ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ PDF

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 7

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Φωτίου Σωτ. Ἰωαννίδη,


Ἀναπληρωτοῦ Καθηγητοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ.

1. Τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ καὶ Ἀρειανούς, ποὺ ἀμφισβητοῦσαν τὴν ἀλήθεια


τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν πραγματικότητα τοῦ
Τὸ Πάθος καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀποτε­ θανάτου τοῦ Κυρίου6. Ἔτσι, ὁ Σταυρὸς γίνεται
λοῦν τὸ κέντρο τῆς σωτηριολογικῆς διδασκαλίας τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐλπίδα τῶν Χρι­
τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Στὴν βυζαντινὴ στιανῶν κι ὅλων τῶν ἀπελπισμένων, ἡ δύναμη
ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, τὸ ἀπολυτρωτικὸ τῶν ἀδυνάτων, τὸ σύμβολο τῆς νίκης κατὰ τῶν
Πάθος τοῦ Χριστοῦ ὑπογραμμίζει τὴν ἄπειρη δαιμόνων, ὁ ἰατρὸς τῶν ἀρρώστων καὶ ἡ ἀσφά­
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ προσδι­ λεια τῆς οἰκουμένης7.
ορίζει τὸ μέγεθος τῆς ὀφειλόμενης ἀγάπης τοῦ Ὁ ζωοποιὸς Σταυρὸς ἀποκτᾶ ἕνα βαθὺ ἀσκη­
ἀνθρώπου πρὸς τὸν Δημιουργό του. Πρόκειται τικὸ συμβολισμὸ καὶ γίνεται ὄχι μόνο τὸ μέσο
γι’ αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν σταύρωση καὶ νέκρωση γιὰ τὴν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀπο­
τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος τοῦ ἀνθρώπου, προ­ κατάσταση τῶν σχέσεών του μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ
κειμένου νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς1. καὶ τὸ οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς μίμησης τοῦ
Ὁ Χριστός, ὡς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄν­ Κυρίου8. Μέσα ἀπ’ αὐτὴν τὴν ὀπτική, στοὺς
θρωπος, μὲ τὴν σταυρική Του θυσία δὲν ἀπο­ πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, τὸ μαρτύριο θε­
κάλυψε μόνο τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ωρήθηκε ὡς ὁ πλέον αὐθεντικὸς τρόπος μίμη­
ἄνθρωπο, ἀλλὰ φανέρωσε τὴν πίστη, τὴν ὑπα­ σης τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου. Στὰ μεταγενέστερα
κοὴ καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ πρὸς
14 χρόνια, ἡ βυζαντινὴ ἀσκητικὴ γραμματεία θὰ
τὸ Θεὸ Πατέρα. Ὁ Λόγος σαρκώθηκε, γιὰ νὰ συνδέσει τὸν ἀσκητικὸ βίο μὲ τὸ Πάθος κι ἔτσι,
μπορέσει ὡς ἄνθρωπος νὰ πάθει, νὰ πεθάνει, ἀλ­ ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ, θὰ ἀποκτήσει τὴν σταυρική
λὰ καὶ νὰ νεκρώσει τὰ πάθη τῆς σάρκας. Μέσα σ’ της διάσταση καὶ θὰ ἀποτελέσει αὐθεντικὸ στοι­
αὐτὴν τὴν προοπτική, ἡ σωτηριολογία τῆς ἀνα­ χεῖο μίμησης τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου.
τολικῆς Ἐκκλησίας ἀποκτᾶ ἕναν ἔντονο ἀσκη­ Οἱ μοναχοί, ἀποδεχόμενοι τὴν σωτήρια κλή­
τικὸ χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται ἤδη ­ση, ἀφήνουν τὴν πολυκύμαντη θάλασσα τῶν
στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς τῶν πρώτων πα­­­θῶν καὶ ἀκολουθοῦν τὸν Σωτήρα Χριστό. Τὸν
αἰώνων, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὸν Μελίτωνα ἀκολουθοῦν στὴν ἀτίμωση καὶ τὴν ὀδύνη τοῦ
Σάρδεων καὶ τὸν Ὠριγένη2. Εἰ­ δικότερα, τὰ Σταυροῦ, σταυρώνοντας τὴν σάρκα μὲ τὰ πάθη
πασχάλια κείμενα τοῦ Μελίτωνα Σάρδεων ἄσκη­ καὶ τὶς ἐπιθυμίες της. Συνοδεύουν στὸν τάφο
σαν σημαντικὴ ἐπίδραση στὴν ὑμνολογία τῶν τὸν Κύριο, θάβοντας τὶς γήϊνες ἐπιδιώξεις τοῦ
Παθῶν, ὅπου ὑμνεῖται ἡ σωτηριολογικὴ προο­ πα­­­λαιοῦ ἀνθρώπου καὶ νεκρώνοντας τὸ προσω­
πτικὴ τοῦ Πάθους τοῦ Θεανθρώπου3. Ἔτσι, ὁ θε­ πικό τους θέλημα στὴν ὑπακοή, σ’ ἐκείνη δηλαδὴ
ανθρώπινος χαρακτήρας τῆς σταυρικῆς θυσίας τὴν θεληματικὴ δουλεία, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀλη­
τοῦ Κυρίου ὄχι μόνο νοηματοδοτεῖ, ἀλλὰ καὶ θινὴ ἐλευθερία. Μετέχουν στὴν Ἀνάσταση, ἀνα­
συνδέει τὴν σωτηριολογία μὲ τὴν ἀνθρωπολο­ σταίνοντας μέσα τους τὴν ἐκπεσμῶν θεία εἰκόνα
γικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ διδασκαλία4. καί, μέσῳ τῆς πνευματικῆς τελείωσης, ἐνδύονται
Μέχρι καὶ τὸν τέταρτο αἰώνα, οἱ ἐκκλησια­ τὴν δόξα τοῦ ἀρχέγονου κάλλους. Ἡ αὐτοπρο­
στικοὶ συγγραφεῖς καὶ Πατέρες ἐπιμένουν στὰ αίρετη ἀγάπη τοῦ μοναχοῦ πρὸς τὸν Νυμφίο
κείμενά τους νὰ τονίζουν τὴν πραγματικότητα τῶν ψυχῶν, μιμητικὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ
τοῦ Πάθους καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου5. πρὸς τὸν ἄνθρωπο, εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς μονα­
Ὁ ἀπολογητικὸς χαρακτήρας τῶν κειμένων χικῆς ζωῆς. Θυσία, μέσα ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο τῆς
τους ὑπογραμμίζει τὴν βεβαιωμένη πίστη τῆς καρδιᾶς, εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ μοναχοῦ, ὅπου
Ἐκκλησίας γιὰ τὸν Θεάνθρωπο, κατοχυρώνει θυσιάζεται τὸ θέλημα, συντρίβεται τὸ ἐγώ, κα­
τὸ σωτήριο Πάθος Του καὶ ἀποστομώνει τοὺς ταπνίγονται τὰ πάθη, φονεύονται οἱ κακίες.
