εἶναι πολὺ σοφὰ ὄντα καὶ ἐξαιρετικὰ δυνατά. ∆υστυχῶς εἶναι

17
λίγοι καὶ ὁ πληθυσμὸς τους μειώνεται, ἀργὰ ἀλλὰ σταθερά. Οἱ ἐχθρικοὶ πάλι Γίγαντες εἶναι πιὸ
μικρόσωμοι καὶ κουτοὶ ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ ἀνθεκτικοί. Οἱ συνήθειές τους εἶναι τόσο ἀποτρόπαιες ποὺ
λίγοι ἀπὸ μᾶς ἔχουμε τὸ κουράγιο νὰ παρακολουθήσουμε προβολὲς ἀπὸ ὁρισμένες δραστηριότητές
τους. Οἱ φιλικοὶ Νάνοι πάλι εἶναι τρομεροὶ τεχνίτες καὶ φοβεροὶ γλεντζέδες, οἱ θρύλοι ποὺ ἔχετε γι΄
αὐτοὺς εἶναι κατὰ βάση ἀληθινοί. Ὑπάρχουν κάποια πλάσματα, σχεδὸν διαφανῆ, μὲ μεγάλα μαῦρα
μάτια. Εἶναι ἐσωστρεφὴς Φυλὴ καὶ δὲν ἔχει καταγραφεῖ ποτὲ περίπτωση ἐπίθεσής τους σὲ κάποιο
ἄλλο πλάσμα. Κι ὅμως, εἶναι τόσο κακά, τόσο ἀποτρόπαια κακά, ποὺ δὲν ὑπάρχουν λέξεις νὰ
περιγραφοῦν. Τὸ Κακὸ εἶναι ἀνάσα καὶ νερὸ γι΄ αὐτά. Ἔχουν τὸ συνήθειο νὰ σὲ κοιτάζουν μουλωχτὰ
μὲ τὰ μεγάλα, κακοσχηματισμένα, ὑγρά τους μάτια, χωρὶς νὰ κάνουν τίποτα καὶ νοιώθεις τὴν
παγωνιὰ τῆς Κόλασης νὰ χύνεται στὴν καρδιά σου. Μόνο οἱ φιλικοὶ Γίγαντες, μὲ τὴ σοφία ποὺ τοὺς
χάρισε ὁ σύμμαχός τους, ἕνα πανάρχαιο, μεμονωμένο Ὂν ποὺ κάποτε λάτρεψαν οἱ δικοί σας Κέλτες,
δὲν τὰ φοβοῦνται. Καμμία Φυλὴ ὡστόσο δὲν φτάνει τὴν Κακία ποὺ ἐκπέμπουν οἱ ἀκόλουθοι τοῦ
ὑδρόβιου, φυλακισμένου στὴ Γῆ πλάσματος. Ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ ἐγκεφαλικὴ κατάσταση, ἀλλὰ
γιὰ βιολογική. Τὰ ἴδια δὲν ἀντιλαμβάνονται τὴ φρίκη ποὺ ἀντιπροσωπεύουν γιατὶ εἶναι ἕνα μὲ αὐτή.
Εἶναι ἄμυαλα καὶ ἄκαρδα, μυαλὸ καὶ καρδιά τους εἶναι τὸ ἀπέθαντο πλάσμα ποὺ ἔχει ἀπορροφήσει
σχεδὸν ὅλη τους τὴν ὑπόσταση. Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ἐδῶ πὼς μία ἀπὸ τὶς δυνατότητες ποὺ ἀποκτοῦν
ὅσες Φυλὲς ἑνώνονται ἀπόλυτα μὲ ἐξωγήινους, εἶναι νὰ μποροῦν νὰ ἀλλάζουν τὴ μορφὴ τοῦ σώματός
τους, μέσα σὲ ὁρισμένα πλαίσια, βέβαια. Ὄχι μόνο αὐτὸ ἀλλὰ μποροῦν νὰ εἰσχωροῦν σὲ σώματα
ἄλλων Ἀνθρώπων ἢ καὶ ζωῶν καὶ νὰ ἐνεργοῦν μέσα ἀπὸ αὐτά. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, μὴ σᾶς κάνει
ἐντύπωση νὰ σᾶς πῶ πὼς τὴ φρούρηση τοῦ πλάσματος γιὰ τὸ ὅποιο σᾶς ἔκανα λόγο τὴν ἔχουν
ἀναλάβει Ἄνθρωποι - δελφίνια. Ἀλλὰ ἂς τελειώσω τὴν ξενάγησή μου μὲ κάτι ὀνειρικὰ ὡραῖο, τὴ
Φυλὴ τῶν ..., ἄσε, θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς μάθω τὸ ὄνομα τοὺς κάποια ἄλλη φορά. Τὰ ὄντα αὐτὰ
χαμογελοῦν σπάνια, καὶ πάλι ὅμως θλιμμένα. Τραγουδοῦν ὅμως, καὶ τὸ Τραγούδι τους σοῦ σκίζει τὴν
καρδιά, γιατὶ ἔχει μέσα του ὅλα τὰ παλιὰ πράγματα, ὅλα τὰ ὄνειρα ποὺ ἔκανε κάποτε ἡ Ράτσα μας.
Καὶ τὸ Τραγούδι αὐτὸ θεραπεύει τὸ νοῦ καὶ τὸ σῶμα καὶ διώχνει τὰ σημάδια τοῦ Χρόνου. Εἶναι κάτι
ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ, θὰ ἔχετε ὅμως τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ ζήσετε. Καὶ ὑπάρχουν ἀκόμα
πολλές, πολλὲς Φυλές. Σὲ παλιότερες ἐποχὲς οἱ ἐπαφές μας μὲ τοὺς ἄλλους Κλάδους ἦταν συχνές,
γιὰ λόγους ὅμως ποὺ στὸ μεγαλύτερο μέρος τους μᾶς διαφεύγουν, ὅσο πάει καὶ ἐλαττώνονται. Παρ΄
ὅλα αὐτὰ ἔχουμε κάποιους πρέσβεις ἀπὸ τοὺς κοντινότερους Κλάδους καὶ θὰ γνωρίσετε μερικούς. ∆ὲν
μένουν πολύ, τοὺς βρίσκουμε καὶ μᾶς βρίσκουν κι αὐτοὶ ἐξ ἴσου ἀνυπόφορους.»

Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Κοῦλ ἀμφιταλαντεύτηκε, σὰν νὰ μὴν ἤξερε πῶς νὰ συνεχίσει. Πῆγε νὰ ἀρχίσει
μία πρόταση, μετὰ δίστασε γιὰ λίγο, σὰν νὰ μετάνοιωσε ἢ σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ πιάσει κάποιο
δύσκολο θέμα. Τελικὰ φάνηκε σὰν νὰ πῆρε κάποια δύσκολη ἀπόφαση, καὶ συνέχισε.

«Ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ἄλλοι κάτοικοι, διστάζω νὰ τοὺς χαρακτηρίσω ἀνθρωποειδεῖς, ἐξωτερικὰ
ὅμως θὰ μποροῦσαν νὰ χαρακτηριστοῦν ἔτσι... ἂν καὶ ὄχι ὅλοι. Ἀλλὰ ἂς ἐξηγηθῶ. Σᾶς εἶπα ὅτι
κάτω ἀπὸ τὴν Ζώνη τῆς Ἐσώσφαιρας, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κατοικημένο μέρος τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς Γῆς,
ὑπάρχει μία ἀκατοίκητη Ζώνη ἀπὸ σπηλαιώδεις κοιλότητες, ποὺ δίνουν βαθμιαῖα τὴ θέση τους στὸ
ἠμίρευστο μάγμα τοῦ Πυρήνα. Ἡ θερμοκρασία ἐκεῖ εἶναι ὑψηλὴ καὶ τὸ Ὀξυγόνο λιγοστό. Ἡ περιοχὴ
εἶναι ὄντως ἀκατοίκητη, ἀλλὰ αὐτὸ ἀφορᾶ τὴ φυσιολογικὴ ζωὴ τῆς Γῆς. Θὰ ξέρετε...» ἐδῶ μᾶς
κοίταξε καὶ τοὺς δύο μὲ ἐξεταστικὸ ὕφος, «ὅτι οἱ μορφὲς ζωῆς τοῦ Πλανήτη μας, παρόλο ποὺ
φαίνονται τόσο διαφορετικὲς μεταξύ τους, εἶναι πρακτικὰ ταυτόσημες στὴ Βιοχημεία τους. Οἱ
χημικὲς ἀντιδράσεις ποὺ συμβαίνουν στὰ κύτταρα εἶναι ἐξειδικευμένες καὶ δείχνουν ὅτι ἡ Ζωὴ στὴ Γῆ
εἶχε μία κοινὴ προέλευση. Πάρτε γιὰ παράδειγμα τὶς βάσεις ποὺ δομοῦν τὸ γενετικὸ κώδικα σὲ κάθε
κύτταρο πάνω στὴ Γῆ. Ἢ τὰ ἀμινοξέα ποὺ σχηματίζουν τὶς πρωτεΐνες. Ἢ τὸ γεγονὸς πὼς μόνο τὰ
ζάχαρα μὲ δεξιόστροφη ὀπτικὴ ἰσομέρεια μποροῦν νὰ ἀφομοιωθοῦν ἀπὸ ὁποιαδήποτε μορφὴ ζωῆς πάνω
στὴ Γῆ ἐνῶ τὰ ζάχαρα μὲ ἀριστερόστροφη ὀπτικὴ ἰσομέρεια ἢ δὲν ἀφομοιώνονται καθόλου ἢ
ἀποτελοῦν δηλητήρια. Ὑπάρχουν πάμπολλα παρόμοια παραδείγματα. Φαντάζομαι ὅτι τὰ γνωρίζετε
ὅλα αὐτά, ἀφοῦ εἶναι ἤδη ἀπὸ χρόνια γνωστὰ στὴν Ἐπιστήμη σας, ἔτσι δὲν εἶναι;»

Γνωστά; Χά! Ναί, ἦταν γνωστὰ σὲ μένα, ποὺ εἶχα διαβάσει κάμποση Βιολογία, ἀλλὰ ὄχι καὶ στὸν
Λάκη, ποὺ μὲ κοίταξε μ΄ ἕνα βλέμμα ὅλο ἀπελπισία. Ἀλλὰ καλὰ νὰ πάθει, ἐνῶ ἐγὼ τὸν ἔπρηζα νὰ

18
ἀνοίξει καὶ κανένα βιβλίο πάνω στὶς Φυσικὲς Ἐπιστῆμες, αὐτὸς τὰ μόνα βιβλία ποὺ ἄνοιγε ἦταν
Φάνταζυ, ἱστορίες Τρόμου, Οὐτοπικῆς Ἀρχαιολογίας ἢ τίποτα βιβλία γιὰ Οὖφο, σὰν κι αὐτόν!

«Φυσικὰ καὶ τὰ ξέρουμε. Συνέχισε.» Πέταξα στὸν Κοῦλ, χαμογελώντας ἀπὸ μέσα μου.

«Μέχρι πρὶν λίγα χρόνια λοιπόν,» συνέχισε ἐκεῖνος κοιτώντας τὸν Λάκη ἀβέβαια «δὲν γνωρίζαμε
καμμία περίπτωση πλασμάτων ποὺ νὰ μὴν ἀνήκουν στὸ Κύμα τῆς Ζωῆς τοῦ γνωστοῦ μας, γήινου
τύπου, μέχρι ποὺ ἀντιληφθήκαμε ὅτι τὰ κατώτερα στρώματα ποὺ σᾶς ἔλεγα προηγουμένως,
κατοικοῦνται ἀπὸ δύο τουλάχιστον μορφὲς ζωῆς ἐντελῶς ἄγνωστης προέλευσης. Ἡ μία ἀφορᾶ κάποια
πλάσματα μὲ ἀνθρωποειδῆ ἐμφάνιση, μικρόσωμα, μὲ σκληρό, κόκκινο δέρμα, ἢ ὅτι ἔχουν τέλος
πάντων ἀντὶ γιὰ δέρμα, οὐρὰ καὶ κέρατα. Ἂν πῆγε κάπου τὸ μυαλό σας σᾶς καταλαβαίνω. Εἶναι
ὄντως αἰνιγματικὴ ἡ ὁμοιότητά τους μὲ τοὺς δαίμονες τῶν θρύλων σας. Εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητο
τὸ πὼς ἐπιβιώνουν σὲ τόσο θερμὸ περιβάλλον, γεμᾶτο δηλητηριώδεις οὐσίες. Μία μόνο φορὰ
μπορέσαμε νὰ πιάσουμε ἕνα τέτοιο πλάσμα, μέσω ἑνὸς ρομπότ μας, ποὺ εἶχε σταλεῖ ἐκεῖ γι΄ αὐτὸ τὸ
σκοπό. Τὸ αἰχμαλωτισμένο πλάσμα διαλύθηκε πολὺ γρήγορα, σὰν νὰ ἦταν ἀπὸ πάγο καὶ ἔλιωσε.
∆ὲν εἶχε καμμία σχέση μὲ ὁτιδήποτε μᾶς εἶναι γνωστό. Ὅλο του τὸ σῶμα ἀποτελοῦταν ἀπὸ μεγάλα,
ἑνιαῖα τμήματα, σὰν πάζλ. Τὰ χέρια του, ἂς ποῦμε, ἢ τὰ μάγουλά του δὲν εἶχαν κυτταροειδὴ δομὴ
ἀλλὰ ἔμοιαζαν σὰν κομμάτια ἀπὸ κάποιο ζωντανὸ πλαστικό. Φαίνεται πὼς τὰ πλάσματα αὐτὰ μᾶς
κατασκοπεύουν, ἀνακαλύψαμε τὴν παρουσία τους σὲ εἰκονοαρχεῖα ποὺ καταγράφονται αὐτόματα ἀπὸ
κάμερες ποὺ ἔχουμε τοποθετήσει στὴν ἐπικράτειά μας, ὥστε νὰ καταχωρηθοῦν κατόπιν σὰν ἱστορικὰ
ντοκουμέντα. Ἁπλὰ δὲν τὰ εἴχαμε ἀντιληφθεῖ νωρίτερα, ἴσως λόγῳ τῆς γενικότερης ὁμοιότητάς τους
μὲ τὴν πληθώρα ἄλλων ἀνθρωποειδῶν τύπων ποὺ κυκλοφοροῦν στὴ Μεσόσφαιρα, ἂν καὶ τὸ
πιθανότερο εἶναι πὼς εἶχαν καμουφλαριστεῖ ὥστε νὰ μὴν τραβοῦν τὴν προσοχή. Τὶ εἶναι ὅμως αὐτὰ
τὰ ὄντα; Καμμία ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις ποὺ σκεφτήκαμε δὲν εἶναι ἱκανοποιητική.

Ἂν δεχτοῦμε ὅτι ἀφοροῦν κάποιο ἄλλο, ὁλότελα διαφορετικὸ εἶδος ζωῆς, κάποιο προγενέστερο πείραμα
ἴσως ἢ καὶ κάποια γηγενῆ, αὐτόχθονη μορφή, τότε γιατὶ αὐτὴ ἡ ἐξωτερικὴ ὁμοιότητα μὲ τὸν
Ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι δημιούργημα τῶν Λαῶν ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὰ Ἄστρα; ∆ὲν μποροῦμε νὰ τὸ
μαντέψουμε, ἐκτὸς κι ἂν ἁπλὰ χρησίμευσαν σὰν ἐξωτερικὸ πρότυπο στοὺς δημιουργούς μας ποὺ
ἐμπνεύστηκαν καὶ γιὰ μᾶς ἕνα παρόμοιο σχῆμα. Κι αὐτὴ ἡ ὑπόθεση ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ
παρατραβηγμένη εἶναι καὶ προβληματική, ἀφοῦ καὶ τὰ Ὄντα ποὺ μᾶς δημιούργησαν ἔχουν περίπου
τὴ δική μας μορφή, τόσο ἐξωτερικὰ ὅσο κι ἐσωτερικά. Καὶ τὸ αἴνιγμα ἔγινε πολὺ βαθύτερο ὅταν,
μετὰ ἀπὸ ἐντατικὴ ἔρευνα, ἀνακαλύψαμε μία δεύτερη μορφὴ ζωῆς ποὺ κατοικεῖ στὰ ἔγκατα τῆς Γῆς,
μαζὶ μὲ τὰ ἀνώνυμα δαιμονάκια.

Ἐδῶ πρόκειται γιὰ ἕνα εἶδος ὁλωσδιόλου ἄγνωστο, ποὺ ἄλλοτε ἔχει τὴ μορφὴ γιγαντιαίου
γυμνοσάλιαγκα καὶ ἄλλοτε μοιάζει μὲ ζωντανὸ ἄνεμο. Τὰ ἔχουμε παρατηρήσει μὲ κάμερες-ρομπὸτ νὰ
μεταλλάσουν ἀπὸ πλάσματα μὲ σχετικὰ στερεὴ δομὴ σὲ κάτι ποὺ μοιάζει μὲ γοργὰ κινούμενη, ἀέρια
μάζα, ἱκανὴ νὰ διαπερνᾶ συμπαγεῖς βράχους. Οὐρλιάζουν, γρυλίζουν ἢ κλαψουρίζουν διαρκῶς ἀλλὰ
δὲν τὰ ἔχουμε δεῖ ποτὲ νὰ τρῶνε, νὰ μάχονται ἢ νὰ ἀλληλεπιδροῦν μὲ τὰ ἀνθρωπόμορφα πλάσματα,
μὲ τὰ ὁποῖα συνυπάρχουν στὸν ἴδιο χῶρο. Ὁποιαδήποτε ἐρώτηση σχετικὰ μὲ αὐτὰ τὰ πλάσματα μένει
ἀναπάντητη, δὲν ἔχουμε ἰδέα γιὰ τὸ ποιὸς τὰ δημιούργησε καὶ γιατί, τὶ ρόλο παίζουν ἐφόσον εἶναι
νοήμονα, ἤ, ἔστω, γιὰ ὁτιδήποτε ποὺ νὰ ἀφορᾶ τὶς ζωτικές τους λειτουργίες. Ὅταν ἀνακαλύψαμε
πὼς ἡ κατώτερη Ζώνη κατοικεῖται, πολλαπλασιάσαμε ὅπως ἦταν φυσικό, τὶς ἀποστολὲς ρομπὸτ
εἰδικὰ προορισμένων γιὰ τέτοιου εἴδους ἔρευνα, ἀφοῦ ἡ Τεχνολογία μας δὲν ἐπαρκεῖ ἀκόμα γιὰ τὴν
κατασκευὴ εἰδικῶν ὀχημάτων ποὺ νὰ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ στείλουμε Ἀνθρώπους ἐκεῖ κάτω. Οἱ
ἀπώλειες ἀκόμα καὶ τῶν πιὸ προηγμένων ρομπότ-ἐρευνητῶν εἶναι ἔτσι κι ἀλλιῶς μεγάλες, ὅμως τὰ
ἀτυχήματα εἶναι ἀφύσικα πολλά. Συνεργαστήκαμε μὲ τοὺς συμμαχικούς μας Κλάδους καὶ
κατασκευάσαμε ἐξαιρετικὰ ἀνθεκτικὰ ρομπότ, ὁ χρόνος παραμονῆς τους ὅμως στὴν κατώτερη Ζώνη
μειώνεται ἀντὶ νὰ αὐξάνει. Ὑποψιαζόμαστε ὅτι τὰ πλάσματα εὐθύνονται γι΄ αὐτό, ἂν καὶ ὁ τρόπος
ποὺ παρεμβαίνουν παραμένει μυστήριο, ἀφοῦ οἱ βλάβες φαίνονται σὰν συνηθισμένες. Ταυτόχρονα, μία
ἐκτεταμένη ἔρευνα στὰ ἀρχεῖα τῶν φιλικῶν ἀλλὰ καὶ τῶν ἐχθρικῶν Κλάδων ἀπέτυχε νὰ ρίξει ἔστω
καὶ λίγο φῶς στὸ μυστήριο ποὺ καλύπτει αὐτὰ τὰ δύο εἴδη. Ἔτσι, τὸ μόνο ποὺ ἔχουμε εἶναι μία σειρὰ

19
ἀπὸ φωτογραφίες καὶ τρισδιάστατες καταγραφές, καθὼς καὶ οἱ ἐγγραφὲς τῶν δαιμονικῶν ἠχῶν ποὺ
βγάζουν οἱ γιγάντιοι γυμνοσάλιαγκες.

Πρόσφατα ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ εἶδος, ἀνθρωποειδῶν ὡς πρὸς τὴν ἐμφάνιση, ὄντων ἦρθε νὰ
προστεθεῖ στὰ ὅσα ἤδη ξέραμε. Ἡ παρουσία τοὺς ἔγινε σταδιακὰ αἰσθητὴ καὶ ἡ πρώτη ἐντύπωση
ἦταν πὼς εἴχαμε νὰ κάνουμε μὲ ἕναν ἀκόμα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς Κλάδους στοὺς ὁποίους ἔχει διασπαστεῖ
ἡ Φυλή μας. Γρήγορα ἀντιληφθήκαμε τὴν πλάνη μας, γιατὶ πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔχει καμμία
σχέση μὲ τὸν Ἄνθρωπο. Στὴν ἐμφάνιση μοιάζουν μὲ πολὺ ψηλοὺς ἄντρες, μὲ ὕψος ποὺ φτάνει τὰ
δυόμισυ περίπου μέτρα, καὶ εἶναι πάντα ντυμένοι μὲ μαῦρα καὶ ἄσπρα, περιποιημένα ροῦχα. Μερικὲς
φορὲς φοροῦν μαῦρα γυαλιά, ἄλλοτε ἔχουν μικρά, στενὰ μάτια, σὰν σχισμές, ποὺ μοιάζουν σὰν
ψεύτικα ἀφοῦ δίνουν τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν ἑστιάζουν σὲ κάποιο ἐξωτερικὸ ἀντικείμενο, σὰν νὰ εἶναι
τυφλά. Ὑπάρχει καὶ ἡ τρίτη περίπτωση, ἡ πιὸ τρομακτικὴ γιὰ μᾶς, ποὺ ἐμφανίζονται νὰ ἔχουν ἕξι
ζευγάρια μάτια, διατεταγμένα ἀνὰ τρία ζευγάρια, ἕνα πάνω ἕνα κάτω, σὲ κάθε πλευρὰ τοῦ
προσώπου τους. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση δὲν ξεχωρίζει ἀσπράδι καὶ κόρη, τὰ μάτια εἶναι ἁπλῶς
μικρὲς μαῦρες σχισμές. Ἔχουν προτεταμένο μέτωπο καὶ τριγωνικὸ πρόσωπο. Ἐπιμένω στὴν ἐμφάνισή
τους γιατὶ ὑπάρχει ἡ περίπτωση νὰ τοὺς δεῖτε κι ἐσεῖς καὶ ἂν συμβεῖ κάτι τέτοιο θέλω νὰ μᾶς τὸ
πεῖτε ἀμέσως.

∆υστυχῶς ἀποδείχτηκε, μέχρι στιγμῆς τουλάχιστον, ἀνώτερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας τὸ νὰ ἐλέγξουμε
τὶς κινήσεις τους. Ἐμφανίζονται καὶ ἐξαφανίζονται ξαφνικὰ καὶ περιφέρονται μόνοι, σὲ ζευγάρια ἢ σὲ
τριάδες. Κάνουν ἐρωτήσεις ἀλλὰ δὲν ἀπαντοῦν ποτὲ σὲ ἐρωτήσεις ποὺ τοὺς θέτουν. Μέχρι στιγμῆς
δὲν ὑπάρχουν ἀναφορὲς γιὰ πρόκληση, ἐκ μέρους τους, σωματικῶν βλαβῶν ἂν καὶ ὑπάρχει πάντοτε
κάτι τὸ ἐπίφοβο πάνω τους, σὰν συγκαλυμμένη ἀπειλή. Πιστεύουμε ὡστόσο πὼς ἔχουν κάποιους
περιορισμοὺς καὶ μᾶλλον βρισκόμαστε σὲ καλὸ δρόμο ὡς πρὸς τὴν ἀνάπτυξη τῶν καταλλήλων
τεχνικῶν ὥστε νὰ τοὺς ἐλέγξουμε. ∆ὲν χρειάστηκε πολὺς χρόνος γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν προέλευσή
τους, ποὺ δυστυχῶς ἐπιβεβαίωσε τοὺς χειρότερους φόβους μας. Πρόκειται γιὰ ἐξωγήινα ὄντα, εἴτε μὲ
κοινὴ εἴτε μὲ διαφορετικὴ μεταξὺ τους προέλευση, ποὺ δὲν εἶχαν ἀνακατευτεῖ μέχρι τώρα στὴν
Ἱστορία αὐτοῦ τοῦ Πλανήτη, γι΄ αὐτὸ καὶ δὲν δεσμεύονται ἀπόλυτα ἀπὸ τὶς Συνθῆκες ποὺ ἀφοροῦν
στὴν ἀπομόνωσή μας ἀπὸ ἄλλες Ράτσες. Τὸ σῶμα μὲ τὸ ὁποῖο ἔρχονται, ἢ πρέπει νὰ πῶ
«ἐκδηλώνονται», στὴ Γῆ δὲν εἶναι τὸ ἀληθινό τους, αὐτὸ ποὺ ἔχουν στοὺς Τόπους ὅπου γεννήθηκαν,
ἀλλὰ μία ἀπαραίτητη μεταμφίεση προκειμένου νὰ ὑπάρξουν καὶ νὰ λειτουργήσουν στὸν Κόσμο μας,
ἕνας συγκερασμός, οὕτως εἰπεῖν, τῆς ἀνθρώπινης μορφῆς μὲ τὴν δική τους. Ἀντανακλᾶ δηλαδὴ κάτι
ἀπὸ τὴν πραγματική τους ὑπόσταση. Φτάνουν ἐδῶ περνώντας κάποια ἀνοίγματα ἀνάμεσα στοὺς
Κόσμους, κάποιες ἀφρούρητες Πύλες, κι αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ πολὺ ἀνησυχητικὸ ἀφοῦ αὐτὰ τὰ ὄντα σὲ
καμμία περίπτωση δὲν εἶναι συμβατὰ μὲ τὴν Κοσμικὴ Παρατάξη στὴν ὁποία ἐμεῖς ἀνήκουμε.»

Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Κοῦλ κοντοστάθηκε καὶ κάρφωσε τὸ βλέμμα του στὸν ἄδειο τοῖχο. Καταλάβαμε
πὼς εἶχε γιὰ λίγο χαθεῖ στὶς σκέψεις του καὶ δὲν τολμήσαμε νὰ τὸν διακόψουμε. Σὲ λίγο ξανάρχισε
νὰ μιλᾶ, χωρὶς νὰ κάνει κανένα σχόλιο γιὰ τὴν διακοπή.

«Εἶναι πάρα πολλὰ αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ σᾶς ποῦμε ἀλλὰ εἶναι πολὺ περισσότερα αὐτὰ ποὺ δὲν
γνωρίζουμε, καὶ αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὑπάρχουν πολὺ σοβαρὲς ἐξελίξεις σχετικὰ μὲ τὶς ὁποῖες βρισκόμαστε
στὸ σκοτάδι. Οἱ ἐπαφὲς μὲ τοὺς ἐξωγήινους συμμάχους μας εἶναι πιὰ ἀραιὲς κι αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους
τους ἀνθρώπινους Κλάδους μὲ τοὺς ὁποίους διατηροῦμε σχέσεις. Κάτι σὰν πέπλο ἔχει πέσει ἀνάμεσά
μας καὶ τὶς ἐξωγήινες Ράτσες ποὺ τόσο πρόθυμα μᾶς καθοδηγοῦσαν στὸ παρελθόν. Τὸ ἴδιο φαίνεται
νὰ συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἐχθρικούς μας Κλάδους, αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀκόμη θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν
εἴμαστε βέβαιοι. Ἡ Φυλή μας ἔχει φτάσει σὲ κάποια κρίσιμη καμπὴ τῆς Ἱστορίας της, ἂν καὶ δὲ
μποροῦμε νὰ μαντέψουμε ποιὰ μορφὴ θὰ πάρει ἡ Κρίση ποὺ ἔρχεται. Ἂς ἀφήσουμε ὅμως αὐτὸ τὸ
θέμα, ἐσεῖς δὲν εἶστε ἀκόμη ἕτοιμοι καὶ θὰ ἔχουμε στὸ μέλλον ὅσο χρόνο θέλουμε γιὰ
λεπτομερέστερες ἀναλύσεις καὶ πληροφορίες. Ὑπάρχουν πιὸ ἐπείγοντα θέματα νὰ σᾶς ἀπασχολήσουν
ἀφοῦ πολὺ σύντομα θὰ σᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ κινηθεῖτε ἐλεύθερα στοὺς χώρους κυριαρχίας μας, ἔτσι εἶναι
ἀπαραίτητο νὰ μάθετε ὅσο μπορεῖτε περισσότερα γιὰ τὸ νέο σας σπίτι. Πέρα ἀπὸ τὸν Ἄνθρωπο καὶ
τὰ προβλήματά του ὑπάρχει ἡ αἰώνια Φύση ποὺ ἔχει προικίσει τὸν Κόσμο μας μὲ ἀμέτρητα
θαύματα. Θὰ τὰ γνωρίσετε καὶ θὰ δικαιολογήσετε τὴν ἀγάπη ποὺ νοιώθουμε γιὰ τὸ μέρος ποὺ

20
ἐπιλέξαμε νὰ ζήσουμε. Συναρπαστικὰ εἴδη ζώων καὶ φυτῶν μοιράζονται τὸν Κόσμο μας, ὁρισμένα ποὺ
μοιάζουν μὲ τὰ εἴδη ποὺ ὑπάρχουν στὴν Ἐπιφάνεια καὶ ἄλλα ποὺ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά.

Ἀπὸ χρόνους ἀμνημονεύτους ζεῖ στὸ Ἐσωτερικό του Πλανήτη μας μία φαντασμαγορία μοναδικῶν
πλασμάτων, τόσο φυτῶν ὅσο καὶ ζώων. Ἂν καὶ ἔχουμε βοηθήσει νὰ διατηρηθοῦν τὰ περισσότερα ἀπὸ
αὐτὰ σὲ εἰδικὰ διαμορφωμένες καὶ προστατευμένες περιοχές, ἔχουν μείνει σχετικὰ λίγα στοὺς χώρους
τῶν πόλεών μας. Βλέπετε, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὸν δικό σας Πολιτισμό, χρειαζόμαστε
ὅλο καὶ περισσότερο ζωτικὸ χῶρο γιὰ νὰ ζήσουμε ἄνετα. Εἶναι βέβαια γεγονὸς ὅτι ἐλέγχουμε τὸν
πληθυσμό μας πολὺ πιὸ ἀποτελεσματικὰ ἀπὸ ὅτι ἐσεῖς, οἱ ἀνάγκες ὅμως σὲ τροφή, πρῶτες ὕλες καὶ
στέγη μᾶς ὑποχρέωσαν νὰ γίνουμε πραγματιστὲς καὶ νὰ θυσιάσουμε ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὴν
ἀρχέγονη ὀμορφιά. Ἔτσι θὰ δεῖτε σχετικὰ λίγα φυτὰ καὶ ζῶα νὰ ζοῦν ἀνάμεσά μας. Ἀπὸ αὐτὰ
ξεχωρίζει τὸ Ἄλμουου, ἕνα μεγάλο θηλαστικὸ ποὺ τὸ ἀντίστοιχό του δὲν ὑπάρχει στὴν Ἐπιφάνεια.
Εἶναι πανέξυπνα καὶ εὐαίσθητα ζῶα, μὲ νοημοσύνη ποὺ ὑπερβαίνει αὐτὴ τοῦ δελφινιοῦ. Τὰ
χρησιμοποιοῦμε σὰν ὑποζύγια καὶ σὰν πολεμιστὲς μὲ δική τους συγκατάθεση, ἀλλὰ κατὰ τὰ ἄλλα
εἶναι ἀνεξάρτητα καὶ κυβερνῶνται ἀπὸ δικούς τους νόμους. Μᾶς ἀγαποῦν καὶ τὰ ἀγαπᾶμε, καὶ εἶναι
πιὸ συνηθισμένο νὰ σκοτώσουμε κάποιον δικό μας παρὰ κάποιο μέλος αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Γιὰ τὰ
ὑπόλοιπα εἴδη δὲν θὰ σᾶς μιλήσω τώρα, θὰ σᾶς ἀφήσω ὅμως μία συσκευὴ τρισδιάστατης προβολῆς,
ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ σύστημα ἀναπαραγωγῆς ὀσμῶν καὶ ἤχων. Τὸ σύστημα αὐτὸ θὰ σᾶς βοηθήσει
νὰ ἐξοικειωθεῖτε σὲ μεγάλο βαθμὸ μὲ τὴν οἰκολογία τῶν πόλεών μας καθὼς καὶ τῶν ἐκτεταμένων
ἀγριότοπων ὅπου ἡ ἄγρια ζωὴ διατηρεῖται σχεδὸν αὐτούσια, ὅπως ἦταν πρὶν τὸν ἐρχομὸ τοῦ
Ἀνθρώπου. Νὰ ξέρετε πάντως ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ εἴδη ποὺ κατοικοῦν ἀνάμεσά μας δὲν εἶναι
ἐπικίνδυνο καὶ θὰ μπορεῖτε νὰ τὰ περιεργαστεῖτε ἄφοβα, ὅταν τὰ συναντήσετε. Θὰ βρεῖτε ὅτι
πληροφορία θέλετε στὴ συσκευὴ ποὺ θὰ σᾶς ἀφήσω, ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ προσθέσω κάτι ἀκόμα γιὰ τὴ
ζωὴ στὴ Μεσόσφαιρα.

Ὑπάρχει ἕνας ἀκόμα πολὺ σοβαρὸς λόγος γιὰ τὸν περιορισμένο ἀριθμὸ ζωικῶν καὶ φυτικῶν εἰδῶν ποὺ
μοιράζονται τὸ οἰκοσύστημά μας. Ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι οἱ ἐλεγχόμενες συνθῆκες διαβίωσης ποὺ ἔχουμε
ἐπιβάλλει στὸ ἄμεσο περιβάλλον μας. Θὰ ἔχετε ἀκούσει καὶ διαβάσει σὲ παλιότερες διηγήσεις γιὰ
περιστατικὰ ὅπου ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν Ἐπιφάνεια εἶχαν τυχαῖα συναπαντήματα μὲ ὄντα ἀπὸ τὴ
Μεσόσφαιρα ποὺ περιπλανήθηκαν ὡς τὰ μέρη σας. Οἱ ἱστορίες αὐτὲς πολὺ συχνὰ μιλοῦν γιὰ τέρατα,
πιὸ συχνὰ ἀπὸ ὅτι θὰ δικαιολογοῦσαν ὁ φόβος καὶ ἡ ἄγνοιά σας γιὰ τὴ Ζωὴ κάτω ἀπὸ τὴν
Ἐπιφάνεια. Ὅπως συμβαίνει συνήθως, οἱ θρύλοι, πέρα ἀπὸ τὸν καθαρὰ ψυχολογικὸ παράγοντα,
δομήθηκαν γύρω ἀπὸ μία ἀντικειμενική, ἁπτὴ πραγματικότητα. Τὰ ὄντα ποὺ κατοικοῦν στὸ
ἐσωτερικὸ τῆς Γῆς, ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι ἀσυνήθιστα γιὰ σᾶς, πολὺ συχνὰ εἶναι ὄντως τέρατα. Αὐτὸ
ὀφείλεται στὴν πολὺ αὐξημένη ραδιενέργεια σὲ σχέση μὲ τὸν ἔξω Κόσμο καὶ στὶς μεταλλάξεις ποὺ
προκαλεῖ. Ἡ ραδιενέργεια προέρχεται ἀπὸ τὰ ραδιενεργὰ ὀρυκτὰ ποὺ ἀφθονοῦν ἐδῶ, καὶ κυρίως τὸ
Ραδόνιο. Τὸ γνωρίζετε τὸ Ραδόνιο, ἔτσι δὲν εἶναι;»

Πολὺ τὴ χάρηκα αὐτὴ τὴν ἐρώτηση. Ἐγὼ ποὺ σπούδαζα στὸ Φυσικὸ ἤξερα πολὺ καλὰ τὶ εἶναι τὸ
Ραδόνιο, ὁ Λάκης ὅμως ποὺ σπούδαζε ∆ημοσιογραφία δὲν εἶχε μυρωδιά. Ἐρευνητὴς νὰ σοῦ πετύχει!

«Ἕνα ραδιενεργό, Εὐγενὲς Ἀέριο εἶναι. Ἄσε, θὰ σοῦ ἐξηγήσω ἀργότερα» τοῦ πέταξα βιαστικὰ ὅταν
μὲ κοίταξε ἀπορρημένος, καὶ ἔκανα νόημα στὸν Κοῦλ νὰ συνεχίσει τὴ διήγηση.

«Λοιπόν, ἡ Ζωὴ ἐδῶ ἔχει προσαρμοστεῖ σὲ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, συχνὰ γεννιούνται μεταλλαγμένα ζῶα
καὶ φυτά, ποὺ ὅμως τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς εἶναι στείρα, ἀνίκανα νὰ δώσουν ἀπογόνους, κι ἔτσι τὸ
Οἰκοσύστημα ἐξυγειένεται ἀπὸ μόνο του. Αὐτὴ ἡ κατάσταση ἔχει βέβαια καὶ τὴν θετική της
πλευρά. Ἡ Ἐξέλιξη ἐδῶ εἶναι πολὺ πιὸ γοργὴ καὶ προχωρεῖ μὲ ἅλματα, ἐκεῖ ποὺ στὴν Ἐπιφάνεια
προχωράει σημειωτόν. Τὰ εἴδη ἐδῶ δὲν εἶναι στατικὰ ἀλλὰ δυναμικά, καθὼς ἡ ραδιενέργεια φέρνει
συνέχεια στὸ φῶς νέες παραλλαγές, οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι βέβαια θνησιγενεῖς, ὁρισμένες
ὅμως εἶναι καλύτερα προσαρμοσμένες στὸ περιβαλον, ἰκανότερες νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴ μάχη τῆς
ἐπιβίωσης. Οἱ μεταλλάξεις αὐτὲς εἶναι γόνιμες καὶ πολλαπλασιάζονται εἰς βάρος τῶν παλαιοτέρων
μορφῶν. Ἐδῶ μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ τὴ θεωρία τοῦ ∆αρβίνου σας νὰ ἐπιβεβαιώνεται σχεδὸν μπροστὰ
στὰ μάτια του. Μιλᾶμε φυσικὰ γιὰ τὴ θεωρία στὴν γενικότητά της καὶ ὄχι στὶς ἐπὶ μέρους

21
διατυπώσεις της, πού, συνηθέστατα, εἶναι λανθασμένες. Ὅλοι οἱ ἀνθρώπινοι κάτοικοι τῆς
Μεσόσφαιρας ἔχουμε πολὺ αὐξημένη ἀντοχὴ στὴ ραδιενέργεια, κυρίως χάρη σὲ κυτταρικοὺς
μηχανισμοὺς ποὺ βασίζονται σὲ ἐνζυμικὲς ἀντιδράσεις ἐπιδιόρθωσης τοῦ DNA. Σίγουρα θὰ ξέρετε τὶ
εἶναι τὸ DNA, ἢ μήπως ὄχι;»

«Καὶ βέβαια ξέρουμε», πετάχτηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ ὁ Λάκης, ποὺ ἐπιτέλους ἄκουγε ἕναν ἐπιστημονικὸ
ὅρο ποὺ τοῦ ἦταν κάπως οἰκεῖος. Ἂν καὶ ἀμφιβάλλω ἂν ἤξερε κάτι περισσότερο, πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν
ὅρο.

«Μπράβο. Χαίρομαι ποὺ ἔχω νὰ κάνω μὲ μορφωμένους ἀνθρώπους» συνέχισε ὁ Κοῦλ, κάπως
εἰρωνικά. «Ἔλεγα λοιπὸν γιὰ τὶς αὐξημένες ἀντοχὲς στὴ ραδιενέργεια ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς, οἱ κάτοικοι
τοῦ ἐσωτερικοῦ σὲ σχέση μὲ σᾶς ποὺ ζεῖτε ἔξω. Ἀκόμα κι ἔτσι ὅμως, ἡ ραδιενέργεια ποὺ ἔχουμε νὰ
ἀντιμετωπίσουμε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Γῆς μᾶς πέφτει πάρα πολλή. Στοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ
Ἀποικισμοῦ δημιουργήθηκαν πολλοὶ μεταλλαγμένοι ἀπὸ τὸ εἶδος μας, καὶ κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν
σὲ θέση νὰ φέρουν στὴ ζωὴ ἀπογόνους πού, ἂν καὶ δύσμορφοι, ἦταν σχετικὰ ὑγειεῖς. Οἱ ἄνθρωποι
αὐτοὶ ζοῦσαν σὰν παρίες, ἔξω ἀπὸ τὶς Κοινωνίες μας, ἀποδιωγμένοι ἀπὸ αὐστηροὺς νόμους, ποὺ
προέβλεπαν ἄμεση ἐκτέλεση σὲ ὅσους παραβίαζαν τὴν καραντίνα ποὺ τοὺς εἴχαμε ἐπιβάλει. Ναί,
ἔχουμε κι ἐμεῖς σκοτεινὲς σελίδες στὴν Ἱστορία μας... Ἀργότερα μάθαμε νὰ φτιάχνουμε κλειστοὺς
θόλους καὶ νὰ ἐλέγχουμε τὸ περιβάλλον μας καὶ τὰ ἔνστικτά μας. Πετύχαμε ἔτσι νὰ ἔχουμε σχεδὸν
μηδενικὴ ραδιενέργεια στὶς πόλεις μας καὶ οἱ τερατογενέσεις ἔπεσαν σὲ πολὺ χαμηλὰ ἐπίπεδα. Μὲ τὸν
καιρὸ βρήκαμε στὶς καρδιές μας ἀρκετὴ συμπόνοια καὶ ἐνδιαφερθήκαμε γιὰ τὰ ἀδέλφια μας,
προσπαθώντας νὰ ἐπανορθώσουμε τὴν ἀδικία. Οἱ ὁμάδες τῶν μεταλλαγμένων συνανθρώπων μας, ποὺ
τόσο βάρβαρα τοὺς εἴχαμε ἐγκαταλείψει στὴ μοίρα τους, ἀρνήθηκαν νὰ ἐπανενταχτοῦν σὲ μία
Κοινωνία ποὺ στὸ παρελθὸν τοὺς εἶχε κυνηγήσει καί, μερικὲς φορές, σκοτώσει. Ἔμαθαν νὰ
ἐπιβιώνουν μόνοι τους καὶ δημιούργησαν παράξενες κοινωνικὲς δομές, ἂν καὶ δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς
νὰ τοὺς χαρακτηρίσει πολιτισμένους, μὲ τὸν τρόπο τουλάχιστον ποὺ τὸ ἐννοοῦμε ἐμεῖς. Εἶναι μὲ αὐτὲς
τὶς διαρκῶς μετακινούμενες ὁμάδες, ποὺ ἔχουν πραγματοποιηθεῖ οἱ πιὸ πολλὲς ἐπαφὲς ἀπὸ τὸν Κλάδο
σας, ἂν καὶ σ΄ αὐτὲς θὰ πρέπει νὰ συνυπολογιστοῦν καὶ τὰ συναπαντήματα μὲ τὰ ζῶα τῆς
Μεσόσφαιρας, μεταλλαγμένα καὶ μή.

Ὅταν λοιπὸν δημιουργήσαμε κλειστὰ συστήματα καὶ ἐξασφαλίσαμε συνθῆκες ἀπαλλαγμένες ἀπὸ
ὑπερβολικὴ ραδιενέργεια, παρατηρήθηκε ἕνα ἐντελῶς ἀνεξήγητο φαινόμενο: Ἡ μεγάλη πλειοψηφία
ζωικῶν καὶ φυτικῶν εἰδῶν ποὺ βρέθηκαν στὶς προστατευμένες περιοχὲς ἄρχισε νὰ φθίνει σὲ ζωντάνια,
κάτι ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ ἀπὸ κανένα γνωστὸ βιολογικὸ μηχανισμό. Τὰ ζῶα πιὸ πολύ,
ἀλλὰ καὶ τὰ φυτὰ σὲ μικρότερο βαθμό, φαίνονταν σὰν νὰ εἶχαν χάσει τὴν ὄρεξη γιὰ ζωή.
Ζευγάρωναν λιγότερο, ἔτρωγαν λιγότερο, δὲν τραγουδοῦσαν καὶ δὲν ἔπαιζαν σχεδὸν καθόλου καὶ
γενικὰ φέρονταν σὰν νὰ βρίσκονταν σὲ μόνιμη κατάθλιψη. Τελικά, μὴν μπορώντας νὰ κατανοήσουμε
τὸ φαινόμενο, τὰ μετακινήσαμε καὶ τὰ ἀφήσαμε νὰ ζήσουν ἔξω ἀπὸ τὶς πόλεις μας. Εὐτυχῶς ἀρκετὰ
ἀπὸ τὰ ἀνώτερα εἴδη ζώων καὶ ἀπὸ τὰ πλέον χρήσιμα γιὰ μᾶς φυτὰ δὲν εἶχαν πρόβλημα μὲ αὐτὴ
τὴν ἀλλαγὴ στὶς συνθῆκες διαβιώσής τους καὶ προσαρμόστηκαν μία χαρὰ στὴ ζωὴ κοντά μας. Μὴ
ζητήσετε ἐξηγήσεις γιὰ αὐτὸ τὸ ἀλλόκοτο φαινόμενο. Σᾶς εἶπα, δὲν ἔχουμε ἰδέα. Ἡ μόνη προσέγγιση
ποὺ ρίχνει φῶς στὰ γεγονότα εἶναι ἡ ἄποψη πὼς ἡ δημιουργία τῆς ζωῆς στὴ Γῆ συντελέστηκε γιὰ
κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, στὰ πλαίσια τοῦ ὁποίου τὸ εἶδος μας παίζει κάποιο σημαντικὸ ρόλο. Τὸ
μέλλον θὰ δείξει ἂν αὐτὴ ἡ ἀνθρωποκεντρικὴ ἐξήγηση εὐσταθεῖ. Ὅσο γιὰ σήμερα, ἀρκετὲς
πληροφορίες σᾶς ἔδωσα, δὲν νομίζετε;»

Ἐγὼ εἶχα μείνει τόσο ἀποσβολωμένος ὅσο μπορεῖ νὰ φανταστεῖ ὁ καθένας, ὁ Λάκης ὅμως φάνηκε πιὸ
σκληρὸ καρύδι. Μὲ κάπως ψιλὴ φωνὴ εἶναι ἀλήθεια, φώναξε τὸν Κοῦλ, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ ἀποχωρεῖ
καὶ ἔκανε σαφὲς πὼς ἤθελε μερικὲς ἐπείγουσες ἀπαντήσεις. Ὁ ἄλλος ἔκανε ἕνα βαριεστημένο νεῦμα.

«Μὲ συγχωρεῖς Κοῦλ ἀλλά, νά, ἀναφέρθηκες στὸν Κόσμο σου καὶ τὸν ἀποκάλεσες «τὸ νέο μας
σπίτι». Ἐγώ, ξέρεις, ἔχω τὸ σπίτι μου στὸ Παγκράτι, κοντὰ στοῦ Ζωγράφου, δίπλα στὴ Φοιτητικὴ
Ἑστία, καὶ θὰ ἤθελα νὰ ἐπιστρέψω ἐκεῖ, ἂν καὶ ὄχι ἀμέσως, βέβαια...»

22
Ἀφελὴς ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ Λάκης μερικὲς φορές! Ἀφελὴς ἀλλά... μπράβο του. Ἔνοιωσα ξαφνικὰ ἕνα
χαρακτηριστικὸ ρούφηγμα στὸ στομάχι. Πολὺ σωστὴ ἐρώτηση. «Λές;...» σκέφτηκα.

«Ἅ, μάλιστα! Βέβαια, πρέπει νὰ τὸ ξεκαθαρίσουμε αὐτὸ τὸ ζήτημα, ἂν καὶ θὰ περίμενα πὼς εἶναι
μᾶλλον περιττὴ κάθε ἐξήγηση ἐπὶ τοῦ θέματος.» Μᾶς κοίταξε καὶ τοὺς δύο ἐπίμονα γιὰ λίγα
δευτερόλεπτα καὶ ἔνοιωσα τὸ ρούφηγμα στὸ στομάχι νὰ ἐπιδεινώνεται ραγδαῖα γιατὶ τὸ ὕφος του μοῦ
θύμισε τοὺς προπονητὲς τῶν ὁμάδων μας, ὅταν προσπαθοῦν νὰ δικαιολογήσουν ἧττες στὴν ἕδρα τους.

«Λοιπόν, εἶναι μᾶλλον προφανὲς πὼς ἔχουμε μερικοὺς πολὺ καλοὺς λόγους νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε
καθόλου τὴν ἐπιστροφή σας στό... Παγκράτι ἢ καὶ στὴν Καλαμάτα ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ στὴν
Ἐπιφάνεια. Ἔχετε δεῖ καὶ ἔχετε μάθει πράγματα πού, ἂν ἀνακοινώνονταν στὸν πολιτισμό σας, θὰ
προκαλοῦσαν ἀπίστευτο χάος καὶ στὴ δική σας ἀλλὰ καὶ στὴ δική μας κοινωνία. Πράγμα ποὺ
σημαίνει βεβαίως, πὼς μὲ κανέναν τρόπο δὲν θὰ ρισκάρουμε ὁποιαδήποτε μελλοντικὴ ἐπαφή σας μὲ
ἄλλους συνανθρώπους σας. Καὶ εἶναι ἐντελῶς μάταιο νὰ μὲ διαβεβαιώσετε γιὰ τὴν καλή σας πίστη.
Μάταιο, ἀφ΄ ἑνὸς γιατὶ δὲν μπορεῖτε οὔτε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι νὰ ἐμπιστευτεῖτε τοὺς ἑαυτούς σας, πόσο
μᾶλλον ἐμεῖς, καὶ ἀφ΄ ἑτέρου γιατὶ ἡ ἐπαναφορά σας στὴν Ἐπιφάνεια θὰ σήμαινε γιὰ σᾶς σίγουρο
θάνατο ἢ καὶ κάτι χειρότερο. Νὰ σᾶς ἐξηγήσω πὼς ἔχει τὸ πράγμα.

Ὅταν εἰσχωρήσατε σὲ ἀπαγορευμένη περιοχή, στὸ τοῦννελ κάτω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, θέσατε σὲ
λειτουργία ἕνα σύστημα παρακολούθησης ποὺ ἔχει ἀποδέκτες τόσο ἐμᾶς ὅσο καὶ ἕνα σωρὸ ἄλλους
Κλάδους ποὺ ζοῦν στὸ Ἐσωτερικό, τόσο συμμαχικοὺς ὅσο καὶ ἐχθρικούς. Οἱ Πύλες πρὸς τὴν
Ἐπιφάνεια ἐλέγχονται, βλέπετε, ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐνδιαφερόμενους καί, σὰν ἀποτέλεσμα συμφωνιῶν
ποὺ ἔχουμε κάνει μεταξύ μας, διέπονται ἀπὸ πολὺ αὐστηρὸ πρωτόκολλο γιὰ κάθε εἴσοδο ἢ ἔξοδο.
Ὅταν σᾶς ναρκώσαμε καὶ σᾶς κουβαλήσαμε ἐδῶ, πέρα ἀπὸ τοὺς ὅποιους δικούς μας λόγους, σᾶς
σώσαμε τὴ ζωή. Σᾶς ἀνέφερα ἤδη τοὺς ἰσχυροὺς δεσμοὺς φιλίας ποὺ νοιώθουμε γιὰ σᾶς, φίλιας ποὺ
δὲν συμμερίζεται κανένας ἄλλος Κλάδος. Ἂν δὲν σᾶς εἴχαμε ἐδῶ, μαζί μας, θὰ ἤσασταν κιόλας
νεκροί, ὅπως προβλέπουν οἱ συμφωνίες. Ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ σᾶς κρατήσουμε ἐδῶ, καὶ μπορεῖτε
νὰ αἰσθάνεστε ἀπόλυτα ἀσφαλεῖς ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπικράτειά μας μπορεῖτε νὰ μετακινηθεῖτε μόνο
μὲ δική μας συνοδεία, καὶ πάλι μὲ σχετικὴ μόνο ἀσφάλεια. Γιὰ τὴν Ἐπιφάνεια οὔτε λόγος. Θὰ σᾶς
σκότωναν ἢ θὰ πείραζαν τὰ μυαλά σας χωρὶς κανένα οἶκτο.»

Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔνοιωσα τὸν ἐγωισμό μου νὰ ὑπερνικᾶ τὴν φρονιμάδα καὶ τὴν καλὴ κρίση ποὺ
κατὰ γενικὴ ὁμολογία μὲ χαρακτηρίζουν. Ὅλ' αὐτὰ ποὺ ἄκουγα ἔμοιαζαν τόσο πολὺ μὲ φτηνὸ
σασπὲνς τοῦ προηγούμενου αἰώνα ὥστε, ὄχι μόνο νὰ μὴ μοῦ προκαλέσουν κανένα φόβο, ἀλλὰ καὶ νὰ
μὲ κάνουν νὰ φουντώσω ἀπὸ ἐπιθετικότητα.

«∆ηλαδή, Κοῦλ» τὸν ἔκοψα μὲ φωνὴ ὅλο εἰρωνία «τὶ θὰ μᾶς κάνουν; Θὰ μᾶς «καθαρίσουν»;»

Ὁ Κοῦλ γέλασε σιγανὰ μὲ τρόπο ποὺ μὲ ἔκανε νὰ ἀνατριχιάσω ἐλαφρῶς. «Ὄχι ἀπαραίτητα. Σχεδὸν
σίγουρα ὄχι. ∆ὲν μᾶς ἀρέσουν τέτοιες λύσεις γιατὶ γεννοῦν ὑποψίες. Μπορῶ ὅμως νὰ σκεφτῶ διάφορα
ἐναλλακτικὰ σενάρια, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δυό σας νὰ μαχαιρώσει τὸν ἄλλο,
μπροστὰ σὲ πολὺ κόσμο, καὶ μετὰ νὰ αὐτοκτονήσει. Ἢ ὁ ἕνας νὰ πάθει καρκίνο κι ὁ ἄλλος νὰ
ἐκδηλώσει συμπτώματα σχιζοφρένειας. Κάποιος ἀπὸ τοὺς δυό σας νὰ βιάσει μία κοπέλα, νὰ
συλληφθεῖ καὶ νὰ καταδικαστεῖ σὲ πολλὰ χρόνια κάθειρξη. Ὁ ἄλλος μπορεῖ νὰ εἶναι συνεργός, νὰ
καταδικαστεῖ ἐπίσης καὶ νὰ σκοτωθεῖ στὴ φυλακὴ ἀπὸ κάποιον ἰσοβίτη. Ὑπάρχει ἀκόμα τὸ AIDS,
μία σειρὰ ἀπὸ βολικὰ δυστυχήματα, καὶ διάφοροι ἄλλοι, πιὸ σύνθετοι καὶ πιὸ σατανικοὶ τρόποι νὰ
σᾶς κλείσουνε τὸ στόμα. Ἔχουν δοκιμαστεῖ ὅλ' αὐτὰ κατ΄ ἐπανάληψη. Μετὰ ἀπὸ ὅσα ἔχετε ἤδη δεῖ,
ἀμφιβάλλετε πὼς μποροῦμε νὰ ἐλέγξουμε πλήρως τὸ νοῦ καὶ τὸ σῶμα ὁποιουδήποτε συνηθισμένου
ἀνθρώπου, μὲ περισσὴ εὐκολία;»

∆ὲν ἦταν τόσο αὐτὴ ἡ ἀνατριχιαστικὴ ἀπαρίθμηση πένθιμων προοπτικῶν ὅσο ὁ ψυχρὸς τρόπος μὲ τὸν
ὁποῖο εἶχε μιλήσει ὁ Κοὺλ ποὺ μοῦ ξανάφεραν στὴν ἐπιφάνεια τὶς ἀρετὲς τῆς σύνεσης καὶ τῆς
φρονιμάδας, οἱ ὁποῖες μὲ προέτρεψαν νὰ ζαρώσω στὴ θέση μου καὶ νὰ καταπιῶ τὴ γλώσσα μου.

23
«Ἄλλωστε πρέπει νὰ σᾶς πῶ» συνέχισε ἀπτόητος, «πὼς δὲν θὰ ἦταν καὶ τόσο εὔκολο νὰ σᾶς
βγάλουμε στὴν Ἐπιφάνεια, ἀκόμα κι ἂν τὸ θέλαμε. Ἡ εἴσοδος ποὺ χρησιμοποιήσατε ἤδη μπαζώθηκε
ἀπὸ μία Ὑπηρεσία κάποιου Ὑπουργείου σας καὶ δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ πλέον».

Ἦταν ἡ σειρὰ τοῦ Λάκη νὰ γίνει Τοῦρκος.

«Τὶ ἔκανε λέει; Τὰ καθήκια!! Καὶ μὲ πιὰ δικαιολογία παρακαλῶ;»

«Μὲ καμμία ἀπολύτως.» ∆ήλωσε ἀφοπλιστικὰ ὁ Κοῦλ.

«Μὰ ἡ περιοχὴ εἶναι δασικὴ ἔκταση, ἀνήκει σὲ Μοναστήρι καὶ ἐπιπλέον ἔχει χαρακτηριστεῖ
Ἀρχαιολογικὸς Χῶρος», ἐπέμεινε ξεροκέφαλα ὁ Λάκης.

«Ἔ, καὶ λοιπόν; Ξέρετε καλύτερα ἀπὸ ἐμένα ὅτι, εἰδικὰ στὴν Πατρίδα σας, ἐλάχιστοι ἀσχολοῦνται
στὰ σοβαρὰ μὲ τέτοια θέματα καί, συνήθως, γιὰ ἐλάχιστο χρόνο.» Ἡ φωνὴ τοῦ Κοῦλ ἦταν τώρα
φορτωμένη μὲ καταφρόνια καὶ δὲν τὸν ἀδικῶ γιὰ αὐτό. «Σὲ λίγο καιρὸ θὰ βγάλουμε στὴν ἐπιφάνεια
κανένα σκάνδαλο γύρω ἀπὸ κάποια ἀσημαντότητα τῆς Τηλεόρασης καὶ τὸ θέμα θὰ ξεχαστεῖ
παντελῶς. Κι αὐτὸ τὸ ἔχουμε δοκιμάσει...»

«Καλά, δὲν χρειάζεται νὰ μοῦ ὑπενθυμίζεις τὸ ὅτι εἴμαστε ἠλίθιοι» ἀπάντησε πικρόχολα ὁ Λάκης,
ζοχαδιασμένος ἀπὸ τὸ ἀφοπλιστικὸ ὕφος τοῦ Κοῦλ.

«Τὸ θέμα αὐτὸ θὰ τὸ συζητήσουμε μία ἄλλη φόρα», συνέχισε ἐκεῖνος μὲ πιὸ συμβιβαστικὸ τόνο.
«Πρὸς τὸ παρὸν θέλω νὰ κατανοήσετε πώς, σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τοῦ γυρισμοῦ σας στὸ σπίτι σας, τὰ
πράγματα εἶναι ἁπλά. Πρῶτα-πρῶτα δὲν θέλουμε νὰ ξαναβρεθεῖτε μὲ τοὺς ἀνθρώπους τῆς
Ἐπιφάνειας, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἤδη ἐξήγησα. ∆εύτερον δὲν μποροῦμε νὰ σᾶς βοηθήσουμε, ἀκόμη κι
ἂν τὸ θέλαμε, ἀφοῦ ἔχουμε κλείσει τὴν εἴσοδο ποὺ χρησιμοποιήσατε καὶ ἡ ὁποία ἐλεγχόταν κυρίως
ἀπὸ ἐμᾶς, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ὑπόλοιπες εἰσόδους-ἐξόδους ποὺ ἐλέγχονται ἀπὸ ἄλλους Λαούς, ποὺ
σίγουρα σᾶς προτιμοῦν νεκρούς. Καὶ τρίτον, ἀκόμα κι ἂν θέλαμε καὶ μπορούσαμε νὰ σᾶς γυρίσουμε
πίσω, θὰ βρισκόσαστε στὸ νεκροτομεῖο ἢ μὲ σαλεμένα τὰ λογικά σας ἢ χωμένοι σὲ καμμία φυλακὴ
πρὶν καλά-καλὰ τὸ καταλάβετε. Ἐν ὀλίγοις, οὔτε θέλουμε οὔτε μποροῦμε καὶ οὔτε εἶναι γιὰ τὸ καλό
σας. ∆είξατε εὐφυΐα καὶ θάρρος μὲ τὸ νὰ προσπαθήσετε νὰ διαβεῖτε τὸ ἀπαγορευμένο σύνορο. Σᾶς
συγχαίρω γιὰ αὐτὸ ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ δεχτεῖτε πὼς ὅλα ἔχουν ἕνα τίμημα, ποὺ θὰ πρέπει νὰ
πληρώσετε. Θὰ ἔλεγα πὼς εἶστε ἐξαιρετικὰ τυχεροὶ ποὺ βρίσκεστε ζωντανοὶ στὰ χέρια μας καὶ θὰ
ἤθελα νὰ σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι θὰ μᾶς βρεῖτε ἰδιαίτερα φιλικοὺς καὶ τὴν καινούρια σας πατρίδα
ἐξαιρετικὰ συναρπαστικὴ ὥστε ὁ πόνος σας γιὰ αὐτὰ ποὺ χάσατε νὰ εἶναι πολὺ λιγότερος ἀπὸ τὴ
χαρὰ γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ σᾶς περιμένουν. Λοιπόν, τὶ λέτε;»

Τὶ νὰ λέγαμε; Εἴχαμε καταπιεῖ τὴ γλώσσα μας. Ὁ Κοῦλ ξανασηκώθηκε νὰ φύγει καὶ πάλι ὁ Λάκης
τὸν σταμάτησε. «Ἔ, ξέχασες νὰ μᾶς ἀφήσεις ἐκείνη τὴ συσκευὴ ποὺ μᾶς εἶπες.» Τὸ μυαλὸ τοῦ
Λάκη ἐξακολουθοῦσε νὰ λειτουργεῖ, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δικό μου, ποὺ τὰ εἶχε φτύσει τελείως.
Μεγάλο σκάνδαλο!

«Τὴ συσκευὴ σᾶς τὴν ἄφησα ἤδη. Μὴν ψάχνετε, δὲν πρόκειται γιὰ ὑλικὸ ἀντικείμενο. Καιρὸς νὰ
ἀρχίσετε νὰ ἐξοικειώνεστε μὲ τὴν ψυχοτρονικὴ τεχνολογία. Ἔχετε πάρει ἤδη μία γεύση, ἔτσι δὲν
εἶναι; Λοιπόν, μὴν ἀνησυχεῖτε, θὰ σᾶς φανερωθεῖ μόνη της, ὅταν θὰ τὸ ζητήσετε. Ὑπάρχει ὅμως
κάτι ἄλλο ποὺ πράγματι ξέχασα νὰ σᾶς τὸ δώσω.» Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἔβαλε τὸ χέρι του στὴν
κελεμπία ποὺ φοροῦσε (πῶς ἀλλοιῶς νὰ τὴ χαρακτηρίσω;) καὶ τράβηξε δύο τετράδια καὶ δύο στυλὸ
BIC!

«Αὐτὰ σίγουρα σᾶς εἶναι οἰκεῖα, ἀφοῦ προέρχονται ἀπὸ κάποιο χαρτοπωλεῖο τῆς Ἀθήνας. Θὰ εἶναι
μία πρώτης τάξης χαλάρωση γιὰ τὰ νεῦρα σας ἂν ἀφιερώσετε κάποιο χρόνο νὰ καταγράψετε τὸ
χρονικὸ τῆς περιπέτειας ποὺ ζεῖτε. Ἀργότερα αὐτὴ ἡ καταγραφὴ θὰ σᾶς εἶναι ἀνεκτίμητη. Σᾶς τὸ

24
συνιστῶ ἀνεπιφύλακτα. Καὶ τώρα, φίλοι μου, ἂν τελειώσανε οἱ ἐρωτήσεις, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ
ἀποχωρήσω.»

Αὐτὴ τὴ φορὰ κανείς μας δὲν τὸν σταμάτησε. Πλήσιασε τὸν τοῖχο, ἕνα ἄνοιγμα δημιουργήθηκε ἀπὸ
τὸ πουθενὰ καὶ ἔκλεισε πίσω του. Μείναμε νὰ κοιτᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Γιὰ πολλὴ ὥρα δὲν
ἀνταλλάξαμε κουβέντα. Τὶ νὰ λέγαμε; Τὰ μυαλά μας εἶχαν μουδιάσει, λὲς καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴχαμε
ἀκούσει καὶ ζήσει νὰ μὴν ἦταν τίποτα περισσότερο ἀπὸ μία θεατρικὴ παράσταση. Εἴχαμε σὲ τέτοιο
βαθμὸ ἐθιστεῖ ἀπὸ τὰ τόσα διηγήματα ποὺ εἴχαμε διαβάσει, ποὺ ἦταν πέρα ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας τὸ
νὰ ἀξιολογήσουμε τὴν πραγματικότητα ποὺ ζούσαμε! Τὴ σιωπὴ ἔσπασε πρῶτος ὁ Λάκης, ποὺ εἶχε
καὶ ρέντα.

«Βρὲ γιὰ κοῖτα. Μᾶς τὰ ἔλεγε ὁ Ποῦλος καὶ μεῖς τὸν καρπαζώναμε!»