αἱρετικοὺς Γνωστικούς, Δοκῆτες, Υἱοθετιστὲς Οἱ Πατέρες καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ συγγρα­
φεῖς τοῦ Βυζαντίου, στὶς Ὁμιλίες ἢ στὰ ἑρμη­ αὐτὴν τὴν φιλάνθρωπη σχέση, τὴν γεμάτη ἀπὸ
νευτικά τους συγγράμματα ἢ καὶ στοὺς Ὕμνους τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀπορρέει καμία
τους, ὅταν ἀναφέρονται στὴν σταυρικὴ θυσία νομικὴ θεώρηση τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ
τοῦ Κυρίου, τονίζουν μὲ ἔμφαση τὴν ἐλεύθερη Θεανθρώπου19.
καὶ ἑκούσια πορεία τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὸ Πάθος, Ὁ θάνατος, ὡς ἐχθρὸς τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ, νι­
τὸ ὁποῖο ἑρμηνεύεται δοξολογικὰ καὶ σωτηρι­ κιέται ἀπὸ τὸν νέο Ἀδάμ. Πάνω στὸν Σταυρό,
ολογικά. Οἱ πειρασμοί, ἡ ἀγωνία τοῦ Κυρίου, τὸ ὁ Χριστὸς δὲν πέθανε τὸν ἐχθρὸ θάνατο, τὸν
πάθος καὶ ὁ θάνατος, μολονότι παρουσιάζονται θάνατο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ὑποταγῆς στὸ
ὡς φυσικὰ στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, κράτος τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ πέθανε τὸν φίλο καὶ
δὲν κυριαρχοῦν καταθλιπτικά, ἀλλὰ ἐντάσσον­ μακάριο θάνατο, ἀφοῦ μ’ αὐτὸν θανατώθηκε
ται δοξολογικὰ στὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀνά­ ἡ ἁμαρτία. Μὲ τὸν θάνατό Του ὁ Χριστὸς
στασης9. κατάργησε τὸν ἐχθρὸ θάνατο20. Τὸν θάνατο,
Ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἦταν πράξη ἐλεύθερη ποὺ ἦρθε ἐξαιτίας τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου
τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ καὶ ὁ ὁποῖος καταλύθηκε ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση.
ἁμαρ­­τωλοῦ κόσμου. Ἦταν πράξη αὐτοπρο­ Ὁ θάνατος καταργεῖται μ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν
αίρετη, ἡ ὁποία δὲν ὑπαγορευόταν ἀπὸ καμία θάνατο καὶ ὁ διάβολος νικιέται μὲ τὸ ἴδιο του
ἀνάγκη καὶ κανέναν ἐξαναγκασμό10. Ὁ Λόγος τὸ ὅπλο21. Ἔτσι, τὰ Πάθη τοῦ Σωτήρα ἀνα­
θέλησε ὁ Ἴδιος νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ θυσι­ δεικνύουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ δημι­
αστεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπος ούργημά Του καὶ γίνονται χαρμόσυνο μήνυμα
μὲ τὴν θέλησή του ὑποδουλώθηκε στὸν ζυγὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ καταδεικνύουν τὸ
τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Κύριος, μολονότι προγνώριζε μέγεθος καὶ τὴν δύναμη τῆς παρεχόμενης χά­
αὐτὰ ποὺ θὰ συνέβαιναν κατὰ τὸ Πάθος Του,
ρης τοῦ Θεοῦ22. Αὐτῆς τῆς χάρης, ποὺ ἔκανε
προσῆλθε σ’ αὐτό, γιὰ νὰ διδάξει στὸν κόσμο
τὸν ἄνθρωπο ὄχι μόνο μέτοχο τοῦ ἔνδοξου καὶ
ὅτι ἑκούσια ἔπαθε, μὲ μοναδικὸ σκοπὸ τὴν ἀπε­
σωτήριου θανάτου τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ μέτοχο
λευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ
τῆς ἀνάστασής Του23. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χρι­
σατανᾶ11. Ἀποκλειστικὸ κίνητρο αὐτῆς τῆς
πράξης Του ἦταν ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο,
στοῦ εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστιανοῦ. Ἀνήκει 15
σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ διατηρεῖ
ἀφοῦ πάνω στὸν Σταυρὸ δὲ στάθηκε ὡς κριτὴς
τὸν πιστὸ στὴν ζωὴ ὡς προσώπου ἐν Χριστῷ. Ἡ
τῆς οἰκουμένης, ἀλλὰ ὡς λυτρωτὴς τῶν παλαιῶν
Ἀνάσταση εἶναι ἡ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν
μας ὀφειλῶν12. Ὁ Χριστὸς θυσιάστηκε, γιὰ νὰ
αἰώνια καὶ ἀκατάλυτη ζωή24. Ἡ Ἐκκλησία βιώνει
ἔχει ὁ κόσμος ζωὴ καὶ νὰ ἐπανέρθει στὸ ἀρχαῖον
κάλλος13. Ὁ Θεὸς Πατέρας, ποὺ ὑπεραγαπᾶ τὸν τὸ ἦθος τῆς Ἀνάστασης ὡς νέο ἦθος, ὡς ἦθος
Υἱό Του ἀλλὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο, δέχτηκε αὐτὴν ἀληθινῆς ἀγάπης καὶ ἀληθινῆς ἐλευθερίας.
τὴν ἁγνὴ καὶ ἐλεύθερη θυσία, συγχωρώντας τὸν Ἡ βυζαντινὴ ὑμνογραφία25 ὕμνησε τὴν ἱστό­
ἁμαρτωλὸ καὶ ἀποστατημένο κόσμο14. ρηση τοῦ Πάθους, τοῦ θανάτου, τῆς ταφῆς,
Ἂν θὰ σχολίαζε κανεὶς τὶς δύο θεολογικὲς τῆς καθόδου στὸν Ἅδη καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ
τάσεις, ποὺ ἀναδύονται μέσα ἀπὸ τὴν ἀνατο­λικὴ Σωτήρα. Ἡ ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ ἡ
θεολογικὴ παράδοση σχετικὰ μὲ τὸν ἀποδέκτη δογματικὴ ἀλήθεια ἔγινε τὸ καθημερινὸ τρα­
τοῦ λύτρου15, θὰ διαπίστωνε πὼς εἴτε στὴν μία γούδι τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὑμνεῖ τὸ θεῖο Πάθος,
τάση16 –ὅπου τὸ λύτρο θεωρεῖται ὡς θυσία καὶ ἀγάλλεται γιὰ τὴν νίκη τοῦ Σταυροῦ καὶ δοξο­
ὡς ἀποδέκτης ἐκλαμβάνεται ὁ Θεὸς Πατέρας λογεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς ἄπειρης
ἢ δὲν ἀναφέρεται καθόλου ἀποδέκτης, γιατὶ φιλανθρωπίας Του πρὸς τὸν ἄνθρωπο26. Στὴν
ἡ ἀπολύτρωση νοεῖται ὡς ἀποδέσμευση ἀπὸ ὑμνολογία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Ἑβδομάδας
τὴν ἁμαρτία καὶ ἐπανασύνδεση τοῦ ἀν­θρώπου σκιαγραφοῦνται μὲ ἀπαράμιλλη ψυχολογικὴ
μὲ τὸν Θεό– εἴτε στὴν ἄλλη τάση17 –ὅπου βαθύτητα ὅλα τὰ ἱστορικὰ πρόσωπα ποὺ ἔλαβαν
ἀποδέκτης τοῦ λύτρου θεωρεῖται ὁ διάβολος, μέρος στὸ θεῖο δράμα, ἐνῶ παράλληλα δένεται μὲ
ἐπειδὴ τὸ κακὸ προσωποποιεῖται στὴν ὕπαρξη μοναδικὸ τρόπο ὁ συμβολισμὸς τῶν σωτήριων
αὐτοῦ– οἱ Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς εἶδαν στὸ γεγονότων μὲ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς
προσφερόμενο λύτρο τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ Ἐκκλησίας. Ἡ δογματικὴ ἀλήθεια τῆς Δ΄ Οἰκου­
τὸν ἄνθρωπο καὶ μέσα ἀπὸ τὸ Πάθος τοῦ Θε­ μενικῆς Συνόδου γιὰ τὴν ἀδιαχώριστη ἕνωση τῶν
ανθρώπου τὴν ἀνατολὴ τῆς Ἀνάστασης καὶ δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ ψάλλεται μὲ σύντομο,
τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου18. Ἀπ’ ἁπλὸ καὶ κατανοητὸ τρόπο, γεγονὸς ποὺ ὑπο­
γραμμίζει πὼς ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸν ἐρχομὸ καὶ τὴν δύναμη τῆς Ἀνάστασης. Ἐξ­
γιὰ τὰ μέλη της βιωματικὴ ἐμπειρία. α­λείφθηκε, ὅμως, μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Στὰ Τροπάρια τοῦ Ὄρθρου τοῦ Μεγάλου Τότε, ἀντὶ γιὰ τὴν ρομφαία, τὴν ψυχὴ τῆς
Σαββάτου ψάλλεται γιὰ τὸν Χριστό: Παρθένου Μαρίας κατάκλυσε ἡ εὐφροσύνη καὶ
Ἀνῃρέθης, ἀλλ’ οὐ διῃρέθης, Λόγε, ἧς μετέ­σχες ἡ ἀγαλλίαση34.
σαρκός· εἰ γὰρ καὶ λέλυταί σου ὁ ναὸς ἐν τῷ καιρῷ Στὴν βυζαντινὴ γραμματεία διακρίνουμε
τοῦ πάθους, ἀλλὰ καὶ οὕτω μία ἦν ὑπό­στασις τῆς δύο τάσεις, ποὺ ἀφοροῦν στὴν περιγραφὴ τοῦ
Θεότητος καὶ τῆς σαρκός σου· ἐν ἀμφοτέροις θρήνου τῆς Παναγίας. Αὐτὲς διαμορφώνονται
γὰρ εἷς ὑπάρχεις Υἱός, Λόγος τοῦ Θεοῦ, Θεὸς καὶ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ κείμενα γνωστῶν καὶ ἄγνωστων
ἄνθρωπος. Βροτοκτόνον, ἀλλ’ οὐ θεοκτόνον ἔφυ συγγραφέων, σὲ πεζὸ ἢ ποιητικὸ λόγο, ποὺ
τὸ πταῖσμα τοῦ Ἀδάμ· εἰ γάρ καὶ πέπονθέ σου τῆς ἐπέδρασαν μάλιστα στὴν θεματολογία καὶ τὴν
σαρκὸς ἡ χοϊκὴ οὐσία, ἀλλ’ ἡ Θεότης ἀπαθὴς δι­ ἐξέλιξη τῆς εἰκονογραφικῆς παράδοσης.
έμεινε· τὸ φθαρτὸν δέ σου πρὸς ἀφθαρσίαν με­ Στὴν πρώτη τάση, ὁ θρῆνος τῆς Παρθένου
τεστοιχειώσας καὶ ἀφθάρτου ζωῆς ἔδειξας πηγὴν παρουσιάζεται ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγ­
ἐξ ἀναστάσεως. Μία ὑπῆρχεν ἡ ἐν τῷ ᾅδῃ ἀχώρι­ γραφεῖς συγκρατημένος καὶ χωρὶς ἀκραῖες θρη­
στος καὶ ἐν τάφῳ καὶ ἐν τῇ Ἐδὲμ Θεότης Χριστοῦ νητικὲς ἐκδηλώσεις. Οἱ σχετικὲς διηγήσεις, εἴτε
σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν τοῦ πεζοῦ εἴτε τοῦ ποιητικοῦ λόγου, δὲν παρου­
μελῳδούντων 27. σιάζονται αὐτόνομα, ἀλλὰ πάντοτε σὲ σχέση μὲ
Στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀνακε­ τὴν κύρια ἀναφορὰ τῶν συγγρα­φέων τους στὸ
φαλαιώθηκε ἡ ἐκπεσμένη φύση τοῦ ἀνθρώπου. Πάθος τοῦ Κυρίου. Στὴν παρά­δοση αὐτὴ ἀπη­
Ἡ ἀτίμωση, ποὺ ὑπέστη κάθε μέλος τοῦ Χριστοῦ χεῖται περισσότερο ἡ θεολογικὴ προσέγγιση τοῦ
πάνω στὸν Σταυρό, ἔγινε γιὰ χάρη μας. Εἶχε πένθους, τὸ ὁποῖο δὲν πρέπει νὰ κυριαρχεῖ καὶ
ὅμως λυτρωτικὴ δύναμη γιὰ τὰ μέλη τῆς δικῆς νὰ φτάνει σὲ ἀκραῖες ἐκδηλώσεις, ἐπειδὴ ὑπάρχει
μας φύσης, τὰ ὁποῖα εἶχαν παραδοθεῖ στὴν ἡ προσμονὴ τῆς Ἀνάστασης. Τὰ μέλη τῆς
ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο28. Στὴν σταύρωση τοῦ Ἐκκλησίας ὀφείλουν νὰ ἐκδηλώνουν μόνο τὴν
Χριστοῦ συμμετεῖχε κι ἔπασχε ὅλη ἡ κτίση. Ὁ πρόσκαιρη ὀδύνη γιὰ τὸν ἐπίγειο καὶ πρόσκαιρο
16 ἥλιος ἔχανε τὸ φῶς του καὶ τὰ θεμέλια τῆς γῆς ἀποχωρισμὸ τῶν ἀγαπημένων τους προσώπων.
συγκλονίζονταν29. Ὅλα συνέπασχαν μ’ Ἐκεῖνον, Γνωρίζουν ὅτι πρέπει νὰ μεταβάλουν τὴν λύπη,
ποὺ τὰ ἔκτισε30. τὸ στεναγμὸ καὶ τὸ θρῆνο τοῦ θανάτου σὲ
ἀγαλλίαση καὶ χαρά, γιατὶ αὐτὸ ποὺ κυριαρ­
2. Ὁ θρῆνος τῆς Θεοτόκου χεῖ δὲν εἶναι ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἡ σωτηριώδης
Στὴν σταύρωση, ἡ Θεοτόκος ζεῖ τὸ προσω­ Ἀνάσταση. Τὴν θεολογικὴ προσέγγιση τῆς χαρ­
πικό της μαρτύριο καὶ βιώνει τὴν ὀδύνη ἀπὸ μολύπης τὴν συναντοῦμε ἤδη ἀπὸ τὸν τέταρτο
τὸ Πάθος τοῦ γιοῦ καὶ Θεοῦ της. Ἡ βυζαντινὴ αἰώνα σὲ κείμενα τοῦ Ἰωάννη Χρυσόστομου35 καὶ
ἐκκλησιαστικὴ παράδοση βλέπει τὴν ὀδύνη τῶν Καππαδοκῶν θεολόγων36.