Ἀναφερόταν σὲ ἕνα φίλο μας, ὀνόματι Γιάννη, ποὺ εἶχε αὐτοανακηρυχθεῖ «ἐρευνητής» καὶ μᾶς εἶχε
ταράξει στὸ παραμύθι, γιὰ αὐτὸ καὶ τὸν φωνάζαμε «Ποῦλο». Καὶ νὰ ποὺ τώρα ζούσαμε μία τόσο
ἀπίστευτη περιπέτεια, ποὺ οἱ ψευτιές του φαίνονταν νὰ βρίσκονται μέσα στὰ πλαίσια τῆς λογικῆς,
θεμελιωμένες σὲ πραγματικὲς ἐμπειρίες. «Τὸ Σύμπαν εἶναι τρελλό,» ἀποφάνθηκα, «ἢ τουλάχιστον
μεθυσμένο!» Σιγά-σιγὰ ἡ γλώσσα μας λύθηκε καὶ ἄρχισε νὰ πηγαίνει ροδάνι. Ἀπ' ὅλα τὰ ἀπίστευτα
ποὺ εἴχαμε ζήσει, τὸ πιὸ ἀνεξήγητο ἦταν ὅτι ὄχι μόνο εἴχαμε κατανοήσει ἀλλὰ καὶ εἴχαμε μιλήσει
μία ἐντελῶς ἄγνωστη Γλώσσα, μὲ περισσότερη εὐχέρεια ἀκόμα κι ἀπὸ τὴ μητρική μας. Καὶ ὅμως,
τώρα ποὺ ὁ Κοῦλ εἶχε φύγει, μᾶς ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ ἀρθρώσουμε ἢ νὰ θυμηθοῦμε ἔστω καὶ
μία λέξη ἀπὸ τὴ Γλώσσα αὐτή. Κάναμε πολλὲς προσπάθειες ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ μπορούσαμε νὰ
ἀνασύρουμε ἀπὸ τὴ μνήμη μας ἦταν μία λέξη, ἢ κομμάτι λέξης, ποὺ μᾶς φαινόταν ὅτι
ἐπαναλαμβανόταν συνέχεια, κάτι σὰν «ἔλιγιου» ἢ «ἔλνιιου» ἢ «ἐγλίγιουου» ἢ κάτι τέτοιο τέλος
πάντων, μὲ τὴν προσθήκη τοῦ γράμματος «μί» κάπου στὸ ἐνδιάμεσο, ἂν καὶ στάθηκε ἀδύνατο νὰ
βροῦμε πὼς ἀκριβῶς συνδυαζόταν. Ὅταν ὁ ἐνθουσιασμός μας καταλάγιασε ἀρχίσαμε νὰ
συνειδητοποιοῦμε τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόμασταν καθὼς καὶ τὰ ὅσα εἴχαμε διδαχθεῖ γιὰ
τὴν πραγματικὴ Ἱστορία τῆς παρουσίας τοῦ Ἀνθρώπου στὴ Γῆ. Αὐτὸ ἦταν κάτι πολὺ πάνω ἀπὸ τὶς
δυνάμεις μας, ἔτσι καταφύγαμε κι οἱ δυό μας στὴ μοναδικὴ διέξοδο ποὺ μᾶς δινόταν γιὰ νὰ
ἀποφύγουμε νὰ σκεφτοῦμε σοβαρὰ καί, ταυτόχρονα, νὰ διατηρήσουμε ἀλώβητο τὸν αὐτοσεβασμό μας.
Βυθιστήκαμε σὲ ἕνα βαθύ, μακάριο ὕπνο! Ἡ ἄρνηση πάντως τοῦ νὰ σκεφτοῦμε πραγματικὰ τὰ ὅσα
μᾶς εἶχε ἀποκαλύψει ὁ Κοῦλ κράτησε πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν ὕπνο. Ἀκόμα καὶ ὅταν
περπατήσαμε σὲ ἀπόκοσμα τοπία καὶ εἴδαμε πανάρχαιους θρύλους νὰ ἀποκτοῦν σάρκα καὶ ὀστά,
ἐξακολουθήσαμε νὰ ἀρνιόμαστε, ὑποσυνείδητα, τὶς ἴδιες μας τὶς ἐμπειρίες. ∆ιαπιστώσαμε ὅτι οἱ
ἀντοχὲς τοῦ ἀνθρώπινου Κλάδου στὸν ὁποῖο ἀνήκουμε, ἑνὸς Κλάδου ποὺ κυριολεκτικὰ ζεῖ σὲ
θερμοκοιτίδα, εἶναι ἐξαιρετικὰ περιορισμένες. Ἀκόμα καὶ ἡ περιβόητη ἠλιθιότητα ποὺ μᾶς
χαρακτηρίζει δὲν εἶναι παρὰ μία μισοηθελημένη ἀντίδρασή μας στὸ ἀσύλληπτο Σύμπαν καὶ στὴν
θέση μας σ΄ αὐτό. Εἴχαμε κάνει ἕνα μεγάλο βῆμα, ὁ Λάκης κι ἐγώ, καὶ προσπαθούσαμε τώρα νὰ
κλείσουμε τὰ μάτια στὴν Εἰκόνα ποὺ μᾶς εἶχε ἀποκαλυφθεῖ, μόνο ποὺ αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ
διαρκέσει γιὰ πάντα. Ἀλλὰ ἂς συνεχίσω τὴν ἀφήγηση τῶν γεγονότων χωρὶς νὰ προτρέχω.

Ξυπνήσαμε περίπου ταυτόχρονα. Εἴχαμε κάνει κι οἱ δυό μας ἕναν ἀναζωογονητικὸ καὶ –μᾶλλον
ἀνεξήγητα– χωρὶς ὄνειρα ὕπνο. Οἱ κύλινδροι τῆς τροφῆς ἦταν γεμᾶτοι μὲ παγωμένα, χλιαρὰ καὶ
ζεστὰ ὑγρὰ ποὺ ἀνέδιδαν ὑπεροχὲς εὐωδιές. Φάγαμε, ἢ μᾶλλον ἤπιαμε, μὲ ὄρεξη καὶ μετὰ
μπλοκάραμε! Ἀρχίσαμε νὰ λέμε ἀνοησίες, προσπαθώντας νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν τρομακτικὴ
ἀνατροπὴ ποὺ εἶχε συντελεστεῖ σὲ κάθε τὶ τὸ οἰκεῖο, σὲ κάθε τὶ τὸ ἁπτό. Μιλήσαμε γιὰ τὴ
διακόσμηση τοῦ δωματίου μας, γιὰ τὸ ντύσιμο τοῦ Κοῦλ, φτάσαμε νὰ συζητᾶμε μέχρι καὶ γιὰ τὶς
ἐξετάσεις μας στὸ Πανεπιστήμιο! Τὸ πράγμα εἶχε καταντήσει γελοῖο, ὅταν ὁ Λάκης κατέβασε μία
θαυμάσια ἰδέα. Τὰ μπλοκάκια ποὺ μᾶς εἶχε δώσει ὁ Κοῦλ καὶ ἡ προτροπή του νὰ κρατήσουμε ἕνα
εἶδος ἡμερολογίου ἦταν ὅτι ἔπρεπε γιὰ νὰ ἀρχίσουμε νὰ προσεγγίζουμε τὰ ἀπίστευτα γεγονότα ποὺ
ζούσαμε, πρὶν ἡ κατάσταση ξεφύγει τελείως ἀπὸ τὸν ἔλεγχό μας.

Ἄρχισα νὰ γράφω τὸ χρονικό της περιπέτειάς μας, μίας περιπέτειας πού, δὲν εἶχα ἀμφιβολία γιὰ
αὐτό, μᾶς κατέτασε πολὺ πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἐξερευνητὲς ποὺ εἶχα θαυμάσει –καὶ ζηλέψει–

25
στὰ πυρετικά μου ξενύχτια συντροφιὰ μὲ τὰ βιβλία μου. Ἤξερα πὼς καὶ ἡ πιὸ ἀσήμαντη
λεπτομέρεια μετροῦσε καὶ προσπάθησα νὰ μὴν παραλείψω ἀπολύτως τίποτε ἀπὸ τὰ συναισθήματα,
τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐμπειρίες μου. Ὅπως τὸ περίμενα, τὸ γράψιμο μοῦ ἔκανε πολὺ μεγάλο καλὸ καὶ
μὲ βοήθησε νὰ συγκεντρώσω τὶς σκέψεις μου καὶ νὰ προσαρμοστῶ καλύτερα στὸ παρόν. Παρ΄ ὅλα
αὐτά, ἔπιασα κατ΄ ἐπανάληψη τὸν ἑαυτό μου ἀφηρημένο νὰ ζωγραφίζει καρτουνάκια σὲ μία
προσπάθεια νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ γεγονότα. Ἀλλὰ ἦταν πολὺ ἀργὰ πιὰ γιὰ αὐτό...

Κάποτε τὸ γράψιμο τελείωσε καὶ ἐπιφυλάχτηκα νὰ τὸ ἐμπλουτίσω ἀργότερα μὲ περισσότερες


λεπτομέρειες. Ὁ Λάκης ἔγραφε ἀκόμα μετὰ μανίας καὶ σκέφτηκα πὼς δὲν θὰ ἦταν σωστὸ νὰ τὸν
διακόψω. Ἄρχισα νὰ στίβω τὸ μυαλό μου προσπαθώντας νὰ θυμηθῶ τὴ Γλώσσα ποὺ εἶχα καταλάβει
καὶ μιλήσει μὲ τόση εὐχέρεια πρὶν ἀπὸ λίγες μόνο ὧρες ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ κατάφερα ἦταν νὰ μὲ
πάρει πάλι ὁ ὕπνος.

26
«Γιατὶ ἡ Γῆ κρύβει στὰ σπλάχνα
τῆς ἀμέτρητα θαύματα, ἄγνωστα κι
ἀδιανόητα γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς
ἐπιφάνειάς της…»

ὲ ξύπνησε ὁ Λάκης. Εἶχε κι αὐτὸς τελειώσει τὶς σημειώσεις του καὶ μοῦ
ἐξομολογήθηκε πὼς ἡ σιωπὴ τοῦ ἔδινε στὰ νευρά. Συνειδητοποιήσαμε κι οἱ δυὸ
τότε τὸ πόσο σημαντικοὶ ἤμασταν πλέον ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο, σὲ ἕνα Κόσμο ποὺ
εἶχε γίνει ξαφνικὰ σκοτεινὸς κι ἀπέραντος. Σκεφτήκαμε νὰ συγκρίνουμε τὶς
σημειώσεις μας ἀλλὰ τελικὰ ἀποφασίσαμε πὼς εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ
ἀναζητήσουμε τὴ συσκευὴ γιὰ τὴν ὁποία εἶχε κάνει λόγο ὁ Κοῦλ. Ἀρχίσαμε νὰ
κοιτᾶμε ὁλόγυρα, μὴ ξέροντας τὸ τὶ ἀκριβῶς ψάχναμε, ὅταν ξάφνου ὁ τοῖχος
χάθηκε ἀπὸ μπροστά μας καὶ τὴ θέση του πῆρε ἕνα τοπίο ποὺ θὰ ἔκανε κάθε σκηνοθέτη ταινιῶν
Ἐπιστημονικῆς Φαντασίας νὰ ἐκστασιαστεῖ.

Κοιταχτήκαμε ἀπορημένοι ἀλλὰ εἴχαμε πλέον ἀρχίσει νὰ συνηθίζουμε στὰ θαύματα καὶ ἀφήσαμε γιὰ
κάποια ἄλλη φόρα τὴ διερεύνηση τῆς λειτουργίας τοῦ κρυφοῦ μηχανισμοῦ. Ἐκεῖ μπροστά μας ὑπῆρχε
ὁλοζώντανη ἡ εἰκόνα τοῦ μυστηριώδους ἐσωτερικοῦ τῆς Γῆς ποὺ ἔχει ἐμπνεύσει ἀμέτρητους θρύλους
καὶ ποὺ ἡ σαγήνη του μᾶς εἶχε ρίξει σὲ αὐτὴ τὴν τρελλὴ περιπέτεια. Πλησιάσαμε λίγο γιὰ νὰ δοῦμε
καλύτερα, ὅταν τὸ τοπίο κινήθηκε μαζί μας, σὰν νὰ βρισκόμαστε μέσα του! Εἴχαμε πιστέψει πὼς
ἐπρόκειτο γιὰ κάτι σὰν γιγαντοοθόνη ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἀόρατο Κάτι, ποὺ ὁ Κοῦλ εἶχε ἀποκαλέσει
ἀδιάφορα «συσκευή» ξεπερνοῦσε κατὰ πολὺ καὶ τὴν πιὸ τραβηγμένη φαντασίωσή μας. Ἔχοντας ἤδη
λάβει κάποια δείγματα τῆς τεχνολογικῆς ὑπεροχῆς τῶν Ἀνθρώπων ποὺ μᾶς φιλοξενοῦσαν θὰ ἔπρεπε
νὰ περιμένουμε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ ἐπιτεύγματα τῆς Philips καὶ τῆς Sony ἄλλα τὸ σύστημα
ποὺ εἶχε τεθεῖ στὴν ὑπηρεσία μας παρέπεμπε πιὸ πολὺ στὴ Μαγεία παρὰ στὴν Τεχνολογία...

Φάγαμε ὧρες καὶ ὧρες κοιτώντας, ἐρευνώντας αὐτὸ τὸν καινούριο Κόσμο. Ὧρες καὶ ὧρες, καὶ ὅμως
ἦταν ἀδύνατο νὰ χορτάσουμε τὴν περιέργειά μας ποὺ φούντωνε ὁλοένα καὶ πιὸ πολὺ τὴν κάθε στιγμὴ
ποὺ περνοῦσε. Θυμᾶμαι ὅτι ἤθελα πολὺ ὥρα νὰ πάω στὴν τουαλέτα ἀλλὰ δάγκωνα τὰ χείλη μου καὶ
κρατιόμουν, μέχρι ποὺ δάκρυσα. Θέλαμε νὰ σταματήσουμε νὰ κοιτᾶμε, καθὼς τὰ μυαλά μας
πονοῦσαν ἀπὸ τὸν χείμαρρο τῶν εἰκόνων, τῶν ἤχων, τῶν ὀσμῶν καὶ τῶν γεύσεων ποὺ τὰ κατέκλυζαν,
ἀλλὰ ἦταν τελείως ἀδύνατον. Γιατὶ ἡ Γῆ κρύβει στὰ σπλάχνα της ἀμέτρητα θαύματα, ἄγνωστα κι
ἀδιανόητα γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς ἐπιφάνειάς της καὶ ἡ «συσκευή», ὅπως τὴν εἶχε ἀποκαλέσει ὁ
οἰκοδεσπότης μας, εἶναι, ἴσως, τὸ μεγαλύτερο θαῦμα ἀπὸ ὅλα. Συσκευή; Μᾶλλον τὸ ἴδιο τὸ Τρίτο
Μάτι τῶν Ἀποκρυφιστῶν!

Μὲ τὴ βοήθεια αὐτῆς τῆς ἀόρατης μηχανῆς μπορούσαμε νὰ «κινηθοῦμε» κατὰ βούληση ὁπουδήποτε
στὸ χῶρο, σὰν νὰ ἤμασταν παντοδύναμα πνεύματα, μὲ μόνη ἑξαίρεση τὰ ἰδιωτικὰ καὶ κάποια ἀπὸ τὰ
δημόσια κτίρια. Στὴ διάθεσή μας ἦταν ὅλη ἡ ἐπικράτεια τῶν Ἐκαουαραλεμάνεν, μία ἔκταση
περίπου ὅσο ἡ Ἱσπανία, ἡ Γαλλία, ἡ Γερμανία καὶ οἱ Κάτω Χῶρες μαζί, καὶ τὸ στρῶμα τῆς
ἀτμόσφαιράς της, ποὺ τὸ ὕψος του κυμαίνεται ἀπὸ τὰ δυὸ μέχρι τὰ ἑπτὰ περίπου χιλιόμετρα. Ἡ
μηχανή, ἂν μπορῶ νὰ τὴν ἀποκαλέσω ἔτσι, εἶναι ἕνα εἶδος software ποὺ ἐπεκτείνει δραματικὰ τὶς
ἰδιότητες τοῦ Τοίχου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ μὲ τὴ σειρά του μία ἐξαιρετικὰ σύνθετη συσκευὴ ποὺ ἔχει τὴν
δυνατότητα νὰ μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνεῖ ἀπ΄ εὐθεῖας μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό. Αὐτὸ ποὺ ἔχει τὴ
μεγαλύτερη πλάκα ὅμως εἶναι τὸ ὅτι δὲν μεταδίδει μόνο ὀπτικὰ ἐρεθίσματα. Ἀκοῦς, μυρίζεις, γεύεσαι
καὶ ἀκουμπᾶς τὰ πάντα, ἀκριβῶς σὰν νὰ βρίσκεσαι μὲ τὸ σῶμα σου ἐκεῖ. Ἔνοιωσα κρύο καὶ ζέστη,
αἰσθάνθηκα τὸν ἄνεμο καὶ τὴ βροχή, μύρισα λουλούδια καὶ γεύτηκα καρποὺς ἀκούγοντας τὶς κραυγὲς
ἀπίστευτων πουλιῶν μὲ φόντο τὸν παφλασμὸ τῶν κυμάτων σὲ κατάμαυρες θάλασσες ποὺ δὲν ἔχουν
ἀντιφεγγίσει ποτὲ τὸ φῶς τοῦ Ἡλίου. Ἔτρεξα, κολύμπησα, αἰωρήθηκα καὶ πέταξα ὥσπου ἔνοιωσα
ναυτία καὶ ἴλιγγο. Ἡ μηχανὴ ἀνταποκρίνεται στὴ βούληση, πρὶν κὰν συνειδητοποιήσεις κάποια

27
ἐπιθυμία σου, αὐτὴ τὴν ἐκτέλει. ∆ὲν χρειάστηκε νὰ καταβάλουμε καμμία συνειδητὴ προσπάθεια, ἡ
μηχανὴ προσαρμόστηκε ἀμέσως στὰ μυαλά μας καὶ μᾶς ὑπέδειξε τὸ πὼς ἔπρεπε νὰ τὴ χειριστοῦμε.
Ὑπάκουε ἐξ ἴσου τὶς ἐπιθυμίες καὶ τῶν δυό μας, ἐκτελώντας πότε τὴ μία καὶ πότε τὴν ἄλλη μὲ μία
ἱεράρχηση ποὺ τὴν ἀντιλαμβανόμαστε κι οἱ δυὸ ἀλλὰ ποὺ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἀποδοθεῖ λεκτικά.
Μπορούσαμε νὰ ζουμάρουμε ὁπουδήποτε θέλαμε καὶ νὰ μεγαλώνουμε τὴν εἰκόνα ὅσο τραβοῦσε ἡ
ὄρεξή μας. Ὅταν συνέχισα νὰ μεγενθύνω ἕνα ἐξωτικὸ φυτό, προσπαθώντας νὰ δῶ μέχρι ποὺ φτάνουν
οἱ δυνατότητές της, ἔφτασα στὸ σημεῖο νὰ βλέπω μέχρι καὶ τοὺς πυρῆνες τῶν κυττάρων του!
Ἀνάλογα μὲ τὴν ὄρεξή μας ἀκούγαμε ὁλοκάθαρα τὸ πέταγμα μικροσκοπικῶν ἐντόμων, δοκιμάζαμε
ἀλλόκοτες γεύσεις καὶ νοιώθαμε σὲ ὅλο μας τὸ σῶμα τὸ ἄγγιγμα τῆς βροχῆς. Ἡ πλέον χρήσιμη
λειτουργία της ὅμως ἦταν τὸ ὅτι ἀπαντοῦσε σὲ κάθε νοερή μας ἐρώτηση σχετικὰ μὲ αὐτὰ ποὺ
ἀντίκρυζαν τὰ μάτια μας. Ἕνας χείμαρρος ἀπὸ στοιχεῖα καὶ πληροφορίες διοχετευόταν στὰ
πεινασμένα μυαλά μας καὶ μᾶς πρόσφερε ἀνεκτίμητη βοήθεια ὥστε νὰ μὴ σαλτάρουμε τελείως.
Ὑπῆρχαν καὶ περιορισμοὶ βέβαια, ἡ μυστηριώδης συσκευὴ ἀρνιόταν νὰ μεταδώσει συνομιλίες
ἀνθρώπων ἢ νὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ «χαϊδέψουμε» ὑπέροχες κατάξανθες καλονές, ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν κάτι
τὸ ἀπολύτως δικαιολογημένο καὶ δὲν μᾶς χάλασε καθόλου τὸ κέφι. Μόλις συνήλθαμε ἀπὸ τὸ πρῶτο
ξάφνιασμα καὶ καταλάβαμε τὶς δυνατότητες ποὺ μᾶς δινόταν ξεχυθήκαμε μπροστά.

Στὴν ἀρχὴ κινούμαστε ἀδιάκοπα, σὰν μεθυσμένα ὀρτύκια, κοιτάζοντας τὰ πάντα, ζῶα, φυτά,
σπίτια, ἀνθρώπους, ὥσπου νοιώσαμε ὅτι, ἂν δὲν ἐρευνούσαμε μὲ κάποιο σύστημα, θὰ
τρελλαινόμασταν. Ἀποφασίσαμε πὼς ἡ πρώτη μας προτεραιότητα θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ κοινωνία τῆς
ὁποίας ἀποτελούσαμε πλέον μέρος. Μπήκαμε σὲ δημόσια κτίρια καὶ σὲ εἰκονοαρχεῖα, κάτι σὰν τὴ
δική μας τηλεόραση, ὅπως θὰ εἶναι, ἴσως, διακόσια τόσα χρόνια στὸ μέλλον. Ἀκούσαμε πολιτευτὲς
νὰ ἀγορεύουν καὶ ποιητὲς νὰ ἀπαγγέλουν ποιήματα. Μὲ κάποια περίεργη ἀλχημεία ἡ Γλώσσα τους
μᾶς ἦταν καὶ πάλι οἰκεία, λὲς καὶ τὴ μιλούσαμε ἀπὸ τὰ γενοφάσκια μας. Εἴδαμε, ἀκούσαμε,
διαβάσαμε καὶ σύντομα μᾶς ἔπιασε δέος. Ἡ Χώρα τῶν Ἐκαουαραλεμάνεν, ποὺ σημαίνει «οἱ
Ἄνθρωποι τῆς Ἐκαουάρ» ἢ «Αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Ἐκαουάρ», εἶναι μία ἐξαιρετικὰ
πολιτισμένη Χῶρα, σὲ βαθμὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ Οὐτοπία γιὰ τοὺς βαρβαρικοὺς καὶ
ἀπολίτιστους ἀνθρώπους ποὺ συνωθοῦνται στὴν ἐπιφάνεια τοῦ Πλανήτη, μακάριοι μέσα στὴν ἄγνοια
καὶ τὴν ἀδιαφορία τους. ∆ὲν ὑπάρχουν ἀρρώστιες, ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ ψυχικές, δὲν ὑπάρχει ἀδικία ἢ
ἔγκλημα. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι στὴ μεγάλη τους πλειοψηφία εὐθεῖς καὶ δίκαιοι, ἂν καὶ ἔχουν
ἐλαττώματα καὶ μικροκακίες. Ἡ Τεχνολογία βρίσκεται σὲ ὕψη ἀσύλληπτα γιὰ μᾶς, μὲ
χαρακτηριστικὸ δεῖγμα αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ συσκευὴ ποὺ χρησιμοποιούσαμε. Οἱ πρῶτες ὕλες ὑπάρχουν
σὲ ἀνεξάντλητες ποσότητες καὶ εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ἐξωρυχθοῦν, ἐκτὸς ἀπὸ κάποια σπάνια μέταλλα,
ποὺ τὰ προμηθεύονται μὲ διΰληση τοῦ νεροῦ τῶν θαλασσῶν τους ἢ τὰ εἰσάγουν ἀπὸ ἄλλες περιοχές.
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ εἶναι ἄπιαστοι εἶναι ἡ Ἐνέργεια. Παλιότερα χρησιμοποιοῦσαν τὰ ἄφθονα ραδιενεργὰ
μέταλλα ποὺ κρύβει ἡ Γῆ στὰ σπλάχνα της, εἶχαν ὅμως τὴν τεχνολογία νὰ μὴν ἀφήνουν ραδιενεργὰ
κατάλοιπα. Τώρα πλέον ἔχουν ἀφήσει πίσω τους κάθε συμβατικὴ μέθοδο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ
κατανοήσει ὁ ὑπανάπτυκτος Κλάδος ἀπὸ τὸν ὁποῖο καταγόμαστε. Χρησιμοποιοῦν τὴν
ὑπερκρυσταλλικὴ δομὴ τοῦ Πλανήτη, μία συνθέτη ἔννοια ποὺ ἐκφράζει τὸ σχῆμα του, τὴ διάταξη
τῶν ὑλικῶν καθὼς καὶ τὸ σύνολο τῶν ἠλεκτρομαγνητικῶν καὶ βαρυτικῶν του ὑποπεδίων, σὺν
ὁρισμένες ἀκόμη μεταβλητὲς ποὺ ἡ ἐπιστήμη μας τὶς ἀγνοεῖ. Ὅλα αὐτὰ συνθέτουν μία ἑνιαία
μαθηματικὴ ἔκφραση ποὺ ὑποδεικνύει συγκεκριμένα σημεῖα στὰ ὁποῖα, ἂν τοποθετηθοῦν κρύσταλλοι
καθορισμένης σύστασης, διεγείρονται, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν παραγωγὴ ἄφθονης δωρεὰν ἐνέργειας
δίχως ρύπους καὶ οἰκολογικὴ ἐπιβάρυνση. Τὸ πεδίο τῆς Γῆς εἶναι κατὰ κάποιον τρόπο ἑνιαῖο μὲ τὸ
ὑπερπεδίο ὁλοκλήρου τοῦ Ἡλιακοῦ Συστήματος, πράγμα ποὺ σημαίνει πὼς ἡ ἐνέργεια ποὺ μπορεῖ νὰ
ἀντληθεῖ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο εἶναι πρακτικὰ ἀνεξάντλητη.

Οἱ πόλεις τους εἶναι ἐξαιρετικὰ ὁμοιόμορφες καὶ πολὺ εὐχάριστες στὸ μάτι. Ἀποτελοῦνται ἀπὸ
γραφικότατα σπιτάκια μὲ κυρτοὺς τοίχους καὶ στέγες, σχεδὸν σφαιρικὰ στὸ σχῆμα. Αὐτὰ εἶναι
πάντοτε ἄσπρα, μὲ μικρὴ συμμετοχὴ ἄλλων χρωμάτων καὶ κολλητὰ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, ἔτσι ὥστε νὰ
σχηματίζονται οἰκοδομικὰ συμπλέγματα ποὺ θυμίζουν τσαμπιά. Ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν φιδογυριστά
στενὰ δρομάκια, γεμάτα μαγαζάκια καὶ φωτισμένα μὲ περίεργα φῶτα. Κενοὶ χῶροι δὲν ὑπάρχουν
σχεδὸν καθόλου ἐνῶ τὰ διάφορα μέρη τῆς πόλης ἑνώνονται μὲ μεγάλες ὑπόγειες λεωφόρους, στὶς
ὁποῖες κινοῦνται ἀθόρυβα μεγάλα ὀχήματα. Ἡ κυκλοφορία στὴν ἐπιφάνεια διεξάγεται κυρίως μὲ

28
μεγαλόσωμα ζῶα, κάτι σὰν ὑπερμεγέθη καγκουρῶ, μὲ μεγάλα ὅμως μπροστινὰ πόδια, ἔτσι ποὺ
διατηροῦν μία ἠμιόρθια στάση ποὺ δὲν θυμίζει κανένα ἀπὸ τὰ γνωστὰ εἴδη τῆς Ἐπιφάνειας. Τὰ ζῶα
αὐτὰ εἶναι τὰ Ἄλμουου, γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς ἔκανε λόγο ὁ Κοῦλ. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ὧρες παρατηρήσης
συνειδητοποιήσαμε πόσο ἀλλόκοτα εἶναι καὶ πόσο ἐκπληκτικὴ θέση κατέχουν στὴν κοινωνία τῶν
Ἐκουαραλεμάνεν. Ἦταν ὁλοφάνερο πὼς πρόκειται γιὰ πανέξυπνα ὄντα καὶ πὼς διαθέτουν κάποιες
τηλεπαθητικὲς ἱκανότητες. Εἶναι ἀπόλυτα ἀφοσιωμένα στὸν συγκεκριμένο Ἀνθρώπινο Κλάδο καὶ τὸν
ὁποῖο ὑπηρετοῦν πιστά, ἀλλὰ μόνο ὅταν πρόκειται γιὰ καλοὺς σκοπούς. Ἔτσι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι
θαυμάσια ὑποζύγια ἐκτελοῦν καὶ χρέη ἀστυνομικῶν, κάτι σὰν τοὺς δικούς μας σκύλους ποὺ
περιφρουροῦν τυφλοὺς μικροπωλητὲς ἀλλὰ ἐδῶ ἡ δικαιοδοσία τους φτάνει μέχρι τὴ σύλληψη καὶ
ἀκινητοποίηση ἀνθρώπων ὅταν αὐτοὶ διαπράττουν συγκεκριμένα ἀδικήματα! Ὁ πιὸ σημαντικὸς ὅμως
ρόλος τοὺς εἶναι ὅτι παρέχουν κάποιο εἶδος προστασίας ἐνάντια σὲ κάποια ἀδιευκρίνιστη ἐπιβουλή,
πού, ἀπ΄ ὅτι συμπεραίναμε, θὰ πρέπει νὰ εἶχε σχέση μὲ αὐτὸν τὸν περίεργο πόλεμο γιὰ τὸν ὁποῖο μᾶς
εἶχε μιλήσει ὁ Κοῦλ. Ὅταν στρέφαμε τὴν προσοχή μας σὲ κάποιο ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλάσματα ἔδειχνε νὰ
τὸ ἀντιλαμβάνεται καὶ ἀρκετὲς φορὲς κάποιο ἀπὸ αὐτὰ ἔστρεφε τὰ πανέμορφα, μαῦρα μάτια του
κατευθεῖαν ἀπάνω μας.

Ἀνάμεσα στὶς πόλεις ὑπάρχουν ἐλάχιστα κτίσματα, κυρίως μικρὲς ἀγροικίες καὶ κάποια δημόσια
κτίρια. Οἱ ἐκτάσεις αὐτὲς ἀποτελοῦνται ἀπὸ καλλιεργημένους ἀγροὺς καὶ ἄγρια φύση σὲ ἴση περίπου
ἀναλογία. Ἐλάχιστοι δρόμοι τὶς διατρέχουν, ἄλλοι ὑπέργειοι καὶ ἄλλοι ὑπόγειοι. Στοὺς οὐρανοὺς
πετοῦν ἀρκετὰ ὀχήματα ποὺ θυμίζουν ἀεροπλάνα χωρὶς φτερὰ ἢ ἑλικόπτερα χωρὶς ἕλικες, μὲ τὰ ὁποῖα
διεξάγεται κυρίως ἡ κυκλοφορία. Μποροῦν νὰ προσγειώνονται καὶ νὰ ἀπογειώνονται ἀπὸ ὁπουδήποτε,
ἂν καὶ αὐτὸ γίνεται κυρίως σὲ εἰδικὰ διαμορφωμένους χώρους. Τὰ ὀχήματα αὐτὰ εἶναι δημόσια,
μπορεῖ κάποιος νὰ τὰ ἐνοικιάσει ἀλλὰ ὄχι καὶ νὰ τὰ ἀποκτήσει, πράγμα ποὺ ἰσχύει ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ
πλέον ἐξέχοντα μέλη τῆς κοινωνίας τους. Αὐτὸ ὅμως ποὺ μᾶς τράβηξε τὴν προσοχὴ ἦταν μία ἄλλη
κατηγορία μεγάλων, ἀργοκίνητων καὶ ἄχαρων ἱπτάμενων ὀχημάτων, ποὺ τὰ βαφτίσαμε «ἱπτάμενες
μαοῦνες». Εἶναι γεμάτα στόμια καὶ λεπτὲς προεξοχές, σὰν κεραῖες, καὶ δὲν ἔχουν πιλότους ἢ
ἐπιβάτες. Πετοῦν παντοῦ διαγράφοντας κύκλους, ἀλλάζοντας ἀργὰ ὕψος. Ἔχουν ἀπόλυτη
προτεραιότητα ἔναντι τῶν ἐπιβατηγῶν καὶ ἐξυπηρετοῦν πολλοὺς σκοπούς. Εἶναι ἠλεκτρονικὰ μάτια
ποὺ καταγράφουν τὰ πάντα, πάνω, κάτω καὶ γύρω τους καὶ ἡ διεισδυτική τους ματιὰ μπορεῖ νὰ
διαπεράσει πολλὰ μέτρα ἀκόμη καὶ σὲ συμπαγῆ ὑλικά. ∆ὲν ἔχουν ὅμως καμμία σχέση μὲ σενάρια
τύπου «Big Brother». Ἡ παρακολούθηση ποὺ ἐπιτελοῦν δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τοὺς πολίτες ποὺ
κινοῦνται ἀμέριμνοι ἀπὸ κάτω. Πρῶτα-πρῶτα μελετοῦν διαρκῶς τὶς αὐξομοιώσεις τῶν πληθυσμῶν
μίας σειρᾶς ἀπὸ εἴδη μικροοργανισμῶν καὶ ἐντόμων. Ἀνιχνεύεται ἐπίσης σὲ μόνιμη βάση ἡ σύσταση
τῆς ἀτμόσφαιρας καὶ ἡ περιεκτικότητά της σὲ διάφορους ρύπους, φυσικοὺς καὶ μή. Οἱ μηχανὲς αὐτὲς
μποροῦν νὰ παρεμβαίνουν καὶ νὰ μειώνουν τοὺς πληθυσμοὺς τῶν μικροοργανισμῶν ἢ τὶς
συγκεντρώσεις τῶν συστατικῶν τῆς ἀτμόσφαιρας, ὅταν αὐτὸ κρίνεται ἀναγκαῖο, σὲ συνεργασία μὲ
ἐπίγειους σταθμούς. Καὶ πάλι ὅμως ἡ κύρια λειτουργία τους φαίνεται νὰ εἶναι κάποιο εἶδος
παρακολουθήσης ἑνὸς «κάτι» ποὺ μᾶς διέφευγε, μία ἄγρυπνη ἐπόπτευση καὶ παρέμβαση ποὺ ἀφοροῦσε
κάποια ὕπουλη ἀπειλὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τοὺς πανίσχυρους ἐχθροὺς αὐτοῦ τοῦ θαυμάσιου Λαοῦ καὶ
ποὺ μποροῦσε νὰ πάρει μορφὲς ποὺ σὲ μᾶς ἦταν τελείως ἀκατανόητες.

Ἔξω ἀπὸ τὶς πόλεις τους βρίσκονται τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ μεγάλα κτίρια, ἀποθῆκες, ἐργοστάσια,
στάδια διάφορων ἀθλημάτων καὶ μουσεῖα. Ὁ Λαὸς αὐτὸς λατρεύει τὰ μουσεῖα κάθε εἴδους καὶ
εἴμαστε σίγουροι ὅτι πάμπολλα ἀπὸ τὰ χαμένα ἔργα τέχνης τῶν Ἀνθρώπων τῆς Ἐπιφάνειας
φυλάσσονταν ἐδῶ. Παρακολουθώντας τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν Ἐκουαραλεμάνεν συνειδητοποιούσαμε
ὁλοένα καὶ περισσότερο τὶς πολὺ σημαντικὲς ὁμοιότητες ἀλλὰ καὶ τὶς πολὺ σημαντικὲς διαφορὲς ποὺ
ἔχουμε σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Πάρτε γιὰ παράδειγμα τὸ πιὸ δημοφιλές τους ἄθλημα. ∆ιεξάγεται σὲ
μεγάλα στάδια, ὅπου δυὸ ὁμάδες ἀγωνίζονται ἡ μία ἐναντίον τῆς ἄλλης, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ
μὲ ἐμᾶς. Παρόλο ὅμως ποὺ εἶναι ἐξαιρετικὰ δημοφιλὲς δὲν μεταδίδεται ποτὲ ὀπτικὰ παρὰ μόνο ἀπὸ τὸ
ραδιόφωνο. Οἱ παῖχτες βρίσκονται τοποθετημένοι ὁ καθένας σὲ μία ἀτομική, κυκλικὴ περιοχή,
κρατοῦν μεγάλα ραβδιὰ καὶ κυνηγοῦν ἕνα μικρότερο κομμάτι ξύλου, ποὺ πρέπει νὰ προωθηθεῖ πρὸς
τὴν ἀντίπαλη περιοχὴ χωρὶς νὰ ἀκουμπήσει στὸ ἔδαφος. Κάτι δηλαδὴ ἀνάμεσα στὸ μπάσκετ, τὸ
βόλλεϋ καὶ τό... ξυλίκι, ποὺ ἔπαιζα ὅταν ἤμουν μικρός. Ἀλλὰ οἱ ὁμάδες δὲν ἔχουν παῖχτες ἤ, ἴσως θὰ
ἔπρεπε νὰ τὸ διατυπώσω ἀλλοιῶς, δὲν ἔχουν ὀπαδούς. Αὐτὸ ἐπειδὴ οἱ παῖχτες στὸ κάθε παιχνίδι

29
ἐπιλέγονται μὲ κλῆρο ἀνάμεσα στοὺς ὀπαδούς! Συγκεντρώνονται βαθμοὶ καὶ ὑπάρχουν διαιτητές,
ἀλλὰ κανένας ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες ποὺ διεξάγονται δὲν ἔχει τὴν παραμικρὴ ἐπίδραση στὴν κατάκτηση
τοῦ πρωταθλήματος! Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει εἶναι τὸ ἑξῆς: Στὸ τέλος κάθε σαιζὸν οἱ ὁμάδες μαζεύονται
ἀνὰ δύο σὲ διαφορετικοὺς χώρους. Ἐκεῖ ὑπάρχει μία μεγάλη μεταλλικὴ ἐπιφάνεια ποὺ στερεώνεται
κάθετα σὲ ραγὲς στὸ ἔδαφος ἀπὸ ἕνα ὑδραυλικὸ μηχανισμὸ ποὺ τῆς ἐπιτρέπει νὰ κινεῖται μπρὸς πίσω
μὲ μεγάλη εὐκολία. Ἴσος ἀριθμὸς παιχτῶν τοποθετοῦνται ἑκατέρωθέν της καὶ ἀρχίζουν νὰ τὴ
σπρώχνουν ὁ ἕνας πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ ἄλλου. Νικητὴς ἀνακηρύσσεται αὐτὸς ποὺ θὰ τὴν
σπρώξει μέχρι κάποιο σημεῖο πρὸς τὴ μεριὰ τῶν ἀντίπαλων. Οἱ νικητὲς τοῦ κάθε γύρου
ἀναμετρῶνται μεταξὺ τοὺς σὲ ἑπόμενα μάτς, μέχρι νὰ βγεῖ ὁ ὑπερνικητής. Μὴ μπορώντας νὰ
κατανοήσουμε τὸν ρόλο ποὺ ἔπαιζαν ὅλα τὰ προηγούμενα παιχνίδια μὲ τὸ ξύλο, ρωτήσαμε σχετικὰ
τὸν Κοῦλ, σὲ μία ἀπὸ τὶς ἑπόμενες συναντήσεις μας, γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἀπάντηση πὼς δὲν ἔπαιζαν
κανένα βαθμολογικὸ ρόλο ἀλλὰ ἐμψύχωναν τὶς ὁμάδες καὶ αὔξαναν τὸ αἴσθημα ὁμοψυχίας μεταξὺ
τῶν παιχτῶν-ὀπαδῶν. Ἐδῶ ἂς βάλουμε τρία θαυμαστικὰ κι ἀλλὰ τόσα ἐρωτηματικά...

Σὲ πολλοὺς τομεῖς οἱ ὑλικὲς ἀλλὰ καὶ οἱ κοινωνικές τους δομὲς θυμίζουν τὶς ἀντίστοιχες δικές μας, ἂν
προσπαθήσει κανεὶς νὰ τὶς φανταστεῖ σὲ ἕνα μέλλον διακόσια μὲ τρακόσια χρόνια ἀπὸ σήμερα. Σὲ
πολλὰ σημεῖα ὅμως ὁ πολιτισμός τους ἔχει τραβήξει παράξενους δρόμους, ποὺ μᾶς ἦταν ἀκατανόητοι
καὶ μᾶς γεννοῦσαν τὸ δέος. Τὸ πλέον ἄμεσα φανερὸ δεῖγμα διαφορετικότητας εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν
ὁποῖο διατρέφονται. Γενικὰ προτιμοῦν τὶς ὑγρὲς μορφὲς τροφίμων, ὅπως ἄλλωστε εἴχαμε ἤδη
διαπιστώσει. Τὰ τρόφιμα αὐτὰ παρασκευάζονται ἀπὸ διάφορες ἐπιχειρήσεις ποὺ βρίσκονται, ὅλες
ἀνεξαιρέτως, κάτω ἀπὸ τὸ ἔδαφος. Κάθε νοικοκυριὸ διαθέτει ἕνα σύστημα ἐπιλογῶν ποὺ ἀναλαμβάνει
νὰ μεταφέρει τὸ εἶδος καὶ τὴν ποσότητα ποὺ ἐπιλέγεται κατευθείαν στὸν τόπο καταναλώσης, μέσω
ἑνὸς ἀπίστευτου δικτύου ἀπὸ σωλῆνες ποὺ διατρέχουν τὶς πόλεις καὶ τὴν ὕπαιθρο καὶ ἑνώνουν τὸ κάθε
οἴκημα μὲ μυριάδες διαφορετικοὺς προορισμούς. ∆ὲν πρόκειται ὅμως γιὰ ἁπλοὺς σωλῆνες, ἀλλὰ γιὰ
σωληνωτὲς κατασκευὲς μὲ ἀρκετὸ πάχος, μέσα στὸ ὁποῖο βρίσκονται καὶ λειτουργοῦν ἐξαιρετικὰ
ἐξελιγμένα συστήματα χημικῆς, βιολογικῆς καὶ φυσικῆς ἐπεξεργασίας τῶν ὑγρῶν ποὺ διακινοῦνται
μέσα σὲ αὐτές! Ἔτσι τὰ τρόφιμα παρασκευάζονται καὶ ὑφίστανται διάφορες ἐπεξεργασίες καθὼς
διοχετεύονται πρὸς τὴν κατανάλωση. Ἐδῶ ἡ μαγειρικὴ συνίσταται στὴν ἐπιλογὴ διάφορων
συστατικῶν ποὺ ἀναμιγνύονται σὲ χρόνο καὶ θερμοκρασίες τῆς ἐπιλογῆς τοῦ ἐνδιαφερόμενου. Τὰ κάθε
λογῆς λύμματα τώρα ταξιδεύουν ἀπὸ ὀχετοὺς καὶ ὑπονόμους, ὑφιστάμενα διάφορες ἀλλαγὲς ἀπὸ τοὺς
μηχανισμοὺς τοῦ δικτύου καὶ –πρὸς μεγάλη μας ἐκπλήξη καὶ φρίκη– ἑνώνονται καὶ ἀνακατεύονται μὲ
τὶς οὐσίες ποὺ χρησιμοποίει τὸ σύστημα παράγωγης τροφίμων!! Μπλιὰχ καὶ πάλι μπλιάχ! Εὐτυχῶς
γιὰ μᾶς ποὺ ὑπάρχουν καὶ στερεὰ τρόφιμα ποὺ παρασκευάζονται μὲ πιὸ συμβατικοὺς τρόπους.
Ἐνεργώντας μὲ σύνεση καὶ κατόπιν σιωπηρῆς συμφωνίας ὁ Λάκης κι ἐγὼ ἀποφύγαμε νὰ ἐρευνήσουμε
τὶς πρῶτες ὕλες παρασκευῆς τους, γιὰ καλὸ καὶ γιὰ κακό.

Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀπίθανες ἐγκαταστάσεις βρίσκονται ἀποθῆκες καὶ ἐργοστάσια καί, ἀκόμα πιὸ
κάτω, ὑπάρχουν ἄδειοι χῶροι ποὺ εἶναι τίγκα σὲ συστήματα συναγερμοῦ καὶ ἄμυνας. Οἱ πληροφορίες
γιὰ τὶς τεχνολογίες ποὺ χρησιμοποιοῦνται ἐκεῖ καθὼς καὶ ἡ φύση τοῦ πιθανοῦ ἐχθροῦ ἦταν ταμποῦ
γιὰ τὴ συσκευὴ διερεύνησης ποὺ χρησιμοποιούσαμε. Ὅπως μάθαμε ἀργότερα, τὸ ὅλο θέμα ὄχι μόνο
εἶναι ἀπόρρητο γιὰ τὴν πλειοψηφία τῶν πολιτῶν ἀλλὰ καὶ ἀποφεύγεται σὰν θέμα συζητήσης. Πολὺ
λίγοι κατεβαίνουν ἐκεῖ κάτω καὶ πάντοτε λαμβάνοντας πολλὲς προφυλάξεις. Κατανοούσαμε πὼς ὅλα
αὐτὰ ἀφοροῦσαν τὸν μυστηριώδη τους πόλεμο, συνήθως «ψυχρό» ἀλλὰ ἐνίοτε «θερμό» καί, γιὰ μία
φορά, μακαρίσαμε τὴν τύχη μας ποὺ εἴμαστε παιδιὰ μίας Κοινωνίας πιὸ πρωτόγονης ἀλλὰ καὶ πιὸ
ἀνέμελης μέσα στὴν ἄγνοιά της.

Βιαστήκαμε νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν ἐξερεύνηση σὲ αὐτοὺς τοὺς ἠμιαπαγορευμένους τόπους, ποὺ μᾶς
προκαλοῦσαν ἕνα ἀκαθόριστο αἴσθημα ἀνησυχίας ἀναμιγμένης μὲ κατάθλιψη. Ὑπῆρχαν τόσα καὶ
τόσα θαύματα στὶς πόλεις καὶ στὰ ὄμορφα, πολύχρωμα δάση, στὶς λίμνες καὶ στὶς θάλασσες ποὺ
στόλιζαν αὐτὴ τὴν ὑπόγεια χῶρα ὥστε νὰ ὑποβιβάζουν καὶ τὴν πιὸ ἀχαλίνωτη φαντασία τῶν
παραμυθάδων τῆς Ἐπιφάνειας στὸ ἐπίπεδο μίας ρηχῆς κοινοτυπίας. Σύντομα ἀφήσαμε τὰ ἀνθρώπινα
ἔργα καὶ στραφήκαμε στὴ Φύση ποὺ μᾶς ἀποκαλυπτόταν καὶ ποὺ ἦταν γιὰ μᾶς ἕνας συγκερασμὸς
γνωστῶν καὶ ὁλότελα ἀνοίκειων, σχεδὸν ἐξωγήινων μοτίβων. Ἤμασταν καὶ οἱ δυὸ ἀγγιγμένοι μέχρι
τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μας ἀπὸ τὸ τρομερὸ σὸκ ποὺ εἴχαμε δεχτεῖ. ∆έος καὶ θαυμασμὸς εἶχαν

30
ἐκτοπίσει σχεδὸν κάθε ἄλλο συναίσθημα ἀπὸ μέσα μας. Σχεδόν! Στὸ κάτω-κάτω αὐτὰ τὰ
συναισθήματα εἶναι ἀπολύτως ἀναμενόμενα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ψυχοσύνθεση, θὰ τὰ ἔνοιωθε ἀκόμα
κι ὁ πλέον χοντρόπετσος συμπολίτης μας, ἴσως ἀκόμα καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς πολιτευτές μας. ∆ὲν
ἦταν ὅμως κανένα ἀπὸ τὰ ἐπιτεύγματα αὐτοῦ τοῦ Πολιτισμοῦ ποὺ ἔκαναν νὰ ἀναβλύσουν δάκρυα ἀπὸ
τὰ μάτια μας, δάκρυα ποὺ μάταια προσπαθήσαμε νὰ κρύψουμε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, οὔτε καὶ τὰ
ἀπίστευτα ζῶα καὶ φυτὰ ποὺ γέμιζαν αὐτὴν τὴν κρυμμένη γῆ μὲ τὰ χρώματα καὶ τοὺς ἤχους τους.
Τουναντίον, ἦταν κάτι ποὺ ἐνῶ στὴν καθημερινή μας ζωή, πίσω στὴν μισοξεχασμένη Ἀθήνα δὲν θὰ
μᾶς προκαλοῦσε τίποτε περισσότερο ἀπὸ κάποια διάθεση γιὰ εὐνοϊκὰ σχόλια, ἐδῶ πραγματικὰ μᾶς
συγκλόνισε: Πάνω σὲ ἕνα χαμηλὸ λόφο καλυμμένο ἀπὸ χαμηλή, σκουροπράσινη βλάστηση,
καταμεσὶς τῆς Πρωτεύουσάς τους καὶ λουσμένος στὸ κεχριμπαρὶ φῶς ἑνὸς οὐρανοῦ χωρὶς ἀστέρια καὶ
ἥλιο, στεκόταν ἕνας μεγαλοπρεπὴς Ἀρχαιοελληνικὸς Ναὸς ἀττικοῦ ρυθμοῦ, πλαισιωμένος μὲ σειρὲς
ἀπὸ ἀγάλματα μαρμάρινα, χάλκινα καὶ χρυσά, ἀγάλματα ποὺ ὅμοιά τους ὑπῆρχαν στὶς μουσιακὲς
αἴθουσες τὶς ἀφιερωμένες στὸν Ἀρχαῖο Πολιτισμὸ τῆς χώρας μου, σὲ κάθε μεγάλη πόλη τῆς
Ἐπιφάνειας.
Αὐτὸ τὸ ἀπίστευτο κτίσμα, καθὼς καὶ ἄλλα, παρόμοια, ποὺ ἀνακαλύψαμε ἀργότερα, ἔγιναν πλέον τὸ
ἐπίκεντρο τῆς ἐξερεύνησής μας. Μὲ τὶς ψυχές μας γεμάτες δέος, χωρὶς νὰ μιλᾶμε καὶ χωρὶς νὰ
κοιτᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἴσως γιὰ νὰ κρύψουμε τὰ δάκρυα τῆς συγκίνησης ποὺ ἔτρεχαν στὰ πρόσωπά
μας, προσπαθούσαμε νὰ ἀποκρυπτογραφήσουμε τὸ ρόλο ποὺ ἔπαιζαν αὐτὰ τὰ αἰνιγματικὰ κτίσματα,
τὰ τόσο διαφορετικῆς τεχνοτροπίας ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο εἴχαμε δεῖ στὶς χαρούμενες πόλεις αὐτοῦ τοῦ
Λαοῦ. ∆ὲν ἦταν ὅμως καθόλου εὔκολο! Ἄνθρωποι δὲν μπαινόβγαιναν ἀπὸ τὶς κλειστές τους πόρτες
καὶ τὸ μαγικό μας «μάτι» σταματοῦσε στοὺς μαρμάρινους τοίχους τους. Στραφήκαμε τότε στὰ
ἀρχεῖα ποὺ ἦταν καταχωρημένα στὶς μνῆμες τῆς Συσκευῆς καί, ἀργὰ καὶ κοπιαστικά, γιατὶ ἡ
ψυχοσύνθεση τῶν κατασκευαστῶν τους διαφέρει ἀπὸ τὴ δική μας, ἀνακαλύψαμε στοιχεῖα ἀπὸ τὴ
λατρεία τῶν ὑπεργήινων Ὀντοτήτων ποὺ ἀποτελοῦν τοὺς ἐπιλεγμένους προστάτες καὶ ὁδηγοὺς τῶν
Ἐκουαραλεμάνεν. Ἀργὰ καὶ κοπιαστικά! Εἴχαμε ἀπελπιστεῖ ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας νὰ
ἀποκρυπτογραφήσουμε τὸ πραγματικὸ νόημα τῶν ὅσων μας ἔδειχναν τὰ εἰκονοαρχεῖα καὶ ἀρχίσαμε
νὰ εὐχόμαστε νὰ ἦταν δίπλα μας ὁ Κοῦλ, καὶ σὲ ὑπομονετικὴ διάθεση μάλλιστα, ὥστε νὰ ἀπαντήσει
στὰ ἀμέτρητα ἐρωτηματικά μας, ὅταν τὸ γνώριμο πλέον ἄνοιγμα ἐμφανίστηκε στὸν τοῖχο καὶ ἰδού,
τὸ ὑποκείμενο τοῦ πόθου μας ἔκανε τὴν ἐμφάνισή του μὲ σάρκα καὶ ὀστά. Τὸν κοιτάξαμε γιὰ λίγο
σὰν χαμένοι, νὰ αἰωρεῖται σὰν φάντασμα μὲ φόντο ἕνα ἀλσύλιο γεμᾶτο ἀγάλματα ἀρχαιοελληνικοῦ
στύλ, μὴν μπορώντας νὰ καταλάβουμε ἂν τὸν βλέπαμε μέσω τῆς Συσκευῆς ἢ ἂν ἦταν ὄντως μαζί
μας στὸ δωμάτιο. Τὸ γεμᾶτο ὑπονοούμενα βλέμμα του μᾶς ἔπεισε γιὰ τὸ δεύτερο καὶ θυμᾶμαι πὼς
εὐχαρίστησα τὴν τύχη μας ποὺ τὸν εἶχε φέρει στὴν πιὸ κατάλληλη στιγμή. Ἡ τύχη μας ὅμως
τελείωσε ἐκεῖ γιατί, πρὶν καλὰ καλὰ προφτάσουμε νὰ χαροῦμε, ὁ Κοῦλ μας ἔκανε σαφὲς πὼς ὑπῆρχε
ἕνα ἐπεῖγον μήνυμα γιὰ μᾶς καὶ κάθε ἐρώτηση θὰ ἔπρεπε νὰ περιμένει κάποια ἄλλη στιγμή.
Κατσουφιασμένοι λουφάξαμε, ἀπρόθυμοι νὰ ἀποσυνδεθοῦμε ἀπὸ τὴ Συσκευή, ἀλλὰ ὁ Κοῦλ ἔκανε ἕνα
νεῦμα καὶ ὁ ἔξω Κόσμος ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τοὺς ἁπαλὰ φωτισμένους τοίχους τοῦ δωματίου μας
καὶ ἀπὸ μία ἀναγουλιαστικὰ γλυκερὴ μουσική, σὰν κι αὐτὴ ποὺ ἀκοῦς στὰ ἀεροπλάνα, ὅταν ἡ πτήση
ἔχει καθυστέρηση. Κατασαστισμένοι ἀνοίξαμε τὰ στόματά μας γιὰ τὰ δέοντα, ὅμως αὐτὸς ἦταν πιὸ
γρήγορος:

«Κύριοι ἔχω πολὺ σημαντικὰ καὶ εὐχάριστα νέα γιὰ σᾶς, παρακαλῶ λοιπὸν νὰ συγχωρήσετε τοὺς
ἀπότομους τρόπους μου καὶ νὰ μοῦ χαρίσετε γιὰ λίγο τὴν προσοχή σας. Εὐχαριστῶ.» Γιὰ κάποιο
ἄγνωστο λόγο μᾶς μιλοῦσε σὲ ἄπταιστα «Ἑλληνικὰ τῆς πιάτσας», πράγμα ἐξαιρετικὰ βολικὸ σ’
ἐκείνη τὴ δύσκολη στιγμή. «Ὅπως ξέρετε εἴχαμε ἀποφασίσει νὰ παραμείνετε κλεισμένοι σ΄ αὐτὸ ἐδῶ
τὸ οἴκημα γιὰ ἕνα διάστημα περίπου τριάντα μὲ σαράντα ἡμερῶν. Γιὰ λόγους ποὺ σᾶς ἔχω ἐξηγήσει
καὶ ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν πνευματική σας ἰσορροπία ἡ προσαρμογή σας στὸ νέο περιβάλλον θὰ
πρέπει νὰ γίνει σταδιακά, μέσω τῆς χρήσης τῆς τεχνολογίας ἐπέκτασης τῆς συνείδησης ποὺ
κατέχουμε καὶ μὲ τὴν ὁποία ἔχετε ἤδη ἐξοικειωθεῖ. Χμμ, παραεξοικειωθεῖ μάλιστα, θὰ ἔλεγα.
Λοιπόν, ἀναγκαστήκαμε νὰ ἀναθεωρήσουμε αὐτή μας τὴν ἀπόφαση, κι αὐτὸ γιὰ δύο λόγους: Ὁ
πρῶτος» κι ἐδῶ μᾶς ἔριξε μία παρατεταμένη, ἐξεταστικὴ ματιά, ὅπως συνήθιζε νὰ κάνει ὁ λέκτορας
τῆς Ἀνόργανης Χημείας, «ἀφορᾶ τὴ σπουδὴ ποὺ δείξατε στὴ χρήση τῆς Συσκευῆς, σπουδὴ
ἀναμενόμενη βέβαια, μὲ βάση τὰ ὅσα γνωρίζουμε γιὰ σᾶς, ἀλλὰ ἐσεῖς ξεπεράσατε κάθε προσδοκία!
Ἔχετε δεκαοχτὼ ὧρες νὰ φᾶτε, νὰ πιεῖτε ἢ νὰ κλείσετε τὰ μάτια σας, γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθῶ καὶ

31
στὶς πλέον πιεστικὲς ἀνάγκες ὅλων τῶν Κλάδων τοῦ Ἀνθρώπου...» Ἐδῶ ἔγινα κατακόκκινος σὰν
διάλυμα φουξίνης γιατὶ συνειδητοποίησα ὅτι ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα χοροπηδοῦσα ἐλαφρὰ σὲ μία ἀπέλπιδα
προσπάθεια νὰ καθυστερήσω λίγο τὸ ἀναπόφευκτο ἄδειασμα τῆς φούσκας μου στὸ παντελόνι μου.
Ἄτιμη φούσκα! Μιᾶς κι ὁ Λάκης βρισκόταν σὲ μᾶλλον χειρότερη θέση ἔγινε ἐδῶ ἕνα διάλειμμα,
χωρὶς περιττὲς ἐξηγήσεις, ὅπου οἱ μὲν φοῦσκες μας ἄδειασαν τὰ δὲ στομάχια μας γέμισαν. Ἀρκετὰ
ἀνακουφισμένοι ἐπιστρέψαμε στὴν κουβέντα μας μὲ τὸν Κοῦλ.

«Ὅπως ἔλεγα λοιπόν, ὁ ὑπερβολικός σας ζῆλος μᾶς κάνει νὰ ἀνησυχοῦμε γιὰ σᾶς, ἂν κι ἐγώ, μεταξύ
μας, ἀνησυχῶ περισσότερο γιὰ τὴ Συσκευή. Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος λόγος. Ὁ δεύτερος καὶ πιὸ
σημαντικὸς εἶναι ἕνα ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ γιὰ μᾶς γεγονός, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ λίγες μέρες
ἀργότερα ἀλλὰ ποὺ ἡ ἡμερομηνία τέλεσής του ἀποφασίστηκε τελικὰ νὰ εἶναι ἡ αὐριανή. Ἐπειδὴ δὲν
θὰ θέλαμε νὰ χάσετε αὐτὴ τὴν σπάνια εὐκαιρία ἀποφασίστηκε ὅτι σὲ λίγες ὧρες ἀπὸ τώρα θὰ σᾶς
ἐπιτραπεῖ νὰ κυκλοφορήσετε ἐλεύθερα στὴν πόλη μας. Πῶς σᾶς φαίνεται;» Πῶς νὰ μᾶς φαινόταν;
Οἱ ἐρωτήσεις ἔπεσαν βροχὴ ἀλλὰ ὁ Κοῦλ μᾶς ἄκουγε μὲ ἕνα μισοειρωνικὸ μισοσυγκαταβατικὸ
χαμόγελο σὰν τὸν καθηγητὴ τῆς Κρυσταλλογραφίας, ἔτσι καὶ πήγαινε κάποιος ἀνόητος γιὰ
ἀναθεωρήση τοῦ γραπτοῦ του. Κάποια στιγμὴ συνειδητοποιήσαμε ὅτι τζάμπα ρωτούσαμε καὶ
κλείσαμε τὰ στόματά μας μπᾶς κι ἀνοίξει αὐτὸς τὸ δικό του.

«Οἱ ἐρωτήσεις σας εἶναι δικαιολογημένες ἀλλὰ πῶς περιμένετε νὰ σᾶς τὶς ἀπαντήσω; Ἀκόμα κι ἂν
εἴχαμε ἄφθονο χρόνο, ποὺ δὲν ἔχουμε, κάθε δική μου ἀπάντηση θὰ δημιουργοῦσε πολλὲς νέες ἀπορίες,
ἔτσι δὲν εἶναι; ∆εχτεῖτε το, ξεφτέρια μου, εἶναι ἀδύνατο νὰ σᾶς λύσω ὅλες τὶς ἀπορίες. Σκοπός μου
εἶναι νὰ σᾶς προετοιμάσω γιὰ τὴ μεγάλη στιγμὴ ποὺ θὰ κυκλοφορήσετε ἐλεύθεροι καὶ γιὰ τὸ πολὺ
σημαντικὸ γεγονὸς τοῦ ὁποίου θὰ γίνετε μάρτυρες. ∆ὲν ἔχω κανένα λόγο νὰ σᾶς ἀφήσω νὰ
ἀναρωτιέστε περὶ τίνος πρόκειται κι ἔτσι ἂς ἐξηγοῦμε εὐθὺς ἀμέσως. Μία κοινωνία σὰν τὴ δική μας
δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι πέρα γιὰ πέρα δημοκρατική, βασισμένη, πάνω ἀπ΄ ὅλα στὴν ἰσότητα
τῶν μελῶν της. Ἐπειδὴ θέλουμε οἱ θεσμοὶ καὶ ἡ ∆ικαιοσύνη νὰ λειτουργοῦν πραγματικά...» Τώρα
μὲ ξανακοίταζε μὲ νόημα ἢ εἶχα τὴ μύγα καὶ μυγιαζόμουνα, δὲν εἶμαι σίγουρος «...ἔχουμε θεσπίσει
ἀρκετὲς Ἀρχές, ἀνεξάρτητες μεταξύ τους ποὺ ἐποπτεύουν ἡ μία τὴν ἄλλη μὲ κάποιο συγκεκριμένο
σύστημα ποὺ ἡ πείρα αἰώνων ἔχει ἀναδείξει σὰν τὸ καλύτερο. Ἐντάξει ὡς ἐδῶ;» Ἐντάξει, ἀρκεῖ νὰ
ἔλειπαν τὸ ὕφος καὶ τὰ ὑπονούμενα. «Τώρα θὰ πρέπει νὰ σᾶς ἐξηγήσω καὶ κάτι ἄλλο καὶ σᾶς
παρακαλῶ νὰ προσέξετε, γιατὶ δὲν εἶναι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐξηγοῦνται μὲ δυὸ λόγια.» «Σὲ κρετίνους τῆς
Ἐπιφάνειας ἔ; Πέστο, ντέ, γιατὶ δὲν τὸ λές;» σκέφτηκα, ρίχνοντάς του κι ἐγὼ μία ἀποδοκιμαστικὴ
ματιά. Ἒ ναί, μὲ εἶχε πιάσει τὸ ἀντιδραστικό μου ἀπὸ τότε ποὺ μοῦ ἔκλεισε τὴ Συσκευή, μὲ τὸ ἔτσι
θέλω. «Λοιπὸν πιστεύω νὰ εἶστε ἐξοικειωμένοι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «Τσί» ἢ τοῦ «Πράνα» ἢ καὶ ἄλλες
παρόμοιες, κληρονομιὰ ἀρχαιότερων Πολιτισμῶν τῆς Ἐπιφάνειας στὴ δική σας Γενιά.»

«Ναί, βέβαια! Πώς, ἀμέ!» πετάχτηκε ὁ Λάκης καταχαρούμενος ποὺ ἄκουγε ἐπιτέλους καὶ γιὰ κάτι
ποὺ γνώριζε καλά. Πράγματι τὸ σπίτι του ἦταν γεμᾶτο μὲ βιβλία περὶ τῶν «κρυφῶν δυνάμεων τοῦ
Ἀνθρώπου» καὶ τὰ παρόμοια. Εἶχα ρίξει κι ἐγὼ ματιὲς σὲ κάποια ἀπὸ αὐτὰ ἀλλὰ τὰ παράτησα
γιατὶ μοῦ εἶχαν φανεῖ κομμάτι βλακώδη.

«Εἶναι ἀτύχημα ποὺ ἔχετε χάσει αὐτὴ τὴν ἀρχαϊκὴ Γνώση, ἂν καὶ τὴ διατηρεῖτε ἐν μέρῃ σὲ
ὑποσυνείδητο ἐπίπεδο. Σ΄ αὐτὴ τὴ διαισθητικὴ ἐπίγνωση βασίζομαι γιὰ νὰ μὲ καταλάβετε. Ὑπάρχει
κάποιο εἶδος, πῶς νὰ τὸ πῶ, κάτι σὰν ἀδιαμόρφωτη Ἐνέργεια, διάχυτη παντοῦ στὸ Σύμπαν, ποὺ
ἀποτέλει τὴ βάση γιὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς Ζωῆς. Αὐτὴ ἡ Ἐνέργεια ἐκδηλώνεται κυρίως ἔμμεσα στὴν
ὑλικὴ ∆ημιουργία καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἄμεσα ἀντιληπτὴ ἀπὸ ἐμᾶς. Αὐτὸ ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε
εἶναι τὰ ἀποτελέσματά της. Ὅπως εἶπα, ἐκδηλώνεται σὰν Ζωὴ ἀλλὰ καὶ σὰν Νοήση καὶ σὰν Τέχνη
καὶ σὰν Ὑγεία. Τρεφόμαστε τὴν κάθε στιγμὴ ἀπὸ αὐτὴ καὶ κάποια χαρισματικὰ ἄτομα μποροῦν νὰ
τὴ χρησιμοποιοῦν καὶ μέσα ἀπὸ ἄλλα κανάλια, εἴτε γιὰ νὰ βοηθήσουν εἴτε γιὰ νὰ βλάψουν. Ἡ
Ἐνέργεια αὐτὴ δὲν εἶναι ἀκριβῶς οὐδέτερη, φαίνεται νὰ ἔχει μία δική της ροπὴ πρὸς ὁρισμένες
κατευθύνσεις, ἀλλὰ τώρα δὲν μποροῦν νὰ εἰπωθοῦν ἄλλα πάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, γιατὶ θὰ
ξεστρατίσουμε. Στὸ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο τώρα, κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουν μεγαλύτερες ἱκανότητες νὰ τὴν
ἀντλοῦν καὶ νὰ τὴν ἀξιοποιοῦν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ξεχωρίζουν μὲ διάφορους τρόπους, ἀνάλογα μὲ τὴν
κλίση τους. Ἄλλοτε γίνονται ἡγέτες, ἄλλοτε ἐπιστήμονες ἢ καλλιτέχνες, ἄλλοτε ἀναχωρητὲς ἢ

32
μυστικιστές. Μπορεῖ νὰ γίνουν θεραπευτὲς ἢ νὰ στραφοῦν ἐσωτερικὰ καὶ νὰ φτάσουν σὲ μία
κατανόηση τοῦ Σύμπαντος ποὺ ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι δὲν θὰ τὴν φτάσουμε ποτέ. Ἐμεῖς ἐπιλέγουμε τὸ
πιὸ χαρισματικὸ ἄτομο καὶ τοῦ προσφέρουμε ἕνα ἡγεμονικὸ πόστο. Μὴ φαναστεῖτε ὅτι εἶναι σὰν τοὺς
δικούς σας μονάρχες, ἁπλὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἐλέγχει ὁποιαδήποτε ἀπὸ τὶς Ἀρχὲς καὶ ὅταν
διαφωνεῖ σὲ κάποιο σοβαρὸ ζήτημα μπορεῖ νὰ τὸ φέρει γιὰ συζητήση στὸ ἀνώτατο ὄργανο ἐξουσίας,
τὴν Γενικὴ Ἐθνοσυνέλευση. Ἂν καὶ δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀπαιτήσει συμμόρφωση μὲ τὴ γνώμη
του, αὐτὴ λαμβάνεται πολὺ σοβαρὰ ὑπ΄ ὄψιν.»

Ἂν καὶ ἤμουν ἀπόλυτα συγκεντρωμένος στὰ ὅσα ἔλεγε ὁ Κοῦλ, ἔρριχνα ἀνήσυχες ματιὲς πρὸς τὴν
πλευρὰ τοῦ φίλου μου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρχίσει νὰ ξεροκαταπίνει καὶ νὰ κουνιέται σπαστικὰ ἀπὸ τὸ ἕνα
πόδι στὸ ἄλλο. Φοβόμουν πὼς αὐτὰ ποὺ ἄκουγε ἦταν κάτι περισσότερο ἀπὸ ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ
χωνέψει, ὄντας δηλωμένος «ἀντεξουσιαστής» μὲ συμπάθεια πρὸς τὸν «ἀναρχοαριστερὸ χῶρο». Καὶ
πράγματι, ὅπως τὸ φοβόμουν ὁ Λάκης κάποια στιγμὴ ἐξεράγει.

«Γιὰ μία στιγμή, μεγάλε, γιά, γιά, γιὰ μία στιγμή...» Ὅταν ὁ Λάκης ἄρχιζε νὰ ψευδίζει ἦταν
ἐκτὸς ἐλέγχου. «Τὶ θέλεις νὰ πεῖς δηλαδή; Ὅτι βάζετε στὸ σβέρκο σας...» Ἦταν φανερὸ ποῦ τὸ
πήγαινε, ἀλλὰ ὁ Κοῦλ τοῦ ἔκοψε τὴ φορά.

«Ὑποθέτω ὅτι ἔχω νὰ κάνω μὲ ἔξυπνους ἀνθρώπους μὲ ἀνοιχτὰ μυαλά, ὄχι μὲ ὑστερικοὺς ποὺ
προσπαθοῦν νὰ κρίνουν μία ξένη κουλτούρα μὲ βάση ἐξαρτημένα ἀνακλαστικὰ ποὺ τοὺς ἔχει ἐπιβάλλει
τὸ στενὸ πλαίσιο τῆς ὄχι ἰδιαίτερα φωτισμένης κοινωνίας στὴν ὁποία ζοῦσαν. Ὅταν ἐπιλέγεται
κάποιος γιὰ τὸ ὕστατο ἀξίωμα τῆς κοινωνίας μας τοῦ ζητᾶμε μία μεγάλη θυσία, δὲν τοῦ κάνουμε
χάρη. Σᾶς φαίνεται παράξενο; Φανταστεῖτε τὸν Χάιζεμπερκ, φανταστεῖτε τὸν Ἔζρα Πάουντ ἢ τὸν
Μότσαρτ, πῶς θὰ τοὺς φαινόταν ἂν τοὺς ἔλεγαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ ταλέντο τους καὶ νὰ
ἀφοσιωθοῦν στὴν ἐξυπηρέτηση τῶν συνανθρώπων τους; Λέτε νὰ τοὺς παρηγοροῦσε ἕνας γερὸς μισθὸς
καὶ ἡ τιμητικὴ διάκριση νὰ παρίστανται σὲ ὁρκωμοσίες καὶ παρελάσεις; Σᾶς ἔχω τονίσει ὅτι οἱ καιροὶ
ποὺ διάγουμε εἶναι θολοί, οἱ κίνδυνοι καὶ τὰ ρίσκα πολὺ μεγάλα. Ἔχουμε ἀνάγκη τὰ φωτισμένα
μυαλὰ καὶ ναί, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ξεχωρίζουν. Τὸ ἴδιο κάνουν ὅλα τὰ ζῶα ποὺ δημιουργοῦν ὁμάδες,
τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ Ἄνθρωπος ὁδηγημένος ἀπὸ τὸ ἔνστικτο, κάθε φορὰ ποὺ ἀπειλεῖται ἡ ὕπαρξή του.
Συμπλέγματα καὶ κούφιοι ἰδεαλισμοὶ δὲν χωροῦν ἐδῶ, ἔγινα σαφής;»

Εἶχε γίνει, καὶ μὲ τὸ παραπάνω.

«Ὡραῖα λοιπόν, συνεχίζω. Ἐμπειρικὰ ἔχει τεκμηριωθεῖ πὼς οἱ ἱκανότητες γιὰ τὶς ὁποῖες μιλᾶμε εἶναι
σὲ μεγάλο βαθμὸ κληρονομούμενες. Περνᾶνε στὰ γονίδια, καὶ ἴσως πᾶνε ἀκόμα πιὸ βαθειὰ ἀπὸ τὰ
χρωμοσώματα. ∆ὲν εἴμαστε σίγουροι, γεγονὸς πάντως εἶναι πὼς τὰ τελευταῖα διακόσια χρόνια ἡ
διάκριση παραμένει στοὺς ἀπογόνους μιᾶς καὶ μόνο οἰκογένειας.» Ὁ καημένος ὁ Λάκης πάλευε νὰ
συμβιβάσει τὶς ἀγαπημένες ἰδέες του μὲ τὰ ὅσα ἄκουγε, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ τελευταῖο τοῦ ἦρθε ταμπλάς.

«∆η, δη, δη, δηλαδὴ θέλεις νὰ πεῖς πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, ἔχετε φτιάξει μία δυναστεία...»

Ὁ Κοῦλ τὸν ἔκοψε καὶ πάλι ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ πιὸ μαλακά, σχεδὸν χαμογελαστά:

«Θὰ πρέπει νὰ μάθετε νὰ μὴ βιάζεστε νὰ κρίνετε ἔτσι εὔκολα, πόσο μᾶλλον κοινωνίες ποὺ ξεπερνοῦν
κατὰ πολὺ αὐτὴν ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεστε. Τὰ πράγματα δὲν εἶναι τόσο τραγικὰ καὶ ἐπειδὴ
καταλαβαίνω τὶς ἀντιρρήσεις σας θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς ἐξηγήσω, ἀρκεῖ νὰ μὲ ἀφήσετε νὰ
τελειώσω χωρὶς νὰ μὲ διακόπτετε. Πρῶτα-πρῶτα, θὰ πρέπει νὰ σᾶς κάνω σαφὲς πὼς ἡ θέση αὐτὴ
ἔχει τρομερὴ εὐθύνη, τὸ βάρος τῆς ὁποίας δὲν ξεπληρώνεται μὲ τίποτα. Ἔπειτα, δὲν εἶναι λίγες οἱ
φορὲς ποὺ προτάθηκε κάποιο ἄλλο πρόσωπο σὰν ἀντικαταστάτης. Ὑπάρχουν διαδικασίες ποὺ δείχνουν
στὰ σίγουρα τὸ ποιὸς εἶναι ὁ πλέον κατάλληλος καὶ στὰ τέστ ποὺ ἔγιναν ὁ νέος ὑποψήφιος εὐχόταν νὰ
παραμείνει ὁ παλιὸς στὴν θέση καὶ ὁ παλιὸς ἤθελε ὁλόψυχα νὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ τὸ νέο. Συζητᾶμε
ἐδῶ γιὰ ἀνώτερους ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀρθεῖ πάνω ἀπὸ τὶς παιδικὲς φιλοδοξίες τῶν λιγότερο
ἐξελιγμένων συνανθρώπων τους. Καὶ στὸν δικό σας τὸν Ἀϊνστάιν εἶχε προταθεῖ νὰ γίνει πρόεδρος τοῦ
τότε νεοϊδρυμένου Κράτους τοῦ Ἰσραῆλ. ∆έχτηκε; Ὅλοι τους θέλουν ν΄ ἀκολουθήσουν δικούς τους

33
δρόμους, δικές τους ἀναζητήσεις... Ἔλεγα λοιπὸν πὼς κάθε λίγα χρόνια ἀντιπαραθέτουμε κάποιο νέο
ὑποψήφιο ἀλλά, καὶ μὲ ὅλη τὴ δεδομένη προθυμία τῶν Κυβερνητῶν μας, ἔτσι τοὺς ἀποκαλοῦμε ἐπὶ
τῇ εὐκαιρίᾳ, κανένας τους δὲν κατάφερε νὰ ἀντικαταστήσει τοὺς ἀπογόνους αὐτῆς τῆς οἰκογένειας.
Πιστεύω ὅτι αὐτὸ θὰ γίνει κάποτε, ἴσως στὸ ἄμεσο μέλλον, ἴσως ἀργότερα, ἀλλὰ ὑπάρχει ἕνας
συγκεκριμένος μηχανισμὸς ποὺ τείνει νὰ διαιωνίσει τὸ Status Quo. Ἀπὸ τὴ μία ἔχουμε τὴν
κληρονομικότητα κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας τῶν Κυβερνητῶν μας
παντρεύονται ἐξέχοντα μέλη τοῦ Ἔθνους μας, κι αὐτὸ γίνεται μὲ μία στάνταρ διαδικασία. Αὐτὴ
ἀκριβῶς τὴ διαδικασία ποὺ διασφαλίζει τὴν μεταβίβαση αὐτῶν τῶν ἔξτρα ἰδιοτήτων θὰ σᾶς
περιγράψω τώρα, γιατὶ αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ ἔξτρα γεγονὸς τὸ ὁποῖο θὰ παρακολουθήσετε, σὲ λιγότερο
ἀπὸ εἰκοσιτέσσερεις ὧρες ἀπὸ τώρα.»

Μᾶς ἄφησε λίγα λεπτὰ νὰ χωνέψουμε τὰ ὅσα εἶχε πεῖ. Προσωπικὰ δὲν μποροῦσα νὰ νοιώσω
ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ κοινωνικοπολιτικὰ πάρε-δῶσε αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, ὅπως δὲν ἔβρισκα
ἐνδιαφέρον γιὰ τέτοια θέματα καὶ στὴν Πατρίδα. Ἄντε καὶ νὰ πήγαινα σὲ καμμία διαδήλωση, ἔτσι
γιὰ τὸν χαβαλέ. Βιαζόμουν νὰ τελειώσουμε μὲ ὅλα αὐτὰ ὥστε νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὸ θέμα ποὺ μὲ
ἔκαιγε, τοὺς μαρμάρινους, σιωπηλοὺς Ναοὺς καὶ τὰ ὑποβλητικὰ ἀγάλματα, τὰ βγαλμένα ἴσως ἀπὸ
κάποια μακρινὴ ἀρχαιότητα. Ὁ Λάκης ἀντίθετα, ποὺ δήλωνε αὐθεντία περὶ τὰ πολιτικὰ καὶ εἶχε
διαβάσει κάτι φριχτὲς μεταφράσεις τῶν ἔργων τοῦ Μάρξ, ἔκανε φανερὴ προσπάθεια νὰ μορφώσει
γνώμη γιὰ ὅλα τοῦτα τὰ κουφά. Τὸν φουκαρά! ∆ὲν ἤξερα ἂν ἔπρεπε νὰ τὸν λυπηθῶ ἢ νὰ τὸν
ἐλεεινολογήσω γιὰ τὸ ὅτι ἔπαιρνε στὰ σοβαρὰ τοῦτες τὶς παρλαπίπες. Ὁ Κοῦλ μᾶς κοίταζε
προσπαθώντας νὰ ἐκτιμήσει τὸ τὶ εἴχαμε καταλάβει καὶ ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ συνεχίσει τὴν ἀνάλυση.
Τελικὰ τὸ ἀποφάσισε.

«Ἐλπίζω νὰ ἔχετε πιάσει τὴ βασικὴ ἰδέα τῶν ὅσων εἶπα. Στὸ κάτω-κάτω σ΄ αὐτὴ τὴν χώρα θὰ
περάσετε τὶς ὑπόλοιπες μέρες τῆς ζωῆς σας. Σχετικὰ τώρα μὲ αὐτὰ ποὺ θὰ παρακολουθήσετε αὔριο.
Λοιπὸν ὁ παρὼν Κυβερνήτης μας ἔχει δύο κόρες, ἡ μεγάλη δὲ εἶναι σὲ ἡλικία γάμου.»

«Μεγάλη μου σκασίλα!» σκέφτηκα, ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτα.

«Ὁ ἄνδρας ποὺ θὰ τὴν παντρευτεῖ θὰ πρέπει νὰ διαθέτει μέγιστες ἱκανότητες ὥστε οἱ ἀπόγονοί τους
νὰ εἶναι προικισμένα, ξεχωριστὰ ἄτομα. Αὐτὸς εἶναι ὁ μηχανισμὸς ποὺ ἔχει ἐξασφαλίσει μία τόσο
μακρόχρονη διαδοχὴ ἐξαιρετικῶν ἡγετῶν...»

Ἐνῶ ὁ Κοῦλ συνέχιζε νὰ ἐκθειάζει τὸ πολιτικὸ τους σύστημα, ἐγὼ ἔνοιωσα νὰ μοῦ ἐξάπτεται τὸ
ἐνδιαφέρον. Ξαφνικὰ τὸ εἶναι μου ἐπαναστάτησε μὲ τὸ πόσο ἀναχρονιστικὰ ἀκούγονταν ὅλα αὐτά,
ὅπως εἶχε συμβεῖ καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο μὲ τὸν Λάκη. Ἴσως τελικά, μὲ τὸ πές-πές, νὰ εἶχα μπολιαστεῖ
κι ἐγὼ μὲ ὀλίγη ἐπαναστατικὴ ψυχολογία. Στὸ τέλος ἡ ἀγανάκτησή μου δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ
κρατηθεῖ.

«Γιὰ κάτσε λίγο, βρὲ Κοῦλ, τὶ εἶναι αὐτὰ ποὺ μᾶς τσαμπουνᾶς; Στὴν εὐγονικὴ τὸ ἔχετε ρίξει; Εἶναι
δυνατόν, κορίτσι σὰν τὰ κρύα νερὰ (ὑποθέτω) νὰ τὸ βάζετε νὰ παντρευτεῖ μὲ μοναδικὸ κριτήριο τοὺς
ἀπογόνους ποὺ θὰ βγάλει; Μήπως ἔχετε ἐπηρεαστεῖ λιγάκι ἀπὸ τὸν Χίτλερ;»

Ὁ Κοῦλ μὲ κοίταξε σιωπηλὰ γιὰ λίγα δευτερόλεπτα, μὲ ἕνα κάπως ἐπιτηδευμένα ἐπιτημιτικὸ
βλέμμα, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν πτοήθηκα καὶ τοῦ τὸ ἀνταπέδωσα στὰ ἴσια. «Ἔχεις σκεφτεῖ ποτὲ ὅτι μπορεῖ
νὰ εἶσαι χαζός;» εἶπε τελικά, κοιτώντας με πάντα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. «Τὸ ἔχω σκεφθεῖ ἀλλὰ τὸ ἔχω
ἀπορρίψει.» τοῦ ἀπάντησα μὲ τὸ ἴδιο ὕφος. ∆ὲν εἶμαι Λάκης ἐγώ!

Τελικὰ ἄφησε νὰ τοῦ φύγει ἕνας ἀναστεναγμός, σὰν νὰ εἶχε πάρει μία δύσκολη ἀπόφαση. «Θὰ κάνω
μία τελευταία προσπάθεια νὰ σᾶς ἐξηγήσω μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἡ εὐφυΐα σας ξεπερνάει τὴ
στενοκεφαλιά σας. Τελευταία προσπάθεια! Σᾶς μίλησα προηγουμένως γιὰ τὸ Τσὶ ἢ Πράνα. Ἴσως
θὰ ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιήσω δυτικοὺς καὶ πιὸ σύγχρονους ὅρους, γιὰ νὰ μὲ καταλάβετε καλύτερα. Ἡ
Ἔλενα Μπλαβάτσκυ μίλησε γιὰ κραδασμοὺς καὶ ὁ Βίλχελμ Ράιχ γιὰ τὴν Ὀργόνη, προσπαθώντας
καὶ οἱ δύο νὰ ἐκφράσουν κάτι πού, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀποτελεῖ μέρος τῆς ὑποσυνείδητης λειτουργίας

34
ὅλων τῶν ζώντων ὀργανισμῶν, εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἀναλυθεῖ ἢ νὰ περιγραφεῖ. Ὅταν κάποιος ἔχει
πολὺ Τσί, Πράνα, Ὀργόνη, ὅπως θέλετε πέστε το, αὐξάνει τὸ ἐπίπεδο κραδασμικότητάς του ἤ, γιὰ
νὰ χρησιμοποιήσω πιὸ ἁπλὲς λέξεις, τὴν ἐνέργεια ποὺ ἔχει στὴν διάθεσή του. Καὶ ἡ ἐνέργεια αὐτὴ
ἀκτινοβολεῖ, φέγγει, καὶ τὸ ἐν λόγῳ πρόσωπο γίνεται ἑλκυστικό, θελκτικό. Ἕνα τέτοιο πρόσωπο
φαίνεται –εἶναι– κατ΄ ἀνάγκη ὡραῖο καὶ γοητευτικό. Εἶναι νομίζετε τυχαῖο ποὺ οἱ σούπερστάρ σας
ἀσκοῦν τόσο μοιραία ἕλξη; ∆εῖτε φωτογραφίες τους πρὶν νὰ γίνουν στάρ: Φαίνονται συνηθισμένοι
ἄνθρωποι. Πάρτε γιὰ παράδειγμα τὴν, τὴ... μισὸ λεπτό...» Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη ἕνα μαραφέτι
καὶ πάτησε κάτι κουμπιά. «Ἅ, ναί! Τὴ Μαρία Κάλλας. Ἦταν στ΄ ἀλήθεια ὄμορφη; Ἢ ἡ Ἔντιθ
Πιᾶφ ἢ ἡ Μάρλεν Ντῆτριχ καὶ γενικὰ ὅλοι αὐτοὶ οἱ μοιραῖοι ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἦταν ἡ ὀμορφιὰ ἢ
ἡ προσωπικότητα τὸ κριτήριο ἐπιλογῆς; Ξέρετε πολλὲς κοπέλες ποὺ θὰ ἀπέρριπταν ἕνα εἰλικρινὲς
φλὲρτ ἑνὸς στὰρ τοῦ ἐπιπέδου τοῦ Ἔλβις Πρίσλεϋ ἢ τοῦ Μπὰρτ Λανκάστερ; Ἢ ἑνὸς παγκόσμιου
πρωταθλητὴ ἀγώνων αὐτοκινήτου; Ὁ Πικασὸ ἢ ὁ Νταλί, βάσιζαν τὶς κατακτήσεις τους στὴν
ὀμορφιά τους;»

Ἂν καὶ ἦταν μετατοπισμένος μερικὲς γενιὲς στὸ παρελθόν, πρέπει νὰ παραδεχτῶ πὼς εἶχε τὰ δίκια
του. Ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ κοπελίτσες ποὺ ἤξερα θὰ ἔπεφταν ξερὲς ἂν τὶς φλέρταρε ὁ πρῶτος τυχὸν
ἀγράμματος ποδοσφαιριστὴς ἢ κάποιος ντόπιος, ἐφήμερος στὰρ τρίτης διαλογῆς. Ὁ Κοῦλ φαίνεται ὅτι
διάβασε τὶς σκέψεις μου.

«Ἔ, φανταστεῖτε τώρα κάποιον ποὺ θὰ εἶχε τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Ρὸκ Χάτσον, τὸ μπρίο τοῦ Φρὰνκ
Σινάτρα καὶ τὸ μυαλὸ τοῦ Ἀϊνστάιν, κι ὅλα αὐτὰ μεγενθυμένα στὸ δεκαπλάσιο ἢ στὸ
ἑκατονταπλάσιο. Ποιὰ γυναίκα θὰ τοῦ ἀντιστεκόταν; Καὶ μήπως νομίζετε ὅτι ὑποχρεώνει κανεὶς τὸ
κορίτσι νὰ παντρευτεῖ κάποιον ποὺ δὲν θέλει; Οἱ μελλόνυμφοι γνωρίζονται καὶ ἡ ἕλξη μεταξύ τους
εἶναι δεδομένη. Ἀκοῦστε, σπόροι, οἱ ψευτοέρωτες στὴν κοινωνία ποὺ ζούσατε βασίζονται στὴν τύχη,
στὴ σεξουαλικὴ στέρηση τῶν ἀρσενικῶν, στὴ συναισθηματικὴ ἀνεπάρκεια, στὴν ἀνάγκη γιὰ
καταξιώση καὶ στὸν μιμητισμό. Στὴν δική μας, οἱ σεξουαλικὲς σχέσεις εἶναι ἐλεύθερες καὶ δὲν
σοκάρουν κανένα. Οἱ ἄντρες καὶ οἱ γυναῖκες μας ἐρωτεύονται ἀφοῦ γνωρίσουν πολλοὺς ἀπὸ τὸ
ἀντίθετο φύλο καί, κατὰ κανόνα, ξέρουν τὶ ζητοῦν ἀπὸ τὶς σχέσεις τους. Καταλάβατε;»

Τὶ ἦταν αὐτὰ ποὺ ἄκουγαν τ΄ αὐτιά μου; Ἐλεύθερες σεξουαλικὲς σχέσεις; Ὅλες σχεδὸν οἱ κοπέλες
ποὺ εἶχα δεῖ μὲ τὴ Συσκευὴ ἦταν πανέμορφες κάτι πού, δυστυχῶς, ἴσχυε καὶ γιὰ τοὺς ἄνδρες. Ἀλλὰ
αὐτὸ δὲν μὲ πτοοῦσε γιατί, ἂν αὐτοὶ ἦταν ὡραῖοι, ἐγὼ ἤμουν πονηρός. Θὰ ἐπιβαλλόμουν μὲ τὸ στύλ
μου, ἴσως νὰ τὸ ἔπαιζα Γκρὴκ Λάβερ ἤ, ἂν αὐτὸ δὲν πετύχαινε, θὰ υἱοθετοῦσα τὴν persona τοῦ
«τίμιου παιδιοῦ τῆς φτωχολογιᾶς». Θὰ ἔπιανε σίγουρα, γιατὶ οἱ τύποι ἦταν μᾶλλον ἀγαθιάρηδες. Θὰ
ἀφοσιωνόμουν στὴν ἔρευνα τῶν ἐξωγήινων καὶ κυρίως στὴ ἔρευνα αὐτῶν τῶν Ὄντων ποὺ εἶχαν
διδάξει τοὺς ἀνθρώπους νὰ σμιλεύουν τὸ μάρμαρο καὶ νὰ χτίζουν τόσο ὑπέροχα οἰκοδομήματα. Ὅταν
τὸ μυαλό μου παρασκοτιζόταν ἀπὸ τὴν πολὺ ἔρευνα θὰ ἔκανα μερικὲς σχέσεις, ἔτσι, γιὰ νὰ
ξελαμπικάρω καὶ μετὰ θὰ ἐπέστρεφα στὴν ἔρευνά μου. Μποροῦσα ἤδη νὰ δῶ νὰ ξανοίγεται μπροστά
μου ἕνα λαμπρὸ μέλλον, ὅμως ὁ μέντοράς μας μὲ ἐπανέφερε στὴν πραγματικότητα.

«Εἶναι ἀρχαῖο ἔθιμο ὅταν κάποιος ζητάει μία κόρη Κυβερνήτη γιὰ γάμο νὰ προκαλεῖ ὅλους τοὺς
ἄλλους ὑποψήφιους μνηστῆρες σὲ μία μονομαχία ποὺ κάποτε εἶχε νόημα, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ὅμως
γίνεται μόνο συμβολικά. Τὸ πολύ-πολὺ νὰ πᾶνε μερικοὶ φίλοι τοῦ γαμπροῦ νὰ τὸν προκαλέσουν στὰ
ψέματα γιὰ νὰ ὑπογραμμίσουν ἔτσι τὴν ἄξια του. Στὴν δική μας περίπτωση εἶναι πολὺ ἀμφίβολο ἂν
θὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο, τὸ ἔθιμο ὅμως εἶναι ἔθιμο καὶ ὁ μνηστήρας θὰ πρέπει νὰ πάει νὰ στηθεῖ γιὰ
τρεῖς περίπου ὧρες σὲ ἕνα μεγάλο ἀμφιθέατρο περιμένοντας μάταια κάποιον ἀντεκδικητή. Ὅλη αὐτὴ
τὴν ὥρα θὰ τραγουδάει τραγούδια καὶ θὰ ἀπαγγέλει ποιήματα στὴ νύφη.»

«Μπλιάχ,» σκέφτηκα, «ἂν εἶναι δυνατόν! Οὔτε στὶς ταινίες τοῦ Ξανθόπουλου δὲν συνέβαιναν τέτοιες
ἀνοησίες. Καὶ νὰ σκεφτεῖς πὼς πρέπει νὰ τὰ ὑποστῶ ὅλα τοῦτα καὶ νομίζουν κιόλας ὅτι μοῦ κάνουν
χάρη.» Εὐτυχῶς ὁ Κοῦλ δὲν ἔπιασε αὐτὴ τὴ φορὰ τὶς σκέψεις μου. «Λοιπὸν φίλοι μου, ἀκούω
ἀπορίες».

35
Ἑτοιμαζόμουν νὰ τὸν ρωτήσω ποιὸ εἶναι τὸ ἀντίστοιχο τῆς δραμαμίνης καὶ τοῦ Λεξοτανὶλ καὶ ποῦ
μπορεῖ νὰ τὰ προμηθευτεῖ κανεὶς στὰ μέρη του, ὅταν ὁ ἐγκέφαλος τοῦ Λάκη λειτούργησε καὶ πάλι:
«Εἶναι πολλὰ αὐτὰ ποὺ δὲν ἔχω κατανοήσει ἀλλά, ὅπως εἶπες κι ἐσύ, θὰ χρειαστεῖ χρόνος γιὰ νὰ
καταλάβω τοὺς τρόπους ἑνὸς διαφορετικοῦ πολιτισμοῦ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ μὲ γέννησε. Ὑπάρχει ὅμως κάτι
στὰ ὅσα μας ἐξήγησες ποὺ μὲ ἐνοχλεῖ ἰδιαίτερα. Ἂν ὁ βαθμὸς τῆς ἕλξης καὶ γοητείας ποὺ ἀσκεῖ
κανεὶς εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ ἀφομοιώνει καὶ νὰ ἐκπέμπει αὐτὴ τὴν ἐνέργεια, τότε ὅλη ἡ κοινωνία
σας θὰ πρέπει νὰ εἶναι μία πυραμίδα μὲ πολὺ λίγους ἀνθρώπους στὴν κορυφὴ καὶ πολλούς, μὴ
προικισμένους στὴ βάση...»

«Κατάλαβα, μὴ συνεχίζεις» τὸν ἔκοψε ὁ Κοῦλ. «Ἔπιασα τὴν ἀπορία σου. Κατ΄ ἀρχὴν θὰ μοῦ
ἐπιτρέψεις νὰ πιστεύω ὅτι οἱ συμπατριῶτες μου εἶναι, στὴν μεγάλη πλειοψηφία τους ἰδιαίτερα
ἀξιόλογοι. Μπορεῖ στὸ «πάνω μέρος», ὅπως τὸ ἔθεσες νὰ βρίσκονται πολὺ λίγοι, τὸ ἴδιο ὅμως ἰσχύει
καὶ στὸ κάτω μέρος, ὅπου πάλι βρίσκονται πολὺ λίγοι. Οἱ περισσότεροι βρίσκονται πολὺ πάνω ἀπὸ τὴ
μέση της κλίμακας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα σκέλος τῆς ἀπάντησης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη θὰ πρέπει νὰ
κατανοήσετε πῶς δουλεύει τὸ σύστημα μὲ τὴ βασικὴ ἐνέργεια. Ὅλοι ἀπορροφοῦμε ἀπὸ τὸ περιβάλλον
ἀλλὰ ὁ καθένας τὴ μετασχηματίζει ἀνάλογα μὲ τὶς δομές του, ὅπως τὸ λευκὸ φῶς χρωματίζεται
διαφορετικά, ἀνάλογα μὲ τὸ ποιὲς συχνότητες ἀπορροφᾶ τὸ ἑκάστοτε ὑλικό. Ἡ ἀναλογία δὲν εἶναι
πολὺ καλή, στέκει ὅμως μέχρι κάποιου σημείου. Ἔτσι, δὲν μετράει μόνο πόση ἐνέργεια ἔχει κάποιος
στὴν διάθεσή του ἀλλὰ καὶ πὼς ἀλληλεπιδρᾶ μαζί της. Ἔτσι, κάποιος γίνεται ἕνας ρομαντικὸς
ποιητής, ἕνας ἄλλος ἀθλητής, ἕνας τρίτος ζωγράφος ἢ Φυσικὸς ἢ ἐξερευνητὴς ἢ μεγάλος
γυναικοκατακτητὴς ἢ ἐφευρέτης. Ἂν ἔχει ἄλλη κλίση μπορεῖ νὰ γίνει μυστικιστὴς ἢ πολιτικός. Ὅλα
αὐτὰ τὰ ὑποθετικὰ ἄτομα μπορεῖ νὰ ἔχουν ἴσες ἱκανότητες συγκέντρωσης καὶ διαχείρησης τῆς..., ἂς
τὴν ἀποκαλοῦμε Βασικὴ Ἐνέργεια χάρην συνεννόησης, ἀλλά, ἔχοντας διαφορετικὲς δομὲς καὶ κλίσεις,
ἐξελλίσσονται πρὸς διαφορετικὲς κατευθύνσεις. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι διαχωρισμοί. Ἡ Βασικὴ Ἐνέργεια
μπορεῖ νὰ ἐκδηλωθεῖ σὲ σωματικὸ ἐπίπεδο, ὁπότε ἔχουμε ὄμορφα σώματα, ὑγεία καὶ σωματικὰ
ταλέντα, σὲ ἐπίπεδο προσωπικότητας ἢ συναισθηματικό, ὁπότε διαμορφώνουν χαρισματικὲς καὶ
ἰσχυρὲς προσωπικότητες χωρὶς ψεγάδια, σὲ ἐπίπεδο μυαλοῦ, ὁπότε ἔχουμε ἔξυπνους καὶ ἐφευρετικοὺς
ἀνθρώπους. Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ἐκδηλώνεται καὶ μέσα ἀπὸ ἀσυνήθιστα κανάλια, αὐτὰ ποὺ ὁ
Κλάδος σας ἀποκάλει ψυχικὰ ἢ παραψυχικά. Καθένας τώρα ἀπὸ ἐμᾶς, ἀκριβῶς ἀνάλογα μὲ τὴν
δομή του, μπορεῖ νὰ ἀναζητᾶ στὸν προσωρινὸ ἢ μόνιμο σύντροφό του συγκεκριμένα χαρίσματα, ὅμοια
ἢ συμπληρωματικὰ μὲ τὰ δικά του. Ἔτσι, ἀντὶ νὰ ἔχουμε μία καὶ μόνη ἱεράρχηση μὲ ἕνα αὔξοντα
ἀριθμὸ στὸν καθένα μας, ὁπότε ὅλοι μας θὰ ἐπιδιώκαμε νὰ βροῦμε σύντροφο μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν
μεγαλύτερο «βαθμό», ἔχουμε μία παρδαλὴ καὶ χαρούμενη κοινότητα ὅπου, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐσὺ
ἀπορρίπτεις μπορεῖ νὰ εἶναι γιὰ μένα ὁ ἄνθρωπος τῆς ζωῆς μου.»

Ὁ Λάκης ἄκουγε μὲ μεγάλη προσήλωση κι ἐγὼ ὅμως ὁμολογῶ πὼς εἶχα ἀρχίσει νὰ βρίσκω
ἐνδιαφέρον καὶ νὰ ἀκούω προσεκτικά, ἂν καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ μυαλοῦ μου εἶχε κολλήσει
στοὺς Ναοὺς καὶ σὲ μελλοντικές, χωρὶς ἐνοχές, σχέσεις μὲ τουλάχιστον καμμία πενηνταριὰ ἀπὸ τὶς
ντόπιες κοπελιές. Ὁ κολλητός μου πετάχτηκε πάλι, μόλις σταμάτησε νὰ μιλάει ὁ Κοῦλ, γιὰ νὰ
ἐκφράσει τὴν ἐπιθυμία του γιὰ περισσότερες διευκρινήσεις.

«∆ὲν ἀμφιβάλλω ὅτι χρειάζονται.» τὸν ἔκοψε ἐκεῖνος. «Τώρα ὅμως, παλληκάρια μου, ἔχουμε πιὸ
ἐπείγοντα πράγματα νὰ κάνουμε: Πρέπει νὰ σᾶς προετοιμάσω γιὰ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ βγεῖτε ἀπὸ δῶ
μέσα.»

«Οὐάου! Ἔξω, σ΄ αὐτὴ τὴν ὑπέροχη, παραμυθένια φύση! Στὰ στριφτὰ μαγευτικὰ σοκάκια μὲ τὰ
ὑπέροχα μαγαζάκια! Ἔξω, δίπλα στοὺς μυστηριακούς, χωρὶς ἐπιγραφὲς Ναούς! Πάνω ἀπ΄ ὅλα, ἔξω,
κοντὰ στὶς μελλοντικὲς κατακτήσεις μου!» Ἔτσι σκέφτηκα, ἀλλὰ εἶχα μάθει ὅτι καλὸ εἶναι νὰ μὴν
ἐκδηλώνομαι αὐθόρμητα στὸν Κοῦλ, ὁ ὁποῖος ἔδειχνε νὰ μὴν ἐκτιμᾶ ἀρκετᾶ ὁρισμένες πλευρὲς τῆς
ζωῆς, ἔτσι εἶπα μόνο, μὲ ἤπια βαριεστημένο ὕφος: «Καλά, λοιπόν. Ἀφοῦ τὸ θεωρεῖς ἀπαραίτητο...»

«Λοιπόν, δὲν θὰ σᾶς ἀφήσουμε ἀκόμη νὰ κυκλοφορήσετε ἐλεύθερα. Ἐκτιμοῦμε ὅτι τὸ σὸκ ποὺ θὰ
ὑποστεῖτε θὰ ἔχει σοβαρὲς καὶ ἴσως μόνιμες συνέπειες γιὰ τὴν ψυχική σας ὑγεία. Πιστέψτε με, τὸ
ξέρουμε ἐκ πείρας. Αὐτὸ ποὺ θὰ γίνει εἶναι νὰ μεταφερθεῖτε μὲ εἰδικὸ ὄχημα στὸν χῶρο τῆς

36
ἐκδήλωσης, ἕνα μεγάλο, κλειστὸ ἀμφιθέατρο, ὁπότε θὰ παρακολουθήσετε τὴν ἐκδήλωση ἀπὸ τὴν
ἐξέδρα τῶν ἐπισήμων.»

«Θὰ εἶσαι κι ἐσὺ μαζί μας Κοῦλ;» ρώτησα. «Ναί,» ἀπάντησε, κάπως ξερά, «θὰ εἶμαι μαζί σας.
Στὴ διαδρομὴ θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ποῦμε μερικὰ πράγματα, τώρα ὅμως θέλω νὰ πάτε κατ΄
εὐθείαν γιὰ ὕπνο.» Ἐμεῖς ἀρχίσαμε τὶς τσιριμόνιες καὶ τὸν βεβαιώσαμε ὅτι εἴμασταν μία χαρὰ καὶ τὸ
μόνο ποὺ θέλαμε ἦταν νὰ ξαναγυρίσουμε στὴ Συσκευὴ ἀλλὰ αὐτὸς ἦταν ἀνένδοτος. «Συσκευὴ τέλος.
Ὄχι μόνο τὰ μάτια σας ἔχουν γίνει κουμπότρυπες ἀπὸ τὴ νύστα,» εἶπε σὲ καθαρόαιμη νεοελληνικὴ
ἀργκό, «ἀλλὰ πρέπει νὰ κοιμηθεῖτε διότι ἔχω νὰ κάνω μερικὲς μικροεπεμβασοῦλες στὰ σώματά σας.
Θὰ πρέπει νὰ τροποποιήσουμε τὴ μικροβιακή σας χλωρίδα, νὰ ἐξαλείψουμε κάποια ἀπὸ τὰ μικρόβια
ποὺ ζοῦν φυσιολογικὰ στὸν ὀργανισμό σας καὶ νὰ προσθέσουμε κάποια ἄλλα, τὰ ὁποῖα εἶναι
ἀπαραίτητα στὸ καινούργιο σας περιβάλλον. Ἐπιπλέον θὰ σᾶς κάνουμε κάτι ἀντίστοιχο μὲ τὰ δικά
σας ἐμβόλια καὶ θὰ σᾶς ὑποβάλλουμε σὲ γενικὲς ἐξετάσεις. Τέλος, θὰ σᾶς ἐμφυτεύσουμε ἕναν πολὺ
μικρὸ ἀλλὰ θαυματουργὸ μηχανισμό. Ὁ μηχανισμὸς αὐτὸς παρακολουθεῖ τὶς σημαντικότερες
σωματικὲς καὶ ἐγκεφαλικὲς λειτουργίες καὶ ἔχει στὴ διάθεσή του μικροποσότητες ἀπὸ ὁρισμένα
φάρμακα ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἐπέμβει σωτήρια σὲ πολλὲς περιπτώσεις. Ἐπιπλέον στέλνει σῆμα γιὰ τὸ
ποῦ βρίσκεστε ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ σᾶς ἐντοπίσουμε ἀνὰ πάσα στιγμή...»

Ὁ Λάκης, ποὺ τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ μὴ γνώριζε ὅτι ζοῦν φυσιολογικὰ μικρόβια στὰ σώματά μας
καὶ ποὺ θεωροῦσε τὴν ἐμφύτευση μίας μηχανῆς παρακολουθήσης μὲ δυνατότητα ἐπέμβασης στὸ
σῶμα καὶ τὸ μυαλὸ σὰν τὴν πεμπτουσία τοῦ τρόμου, ἐξανέστη καὶ ἄρχισε πάλι νὰ τραυλίζει. «∆η...,
δηλαδὴ θὰ μᾶς βάλετε...»

Ὁ Κοῦλ ὅμως δὲ χάριζε κάστανα.

«∆ηλαδὴ τὶ βάζετε μὲ τὸ νοῦ σας; Θὰ μπορούσαμε ἀνὰ πάσα στιγμὴ νὰ σᾶς παρακολουθήσουμε καὶ
νὰ σᾶς ἐλέγξουμε ἀπὸ ἀπόσταση χωρὶς κὰν νὰ τὸ πάρετε χαμπάρι, δὲν συμφωνεῖτε; Εἴμαστε ὅμως
ἀνώτεροι ἄνθρωποι, δὲν ἐφαρμόζουμε τέτοιες πρακτικὲς οὔτε κὰν σὲ ἐγκληματίες. Ὅποιος ἀπὸ σᾶς δὲν
θέλει νὰ τὸ δηλώσει καὶ μετὰ νὰ κοιμηθεῖ ἥσυχος, ἐμεῖς δὲν θὰ τὸν πειράξουμε. Τοῦ ὑπόσχομαι ὅμως
διάρροιες, φαγούρα σὲ ὅλο τὸ σῶμα, διάφορες λοιμώξεις μέσης καὶ σοβαρῆς μορφῆς καὶ διάφορα ἀλλὰ
προβλήματα ὑγείας. Ἐπίσης ἂν τοῦ συμβεῖ κάτι δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ παρέμβουμε ἔγκαιρα καὶ θὰ
περάσει, ἴσως, κρίσιμος χρόνος μέχρι νὰ τὸν ἐντοπίσουμε. Λοιπὸν τὶ λέτε;»

Αὐτὸ τὸ παλληκάρι εἶχε τὸν τρόπο του νὰ ὑποστηρίζει τὴν ἄποψή του. Σκύψαμε τὸ κεφάλι κι αὐτὸς
ἔφυγε ἀπὸ τὸ δωμάτιο ὅπως εἶχε ἔρθει, χωρὶς νὰ προσθέσει τίποτα. Μείναμε ἀρκετὴ ὥρα σιωπηλοί,
καθένας ἀπὸ μᾶς βυθισμένος στὶς σκέψεις του, μέχρι ποὺ μίλησε ὁ Λάκης. «Λοιπόν, θὰ πέσεις γιὰ
ὕπνο;» ρώτησε προσπαθώντας νὰ βολιδοσκοπήσει τὸ πὼς εἶχα πάρει αὐτὰ ποὺ μᾶς εἶχε πεῖ ὁ Κοῦλ.
«Μπά, δὲν νυστάζω,» ἀπάντησα «μᾶλλον θὰ γράψω λίγο στὸ ἡμερολόγιό μου.» Ὁ Λάκης μοῦ εἶπε
ὅτι οὔτε κι αὐτὸς νύσταζε καὶ ἄρχισε νὰ μοῦ ἀναλύει τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὴν παρακολούθηση τῶν
πολιτῶν ἀπὸ τὶς Ἀρχές, ἔστω καὶ μὲ καλὸ σκοπό, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο δὲν μποροῦσα πλέον νὰ τὸν
ἀκούσω, βυθισμένος ὅπως ἤμουν σ΄ ἕνα μακάριο ὕπνο γεμᾶτο μπερδεμένα ὄνειρα.

Μᾶς ξύπνησε ὁ Κοῦλ. Νύσταζα φοβερά, τὸ κεφάλι μου ἦταν βαρὺ καὶ τὸ μόνο ποὺ ἤθελα ἦταν νὰ
ἐπιστρέψω στὸν ὕπνο μου. Τὸ ἀπότομο, ὑποχρεωτικὸ ξύπνημα, κάτι ποὺ εἶχα πολὺ καιρὸ νὰ ὑποστῶ,
μοῦ προκάλεσε φοβερὸ ἐκνευρισμὸ καὶ ἔψαχνα μετὰ μανίας κάτι γιὰ νὰ ἁρπαχτῶ. Λίγο ὅμως ἕνα
φοβερὰ ἀναζωογονητικὸ ντοὺς ἀπὸ δροσερό, ἀρωματισμένο νερὸ καὶ ζεστὸ ἀέρα, λίγο ἕνα
καταπληκτικὸ πρωινὸ ποὺ μᾶς ἔφτιαξε ὁ Κοῦλ, οἱ σκέψεις μου ἄρχισαν νὰ παίρνουν πιὸ φυσιολογικὸ
δρόμο. Συνειδητοποίησα ὅτι γιὰ πρώτη φόρα θὰ ἔβλεπα μὲ τὰ μάτια μου αὐτὸν τὸ θαυμαστὸ Κόσμο
ποὺ μᾶς εἶχε ἀποκαλύψει ἡ Συσκευὴ καὶ γρήγορα ὁ ἐκνευρισμός μου ἔγινε ἀνυπομονησία, μέχρι ποὺ
στὸ τέλος δὲν κρατιόμουνα. Περάσαμε τὸ ἄνοιγμα τοῦ τοίχου ὅπου μὲ περίμενε μία μεγάλη
ἀπογοήτευση. Ἀντὶ γιὰ ἔξω, βρεθήκαμε σὲ ἕνα ἄλλο, μεγαλύτερο δωμάτιο ὅπου μᾶς περίμενε ἕνα
ἀπὸ τὰ ἱπτάμενα ὀχήματα ποὺ εἴχαμε δεῖ νὰ κυκλοφοροῦν σὲ ἀφθονία πάνω ἀπὸ τὴ γῆ τῶν
Ἐκουαραλεμάνεν. Ὅταν μπήκαμε, συνειδητοποίησα πὼς στὴ θέση τοῦ ὁδηγοῦ ὑπῆρχε ἄλλος ἕνας ἀπὸ
τοὺς κατοίκους αὐτῆς τῆς ὑπόγειας χώρας ἀλλά, τόσο αὐτὸς ὅσο καὶ ἡ θέα ἔξω ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο,

37
ἦταν καλυμμένος ἀπὸ μαῦρα κρύσταλλα ποὺ δὲν ἄφηναν νὰ ξεχωρίσει καμμία λεπτομέρεια. Οἱ πόρτες
ἔκλεισαν καὶ σηκωθήκαμε στὸν ἀέρα. Γιὰ κάποιο λόγο, ἴσως ἐξαιτίας τῆς συγκίνησης ποὺ νιώθαμε,
δὲν εἴχαμε καμμία διάθεση νὰ μιλήσουμε καὶ παρ΄ ὅλο ποὺ εἴχαμε χιλιάδες πράγματα νὰ ρωτήσουμε
προτιμήσαμε νὰ μείνουμε βυθισμένοι στὰ αἰσθήματα καὶ τὶς σκέψεις μας. Μετὰ ἀπὸ ἕνα σύντομο
ταξίδι πέντε περίπου λεπτῶν ἔνοιωσα νὰ κατεβαίνουμε καὶ ν΄ ἀκουμπᾶμε ξανὰ στὸ ἔδαφος. Βγήκαμε
ἀπὸ τὸ ὄχημα καὶ βρεθήκαμε σὲ μία πολὺ μεγάλη, ἄδεια αἴθουσα. ∆ὲν εἶχα τὴ δυνατότητα νὰ τὴν
ἐξετάσω προσεκτικὰ γιατὶ ἔπρεπε νὰ προχωρήσουμε γρήγορα σὲ ἕνα μακρὺ διάδρομο χωρὶς παράθυρα,
τελικὰ στρίψαμε, διαβήκαμε ἕνα ἄνοιγμα καὶ ἰδού! Στεκόμασταν ἐπιτέλους σὲ ἀνοιχτὸ χῶρο,
λουσμένοι ἀπὸ τὸ ἀλλόκοτο φῶς τοῦ ἐσωτερικοῦ μέρους τοῦ Πλανήτη μας!

38
«Τέτοια προσβολή, καὶ μπροστὰ στὴ
Μούσα μου, δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ
νὰ τὴν ἀνεχθῶ.»

ὸ πρῶτο ἐρέθισμα ποὺ κυριάρχησε ἐπάνω μου ἦταν ὁ ζεστός, ὑγρὸς καὶ
θαυμάσια ἀρωματισμένος ἀέρας. Ἔκλεισα τὰ μάτια μου καὶ πῆρα μερικὲς
βαθειὲς εἰσπνοές. Μέσα ἀπὸ τὰ κλειστὰ βλέφαρά μου μποροῦσα νὰ δῶ τὸ
μουντό, κίτρινο φῶς καὶ τὸ δέρμα μου ριγοῦσε ἀπὸ τὸ δροσερὸ ἀεράκι ποὺ
μετρίαζε τὴ ζέστη τῆς ἀτμόσφαιρας. Ἤμουν συγκλονισμένος. «Θεέ μου,»
σκέφτηκα, «ὅτι κι ἂν συμβεῖ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα, ἐμεῖς τὰ καταφέραμε. Τὰ
καταφέραμε!!» Μετὰ ἄνοιξα τὰ μάτια μου καὶ κοίταξα ὁλόγυρα.

Βρισκόμασταν σὲ μία ἐξέδρα ποὺ ἦταν μέρος μίας μεγαλύτερης κατασκευῆς, παρόμοιας μὲ τὰ δικά
μας στάδια, περικυκλωμένοι ἀπὸ κάμποσους συμπατριῶτες τοῦ Κοῦλ ποὺ μᾶς κοιτοῦσαν ἀμίλητοι, μὲ
ἔκδηλο ἐνδιαφέρον. Εἶχαν σηκωθεῖ ὅλοι ὄρθιοι, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν ποὺ καθόταν στραμμένος πρὸς τὸ
ἐσωτερικὸ τοῦ σταδίου καὶ ὁ ὁποῖος εἶχε γυρίσει τὸ κεφάλι του πρὸς τὸ μέρος μας καὶ μᾶς κοιτοῦσε μὲ
ἀνεξιχνίαστο βλέμμα. ∆ὲν χρειαζόταν νὰ μοῦ πεῖ κανεὶς ὅτι τὸ ἄτομο αὐτὸ ἦταν ὁ Κυβερνήτης. Ἂν
καὶ ὅλοι τους ἔδειχναν προικισμένοι καὶ ἐπιβλητικοί, αὐτὸς ἐδῶ ξεχώριζε μὲ τὴν πρώτη ματιά. Εἶχε
πάνω του, πῶς νὰ τὸ πῶ, ἕναν ἄλλο ἀέρα, μία τιτάνια θέληση ποὺ γινόταν αἰσθητὴ ἀκόμη καὶ ὅταν
μᾶς γυρνοῦσε τὴν πλάτη. Αἰσθάνθηκα ἀμέσως μία ἔντονη μαγνητικὴ ἕλξη καὶ χρειάστηκε
προσπάθεια ἐκ μέρους μου γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ξεκολλήσω τὸ βλέμμα μου ἀπὸ πάνω του, κάμποσα
δευτερόλεπτα ἀργότερα. Ἀπὸ τὴ θέση ποὺ βρισκόμουν ξεχώριζε μπροστά μας μία ἔκταση ἀπὸ κόκκινα
χαμηλὰ φυτὰ ποὺ ἤξερα ἀπὸ τὴ Συσκευὴ ὅτι εἶναι τὸ ἀντίστοιχο τοῦ δικοῦ μας χλοοτάπητα στὸ
ἐσωτερικὸ τῶν σταδίων, κάμποσα ἀναπαυτικὰ καθίσματα ὁλόγυρα καὶ δεξιὰ καὶ ἀριστερά μου τοῖχοι,
ποὺ ἀπομόνωναν αὐτὸ τὸ τμῆμα τοῦ σταδίου. Ἀπὸ τὴν ὀχλοβοὴ πάντως ποὺ ἐρχόταν πέρα ἀπὸ αὐτοὺς
τοὺς τοίχους μποροῦσα νὰ συμπεράνω ὅτι τὸ στάδιο ἦταν γεμᾶτο ἀπὸ ἀνυπόμονα πλήθη. Πέρασε ἔτσι
ἕνα λεπτὸ ἀμήχανης σιωπῆς ὅταν ἔνοιωσα τὸ χέρι τοῦ Κοῦλ στὴν πλάτη μου. Ταυτόχρονα, ὁ
Κυβερνήτης ἔκανε ἕνα ἀνεπαίσθητο νεῦμα, ὅλοι ξανακάθισαν στὶς θέσεις τους κι ἐμεῖς ὁδηγηθήκαμε
σὲ δύο καθίσματα στὴ δεύτερη σειρά. ∆ίπλα μας, πρὸς μεγάλη μας ἀνακούφιση, κάθισε ὁ Κοῦλ.
Κάθε κάθισμα διέθετε καὶ ἀπὸ μία ὀθόνη, στερεωμένη σὲ βολικὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ
θεατῆ. Ἀμέσως κατάλαβα ὅτι εἶχε τὶς ἰδιότητες τῆς Συσκευῆς, ἂν καὶ ἴσως ὄχι σὲ τόσο μεγάλο
βαθμό. Μποροῦσα νὰ τὴ χειριστῶ μὲ τὴ σκέψη καὶ νὰ δῶ ὁτιδήποτε ἤθελα, ἀκόμη καὶ τὴν πλάτη
μου! Ἡ πρώτη μου παρόρμηση ἦταν νὰ τὴ στρέψω ἔξω ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ σταδίου καὶ νὰ συνεχίσω
τὴν ἐξερεύνηση ποὺ εἶχα ἀφήσει στὴ μέση ἀλλὰ συγκρατήθηκα, ἀναλογιζόμενος ὅτι κάτι τέτοιο θὰ
προσέβαλλε τὸν Κοῦλ, ποὺ μᾶς εἶχε βγάλει νωρίτερα ἀπὸ τὴν ἀπομόνωση, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ
παρακολουθήσουμε αὐτὸ τὸ γεγονός.

Ἡ δεύτερη καλύτερη ἰδέα ἦταν νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε τὴν εὐκαιρία ὥστε νὰ λύσουμε κάποιες ἀπὸ τὶς
ἀπορίες μας ἀλλά, πρὶν προλάβουμε νὰ ἀνοίξουμε καλά-καλὰ τὸ στόμα μας, ἕνας ψηλός,
μαυροφορεμένος ἄνδρας ἐμφανίστηκε ἀπὸ τὰ ἀριστερά μου καὶ ἀπηύθυνε χαιρετισμὸ σὲ ὅλους μας.
Εἶδα πολλὰ γελαστὰ πρόσωπα νὰ στρέφονται πρὸς τὸ μέρος του καὶ νὰ μορφάζουν φιλικά. Ὁ ἄνδρας
πλησίασε κατόπιν τὸν Κυβερνήτη καὶ τοῦ ἀπηύθυνε ξανὰ τὸν ἴδιο χαιρετισμό. Ὁ Κυβερνήτης
σηκώθηκε ὄρθιος, ἀνταπέδωσε καὶ τὸν χτύπησε φιλικὰ στὴν πλάτη. Ὁ ψηλέας χαιρέτησε ἀκόμα μία
φορὰ τοὺς παριστάμενους καὶ κινήθηκε πρὸς τὸ μέρος μας. Πρὶν συνεχίσει καὶ χαθεῖ σὲ μία
καταπακτὴ κοντοστάθηκε καὶ μοῦ ἔρριξε μία σύντομη καὶ διεισδυτικὴ ματιά. Ὅσο κι ἂν ἦταν
ἀναπόφευκτη ἡ ματιὰ ἐκείνη, τὴν ἔνοιωσα σὰν μία ἀδιακρισία καὶ ἐκνευρίστηκα ἄσχημα. Τὰ
χαρακτηριστικὰ τοῦ ἄνδρα, ὅπως τὰ κατέγραψα ὅταν κοιταχτήκαμε, συνέτειναν στὸ νὰ μοῦ
προκαλέσουν μία ἄμεση ἀντιπάθεια. Τὸ πιὸ ἀνάποδο πράγμα ἀπάνω του ἦταν ὅτι ἄνηκε στὴν
κατηγορία ἐκείνη τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν ἀκαθόριστη ἡλικία. Εἶχε νεανικὸ παράστημα καὶ ζωηρὴ
περπατησιὰ ἀλλὰ τὰ μαλλιά του ἦταν ἀσημὶ καὶ μαῦρα, τὰ μάτια του βαθουλωμένα καὶ τὰ

39
χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου του εἶχαν μία ἀπροσδιόριστη σκληράδα, ποὺ συνήθως ἔρχεται μόνο μὲ
τὸ πέρασμα τῶν χρόνων. Ἦταν λεπτὸς καὶ γεροδεμένος ἀλλὰ μοῦ ἔδωσε τὴν ἐντύπωση ξερακιανοῦ
μεσήλικα. Καὶ τὰ μάτια του, βυθισμένα σὲ μαυριδερὲς κόγχες, ἦταν δυὸ μικρές, διαπεραστικὲς κόρες
σὲ ἕνα ξεπλυμένο πρασινομπλὲ φόντο. Τώρα, ἂν τὰ εἶδα ὅλα αὐτὰ ἢ ἁπλῶς τὰ φαντάστικα, μὴ μὲ
ρωτᾶτε. Γεγονὸς παραμένει ὅτι ἔνοιωσα μία ἀντιπάθεια ποὺ ἔφτανε στὰ ὅρια τῆς ἀπέχθειας. ∆ὲν
ὑπῆρχε λόγος νὰ ρωτήσω, ἤξερα ὅτι εἶχα δεῖ τὸν διεκδηκητὴ τῆς κόρης τοῦ Κυβερνήτη νὰ παίρνει τὴ
θέση του γιὰ τὸν τζούφιο διαγωνισμὸ ποὺ ἐπέβαλλαν τὰ ἔθιμα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

∆ίπλα μου ὁ Λάκης εἶχε πιάσει τὸ λακιρντὶ καὶ ἡ γλώσσα του πήγαινε ροδάνι. Ὁ Κοῦλ
ἀποδεικνυόταν, εὐτυχῶς, ἀπόλυτα συνεργάσιμος αὐτὴ τὴ φορὰ καὶ ἡ συζήτηση γινόταν στὴ μητρική
μας γλώσσα, πρὸς μεγάλη μας ἀνακούφιση μὲ τόσους Ἐκουαραλεμάνεν νὰ κάθονται δίπλα μας.
Μάθαμε ἔτσι ὅτι ὁ μέλλων γαμπρὸς τοῦ Κυβερνήτη τύχαινε εὐρυτάτης ἀποδοχῆς καὶ ὅτι ἡ κόρη του,
ποὺ θὰ ἔφτανε ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή, εἶχε συναντηθεῖ παρασκηνιακὰ μαζί του καὶ εἶχε δώσει τὴν
συγκατάθεσή της. Παλαιότερα γινόταν, ἐνίοτε, γνήσιες μονομαχίες ποὺ ἀφοροῦσαν κυρίως ἐπιδείξη
εὐστροφίας καὶ πνεύματος ἀλλὰ καί, σπανιότερα, πραγματικὲς μάχες σῶμα μὲ σῶμα.

Ὁ Κοῦλ μᾶς ἔδωσε καὶ μία ἄλλη πληροφορία πού, ἐκείνη τὴ στιγμή, δὲν ἀξιολόγησα τὴ μεγάλη
σημασία της. Ἡ Βασικὴ Ἐνέργεια ἑνὸς διεκδικητή, μᾶς εἶπε, εἶναι συνήθως λίγο μόνο μεγαλύτερη
ἀπὸ τῶν ὑπόλοιπων, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ κάποιος ἐπιλέγεται νὰ καταλάβει τὴ θέση τοῦ
Κυβερνήτη, ἐφαρμόζει μεθόδους ποὺ τὴν αὐξάνουν δραματικά, ἀντλώντας ἀπὸ τὰ ἀποθέματα Βασικῆς
Ἐνέργειας τοῦ Κλάδου. Μὲ τὴ διαδικασία αὐτὴ ἐνισχυόταν τόσο οἱ νοητικὲς ὅσο, κυρίως, οἱ
διαισθητικὲς ἱκανότητες τοῦ ἀτόμου ποὺ θέτονταν στὴν ὑπηρεσία ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ τῶν
Ἐκουαραλεμάνεν. Ἡ πρακτικὴ αὐτή, μᾶς τόνισε, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας ἀπὸ
ἀνεξάρτητες ἐπιτροπὲς ἀπαρτιζόμενες ἀπὸ ἄτομα ἐπιλεγμένα μὲ ἀπόλυτα ἀξιοκρατικὰ κριτήρια, εἶχε
ἀποδειχτεῖ ὁ καθοριστικὸς παράγων ποὺ τοὺς εἶχε ἐπιτρέψει νὰ ἀντιμετωπίσουν τεράστιες δυσκολίες
καὶ νὰ λάβουν μία ἐξέχουσα θέση ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους Κλάδους.

Προσπαθοῦσα νὰ παρέμβω στὴν κουβέντα καὶ νὰ ζητήσω ὁρισμένες διευκρινήσεις ἀλλὰ εἰς μάτην,
ἀφοῦ ὁ Λάκης εἶχε πάρει φόρα καὶ ἀνέλυε μὲ πάθος τὶς ἀντιρρήσεις ποὺ θὰ εἶχε ὁ Μαρκουζὲ ἢ καὶ ὁ
ὁποιοσδήποτε ἄλλος συνειδητοποιημένος ἀπολογητὴς τῆς Ἀναρχίας, ἔτσι καὶ τύχαινε νὰ εἶναι παρών.
Ἑτοιμάστηκα νὰ κάνω τὸν φαφλατὰ νὰ σκάσει ἐπιτέλους, χρησιμοποιώντας κυρίως τὰ χέρια καὶ τὰ
πόδια καὶ λιγότερο τὸν λόγο, ὅταν, ξαφνικά, μοῦ ἔφυγε ἐντελῶς ἀπ΄ τὸ μυαλὸ καὶ ὁ σαλεμένος φίλος
μου καὶ ἡ κουβέντα καὶ τὰ εὐτράπελα τοῦ ὑπὸ ἐξέταση πολιτικοῦ συστήματος. Μία κοπέλα εἶχε
προβάλει ἀπὸ τὸ ἴδιο μέρος ὅπως καὶ ὁ μαυροφορεμένος προηγουμένως, χαιρέτησε τοὺς παρόντες,
κινήθηκε πρὸς τὸ μέρος μου, κοντοστάθηκε καὶ μὲ κοίταξε μὲ ἀπορημένο ὕφος. Ἔπειτα μὲ χαιρέτησε
ἰδιαιτέρως, χαμογελώντας μου ντροπαλά, καὶ πῆγε καὶ κάθησε δίπλα στὸν Κυβερνήτη. Ὁ λόγος ποὺ
μὲ κοίταξε ἔτσι δὲν ἦταν, φαντάζομαι, κάποια ἀγένεια ἐκ μέρους της, ἦταν μία φυσιολογικὴ
ἀντίδραση στὸ γεγονὸς ὅτι εἶχα ἀπομείνει ἄναυδος, σὰν στήλη ἅλατος. ∆ὲν εἶχα καθρέπτη μαζί μου
ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἔμοιαζα κάπως σὰν κατεψυγμένος ροφός, ξεχνώντας μέσα στὴ σαστιμάρα μου νὰ
ἀπευθύνω κάποιο στοιχειώδη χαιρετισμό. Ὁ Λάκης ἦταν τυχερὸς ποὺ δὲν τὴν ἀντίκρυσε τότε,
ἀπορροφημένος ὅπως ἦταν στὶς ἀναλύσεις του. Ἂν εἶχε δεῖ τὸ χαμόγελό της, ἂν εἶχε μυρίσει τὸ
ἄρωμά της, ὅπως ἐγώ, θὰ εἶχε καταπιεῖ τὴ γλώσσα του. ∆ὲν ὑπάρχουν λόγια νὰ περιγράψω αὐτὴ
τὴν αἰθέρια ὑπάρξη, τὴ γεμάτη χάρη καὶ ἁρμονία, ὅπως δὲν ὑπάρχουν καὶ λόγια νὰ περιγράψουν τὸ
πόσο βαθειὰ μὲ συγκλόνισε. Εἶχε μέτριο ἀνάστημα σὲ σχέση μὲ τὶς συμπατριώτισσές της, κάτι πού,
σὲ ἀντίθεση μὲ ὅτι ἰσχύει στὴν Πατρίδα μου, ἐκεῖ θεωροῦνταν προσόν. Εἶχε ὑπέροχα σκούρα καστανὰ
μαλλιά, κομμένα κοντά, καὶ ὑπέροχα ζεστά, μελὶ μάτια. Τὸ παρουσιαστικό της φανέρωνε
συνεσταλμένο ἄτομο ἀλλὰ τὸ ὑπέροχο ἄρωμά της, ποὺ ἄγγιξε τὰ ρουθούνια μου τὴ στιγμὴ ποὺ μοῦ
χάριζε τὸ πιὸ γλυκὸ χαμόγελο τοῦ κόσμου, αὐτὸ τὸ ἄρωμα ὑποσχόταν ἡδονὲς πέρα ἀπὸ τὸ
συνηθισμένο... Τέλος πάντων, ἀρχίζω νὰ γράφω σὰν κανένας Ἰταλὸς μπερμπάντης τῆς
Ἀναγέννησης, διατυπώνοντάς το λοιπὸν ὅσο πιὸ ἁπλὰ μπορῶ, εἶχα ἀντικρύσει μία θεά, ποὺ ἔκανε τὶς
μέχρι τότε ἐρωτικὲς φαντασιώσεις μου νὰ μοιάζουν μὲ κακόγουστα ἀστεῖα καὶ μὲ καταδίκαζε νὰ
νοιώθω πλέον μόνο οἶκτο γιὰ ὁποιαδήποτε ἐκπρόσωπο τοῦ Ὡραίου Φύλλου εἶχα συναντήσει πoτὲ ἢ θὰ
συναντοῦσα στὸ μέλλον. Ἐν ὀλίγοις, τά ΄παιξα!

40
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἔνοιωσα ἀπέραντα δυστυχισμένος. Ἦταν φανερὸ ὅτι εἶχα μόλις γνωρίσει τὴν
μέλλουσα γυναίκα αὐτοῦ τοῦ ξενέρωτου τζόβενου ποὺ περνιόταν γιὰ σπουδαῖος ἀπὸ τοὺς βλάκες
συμπατριῶτες του. Σὲ λίγες ὧρες ἀπὸ τώρα, αὐτὸς κι αὐτὴ θὰ ἦταν τὸ χρυσὸ ζευγάρι τῶν
Ἐκουαραλεμάνεν, θὰ ἀποσύρονταν σὲ κάποιο θαυμάσιο δωμάτιο μὲ χαμηλὸ φωτισμὸ καὶ ρομαντικὴ
μουσική, καὶ τότε αὐτός... Ἔ, ὄχι ρὲ γαμῶτο. ∆ὲν μποροῦσα νὰ τὸ ἀνεχτῶ. Ἂν τὴν εἶχα γνωρίσει
κάποτε ἄλλοτε, ἂν μοῦ εἶχε δοθεῖ μία εὐκαιρία νὰ τῆς μιλήσω... Ἢ, τουλάχιστον, νὰ μὴν τὴ
γνωρίσω καθόλου, αὐτὴν καὶ τὸν μέλλοντα ἄντρα της! Ἀλλὰ πάλι, ὄχι! Ὄχι, χίλιες φορὲς ὄχι! Ἡ
ζωή μου θὰ ἦταν πολὺ πιὸ φτωχὴ ἂν δὲν τὴν εἶχα ἀντικρύσει καὶ λατρέψει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή.
Ἔνοιωσα νὰ ψυχοπλακώνομαι, νὰ πνίγομαι. Σηκώθηκα καὶ πλήσιασα τὸ κιγκλίδωμα ποὺ χώριζε τὴν
ἐξέδρα ἀπὸ τὴν πίστα. Χαμηλὰ μπροστά μου μποροῦσα νὰ δῶ τὸν ξενέρωτο νὰ κουρδίζει κάποιο
μουσικὸ ὄργανο ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἅρπα. Σὲ λίγο ξεκίνησε νὰ παίζει μουσική. Ἀόρατα μικρόφωνα
μετέφεραν τὴ μελωδία στὰ ἀπρόθυμα αὐτιά μου. Ἔπαιζε ὑπέροχα, ὁ ἄθλιος! Μποροῦσα νὰ δῶ τὸν
κόσμο νὰ φέρνει τὰ χέρια του στὰ πλάγια του κεφαλιοῦ, νὰ κοιτάζει ψηλὰ καὶ νὰ βγάζει ἕνα
μακρόσυρτο σφύριγμα, κάτι ἀντίστοιχο τοῦ δικοῦ μας χειροκροτήματος, ὅπως συμπέρανα. ∆ὲν
κοίταξα οὔτε μία φορὰ πρὸς τὸ μέρος τῆς κοπέλας γιατὶ θὰ μοῦ ἦταν ἀνυπόφορο νὰ τὴν δῶ νὰ
κοιτάζει μὲ λατρεία αὐτὸν τόν, τόν..., τέλος πάντων! Τὸ πλῆθος σφύριζε κι ἐγὼ ἔνοιωσα τὸν θυμό
μου νὰ μεγαλώνει ἀνεξέλεγκτα καὶ νὰ γίνεται μία καυτὴ μπάλα στὸ κάτω μέρος τοῦ στομαχιοῦ μου.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὴν φρόνησή μου σπρωγμένες στὸ περιθώριο, ἀποφάσισε ἡ
Μοίρα νὰ βάλει τὸ χεράκι της καὶ τὰ γεγονότα ἐξελίχθηκαν μὲ τρομερὴ ταχύτητα.

Ὁ Κοῦλ ἀντιλήφθηκε ὅτι εἶχα σηκωθεῖ ἀπὸ τὴ θέση μου καὶ ἄρχισε νὰ μὲ καλεῖ νὰ ἐπιστρέψω στὸ
κάθισμά μου. Ἐγὼ πάλι, λίγο ἡ ὀχλοβοή, λίγο ἡ ὀργὴ ποὺ φούντωνε μέσα μου σὰν πυρκαγιά, δὲν
ἄκουγα τίποτα. Κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ καθόταν δίπλα στὸν Κυβερνήτη ἀντιλήφθηκε τὸ τὶ
συνέβαινε καὶ θέλησε νὰ βοηθήσει. Μοῦ φώναξε νὰ φύγω ἀπὸ ἐκεῖ, μόνο ποὺ δὲν μοῦ τὸ εἶπε ὅσο
εὐγενικὰ ἀπαιτοῦσαν οἱ περιστάσεις. Τὸν κοίταξα ἀναποφάσιστος ἀνάμεσα στὸ νὰ συμμορφωθῶ ἢ νὰ
τὸν ἀγνοήσω. Τότε αὐτός μου ξαναφώναξε νὰ καθίσω κάτω, ἀρκετὰ ἀπότομα αὐτὴ τὴν φορά.

«Ἄντε λοιπόν, κάτσε κάτω φιλαράκο», πρόσθεσε χαμογελώντας εἰρωνικά, «ἐκτὸς κι ἂν σκοπεύεις νὰ
μπεῖς μέσα στὸ στίβο.» Τὶ ἤθελε νὰ τὸ πεῖ; Ἔνοιωσα τὸ αἷμα νὰ μοῦ ἀνεβαίνει στὸ κεφάλι καὶ
ἔχασα τελείως τὸν ἔλεγχο. Κάποιος ἄλλος (ἢ πρέπει νὰ πῶ κάτι ἄλλο;) ἀπίστευτα πιὸ
ἀποφασιστικὸς ἀπὸ μένα ἀνέλαβε τὰ ἡνία τοῦ σώματός μου. Κάποιος ἄλλος ἀλλά, ταυτόχρονα, ὁ
ἴδιος μου ὁ ἑαυτός. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἔδωσα ἕνα σάλτο καὶ βρέθηκα στὴν ἀρένα.