τῆς Θεοτόκου νὰ προτυπώνεται στὴν προφη­ Στὴν δεύτερη τάση, ἡ ὀδύνη καὶ ὁ θρῆνος τῆς
τεία τοῦ Συμεών, ὁ ὁποῖος, στὴν Ὑπαπαντὴ Παρθένου Μαρίας, τόσο κατὰ τὴν σταύρωση
τοῦ Κυ­ρίου, ἀπευθυνόμενος πρὸς αὐτήν, εἶπε: ὅσο καὶ κατὰ τὴν ἀποκαθήλωση, κυριαρχεῖται
καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομ­ ἀπὸ τὴν ὑπερβολή. Σ’ αὐτὸν τὸν ἄμετρο σὲ
φαία31. Ἡ Παρθένος βιώνει τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου πολλὲς περιπτώσεις θρῆνο, τονίζεται κατεξο­
ὡς Μητέρα, ποὺ παρακολουθεῖ τὸν ἄδικο καὶ χὴν ἡ ἀνθρώπινη συντριβὴ γιὰ τὸ πάθος τοῦ
σκλη­ρὸ θάνατο τοῦ παιδιοῦ της, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀθώου Ἀμνοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Μεγάλο τμῆμα
πιστὴ δούλη τοῦ Θεοῦ, ποὺ βλέπει τὸν Σωτήρα τῆς γραμματείας, ποὺ ἐκφράζει αὐτὴν τὴν τάση,
τοῦ κόσμου νὰ πάσχει στὸν Σταυρό32. εἶναι σὲ λόγο ποιητικό. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ
Στὸ Πάθος τοῦ Θεανθρώπου, ἡ Θεοτόκος τραγωδία τῶν 2.610 στίχων Χριστὸς Πάσχων,
δέχτηκε τὴν ρομφαία, ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν ἑρ­ ποὺ ἀποδίδεται στὸν Γρηγόριο Θεο­λόγο, παρὰ
μηνεία τῶν Πατέρων σημαίνει τὸν σάλο τῆς τὰ ὑπάρχοντα προβλήματα γιὰ τὴν πατρότητα
ψυχῆς της καὶ τὸν πρόσκαιρο σκανδαλισμό της τῆς συγγραφῆς37. Ἐπίσης, τὸ Κοντάκιον τοῦ Ρω­
μπροστὰ στὸ φρικτὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου. μανοῦ Μελωδοῦ τὴν Μεγάλη Παρασκευή, εἰς τὸ
Αὐτὸς ὁ πρόσκαιρος πειρασμὸς ἦταν φυσιο­ πάθος τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὸν θρῆνον τῆς Θεο­
λογικὸς καὶ ἀναμενόμενος γιὰ τὴν πάσχουσα τόκου38 καθὼς καὶ ὅλη ἡ ὑμνολογία τῶν Ἀκολου­
Μάνα33. Γεννήθηκε, ἐπειδὴ δὲν γνώριζε ἀκόμα θιῶν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Ἑβδομάδας. Ἀνάλο­
γες θρηνητικὲς διηγήσεις ὑπάρχουν καὶ σὲ πεζὸ διασώζονται σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ λυρικὰ στοι­
λόγο39. Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ κείμενα, ἂν καὶ ἐπικρατεῖ χεῖα καὶ θρηνητικὲς ἐκδηλώσεις ἀπὸ τὴν πλούσια
ἡ συγκινησιακὴ φόρ­τιση τῆς Μάνας, δὲν ἀπου­ ἀρχαιοελληνικὴ παράδοση.
σιάζει ὁ ὑψηλὸς θεολογικὸς λόγος. Ἡ συγκινη­ Στὴν καρδιὰ τῆς Μαρίας εἶχε φυτευτεῖ τὸ
σιακὴ φόρτιση ποὺ προκαλεῖ στὸν κάθε πιστὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν Τὸν εἶδε νεκρὸ
τὸ Πάθος τοῦ Θεανθρώπου ὤθησε ἀρκετοὺς πάνω στὸν Σταυρὸ ἡ καρδιά της τρυπήθηκε
ἐκκλησιαστικοὺς συγ­γραφεῖς νὰ παρουσιάσουν ἀπὸ τὴν ρομφαία, ἀλλὰ δὲ μετακινήθηκε ἀπὸ τὸ
αὐτόνομο τὸν θρῆνο τῆς Θεοτόκου σὲ πεζὸ ἢ θαῦμα τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου. Βιώνοντάς
ποιητικὸ λόγο40. Πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ τὰ κείμενα, το βαθιὰ μέσα στὴν καρδιά της ὡς πάσχουσα
ποὺ παρουσιάζουν τὸν πόνο τῆς Παρθένου μὲ Μάνα, δέχεται γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ φωτισμὸ
ἀκραῖες θρηνητικὲς ἐκδηλώσεις, ἔχουν ἄμεσες τῆς θείας χάρης καὶ ὁμολογεῖ: Eἰ καὶ σταυρὸν
ἐπιδράσεις ἀπὸ τὴν ἀπόκρυφη γραμματεία41 ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου47.
καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ παράδοση, Συναισθανόμενη πὼς ὁ Υἱὸς καὶ Θεός της ἔπρεπε
ποὺ ἐπιβίωσε στὴν λαϊκὴ εὐσέβεια42. νὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἀπόρρητη θεία οἰκονομία
Στὴν βυζαντινὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὁ ξεπερνᾶ τὴν ὀδύνη της καὶ ἀναφωνεῖ: πήγαινε,
θρῆνος τῆς Μητέρας ἔχει πάντοτε ἕνα δοξολο­ πολυαγαπημένο μου παιδί, γιὰ νὰ δοξαστεῖς μὲ
γικὸ χαρακτήρα, γιατὶ μέσα ἀπ’ αὐτὸν προβάλλει τὴν δόξα ποὺ Σοῦ ταιριάζει. Ἐσὺ ποὺ ξεπερνᾶς
ἡ προοπτικὴ τῆς Ἀνάστασης, τῆς ἀναγέννησης ὅλα τὰ ὄντα, ἀποχαιρέτησε τὴν μητέρα Σου, πὲς
καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα σ’ αὐτὴν ἕνα γλυκὸ καὶ ζωογόνο λόγο γιὰ νὰ τὸν ἔχω πα­
τὴν προοπτικὴ ἐντάσσεται ὁ θρῆνος τῆς Θε­ ρηγοριὰ στὰ κατοπινὰ χρόνια, ποὺ θ’ ἀκουστεῖ
οτόκου τόσο στὸν Χριστὸ Πά­σχον­τα43 ὅσο καὶ εὐχάριστα τώρα, ἀλλὰ θὰ ἰσχύει ἀναλλοίωτος
στὶς πλέον ἀντιπροσωπευτικὲς θρηνωδίες τοῦ στὸν αἰώνα 48. Καὶ ὁ ὑμνωδὸς ψάλλει:
Ρωμανοῦ Μελωδοῦ44 καὶ τοῦ Συμεὼν τοῦ Με­ Υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος ἔδυ τῆς μορφῆς σου;
ταφραστῆ: Ὡς προσκυνῶ σου τὰ πάθη καὶ τὸ Οὐ φέρω καθορᾶν σε ἀδίκως σταυρούμενον·
ὑπομεῖναν σῶμα προσπτύσσομαι. Αἴρω τὸ ὕδωρ σπεῦσον οὖν ἀνάστηθι, ὅπως ἴδω κἀγὼ
τὸ ἐκ πλευρᾶς σου ῥυέν, δι’ οὗ μοι τὸ λουτρὸν σοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν τριήμερον ἐξανάστασιν 49.