Μόλις βρέθηκα ἐκεῖ μὲ διαπέρασε τὸ σὸκ τῆς ἀποκοτιᾶς μου, ἐκτεθιμένος ὅπως ἤμουν στὰ ἀδηφάγα
μάτια τῶν δεκάδων χιλιάδων θεατῶν ποὺ μποροῦσα νὰ τὰ νοιώσω νὰ καρφώνονται ἐπάνω μου, μὲ
μία ἀπορία ποὺ θὰ μετάλλαζε σύντομα σὲ ἔχθρα. Εἶχα γίνει πιὰ μέρος αὐτῆς τῆς τόσο σημαντικῆς
γι΄ αὐτοὺς ἐκδήλωσης καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ παίξω τὸν ρόλο μου, μόνο ποὺ δὲν ἤξερα ἀκόμα ποιὸς θὰ
ἦταν αὐτός. Τὸ σὸκ πάντως, ἂν καὶ ἀνίσχυρο στὸ νὰ διώξει τὸ θεῖο μεθύσι τοῦ θυμοῦ ποὺ ἔνοιωθα,
μοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἠρεμήσω κάπως καὶ νὰ σκεφτῶ λογικά. Τὶ νὰ ἔκανα τώρα, πῶς νὰ ἔσωζα τὴν
κατάσταση; Ἀποφάσισα νὰ πῶ μερικὰ λόγια στὴν θέα ποὺ μοῦ εἶχε πάρει τὸ μυαλό, ὄχι τόσο σὰν
δικαιολογία γιὰ τὴν πράξη μου ὅσο γιατί, διάολε, ἤθελα πράγματι νὰ τῆς ἐκφράσω κάπως τὸν
θαυμασμό μου. Προχώρησα πρὸς τὸ μέρος της καὶ στάθηκα ἀκριβῶς μπροστά της. Μοῦ
χαμογελοῦσε! Μὲ μιᾶς τὸ μυαλό μου πλημμύρισε ἀπὸ τὰ πιὸ ρομαντικὰ καὶ θεσπέσια στιχάκια, λὲς
καὶ εἶχα γίνει ξαφνικὰ ὁ ∆άντης. Ταυτόχρονα διαπίστωσα πὼς μποροῦσα καὶ πάλι νὰ μιλήσω τὴ
γλώσσα τους σὰν νὰ ἦταν ἡ μητρική μου. Ἄρχισα ἕνα ἄκρως ρομαντικὸ πρόλογο, μιλώντας ὅσο πιὸ
καθαρὰ μποροῦσα καὶ κοιτώντας μόνο τὰ χέρια της γιατὶ ἡ θωριά της θὰ μὲ ἔκανε νὰ χάσω τὰ
λόγια μου. ∆ὲν εἶχα καλά-καλὰ ἀρχίσει, ὅταν μὲ διέκοψε μία ἄκρως ἐκνευριστικὴ φωνὴ ἀπὸ πίσω
μου. «Ἔ, νεαρέ, παράτα τα σὲ παρακαλῶ καὶ γύρνα στὴ θέση σου. Μᾶς τὰ λὲς κάποια ἄλλη
φόρα.»

Ἔστριψα τὸ κεφάλι μου καὶ ἔριξα μία παγερὴ ματιὰ στὸν ἐνοχλητικό, ἐνθυμούμενος ξαφνικὰ ὅτι δὲν
ἤμουν μόνος μου στὸν στίβο, ἀλλὰ κράτησα τὸ στόμα μου κλειστό, ἀποφασισμένος νὰ μὴν ἀφήσω
τίποτα νὰ μοῦ χαλάσει τὴν ἔμπνευση. Ξαναγύρισα πρὸς τὴ μεριὰ τοῦ κοριτσιοῦ καὶ προσπάθησα νὰ
ξαναρχίσω τὸν ποιητικό μου λόγο, ἀλλὰ ἡ φωνὴ τοῦ ἄλλου, ἀκόμα πιὸ στριγγὴ καὶ ἐκνευριστικὴ ἀπ΄

41
ὅτι προηγουμένως, μὲ ξανάκοψε. «Καταλαβαίνεις ντὲ τὶ σοῦ λέω ἢ νὰ φέρουμε κανένα μεταφραστή;»
Ἔπειτα, πεπεισμένος ἴσως ὅτι δὲν καταλάβαινα τὴ γλώσσα του, συνέχισε: «Μὰ ποιὸς τὸν ἀμόλυσε
αὐτόν;» Αὐτὸ ἦταν! Τέτοια προσβολή, καὶ μπροστὰ στὴ Μούσα μου, δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ τὴν
ἀνεχθῶ. Γύρισα ἀργὰ καὶ τὸν κάρφωσα μὲ ἀπροκάλυπτη ἐχθρότητα. Ὅταν τελικὰ τοῦ ἀπάντησα τὸ
στόμα μου ἔσταζε φαρμάκι. «Ρὲ φίλε, δὲν μᾶς παρατᾶς, λέω ἐγώ, νὰ μὴ σὲ κλάψει ἡ μανούλα σου;
Ἄντε νὰ παίξεις τὸ ὄργανό σου κάπου ἀλλοῦ», τοῦ εἶπα σὰν νὰ ἀπευθυνόμουν σὲ κανένα χαμίνι. Σὲ
κάποια ἀπόμακρη γωνιὰ τοῦ νοῦ μου, μία ψύχραιμη, ἀποστασιοποιημένη φωνὴ ἐπαναλάμβανε
συνέχεια ὅτι ἡ κατάσταση εἶχε πάρει ἄσχημη τροπὴ ἀλλὰ τὰ συναισθήματά μου μὲ παρέσερναν
ὅπως ὁ Κηφισὸς κατὰ τὴ διάρκεια πλημμύρας! Ἄλλωστε, ὅπως εἶπα ἤδη, κάποιος ἄλλος ἑαυτὸς
ἔκανε πλέον κουμάντο. Αὐτὸ ποὺ εἶχα ξεχάσει ὁ δύστυχος, ἦταν τὸ ὅτι ὁ χαριτωμένος μας διάλογος
μεταφερόταν στὴν ἐξέδρα καθαρὰ καὶ ξάστερα. Ἂν τὸ εἶχα θυμηθεῖ, θὰ εἶχα κάνει κάποια
προσπάθεια νὰ συγκρατηθῶ καὶ νὰ μιλήσω πιὸ κόσμια. Ὅπως ἦρθαν τὰ πράγματα ὅμως τίποτε δὲν
μποροῦσε πλέον νὰ ἀποτρέψει τὴ θύελλα. Εἶδα τὸ ὕφος τοῦ ἄλλου νὰ μεταλλάσει ἀπὸ ἁπλὴ ἐνόχληση
σὲ ἀσυγκράτητη ὀργή. Ἄνοιξε τὸ στόμα του μερικὲς φορὲς ἀλλὰ τὸ ξανάκλεισε χωρὶς νὰ μιλήσει,
ἴσως γιατὶ αὐτὸς θυμόταν τὰ ἀόρατα μικρόφωνα ποὺ μετέδιδαν ὁτιδήποτε λεγόταν. Ἄρχισε νὰ
πλησιάζει ἀργὰ πρὸς τὸ μέρος μου σφίγγοντας τὰ χέρια του σὲ γροθιές. Ὅταν μίλησε τελικὰ ὁ τόνος
τῆς φωνῆς του ἔκανε φανερὸ τὸ ὅτι μόλις καὶ μετὰ βίας συγκρατοῦσε τὰ νεῦρα του. Ὅσο τὰ
συγκρατοῦσε, δηλαδή...

«Φύγε ἀμέσως ἀπὸ δῶ» εἶπε τονίζοντας μία-μία τὶς λέξεις «νὰ μὴ σὲ κάνω τουλούμι στὸ ξύλο!» Ἂν
καὶ ὁ θυμὸς του ἦταν πραγματικός, οἱ ἀντιδράσεις του μοῦ θύμισαν ψευτοπαλληκαρᾶ ποὺ φωνάζει
ἐπειδὴ φοβᾶται. Τὰ ὀξυμένα μου ἔνστικτα ἔπιασαν κάτι τὸ ψεύτικο στὴ στάση του, σὰν νὰ ἔπαιζε
λιγάκι θέατρο. Ἂν καὶ δὲν κάθισα νὰ ἀναλύσω αὐτὴ τὴν ἐντύπωση, ἔνοιωσα βαθειὰ μέσα μου μία
ἐνθάρρυνση. Γιὰ αὐτὸν μπορεῖ νὰ ἦταν μόνο ἕνα παιχνίδι, ἐγὼ πάντως δὲν ἔπαιζα. Τουλάχιστον, ὄχι
μπροστὰ στὴν γυναίκα τῶν ὀνείρων μου. Ὅρμησα κατὰ πάνω του σὰν μανιακός, ἕτοιμος νὰ τοῦ
ἀνοίξω τὸ λαιμό. Ἀποδείχτηκε ὅμως ὅτι δὲν ἦταν καθόλου εὔκολος ἀντίπαλος.

Μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγράψω τὶ ἔνοιωσα τότε ἀλλὰ θὰ κάνω μία προσπάθεια. Ὁ ἀντίπαλός μου
καθόταν ἀκίνητος καὶ χαμογελοῦσε μὲ ἀπάθεια, ἐνῶ γύρω του ἁπλώθηκε ξαφνικὰ κάτι σὰν φράγμα
ποὺ ἐπενεργοῦσε ἀπάνω μου τόσο σὲ ψυχολογικὸ ὅσο καὶ σὲ σωματικὸ ἐπίπεδο. Ἔνοιωσα τὸ σῶμα
μου νὰ βαραίνει καὶ τὴ θέλησή μου νὰ χάνεται. Οἱ κινήσεις μου ἀποσυντονίστηκαν καὶ ἡ
ἐνεργητικότητά μου ἐξαφανίστηκε. Ἔκανα λίγα ἀβέβαια βήματα καὶ σταμάτησα ξαφνιασμένος.
Ἐκεῖνος, χαμογελώντας πάντα, σήκωσε τὸ δεξί του χέρι μὲ μία ἐπιδεικτικὴ κίνηση. Πρόσεξα τότε
γιὰ πρώτη φόρα ὅτι κρατοῦσε ἕνα μεταλλικὸ ραβδάκι, σὰν μικρὸ μπαστούνι, καὶ τὸν εἶδα νὰ τὸ
στρέφει πρὸς τὸ μέρος μου. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἔνοιωσα νὰ δέχομαι ταυτόχρονα χτυπήματα, σὰν
μπάτσους ἀπὸ ἀόρατα χεριά, σὲ ὅλο μου τὸ σῶμα. Τινάχτηκα καὶ ἔπεσα πρὸς τὰ πίσω, σφαδάζοντας
ἀπὸ τὸν πόνο. Πέρασαν ἔτσι μερικὰ μαρτυρικὰ δευτερόλεπτα πόνου, ὀδυνηρῆς ἔκπληξης καὶ
ταπείνωσης. Μόνο ἡ ὀργὴ ποὺ ἔνοιωθα μπόρεσε νὰ μὲ ξανασηκώσει στὰ ποδιά μου. Ἤμουν σὲ κακὰ
χάλια ἀλλὰ ὁ πληγωμένος ἐγωισμός μου δὲν μὲ ἄφηνε νὰ τὸ βάλω κάτω. Ἄρχισα καὶ πάλι νὰ
κινοῦμαι σκουντουφλώντας πρὸς τὸ μέρος του, ἀλλὰ καὶ πάλι ἔνοιωσα τὸ ἀόρατο φράγμα νὰ ρουφάει
τὴ σωματικὴ καὶ τὴν ψυχική μου δύναμη. Ἔτριξα τὰ δόντια καὶ προσπάθησα νὰ συγκεντρώσω τὶς
δυνάμεις μου ὅταν ἕνα ἀκόμη τίναγμα τοῦ χεριοῦ του μὲ πέταξε κάτω μὲ δεκάδες σουβλιὲς πόνου σὲ
ὅλο μου τὸ κορμί.

Ἡ ἀπελπιστικὴ κατάσταση ποὺ βρέθηκα τότε εἶχε πάνω μου ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον ἀποτέλεσμα.
Αὐτὸς ὁ ἄλλος ἑαυτὸς ποὺ μὲ τὴν ἀπερισκεψία του μὲ εἶχε φέρει σὲ αὐτὴ τὴν θέση λούφαξε σὰν
σκυλὶ ποὺ ἀκούει τὸν κρότο τοῦ πιστολιοῦ κι ἔτσι ξαναβρέθηκα κυρίαρχος στὸ σῶμα μου. Γιὰ πρώτη
φορὰ ἀπὸ τότε ποὺ πήδηξα μέσα προσπάθησα νὰ σκεφτῶ λογικά. Ἡ προφανὴς λύση τοῦ νὰ ζητήσω
συγγνώμη καὶ νὰ συρθῶ ἔξω, ἡττημένος καὶ γελοιοποιημένος, κρίθηκε ἐντελῶς ἀπαράδεκτη. Χίλιες
φορὲς καλύτερα νὰ πέθαινα. Σήκωσα τὸ βλέμμα μου στὸν ἀντίπαλο. Μὲ κοιτοῦσε πάντα
χαμογελαστὸς καὶ ἔπαιζε μὲ ἄνεση τὸ ραβδί του, χτυπώντας το ἀργὰ στὴν παλάμη τοῦ ἄλλου του
χεριοῦ, σὲ μία σαφῆ ὑπόμνηση τοῦ τὶ θὰ πάθαινα ἔτσι καὶ δοκίμαζα νὰ τοῦ ξαναεπιτεθῶ. Κοίταξα
αὐτὸ τὸ κομμάτι μέταλλο μὲ μίσος καὶ φόβο, καταλαβαίνοντας τὰ αἰσθήματα ποὺ θὰ πρέπει νὰ
νοιώθει ἕνας σκύλος γιὰ τὸ ραβδὶ τοῦ ἐκπαιδευτῆ του. ∆ὲν τὸ ἤξερα τότε, ἀλλὰ τὸ ραβδὶ ἔπαιζε

42
δευτερεύοντα μόνο ρόλο, ἴσα γιὰ νὰ ἑστιάζεται καλύτερα ἡ ἐπίθεση. Θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ κάνει τὰ
ἴδια καὶ χωρὶς αὐτό. Γιὰ μένα ὅμως, ἐκεῖνες τὶς φριχτὲς στιγμὲς ποὺ κειτόμουν μπροστὰ στὰ μάτια
τῆς κοπέλας ποὺ εἶχα ἐρωτευτεῖ, ἀνήμπορος καὶ ταπεινωμένος, ἔγινε ξαφνικὰ τὸ σύμβολο ὅλης τῆς
καταπίεσης ποὺ εἶχα ὑποφέρει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ γεννήθηκα, σύμβολο ὅλων τῶν ἀνέφικτων
πραγμάτων ποὺ λαχταροῦσα ἀλλὰ πού, κάποιοι ἄλλοι, εἶχαν ἀποφασίσει ὅτι δὲν ἦταν γιὰ μένα. Γιὰ
μία ἀκόμα φόρα ἔνοιωσα μία ζεστὴ μπάλα στὸ βάθος τοῦ στομαχιοῦ μου νὰ πάλλεται καὶ νὰ αὐξάνει
σιγά-σιγὰ τὴν περιφέρεια καὶ τὴν ἔντασή της. Ἀργά, βασανιστικά, στάθηκα γιὰ μία ἀκόμα φορὰ
στὰ πόδια μου. Ἐνστικτωδῶς εἶχα βρεῖ τρόπο νὰ ἀντλήσω ἐνέργεια ἀπὸ τὸ τεράστιο ἀπόθεμα
καταπιεσμένου θυμοῦ ποὺ εἶχα ἀναγκαστεῖ νὰ καταπιῶ ὅλα τὰ ἄχαρα χρόνια τῆς νιότης μου, τῆς
ἀφιερωμένης στὸ νὰ μετατραπῶ ἀπὸ ἕνα ζωντανὸ πλάσμα, γεμᾶτο χαρὰ γιὰ τὴ ζωή, σὲ ἕνα
βολεμένο ἀστό, τὸ ἰδανικὸ τῆς κοινωνίας μου. Ἡ ὀργὴ μὲ ἔκανε νὰ μὴ νοιώθω καθόλου τὸν πόνο καὶ
ἔνοιωσα καὶ πάλι τὸ μεθύσι τῆς δύναμης, μόνο ποὺ αὐτὴ τὴ φορὰ κρατοῦσα ἐγὼ τὸν ἔλεγχο. Σὰν
ἀπὸ τηλεπαθητικὸ κάλεσμα, γύρισα τὸ κεφάλι μου καὶ κοίταξα τὸ κορίτσι. Εἶχε χάσει τὴν εὔθυμη
διάθεση μὲ τὴν ὁποία τὴν εἶχα γνωρίσει καὶ εἶχε μισογύρει μπροστὰ μὲ μία ἔκφραση ἀνησυχίας καὶ
ἔντασης στὸ προσωπάκι της. Τὰ μάτια μας συναντήθηκαν. Ὑπάρχουν πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν
γελιέται κανείς. Ὑπάρχουν αἰσθήματα ποὺ γεφυρώνουν τοὺς ἀνθρώπινους Κλάδους, ποὺ γεφυρώνουν
ὅλα τὰ πλάσματα στὸ Σύμπαν, εἶμαι σίγουρος γι' αὐτό. Μέσα σὲ μία συγκλονιστικὴ στιγμὴ
διάβασα τὴν ψυχή της καὶ ἔμαθα ποιὸν ἀπὸ τοὺς δυό μας ἐπιθυμοῦσε γιὰ νικητή. Ἡ
συνειδητοποίηση, πολὺ συνταρακτικὴ γιὰ νὰ μετατραπεῖ σὲ συναίσθημα, ἔγινε ἕνα κύμα καυτοῦ
αἵματος ποὺ μούσκεψε ἡδονικὰ τὸν ἐγκέφαλό μου κι ἐξαφάνισε ἀπὸ μέσα μου κάθε ἀδυναμία. Ὁ
χρόνος ἄρχισε νὰ κυλάει πολὺ ἀργά. Γύρισα καὶ κοίταξα τὸν ἀντίπαλό μου, ποὺ δὲν γελοῦσε πιά. Καὶ
τότε βγῆκε ἀπὸ μέσα μου ἕνα οὐρλιαχτό. Ἦταν ἀνεπαίσθητο, μόλις μία ἀνάσα, ἀλλὰ ἦταν τὸ ἴδιο
οὐρλιαχτὸ θριάμβου ποὺ ἀντηχοῦσε στὰ ἀρχέγονα δάση τῆς Γῆς ὅταν ὁ Τυραννόσαυρος σώριαζε νεκρή
τὴ λεία του, τὸ ἴδιο οὐρλιαχτὸ μ΄ αὐτὸ τῆς ἀρκούδας τῶν πάγων, ὅταν χαιρετοῦσε τὸν Ἥλιο ποὺ
ἀνέτελλε, διώχνοντας τὰ παγωμένα σκοτάδια τῆς νύχτας.

Ὅταν τὸ φράγμα μὲ σκέπασε ξανά, τὸ στόμα μου στράβωσε σὲ μία γκριμάτσα ἀπίστευτης
ἀγριότητας καὶ τὰ δάχτυλα τῶν χεριῶν μου καμπύλωσαν σὰν τὶς ἅρπαγες τοῦ γερακιοῦ ποὺ ὁρμάει
στὴ λεία του. Τὸ ξέρω γιατὶ εἶδα ἀργότερα τὸν ἑαυτό μου, ὅπως τὸν κατέγραψαν οἱ κάμερες τοῦ
σταδίου. Ἔνοιωσα τὴν ἐπίθεση στὴ θέλησή μου καὶ τὸν ἀποσυντονισμὸ στὶς κινήσεις μου ἀλλὰ κι
ἐγὼ κάρφωσα τὸ βλέμμα μου, κοιτώντας ἴσια στὰ μάτια τοῦ ἀντιπάλου μου. Ἕνας ἀνεξάντλητος
θυμὸς ἔβγαινε ἀπὸ μέσα μου καὶ τροφοδοτοῦσε τὸ καμίνι στὸ στομάχι μου. Μπόρεσα ἔτσι νὰ
κρατήσω τὴν συγκέντρωσή μου ἀδιάσπαστη καὶ νὰ κινηθῶ ἐνάντια στὴν θέλησή του, ἀργὰ ἀλλὰ
ἀδυσώπητα. Ἄρχισα νὰ τοῦ μιλῶ, χρησιμοποιώντας τὰ λόγια μου σὰν σφαῖρες.

«Θὰ σκέφτεσαι ὅτι χρειάζεται μεγάλο θράσος νὰ τολμῶ νὰ προκαλῶ τὴ μεγαλειότητά σου, ἔτσι;
Στὸ κάτω-κάτω ποιὸς εἶμαι ἐγώ, ἕνας παρακατιανὸς ἀπὸ τὴν Ἐπιφάνεια, ἕνα παιδαρέλι μεγαλωμένο
στὸ σκοτάδι, νὰ προκαλῶ τὸν ἄρχοντα, τὸν γνώστη τῶν μυστικῶν, τὸν μεγαλωμένο σὲ ἕνα πολιτισμὸ
ἑκατὸ φόρες περισσότερο ἀνεπτυγμένο ἀπὸ τὸν δικό μου, τὸν καλύτερο ἀπὸ τοὺς καλύτερους; Κάποιοι
τὸ θέλησαν ἔτσι, ἐγὼ νὰ εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ τρώω κουτόχορτο, νὰ μεγαλώνω μέσα στὸ ψέμα καὶ
τὴν ἄγνοια, ἐνῶ ἐσύ... Ξέρεις τὶ εἶναι νὰ εἶσαι ἄφραγκος φοιτητής; Νὰ θέλεις νὰ βγεῖς μὲ μία
κοπελιὰ καὶ νὰ μὴν ἔχεις οὔτε παπάκι νὰ τὴν πᾶς μία βόλτα; Νὰ περιμένεις κάθε μέρα ὧρες καὶ
ὧρες στὶς στάσεις καὶ μετὰ νὰ γαντζώνεσαι σὰν χιμπατζὴς ἀπὸ τὴ χειρολαβή, στιβαγμένος
χειρότερα κι ἀπὸ σαρδέλλα στὸ κουτί; Ποῦ νὰ ξέρεις ἐσὺ ἀπὸ αὐτά, ἄρχοντα! Νὰ ἐξαρτᾶται τὸ
μέλλον σου ἀπὸ τὸν κάθε τυχάρπαστο κομπλεξικό, ποὺ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο κόμμα τὸν διόρισε
καθηγητὴ στὸ Πανεπιστήμιο, νὰ ξενυχτᾶς μέσα στὴν τσιγαρίλα κάθε φορὰ ποὺ δίνεις μάθημα,
προσπαθώντας νὰ στοιβάξεις στὸ μυαλό σου ἕνα σωρὸ ἄχρηστα πράγματα καὶ ἀντιγράφοντας
σκονάκια, μὲ τὸ στομάχι νὰ ἔχει γίνει σὰν τσαρούχι ἀπ΄ τοὺς καφέδες. Καὶ νὰ γνωρίζεις ὅτι, ὅταν μὲ
τὸ καλὸ τελειώσεις, σὲ περιμένει τὸ στρατιωτικὸ καὶ ἡ ἀνεργία. Οἱ τεμενάδες, ἡ ἀπλήρωτη ἐργασία,
ἡ ἀδικία... Νὰ μεγαλώνεις μέσα στὴν κοροϊδία, σὲ μία κοινωνία ποὺ ἀνακηρύσσει σὰν τὸ πιὸ
σημαντικὸ γεγονὸς τῆς χρονιᾶς τὸν τελικὸ ποὺ θὰ κρίνει τὸ πρωτάθλημα...»

Κάπως ἔτσι μιλοῦσα καὶ καθὼς μὲ κατέκλυζε τὸ παράπονο τῆς ἀδικίας τὰ μάτια μου πετοῦσαν
φωτιὲς σὰν πληγωμένου λύκου ποὺ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ δαγκώσει καὶ νὰ ξεσκίσει. Τὸ χέρι μὲ

43
τὸ μεταλλικὸ ραβδὶ κινήθηκε ἀπότομα κι αὐτὸ ἦταν μεγάλο λάθος, ἀφοῦ ὁ πόνος ποὺ χτύπησε τὸ
σῶμα μου δὲν μπόρεσε νὰ μὲ καταβάλλει αὐτὴ τὴ φορὰ ἀλλὰ πολλαπλασίασε τὸ θυμό μου καὶ τὸν
ἔκανε λύσσα. Γονάτισα λίγο ἀλλὰ ξανασηκώθηκα καὶ συνέχισα νὰ προχωρῶ. Ἔνοιωθα ἀπίστευτη
ναυτία καὶ ἡ ὅρασή μου εἶχε θολώσει σὲ βαθμὸ ποὺ δὲν ξεχώριζα τίποτε ἀπὸ τὸ περιβάλλον, τίποτε
ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ μισητοῦ ἀντιπάλου. Ἕνα χαιρέκακο γελάκι βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα μου καὶ
πάλεψα λίγο νὰ βγάλω σὲ λέξεις τὸ μίσος ποὺ ἔνοιωθα. «Εἶμαι ὁ πιθηκάνθρωπος, ἄρχοντά μου, τὸ
ζόμπι, ὁ ἐφιάλτης σου. Εἶμαι τὸ κτῆνος, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ σταματήσεις... Ἔρχομαι. Ξέρεις τὶ
θὰ σοῦ κάνω; Ξέρεις ποῦ θὰ τὸ βάλω τὸ ραβδί σου; Ἀχά, μάντεψες σωστά...»

Ὁ φουκαρὰς εἶχε χλωμιάσει σὰν λεμόνι. Ἐδῶ καὶ λίγη ὥρα πισωπατοῦσε ἀργά, ἔχοντάς τα χαμένα.
Κάποια στιγμὴ ξανασήκωσε τὸ χέρι του γιὰ μία ἀκόμη ἐπίθεση καὶ οἱ μῦς τοῦ προσώπου μου
συσπάσθηκαν ἀκόμα περισσότερο, σὲ μία γκριμάτσα τρομερῆς προειδοποίησης. Ἡ ὄψη μου θὰ πρέπει
νὰ ἦταν πολὺ τρομακτικὴ γιατὶ τὴν ἴδια στιγμὴ παραπάτησε καὶ ἔπεσε μὲ τὴν πλάτη στὸ ἔδαφος.
Ἄρχισε νὰ ὑποχωρεῖ ἔτσι ὅπως εἶχε πέσει, χωρὶς νὰ κάνει καμμία ἀπόπειρα νὰ σηκωθεῖ, τινάζοντας
σπασμωδικὰ τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια πρὸς τὸ μέρος μου καὶ προσπαθώντας μὲ κάθε τρόπο νὰ συρθεῖ
μακρυὰ μου. Τὸ στόμα του ἀνοιγόκλεινε ἀλλὰ οἱ ἦχοι ποὺ ἔβγαζε δὲν ἦταν κὰν λέξεις καὶ τὰ μάτια
του πρόδιδαν ἔκπληξη καὶ τρόμο. Τὸν ἔφτασα, μὰ ἡ ὁρμή μου εἶχε καταλαγιάσει, τὸ θέαμα ἦταν
τόσο ἀστεῖο ποὺ ὁ θυμὸς ἐξαφανίστηκε ἀπὸ μέσα μου καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ
ἀναποφασιστικότητα. Τὶ στὴν εὐχὴ εἶχα κάνει, καὶ τὶ ἔπρεπε νὰ κάνω τώρα; Καὶ τότε ὁ ἀέρας
τρεμόπαιξε παράξενα καὶ μία ἰαχὴ ἀπὸ τὶς κερκίδες μὲ ἔκανε νὰ κοιτάξω ἀπορημένος τριγύρω,
ξεχνώντας τὸν πεσμένο φουκαρὰ ποὺ σηκώθηκε καὶ ἄρχισε νὰ τρέχει μακρυά μου, παρατώντας στὴ
βιασύνη του τὸ ραβδί του στὸ ἔδαφος.

Ὁ μουδιασμένος μου νοῦς ἄρχισε καὶ πάλι νὰ λειτουργεῖ καὶ συνειδητοποίησα πὼς ἤμουν ὁ νικητὴς σὲ
μία μάχη ποὺ δὲν εἶχα διανοηθεῖ κὰν νὰ δώσω καὶ πὼς τὰ ἑπόμενα λεπτὰ θὰ ἦταν ἐξαιρετικὰ
κρίσιμα, ἂν ἤθελα νὰ γεράσω μία μέρα καὶ νὰ διηγηθῶ τὴν ἀπίστευτη περιπέτεια στὰ παιδιά μου.
Καὶ πάλι ὅμως τὰ γεγονότα μὲ πρόλαβαν. Εἶδα ἕξι ὑπέροχες κουκλίτσες, ντυμένες πολὺ ἐλαφρὰ μὲ
ἡμιδιάφανους μανδύες, νὰ μπαίνουν στὸν στίβο καὶ νὰ τρέχουν πρὸς τὸ μέρος μου. Καλοῦ-κακοῦ πῆρα
ἀμυντικὴ στάση καὶ τὶς κοίταξα μπερδεμένος, προσπαθώντας νὰ διακρίνω τυχὸν κρυμμένα ραβδιά.
Μὲ ἔφτασαν, μοῦ χαμογέλασαν γοητευτικὰ καί, ἀγνοώντας τὶς διαμαρτυρίες μου, ἄρχισαν νὰ
βγάζουν τὰ ροῦχα μου. Παρὰ τὴ σαστιμάρα μου ἀντιλήφθηκα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ κάποιο τυπικὸ ποὺ
συνοδεύει τέτοιου εἴδους ἀγῶνες ἀλλά, ἀκόμα καὶ ἔτσι, δὲν ὑπῆρχε πιθανότητα νὰ τὶς ἀφήσω νὰ μὲ
γδύσουν μπροστὰ σὲ ὅλον αὐτὸ τὸν κόσμο, ἂν δὲν εἶχαν συνωμοτήσει ἐναντίον μου ὁ δυνατὸς πόνος ποὺ
ἔνοιωθα παντοῦ στὸ σῶμα μου καὶ ἡ ἀφύσικα μεγάλη δύναμη τῶν κοριτσιῶν. Χωρὶς νὰ κάτσουν νὰ
μοῦ ἐξηγήσουν τίποτα ἔσκισαν τὰ ροῦχα ποὺ μάταια ἕσφιγγα μὲ τὰ χέρια μου καὶ τὰ πέταξαν κάτω.
Γελώντας μὲ τὴν καρδιὰ τοὺς ἄρχισαν νὰ μὲ κοιτοῦν ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, λὲς κι ἤμουν περσικὸ
χαλί. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτὸ ἐμφάνισαν κάτι μπουκαλάκια, ἔχυσαν στὶς παλάμες τοὺς λίγο
ἀπὸ τὸ ἐλαιῶδες περιεχόμενο κι ἄρχισαν νὰ ἀλείφουν τὸ σῶμα μου! Καὶ μετὰ τὰ διαβολοκόριτσα
παραμέρισαν, ξεκαρδισμένα στὰ γέλια καὶ ἔδειξαν μὲ τὰ χέρια τους τήν... εὐαίσθητη περιοχὴ
ἀνάμεσα στὰ σκέλια μου. Κοίταξα κι ἐγὼ καί..., Θεὲ καὶ Κύριε! Εἶχα μία πρώτης τάξεως στύση!
Καὶ γιὰ νὰ μὴ μοῦ μείνει καμμία ἀμφιβολία γιὰ τὸ ἂν μποροῦσαν νὰ μὲ δοῦν οἱ πάντες, ἀπὸ τὶς
κερκίδες ἀκούστηκαν οὐρανομήκεις ἰαχές. Ἂν μποροῦσα νὰ ἀλλάξω θέση μὲ τὸν τυχεράκια ἀντίπαλό
μου, θὰ ἔπεφτα στὰ γόνατα, θὰ τοῦ ζητοῦσα ταπεινὰ συγγνώμη καὶ κατόπιν θὰ ἔφευγα ἐγὼ
τρέχοντας ἀφήνοντάς τον αὐτὸν νὰ κάνει ὑποχρεωτικὸ στρὴπ τήζ. Ἦταν ὅμως πλέον ἀργά.

Κάποτε τὸ μαρτύριό μου τελείωσε γιατί, ὅταν βεβαιώθηκαν ὅτι οἱ πάντες εἶχαν γιουχάρει τὴν
κατάντιά μου, ξεδίπλωσαν ἕνα λευκὸ μανδύα σὰν τοὺς δικούς τους καὶ μοῦ τὸν φόρεσαν. Τὸ ροῦχο
κόλλησε στὸ λαδωμένο δέρμα μου ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ διαμαρτυρηθῶ γι΄ αὐτό. Ἔπειτα
ἄρχισαν νὰ μὲ φιλοῦν στὰ μάγουλα καὶ μὲ μία χειρονομία ἔκαναν σαφὲς ὅτι ἔπρεπε νὰ τὶς
ἀκολουθήσω. Προχωρήσαμε πρὸς τὶς κερκίδες, ἐν μέσῳ ζητοκραυγῶν, καὶ φτάσαμε στὸ σημεῖο ὅπου
καθόταν ὁ Βασιλιάς..., συγγνώμη, ὁ Κυβερνήτης ἤθελα νὰ πῶ, μὲ τὴν πανέμορφη κορούλα του. Τὸ
κορίτσι χειροκροτοῦσε σὰν Παοκτζὴς ὅταν βάζει γκὸλ ἡ ὁμάδα του στὸ Καραϊσκάκη καὶ δὲν ἔκρυβε
καθόλου τὸν ἐνθουσιασμό της. Ἐγὼ ὅμως προσπάθησα νὰ δείχνω σοβαρὸς καὶ ἀξιοπρεπὴς (τρομάρα
μου...) καὶ πάσχιζα νὰ κρατήσω τὰ μάτια μου στὸν πατέρα της, ἂν καὶ μοῦ ξέφευγαν κάποιες

44
πλάγιες ματιὲς πρὸς τὸ μέρος της. Ἡ καταραμένη ἡ στύση δὲν ἔλεγε νὰ μοῦ περάσει καὶ τὸ ροῦχο
ποὺ φοροῦσα ὄχι μόνο δὲν τὴν ἔκρυβε ἀλλὰ τὴν τόνιζε κιόλας. Ἄρχισα νὰ σκέφτομαι διάφορα
δυσάρεστα θέματα, ἐλπίζοντας νὰ μοῦ φύγει ἐπιτέλους καὶ τὰ κατάφερα τελικὰ ὅταν ἔφερα στὴ
μνήμη μου τὸ τεσσάρι ποὺ εἶχα πάρει στὴν Ἄλγεβρα. Ὁ ἐλεεινὸς καθηγητὴς μὲ εἶχε ἀδικήσει
κατάφωρα, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ δὲν πατοῦσα στὸ μάθημά του. Ἀνακουφισμένος ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι
τελικὰ αὐτὴ ἡ ἱστορία μοῦ εἶχε βγεῖ σὲ καλὸ πῆρα ὕφος καὶ ἀντιμετώπισα στὰ ἴσια τὸ βλέμμα τοῦ
Κυβερνήτη. Αὐτὸς ἄφησε νὰ περάσουν μερικὰ δευτερόλεπτα ἄβολης σιωπῆς καὶ μετὰ μπῆκε ἀπ΄
εὐθείας στὸ θέμα.

«Λοιπὸν νεαρέ, τὶ θὰ γίνει, θὰ τὴν πάρεις τὴν κόρη μου;» Ἔμεινα ἄναυδος, τόσο ἀπὸ τὸ περιεχόμενο
τῆς ἐρώτησης ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φωνή του ἦταν ψιλὴ καὶ ἄχρωμη, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν
ψαρωτική του ματιά. Ἦταν ἐρώτηση-παγίδα, ἤμουν σίγουρος γιὰ αὐτό, ἀλλὰ δὲν θὰ τὴν πατοῦσα
ὅπως τὴν εἶχα πατήσει μὲ τὸν καθηγητὴ τῆς Φυσικοχημείας ποὺ μὲ εἶχε ρωτήσει μὲ ὕπουλη
ἐγκαρδιότητα ἂν ἤξερα πότε ἕνα σῶμα χαρακτηρίζεται «στέρεο».

«Κοιτᾶξτε, Ἐξοχώτατε,» ἄρχισα μὲ γλοιώδη εὐγένεια, ποὺ συνήθως ἔπιανε μὲ τοὺς καθηγητές μου,
«τὸ λυπηρὸ συμβὰν ποὺ μόλις ἔλαβε χώρα, καὶ τὸ ὁποῖο, μὲ λύπη μου, σᾶς διαβεβαιῶ, καὶ ἄθελά
μου...»

«∆ηλαδή, δὲν τὴ θέλεις τὴν κόρη μου;» μὲ ἔκοψε ὁ ἄλλος, παρερμηνεύοντας ἐντελῶς τὰ κίνητρα τῆς
ἐπιφυλακτικότητάς μου. Ἂν τὴν ἤθελα, λέει...

«Ἐξοχώτατε, τίποτε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μακρύτερα ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, σᾶς βεβαιῶ. ∆ὲν τὴν
γνωρίζω καλὰ ἀλλά, μὲ μία πρώτη ματιά...» καὶ τῆς ἔριξα μία ματιά. Τὶ τὸ ἤθελα; Ὄχι μόνο
ἔνοιωσα τὰ μάγουλά μου νὰ καῖνε ἀλλὰ ξαναῆλθε ἡ στύση! Ἄρχισα πάλι νὰ σκέφτομαι τὸ τεσσάρι
στὴν Ἄλγεβρα. Ἐκείνη χαμογελοῦσε καὶ ἦταν πιὸ ὄμορφη ἀπὸ ὄνειρο.

«∆ηλαδή, θέλεις νὰ πεῖς ὅτι θὰ τὴν παντρευτεῖς;» Ξαναρώτησε ὁ γέρος. Μὰ τὶ στὴν εὐχή, γραβιέρα
πουλοῦσε; «Ὄχι, ἁπλὰ σὲ δοκιμάζει,» εἶπα στὸν ἑαυτό μου «μόλις πεῖς τὸ «ναί» θὰ πέσουν ὅλοι
ἀπάνω σου καὶ θὰ φᾶς τέτοιο φάτουρο ποὺ δὲν ἔφαγες οὔτε τότε ποὺ ἔπεισες τὴν παρέα πὼς ἔχεις τὰ
θέματα τῆς Ὀργανικῆς Χημείας καὶ δὲν ἔπιασες οὔτε μία ἐρώτηση.» Ἀποφάσισα νὰ τὸ παίξω
προσεκτικά, νὰ γλιτώσω τουλάχιστον τὸ ξύλο.

«∆ὲν θὰ τολμοῦσα ποτὲ νὰ πιστέψω ὅτι ἡ κόρη σας θὰ καταδεχόταν νὰ ρίξει τὰ μάτια της σὲ ἐμένα,
Ἐξοχώτατε. Ὁ λόγος ποὺ ἐεε.., ἁρπάχτηκα προηγουμένως μὲ ἐκεῖνο τὸν τύπο, θέλω νὰ πῶ...»

«Σταμάτα νὰ μὲ λὲς «Ἐξοχώτατο» ἐπιτέλους», μὲ διέκοψε ὁ Μεγάλος μὲ σημαντικὰ πιὸ βαθειὰ


φωνή. «Ἂν κρίνω ἀπὸ τὶς ἀντιδράσεις τῆς κόρης μου ὅσην ὥρα μονομαχούσατε, δὲν ὑπάρχει
ἀμφιβολία ὅτι σὲ θέλει, καὶ πολὺ μάλιστα. Τὴν ρώτησα ἤδη, ἄλλωστε. Πάψε λοιπὸν νὰ μὲ
μπερδεύεις καὶ ἀπάντησε καθαρὰ στὴν ἐρώτησή μου. Νὰ θυμᾶσαι ὅτι σὲ μᾶς ἐδῶ κάτω ἀρέσουν οἱ
καθαρὲς ἐξηγήσεις. Λοιπόν, θέλεις νὰ τὴν πάρεις ἢ ὄχι;»

Ξεροκατάπια, κοίταξα τριγύρω γιὰ καμμία βοήθεια, εἶδα τὸν γέρο ποὺ ἀδημονοῦσε, κοίταξα κλεφτὰ
τὸ κορίτσι ποὺ μοῦ χαμογελοῦσε, τὸ μανάρι μου, καὶ εἶπα τὸ «ναί» προσπαθώντας νὰ σκέφτομαι μόνο
τὴν ἀσχημόφατσα τοῦ καθηγητῆ τῆς Ἄλγεβρας.

Ἀπὸ κάπου ἀκούστηκαν φωνὲς καὶ ἀντιλήφθηκα ὅτι κάποιος ἔτρεχε πρὸς τὸ μέρος μου. Ἑτοιμάστηκα
γιὰ τὰ χειρότερα ἀλλὰ ἦταν ὁ Λάκης ποὺ εἶχε πηδήξει κι αὐτὸς μέσα καὶ ἔπεσε ἀπάνω μου μὲ φόρα,
μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κυλισθοῦμε κι οἱ δυό μας κάτω. «Βρὲ μπαγάσα, τὶ πῆγες κι ἔκανες; Καλά,
μεγάλε, ἤσουν καὶ ὁ πρῶτος!! Τοὺς κούφανες, μιλᾶμε...» ἔκανε χωρὶς νὰ πάρει ἀνάσα. Μετὰ
ἀγκαλιαστήκαμε κι ἀρχίσαμε κι οἱ δυὸ νὰ κλαῖμε. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι, ὅπως εἶχε πέσει μὲ φόρα
ἀπάνω μου, εἶχα ξαναρχίσει νὰ πονάω, αὐτὸς πάντως ἔκλαιγε μᾶλλον ἀπὸ συγκινήση. Εἶναι φίλος, ὁ
Λάκης... Θέλαμε νὰ ποῦμε πολλὰ ἀλλὰ δὲν μᾶς δόθηκε ἡ εὐκαιρία. Τὰ κοριτσάκια ποὺ μοῦ εἶχαν
βγάλει πρὶν ἀπὸ λίγο ἄρον-ἄρον τὰ ροῦχα μπῆκαν ἀνάμεσά μας καὶ μᾶς χώρισαν. Σὰν Χορὸς σὲ

45
ἀρχαία Τραγωδία, μοῦ ἐξήγησαν ὅλες μαζὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ μὲ προετοιμάσουν γιὰ τὴν τελετὴ τοῦ
γάμου καὶ ἔπρεπε νὰ ἔχω ἐπαφὴ μόνο μαζί τους καὶ μὲ κανέναν ἄλλο. Μετὰ μὲ γράπωσαν καὶ
ἄρχισαν νὰ μὲ τραβολογᾶνε. Ἀφέθηκα παθητικά, τὶ ἄλλο νὰ ἔκανα, ἄλλωστε; Καθὼς μὲ φυγάδευαν
θυμήθηκα κάτι καὶ προσπάθησα νὰ σταματήσω. Αὐτὲς μὲ τραβοῦσαν καὶ μὲ ἔσπρωχναν, λέγοντας
συνέχεια «ἔλα, ἔλα,» καὶ μόλις ποὺ πρόφτασα νὰ ρωτήσω τὸν Λάκη: «Ρὲ Λάκη, τόσην ὥρα σὲ τὶ
γλώσσα μιλοῦσα, στὴν δική μας ἢ στὴν δική τους;» Τὸν εἶδα νὰ κοντοστέκεται ἀπορημένος ἀλλά,
πρὶν προλάβει νὰ πεῖ κουβέντα, μὲ ἔσπρωξαν σὲ ἕνα ἄνοιγμα καὶ δὲν τὸν ξαναεῖδα μέχρι τὴν μέρα τῆς
τελετῆς.

46
«Λοιπὸν νέε μου,» τὸν ἄκουσα νὰ
ρωτᾶ, «βρῆκες τὴ νέα τῆς ἀρεσκεῖας
σου;»

έρασαν μερικὲς ἄκρως βαρετὲς ἡμέρες. Ἤμουν ξανὰ κλεισμένος σὲ ἕνα ἄνετο
οἴκημα μὲ πολλὰ δωμάτια, χωρὶς καμμία ἐπαφὴ μὲ τὸν Λάκη, τὸν Κοῦλ ἢ
τὴν μέλλουσα γυναίκα μου κι ὅσο γιὰ Συσκευὴ δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἴχνος. Τὰ
μόνα πρόσωπα ποὺ ἔβλεπα ἦταν τὰ ἕξι κορίτσια, κι αὐτὰ δὲν μιλοῦσαν γιὰ
τίποτε ἄλλο πέρα ἀπὸ τὸν γάμο. Χρησιμοποίησα πάντως τὸν χρόνο μου ὅσο
μποροῦσα καλύτερα καὶ ἔμαθα ἀρκετὰ πράγματα.

Τὴν κόρη τοῦ Κυβερνήτη τὴν ἔλεγαν Ἀλερασσεοῦλα, ἐγὼ ὅμως θὰ τὴν ἀποκαλοῦσα Ἀλέσσα. Ἦταν
μόλις δεκαεπτὰ ἐτῶν ἀλλά, χάρις στὴν ἰδιαίτερη φροντίδα ποὺ εἶχε δοθεῖ στὴν ἀνατροφή της, ἦταν
ἐντελῶς ὥριμη νὰ διαλέξει τὸν δρόμο της καὶ ἦταν ἐξαιρετικὰ ἐνθαρρυντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι διαλαλοῦσε
παντοῦ τὸ πόσο τῆς ἄρεσα! Οἱ Ἐκουαραλεμάνεν παντρεύονται συνήθως νωρὶς καὶ δὲν μένουν πιστοὶ
στὸν σύντροφό τους, ἰδιαίτερα οἱ ἄνδρες, πράγμα ποὺ μὲ σόκαρε ἀλλὰ καὶ μὲ ἐρέθισε εὐχάριστα, δὲν
ξέρω ὅμως ἄν μου ἄρεσε τελικὰ ἢ ὄχι. Ὑπῆρχε πάντως καὶ ἡ ἄλλη δυνατότητα, νὰ συνάψουμε
αὐστηρὰ μονογαμικὴ σχέση, κάτι ποὺ δὲν ἦταν ἐντελῶς ἀσυνήθιστο. Κάτι ἄλλο ποὺ ξεκαθάρισα
ἦταν τὸ τὶ μὲ περίμενε μετὰ τὸν γάμο. Εἶχα μισοπιστέψει ὅτι θὰ ἤμουν κάτι σὰν διάδοχος τοῦ
Κυβερνήτη ὅταν θὰ ἔφτανε ἡ ὥρα νὰ ἀποσυρθεῖ, ἀλλὰ εἶχα πέσει ἔξω. Μποροῦσα βέβαια νὰ θέσω
ὑποψηφιότητα γιὰ ἀντικαταστάτης μὰ ὑπῆρχαν πολλοὶ λόγοι νὰ θεωροῦμαι ἀνεπαρκὴς γιὰ κάτι
τέτοιο. Μόνο τὰ παιδιὰ ποὺ θὰ ἀποκτοῦσα ἀπὸ τὴν Ἀλέσσα εἶχαν σοβαρὲς πιθανότητες γιὰ αὐτὴ τὴν
θέση, διαδεχόμενα ὄχι τὸν ἴδιο ἀλλὰ τὸν ἑπόμενο Κυβερνήτη, ποὺ θὰ ἦταν μᾶλλον ὁ γυιός του. Ὅλα
βέβαια ἦταν δυνατά, κάθε εἴδους ἀνατροπή, ἀλλὰ ἡ ἐκδοχὴ αὐτὴ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ἀρκετὰ
σίγουρη. Ἡ αἰώνια εὐθυμία ὅμως χάθηκε γιὰ λίγο ἀπὸ τὰ πρόσωπά τους ὅταν συμπλήρωσαν ὅτι τὸ
πόστο αὐτὸ εἶναι ἕνα βάρος ποὺ κανεὶς δὲν ἐπωμίζεται οἰκειοθελῶς.

Ὁ ὑπόλοιπος χρόνος πέρασε μαθαίνοντας ἀτελείωτες λεπτομέρειες γιὰ τὸ πὼς θὰ πλησιάσω τὴ νύφη
μετὰ τὸν γάμο, τὶ λόγια θὰ τῆς πῶ, τὶ δῶρα θὰ τῆς κάνω, πῶς θὰ τῆς τὰ δώσω κ.λπ., κ.λπ.

Ὅταν ἔφτασε ἡ μεγάλη μέρα, μοῦ ἔδωσαν ἕνα ἀραχνοΰφαντο χιτώνα μὲ μανίκια, ὅλο στολίδια καὶ
πλουμίδια, ποὺ γι' αὐτοὺς ἀντιπροσώπευε τὴν πεμπτουσία τῆς καλαισθησίας ἀλλὰ ποὺ ἐμένα δὲν μοῦ
ἄρεσε καθόλου. Μοῦ τὸν φόρεσαν μὲ τὸ ἔτσι θέλω καὶ μετὰ ἐπέμεναν νὰ μὲ ραντίσουν μὲ κάτι
ἀρώματα ποὺ θὰ τὰ εὕρισκα πολὺ γλυκερὰ ἀκόμα καὶ γιὰ γυναίκα, πάτησα ὅμως πόδι καί, μετὰ ἀπὸ
σθεναρὴ ἀντίσταση, πείσθηκαν ὅτι ἕνας ἄνδρας πρέπει νὰ διαλέγει μόνος του τὴν κολώνια του.
Παραλείπω τὰ γελοῖα χρυσαφὶ ἐσώρουχα, τὴν ἐξωφρενικὴ κόμμωση καὶ τὰ σανδάλια ἀπὸ τὰ ὁποῖα
κρέμονταν πολύχρωμες κορδέλες καὶ τὰ ὁποῖα θὰ γινόταν αἰτία νὰ μὲ γιουχάρουν ἀκόμα καὶ στὸ
πλέον ἀκραῖο μασκὲ πάρτυ στὴν Πατρίδα, καὶ φτάνω κατευθεῖαν στὴν τελετή.

Ἐπιβαστήκαμε ἐγὼ καὶ οἱ ἕξι σουρλουλοῦδες σὲ ἕνα ἀερόχημα, πάλι μὲ μαῦρα τζάμια καὶ μὲ μία
ἀκόμα θηλυκιὰ στὸ τιμόνι καί, μέχρι νὰ φτάσουμε στὸν προορισμό μας τὰ νεῦρα μου εἴχανε γίνει
περμανὰντ ἀπὸ τὰ συνεχῆ «χοὺ χοὺ χού» καὶ «χὶ χὶ χί». Ἂς ἔχουν χάρη ποὺ βρισκόμουν σὲ ξένη
ἕδρα... Τελικὰ φτάσαμε σὲ μία μεγαλὴ αἴθουσα, ἄνοιξαν οἱ πόρτες, κατεβήκαμε καὶ τὸ ἀερόχημα
ἔκανε μεταβολὴ κι ἔφυγε. Ἡ αἴθουσα ἦταν γεμάτη κόσμο καὶ παντοῦ ὑπῆρχαν ἀναμμένα κεριά,
μεταλλικὲς λεκάνες μὲ ἀρωματισμένο νερὸ καὶ μπὼλ μὲ κάρβουνα ποὺ ἀνέδιδαν μία ἐξαιρετική,
διακριτικὴ εὐωδία. Σὲ λίγο διέκρινα τὸν Κοῦλ νὰ μιλάει μὲ τὸν Κυβερνήτη καὶ τοῦ φώναξα
χαρούμενα. Μὲ χαιρέτησαν καὶ οἱ δυὸ μὲ ἕνα νεῦμα καὶ ξαναγύρισαν στὴν κουβέντα τους, ἀφήνοντάς
με ἐλαφρῶς ἀπογοητευμένο κι ἐνοχλημένο. Ὅταν αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε μὲ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς
καλεσμένους συνειδητοποίησα πὼς ἡ αἰτία ἦταν τὸ ἔθιμο ποὺ ἐπέβαλλε νὰ μὴ μοῦ μιλάει κανεὶς πρὶν
ἀπὸ τὸ γάμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἕξι κουμπαρίτσες μου, ποὺ ὅμως κι ἐγὼ τὶς εἶχα βαρεθεῖ κι αὐτὲς μὲ

47
εἶχαν λησμονήσει ἐντελῶς καὶ φλυαροῦσαν ἀκατάπαυστα, σχολιάζοντας τὸ ντύσιμο καὶ τὴν κόμμωση
τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου. Κάποια στιγμὴ τὸ μάτι μου πῆρε τὸν Λάκη δίπλα σὲ μία ἐκρηκτικὴ ξανθιὰ
μὲ κορμάρα ποὺ θὰ τῆς ἐξασφάλιζε μετεωρικὴ καριέρρα στὸ Χόλυγουντ, ἔτσι καὶ τύχαινε καὶ μᾶς
ἀκολουθοῦσε μέχρι τὴν Ἐπιφάνεια. Μὲ εἶδε κι αὐτός, μοῦ ἔγνεψε ἕνα βιαστικὸ «γειά» καὶ μετὰ μὲ
ἔγραψε στὰ παλιά του τὰ παπούτσια καὶ ἐπέστρεψε στὴν κουβέντα του μὲ τὴν ξανθιά, ὁ γάιδαρος,
ἔχοντας τὴν δικαιολογία τοῦ ἐθίμου. Πλησίασα μία ἀπὸ τὶς ἕξι τσαπερδόνες καὶ τὴν ρώτησα ἂν ἤξερε
τὶ ἔτρεχε ἀνάμεσα στὸν φίλο μου καὶ τὴν τύπισσα. Ἔμαθα ἔτσι πὼς εἶχαν λογοδοθεῖ καὶ πὼς θὰ
παντρευόταν σύντομα, γεγονὸς γιὰ τὸ ὅποιο ἡ ξανθιὰ εἶχε γίνει ἀντικείμενο ζήλειας ἀπὸ τὸν μισὸ
γυναικεῖο πληθυσμό. «Ἅ, τὸν μπαγάσα,» σκέφτηκα, «δὲν ἔχασε τὸν καιρό του!» Τοὺς κοίταξα γιὰ
λίγο στὰ κλεφτά, προσπαθώντας νὰ ἀποφασίσω κατὰ πόσο ἡ Ἀλέσσα ἦταν καλύτερη ὅταν
ἀκούστηκαν μερικὲς κρυστάλλινες νότες ἀπὸ κάποιο ὄργανο ποὺ δὲν τὸ εἶχα προσέξει κι ἀμέσως μετὰ
ὁ κόσμος ἔβγαλε ἕνα σούσουρο. Γύρισα καὶ εἶδα νὰ μπαίνει ἡ καλή μου, συνοδευόμενη ἀπὸ μία
φανταστικὴ καλλονή, ποὺ μάντεψα ἀμέσως πὼς ἦταν ἡ μητέρα της. Ἂν πρὶν ἀπὸ λίγο εἶχα
ἐπιχειρήσει νὰ τὴν συγκρίνω τώρα διαπίστωνα πὼς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει σύγκριση μὲ καμμία
ἄλλη σὲ ὅλο τὸν Πλανήτη, ἐσωτερικὸ κι ἐξωτερικό!

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δικό μου ἀπαράδεκτο ντύσιμο, αὐτὴ φοροῦσε μόνο ἕνα ἁπλό, λευκὸ μακρὺ φόρεμα,
ποὺ ἔδενε στὸ πλάι μὲ τρία κορδόνια καὶ ἦταν τελείως ἀνυπόδητη. Περνώντας ἀπὸ δίπλα μου μὲ
κοίταξε μὲ τὰ ὑπέροχα, μελιά της μάτια καὶ ἔγινε κατακόκκινη. Ἡ καρδιά μου ἄρχισε νὰ χτυπάει
πολὺ δυνατὰ καὶ ἔνοιωσα τὸ δέρμα μου νὰ μυρμηγκιάζει. Οἱ δυό τους προχώρησαν καὶ στάθηκαν σὲ
ἕνα ὑπερυψωμένο χῶρο, ὅπου στεκόταν ἤδη κι ἕνας ἡλικιωμένος ἄνδρας, ποὺ ἔκανε μπὰμ ὅτι ἦταν
ἱερέας. Οἱ ἕξι κοπελίτσες μὲ περικύκλωσαν, ὑποκλίθηκαν καὶ μὲ συνόδευσαν ὡς ἐκεῖ, μὲ περισσότερο
σεβασμὸ αὐτὴ τὴν φορά. Τὸ τράκ μου ἔφτασε στὰ ὅρια τῆς λιγοθυμίας καὶ αἰσθάνθηκα ἀπέραντη
ἀνακούφιση κι εὐγνωμοσύνη ὅταν ὁ Κοῦλ ἦρθε καὶ στάθηκε δίπλα μου.

Ὁ ρασοφόρος ἄρχισε τότε νὰ ἀπαγγέλει σὲ μία ἄγνωστη γλώσσα. Παίρνω ὅρκο πὼς οἱ λέξεις ποὺ
ἄκουσα δὲν μπορεῖ νὰ προέρχονται ἀπὸ τὴ Γῆ, μὲ τὴν ἀπίστευτη ἀμεσότητα καὶ δύναμή τους νὰ
ξεπερνοῦσε τὴν συνηθισμένη χρήση μίας γλώσσας καὶ νὰ ἐπενεργοῦν κατευθεῖαν στὴν ψυχή,
φτάνοντας ὡς τὰ ὅρια τῆς Μουσικῆς. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερέας ἔλεγε αὐτὰ τὰ θεῖα λόγια στάθηκαν
ὅλοι ἀσάλευτοι κι ἀμίλητοι καί, χωρὶς κανεὶς νὰ μοῦ πεῖ τίποτα, αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκη νὰ κάνω
τὸ ἴδιο. Ἡ ἀπαγγελία διακόπηκε ξαφνικά, ὅπως εἶχε ἀρχίσει, καὶ οἱ φυσιολογικοὶ ψίθυροι ξαναγύρισαν
στὴν αἴθουσα, ἐγὼ ὅμως ἤμουν ἐμβρόντητος. Ἔνοιωθα νὰ ἔχω ταρακουνηθεῖ ὡς τὰ τρίσβαθα τῆς
ὕπαρξής μου ἀπὸ τὴν ἀπίστευτη ὑποβλητικότητα τῶν λέξεων καὶ ὁ νοῦς μου πέταξε καὶ πάλι στοὺς
θεούς, τὰ ἀγάλματα τῶν ὁποίων στόλιζαν τοὺς ἴδιους χώρους ποὺ ἴσως κάποτε εἶχαν γνωρίσει καὶ
ἀγγιχτεῖ ἀπὸ τὴν παρουσία τους. Ἡ φλόγα τῆς Ἀναζήτησης ἄρχισε νὰ φουντώνει μέσα μου ὅταν μία
φωνὴ μὲ ἐπανέφερε ἀπὸ τὸ πολὺ μακρινὸ παρελθὸν στὸ ἀπαιτητικὸ παρόν.

«Ὁ νέος θὰ πρέπει τώρα νὰ ἐξετάσει τὴ νέα» ἄκουσα τὸν ἱερέα νὰ μοῦ λέει. Κοίταξα ἀπορημένος τὸν
Κοῦλ κι αὐτὸς ἔσκυψε στὸ αὐτὶ καὶ μοῦ ἐξήγησε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ μπῶ ὁλόκληρος κάτω ἀπὸ τὸ
φουστάνι τῆς Ἀλέσσα καὶ νὰ τὴν ἐξετάσω προσεκτικά, πρὶν τὴν δεχτῶ γιὰ γυναίκα μου!! Ἔμεινα
ἀποσβολωμένος, ἀδυνατώντας νὰ πιστέψω στ΄ αὐτιά μου, ὅταν μία ἀπὸ τὶς ἕξι μὲ βούτηξε καὶ μὲ
παρότρυνε νὰ κάνω γρήγορα.

«Τὶ εἶναι αὐτὰ ποὺ λέτε;» τῆς ψιθύρισα, «ἐσεῖς δὲν μοῦ εἴπατε τίποτα γιά...» «Στὸ φυλοῦσαμε γιὰ
ἔκπληξη» μοῦ ἀπάντησε χαμηλόφωνα «ἄντε ὅμως τώρα, κάνε γρήγορα γιατὶ ἡ στάση σου μπορεῖ νὰ
παρεξηγηθεῖ.» «Τὶ λέτε τώρα, ἐγώ, ἐγὼ δέν..,» ἄρχισα νὰ ψελλίζω ἀλλὰ ἦταν ἀργὰ γιὰ
διαμαρτυρίες. Κάποια κοπέλλα χαλάρωσε τὰ κορδόνια ποὺ ἔδεναν τὸ φόρεμα τῆς Ἀλέσσα στὸ πλάι
καὶ δυὸ ἄλλες τὸ ἀνασήκωσαν ἐλαφρά. Ὁ Κοῦλ μοῦ ἔδωσε τὴ χαριστικὴ βολή. «Θάρρος μικρέ μου,»
μοῦ εἶπε, «πῆγες γυρεύοντας καὶ στὸ κάτω-κάτω δὲν θὰ κακοπεράσεις ἐκεῖ μέσα». Καὶ μὲ ἔσπρωξε
μπροστά.

Ἔκλεισα τὰ μάτια μου καὶ προσπάθησα νὰ μείνω ἀσάλευτος, ἀλλὰ ἡ ὄσφρηση καὶ ἡ ἁφὴ δὲν
χρειάζονται τὰ μάτια. «∆ὲν μπορεῖ,» σκέφτηκα, «δὲν εἶναι δυνατόν...» ἀλλά, νὰ ποὺ ἦταν δυνατόν.
Κάτω ἀπὸ τὸ φόρεμά της ἦταν ὁλόγυμνη. Ἐννοῶ ὁλόγυμνη! Τὴν ἴδια στιγμὴ ἄρχισε νὰ κουνάει καὶ

48
νὰ συστρέφει τὸ κορμάκι της, ἀργά, λικνιστικά, βασανίστηκα. Τὸ μάγουλό μου, τὸ στόμα μου, τὰ
χέρια μου, ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ κορμάκι της, μὲ τὸ ἀνατριχιασμένο χνουδάκι τῶν ποδιῶν της, μὲ
τὰ σκληρά, ὄρθια στήθη της, μέ...». Ὑπάρχουν ὅρια σὲ ἕνα κείμενο ἂν εἶναι νὰ μὴν χαρακτηριστεῖ
πορνογράφημα, καὶ εἶναι κρίμα γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἔζησα σ΄ ἐκείνη τὴν αἰωνιότητα ἦταν μία μοναδικὴ
σύμμιξη τοῦ ἠθικοῦ μὲ τὸ ὀργιαστικὸ καὶ τοῦ κοινωνικὰ ἐπιβεβλημένου μὲ τὸ ξύπνημα τῶν πιὸ
ἀρχέγονων ὁρμέμφυτων ποὺ φωλιάζουν σὲ κάθε κύτταρο τοῦ σώματός μας. Καὶ τὸ χαρμάνι αὐτὸ
ἦταν ὡραῖο καὶ ἄγριο πέρα ἀπὸ τὶς λέξεις, σὰν νὰ εἶχα πιεῖ γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν Πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει ἡ
ἴδια ἡ Ζωή. Κάποτε βγῆκα ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὰ μάτια ἀκόμα κλειστά, ἔχοντας τὴν εὐωδία της στὰ
ρουθούνια μου καὶ τὴ γεύση της... Ἀλλά, εἴπαμε, ὑπάρχουν ὅρια σὲ ὅσα μπορῶ νὰ γράψω ἐδῶ καί,
ἄλλωστε, πῶς νὰ περιγράψω τὸ ἀπερίγραπτο;

Ἡ φωνὴ τοῦ τελετάρχη μὲ ἔκανε νὰ συνέλθω κάπως καὶ νὰ καταβάλλω φιλότιμη προσπάθεια νὰ
συντονιστῶ μὲ τὰ ὅσα συνέβαιναν γύρω μου.

«Λοιπὸν νέε μου,» τὸν ἄκουσα νὰ ρωτᾶ, «βρῆκες τὴ νέα τῆς ἀρεσκεῖας σου;»

Εἶναι εὐτύχημα τὸ ὅτι συγκρατήθηκα καὶ δὲν τοῦ πέταξα στὰ μοῦτρα τὴν μονὴ λογικὴ ἀπαντήση
στὴν ἐρώτησή του, ὅτι δηλαδὴ θὰ πρέπει νὰ εἶναι εὐνοῦχος, γιὰ νὰ μὲ ρῶτα κάτι τέτοιο. Ἀρκέστηκα
νὰ πῶ ἕνα ἐξαιρετικὰ βραχνὸ «ναί», ἀφοῦ τὸ στόμα μου εἶχε στεγνώσει ἐντελῶς. Τὴν ἴδια στιγμὴ
ἄκουσα τὸν πατέρα της νὰ βγάζει ἕναν ἀναστεναγμὸ ἀνακουφίσης. ∆ὲν λέω, σίγουρα ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς θὰ εἶναι σοφός, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ λιγάκι ξεμωραμένος.

Ὅταν ὁ μυστήριος ἀπηύθυνε τὴν ἴδια ἐρώτηση στὴν Ἀλέσσα, αὐτὴ δὲν βιάστηκε νὰ ἀπαντήσει, μόνο
γύρισε καὶ μὲ κοίταξε στὰ μάτια. Τὸ χέρι της σφίχτηκε γύρω ἀπὸ τὸ δικό μου καὶ τότε τὰ τελευταῖα
ἀποθέματα νευρικῆς ἐνέργειας ποὺ κρατοῦσαν τὸ Ἐγώ μου σὲ μία στοιχειώδη συνοχή, ἐξαντλήθηκαν.
Μέσα σὲ ἕνα ἐσωτερικὸ ὀργασμὸ ἔχασα κάθε ἀντίσταση στὰ γεγονότα καὶ στὰ αἰσθήματα.
Ἀκολουθοῦσα. Συμμετεῖχα. Τίποτε πιὰ δὲν μοῦ φαινόταν ἀδύνατο, ἀπίθανο...

«Ναί», εἶπε.

Ἀκούστηκαν θριαμβικές, χαρούμενες φωνὲς ἀπὸ παντοῦ, μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς ἀπευθύνονταν σὲ μένα,
ἀλλὰ τὸ ἀκουστικό μου κέντρο εἶχε κολλήσει σ΄ αὐτὴ τὴ μία λέξη καὶ δὲν μποροῦσα νὰ ξεχωρίσω τὶ
μοῦ ἔλεγαν. Ὑπῆρχαν ἐκδηλώσεις νὰ γίνουν, λόγοι νὰ ἐκφωνηθοῦν, αἰδέσματα νὰ καταβροχθιστοῦν,
τραγούδια νὰ χορευτοῦν ἀλλὰ οἱ Ἐκουαραλεμάνεν εἶναι ἕνας σοφὸς λαός, γιατὶ τὸ εἶχαν ὁρίσει, πρὶν
ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ὅτι τὸ ζευγάρι δὲν συμμετέχει σὲ ὅλα τοῦτα ἀλλὰ ἀπομακρύνεται γιὰ τρεῖς μέρες
σὲ ἰδιαίτερο τόπο. Οἱ ἕξι χαρούμενες κοπέλες μᾶς περικύκλωσαν, σπρώχνοντάς μας τὸν ἕνα στὸν
ἄλλο, καὶ μᾶς φυγάδευσαν στὸ ὄχημα ποὺ μᾶς περίμενε. Οἱ πόρτες μὲ τὰ μαῦρα κρύσταλλα ἔκλεισαν
γιὰ μία ἀκόμα φορὰ καί, ὅταν ξανάνοιξαν, ἤμασταν ἐπιτέλους μόνοι. Μόνοι! «Θυμᾶσαι καλὰ τὶ
πρέπει νὰ κάνεις;» μὲ εἶχε ρωτήσει αὐστηρὰ μία ἀπὸ τὶς κουμπαρίτσες λίγο πρὶν κατέβω. Τὸ
ἐρώτημα αὐτὸ ἄρχισε νὰ μοῦ προκαλεῖ ἄγχος, τώρα ποὺ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ μὲ βοηθήσει. Ὁ χῶρος
ποὺ βρισκόμασταν ἦταν ἕνα μεγάλο δωμάτιο μοναδικῆς ὀμορφιᾶς, μὲ ἀμέτρητους ἰριδισμοὺς παντοῦ
τριγύρω, ἐνῶ ἀπουσίαζαν τὰ ἀρώματα καὶ ἡ μουσική. Πολὺ σωστά, ἀφοῦ ὑπέρτατη μουσικὴ ἦταν
τὰ λόγια τῆς θεάς μου καὶ ὅσο γιὰ εὐωδιά, ἔ, δὲν χρειαζόμουν τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ κορμάκι
της. Ἀρκεῖ νὰ μὴν ἔκανα καμμία γκάφα. Πίεσα τὸν ἑαυτό μου νὰ θυμηθεῖ τὰ ὅσα εἶχα ἀμελήσει νὰ
μάθω τὶς προηγούμενες μέρες, ἀλλὰ τελικὰ δὲν χρειάστηκε. Ἡ Ἀλέσσα ἔπιασε τὸ πρόσωπό μου μὲ
τὰ χέρια της καὶ μὲ ἔκανε νὰ τὴν κοιτάξω στὰ μάτια.

«Εἶμαι σίγουρος, γλυκούλη μου, ὅτι ἔχεις προσπαθήσει πολὺ νὰ μάθεις τὰ ἔθιμα τοῦ λαοῦ μου καὶ μὲ
συγκινεῖ ποὺ εἶσαι πρόθυμος νὰ θυσιάσεις τὸν αὐθορμητισμό σου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὲ
εὐχαριστήσεις. Κι ἐγὼ ὅμως δὲν παρέλειψα νὰ μελετήσω προσεκτικὰ τὰ δικά σας καί, περίεργο
πράγμα, μοῦ φαίνεται ὅτι τὰ βρίσκω καλύτερα! Ἄντε λοιπόν, τὶ περιμένεις; Θὰ μὲ ἀφήσεις νὰ γδυθῶ
μόνη μου;»

49
Τὴν κοίταξα ἀναποφάσιστος. Μήπως μὲ δοκίμαζε; ∆ειλά, μὲ χεριὰ ποὺ ἔτρεμαν, πάσχισα νὰ τῆς
βγάλω τὸ φόρεμα. Μάταια. Τὰ κορδόνια λάσκαραν ἀλλὰ δὲν λύνονταν καὶ τὸ φόρεμα μάγκωνε
ἀνάμεσα στὰ πόδια της ἐνῶ, ταυτόχρονα, στένευε καὶ φράκαρε στὴν μέση της, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν
μπορεῖ νὰ βγεῖ οὔτε ἀπὸ πάνω οὔτε ἀπὸ κάτω. Πάλευα μάταια, νοιώθοντας ἐντελῶς ἠλίθιος, μέχρι
ποὺ ἄφησε ἕνα στεναγμὸ ἐνόχλησης καὶ ἀπογοητεύσης. Τότε τό ΄πιασα, τὸ φόρεμα αὐτὸ δὲν θὰ
ἔβγαινε ποτέ, γιατὶ εἶχε ραφτεῖ εἰδικὰ ἔτσι ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ βγεῖ. Ταυτόχρονα ἦρθε καὶ ἡ
συνειδητοποίηση τοῦ σκοποῦ ποὺ ἐξυπηρετοῦσε ὅλο αὐτὸ τὸ προμελετημένο ἀδιέξοδο. Καινούργια
ἀποθέματα ὁρμονῶν κινητοποιήθηκαν καὶ δαπανήθηκαν σὲ ἕνα κρεσσέντο ἄγριας, πρωτόγονης χαρᾶς.
Ἦταν ἀποθέματα ἔκτακτης ἀνάγκης, ἀλλὰ μήπως αὐτὴ δὲν ἦταν ἔκτακτη ἀνάγκη;

Γράπωσα καὶ μὲ τὰ δυό μου χεριὰ τὸ φόρεμα καὶ τὸ ἔσκισα στὰ δυό, ἀποκαλύπτοντας τὸ ὁλόγυμνο
κορμί της. Αὐτὴ ἔβγαλε ἕνα ἐκστατικὸ ἦχο κι ἔκανε μία κίνηση μὲ τὸ χέρι της. Τὸ φῶς ἔσβησε καὶ
μαζί του κι ὁ Κόσμος.

50
«Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ μυστηριώδης
σύνδεση ὅλων αὐτῶν τῶν Κλάδων μὲ
ἐξωγήινες Ράτσες. Ράτσες ποὺ
ἀντιπροσωπεύουν πολιτισμοὺς γαλαξιακῶν
διαστάσεων καὶ ποὺ ἀναμείχθηκαν στὴ
δημιουργία τῆς ζωῆς στὸν Πλανήτη μας.»

αὶ πέρασαν πολλὲς ὁλόγλυκες μέρες καὶ νύχτες ποὺ ἔγιναν ἑβδομάδες καὶ μῆνες.
Ἕνας, δυό, τρεῖς, πέντε. Ὅλα ἦταν ὑπέροχα, ἔμαθα, γνώρισα ἕνα σωρὸ
πράγματα, ἀλλά... Ἦταν σὰν νὰ ἔπινα νερὸ χωρὶς νὰ ξεδιψῶ.

Ἐγκατασταθήκαμε στὸ ἴδιο κτίριο ποὺ περάσαμε τὴν πρώτη μας νύχτα, ἕνα
εἶδος ξενώνα πολυτελείας γιὰ νιόπαντρους, ὅπου θὰ μέναμε μερικοὺς μῆνες,
μέχρι νὰ ἐγκατασταθοῦμε στὸ δικό μας σπίτι. Οἱ μέρες ποὺ ἀκολούθησαν εἶχαν
γιὰ μένα ἕνα καὶ μοναδικὸ περιεχόμενο: Τὴν Ἀλέσσα. Τὴν ὑπέροχη, γλυκειά,
ποθητὴ Ἀλέσσα, τὴν Ἀλέσσα ποὺ ἤξερε νὰ εἶναι σεμνή, γαλήνια, ἀλλὰ ἤξερε καὶ νὰ εἶναι ἄγρια,
ἀσυγκράτητη, ἀδίστακτη... Τὴν Ἀλέσσα ποὺ μὲ ἀγαποῦσε, μὲ λάτρευε καὶ μὲ ἀποζητοῦσε τὴν κάθε
στιγμή. Μαζί της γνώρισα τὸ σμίξιμο τῆς σάρκας καὶ τὸ σμίξιμο τῆς ψυχῆς. Ἔφτασα στὸν ἕβδομο
Οὐρανὸ καὶ μετά, βαρέθηκα.

Πολὺ εὐτυχισμένος, πολὺ ἐρωτευμένος, πολὺ γεμᾶτος ὅπως ἤμουν ἀπὸ τὴ γυναίκα μου,
ἐξακολουθοῦσα νὰ νοιώθω τὸ κάλεσμα τῶν Ἄγνωστων Τόπων, αὐτῶν τῶν Τόπων ποὺ ἡ ἀναζήτησή
τους μὲ εἶχε φέρει ὡς ἐδῶ. Ἡ δίψα τῆς ἀναζήτησης θέριευε σὰν πυρκαγιὰ μέσα μου ὅσο τὴν
τροφοδοτοῦσα μὲ καινούργιες ἐμπειρίες, ἀπογοητεύτηκα λοιπὸν πολὺ ὅταν ἀνακάλυψα ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ
μποροῦσε νὰ γίνει μὲ τοὺς ρυθμοὺς ποὺ ἤθελα, ἀφοῦ ἡ δυνατότητα νὰ κινοῦμαι ἐλεύθερα καὶ νὰ
ἐξερευνῶ τὴν χώρα τῶν Ἐκουαραλεμάνεν ἦταν περιορισμένη. Οἱ βόλτες ἐπιτρέπονταν ἀλλὰ πάντα μὲ
τὴ συνοδεία τοῦ Κοῦλ ἢ κάποιου ἄλλου συντοπίτη του, εἰδικὰ ἐκπαιδευμένου στοὺς τρόπους τοῦ λαοῦ
μου. Ἔστω κι ἔτσι ὅμως, ὑπῆρχαν ἐπιπλέον πολλοὶ περιορισμοὶ καὶ στὰ μέρη ποὺ μποροῦσα νὰ
ἐπισκεφτῶ, κάτι πού, ἂν καὶ στὴν ἀρχὴ δὲν μὲ προβλημάτισε ἰδιαίτερα, ἀργότερα ἔγινε μία διαρκῆς
πηγὴ ἐνόχλησης.

Ξεκίνησα μὲ ὅλους τους σημαντικοὺς βοτανικοὺς καὶ ζωολογικοὺς κήπους ποὺ δὲν ἔχουν καμμία σχέση
ἀκόμα καὶ μὲ τοὺς καλύτερους της Ἐπιφάνειας ἀφοῦ τὰ ζῶα εἶναι σχεδὸν ἐλεύθερα σὲ περιβάλλον
εἰδικὰ διαμορφωμένο γιὰ τὶς ἀνάγκες τους. Γνώρισα ἔτσι μία πλειάδα ἀπὸ ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέροντα
εἴδη ζώων καὶ φυτῶν, ἀνάμεσά τους καὶ ἀρκετὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κάποτε ζοῦσαν πρὶν τοὺς Ἱστορικοὺς
χρόνους στὴν Ἐπιφάνεια καὶ ποὺ ἔχουν πλέον πρὸ πολλοῦ ἐκλείψει. ∆ὲν παρέλειψα τὰ ὑποθαλάσσια
πάρκα καὶ εἶμαι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους του Κλάδου μου ποὺ ἀντίκρυσε τὴ φρίκη ποὺ
ἀντιπροσωπεύει τὸ γιγάντιο καλαμάρι.

Ὅταν τὸ μυαλό μου γέμισε καὶ δὲν μποροῦσε πλέον νὰ χωρέσει ἄλλες μορφὲς ζωῆς, ἄρχισα νὰ
συχνάζω σὲ μουσεῖα ὅπου μπόρεσα νὰ μελετήσω τὶς διάφορες πλευρὲς τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ ὁποίου
ἀποτελοῦσα πλέον ἀξιότιμο μέλος, ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια μέχρι τὶς μέρες μας. Ἦταν ἕνα
συναρπαστικὸ ταξίδι, γιατὶ ὅμως ὑπῆρχαν μουσεῖα καὶ πτέρυγες μουσείων ὁλότελα κλειστὲς γιὰ μένα;
Εἶναι ἀλήθεια βέβαια ὅτι δὲν εἶχα χρόνο γιὰ γκρίνια ἀφοῦ εἶχα ἀρχίσει νὰ διδάσκομαι τὸν χειρισμὸ
τῶν ἀεροχημάτων. ∆ὲν εἶναι λίγο πράγμα, ἐγὼ ποὺ μέχρι τώρα δὲν εἶχα οὔτε σκουτεράκι, νὰ
πιλοτάρω ἕνα συναρπαστικὸ ἱπτάμενο ὄχημα ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιταχύνει μέχρι καὶ ἑξακόσια χιλιόμετρα
τὴν ὥρα, ἔστω καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ αὐτόματου πιλότου. Καὶ πρὶν προφτάσω νὰ βαρεθῶ, ὁ Κοῦλ
μὲ πῆγε νὰ διαλέξω τὸ προσωπικό μου ἄλμουου.

51
Αὐτὸ κι ἂν ἦταν συγκλονιστικὴ ἐμπειρία! Εἶχα ἤδη διδαχθεῖ πολλὰ γιὰ αὐτὸ τὸν αἰνιγματικὸ φίλο
τοῦ Ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ τὴ Συσκευὴ ἀλλὰ δὲν ἤμουν ἀρκετὰ προετοιμασμένος γιὰ αὐτὸ ποὺ εἶδα.
Πρόκειται γιὰ ἕνα ζῶο ποὺ συνδυάζει, σὲ ὑπερθετικὸ βαθμό, τὶς ἀρετὲς τοῦ δελφινιοῦ, τοῦ σκύλου,
τῆς γάτας, τοῦ ἄλογου... Πανέξυπνο, προικισμένο μὲ σαφέστατες τηλεπαθητικὲς ἱκανότητες,
παιχνιδιάρικο ὅταν πρέπει, ἰκανότατο στὴ μεταφορὰ καὶ τὴν μάχη, ἀπίστευτα φιλικὸ γιὰ τὸ εἶδος
μας, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ φτάνει στὴ δουλοπρέπεια. Ὅλα αὐτὰ καὶ πολλὰ ἀλλὰ ἀκόμα εἶναι τὸ
ἄλμουου, ποὺ δὲν παύει ποτὲ νὰ ἐκπλήσσει καὶ τοὺς πλέον εἰδήμονες. Καθὼς πηγαίναμε νὰ
ἐπισκεφθοῦμε κάποιο ἀπὸ τὰ πάρκα ὅπου ζεῖ ἕνας μεγάλος πληθυσμὸς ἀπὸ αὐτὰ τὰ θεσπέσια ὄντα, ὁ
Κοῦλ μοῦ μίλησε μὲ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὶς μοναδικὲς ἱκανότητες ποὺ ἐπιδεικνύει στὴν μάχη τὸ εἶδος
αὐτό. Τὸ ἄλμουου εἶναι ἕνα εἰρηνικό, φυτοφάγο εἶδος καὶ ἀποτέλει ζωολογικὸ παράδοξο τὸ πῶς
ἀνέπτυξε τόση εὐφυΐα, κάτι ποὺ εἶναι ἀποκλειστικὸ γνώρισμα τῶν σαρκοβόρων, θηρευτικῶν εἰδῶν. Ὁ
κανόνας αὐτός, ποὺ γνωρίζει ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ἀκυρώνεται στὴν περίπτωσή του μὲ τὸν πλέον
ἐντυπωσιακὸ τρόπο. Ὑπάρχει κάποιο ἐνδημικὸ εἶδος μεγαλόσωμου πάνθηρα μὲ τὸ ὁποῖο μοιράζεται
τοὺς ἴδιους βιότοπους Ὁ πάνθηρας αὐτός, μόλις μικρότερος ἀπὸ τὸν τίγρη, εἶναι ἕνας
ἀποτελεσματικότατος φονιὰς μὲ τεράστια δύναμη καί, κυριολεκτικά, ἀπίστευτη ταχύτητα. Κι ὅμως,
δὲν τόλμα ποτὲ νὰ ἐπιτεθεῖ σὲ ἐνήλικο ἄλμουου, ἂν καὶ ἐκτιμᾶ παρὰ πολὺ τὸ κρέας του. Ἔχουν
καταγραφεῖ σπάνιες μάχες, κυρίως σὲ περιπτώσεις ποὺ ὁ πάνθηρας ἐπιχειρεῖ νὰ ἁρπάξει κανένα
νεογέννητο. Ὁ πάνθηρας, πραγματικὴ φονικὴ μηχανή, διασχίζει δέκα μέτρα μέσα σὲ μισὸ δέκατο τοῦ
δευτερόλεπτου καὶ τὸ χτύπημα ἀπὸ τὸ μπροστινὸ πόδι του μπορεῖ νὰ κόψει τὸν ἀντίπαλό του στὰ δύο,
τὸ ἄλμουου ὅμως δὲν τὸν φοβᾶται, ἐκτὸς κι ἂν εἶναι σοβαρὰ πληγωμένο. Ἡ βάση τῆς ἄμυνας αὐτοῦ
τοῦ καγκουρόσχημου φυτοφάγου μὲ τὰ βαθειά, μελαγχολικὰ μάτια, βρίσκεται στὴν αἴσθηση τοῦ
χρόνου καθὼς καὶ στὴν τρομερὴ ψυχραιμία καὶ ἀκρίβεια ποὺ διαθέτει, ἱκανότητες ποὺ δὲν ἔχουν τὸ
ταίρι τους σὲ κανένα ἄλλο μέλος τοῦ ζωικοῦ βασιλείου. Παρακολουθεῖ καὶ ὑπολογίζει τὴν ἐπίθεση,
ὅσο γρήγορη κι ἂν εἶναι, σὰν νὰ τὴν βλέπει νὰ ἐκτυλίσσεται σὲ ἀργὴ κίνηση. Καὶ παραμερίζει τὴν
τελευταία στιγμή, χτυπώντας ταυτόχρονα, καὶ μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια, κατευθεῖαν στὸ μάτι ἢ κάτω
ἀπὸ τὸν λαιμό, στὶς σφαγίτιδες φλέβες. Χτυπᾶ μὲ ἀκρίβεια κλάσματος τοῦ χιλιοστοῦ, καὶ χτυπᾶ γιὰ
νὰ σκοτώσει. Σχεδὸν αἰσθάνεσαι οἶκτο γιὰ τὸν πάνθηρα...

Εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐγὼ θὰ διάλεγα ἕνα ἀλλὰ ἀποδείχτηκε ὅτι ἤμουν βαθειὰ νυχτωμένος. Τὰ
ἄλμουου δὲν τὰ διαλέγεις, σὲ διαλέγουν. Ἕνα ἀσυνήθιστα νεαρό, κανελλὶ ἀρσενικὸ ἔπιασε φιλίες μαζί
μου καὶ μὲ ἀκολούθησε ὅταν ἔφυγα. Αὐτὸ ἦταν. Ἔρωτας κανονικός! Τὸν ὀνόμασα «Μῆτσο», πρὸς
μεγάλη φρίκη τοῦ Κοῦλ, καὶ σύντομα ἀναπτύχθηκε ἀνάμεσά μας ἀμοιβαία ἀγάπη. Τὸ ἴδιο μοῦ
ἔμαθε πὼς νὰ τὸ καβαλάω, νὰ τὸ κατευθύνω καὶ νὰ κατανοῶ τὴν ἁπαλή, παραπονιάρικη γλώσσα
του. ∆ὲν λέω, καλὸ τὸ ἀερόχημα, τὸ ζωντανὸ ὅμως εἶναι τὸ κάτι ἄλλο. Τοῦ ἀφιέρωσα πολλὲς ὧρες
καὶ ἀνταμείφθηκα μὲ ἕνα δυνατὸ δέσιμο καὶ μὲ μοναδικὲς στιγμὲς ὅπου ὁ ἄνεμος μαστίγωνε τὸ
πρόσωπό μου καὶ τὸ σῶμα μου συντονιζόταν μὲ τὸ πανίσχυρο, μυῶδες κορμὶ ποὺ μποροῦσα νὰ τὸ
νοιώσω νὰ ρέει, νὰ συσπᾶται καὶ νὰ διαστέλλεται μὲ ἕνα πρωτόγονο δυναμισμό, μεταδίδοντάς μου
τὴν αἴσθηση τῆς ἴδιας τῆς Ζωῆς ποὺ καλπάζει αἰώνια, ἀψηφώντας τὸ σύμπαν καὶ τὸ θάνατο καὶ δὲν
γνωρίζει τὸ μέτρο ἢ τὴν ἀνάπαυλα.

Εἶχα τὴν Ἀλέσσα, εἶχα τὴν Συσκευή, τὸ Μῆτσο, τὸ ἀερόχημα, ἕνα σωρὸ μουσεῖα καὶ ἐκθετήρια,
ἀμέτρητα βιβλία, ἀλλὰ καὶ πάλι... Ὄχι, ὅλα αὐτὰ δὲν μοῦ ἔφταναν. ∆ιψοῦσα γιὰ τὴ Γνώση ποὺ δὲν
μαθαίνεται ἀλλὰ μόνο βιώνεται καὶ ποὺ καίει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἡ φλόγα τῆς λάμπας τὶς
πεταλουδίτσες. Ἀποφάσισα νὰ ἔρθω σὲ ἐπαφὴ μὲ περισσότερους ἀπὸ τοὺς κατοίκους αὐτῆς τῆς
ράτσας καὶ νὰ γνωρίσω τὴ νοοτροπία καὶ τὴν κουλτούρα τους.

Αὐτὸ δὲν ἦταν καθόλου δύσκολο γιὰ τοὺς Ἐκουαραλεμάνεν, κι ἔτσι ἔπιασα φιλίες μὲ ἕνα σωρὸ ἀπὸ
δαύτους. Ἀνάμεσά τους συγκαταλεγόταν καὶ ὁ Ροελοανουὰλ, ἢ κάπως ἔτσι, ὁ ἀντίπαλός μου στὴν
ἀνεκδιήγητη μονομαχία γιὰ τὸ χέρι τῆς Ἀλέσσα. Ἀποδείχτηκε ἕνας θαυμάσιος καὶ συμπαθὴς
ἄνθρωπος, ἀδικημένος κατάφωρα ἀπὸ τὴν ἐμπαθὴ κρίση μου. Μὲ πλήσιασε ὁ ἴδιος καὶ μοῦ πρόσφερε
τὴ φίλια του, καταδικάζοντάς με σὲ αἰώνιες τύψεις. Ἔτρεφε γιὰ τὴν ἀφεντιά μου ἀνυπόκριτο
θαυμασμὸ καὶ μὲ θεωροῦσε μεγάλο μάγο. Ὅπως ἔμαθα, μὲ ἀρκετὴ ἀνακούφιση ἀλλὰ καὶ ντροπὴ γιὰ
τὴν συμπεριφορά μου, δὲν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τὴ γυναίκα μου καὶ ὁ καυγᾶς μας ἦταν ἀποτέλεσμα
τῆς ἀλαζονικῆς μου στάσης καὶ μόνο. Τὸν κακομοίρη! Παρηγορήθηκα ὅμως ἀναλογιζόμενος πὼς καὶ

52
οἱ δυό μας δὲν ἤμασταν παρὰ πιόνια τῆς Μοίρας. Γνωρίστηκα ἐπίσης μὲ μέλη ἀπὸ δυὸ ἀκόμα
Κλάδους, τοὺς πλέον συμβατοὺς καὶ φιλικοὺς πρὸς τὸν Κλάδο τῶν Ἐκουαραλεμάνεν καί,
συνεπακόλουθα, καὶ πρὸς τὸν δικό μου. Οἱ μὲν ἦταν αὐτοὶ ποὺ συνήθως ἀποκαλοῦνται μὲ τὸ
παρατσούκλι «Γίγαντες». Γνώρισα δύο μεσήλικες ἀρσενικοὺς ποὺ μετεῖχαν στὴν διπλωματικὴ
ἀποστολή τους στὴν χώρα μας. Πολλὰ μὲ ἐντυπωσίασαν σὲ αὐτοὺς ἀλλὰ τίποτα ὅσο τὸ βαθύ,
μελαγχολικό τους βλέμμα. Μοῦ ἔκαναν μερικές, φαινομενικὰ ἀδιάφορες ἐρωτήσεις, γιὰ μένα καὶ τὴν
Πατρίδα μου καὶ τοὺς ἀπάντησα μὲ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια. Τὸ τονίζω αὐτὸ γιατὶ ἡ εἰλικρίνεια αὐτὴ δὲν
ἦταν μόνο ἀποτέλεσμα δικῆς μου ἐπιλογῆς. Αὐτὰ τὰ ματιὰ μὲ διαπερνοῦσαν, ἢ ἔτσι ἔνοιωθα ἐγώ,
καὶ μποροῦσαν νὰ διαβάσουν τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μου. Αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ἐξηγοῦσα σὰν τηλεπάθεια
ἀλλὰ σὰν κάτι ἄλλο, πολὺ πιὸ πρωτόγονο, κάτι στὸ ὁποῖο δὲν ἀντιστοιχεῖ καμμία λέξη τῆς δικῆς μου
γλώσσας. Εἶναι μία ἱκανότητα ποὺ πηγάζει ἀπὸ μία ἀπόλυτη εἰλικρίνεια καὶ μία βαθειὰ σοφία ποὺ
θὰ τὶς περίμενες μόνο ἀπὸ θεοὺς καὶ ποὺ τὶς ἔνοιωσα ἀμέσως τόσο ξεκάθαρα ὅσο καὶ τὴν σχεδὸν
ὑπερφυσικὴ σωματική τους δύναμη.

Ὁ ἄλλος Κλάδος ποὺ γνώρισα ἀποτέλεσε γιὰ μένα ἔκπληξη, ἀφοῦ μοῦ ἦταν τελείως ἄγνωστος. Οὔτε
ὁ Κοῦλ εἶχε τύχει νὰ μοῦ μιλήσει σχετικὰ οὔτε ἐγὼ ἢ ὁ Λάκης τὸν εἴχαμε ἀπαντήσει στὶς
«ἐξερευνήσεις» μας μὲ τὴν Συσκευή. Πρόκειται γιὰ βραχύσωμους καὶ λεπτοὺς ἀνθρώπους, δεινοὺς
πολεμιστὲς ἀλλὰ ἀκόμα πιὸ δεινοὺς γλεντζέδες. Τοὺς ἀρέσουν ἡ καλοπέραση, οἱ καυγᾶδες, τὸ καλὸ
φαῒ καὶ τὰ ἀστεῖα καὶ εἶναι μοναδικοὶ στὴν ἐπικοινωνία τους μὲ ὅλα σχεδὸν τὰ ζωικὰ εἴδη. Τοὺς εἶδα
νὰ πιάνουν φιλίες μὲ λαγούς, γάτες, κάτι δεντρόβια ζῶα ποὺ μοιάζουν κάπως μὲ σκίουρους καὶ μπορῶ
εὔκολα νὰ ὑποθέσω ὅτι δὲν ὑπάρχει ζῶο ποὺ νὰ μὴν μποροῦν νὰ τὸ προσεγγίσουν. Αὐτὴ ἄλλωστε ἡ
ἀγάπη ποὺ τρέφουν γιὰ τὰ ζῶα εὐθύνεται γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι κυρίως ψαροφάγοι. Ἕνα ἄλλο
χαρακτηριστικό τους εἶναι ὁ μοναδικός τους συντονισμὸς ὅποτε ἀπαιτεῖται κοινὴ δράση. Σὲ αὐτὴ τὴν
ἱκανότητα ὀφείλεται κατὰ μεγάλο μέρος ἡ ἐξαιρετική τους ἱκανότητα στὸ νὰ ἀντιμετωπίζουν
νικηφόρα μία μεγάλη ποικιλία ἀπὸ ἐχθροὺς.

Ἔπιασα σπουδαῖες φιλίες μὲ τοὺς σοφοὺς Γίγαντες, ποὺ αὐτοαποκαλοῦνται Ζουλμίσιρ, καὶ τοὺς
σαματατζῆδες Ριφόνι. Περάσαμε μαζὶ ἀλησμόνητες στιγμές, μόνος μου ἢ μὲ τὸν Λάκη, καὶ ἔπαιξα,
συζήτησα, γέλασα μαζί τους. Ὅλοι τους εἶχαν πολὺ ἐνδιαφέροντα πράγματα νὰ μοῦ ποῦν, γνώσεις
γιὰ τὴν πανίδα καὶ τὴ χλωρίδα τοῦ οἰκοσυστήματος ποὺ ἀνθεῖ στὰ τρίσβαθα τῆς Γῆς, ἱστορίες μὲ
τοὺς πολέμους, τὶς νίκες καὶ τὶς ἧττες τους. Ρουφοῦσα, ρουφοῦσα αὐτὲς τὶς ἀπίστευτες διηγήσεις καὶ
μετὰ τὶς ἀναμόχλευα στὸ μυαλό μου, κρατώντας σημειώσεις καὶ συγκρίνοντας τὰ στοιχεῖα. Ὅμως
κάτι δὲν πήγαινε πολὺ καλά. Ἦταν ἐξαιρετικὴ τροφὴ γιὰ τὴν περιέργεια ὅλα αὐτὰ ἀλλὰ δὲν
μπόρεσαν νὰ καλύψουν τὴν ἐσωτερική μου δίψα γιὰ πραγματικὴ Γνώση. Ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ
τοὺς Ἐκουαραλεμάνεν, οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς γνώσεις προέρχονταν ἀπὸ προφορικὲς
παραδόσεις ἢ καὶ ἀνεξακρίβωτους θρύλους. Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ μυστηριώδης σύνδεση ὅλων αὐτῶν
τῶν Κλάδων μὲ ἐξωγήινες Ράτσες. Ράτσες ποὺ ἀντιπροσωπεύουν πολιτισμοὺς γαλαξιακῶν
διαστάσεων καὶ ποὺ ἀναμείχθηκαν στὴ δημιουργία τῆς ζωῆς στὸν Πλανήτη μας. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ
βρισκόταν ὁ πυρήνας τῶν ἀποκαλύψεων ποὺ περίμενα ὅτι θὰ ἔριχναν φῶς στὰ βαθειά, συγκεχυμένα
ἐρωτηματικὰ ποὺ ταλάνιζαν τὴν ψυχή μου. Κι ὅμως, τὸ ὅλο θέμα ἦταν καλυμμένο πίσω ἀπὸ
ἀμέτρητες λεπτομέρειες ποὺ στὸ σύνολό τους θύμιζαν μυθιστόρημα. Τὸ Σημαντικὸ ἦταν
ἐπιμελέστατα καλυμμένο ἀπὸ τὸ ἀσήμαντο, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει τόσο συχνὰ καὶ στὸν Κόσμο
μου. Ἀφ΄ ἑνός. Καὶ ἀφ΄ ἑτέρου, οἱ ἴδιοι αὐτοὶ οἱ θεματοφύλακες αὐτῆς τῆς μοναδικῆς Ἐπαφῆς
φαίνονταν μπερδεμένοι καὶ ἀβέβαιοι γιὰ τὸ τὶ ἔπρεπε νὰ πιστέψουν καὶ τὶ ν΄ ἀπορρίψουν ἀπὸ τὶς ἴδιες
τους τὶς παραδόσεις.

Κάποια μέρα μπόρεσα νὰ τὸ σκάσω γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ἀνεπιθύμητη συνοδεία μου καί, μετὰ ἀπὸ
σύντομη περιπλάνηση, πῆγα καὶ στάθηκα ἔξω ἀπὸ ἕνα Ναό. Ὅταν γράφω αὐτὴ τὴ λέξη μὲ
κεφαλαία, ἐννοῶ ἐκεῖνα τὰ μοναδικὰ ἀριστουργήματα ἀπὸ μάρμαρο ποὺ τὴν ἐκθαμβωτικὰ λιτὴ
τεχνοτροπία τους δὲν θὰ τὴ φτάσει ποτὲ κανένα τεχνούργημα ἐτούτης τῆς Γῆς. Στηριγμένα πάνω σὲ
κίονες, μὲ ἀτένιζαν μὲ βουβὴ μεγαλοπρέπεια τὰ ἀγάλματα ἀνωνύμων θεῶν. Ὄχι, δὲν ὑπῆρχε λόγος
γιὰ ἐπιγραφές, δὲν ὑπῆρχε λόγος γιὰ διευκρινήσεις γιατὶ ὁ γλύπτης εἶχε φροντίσει νὰ μεταδώσει μὲ τὸ
σκαρπέλο του ὅλα ὅσα χρειαζόταν νὰ ξέρει κανείς. Τὰ πρόσωπα, οἱ ἐνδυμασίες τους μπορεῖ νὰ μὴ μοῦ
ἦταν γνωστά, ὅμως συνδέονταν ὅλα τους μὲ ἕνα κοινὸ χαρακτηριστικό, κάτι ποὺ στὸ παρελθὸν τὸ

53
εἶχα προσέξει συχνὰ στὶς προτομὲς τοῦ Φοίβου, τῆς Παλλάδας... Τὰ χωρὶς κόρες μάτια τους
φαίνονταν βυθισμένα σὲ ἕνα ἐσωτερικὸ ὅραμα καὶ στὶς ἄκρες τῶν χειλιῶν τους ἄνθιζε τὸ Ἀττικὸ
μειδίαμα, δηλωτικὸ μίας γαλήνιας ἐνατένισης πολὺ πέρα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα.

Κοίταζα κάμποση ὥρα ἐκστατικὸς μέχρι ποὺ τὰ μάτια μου γέμισαν δάκρυα. ∆ὲν ἔκανα καμμία
ἀπόπειρα νὰ μπῶ στὸ Ναό, κάτι ποὺ μοῦ ἀπαγορευόταν σὲ κάθε περίπτωση, ἀλλὰ καὶ ὅταν μὲ βρῆκε
ὁ συνοδός μου δὲν προσπάθησα νὰ τοῦ δικαιολογηθῶ γιὰ τὴν κοπάνα μου. Ἔκρινα ὅτι εἶχε φτάσει ἡ
ὥρα νὰ πέσουν οἱ μάσκες. Ἔπρεπε νὰ ἐξηγηθῶ μὲ τὸν Κοῦλ.

Ξεκίνησα ἀπὸ τὸν Λάκη ποὺ ἦταν καὶ πιὸ βολικός. Τὸν τελευταῖο καιρὸ εἴχαμε χαθεῖ λίγο, ἀφοῦ ὁ
φίλος μου εἶχε ξεχάσει τὶς ἐπαναστατικές του διακηρύξεις καὶ εἶχε ἀφεθεῖ νὰ ἀφομοιωθεῖ πλήρως ἀπὸ
τὸ Σύστημα, ἀπολαμβάνοντας κατὰ κόρον τὴν ἀγκαλιὰ τῆς Λεμερᾶν, τῆς ξανθιᾶς μὲ τὸ βαθὺ
ντεκολτέ. Οἱ δικές του ἔρευνες εἶχαν στραφεῖ περισσότερο σὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν κοινωνικὴ
καὶ τεχνολογικὴ ἀνάπτυξη τῶν πολιτισμῶν τοῦ Ἐσωτερικοῦ καὶ δὲν εἶχε ἀντιληφθεῖ τὰ σκοτεινὰ
σημεῖα στὴν Ἱστορία τους. Μὲ ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ δὲν χρειάστηκε πολὺ προσπάθεια γιὰ νὰ τὸν
πείσω γιὰ τὰ κενά. Ἴσα-ἴσα, κι αὐτὸς ἀπὸ τὴ μεριά του εἶχε προσέξει ὁρισμένα πράγματα ποὺ
φαίνονταν νὰ ταιριάζουν μὲ τοὺς προβληματισμούς μου. Μὲ τὴ σειρά του μοῦ ἀνέλυσε τὶς δυσκολίες
ποὺ ἀντιμετώπιζε κι ὁ ἴδιος στὴν προσπάθειά του νὰ κατανοήσει τὸν πολιτισμὸ τῶν Ἐκουαραλεμάνεν,
καὶ πιὸ συγκεκριμένα τὶς κατευθύνσεις ποὺ εἶχε πάρει ἡ κοινωνία ἀλλὰ καὶ ἡ Τεχνολογία τους.

Γιὰ τὴν πρώτη εἶχε νὰ πεῖ ὅτι φαινόταν νὰ ἀπουσιάζουν ἐντελῶς οἱ κοινωνικὲς συγκρούσεις. Ὁ
καθένας ἤξερε τὴ θέση του ἀναφορικὰ μὲ τὸ σύνολο, τὴν ἀποδεχόταν ἀνεπιφύλακτα καὶ δὲν τὴν
ἀμφισβητοῦσε ποτέ, εἴτε ὡς σύνολο εἴτε ὡς ὁμάδα. Γιὰ τὸ δεύτερο, τὴν Τεχνολογία, τὰ πράγματα
ἦταν ἀκόμα πιὸ σκοτεινά. Κατεῖχαν θαυμάσιες γνώσεις καὶ ἡ Ἐπιστήμη τους θὰ ἀπασχολοῦσε γιὰ
πολλὲς γενιὲς τοὺς καθηγητές μας, καὶ δὲν ἐννοῶ βέβαια τοὺς Ἕλληνες καθηγητές, οἱ ὁποῖοι εἶναι
γνωστὸ ὅτι τὰ ξέρουν ἤδη ὅλα. Ἐνέργεια ἀπὸ τὸ πουθενά, φανταστικὴ δυνατότητα παρασκευῆς
τροφίμων ἀπὸ καλλιέργεια ἁπλῶν μικροοργανισμῶν καθὼς καὶ διάθεσης τῶν ἀπορριμάτων καὶ τῶν
ρύπων χωρὶς ἐπιβάρυνση τοῦ περιβάλλοντος, ἰατρικὴ τόσο προχωρημένη ποὺ ἔμοιαζε μὲ μαγεία στὰ
μάτια μας καὶ ποὺ εἶχε ἀπὸ καιρὸ καταπολεμήσει τελεσίδικα κάθε ἀσθένεια. Ὅπλα, βασισμένα σὲ
κρυστάλλους στερεοὺς, ὑγροὺς ἀλλὰ καὶ ἀέριους ποὺ πετύχαιναν ἀποτελέσματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ
διαβάζει κανεὶς στὰ παλιά, καλὰ διηγήματα Ἐπιστημονικῆς Φαντασίας. Καί, βέβαια, ἡ
μυστηριώδης τεχνολογία ποὺ ἔκανε δυνατὴ τὴ λειτουργία μίας τόσο σύνθετης ἐφεύρεσης ὅπως ἦταν ἡ
Συσκευή, καθὼς καὶ πολλὰ πολλὰ ἄλλα. Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ ἐρωτηματικά.

Κατ΄ ἀρχὴν ὑπῆρχε μία διάχυτη ἀδιαφορία γιὰ πολλὲς ἀπὸ τὶς καθημερινὲς χρήσεις τῆς Τεχνολογίας.
Τὰ ὀχήματά τους, γιὰ παράδειγμα, ναὶ μὲν ἦταν ἀσφαλῆ, γρήγορα καὶ λειτουργικά, παρέμεναν
ὅμως τὰ ἴδια ἐδῶ καὶ πολλὲς γενιές, χωρὶς νὰ γίνεται καμμία ἀπόπειρα νὰ ἐξελλιχθοῦν. Οἱ ἀτομικὲς
συσκευὲς τηλεπικοινωνίας εἶναι λίγο μόνο πιὸ προχωρημένες ἀπὸ τὶς δικές μας, καὶ ἀρκετὰ ἄχαρες
μάλιστα. Οὔτε κι ἐδῶ ὑπῆρχε καμμία τάση γιὰ ἐξέλλιξη κι ἀνανέωση. Τὸ ἴδιο καὶ στὰ ροῦχα καὶ
τοὺς ἠλεκτρονικοὺς ὑπολογιστὲς ποὺ φαίνονταν νὰ μὴν ἐνδιαφέρουν κανένα πέρα ἀπὸ τοὺς τεχνικούς.
Τὰ ἀτομικὰ ἀρώματα ἔλλειπαν ἐντελῶς καὶ τὰ κοσμήματα ἦταν εἴτε ἀναμνηστικά, ποὺ δίνονταν γιὰ
νὰ μνημονεύουν κάποιο γεγονὸς εἴτε κληρονομιὰ ἀπὸ μακρινοὺς προγόνους. Ὅσο πιὸ παλιὰ ἦταν τόσο
μεγαλύτερη ἦταν ἡ ἀξία τους καὶ ὅσο γιὰ μοντέρνες κατασκευές, ἁπλὰ δὲν ὑπῆρχαν τέτοιες.

Κι ἔπειτα, ποῦ ἦταν τὰ ἐργαστήρια ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ δημιουργοῦνται καινούρια προϊόντα; Ὑπῆρχαν
ἐλάχιστα ἀπὸ αὐτά. Κανεὶς δὲν φαινόταν νὰ πολυενδιαφέρεται γιὰ νέες γενιὲς προϊόντων. Ἀρκοῦνταν
νὰ ἀναπαράγουν τὰ ἤδη ὑπάρχοντα, μὲ σποραδικὲς μόνο μικροβελτιώσεις. Ὁ Λάκης εἶχε ἀφιερώσει
κάμποσο ἀπὸ τὸν χρόνο του στὴν προσπάθειά του νὰ καταλάβει τὴ νοοτροπία καὶ τοὺς περιορισμοὺς
αὐτοῦ τοῦ λαοῦ καὶ εἶχε καταλήξει σὲ μερικὰ ἐνδιαφέροντα συμπεράσματα.

«Κατὰ τὴ γνώμη μου, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔχουν στραφεῖ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἐπιστήμης τῆς
Ἐπικοινωνίας καὶ τῆς Ψυχολογίας, πολὺ πιθανὸ δὲ καὶ σὲ αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς ἀποκαλοῦμε
Παραψυχολογία. Ὅσο γιὰ τὴν Τεχνολογία, ἀρκοῦνται νὰ διατηροῦν ἕνα ὑψηλὸ ἐπίπεδο χωρὶς νὰ
ἀφιερώνουν καὶ μεγάλη προσπάθεια στὸν τομέα αὐτό. Ἔχουν βρεῖ κάτι ἄλλο, εἶμαι ἀπόλυτα σίγουρος

54
γι΄ αὐτό, κάτι ποὺ κάνει τὴν συνηθισμένη Τεχνολογία νὰ μοιάζει μὲ παιδικὸ παιχνίδι. Ἴσως νὰ
πιέζονται ἀπὸ κάποιο ἀναμενόμενο γεγονὸς πολὺ μεγάλης σημασίας, τὸ λέω αὐτὸ ἐπειδὴ δείχνουν νὰ
περιμένουν κάτι, κάποια ἐπίφοβη ἀλλαγή, καὶ μάλιστα σύντομα. Ἔνοιωσες τὴν μελαγχολία ποὺ
πλανιέται πάνω ἀπὸ ὅλα, ἀκόμα καὶ στὶς πιὸ εὐχάριστες στιγμές τους; Στὴν ἀρχὴ μοῦ φαινόταν ὅτι
φοβοῦνται τοὺς ἐχθρικοὺς λαοὺς ἢ τὰ πλάσματα ἀπὸ τὴ θάλασσα, τὸν τελευταῖο καιρὸ ὅμως τείνω
νὰ ἀλλάξω γνώμη. Αὐτὸ ποὺ τοὺς βαραίνει δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἁπλὰ κάποιος ἐχθρός, ἀφοῦ καὶ
γενναῖοι εἶναι, καὶ προχωρημένα ὅπλα διαθέτουν καὶ ἰσχυροὺς φίλους ἔχουν. Αὐτὸ ὅμως ποὺ μὲ πείθει
περισσότερο εἶναι τὸ ὅτι δὲν κάνουν τίποτα ἐνῶ ἕνας ἐπερχόμενος κίνδυνος θὰ τοὺς δραστηριοποιοῦσε.
Ὄχι, ὄχι, δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἁπλὰ μία ἀπειλή, μᾶλλον κάτι τὸ ἀναπόφευκτο, τὸ τελεσίδικο...»

Τὸν εἶχα παρεξηγήσει τὸ Λάκη. Αὐτὸς μᾶς εἶχε φέρει ὡς ἐδῶ μὲ τὴν ἐπιμονή του καί, ὅπως
διαπίστωνα τώρα, ἡ παρουσία τοῦ κορίτσαρου δίπλα του δὲν εἶχε ἀμβλύνει τὸ κοφτερό, ἂν καὶ λίγο
σαλεμένο, μυαλό του. Ὅπως καὶ νὰ ἔχει, συμφωνούσαμε ὅτι ὁ Κοῦλ θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς δώσει πολλὲς
ἐξηγήσεις, καὶ περάσαμε ἀμέσως στὴν πράξη.

Μᾶς δέχτηκε μόλις τοῦ τὸ ζητήσαμε καὶ μᾶς ἄκουσε σκεπτικὸς γιὰ ἀρκετὴ ὥρα, χωρὶς νὰ μᾶς
διακόψει. Ὅσο γιὰ τὴν ἀπάντησή του, ἦταν τόσο εἰλικρινὴς ὅσο εἴχαμε ἐλπίσει.

«Ὁ Κλάδος μας ἔχει ἐξελλιχθεῖ γιὰ πολλὰ χρόνια ἀδιατάρακτος ἀπὸ μεγάλες συγκρούσεις ὅπως αὐτὲς
ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν πορεία τοῦ δικοῦ σας πολιτισμοῦ. Ἔτσι, μπορέσαμε νὰ διατηρήσουμε τὴν
Ἱστορία τῶν τελευταίων ἑκατὸ χιλιάδων χρόνων, τουλάχιστον, ἔχοντας μάλιστα πρόσβαση καὶ στὰ
ἀρχεῖα πολλῶν ἄλλων Κλάδων. Ἐπιπλέον, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶτε τὴν ἐπαφή μας μὲ τὴ συμμαχικὴ
ράτσα ἀπὸ τὰ ἄστρα, ἐπαφὴ ποὺ ἔγινε πολὺ οὐσιαστική, μετὰ τὸ «δέσιμό» μας μὲ αὐτή. Ὅλα αὐτὰ
εἶχαν σὰν ἀποτέλεσμα τὸν πολὺ μεγάλο βαθμὸ ὁμογενοποίησης τῆς κοινωνίας μας, κάτι ποὺ ἀποτελεῖ
μεγάλο πλεονέκτημα ἀλλὰ καὶ ἐξ ἴσου μεγάλο μειονέκτημα. Τὰ καλὰ μπορεῖτε νὰ τὰ δεῖτε γύρω
σας, ἀνάπτυξη τῆς Τεχνολογίας καὶ τῶν Ἐπιστημῶν, λειτουργικὸ καὶ ἀποτελεσματικὸ
κοινωνικοπολιτικὸ σύστημα, παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ κυρίου Λάκη, οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη ποὺ
ἐπιτρέπει ἰσότητα καὶ δικαιοσύνη καὶ ὅλα ὅσα ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτά. Ἡ ἄλλη ὄψη ὅμως εἶναι τὸ
γεγονὸς ὅτι βαδίζουμε σὲ μία καὶ μόνο κατεύθυνση, ἔχουμε χάσει τὴν εὐελιξία μας, τὴ δυνατότητά
μας νὰ ἀλλάζουμε. Ἐσεῖς ἀντίθετα διατηρήσατε μία ἐντυπωσιακὴ ἀναρχία ποὺ σᾶς κάνει
ἀπρόβλεπτους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐμεῖς μὲν ἔχουμε φτάσει στὸ τέλος τῆς ἐξέλλιξής μας, ἐσεῖς ὅμως,
ἐξ αἰτίας ἀκριβῶς τοῦ πρωτογονισμοῦ σας, εἴσαστε περισσότερο ἀνοιχτοὶ στὶς ἀλλαγὲς ποὺ ἔρχονται.

Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὅλες μας οἱ παρατηρήσεις συγκλίνουν στὸ συμπέρασμα ὅτι θὰ ὑπάρξουν
ἀνακατατάξεις πολὺ μεγάλης κλίμακας, καὶ ὅτι ἐντελῶς καινούριοι παράγοντες θὰ προστεθοῦν στὸ
σύστημα τῆς Γῆς. Σὲ αὐτὲς τὶς ἀλλαγὲς πρωταγωνιστὲς θὰ εἴσαστε ἐσεῖς, οἱ ἄνθρωποι τῆς
Ἐπιφάνειας, ἐμεῖς θὰ πρέπει νὰ περιοριστοῦμε στὸν ρόλο τοῦ παρατηρητῆ. Ἡ προσπάθειά μας εἶναι
νὰ σᾶς βοηθήσουμε ὅσο μποροῦμε νὰ κάνετε τὰ σωστὰ βήματα, τόσο γιὰ μᾶς ὅσο καὶ γιὰ σᾶς.
Τώρα λοιπὸν μπορεῖτε νὰ καταλάβετε ὅλη αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα προσμονῆς καὶ φόβου ποὺ πλανᾶται
πάνω ἀπὸ τὴ χώρα μας.. Σχετικὰ τώρα μὲ τὴν ἀπαγόρευση πρόσβασης σὲ συγκεκριμένα μέρη καὶ
ἀρχεῖα, ἡ ἀπάντησή μου εἶναι σαφὴς καὶ ξεκάθαρη. Πρῶτον, δὲν πρέπει νὰ παραγνωρίζετε τὸν
παράγοντα τοῦ πολιτισμικοῦ σόκ. Ἂν νομίζετε ὅτι τὸ ἔχετε ξεπεράσει εἶστε γελασμένοι. Πρόκειται
γιὰ μία ὕπουλη διαδικασία ποὺ πρέπει νὰ τὴν λάβουμε πολὺ σοβαρὰ ὑπ΄ ὄψη μας ἂν δὲν θέλουμε νὰ
ἔχουμε ἐξαιρετικὰ δυσάρεστες συνέπειες στὸν ψυχισμό σας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ οἱ γνώσεις σᾶς
δίνονται σταδιακὰ καὶ μόνο ἀφοῦ ἀφομοιώνετε τὶς προηγούμενες. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἕνας λόγος. Ὁ ἄλλος
...» Μᾶς κοίταξε γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα σκεπτικὸς καὶ μετὰ συνέχισε. «Ὁ ἄλλος λόγος ἀφορᾶ τὸ
γεγονὸς ὅτι δὲν εἶστε συνδεδεμένοι μὲ τὴν Φυλὴ ἀπὸ τὰ ἄστρα ποὺ γιὰ μᾶς ἀποτελεῖ κάτι πολὺ
περισσότερο ἀπὸ ἁπλὸ σύμμαχο. Ἂν θέλετε νὰ ἐμβαθύνετε στὸν πολιτισμό μας, εἶναι ἐπιβεβλημένο
νὰ δεχθεῖτε αὐτὴ τὴν βαθειὰ ψυχοσωματικὴ ἀλλαγὴ ποὺ θὰ σᾶς ἑνώσει ἀμετάκλητα μὲ τὴ Φυλὴ
αὐτὴ ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ πεπρωμένο τῶν Ἐκουαραλεμάνεν. Λοιπόν, τὶ λέτε;»

Φυσικά, δὲν εἴχαμε τίποτα νὰ ποῦμε. ∆ὲν ξέραμε οὔτε ἂν σοβαρολογοῦσε, οὔτε τὶ ἀκριβῶς ἐννοοῦσε.
Ὁ Λάκης ἄρχισε νὰ ψελλίζει ὅτι δὲν καταλάβαινε...

55
«∆ὲν καταλαβαίνετε ἢ δὲν θέλετε νὰ καταλάβετε; ∆ὲν τὸ ξέρετε παλληκαρᾶδες μου ὅτι ἡ Γνώση
ἔχει πάντοτε ἕνα τίμημα; Ὅλοι μας θέλουμε νὰ τὸ ἀποφύγουμε, ἀλλὰ κάποτε φτάνει ἡ ὥρα τῆς
ἐπιλογῆς.»

Μᾶς κοίταξε γιὰ λίγο χωρὶς νὰ μιλᾶ, καὶ νοιώσαμε αὐτὸ τὸ βλέμμα νὰ βαραίνει σὰν ὑπαινιγμὸς
κάποιας μελλούμενης συμφορᾶς ἢ σὰν κατηγορία γιὰ κάποια δική μας παράληψη ἢ σφάλμα, κάτι
γιὰ τὸ ὅποιο δὲν θὰ θέλαμε νὰ μάθουμε περισσότερα, ἴσως γιατί, βαθειὰ μέσα μας, τὸ γνωρίζαμε
πολὺ καλά. Χαμηλώσαμε τὰ κεφάλια, σὲ μία εὔγλωττη χειρονομία παραίτησης. Ὁ Κοῦλ συνέχισε,
σὲ πιὸ ἤπιο καὶ φιλικὸ τόνο:

«Ἐντάξει, δὲν ἔχει φτάσει ἀκόμα ἡ ὥρα γιὰ τὶς μεγάλες ἀποφάσεις καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι
ἔχετε κάνει ἤδη πολλά. Θὰ μποροῦσα νὰ δώσω πολλὲς διευκρινήσεις σχετικὰ μὲ αὐτὸ τὸ «δέσιμο» μὲ
τὴν Ράτσα ἀπὸ τὸ ∆ιάστημα, καὶ οἱ ἐξηγήσεις θὰ δοθοῦν ὅταν θὰ φτάσει ἡ ὥρα. Τὶς χρειάζεστε
ὅμως πραγματικά; Εἶναι μία ἐπιλογή, μία θυσία ἂν θέλετε, κάποιων δρόμων ποὺ δὲν θὰ τοὺς
βαδίσετε ποτέ, προκείμενου νὰ βαδίσετε κάποιους ἄλλους. Ἔτσι δὲν γίνεται πάντα; Ἀκόμη κι ἂν
ἀποφασίσετε νὰ μὴν ὑποστεῖτε τὸ «δέσιμο» τελικὰ ἐπιλέγετε κάποιους δρόμους εἰς βάρος κάποιων
ἄλλων, ποὺ γιὰ σᾶς θὰ παραμείνουν ἀπρόσιτοι. Ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ μόνος του, δὲν μπορεῖ νὰ πάει πολὺ
μακριά. Εἶναι πολὺ ἀδύναμος καὶ τὸ Σύμπαν πολὺ μεγάλο. Μπορεῖ ὅμως νὰ διαλέξει συμμάχους καὶ
νὰ μοιραστεῖ μαζί τους γνώσεις, δυνατότητες καὶ στόχους. Ἂς ἀφήσουμε ὅμως αὐτὸ τὸ θέμα γιὰ τὴν
ὥρα καὶ ἂς μιλήσουμε γιὰ κάτι πιὸ πρακτικὸ καὶ πιὸ ἄμεσο, κάτι ποὺ θὰ σᾶς βοηθήσει νὰ
συνειδητοποιήσετε καλύτερα ὅλα αὐτὰ ποὺ προσπαθῶ νὰ σᾶς πῶ. Τὶ θὰ λέγατε γιὰ μία ἐπίσκεψη σὲ
ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ἀπρόσιτα μέρη, ἀκόμα καὶ γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους; Μιλῶ γιὰ τὶς ἀκατοίκητες περιοχὲς
κάτω ἀπὸ τὸ ἔδαφος τῆς χώρας μας, ἐκεῖ ποὺ οἱ κάμερές μας καταγράφουν κινήσεις αἰνιγματικῶν
ὄντων καὶ ποὺ πλανᾶται μόνιμα ἡ αἴσθηση κάποιας ἀόρατης ἀπειλῆς.»

Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ κάποια ἐνδόμυχη ἐπιθυμία μας ἐκπληρώνεται, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ κατατάσσουμε
στὸ βασίλειο τοῦ ὀνείρου περισσότερο παρὰ στὸν χῶρο τῆς ρεαλιστικῆς ἐπιδίωξης. Καὶ τότε
ἀναρωτιώμαστε γιὰ τὸ ἂν θὰ ἦταν καλύτερα αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία μας νὰ ἔμενε γιὰ πάντα
ἀνεκπλήρωτη. Μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκέψη καθὼς ἀκολουθοῦσα σιωπηρὰ
τὸν Κοῦλ μέσα ἀπὸ τὴν ἀρχαία, πέτρινη σκάλα ποὺ μὲ γέμιζε δέος, περισσότερο ἴσως κι ἀπὸ τὸν
προορισμό μας. Ἀπὸ τὴ φάτσα τοῦ Λάκη μποροῦσα νὰ μαντέψω ὅτι ἡ διάθεσή του δὲν διέφερε ἀπὸ
τὴ δική μου. Μία ἀκόμη σκάλα λοιπόν, μὲ προορισμὸ τὸ Ἄγνωστο, σὰν αὐτὴ ποὺ εἴχαμε βαδίσει
μερικοὺς μῆνες πρίν. Εἴχαμε ἀνακαλύψει ἕναν ὑπέροχο πολιτισμὸ καί, σὲ σύγκριση μὲ τὸν δικό μας,
ἕνα πολιτισμὸ ποὺ ἔμοιαζε σχεδὸν παντοδύναμος. Καὶ νὰ ποὺ ὁ πολιτισμὸς αὐτὸς ἀποδεικνυόταν μία
ἀκόμη Πύλη γιὰ ἀκόμα πιὸ ζοφερὰ μυστήρια ποὺ ὁδηγοῦσαν, ταυτόχρονα, στὰ ἔγκατα τοῦ Πλανήτη
καὶ σὲ μακρινοὺς Γαλαξίες. Νὰ εἶχε ἄραγε τέρμα ἡ ἀναζήτηση τοῦ Ἀνθρώπου;

Προσπάθησα νὰ ἀποτινάξω τὴ φιλοσοφική μου διάθεση καὶ νὰ συγκεντρωθῶ στὰ ὅσα ἤξερα γιὰ τὸν
ἀνώνυμο προορισμὸ στὸν ὁποῖο μας ὁδηγοῦσε ἡ ἀπότομη, στριφογυριστὴ σκάλα ποὺ βαδίζαμε. Στὸ
μουντό, ἰῶδες φῶς ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ μικρές, σὰν σχισμὲς λάμπες, τοποθετημένες ἀραιὰ στὰ πέτρινα
τοιχώματα τὸ μέρος ἔμοιαζε ἐφιαλτικὸ καί, σὰν ἀντίδραση στὸ φόβο ποὺ μοῦ γεννοῦσε, προσπάθησα
νὰ συγκεντρωθῶ σὲ θετικὲς μόνο σκέψεις. Εἶχα δεῖ στὴ Συσκευὴ ἀνθρώπους μὲ σοβαρά, γεμάτα δέος
πρόσωπα νὰ μπαίνουν καὶ νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὶς εἰσόδους ποὺ ὁδηγοῦσαν ἐδῶ καὶ εἶχα ρωτήσει
διάφορους Ἐκουραλεμάνεν σχετικὰ μὲ αὐτὸ τὸ πήγαινε-ἔλα, γιὰ νὰ λάβω μόνο σκεπτικὲς ματιὲς καὶ
ἀόριστες ὑπεκφυγὲς σὰν ἀπαντήση. Ὅλα αὐτὰ τὰ θυμόμουν ἀμυδρὰ γιατὶ τὸ μυαλό μου εἶχε
κολλήσει στὸ τρομαγμένο, ἀνήσυχο προσωπάκι τῆς Ἀλέσσα νὰ μὲ ἀποχαιρετᾶ καθὼς ἐπιβιβαζόμουν
στὸ ἀερόχημα, λίγες ὧρες νωρίτερα. Ἡ μελαγχολία μου χειροτέρευε μὲ κάθε σκαλὶ ποὺ κατέβαινα,
ὅταν ξαφνικὰ ὁ Κοῦλ ἄρχισε νὰ μιλᾶ. Οἱ πέτρινοι τοῖχοι κατάπιναν τὴ φωνή του χωρὶς νὰ
ἐπιστρέφουν κανέναν ἀντίλαλο καὶ μοῦ φάνηκε πὼς ἦταν ἀταίριαστο, σὲ βαθμὸ ἱεροσυλίας, νὰ ἠχεῖ
ἀνθρώπινη φωνὴ σὲ αὐτὸ τὸ μέρος. Σὲ τέλεια ἀντίθεση μὲ τὴ διάθεσή μου ὅμως, ἡ φωνὴ τοῦ ὁδηγοῦ
μας ἦταν εὔθυμη καὶ ζεστή, καὶ μετέδωσε καὶ σὲ μᾶς αὐτὰ τὰ συναισθήματα, μέχρι κάποιου
σημείου.

56
«Εἶναι ἀναμενόμενο νὰ αἰσθάνεστε ἕνα ψυχοπλάκωμα, ποὺ θὰ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἔντονο ὅσο
πλησιάζουμε στὸν προορισμό μας. Κανείς μας δὲν γνωρίζει πραγματικὰ τὸν λόγο, ἂν καὶ τείνουμε
πρὸς μία θεωρία ποὺ μπορεῖ νὰ φωτίσει τὰ πράγματα, μέχρι κάποιου σημείου. Τὸ μέρος αὐτὸ μᾶς
προκαλοῦσε τὸν φόβο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ πρωτοαρχίσαμε νὰ διατηροῦμε τὶς ἀναμνήσεις μας σὲ
ἀρχεῖα, καὶ στὴν ἀρχὴ ὑποθέταμε ὅτι ἦταν ἁπλῶς ἕνας φόβος μὲ ψυχολογικὰ αἴτια, σὰν αὐτὸν ποὺ
γεννᾶ στὴν ψυχὴ κάθε ἔρημο, σκοτεινὸ μέρος. Αὐτὴ ἡ προσέγγιση μᾶς ἀρκοῦσε, μέχρι ποὺ ὁ φόβος
δυνάμωσε καὶ ἔγινε μία πιὸ ἁπτὴ αἴσθηση ἀπειλῆς, κάτι ποὺ τὸ νοιώθεις περισσότερο σὲ
συγκεκριμένες περιόδους. Σὰν ἐπιβεβαιώση τῆς ἀντικειμενικότητας τοῦ φαινομένου, προστέθηκαν
πρόσφατα κι αὐτὰ τὰ ὄντα ποὺ καταγράφουν τὰ ὄργανά μας.

Συνειδητοποιήσαμε, μὲ τὸν καιρό, ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ κάτι τὸ ἀπόλυτα ἐχθρικό. Ἂν καὶ δὲν
ἔχουμε ἰδέα τοῦ τὶ εἶναι αὐτό, ξέρουμε ὅτι θὰ πρέπει νὰ εἶναι κάτι ποὺ ὁ Ἄνθρωπος ἔχει
ἀντιμετωπίσει ξανά, ἴσως στὸ πολὺ μακρινὸ παρελθόν, γιατὶ ὁ φόβος ποὺ προκαλεῖ μᾶς εἶναι, κατὰ
κάποιον τρόπο, οἰκεῖος καὶ ἡ ρίζα του προϋπάρχει στὶς ψυχές μας, ἤδη ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς γέννησής
μας. Τὸ ἀντικείμενο αὐτοῦ τοῦ φόβου παραμένει ἀπροσδιόριστο. Πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἐπισκέπτονται αὐτὰ
τὰ σπήλαια, στὰ ἔγκατα τοῦ στερεοῦ φλοιοῦ τῆς Γῆς, καὶ δὲν ἔχει ἀναφερθεῖ ποτὲ τίποτα ποὺ νὰ
μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ σὰν ἐχθρικὴ ἐνέργεια, τίποτε ποὺ νὰ δικαιώνει ἀντικειμενικὰ τὴν αἴσθηση τῆς
ἀπειλῆς, ἐκτὸς ἀπὸ μία ψυχολογικὴ διαταραχὴ ποὺ ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα μία παρέκκλιση τῆς
προσωπικότητας καὶ μία ἐπιλεκτικὴ ἀμνησία, ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσει μέχρι καὶ τὴ δημιουργία ψευδῶν
ἀναμνήσεων. Αὐτὸ στὴν πράξη σημαίνει ἐλαφρῶς παράλογη συμπεριφορὰ μαζὶ μὲ κάποια
ἀβεβαιότητα σχετικὰ μὲ τὸ τὶ ἀκριβῶς συμβαίνει κατὰ τὴν παραμονή μας σ΄ αὐτὸ τὸ μέρος. Αὐτὰ
πάντως τὰ φαινόμενα συμβαίνουν ἀρκετὰ σπάνια καὶ ὅταν ἀκόμα συμβαίνουν δὲν εἶναι καὶ πολὺ
σοβαρά, ὅμως φαίνεται νὰ σηματοδοτοῦν κάποιο λανθάνοντα κίνδυνο, ποὺ ἴσως πάρει μεγάλες
διαστάσεις στὸ μέλλον.

Ὅπως σᾶς εἶπα ἤδη, κάθε προσπάθειά μας νὰ ἐξηγήσουμε τὰ συμβάντα μὲ βάση τὴν Ἐπιστήμη ἔχει
ἀποτύχει καὶ χρειάστηκε νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴ μεθοδολογία τῆς Λογικῆς καὶ νὰ προσεγγίσουμε τὸ
θέμα διαισθητικὰ γιὰ νὰ ἀρχίσουμε νὰ τὸ κατανοοῦμε σὲ κάποιο βαθμὸ καὶ νὰ βροῦμε κάποια
ἀντίμετρα. Φυσικὰ δὲν μπορῶ νὰ σᾶς μεταδώσω αὐτὴ τὴ διαισθητικὴ προσέγγιση μὲ λόγια, αὐτὸ
εἶναι κάτι στὸ ὁποῖο φτάνει κάποιος μόνος του, μπορῶ ὅμως νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὴν ἀμυντικὴ μέθοδο
ποὺ προτάσσουμε: Ἁπλῶς ἐπισκεπτόμαστε τὰ μέρη αὐτά, ἰδιαίτερα στὶς περιόδους ποὺ ἡ ἔνταση τοῦ
φόβου δυναμώνει, καὶ προσπαθοῦμε νὰ ἀντιστρέψουμε τὸ ψυχοπλάκωμα μὲ ὅποια μέθοδο προτιμάει ὁ
καθένας μας. Ἄλλοι διαβάζουν ποίηση κι ἀκοῦν μουσική, ἄλλοι λύνουν μαθηματικὰ προβλήματα,
ἄλλοι πάλι παίζουν κυνηγητό, τὸ ζητούμενο εἶναι πάντα νὰ μεταλλάξει ὁ φόβος καὶ ἡ ἀπαισιοδοξία σὲ
χαρὰ καὶ αἰσιοδοξία. Ἡ ἐμπειρία ἔχει δείξει ὅτι ἔχουμε καλύτερα ἀποτελέσματα ὅταν ἐρχόμαστε σὰν
μικρὲς παρέες φίλων. Τὰ μεγάλα πλήθη, ἂν καὶ ἐξουδετερώνουν εὔκολα τὰ ἀρνητικὰ συναισθήματα,
δὲν τὰ ἀντιμετωπίζουν ἐσωτερικὰ καὶ ἔτσι δὲν πετυχαίνουν τίποτε, ἀφοῦ τὸ πεδίο τῆς μάχης εἶναι ἡ
ἀνθρώπινη ψυχή. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, μοναχικοὶ ἐπισκέπτες πετυχαίνουν πολὺ καλὰ ἀποτελέσματα,
ἀλλὰ οἱ συνέπειες γιὰ τὴν ψυχική τους ὑγεία εἶναι περισσότερο σοβαρές.

Ἡ ἐπισκέψεις μας ἔχουν δυὸ συνέπειες: Ἡ μία εἶναι κάποια, μικρότερη ἢ μεγαλύτερη, ἐξασθένηση
τῆς ἀπειλητικῆς ἀτμόσφαιρας. Φαίνεται ὅτι ἐπιδροῦμε κι ἐμεῖς στὴν Παρουσία ποὺ προκαλεῖ τὸ
φαινόμενο, ὅπως ἀκριβῶς κι ἐκείνη ἐπιδρᾶ σὲ μᾶς καὶ τῆς εἴμαστε ἐξ ἴσου ἀνυπόφοροι ὅπως εἶναι κι
αὐτὴ γιὰ μᾶς. Γιὰ τὴν δεύτερη συνέπεια θὰ σᾶς μιλήσω ὅταν θὰ φεύγουμε ἀπὸ ἐδῶ.»

Καθὼς μᾶς μιλοῦσε ὁ Κοῦλ, μυριάδες ἀπορίες γεννιόταν στὸ μυαλό μου καὶ ἤμουν παραπάνω ἀπὸ
βέβαιος ὅτι τὸ ἴδιο ἴσχυε καὶ γιὰ τὸν Λάκη, καταλάβαινα ὅμως ὅτι θὰ ἦταν ἀνώφελο νὰ ρωτήσω.
Ἤξερα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μου ὅτι ἡ κατανόηση ὁρισμένων θεμάτων ἀπαιτεῖ προσωπικὸ βίωμα καὶ οἱ
ἀναλύσεις τῶν ἄλλων μᾶς μπερδεύουν περισσότερο παρὰ μᾶς διαφωτίζουν. Ἔτσι περέμεινα σιωπηλός,
ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ Λάκης ἀκόμα κι ὅταν, ἀπότομα ὅπως εἶχε ἀρχίσει, ὁ Κοῦλ ἔπαψε νὰ μιλᾶ, κάτι
ποὺ ἐξέλαβα σὰν ἔμμεση προτροπὴ νὰ μὴν συζητήσουμε ἄλλο τὸ θέμα. Ἀφοσιώθηκα λοιπὸν στὴν
παρατήρηση καὶ καταγραφὴ τῆς ἐξόρμησής μας, ἀποφασισμένος νὰ μὴν ἐπιτρέψω σὲ τίποτα νὰ μοῦ
κλέψει τὶς ἀναμνήσεις μου.