τῆς παλιγγενεσίας χαρακτηρίζεται. Ἐξαίρω καὶ Ἡ ὑμνολογία τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Πα­ 17
τὸ αἷμα τὸ συρρυέν, δι’ οὗ τὸ διὰ μαρτυρίου ρα­σκευῆς καὶ ἡ ἀντίστοιχη τοῦ Μεγάλου Σαβ­
εἰκονίζεται βάπτισμα, ὃ καὶ τὸν εὐγνώμονα πε­ βάτου παρουσιάζουν μὲ ἀπαράμιλλο τρόπο,
ριρραντίσαν λῃστὴν καθηγίασε βαπτισθέντα καὶ παρὰ τὴν κάποια θρηνητικὴ ὑπερβολή, τὴν συγ­
αὐτὸν τῷ ἐπὶ σοὶ συμβάντι βαπτίσματι45. κλονιστικὴ περιγραφὴ τοῦ ψυχικοῦ πόνου τῆς
Τὰ Κοντάκια τοῦ Ρωμανοῦ γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μαρίας:
Μεγάλη Παρασκευή, μὲ τὸν ἔντονο λυρισμό Σήμερόν σε θεωροῦσα
τους καὶ τὴν πρωτότυπη χρήση τοῦ διαλόγου ἡ ἄμεμπτος Παρθένος
ἀνάμεσα στὴν Θεοτόκο καὶ τὸν πάσχοντα Κύριο, ἐν Σταυρῷ, Λόγε, ἀναρτώμενον,
ἐπέδρασαν καταλυτικὰ στὴν μεταγενέστερη ὀδυρομένη μητρῷα σπλάγχνα
θρηνητικὴ ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία καθὼς καὶ ἐτέτρωτο τὴν καρδίαν πικρῶς
στὴν δημώδη ποίηση. Τὰ δύο στοιχεῖα ποὺ μπο­ καὶ στενάζουσα ὀδυνηρῶς ἐκ βάθους ψυχῆς
ρεῖ νὰ διακρίνει κανεὶς σ’ αὐτὴν τὴν ἐπίδραση παρειὰς σὺν θριξὶ καταξαίνουσα κατετρύχετο.
εἶναι ἀπ’ τὴν μιὰ πλευρὰ ἡ δοξολογικὴ θεώρηση Διὸ καὶ τὸ στῆθος τύπτουσα ἀνέκραζε γοερῶς·
τοῦ θρήνου καὶ ἡ σωτηριολογικὴ διάσταση τοῦ οἴμοι, θεῖον τέκνον! Οἴμοι, τὸ φῶς τοῦ κόσμου!
Πάθους46 καὶ ἀπ’ τὴν ἄλλη ὁ ἔντονος λυρισμὸς Τί ἔδυς ἐξ ὀφθαλμῶν μου,
στὸν θρῆνο τῆς Παρθένου. Ὁ δοξολογικὸς ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ 50;
καὶ σωτηριολογικὸς χαρακτήρας τοῦ θρήνου,
ποὺ ἄλλωστε συνιστᾶ τὴν θεολογικὴ συμβολὴ Ἡ Παρθένος Μαρία ἀποτελεῖ αὐθεντικὸ
τοῦ Ρωμανοῦ, ἐπέδρασε τόσο στὴν ποίηση πρό­τυπο μίμησης γιὰ κάθε πιστὸ μέλος τῆς
τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ ὅσο καὶ στοὺς Ἐκ­κλησίας, ἀφοῦ ὅλη ἡ ζωή της φανερώνει τὸ
θρήνους σὲ πεζὸ λόγο τοῦ Συμεὼν Μεταφραστῆ νέο ἐν Χριστῷ ἦθος. Ἡ βυζαντινὴ θεολογία,
καὶ τοῦ Γεωργίου Νικομηδείας. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ πα­ρὰ τὶς ἐξέχουσες ἀποδόσεις τιμῶν πρὸς τὸ
στὸ λυρικὸ στοιχεῖο, αὐτὸ παραμένει κοινὸς πρόσωπό της, δὲν παρουσίασε αὐτόνομη διδα­
τόπος τόσο στὴν λόγια ἐκκλησιαστικὴ γραμμα­ σκαλία γι’ αὐτήν. Ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδο­
τεία ὅσο καὶ στὴν δημώδη. Στὴν δεύτερη, ὅμως, ξης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Θεοτόκο εἶναι ἄρρηκτα
συνδεδεμένη μὲ τὴν Χριστολογία καὶ τὴν Σω­ (1969), 65-78˙ Β. Ψευτογκᾶς, Μελίτωνος Σάρδεων τὰ περὶ
τηριολογία, ἀφοῦ μόνο μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Πάσχα δύο, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 8, Πατριαρχικὸν
Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1971, 232-235˙
τοῦ Θεανθρώπου καταξιώνεται ὡς ἀνθρώπινο
Chr. Hannick, «Exégèse, typologie et rhétorique dans l’
πρόσωπο, ὡς νέα καὶ εὐπειθὴς Εὔα51. Ἡ ἀλήθεια hymnographie byzantine», Dumbarton Oaks Papers 53
αὐτὴ ψάλλεται τόσο στὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης (1999), 207-218 (βλ. σ. 208).
Τετάρτης ὅσο καὶ στὸν Ἑσπερινὸ τοῦ Μεγάλου 4. Μελίτων Σάρδεων, Περὶ Πάσχα, 59, 430-440˙ 69, 496-
Σαββάτου, ὅπου ὁ Κοσμᾶς ὁ Μελωδὸς καὶ ὁ 505 (O. Perler, SC 123).
Ἰωάννης Δαμασκηνὸς μᾶς καλοῦν νὰ δοξάσουμε 5. Κύριλλος Ἱεροσολύμων, Κατήχησις ΙΓ΄, 4 (ΒΕΠΕΣ
39)˙ Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, Λόγος Ε΄, Εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ
τὴν ἀκηλίδωτη καὶ πάναγνη Μητέρα, τὸ τρα­
ἁγίου Σαββάτου, PG 39, 89-93.
γούδι τῶν ἀγγέλων, τὸ κόσμημα τῶν πιστῶν, 6. L. Padovese, Lo scandalo della Croce. La polemica
τὴν οὐράνια πύλη, ποὺ ἔγινε οὐρανὸς καὶ ναὸς anticristiana dei primi secoli, Roma 1988.