57
Σύντομα ἡ σκάλα τελείωσε καὶ βρεθήκαμε σὲ μία περιοχὴ αἰωνίου σκοταδιοῦ. Ἡ μετάβαση ἦταν
μᾶλλον ξαφνικὴ καὶ πισωπάτησα ἀλαφιασμένος πρωτοῦ νοιώσω τὸ χέρι τοῦ Κοῦλ νὰ μὲ σπρώχνει
ἤρεμα μπροστά. Μείναμε γιὰ λίγο ἀκίνητοι κι ἀμίλητοι καί, ὅταν τὰ μάτια μας συνήθισαν στὸ
σκοτάδι μπορέσαμε νὰ δοῦμε μία ἀμυδρὴ πορφυρὴ ἀνταύγεια ποὺ φαινόταν νὰ βγαίνει ἀπὸ παντοῦ καὶ
ἔκανε τὸ σκοτάδι ἀκόμη πιὸ τρομακτικό. Κατόπιν ἐνεργοποιήσαμε τοὺς φακοὺς ποὺ ἦταν
ἐνσωματωμένοι στὰ κράνη ποὺ φορούσαμε καὶ τὸ δυνατό τους φῶς ἔλουσε τὸ τοπίο. Μποροῦσα τώρα
νὰ δῶ μία ἀπέραντη ἔκταση ἀπὸ κάποιο τραχύ, κατάμαυρο πέτρωμα, στρωμένη μὲ σπασμένα
κομμάτια ἀκανόνιστου σχήματος ἀπὸ τὸ ἴδιο ὑλικό, νὰ ἐκτείνεται πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Καμμιὰ
δεκαριὰ μέτρα πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου βρισκόταν ἡ ὀροφή, ἀπὸ τὸ ἴδιο ὑλικὸ ὅπως οἱ βράχοι
ὁλόγυρα. Ἐδῶ κι ἐκεῖ ξεχώριζαν μεγάλοι πέτρινοι σχηματισμοὶ σὰν στηλιὲς ποὺ ἕνωναν μὲ φυσικὸ
τρόπο τὸ κάτω καὶ τὸ πάνω μέρος τοῦ κοιλώματος, ἐμποδίζοντάς το ἀπὸ τὸ νὰ καταρρεύσει. Τὰ
πάντα ἔμοιαζαν ἀπόλυτα φυσικὰ καὶ τίποτε δὲν μαρτυροῦσε κάποιου εἴδους κατεργασία ἀλλὰ τὸ
σύνολο εἶχε μία ὁμοιομορφία ποὺ μοῦ φάνηκε ὕποπτη. Ὅταν ρώτησα σχετικὰ πῆρα τὴν ἀπάντηση
πὼς αὐτό, ὅπως καὶ ἄλλα, παρόμοια κοιλώματα ἦταν ἁπλῶς τὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἀερίων ποὺ
ἐλευθερώθηκαν κατὰ τὴν μετάβαση τοῦ ὑλικοῦ τοῦ σπηλαίου ἀπὸ τὴν τηγμένη στὴ στερεὴ
κατάσταση καὶ τὴν κατοπινὴ διαβρωτικὴ δράση τοῦ νεροῦ. Ὅταν ἐπέμεινα ὅτι τὸ νερὸ δὲν διαβρώνει
ἔτσι εὔκολα τὰ ἡφαιστειακὰ πετρώματα δέχτηκα ἀφ΄ ἑνὸς συγχαρητήρια γιὰ τὴν παρατηρητικότητά
μου καὶ ἀφ΄ ἑταίρου τὴ διευκρίνηση ὅτι τὰ συγκεκριμένα ὕδατα περιεῖχαν μεγάλη ποσότητα θειούχων
ἑνώσεων ποὺ τὰ ἔκανε ἰδιαίτερα διαβρωτικά. Ὅλα φαινόταν ἀπόλυτα λογικὰ ἀλλὰ ἐγώ, ἴσως λόγῳ
τῆς συμμετρικότητας τοῦ μέρους, δὲν πείσθηκα ὁλότελα. ∆ὲν μοῦ δόθηκε ὅμως ὁ χρόνος γιὰ
περαιτέρω διευκρινήσεις γιατὶ ἀρχίσαμε καὶ πάλι νὰ προχωρᾶμε. Μετὰ ἀπὸ λίγα δύσκολα βήματα οἱ
ἀνωμαλίες τοῦ ἐδάφους μειώθηκαν βαθμιαῖα καὶ κατάλαβα ὅτι βαδίζαμε πάνω σὲ κάποιου εἴδους
δρόμο, πράγμα ποὺ ἔδειχνε ὅτι ἀκολουθούσαμε συγκεκριμένη διαδρομή. Βαδίζαμε ἔτσι γιὰ καμμία
ὥρα περίπου καὶ εἶχα ἀρχίσει νὰ κουράζομαι γιὰ τὰ καλὰ ὅταν ἀντιλήφθηκα ὅτι ὁ δρόμος μᾶς
ὁδηγοῦσε σὲ ἕνα μεγάλο κοίλωμα. Ἀμέσως μοῦ φάνηκε ὅτι ἡ προσέγγιση σ΄ ἐκεῖνο τὸ γούπατο ἦταν
ἀδύνατη γιὰ κάποιο λόγο, καὶ ἔστριψα πρὸς τὰ ἀριστερά μου, σὲ μία φαινομενικὰ φυσιολογικὴ
ἀλλαγὴ κατεύθυνσης, μὲ τὸ Λάκη νὰ μὲ ἀκολουθεῖ χωρὶς σχόλια. Ὁ Κοῦλ ὅμως βάδιζε ἴσια πρὸς τὸ
κοίλωμα καί, ὅταν ἐμεῖς στρίψαμε, κοντοστάθηκε καὶ γύρισε πρὸς τὸ μέρος μας, λέγοντάς μας ξερὰ
νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. Ἑτοιμάστηκα νὰ διαμαρτυρηθῶ καὶ νὰ τοῦ ὑποδείξω τὸν λόγο ποὺ μᾶς
ἐμπόδιζε νὰ πλησιάσουμε πρὸς τὰ ἐκεῖ ὅταν μὲ μεγάλη μου ἔκπληξη ἀντιλήφθηκα πὼς δὲν ὑπῆρχε
κανένας τέτοιος λόγος!

Ἦταν γιὰ μένα ἕνα ἰσχυρὸ σὸκ ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ ἑαυτός μου μοῦ ἔπαιζε παιχνίδια, κι αὐτὸ ἐπειδὴ
ἔπρεπε νὰ παραδεχτῶ ὅτι ὁ μοναδικὸς λόγος ποὺ μὲ εἶχε κάνει νὰ στρίψω ἦταν ὁ ἀφόρητος, ὅσο καὶ
ἀναίτιος, τρόμος ποὺ μοῦ γεννοῦσε ἐκεῖνο τὸ μέρος.

Τὰ πάντα γύρω ἦταν θεοσκότεινα ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δέσμες τῶν φακῶν μας καὶ τὴν σχεδὸν ἀόρατη
βυσσινὶ ἀνταύγεια, κι ὅμως, κάθε φορὰ ποὺ φέρνω στὸ νοῦ μου ἐκεῖνο τὸ καταραμένο κοίλωμα ἔχω
τὴν βεβαιότητα ὅτι ἀπὸ πάνω του ὑπῆρχε διάχυτη μία ἐξαιρετικὰ ἀρρωστημένη ἀνοιχτὴ γκρίζα
λάμψη, μία λάμψη ποὺ ἔφερνε ἀμέσως στὸ νοῦ τὴν ἰδέα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. ∆ὲν ἦταν κάτι
ποὺ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, εἶμαι σίγουρος γιὰ αὐτό, μᾶλλον μία ἐντύπωση τοῦ μυαλοῦ τόσο ἔντονη
ποὺ ἀπέκτησε τὴν ἀντικειμενικότητα ἐκείνου τοῦ ἀρρωστημένου φωτός. Στὴν ἰδέα ὅτι ἔπρεπε νὰ πάω
ἐκεῖ τὸ στόμα μου στέγνωσε καὶ τὰ πόδια μου ἄρχισαν νὰ τρέμουν ἀνεξέλεγκτα. ∆ὲν γινόταν ὅμως
ἀλλοιῶς, ὁ Κοῦλ, ἀφοῦ δήλωσε ὅτι δὲν ὑπῆρχε τίποτα νὰ φοβηθοῦμε, ἄρχισε νὰ βαδίζει πάλι κι ἐμεῖς
ἀναγκαστήκαμε νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε γιατὶ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ μείνουμε μόνοι μας σὲ ἐκεῖνο τὸ
ἀποτρόπαιο μέρος γιὰ τίποτα στὸν Κόσμο.

Παλεύοντας μὲ τὸν ἑαυτό μας, μὲ κάθε βῆμα νὰ γίνεται μία τρομερὴ δοκιμασία, ἀργὰ κι ἀπρόθυμα
σὰν νὰ ὁδηγούμασταν στὴν ἀγχόνη, περπατήσαμε ξωπίσω του μέχρι τὸ πιὸ χαμηλὸ σημεῖο, ἐκεῖ ποὺ
ὁ δρόμος τελείωνε σὲ ἕνα μικρὸ πλάτωμα.

Καθήσαμε στὰ μεγάλα ἀγκωνάρια ποὺ κάλυπταν τὸ ἔδαφος καὶ μείναμε σιωπηλοὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις
μας τεταμένες σὰν νὰ περιμέναμε ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ χυθοῦν ἀπάνω μας μιλιούνια ἐχθροί. Ὁ
τρόμος μου εἶχε μετατραπεῖ σὲ ἕνα ἀφόρητο αἴσθημα ἔντασης ποὺ ἔκανε τὸ κάθε δευτερόλεπτο νὰ

58
διαρκεῖ ὧρες. Ποτέ μου δὲν εἶχα νοιώσει τόσο ζωντανός, ἴσως ἐπειδὴ ποτὲ πρὶν δὲν εἶχα αἰσθανθεῖ
τόσο σιμά μου τὸν θάνατο. Μετὰ ὁ ὁδηγός μας ξανάρχισε νὰ μιλᾶ, ξένοιαστα, φιλικά, σχεδὸν
χαρωπά.

«Στὴ χώρα μου καὶ στὶς χῶρες τῆς Ἐπιφάνειας μυριάδες ἀνθρώπινα ὄντα περνοῦν τώρα ξένοιαστες
στιγμές. Γελοῦν, χορεύουν, βγάζουν λεφτὰ καὶ κάνουν ἔρωτα. Καὶ ὅμως, εἶναι ἀνικανοποίητοι χωρὶς
κι οἱ ἴδιοι νὰ ξέρουν τὸ γιατί. Οἱ ἀπολαύσεις τους, ὄντας ρηχές, ξεθυμαίνουν γρήγορα καὶ οἱ φιλίες
τους εἶναι ὑποκριτικὲς καὶ συμφεροντολογικές. Ἐμεῖς ἐδῶ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς φόβους μας, καὶ τοὺς
νικᾶμε! Καὶ ἡ φιλία μας δὲν ἀποσκοπεῖ σὲ κάποιο συμφέρον καί, γιὰ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, εἶναι
ἀληθινή. Ναί, χαίρομαι ποὺ εἶμαι ἐδῶ, μαζί σας, μακριὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς φαμφαρόνους. Καὶ γιὰ νὰ
σᾶς τὸ ἀποδείξω...»

Μὲ μία χαριτωμένη κίνηση ἔχωσε τὰ χέρια του στὰ ροῦχα του καὶ τράβηξε ἔξω δύο μπουκάλια, μὲ
ἕνα χαμόγελο μικροῦ παιδιοῦ στὸ πρόσωπό του. Κοίταξα καί... Ἔ, ὄχι! ∆ὲν πίστευα στὰ μάτια μου.
Ἕνα μπουκάλι δωδεκάρι ἰρλανδέζικο οὐΐσκυ, ἀκριβῶς ἡ μάρκα ποὺ μοῦ ἀρέσει καὶ ἕνα μαῦρο
κουβανέζικο ρούμι, ἡ λατρεία τοῦ Λάκη. Ἀμέσως μετὰ ἐμφανίστηκαν πλαστικὰ ποτήρια ποὺ γέμισαν
μέχρι τὴ μέση. Γιὰ κάτι τέτοιες στιγμὲς ἀξίζει ἡ ζωή! Σηκωθήκαμε ὁ καθένας μὲ τὴ σειρά του καὶ
κάναμε προπόσεις, ὁ Λάκης εὐχήθηκε «νὰ πεθάνουν οἱ γυναῖκες», ἐγὼ νὰ «πεθάνουν οἱ ξενέρωτοι» κι
ὁ Κοῦλ εὐχήθηκε νὰ «ζήσουν οἱ γενναῖοι». Μετὰ ἀρχίσαμε νὰ κατεβάζουμε τὰ ποτὰ ἀσύστολα, μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ γίνουμε σύντομα κουδούνια. Μισομεθυσμένοι ἀρχίσαμε τὰ ἀνέκδοτα καί, ὅταν μᾶς
τελείωσαν τὰ καλά, ἀρχίσαμε νὰ λέμε τὰ πλέον σόκιν ἀνέκδοτα ποὺ εἴχαμε ἀκούσει πότε. Γελάσαμε
σὰν ὑστερικοὶ καὶ μετὰ ἀρχίσαμε νὰ τραγουδᾶμε τὸ «Θὰ τὸν μεθύσουμε τὸν Ἥλιο», ὅλοι μαζί. Ὁ
Κοῦλ μάλιστα τὸ ἤξερε καλύτερα ἀπὸ τοὺς τρεῖς μας. Ἔνοιωσα σχεδὸν εὐτυχισμένος. Ὁ τρόμος αὐτοῦ
τοῦ τόπου μας φαινόταν πλέον σὰν ἕνα καλοδεχούμενο φράγμα ποὺ θὰ κρατοῦσε μακριὰ τοὺς ἄλλους,
ἐπιτρέποντας σὲ μᾶς νὰ κάνουμε τὸ κέφι μας. Ὁ Λάκης μάλιστα ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ προτείνει νὰ
δημιουργήσουμε ἕνα εἶδος Λέσχης μὲ ἕδρα τὸ μέρος ποὺ καθόμαστε καὶ νὰ συνεδριάζουμε τουλάχιστον
μία φόρα τὸ μήνα!

Κάποια στιγμὴ τὰ ἀποθέματα τῆς καταπιεσμένης εὐθυμίας μας ἐξαντλήθηκαν. Ἔνοιωσα τότε ὅτι ἡ
φρίκη τοῦ μέρους εἶχε εἰσχωρήσει ὕπουλα μέσα μου καὶ ἀπειλοῦσε τὴν ἴδια μου τὴν ὑπόσταση. Ἡ
σιγαλιὰ ἔγινε κατὰ κάποιον τρόπο ἐκκωφαντικὴ καὶ γεμάτη ὑπονούμενα. Ὁ Κοῦλ σηκώθηκε τότε καὶ
ἔδωσε τὸ σύνθημα γιὰ τὴν ἐπιστροφή. Ἔνοιωσα τὴν παρόρμηση νὰ ἀρχίσω νὰ τρέχω σὰν τρελλὸς
ἀλλὰ συγκρατήθηκα, ὄχι χωρὶς μεγάλη προσπάθεια, καὶ αἰσθάνθηκα ἀπέραντη ἀνακούφιση ὅταν
τελικὰ φτάσαμε τὴν ἀρχαία σκάλα κι ἀρχίσαμε νὰ ἀνεβαίνουμε τὰ σκαλιά της.

Στὸ γυρισμὸ ἀνταλλάξαμε λίγες μόνο κουβέντες ἀλλά, λίγο πρὶν μᾶς ἀφήσει, ὁ Κοῦλ μᾶς φανέρωσε
καὶ τὸν δεύτερο λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ Ἐκουαραλεμάνεν συνηθίζουν νὰ ἐπισκέπτονται τὰ ἐπίφοβα
ἔγκατα. Αὐτὴ ἡ πάλη μὲ τὸν ἄγνωστο ἐχθρὸ συγκροτεῖ καὶ ἰσχυροποιεῖ τὴν προσωπικότητα καὶ
βοῆθα στὸ νὰ διεκδικοῦν περισσότερα ἀπὸ τὴ ζωή τους. Μποροῦσα νὰ τὸ καταλάβω αὐτὸ καὶ
μάντευα ὅτι ἡ ἐξόρμησή μας ἦταν ἕνα καλὸ μάθημα ἀπὸ τὸν Κοῦλ. Ὅταν ἀποχαιρετηθήκαμε ἤξερα
ὅτι θὰ ἔκανα πολὺ καιρὸ νὰ τὸν ξαναδῶ.

Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὸν Λάκη. Κατὰ κάποιον τρόπο βουλιάξαμε καὶ οἱ δυὸ σὲ μία γλυκειὰ ρουτίνα
ποὺ μᾶς ἄφηνε λίγες εὐκαιρίες γιὰ συναντήσεις. Ἐγὼ ἄρχισα νὰ παρακολουθῶ ἕνα εἶδος μαθημάτων
μέσω τῆς Συσκευῆς, ποὺ θὰ μοῦ ἐπέτρεπε μετὰ ἀπὸ κάποια χρόνια νὰ διεκδικήσω κάποιο δίπλωμα.
Τὶ εἶχες Γιάννη, τὶ εἶχα πάντα... Πάνω καὶ κάτω ἀπὸ τὴν Ἐπιφάνεια, μία ζωὴ φοιτητής. Τέλος
πάντων, δὲν παραπονιόμουν γιατί, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, ἄλλο πράγμα ἡ Συσκευὴ καὶ ἄλλο τὰ ἄχαρα
ἀμφιθέατρα μὲ τοὺς βαριεστημένους λέκτορες. Καὶ βέβαια, εἶχα τὴν Ἀλέσσα, τὸ ἀερόχημα, τὸ
ἄλμουου κι ἕνα ὁλόκληρο, καινούριο κόσμο νὰ ἐξερευνήσω. Σκεφτόμουν αὐτάρεσκα ὅτι εἶχα
ἐκπληρώσει ἤδη τὰ πιὸ τρελλά μου ὄνειρα καὶ ὅτι τὸ μέλλον θὰ μοῦ ἐπιφύλασσε ἀκόμη μεγαλύτερες
κατακτήσεις, καὶ σχεδὸν ἔπειθα τὸν ἑαυτό μου. Σχεδόν, γιατὶ ὅσο κι ἂν προσπαθοῦσα, δὲν μποροῦσα
νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ ἕνα ἀόριστο αἴσθημα ἀποπροσανατολισμοῦ ποὺ ἔφτανε μερικὲς φορὲς ὡς τὰ ὅρια
τῆς κατάθλιψης. Ἔνοιωθα πὼς ὅ,τι κι ἂν ἔκανα ποτὲ δὲν θὰ ἄνηκα πραγματικὰ στὴ νέα μου
Πατρίδα, ὅτι εἶχα χάσει τὸ νῆμα τοῦ πεπρωμένου μου καὶ εἶχα περιπλανηθεῖ σὲ δρόμους ποὺ δὲν ἦταν

59
γιὰ μένα. Ὅταν ἡ μελαγχολία μὲ κατέκλυζε ἔτρεχα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ἀλέσσα καὶ κάναμε ἔρωτα,
μέχρι ποὺ ξαναγύριζε μέσα μου ἡ αἰσιοδοξία.

Ἀλλὰ οὔτε αὐτό, οὔτε οἱ βόλτες μὲ τὸ ἄλμουου, οὔτε οἱ χαμηλὲς πτήσεις μὲ τὸ ἀερόχημα ἔπιαναν
πάντα. Μερικὲς φορὲς τὸ αἴσθημα τῆς ἀποξένωσης φούντωνε μέσα μου καὶ ἄρχισα νὰ ἀπαιτῶ ἀπὸ
τὶς Ἀρχὲς νὰ ἔχω περισσότερη συμμετοχὴ στὰ κοινά. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ δική μου ἐπιμονή, μοῦ
ἀνέθεσαν νὰ δίνω κάποιου εἴδους ἐκπαιδευτικὲς διαλέξεις γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς στὴν Ἑλλάδα, πάντα
ὅμως μέσω τῆς Συσκευῆς. Ξανὰ καὶ ξανὰ σκόνταφτα στοὺς φόβους γιὰ τὸ περίφημο πολιτιστικὸ σόκ,
ἂν καὶ μοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἐντύπωση ὅτι οἱ φόβοι αὐτοὶ ἦταν καὶ βάσιμοι καὶ εἰλικρινεῖς. Οἱ
ἐπισκέψεις στὴν Φύση πάλι ἔκρυβαν ἄλλου εἴδους κινδύνους, ἔτσι τουλάχιστον μοῦ εἶπαν. Τὸ ὑγρὸ
κλίμα, ἡ διαφορετικῆς σύνθεσης ἀτμόσφαιρα, διάφοροι παθογόνοι μικροοργανισμοὶ στοὺς ὁποίους δὲν
εἶχα ἐπαρκῆ ἀνοσία καὶ ἡ ὕπαρξη πολλῶν ἀλλεργιογόνων οὐσιῶν στὸ περιβάλλον ἦταν μερικοὶ μόνο
ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ ἔπρεπε νὰ προσέχω καὶ νὰ ἐκτίθεμαι ὅσο τὸ δυνατὸν λιγότερο. Ὡστόσο, ἔστω
καὶ μὲ πολλὲς σπαστικὲς προφυλάξεις, ἔκανα ἀρκετὲς ἐκδρομές, συνήθως μαζὶ μὲ τὴν καλή μου,
πάντα ὅμως μὲ συνοδεία. Οἱ ἐμπειρίες αὐτὲς ἦταν ἀνείπωτα συναρπαστικὲς καὶ πραγματικὰ δὲν ἔχω
λόγια νὰ τὶς περιγράψω, αὐτὴ ὅμως ποὺ ξεχωρίζει ἀπὸ τὶς ἄλλες ἦταν ἡ ἐπίσκεψή μου στὴν
ὑποχθόνια θάλασσα. Ἔνοιωσα ἔκσταση στὴ θέα τοῦ γαλήνιου, μαυροπράσινου ὑδάτινου ὄγκου μὲ
τοὺς φευγαλέους φωσφορισμοὺς καὶ αἰσθάνθηκα τὴ σαγήνη ἀρχέγονων μυστικῶν ποὺ κρατοῦσαν
ζηλότυπα ἐκεῖνα τὰ ἀχαρτογράφητα βάθη. Ἐπέμενα νὰ κάνω μπάνιο ἀλλὰ οἱ συνοδοί μου ἔγιναν
ξαφνικὰ πολὺ νευρικοὶ καὶ ἐπιφυλακτικοί. Ὅπως διαπίστωσα ἀργότερα, αὐτὴ εἶναι μία στάνταρ
ἀντίδραση τῶν Ἐκουαραλεμάνεν σχετικὰ μὲ τὶς μεγάλες λίμνες ἢ τὸν ὑπόγειο Ὠκεανό. Αὐτοὶ μπορεῖ
νὰ ἔχουν τοὺς λόγους τους ἀλλὰ ἐγώ, σὰν γνήσιο ἑλληνόποπουλο, δὲν τοὺς συμμεριζόμουν καὶ ἔτσι,
χωρὶς νὰ περιμένω τὴ συγκατάθεσή τους, ἔβγαλα τὰ ροῦχα μου καὶ βούτηξα. Τὸ νερὸ ἦταν πολὺ
κρύο, περισσότερο στυφὸ παρὰ ἁλμυρὸ καὶ ὑπέροχα ἀρωματικό. Κολύμπησα γιὰ ἀρκετὴ ὥρα μέχρι
ποὺ ἄρχισα νὰ τουρτουρίζω. Ἡ ἐκδρομὴ ἐκείνη τελείωσε μὲ μοῦτρα, ἀλλὰ κανεὶς δὲν μοῦ
παραπονέθηκε ἀνοιχτά. Πιστεύω ὅτι μὲ καταλάβαιναν καὶ μὲ ἀποδέχονταν, γιατὶ εἶναι μία εὐγενικὴ
καὶ βαθιὰ καλοσυνάτη Ράτσα, καὶ εὐγνωμονῶ τὴ μοίρα μου γι΄ αὐτό.

Κάποια ἄλλη μου προσπάθεια νὰ εἰσχωρήσω στὸν Πολιτισμό τους ἀπέτυχε οἰκτρὰ καὶ μὲ δίδαξε ὅτι
οἱ διαφορὲς δὲν θὰ γεφυρωνόταν ἔτσι εὔκολα, ἂν θὰ γεφυρωνόταν καὶ πότε. Ἐπιχείρησα νὰ μάθω τὴν
γλώσσα τους, στὴ γραπτή της μορφή, ἀλλά... Σκέτο χάος! Ἀνακάλυψα ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ δυὸ
διαφορετικὲς γραμματοσειρές, ἡ μία ἀρκετὰ ὅμοια μὲ τὴν ἀραβικὴ γραφή, ἡ ἄλλη ἀποτελούμενη ἀπὸ
γωνιώδεις χαρακτῆρες, κάτι ἀνάμεσα στὰ ἀρχαῖα ρουνικὰ καὶ τὰ κεφαλαῖα ἑλληνικά. Οἱ γραφὲς
αὐτὲς συνυπάρχουν πάντα παράλληλα, κάτω τὰ «ἀραβικά» καὶ πάνω τὰ «ἑλληνικά» καὶ διαβάζονται
ταυτόχρονα, ἀλλὰ τὸ πράγμα δὲν σταματάει ἐδῶ! Παρεμβάλονται ἀριθμοί, ποὺ μοιάζουν μᾶλλον μὲ
κομπιουτερίστικα σύμβολα καὶ οἱ ὁποῖοι δηλώνουν τὸ ὕφος τοῦ κειμένου ποὺ ἀκολούθει. Σὰν νὰ μὴν
ἔφταναν αὐτά, ὁ τρόπος γραφὴς δὲν εἶναι στρωτός, ἀπὸ τὴ μία κατεύθυνση τοῦ χαρτιοῦ πρὸς τὴν
ἄλλη, ἐκτὸς κι ἂν πρόκειται γιὰ ἁπλὰ κείμενα. Τὰ πιὸ σύνθετα υἱοθετοῦν μία ἑλικοειδῆ διατάξη...
Ὑπῆρχαν κι ἄλλα, ἀλλὰ δὲν κάθησα νὰ τὰ μάθω. Πρέπει νὰ ξέρει κανεὶς πότε νὰ τὰ παρατάει...

Παρ΄ ὅλες τὶς ἀποτυχίες μου τὰ κατάφερνα μᾶλλον καλὰ στὴ νέα μου ζωὴ καὶ θὰ μποροῦσα νὰ
ἀτενίζω μὲ ἀρκετὴ σιγουριὰ τὸ μέλλον ἂν δὲν εἶχα αὐτὲς τὶς κρίσεις μελαγχολίας ποὺ μὲ γέμιζαν μὲ
ἕνα αἴσθημα ἀπόλυτης ματαιότητας. Τὶς «νύχτες», τὶς ὧρες δηλαδὴ τῆς ἀνάπαυσης ποὺ χαμηλώνουν
τὰ φῶτα καὶ σταματοῦν οἱ περισσότερες ἐργασίες, ξυπνοῦσα νοιώθοντας ἕνα βάρος νὰ μοῦ πλακώνει
τὸ στῆθος. Ἔμενα τότε ξάγρυπνος ὧρες καὶ ὧρες, κάνοντας πυρετικὲς σκέψεις ποὺ λίγο διέφεραν ἀπὸ
παραλήρημα. Ἡ ἐμπειρία μου στὰ ἐπίφοβα λαγούμια, ὅπου ἕνα ἀνώνυμο Κάτι προσπαθοῦσε νὰ
διεισδύσει στὶς πόλεις τοῦ Ἀνθρώπου, εἶχε ἀνοίξει ρωγμὲς στὴν πανοπλία τῆς καθησυχαστικῆς
λογικῆς μὲ τὴν ὁποία εἶχα ἀνατραφεῖ, καὶ οἱ ρωγμὲς αὐτὲς δὲν θὰ ἔκλειναν πότε πιά. Ἴσα-ἴσα, τὸ
κάλυμμα αὐτὸ ἔπρεπε νὰ σχιστεῖ ἐντελῶς κι ἐγὼ νὰ βγῶ ἔξω, ἀλλὰ ποῦ ἔξω; Φοβόμουν, ἔτρεμα τὴ
στιγμὴ ποὺ θὰ κληνόμουν νὰ ἀφήσω τελεσίδικα πίσω μου τὴν ἀμέριμνη ζωὴ ἑνὸς μπατήρη φοιτητὴ
τῆς Ἀθήνας τοῦ Τώρα γιὰ νὰ δεχθῶ τὶς τρομερὲς μυήσεις τοῦ Μέλλοντος καὶ τοῦ Παρελθόντος.
Ἀνεπαίσθητα ἄρχισε νὰ ὑφέρπει μέσα μου ἡ νοσταλγία, ἀχνὴ στὴν ἀρχὴ ἀλλὰ ὅλο καὶ πιὸ δυνατὴ
μὲ τὴν κάθε μέρα ποὺ περνοῦσε.

60
Πλάγιαζα μὲ τὸ πανέμορφο καὶ ἐρωτικό μου κοριτσάκι καὶ ἔβλεπα ἄπρεπα ὄνειρα μὲ τὶς μέτριες
κοπελίτσες ποὺ εἶχα ποθήσει στὸ παρελθόν. Λὲς καὶ τὸ σῶμα μου δὲν εἶχε φτιαχτεῖ γιὰ νὰ
ἀνταποκρίνεται στὴν τελειότητα καὶ μποροῦσε νὰ λειτουργήσει μόνο μὲ τὸ ἀτελές. Στὴν ἀρχὴ
καθησύχαζα τὸν ἑαυτό μου πὼς ὅλα αὐτὰ εἶναι μία φυσιολογικὴ καὶ ἄνευ σημασίας ἀντίδραση στὸ
γεγονὸς ὅτι ὅλες μου οἱ ἐπιθυμίες εἶχαν ἐκπληρωθεῖ ἀλλά, ὅταν ἔφτασα νὰ ἀναπολῶ τὰ ἀπαράδεκτα
σάντουϊτς ποὺ πουλοῦσε ἡ καντίνα τῆς σχολῆς μου, κατάλαβα πὼς εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα γιὰ μία καλὴ
κουβέντα μὲ τὸ μόνο πρόσωπο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ καταλάβει, τὸν ἀδιόρθωτο φίλο μου.

Εἶχα ἀποφασίσει νὰ τοῦ μιλήσω σπαθὶ ἀλλά, ὅταν ἐπιτέλους κατάφερα νὰ τὸν ἀποσπάσω ἀπὸ τὶς
ἀσχολίες του, ἀνακάλυψα ὅτι δὲν ἤξερα πῶς ἀκριβῶς νὰ τὸ διατυπώσω. Ἀντιμετωπίζοντας τὸ
ἐνοχλημένο του ὕφος ἄρχισα νὰ μασάω τὰ λόγια μου, προσπαθώντας νὰ τὸν πείσω ὅτι τὸ καλύτερο
ποὺ εἴχαμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ τὰ μαζέψουμε στὰ γρήγορα καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐπιστρέψουμε
στὴν Ἐπιφάνεια, στὴ μίζερη ἀλλὰ καί, σὲ τελικὴ ἀνάλυση, στὴ μόνη ζωὴ ποὺ μᾶς ταίριαζε. Εἶχα
ποντάρει στὴν κατανόησή του, ἂν ὄχι καὶ στὴ σύμπνοια ἐκ μέρους του, ἀλλὰ εἶχα πέσει ἔξω. Ἀφοῦ
μὲ κοίταξε γιὰ λίγο ἀμίλητος, προσπαθώντας νὰ καταλάβει ἂν σοβαρολογῶ, κούνησε μερικὲς φορὲς
τὴν κεφάλα του καὶ σχολίασε παγερά:

«Ἅ, πέστο ντὲ ὅτι τρελλάθηκες τελείως».

Αὐτὸ ἦταν τὸ λακωνικό του σχόλιο. Τὸν κοίταξα μὲ τὴ σειρά μου ἀποδοκιμαστικά. Οἱ χυμώδεις
τροφὲς ποὺ ἀποτελοῦσαν πλέον τὸ διαιτολόγιό μας ἦταν ἀσύγκριτα πιὸ ὑγιεινὲς ἀπὸ τὰ φαγητὰ ποὺ
τρώγαμε στὸν Κόσμο μας καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπῆρχαν παχύσαρκοι Ἐκουαραλεμάνεν, ἐτοῦτος
ἐδῶ ὅμως φαινόταν νὰ ἔχει χάσει τουλάχιστον δεκαπέντε κιλὰ ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἔτρωγε τὸ συσσίτιο
τῆς Φοιτητικῆς Ἑστίας. Ἔνοιωσα τὸν θυμὸ νὰ φουντώνει μέσα μου.

«Πῶς νὰ μὲ καταλάβεις, ρέ; Σοῦ ἔχει ἀφήσει μυαλὸ ἡ δικιά σου; Ἔχεις ρέψει κακομοίρη, κι ἐγὼ
κάθομαι καὶ σοῦ μιλάω. Λάκη, ἄσε τὶς μάλες καὶ ἄκουσέ με, πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά. Ἐκεῖ ἔξω εἶναι
ἕνας Πολιτισμὸς ἀπίστευτα πιὸ προχωρημένος ἀπὸ τὸν δικό μας. Καὶ ὅμως, ἐκεῖ πάνω, στὰ ἄστρα,
ὑπάρχουν Ἄλλοι ποὺ δὲν τοὺς ὑπολογίζουν πολὺ παραπάνω ἀπὸ κατοικίδια ζῶα. Ὁ Τσῶρτσιλ εἶχε μία
κακάσχημη σκυλίτσα. Ὑποθέτω πὼς συχνά-πυκνὰ θὰ τῆς «μιλοῦσε» ὅταν ἦταν μόνος μαζί της,
μπορῶ νὰ τὸν φανταστῶ νὰ τὰ σούρνει στοὺς Ναζί, στοὺς Ἀμερικανούς, στοὺς Ρώσσους καί, πιὸ
συχνά, στοὺς δικούς του συνεργάτες. Τὶ μποροῦσε νὰ καταλάβει ἡ σκυλίτσα; Μὲ τὰ χίλια ζόρια, ἂν
ἦταν ἰδιαίτερα προικισμένη, ἄντε νὰ ἔπιανε τὸ νόημα «καλοὶ Βρεταννοί, κακοὶ Ναζί, κακοὶ
Κομμουνιστές». Καταλαβαίνεις τὶ σου λέω, ρέ; ∆ὲν ἔχουμε θέση ἐδῶ, θὰ εἴμαστε ἁπλὰ δυὸ γραφικοὶ
πρωτόγονοι καὶ τίποτα περισσότερο.»

Μιλοῦσα γιὰ ἀρκετὴ ὥρα σὲ αὐτὸ τὸ τέμπο προσπαθώντας νὰ τὸν κάνω νὰ ἀνοιχθεῖ καὶ νὰ τὸ
συζητήσει μαζί μου ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερα. Ἐκνευρισμένος ὅσο δὲν παίρνει ἄλλο, σηκώθηκε ξαφνικᾶ,
μοῦ δήλωσε ἄλλη μία φόρα ὅτι εἶμαι τελείως κόπανος καὶ μετὰ ἔγινε καπνός.

Ἤμουν σίγουρος ὅτι δὲν θὰ κατάφερνα μὲ τίποτα νὰ τὸν κάνω νὰ δεχθεῖ τὴ γνώμη μου καὶ εἶχα
ἀρχίσει νὰ κάνω σχέδια νὰ τὸν παρατήσω καὶ νὰ προσπαθήσω νὰ φύγω μόνος μου, ὅταν λίγες μέρες
ἀργότερα ἄνοιξε ἀπροειδοποίητα τὴν πόρτα καὶ εἰσέβαλε σὰν σίφουνας στὸ δωμάτιό μου. ∆ὲν ἦταν
ὅμως μόνος του, μισὸ λεπτὸ ἀργότερα μπῆκε καὶ ὁ Κοῦλ. Κάτι πῆγα νὰ πῶ ἀλλὰ ὁ Λάκης μὲ ἔκοψε
ἀμέσως καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει γρήγορα, λὲς καὶ ἔβγαζε λόγο.

«Τὰ σκέφτηκα πολὺ ὅλα αὐτὰ ποὺ μοῦ εἶπες. Εἶναι τερατωδίες, ἀνακρίβειες, ὑπερβολές,
παραλογισμοί, ἀλλά... Φοβᾶμαι ὅτι ἔχεις καὶ λίγο δίκιο. Εἶναι κι ὁ Κοῦλ ἐδῶ, ἁπλὰ καὶ μόνο σὰν
φίλος. Οἱ κοπέλες μας δὲν θὰ μᾶς ἐνοχλήσουν, εἶναι μαζὶ καὶ συζητοῦν γιὰ τὸ πὼς θὰ μπορέσουν νὰ
μᾶς φροντίζουν ἀκόμα περισσότερο, ὥστε νὰ μὴν ἔχουμε κανένα παράπονο. Κατάλαβες ἀχάριστε;
Ὁρίστε, ἔχεις τὸν λόγο.»

Εἶχα μείνει σύξυλος, καὶ κοίταζα πότε τὸν Λάκη καὶ πότε τὸν Κοῦλ, ζυγίζοντας τὴν κατάσταση.
Τελικὰ τὰ εἶπα περιληπτικά, τονίζοντας τὸ ποσὸ εἴμαστε τυχεροὶ ποὺ ἀξιωθήκαμε νὰ δοῦμε αὐτὴ τὴν

61
ὑπέροχη, ὑπόγεια χῶρα, νὰ γνωρίσουμε τόσο καλὰ τοὺς κατοίκους καὶ τὴ Φύση της, νὰ διδαχθοῦμε
τόσα μυστικὰ γιὰ τὸ παρελθὸν καὶ τὴ θέση τοῦ Ἀνθρώπου στὸ σύμπαν. Μίλησα γιὰ τὴν Ἀλέσσα,
τὸ ἄλμουου, τὴν φιλία μας μὲ τὸν Κοῦλ, τὴν ὑπέροχη τεχνολογία ποὺ ἁπλόχερα εἶχαν θέσει στὴ
διάθεσή μας. Ἄριστα ὅλα αὐτά, ὑπέροχες οἱ προοπτικὲς γιὰ τὸ μέλλον, θαυμάσια ἡ ἀγάπη μου μὲ
τὴν Ἀλέσσα, ἀλλά...

«Ἀλλὰ κάτι λείπει. Πιὸ πολὺ τὸ πιάνω διαισθητικά, γι΄ αὐτὸ μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ τὸ μεταδώσω.
Νοιώθω ὅτι δὲν ἀνήκω ἐδῶ, ὅτι δὲν θὰ ἀνήκω ποτέ, ὅτι κι ἂν κάνω. Ὑπάρχουν πολλὲς ὁμοιότητες μὰ
εἴμαστε διαφορετικοί, ἴσως πολὺ διαφορετικοί. Αὐτὸ δικαιολογεῖ καὶ τὴ διακριτικὴ καραντίνα τὴν
ὁποία μᾶς ἔχετε ἐπιβάλλει, καὶ εἰλικρινὰ συμμερίζομαι τοὺς λόγους σας. Αἰσθάνομαι σὰν ἕνα
ἀξιοθέατο, καὶ φοβᾶμαι ὅτι δὲν θὰ γίνω πότε τίποτα περισσότερο.»

«Ἄσε τὶς μάλες!» πετάχτηκε ὁ Λάκης.

«Μάλες λὲς ἐσύ!!» ἀγρίεψα ἐγώ. Ὁ Κοῦλ κοίταζε ἕνα ἠλεκτρονικὸ μαραφέτι ὅπου καταχωροῦσε,
ἐκτὸς τῶν ἄλλων, διάφορες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τοὺς πολιτισμοὺς τῆς Ἐπιφάνειας. «Τὶ θὰ πεῖ
«μάλες» ρὲ παιδιά;» ρώτησε τελικά. «∆ὲν ἔχω ὑπ΄ ὄψιν μου αὐτὴ τὴ λέξη.»

Προσφέρθηκα νὰ ἐξηγήσω. «Ναί, εἶναι μία λέξη ποὺ τὴ χρησιμοποιοῦμε μεταξύ μας, σημαίνει ἁπλὰ
«μαλακ...», ἐεε, εἶναι κάτι σὰν προσβλητικὸς χαρακτηρισμός.»

«Ἀχά, μάλιστα, κατάλαβα, κατάλαβα.» Μᾶς ἔκλεισε τὸ μάτι. «Κύριε Λάκη, ἐσὺ τὶ ἔχεις νὰ πεῖς
σχετικά;»

Ὁ φαφλατὰς καθάρισε τὸν λαιμό του, μοῦ ἔριξε μία ἐχθρικὴ ματιὰ καὶ ἄρχισε: «Αὐτὸς ὁ ἄθλιος
ἔφερνε ἀντιρρήσεις ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ τοῦ ἐξήγησα τὸ σχέδιό μου νὰ εἰσχωρήσουμε στοὺς
ὑπόγειους πολιτισμούς. Εἶναι ἕνας μίζερος, ὅλα τὰ βλέπει μαῦρα, «τραβᾶτε με κι ἂς κλαίω», δηλαδή.
Πρέπει νὰ παραδεχθῶ ὅμως ὅτι μερικὲς φορὲς ἔχει σωστὲς ἰδέες, καὶ χωρὶς αὐτὲς τὶς ἰδέες μᾶλλον δὲν
θὰ εἴχαμε φτάσει ὡς ἐδῶ. ∆ὲν συμφωνῶ βέβαια μαζί του, ἀλλά... νά, ἐδῶ καὶ ἀρκετὸ καιρὸ σᾶς
μελετῶ, Κοῦλ. Ζεῖτε μία ζωὴ πολὺ πιὸ σοφιστικὲ ἀπὸ ὅτι ἐμεῖς ἐκεῖ πάνω. Θὰ γίνω ἴσως πιὸ
κατανοητὸς ἂν τὸ θέσω μὲ μία ἀναλογία. Φαντάσου ἕνα πρωτόγονο ποὺ μαθαίνει τὴ γλώσσα μας
καὶ προσπάθει νὰ ζήσει ἀνάμεσά μας. Τρῶμε καὶ τρώει κι αὐτός. Κάνουμε σέξ, τὸ ἴδιο κι αὐτός.
Χορεύουμε, χορεύει. Τραγουδᾶμε ἢ παίζουμε γροθιές, μέσα κι αὐτός. Καλὰ μέχρι ἐδῶ, ἀλλὰ μία
μέρα βλέπει δύο γνωστοὺς του νὰ παίζουν σκάκι καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὶ κάνουν. Ἢ βλέπει
κάποιον ἄλλο νὰ λύνει ἕνα μαθηματικὸ πρόβλημα καὶ προσπαθεῖ νὰ καταλάβει, ἐνῶ δὲν ἔχει ἰδέα τὶ
εἶναι οἱ ἀριθμοί. Ἀναρωτιέται γιατὶ οἱ γυναῖκες βάφουν τὰ μαλλιά τους, γιατὶ λογοφέρνουν κάποιοι
γιὰ τὸ ἂν τὰ τηγανητὰ συκωτάκια εἶναι προτιμότερο νὰ τὰ σβύνουν μὲ ξύδι ἢ μὲ λεμόνι καὶ γιατὶ
κάποιος ἄλλος λέει ὅτι τὸ ριγὲ πουκάμισο δὲν πάει μὲ καρὼ σακάκι, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὶς
ἀπαντήσεις ποὺ τοῦ δίδονται. Μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε μυριάδες τέτοια παραδείγματα. Ὁ
ὑποθετικὸς φίλος μας ἴσως μὲ τὸν καιρὸ νὰ μάθει ὁρισμένα πράγματα μηχανικά, ἴσως καὶ νὰ
ἐμβαθύνει λιγάκι σὲ ὁρισμένα ἀλλά, ἀλλὰ πότε δὲν θὰ μπορέσει νὰ λειτουργήσει σὰν μέλος τῆς
κοινωνίας ποὺ τὸν φιλοξενεῖ, δὲν θὰ ἀποκτήσει ποτὲ αὐτὸ ποὺ λέμε «κουλτούρα». Ἡ χώρα μου ἔμεινε
τετρακόσια χρόνια κατακτημένη ἀπὸ ἕνα βάρβαρο ἔθνος μὲ πολὺ χαμηλότερο πολιτιστικὸ ἐπίπεδο.
Ἀποτέλεσμα: Πᾶνε διακόσια περίπου χρόνια ποὺ ἀπελευθερωθήκαμε ἀπ΄ αὐτοὺς καὶ μᾶς εἶναι
ἀδύνατο νὰ ἀφομοιώσουμε τὶς ἀξίες τοῦ σύγχρονου Πολιτισμοῦ, νὰ μάθουμε γιὰ παράδειγμα νὰ μὴν
πετᾶμε σκουπίδια στὸν δρόμο. Πολὺ φοβᾶμαι ὅτι ἡ δική μας θέση ἐδῶ εἶναι πολὺ πιὸ ἀπελπιστική.
∆ὲν ἀνήκουμε βλέπεις οὔτε κὰν στὸν ἴδιο Κλάδο. Αὐτά.»

Ἔπεσε μία ἄβολη σιωπή, ἐγὼ κοιτοῦσα τὰ παπούτσια μου καὶ ἔπαιζα νευρικὰ τὰ δάχτυλά μου.
Τελικὰ ὁ Κοῦλ εἶπε: «Κύριε Λάκη, ἀπὸ ὅτι κατάλαβα, συμφωνεῖς ἐντελῶς μὲ τὸν φίλο σου. Πῶς τὸ
λέτε... ἅ, ναί, «συμφωνεῖς καὶ ἐπαυξάνεις». Ὡραῖα, ἂς ποῦμε ὅτι εἶναι ὅπως τὰ λέτε, ἐγὼ τὶ θέλετε
νὰ σᾶς κάνω;»

62
Συνέχιζα νὰ κοιτάω κάτω καὶ νὰ παρακαλῶ ἀπὸ μέσα μου νὰ μὲ βγάλει ὁ Λάκης ἀπὸ τὴ δύσκολη
θέση ἀλλά, ὅταν τελικὰ κατάλαβα ὅτι ἤμουν ἐγὼ αὐτὸς ποὺ θὰ ἔβγαζα τὸ φίδι ἀπὸ τὴν τρύπα,
σηκώθηκα καὶ μίλησα χωρὶς περιστροφές.

«Πρέπει νὰ μᾶς βοηθήσεις νὰ γυρίσουμε στὸν Κόσμο μας.»

«Μὰ νομίζω ὅτι τὰ ἔχουμε πεῖ αὐτά, ἔτσι δὲν εἶναι παιδιά;» Αὐτονόητο τὸ αἴτημά μας, αὐτονόητη
καὶ ἡ ἀπάντησή του, μόνο ποὺ τώρα ἔπρεπε νὰ ξεπεράσουμε τὰ ὅριά μας, ὅλοι μας. Σηκώθηκα καὶ
τὸν ἔπιασα ἀπὸ τὸν ὦμο, κοιτώντας τον στὰ μάτια. Αἰφνιδιάστηκε καὶ τραβήχτηκε λίγο, ἀλλὰ μετὰ
μὲ κοίταξε κι αὐτὸς μὲ μία βαθειὰ κατανόηση ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ μεταδωθεῖ μὲ λέξεις.

«Κοῖτα Κοῦλ,» τοῦ εἶπα μιλώντας μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου, «εἶσαι ὁ μοναδικὸς φίλος ποὺ ἔχουμε
καὶ πρέπει νὰ μᾶς καταλάβεις. Ναί, ἔχεις δίκιο, τὸ θέμα τὸ ἔχουμε συζητήσει καὶ ξέρουμε πὼς ὅσα
μᾶς εἶπες εἶναι ἡ ἀλήθεια. Τότε ὅμως ἦταν γιὰ μᾶς ἁπλὰ θέμα νοσταλγίας, τώρα εἶναι κάτι πολὺ
περισσότερο. Εἴμαστε σίγουροι ὅτι δὲν θὰ κατορθώσουμε ποτὲ νὰ ἀφομοιώσουμε τὸν πολιτισμό σας
ὅσο κι ἂν προσπαθήσουμε. Θὰ μπορέσουμε νὰ μάθουμε χιλιάδες πράγματα κοντά σας ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ
ἴδιοι δὲν θὰ συμμετάσχουμε ποτὲ στὴ μεγάλη περιπέτεια τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους, γιατὶ ὁ δικός μας
στίβος βρίσκεται στὴν Ἐπιφάνεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰρωνεία τῆς θέσης μας, βρεθήκαμε ἐδῶ ἐπειδὴ δὲν
ἀρκούμαστε στὸν ρόλο τοῦ παθητικοῦ θεατῆ στὸν ὁποῖο μας εἶχε καταδικάσει ἡ μίζερη ἑλληνικὴ
πραγματικότητα καὶ τώρα θὰ πρέπει νὰ περάσουμε τὴν ὑπόλοιπή μας ζωὴ σὰν ἐπαρχιῶτες τουρίστες
ποὺ θαυμάζουν ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν αὐτὰ ποὺ βλέπουν. ∆ὲν θὰ τὸ ἀντέξουμε, πρέπει
ὁπωσδήποτε νὰ γυρίσουμε στὸν Κόσμο μας, ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει γιὰ μᾶς πεδίο δράσης. Θὰ μᾶς
βοηθήσεις;»

Φάνηκε νὰ τὸ σκέπτεται γιὰ λίγο, γεγονὸς ποὺ μοῦ φάνηκε καλὸ σημάδι, κι ἔπειτα ἄρχισε νὰ μιλᾶ
μὲ φιλικὸ τόνο, περιγράφοντας ξανὰ τὶς ἀνυπέρβλητες δυσκολίες ἑνὸς τέτοιου ἐγχειρήματος. Τὸν
ἄκουγα μὲ σκυμμένο κεφάλι, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ κατέληγε σὲ κάποιου εἴδους λύση, καὶ δὲν ἔπεσα ἔξω.

«Θὰ μποροῦσα νὰ ἐπιχειρήσω νὰ σᾶς μεταφέρω μυστικὰ στὴν Ἐπιφάνεια, μὲ τὴν προϋποθεση ὅτι θὰ
ἔπρεπε νὰ σβηστοῦν πρῶτα ὅλες σας οἱ ἀναμνήσεις σχετικὰ μὲ αὐτὰ ποὺ ζήσατε ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ
πατήσατε τὸ πόδι σας στὴν πύλη, καὶ νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ ψευδοαναμνήσεις, τέτοιες ποὺ νὰ σᾶς
ἀποτρέψουν μία καὶ καλὴ ἀπὸ κάποια μελλοντικὴ ἀπόπειρα νὰ εἰσχωρήσετε ἐδῶ. Τὶ λέτε;»

«Ἅ, ὄχι, ὄχι!» πετάχτηκε ὁ Λάκης, ἀπηχώντας ἀπόλυτα καὶ τὰ δικά μου αἰσθήματα. «Αὐτὸ ποτέ!
Καλύτερα νὰ πεθάνω παρὰ νὰ μοῦ πάρετε αὐτὸ τὸ τόσο μοναδικὸ κομμάτι τῆς ζωῆς μου καὶ νὰ
βάλετε στὴ θέση του μπάζα. Κυριολεκτῶ, καλύτερα νὰ μὲ σκοτώσετε, τελεία καὶ παύλα.»

«Μάλιστα, μάλιστα... Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, δὲν περίμενα διαφορετικὴ ἀπάντηση ἀπὸ σᾶς. Αὐτὸ ποὺ
ἀντιλαμβάνομαι εἶναι ὅτι ζητᾶτε αὐτὸ ποὺ ζητᾶ ὁποιοδήποτε ὂν στὸ γνωστὸ σύμπαν, τὸ δίπορτο. Καί,
ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, θέλετε ἐπιπλέον νὰ ἀποφύγετε καὶ τὶς θυσίες. Ἂν
ὑποθέσουμε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ βρεθεῖ τρόπος νὰ μεταφερθεῖτε ἀσφαλεῖς πίσω, στὸν Κόσμο σας,
διατηρώντας καὶ ὅλες σας τὶς ἀναμνήσεις, θὰ ἤσασταν διατεθειμένοι νὰ πληρώσετε τὸ ἐλάχιστο
δυνατὸ τίμημα, τὸ νὰ μὴν μπορέσετε ποτὲ ξανὰ νὰ ἐπιστρέψετε ἐδῶ;»

Ἦταν ὁλοφάνερο ὅτι τὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν εἶχε τεθεῖ ἀκαδημαϊκά. Ἔστω κι ἂν τὸ ὕφος μὲ τὸ ὁποῖο
εἶχε διατυπωθεῖ ἦταν ἀνέμελο, ἔπιασα ἀμέσως τὴν ἐλάχιστα συγκαλυμμένη πρόκληση ποὺ περιεῖχε.
«Ποτὲ πιά», ποιὸς μποροῦσε νὰ πάρει μία τέτοια ἀπόφαση; Κι ὡστόσο, κάποιος θὰ ἔπρεπε νὰ
σηκώσει τὸ βάρος αὐτοῦ τοῦ διλήματος, καὶ καταλάβαινα ὅτι αὐτὸς ὁ κάποιος θὰ ἤμουν καὶ πάλι
ἐγώ. Προσπαθώντας νὰ μὴν τὸ σκέπτομαι, σὰν νὰ κατέβαζα μονορούφι ἕνα μπουκάλι μουρουνέλαιο,
ὕψωσα τὴ φωνή μου καὶ ἀπάντησα καταφατικά. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἔφτανε γιὰ τὸν Κοῦλ.

«Καὶ οἱ κοπέλες σας; Σᾶς ἀγαποῦν, καὶ νομίζω ὅτι τὶς ἀγαπᾶτε κι ἐσεῖς.» Πανάθεμά σε,
βασανιστῆ...

63
«Νομίζω ὅτι θὰ καταλάβουν», ἀποκρίθηκα μὲ φωνὴ οὐδέτερη, καὶ ἦταν σὰν νὰ χρησιμοποιοῦσε τὸ
στόμα μου κάποιος ἄλλος.

«Καὶ οἱ ἀποκαλύψεις ποὺ ὀνειρευτήκατε; Οἱ γνώσεις καὶ οἱ ἐμπειρίες ποὺ σᾶς περιμένουν ἐδῶ;»
Ἔκλεισα σφιχτὰ τὰ μάτια μου καὶ πίεσα τὰ χέρια μου στὰ αὐτιά μου γιὰ νὰ μὴν ἀκούω. Σκᾶσε
πιά, σκᾶσε! Ἀξιοπρέπεια, λιγάκι ἀξιοπρέπεια, δὲν ἔπρεπε νὰ τσακίσω. Ἤμουν κύριος τοῦ ἑαυτοῦ μου,
γιὰ λίγο ἀκόμα, καὶ ἐφόσον ἤθελε προκλήσεις θὰ τὸν ἀντιμετώπιζα στὰ ἴσια.

«Ἀποκαλύψεις ποὺ δὲν τὶς κατανοοῦμε», ἀποκρίθηκα. «Ἐμπειρίες ποὺ θὰ μᾶς φέρουν στὰ πρόθυρα
τῆς τρέλλας, νὰ τὶ θέλουμε νὰ ἀφήσουμε πίσω μας. Ἂν μείνουμε, μᾶς βλέπω σύντομα νὰ
κλειδωνόμαστε στὰ σπίτια μας, συντροφιὰ μὲ ὁτιδήποτε ἐνθύμιο ἔχουμε ἀπὸ τὴν Πατρίδα, καὶ νὰ
ἀρνούμαστε νὰ βγοῦμε ἀπὸ ἐκεῖ. ∆ὲν θὰ ὡριμάσουμε ποτέ μας ἐδῶ, θὰ μείνουμε γιὰ πάντα δυὸ
ἡμιμαθῆ χαζοχαρούμενα. Ναί, θὰ πληρώσουμε τὸ τίμημα ποὺ μᾶς ζήτησες, τὸ τίμημα γιὰ τὸ ὅτι
διαβήκαμε ἀπαγορευμένες θύρες. Ἕνα κομμάτι τῆς καρδιάς μας θὰ μείνει γιὰ πάντα ἐδῶ, ἀλλὰ θὰ
πάρουμε σὰν ἀντάλλαγμα τὴν ἀνάμνησή σας, τὴ δική σου, τῆς Ἀλέσσα...» ∆ὲν μπόρεσα νὰ
συνεχίσω γιατὶ τὰ μάτια μου γέμισαν δάκρυα καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω σὰ χαζό. Ἔριξα μία πλάγια
ματιὰ στὸ Λάκη, ἦταν κάτωχρος καὶ μοῦ φάνηκε ὅτι ἔτρεμε.

«Καλῶς. Εἴσαστε ἕτοιμοι λοιπόν;»

«Τὶ ἐννοεῖς «ἕτοιμοι»; ∆ὲν πιστεύω νὰ μιλᾶς γιὰ τώρα;» πετάχτηκε ὁ Λάκης ποὺ ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ
τοῦ νὰ ἔχει καταλήξει στὸ τὶ ἀκριβῶς θέλει.

«Ἢ τώρα ἢ ποτέ, κύριοι. Ξαναρωτῶ, εἶστε ἕτοιμοι;»

Ὁ φίλος μου πῆγε νὰ διαμαρτυρηθεῖ ἀλλὰ τοῦ ἔκλεισα τὸ στόμα μὲ τὴν παλάμη μου. Παρόλο τὸ
σοβαρὸ ὕφος τοῦ Κοῦλ ἤμουν σίγουρος ὅτι ἁπλῶς μᾶς δοκίμαζε καὶ ἤμουν ἀποφασισμένος νὰ τοῦ δείξω
πὼς ὅ,τι εἶχα πεῖ τὸ ἐννοοῦσα. Προσπάθησα νὰ μιλήσω μὲ πειστικὸ τόνο.

«Ποτὲ δὲν θὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀφήσουμε αὐτὸν τὸν ὑπέροχο τόπο, ἀλλὰ κάποτε πρέπει νὰ τὸ
κάνουμε. Πρᾶξε ὅπως νομίζεις.» Ὁ Λάκης ὅμως ποὺ τὸν εἶχε πνίξει ἡ ἀγωνία δὲν εἶχε ὄρεξη γιὰ
μπλόφες. Τράβηξε τὸ χέρι μου ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ ρώτησε ξέπνοα ἂν ὑπῆρχε κάποιο μηχάνημα ποὺ
θὰ μᾶς τηλεμετέφερε στὴν Ἐπιφάνεια.

«Ὄχι, ἢ μᾶλλον ναί.» ἦρθε ἡ αἰνιγματικὴ ἀπάντηση. «Μιλῶ γιὰ ἕνα μηχάνημα ποὺ τὸ κουβαλᾶμε
ὅλοι στὸ κεφάλι μας, τὸν ἐγκέφαλο. Εἶναι ἕνα ἐξαιρετικᾶ ἀποτελεσματικὸ μηχάνημα ἀλλὰ ἐλάχιστοι
ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο εἶδος μαθαίνουν νὰ τὸ χρησιμοποιοῦν, ἔστω καὶ σὲ κάποιο μικρὸ βαθμό.»

Ἐγὼ εἶχα ἀρχίσει νὰ πειράζομαι ἀπὸ τὴν τροπὴ ποὺ εἶχε πάρει ἡ κουβέντα. Ἐπέμενα νὰ πιστεύω ὅτι
ὁ Ἐκουαραλεμάνεν ἔπαιζε μαζί μας ἐνῶ μᾶς ἔδινε ἐλπίδες ὅτι θὰ ἔβρισκε κάποιο τρόπο νὰ μᾶς γυρίσει
πίσω. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, οὔτε ἐγὼ ἔνοιωθα καμμία βιασύνη νὰ ἀφήσω αὐτὸ τὸ ὀνειρεμένο μέρος,
ἴσως ἀργότερα, σὲ κάνα-δυὸ χρόνια, ἀλλὰ ὄχι ἀμέσως. Ἄρχισα λοιπὸν νὰ μπαίνω στὸν Κοῦλ,
ἀποφασισμένος νὰ τοῦ δώσω νὰ καταλάβει ὅτι δὲν εἴμαστε δὰ τίποτα παιδαρέλια, ἂν βέβαια
ἑξαιρέσουμε τὸν Λάκη. Αὐτὸς ἀνταποκρίθηκε, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ διάλογός μας νὰ πάρει τὴ μορφὴ
μονομαχίας.

«Θὰ ἔλεγα ὅτι χρειάζετε κάτι περισσότερο ἀπὸ κοφτερὸ μυαλὸ γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ γυρίσουμε στὰ
σπίτια μας σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς» εἶπα. «Πρέπει νὰ ἑτοιμάσουμε ἕνα σχέδιο καὶ νὰ βροῦμε καὶ μία
ἔξοδο, ἔτσι δὲν εἶναι;»

«Τίποτα ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶναι ἀπαραίτητο.»

«Θέλεις νὰ πεῖς ὅτι θὰ τηλεμεταφερθοῦμε μὲ κάποιο εἶδος αὐτοσυγκέντρωσης;»

64
«Θὰ μπορούσαμε ἴσως, πάντως οὔτε κι αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο.»

«Τότε;» Ἡ συζήτηση εἶχε φτάσει σὲ ἀδιέξοδο κι ἐγὼ εἶχα ἐκνευριστεῖ ἀρκετά. Ὁ συνομιλητής μου μὲ
χάζεψε γιὰ λίγο χαμογελώντας καὶ ἔπειτα τὸν εἶδα νὰ σοβαρεύεται.

«Ὅπως ἔχουν πεῖ καὶ πολλοὶ ἄλλοι πρὶν ἀπὸ μένα, τὸ σύμπαν εἶναι πιὸ παράξενο ἀπὸ ὅτι μπορεῖ νὰ
κατανοήσει ὁποιοσδήποτε νοῦς. Ἕνα πράγμα ἔχουμε μάθει πάντως, κι αὐτὸ εἶναι πὼς τὰ πάντα εἶναι
σχετικά. Θέλετε νὰ φύγετε ἀπὸ ἐδῶ καὶ νὰ γυρίσετε ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἤρθατε, ἐντάξει; Ὡραῖα, ἂς
ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸ «ἐδῶ». Πῶς τὸ ἀντιλαμβάνεστε;»

Ἄφησα νὰ περάσει λίγος χρόνος πρὶν τοῦ δώσω ἀπάντηση, προσπαθώντας νὰ καταλάβω ποὺ τὸ
πήγαινε, τὶ εἴδους παιχνίδι μᾶς ἔπαιζε, ἀλλὰ ἀπέτυχα κι ἀποφάσισα νὰ τὸ παίξω ἐπιφυλακτικός.
«Βρισκόμαστε κάμποσα χιλιόμετρα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς Γῆς, στὴν ὑπόγεια χῶρα τῶν
Ἐκουαραλεμάνεν...» Τὸν εἶδα ποὺ μὲ κοιτοῦσε περιπαικτικὰ καὶ ἔνοιωσα νὰ χάνω τὴν ψυχραιμία μου.
«Λοιπόν;» ρώτησα.

«Γιατὶ νὰ ἀρκεστοῦμε σὲ μία μόνο ἐκδοχή; Μπορεῖ νὰ βρισκόσαστε σὲ μία κατοικημένη περιοχὴ στὸ
ἐσωτερικὸ τῆς Γῆς, ἢ νὰ ζεῖτε μία φαντασίωσή σας. Πιστεύω ὅτι ἡ σχετικότητα τοῦ σύμπαντος μᾶς
ἐπιτρέπει καὶ αὐτὴ τὴν ἐκδοχή.»

«Αὐτὰ εἶναι ἀμπελοφιλοσοφίες» διαμαρτυρήθηκα. «Ἐντάξει, μπορεῖ ὅλα γύρω μου νὰ εἶναι
ὑποκειμενικά, ἐγώ, ἐσύ, τὸ σύμπαν ὁλόκληρο. ∆ὲν μᾶς βγάζουν πουθενὰ τέτοιες παραδοχές. Τὸ
ἁπλούστερο εἶναι νὰ τὰ δεχτοῦμε ὅλα σὰν ἀληθινά, τὸ «ξυράφι τοῦ Ὄκαμ»...»

«Τὸ περίφημο «ξυράφι τοῦ Ὄκαμ», ἔτσι; Ἅ, προσέξτε τὰ δάχτυλά σας, τὸ «ξυράφι» αὐτὸ εἶναι πολὺ
κοφτερό... Ὥστε θεωρεῖτε ἁπλούστερο τὸ νὰ δεχτεῖτε ὅτι βρίσκεστε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Γῆς, σὲ μία
μυθικὴ χῶρα κατοικημένη ἀπὸ σοφοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι; Μὰ ὑπάρχει ὄντως τέτοιο μέρος;»

«Ἐσὺ τὶ λές;» τοῦ πέταξα μὲ ὁλοφάνερη εἰρωνία. Τὸ χαμόγελό του ἔγινε ἀκόμη πιὸ σαρδόνειο.

«Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ποιὸς ἢ τὶ εἶμαι ἐγώ.» Εἶδε τὴν τσατίλα μου καὶ γέλασε καλόκαρδα. «Καλά, θὰ
σᾶς ἐξηγήσω τὶ θέλω νὰ πῶ. Ἐδῶ καὶ κάμποσους μῆνες ζεῖτε μία ἀπίστευτη περιπέτεια, σὲ μία
παραμυθένια, γιὰ σᾶς, χῶρα. Προσέξτε τὰ ἐπίθετα «ἀπίστευτη», «παραμυθένια», «φανταστική». Τὶ
γίνεται ἂν τὰ ἐπίθετα αὐτὰ εἶναι κυριολεκτικά; Ἐνάντια σὲ μία τέτοια ἐκδοχὴ ἔχετε ἁπλὰ καὶ μόνο
τὶς αἰσθήσεις σας, εἶστε ὅμως καὶ οἱ δυὸ ἀρκετὰ ἔξυπνοι καὶ μορφωμένοι ὥστε νὰ γνωρίζετε ὅτι οἱ
αἰσθήσεις μας δὲν εἶναι ἀλάνθαστες, κάθε ἄλλο...

«∆ὲν τὸ βλέπω ἔτσι» φώναξε ὁ Λάκης, ποὺ εἶχε ζωντανέψει ὅταν συνειδητοποίησε ὅτι ἐπρόκειτο
ἁπλῶς γιὰ μία ἀθώα συζήτηση φιλοσοφικοῦ περιεχόμενου. «Πρὶν ξεκινήσουμε τὴν ἀναζήτησή μας
πιστεύαμε ὅτι ἕνα μέρος σὰν κι αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπάρχει. Εἴχαμε στηριχτεῖ σὲ μελέτες, σὲ ἔρευνες
ἄλλων...»

«Ἀχά! Πιστεύατε ὅτι ἕνα μέρος σὰν κι αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπάρχει. ∆ηλαδὴ τὸ εἴχατε ἤδη πλάσει μὲ τὴ
φαντασία σας».

«Σταμάτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις, Κοῦλ,» τὸν ἔκοψα ἐκνευρισμένος.

«ΟΚ, ἃς πιάσουμε τὴν κουβέντα ἀνάποδα. Εἴχατε δεχτεῖ λοιπὸν ὅτι ἡ Γῆ εἶναι κούφια καὶ ὅτι τὸ
ἐσωτερικό της κατοικεῖται. Βαθιὰ μέσα σας ὅμως ἀμφιβάλλατε. Καὶ εἶμαι σίγουρος γι΄ αὐτό, γιὰ
τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ὁ Πλανήτης δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ εἶναι κούφιος, ἀφοῦ ὑπάρχουν χίλιοι
λόγοι ποὺ ἀντικρούουν αὐτὴ τὴν θεωρία. Πόσες καὶ πόσες ἰδιωτικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ κρατικὰ
ἱδρύματα δὲν κάνουν ἐκτεταμένες ἔρευνες χρησιμοποιώντας ἠχητικὰ κύματα ποὺ μποροῦν νὰ
ἐντοπίσουν μὲ ἀκρίβεια ποσότητες συγκεκριμένων ὀρυκτῶν, βαθιὰ μέσα στὸ ἔδαφος; Καὶ πόσα
σεισμολογικὰ ἰνστιτοῦτα δὲν παρακολουθοῦν ἄγρυπνα καὶ τὸ παραμικρότερο τρέμουλο τοῦ γήινου

65
φλοιοῦ, ἐντοπίζοντας μικροσεισμοὺς ἀκόμη καὶ στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς Γῆς; Καὶ τὰ στρατιωτικὰ
ἱδρύματα ποὺ μποροῦν καὶ ἐντοπίζουν μὲ ἀκρίβεια κάθε πυρηνικὴ δοκιμή, ὑπέργεια ἢ ὑπόγεια,
ὑπολογίζοντας μὲ πολὺ μεγάλη ἀκρίβεια τὸ ἐπίκεντρο καὶ τὴ δύναμη τῆς ἔκρηξης; Ὅλοι αὐτοὶ
βασίζονται στὸ ἴδιο μοντέλο, τὸ ὅτι ἡ Γῆ εἶναι ἀπόλυτα συμπαγής, μὲ στέρεο φλοιὸ καὶ ρευστὸ
πυρήνα. Ὅλες οἱ ἐπίσημες θεωρίες ποὺ ἔχετε λαμβάνουν σὰν ἀναντίρρητο δεδομένο τὸ ὅτι ὁ
Πλανήτης ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕνα λίθινο μανδύα κι ἕνα ρευστό, μεταλλικὸ πυρήνα. Ἄντε καὶ μερικὲς
μεγάλες σπηλιές, τὸ πολύ-πολύ.»

Καὶ ἐγὼ καὶ ὁ Λάκης ἀνοίξαμε τὸ στόμα μας γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε ἀλλὰ αὐτὸς μᾶς ἔκοψε μὲ ἕνα
νεῦμα.

«Ξέρω, θὰ ἐπικαλεστεῖτε τὶς διάφορες «μυστικὲς παραδόσεις» ποὺ ἀναφέρουν ὅτι ὑπάρχει ἕνας
κατοικημένος ὑπόγειος Κόσμος, ἀλλὰ πρέπει νὰ παραδεχθεῖτε ὅτι οἱ παραδόσεις αὐτές, ἂν καὶ
συναρπαστικές, δὲν εἶναι οὔτε πειστικὲς οὔτε συγκεκριμένες. Ἀπόδειξη τούτου εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι
κανένας ἄνθρωπος δὲν ἐντόπισε ποτὲ κάποιο ἄνοιγμα γιὰ αὐτὸν τὸν περίφημο ἐσωτερικὸ Κόσμο.»

«Ἐμεῖς τὸ βρήκαμε», πετάχτηκε ὁ Λάκης. «Ἀλλὰ πέρα ἀπὸ αὐτό, ὑπάρχουν πολλὲς μαρτυρίες γιὰ
περιπλανήσεις σὲ γιγάντια, κατοικημένα σπήλαια, καθὼς καὶ γιὰ ὄντα τὰ ὁποῖα ἔχουν θεαθεῖ νὰ
μπαινοβγαίνουν σὲ αὐτά...»

«Τὸ ξέρω, παιδιά μου. Ἀλλὰ οἱ μαρτυρίες αὐτὲς δὲν συμφωνοῦν μεταξύ τους. Πρῶτα-πρῶτα κανεὶς
δὲν ἀπέκλεισε τὸ νὰ ὑπάρχουν μεγάλα σπήλαια, ἀλλά, ἄλλο αὐτὸ κι ἄλλο τὸ νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ἡ
Γῆ εἶναι κούφια στὸ σύνολό της. Μαρτυρίες ὑπάρχουν καὶ γιὰ πνεύματα, γιὰ ἀνθρωποειδῆ θαλάσσια
ὄντα, γιὰ ἐξωγήινους, γιὰ ξωτικά, γιὰ ἐπισκέπτες ἀπὸ τὸν Χρόνο ἢ ἀπὸ ἄλλες διαστάσεις, ὁ
κατάλογος εἶναι ἀτελείωτος. Ἀλλοίμονο ἂν δεχόσαστε ἄκριτα τὴν πρώτη ἁπλοϊκὴ ἐξήγηση ποὺ σᾶς
ἔρχεται στὸ νοῦ.»

«Ἂς ἀφήσουμε τὸ ἀναντίρρητο γεγονὸς ὅτι, ἐμεῖς τουλάχιστον, ἀποδείξαμε τὴν ἀλήθεια τῆς θεωρίας
μας...» ἄρχισα νὰ λέω, μὰ ὁ Κοῦλ μὲ ξανάκοψε.

«Ἀναντίρρητο; ∆ὲν ἀποδείξατε τίποτα. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἐπιφάνειας εἶστε ἐξαφανισμένοι,
πιθανῶς σκοτωμένοι. Καὶ ἂν ἀκόμα ἐπιστρέφατε θὰ ἤσασταν ἁπλῶς δύο τρελλοὶ ἢ δύο παραμυθᾶδες
καὶ τίποτα περισσότερο.»

«Θὰ μᾶς ἀρκοῦσε ποὺ θὰ ξέραμε ἐμεῖς τὴν ἀλήθεια», φώναξα ἔξω φρενῶν.

«Τὴν ἀλήθεια; Πόσος χρόνος θὰ περνοῦσε πρὶν ἀρχίσετε νὰ ἀμφιβάλλετε κι ἐσεῖς οἱ ἴδιοι; Ὅλοι θὰ
σᾶς ἔλεγαν ὅτι τὰ ζήσατε στὴ φαντασία σας, ὅτι ἦταν ἁπλῶς μία ὁμαδικὴ παραίσθηση, καὶ δὲν θὰ
μπορούσατε νὰ τοὺς ἀντικρούσετε. Οἱ πύλες θὰ ἦταν πλέον κλειστὲς καὶ δὲν θὰ εἴχατε στὰ χέρια σας
καμμία ἁπτὴ ἀπόδειξη. Ἂν ἐπιμένατε νὰ πιστεύετε τὴν ἱστορία σας στὸ τέλος θὰ τρελλαινόσασταν.»

«Θέλεις νὰ πεῖς ὅτι δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀφήσετε νὰ γυρίσουμε πίσω;» ρώτησε ὁ Λάκης.

«Θέλω νὰ πῶ ἁπλῶς ὅτι δὲν ἀρκεῖ μία ἀνάμνηση γιὰ νὰ στοιχειοθετήσει τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ὁλοκλήρου
Κόσμου. Μὲ λίγα λόγια ἡ μαρτύρια σας δὲν εἶναι ἀρκετή, οὔτε γιὰ σᾶς τοὺς ἴδιους».

«Μὰ αὐτὸ ποὺ ζοῦμε, φίλε μας, δὲν εἶναι κάποια ἀπίθανη κατάσταση. Ἀντίθετα στηρίζεται καὶ σὲ
πάρα πολλὲς μαρτυρίες τρίτων.» Προσπάθησα νὰ ἀκουστῶ σίγουρος γιὰ τὸν ἑαυτό μου, εἶναι ἀλήθεια
ὅμως ὅτι ἔνοιωθα τὸ σαράκι τῆς ἀμφιβολίας νὰ ροκανίζει τὴ βεβαιότητά μου, κι αὐτὸ μὲ ἐκνεύριζε
ἀφάνταστα.

«Ἀσύνδετες καὶ ἀτεκμηρίωτες μαρτυρίες, ὅμως. Ἀλλὰ τὸ θέμα δὲν εἶναι ἐκεῖ. Τὸ θέμα εἶναι στὸ τὶ
μπορεῖ νὰ σημαίνουν οἱ μαρτυρίες αὐτές. Τὶ ἀξία μπορεῖ νὰ ἔχουν ἂν δεχτοῦμε, γιὰ παράδειγμα, ὅτι ὁ
Χῶρος ἔχει δέκα κι ὄχι τρεῖς διαστάσεις; Τὶ νόημα ἔχει πλέον νὰ μιλᾶμε γιὰ κούφιο ἢ συμπαγῆ

66
Πλανήτη; Ἂν πᾶμε παραπέρα καὶ δεχτοῦμε ὅτι ἡ πραγματικότητα ποὺ καταγράφουν οἱ αἰσθήσεις
μας δὲν εἶναι παρὰ μία σκιὰ μίας πολὺ βαθύτερης πραγματικότητας, ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀσύλληπτη
γιὰ τὰ μυαλουδάκια μας; Καὶ τὶ γίνεται ἂν δεχτοῦμε ὅτι δὲν ὑπάρχει καθόλου «πραγματικότητα»,
ὅπως κι ἂν προσπαθήσουμε νὰ τὴν ὁρίσουμε; Τὶ νόημα ἔχουν τότε οἱ λέξεις «κούφιος», «πλανήτης»,
«ἐσωτερικό» ἢ «ἐξωτερικό»; Καὶ τὶ νόημα ἔχει ἡ λέξη «εἶναι»; Μὴ μὲ κατηγορήσετε ὅτι ἀκροβατῶ,
θυμηθεῖτε τὰ συμπεράσματα στὰ ὁποῖα κατέληξαν οἱ Φυσικοί σας ἐπιστήμονες, αὐτοὶ ποὺ
θεμελίωσαν τὴ νεώτερη Φυσική. Θυμηθεῖτε τὸν Σράιντιγκερ καὶ τὸν Χάιζενμπεργκ. Ἀλλὰ κι αὐτὲς
οἱ ἀγαπημένες σας ἱστορίες γιὰ μυστηριώδη ὄντα ποὺ μπαινοβγαίνουν σὲ ἀνύπαρκτα ἀνοίγματα
μήπως τελικὰ εἶναι μία ἀκόμα ἀπόδειξη τοῦ ὅτι τὰ πράγματα δὲν εἶναι ὅπως φαίνονται;»

«Ἀχά, τὰ ξέρω αὐτὰ τὰ ψευτοεπιχειρήματα» κάγχασε ὁ Λάκης. «Τὰ χρησιμοποιοῦν οἱ μυημένοι γιὰ
νὰ μᾶς ἀποπροσανατολίσουν καὶ νὰ μὴ βροῦμε ποτὲ τοὺς ὑπόγειους Κόσμους...» Ἐγὼ ὅμως δὲν εἶχα
πλέον καμμία διάθεση γιὰ ἐπιχειρηματολογία. Ἐνάντια στὴ θέλησή μου, διαπίστωνα ὅτι ὁ Κοῦλ εἶχε
δίκιο. Μία ἀποτρόπαιη ἀποκάλυψη εἶχε ἀρχίσει νὰ συντελεῖται στὴν ψυχή μου καὶ τὸ σὸκ μὲ εἶχε
παγώσει, ἔτσι προσπάθησα νὰ σταματήσω νὰ σκέπτομαι τὶς συνέπειες τῶν ὅσων συζητούσαμε.
Ἔκανα νὰ βγάλω τὴν φωτογραφία τῆς ὄμορφης, γλυκειᾶς μου Ἀλέσσα ἀλλὰ τότε θυμήθηκα ὅτι δὲν
εἶχα πότε μου σκεφτεῖ νὰ τῆς ζητήσω μία.

«Ἅ, βέβαια, ἔχουμε καὶ τοὺς περίφημους «μυημένους»! Καὶ πόσοι εἶναι αὐτοί, κύριε Λάκη; Σίγουρα
κάμποσες ἑκατοντάδες χιλιάδες, μιλώντας γιὰ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται ἐν ζωῇ, βέβαια. Ἂν
ὑπολογίσουμε καὶ τοὺς μακαρίτες φτάνουμε στὰ ἑκατομμύρια. Βάλε καὶ τοὺς φίλους, τοὺς ἀδελφούς,
τὶς ἢ τοὺς συζύγους τους, βάλε καὶ τὶς ἐρωμένες τους. Ἔ, δὲν εἶναι περίεργο ποὺ τὸ περίφημο μυστικὸ
δὲν διέρρευσε ποτέ;»

«Καὶ βέβαια διέρρευσε. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς μίλησαν...»

«Μάλιστα, κύριε Λάκη, μίλησαν, ἀλλὰ χωρὶς ἀποδείξεις! Κανείς τους δὲν πῆρε μερικοὺς
δημοσιογράφους νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἀνοίγματα. Ἀφῆστε, παιδιά, δὲν εἶναι
ἐπιχειρήματα αὐτά. Λὲς καὶ λείπει ἡ μούρλα ἀπὸ τὴν κοινωνία σας. Ἔτσι κι ἀλλοιῶς θὰ βρίσκονταν
κάποιοι βαρεμένοι νὰ ἰσχυριστοῦν ὅτι μποροῦν νὰ ἀποκαλύψουν τὴν ἄλφα ἢ τὴ βήτα συνωμοσία, ἔτσι
δὲν εἶναι; Τὸ γεγονὸς παραμένει ὅτι, ἂν καὶ ἔχουμε χιλιάδες ἱστορίες γιὰ σημεῖα καὶ τέρατα, κανεὶς
ἀπὸ τοὺς ὑποτιθέμενους μυημένους δὲν ἀποκάλυψε κανένα ἀτράνταχτο στοιχεῖο στὸ κοινό.»

Ὁ Λάκης εἶχε ἀνάψει γιὰ τὰ καλὰ καὶ δὲν ἤθελε μὲ τίποτα νὰ παραδεχτεῖ τέτοιους συλλογισμούς.
Πῆρε ὕφος εἰσαγγελέα, σηκώθηκε ὄρθιος καὶ ρώτησε χρωματίζοντας θεατρινίστικα τὴ φωνή του:
«Χιλιάδες ἄνθρωποι ἔχουν μιλήσει γιὰ κάποιους ὑπόγειους πολιτισμούς, γιὰ παράξενα, λογικὰ ἢ μή,
ὄντα ποὺ μπαινοβγαίνουν σὲ ἀνοίγματα φρουρούμενα ἀπὸ τὰ μέλη μυστικῶν ὀργανώσεων ποὺ θέλουν
νὰ μονοπωλήσουν τὰ ὀφέλη ποὺ συνεπάγεται αὐτὴ ἡ γνώση. Πολλοὶ γεωλόγοι καὶ ἀστρονόμοι ἔχουν
ἐκπονήσει θεωρίες γιὰ τὸ ὅτι οἱ περισσότεροι, ἂν ὄχι ὅλοι, οἱ πετρώδεις πλανῆτες πρέπει νὰ ἔχουν
σχῆμα λουκουμά, νὰ εἶναι δηλαδὴ κούφιοι. Ἐγὼ κι ὁ φίλος μου, προσπαθώντας νὰ περάσουμε ἀπὸ τὴ
θεωρία στὴν πράξη, διαβάσαμε κάμποσα βιβλία καὶ καταλήξαμε στὸ συμπέρασμα ὅτι στὸ
συγκεκριμένο μοναστήρι βρισκόταν ἕνα τέτοιο κρυφὸ ἄνοιγμα, καὶ ὅτι φύλακάς του δὲν θὰ μποροῦσε
νὰ εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν ἐφημέριο τῆς ἐκκλησίας ποὺ «συμπτωματικά» ἦταν χτισμένη πάνω ἀπὸ ἕνα
σπήλαιο ὅπου οἱ Ἀρχαῖοι τιμοῦσαν χθόνιες θεότητες. Ἐκβιάζουμε λοιπὸν τὸν παπά, ἀναγκάζεται νὰ
μᾶς ἀποκαλύψει τὸ ἄνοιγμα, ἀπ' ὅπου καὶ διεισδύουμε μέχρι τὴ χώρα σας. Καὶ ἐσὺ προσπαθεῖς νὰ
μᾶς ἀποδείξεις ὅτι δὲν ἔχουμε λέει ἀποδείξεις. Ἒ ὄχι!»

«Παραμένει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Πλανήτης δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κούφιος. Ἂν ἦταν, τὸ γεγονὸς θὰ εἶχε
ἀναπόφευκτα ἀποκαλυφθεῖ πρὸ πολλοῦ. Οἱ μαρτυρίες ποὺ μιλοῦν γιὰ «ὑπόγειους πολιτισμούς» εἶναι,
στὴν μεγάλη τους πλειοψηφία, παραμυθάκια ἢ παρανοήσεις. Οἱ ὑπόλοιπες σχετίζονται μὲ
καταστάσεις πολὺ πιὸ περίπλοκες ἀπὸ τὴν ἁπλὴ γενίκευση ὅτι ἡ Γῆ εἶναι κούφια.»

«Τότε πὼς ἐξηγεῖς τὸ ὅτι ἐμεῖς βρισκόμαστε τώρα ἐδῶ καὶ μιλᾶμε μαζί σου;» ρώτησα κουρασμένα,
ἂν καὶ μάντευα τὴν ἀπάντηση.

67
«Εἴτε οἱ μετρήσεις καὶ τὰ συμπεράσματα τῶν συμπατριωτῶν σας εἶναι ἐντελῶς λανθασμένα,
πράγμα μᾶλλον ἀπίθανο ἂν ἀναλογιστεῖτε τὸ τεράστιο ἐνδιαφέρον τῶν κρατῶν γιὰ τὸ ὑπέδαφος ἀλλὰ
καὶ τὴν εὔκολη τεχνολογία ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν πιστοποίηση τῆς σύστασης τοῦ φλοιοῦ...»

«Εἴτε;» ρώτησε ὅλο ἀγωνία ὁ Λάκης.

«Εἴτε πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι ὑπάρχει μία παγκόσμια συγκάλυψη, κάτι ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ
συμβαίνει λόγῳ τοῦ τεραστίου ἀριθμοῦ ἀνθρώπων ποὺ θὰ εἶχαν πρόσβαση στὸ μυστικό, τυχαῖα ἢ
μέσα στὰ πλαίσια τῶν ἁρμοδιοτήτων τους.»

«Ὁπότε ποῦ καταλήγουμε;» ξαναρώτησε ὁ φίλος μου ποὺ εἶχε ἀρχίσει κι αὐτὸς νὰ καταλαβαίνει ὅτι ἡ
συζήτηση ὁδηγοῦταν σὲ κάποιο κρίσιμο συμπέρασμα.

«Ὁπότε εἶναι ἡ σειρά μου νὰ θέσω κι ἐγὼ μία ἐρώτηση.» Ὁ Κοῦλ μᾶς κοίταξε γιὰ λίγο σιωπηλός,
ὅπως τὸ εἶχε συνήθειο ὅταν ἤθελε νὰ συγκεντρωθοῦμε σὲ κάτι. Ὅταν ἱκανοποιήθηκε ὅτι
κρεμόμασταν ἀπὸ τὰ χείλη του, συνέχισε. «Ἡ ἐρώτησή μου εἶναι ἡ ἐξῆς: ∆ὲν σᾶς ἔχει πέρασει
καθόλου ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ περίεργα σημεῖα στὴν περιπέτειά σας; Βρίσκετε μὲ τὴν
πρώτη προσπάθεια μία πύλη γιὰ τοὺς ἀπροσπέλαστους Ἐσωτερικοὺς Κόσμους, μία πύλη ποὺ θὰ
ἔπρεπε νὰ εἶναι καλὰ καλυμμένη σὲ μέρος ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κινήσει ὑποψίες, καὶ «πείθετε» τὸν
Φύλακα νὰ σᾶς ἀποκαλύψει τὸν τρόπο εἰσόδου χρησιμοποιώντας παιδιάστικα τρίκ, ἐνῶ θὰ περίμενε
κανεὶς ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄτομο νὰ εἶναι ἐκπαιδευμένο νὰ ἀνταπεξέρχεται σὲ πολὺ πιὸ ἔντονες πιέσεις.
Ἀνακαλύπτετε καὶ τὴ δίοδο γιὰ τὴ σκάλα ποὺ ὁδηγεῖ κάτω, καὶ μάλιστα χωρὶς καμμία δυσκολία,
πράγμα ποὺ θὰ τὸ χαρακτήριζε κανεὶς μᾶλλον σὰν σκανδαλώδη εὔνοια τῆς τύχης, ἔτσι; Καὶ
καταλήγετε σὲ μία χῶρα ἀκριβῶς ὅπως τὴν περιμένατε, ἐξωτικὴ ἀλλὰ ὄχι καὶ ἀπρόσιτη. Ἡ χώρα
κατοικεῖται ἀπὸ μία ράτσα ἀρκετὰ ἀνθρώπινη ἀλλὰ καὶ πολὺ πιὸ ἐξελιγμένη ἀπὸ τὴ δική σας. Σᾶς
δέχονται φιλικὰ καὶ σᾶς διηγοῦνται μία ἱστορία ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν λείπει τίποτα ἀπὸ ὅσα περιμένατε
νὰ ἀκούσετε. Ὑπάρχει κάτι ἀπὸ τοὺς ἐφιαλτικοὺς κόσμους τοῦ Λάβκραφτ, ὑπάρχουν οἱ «μυημένοι»
ποὺ φρουροῦν τὶς πύλες καὶ βέβαια δὲν λείπουν οἱ περίφημοι «θεοί» τῶν προγονῶν σας...»

Σ΄ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Λάκης πετάχτηκε ὄρθιος καὶ ἄρχισε νὰ διαμαρτύρεται ἔντονα, πράγμα
ἀπολύτως ἀναμενόμενο ἂν λάβει κανεὶς ὑπ΄ ὄψιν του τὴν παρορμητική του φύση καὶ τὴν
ἀνεπιφύλακτη πίστη του στὴν ὑπόθεση τῶν ἀρχαίων θεῶν. Ὁ Κοῦλ τὸν ἄφησε νὰ ξεθυμάνει λίγο,
πρὶν ξαναπάρει τὸν λόγο.

«Ἐλᾶτε, παιδιά... Εἶστε ἔξυπνοι ἄνθρωποι μὲ πολλὲς ἱκανότητες καὶ καλὴ κρίση καὶ πραγματικὰ δὲν
μπορῶ νὰ καταλάβω τὴν ἔμμονή σας μὲ τὸ συγκεκριμένο θέμα. Οἱ δώδεκα θεοὶ δὲν ἦταν παρὰ ἡ
μυθολογία τῆς μυθολογίας, ἕνας συγκερασμὸς ἀνόμοιων θεοτήτων ποὺ κάποια στιγμὴ στριμώχτηκαν
κάτω ἀπὸ βολικὰ ὀνόματα-ταμπέλες ὥστε τὸ σύστημα νὰ ἀποκτήσει κάποια ἐπίπλαστη ἀλλὰ
ἀπαραίτητη συνοχή. Αὐτὸ ἐπιχειρήθηκε, ἄλλοτε συνειδητὰ κι ἄλλοτε ὄχι, κατὰ τὴν Κλασσικὴ
Ἀρχαιότητα, χιλιάδες χρόνια ἀργότερα ἀπὸ τὴν ἀρχαϊκὴ ἐποχὴ ὅπου διάφορες ὁμάδες ἀνθρώπων
ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ κουβαλώντας ὁ καθένας τοὺς δικούς του θεούς. Ἔτσι ὁ πελασγικὸς Ποτιδὰν
μεταμορφώνεται στὸν θαλασσινὸ Ποσειδώνα, ἂν καὶ ἀρχικὰ ἦταν στεργιανὸς θεός, ὅπως μαρτυρᾶ τὸ
ἄλογο, ποὺ ἦταν τὸ ζῶο-σύμβολό του. Ὁ κρητικὸς ∆ίας συγχωνεύεται μὲ τὸν Ἀχαϊκὸ Ζεῦ, ὁ
κερασφόρος Ἀπόλλων ἀπὸ τὴν Ἀσία ποὺ «γεννήθηκε» στὴ ∆ῆλο μὲ τὸν Ἀπόλλωνα ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὴν
Ὑπερβορεῖα καὶ ὁ μέγας θεὸς Ἀσκληπιὸς καταντάει ἀργότερα νὰ θεωρεῖται ἁπλὰ σὰν ἕνα νόθο παιδὶ
τοῦ Ἀπόλλωνα. Ρόλοι, ἰδιότητες καὶ ὀνόματα ἀνακατεύονται καὶ οἱ ἀρχαῖες παραδόσεις καταλήγουν
μελὸ ἐρωτικὲς ἱστοριοῦλες καὶ φτηνὰ ρομάντσα. Τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι τὸ ὅτι ἡ ἴδια ἡ λέξη «θεός»
σήμαινε ἀρχικὰ κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔφτασε νὰ σημαίνει ἀργότερα, ἔτσι δὲν εἶναι; Τὰ
ὀνόματα τῶν θεῶν ἦταν ἁπλοὶ τίτλοι ποὺ σχετιζόταν μὲ συγκεκριμένες μυήσεις, καὶ μήπως δὲν εἶναι
ἀλήθεια ὅτι στὴν Κρήτη ὑπῆρχε ἀπὸ πάντα ὁ τάφος τοῦ ∆ία; Τὶ θέλετε νὰ παραδεχτοῦμε, ὅτι ἦταν
συγκεκριμένα φυσικὰ ἢ ὑπερφυσικὰ ὄντα; Μὰ δὲν ἦταν κὰν δώδεκα καὶ τὰ ὀνόματά τους δὲν εἶναι
παρὰ ἐπιθετικοὶ προσδιορισμοί. «∆ίας» εἶναι ὁ φωτεινός, αὐτὸς ποὺ φαίνεται ἀπὸ μακριά, «Ἦρα»
ἦταν ἕνα ὄνομα ποὺ ἔδιναν στὸν Οὐρανό, «Φοῖβος» σημαίνει ἁπλὰ «νεαρός» καὶ «Παλλάδα» σημαίνει

68
κορίτσι. Καὶ γιὰ νὰ τελειώνουμε μὲ αὐτὸ τὸ θέμα οὔτε οἱ προγονοί σας εἶχαν σὲ ἰδιαίτερη ὑπόληψη τὸ
ὅλο οἰκοδόμημα. Χτίζουν λαμπρὸ ναὸ στὴν αἰγυπτιακὴ θέα Ἴσιδα στὸ ∆ῖον, τὴν ἱερὴ πόλη στοὺς
πρόποδες τοῦ Ὀλύμπου, χωρὶς τὸ γεγονὸς νὰ θεωρηθεῖ ἱεροσυλία. Ὄχι μόνο αὐτὸ ἀλλὰ λατρεύουν καὶ
τὸν Σέραπη, ποὺ δὲν ἦταν κὰν θεὸς ἀλλὰ ἕνα ὄνομα-συγκερασμὸς τοῦ Ὀσιρη καὶ τοῦ Ἄπη, δυὸ
ἄλλων αἰγυπτιακῶν θεῶν. Κατὰ τὴν Ἑλληνιστικὴ περίοδο ἔκαναν θραύση θεότητες ποὺ προερχόταν
ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, ὅπως ὁ Ἄδωνης, ὁ Ἄττις, ἡ Κυβέλη καὶ κυρίως ὁ Μίθρας. Οἱ ἀρχικοὶ θεοὶ εἶχαν
καταντήσει πολὺ τεχνητοὶ καὶ δὲν ἱκανοποιοῦσαν πλέον, πράγμα ποὺ ἐξηγεῖ τὴν θυελλώδη ἐξάπλωση
ποὺ γνώρισε λίγο ἀργότερα ὁ Χριστιανισμός.»

«Ὅλοι οἱ λαοὶ λάτρευαν θεοὺς ἀλλὰ μόνο ἐμεῖς χτίσαμε τὸν Παρθενώνα. Μόνο ἐμεῖς δημιουργήσαμε
τὸ Θέατρο...» Τὰ μάτια τοῦ φίλου μου ἄρχισαν νὰ λάμπουν ἐπικίνδυνα ἐνῶ ἐγὼ βυθιζόμουν σὲ μία
ζάλη, ἕνα ἀκαθόριστο αἴσθημα ἀποπροσανατολισμοῦ ποὺ μὲ δυσκόλευε στὸ νὰ παρακολουθῶ τὴν
κουβέντα. Ὁ Κοῦλ φαινόταν ἀπόλυτα σίγουρος γιὰ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε καὶ αὐτό, γιὰ κάποιο λόγο, μὲ
τρόμαζε.

«Μὴν κουράζεσαι Λάκη. Ἀνυπέρβλητα οἰκοδομήματα, ναί, λαμπρὴ ἀνάπτυξη ὅλων τῶν ἐπιστημῶν,
ὑπέροχα λογοτεχνήματα, συμφωνῶ μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ ἐπαυξάνω. Τώρα, τὸ γιατὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες
καὶ ὄχι καὶ ἄλλοι λαοί, αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐρώτημα ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ ἀπαντηθεῖ. Ἀλλά, ὅπως
ἀκριβῶς καὶ στὴν περίπτωση τῶν θρύλων γιὰ ἀνοίγματα στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Γῆς, ἔτσι κι ἐδῶ
βιάζεστε νὰ βγάλετε εὔκολα συμπεράσματα. Τὸ Παρελθὸν εἶναι ἕνα Αἴνιγμα, ὄχι λιγότερο, ἴσως
μάλιστα περισσότερο, ἀπὸ ὅτι εἶναι τὸ Μέλλον καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σίγουρος γιὰ τὸ τὶ
κρύβει. Μὰ νὰ ὑπῆρξε κάποτε ἕνα ὂν σὰν τὸν μυθικὸ ∆ία, ἀραγμένο στὸν Ὄλυμπο, ἒ ὄχι παιδιά. Καὶ
ξαναγυρνάω σὲ αὐτὸ ποὺ ἔλεγα πρὶν μὲ διακόψετε. Ἐσεῖς ἀνακαλύψατε ἕναν Κόσμο ἀκριβῶς ὅπως
τὸν περιμένατε, ἕναν Κόσμο ὅπου, ἂν καὶ ξένοι, ἔχετε αὐξημένα δικαιώματα λόγῳ τῆς καταγωγῆς
σας.»

Ἡ βεβαιότητά του εἶχε ἀρχίσει νὰ μοῦ προκάλει ἕνα συνδυασμὸ ἐκνευρισμοῦ καὶ κατάθλιψης ποὺ
γινόταν πιὸ ἔντονα ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα. Ἄρχισα νὰ νοιώθω κρύο ἱδρώτα στὴν πλάτη μου, ἀκριβῶς
ὅπως τότε ποὺ ἔδινα τὸ μάθημα τῆς Ἀνόργανης Χημείας ἔχοντας ἀνοιχτὸ τὸ βιβλίο στὰ πόδια μου
καὶ ἀντέγραφα τὴν ἐρώτηση ποὺ θὰ μετέτρεπε ἕνα ἀμφίβολο τεσσάρι σὲ σίγουρο πεντάρι, ὅταν
ἀντιλήφθηκα ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐπιτηρητὲς νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος μου. Τότε τὴν εἶχα βγάλει καθαρὴ
γιατὶ ἀποδείχτηκε πὼς ὁ κύριος αὐτὸς ἐνδιαφερόταν μόνο νὰ κρυφοκοιτάξει τὸ στῆθος τῆς κοπέλας ποὺ
καθόταν μπροστά μου, ἀλλὰ τώρα τὰ πράγματα ἔδειχναν ὅτι δὲν θὰ τὴ γλίτωνα τόσο εὔκολα.
Ἐνοχλημένος, ἀναρωτήθηκα τὶ ἦταν αὐτὸ ποὺ φοβόμουν τόσο πολὺ καὶ ἡ ἀλήθεια ἔλαμψε μὲ μιᾶς
στὸ σκοτισμένο μυαλό μου. Ἂν καὶ φοβόμουν νὰ τὸ ὁμολογήσω στὸν ἑαυτό μου, δὲν ἤμουν καθόλου
ἕτοιμος νὰ ἐγκαταλείψω πραγματικὰ αὐτὸν τὸν τόπο τῶν θρύλων καὶ νὰ γυρίσω στὴν ἄχαρη ζωή
μου, ὄχι τουλάχιστον πρὶν φωτιστοῦν κάποια ἀπὸ τὰ πανάρχαια μυστικά του. Καί, ναί, μπορεῖ νὰ
ζητοῦσα παρὰ πολλὰ ἀλλὰ εἶχα ἀρχίσει νὰ σκέφτομαι νὰ πάρω καὶ τὴν Ἀλέσσα μαζί μου.
Χρειαζόμουν χρόνο γιὰ νὰ καταστρώσω τὰ σχέδιά μου καὶ διαισθανόμουν ὅτι ἂν συνεχιζόταν αὐτὴ ἡ
κουβέντα ὁ χρόνος μου θὰ τελείωνε ἐδῶ. Ἄρχισα νὰ ψάχνω νὰ βρῶ μία δικαιολογία γιὰ νὰ τὴν
κοπανήσω ὅπως-ὅπως, ὅταν μου φάνηκε ὅτι διέκρινα ἕνα ρῆγμα στοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ Κοῦλ. «Ἂν
μποροῦσα», σκέφτηκα, «νὰ διακόψω τὸν εἱρμό του καὶ νὰ σπάσω τὴν ὕπουλη ἐπίδραση ποὺ εἶχαν τὰ
λεγόμενά του...»

«Μισὸ λεπτὸ Κοῦλ», τοῦ πέταξα μὲ ἐπιτηδευμένα εὐγενικὸ ὕφος. «∆ὲν εἶμαι καὶ πολὺ σίγουρος ὅτι
μπορῶ νὰ παρακολουθήσω αὐτὰ ποὺ λὲς ἀλλά, ἀπὸ ὅτι ἔχω καταλάβει, ἰσχυρίζεσαι ὅτι αὐτὸ ποὺ
βρήκαμε ἐδῶ κάτω δὲν εἶναι παρὰ μία φαντασίωσή μας πού, κατὰ κάποιον τρόπο, βασίζεται στὰ ὅσα
ἔχουμε διαβάσει καὶ δεχτεῖ σχετικὰ μὲ τοὺς Ὑποχθόνιους Κόσμους. Ἂν ὄντως αὐτὸ θέλεις νὰ πεῖς,
ἔχω μία ἀντίρρηση: Σύμφωνα μὲ ὅλες τὶς διηγήσεις ποὺ ἔχω ὑπ΄ ὄψιν μου, τὸ Ἐσωτερικὸ τῆς Γῆς
φωτίζεται ἀπὸ ἕναν ἐσωτερικὸ Ἥλιο, ποὺ στὴν περίπτωσή μας λείπει. Τὶ ἔχεις νὰ πεῖς γι΄ αὐτό;»

Τὰ εἶχα πάει καλά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἁπλὰ χαμογέλασε.

69
«Βέβαια, βέβαια, ἔχουμε καὶ τὸν περίφημο ἐσωτερικὸ ἥλιο. Πραγματικά, δὲν λείπει ἀπὸ τὶς
περισσότερες διηγήσεις, τὶς παλαιότερες διηγήσεις θὰ πρόσθετα ἐγώ, ἀλλὰ ἂς τὸ ἀφήσουμε. Λοιπόν,
ἐξυπνούλη μου, ἡ ὕπαρξη ἑνὸς ἄστρου σὲ μικρογραφία στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Πλανήτη εἶναι μία τόσο
μεγάλη ἀνοησία ποὺ δύο ἔξυπνα καὶ διαβασμένα ἀγόρια σὰν καὶ σᾶς δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ τὴν
ἀποδεχτοῦν καὶ ἔτσι προτιμήσατε, ὑποσυνείδητα, νὰ τὴν ἀγνοήσετε. Ἡ θεωρία αὐτὴ διατυπώθηκε
παλιότερα, ὅταν ὑπῆρχε ἄγνοια γιὰ τὴν πραγματικὴ φύση τῶν ἄστρων καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ μὲ
τίποτα στὶς μέρες μας. Μία συνέχης θερμοπυρηνικὴ ἀντίδραση δὲν μπορεῖ νὰ συμβαίνει παρὰ μόνο
ὅταν ὑπάρχει πολὺ ἰσχυρὴ βαρυτικὴ δύναμη ὥστε νὰ συμπιέζει τὸ ὑδρογόνο, κι αὐτὴ ἡ βαρυτικὴ ἕλξη
προϋποθέτει τεράστια μάζα, κάτι ποὺ ἀποκλείεται ὅταν τὸ ἄστρο πρέπει νὰ περικλείεται στὸ
ἐσωτερικὸ ἑνὸς μικροῦ Πλανήτη. Γιὰ νὰ μὴν κάνω λόγο καὶ γιὰ τὶς τεράστιες θερμοκρασίες τῆς
φωτόσφαιρας καὶ ὅσο γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ὑπάρχει ζωὴ σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ ἄστρο, ἔ, αὐτὸ
πιὰ δὲν τρώγεται μὲ τίποτα. Νὰ λοιπὸν γιατὶ παρακάμψατε αὐτὸ τὸ ὁλοφάνερο λάθος καὶ
προτιμήσατε νὰ σκαρφιστεῖτε κάποια φωτοχημικὴ διεργασία γιὰ νὰ αἰτιολογήσετε τὸ φῶς...»

Καθὼς συνέχιζε νὰ ἐπιχειρηματολογεῖ, ἡ ζαλάδα μου δυνάμωνε ὁλοένα μέχρι ποὺ ἔφτασα ὡς τὰ
πρόθυρα τοῦ ἰλίγγου. Εἶχα ἀποτύχει νὰ βρῶ κάποιο ψεγάδι στὸ συλλογισμό του καὶ τὸ μόνο ποὺ μοῦ
ἔμενε νὰ κάνω ἦταν νὰ δραπετεύσω ἀπὸ αὐτὴ τὴν καταστροφικὴ συζήτηση καὶ νὰ ἀναζητήσω τὴν
θαλπωρὴ τοῦ σπιτικοῦ μου, ὅπου θὰ εἶχα ὅλο τὸν καιρὸ νὰ βρῶ ἀπαντήσεις στὰ ὅσα ἐξωφρενικὰ μᾶς
εἶχε ἀραδιάσει. Προσπάθησα νὰ τὸν διακόψω ἀλλὰ τὰ λόγια του, εἰπωμένα μὲ ἤρεμη, λογικὴ φωνή,
ποὺ ἔρχονταν σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὰ τερατώδη νοήματα ποὺ περιέκλειαν, ἀσκοῦσαν ἐπάνω μου μία
ἔντονη κι ἀρρωστημένη ἕλξη. Ἔκλεισα τὰ μάτια μου καὶ αὐτοσυγκεντρώθηκα γιὰ λίγο,
ἐπαναλαμβάνοντας στὸν ἑαυτό μου: «Πρέπει νὰ φύγεις ἀμέσως ἀπὸ ἐδῶ.» Τελικὰ βρῆκα τὴ δύναμη
νὰ ἁπλώσω ἄτονα τὸ χέρι μου σὲ ἕνα ἀκαθόριστο νεῦμα.

«Θέλεις νὰ πεῖς κάτι;» μὲ ρώτησε ἀμέσως.

«Ναί, ἔχω. ∆ὲν καταλαβαίνω γιατὶ κάνουμε αὐτὴ τὴν συζήτηση». Προσπάθησα νὰ δείχνω μπλαζὲ
ἀλλὰ κρύος ἱδρώτας ἔρεε σὲ μεγάλες ποσότητες στὴν πλάτη μου.

«Καταλαβαίνεις καὶ πολὺ καλὰ μάλιστα», μὲ ἀποστόμωσε. «Ἡ συζήτηση γίνεται γιὰ νὰ σᾶς
ἀποδείξω ὅτι τὸ μέρος στὸ ὁποῖο βρίσκεστε δὲν ἔχει ἀντικειμενικὴ ὑπόσταση, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι
δὲν φύγατε ποτὲ ἀπὸ τὸν Κόσμο σας, ἄρα μπορεῖτε νὰ «ἐπιστρέψετε» ἐκεῖ ὅποτε θέλετε.»

«Αὐτὸ εἶναι τρέλλα», φώναξα ἐκτὸς ἑαυτοῦ. «Ἐμεῖς πάντα ἀναζητούσαμε πραγματικὲς καταστάσεις
καὶ πραγματικοὺς Κόσμους, ὄχι φαντασιώσεις. Γιατὶ μᾶς ὑποβάλλεις σ΄ αὐτὸ τὸ ἀνόητο ψυχολογικὸ
παιχνίδι;» Ἤλπιζα ὅτι τὸ ξέσπασμά μου θὰ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα κάποιο μίνι καυγαδάκι ποὺ θὰ
διέκοπτε τὴν κουβέντα, ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ κέρδισα ἦταν μία μικρὴ παύση, ἴσα γιὰ νὰ συγκεντρώσω
δυνάμεις γιὰ μία τελικὴ κρούση. Κοιταχτήκαμε γιὰ λίγο καὶ εἴπαμε μὲ τὰ μάτια πράγματα ποὺ πότε
δὲν θὰ παραδεχόμαστε μὲ τὰ λόγια. Μετὰ ὁ Κοῦλ συνέχισε, χωρὶς νὰ μὲ χάνει ἀπὸ τὰ μάτια του,
πράγμα ποὺ μὲ ἔκανε νὰ αἰσθάνομαι ἀμήχανα:

«Ἂν τὸ καλοσκεφτεῖς, αὐτὸ ποὺ λέω δὲν εἶναι κάτι νέο γιὰ σᾶς. Τὴν ἴδια τεχνικὴ περιγράφει ὁ
Λάβκραφτ στὸ διήγημά του «Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἄγνωστης Καντάθ» ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι, πρὶν
καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Ἡ δική σας ἀντίρρηση εἶναι ὅτι προσπαθῶ νὰ παίξω εἰς βάρος σας κάποιο
ψυχολογικὸ παιχνίδι, κάτι τέτοιο ὅμως δὲν εἶναι ἀλήθεια, τουλάχιστον μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐσεῖς τὸ
ἐννοεῖτε. Ἂς δοῦμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴ δική σας σκοπιά. Τὸ λοιπόν, μετὰ ἀπὸ μία σειρὰ ἐξαιρετικὰ
εὐνοϊκῶν συγκυριῶν φτάνετε στὸν προορισμό σας, ὅπου συναντᾶτε μία φιλικὴ καὶ σοφὴ Φυλὴ μὲ
γνώσεις καὶ δυνατότητες ποὺ βρίσκονται πολὺ πέρα ἀπὸ τὶς δικές σας ἀλλά, ταυτόχρονα, δὲν εἶναι καὶ
τόσο προχωρημένη ὥστε νὰ ἀποκλείεται στὸ μέλλον νὰ γίνετε κι ἐσεῖς ἄξια μέλη της. Ὁ χρόνος τῆς
ἄφιξής σας συμπίπτει μὲ ἕνα σημαδιακὸ γεγονός, ἡ πεντάμορφη «βασιλόπουλα» ἑτοιμάζεται νὰ κάνει
ἕναν ἄχαρο γάμο, σχεδὸν χωρὶς τὴν θέλησή της, καὶ μάλιστα μὲ ἕναν «κακὸ μάγο». Ἐσὺ ὅμως τὴν
ἐρωτεύεσαι μὲ τὴν πρώτη ματιὰ κι αὐτὴ ἐσένα. Μονομαχεῖς μὲ τὸν ἐπίδοξο σύζυγο καί, ἂν καὶ οἱ
ἱκανότητές του εἶναι πολὺ ἀνώτερες ἀπὸ τὶς δικές σου, ἐπικρατεῖς χάρη καὶ μόνο στὴ γενναιότητά
σου. Νέοι δρόμοι ἀνοίγονται ἔτσι μπροστά σου, μέχρι ποὺ δὲν ἀποκλείεται κάποια μέρα νὰ γίνεις κι ὁ

70
ἴδιος «βασιλιάς», ἀλλὰ ταυτόχρονα κάτι μέσα σου δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ τὶς τόσες βολικὲς
συμπτώσεις, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀρχίσεις νὰ βρίσκεις ὅτι ἐτοῦτος ὁ Κόσμος δὲν εἶναι γιὰ σᾶς.
∆ιαισθάνεσαι ὅτι κάτι δὲν πάει καλὰ καὶ διαπιστώνεις ὅτι, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ζεῖς μία ζηλευτὴ
ζωή, θέλεις νὰ ἐπιστρέψεις ἐκεῖ ἀπ΄ ὅπου ἦρθες. Χρειάζεται τώρα νὰ σᾶς ἀπαριθμήσω πόσους
ἀρχετυπικοὺς συμβολισμοὺς περικλείει ἡ περιπέτειά σας; Σκέτος μεσαιωνικὸς μύθος! Καὶ συνδυάστε
το μὲ αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα ἤδη, ὅτι δηλαδὴ ἡ Γῆ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κούφια γιὰ μία ντουζίνα λόγους,
κι ἂν ἦταν, αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσε μὲ τίποτα νὰ κρατηθεῖ μυστικό.»

Ἡ ζαλάδα μου χειροτέρευε καὶ μοῦ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ συγκεντρώνομαι, ἔκανα ὅμως μία
τελευταῖα προσπάθεια νὰ ἐπιβληθῶ καὶ ρώτησα εἰρωνικά:

«Ἐσὺ τότε τὶ εἶσαι; Πλάσμα τῆς φαντασίας μου;»

«Θὰ μποροῦσα νὰ εἶμαι ἕνα ἀνθρώπινο ὂν ποὺ κατοικεῖ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Πλανήτη ἢ
κάποιο «καλὸ πνεῦμα» ποὺ διαβιεῖ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ μυαλοῦ σου. ∆ιαλέγεις καὶ παίρνεις»,
μοῦ ἀπάντησε στὸ ἴδιο εἰρωνικὸ ὕφος.

Ἔνοιωσα τὸ νοῦ μου νὰ σταματάει. Τὰ λόγια του εἶχαν τὴ δύναμη νὰ εἰσχωροῦν στὴν ψυχή μου καὶ
νὰ μορφοποιοῦνται σὲ σκοτεινοὺς συνειρμοὺς ποὺ δὲν εἶχα τὴ δύναμη νὰ ἀρνηθῶ καὶ ποὺ ἀπειλοῦσαν
νὰ μὲ ἀποσπάσουν ἀπὸ τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ μὲ παρασύρουν σὲ δρόμους ποὺ δὲν ἤθελα νὰ
βαδίσω. Συνειδητοποιοῦσα τώρα πόσο βαθιὰ εἶχα ἀγαπήσει τὴν χώρα τῶν Ἐκουαραλεμάνεν καὶ
ξανάνοιωσα ἔντονα τὴν ἐπιθυμία νὰ φύγω ἀμέσως ἀπὸ τὸ δωμάτιο καὶ νὰ τρέξω στοὺς σαγηνευτικοὺς
κήπους καὶ στὶς πετρώδεις ἀκρογιαλιὲς ποὺ βρέχονταν ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς ὑπόγειες θάλασσες, παρέα μὲ
τὸ ἄλμουου καὶ τὸ κορίτσι μου, ἀλλὰ ἡ θέληση εἶχε ἀποστραγγιστεῖ ἀπὸ μέσα μου. Ἤθελα νὰ τοῦ
φωνάξω ὅτι δὲν πίστευα γρὶ ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀμπελοφιλοσοφίες καὶ ὅτι δὲν θὰ ζητοῦσα ποτὲ ξανὰ
νὰ φύγω ἀπὸ τὴν καινούρια μου Πατρίδα μὰ ἡ φωνή μου δὲν ἔβγαινε, λὲς καὶ κάθε ἐνεργητικότητα
μὲ εἶχε ὁριστικὰ ἐγκαταλείψει. Τελικὰ κατόρθωσα νὰ ρωτήσω ξέπνοα μία μόνο ἀπὸ τὶς δεκάδες
ἀπορίες ποὺ στροβιλίζονταν στὸ μυαλό μου:

«Ἂν εἶναι ἔτσι, τότε γιατὶ καὶ ἐγὼ καὶ ὁ Λάκης ζοῦμε τὸ ἴδιο ὄνειρο;» Ἡ ἴδια μου ἡ φωνή μοῦ
φάνηκε ὅτι ἐρχόταν ἀπὸ κάπου μακριά, κάπου ἀπὸ τὸν γιγάντιο στρόβιλο στὸν ὁποῖο εἶχε
μεταμορφωθεῖ ὁλάκερη ἡ Πλάση, μία Πλάση ποὺ δὲν ἦταν ἀληθινὴ μὰ οὔτε καὶ ψεύτικη, ἀλλὰ
κάτι πέρα ἀπὸ τὴν κατανόηση τῶν ἀνθρώπων. Ἔκλεισα γιὰ λίγο τὰ μάτια μου καὶ ὁ στροβιλισμὸς
κόπασε, γιὰ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀμέσως ἀπὸ μία νέα μορφὴ ἀποπροσανατολισμοῦ. Ὅλο τὸ δωμάτιο
φάνηκε νὰ διαστέλλεται καὶ νὰ καμπυλώνεται σὰν νὰ τὸ κοιτοῦσα μέσα ἀπὸ παραμορφωτικὸ φακό.
Ἡ αἴσθηση ἦταν πρωτόγνωρη καὶ κοίταξα γύρω μου σὰν χαμένος, προσπαθώντας μάταια νὰ
συνειδητοποιήσω τὸ τὶ μοῦ συμβαίνει. Ὁ Λάκης εἶχε λουφάξει καὶ ἔπαιζε μὲ τὰ νύχια του. Γύρισα τὸ
βλέμμα μου στὸν Κοῦλ καὶ τότε ἐκεῖνος, σὰν νὰ περίμενε τὸ σύνθημα, ἔδωσε καθυστερημένα μία
λακωνικὴ ἀπάντηση στὴν τελευταῖα μου ἐρώτηση.

«∆ὲν εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἐξηγηθεῖ αὐτό.»

Τὰ λόγια του εἶχαν κάτι τὸ ἀλλόκοτο καὶ γούρλωσα τὰ μάτια μου, προσπαθώντας νὰ διακρίνω
καλύτερα τὸ ὕφος του. Ἡ ἀλλοίωση τῆς ὀπτικῆς ἀντίληψης ἀπὸ τὴν ὁποία ὑπέφερα παραμόρφωνε τὸ
στόμα τοῦ δίνοντάς μου τὴν ἐντύπωση ὅτι χαμογελοῦσε σατανικά, ἀλλὰ τὰ μάτια του μὲ κοιτοῦσαν
πολὺ σκεπτικά, σχεδὸν λυπημένα.

Ὕστερα μὲ κατάπιε τὸ σκοτάδι.

71
«Κατάλαβα ὅτι στὰ χρόνια ποὺ θὰ ἔρχονταν
θὰ χρειαζόταν νὰ ἔρθω ξανὰ καὶ ξανὰ
ἀντιμέτωπος μὲ τὸν ἑαυτούλη μου καὶ τὴν
ἀγάπη του γιὰ βολικὲς ἐξηγήσεις…»

ηλαδὴ ὄχι τὸ σκοτάδι, μᾶλλον τὸ κενό. ∆ὲν αἰσθανόμουν τίποτα, δὲν κινούμουν
καὶ δὲν ἔνοιωθα κανένα συναίσθημα. Ἁπλὰ ὑπῆρχα, ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο, ἔξω
ἀπὸ τὸν χρόνο. Κάποια στιγμὴ μοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλὸ μία θολὴ καὶ
ἀπόμακρη σκέψη, ὅτι ὁ, νὰ δεῖς πὼς τὸν ἔλεγαν, ὁ Κοῦλ, μὲ εἶχε ναρκώσει μὲ
κάποιο τρόπο. Τὸ ὄνομα μοῦ φάνηκε πολὺ μακρινό, σὰν νὰ τὸ εἶχα ἀκούσει πολὺ
παλιά, σὲ κάποια ἀδιάφορη συζήτηση καὶ ἡ ὅλη σκέψη δὲν εἶχε καθόλου
συναισθηματικὸ ὑπόβαθρο, σὰν νὰ ἀφοροῦσε κάποιον ἄλλο κι ὄχι ἔμενα. Σιγά-
σιγὰ ὅμως ἄρχισε νὰ ἀντιδρᾶ τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης. ∆ὲν μοῦ ἄρεσε τὸ ὅτι μὲ εἶχαν
ναρκώσει καὶ ἀποφάσισα ὅτι ἔπρεπε νὰ σπάσω τὰ δεσμὰ τῆς νάρκης καὶ νὰ ἀνακτήσω ἄμεσα τὶς
αἰσθήσεις μου. Προσπάθησα νὰ νοιώσω τὸ σῶμα μου ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατον. Ἔπειτα προσπάθησα νὰ
ἀφουγκραστῶ κάποιον ἦχο: Τίποτα. Ἦταν σὰν νὰ ἤμουν ἕνα ἀσώματο πνεῦμα ποὺ παράδερνε σ΄ ἕνα
Κόσμο χωρὶς διαστάσεις. Ἄρχισε νὰ μοῦ περνάει ἀπὸ τὸ νοῦ ὅτι ἤμουν πεθαμένος. Ἡ ἰδέα αὐτὴ δὲν
μοῦ φάνηκε καθόλου ἀπωθητικὴ καὶ εἶχα ἀρχίσει νὰ ἐξοικειώνομαι μαζί της, ὅταν συνειδητοποίησα
ὅτι μποροῦσα νὰ πιάσω κάποια ὑποψία βόμβου ἢ δόνησης. Ἑστίασα ὅλη μου τὴν προσοχὴ σ΄ αὐτὴ
τὴν αἴσθηση ὥσπου ἄρχισε νὰ γίνεται ὁλοένα καὶ πιὸ ξεκάθαρη, παίρνοντας τελικὰ τὴ μορφὴ ἑνὸς
ἐνοχλητικοῦ, μακρόσυρτου ἤχου ποὺ μοῦ ἦταν ἀπόμακρα οἰκεῖος. Ταυτόχρονα ἦρθε καὶ τὸ σκοτάδι,
ὄχι τὸ σκοτάδι τῆς ἀνυπαρξίας ἀλλὰ αὐτὸ τῶν κλειστῶν βλεφάρων. Βρέθηκα καὶ πάλι στὸ σῶμα
μου, μόνο ποὺ τὸ αἰσθανόμουν ἀπίστευτα παγωμένο καὶ κοκκαλωμενο, τόσο ποὺ μοῦ ἦταν ἀδύνατον
νὰ κάνω καὶ τὴν παραμικρότερη κίνηση. Ἡ πρώτη μου ἀνησυχία ἄρχισε νὰ γίνεται πανικὸς ποὺ
ἀγωνίστηκα νὰ τὸν καταστείλλω πρὶν γίνει ἀνεξέλεγκτος. Κάτι ἔπρεπε νὰ κάνω γιὰ νὰ ξαναπάρω
τὸν ἔλεγχο τοῦ κορμιοῦ μου καὶ ἀποφάσισα νὰ συγκεντρωθῶ στὴν προσπάθεια νὰ ἀνοίξω τὰ μάτια
μου. Μετὰ ἀπὸ κάμποσα δύσκολα δευτερόλεπτα, τὰ κατάφερα τελικά, ἀλλὰ τὰ ξανάκλεισα ἀμέσως
γιατὶ μὲ ἔπιασε ἴλιγγος. Ἄφησα νὰ περάσει λίγη ἀκόμα ὥρα πρὶν τὰ μισανανοίξω προσεκτικά,
σκιάζοντάς τα μὲ τὰ χέρια μου. Τὸ μέρος ἦταν μισοσκότεινο ἀλλὰ δὲν ἄργησα νὰ ἀντιληφθῶ ὅτι
βρισκόμουν στὸ δωμάτιό μου, ξαπλωμένος στὸ κρεββάτι μου. Ἀμέσως μοῦ ἦρθε ἡ σκέψη ὅτι αὐτὸς ὁ
κατεργάρης ὁ Κοῦλ, γιὰ κάποιο δικό του λόγο, μᾶς εἶχε ναρκώσει καὶ μᾶς εἶχε μεταφέρει στὶς
κατοικίες μας. Ἀποπειράθηκα νὰ σηκωθῶ ἀλλὰ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ συντονίσω τὰ μέλη μου. Τὸ
πρῶτο πράγμα ποὺ εἶχα σκοπὸ νὰ κάνω, μόλις συνερχόμουν κάπως, ἦταν νὰ τὸν πάρω τηλέφωνο καὶ
σκεπτόμουν χαιρέκακα ὅτι ἂν δὲν εἶχε κάποια πολὺ καλὴ δικαιολογία θὰ τὰ ἄκουγε ἀπὸ τὴν καλή.
Εἶχα ἤδη ἀρχίσει νὰ πλάθω στὸ μυαλό μου τὴν κατσάδα ποὺ θὰ τοῦ ἔσουρνα, ὅταν ἡ ἐπίγνωση τῆς
κατάστασής μου μὲ χτύπησε σὰν κεραυνός.

Τὸ κρεββάτι στὸ ὁποῖο ἤμουν ξαπλωμένος δὲν ἦταν τὸ αἰθέριο κρεββάτι ποὺ μὲ ἀνασήκωνε πάντοτε
ἀνάλαφρα καὶ προσαρμοζόταν στὶς κινήσεις τοῦ σώματός μου στέλνοντας ἕνα μυρωμένο χλιαρὸ ἀεράκι
νὰ μὲ τυλίξει καὶ νὰ μὲ βυθίσει σὲ ἀνάλαφρο ὕπνο. Ὄχι, ἦταν ἁπλὰ τὸ τριζάτο ξύλινο κρεββάτι τοῦ
φοιτητικοῦ μου διαμερίσματος. Καὶ τὸ ἐνοχλητικὸ βουητὸ ποὺ εἶχα ἀκούσει μέσα στὴ βύθισή μου δὲν
ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὸ ἐλαττωματικὸ μοτὲρ τοῦ ψυγείου μου.

Τὸ σὸκ τῆς ἔκπληξης ἔσπασε ἐντελῶς τὰ δεσμὰ τῆς νάρκης κι ἀμέσως πετάχτηκα ὄρθιος. Σὰν
τρελλὸς ἄρχισα νὰ τρέχω πάνω-κάτω ἀνοιγοκλείνοντας ὅποια πόρτα ἔβρισκα μπροστά μου,
ἀδυνατώντας νὰ δεχτῶ αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔλεγαν οἱ αἰσθήσεις μου. Ἀφοῦ εἶχα κάνει μερικὲς φορὲς τὸν
γύρο τῆς γκαρσονιέρας μου, ἄνοιξα τελικὰ τὴν μπαλκονόπορτα καὶ βρέθηκα στὸ μικρὸ μπαλκονάκι
μου ποὺ ἔβλεπε στὸν ἀκάλυπτο. Χάραζε, καὶ στὸ πορτοκαλόχρυσο φῶς τῆς αὐγῆς μποροῦσα νὰ δῶ
τὴν τόσο γνώριμη θέα, τὸ κλουβὶ μὲ τὰ πράσινα παπαγαλάκια τοῦ ἀπέναντι διαμερίσματος, τὴν
ἁπλώστρα τῆς φοιτήτριας ποὺ ἔμενε λίγο πιὸ πέρα, τὰ λεωφορεῖα ποὺ τὰ κρύσταλλά τους

72
ἀντανακλοῦσαν τὸν πρωινὸ ἥλιο. Ὄχι, δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξει καμμία ἀμφιβολία γιὰ τὸ ποὺ
βρισκόμουν...

Ξαναμπῆκα μέσα καὶ κάθισα στὸ κρεββάτι, ποὺ μὲ ὑποδέχτηκε μὲ τὸν, τόσο γνώριμο, στεναγμὸ
διαμαρτυρίας. Ἔπιασα τὸ κεφάλι μου μὲ τὰ δυό μου χεριὰ καὶ προσπάθησα νὰ ἀντιμετωπίσω τὸν
κυκεώνα ἀπὸ ἀσύνδετες σκέψεις ποὺ παρήλαυναν μὲ ταχύτητα πολυβόλου στὸ σαστισμένο μου μυαλὸ
ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερα. Ἡ θύμηση τῆς Ἀλέσσα ἔγινε ἕνας τρομερὸς πόνος ποὺ μοῦ ἔσκιζε τὰ σωθικὰ
θάβοντας ὁποιαδήποτε ἄλλη σκέψη ἢ συναίσθημα.

Ὁ πόνος δυνάμωνε, δυνάμωνε, δυνάμωνε... Ἡ ζάλη ξανᾶρθε καὶ οἱ σκέψεις, ἀπὸ τὶς πιὸ φρόνιμες καὶ
λογικὲς μέχρι τὶς πλέον τρελλές, διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη μὲ φρενήρη ταχύτητα. Ἔνοιωσα νὰ
βυθίζομαι στὴν παραφροσύνη ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μὲ πείραξε καθόλου. Τὸ ἴδιο τὸ σύμπαν δὲν γνωρίζει
καμμία λογικὴ καὶ τὰ ἄστρα χορεύουν τρελλοὺς χοροὺς χωρὶς μέτρο ἢ ρυθμό. Ἂς γινόμουν ἕνα μαζί
τους – γιατὶ ὄχι; Μία μόνο ἰδέα μὲ συγκράτησε ἀπὸ τὸ νὰ ὑποκύψω σὲ μία ὑστερικὴ ἀπάθεια ποὺ θὰ
μὲ ἀπήλλασε μία καὶ καλὴ ἀπὸ τὸν πόνο ποὺ γεννᾶ ἡ αὐταπάτη τῆς λογικῆς, ἡ ἰδέα πώς, ἂν ἔβαζα
τὰ δυνατά μου, ἦταν ἀκόμα δυνατὸ νὰ ξαναβρῶ τὸν ὑπόγειο παράδεισο ποὺ μὲ τόση ἀφροσύνη εἶχα
τολμήσει νὰ ἀμφισβητήσω. Ἂν ἤθελα νὰ ξαναδῶ τὸ φῶς τῆς καρδιᾶς μου, ἔπρεπε νὰ συγκρατηθῶ
καὶ νὰ σκεφτῶ λογικά.

Καὶ πρῶτα-πρῶτα, πῶς θὰ μποροῦσα νὰ ἑρμηνεύσω τὰ γεγονότα; Μέχρι κάποιου σημείου,


τουλάχιστον, μποροῦσα νὰ μαντέψω τὸ τὶ εἶχε συμβεῖ. Ὁ Κοῦλ μᾶς εἶχε ναρκώσει καί, μὲ κάποιο
τρόπο, εἶχε ἐκτελέσει τὴν ἐπιθυμία ποὺ εἴχαμε ἐκφράσει νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν τόπο μας. Μᾶς εἶχε
κάνει τὸ χατήρι, ἀλλὰ γιατὶ εἶχε ἐνεργήσει τόσο ἀπροειδοποίητα; Γιατὶ δὲν τὸ εἶχε συζητήσει μαζί
μας; Μήπως εἶχε χρειαστεῖ νὰ δράσει μυστικὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ Ράτσα, γιὰ τὴν δική
μας προστασία; Μήπως ἁπλῶς μᾶς δοκίμαζε γιὰ νὰ δεῖ ἂν προτιμᾶμε τὸν δικό μας Κόσμο ἢ τὸν δικό
του; Μήπως μᾶς παρακολουθοῦσε μὲ κάποιον τρόπο, ὁπότε θὰ μποροῦσα ἴσως νὰ ἔρθω σὲ ἐπικοινωνία
μαζί του; Καὶ ἡ ἐλπίδα αὐτὴ θὰ ἀποδεικνυόταν ἄραγε μία πηγὴ δύναμης ποὺ θὰ μὲ βοηθοῦσε νὰ
κατορθώσω τὸ ἀκατόρθωτο, ἢ μήπως ὁ καγχασμὸς τοῦ Ἀπείρου γιὰ τὸ ἀνθρωπάκι ποὺ τόλμησε νὰ
ἀμφισβητήσει τὰ κάγκελα τοῦ κελιοῦ του; Προσπάθησα νὰ ἀποφασίσω ἂν σκεφτόμουν συνετὰ ἢ
παραλογιζόμουν, μέχρι ποὺ ἔχασα κάθε ἔλεγχο τῶν σκέψεων καὶ τῶν πράξεών μου. Θὰ πρέπει νὰ
ἔφτασα στὸ ντελίριο γιατὶ, ὅταν συνῆλθα, ἤμουν γυμνὸς στὴν μπανιέρα μου μὲ τὸ κρύο νερὸ νὰ
τρέχει στὸ κεφάλι μου προκαλώντας μου ἀπέραντη ἀνακούφιση. Γιὰ τὸ πὼς εἶχα βρεθεῖ ἐκεῖ δὲν εἶχα
ἰδέα, θὰ πρέπει μᾶλλον νὰ ἦταν μία ἐνστικτώδης πράξη ἄμυνας. Ἔνοιωσα κάπως πιὸ δυνατὸς τώρα
καὶ μπόρεσα νὰ ἐπιβάλλω κάποια τάξη στὸ χάος τοῦ μυαλοῦ μου. Ἀποφάσισα ὅτι εἶχα χρέος στὸν
ἑαυτό μου νὰ προσπαθήσω νὰ διεκδικήσω μία δεύτερη εὐκαιρία, τώρα ποὺ γνώριζα γιὰ τὴν Κούφια
Γῆ καὶ θὰ μποροῦσα νὰ ἀφιερώσω καὶ ὅλη μου τὴ ζωή, ἂν χρειαζόταν, γιὰ νὰ τὴν ξαναβρῶ. Ἦταν
μάλιστα πολὺ πιθανὸ νὰ εἶχα βοήθεια καὶ ἀπὸ Αὐτούς, ἴσως ἀπὸ τὸν Κοῦλ καὶ σχεδὸν σίγουρα ἀπὸ
τὴν Ἀλέσσα μου. Ἔνοιωσα τὸ ἠθικό μου νὰ ἀναπτερώνεται. «Ναί,» μονολόγησα, «ὑπάρχει ἀκόμα
ἐλπίδα, ἀρκεῖ νὰ συγκρατηθεῖς καὶ νὰ ἐνεργήσεις μὲ σύνεση. Κάνε τώρα αὐτὸ ποὺ πρέπει, ἠρέμησε
καὶ ἔλα σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς δικούς σου. Τόσους μῆνες λείπεις, θὰ πρέπει νὰ βρεῖς μία καλὴ δικαιολογία
μαζὶ μὲ τὸν Λάκη...»

Μῆνες; Γιὰ μία στιγμή...

Μὰ τότε, ποιὸς πλήρωνε τὸ ἠλεκτρικό; Τὸ ψυγεῖο μου, τουλάχιστον, λειτουργοῦσε. Κι ἔπειτα, τὶ


γύρευαν τὰ πράγματά μου στὸ διαμέρισμα; ∆ὲν τὰ εἶχαν μαζέψει οἱ γονεῖς μου; ∆ὲν τὰ εἶχε
παραδώσει ὁ ἰδιοκτήτης, ποὺ θὰ τοῦ χρωστοῦσα τόσα νοίκια; Γιατὶ ἡ γιούκα στὴ γλάστρα δίπλα στὸ
κρεββάτι μου ἦταν καταπράσινη; Ποιὸς τὴν πότιζε;

Μία τρομερὴ ἰδέα πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλό μου, πολὺ τρομερὴ γιὰ νὰ τὴν ἐκφράσω μὲ λόγια.
Πετάχτηκα ἔξω ἀπὸ τὴν μπανιέρα, γλίστησα καὶ θὰ ἐσπαζα τὸ κεφάλι μου ἂν δὲν προλάβαινα νὰ
ἁρπαχτῶ ἀπὸ τὸ πόμολο τῆς πόρτας. Σηκώθηκα ὅπως-ὅπως καὶ ἔτρεξα στὸ γραφεῖο μου. Ἐκεῖ, ποὺ
βρισκόταν ἕνα ἠλεκτρονικὸ ξυπνητήρι.

73
Ἕνα ξυπνητήρι ποὺ ἔδειχνε ἐπιπλέον ἡμέρα καὶ μήνα. Κοίταξα...

∆εκαπέντε Αὐγούστου, ἑπτὰ καὶ τρία λεπτὰ πρωινὴ ὥρα. Μὰ ναί, ἦταν τὸ πρωινὸ ποὺ εἴχαμε
ξεκινήσει, ἢ ποὺ θὰ ξεκινούσαμε, τὴν ἀπόπειρα διεισδύσης στὸ ἐσωτερικό της Γῆς, ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ
μοναστήρι στὸν Ὑμηττό...

Γιὰ δεύτερη φόρα ἐκεῖνο τὸ ἐφιαλτικὸ πρωινό, τὰ ἄστρα μὲ προσκάλεσαν νὰ ἑνωθῶ μαζί τους στὸν
ἀτέλειωτο χορό τους ποὺ περιγελᾶ βουβὰ κάθε λογικὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ σκαρφιστεῖ ἡ ὁποιαδήποτε
ἀσήμαντη, θνητὴ ὀντότητα καὶ γιὰ δεύτερη φόρα τοὺς τὸ ἀρνήθηκα.

Κάλυψα τὰ μάτια μου μὲ τὶς παλάμες μου σὲ μία μάταιη ἀπόπειρα νὰ κλάψω. Μίσησα τὸν ἑαυτό
μου ποὺ δὲν ἔχυσε οὔτε δάκρυ.