τῆς Θεότητας, γιατὶ μέσῳ αὐτῆς προσφέρουμε 7. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ὁμιλία εἰς τὸ ὄνομα τοῦ κοι­
τιμὴ στὸν Κύριο, ποὺ γεννήθηκε ἀπ’ αὐτήν52. Ἡ μητηρίου καὶ εἰς τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου, PG 49, 396-397˙
ἴδια, ἄλλωστε, μοιάζει νὰ ὁμολογεῖ μέσα ἀπὸ τὸ Ἐφραὶμ ὁ Σύρος, Λόγος εἰς τὸν Σταυρὸν καὶ περὶ Μετα­
νοίας καὶ τῆς δευτέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡμῶν
κείμενο τοῦ Συμεὼν τοῦ Μεταφραστῆ: Ἦρθα
Παρουσίας, 3, 71-111, ἔκδ. Β. Ψευτογκᾶς, Αἱ περὶ Σταυροῦ
στὸ φῶς αὐτῆς τῆς ζωῆς κι ἔμεινα πολὺ λίγο καὶ Πάθους τοῦ Κυρίου Ὁμιλίαι ἀνατολικῶν πατέρων καὶ
κοντὰ στοὺς γονεῖς μου... τοὺς ἀποχαιρέτησα συγγραφέων ἀπὸ τοῦ 2ου μέχρι καὶ τοῦ 4ου αἰῶνος, Ἀνάλε­
καὶ στράφηκα ὁλοκληρωτικὰ σὲ Σένα καὶ ἀφι­ κτα Βλατάδων 53, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Με­
ερώθηκα στὸν Ναό, γιὰ νὰ γίνω γιὰ Σένα κα­ λετῶν, Θεσσαλονίκη 19912, 206-207.
θαρότατος ναός53. 8. Νικόλαος Καβάσιλας, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 2,
PG 150, 557˙ Νικόλαος Καβάσιλας, Ἑρμηνεία τῆς θείας Λει­
Τὸ μυστήριο τῆς Παρθένου ὑπάρχει μέσα
τουργίας, 4, PG 150, 380.
στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριο τῆς 9. Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, Εἰς τὸ πάθος τοῦ Κυρίου
Ἐκκλησίας κατανοεῖται μόνο ἐν Χριστῷ, γιὰ καὶ εἰς τὸν Σταυρόν, 14, PG 28, 209. Ἀντώνιος Λαρίσσης,
χάρη μας. Ἡ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς νέας Λόγος ΣΤ΄, Εἰς τὴν τριήμερον Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου
ζωῆς καὶ ὕπαρξης, παραλληλίζεται μὲ τὴν ὕπαρξη καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν ᾧ καὶ
τῆς Θεοτόκου54. Ὁ ἁγιασμὸς τῆς Παρθένου προσφώνησις πρὸς τὸν τίμιον καὶ ζωοποιὸν Σταυρὸν καὶ
18 πραγματώνεται ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της. Γι’ μερικὴ ἀνάμνησις τῶν θρήνων τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου
καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, 4, ἔκδ. Β. Ψευτογκᾶς, Ἀντωνίου
αὐτό, ἄλλωστε, ἡ ἁγιότητα εἶναι τὸ συνδετικὸ Ἀρχιεπισκόπου Λαρίσσης, Λόγοι Θεομητορικοί - Δεσποτι­
στοιχεῖο Θεοτόκου καὶ Ἐκκλησίας. Ἡ Παρθένος κοί - Ἁγιολογικοί, Θεσσαλονίκη 2002, 229-231.
Μαρία προσωποποιεῖ αὐτὴν τὴν ἁγιότητα καὶ 10. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ὁμιλία εἰς τὸ ‘Πάτερ, εἰ
εἰκονίζει τὴν Ἐκκλησία55. Ὁ Χριστὸς ἑνώνεται μὲ δυνατὸν ἀπελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο’, 2, PG 51,
τὴν ἀνθρωπότητα μέσῳ τῆς Παναγίας κι αὐτὴ 36˙ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία Πασχάλιος, 5, 7, PG
77, 493. Ἐπίσης, βλ. τὰ Κοντάκια τοῦ Ρωμανοῦ Μελωδοῦ
ζεῖ μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία.
Τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ, Εἰς τὸ πάθος τοῦ Κυρίου καὶ εἰς
Ζεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό56. Μέσα ἀπ’ αὐτὴ τὸν θρῆνον τῆς Θεοτόκου καὶ Τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ,
τὴν λειτουργικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ σχέση βιώνει Εἰς τὸ πάθος (J. Grosdidier de Matons, SC 128). Βλ. καὶ
τὸ μέλος τῆς Ἐκ­κλησίας τὸ μυστήριο τῆς θείας V. Battaglia, GesÙ Crocifisso Figlio di Dio, Spicilegium
οἰκονομίας καὶ μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο ἀναφωνεῖ Pontificii Athenaei Antoniani 30, Roma 1991, 55-58.
μπροστὰ στὸν ζωοποιὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου: 11. Βλ. Κάθισμα Γ΄ Ἀντιφώνου, Ὄρθρος Μ. Παρα­
Μνήσθητι καὶ ἡμῶν, Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου57. σκευῆς, ἔκδ. Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάς, περιέχουσα
πάσας τὰς ἱερὰς Ἀκολουθίας ἀπὸ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων
(Εἰσήγηση στὸ 13ο Διεθνὲς Συμπόσιο μέχρι τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, ἐπιμ. Πρωτοπρ. Κ. Πα­
Μαριολογίας στὶς Συρακοῦσες. παγιάννης, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλ­
Παρουσιάστηκε στὴν ἰταλικὴ γλώσσα) λάδος, Ἀθῆναι 19902.
12. Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τὴν προσκύ­
νησιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, PG 98, 224.
Σημειώσεις 13. Ἐπιφάνιος Σαλαμῖνος (;), Λόγος εἰς τὴν θεόσω­
1. Β. Ψευτογκᾶς, «Τὸ πάθος τοῦ Κυρίου στὴν θεολογία μον ταφὴν τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
τοῦ Ὠριγένη», Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχο­ Εἰσαγωγή - Κείμενο - Μετάφραση, ΛΒ΄-ΛΔ΄, Ἱερὰ Μονὴ
λῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 22 (1977), Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2001, 76-83˙ Νικόλαος
56-57. Καβάσιλας, Ὁμιλία εἰς τὸ Σωτήριον Πάθος, 1, 13-22, ἔκδ. Β.
2. Μελίτων Σάρδεων, Περὶ Πάσχα, 66, 469-472 (O. Ψευτογκᾶς, «Νικολάου Καβάσιλα, Ὁμιλία εἰς τὸ Σωτήριον
Perler, SC 123)˙ Ὠριγένης, Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον Πάθος (Εἰσαγωγή - Κείμενο - Σχόλια)», Ἐπιστημονικὴ Ἐπε­
ΣΤ΄, LIII (ΒΕΠΕΣ 12). τηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου
3. Π. Χρήστου, «Τὸ ἔργον τοῦ Μελίτωνος Σάρδεων Θεσσαλονίκης 26(1981), 348-349˙ Ἀντώνιος Λαρίσσης,
περὶ Πάσχα καὶ ἡ ἀκολουθία τοῦ πάθους», Κληρονομία 1 Λόγος Θ΄, Εἰς τὴν παγκόσμιον Ὕψωσιν τοῦ τιμίου καὶ ζω­
οποιοῦ Σταυροῦ, 10, ἔκδ. Β. Ψευτογκᾶς, Ἀν­τωνίου Ἀρχιε­ αγγέλιον, Ὁμιλία ΙΖ΄ (ΒΕΠΕΣ 15)˙ Βασίλειος Καισαρείας,
πισκόπου Λαρίσσης, ὅ.π., 269. Ἐπιστολὴ 260, Ὄπτιμῳ ἐπισκόπῳ, 9, PG 32, 965.
14. Ἀ. Θεοδώρου, Πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος. Ἑρμηνευ­ 32. Χρ. Σταμούλης, «Ἡ Θεοτόκος καὶ τὸ μυστήριο τοῦ
τικὸ σχόλιο στὴν ὑμνογραφία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, Σταυροῦ», Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς
Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νέα Σειρά,
1998, 16-17. Τμῆμα Θεολογίας, Τιμητικὸ Ἀφιέρωμα στὸν Ὁμότιμο Κα­
15. Mτ 20, 28. Πρβλ. Mκ 10,45˙ Α΄ Κορ. 6, 20˙ Ἑβρ. 2, θηγητὴ Ἀλέξανδρο Γουσίδη 9 (1999), 275-280˙ Δ. Τσάμης,
14-15˙ Tιτ. 2, 14˙ Α΄ Πε 1, 18. Θεομητορικόν. Ἀνθολογία ἐκκλησιαστικῶν κειμένων καὶ
16. Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος Λ΄, Περὶ Υἱοῦ λόγος β΄, εἰκόνων πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας,
5-6 (P. Gallay, SC 250)˙ Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος ΜΕ΄, τόμ. Δ΄, Θεσσαλονίκη 2003, 135. Βλ. ἐπίσης S. De Fiores
Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, ΚΒ΄, PG 36, 653˙ Κύριλλος Ἀλεξαν­ - G. Strangio - E. Vidau, Il mistero della Croce e Maria,
δρείας, Βίβλος τῶν Θησαυρῶν περὶ τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου Biblioteca di Theotokos, Roma 2001.
Τριάδος, Λόγος ΚΘ΄, PG 75, 436B-C· Ἰωάννης Δαμασκηνός, 33. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ
Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως Γ΄, ΚΖ΄, PG 94, Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, 12, PG 74, 661.
1096C· Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματ­ 34. Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, Εἰς τὰ Γενέθλια τοῦ Μεγάλου
θαῖον Εὐαγγέλιον ΜΓ΄, PG 129, 544-545A-B. Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Λόγος Β΄, 8,
17. Ὠριγένης, Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον ΙΣΤ΄, PG 39, 57˙ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ
8 (ΒΕΠΕΣ 14)˙ Βασίλειος Καισαρείας, Ὁμιλία εἰς τὸν ΜΗ΄ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, 12, PG 74, 661-662.
Ψαλμόν, 3-4, PG 29, 437-441· Βασίλειος Καισαρείας, Ὁμιλία 35. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς Ἰωάννην, Ὁμιλία ΞΒ΄,
εἰς τὸν ΞΑ΄ Ψαλμόν, 3, PG 29, 473-476˙ Γρηγόριος Νύσσης, 4, PG 59, 347˙ Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς Α΄ Κορινθίους,
Λόγος Κατηχητικὸς ὁ Μέγας, ΚΓ΄, PG 45, 61-64. Ὁμιλία Γ΄, 5, PG 61, 29.
18. Δ. Τσάμης, Εἰσαγωγὴ στὴν πατερικὴ σκέψη, Θεσ­ 36. Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος ΙΕ΄, Εἰς τοὺς Μακκα­
σαλονίκη 1985, 450˙ Y. Spiteris, Salvezza e peccato nella βαίους, 9, PG 35, 928˙ Βασίλειος Καισαρείας, Περὶ εὐχα­
tradizione orientale, Bologna 2000, 162 κ.ἑξ. ριστίας, 6, PG 31, 229 κἑξ.
19. Βλ. Νικόλαος Καβάσιλας, Ὁμιλία εἰς τὸ Σωτήριον 37. A. Tuilier, Grégoire de Nazianze, La Passion du
Πάθος, 13, ἔκδ. Β. Ψευτογκᾶς, ὅ.π. , 356-357. Christ. Tragédie. Introduction, texte critique, traduction,
20. Ὠριγένης, Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον ΙΒ΄, 33˙ notes et index, SC 149, Paris 1969˙ M. Γ. Mάντζιου, «Συμ­
ΙΓ΄, 9 (ΒΕΠΕΣ 13). βολὴ στὴν μελέτη τῆς χριστιανικῆς τραγωδίας Χριστὸς
21. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τοὺς Ἑβραίους, Ὁμιλία Πάσχων», Δωδώνη 3 (1974), 353-370˙ F. Trisoglio, «La
Δ΄, 4, PG 63, 41. Vergine ed il coro nel ‘Christus Patiens’», Rivista di Studi
22. Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας (;), Ὁμιλία εἰς τὴν ἁγίαν Classici 27 (1979), 338-373. Ὁ H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογο­ 19
Πέμπτην καὶ εἰς τὴν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα, PG 28, 1048- τεχνία. Ἡ λόγια κοσμικὴ γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τόμ.
1053. Β΄, Ἀθήνα 20013, 501-504 δὲν ὑποστηρίζει τὴν συγγραφὴ
23. Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Κατηχήσεις, 13, 56-64 (B. τοῦ ἔργου ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Θεολόγο. Ἀρκετοὶ ἐρευνητὲς
Krivochéine, SC 104)˙ Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὁμιλία ΚΑ΄, PG πρότειναν κατὰ καιροὺς ὡς συγγραφέα τῆς τραγωδίας
151, 277. τὸν Ἀπολλινάριο, τὸν Γρηγόριο Ἀντιοχείας, τὸν Θεόδωρο
24. Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Κατηχήσεις, 34, 367 (B. Πρόδρομο, τὸν Κωνσταντίνο Μανασσῆ, τὸν Ἰωάννη
Krivochéine, SC 104). Τζέτζη ἢ κάποιον ἄγνωστο συγγραφέα τοῦ 11ου ἢ 12ου
25. Βλ. σχετικὰ Β. Ψευτογκᾶς, «Αἱ ὁμιλίαι τοῦ Μ. Βα­ αἰώνα.
σιλείου ὡς πηγὴ εἰς τὴν ὑμνογραφίαν», Κληρονομία 6 38. J. Grosdidier de Matons, Romanos le Mélode,
(1974), 261-276· Γ. Βεργωτῆς, «Ὁ Ἰησοῦς στὴν ὑμνογρα­φία Hy­mnes, IV, Introduction, texte critique, traduction et
τῆς Μικρῆς Ὀκταήχου», Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συν­ε­δρίου notes, XXXV, SC 128, Paris 1967, 158-187˙ E. Catafygiotou
πρὸς τιμὴν τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ (14-17 Νο­­εμβρίου Topping, «Mary at the Cross: St. Romanos’ Kontakion for
1990), Ἱερὰ Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσ­σα­λονίκη 1991, Holy Friday», Byzantine Studies / Études Byzantines 4
135-205˙ Chr. Hannick, «Exégèse, typologie et rhétorique (1977), 18-37˙ Gr. Dobrov, «A Dialogue with Death: Ritual
dans l’ hymnographie byzantine», ὅ.π., 215-216˙ Ἀ. Θε­ Lament and the θρῆνος Θεοτόκου of Romanos Melodos»,
οδώρου, Πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος, ὅ.π. Greek, Roman and Byzantine Studies 35 (1994), 385-405.