Μὴ μπορώντας νὰ βρῶ καταφύγιο στὴν τρέλλα ἢ στὸ κλάμα, ξανάνοιξα τὰ μάτια μου καὶ
προσπάθησα νὰ ἀντιμετωπίσω τὴν ἐξωφρενικὴ πραγματικότητα. Ἁρπάχτηκα ἀπὸ τὴν ἰσχνὴ ἐλπίδα
νὰ διαψεύσω τὸ πιστό μου ξυπνητήρι, δῶρο τῶν γονιῶν μου ὅταν ἐγκαταστάθηκα στὴν Πρωτεύουσα
ξεκινώντας τὴ φοιτητική μου σταδιοδρομία καί, ταυτόχρονα, διακριτικὴ ὑπενθύμιση ἐκ μέρους τους
ὅτι ἡ ἐπιτυχία στὴν ζωή μου περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν καλή μου σχέση μὲ τὸν Χρόνο. Μὲ εἶχε
ξυπνήσει, οὔτε καὶ ξέρω πόσες φορὲς μέχρι τώρα, ὑπενθυμίζοντάς μου, χωρὶς περιστροφές, ὅτι εἶχε
ἔρθει ἡ ὥρα νὰ πιάσω τὸ βιβλίο ἢ νὰ πάρω τὸν δρόμο γιὰ τὸ Πανεπιστήμιο. Ποτέ του δὲν εἶχε
λαθέψει καὶ οὔτε μου εἶχε πέρασει ἀπ΄ τὸ μυαλὸ νὰ τὸ ἀμφισβητήσω, μὰ τώρα διψοῦσα καὶ γιὰ τὴν
πιὸ μικρὴ ἐλπίδα ὅτι μποροῦσα ἀκόμα νὰ βασίζομαι σὲ μία ἀντικειμενικὴ Πραγματικότητα, ἑνιαία
γιὰ ὅλα τὰ ὄντα. Ἔτσι, τηλεφώνησα στὴν ὑπηρεσία τοῦ ΟΤΕ ποὺ λέει τὴν ὥρα. Τὸ μόνο ποὺ
κατάφερα ἦταν νὰ διαπιστώσω ὅτι τὸ ξυπνητήρι μου πήγαινε ἕνα λεπτὸ μπροστά... Ξανακάθισα στὸ
κρεββάτι μου ποὺ δὲν παρέλειψε κι αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ τρίξει, φιλικὰ ἐλπίζω, καὶ ἔμεινα ἀρκετὴ ὥρα
ἔτσι, αὐτὴ τὴ φορὰ ἐντελῶς ἄδειος ἀπὸ κάθε σκέψη, ἀπὸ κάθε συναίσθημα. Κάποια στιγμὴ ὁ Ἥλιος
ποὺ ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ τρύπωσε ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ μὲ χτύπησε στὸ πρόσωπο. Τὶ ἠλίθιος ποὺ
ἤμουν νὰ πιστέψω ὅτι εἶχαν πέρασει ἕξι μῆνες ἀπὸ τὴν τελευταία φόρα ποὺ τὸν ἀντίκρυσα, σὲ ἕξι
μῆνες τὸ καλοκαίρι γίνεται καταχείμωνο ἐνῶ τώρα ὁ βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ ἐπεδείκνυε ὅλη του τὴν
δύναμη στὴν ἀφυδατωμένη Ἀθήνα.

«Κάνει τὸ νταή,» σκέφτηκα, «ἀλλὰ δὲν θὰ ἀργήσει πολὺ ἡ μέρα ποὺ θὰ ξυπνήσω καὶ θὰ βρῶ τὸν
ὁρίζοντα καλυμμένο μὲ σύννεφα. Τὴν ἑπόμενη μέρα θὰ ἔχει ἴσως καὶ πάλι καύσωνα, ἀλλὰ τὸ
καλοκαίρι δὲν θὰ εἶναι πλέον τὸ ἴδιο, μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν πρώτη συννεφιασμένη αὐγή, ὅπως
συμβαίνει μὲ τὴν πρώτη ρυτίδα στὸ μέτωπο τοῦ ἐφήβου ἢ τὴν πρώτη ἄσπρη τρίχα στὰ μαλλιὰ ἑνὸς
νέου. Ὁ Χρόνος δὲν σταματᾶ, δὲν σέβεται οὔτε τὴν πιὸ ἱερὴ στιγμή, οὔτε τὴν μεγαλύτερη
Ἀποκάλυψη, καὶ ἔκανα τὴν ἀναπόφευκτη σύγκριση τοῦ κύκλου τῆς ζωῆς μου μὲ τὴν ἀλληλουχία τῶν
τεσσάρων Ἐποχῶν τοῦ ἔτους. Ἐγὼ βρισκόμουν μόλις στὴν ἀρχὴ τοῦ δικοῦ μου καλοκαιριοῦ καὶ
μποροῦσα νὰ ἐλπίζω σὲ πολλά, ὄμορφα χρόνια πλήρους ἀκμῆς, μέχρι νὰ σημάνει ἡ ὥρα ποὺ καὶ ἡ
ζωή μου θὰ ἔμπαινε στὸ φθινόπωρό της. Ἡ ἄνοιξη ὅμως, αὐτὴ ἡ μαγικὴ περίοδος τῆς ξεγνοιασιᾶς
καὶ τῆς ἄκοπης ἀνάπτυξης, ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ ἐφηβεία μεταλάσσει μὲ ἀργοὺς καὶ γλυκοὺς ρυθμοὺς στὴν
διεκδίκηση τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ τὴν καταξίωση, εἶχε πέρασει γιὰ μένα ὁριστικά. Συνειδητοποίησα
μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι ἂν καὶ οἱ μεγάλες χαρὲς τῆς ζωῆς μου ἦταν ἀκόμη μπροστά, κάτι τὸ
πολὺ σημαντικὸ εἶχε γιὰ πάντα χαθεῖ, ἀφήνοντας πίσω του ἕνα κενὸ ποὺ θὰ πάσχιζα μάταια νὰ
καλύψω μὲ χρήματα καὶ κατακτήσεις. Ἀλλὰ πάλι, γιὰ μένα ὁ Ἕνας καὶ Μοναδικὸς Χρόνος εἶχε
μετασχηματισθεῖ σὲ ἕνα πλῆθος ἀπὸ χρόνους ποὺ ὁ καθένας τους ἀναιροῦσε τοὺς ὑπολοίπους. Ἴσως,
πρὶν ἀκόμα σωθεῖ ὁριστικὰ ὁ δικός μου χρόνος, νὰ διασταυρωνόμουν ξανὰ μὲ κάποιον ἄλλο, μακρινὸ
ἀλλὰ γνώριμο, καὶ νὰ κατάφερνα νὰ ξεγλυστρίσω σὲ αὐτόν, σὰν τραῖνο ποὺ ἀλλάζει γραμμή. Ἡ
Ἀλέσσα θὰ μὲ περίμενε ἐκεῖ, νέα καὶ ὄμορφη ὅσο πότε, καὶ θὰ σμίγαμε γιὰ πάντα, ὄχι πλέον ἕρμαια
ἀλλὰ ἀφέντες τῆς Μοίρας μας.

Ἀπότομα ὅπως εἶχε ἔλθει, ἡ ποιητικὴ διάθεση μὲ ἐγκατέλειψε καὶ ἄρχισα νὰ κλωθογυρίζω στὸ
μυαλό μου αὐτὰ ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Κοῦλ στὴν τελευταία μας κουβέντα. Μάντευα ὅτι κάπου ἀνάμεσα
στὰ λόγια του θὰ πρέπει νὰ κρυβόταν κάποια φράση κλειδί, ποὺ θὰ μὲ βοηθοῦσε νὰ κατανοήσω τὰ

74
ὅσα μου συνέβαιναν. «∆ὲν ὑπάρχει Κοίλη Γῆ» εἶχε ἀποφανθεῖ καὶ διαισθανόμουν ὅτι εἶχε πεῖ τὴν
ἀλήθεια. Ἀλλὰ τότε; «Τὶ νόημα ἔχει νὰ συζητᾶμε γιὰ τὸ σχῆμα τοῦ Πλανήτη ἂν ὑποθέσουμε ὅτι
ὑπάρχουν δέκα διαστάσεις, ὅταν ἐμεῖς γνωρίζουμε μόνο τρεῖς;» ∆έκα διαστάσεις! Κανένα ἀνθρώπινο
μυαλὸ δὲν εἶναι πλασμένο γιὰ κάτι τέτοιο, θὰ τρελλαινόταν ἀμέσως ἂν μποροῦσε νὰ τὶς συλλάβει
ἔστω καὶ γιὰ μία φευγαλαία στιγμή. Ἢ μήπως αὐτὸ εἶναι λάθος; Μήπως αὐτοὶ οἱ περιορισμοὶ
ἀφοροῦν μόνο τὴν Συνείδηση; Μήπως θὰ ἔπρεπε νὰ σταματήσω νὰ ταυτίζομαι μαζί της; Ὑπάρχουν
κι ἄλλα πράγματα στὸν ἀνθρώπινο νευρικὸ ἱστό, αἰνιγματικὰ μορφώματα ποὺ μοιραζόμαστε μὲ τὰ
ζῶα, πιὸ σκοτεινὰ βέβαια ἀπὸ τὴ Συνείδηση ἀλλὰ καὶ πιὸ ἀνθεκτικά. Θυμήθηκα τὸ δίλημμα ποὺ
μοῦ εἶχε θέσει: «Εἶμαι κάτοικος τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ Πλανήτη ἢ τοῦ μυαλοῦ σου;» Καὶ εἶχε
προσθέσει: «Ἐσὺ ἀποφασίζεις.» Βαθιὰ μέσα μου, ἄρχιζα νὰ κατανοῶ. Μόλις κατόρθωνα νὰ βρῶ τὴ
δύναμη θὰ κατέγραφα τὴν ἀπίστευτη περιπέτειά μου μὲ ὅσο πιὸ πολλὲς λεπτομέρειες μποροῦσα. Στὰ
χρόνια ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσαν θὰ ἀνέτρεχα ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ στὶς σημειώσεις μου καὶ θὰ ἐφερνα στὸ
νοῦ μου, ξανὰ καὶ ξανά, τὰ λόγια του φίλου μου. Ἴσως, μάλιστα, κάποια μέρα...

Μὰ πρὸς τὸ πάρον ἡ καρδιά μου ἦταν συντρίμμια. Θὰ ἔπρεπε νὰ μάθω νὰ ζῶ χωρὶς ἐκείνη ἀλλὰ θὰ
κρατοῦσα γιὰ πάντα τὴ μορφή της, τὴν ἁφὴ τῶν μακριῶν της μαλλιῶν, τὴν ἁπαλὴ μυρωδιὰ τοῦ
λαιμοῦ της. Καὶ πῶς νὰ κρατήσω τὴν εἰκόνα της, ὅταν ἡ θύμησή της μὲ ἔκαιγε σὰν ὀξύ; Ὡραῖα τὰ
εἶχε καταφέρει ὁ Κοῦλ!.. Μᾶς εἶχε στείλει πίσω, σώους καὶ ἀβλαβεῖς καὶ μᾶς εἶχε ἀφήσει ἀκέραιες
καὶ τὶς ἀναμνήσεις μας. Ἀλλὰ μὲ τὶ θυσία! ∆ὲν εἶχα πιὰ ταυτότητα, δὲν ἤμουν ἕνα πρόσωπο, ἤμουν
δύο, πολλοί... Ἔπρεπε ὅμως πάσῃ θυσία νὰ σταματήσω νὰ τὸ σκέφτομαι γιατὶ ὑπάρχουν πολὺ
χειρότερα πράγματα ἀπὸ τὴν παραφροσύνη.

Καὶ καλὰ θὰ ἔκανα νὰ σταματήσω ἐντελῶς νὰ παραπονιέμαι. Πίσω ἀπὸ τὴν χιμαιρικὴ ἀναζήτηση
τῆς Κούφιας Γῆς εἶχα ἀποζητήσει τὴν Μύηση, καὶ μοῦ εἶχε δοθεῖ. Τώρα πλήρωνα τὸ τίμημα, καὶ
ἀφοῦ δὲν εἶχα σπάσει ἀκόμα, μᾶλλον θὰ τὰ κατάφερνα τελικά. Στὴ σκέψη αὐτὴ ἕνα ἀπρόσμενο
κύμα αἰσιοδοξίας μὲ κατέκλυσε, ζεστὸ σὰν τὸν Αὐγουστιάτικο Ἥλιο. Μισοδιαισθανόμουν καὶ
μισοκατανοοῦσα ὅτι ἡ ὀπτικὴ γωνία ποὺ θὰ ἐπέλεγα γιὰ νὰ δῶ καὶ νὰ ἑρμηνεύσω τὴν περιπέτειά μου
θὰ καθόριζε καὶ τὸ μέλλον μου, καὶ κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὲ συμβουλεύσει σ΄ αὐτό. Ἦταν μία
ἀπόλυτα προσωπικὴ ἐπιλογὴ καὶ τὸ σύμπαν θὰ ἀνταποκρινόταν σ΄ αὐτήν. Ἔπρεπε εἴτε νὰ δεχτῶ ὅτι
εἶχα ζήσει μία συγκλονιστικὴ κι ἀλλόκοτη περιπλάνηση σὲ ἕναν ἄλλο Κόσμο καὶ μετά, μὲ κάποιο
τρόπο, εἶχα ταξιδέψει πίσω στὸ Χρόνο κουβαλώντας μαζί μου καὶ τὶς ἀναμνήσεις τῆς ἐμπειρίας μου
εἴτε ὅτι ὅλα ἦταν ἕνα ὄνειρο ποὺ εἶχα ὀνειρευτεῖ ἀπὸ χθὲς μέχρι σήμερα, ὁπότε θὰ συνέχιζα νὰ ζῶ
τὴν ζωούλα μου χωρὶς νὰ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ ἀλλάξω τίποτα σ΄ αὐτή. Καὶ γιατί ὄχι; Γιατὶ νὰ
μὴ δεχόμουν ὅτι ἦταν μόνο ἕνα ἔντονο ὄνειρο καὶ τίποτα περισσότερο; Ὁ Κοῦλ θὰ μποροῦσε νὰ
ἀντιπροσωπεύει τὸ Ὑπερεγώ μου καὶ ἡ Ἀλέσσα νὰ εἶναι ἁπλὰ ἕνα σύμβολο τῆς Ἄνιμα πού, ἀπ΄ ὅτι
λένε οἱ ψυχολόγοι, κρύβουμε ὅλοι μέσα μας.

Ἀλλὰ καθὼς ἔκανα αὐτὲς τὶς σκέψεις τὸ σαγόνι μου ἄρχισε νὰ συσπᾶται ἀνεξέλεγκτα καὶ τὰ μάτια
μου γέμισαν ἀπὸ τὰ πολυπόθητα δάκρυα. Ἔτρεξα ἀμέσως στὸ μπάνιο καὶ ἦρθα ἀντιμέτωπος μὲ τὸν
Καθρέφτη. Τρέμοντας ἀπὸ ὀργὴ μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, τοῦ ἔδωσα φωναχτὰ μία ὑπόσχεση,
μιλώντας μὲ τὸ περιφρονητικὸ ὕφος ποὺ θὰ ἐπεφύλασσα καὶ γιὰ τὸν Ὑπουργὸ Παιδείας ἐὰν ποτὲ μοῦ
δινόταν ἡ δυνατότητα νὰ τοῦ πῶ ἕνα χεράκι. Κατάλαβα ὅτι στὰ χρόνια ποὺ θὰ ἔρχονταν θὰ
χρειαζόταν νὰ ἔρθω ξανὰ καὶ ξανὰ ἀντιμέτωπος μὲ τὸν ἑαυτούλη μου καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ βολικὲς
ἐξηγήσεις, σὲ μία μονομαχία διάρκειας ποὺ θὰ ἔκρινε τὸ μέλλον μου. Μία μονομαχία ποὺ
ἐγκαινιάστηκε μὲ τὴν πολεμική μου διακήρυξη.

«Ἄκου νὰ σοῦ πῶ, δειλέ, θέλω νὰ καταλάβεις ὅτι ἀγαπῶ τὴν Ἀλέσσα καὶ τὸν Κόσμο της. ∆ὲν ξέρω
τὸ πῶς, ἀλλὰ οἱ καρδιές μας παραμένουν ἀκόμα ἑνωμένες καὶ δὲν θὰ σοῦ ἐπιτρέψω ποτὲ πιὰ νὰ
προδώσεις αὐτὴ τὴν ἀγάπη μὲ τὶς γελοῖες ἀμφιβολλίες σου. Πρόσεξε κακομοίρη μου γιατὶ εἶμαι
ἱκανὸς νὰ κατεβάσω μονορούφι ἕνα ποτήρι βενζίνη. Ἐγὼ δὲν ἔχω πιὰ πολλὰ πράγματα νὰ χάσω καὶ
θὰ ἔχω τὴ χαρὰ νὰ σὲ βλέπω νὰ ψοφολογᾶς βγάζοντας ἀπὸ τὸ στόμα σου ἀφρούς. Κατάλαβες;...»
Ἅπλωσα τὸ χέρι μου στὰ τυφλά, γράπωσα ἕνα μπουκάλι, δὲν ξέρω τὶ ἀκριβῶς, καὶ τὸ ἐκσφενδόνισα
μὲ ὅλη τη δύναμη στὸν καθρέφτη. Ἀστόχησα, καὶ τὸ μπουκάλι διαλύθηκε στὸν τοῖχο δημιουργώντας
ἕνα μεγάλο λεκὲ ἀπὸ ὅπου δεκάδες σταγόνες ἄρχισαν νὰ κυλοῦν ἀργὰ πρὸς τὸ πάτωμα.

75
Νοιώθοντας ξαλαφρωμένος ἀλλὰ καὶ κάπως γελοῖος, ἐπέστρεψα στὸ δωμάτιό μου. Γιὰ μία ἀκόμα
φορὰ πρόβαλλε ἐπιτακτικὰ ἡ ἀνάγκη νὰ πάρω ἄμεσες ἀποφάσεις γιὰ τὴν πορεία ποὺ θὰ
ἀκολουθοῦσα, πράγμα ὅμως ποὺ δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο. Ἔνοιωθα τὸ μυαλό μου μουδιασμένο καὶ
ἀνίκανο νὰ συγκεντρωθεῖ στὸν κυκεώνα ἀπὸ ἰδέες, ἀποφάσεις καὶ συμπεράσματα ποὺ διεκδικοῦσαν
τὴν προσοχή μου. Ἕνα μόνο μετροῦσε γιὰ μένα ἐκείνη τὴν ὥρα, ὁ ἀπέραντος πόνος ποὺ μοῦ γεννοῦσε
ἡ ἀπώλεια τῆς Ἐδὲμ στὴν ὁποία βρισκόμουν μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο, καὶ ὅπου εἶχα ἀφήσει Αὐτὴ ποὺ
τώρα αἰσθανόμουν τόσο πολὺ κοντά μου ἐνῶ ἤξερα πὼς ὁλόκληρο τὸ σύμπαν εἶχε μπεῖ ἀνάμεσά μας.
Ἀλέσσα! Γιὰ μία ἀκόμα φορὰ ἀναρωτήθηκα γιὰ τὶ μπορεῖ νὰ ἦταν. Ἢ, μᾶλλον, τὶ μπορεῖ νὰ ἦταν
γιὰ μένα. Μία προβολὴ τοῦ Ὑποσυνείδητου μου ἢ ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα, ὅπως ἐγώ; Ἀλλὰ
ἀμφέβαλλα ἂν εἶχε κάποια ἀξία αὐτὸς ὁ διαχωρισμός. Ἐγὼ τὶ ἤμουν, σὲ τελικὴ ἀνάλυση; Τὶ
ὁμοιότητες εἶχα μὲ τὸν ἑαυτό μου τῶν δέκα χρόνων, γιὰ νὰ μὴν πῶ μὲ τὸν ἑαυτό μου μέχρι πρὶν
λίγες μέρες πρίν, ἢ ἀκόμα καὶ λίγες στιγμὲς νωρίτερα; Θὰ ἤμουν ἄραγε ὁ ἴδιος ἂν κάποιος μοῦ
ἔπαιρνε ὅλες τὶς ἀναμνήσεις μου ἢ ἂν θὰ εἶχα μεγαλώσει σὲ κάποιο ἄλλο, διαφορετικὸ περιβάλλον;
Ἐρωτηματικὰ ποὺ μὲ εἶχαν ἀπασχολήσει καὶ ἄλλοτε, μόνο ποὺ τότε μποροῦσα ἀκόμα νὰ τοὺς
κρυφτῶ στὴν παλιά, καλὴ καθημερινότητα καὶ νὰ ἔχω τὴν πολυτέλεια νὰ παίζω μαζί τους κατὰ
βούληση, πιστεύοντας ὅτι ἀφοροῦν μόνο θεωρητικὲς καταστάσεις. Μὰ νὰ ποὺ τώρα εἶχα ἀποτολμήσει
νὰ περιπλανηθῶ μακριὰ ἀπὸ τὸν Κόσμο μου καὶ τὰ ἐρωτηματικὰ αὐτὰ κόντευαν νὰ μὲ κάνουν
κομμάτια. Καὶ μᾶλλον αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἡ σωστὴ πορεία, νὰ κομματιαστῶ σὲ πολλὰ
«πιστεύω», σὲ πολλὲς ἀντικρουόμενες ἐκδοχὲς τῆς πραγματικότητας, ὥστε νὰ μπορέσω νὰ
διεκδικήσω μία νέα ἑνότητα, πέρα ἀπὸ τὶς λέξεις. Κάποτε εἶχα διαβάσει ἕνα ἐκλαϊκευμένο βιβλίο γιὰ
τὴν Θεωρία τῆς Ἀπροσδιοριστίας καὶ θυμόμουν ὅτι ὅταν ἕνα σωματίδιο κάνει ἕνα κβαντικὸ ἅλμα
ἀντιμετωπίζει μία σειρὰ ἀπὸ πιθανὲς καταστάσεις καὶ ἀπαιτεῖται κάποιος «παρατηρητής» γιὰ νὰ
«ἀποφασίσει» ποιὰ ἀπὸ αὐτὲς θὰ ἰσχύσει σὰν «πραγματική», ὥστε τὸ σωματίδιο νὰ μπορέσει νὰ
προχωρήσει ἀπὸ τὸ Παρὸν πρὸς τὸ Μέλλον. Τότε μοῦ εἶχαν φανεῖ ὅλα μπερδεμένες θεωρίες ἀλλὰ
τώρα τὸ σωματίδιο ἤμουν ἐγὼ καὶ τὸ κβαντικὸ ἅλμα εἶχε γίνει δυὸ φορές, μία πρὸς κάποιον ἄλλο
Κόσμο καὶ μία πρὸς τὰ πίσω, στὸν Κόσμο ἀπὸ ὅπου εἶχα ξεκινήσει. Καὶ ἔπρεπε ἐγὼ νὰ παίξω καὶ τὸν
ρόλο τοῦ παρατηρητῆ καὶ νὰ ἀποφασίσω σὲ ποιὸ ἀπὸ τὰ πιθανὰ μέλλοντα θὰ συνέχιζα ἀπὸ δῶ καὶ
πέρα. Ἡ προοπτικὴ μὲ γέμισε μὲ δέος καὶ ἔνοιωσα ὅτι κάτι τέτοιο ἦταν πολὺ πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις
μου.

Ἀλλὰ ὑπῆρχε καὶ κάποιος ἄλλος συσχετισμός, μία πιὸ παλιὰ ἀνάμνηση ποὺ γραντζουνοῦσε τὸ πίσω
μέρος τοῦ κεφαλιοῦ μου, καὶ φαινόταν νὰ δένει μὲ περίεργο τρόπο μὲ τὴν ὅλη κατάσταση.
Χρειάστηκε νὰ σκαλίσω γιὰ λίγο μέχρι νὰ ἀναδυθεῖ στὸ μυαλό μου ἡ «Φαντασία», τὸ γνωστὸ
ἀριστουργηματικὸ καρτοῦν τοῦ Ντίσνεϋ ποὺ εἶχε ἀποσπάσει τόσα καὶ τόσα βραβεῖα στὸ παρελθόν.
Ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας φορὰ ποὺ τὸ εἶχα δεῖ κάτι μὲ εἶχε ἐνοχλήσει ἔντονα, κάτι ποὺ δὲν εἶχα
μπορέσει, ἢ δὲν εἶχα θελήσει, νὰ προσδιορίσω μέχρι τώρα. Τώρα καταλάβαινα ὅτι αὐτὸ τὸ «κάτι»
ἦταν οἱ ζωντανὲς φλόγες ποὺ χόρευαν μὲ πολλὴ χάρη στὸ ρυθμὸ τῆς μουσικῆς καὶ ἑνωνόταν σὲ μία
μεγάλη, ἑνιαία φλόγα γιὰ νὰ χωριστοῦν ξανὰ μὲ ἀνεμελιὰ σὲ πολλὲς μικρὲς φλογίτσες, χωρὶς νὰ
διατηροῦν κάποια συγκεκριμένη ἀτομικὴ ὑπόσταση. Καὶ συνειδητοποιοῦσα ὅτι ἦταν αὐτὴ ἡ πρωτεϊκὴ
ἐναλλαγὴ ποὺ εἶχε κάνει τότε τὸ στομάχι μου νὰ σφιχτεῖ, ἴσως γιατὶ εἶχε μιλήσει στὶς κληρονομικές
μου μνῆμες, τὶς θαμμένες στὰ βάθη τῶν ἐνστίκτων μου. Καὶ νὰ ποὺ τώρα ἐγὼ κι ἡ Ἀλέσσα
χορεύαμε, ἐκόντες-ἄκοντες, ἕνα παρόμοιο, ἀπόκοσμο χορὸ ποὺ μποροῦσε εἴτε νὰ μᾶς ἑνώσει σὲ μία καὶ
μόνη ὀντότητα, μὲ μένα νὰ μένω στὸ φῶς τῆς Συνείδησης κι αὐτὴ νὰ κρύβεται στὰ σκοτάδια τοῦ
Ἀσυνειδήτου, εἴτε νὰ μᾶς χωρίσει σὲ δυὸ διαφορετικὰ ὄντα, ἑνωμένα μόνο μὲ τὰ δεσμὰ τῆς ἀγάπης.
Καὶ ἀντιλήφθηκα τὸ κολοσσιαῖο ἔργο ποὺ εἶχα μπροστά μου ἂν ἤθελα νὰ προχωρήσω πιὸ πέρα, τὸ
νὰ μπορέσω δηλαδὴ νὰ συλλάβω αὐτὴ τὴν ἐντελῶς νέα ἀντίληψη τῆς πραγματικότητας ὅπου ἐγὼ κι
αὐτή, ὁ Κοῦλ καὶ ὁ Λάκης, ἀκόμα καὶ ὁ καθηγητὴς τῆς Ἀναλυτικῆς Χημείας, δὲν ἔχουμε καμμία
ἀντικειμενικὴ ὑπόσταση πέρα ἀπὸ μία φευγαλέα ἀντανάκλαση στοὺς ἄπειρους χρόνους ποὺ ρέουν
ταυτόχρονα πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Αὐτὸ βέβαια ἦταν ἐντελῶς πέρα ἀπὸ τὶς δυνατότητες κάθε
ἀνθρωπίνου ὄντος ἀλλὰ μοῦ ἔμενε μία ἀρκετὰ βάσιμη ἐλπίδα. Ἤμουν σίγουρος πὼς κι ἄλλοι
ἄνθρωποι εἶχαν σκοντάψει στὰ ἴδια ἐρωτήματα στὸ διάβα τῶν αἰώνων. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς
ἁρπάχτηκαν τρομαγμένοι ἀπὸ μία καὶ μόνο «ἀπάντηση» καὶ κρύφτηκαν ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ἀλλὰ θὰ
ὑπῆρξαν καὶ λίγοι ποὺ τόλμησαν νὰ ποῦν ὅλη τὴν ἀλήθεια στὸν ἑαυτό τους. Θὰ πρέπει νὰ ζοῦν καὶ

76
τώρα κάποιοι ἀπὸ αὐτούς, κάποιοι ποὺ κατάφεραν νὰ βαδίσουν στὸ ἀδιανόητο κενὸ ἀνάμεσα στοὺς
ἑαυτοὺς καὶ τοὺς Κόσμους καὶ πού, δὲν μπορεῖ, θὰ ἔχουν ἀφήσει κάποια χνάρια, βιβλία-πινακίδες ἢ
μνημεῖα-φάρους, γιὰ νὰ καθοδηγοῦν αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ βαδίσουν στοὺς ἴδιους δρόμους.

Σὲ μένα ἔμενε νὰ ψάξω. Τώρα εἶχα μία ἰδέα γιὰ τὸ τὶ θὰ ἀναζητοῦσα καὶ ἡ ζωὴ ἦταν ἀκόμα
μπροστά μου.

Πῆρα τὸ στυλό μου καὶ τὸ μπλοκάκι ποὺ σημείωνα τὶς καθημερινές μου ὑποχρεώσεις μὲ τὴν ἰδέα νὰ
σκιτσάρω ἕνα γενικὸ περίγραμμα τοῦ προγράμματος ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσα ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, ἀλλὰ
ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν καθόλου ἁπλό. Μυριάδες συμβατικὲς ὑποχρεώσεις ἀνακατεύονταν μὲ
τὰ σχέδιά μου καὶ ἀνακάλυψα πὼς τουλάχιστον οἱ πιὸ ἐνθουσιώδεις ἀπὸ τὶς ἰδέες ποὺ κατέβαζα ἦταν
πρακτικὰ ἀνεφάρμοστες. Ἄτιμη κοινωνία, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνεις νὰ δραπετεύσουμε στὰ ὄνειρά μας!
Ἀλλὰ καμμία ἀράχνη δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι ἔφαγε ὅλα τὰ ἔντομα ποὺ πιάστηκαν στὸν ἱστό
της. Ἔτριξα τὰ δόντια μου: Ἐγὼ θὰ πάλευα, καὶ θὰ γλίτωνα. Μάλιστα!

Εἶχα ἀπορροφηθεῖ σὲ τέτοιο βαθμὸ κάνοντας σχέδια γιὰ σπάνια βιβλία καὶ ταξίδια στὴν Κεντρικὴ
Ἀσία καὶ τὴ Νότιο Ἀμερική, ποὺ ἔπαψα νὰ αἰσθάνομαι τὸν ἀνυπόφορο πόνο ποὺ μοῦ γεννοῦσε ἡ
ἀνάμνηση τῆς Ἀλέσσα καὶ κατάφερα βαθμιαῖα νὰ γίνω κύριος τοῦ ἑαυτοῦ μου. Τὸ μεγαλύτερο μέρος
αὐτῆς τῆς αἰσιόδοξης διάθεσης ἦταν βέβαια ἁπλὸ ντοπάρισμα ποὺ θὰ περνοῦσε ἀργότερα ἀλλὰ γιὰ
τὴν ὥρα μοῦ ἀρκοῦσε. Ὁ ἐνθουσιασμὸς καὶ τὸ μαχητικό μου πνεῦμα ὅλο καὶ φούντωναν ὅσο περνοῦσε
ἡ ὥρα, ὥσπου ἕνα παρατεταμένο χτύπημα τοῦ κουδουνιοῦ μου μὲ ἐπανέφερε ἀπότομα στὴν
πραγματικότητα. Πετάχτηκα ὄρθιος, πολὺ σοκαρισμένος γιὰ νὰ κάνω ὁτιδήποτε. Μέχρι ἐκείνη τὴ
στιγμὴ εἶχα ἀποφύγει ἔστω καὶ νὰ σκεφτῶ ὁποιαδήποτε ἐπαφὴ μὲ τὸν ἔξω κόσμο, πιστεύοντας κατὰ
βάθος ὅτι ἤμουν ἀκόμα συνδεδεμένος μὲ τοὺς Ἐκουαραλεμάνεν καὶ πώς, ὅσο παρέμενα ἀπομονωμένος,
ὑπῆρχε πάντα ἡ δυνατότητα νὰ γίνει κάτι καὶ νὰ ξαναβρεθῶ ἐκεῖ, ἔτσι δὲν εἶναι περίεργο ποὺ μοῦ
πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι αὐτὸς ποὺ χτυποῦσε δὲν θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν Κοῦλ, ποὺ εἶχε
λυπηθεῖ τὸ μαρτύριό μου κι ἐρχόταν νὰ μὲ πάρει πίσω. Νοιώθοντας τὴν καρδιά μου νὰ παίζει
ταμποῦρλο, σὰν νὰ μὲ εἶχαν πιάσει ἐπ΄ αὐτοφόρῳ νὰ ἀντιγράφω ἀπὸ τὰ σκονάκια ποὺ ἔκρυβα στὰ
μανίκια μου, πάτησα τὸ κουμπὶ τοῦ θυροτηλεφώνου καὶ ταυτόχρονα ἄνοιξα τὴν ἐξώπορτά μου κι
ἀφουγκράστηκα. Μπόρεσα ἔτσι νὰ ἀκούσω καθαρὰ τὰ βήματα τοῦ πρωινοῦ ἐπισκέπτη νὰ διασχίζουν
τὸν διάδρομο, τέσσερα πατώματα πιὸ κάτω, καὶ νὰ σταματοῦν μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἀσανσέρ. Ἀμέσως
μοῦ διαλύθηκε κάθε ἀμφιβολία γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ ἐπισκέπτη μου: Κανένας ἄλλος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ
εἶχε ξεκινήσει ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία, τὸν ἀδιόρθωτο φίλο μου Λάκη.

Γιὰ κάποιο λόγο τὸν εἶχα λησμονήσει ἐντελῶς, σὰν νὰ ἄνηκε κι αὐτὸς στὸν Ὑπόγειο Κόσμο, μαζὶ μὲ
τὸν Κοῦλ καὶ τὴν Ἀλέσσα. Ὁλότελα αἰφνιδιασμένος, ἄκουγα τὸ ἀσανσὲρ νὰ ἀνεβαίνει καὶ
σκεφτόμουν πυρετικά, προσπαθώντας νὰ ἀποφασίσω ποιὰ τακτικὴ θὰ ὑϊοθετοῦσα. Τὸ βασικὸ
δίλημμα ἦταν, γιὰ ἄλλη μία φόρα, τὸ ἂν ἡ ἐμπειρία μου ἦταν κατὰ ὁποιοδήποτε τρόπο ὑποκειμενική,
ὁπότε ὁ Λάκης δὲν θὰ ἤξερε τίποτα σχετικά, ἢ ἀντικειμενική, ὁπότε, ὁπότε...; Ἀποφάσισα ὅτι τὸ πιὸ
φρόνιμο θὰ ἦταν νὰ περίμενα τὴν δική τοῦ ἀντίδραση, ἀποφεύγοντας νὰ ἐκτεθῶ πρῶτος. Ἂς ἔκανε
αὐτὸς τὴν πρώτη κίνηση. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔπαιρνα αὐτὴ τὴν ἀπόφαση ἡ πόρτα τοῦ ἀνελκυστήρα
ἄνοιξε καὶ ἰδού! Ὁ πιὸ ὠχρὸς Λάκης ποὺ εἶχα δεῖ ποτὲ μου, μὲ σακκίδιο στὸν ὦμο καὶ ἰμιτασιὸν
ὀρειβατικὰ παπούτσια, ἔκανε τὴν ἐμφάνισή του. Μὰ βέβαια! Ἦταν ἡ μέρα ποὺ εἴχαμε ὁρίσει νὰ
πραγματοποιήσουμε τὸ μεγάλο μας ἐγχείρημα, κι ὁ φίλος μου εἶχε τιμήσει τὸ ραντεβού του... Ἡ
ζαλάδα μοῦ ξανᾶρθε ἀπότομα, πιὸ ἔντονη ἀπὸ ὅτι προηγουμένως ἀλλὰ κατάφερα νὰ τὴν κρύψω.

Μπῆκε ἀμίλητος καὶ κάθησε κάπως ἀπότομα στὸ κρεββάτι μου, ποὺ διαμαρτυρήθηκε μὲ ἕνα
θυμωμένο «σκρεεετς!» Ἐγὼ κάθισα ἀπέναντί του στὴν καρέκλα τοῦ γραφείου μου καὶ περίμενα,
ἀποφεύγοντας νὰ τὸν κοιτάξω στὰ μάτια. Μείναμε ἔτσι γιὰ λίγη ὥρα, χωρὶς νὰ μιλᾶμε. Ἔνοιωσα
ἀνακούφιση γιὰ αὐτή του τὴν ἀδράνεια, ποὺ μοῦ ἔδινε περισσότερο χρόνο γιὰ νὰ σκεφτῶ ἀλλὰ
ταυτόχρονα κατάλαβα ὅτι ὁ αὐτοέλεγχος ποὺ μὲ τόση προσπάθεια εἶχα κατακτήσει προηγουμένως,
εἶχε πάει περίπατο. Ἡ ζαλάδα ἐπανῆλθε καὶ ἔκανε τὸ μυαλό μου ἕνα μπερδεμένο κουβάρι ἀπὸ
πονεμένες μνῆμες, ἀνεφάρμοστες ἰδέες κι ἀναπάντητα ἐρωτηματικά, καὶ δὲν βοηθοῦσε καὶ πολὺ νὰ
βλέπω τὸν κολλητὸ νὰ καπνίζει ἀμίλητος χωρὶς νὰ κοιτάζει κὰν πρὸς τὸ μέρος μου. Αὐτὴ ἡ

77
αὐτιστική του ἐσωστρέφεια θὰ σήμαινε ἴσως κάτι ἐὰν ἐπρόκειτο γιὰ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο, ἀλλὰ
γιὰ τὸν Λάκη ἀποτελοῦσε μᾶλλον τυπικὴ συμπεριφορὰ καὶ συνήθως δὲν ὑποδήλωνε τίποτε
περισσότερο ἀπὸ ἁπλὴ ἀμηχανία. Τὸ εἶχε συνήθειο νὰ ἔρχεται ἀπρόσκλητος στὸ διαμέρισμά μου ἢ νὰ
μὲ παίρνει τηλέφωνο καὶ νὰ περιμένει ἀπὸ μένα νὰ κάνω κουβέντα, ἔτσι δὲν μποροῦσα νὰ βγάλω καὶ
πολλὰ συμπεράσματα γιὰ τὸ τὶ εἶχε στὸ μυαλό του αὐτὴ τὴ φορά, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἡ ζάλη
μου εἶχε ἐξελιχθεῖ σὲ κανονικὸ ψυχοσωματικὸ μπλὰκ ἄουτ καὶ πάλευα μὲ τὰ δόντια γιὰ νὰ μὴ
σωριαστῶ στὸ πάτωμα. ∆ιαπίστωνα ἀπὸ πρῶτο χέρι τὸ πόσο εἶναι ἀνυπόφορο γιὰ τὸ ἀνθρώπινο
μυαλὸ νὰ μὴν ὑπάρχει μία ἀπόλυτη, γραμμικὴ χρονικὴ ἀκολουθία σὰν πεδίο ἀναφορᾶς, καὶ σκέφτηκα
πικρόχολα ὅτι, τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ θὰ ἔπεφτε στὰ χέρια μου κάποιο διήγημα Ἐπιστημονικῆς
Φαντασίας μὲ θέμα τὰ ταξίδια στὸ Χρόνο, δὲν θὰ ἤμουν καὶ τόσο καλόβολος ἀναγνώστης.

Κι ὁ φίλος μου ὅμως δὲν φαινόταν νὰ εἶναι σὲ πολὺ καλύτερη κατάσταση, ἔτσι ὅπως κάπνιζε τὸ ἕνα
τσιγάρο μετὰ τὸ ἄλλο, κοιτάζοντας στὸ κενὸ σὰ χαμένος, καὶ συνειδητοποίησα πὼς ἀμφότεροι εἴχαμε
ἀνάγκη ἀπὸ λίγη χαλάρωση. Βολεύτηκα λοιπὸν πιὸ ἀναπαυτικὰ στὴν καρέκλα μου κι ἀποφάσισα νὰ
ἀφιερώσω λίγα λεπτὰ στὸ νὰ συλλογιστῶ κάπως πιὸ ὀργανωμένα τὴν ὅλη κατάσταση, τελικὰ ὅμως
ἀφαιρέθηκα καὶ κατέληξα νὰ χαζεύω τὴ θέα τοῦ καπνοῦ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ τσιγάρο τοῦ Λάκη. Τὸν
παρακολουθοῦσα νὰ ἀνεβαίνει λικνιστικὰ καὶ νὰ σχηματίζει ἕνα πεπλατυσμένο συννεφάκι μὲ
ἀκαθόριστο σχῆμα ποὺ ἁπλωνόταν ἀκόμη περισσότερο, μέχρι ποὺ χανόταν στὸ χῶρο, καὶ ἔπιασα τὸν
ἑαυτό μου νὰ κάνει κοσμικοὺς παραλληλισμοὺς ἀνάμεσα στὴν φύση τῆς πραγματικότητας καὶ στὸν
καπνὸ τοῦ τσιγάρου. Ἡ ἀτμόσφαιρα στὸ δωμάτιο ἔγινε κατὰ κάποιο τρόπο κολλώδης, οἱ στιγμὲς
διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη μὲ σουρεαλιστικὴ βραδύτητα καὶ χρειάστηκε νὰ καταβάλω προσπάθεια
γιὰ νὰ πείσω τὸν ἑαυτό μου νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ ἑτοιμάσει, ὅπως τὸ ἀπαιτοῦσε τὸ πρωτόκολλο, δυὸ
φραπέδες μὲ γάλα καὶ μπόλικα παγάκια. Ὅταν τὰ κατάφερα τελικά, ἀπόθεσα τὸν ἕνα δίπλα στὸν
Λάκη πού, περιέργως, οὔτε κὰν τοῦ ἔριξε μία ματιὰ καὶ συνέχιζε νὰ καπνίζει ἀρειμανίως μὲ τὸ
βλέμμα πάντα στὸ κενό. Ἦταν ὁλοφάνερο ὅτι κάτι τὸν ἔτρωγε, καὶ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἴδια
ἐμπειρία ποὺ εἶχα ζήσει κι ἐγὼ ἀλλὰ θὰ μποροῦσε καὶ νὰ εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀναποφασιστικότητά του νὰ
ξεκινήσει τὴν ἐκτέλεση τοῦ σχεδίου ποὺ εἴχαμε καταστρώσει. Εἶχε μεγάλη σημασία τὸ τὶ ἀπὸ τὰ δυὸ
συνέβαινε ἀλλά, γιὰ κάποιο περίεργο λόγο, ἔνοιωσα νὰ ἀδιαφορῶ πλήρως καὶ σύντομα
ξαναπορροφήθηκα ἀπὸ τὶς καμπύλες τοῦ καπνοῦ καὶ τὶς ὑποτιθέμενες σχέσεις τους μὲ τοὺς κρυμμένους
νόμους τοῦ σύμπαντος. Πέρασε ἔτσι κάμποση ὥρα, μέχρι ποὺ μὲ ἔπιασε ἄγχος ὅτι ὁ φράπες μου
ζεσταινόταν καὶ σύντομα δὲν θὰ πινόταν πιά, ὅταν ὅμως προσπάθησα νὰ κατεβάσω μία γουλιὰ ἡ
μυρωδιὰ τοῦ καφὲ μοῦ ἔφερε ἀμέσως ναυτία κι ἔτσι τὸν ξανάφησα κάτω. Κατέγραψα χωρὶς σχόλια
τὸ πόσο ἀλλόκοτη ἦταν αὐτὴ ἡ ἀντίδραση τοῦ στομαχιοῦ μου στὸν ἀπαραίτητο πρωινὸ φραπὲ καὶ
ἄρχισα πάλι νὰ περιεργάζομαι τὸν Λάκη, τὸ τσιγάρο του καὶ τὰ σχήματα τοῦ καπνοῦ. Θὰ πρέπει νὰ
ἤμουν ἀρκετὰ κοντὰ στὴ Νιρβάνα ὅταν, ἐντελῶς ξαφνικά, ὁ ἐγκέφαλός μου ξέφυγε ἀπὸ τὴ χαύνωση
καὶ ξανάρχισε νὰ σκέπτεται φυσιολογικά. Ὑπῆρχε κάτι τὸ ἀταίριαστο στὴν ἐμφάνιση τοῦ φίλου μου,
κάτι ποὺ εἶχα καταγράψει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἀλλά, σαστισμένος ὅπως ἤμουν ἀπὸ τὸ σὸκ τῆς
ξαφνικῆς του ἐπίσκεψης, δὲν τοῦ εἶχα δώσει τὴν πρέπουσα σημασία. Τώρα ποὺ τὸν κοίταζα πιὸ
χαλαρά, πρόσεξα τὰ γένια δύο ἡμερῶν στὰ μάγουλα καθὼς καὶ τὰ γνωστὰ μπιμπίκια στὸ μέτωπό
του καὶ θυμήθηκα τὸ πόσο πολὺ περιποιόταν τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τότε ποὺ τά ‘χε φτιάξει μὲ τὴν
ξανθιὰ Ἐκουαραλεμάνεν, βοηθούμενος φυσικὰ ἀπὸ τὴν ὑπέροχη τεχνολογία τῆς ὑπόγειας Φυλῆς. Μὲ
ἀλοιφὲς καὶ ἀποστάγματα εἶχε καταφέρει νὰ κάνει ἕνα λεῖο καὶ ροδαλὸ προσωπάκι χωρὶς ἴχνος
μπιμπικιοῦ ἐνῶ δὲν παρέλειπε νὰ ξυρίζεται κάθε πρωὶ χρησιμοποιώντας, ὅπως κι ἐγώ, ἕναν κύλινδρο
καλυμμένο μὲ κάποιο ὀργανικὸ ὑλικὸ ποὺ ξεκολλοῦσε ἀνώδυνα τὰ γενιά. Τότε; Τὶ συμπέρασμα
μποροῦσε νὰ βγεῖ ἀπὸ αὐτό;

Ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα ξανάρχισα νὰ κλίνω περισσότερο πρὸς τὴν ἐκδοχὴ νὰ ἦταν ἡ ὅλη ἱστορία μία
φαντασίωσή μου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀρκοῦσε νὰ φέρω μία στιγμὴ στὴ σκέψη μου τὴν Ἀλέσσα γιὰ νὰ
πλημμυρίσει τὸ μυαλό μου ἀπὸ ἕνα σωρὸ ὁλοζώντανες λεπτομέρειες ὅπως τὸ σχῆμα τῶν χεριῶν της,
τὸ γουργουριστό της γέλιο, τὸν τρόπο ποὺ ρουφοῦσε τοὺς χυμούς της, τὸ ζεστὸ χάδι της... «Ὄχι
ἀγοράκι μου», εἶπα στὸν ἑαυτό μου τελικά. «Ὑποκειμενικότητα καὶ ἀντικειμενικότητα εἶναι δύο ἐξ
ἴσου λαθεμένες ἐπιλογὲς καὶ ὅποια ἀπὸ τὶς δυὸ καὶ νὰ διαλέξεις θὰ χάσεις τὴ μισὴ ἀλήθεια. Ἔχεις
μπλέξει, ὅπως τόσοι καὶ τόσοι ἄλλοι ἄνθρωποι, σὲ ἕνα ψευτοδίλημμα ποὺ δημιουργεῖται ὅταν
προσπαθεῖς νὰ χρησιμοποιήσεις σχετικὲς ἐκφράσεις τῆς καθημερινότητας, ὅπως τὸ «ἀληθινό» καὶ τὸ

78
«ψεύτικο» σὰν νὰ εἶναι ἀπόλυτοι, μαθηματικοὶ ὅροι. Πρέπει νὰ ἐφεύρεις μία νέα Γλώσσα ποὺ νὰ
μπορεῖ νὰ περιγράψει αὐτὰ ποὺ ἔζησες, καὶ ἴσως αὐτὰ ποὺ ἔχουν ζήσει ἐπίσης ἑκατομμύρια ἄλλοι
ἄνθρωποι. Τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμία τέτοια Γλώσσα πρέπει νὰ εὐθύνεται γιὰ ὅλο αὐτὸ τὸ φοβερὸ
μπέρδεμα παγκοσμίως, μὲ τὶς ἀναρίθμητες ἀντικρουόμενες θεωρίες καὶ σέκτες. Μὴν πέσεις κι ἐσὺ
στὴν ἴδια παγίδα. Χαλάρωσε τώρα, οἱ ἀπαντήσεις θὰ ἔρθουν ἀργότερα, θὰ κερδηθοῦν μὲ κόπο ἀπὸ
τὴν ἔρευνα ποὺ θὰ κάνεις. Πρὸς τὸ πάρον ἀρκέσου ἁπλὰ νὰ καταγράψεις ὁτιδήποτε σοῦ συνέβη καὶ
σοῦ συμβαίνει ἀκόμα, ἂν θέλεις ποτὲ νὰ τὴν ξαναδεῖς.» Ὡραῖα λοιπόν, θὰ τὰ παρατοῦσα πρὸς τὸ
παρὸν καὶ θὰ ἄρχιζα νὰ κρατῶ σημειώσεις. Ξαφνικὰ μοῦ κατέβηκε ἡ ἰδέα νὰ δημοσιεύσω τὴν ὅλη
ἱστορία, μὲ τὴν δομὴ μάλιστα φανταστικῆς ἱστορίας. Ἴσως κάποιοι νὰ πρόσεχαν τὴν ἱστοριούλα καὶ
νὰ ἐπιδίωκαν νὰ ἔρθουν σὲ ἐπαφὴ μαζί μου. Ὅσο τὸ συλλογιζόμουν τόσο μοῦ ἄρεσε ἡ ἰδέα ἂν καί,
σκέφτηκα μὲ ἕνα πικρὸ χαμόγελο, οἱ περισσότεροι ποὺ θὰ μὲ διάβαζαν δὲν θὰ ἔβγαζαν γρὶ ἀπὸ αὐτὴ
τὴν μπερδεμένη ὑποθέση. Καλὰ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ τὶ ἔπρεπε νὰ γίνει τώρα; Βασάνισα γιὰ λίγο τὸ
μυαλουδάκι μου καὶ ξαφνικά μου ἦρθε μία ἔκλαμψη.

Μὰ βέβαια, ἦταν προφανές, πῶς δὲν τὸ εἶχα σκεφτεῖ νωρίτερα;

Ὁ Λάκης, ὁ Λάκης εἶχε ἔλθει γιὰ νὰ ἀνέβουμε στὸν Ὑμηττο, νὰ ξεκινήσουμε τὴν ἀναζήτησή μας.
Ὅλα θὰ ξανάρχιζαν ἀπὸ τὴν ἀρχή! Μόνο ποὺ τώρα εἶχα καὶ τὴν πολύτιμη πείρα, ἀφοῦ ἤξερα τὶ θὰ
συναντούσαμε. Ἄρχισα νὰ σκέφτομαι τὸ ποσὸ πιὸ ὁμαλὰ θὰ διαμορφωνόταν ἡ περιπέτειά μας,
φανταζόμουν τὴν ἔκπληξη τοῦ Ἐφημέριου - Φύλακα ὅταν θὰ τοῦ ὑπεδείκνυα πρῶτος ἐγὼ τὸ ποὺ
κρυβόταν ὁ μηχανισμὸς ποὺ ἄνοιγε τὴν εἴσοδο γιὰ τὴν ὑπόγεια γαλαρία καὶ γελοῦσα μὲ τὴν
ἀναμενόμενη ἀμηχανία τοῦ Κοῦλ, ὅταν θὰ τοῦ φανέρωνα ἕνα σωρὸ πράγματα σχετικὰ μὲ τὸν Κόσμο
του. Ἡ μονομαχία μου μὲ τὸν Μάγο θὰ ἦταν τώρα πολὺ πιὸ εὔκολη, χωρὶς τὰ ταπεινωτικὰ
χτυπήματα ἀπὸ τὸ παλιοραβδί του, ἀφοῦ ἤξερα πλέον τὴν πηγὴ τῆς δύναμής μου καὶ θὰ τὸν διέλυα
ἀμέσως, χωρὶς νὰ τοῦ δώσω καιρὸ νὰ ἐπιτεθεῖ. Τὸ πιὸ ὡραῖο ὅμως ἦταν ὅταν θὰ συναντιόμουν μὲ
τὴν Ἀλέσσα, θὰ τὴν ἅρπαζα στὴν ἀγκαλιά μου, θὰ τὴν κοίταζα στὰ μάτια καὶ θὰ τῆς ἔλεγα:
«Κούκλα μου, δὲν μὲ ξέρεις ἀκόμα ἀλλὰ ἡ Μοίρα μᾶς ἐπιφυλάσσει νὰ γνωρίσουμε μαζὶ μία μεγάλη
Ἀγάπη»... Ὁ ἐνθουσιασμός μου μεγάλωνε καὶ ἤμουν ἕτοιμος νὰ βουτήξω τὸν Λάκη ἀπὸ τὸν γιακὰ
καὶ νὰ ξεκινήσουμε μία ὥρα ἀρχύτερα, ὅταν ἔνοιωσα τὴν χαρακτηριστικὴ αἴσθηση μουδιάσματος
στὴν κοιλιά μου, ποὺ σήμαινε ὅτι κάτι δὲν ὑπολόγιζα σωστά. Κατάλαβα ὅτι εἶχα παραπάρει φόρα
καὶ εἶχα ἀφήσει τὴν φρόνησή μου νὰ πάει περίπατο. Τώρα ποὺ τὸ ξανασκεφτόμουν, μὲ ζῶσαν οἱ
ἀμφιβολίες.

Θὰ μποροῦσε ἄραγε νὰ ἐγγυηθεῖ κανεὶς ὅτι ὁ ἐφημέριος τῆς ἐκκλησίτσας στὸ βουνὸ ἦταν ὄντως
Φύλακας τῶν Ὑπόγειων Κόσμων; Κι ἂν ἦταν, τὶ μὲ ἔκανε ἐμένα νὰ πιστεύω ὅτι θὰ ἔπρεπε καὶ νὰ
γνωρίζει τὸν τρόπο τῆς εἰσόδου σ΄ αὐτούς; Καὶ ἂν ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀλήθεια, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει στὴ
διάθεσή του κάποιο μυστικὸ συναγερμό, ὅπως, ἂς ποῦμε, νὰ πιάσει τὸ ρόλοι του μὲ κάποιο
συγκεκριμένο τρόπο; Κάποιος συνεργάτης του θὰ καλοῦσε τότε τὸ τοπικὸ Ἀστυνομικὸ Τμῆμα καὶ θὰ
κατήγγειλε ὅτι εἶδε κάποιους νὰ προπηλακίζουν τὸν ἱερέα, πιθανὸν γιὰ νὰ ληστέψουν τὸ ναό. Τὰ
πράγματα θὰ μποροῦσαν νὰ ἐξελιχθοῦν ἀκόμα χειρότερα, ἂν οἱ Ὑπόγειοι εἶχαν κάποιους συνεργάτες
στὴν Ἀσφάλεια ἢ στὸ Ὑπουργεῖο ∆ημοσίας Τάξεως, πράγμα ποὺ θεωροῦσα σχεδὸν βέβαιο. Τότε θὰ
ἔφτανε καὶ δεύτερο τηλεφώνημα στὸ Τμῆμα, ἀπὸ κάποια ζόρικη Ὑπηρεσία ὅπως τὴν
Ἀντιτρομοκρατικὴ ἢ τὴν Ὑπηρεσία Προστασίας Ὑψηλῶν Προσώπων, ποὺ θὰ ἔλεγε ὅτι τὰ ἄτομα
ποὺ καταγγέλθηκε ὅτι βιαιοπραγοῦσαν κατὰ τοῦ ἱερέα, πιθανὸν νὰ τὴν ἐνδιέφεραν πολύ. Τὸ εἶδος
δηλαδὴ τοῦ τηλεφωνήματος ποὺ θὰ μετέτρεπε ἕναν βαριεστημένο Ἀστυνομικὸ ∆ιευθυντὴ σὲ ζηλωτὴ
τοῦ Καθήκοντος. Θὰ κατεύθαναν τότε δυό-τρία τζὶπ τῆς Ἀστυνομίας μαζὶ μὲ μισή ντουζίνα
περιπολικὰ καὶ θὰ ἄρχιζαν τὰ «Βγεῖτε ἀμέσως ἔξω, μὲ τὰ χεριὰ ψηλά. Εἶστε περικυκλωμένοι...»
Τὴν συνέχεια, κάπου μεταξὺ Ἀσύλου Φρενοβλαβῶν καὶ Κορυδαλλοῦ, δὲν ἤθελα οὔτε νὰ τὴν
σκέφτομαι. Μά, σὲ τελικὴ ἀνάλυση, κατοικοῦνταν ἄραγε στὰ ἀλήθεια τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Πλανήτη;
Ὁ Κοῦλ ὄχι μόνο τὸ εἶχε διαψεύσει ἀλλὰ μᾶς εἶχε βεβαιώσει ὅτι δὲν ὑπάρχει καθόλου κενὸς χῶρος
μέσα στὴ Γῆ, κάτι ποὺ εἶχε φανεῖ τότε σὰν κακόγουστο ἀστεῖο, ἀλλὰ μήπως τελικὰ εἶχε δίκιο;
Μήπως θὰ ἔπρεπε νὰ ψάξουμε ἀλλοῦ νὰ βροῦμε τοὺς κόσμους τῶν ὀνείρων μας; Θὰ μπορούσαμε,
φυσικά, νὰ πεταχτοῦμε ὡς τὸ ἐκκλησάκι καὶ νὰ κάνουμε μία ἔρευνα στὰ μέρη ποὺ θυμόμουν ἀλλὰ
ὄχι τώρα, τώρα ἤμουν πολὺ ταραγμένος καὶ εἶχα ἄλλα, πιὸ ἐπείγοντα πράγματα νὰ κάνω.

79
Θυμήθηκα τὶς σαρανταποδαροῦσες ποὺ εἶχα κλείσει στὸ γυάλινο βάζο καὶ χαμογέλασα. ∆ὲν θὰ εἶχα
ποτὲ τὸ κουράγιο νὰ ἀπειλήσω κάποιον ἄγνωστό μου ἄνθρωπο ὅτι θὰ τὸν ἔβαζα νὰ τὶς καταπιεῖ
ζωντανές, θὰ φαινόταν ἀμέσως ὅτι μπλοφάρω. Στὴν πρώτη εὐκαιρία θὰ τὶς ἄφηνα ἐλεύθερες στὸ
ἀπέναντι χάλασμα ἀπὸ ὅπου τὶς εἶχα μαζέψει, νὰ συνεχίσουν τὶς ζωοῦλες τους. Θυμήθηκα ὅτι ἴσως
ὄντα ποὺ ἔβλεπαν τὸν Ἄνθρωπο σὰν σαρανταποδαρούσα νὰ ἔσκυβαν πάνω ἀπὸ τὴ Γῆ τὴ στιγμὴ
αὐτή, καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ βρεθεῖ λίγη κατανόηση, λίγος οἶκτος καὶ γιὰ τὰ ταπεινὰ πλάσματα τοῦ
σύμπαντος.

Ἄλλωστε ὁ Ἥλιος εἶχε ἀνέβει πλέον ψηλὰ καὶ ἡ εὐκαιρία νὰ τσακώσουμε τὸν ἱερέα μετὰ τὴν Θεία
Λειτουργία εἶχε πλέον χαθεῖ. Ὁπότε, τὶ ἔπρεπε νὰ κάνω τώρα; Ἡ διάθεσή μου διέγραφε κυκλικὲς
διαδρομές, ἀπὸ τὴν ἀπελπισία στὴν παραίτηση κι ἀπὸ κεῖ στὸν ἐνθουσιασμό, γιὰ νὰ ξαναπέσει μετὰ
ἀπὸ λίγο ξανὰ στὴν ἀπελπισία. Ἦταν καιρὸς νὰ σπάσω αὐτὸν τὸν φαῦλο κύκλο καὶ νὰ σκεφτῶ
καθαρά. Ἀλλὰ πῶς στὴν εὐχὴ νὰ τὸ κάνω αὐτό, ὅταν τὸ μέλλον εἶχε γίνει παρελθὸν καὶ τὸ
παρελθὸν μέλλον; Χωρὶς νὰ καταλάβω τὸ πῶς, εἶχα κάνει ἕνα βῆμα ἔξω ἀπὸ τὴν καθημερινότητα
καὶ εἶχα μπλεχτεῖ στὸ δίχτυ τῶν παράλληλων πραγματικοτήτων, τῶν παράλληλων Χρόνων. Τώρα
λοιπόν, σὰν ἔξυπνη μελισσούλα ποὺ ἤμουν, δὲν θὰ σπαταλοῦσα ὅλη μου τὴν ἐνέργεια μὲ τὸ νὰ
χτυπιέμαι στὸ ∆ίχτυ, τὸ μόνο ποὺ θὰ κατάφερνα ἔτσι θὰ ἦταν νὰ μπλεχτῶ ἀκόμη περισσότερο.
Ὄχι, θὰ μάζευα τὶς δυνάμεις μου καὶ θὰ μελετοῦσα τὴν κατάσταση. Κάποτε θὰ ἐρχόταν ἡ ὥρα νὰ
κάνω τὴν κίνησή μου. Ὅσο γιὰ τώρα, μόνο ἀπόλυτα θετικὲς ἐνέργειες ποὺ θὰ βελτίωναν κάπως τὴν
κατάσταση, ἔστω καὶ ἔμμεσα. Καὶ μποροῦσα νὰ σκεφτῶ μόνο ἕνα σχέδιο ποὺ νὰ ἐγγυᾶται τέτοιο
ἀποτέλεσμα.

Ἀλλά, ἀλλὰ πονοῦσε ποὺ νὰ πάρει ἡ ὀργή, ἡ θύμησή της πονοῦσε, ἔκαιγε τὴν καρδιά μου. Μέχρι
πρὶν ἀπὸ λίγες ὧρες τὴν εἶχα ἀκόμα στὴν ἀγκαλιά μου, καὶ τώρα... Γιὰ μία ἀκόμα φόρα ἔνοιωσα
τὸν πόνο νὰ μὲ τρελλαίνει, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ μέσα σ΄ αὐτὸ τὸ καμίνι ἡ ἀλήθεια ἦταν παροῦσα, ψυχρὴ
καὶ ἀντικειμενική, καὶ συνειδητοποίησα ὅτι ἡ ἀπόφασή μου νὰ φύγω ἀπὸ τὸν Κόσμο της ἦταν ἡ μόνη
σωστή. Ἡ συνέχεια τῆς προσωπικῆς μου ἱστορίας μποροῦσε νὰ ἐκτυλιχθεῖ μόνο ἐδῶ, στὴ
ρημαδιασμένη Ἑλλάδα τῶν φοιτητικῶν μου χρόνων, μέχρι νὰ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀνοίξω πανιὰ καὶ νὰ
βαστήξω στιβαρὰ τὸ τιμόνι. Πρὸς τὸ πάρον...

Ἡ μέρα εἶχε προχωρήσει καὶ μᾶς περίμενε τὸ στέκι μας στὴν Πλατεῖα Κολωνακίου. Ἔσπασα τὴ
σιωπὴ καὶ μίλησα στὸν Λάκη γιὰ τὸ ἀγαπημένο μας φαγάδικο μὲ τοὺς περιποιημένους φραπέδες καὶ
τὰ κλὰμπ σάντουϊτς καθὼς καὶ γιὰ τοὺς κολλητοὺς ποὺ θὰ συναντούσαμε ἐκεῖ. Θὰ τὸ ρίχναμε ἔξω
ὅλη τὴν ἥμερα, ὑπῆρχαν στὴν ἄκρη κάτι οἰκονομίες εἰδικὰ γιὰ περιστάσεις σὰν κι αὐτή. Καὶ τὸ
βράδυ τὸ πρόγραμμα θὰ εἶχε Παραλιακὴ καὶ χάι μπαράκια γεμάτα ἀπὸ ψηλά, ἰλλουστρασιὸν
κορίτσια μὲ δῆθεν ἀκατάδεχτο ὕφος καὶ μπόλικο τουπέ.

Ὅταν τελείωσα, ὁ Λάκης, γιὰ πρώτη φόρα ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε ἔρθει, γύρισε πρὸς τὸ μέρος μου. Μοῦ
ἔριξε ἕνα κάπως ἐξεταστικὸ βλέμμα καὶ μετὰ σηκώθηκε ἀργά. ∆ὲν πῆγε πρὸς τὴν πόρτα ὅπως
περίμενα ἀλλὰ πρὸς τὸ ντουλάπι τῆς κουζίνας, ἐκεῖ ποὺ ἤξερε ὅτι φύλαγα τὰ θλιβερὰ ἀπομεινάρια
τῆς κάβας μου, ἕνα δηλαδὴ καὶ μοναδικὸ μπουκάλι μὲ ξεθυμασμένο οὐΐσκυ κάποιας φτηνῆς μάρκας.
Ἀμίλητος γέμισε ἕνα νεροπότηρο ὡς τὴ μέση καὶ τὸ κατέβασε μονορούφι, πράγμα ποὺ ἦταν
ἐκπληκτικὸ γιατὶ πάντα γέμιζε τὸ ποτήρι του μὲ παγάκια καὶ μετὰ περίμενε νὰ λειώσουν πρὶν τὸ
πιεῖ, ὥστε νὰ ἀραιωθεῖ τὸ πότο ἀπὸ μόνο του. Καθὼς κατέβαζε τὸ χλιαρὸ οὐΐσκυ ἔκανε ἕνα
μορφασμὸ ἀηδίας καὶ μόρφασα κι ἐγὼ μαζί του ἄθελά μου, μαντεύοντας τὴν ἀπαίσια γεύση του σὲ
συνδυασμὸ μὲ τὸ ἄδειο στομάχι. Ἔπειτα ξαναγέμισε τὸ ποτήρι του καὶ τὸ ξανακατέβασε μονορούφι,
χωρὶς νὰ μορφάσει καὶ πολὺ αὐτὴ τὴ φορά.

Πολὺ περίεργα ἦταν ὅλα αὐτά. Ὄχι μόνο δὲν τὸν εἶχα δεῖ νὰ πίνει ἔτσι, καὶ μάλιστα πρωινιάτικα,
ἀλλὰ ἦταν καὶ ἡ πρώτη φόρα ποὺ τοῦ πρότεινα νὰ πᾶμε στὸ στέκι μας καὶ αὐτὸς ἀδιαφοροῦσε.
Κανονικὰ αὐτὴ ἦταν μία πρόταση στὴν ὁποία δὲν μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ, σὲ βαθμὸ ποὺ μᾶς εἶχε
ἀπαγορεύσει νὰ τοῦ τὸ ἀναφέρουμε σὲ περιόδους ποὺ εἶχε διάβασμα, γιατὶ παρασυρόταν καὶ μᾶς
ἀκολουθοῦσε. Τὸ πράγμα ἦταν πολὺ παράξενο καὶ ἀποφάσισα νὰ μὴν ξανανοίξω τὸ στόμα μου ἀλλὰ
νὰ περιμένω νὰ μοῦ μιλήσει πρῶτος αὐτός.

80
Καὶ ἄργησε λίγο, ἀλλὰ τελικὰ μίλησε. Μόλις καὶ μποροῦσα νὰ ἀναγνωρίσω τὴ φωνὴ του γιατὶ ἦταν
περισσότερο βραχνὴ ἀπὸ ποτέ, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε ξενυχτήσει διαβεβαιώνοντάς μας πὼς
ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ βγάλει καμμία τρακοσαριὰ σελίδες ἀπὸ κάποιο δύσκολο μάθημα καὶ τὸ πρωὶ
μᾶς ὁμολόγησε πώς, μετὰ ἀπὸ δύο πακέτα τσιγάρα καὶ καμμιὰ δεκαριὰ καφέδες, τὸ μόνο ποὺ εἶχε
καταφέρει ἦταν νὰ διαβάσει εἰκοσιπέντε σελίδες ἀπὸ τὸ μάθημα καὶ ἕνα τόμο κόμικς.

Ὅταν ἐξάντλησε τὰ ἰσχνὰ ἀποθέματα τοῦ ἀπαράδεκτου ποτοῦ μου, μὲ κοίταξε ἀπολογητικὰ καὶ
καθάρισε τὸν λαιμό του.

«Ἄσε ρὲ κολλητέ,» εἶπε σὰν νά ΄χε μόλις κάνει ἐγχείρηση ἀφαίρεσης ἀμυγδαλῶν, «εἶδα χθὲς βράδυ
ἕνα ὄνειρο...»

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΕΛΟΣ!

ΑΜΑΝ ΠΙΑ!

ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ.

81

You might also like