26. Ρωμανὸς Μελωδός, Τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ, Εἰς 39. Γεώργιος Νικομηδείας, Λόγος Η΄, Εἰς τὸ ‘εἱστήκει­
τὸ πάθος τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὸν θρῆνον τῆς Θεοτόκου καὶ σαν δὲ παρὰ τῷ Σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ Αὐτοῦ καὶ ἡ
Τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ, Εἰς τὸ πάθος (J. Grosdidier de ἀδελφὴ τῆς μητρὸς Αὐτοῦ’ καὶ εἰς τὴν θεόσωμον ταφὴν τοῦ
Matons, SC 128). Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῇ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Παρα­
27. Τροπάρια ΣΤ΄ ᾨδῆς, Ὄρθρος Μ. Σαββάτου, ἔκδ. Ἡ σκευῇ, PG 100, 1457-1489˙ Συμεὼν Μεταφραστής, Λόγος
Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάς, ὅ.π. εἰς τὸν θρῆνον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ὅτε περιεπλάκη
28. Βλ. Στιχηρὰ ἰδιόμελα τῶν Αἴνων, Ὄρθρος Μ. Παρα­ τὸ Τίμιον Σῶμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 114,
σκευῆς, μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Θ΄ Εὐαγγελίου, ἔκδ. Ἡ Ἁγία 209-217˙ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, Λόγος Α΄, ρηθεὶς τῇ Ἁγίᾳ καὶ
καὶ Μεγάλη Ἑβδομάς, ὅ.π. Μεγάλῃ Παρασκευῇ ἐν τῷ αὐτῷ παλατίῳ εἰς τὸ ἔνατον
29. Mτ 27, 45˙ 27, 51˙ Λκ 23, 44-45. Εὐαγγέλιον τῶν Ἁγίων Παθῶν, ἤτοι εἰς τὸ ‘εἱστήκεισαν
30. Βλ. Ἀπόστιχο ἰδιόμελο, Ὄρθρος Μ. Παρασκευῆς, παρὰ τῷ Σταυρῷ ἡ μήτηρ Αὐτοῦ’ καὶ τὰ ἑξῆς, ἔκδ. Εὐγ.
μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ΙΑ΄ Εὐαγγελίου, ἔκδ. Ἡ Ἁγία καὶ Βούλγαρης, Ἰωσὴφ μοναχοῦ Βρυεννίου, Τὰ εὑ­ρεθέντα, τόμ.
Μεγάλη Ἑβδομάς, ὅ.π. Β΄, Θεσσαλονίκη 19902, 62-81.
31. Λκ 2, 35. Βλ. Ὠριγένης, Εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐ­ 40. Ἰωάννης Εὐχαΐτων, Εἰς τὴν Θεοτόκον δακρύουσαν,
PG 120, 1130-1131. Βλ. σχετικὰ Δ. Τσάμης, Θεομητορικὸν Παρασκευῆς, μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ΙΑ΄ Εὐαγγελίου, ἔκδ.
Δ΄, ὅ.π. , 138-139. Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάς, ὅ.π.
41. Εὐαγγέλιον Νικοδήμου, 10 (C. Tischendorf, 50. Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφός, Ἀπόστιχο ἰδιόμελο, Ὄρθρος Μ.
Evangelia Apocrypha, 281-285). Παρασκευῆς, ὅ.π.
42. Βλ. H. Maguire, «The Depiction of Sorrow in 51. Εἰρηναῖος Λυῶνος, Adversus haereses, 3, 13˙ 5, 19,
Middle Byzantine Art», Dumbarton Oaks Papers 31 (1977), (A. Rousseau - L. Doutreleau - Ch. Mercier, SC 211, 153).
125-174˙ Μ. Ἀλεξίου, Ὁ τελετουργικὸς θρῆνος στὴν ἑλλη­ Πρβλ. Y. Spiteris, Salvezza e peccato, ὅ.π., 199 κ.ἑξ. Γιὰ τὸν
νικὴ παράδοση, μετφρ. Δ. Γιατρομανωλάκης - Π. Ροΐλος, παραλληλισμὸ Εὔα - Νέα Εὔα καὶ γιὰ τὴν τυπολογία Εὔα
Ἀθήνα 2002, 125-151. - Ἐκκλησία - Μαρία βλ. τὴν μελέτη τοῦ C. Corsato, «La
43. ῥίψω, μεθήσω σῶμ’, ἀπαλλαγήσομαι tipologia ‘Eva - Chiesa - Maria’ nella tradizione patristica
βίου θανοῦσα· χαίρετ’, οὐκέτ’ εἶμ’ ἐγώ (στίχ. 371). prenicena», Theotokos 9 (2001), 153-190.
Τὸν μὲν γὰρ ἡμῶν δυσμενῆ πεφυκότα 52. Κοσμᾶς Μελωδός, Κανών, ᾨδὴ θ΄, Εἱρμός, Ὄρθρος
ῥᾷον κτενεῖς σὺ καὶ καταβαλεῖς μόρον, Μ. Τετάρτης. Πρβλ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Θεοτοκίον,
θᾶττόν τ’ ἀνιὼν τοὺς ἀλάστορας τίσεις· Ἑσπερινὸς Μ. Σαββάτου.
γυνὴ δὲ θῆλυ κἀπὶ δακρύοις ἔφυ (στίχ. 745). 53. Συμεὼν Μεταφραστής, Λόγος εἰς τὸν θρῆνον τῆς
44. Ρωμανὸς Μελωδός, Τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ, Εἰς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅ.π., 3.
τὸ πάθος τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὸν θρῆνον τῆς Θεοτόκου καὶ 54. Γ. Μαντζαρίδης, «Ἡ Παρθένος Μαρία, μητέρα τῆς
Τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ, Εἰς τὸ πάθος, (J. Grosdidier de καινῆς κτίσεως», Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμὴν
Matons, SC 128). τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας (15-17
45. Συμεὼν Μεταφραστής, Λόγος εἰς τὸν θρῆνον τῆς Νοεμβρίου 1989), Ἱερὰ Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσ­
Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅ.π., 5. σαλονίκη 1991, 269-277.
46. Ἀλ. Κορακίδης, Ἡ περὶ τοῦ Λόγου θεολογία τῶν 55. Χαῖρε, ἁγία τῶν ἁγίων μείζων.
Κοντακίων Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, Θεσσαλονίκη 1973˙ Ἰ. Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος.
Κουρεμπελές, Ἡ Χριστολογία τοῦ Ρωμανοῦ Μελωδοῦ καὶ Ἀκάθιστος Ὕμνος, Στάσις Δ΄. Βλ. ἐπίσης Π. Εὐδοκίμωφ,
ἡ σωτηριολογικὴ σημασία της, Θεσσαλονίκη 1998 (διδ. δι­ Ἡ γυναίκα καὶ ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, μετάφρ. Ν. Μα­
ατρ.). τσούκας, Θεσσαλονίκη 19833, 285.
47. Κοντάκιον Ὄρθρου Μ. Παρασκευῆς. 56. Χρ. Σταμούλης, Θεοτόκος καὶ ὀρθόδοξο δόγμα.
48. Γεώργιος Νικομηδείας, Λόγος Η΄, Εἰς τὸ ‘εἱστήκει­ Σπουδὴ στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξαν­
σαν δὲ παρὰ τῷ Σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ Αὐτοῦ’, ὅ.π., δρείας, Θεσσαλονίκη 1996, 227.
10. Πρβλ. Ἀντώνιος Λαρίσσης, Λόγος ΣΤ΄, ὅ.π., 5, ἔκδ. Β. 57. Οἱ Μακαρισμοὶ εἰς στίχους η΄, Ὄρθρος Μ. Παρα­
Ψευτογκᾶς, ὅ.π., 232. σκευῆς, μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ΣΤ΄ Εὐαγγελίου.
20 49. Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφός, Ἀπόστιχο ἰδιόμελο, Ὄρθρος Μ.

You might also like